Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο Γιάσος (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 7 Φεβρουαρίου, 2012


 

Το σημερινό είναι το δεύτερο απόσπασμα από το «πρώτο καλοκαίρι», το πρώτο κεφάλαιο δηλαδή από τα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε προχτές στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το πρώτο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Να θυμίσω ότι προπολεμικά το λιμάνι της Μυτιλήνης, όπως άλλωστε και σχεδόν όλα τα λιμάνια της χώρας, δεν είχε υποδομή για να μπορούν τα πλοία να δένουν στην αποβάθρα και να κατεβαίνουν οι επιβάτες με τα πόδια, όπως σήμερα, έτσι το πλοίο έριχνε άγκυρα στα ανοιχτά και οι επιβάτες με τις αποσκευές τους, μετεπιβιβάζονταν σε βάρκες, κάτι που σε μερικά κυκλαδονήσια κράτησε ίσαμε τη δεκαετία του 1970 -μπορεί και του 1980 στην άγονη γραμμή. Ο Γιάσος, που πήρε το όνομά του από το «Γεια σου» που έλεγε σε όλους, μου θυμίζει δυο παπαδιαμαντικούς ήρωες, τον Ταπόη του Γουτού γουπατού για τη θηριώδη δύναμή του και την αναπηρία του, αλλά και τον Κακόμη, τον μπον βιβέρ χαμάλη του ομότιτλου διηγήματος.

Όταν με ξύπνησε η μαμά μου, το βαπόρι είχε φτάσει απ’ έξω από το λι­μάνι του νησιού μας. Ώσπου να πλυθώ και να ντυθώ είχε ρίξει με θόρυ­βο τις άγκυρές του. Όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, είχε κυκλω­θεί από τις βάρκες, που είχαν ξεκινήσει να το προϋπαντήσουν μόλις φά­νηκε στ’ ανοιχτά. Έφερναν τους επιβάτες που θα ταξίδευαν για τον Πειραι­ά και θα παίρνανε τους φερμένους στο νησί.
Σε κάθε βάρκα ήταν συνήθως οι δυο βαρκάρηδες, ο βοηθός τους, καμμιά δεκαριά επιβάτες κι αμέτρητο πλήθος βαλίτσες, καλάθια, μπόγοι, κλουβιά με πουλιά, κότες δεμένες ανά δύο από τα πόδια τους κι άλλα τσουμπλέκια. Οι βαρύτερες αποσκευές, μπαούλα, έπιπλα και εμπορεύματα, έρχονταν με τις χοντρές μαύρες μαούνες, που τις αργόσερναν μπενζίνες.


Οι βαρκάρηδες κάνανε τρομερό σαματά με τις φωνές τους. Όλοι βιάζονταν να περάσουν πρώτοι τους επιβάτες τους στο καράβι για να πάρουν τους ταξιδιώτες, που θ’ αποβιβάζονταν στο νησί. Όποιος αργούσε σ’ αυτή την επιχείρηση, κινδύνευε να γυρίσει άδειος πίσω.
Η μητέρα μου, που κρατιόταν γερά από τα κάγκελα του βαποριού και με κρατούσε και μένα το ίδιο σφιχτά από το χέρι, σα να φοβόταν πως θα γλιστρούσα και θα ‘πεφτα στη θάλασσα, έβαλε ξαφνικά χαρούμενες φωνές και μου ‘δειξε τις βάρκες.
Ξεχώρισα αμέσως, στη δεύτερη, τον Γιάσο, που ήταν από τέτοια απόσταση ορατός διά γυμνού οφθαλμού, καθώς ήταν τεράστιος σε ανάστη­μα, πραγματικός γίγαντας και το τελείως φαλακρό κεφάλι του άστραφτε στον ήλιο, σαν καινούργιο καλογυαλισμένο χάλκωμα.
Ο Γιάσος δεν ήταν ούτε βαρκάρης, ούτε βοηθός, ούτε επιβάτης, ήταν όμως πάντοτε μέσα στις βάρκες και φαινόταν πως είχε το γενικό πρόσ­ταγμα. Για πολλά χρόνια μου είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση πως ο Γιάσος, που τον θυμόμουν από τότε που κατάλαβα τον κόσμο, ήταν το αφεντικό του λιμανιού, ένα είδος υπερλιμενάρχη. Όποτε μ’ έπαιρνε βόλτα από το σπίτι μας, η πεποίθηση αυτή ρίζωνε ακόμα περισσότερο.

Γιατί ο Γιάσος έπαιρνε, χωρίς να ζητήσει κανενός την άδεια, όποια βάρκα ήθελε και με πήγαινε ένα γύρω στο λιμάνι ή στο Μακρύ Γιαλό ή στα Τσαμάκια. Όλοι οι άνθρωποι του λιμανιού τον ήξεραν και τον χαιρετούσαν φιλικά. Την Καθα­ρή Δευτέρα, που τη γιορτάζαμε όλοι μαζί, συνήθως στη συνεχόμενη αυλή της θείας Ζωής και της θείας Ευτυχίας, ο Γιάσος έφερνε τα καταπληχτικότερα και σπανιότερα θαλασσινά στο τραπέζι μας. Κι ακόμα μου διηγιόταν συναρπαστικές ιστορίες από τα ταξίδια του στην Πόλη και στα βάθη της Ανατολής. (Πολλά χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως ο Γιάσος ήταν, μονάχα, ένας από τους φορτοεκφορτωτές του λιμανιού.)
Τον καιρό εκείνον ο Γιάσος είχε περάσει τα σαράντα και ήταν μισοσακατεμένος από ένα ατύχημα. Στα νιάτα του όμως ήταν, όπως μου διηγιόταν η γιαγιά, πραγματικός Ηρακλής. Μπορούσε να σταματήσει έναν αραμπά, που τον έσερναν δυο άλογα και μπορούσε, λέγανε, να σηκώσει ένα γάιδαρο με το φορτίο του μαζί. Κάποτε όμως, δέκα περίπου χρόνια πιο πριν, εξαιτίας κακής στιβασίας έπεσαν απάνω του όλα τα άδεια σιδερένια λαδοβάρελα, αυτά που τα λένε «μπόμπες», που ήταν φορτωμένα σ’ έναν αραμπά. Οποιοσδήποτε άλλος θα σκοτωνόταν επί τόπου. Ο Γιάσος όμως κατάφερε, όχι μόνο να σηκωθεί, αλλά πήγε μόνος του ως το γιατρό. Από τότε όμως το αριστερό του χέρι και το αριστερό του πόδι ήταν λίγο πιο αργοκίνητα από τα αν­τίστοιχα δεξιά του άκρα και το δεξί του μάτι ήταν μόνιμα μισόκλειστο. Το σακατιλίκι αυτό όμως έκανε το Γιάσο να φαίνεται στα παιδικά μου μάτια σαν ένας συμπαθητικός κύκλωπας.
Όταν η βάρκα έφτασε στη σκάλα του βαποριού, ο Γιάσος αρπάχτηκε σβέλ­τα από τα σκοινιά και παρακάμπτοντας βαρκάρηδες και χαμάληδες, επιβιβαζόμενους και αποβιβαζόμενους επιβάτες, ναύτες και λιμενικούς, ανέβη­κε στο κατάστρωμα. Η μητέρα μου τον αγκάλιασε και ο Γιάσος τη φίλησε σταυρωτά. Ύστερα στράφηκε σε μένα, με άρπαξε από τις μασχάλες, με πέ­ταξε ψηλά, με άρπαξε στον αέρα και με ξανάστησε στα πόδια μου φωνά­ζοντας,
«Γεια σου, Μίμαρε!»
Κατόπιν πήρε όλες σχεδόν τις αποσκευές μας στα δυο του χέρια και ξανακατέβηκε στη βάρκα του το ίδιο γρήγορα και αντικανονικά.

 

17 Σχόλια to “Ο Γιάσος (Δημήτρης Σαραντάκος)”

  1. Τι ζωντανή αφήγηση… Ελπίζω να το βγάλετε το βιβλίο κάποια στιγμή. Καλημέρα!

  2. Νέο Kid Στο Block said

    Καλημέρα και καλή λευτεριά!
    Ο Μίμαρος ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ Νίκο!
    Ο Γιάσος μου θύμισε ένα δικό μου «Γιάσο» από τα παιδικάτα μου. Συγκίνηση ,να ‘σαι γερός και κεφάτος να τιμάς πάντα την οικογένειά σου έτσι σεμνά και δυνατά.

  3. Φοβερή γραφή. Υπέροχο.

  4. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

  5. rogerios said

    Συγκινητικό, από κάθε άποψη!

  6. «Γεια σου, Μίμαρε!» 😦

  7. Τι συγκινητικό κείμενο Νίκο!
    Πραγματικά πάντως, συμφωνώ με τον Νεοκίντ, μέσα από αυτές τις ιστορίες, ο μπαμπάς σου πραγματικά ζει και βασιλεύει!

    Να’σαι καλά που τις μοιράζεσαι μαζί μας!

  8. Ωραίο!
    Σημειωτέον, ότι Γιασός (ο τόνος στη λήγουσα) λέγεται στα Ιόνια ο Ιάσων, Ιάσονας.
    Έτσι, ο καπετάνιος και συγγραφέας Τζώρτζης Ιάσωνα Μαράτος αφιερώνει ένα βιβλίο του «στον Γιασό μου», το γιό του.

  9. mindkaiser said

    Σε ευχαριστούμε που μοιράζεσαι αυτά τα κείμενα μαζί μας Νίκο.

    Ειρήσθω εν παρόδω, θα μπορούσα να είχα μια πρόχειρη μετάφραση του «Αυδάν δέ Κραταιίν, μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν»; Το είχα απορία από παλιά όταν είχα πρωτοδιαβάσει το Γουτού Γουπατού στην ιστοσελίδα σου.

  10. ππαν said

    Πολύ ωραία γραφή, ευχαριστώ κι εγώ που ανεβάζεις αυτά τα αποσπάσματα.

  11. Νίκο, να είσαι πάντα καλά. Ο «Μίμαρος» μ’ αυτά τα διαμάντια που έγραψε, είναι «ένοικος τώρα του παντοτινού κεκοιμημένος» , για να δανειστώ τη φράση του αγαπημένου μου ποιητή Τάκη Σινόπουλου.
    Μετά το «Γιάσο» που διάβασα τώρα, κατεβάζω από τη βιβλιοθήκη μου το «Τότε που ζούσαμε» του Ασημάκη Πανσέληνου, για να μη φύγω από τη Μυτιλήνη.

  12. «Ένοικος τώρα του παντοτεινού κεκυρωμένος» . Χίλια συγνώμη για το απαράδεκτο λάθος μου!

  13. Z
    (όπως το είχα γράψει σε προηγούμενο σχόλιο για τον πατέρα σου, Νίκο).
    Φράση-φράση, το γνήσιο γράψιμο, ζωντανεύει στο μυαλό μου σκηνές και τύπους από τη ζωή στο λιμάνι της Πρέβεζας: «Το σακατιλίκι αυτό όμως έκανε το ΠΑΝΟ να φαίνεται στα παιδικά μου μάτια σαν ένας συμπαθητικός κύκλωπας.»
    Γιάννης

  14. christos said

    Υπέροχο! Απόδειξη οτι κάποιες πένες δεν χύνουν μελάνι αλλά φώς. Είσαι τυχερός που είχες τέτοιο πατέρα.

  15. sarant said

    Σας ευχαριστώ και πάλι όλους για τα σχόλια και τα καλά λόγια!

  16. Immortalité said

    Μπορούσε να σταματήσει έναν αραμπά, που τον έσερναν δυο άλογα

    Μου θύμισε αυτό που λέγαν για τον παππού μου. Ότι μπορούσε να κρατήσει στο μώλο το γρι γρι με τη μηχανή αναμμένη….

    Ωραίο κείμενο Νίκο.

  17. Καλαχώρας Λεώνικος said

    Ψηφίζω Christos 14.
    Για το ‘ισπανοεβραϊκό’ γράψε ladino ή sefardi. Η γλώσα δε μιλιέται πια πρακτικά, αλλά έχει πολλή φιλολογία, λογοτεχνία, καββαλιστική φιλολογία και φιλοσοφία. Σπίτι μου τη μιλούσαμε μέχρο που πέθαναν οι δικοί μου. Έκτοτε δε συνάντησα ούτε έναν που να την ξέρει, Οι περισσότερες οικογένειες μιλούσαν ή ελληνικά ή κάποια άλλη γλώσσα, όπως γαλλικά ή ιταλικά και τα σεφαραδικά τα μιλούσαν μόνο στα μαγαζιά μεταξύ τους. Διδάσκεται στο Πολιτιστικό κέντρο της κοινότητας σε μερικούς ‘περίεργους ρομαντικούς’ χωρίς νόημα (για να είμαι ειικρινής δεν έμαθα αν παρακολουθεί το μάθημα κανείς). Είχα ακούσει ότι κάποιοι ισπανοί φιλόλογοι είχαν πάει στη Σμύρνη να μαζέψουν λέξεις και εκφράσεις, διότι θεωρείται ‘παλαιοκαστιλιάνικη’ όπως πάνε και οι ρώσοι φιλόλογοι στη Σιβηρία να βρουν ομιλητές της παλαιοσλαυϊκής (όχι της old church Slavonic) αλλά της πραγματικής παλαιοσλαυικής.
    Όσο για τη φράση, να μην έχεις καμιά επιφύλαξη. Πιο σωστό θα ήταν ‘κονταρέμος’ αντί ‘ου’ αλλά μερικοί γέροι πρόφεραν έτσι, όπως έλεγαν και muestro αντί nuestro, αλλ’ αυτό έχει τη σχέση που θα είχε η λέξη ‘γιατρός’ αν την πεις ‘γιατιρός’

Σχολιάστε