Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Το κουλούρι του Κώστα Μπουμπού

Posted by sarant στο 22 Ιουλίου, 2012


Ο Κώστας Μπουμπούς του τίτλου είναι ένας από τους μεγαλύτερους και γνωστότερους Έλληνες ποιητές. Θα μπορούσα να σας το βάλω και κουίζ, να ρωτήσω ποιος είναι, αλλά από τότε οου βγήκε το γκουγκλ χάθηκε το φιλότιμο κι έτσι είναι εύκολο να βρείτε πως πρόκειται για τον Κώστα Βάρναλη. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ποτέ δεν είχε ο Βάρναλης το ονοματεπώνυμο «Κώστας Μπουμπούς». Μπουμπούς ήταν το παρατσούκλι του παππού του κι ο πατέρας του το κληρονόμησε για επώνυμο, Γιαννάκος Μπουμπούς. Σαν ήρθε από τη Βάρνα ο Γιαννάκος Μπουμπούς να εγκατασταθεί στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, Μπουργκάς της Βουλγαρίας σήμερα, τον είπαν οι φίλοι του Βάρναλη, όμως οι δάσκαλοι των ελληνικών σχολείων της πόλης, καθαρολόγοι όπως όλοι τότε, γράψαν τα μεγαλύτερα αδέρφια του ποιητή με το επώνυμο «Βαρναίος». Μόνο σαν πήγε στο σχολείο ο μικρός Κώστας, σαν ο πατέρας του είχε πια πεθάνει, η μητέρα του, η κόνα Αλισάβα (Ελισάβετ) επέμεινε να τον γράψουν Βάρναλη.

Ο φίλος μου ο Ηρακλής Κακαβάνης ετοιμάζει ένα βιβλίο από τις εκδόσεις Εντός με τίτλο «Ο άγνωστος Βάρναλης», στο οποίο παρουσιάζει άγνωστα κείμενα και ποιήματα από το αρχείο του ποιητή -τον βοήθησα λίγο στην αναζήτηση πηγών και διάβασα και το χειρόγραφο. Περισσότερα για το βιβλίο θα πούμε όταν κυκλοφορήσει τους αμέσως επόμενους μήνες, προς το παρόν θα σας παρουσιάσω ένα ποίημα του Βάρναλη, όχι ανέκδοτο, που μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, που το θυμήθηκα διαβάζοντας το χειρόγραφο του βιβλίου που ετοιμάζει ο Ηρακλής.

Στερνοπαίδι πολυμελούς οικογένειας χωρίς οικονομική άνεση, ο Βάρναλης φαίνεται πως δεν πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, ούτε στην οικογένεια ούτε στο σχολείο. Τα μαθητικά του χρόνια τα έχει περιγράψει με μελανά χρώματα («ζωή της σκλαβιάς και του τρόμου» τα αποκαλεί) σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο γραμμένο στο μεσοστράτι της ζωής του, το 1935, που έχει συμπεριληφθεί στα Φιλολογικά του απομνημονεύματα (και που μπορείτε να το βρείτε εδώ με τίτλο «Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω»). Δεν ήθελε, αλλά σπούδασε στα Ζαρίφεια διδασκαλεία, και μόλις αποφοίτησε, 18-19 χρονών, ήρθε στην Αθήνα, με υποτροφία της ελληνικής κοινότητας Πύργου, για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική και από τότε δεν ξαναγύρισε στη γενέτειρά του.

Το ποίημα στο οποίο περιγράφει τα παιδικά του χρόνια λέγεται Μικρογραφία και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ελεύθερος κόσμος», που εκδόθηκε το 1965, την τελευταία που τύπωσε όσο ζούσε (μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε και η «Οργή λαού»). Σε ελευθερόστιχα τετράστιχα περιγράφει την παιδική του ηλικία με τρόπο εξαιρετικά ασυνήθιστο, αφού οι περισσότεροι όταν αναφέρονται στα παιδικά τους χρόνια ανακαλούν εικόνες ειδυλλιακής αμεριμνησίας, αδιάκοπου παιχνιδιού και ανέφελης ευτυχίας. Βρήκα συγκλονιστικό το περιστατικό με το κουλούρι και γι’ αυτό το έβαλα στον τίτλο. Όχι το περιστατικό καθαυτό, όσο ότι ογδόντα χρόνια μετά η πληγή δεν έχει κλείσει. (Μονοτονίζω, αλλά κρατάω την ορθογραφία του Βάρναλη που σε κάμποσα σημεία διαφέρει από τη σχολική).

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ

I

Καλωσύνη δε γνώρισα! Παιδάκι
δεν άπλωσε κανείς να με χαηδέψει,
να με πάρει αγκαλιά να με φιλήσει.
Το στερνοπαίδι εγώ και τ’ αποσπόρι,

με διώχναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μ’ έλεγε κανείς με τ’ όνομά μου.
«Αφτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ! Δεν είσαι
παιδί μας! Σ’ αγοράσαμε από μάβρην

κατσιβέλα μισό τσουβάλι πίτουρα!»
Το πίστεβα και ζάρωνα στην κώχη.
Μάζεμα εγώ και ξένος, δεν κοτούσα
να παίζω, να γυρέβω – ούτε να κλάψω.

Μα κι όταν φανερώθηκε το ψέμα,
πάλι απόμεινα μάζεμα και ξένος!
Πότε θα μεγαλώσω, για να φύγω!…
Από πατέρα ορφάνεψα μωρό

κι ο πρώτος αδερφός και πρώτο μίσος,
μάβρα
γυαλιά κι αμίλητος, με πείσμα
με κοπανούσε ολημερίς να στρώσω!
Και νύχτα με ξυπνούσε να με δείρει.

Μιαν τρίτ’ ή τέταρτη άνοιξη ξεπόρτισα.
Ω τι μεγάλος που ναι ο κόσμος έξω!
Χίλιες φορές πιο λαμπερός ο ήλιος!
Τα χελιδόνια χαμηλοπετούσαν

άφοβα ολόγυρά μου – εγώ φοβόμουν!
Να χα κ’ εγώ φτερά γα να πετάξω
τ’ αψήλου, όσο μακρύτερ’ από δώθες!…
Λίγο παρέξω καταπράσινη άπλα.

Πρωτόβλεπα χωράφια φυτρωμένα.
Κυνηγημέν
’ απ’ τον αγέρα τρέχαν
τα στάχι’ απανωτά. Τόση ομορφιά
δε βάσταξα και κάθησα να κλαίω!

II

Κυριακάδες, Χριστού και Πάσκα η μάνα
στην εκλησιά με τράβαγε ν’ αγιάσω,
νηστικόν
αξημέρωτα, γι’ αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κούραση και πείνα

και δε νογούσα τίποτ’ απ’ τα «γράμματα»!
Κι άμα ο παπάς εσκόλναε, προσκυνούσα
στο εικονοστάσι αράδα τις εικόνες…
κι όξω με καρτερούσε ο Πειρασμός,

λαχταριστά κουλούρι’ αφράτα, λόφοι.
Όλα τα καλοπαίδια μασουλούσαν
κι ο αγέρας μοσκοβόλαγε σουσάμι.
Κοντοστεκόμουν κλαίοντας! – «Πάρε μου ένα!»

— «Περπάτα!» και μου τράνταξε το χέρι.
Να μην κακομαθαίνουν οι φτωχοί!…
Μεγάλωσα νωρίς και ξενιτέφτηκα.
Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ως τώρα

ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα:
κουβαλούσα τον άμοιρο εαφτό μου…
Πουθενά δεν μπορούσα να ριζώσω.

Ξένος παντού και μάζεμα. Γυναίκες;
Αληθινές! Μα ο χωρισμός φαρμάκι.
Με τον καιρό συχωρεθήκαν όλ’ οι
ξενοδικοί
. Αργοπόρησα, σειρά μου!

Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
τα σκοινιά, θα κατέβουν κ’ οι κακίες,
δικές μου κι αλλωνών… Μα το κουλούρι
θα με βαραίνει πρώτο σα μυλόπετρα,

πιότερο κι απ’ του τάφου μου την πλάκα
(αν έχω πλάκα, μα κι αν έχω τάφο
κι αν δε με διώξουν οι νεκροί.) Χωρίς
αγάπη κανενός ανθρώπου ή σκύλου.

Κι αν έζησα ή δεν έζησα, καμιά
διαφορά στον Απάνου ή Κάτου Κόσμο.
Μα κάλλιο να μην είχα γεννηθεί,
για να μην είχα κι αποθάνει απόψε!

Και μακάρι, όσο να χω αδικηθεί,
εγώ να μην αδίκησ’ άθελά μου!…
Και σαν ζυγιάζει ο διάολος την ψυχή μου
με ψέφτικη παλάντζα να με κλέψει,

— «Σταμάτα, βλάμη! Κ’ είμαι παραπάνου
παρ’ όσο θες αμαρτωλός και φταίχτης»!

Βέβαια, στα Φιλολογικά απομνημονεύματα, ο Βάρναλης μιλάει με πολλή αγάπη για τη μητέρα του, και λέει πως το’ χει βάρος στην ψυχή του που τη βασάνισε πολύ σαν ήταν παιδί με τις αταξίες του. Είναι πάντως αλήθεια ότι δεν ξαναείδε τους δικούς του από τότε που έφυγε, 18-19 χρονών, από τον Πύργο για την Αθήνα. Σε συνέντευξη του 1958, η Δώρα Μοάτσου, η γυναίκα του, θυμάται:  «Ο Κώστας αγαπούσε τη μάνα του. Έφυγε δέκα εφτά χρονώ για ναρθεί στην Ελλάδα. Δεν την μετάδε. Του πήγα μια φωτογραφία της στο Παρίσι, πριν παντρευτούμε, και κείνος θύμωσε. “Τι μου φέρνεις μακάβρια πράγματα;” μου λέει. Έπειτα με πήρε κάπου στην εξοχή. Μακρυά. Να, σαν απ’ εδώ στην Εκάλη. Κι έκλαιγε…»

Όπως λέει και στο ποίημα,

Με τους δικούς μου εξήντα χρόνια ως τώρα
ούτε γραφή ούτε μήνυμα! Κι ωστόσο
τους κουβαλούσα μέσα μου όπου πάγαινα…

61 Σχόλια to “Το κουλούρι του Κώστα Μπουμπού”

  1. Κυριακάτικη καλοκαιρινή καλημέρα.

    Γιάννης

  2. ΠΑΝΟΣ said

    Καλημέρα,Νίκο. Τα χαηδέψει,αφτός,μάβρην και λοιπά άλλα,τι ακριβώς εκπροσωπούν; Απλώς,γιά να συνεννοούμεθα…

  3. sarant said

    Καλημέρα

    2: Είναι η ορθογραφία του πρωτοτύπου, δηλ, του Βάρναλη. Την κράτησα (εκτός πολυτονικού) αλλά έχεις δίκιο, ξέχασα να το επισημάνω. Όπως κράτησα και του Παπαδιαμάντη τις προάλλες.

  4. spiral architect said

    […] Σ’ αγοράσαμε από μάβρην
    κατσιβέλα
    μισό τσουβάλι πίτουρα!»
    Το πίστεβα και ζάρωνα στην κώχη. […]

    Mάβρη κατσιβέλα = Μαύρη γύφτισσα.
    Το φόβητρο του γύφτου προς τα παιδιά είναι τελικά διαχρονικό.

  5. Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  6. spiral architect said

    @5: … να ποιο πιτσιρίκι πρέπει να πάρει ο γύφτος! :mrgreen:

  7. sarant said

    4: Αρχιτέκτονα, στο ποίημα δεν είναι ο γύφτος σαν φόβητρο (μόνο) είναι το πολύ συνηθισμένο παλιότερα «πείραγμα’ στα παιδιά, που τους το λέγαν τα μεγαλύτερα αδέρφια ή άλλοι συγγενείς, «δεν είσαι δικό μας, σε αγοράσαμε από τους γύφτους»

    Το θυμάμαι που μου το λέγαν κι εμένα κάτι συγγένισσες στην Αίγινα, όπου το πείραγμα φαίνεται πως επιχωρίαζε γιατί κι άλλος το θυμάται.

  8. habilis said

    Eνδιαφέρον !

  9. Alexis said

    #7 Ειδικά αν το παιδί τύχαινε να είναι και λίγο μελαχρινό το πείραγμα δεν ήθελε και πολύ για να γίνει πιστευτό!

    Μετά το ’22 στα χωριά που είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες, οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν ως φόβητρο και τον …πρόσφυγα.
    Η γιαγιά μου που ήταν πρόσφυγας από τον Πόντο μου έλεγε ότι η συνηθισμένη απειλή των ντόπιων προς τα παιδιά τους όταν έκαναν αταξίες ήταν το «θα σε δώσω στον …πρόσφυγα»

  10. ΠΑΝΟΣ said

    κι εδώ σε μιά καραγειτονιά τής Αθήνας ,που γεννήθηκα και μεγάλωσα,συχνά μού έλεγαν περιπαικτικά οι δικοί μου,»σε πήραμε από τούς γύφτους».Ένα φεγγάρι ,πολύ μικρός,ψιλοπροβληματίστηκα!

  11. Προσγολίτης said

    Απ’ τα ορεινά, καλημέρα δ ι κ ο ί μου.
    Ο Βάρναλης και ο κ. Σαραντάκος με πήγαν δεκαετίες πίσω…
    Στέλνω κάποιους στίχους μου, επειδή (πιστεύω πως) πολλούς μας γυρνάνε στα παλιά, στα πολύ δύσκολα χρόνια (σαν αυτά που έρχονται; – χτύπα ξύλο!)

    Τι καλά ’ταν

    Τι καλά ’ταν πρώτα με τα λίγα φώτα
    – λάμπα και δαδί!

    Τι καλά ’ταν πρώτα, τι κι’ αν τη μπομπότα
    είχα βαρεθεί.

    Ρούχα μπαλωμένα, χιλιοφορεμένα,
    και ξυπολυσιά!

    «Καλικαντζαρούδια, δράκοι κι’ αγγελούδια
    – ήταν μια φορά…!».

    Τι καλά ’ταν πρώτα, όσα θέλεις ρώτα
    – έχω τόσα δει!

    Τι καλά ’ταν πρώτα – γιατί πρώτα-πρώτα
    ήμουνα παιδί…

  12. Άμα πεις σε γύφτο ότι είναι κατσίβελος, να ξέρεις ότι θα παρεξηγηθεί. Δεν είναι το ίδιο.

  13. spiral architect said

    @12: Κατσίβελος
    (από το slang.gr, χωρίς να πολυεμπιστεύομαι την ετυμολογία της λέξης) 🙄

  14. Ο τρίτος ορισμός, ακριβώς, δείχνει τη διάκριση. Κατσίβελος είναι ο μουσουλμάνος γύφτος, με εικαζόμενη αφρικανική προέλευση.

  15. bernardina said

    Απ’ έξω μπέλα-μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα, λέγανε οι παλιοί για κάτι/κάποιον που ήταν μόνο μόστρα -πχ. κάποιον που φορούσε τα καλά του ενώ ήταν άπλυτος.
    Εγώ πάλι προτιμώ το τότες που σ’ έφερναν, κατσίβελε, στη μπόλια. Μαζί με το ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω δίνει μια άλλη διάσταση στη λέξη.

    κι εδώ μια μπριόζα κατσιβέλα 😀

    Νίκο, το ποίημα φέρνει δάκρυα στα μάτια.

  16. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Κάθε φορά που ο παππούς μου πήγαινε στα Γιάννενα με το γαϊδούρι φορτωμένο ξύλα για πούλημα, προπολεμικά λέμε τώρα, ο πατέρας μου τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί, να δει την πόλη, πράγμα που το ζητούσαν όλα τα παιδιά του χωριού. Η μόνιμη απάντηση ήταν ότι δεν σε παίρνω γιατί «στο Φόρο* θα σε πιάσει ο αράπης και θα μαυρίσεις κι εσύ».
    Τελικά, μέχρι να πάει στο γυμνάσιο και να μετακομίσει στην πόλη, ο πατέρας μου είχε πάει στα Γιάννενα μόνο μια φορά. Και την ώρα που περνούσαν το Φόρο κοιμόταν, κι έτσι δεν είδε και τον αράπη… 🙂

    *Φόρος ήταν σημεία στις εισόδους της πόλης όπου οι έχοντες είδη προς πώληση πλήρωναν τον ανάλογο δασμό. Επί τουρκοκρατίας τα έλεγαν «κουμέρκια», από το τουρκικό gümrük.

  17. sarant said

    15: Και σε μένα φέρνει.

    16: Κι ένα τετράστιχο από ποίημα του Κοτζιούλα με αράπη, που όμως αρπάζει τα καλούδια που δήθεν αγόρασαν οι γονείς από το παζάρι της Άρτας:

    Σιμίτια, αμύγδαλα, παστέλια, ζαχαράτα
    θα καρτερούν ο Γιαννακός κι η Μαριγώ.
    «Τ’ άρπαξ’ ένας Αράπης, μάτια μου, στη στράτα.
    Το πώς εγλύτωσα θιαμαίνομαι κι εγώ».

  18. «Επί τουρκοκρατίας τα έλεγαν “κουμέρκια”, από το τουρκικό gümrük.»
    Σίγουρα; Σαν πολύ μοιάζει με το λατινικό commercium, εμπόριο!

  19. Τσούρης Βασίλειος said

    Ο μπάρμπα Χαράλαμπος πολλές φορές κίναγε απ΄ το Λοζέτς μετά τα μεσάνυχτα με τα ζώα φορτωμένα ξύλα για να τα πουλήσει στα Γιάννινα το πρωί. Πολλές νοικοκυρές επειδή ήξεραν ότι θα πάει στην πόλη του ζητούσαν να τους φέρει διάφορα ειδίσματα…

    – Μπάρμπα Χαράλαμπε θα μ΄φέρ΄ς τρεις δ υ ά ρ ε ς για τα πιδιά;
    – Θα σ΄ φέρω ΄γω Μαρούσιω μ΄
    – Μπάρμπα Χαράλαμπε θα μ΄φέρ΄ς γλειφιτζούρια για τα πιδιά;
    – Θα σ΄ φέρω ΄γω Τσιάβαινα…

    Πάει κι ένα μαξούμ(ι) –μικρό παιδί- και του λέει:
    – Να μπάρμπα Χαράλαμπε πάρε 5 δεκάρες να μ΄φέρ΄ς μια λαλίστρα (σιουρίστρα) για να λαλάω…

    κι ο μπάρμπα Χαράλαμπος πήρε τις δεκάρες και του είπε:
    – Εσύ πιδάκι μ΄θα λαλή(σ)εις σίγουρα.!!!* 🙂

    *Ο μπάρμπα Χαράλαμπος δεν είχε λεφτά και δεν ήταν σίγουρο ότι θα πουλούσε τα ξύλα…

  20. sarant said

    18: Άγγελε, δίκιο έχεις. Το κουμέρκι είναι από το λατινικό, άλλωστε υπάρχει από πολύ παλιότερα το κομμέρκιον. Το γκιουμρούκ το τούρκικο είναι από το ελληνικό κουμέρκι, και γιαυτό το ελληνικό (σπάνιο) γκιουμρούκι είναι αντιδάνειο.

  21. π2 said

    16: Για τον φόρο (ως μικροτοπωνύμιο) και το (κερκυραϊκό και όχι μόνο) φόρο = αγορά (<forum) είχε γίνει συζήτηση κι εδώ, όπου κακώς είχα συνδέσει τον Παλαιόφορο της Βέροιας με το κερκυραϊκό φόρο, προφανώς πρόκειται για την πρώτη έννοια, αφού η περιοχή βρίσκεται σε είσοδο της πόλης.

    Πάντως οι δύο έννοιες συνδέονται: ο φόρος όπου πληρώνονταν τα διαπύλια ήταν χώροι εμπορικών συναλλαγών οπότε ήταν και φόρο με τη δεύτερη έννοια.

  22. nikos__alfa said

    16: Όντως φέρνει!

    Και αναμνήσεις θαμμένες βαθιά, αλλά πάντα παρούσες, έτοιμες να ξεχυθούν στην επιφάνεια.

    Τέλη 60ς μαθητής δημοτικού, στην πέμπτη τάξη θάμουνα.
    Το σχολείο ετοιμάζεται για την μοναδική εκδρομή του χρόνου στα δροσερά νερά της Αραπίτσας στον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας.

    -Μπαμπά, αύριο θα πάμε εκδρομή. Θα πάω;
    -Έχουμε να σακκιάσουμε το βαμπάκι . Θέλεις να πας ή θα βοηθήσεις;
    -Εεε… εντάξει μπαμπά. Θα βοηθήσω. Ο …μπούφος!
    Νωρίς-νωρίς την άλλη μέρα πιάσαμε δουλειά. Η ώρα της αναχώρησης για την εκδρομή πλησίαζε.
    Όπως ήταν φορτωμένο το κάρο μέχρι απάνω με βαμπάκι, δίνω μια και σκαρφαλώνω στη στέγη της αποθήκης . Ήμασταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού και από κει έβλεπα κάτω στον κάμπο την εθνική οδό. Φάνηκαν σε λίγο σαν βαγόνια τρένου τα λεωφορεία, το ένα πίσω απ το άλλο, να παίρνουν τον δρόμο για τη Νάουσα.

    -Έφυγε το σχολείο; Ρωτά ο πατέρας μου.

    Ξαφνικά με πήρε το παράπονο. Δάκρυα ποτάμι, αναφιλητά, βόγγοι, …δράμα, απελπισία!

    – Γιατί βρε αγόρι μου δεν τόπες πως ήθελε να πας; Γιατί…, δεν θα σ άφηνα εγώ;

    Τα μάτια του πατέρα μου διογκωμένα, τεράστια, το μέτωπο γεμάτο ιδρώτα, βαθιές ρυτίδες αγωνίας, μετάνοιας και ενοχής στο πρόσωπο κι ένα αγκάλιασμα παρηγοριάς στους παιδικούς μου ώμους! 😦

  23. nikos__alfa said

    Ουπς ! 17: Όντως φέρνει!

  24. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #16, 18, 20
    Έχετε δίκιο απόλυτο. Ξέχασα ότι ήδη από τα βυζαντινά χρόνια οι έμποροι των Ιωαννίνων δραστηριοποιούνταν «ακομμέρκευτοι»…

  25. Και στην Πρέβεζα, η «μεσινιά» πόρτα, εξόδου προς τα Γιάννινα, λεγόταν και συνεχίζει να λέγεται «φόρος». Τώρα υπάρχει εκεί κυκλική διαμόρφωση.

    Γιάννης

  26. cchris74 said

    Στέκομαι στη στάση του ανθρώπου που άρνηση πέρνει και άρνηση δίνει, μαθημένη συμπεριφορά; Μάλλον.

    Διαβάζοντας το ποίημα και τα λόγια της γυναίκας του Βάρναλη στη συνέντευξη δυσκολεύομαι να καταλάβω τους ανθρώπους που λένε σε κάποια φάση της ζωής τους: «τον/την αγαπούσα αλλά δεν το ‘δειξα ποτέ». Τι σόι αγάπη είναι αυτή;

    Τουλάχιστον ο Βάρναλης μετά την άρνηση έβγαλε κλάμα και αυτό σημαίνει πως αυτή η συμπεριφορά του, ήταν κάτι που η προσωπικότητά του το απέβαλε, όμως ο αδελφός του άραγε έκλαψε ποτέ γι’αυτόν;

    Τελικά ο κάθε άνθρωπος δίνει ό,τι έχει μέσα του και τίποτα άλλο και η αληθινή ποίηση σε κάνει να νιώθεις τη ζωή μέσα απο την ανάγνωσή της.

  27. Δημήτρης Μ. said

    Εδώ ο μπαρμπα-Κώστας γίνεται από θρύλος άνθρωπος. Με τραύματα προσωπική ιστορία κλπ, Δεν υπάρχει ούτε Μώμος, ούτε Προμηθέας, ούτε Χριστός.

    Και εμείς, κλαίμε.

  28. Τσούρης Βασίλειος said

    Ωραίο το ποίημα του Βάρναλη. Πόσο βαρύ φορτίο κουβαλούν μέσα τους οι ποιητές…
    Στο τέλος έχουμε εικόνα ψυχοστασίας, όσοι επισκεφθείτε τα Γιάννινα να πάτε στο νησί στη Μονή Φιλανθρωπινών να δείτε εκτός από τους αρχαίους Έλληνες Φιλόσοφους και σκηνή ψυχοστασίας ( ο διάβολος προσπαθεί να κλέψει στο ζύγι όπως λέει κι ο Βάρναλης.)

  29. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ και για τα νεότερα πολύ εύστοχα σχόλια!

  30. Δημήτρης Μ. said

    Και δυο ανάλογα «παιδικά» απ΄ τον Κοτζιούλα:

    Το μαστορόπουλο

    Τον πήραν τον Κολιό
    τον πήραν οι μαστόροι
    παιδί από το σκολειό
    να μάθει πηλοφόρι.

    Καρδιά πονετική
    τον ξέβγαλε με κλάμα:
    «Τετράδη Κυριακή,
    θα καρτερώ για γράμμα».

    Δε σώνει άλλο να ιδεί,
    παιδεύεται το μάτι:
    κρατούσε ένα ραβδί,
    το στρώμα του στην πλάτη.

    Μας έφυγε ο Κολιός
    κι είχε μια τέτοια λύπη!
    θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
    και μόνο αυτός θα λείπει.

    Κοντός ψαλμός

    Ήμουνα μικρό παιδάκι
    μ’ έλεε ο πατέρας Γάκη
    και με βλέπαν τοσοδούλη
    στο σκολειό με το τσατσούλι.

    Μη ζηλεύοντας τη χάρη
    του τσοπάνου του εξοχάρη,
    γράμματα ήθελα να μάθω
    να μην κάνω ούτ’ ένα λάθο.

    Πήγα στα Κατσανοχώρια
    να ’μαι απ’ τους δικούς μου χώρια
    και της Άρτας το γιοφύρι
    μ’ είχε χρόνια μουσαφίρη.

    Το παιδί της Πλατανούσας
    (χωριατόπουλα, το νου σας!)
    γράμματα ήθελε να μάθει
    και κατάντησε στη Βάθη.

    Μη ρωτάτε παρακάτου
    ποια ήταν τα καλά υστερνά του.
    Για σπουδάματα όποιος τρέχει
    διάφορο τη φτώχεια του έχει.

  31. Κατερίνα Περρωτή said

    Σου’ρχεται να του δώσεις μια σφιχτή αγκαλιά!

  32. ppan said

    Πω πω, τι αμερικανιά βρε Κατερίνα αυτό με την αγκαλιά που «δίνουμε». Ενώ συνήθως και μέχρι πρόσφατα, εμείς μόνο παίρναμε αγκαλιά τους ανθρώπους!

  33. Κατερίνα Περρωτή said

    Ppan, μη μου χαλάς τη συγκίνηση! Δεν το σκέφτηκα καθόλου έτσι όταν το έγραφα! Αλλά και πάλι, μήπως είναι καλύτερο το να δίνουμε από το να παίρνουμε? !!

  34. Τσούρης Βασίλειος said

    Οδός Βίκτ. Ουγκώ, δίχως αριθμό

    Το περασμένο ξάμηνο καθόμουν σε μια γριά,
    κάποια κυρά Δημήτραινα, πλύστρ’ από το Μωριά.
    Μαζί μ’ αυτήν επέρασα τον τελευταίο χειμώνα,
    μες σε φωτογραφίες παλιές και μια ασημένια εικόνα.
    Σαν έβρεχε, πλημμύριζαν οι λάκκοι στην αυλή
    και μύριζαν οι κάμαρες• καθόντανε πολλοί
    Μες στη δική μας η γριά, στην ψύχρα τη μεγάλη,
    έφερνε και τ’ αδέρφι της, έναν παλιό χαμάλη.
    Έγερνε αυτός ολάκερος απάνου απ’ τη φωτιά
    κι οι τέσσεροι άλλοι παίζανε στην αγκωνή χαρτιά.
    Κάποτε μάς ερχότανε κι η Τούλα η μαυρομάτα
    -την έρμη! που με φίλευε καμιά βραστή πατάτα.
    Μέγαρα αντίκρια υψώνονταν αριστοκρατικά
    και στα παράθυρα έβγαιναν δυο δυο τα θηλυκά•
    κρυφογελούσανε κι αυτές με τη μανία που’ χα
    να κάνω εκτάσεις και λοιπά μες στ’ απλωμένα ρούχα.
    Κει μέσα μού χαθήκανε (φύλλα μικρά χαρτί)
    και κάμποσα χειρόγραφα που τα ’χα πως και τι.
    Θα τα ’ριξε η Δημήτραινα κι αυτά μες στα σκουπίδια,
    τα πέταξε σα να ’τανε φλούδες από κρεμμύδια.

    Σιγανή φωτιά (1938)

    Κύριε Σαραντάκο να σας μεταφέρω και κάτι που νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον…
    Ο γνωστός φροντιστής και φιλόλογος στα Γιάννινα Ηλίας Δημ….μου είπε ότι πριν (50 και ) χρόνια συμφοιτητής του στη Φιλοσοφική της Αθήνας του μετέφερε πως όταν ο Κοτζιούλας έγραφε αυτό το ποίημα, στους τελευταίους στίχους έσπαγε το κεφάλι του για να βρεί κάτι που δεν έχει καμιά αξία απολύτως κι έτσι βρήκε τις φλούδες από κρεμμύδια που δεν τις τρώνε τα ζώα όπως πχ τις φλούδες από καρπούζι-πεπόνι κλπ κι έκανε την τελευταία ομοιοκαταληξία με τα σκουπίδια.
    Προχθές όμως γνωστός μου απ΄το Πωγώνι μου είπε ότι με φλούδες από κρεμμύδια
    ( αφού τις έβραζαν πρώτα ) έβαφαν παλιά τις βελέντζες τους κι έπαιρναν το χρώμα της ώχρας . Στο χωριό μας τις έβαφαν με πράσινες φλούδες από καρύδια.

    Το ίδιο έκανε και η οικονόμος του μεγάλου μαθηματικού Georg Friedrich Bernhard Riemann, 1826-1866 .Το 1866 τα στρατεύματα της Πρωσίας και του Αννόβερου συγκρούστηκαν στο Γκέτινγκεν. Ο Ρίμαν βρέθηκε αποκλεισμένος στο σπίτι του-το παλιό παρατηρητήριο του Γκάους-έξω από τα τείχη της πόλης. ¨Εφυγε βιαστικά για την Ιταλία όπου πέθανε από φθίση, σε ηλικία 39 ετών.
    Για ν΄ αντιμετωπίσει το χάος που άφησε πίσω του η οικονόμος του άρχισε να καταστρέφει πολλές από τις αδημοσίευτες σημειώσεις του, πριν προλάβουν να την σταματήσουν οι πανεπιστημιακές αρχές του Γκέτινγκεν….
    Αυτές οι χαμένες σελίδες είναι το ίδιο προκλητικές με τον ισχυρισμό του Φερμά ότι είχε αποδείξει το τελευταίο του θεώρημα….
    Η Μουσική των πρώτων αριθμών
    Marcus Du Sautoy σελ.159-160 Εκδοτικός Οίκος Τραυλός 2005

  35. sarant said

    Κύριε Τσούρη, ευχαριστώ για τις πληροφορίες περί Κοτζιούλα και Ρίμαν!

  36. Προσγολίτης said

    33
    Αγαπητή Κατερίνα, ο Antonio Porchia συγκατανεύει:
    Όταν στηρίζεις, όχι όταν στηρίζεσαι,
    μπορείς να πιστέψεις ότι στηρίζεσαι.

  37. ppan said

    Ήξερε καλά ελληνικά ο Αντόνιο; 😉
    Δυστυχώς η αγκαλιά δεν δίνεται ούτε παίρνεται, κι έτσι βολεύομαστε κι εμείς οι καρμίρηδες: είναι ένας χώρος μέσα στον οποίο παίρνουμε κάποιον, άντε επίρρημα. Έτσι δηλαδή λένε τα λεξικά.

  38. «Θα πάω μια βόλτα» είπα στον πατέρα μου με ύφος κοσμοπολίτη.
    «Μην πας μακριά. Κοίτα μη χαθείς…» με συμβούλεψε.
    «Τι με πέρασες, μπαχαλό;» του απάντησα δήθεν θιγμένος.
    «Μακριά από τους γύφτους. Τους μοιάζεις πολύ και θα σε περάσουν για δικό τους παιδί και θα σε πάρουν στο τσαντίρι τους…» συνέχισε το αγαπημένο του πείραγμα.
    (Από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σπύρου «Η μουσική που σταμάτησε τον πετροπόλεμο», εκδ. Πατάκη, σελ. 146. Υπάρχουν κι άλλες σκηνές στο βιβλίο, που κάνει «παιχνίδι» ο πατέρας με το γιό του, ότι είναι σα γυφτάκι…)

  39. Σιδηρούντιος Γιώργος said

    Κύριε Αμπραβανέλ, μπουμπουνίζει. Με το “παρέα” έκανε λάθος ο Τριανταφυλλίδης και ήταν σωστός ο Νεχαμά. Υπάρχουν αρκετές εβραϊκές λέξεις στα Ελληνικά τις οποίες κάποτε θα μπορούσαμε να τις μελετήσουμε, όμως το “παρέα” έχει Ομηρική ρίζα

    Στην ανάρτησή σας “Παρέα, Κουλοπάνσα και Μπόβος, εκφάνσεις ελληνοεβραϊκού πολιτισμού» (https://abravanel.wordpress.com/2012/05/19/parea-kulopansa-bovo/#comments), θα ήθελα να προσθέσω το ότι το μπόβος έχει λατινική ρίζα από το bovinus (βόδι). Και το μπουμπούνας μπορεί να έχει ίδια ρίζα (μπουου μπουου, το βόδι, μπου μπου, μπουμπουνίζει). Επίσης λέτε ότι η λέξη παρέα είναι εβραϊκής προελεύσεως. Δείτε όμως εδώ για την Ομηρική προέλευση της λέξης:

    πάρειμι (εἰμί
    A. sum), inf. -εῖναι, Ep. 3pl. “παρέα_σι” Il.5.192, Od.13.247 ; Ion. subj. “παρέω” Hdt.4.98; Ep. inf. “παρέμμεναι” Od.4.640, part. “παρεών” Il.24.475 : Ep. impf. “παρέην” Od.3.267 (tm.); 2sg. παρῆας v.l. in Od.4.497 (Sch., Lex.Mess.) ; 3pl. “πάρεσαν” Il. 11.75; Att. impf. “παρῆ” A.Ch.523; in later Greek “παρήμην” Luc.VH2.25 : Ep. fut. “παρέσσομαι” Od. 13.393 :—to be by or present, “ὑμεῖς θεαί ἐστε πάρεστέ τε ἴστε τε πάντα” Il. 2.485, etc. : in tmesi, “πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ἔην καὶ ἀοιδός” Od. 3.267 ; πάρα used for πάρεστι and πάρεισι, Il. 20.98, 23.479, etc. : freq. in part., “ποίπνυον παρεόντε” 24.475 ; σημάντορος οὐ π. 15.325, etc. ; “ἀπεόντα νόῳ παρεόντα” Parm. 2.1, cf. Heraclit. 34.
    2. to be by or near one, c. dat., Od.5.105; “μήλοισι” 4.640; “π. τινὶ παροινοῦντι” Antipho 4.1.7 ; “π. παρά τινι” S.Ph. 1056; π. τινί to be his guest, Ar.Av.131. (πηγή http://analogion.com/forum/showthread.php?t=18883&page=52)
    Αυτά τα λέω εδώ με την ελπίδα να τα δείτε ή κάποιος να σας τα μεταβιβάσει, διότι στο δικό σας έχετε κλειστά τα σχόλια.

  40. Σιδηρούντιος Γιώργος said

    Αν δεν έβλεπα εδώ το κουλούρι του Μπουμπού δεν θα έλεγα τα παραπάνω, ίσως ποτέ. Αυτά είναι τα ωραία των ηχητικών της γλώσσας.

  41. Μαρία said

    ΛΚΝ
    ισπανοεβραίικο parea < ισπαν. pareja `ζευγάρι΄· πα ρέ(α)

  42. Κατερίνα Περρωτή said

    36. Έτσι πιστεύω κι εγώ! Έχετε δίκιο!

    Άλλωστε, εγώ δίνω μια αγκαλιά… Αν θέλει, την παίρνει …

    Αν την πάρει, όμως, είμαι -κι εγώ- καλύτερα!!!

  43. Κατερίνα Περρωτή said

    Ουουπς! Λάθος στίξη!

  44. Σιδηρούντιος Γιώργος said

    Μαρία, ο παρίας παλαιότερα ήταν ένα είδος … μπάτλερ, ένας φτωχός άνθρωπος που ακολουθούσε το αφεντικό του. Στην Κυπριακή καθομιλουμένη λένε ακόμα «ο παρέας μου». Το παρίας το αρχαίο το βλέπω παρῆας και υπάρχει σε ελάχιστα σωσμένα κείμενα, με αποτέλεσμα πολλά λεξικά να μην το έχουν. Μάλλον ινδοευρωπαϊκή είναι η ρίζα, μιας και κάποιοι λένε ότι και οι Ταμίλ έχουν την ίδια λέξη. Και το παρέα-σιν (μαζί, ζευγάρι) μοιάζει με το pair. Πιστεύω ότι ο κόσμος είναι πολύ περισσότερο μικρός από ότι νομίζουμε, και τίποτα δεν είναι κανενός τελικά σε αυτή ή σε όποια ζωή.

  45. Μαρία said

    Ο Ινδός παρίας (pariah) δεν έχει σχέση με το ζευγάρι. Αυτό προέρχεται απ’ το λατινικό par, -is.

  46. sarant said

    45: Ε, ναι.

  47. Δημήτρης Μ. said

    Επίσης пара ή пар ή para ή par είναι το ζευγάρι στις σλαβικές γλώσσες.

  48. 44 Το παρέα φαίνεται όντως να είναι κοινή ινδοευρωπαϊκή λέξη,pareja (ισπ.) ,pair (αγγ.), para (ρωσ). Αυτό με τους Ταμίλ όμως δεν το κατάλαβα.Αφού εκείνοι δεν μιλούν ινδοευρωπαϊκή γλώσσα αλλά δραβιδική.

  49. Σιδηρούντιος Γιώργος said

    47, χωρίς να έχω σχέση με ταμίλ, αυτά που είχα παλαιότερα δει είναι ότι οι ταμίλ είχαν συγγενικές σχέσεις με κάποιες φυλές στη νότια ινδία. τώρα το τι χωρίζει το νότο με το βορά της ινδίας είναι πάλι μια μεγάλη ιστορία την οποία δεν κατέχω. αν βάλεις για ψάξιμο το αγγλικό pariah που έχει ίδιο νόημα με το παρίας το ελληνικό, θα σου βγάλουν ρίζα του pariah κάτι από Ταμίλ. από εκεί το έπαθα και εγώ και το μετέφερα εδώ ως παπαγάλος
    48, νταραγκόι, νομίζω ότι το παρά το ρωσικό δεν έχει σχέση με το παρέα ή το παρία, σημαίνει «ώρα να γίνει κάτι.» Το παρ στα ρωσικά είναι ζευγάρι.
    45, δεν υπάρχει σχέση άραγε μεταξύ του λατινικού παρ και του ελληνικού;

  50. 49b — όντως, αλλά γράφεται пοра (και είναι οξύτονο). Το ζευγάρι είναι пара (παροξύτονο).
    48 — ινδοευρωπαϊκό όχι, μάλλον λατινικό/γαλλικό που διαδόθηκε. Αντιθέτως, ινδοευρωπαϊκό είναι το δικό μας ζευγάρι (ζυγός/jugum/yoke/Joch… αλλά και εβραϊκά זוג (ζουγκ), που δεν ξέρω πού κολλάει).

  51. Νίκος Μαστρακούλης said

    49α: Τον παρία οι Άγγλοι τον υιοθέτησαν, λέει, στη δεκαετία του 1610, είτε από το Πορτογαλικό paria, είτε απευθείας από το Ταμίλ paraiyar, πληθυντικό του paraiyan που σημαίνει τυμπανιστής, από το parai που σημαίνει το μεγάλο εορταστικό τύμπανο. Στις γιορτές, λέει, ήταν κληρονομικό καθήκον των μελών της μεγαλύτερης από τις κατώτερες κάστες της νότιας Ινδίας να παίζουν το παράι. Αυτά από το το Etymonline.

    Για το pair, ζευγάρι, η ίδια πηγή αναφέρει ως αρχή το λατινικό επίθετο par=ίσος, άγνωστης λέει προέλευσης, που ενδέχεται να συνδέεται είτε με την ΠΙΕ ρίζα *per- που σημαίνει αγοραπωλησία (υπό την έννοια του δίκαιου αντιτίμου, της ισοτιμίας), στην οποία περίπτωση το par θα συνδέεται με την πόρνη (= αγορασμένη) μέσω του ρ. πέρνημι, είτε με την ΠΙΕ ρίζα *pere- που σημαίνει χορηγώ, απονέμω.

  52. Καλαχώρας Λεώνικος said

    Πολύ ενδιαφέρον. Ευχαριστούμε

  53. Κυριάκος said

    Ζω στη Σητεία. Και εδώ (κυρίως στην περιοχή Χανδρά – Ζήρου) λένε την Ελισάβετ Αλισάβα. Δεν είναι παράξενο; Υπάρχει κάποια εξήγηση;

  54. sarant said

    53: Νομίζω το λένε κι αλλού το Αλισάβα, όχι μόνο στα μέρη σας και στα μέρη του Βάρναλη, Το βρίσκω και σε Ικαρία και σε Ναυπακτία, σίγουρα και αλλού θα το λένε έτσι, ενώ αλλού λένε Λισάβω. Δεν είναι παράξενο, όλα τα ονόματα τα αλλάζουν -εδώ με το «Αλισάβα» προσαρμόζεται καλύτερα στο ελληνικό τυπικό.

  55. Νέο Kid Στο Block said

    Μόλις ψες είπα για την Αλισαβού που πήδηξε από το τσόπερ στο Λοντίνιουμ.
    Αλλά δεν με προσέχετε, δεν με προσέχετε..:-)
    (Kυπριακό)

  56. Κυριάκος said

    Επίσης η Αλισάβα δεν γκουγκλίζεται! Ούτε η Αλισσάβα. Ο τετραπέρατος Γκούγκλης δεν τη βρίσκει ούτε καν στην παρούσα ανάρτηση που έχει ήδη 12 ημέρες ζωή! Και λέγαν έτσι και τη μάνα του Βάρναλη!
    Είμαι περίεργος να μάθω μέχρι πότε η Αλισάβα θα ξεφεύγει από τα νύχια του αετονύχη Γκούγκλη!

  57. Κυριάκος said

    Ενώ η Αλισαβού γκουγκλίζεται με αρκετές ανευρέσεις, όλες κυπριακής προέλευσης (για να επιβεβαιώσω και το Νέο Kid).

  58. sarant said

    Περίεργο, εμένα μου βγάζει καμιά σαρανταριά γκουγκλιές.

  59. #56 http://www.lmgtfy.com/?q=%22%CE%91%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%AC%CE%B2%CE%B1%22

  60. Κυριάκος said

    Τελικά γκουγκλίζεται και παραγκουγκλίζεται. Ουδέν κρυπτόν υπό τον Γκούγκλην!

  61. Βάγια said

    Πολύ συγκινητικό ποιήμα! Μ’ αρέσει που παρουσιάζει μια πιο προσωπική (και κοντινή σε εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους, ας πούμε, καθώς πολλοί άνθρωποι έχουν υποσυνείδητα ΄συναισθηματικές ελλείψεις απ’ τους γονείς τους) εικόνα ενός ποιητή ταυτισμένου με τη στρατευμένη ποίηση και τα κοινωνικά προβλήματα.

Σχολιάστε