Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Εμπρός’

Τρία μπιλιετάκια συγγραφέων

Posted by sarant στο 13 Ιουλίου, 2014

Ένα μικροφιλολογικό για σήμερα ή μάλλον τρία μικρά μικροφιλολογικά, απ’ αυτά που βρίσκει όποιος ξεφυλλίζει παλιές εφημερίδες ψάχνοντας να βρει κάτι άλλο, και κρατάει μια σημείωση μήπως και τα χρησιμοποιήσει κάποτε άλλοτε.

Ο τίτλος είναι εσκεμμένα παραπλανητικός, μια και δεν πρόκειται ακριβώς για μπιλιετάκια, δηλαδή για σύντομα κείμενα γραμμένα πάνω στο επισκεπτήριο, πρόκειται για σύντομες επιστολές τριών λογοτεχνών σε εφημερίδες. Αν θέλετε αυθεντικά μπιλιέτα, έχω ένα παλιότερο άρθρο με μπιλιέτα του Λαπαθιώτη, ο οποίος επιδιδόταν με πάθος στο άθλημα της μπιλιετομαχίας.

billet1Και οι τρεις επιστολές είναι γραμμένες στη δεκαετία του 1920. Ξεκινώντας χρονολογικά, η πρώτη σύντομη επιστολή, το πρώτο μπιλιετάκι μας -για να διατηρήσω την ορολογία του τίτλου- δημοσιεύτηκε στη (βενιζελική) εφημερίδα Πατρίς, στις 29 Ιουνίου 1923.

Βρισκόμαστε στην εποχή της επανάστασης των Πλαστήρα-Γονατά και τις προηγούμενες μέρες η Πατρίς δημοσίευε απόρρητες εκθέσεις μυστικών αστυνομικών (που είχαν βρεθεί στα υπουργεία) του προηγούμενου καθεστώτος σχετικά με παρακολουθήσεις πολιτών.

O τίτλος της εφημερίδας είναι Υπερτάτη αβρότης προς χαφιέν, προτάσσεται δε η εξής εισαγωγή:

Λαμβάνομεν την κάτω επιστολήν, της οποίας διατηρούμεν την ορθογραφίαν και το λεκτικόν, λόγω της υπογραφής την οποίαν φέρει.

Κύριε συντάχτη της «Πατρίδος»,
Παρατηρώ από το σημερινό σας φύλλο βγήκε στο φως πως οι κωσταντινικοί κατάσκοποι ήσκιωναν, όπως λεν οι Άγγλοι, το συγγενή μου κ. Α.Α.Πάλλη. Μπορώ να προσθέσω τούτο. Ο συγγενής μου γνώριζε τον κατάσκοπό του, και μια μέρα, βγαίνοντας από του ναβάρχου, τον πλησίασε και του είπε: «Λυπούμαι που σ’ έκανα να περιμένης τόσην ώρα».
28.6.1923

Πρόθυμος,
ΑΛΕΞ. ΠΑΛΛΗΣ

Ο επιστολογράφος είναι ο πρωτοπόρος δημοτικιστής Αλέξανδρος Πάλλης. Ομολογώ ότι δεν ξέρω ποιος συγγενής του (εξάδελφος, μάλλον) ήταν αυτός που παρακολουθούσαν οι μυστικοί αστυνόμοι, ούτε ξέρω αν έχω μεταγράψει σωστά τα αρχικά (Α.Α. ή Α.Λ.; ). Ο «νάβαρχος» πρέπει να είναι ο Κουντουριώτης, που αργότερα έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το πιο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου είναι γλωσσικό, ο πρωτολογισμός «ισκιώνω» με τον οποίο μεταφέρει ο Πάλλης (που ζούσε στην Αγγλία) το ρήμα to shadow, που λέγεται για τον αστυνομικό που παίρνει το κατόπι τον ύποπτο και τον παρακολουθεί φροντίζοντας να μένει αθέατος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εφημεριδογραφικά, Μικροφιλολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 195 Σχόλια »

Η μπλόφα και η ιστορία της

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2013

Και ενώ το κυπριακό θρίλερ συνεχίζεται, με προοπτικές να εξακολουθήσει για αρκετές μέρες, το ιστολόγιο δεν ξεχνάει ότι έχει κατεξοχήν γλωσσικό χαρακτήρα (ή αλλιώς: εμείς εδώ λεξιλογούμε, δεν πολιτικολογούμε) κι έτσι σήμερα θα δούμε την ιστορία μιας λέξης που ακούστηκε κάμποσο τις τελευταίες μέρες, τη λέξη μπλόφα. Σε έναν κυπριακό ιστότοπο διάβασα χτες ένα άρθρο με τίτλο «Η Κύπρος απάντησε στη μπλόφα της Γερμανίας«. Πρόκειται για μετάφραση από άρθρο της Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, η δε διατύπωση στο πρωτότυπο είναι Cypriot parliament calls Germany’s bluff. Έτσι λέγεται στα αγγλικά, to call one’s bluff. Καλή απόδοση το βρίσκω. Κάποτε που το είχαμε συζητήσει στη Λεξιλογία, θέλοντας μη χαρτοπαικτική απόδοση, είχαμε καταλήξει σε αποδόσεις όπως «δεν μάσησε / δεν το’χαψε».  Βέβαια, όσοι έχουν δώσει μάχες πάνω από την πράσινη τσόχα, δεν λένε «απαντώ», λένε «τα βλέπω», αλλά απόδοση «είδε τη μπλόφα» δεν στέκει.

Μπλόφα είναι η ενέργεια με την οποία κάποιος προσπαθεί να παραπλανήσει τον αντίπαλό του, να δημιουργήσει ψεύτικη εντύπωση για τις προθέσεις του ή τις δυνατότητές του. Η λέξη ανήκει στη χαρτοπαικτική ορολογία, αλλά έχει περάσει εδώ και πολύ καιρό στην καθημερινή ζωή. Στο πόκερ, από όπου προέρχεται η λέξη, ο παίκτης που μπλοφάρει (που κάνει μπλόφα, δηλαδή) προσπαθεί, με την ποσότητα αλλά και με το ρυθμό του πονταρίσματός του, καθώς και με τη γενικότερη συμπεριφορά του, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι έχει πολύ καλό χαρτί και να φοβήσει τους αντιπάλους του ώστε να πουν πάσο.

Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό bluff, που όμως έχει σκοτεινή ετυμολογία. Η αγγλική λέξη είναι και ρήμα και ουσιαστικό, και δεν είναι σαφές ποιο από τα δύο δημιουργήθηκε πρώτο, αν και το ρήμα καταγράφεται νωρίτερα. Το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη βρίσκει ολλανδική αρχή στην αγγλική λέξη, αλλά το OED περιορίζεται να πει ότι η αρχική σημασία του ουσιαστικού bluff είναι οι παρωπίδες των αλόγων και μετά προέκυψε η σημασία ‘παραπλανώ’, αλλά δεν λέει κάτι για την αρχή της λέξης, που την τοποθετεί στον 17ο αιώνα. Η χαρτοπαικτική σημασία εμφανίζεται στα αμερικάνικα, στα μέσα του 19ου αιώνα. Όσο για το πέρασμα της  λέξης στα ελληνικά, τόσο ο Μπαμπινιώτης όσο και το ΛΚΝ θεωρούν ότι εμείς πήραμε τη λέξη από τα γαλλικά, κάτι που φαίνεται πολύ λογικό αφού το 1900 τα γαλλικά ήταν η διεθνής γλώσσα.

Η λέξη έχει ενσωματωθεί θαυμάσια στη γλώσσα μας, όπως τα περισσότερα θηλυκά σε -α, και μάλιστα έχει δώσει και παράγωγα, το ρήμα «μπλοφάρω», το ουσιαστικό «μπλοφάρισμα» και το άλλο ουσιαστικό «μπλοφατζής» (αυτός που κάνει συχνά μπλόφες), μια αρμονική συνεργασία αγγλοσαξονικού θέματος με τουρκογενές επίθημα. Υπάρχει και ο νεότερος «μπλοφαδόρος», που δεν λεξικογραφείται σε ΛΝΕΓ και ΛΚΝ. Εδώ τα λεξικά δείχνουν συντηρητισμό, διότι μπορεί ο μπλοφατζής να έχει απαθανατιστεί στη φερώνυμη ταινία του Λάμπρου Κωνσταντάρα, αλλά ο μπλοφαδόρος σήμερα χρησιμοποιείται πολύ περισσότερο, όπως δείχνει το γκουγκλ. Άλλωστε, ο Νίκος Παπάζογλου δίδαξε ότι «είναι κάτι μπλοφαδόροι που παινεύουν τη δουλειά, μπράβοι και κοντυλοφόροι καθενού μαχαραγιά». Θυμάμαι επίσης πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια ότι ένας φίλος εκδότης είχε βγάλει μια σειρά βιβλίων (ήταν οδηγοί γραμμένοι με χιουμοριστικό ύφος) που είχαν τον τίτλο «Το εγκόλπιο του καλού μπλοφαδόρου» (π.χ. για το σεξ, το μάρκετινγκ, το ποδόσφαιρο, τις δημόσιες σχέσεις κτλ.)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικό ληξιαρχείο, Ετυμολογικά, Εφημεριδογραφικά, Ιστορίες λέξεων, Χρονογραφήματα, Χαρτοπαίγνιο | Με ετικέτα: , , , , , , , | 108 Σχόλια »

Όταν μεγαλώσει, θα βρει το δρόμο του… (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 19 Ιουνίου, 2012

Ύστερα από υπερκατανάλωση επίκαιρης και πολιτικής ύλης, λόγω των εκλογών, ας κάνουμε λίγη δίαιτα με κάτι εντελώς ανεπίκαιρο: το σημερινό είναι το ενδέκατο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε πριν στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Ο αφηγητής βρίσκεται σε ηλικία εφτά χρονών.

Σημείωση: στο τέλος του πεζογραφήματος έχω μια άσχετη πρόσκληση προς εθελοντές.

Τότε, δηλαδή το καλοκαίρι που αφηγούμαι, ήμουν πολύ θρήσκος και αυτό κράτησε ως τα δώδεκα χρόνια μου, μ’ όλο που στο σπίτι μας δε μιλούσαμε ποτέ για θρησκευτικά θέματα, ούτε είχαμε εικονίσματα. Ο πατέρας μου ήταν άθεος και δεν το έκρυβε, αλλά ποτέ του δεν έκανε την παραμικρή απόπειρα να επιβάλει τις απόψεις του ούτε σε μένα ούτε και σε κανέναν άλλον. Όταν κάποιοι φίλοι του τον πείραζαν πώς από έναν άθεο βγήκε ένα παπαδάκι, γελούσε κι έλεγε συνήθως:

«Όταν μεγαλώσει, θα βρει μονάχος το δρόμο του. Κι όποιον δρόμο ακολουθήσει, θα έχει αξία, γιατί θα τον έχει βρει μοναχός του.»

Η μητέρα μου τηρούσε ορισμένους τύπους της θρησκείας, νήστευε την εβδομάδα των Παθών και το Δεκαπενταύγουστο, έκανε το σταυρό της, άναβε κανένα κερί στην εκκλησία, κοινωνούσε μια δυο φορές το χρόνο, αλλά δε θυμάμαι να είχε ποτέ της εξομολογηθεί. Πιο πολύ τη δυνάστευαν ορισμένες προλήψεις και δεισιδαιμονίες, όπως άλλωστε όλους σχεδόν τους ανθρώπους, εκτός από τον πατέρα μου.

Ο παππούς μου κι η γιαγιά μου ήταν άνθρωποι ευλαβείς και θεοφοβούμενοι, με μιαν ευσέβεια όμως σεμνή και καθόλου επιδεικτική. Του παππού μου του άρεσε να ψέλνει και συχνά διάβαζε την Αγία Γραφή, αλλά και άλλα βιβλία, όπως την «Αποκάλυψη του Αγαθάγγελου», τη «Φαβιόλα» και το «Κβο Βάντις». Αγαπούσε ιδιαίτερα το συνονόματό του άγιο Γεώργιο, γιατί ήταν «των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής», όπως έλεγε το απολυτίκιό του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , | 20 Σχόλια »

Θέατρο στο χωριό (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 4 Ιουνίου, 2012

Το σημερινό είναι το δεκατο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε πριν στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Κανονικά τα αποσπάσματα αυτά τα δημοσιεύω τις Τρίτες, σήμερα έγινε μια μικρή μετάθεση για λόγους οργάνωσης της ύλης του ιστολογίου, ας πούμε. Βρισκόμαστε πάντοτε στο καλοκαίρι του 1936. Το χωριό για το οποίο γίνεται λόγος, δηλαδή το χωριό του προπάππου μου, που λεγόταν Μυρογιάννης, είναι η Μόρια, λίγο έξω από τη Μυτιλήνη.

Εκείνες τις μέρες, όλο το χωριό μιλούσε για την παράσταση που θα έδινε ο ερασιτεχνικός όμιλος, που είχαν φτιάξει κάποιοι νέοι του χωριού, η δασκάλα, η κυρία Ευλαλία, ο γιατρός ο κύριος Αργεντέλλης και άλλοι. Η παράσταση θα γινόταν στο σχολείο του χωριού, που ήταν τώρα κλειστό. Με τα παιδιά της συμμορίας του ιππικού, μέρες τώρα κουβεντιάζαμε για την παράσταση. Κανένα τους δεν είχε πάει ποτέ τους σε θέατρο, μερικά μόνο είχαν δει καραγκιόζη, όταν είχε έρθει πέρσι στο πανηγύρι του Άι-Δημήτρη ένας πλανόδιος καραγκιοζοπαίχτης.

Εγώ είχα πάει δυο φορές σε θέατρο, πέρσι που μέναμε στην Αθήνα. Και τις δύο φορές με πήραν μαζί τους οι γονιοί μου γιατί δεν είχαν πού να με αφήσουν. Την πρώτη φορά δεν κατάλαβα απολύτως τίποτα. Θυμάμαι πως είχαμε μπει σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη πολυθρόνες, καθίσαμε κι ο μπαμπάς μου με πήρε στα γόνατά του. Σβήσανε τα φώτα, άνοιξε ένα μεγάλο παραπέτασμα («αυτή είναι η αυλαία», εξήγησε την απορία μου η μαμά μου) και είδαμε ένα είδος δωμάτιο με τρεις τοίχους (ο τέταρτος ήταν η αυλαία), όπου μπαινοβγαίναν διάφοροι άνθρωποι μιλώντας συνεχώς. Στο τέλος βαρέθηκα, νύσταξα κι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του πατέρα μου.

Τη δεύτερη φορά, όμως, ήταν όλα διαφορετικά. Με πήραν και πήγαμε να δούμε μιαν «επιθεώρηση», έτσι λέγανε αυτό το έργο, που την είχε γράψει, όπως μου εξήγησαν, ένας φίλος του μπαμπά μου, που είχε ένα περίεργο όνομα. Λεγόταν Πωλ Νορ. Αυτήν τη φορά κάθισα σε δικό μου κάθισμα, και όσα είδα, όταν άνοιξε η αυλαία, ήταν πολύ διασκεδαστικά. Όμορφες κοπέλες και νέοι χόρευαν και τραγουδούσαν, δυο αστείοι τύποι έκαναν φάρσες ο ένας στον άλλον και όλοι οι θεατές γελούσαν και χειροκροτούσαν. Στο διάλειμμα με πήραν και πήγαμε πίσω από τη σκηνή, σ’ ένα μέρος που το λέγανε «παρασκήνια» κι εκεί είδαμε το φίλο του μπαμπά μου και πολλούς από αυτούς που είχα δει λίγο πιο μπροστά να παίζουν στη σκηνή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Θεατρικά, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , | 35 Σχόλια »

Στον Καλαμιάρη και στη Θερμή (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 22 Μαΐου, 2012

Το σημερινό είναι το ένατο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε την Παρασκευή που μας πέρασε πριν στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε πάντοτε στο καλοκαίρι του 1936. Το χωριό του προπάππου μου, που λεγόταν Μυρογιάννης, είναι η Μόρια, λίγο έξω από τη Μυτιλήνη.

Δυο χιλιόμετρα ανατολικά από το χωριό του παππού, πάνω στην ακτή, ήταν ένα γειτονικό χωριουδάκι, η Παναγιούδα. Σε μια συνοικία του χωριού, που λεγόταν Καλαμιάρης, ζούσαν κάτι ξαδέλφια της μαμάς μου, παιδιά του μικρότερου αδελφού του παππού, του μπάρμπα Θανάση. Ο παππούς μου καταγόταν από το Πληγώνι, ένα μικρό χωριό στις πλαγιές της Αμαλής, στα νότια της πόλης μας. Ο πατέρας του, ο Βασίλης ο Μυρογιάννης, είχε τέσσερις γιους, το Βαγγέλη, το Γιώργο (τον παππού μου), το Θανάση και τον Τζάννο. Ήταν μικροκτηματίας και δύσκολα τα ‘βγαζε πέρα. Ήταν όμως άνθρωπος κεφάτος, αισιόδοξος και δουλευτής. Του άρεσε το κρασί και το τραγούδι κι έπαιζε λύρα και λαγούτο. Από τα παιδιά του, ο πρώτος και ο τελευταίος μείναν αγρότες και κράτησαν τα χτήματα. Ο παππούς μου έγινε πραματευτής κι ο Θανάσης σιδεράς και εγκαταστάθηκε στην Παναγιούδα, στο χωριό της γυναίκας του.

Απόχτησε τέσσερα παιδιά, δυο γιους και δυο κόρες.

Ένα απόγεμα Σαββάτου, η γιαγιά μάς ξεσήκωσε να πάμε να δούμε τα ανίψια της. Είχε από τα χτες ετοιμάσει μια γαλατόπιτα και έβαλε γλυκό του κουταλιού σε μια γυάλα. Ο παππούς δεν ήθελε να έρθει, γιατί ήταν η μέρα που θα ερχόταν ο φίλος του ο Ιγνάτης. Ήταν άλλωστε συντηρητικός στις κοινωνικές του σχέσεις και μ’ όλο που η οικογένεια του μπάρμπα Θανάση ήταν σόι του παππού, τις επαφές μαζί τους τις κρατούσε η γιαγιά.

Ξεκινήσαμε η γιαγιά, η μαμά μου, η θεία Μάρω κι εγώ. Ο δρόμος ήταν ίσιος και η διαδρομή ευχάριστη. Κάναμε στάση σε δυο σπίτια που ήταν στο δρόμο μας, στου κυρίου Ιωάννου, ενός φίλου του μπαμπά μου, και του κυρίου Αρχοντίδη, που ήταν καθηγητής στο Γυμνάσιο και ήξερε καλά τη μαμά μου. Εκεί οι μεγάλοι κουβέντιασαν για λίγο και μας κέρασαν γλυκό του κουταλιού και βυσσινάδα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , | 57 Σχόλια »

Στο μαγαζί του παππού μου (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 15 Μαΐου, 2012

Το σημερινό είναι το όγδοο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε πριν από καμιά δεκαριά μέρες στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε πάντοτε στο καλοκαίρι του 1936. Το χωριό του προπάππου μου, που λεγόταν Μυρογιάννης, είναι η Μόρια, λίγο έξω από τη Μυτιλήνη. Ταιριάζει ίσως που το σημερινό άρθρο είναι το πρώτο μετά τη βράβευση του ιστολογίου -όσο κι αν ο πατέρας μου δεν είναι πια εδώ για να καμαρώσει.

Το μαγαζί του παππού μου, στη Μόρια, ήταν δίπλα στο σταθμό της Χωροφυλακής, στην αρχή του δρόμου, που κατηφόριζε από την αγορά στον τσεσμέ. Ήταν στενόμακρο και είχε και στις τρεις πλευρές του ράφια με εμπορεύματα από το πάτωμα ως το ταβάνι. Η τέταρτη πλευρά ήταν η είσοδος. Μπροστά στα ράφια της αριστερής πλευράς ήταν ένας μακρύς ξύλινος πάγκος, όπου ο παππούς άπλωνε τα τόπια με τα υφάσματα και τ’ άλλα εμπορεύματά του.

Ο παππούς πουλούσε κάθε είδους υφάσματα, νήματα, μάλλινα και μπαμπακερά, κλωστές σε κουβαρίστρες και σε μασουράκια, καρφίτσες, βελόνες και παραμάνες, κόπιτσες, σούστες και γάντζους για τα ρούχα, φουρκέτες και τσιμπιδάκια για τα μαλλιά. Ακόμα πουλούσε βαφές για υφάσματα, ναφθαλίνη, στύψη, βιτριόλι, καραμπογιά, ακουαφόρτε, σόδα, ποτάσα, ακόμα και κινίνο χύμα και πλήθος άλλα εμπορεύματα.

Μου άρεσε πολύ να πηγαίνω στο μαγαζί του παππού μου τα πρωινά, όταν η συμμορία μας, το «καλαμένιο ιππικό», δε λειτουργούσε, να παρακολουθώ τους πελάτες που μπαινοβγαίναν και να περιεργάζομαι τα εμπορεύματα.

Ο παππούς μου, με την πρώτη, μου απαγόρεψε αυστηρά να πιάνω τα κουτιά που είχαν σκόνες και τα μπουκάλια που είχαν υγρά. Αντίθετα, μ’ άφηνε να πιάνω τα κουτιά με τα μασουράκια των χρωματιστών κλωστών για κέντημα και τα διπλωτά χαρτόνια με τα χρωματολόγιά τους. Τα χρώματα με μάγευαν. Πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τις άπειρες αποχρώσεις των βασικών χρωμάτων, καθώς τις έβλεπα ταξινομημένες στα χρωματολόγια.

Αργότερα, ο παππούς με άφηνε να παίζω και με τη μικρή ζυγαριά που είχε για να ζυγιάζει τις μπογιές.
Ο παππούς ήταν λιγομίλητος, ακόμη και με τους πελάτες του. Η κίνηση του μαγαζιού του δε στηριζόταν στην ευφράδεια του καταστηματάρχη ή στην κολακεία του προς τους πελάτες, αλλά στην καλή ποιότητα των εμπορευμάτων και τη χαμηλή τους τιμή.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , | 78 Σχόλια »

Στο χωριό του παππού μου (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 2 Μαΐου, 2012

Το σημερινό είναι το έβδομο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε πριν από καμιά δεκαριά μέρες στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε πάντοτε στο καλοκαίρι του 1936. Το χωριό του παππού του πατέρα μου, που λεγόταν Μυρογιάννης, είναι η Μόρια, λίγο έξω από τη Μυτιλήνη.

Τις πρώτες μέρες στο χωριό, με ξυπνούσαν τα κοκόρια, που άρχιζαν να κράζουν από τα χαράματα.
Την αρχή την έκανε ο κόκορας του γείτονά μας, που είχε φωνή πολύ δυνατή και επιβλητική. Αληθινό σάλπισμα. Αμέσως απαντούσαν δυο μακρινά λαλήματα και ακολουθούσαν όλα τα κοκόρια της γειτονιάς. Καθώς ήμουν ασυνήθιστος σ’ αυτήν τη συναυλία, σηκωνόμουν από το κρεβάτι και πήγαινα στο παράθυρο. Η μαμά μου, μισοκοιμισμένη, μου φώναζε να πέσω πάλι, αλλά εγώ τίποτα. Κατέβαινα με τις πιτζάμες στο κάτω σπίτι, όπου η γιαγιά μου ήταν κιόλας ξύπνια και ντυμένη και άναβε στη φουφού τη φωτιά για το πρωινό τσάι. Το κακό ήταν πως μόλις μ’ έβλεπε, μ’ έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε στο πλυσταριό για να με πλύνει κι ύστερα μ’ έστελνε πάλι επάνω για να ντυθώ κανονικά.

Όταν, έτοιμος πια, κατέβαινα, μπορούσα να καθίσω στο τραπέζι. Περιμένοντας να γίνει το τσάι, παρακολουθούσα τη γιαγιά, που έριχνε από ένα μαυρισμένο ρογί λίγο λάδι στο καντήλι που έφεγγε στο εικονοστάσι, άλλαζε φυτίλι και το άναβε και κατόπιν θυμιάτιζε τις εικόνες κι όλο το κάτω σπίτι, που γέμιζε με τη βαριά μεθυστική μυρουδιά του λιβανιού. Ύστερα στεκόμασταν κι οι τρεις ορθοί γύρω από το τραπέζι και κάναμε το σταυρό μας. Ο ήλιος που μόλις είχε προβάλει από την Ουτζά, γέμιζε την κάμαρη. Όλη αυτή η διαδικασία γινόταν σιωπηλά, ο παππούς ήταν πάντα λιγομίλητος κι η γιαγιά πολύ αφοσιωμένη, με κινήσεις σχεδόν τελετουργικές, που μ’ εντυπωσίαζαν.

Όταν αποτρώγαμε, ο παππούς χαιρετούσε κι έφευγε. Βγαίνοντας στο δρόμο, έκανε πάλι το σταυρό του.

Από εκείνη την ώρα ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να πάω στο δώμα του πλυσταριού να χαζέψω το τάισμα των ζωντανών στην αυλή του γείτονα ή να δω την κοπέλα του άλλου σπιτιού να ποτίζει τα λουλούδια του κήπου τους. Όπως έμαθα, την έλεγαν Άσπα, αλλά στη γειτονιά ήταν γνωστή σαν «κόρη του Κινέζου» γιατί ο μπαμπάς της είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Κίνα. Αυτή η πληροφορία μού κίνησε ακόμα πιο πολύ το ενδιαφέρον για την όμορφη γειτόνισσα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , | 44 Σχόλια »

Ο κλήδονας (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2012

Το σημερινό είναι το έκτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε πριν από καμιά δεκαριά μέρες στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Βρισκόμαστε πάντοτε στο καλοκαίρι του 1936. Να σημειώσω ότι ο πατέρας μου γράφει «κλείδωνας», όπως το έγραφαν παλιότερα, προφανώς παρετυμολογώντας από το «κλειδώνω», αλλά το σωστό σύμφωνα με όλα τα λεξικά είναι «κλήδονας» (από το αρχαίο ‘κληδών’).

Τούτο το απόγεμα ήταν τελείως διαφορετικό από το χτεσινό, γιατί απόψε άνοιξαν τον κλείδωνα. Ήταν 23 Ιουνίου. Δεν είχα ξαναδεί ν’ ανοίγουν τον κλείδωνα, έθιμο τελείως άγνωστο στην Αθήνα, κι ήμουν όλο περι­έργεια και ερωτήσεις.

Την προετοιμασία του κλείδωνα, που έγινε το προηγούμενο βράδυ, δεν την πήρα είδηση, καθώς με είχε απορροφήσει το παιχνίδι με τους καινούργι­ους μου φίλους.

Το σούρουπο τα κορίτσια είχαν πιάσει το «α­μίλητο νερό», που το ‘βγαλαν από το πηγάδι που είναι στην αυλή της κυρίας Μαρίκας. Από τη στιγμή που θα βγάζανε τον κουβά από το πηγάδι και θα γέμιζαν το κανάτι του κλείδωνα, ως την ώρα που θα βάζανε μέσα τα «σημάδια», δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια κι άλλα μικροαντικείμενα, χαρακτηριστικά του κα­θενός κοριτσιού και της καθεμιάς γυναίκας, και θα σκέπαζαν το κανάτι να μείνει όλη τη νύχτα κι όλη την άλλη μέρα ως το απόγεμα, ως την ώρα λοιπόν που θα κλείνανε τον κλείδωνα, δεν έπρεπε να βγάλουν μιλιά απ’ το στόμα τους. Όποιο κορίτσι μιλούσε, κινδύνευε να μείνει ανύπαντρο.

Χτες, μετά την αμπάριζα και πριν αρχίσουν τα καθιστικά παιχνίδια, ο Παναγιώτης, ο Αριστείδης, ο Νίκος κι άλλοι πειρασμοί, πήγαν στην αυλή της κυρίας Μαρίκας, όπου τα κορίτσια ετοίμαζαν τον κλείδωνα και βάλανε τα δυνατά τους να τα κάνουν να μιλήσουν. Τα πείραζαν, τα τρόμαζαν, τους πετούσαν πετραδάκια, αλλά του κάκου. Τα κορίτσια κρατούσαν το στόμα τους ραμμένο. Στο τέλος, τα αγόρια βαρέθηκαν και γύρισαν στην παρέα μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Λαογραφία, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , | 67 Σχόλια »

Τα πρώτα μου παιχνίδια (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 20 Μαρτίου, 2012

Το σημερινό είναι το πέμπτο απόσπασμα από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε προχτές στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ. Να σημειωθεί ότι η οικογένεια του πατέρα μου έφυγαν από τη Μυτιλήνη για δυο χρόνια στη δεκαετία του 1930, και αυτό το απόσπασμα γράφεται μετά την επιστροφή τους, καλοκαίρι του 1936.

Σε λίγο άρχισαν να ξεμυτίζουν στον δρόμο τα παιδιά της γειτονιάς. Τα δυο μικρότερα κορίτσια του λιμενικού, που όπως έμαθα εκείνο το απόγεμα, τα λέγανε Θοδώρα τη μεγαλύτερη και Βαγγελία τη μικρότερη κι ένα ακόμα γειτονόπουλο που το φώναζαν Στράτο κι ήταν γιος του φούρναρη, άρχισαν να παίζουν ξυλίκι. Ξυλίκι το λέγαμε στην Αθήνα. Εδώ είχε ένα παράξενο όνομα που τό ‘χα ξεχάσει όσο έλειπα από το νησί και τώρα το ξανάκουγα: τό ΄λεγαν τσιλίκ-τσουμάκ.

Παιζόταν με δύο ξύλα, ένα μακρύ με λαβή και πλατιά κόψη από γερό ξύλο κι ένα κοντό, μυτερό στις δύο άκρες. Η «μάνα» ήταν μια πέτρα στη μέση του δρόμου. Έβαζες το κοντό ξύλο στη μάνα, ώστε να εξέχει λίγο η μια άκρη του και του ‘δινες μια με το μακρύ στην άκρη που εξείχε. Το κοντό ξύλο πέταγε τότε μακριά. Αν ήσουν επιδέξιος του ‘δινες και μια στον αέρα να πάει ακόμα μακρύτερα. Όπου έπεφτε μετρούσες την απόσταση από τη μάνα με βήματα. Οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να σταματήσουν το ξυλίκι με το στήθος ή να το αρπάξουν στον αέρα. Στην τε­λευταία αυτή περίπτωση, όποιος κατάφερνε να πιάσει το ξυλίκι στον αέρα έπαιρνε και το μακρύ ξύλο και τη μάνα. Όποιος μάζευε 100 βή­ματα κέρδιζε.

Μ’ άρεσε πολύ το ξυλίκι κι απόμεινα να παρακολουθώ με ενδιαφέ­ρον το παιχνίδι. Σημείωσα αμέσως την επιδεξιότητα των δύο μεγαλύτε­ρων παιχτών, της Θοδώρας και του Στράτου. Είχαν κιόλας φτάσει η πρώ­τη στα 80 και ο δεύτερος 65 βήματα. Η Βαγγελία μονάχα μια φορά πήρε τη μάνα, έκανε 12 βήματα και την ξανάχασε, γιατί ο Στράτος άρπαξε αμέσως το ξυλίκι στον αέρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , | 53 Σχόλια »

Η γειτονιά μου (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 6 Μαρτίου, 2012

Το σημερινό είναι το τέταρτο απόσπασμα από το “πρώτο καλοκαίρι”, το πρώτο κεφάλαιο δηλαδή από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε προχτές στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Περάσαμε την αγορά και στον Άγιο Συμεών στρίψαμε αριστερά και πήραμε τον ανήφορο. Στο φούρνο του μπάρμπα Κλήμη στρίψαμε δεξιά και μπήκαμε στο δρόμο μας. Εδώ δεν ήταν μονάχα η γειτονιά μου. Ήταν κυριολεκτικά το σπίτι μου, γιατί από τα δεκαπέντε σπίτια του δρομάκου, τα οχτώ ανήκαν σε αδερφοξαδέρφια της μαμάς μου.
Δίπλα στο φούρνο ήταν το σπίτι της Πάτρας και της Αννέτας. Ήταν δυο γριές που πάντα με τρόμαζαν, γιατί ενώ ήταν κάτι ερείπια, ανά­μεσα στα εξήντα κι εβδομήντα, ντυνόντουσαν σαν νεαρές κοπέλες. Ήταν γεροντοκόρες. Το επόμενο σπίτι ήταν ψηλό και κλειστό σαν φρούριο. Ακόμα και η αυλή του ήταν δυο μέτρα πιο ψηλά από τον δρόμο και την περιτριγύρι­ζε ψηλός μαντρότοιχος. Θα το ’παιρνε κανείς για το άντρο κακοποιών. Εν τούτοις έμενε εκεί μια ησυχότατη οικογένεια ενός δημοσίου υπαλ­λήλου.
Ακολουθούσαν τα δυο δίδυμα σπίτια της θείας Ευτυχίας και της θείας Ζωής. Ήταν πρώτες εξαδέλφες της μητέρας μου, αλλά την περνούσαν τουλά­χιστο δεκαπέντε χρόνια κι έτσι τις θεωρούσα κάτι σαν γιαγιάδες μου. Η Ζωή, νεώτερη και κοντύτερη, ήταν η γυναίκα του Γιάσου. Το σπίτι της ήταν από μέσα βαμμένο με κόκκινη λαδομπογιά, όλα τα έπιπλα ή­ταν τυλιγμένα σε σκούρες θήκες και οι βαριές κουρτίνες στα παρά­θυρα ήταν μονίμως κλειστές. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα και η μόνιμη οσμή ναφθαλίνης που είχε δια­ποτισμένο το σπίτι, μ’ έκαναν να φοβάμαι να μπω μέσα και όπως φαίνεται έκαναν και τον Γιάσο να μην αντέχει να κάθεται εκεί, εκτός από τις ώρες του φαγητού και του ύπνου. Παρ’ όλα αυτά, στο σπίτι της θείας Ζωής ήταν κάποια πράγματα, που μου κάναν εντύπωση. Στη σάλα είχαν ένα κουρντιστό ρολόι που κάθε ώρα, αντί να χτυπά, έπαιζε το σκοπό από το τραγούδι:
«Αραμπάς περνά, σκόνη γίνεται»
Στο επάνω πάτωμα, στο μικρό κεφαλόσκαλο, ήταν ένα περίεργο μπαούλο με πομπέ κάλυμμα, ντυμένο με δέρμα καμήλας. Τέλος, δίπλα στη σκάλα ήταν μια μυστηριώδης καταπακτή, που οδηγούσε σ’ ένα υπόγειο γεμάτο ξύλα και κάρβουνα. Ήταν τόσο σκοτεινό αυτό το υπόγειο, που με τρόμαζε και μια φορά το είδα στο όνειρό μου.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Μυτιλήνη | Με ετικέτα: , , , | 14 Σχόλια »

Στο τούρκικο χαμάμ (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 21 Φεβρουαρίου, 2012

 

Το σημερινό είναι το τρίτο απόσπασμα από το “πρώτο καλοκαίρι”, το πρώτο κεφάλαιο δηλαδή από τα “Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια”, το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε προχτές στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το προηγούμενο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Να σημειώσω επίσης ότι ο πρώτος ξάδερφος του πατέρα μου, ο ποιητής και γραμματολόγος Κώστας Μίσσιος, δημοσίευσε στο περιοδικό «Αιολικά Γράμματα» ένα συγκινητικό κείμενο στη μνήμη του πατέρα μου, που μπορείτε να το διαβάσετε στο ιστολόγιο «Το φιστίκι».

Το λουτρό ήταν ένα τούρκικο χαμάμ, που βρισκόταν στην Απάνω Σκάλα. Απ’ όξω μου ‘δωσε την εντύπωση εκκλη­σιάς με τους θόλους του και τα στενά παράθυρά του. Καθώς ήμουν τότε στην ηλικία της αδιαφιλονίκητης θρησκευτικής πίστης και μου άρεσε η ατμόσφαιρα της εκκλησίας, μπήκα ανύποπτος και σχεδόν πρόθυμος μέσα.

Μόλις ανεβήκαμε μερικά πέτρινα σκαλιά, βρεθήκαμε σ’ ένα διάδρομο, όπου αριστερά ήταν πολλά δωμάτια με ξύλινους τοίχους και καφασωτά παράθυρα, ενώ δεξιά ήταν ένας πέτρινος τοίχος με μια μεγάλη βαριά ξύλινη θολω­τή πόρτα, απ’ όπου ακούγονταν πνιχτοί και βαθείς ήχοι, σαν να ‘βγαιναν από καμιά σπηλιά.

Μπήκαμε σε κάποιο από τα δωμάτια της αριστερής πλευράς, όπου όλες οι γυναίκες, η μαμά μου, οι θείες μου και η Παρασκευή, η υπηρέτρια της θείας Μένης, γδύ­θηκαν τελείως και τυλίχτηκαν σε κάτι μεγάλα μπουρνούζια. Παρά τις δια­μαρτυρίες μου μ’ έγδυσαν και μένα και με τύλιξαν σ’ ένα μεγάλο προσόψι. Κατόπιν ήρθε μια χοντρή και πολύ ιδρωμένη γυναίκα με ξύλινα τσόκαρα και πέτσινη ποδιά, που μας οδήγησε όλους μαζί προς την κλειστή θολωτή πόρτα. Όταν άνοιξε η πόρτα, μου πιάστηκε η αναπνοή. Από μέσα βγήκαν πυκνοί ατμοί και με τύλιξε μια υγρή καταχνιά, ενώ διάφοροι καμπανιστοί και σπηλαιώδεις ήχοι με κατατρόμαξαν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος | Με ετικέτα: , , , | 27 Σχόλια »

Ο Γιάσος (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 7 Φεβρουαρίου, 2012

 

Το σημερινό είναι το δεύτερο απόσπασμα από το «πρώτο καλοκαίρι», το πρώτο κεφάλαιο δηλαδή από τα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», το ανέκδοτο αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Δημοσιεύτηκε προχτές στο Εμπρός της Μυτιλήνης, την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόταν για πολλά χρόνια ο πατέρας μου. Το πρώτο απόσπασμα μπορείτε να το βρείτε εδώ.

Να θυμίσω ότι προπολεμικά το λιμάνι της Μυτιλήνης, όπως άλλωστε και σχεδόν όλα τα λιμάνια της χώρας, δεν είχε υποδομή για να μπορούν τα πλοία να δένουν στην αποβάθρα και να κατεβαίνουν οι επιβάτες με τα πόδια, όπως σήμερα, έτσι το πλοίο έριχνε άγκυρα στα ανοιχτά και οι επιβάτες με τις αποσκευές τους, μετεπιβιβάζονταν σε βάρκες, κάτι που σε μερικά κυκλαδονήσια κράτησε ίσαμε τη δεκαετία του 1970 -μπορεί και του 1980 στην άγονη γραμμή. Ο Γιάσος, που πήρε το όνομά του από το «Γεια σου» που έλεγε σε όλους, μου θυμίζει δυο παπαδιαμαντικούς ήρωες, τον Ταπόη του Γουτού γουπατού για τη θηριώδη δύναμή του και την αναπηρία του, αλλά και τον Κακόμη, τον μπον βιβέρ χαμάλη του ομότιτλου διηγήματος.

Όταν με ξύπνησε η μαμά μου, το βαπόρι είχε φτάσει απ’ έξω από το λι­μάνι του νησιού μας. Ώσπου να πλυθώ και να ντυθώ είχε ρίξει με θόρυ­βο τις άγκυρές του. Όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, είχε κυκλω­θεί από τις βάρκες, που είχαν ξεκινήσει να το προϋπαντήσουν μόλις φά­νηκε στ’ ανοιχτά. Έφερναν τους επιβάτες που θα ταξίδευαν για τον Πειραι­ά και θα παίρνανε τους φερμένους στο νησί.
Σε κάθε βάρκα ήταν συνήθως οι δυο βαρκάρηδες, ο βοηθός τους, καμμιά δεκαριά επιβάτες κι αμέτρητο πλήθος βαλίτσες, καλάθια, μπόγοι, κλουβιά με πουλιά, κότες δεμένες ανά δύο από τα πόδια τους κι άλλα τσουμπλέκια. Οι βαρύτερες αποσκευές, μπαούλα, έπιπλα και εμπορεύματα, έρχονταν με τις χοντρές μαύρες μαούνες, που τις αργόσερναν μπενζίνες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος | Με ετικέτα: , , , | 17 Σχόλια »

Καλοκαίρι στο νησί (Δημήτρης Σαραντάκος)

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2012

Μέχρι τον αναπάντεχο θάνατό του, στις 17 του Δεκέμβρη που μας πέρασε, ο πατέρας μου, ο Δημήτρης Σαραντάκος, δημοσίευε κάθε βδομάδα ένα άρθρο στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης, που το αναδημοσίευα εδώ, ενώ παράλληλα έγραφε τα βιβλία του και άφησε στα συρτάρια του κάμποσα έργα έτοιμα προς έκδοση ή σχεδόν τελειωμένα. Ένα από αυτά είναι και το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια», στο οποίο αναπολεί ευτυχισμένες – και λιγότερο ευτυχισμένες – στιγμές της ζωής του και εστιάζει τον φακό σε εφτά καλοκαίρια, από τα παιδικά και τα μαθητικά του χρόνια (1936, 1939), την εφηβεία μέσα στην Κατοχή και την Αντίσταση (1944), τα φοιτητικά χρόνια στις μολυβένιες μέρες του εμφυλίου και των μετεμφυλιακών διώξεων (1945 – 1951), την επαγγελματική δραστηριότητα στη δεκαετία τού 1960 και την περίοδο της χούντας (1973) και, τέλος, τα χρόνια της ωριμότητας (1985). Ένα απόσπασμα, από το κεφάλαιο για τα φοιτητικά του χρόνια, έχει αναδημοσιευτεί κι εδώ. Η μητέρα μου διάλεξε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο, που έχουν κάποια αυτοτέλεια και αφορούν τη Μυτιλήνη, για να δημοσιεύονται, μια φορά τις δυο εβδομάδες, στο Εμπρός. Θα τα αναδημοσιεύω κι εδώ, με πρώτο το σημερινό, που θα το αφιερώσω στη μνήμη του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που τόσο άδικα χάθηκε χτες το βράδυ, αφήνοντάς μας πιο λίγους και πιο φτωχούς…


(Το πρώτο καλοκαίρι είναι το καλοκαίρι του 1936. Ο πατέρας μου είναι 7 χρονών. Η οικογένεια επιστρέφει στη Μυτιλήνη, ύστερα από ένα διάλειμμα τριών χρόνων που έζησαν στην Αθήνα και στην Κρήτη για επαγγελματικούς λόγους του παππού μου).

Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο χωριό του παππού μου (από τη γενιά της μητέρας μου). Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν ζεστό και ξερό. Για μένα κύλησε πολύ ευτυχισμένα και έτσι μού ‘μεινε αξέχαστο, αλλά για τους μεγάλους ήταν ένα τρομερό καλοκαίρι. Στην Ισπανία είχε ξεσπάσει η ανταρσία των εθνικιστών, στην Αβησσυνία τέλειωνε ο κατακτητικός πόλεμος του Μουσολίνι, στην Κίνα άρχισε ο πόλεμος με τους Γιαπωνέζους, ο Χίτλερ φοβέριζε την Ευρώπη, στη Σοβιετική Ένωση τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Και στην Ελλάδα εκείνο το καλοκαίρι θα γινόταν δικτατορία. […] Αποφασίστηκε να περάσουμε το καλοκαίρι στο νησί. Η μαμά μου το απαιτούσε επίμονα, επιταχτικά σχεδόν, κι ο πατέρας μου το δέχτηκε χωρίς πολλές αντιρρήσεις, γιατί περίμενε πως μέσα στο καλοκαίρι θα διοριζόταν στο υποκατάστημα της Τράπεζας στο νησί.
Το πλοίο λεγόταν «Αρντένα» και θα ξεκινούσε το απόγεμα. Πρώτοι θα φεύγαμε η μαμά μου κι εγώ και ο πατέρας θα ακολουθούσε σε έναν περίπου μήνα, όταν θα έπαιρνε το χαρτί της μετάθεσής του. Πήγαμε όλοι μαζί με ταξί στον Πειραιά κι ο πατέρας μου μας συνόδεψε μέσα στο πλοίο, στο οποίο ανεβήκαμε από μία πανύψηλη λοξή σκάλα, που οδηγούσε από την προκυμαία στην πρύμνη του. Μας ταχτοποίησε στην καμπίνα μας, που τη μοιραστήκαμε με άλλες δύο κυρίες κι έμεινε μαζί μας στο σαλόνι του καραβιού, ώσπου πέρασε ένας ναυτικός με πηλίκιο και χρυσά γαλόνια, που χτυπούσε ένα κουδούνι και φώναζε:
«Παρακαλούνται οι κύριοι επισκέπται να αποβιβασθούν. Το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως.»
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος | Με ετικέτα: , , , | 56 Σχόλια »

Η αποτυχία των ειδικών

Posted by sarant στο 3 Ιανουαρίου, 2012

Όπως ξέρουν οι ταχτικοί φίλοι του ιστολογίου, τις Τρίτες συνήθιζα να ανεβάζω τα άρθρα που δημοσίευε ο πατέρας μου στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης -μια εβδομαδιαία στήλη που μετρούσε σχεδόν δυο δεκαετίες ζωής και που τα καλύτερα άρθρα της έχουν εκδοθεί και σε βιβλίο με τίτλο «Η αποκρουστέα μυθολογία«. Τώρα που ο πατέρας μου δεν θα ξαναγράψει, το ταχτικό άρθρο της Τρίτης μάλλον θα σταματήσει, αν και σκοπεύω να βάζω, σε πιο αραιά διαστήματα, κάποια αυτοβιογραφικά κείμενά του. Χρωστάω όμως το τελευταίο του άρθρο, που το είχε γράψει μια μέρα πριν τον βρει το αναπάντεχο κακό, οπότε το δημοσιεύω εδώ.

Στη συζήτηση, αν υπάρχει ενδιαφέρον, μπορούμε να αναφερθούμε επίσης στις απόψεις για τα «δημοκρατικά δεινά«, ότι δηλαδή η σύγχρονη κοινωνία είναι τόσο πολύπλοκη, που οι απλοί πολίτες δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα ή ότι οι αγορές αντιδρούν πολύ πιο γρήγορα από τη δημοκρατία.

Ο Κλεμανσώ, μου φαίνεται, είχε πει: «ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να το εμπιστευθούμε στους στρατιωτικούς». Μήπως όμως δε συμβαίνει το ίδιο και με άλλη κατηγορία ειδικών; Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι φρόνιμο να εμπιστευόμαστε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως η οικονομία, στους οικονομολόγους;

Αν το καλοεξετάσουμε θα δούμε πως κανένας απολύτως από τους τόσους καθιερωμένους οικονομολόγους δεν είχε προβλέψει την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2009 και απλώθηκε σε όλον τον πλανήτη. Και δεν είναι ένας ή δύο, είναι άπειροι. Μόνο στις ΗΠΑ υπάρχουν πέντε οικονομολόγοι με βραβείο Νόμπελ, (γιατί μπορεί να μην απονέμεται βραβείο Νόμπελ σε μαθηματικούς, υπάρχει όμως για οικονομολόγους), βάλε τώρα πόσοι είναι οι απλοί.

Υπάρχει και ελληνοκύπριος νομπελίστας οικονομολόγος, που ήρθε πριν λίγα χρόνια (πριν ξεσπάσει η κρίση) στην Ελλάδα, από τα Λονδίνα όπου διατρίβει, και πρότεινε τέτοια μέτρα για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, που μόνο με δικτατορία χιτλερικού τύπου θα μπορούσαν να εφαρμοστούν…

Επανερχόμενος στην παρούσα διεθνή κρίση, επισημαίνω πως, αν ανατρέξουμε στα όσα έχουν πει όλοι αυτοί οι κύριοι τα τελευταία δέκα χρόνια, θα δούμε πως όχι μόνο δεν την είχαν  καν προβλέψει, αλλά και αφότου ξέσπασε, ούτε την ερμήνευσαν σωστά, ούτε έχουν προτείνει κάποια λύση για την αντιμετώπισή της.

Πριν ξεσπάσει η κρίση, οι μεγάλοι οικονομολόγοι έδειχναν σίγουροι πως το σύστημα αντέχει και δεν υπάρχει περίπτωση να μπει σε κρίση. Το ονόμαζαν δε με διάφορες παραπλανητικές ονομασίες: το έλεγαν «σύστημα ελεύθερης οικονομίας», «σύστημα αγοράς», ουδέποτε όμως καπιταλιστικό. Γιατί παρόμοια, επιστημονικώς ακριβής, ονομασία παρέπεμπε στον Μαρξ, στην πάλη των τάξεων και σε άλλους εξίσου «αντιπαθείς» όρους και πηγές.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Οικονομία, Φιλοξενίες | Με ετικέτα: , , | 125 Σχόλια »