Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Τα αυτιά του καρλαύτη

Posted by sarant στο 28 Απριλίου, 2011


Το αυτί, μαζί με το αυγό, είναι λέξεις που προκαλούν ηθικό πανικό για την ορθογραφία τους· πόλεμος κόντεψε να γίνει όταν ο Μ. Τριανταφυλλίδης πρότεινε να γράφονται «αφτί» και «αβγό» στα σχολικά βιβλία, παρόλο που η γραφή αυτή βασιζόταν σε ετυμολογήσεις που πρώτος τις είχε εισηγηθεί ο υπερσυντηρητικός Γ. Χατζιδάκις, ο γλωσσολόγος που στάθηκε αμείλικτος εχθρός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917, θυσιάζοντας στην καταπολέμησή της και την επιστημονική του ακεραιότητα (δείτε το βιβλίο του Γενηθήτω φως, που τώρα το επανεκδίδουν κάτι υπερακροδεξιοί, να καταλάβετε τι εννοώ).

Ο Χατζιδάκις πρότεινε «αφτί» επειδή υποστηρίζει, και σωστά, ότι το μεσαιωνικό αφτίον προέρχεται από συνεκφορά: τα ωτία > τα ουτία > ταφτία, άρα δεν δικαιολογείται το δίψηφο αυ. Ωστόσο, μπροστά στο θόρυβο που ξεσηκώθηκε, ο Τριανταφυλλίδης έκανε πίσω, αποδεχόμενος τις γραφές αυτί και αυγό.

Όταν το 1998 πρωτοκυκλοφόρησε το λεξικό Μπαμπινιώτη, πέρα από τη φασαρία με το λήμμα «Βούλγαρος», πολλοί ήταν εκείνοι που σοκαρισμένοι είδαν να προτείνονται οι ορθογραφίες αβγό και αφτί και το θεώρησαν καινοφανές δείγμα έσχατης παρακμής της γλώσσας, αγνοώντας ότι οι προτάσεις αυτές έχουν γίνει σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, από έναν στυλοβάτη του καθεστώτος. Προσωπικά, στο θέμα αυτό ήμουν επαμφοτερίζων –άλλοτε έγραφα αυτί και άλλοτε αφτί χωρίς να έχω ιδιαίτερη άποψη επί του θέματος. Τελικά αποφάσισα να ακολουθώ την ορθογραφία του ΛΚΝ σε όλες τις περιπτώσεις (όλες; όχι όλες –υπάρχει μία και μοναδική εξαίρεση), οπότε γράφω αυτί και αυγό.

Αν θα γράψουμε «αυτί», λογικό είναι να γράψουμε και «κουτσαύτης», παρόλο που το «κουτσάφτης» είναι συχνότερο (να σημειωθεί ότι ο ορθογράφος του word ενώ δέχεται και το αυτί και το αφτί, κοκκινίζει σαν λάθος τον κουτσαύτη). Άρα, θα γράψουμε και «καρλαύτης». Αλλά τι είναι ο καρλαύτης;

Η λέξη είναι και επώνυμο, Καρλαύτης, είχα έναν φίλο που είχε έναν φίλο που λεγόταν έτσι –και, αν δεν κάνω λάθος, υπάρχει (και) στη Λακωνία. Υπάρχει και παραλλαγή, Χαρλαύτης. Σαν ουσιαστικό, η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά, ούτε τα μικρά, ούτε τα μεγάλα, ούτε τα παλιά ούτε τα καινούργια –εκτός κι αν δεν έψαξα καλά. Υπάρχει μόνο στο αντίστροφο της Άννας Συμεωνίδη-Αναστασιάδη, αλλά το αντίστροφο απλώς καταγράφει λέξεις, δεν δίνει ερμηνείες, κι έτσι από εκεί δεν θα μάθουμε τι σημαίνει.

Επιπλέον, η λέξη δεν γκουγκλίζεται ή μάλλον υπεργκουγκλίζεται –με αυτόν τον νεολογισμό που μόλις έβγαλα, εννοώ ότι δεν μπορείτε να βρείτε τι σημαίνει η λέξη, γιατί οι γκουγκλιές κυριαρχούνται από αναφορές στο κύριο όνομα Καρλαύτης, κι έτσι οι Καρλαύτηδες σκεπάζουν τον καρλαύτη.

H λέξη καρλαύτης υπάρχει και στον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, στις πολύ πρώτες σελίδες, στην περιγραφή του παραγιού τού ήρωα. Ο παραγιός ήταν καρλαύτης, λέει ο Καζαντζάκης, αλλά κι αυτό δεν μας φωτίζει πολύ –ασφαλώς θα είναι κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που είχαν τα αυτιά του, αλλά αν ήταν μεγάλα, μικρά, στραβά, πεταχτά, μακρόλουβα, βλογιοκομμένα ή μυτερά αυτό δεν το μαθαίνουμε. Αν το πάμε με τις πιθανότητες, μεγάλα θα ήταν.

Kαι στην συγκεκριμένη περίπτωση όποιος πήγε με τις πιθανότητες κέρδισε, διότι καρλαύτης σημαίνει πράγματι αυτόν που έχει μεγάλα αυτιά. Το βρήκα δοκιμάζοντας διάφορους συνδυασμούς στο γκουγκλ, και τελικά βρήκα καναδυό γλωσσάρια διαλεκτικών λέξεων, που δίνουν όμως πρώτη την παραλλαγή γαρλαύτης ή γκαρλαύτης. Την παραλλαγή γαρλαύτης την λημματογραφεί και ο Δημητράκος, μόνος αυτός από όλα τα λεξικά. Και εξηγεί: ο έχων μεγάλα αυτιά, γαϊδουραύτης. Περιέργως το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας δεν έχει τον γ(κ)αρλαύτη, παρόλο που το Γ έχει εκδοθεί ολόκληρο.

Από το ερμήνευμα του Δημητράκου σκέφτομαι μήπως ο γαρλαύτης παράγεται από τη λ. γαϊδουραύτης. Μια τέτοια παραγωγή δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά μου φαίνεται ότι δεν είναι αυτονόητη.

Αν πάρουμε τις ενδείξεις που έχουμε, η λέξη ακούγεται ή ακουγόταν στην Κρήτη, στη Λακωνία, αλλά και στην Εύβοια (συμπληρώστε στα σχόλια, παρακαλώ).

Το περίεργο είναι ότι ενώ στις περισσότερες πηγές φαίνεται ότι ο πρώτος ή ο επικρατέστερος τύπος για τη λέξη είναι γαρλαύτης, ως κύριο όνομα ο τύπος αυτός είναι σχεδόν ανύπαρκτος (στο γκουγκλ τουλάχιστον), ενώ κυριαρχούν οι Καρλαύτηδες και οι Χαρλαύτηδες. Αυτό θα μπορούσε να εξηγείται με το ότι οι Γαρλαύτηδες άλλαξαν το όνομά τους για να μη θυμίζει, από το αρχικό του γράμμα, τον γάιδαρο, όπως ας πούμε κάποιοι Ξεπαπαδάκηδες το έκαναν Τσεπαπαδάκης.

Τέλος πάντων, εγώ περισσότερα δεν ξέρω για τα αυτιά του καρλαύτη· περιμένω από εσάς να μου πείτε αν ξέρατε τη λέξη (όχι απλώς ως επώνυμο), σε ποιο μέρος της Ελλάδας την έχετε ακούσει, και αν έχετε καμιάν ιδέα για την ετυμολογία της.

63 Σχόλια to “Τα αυτιά του καρλαύτη”

  1. Γρηγόρης said

    Καρλάυτης-Χαρλαύτης ή Γαρλαύτης- Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά(Πελοπ.).{ΠΠΠ} Από το http://ja-jp.facebook.com/topic.php?uid=43609668439&topic=13879 (ίσως να το έχεις ήδη δει). Πάντως το λέμε και στο Αγρίνιο το καρλαύτης, καρλάφτης, με την ίδια ακριβώς σημασία. Αλλά όπως λες κι εσύ, Νίκο, δεν βρίσκεις πουθενά ξεκάθαρη ετυμολογία.

  2. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    Λεπόν. Ο αρχικός τύπος είναι «καρλάφτης». Ο τύπος γκαρλάφτης προέρχεται από ηχηροποίηση του ‘κ’, λόγω του ‘ν’ στο άρθρο της αιτιατικής. Ο γαρλαφτης με λόγιο εξελληνισμό του ‘γκ’ του προηγούμενου τύπου. Ο χαρλαύτης με κάποια τροπή (που βαριέμαι να ψάξω ποια) ενός των παραπάνω (κ, γ, γκ), που είναι ουρανικά.
    Η λέξη είναι σύνθετη από το κάρλα+αφτί, όπου κάρλα είναι ένα μεγάλου μεγέθους, ανοιχτό σκεύος. Κάτι σαν πιατέλα. Η κάρλα τώρα, που δεν μπόρεσα κι εγώ να τη βρω σε κάποιο τοπικό λεξιλόγιο, προέρχεται από το το υποκοριστικό της γερμανικής Karle κι αυτό απο το παλαιογερμανικό/παλιοσκανδιναβικό kar (=αγγείο, πιατέλα, γαβάθα/καλάθι). Πιθανότερο βέβαια είναι η λέξη να έχει περάσει στις ελληνικές διαλέκτους μέσω της σλαβικής, στην οποία επίσης υπάρχει η λέξη. Να μην ξεχάσουμε και τη λίμνη Κάρλα, που προφαμώς πήρε το όνομα από το σχήμα της τοποθεσίας, σαν πιατέλα. και στα σλαβικά έχει δώσει τοπωνύμια η λέξη. Για όλα αυτά βλ. το λεξικό της σερβοκροατικής του Skok, τ.2, σελ. 52 (υπάρχει εδώ: http://tinyurl.com/6fau7hl )

  3. AnD said

    Δεν τον ξέρω τον καρλαύτη.
    Γράφω αβγό και αφτί γιατί έτσι τα έμαθα στο σχολειό.
    Μ’αρέσει που η λέξη αβγό αρχίζει από αβγ σαν την αρχή, το αβγό.
    Επίσης, οπτικά το αυτί δίνει μια καμπυλότητα που παραπέμπει στο αφτί αλλά τα αφτιά με φ είναι δυο αφτάκια μαζί.
    χχααχαχ
    Αν ήμουν παιδί θα διάλεγα το φ λοιπόν.

    Καλημέρα!

  4. Ξέρω κοπέλα από το Γύθειο, που λέγεται Μαργαρίτα Καρλαύτη (ασχολείται και με τη λογοτεχνία). Αλλά στο σχολείο είχα έναν καθηγητή που λεγόταν κύριος Κουτσάφτης, σίγουρα με φι.

  5. sarant said

    Ευχαριστώ για τα σχόλια!

    Γρηγόρη, όσα λες ακούγονται πολύ πειστικά!

  6. Εγώ σκέφτηκα ότι βρήκα το σφάλμα του Νικοδεσπότη, και θα είχα μια φοβερή ευκαιρεία να το παίξω έξυπνος, γκουγκλάροντας το «καρλάφτης» μόνο και όχι το «Καρλάφτης» οπότε θα το έβρισκα με τη μία και θα σας εντυπωσίαζα όλους, αλλά τελικά ο Γκούγκλης δεν πραγματοποιεί case-sensitive αναζητήσεις με κανέναν τρόπο, ούτε με ειδικές παραμέτρους, ούτε στο advanced, ούτε με τίποτα! (αλήθεια ποιος είναι ο πλέον δόκιμος και εύχρηστος ελληνικός όρος για το case-sensitive;).
    Με τα κάτι λίγα που ξέρω από υπολογιστές και βάσεις δεδομένων, κατάλαβα ότι για κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν εκ θεμελίων αλλαγή της μηχανής αναζήτησης για κάτι ελάχιστα χρήσιμο, οπότε κατανοώ το γιατί δεν το κάνουν.
    Κρίμα όμως! :).

    #2: Εντυπωσιακό, μπράβο! Φαντάζομαι οι Ιταλίδες που λέγονται Carla δεν θα κολακευτούν ιδιαίτερα πάντως! 🙂

    Καλό απόγευμα σε όλους!

  7. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #5
    Ευχαριστώ. Μένει να βρούμε αν η λέξη έχει καταγραφεί σε τοπικά λεξιλόγια, δηλαδή αν κάπου, κάποτε τα μεγάλα ανοιχτά σκεύη λέγονταν κάρλες.
    #6
    Αμ η Κάρλα Μπρούνι; 🙂 Εντάξει όμως, αυτά τα ονόματα προέρχονται από τον Κάρολο.*

    * Στι Βικιπέδια διαβάζω (και με έκπληξη μαθαίνω) ότι Κάρολος είναι κάτι σαν το Κύριλλος και προέρχονται και τα δύο από το ελληνικό κύριος! Ελπίζω να ισχύει http://en.wikipedia.org/wiki/Carl_(name)

  8. Μπουκανιέρος said

    7τέλος
    Έτσι που το θέτεις, δεν ισχύει.
    Στα κιτάπια βλέπω γερμανικό Karl, «άνθρωπος», που στους Φράγγους, λέει, πήρε τη σημασία «ελεύθερος άνθρωπος» – με πιθανή ρίζα από ΙΕ *ger-, γέρος. Θα μπορούσε το «κύριος» να σχετίζεται με την ίδια ΙΕ ρίζα, αν και στα βιβλία λένε άλλα.
    Το Κύριλλος όμως (κοινό στην ύστερη αρχαιότητα), ναι, θεωρείται ότι βγαίνει απ’ το «κύριος».

  9. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #8
    Δίκιο. Το διάβασα λίγο διαγώνια το άρθρο της Βίκι

  10. ti zoe sauto to blog said

    Τον καρλαύτη δεν τον ξέρω.
    Στα αξιώτικα γαϊδουράφτης είναι ποικιλία μεγαλόσωμου λαγού. Ο βραχύσωμος λέγεται αρμούτης.

    Βλέπω στον Κριαρά λήμμα καρλαμούζα , από το corna. Μήπως το ίδιο καρλα- έχουμε κι εδώ; (= με αυτιά σαν κέρατο).
    Η λατινογενής προέλευση του α΄συνθετικού δεν είναι πιθανότερη από τη σλαβική στο κρητικό ιδίωμα;
    Μήπως ο καρλαύτης είναι χαρακτηριστικό ζώου;Και μεταφορικά λέγεται για άνθρωπο;
    Διότι,βλέπω ότι η λέξη απαντάται σε μη αστικό, κυρίως ποιμενικό περιβάλλον (Σαρακατσάνοι, Κρητικοί κλπ).
    Θα μπορούσε να αναφέρεται σε ποικιλία αρνιού ή κατσίκας ή ξέρω ‘γω σκύλου κλπ (= με αυτιά σαν κέρατο, σαν χωνί).

    Υπάρχει και το τουρκικό καρλί= χιονισμένος, κερδοφόρος …αλλά δεν βγάζω νόημα από εδώ.

  11. #6 γιὰ case sensitive

    Για τον εξελληνισμό ενός φόρουμ (Συνεργασία του Φαροφύλακα)

  12. agapanthos said

    Τη λέξη καρλάφτης την πρωτοάκουσα σ’ ένα τραγούδι του Γιώργου Ρωμανού από το Κράμα του 1988. Λέει ο στίχος στο (τραγικά κακοτυπωμένο) ένθετο:

    Ένας αλλόκοτος Τσέχος καρλαύτης κι ένας Κινέζος δανδής
    μέσα στη ζάλη τους βρήκαν συνέχεια και τέλος – την ίδια στιγμή

  13. Rodia said

    Χαρλαύτης και Χαρλάφτης και στο Ν. Κορινθίας.

  14. papoylis said

    Chateau Xαρλάφτη από τα πρώτα καμπερνέ που παρήχθησαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 80

    καλαύτης , ο καραβόσκυλος του Θείου ισίδωρου

  15. Ηρώ Διαμαντούρου said

    είχα και θα έχω για πολύ καιρό ακόμα, φοβάμαι, την ίδια απορία: έχουν Τόση σημασία πια αυτά τα ορθογραφικά / ετυμολογικά διλήμματα για τη γλώσσα; γιατί ρε γμτ, γενεές επί γενεών, ασχολούμαστε με δαύτα αντί να επικεντρωνόμαστε σε βασικά θέματα, όπως το πώς να καταπολεμηθούν προβλήματα άλλου τύπου (πχ πότε «γράφεται» και πότε «γράφετε»), θέματα δομικά και σημαντικά για κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως, για την σύσταση δηλαδή και τη λειτουργία του γλωσσικού μας μηχανισμού, ο οποίος δυναμώνει τη σκέψη και τη διάνοια και μας κάνει λιγότερο χάπατα μέσα στην κοινωνία; όχι πως και το αυγό και το αυτί δεν έχουν σημασία, αλλά αυτά θα έπρεπε να έπονται κι όχι να προηγούνται, ή, ακόμα χειρότερα, να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των εκάστοτε διανοούμενων της γλώσσας. είναι τόσο ελιτίστικο -με τη μη γόνιμη έννοια- αυτό.

    (Νίκο υποθέτω καταλαβαίνεις ότι δεν στρέφομαι εναντίον σου, το εννοώ πολύ γενικότερα).

  16. Ποντιακά:
    ακούνε τ΄ωτία΄μ
    ελέπνε τ΄ομάτια΄μ

    Πολλάκις έχω πει ότι δεν είμαι επιστήμον της γλώσσης. Θα αποτολμήσω όμως έναν ετυμολογικό αυτοσχεδιασμό.
    Στη γλώσσα υπάρχει αρμονία, μέτρο, ποίηση, μουσική. Όταν λοιπόν άλλαξε ο προφορικός λόγος και κατακλύστηκε από άρθρα, τότε μια επιπλέον συλλαβή χάλασε αυτήν την αρμονία. Είναι σαν να λέμε ότι σε έναν ρυθμό 9/8 βάζουμε ένα όγδοο ακόμη. Πολύ απλά το αποτέλεσμα θα είναι ένας ρυθμός που δεν θα είναι ζεϊμπέκικο. Υπάρχουν συγκεκριμένοι μουσικολογικοί μηχανισμοί που επαναφέρουν αυτό το ρυθμικό πλεόνασμα στο επιθυμητό μέτρο.

    Ένας τέτοιος γλωσσικός μηχανισμός είναι τα φθογγικά πάθη όπως πχ την έκθλιψη. Μια έκθλιψη όμως που δεν εφαρμόστηκε όμοια από όλον τον Ελληνικό κόσμο.
    Λέμε οι πόντιοι πχ τ’οφίδ (το οφίδιον), τ’οφρύδ (το οφρύδιον) ενώ σε άλλα μέρη το φίδι (το΄φιδι), το φρύδι κλπ
    Οι γλωσσολόγοι δεν θα βρουν ποτέ άκρη εάν αγνοήσουν την μουσική αρμονία.

    Ενδεχομένως λοιπόν το ‘αυτιά’ να προέρχεται από το ‘τα ωτία’ ->τα΄υτία ή θα έλεγα με ερασιτεχνική ορολογία, έκθλιψη προς τα αριστερά ενώ στα ποντιακά έγινε έκθλιψη προς τα δεξιά (τ’ωτία). Η κατεύθυνση έχει να κάνει με τα γενικότερα ακούσματα ενός λαού και την μουσική του παράδοση αλλά και το πόσο ξένα ήταν τα άρθρα σε κάθε περιοχή. Στον πόντο πχ δεν υπάρχει ούτε μια λέξη που να αρχίζει από φωνήεν και να μην έχει αλλοιώσει το φωνήεν του άρθρου, απεναντίας σε άλλες περιοχές μένει το άρθρο αναλλοίωτο.

    Φυσικά κατά την ταπεινή μου πάντα άποψη, η εισαγωγή των άρθρων έχει να κάνει με κάποιας μορφής πολυπολιτισμού της εποχής. Είναι σαν να λέμε me tarzan you jane. Το αυτό βιώνουμε και σήμερα με την απλοποίηση της γλώσσας που δεν έχει σκοπό την διευκόλυνση μας αλλά την προσαρμογή της Ελληνικής σε έναν ευρύτερο γλωσσικό χώρο ώστε να είναι δυνατή η λέξη προς λέξη μετάφραση, σε πρώτη φάση, και στη συνέχεια την παύση της Ελληνικής.
    Εάν πούμε πχ ‘εσκύλαξα'(εσκεμμένη επιλογή της δύσοσμης λέξης για να δούμε το χρονικό βάθος της ποντιακής) δεν μπορούμε να το μεταφράσουμε στα Αγγλικά ενώ το ‘εγώ μυρίζω άσχημα’ μπορούμε.

  17. Rodia said

    Γονιδιακή προσέγγιση: Κατά τη διάρκεια του μακρού μου βίου –δεδομένης της φιλίας και συμμαθητιωσύνης(!) του αδελφού μου με αρκετούς εξ αυτών– παρατήρησα ότι η συντριπτική πλειονότητα των Χαρλαυτών και Χαρλαφτών που συνάντησα έχει αφτάκια ιδιάζοντος όχι τόσο μεγέθους, αλλά σχήματος. Αφτιά σχετικά μικρά –όχι ιδιαιτερως μεγάλα, δλδ– αλλά πεταχτά, στρογγυλα και βαθουλωτά, σαν μικρά μπολάκια. Καποια γνωστη κοπελιά μάλιστα, εχάλασε έναν αρρεβώνα μόλις αντίκρυσε ένα νήπιο «χαρλαφτάκι», προκειμενου να μη τυχει και κληρονομησουν το γονίδιο των συγκεκριμενων αφτιων τα παιδια της. Την ψάχνω μήπως έχει καποια φωτο του επίμαχου αφτιού. Αν ναι, θα την ανεβασω να δειτε. 😆

  18. #11 Σ’ευχαριστώ Κορνήλιε! Απ’ότι βλέπω σας ταλαιπώρησε αρκετά και εκεί και κάποια κοινώς αποδεκτή και εξίσου εύχρηστη φράση δεν βρέθηκε, ε;

  19. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα επόμενα σχόλια!

    12: Αγάπανθε, πολύ ενδιαφέρον γιατί η λέξη χρησιμοποιείται σε μοντέρνο τραγούδι, όχι σε δημώδη-αγροτικά συμφραζόμενα.

    15: Ηρώ το ξέρω πως δεν το λες για μένα 🙂

  20. Υπαρχει η αποξηραμενη λίμνη της Καρλας στην Μαγνησια. Επίσης ειχα και συμμαθητη Καρλατήρα από την Στενη Ευβοίας. Πιθανον βλάχικης καταγωγης.

  21. Βασίλης Ορφανός said

    Βρίσκω στο διαδίκτυο το επίθετο Καραλάφτης. Αναρωτιέμαι αν το δεύτερο άλφα αναπτύχθηκε για να διασπαστεί το -ρλ- ή μήπως έγινε το αντίστροφο, αν δηλ. από ένα αρχικό «καραλαύτης» προέκυψε το «καρλαύτης», οπότε θα πρέπει να αναζητήσουμε ως πρώτο συνθετικό κάτι σαν «καραλός» (=;).

  22. Μπουκανιέρος said

    20 Τερατάκι, πίσω στην τρύπα σου είπαμε.

  23. Η καυγατζού θεία μου (καταγωγή από Μάνη, κατοικία στην Καλαμάτα)όταν τσακωνόταν με τον γείτονα της, πράγμα που γινόταν σχεδόν καθημερινά, τον αποκαλούσε υβριστικά «καρλάφτη» για τα μεγάλα και πεταχτά του αυτιά. Ετσι, δυστυχώς, κοροιδεύαμε και έναν συμμαθητή μας, στο δημοτικό σχολείο, για τον ίδιο λόγο.
    Απ’ όσο θυμάμαι ήταν πολύ συνηθισμένη βρισιά στα παιδικά μου χρόνια στην Καλαμάτα για παιδάκια με το ίδιο ανατομικό χαρακτηριστικό.
    Υπήρχε, βέβαια, ως επώνυμο και στην δική μας περιοχή, και μάλιστα οικογενειακού γνωστού. Πάντα, ως παιδί, μου ήταν δύσκολο να συγκρατήσω τα γέλια μου όταν έπρεπε να τον αποκαλέσω κ. Καρλάφτη.
    Το γέλιο μου πέρασε όταν ένας γιατρός Καρλάφτης, μου έκανε επέμβαση στο λαιμό στο Νοσοκομείο Καλαμάτας με τοπική αναισθησία.

  24. Ξενοφώντας Τζαβάρας said

    Καρλάφτης υπάρχει και στην Ίμβρο με την μορφή «Καρλάφτ’ς». Στο υπό έκδοση Λεξικό μου (του ιμβριακού ιδιώματος) έχω συμπεριλάβει ως λήμμα το «καρλάφτ’ς» καθώς και το «καρλαφτάς» με την εξής σημασία (την οποία και παραθέτω ακριβώς:

    »αυτός που έχει μεγάλα – πεταχτά αφτιά». ΣΥΝ.: καρλαφτάς. ΠΑΡΑΔ.: – Θαν έρτει κ’ ι Νάσους του δίχους άλλου. – Ποιος Νάσους, ικειός ι καρλάφτ’ς;

    Επίσης στο ιμβριακό ιδίωμα απαντά και ρήμα «καρλίζου» με την σημασία (την παραθέτω πάλι αρκιβώς):

    »τεντώνω τα αφτιά μου προσπαθώντας να ακούσω». ΠΑΡΑΔ.: Κά’τι κι καρ’λίζ’ (τ’ αφτιά τ’) έξου απού ντ’ μπόρτα ’πά’κι ακούσ’ τι λέν’.

    Ως προς την ετυμολογία, αυτή είναι όντως σκοτεινή. Με δεδομένο ότι στο ιμβριακό ιδίωμα ελάχιστα (αν και όχι ανύπαρκτα) είναι τα σλαβικά, γερμανικά, κτλ δάνεια (# 2) σε αντίθεση με τα λατινικά (# 10), ανάμεσα στα 2 θεωρώ προτιμότερη την 2η ετυμολογία κατά το σχήμα (κορνάφτης > καρνάφτης (αφομοίωση) > καρλάφτης).

    Όσο για το γαϊδουράφτης, παρότι ιδιαίτερα ελκυστική και ευφυής η πρόταση και αναγωγή, νομίζω – στηριζόμενος πάντα στο ιδίωμα της Ίμβρου – ότι εάν άλλαζαν το α΄ συνθετικό ‘γαϊδουρο-‘ για ευνόητους λόγους τότε θα έπρεπε να το είχαν αλλάξει και σε πολλές άλλες λέξεις όπως
    »γα’δαρουλέχου, γα’δαραλ’χήνα, γα’δαρόκουμπους, γα’δαραχείλ’ς, γα’δαρόσφιγγα, γα’δαρουκάναρου, γα’δαρόφ’χας, γα’δαρουπέτσ’, γα’δαράθριπους, γα’δαρουμούτσ’νους, γα’δαρουφ’λή, γα’δαρουπόδαρου».

    Ευχαριστώ και συγχαρητήρια για το ιστολόγιο και το υψηλό επίπεδο των δημοσιευμάτων.

  25. Μαργαρίτα... Kαρλάυτη said

    Καλησπέρα σας και ευχαριστώ για την τιμή να ασχοληθείτε με το επίθετό μου!
    Απ’ όσο ξέρω στο Γύθειο από όπου έλκω την καταγωγή μου υπάρχει μεγάλη οικογένεια με αυτό το όνομα (με «αυ» το αυτιά μας 🙂
    Επίσης ξέρω πως και στη Θεσσαλία υπάρχει μεγάλη οικογένεια Καρλαύτηδων.
    Τώρα τη σημασία του επιθέτου μου την έμαθα από έναν … Καρπενησιώτη που μου είπε πως αν γεννιόταν κανένα κατσικάκι στο χωριό του και είχε μεγάλα αυτιά το φώναζαν… καρλαύτικο!!! 🙂

    Και κάτι αστείο για να αποδείξω πως η πραγματικότητα μερικές φορές ξεπερνάει την κωμωδία… Παντρεύτηκα έναν… Κουφόπουλο εκ Νάξου και έτσι η κόρη μου κουβαλάει ένα επίθετο τρέλλα!!!! Κουφοπούλου – Καρλάυτη!!! χαχαχαχα

  26. ο Μήτσος said

    Και ο Ρασούλης «Αυγό» το έλεγε το περιοδικό του.

    http://www.rasoulis.gr/bibliografia/bibliografia.html

  27. ΣοφίαΟικ said

    μουτ φαίνεται περίεργο που δεν ξέρουν τη λέξη καρλάφτης τόσοι πολλοί. Η μητέρα μου τη χρησιμοποιεί κανονικότατα όταν σχολιάζει τα πεταχτά αυτιά μωρών και μεγάλων, οπότε θεωρούσα ότι είναι κοινή.
    Όσο για οτ 15, τείνω να συμφωνήσω. Εγώ τραίνο, αυτί και αυγό έμαθα, και δε μου κάθεται καλά το τρένο, το αβγό και το αφτί. επιπλεόν η διαμάχη γ’αυτά μου φαίνεται υποσημείωση, όχι ουσιώδες ζήτημα ορθογραφίας.

  28. Μαργαρίτα... Kαρλάυτη said

    …κρούτα λέμε την προβατίνα
    που’χει κέρατα, τσιούλα άμα έχει
    μικρά αυτιά και καρλαύτικο αν έχει
    μακριά…

    (από εφημερίδα της Κορινθίας) http://www.korinthia.net/archive/np/pdf/vima_mesinou18.pdf

  29. barbakas said

    Καλησπέρα.Εδω στα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας αυτόν που έχει μεγάλα
    αυτιά απο παλιά τον έλεγαν καρλάφη.Θέλω να ρωτήσω τον νοικοκύρη
    [μιάς και έχει τεράστιες γλωσολλογικές γνώσεις]γιατί γίνεται αυτό
    το σταδιακό κουτσούρεμα της γλώσσας,γιατί την κάνουν ολο και πιο φτωχή.
    Υπάρχει σκοπιμότητα η οχι.

  30. ΣΑΘ said

    Στην ορεινή Τριχωνίδα Αιτωλοακαρνανίας, «καρλάφτης» αποκαλείται αυτός που έχει μεγάλα και ταυτοχρόνως κεκαμμένα (κυρτωμένα) προς τα μέσα (στο άνω μέρος) αφτιά, σχηματίζοντα πράγματι κάτι σαν αβαθές σκεύος (λεκάνη, ‘γαβάθα’)!

    «Καρλάφτα» χαρακτηρίζεται/αποκαλείται/ονομάζεται και η γίδα, προβατίνα, γαϊδούρα που έχει μεγάλα και ταυτόχρονα σπαστά (κρεμαστά) αφτιά.
    (Επίθ. «καρλάφτικος-η-ο»)

    Γεια και χαρά σ’ όλους!

  31. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για όλα τα σχόλια!

    25: Μαργαρίτα, περίμενα να δω αν θα το πάρεις είδηση! Καλησπέρα!

    24: Αγαπητέ, καλώς ήρθατε και ευχαριστώ για τα καλά λόγια. Ώστε η λέξη είναι γνωστή και στην Ίμβρο, άρα έχει σχεδόν πανελλήνια διάδοση.

    28-30: Είναι πολύ παραστατικό και πολύ πλούσιο το ποιμενικό λεξιλόγιο σε όρους που περιγράφουν το χρώμα και τα χαρακτηριστικά των ζώων, διότι απαντά σε μια πολύ έντονη ανάγκη, πώς να ξεχωρίσεις μια συγκεκριμένη γίδα ανάμεσα σε άλλες εκατό!

    29: Δεν νομίζω ότι είναι γενικευμένη η τάση για κουτσούρεμα (το αρχαίο «σε» μέσα από διαδοχικές αυξήσεις έχει γίνει μέχρι και «εσένανε») ούτε νομίζω ότι φτωχαίνει η γλώσσα επειδή σε κάποια ιδιώματα χάνονται φθόγγοι.

  32. ti zoe sauto to blog said

    Οπότε σύμφωνα με τα #28 και #30, είχα δίκιο (στο 10) ότι καρλαύτης είναι λέξη που χρησιμοποιείται για περιγραφή ζώου.
    Παραμένει η απορία αν corna=> κάρλα.

  33. ti zoe sauto to blog said

    Απορία προς ειδικούς : η κλάρα μπορεί να γίνει κάρλα;
    Δηλαδή καρλαύτης = με κλαρωτά αυτιά;

  34. Παναγιώτης Κονιδάρης said

    Και στο Μεγανήσι καρλαύτης είναι αυτός που έχει μεγάλα ή/και πεταχτά αυτιά. Περισσότερα δεν ξέρω. Έχουμε όμως και επώνυμο Κουτσάφτης στο νησί με καταγωγή, νομίζω, κερκυραϊκή.

  35. ΣΑΘ said

    #31: Θα είχε, νομίζω, ενδιαφέρον να ασχοληθούμε μια μέρα με τα ονόματα που έδιναν/δίνουν οι κτηνοτρόφοι στις γίδες (κυρίως) αλλά και στις προβατίνες και στα σκυλιά τους.
    Και όσοι ανά την Ελλάδα πιστοί, ας προσέλθουν!…
    Τι θα λέγατε;

    #32: Και ανθρώπου βεβαίως ($1 τού 30), αλλά μόνο κοροϊδευτικά, μειωτικά.

  36. Μαρία said

    34 Κουτσάφτηδες έχει κι η Ζαγορά. Ο ιατροδικαστής δεν ξέρω απο πού κατάγεται.

  37. ti zoe sauto to blog said

    #35 β) Ναι, το έχω γράψει στο #10 β)

    #25 β) Να σας συγχαρώ για το σύζυγο ή να το αφήσω καλύτερα 🙂

  38. Πρώτη φορά το είδα εδώ.

  39. Μαργαρίτα... Kαρλάυτη said

    31. Διαβάζω πάντα το μπλογκ σου Νίκο (το πολύ να έχω 3-4 μέρες καθυστέρηση)… αλλά στην προκειμένη περίπτωση με «αποκάλυψε» ή φίλη Σοφία Κολοτούρου και μου έστειλε και σχετικό μήνυμα η φίλη Ροδιά, (που με την ευκαιρία την ευχαριστώ) οπότε έφτασα εγκαίρως!!! 🙂

    35. Το λινκ που δίνω στο σχόλιο 25 είναι απολαυστικότατο όσον αφορά τις ονομασίες των γιδοπροβάτων!!! 🙂

  40. ΣΑΘ said

    #39: Προφανώς εννοείτε στο 28.
    Ως αφετηρία, καλό. Ευχαριστώ.

    «…Καρλάυτη» /karlaiti/ (;;;)

  41. Μαργαρίτα... Kαρλαύτη said

    Στο 39 πολλά λάθη… άμα βιάζεσαι… 😦

    ή φίλη Σοφιά… είναι με Η και όχι ή

    το λινκ με τα βαφτισμένα γιδοπρόβατα είναι όντως το 28 (συγγνώμη)

    και το επίθετό μου ακόμα λάθος και στα δύο πόστ που το αναφέρω… (η ταχύτητα της πληκτρολόγησης έβαλε τον τόνο στο α αντί στο υ) Εδώ διορθωμένο πια…

    (Απα πα παα δε με θέλει το πληκτρολόγιο σήμερα. Δέκα φορές την κάθε λέξη γράφω…)

  42. Immortalité said

    ‘Αλλη μία λέξη που δεν είχα ματακούσει…

  43. Γρηγόρης Κοτορτσινός said

    #10, κυριώς, και άλλα (σύγγνωμη που απαντώ καθυστερημένα, ήμουν εκτός).

    Το γεγονός ότι η λέξη απαντάται σε μέρη όπου δεν υπάρχουν σλαβικές επιδράσεις θα ήταν πρόβλημα για την ετυμολόγηση που προτείνω, αν η λέξη δεν ήταν πανελλήνιας εμβέλειας. Εφόσον απαντάται σχεδόν σε όλες τις ελληνικές περιοχές δεν νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα.

  44. ti zoe sauto to blog said

    #43 α) Δεν πειράζει, μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα όποτε θέλουμε, αλίμονο!

    Νομίζω το σχόλιο #10 δικαιώθηκε ως προς το μέρος που υπέθετα ότι η λέξη χρησιμοποιείται για περιγραφή ζώου.Και μεταφορικά ή υβριστικά για άνθρωπο.

    Για την προέλευση του α΄ συνθ. (καρλα-), δεν έχω καταλήξει αν είναι η κάρλα που λέτε εσείς, η κόρνα ή κάτι άλλο.
    Έχετε δίκιο ότι είναι ευρύτατα διαδεδομένη και αυτό με προβλημάτισε.
    Πρότεινα επίσης έναν πιθανό αναγραμματισμό, στο σχόλιο 33, αλλά πέρασε απαρατήρητος.

  45. ti zoe sauto to blog said

    Στο μεταξύ,κι εγώ με τη σειρά μου, πρέπει να φύγω, επιστρέφω το βράδυ.

  46. sarant said

    Γιατρέ, θα μείνουμε με την απορία θαρρώ…

  47. # 39 Μαργαρίτα δεν ήξερα ότι μπαίνεις εδώ (δεν είχα δει άλλο σχόλιό σου). Χρόνια πολλά!

  48. Μαργαρίτα... Kαρλαύτη said

    @47 Χρόνια πολλά Σοφία… Να είσαι καλά!!! (Είναι λίγα τα σχόλια που έχω δημοσιεύσει εδώ και τα είχα χωρίς επίθετο ως τώρα, οπότε δικαιολογημένη) 🙂

  49. Ηρακλης Λεκακης said

    Δεν ειναι σχετικο με το θεμα, αλλα δεν βρηκα αλλο τροπο επικοινωνιας, θελω λοιπον να ρωτησω, ειναι σωστη η λεξη «λογοπεδικος» ? Στο διλλημα «ορθοπεδικος» ή «ορθοπαιδικος» προτιμω το πρωτο γιατι το χω συνηθισει και γιατι πραγματι εχει η δουλεια αυτη να κανει με τις «πεδες». Αλλα, αναρωτιεμαι, που σχετιζονται οι «πεδες» με το λογο ! Παντως οι περισσοτεροι λογοπεδικοι, με «ε» γραφουν τις ταμπελες τους, ειναι ομως και πολλοι που χρησιμοποιουν το «αι».

  50. Μαρία said

    49 Λογοθεραπευτές τους ήξερα αλλά αφού έγιναν λογοπε/αιδικοί… Το γαλλικό logopedie είναι απ’ το λόγος+παιδεία. Προφανώς όσοι το γράφουν με ε μεταγράφουν το λατινικό e σε ε χωρίς να σκέφτονται την ετυμολογία, ότι έγινε άλλωστε και με τον ορθοπε/αιδικό.

  51. sarant said

    Πάντως και το ορθοπεδικός δεν έχει καμιά σχέση με τις πέδες ετυμολογικά -παρετυμολογία είναι.

  52. Κώστας Καραποτόσογλου said

    ΚΑΡΛΑΦΤΗΣ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

    Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λ. οὖς (nom. sg. freq. in IG11(2).161B126, al. (Delos, iii B.C.), v. sub fin.), τό, gen. ὠτός, dat. ὠτί: pl. nom. ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί (ὤτοις condemned by Phryn.186):—Hom. has only acc. sg. and dat. pl. (v. infr.); the other cases he forms as if from οὖας (which is found in Simon.38.20 P.), gen. οὔατος, pl. nom. and acc. οὔατα (also in Epich.21, Hp.Cord.8, al., SIG1025.62 (Cos, iv/iii B.C.)), dat. οὔασι Il.12.442 (ὠσίν Od.12.200): Hellenistic nom. sg. ὦς PPetr.3p.33 (iii B.C.), PGrenf.1..12.29, 2.15 ii 1 (ii B.C.), IG7.3498.19 (Oropus, ii B.C.), Roussel Cultes Égyptiens217 (Delos, ii B.C.), PStrassb.87.14 (ii B.C.): also Dor. AP7.409.3, ὦας Sophr. in PSI1214a4 (= GLP1.73.4) ὦς Theoc.11.32; pl. ὤϝαθ᾽ cj. for ὦτά θ᾽ in Alcm.80 P., cf. ὤατα Balbilla in SEG8.716.9:—ear (Liddell-Scott-Jones, s.v.), ἔχει ἐξελιχθεῖ στὸ νεοελληνικὸ ἀφτί, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς τύπους οὖας, οὔατος, οὔατα προῆλθε τὸ τσακωνικὸ ἀβοτάνα ἡ = ἀφτί, ἀβοτανᾶ ὁ = ὁ ἔχων μεγάλα ὦτα ( Ἱστορικὸν Λεξικὸν 1.36. N. Andriotis, Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, λῆμμα 4532), ἐνῶ ἀπὸ τὸ ἀμάρτυρο *οὐάτιον > βάτσι, τὸ = ἀφτί, βάτσα, ἡ = πρόβατο μὲ μικρὰ ἀφτιά.
    Ἡ λ. ἀφτί, τό, ἀπαντᾶ σὲ πολλὰ σύνθετα στὰ νεοελληνικὰ ἰδιώματα καὶ χρησιμοποιεῖται κυρίως στὴν ποιμενικὴ ὁρολογία· ἡ λ. καρλάφτης, ὁ = μὲ κυρτὰ ἀφτιά, with dangling ears, dog-eared, ἀπαντᾶ στὰ κυπριακὰ ἰδιώματα (Ρόης Παπαγέλλου, Τὸ κυπριακὸ ἰδίωμα, σ. 442), καὶ καλύπτει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἶναι ἀνεπιτυχὴς ὁ συσχετισμὸς τῆς λ. μὲ τὰ σλαβικὰ. Ὁ Δημητράκος (Μέγα Λεξικὸν 1558) παραθέτει τὴ λ.:«γαρλαύτης (ὁ)· ὁ ἔχων μεγάλα ὦτα, γαϊδουραύτης», καὶ ὁ Σταματάκος (Λεξικὸν τῆς νέας ἑλληνικῆς 1.867, 854) υἱοθετεῖ ἕναν ἔμμεσο συσχετισμὸ τῆς λ. μὲ τὸ γαϊδουραύτης, ὁ = ὁ ἔχων αὐτιὰ γαϊδάρου (μεγάλα καὶ προτεταμένα), ἀλλὰ ἡ προσέγγιση εἶναι ἀνεπαρκής, γιατὶ ἡ λ. ἐπιβιώνει στὰ νεοελληνικὰ ἰδιώματα ὡς:γαδουράφτης (Νάξος), ἐνῶ οἱ τύποι:γααρόφτης (Κῶς), γαουρόφτας (Κύπρος) (Ἱστορικὸν Λεξικόν 4(1).186), ὀφείλονται στὴ ἀποσιώπηση τοῦ -δ- σὲ αὐτὰ τὰ ἰδιώματα.
    Ἡ ἐτυμολογία τῆς λ. ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ δύσκολα σημεῖα τοῦ νεοελληνικοῦ ἐτυμολογικοῦ καὶ συνήθως ἡ λ. χαρακτηρίζεται ὡς ἀγνώστου ἐτύμου· στὰ νεοελληνικὰ ἰδιώματα ἀπαντᾶ ἡ λ. κλινάφτης (Σέλινο Κρήτης) = αὐτὸς ποὺ ἔχει μεγάλα ἀφτιά, ὥστε νὰ κλίνουν, ὁ ἀφτουλὰς (Ἀντων. Β. Ξανθινάκη, Λεξικὸ ἑρμηνευτικὸ καὶ ἐτυμολογικὸ τοῦ δυτικοκρητικοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος, Ἡράκλειο 2009, σ. 298-299), κλιντάφτης, ὁ – θηλ. κλιντάφτα, ἡ οὐδ. κλιντάφτικον, τὸ = αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀφτιὰ γυρισμένα πρὸς τὰ κάτω (Κωνστ. Μηνᾶ, Λεξικὸ τῶν ἰδιωμάτων τῆς Καρπάθου, σ. 397)· ἡ λ. κλινάφτης > *κιλνάφτης > καλνάφτ’ς > καρλάφτης, μὲ μετάθεση τοῦ ὑγροῦ -λ-, ὑποχωρητικὴ ἀφομοίωση ι+α > α+α, πρβλ. πηλαμὺς > παλαμύδα, σήρ- σηρὸς > σηράκι > σαράκι, καὶ τροπὴ τοῦ λν > ρλ (Μενεκράτη Π. Ζαφειρίου, Τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς Σάμου, σ. 428, ὅπου παρατίθεται τόσο ὁ τύπος καλνάφτ’ς, ὅσο καὶ ὁ συσχετισμὸς τῆς λ. μὲ τὸ κλινάφτης).
    Ἴσως κάποιος μελετητὴς ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἐπιβίωση τῆς λ. οὖς στὰ νεοελληνικὰ ἰδιώματα· τὸ θέμα παρουσιάζει μεγάλο ἐνδιαφέρον.

    Νίκαια 5/5/2011 Κώστας Καραποτόσογλου

  53. sarant said

    Κύριε Καραποτόσογλου, σας ευχαριστώ πολύ -ώστε λοιπον ένα ακόμα δυσετυμολόγητο….

  54. “λογοπεδικος», το απέδιδα και ως «ποδαλογών», ο αγγλικός χαρακτηρισμός για τις λεκτικές γκάφες και ακριτομύθειες «putting one’s foot in one’s mouth».

  55. Ώστε.. γέφυρα επί λίμνης η δικαστής Κάρλα ντε Πόντε, ή έπεσα από την pons asinorum;

  56. Ζαχαριας said

    Καλησπέρα σε όλους. Λεγομαι ζαχαριας καρλαυτης, ειμαι απο το μαυροβουνι το οποιο ειναι στο γυθειο λακωνιας. Εκει υπαρχει μεγαλο σοι μου. Οι μισοι το γραφουν με φ και οι αλλοι μισοι με υ. Ο παππους μου ελεγε ιστοριες για το επιθετο μας. Καρλαυτης λεγεται καποιος που εχει μεγαλο αυτι ή ηταν λιγο κομμενο το αυτι του. Ετσι πηραμε το επιθετο μας, προερχεται απο παρατσουκλι και οτι πριν το επιθετο μας ηταν κυριακουλεας, με καταγωγη απο το οιτυλο της μανης.

  57. sarant said

    Καλησπέρα από το πρωί;

    Καλημέρα πατριώτη (από τη Γέρμα ο παππούς μου). Υπάρχουν δηλαδή δεύτερα ξαδέρφια, ας πούμε, που ο ένας το γράφει Καρλάφτης και ο άλλος Καρλαύτης, έτσι;

    Στη σημασία συμφωνούμε: μεγάλα αυτιά.

  58. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    Πώς βρέθηκα εδώ Παναζία μου! τι 2011 τι 2012. Άντε και το 2013.Τυχαίο αλλά μιας και, ας γράψω τον πεδουλαύτη: Αυτός που έχει αυτιά «πεδούλι» (γουρουνόπετσα) και σημαίνει ξεροκέφαλος (δεν «ακούει» κανένα) και «μακράφτης» : Κουτσάφτης κριγιός, κουτσάφτα προβάτα, (τους χαράζανε τ αφτί, ή και κόβανε λίγο οι βοσκοί για σημάδι). Καμιά φορά και οι μαρταρές (οικόσιτες κατσίκες) κατέληγαν κουτσάφτες από ατύχημα(π.χ τρεχάτο πέρασμα μέσα από ασπαλάθους).

  59. E. Xαρλαύτης said

    Λέγομαι Χαρλαύτης και οφείλω να σας ευχαριστήσω όλους για τις τόσες γνώσεις που απλόχερα δώσατε σχετικά με την ετυμολογία.
    Στην Κορινθία, κυρίως ορεινή, όπου και η καταγωγή μου, είμαστε μεγάλο σόι. Μακρινή καταγωγή περιοχή Φιλιππιάδας, Θεσπρωτικού κλπ.

  60. ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΛΑΥΤΗ said

    Μαρία Καρλαύτη
    Καλησπέρα σε όλους. `Αλλη μια Καρλαύτη στην παρέα σας που θα καταθέσει την αποψή της…Από παππού, μπαμπά , ψάχνοντας έμαθα πως το αρχικό μας επίθετο ήταν Κυριακουλέα, οι ρίζες μας ξεκινούν από το Οίτυλο της Μάνης. Συνεχίζουν στο Μαυροβούνι που γεννήθηκε ο παππούς. Εκεί κάποιος από το σόι έκοψε το ένα αυτί κάποιου άλλου και για να αποφευχθεί η βεντέτα στις επόμενες γεννιές έφυγε από το Μαυροβούνι, άλλαξε το επίθετο σε Καρλαύτης ( από το κομμένο αυτί ) και πήγε στην Καλαμάτα. Εκεί γεννήθηκε ο μπαμπάς μου με αυτό το επίθετο.

  61. sarant said

    Kαλησπέρα, ο παππούς μου ήταν από τη Γέρμα, πολύ κοντά δηλαδή με τον δικό σας παππού.

  62. Σταύρος Τραγάρας said

    Στη Λήμνο «καρλαύτκο» (καρλαύτικο) λένε το πρόβατο, την κατσίκα, ή το σκύλο, που έχει τα αυτιά προς τα πίσω, ή τελείως πεσμένα, εν αντιθέσει προς το «τσταύτκο» (τσιταύτικο) εκ του τσιτώνω, που τα έχει όρθια. Σταύρος Τραγάρας.

  63. sarant said

    62 Ευχαριστούμε!

Σχολιάστε