Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Λέξεις που χάνονται’

Με πήγε ζουμί, με πήγε τσιρλιπιπί, με πήγε κοπίδι: οι 50 αποχρώσεις της οξείας σωματικής ανάγκης, όπως τις κατέγραψε ο Κλεάνωρ

Posted by sarant στο 13 Οκτωβρίου, 2023

Στο ιστολόγιο βάζουμε πότε-πότε άρθρα «καταλογογράφησης» όπως τα λέω, όπου βρίσκουμε συνώνυμες (ή περίπου) εκφράσεις με τις οποίες μπορεί να περιγραφτεί μια κατάσταση. Καθώς είμαι επιρρεπής στα κλισέ, τα άρθρα αυτά τα ονομάζω «Οι 50 αποχρώσεις….»

Ήδη έχουμε δημοσιεύσει εφτά τέτοια άρθρα καταλογογράφησης, για τις 50 αποχρώσεις του χρήματοςτης μέθης, της αποτυχίας, του θανάτουτης κατάπληξης, της υπερβολικής ταχύτητας, και του ξυλοδαρμού, το τελευταίο από αυτά πέρυσι τον Οκτώβριο.

Τα άρθρα αυτά τα γράφω συνήθως εγώ, αλλά πέρυσι τον Μάιο ο φίλος μας ο Κλεάνωρ μου έστειλε μια συνεργασία με τις αποχρώσεις της υπερβολικής ταχύτητας, το προτελευταίο άρθρο της σειράς. Και πριν  από κανα μήνα, ο Κλεάνωρ ξαναχτύπησε, με την  καλή σημασία της  λέξης,  μια και  έστειλε τη συνεργασία που θα διαβάσουμε σήμερα, με τις 50 αποχρώσεις «της οξείας σωματικής  ανάγκης», όπως αποφάσισα σεμνότυφα να ευπρεπίσω το κόψιμο, τη διάρροια.

Αφού σας προειδοποιήσω για τον, χμ, κάπως όχι καθώς πρέπει χαρακτήρα του σημερινού θέματος, προχωράω.

Έμεινα έκπληκτος από το πλήθος των  εκφράσεων, που μάλιστα όλες αρχίζουν από το «με πήγε». Μάλιστα, ο Κλεάνωρ δεν  περιέλαβε στον  κατάλογό του απαρχαιωμένες εκφράσεις όπως «με πήγε τρεις και μία» και «με πήγε ριπιτί(δι)», οι οποίες αρχικά ξεκίνησαν σημαίνοντας τη διάρροια, αλλά μετά μετατοπίστηκαν και πλέον χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τον μεγάλο φόβο.

Δεν σας κρύβω ότι αισθάνθηκα κάποια δυσπιστία, μήπως οι εκφράσεις αυτές είναι ιδιωτικές, περιορισμένες εννοώ σε μια μικρή παρέα -όμως έκανα δειγματοληπτική έρευνα που μου έδειξε ότι γκουγκλίζονται, ακόμα και το «σουλγκάνι» (ιδιωματικό της  Φθιώτιδας, διαβάζω). Πάντως, πρέπει να πω ευθαρσώς ότι τις περισσότερες δεν τις ήξερα.

Λοιπόν, ο κατάλογος του Κλεάνορα με 51 λήμματα και στο τέλος καναδυό δικά μου.

1) Με πήγε αίμα / Με πήγε αίμα, δάκρυα, και ιδρώτας

2) Με πήγε σπούρα

3) Με πήγε ζουμί

4) Με πήγε μίλκο

5) Με πήγε πριονοκορδέλα

6) Με πήγε πλυντήριο πιάτων

7) Με πήγε σερ(μ)παντίνα

8) Με πήγε τσιρλιπιπί

9) Με πήγε τσέρλα/τσίρλα

10) Με πήγε τσιλιό

11) Με πήγε αερογράφος

12) Με πήγε κομφετί/χαρτοπόλεμος

13) Με πήγε σουλγκάνι

14) Με πήγε κωλοπηλάλα

15) Με πήγε νερό

16) Με πήγε λάδι

17) Με πήγε άφρη

18) Με πήγε κράκεν

19) Με πήγε κωλούμπρα

20) Με πήγε τσερλομπίλ

21) Με πήγε γκέιζερ

22) Με πήγε πανί

23) Με πήγε κολιάντζα

24) Με πήγε ζάρι

25) Με πήγε τσιμέντο

26) Με πήγε σπρέι

27) Με πήγε τσάπαρταπαρ

28) Με πήγε τσιρλονέρι

29) Με πήγε λουλάκι

30) Με πήγε κώλος

31) Με πήγε κέρματα

32) Με πήγε λέιζερ

33) Με πήγε λάσπη

34) Με πήγε τσουρουκάνα

35) Με πήγε σκάγια

36) Με πήγε κωλοπεντάριος

37) Με πήγε γλεντοκώλα

38) Με πήγε αμμοβολή

39) Με πήγε κωλιανίτσα

40) Με πήγε μπουρζουκλάνι

41) Με πήγε πριπρι

42) Με πήγε μάγμα

43) Με πήγε κοπίδι

44) Με πήγε μωσαϊκό

45) Με πήγε μπριόλα

46) Με πήγε γαρμπίλι

47) Με πήγε χεζμπολάχ

48) Με πήγε κωλοπετούρα

49) Με πήγε τσόρλουκα

50) Με πήγε μέιντεϊ

51) Με πήγε μπουρί

52) Με πήγε ριπιτί(δι)

53) Με πήγε τρεις και μία

Τις δύο τελευταίες, τις απαρχαιωμένες, τις πρόσθεσα εγώ. Ομολογώ πως δεν μπορώ να ετυμολογήσω πολλές από τις παραπάνω εκφράσεις, αν και κάποιες έχουν φανερή προέλευση.

Ας πούμε, το «με πήγε τσόρλουκα» (στο 49 του καταλόγου) προέρχεται από τον διεθνή Κροάτη ποδοσφαιριστή, τον Βεντράν Τσόρλουκα, και προφανώς πλάστηκε από την ηχητική ομοιότητα του ονόματος με το τσιρλιό. Τη βρίσκω στο slang.gr.

Το ριπιτί ή ριπιτίδι, όπως λεγόταν  παλιά η διάρροια, το έχω στις Λέξεις που χάνονται. Προφανώς ετυμολογείται από τα ιταλικά, κάτι σχετικό με το ripetere, επαναλαμβάνω. Σε μια διάσημη φράση από τα Λόγια της πλώρης ο Καρκαβίτσας δηλώνει πως ο λέοντας είναι πάντα επίφοβος, έστω και ξεδοντιασμένος: Φτάνει το βρούχημά του να σε πάει ριπιτί.

Το σημερινό θέμα  δεν  είναι από αυτά που προσφέρονται για συζήτηση στο τραπέζι του φαγητού, αλλά περιμένω τα σχόλιά σας, αφενός για να επιβεβαιώσετε ότι ξέρετε/χρησιμοποιείτε κάποιες από τις εκφράσεις και αφετέρου, βέβαια, για να  συμπληρώσετε τον κατάλογο!

Posted in Αργκό, Κατάλογοι, Συνεργασίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 141 Σχόλια »

Στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Posted by sarant στο 24 Ιουλίου, 2023

Μέσα στον καύσωνα και την πνιγηρή ειδησεογραφία για τις πρωτοφανείς πυρκαγιές στη Ρόδο σκέφτηκα πως επιβάλλεται ένα δροσερό άρθρο. Για τον γιαλό είχαμε γράψει πέρυσι, να πούμε σήμερα για τα βότσαλα.

Εδώ που παραθερίζω, η παραλία έχει βότσαλα, σαν  κι αυτά -ακριβώς αυτά, αφού τη  φωτογραφία την  έβγαλα χτες προχτές.

Σύμφωνα με το ΛΚΝ, βότσαλο είναι μικρή πέτρα, στρογγυλεμένη από το νερό, στις όχθες θαλασσών, ποταμών και λιμνών.

Στο ΜΗΛΝΕΓ διάβασα μια πληροφορία που δεν  την ήξερα. Ο ορισμός του:

Αποστρογγυλεμένο και λειασμένο θραύσμα πετρώματος (με διάμετρο περίπου από 4 μέχρι 64 χιλιοστά, σύμφωνα με την καθιερωμένη τυποποίηση) σε ακτή ή πυθμένα κτλ. ποταμού, λίμνης ή θάλασσας

Η πληροφορία που δεν ήξερα, και την  επιβεβαιώνει και η Βικιπαίδεια, είναι οι τιμές διαμέτρου από 4 έως 64 χιλιοστά. Κάτω από τα 4 έχουμε  κόκκους, πάνω από τα 64 έχουμε κροκάλες. Αυτά της φωτογραφίας νομίζω ότι και με την άδεια της αγορανομίας βότσαλα χαρακτηρίζονται.

Τα βότσαλα μού αρέσουν,  μπορώ να τα χαζεύω ώρα ή να τα περιεργάζομαι. Πολλοί τα μαζεύουν, κάνουν κατασκευές με βότσαλα και κοχύλια, τα ζωγραφίζουν. Μου αρέσουν και οι παραλίες με βότσαλα, όσο κι αν  η άμμος θεωρείται ανώτερη.  Αλλά εδώ λεξιλογούμε, οπότε να πούμε σήμερα δυο λόγια για τη λέξη.

Το βότσαλο είναι από τις λέξεις που δεν έχουν  κοινώς αποδεκτή ετυμολογία. Το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη  αναφέρει (με επιφύλαξη) προέλευση από ιταλ. bozzolo «κουκούλι, σβώλος από αλεύρι» < ιταλ. bozzo, bozza «πέτρα που προεξέχει, εξόγκωμα», ενώ θεωρεί ότι επέδρασε πάνω στην  ιταλική λέξη το μεσν. βήσσαλον/βήσαλον «κεραμίδι, τούβλο».

Το ΛΚΝ (Πετρούνιας) δίνει,  πάλι με επιφύλαξη, προέλευση του βότσαλου από το μεσαιωνικό βήσσαλον,  που προέρχεται από το λατινικό laterculus bessalis. Στη  σημασία «τούβλο» τη  λέξη  βήσαλον/βήσσαλον  τη βρίσκουμε σε βυζαντινά κείμενα, λόγια και δημώδη. Ας πούμε, σε ένα χρονικό για την  Αγιασοφιά (της Πόλης, όχι της ΑΕΚ) διαβάζω:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Θαλασσινά, Καλοκαιρινά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 125 Σχόλια »

Καλικούτσα ο Παλικούτσα!

Posted by sarant στο 29 Ιουνίου, 2023

Στην προεκλογική περίοδο ακούστηκαν πολλές υποσχέσεις,  με τα αποτελέσματα των εκλογών άλλες προσδοκίες επιβεβαιώθηκαν και άλλες διαψεύστηκαν, αλλά για τους ποδοσφαιρόφιλους συνεχίζεται η περίοδος των μεγάλων προσδοκιών και των παχυλών υποσχέσεων, δηλαδή η  μεταγραφική (το προτιμώ από το μετεγγραφική) περίοδος με τις φήμες που θέλουν τους  «παικταράδες» ή τους πολλά υποσχόμενους να έρχονται στη  μια ή στην άλλη ομάδα.

Καθώς λοιπόν πάτησα στο κινητό ένα  λινκ που μου πρότεινε το Γκουγκλ, είδα και την είδηση  που βλέπετε στην εικόνα.

Κούτσα-κούτσα ο Παλικούτσα λοιπόν, κάνει δουλίτσα στον Άρη.

Ο λογιοπαθής υπότιτλος μάς πληροφορεί ότι πρόκειται για τον  τεχνικό διευθυντή του Άρη, που έχει κάνει, κατά τον δημοσιογράφο (ή διαφημιστή, δεν ξέρω) καλές μεταγραφές -κι έτσι είναι «συνεπής λόγων και πράξεων» σε μια  γενικομανή διατύπωση  που δεν θυμάμαι να  την  έχω συναντήσει ξανά, αφού συνήθως  λέμε για «συνέπεια λόγων και πράξεων».

Οι δυο κατηγορίες κειμένων που ρέπουν στο εύκολο λογοπαίγνιο είναι οι τίτλοι σε άρθρα αθλητικού περιεχομένου και οι επωνυμίες μεζεδοπωλείων και λοιπών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (κάποτε θα βάλουμε άρθρο), οπότε δεν παραξενεύει το λογοπαίγνιο με το όνομα του τεχνικού διευθυντή. Εδώ που τα λέμε, δίνει ασίστ για έτοιμο γκολ ο Ρόμπερτ Παλικούτσα -αν και σε ένα σημείο του άρθρου τον αναφέρουν προπαροξύτονο, Παλίκουτσα. Παρακαλούνται όσοι ξέρουν κροατικά ή έστω σερβικά να το αποσαφηνίσουν.

Ο οποίος Παλικούτσα, όπως ίσως θα μαντέψατε, είναι Κροάτης (Robert Palikuća), γεννημένος όμως στη Γερμανία. Ως ποδοσφαιριστής έπαιζε αμυντικός κι αν έδωσε, με το όνομά του, πάσα στον συντάκτη για το λογοπαίγνιο που είδαμε, σε μένα δίνει πάσα για το σημερινό άρθρο, μια και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον συνειρμό: Καλικούτσα ο Παλικούτσα, μια και ήθελα να  γράψω άρθρο για τη λέξη αυτή, που την έχουμε συζητήσει περιστασιακά στο ιστολόγιο, μα δεν έβρισκα αφορμή.

Αν βέβαια ξέρετε τι σημαίνει «καλικούτσα» διότι, όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο, η λέξη υπάρχει μόνο σε ένα από τα τέσσερα μεγάλα σύγχρονα λεξικά μας, στο ΜΗΛΝΕΓ. Όπως όμως θα δούμε,  και όπως θα φανεί και από τα σχόλιά σας, η λέξη «καλικούτσα» δεν είναι πανελλήνια και σε πολλές περιοχές της χώρας χρησιμοποιείται άλλη λέξη για να περιγράψει την ίδια έννοια.

Το ότι η καλικούτσα δεν υπάρχει στα περισσότερα λεξικά ίσως οφείλεται και  στο ότι είναι από τις (όχι λίγες) λέξεις που κυρίως λέγονται και σπάνια γράφονται. Πρόκειται για επίρρημα και σύμφωνα με τον ορισμό του ΜΗΛΝΕΓ σημαίνει «Στους ώμους κάποιου και με το ένα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά του λαιμού του».

Παίρνω κάποιον καλικούτσα θα πει «παίρνω κάποιον καβάλα στους ώμους μου». Η λέξη λέγεται κυρίως στη νότια Ελλάδα και φαίνεται ότι είναι δάνειο από τα αλβανικά.

Πολύ συχνά χρησιμοποιείται για πατεράδες που παίρνουν στους ώμους (περήφανοι) τα7 παιδιά τους: εγώ πίσω με τη Θυγατέρα καλικούτσα στους ώμους να κυματίζει ψηλά ως σημαία οικογενειακή! (Βοκκάκιος, Βήμα, 1997), αλλά λέγεται και για ενήλικο που σηκώνει ενήλικο, όπως στη φωτογραφία, από διαδήλωση στο Μιλάνο το 2008, όπου αυτός που φωνάζει το σύνθημα κάθεται στους ώμους άλλου. Πολύ πιο σπάνια λέγεται για άψυχο φορτίο.

Ο Καρκαβίτσας σε διήγημά του περιγράφει τους γονείς που έμαθαν στο μικρό παιδί τους να ψελλίζει τις λέξεις «Πόλι – Γαστούνη» και ύστερα φέροντες αυτό επί του ώμου, καλικούτσα, τω εδείκνυον εις την πεδιάδα –Να η Πόλι, η Γαστούνη, έλεγον εις αυτό. 

Οι αρχαίοι είχαν ένα παιχνίδι, όπου ο χαμένος έπαιρνε τον νικητή καλικούτσα. Το παιχνίδι λεγόταν εφεδρισμός και το ρήμα εφεδρίζω. Στα αγγλικά η καλικούτσα λέγεται piggyback και έχει και μεταφορική χρήση.

Το 2020, σε άσχετο άρθρο, ο φίλος μας ο Νίκιπλος είχε πει σε σχόλιό του ότι σε μια παρέα άκουσε τρία συνώνυμα: καλικούτσα,  αμπίνα, μπορμπόλια -από τα οποία εκείνος ήξερε μόνο το «μπορμπόλια» αλλά αρκετοί άλλοι ήξεραν  το «καλικούτσα».  Στη σχετική μικροσυζήτηση αναφέρθηκαν και άλλα συνώνυμα, τζιτζίνα (από την Κιγκέρη,  άρα μάλλον θεσσαλικό) και καρκατσίδα ή καρακατσίδα. Σε  άλλες συζητήσεις έχει ακουστεί το «ζαλίγκα» ή «ζαλούκα» ή «ζαλίκα» (από το ζαλώνομαι = φορτώνομαι), όπως και το «αγκάνια», καθώς και το «καβαλίκι», προφανούς προέλευσης.

Υπάρχουν και παραλλαγές. Ο Βαλτινός στην Ορθοκωστά έχει τον τύπο «καλικούσια» (έχουμε άρθρο). Στο άρθρο του  Νίκου Παντελίδη για το παλιό γλωσσικό ιδίωμα της  Αίγινας είχαμε δει τον όρο «καλικούρα». Σε άλλο σχόλιο είχε αναφερθεί ο τύπος «καλιγκότς» που πρέπει να είναι από τα αλβανικά/αρβανίτικα. Ίσως αυτός είναι ο αρχικός τύπος και στη  συνέχεια παρασυσχετίστηκε με το «κουτσός» και  έγινε «καλικούτσα». Το άλογο στα αλβανικά είναι κάλε ή κάπως έτσι, οπότε ο αλβανικός όρος γίνεται πιο διαφανής.

Και ενώ δεν (φαίνεται να) υπάρχει σε έντυπο γενικό λεξικό (αφού το ΜΗΛΝΕΓ είναι μόνο ηλεκτρονικό), βρίσκουμε την καλικούτσα στο επίσης ηλεκτρονικό Βικιλεξικό, όπως και στο slang.gr με άφθονα  συνώνυμα.

Βλέπω ότι πέρυσι κυκλοφόρησε μυθιστόρημα του Κώστα Σωτηρίου με τίτλο Καλικούτσα.  Δεν  το έχω διαβάσει.

Επειδή δεν υπήρχε στα μεγάλα λεξικά, το 2011 έβαλα την καλικούτσα στις Λέξεις που χάνονται, αν και δεν είμαι βέβαιος ότι πράγματι «χάνεται» (Αλλά το κριτήριό μου για τη  λημματογράφηση ήταν να μην περιλαμβάνεται στον  Μπαμπινιώτη και στο ΛΚΝ). Από το βιβλίο μου το πήραν διάφοροι ιστότοποι, κάποιοι από τους οποίους δεν αναφέρουν την πηγή από… σεμνότητα -άλλοι πάντως την αναφέρουν.

Αν και δεν είναι πανελλήνια, επειδή είναι πολύ διαδεδομένη και ζωντανή πιστεύω πως δεν θα έπρεπε να λείπει από τα άλλα λεξικά.

Kλείνοντας,  περιμένω στα σχόλια να μου πείτε αν ξέρετε τη λέξη «καλικούτσα» ή αν χρησιμοποιείτε στον  τόπο σας άλλη λέξη για το ίδιο πράγμα -φυσικά, με αναφορά του τόπου. Και να ευχαριστήσω τον Ρόμπερτ Παλικούτσα για την ωραία πάσα!

Posted in ποδόσφαιρο, Όχι στα λεξικά, Αλβανία και Αλβανοί, Ετυμολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 203 Σχόλια »

Οι πετσέτες του κ. Πεσμαζόγλου

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2023

Θα ρωτήσετε ποιον κύριο Πεσμαζόγλου εννοώ, διότι υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί και πολύ γνωστοί με το επώνυμο αυτό (ή το δίδυμό του, Πεσματζόγλου), άλλοι βουλευτές και υπουργοί, άλλοι συγγραφείς, άλλοι διάσημοι για άλλους λόγους, από τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου του ΚΟΔΗΣΟ, που ήταν και ευρωβουλευτής και συνήθιζε να αγορεύει σε ξένη γλώσσα, τον πατέρα του τον Στέφανο Πεσμαζόγλου, διευθυντή της παλιάς Πρωίας (εκεί που δημοσίευε χρονογράφημα ο Βάρναλης), τον γιο του Γιάγκου, τον συγγραφέα Βασίλη Πεσμαζόγλου που έχει γράψει και το Τυφλό σύστημα που μου άρεσε, έως τον Τζώνη Πεσμαζόγλου τον ραλίστα και κυρίως τον φίλο μου τον Στέλιο που κάναμε μαζί φαντάροι και που όποτε περνάω από τη Θεσσαλονίκη βλεπόμαστε και θυμόμαστε τα παλιά.

Η οικογένεια Πεσμαζόγλου έχει και δικό της λήμμα στη Βικιπαίδεια, άλλωστε. Στο λήμμα αυτό αναφέρεται ότι ο γενάρχης της οικογένειας ήταν ο Γεώργιος Πεσμάς, ο οποίος ήταν εξ απορρήτων σύμβουλος του σουλτάνου Αχμέτ Β’ (1691-1695) αλλά αποκεφαλίστηκε από τον επόμενο σουλτάνο, Μουσταφά Β’, κάτι που έγινε περί το 1700. Τα παιδιά του Πεσμά πήραν το επώνυμο Πεσμαζόγλου, λέει το άρθρο.

Η γενεαλογία της οικογένειας όπως εκτίθεται στο άρθρο μπορεί να είναι αληθινή, αλλά όχι σε όλα της τα σημεία. Διότι, ο γιος του Πεσμά, που θανατώθηκε το 1700, ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, αναγκαστικά θα γεννήθηκε το πολύ το 1700, άντε 1701 αν ήταν κοιλάρφανος. Αλλά κάποιος που γεννήθηκε το 1700 δεν μπορεί να έχει εγγονό γεννημένο το 1859, όπως ισχυρίζεται το άρθρο της Βικιπαίδειας, μιας και ο πρώτος Πεσμαζόγλου που έχει χρονολογία γέννησης είναι ο οικονομολόγος Αλέξανδρος Πεσμαζόγλου (1859-1939), γιος του μεγαλέμπορου Γεωργίου Πεσμαζόγλου και εγγονός του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, του γιου τού Πεσμά που αποκεφαλίστηκε το 1700. Δεν βγαίνουν τα χρόνια. Κανονικά πρέπει να μεσολάβησαν τουλάχιστον καναδυό κρίκοι ακόμα στη γενεαλογική αλυσίδα.

Μια άλλη παρατήρηση στο άρθρο της Βικιπαίδειας είναι η ετυμολογία του επωνύμου. Τα επώνυμα, ως γνωστόν, συχνά είναι πολύ σκληρά καρύδια ως προς την ετυμολόγησή τους διότι μπορεί ένα επώνυμο να  έχει μεταβληθεί με όχι προφανείς τρόπους, που η οικογένεια τους ξέρει αλλά που δεν είναι εύκολο να τους ξέρει κάποιος εκτός της οικογενείας. Από την άλλη, οι οικογενειακές ιστορίες δεν είναι πάντα αξιόπιστες, διότι οι οικογένειες εξευγενίζουν συχνά (και διά της ετυμολογίας) τις απαρχές τους.

Με μια πρώτη ματιά, η ετυμολογία που προτείνεται στο άρθρο της Βικιπαίδειας, και που εικάζω ότι προέρχεται από επικοινωνία με την οικογένεια, φαίνεται ισχυρή -αν και έχει ένα αδύνατο σημείο, ότι δεν ξεκαθαρίζεται η ετυμολογία του επωνύμου Πεσμάς.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επώνυμα, Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 80 Σχόλια »

Ένα άλλο κάτι

Posted by sarant στο 4 Αυγούστου, 2022

Προσοχή, ο τίτλος δεν λέει για «κάτι άλλο», αλλά για «άλλο κάτι». Δεν θα μιλήσουμε λοιπόν για την αόριστη αντωνυμία «κάτι» που τόσο έντονη παρουσία έχει στη γλώσσα μας (π.χ. είναι κάτι στιγμές, έχεις κάτι που σε άλλη δεν το βρήκα, κάτι τρέχει στα γύφτικα, δυο δάχτυλα και κάτι, ξέρει κάτι λίγα αγγλικά, και κάτι παραπάνω).

Θα πούμε μόνο, έτσι παρεμπιπτόντως, πως αυτό το «κάτι», το πανταχού παρόν, εμφανίστηκε στη γλώσσα μας τη μεααιωνική εποχή και προέρχεται από το αρχαίο μόριο καν (με «ψιλή» και οξεία) και την αντωνυμία τι.

Ωστόσο, το σημερινό σημείωμα θα αφιερωθεί σε μιαν άλλη λέξη, ομόηχη και ομόγραφη, σε ένα άλλο κάτι λοιπόν. Η άλλη λέξη «κάτι» δεν υπάρχει στα σημερινά λεξικά, αλλά είναι ακόμα ζωντανή στη βόρεια ιδίως Ελλάδα. Στα σχόλια του σημερινού άρθρου θα μου πείτε αν την ξέρετε κι αν τη χρησιμοποιείτε.

Το κάτι είναι η πτυχή, η δίπλα, το πόσες φορές διπλώνουμε π.χ. ένα σεντόνι. «Κάνε τρία κάτια την πετσέτα για να χωρέσει». Είναι δάνειο από το τουρκικό kat (πτυχή).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ορολογία, Πανδημικά | Με ετικέτα: , , , , | 92 Σχόλια »

Ο κουρνάζος δεν κουρνιάζει

Posted by sarant στο 13 Μαΐου, 2022

Στοιχηματίζω πως τη λέξη του τίτλου πολλοί την ξέρουν αλλά ελάχιστοι τη χρησιμοποιούν ενεργητικά. Την ξέρουν, επειδή ακούγεται σε δυο πασίγνωστα τραγούδια, αλλά αυτό δεν αρκεί για να τη χρησιμοποιούν ενεργητικά (αν κάνω λάθος, διορθώστε με).

(Κατά σύμπτωση χτες ο Κουραφέλκυθρος ξεκίνησε στη σελίδα του στο Φέισμπουκ μια συζήτηση με λέξεις που τις ξέρουμε μόνο από τραγούδια ή από τίτλους βιβλίων, χωρίς ενεργητική χρήση. Θα δω μήπως τα πορίσματα της συζήτησης δίνουν υλικό για άρθρο).

Άλλωστε κανένα από τα μεγάλα γενικά λεξικά μας, αν δεν σφάλλω, δεν την λημματογραφεί -και δεν νομίζω ότι πρέπει να το θεωρήσουμε παράλειψη των λεξικών. Είναι λέξη που έχει παλιώσει, που ίσως θα είχε τη θέση της σε ένα λεξικό του μεσοπολέμου ή σε ένα λεξικό της αργκό -και πράγματι τη βρίσκουμε π.χ. στο Λεξικό της Λαϊκής του Δαγκίτση ή στο Λεξικό της Πιάτσας του Καπετανάκη. Τη βρίσκουμε και στο slang.gr.

Κουρνάζος είναι ο έξυπνος, ο ανοιχτομάτης, ο παμπόνηρος· από το τουρκικό kurnaz, που σημαίνει τον πονηρό· νομίζω πως υπάρχει μια μετατόπιση του νοήματος, αφού στα ελληνικά η λέξη έχει πιο θετική απόχρωση. Όπως λέει ο Καπετανάκης: Κουρνάζος είναι ο παμπόνηρος· ο έξυπνος επί καλώ· ο μπερμπάντης (άλλη μια λέξη για την οποία θα μπορούσαμε να γράψουμε άρθρο.

Στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται (2011) είχα χαρακτηρίσει τη λέξη κουρνάζος «ζωντανή και πασίγνωστη» -ίσως έπρεπε να μετριάσω κατά ένα κλικ την εκτίμησή μου αυτή, και στα δύο σκέλη. Αλλά αυτό θα μου το πείτε κι εσείς.

Όπως είπα πιο πριν, ο κουρνάζος περιλαμβάνεται σε δυο πολύ γνωστά τραγούδια. Πρώτο χρονολογικά είναι ο , «Αραμπατζής» του Μάρκου Βαμβακάρη, τραγούδι προπολεμικό, του 1934, που μου αρέσει πολύ.

Πάντα σε συλλογίζουμαι, ντερβίση αμαξά μου
είσαι κουρνάζος, μάγκα μου, σ’ έβαλα στην καρδιά μου.

Κι έπειτα, έχουμε το γνωστότερο και πολύ μεταγενέστερο Βαπόρι απ’ την Περσία του Τσιτσάνη, με τη ρητορική ερώτηση «Βρε κουρνάζε μου τελώνη, τη ζημιά ποιος την πληρώνει;».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Λεξικογραφικά, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , | 138 Σχόλια »

Το χριστόψωμο (διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 25 Δεκεμβρίου, 2021

Μέρα που είναι, το ιστολόγιο σάς εύχεται καλά Χριστούγεννα, με υγεία και αγάπη και μακριά από κορόνες!

Έχει γίνει σχεδόν παράδοση του ιστολογίου να βάζουμε κάτι παπαδιαμαντικό τα Χριστούγεννα. Σήμερα επαναλαμβάνω μια δημοσίευση που αρχικά είχε γίνει πριν από δέκα χρόνια, μέσα στο πένθος για τον αναπάντεχο θάνατο του πατέρα μου. Αλλάζω λίγα από τον πρόλογο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ήμουν μικρός, ο παππούς μου άνοιγε έναν από τους τόμους του Παπαδιαμάντη, στην έκδοση του Βαλέτα τότε και διάβαζε κάποιο χριστουγεννιάτικο διήγημα. Παρά την καθαρεύουσα, κάτι πρέπει να πιάναμε ή ίσως μας άρεσε η μορφή του παππού, πάντως το έθιμο το αγαπούσαμε. Οι αναμνήσεις οι παιδικές είναι βέβαια επηρεασμένες από μεταγενέστερες διηγήσεις, αλλά δυο-τρία πράγματα που θυμάμαι με θαλπωρή από τα παιδικά μου Χριστούγεννα είναι τον παππού να διαβάζει από τον μεγάλο μαυροντυμένο τόμο και τα μανταρίνια να χρυσίζουν πάνω στο τραπέζι καθώς κάναμε καντηλάκι τις φλούδες τους.

Διάλεξα να ανεβάσω σήμερα το Χριστόψωμο, ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα που υπάρχει μεν στο Διαδίκτυο, όπως και σχεδόν όλα τα χριστουγεννιάτικα, αλλά δεν παύει να είναι σημαδιακό: καταρχάς, είναι πικρό διήγημα, όχι χαρμόσυνο. Κι έπειτα, είναι και το πρώτο χρονολογικά διήγημα που δημοσίευσε ο Παπαδιαμάντης -ως τότε είχε δώσει μόνο εκτενή έργα, τα τρία μυθιστορήματα και τη νουβέλα Χρήστος Μηλιόνης.

Το Χριστόψωμο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 26 Δεκεμβρίου 1887 με τον υπότιτλο «Διήγημα πρωτότυπον». Επειδή είναι πρώιμο σχετικά, έχει λιγάκι πιο βαριά καθαρεύουσα από πολλά μεταγενέστερα. Ίσως γι’ αυτό, σε τούτη την αναδημοσίευση επέλεξα να παραθέσω το πολυτονισμένο κείμενο, από τον ιστότοπο papadiamantis.net.

Μια λαϊκή λέξη του διηγήματος, που ίσως να μην την ξέρετε, και δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό (αν δεν σφάλλω), είναι τα μαναφούκια. Όπως λέω στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται (για να κάνω και λίγη γκρίζα διαφήμιση), τα μαναφούκια είναι ραδιουργίες, συκοφαντίες, διαβολές. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό münafık, «υποκριτής, διπρόσωπος, συκοφάντης», που είναι αραβικής αρχής (ίσως επηρεάστηκε παρετυμολογικά από τη «μάνα»). Βάζω μαναφούκια σημαίνει «διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον». Ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί πολλές φορές τα μαναφούκια στα διηγήματά του. Ωστόσο, η λέξη δεν είναι αποκλειστική της σκιαθίτικης διαλέκτου, αλλά ακούγεται και στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ακούγεται και στα πρωινάδικα της τηλεόρασης, που άλλωστε έχουν αναγάγει τα μαναφούκια σε επιστήμη.

Και για να συνεχίσω τη γκρίζα διαφήμιση, θυμίζω ότι έχετε ακόμα έξι μέρες για να ψηφίσετε τη Λέξη της χρονιάς. Αλλά πολλά είπα και δίνω τη σκυτάλη στον Παπαδιαμάντη.

Το χριστόψωμο

Διήγημα πρωτότυπον

Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.

Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.

Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.

Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια*, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη*, ἀπασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».

Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισες, καλῶς σᾶς ηὗρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.

Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.

Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.

Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό».

Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.

―  Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.

―  Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.

―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.

―  Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.

―  Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.

Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.

Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς:

―  Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.

―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.

Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.

Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.

―  Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.

―  Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.

―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.

―  Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;

― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.

―  Θέλεις κανένα ζεστό;

―  Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.

―  Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.

―  Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;

―  Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.

Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.

―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.

―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;

―  Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.

―  Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;

―  Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.

Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.

Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.

Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.

Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.

Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.

Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου.

Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς της.

Posted in Διηγήματα, Επαναλήψεις, Παπαδιαμάντης, Χριστούγεννα | Με ετικέτα: , , , | 67 Σχόλια »

Αναρούσες, μυθιστόρημα του Κωστή Ανετάκη

Posted by sarant στο 27 Ιουνίου, 2021

Στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιεύσει τρία διηγήματα του φίλου μας Κωστή Ανετάκη (το τελευταίο εδώ, με λινκ προς τα προηγούμενα) σήμερα όμως έχω τη χαρά να παρουσιάσω το καινούργιο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ανάτυπο, ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο Αναρούσες.

Γράφω στις Λέξεις που χάνονται: Αναρούσα και ανερούσα είναι μια λέξη με δυο σημασίες· αφενός, η επιστροφή του  κύματος από την παραλία στη θάλασσα, αλλά και η δίνη μέσα στη θάλασσα, και αφετέρου η νεράιδα του γιαλού, το ξωτικό. Από τη μετοχή του αναρρέω, αναρρέουσα, με αποβολή του –ε υπό την επίδραση άλλων μετοχών όπως γλυκοφιλούσα. … στην Έρμη στα ξένα οι σκιαθίτισσες του Παπαδιαμάντη βάζουν λόγια στη νοικοκυρά, πως δεν έπρεπε να φέρει μαζί της την όμορφη και ψηλή υπηρέτριά της «κοτζάμ αναρρούσα παιδί μ’».

Όχι μόνο στον τίτλο του μυθιστορήματος, αλλά και σε όλο το κειμενο ο Ανετάκης χρησιμοποιεί λέξεις ιδιωματικές, από ντοπιολαλιές, που τις επεξηγεί συνήθως σε υποσημείωση, αλλά και βλάχικες στους διαλόγους, αφού το μυθιστόρημά του εκτυλίσσεται στην Πικρολίμνη, ένα (φανταστικό) κεφαλοχώρι ανάμεσα Μέτσοβο και Τρίκαλα, που κατοικείται από Βλάχους (στις «Ευχαριστίες» ο συγγραφέας ευχαριστεί τον φίλο μας τον Voulagx για τη βοήθειά του σε θέματα βλάχικης γλώσσας).

Ο αφηγητής, ο μπεστσελερίστας συγγραφέας Δάμος Σαρμάκος, έπειτα από ένα δύσκολο διαζύγιο και καθώς η έμπνευση τον έχει εγκαταλείψει, δέχεται την πρόσκληση ενός γκαρδιακού φίλου από τον στρατό, που του παραχωρεί δωρεάν κατάλυμα στο σπίτι του, στη μικρή λουτρόπολη Πικρολίμνη, πλάι στην ομώνυμη λίμνη. Η ιστορία του χωριού είναι μακραίωνη, γεμάτη θρύλους, αρχαία έθιμα και καλοκρυμμένα μυστικά, αλλά σταδιακά ο αφηγητής ανακαλύπτει πως δεν είναι όλα ξεχασμένα και περασμένα. Αυτός, ο ξενομερίτης, θα βρεθεί άθελά του στο κέντρο της δίνης -με πολλές σημασίες της λέξης.

Δεν θέλω να σποϊλάρω οπότε δεν θα περιγράψω την υπόθεση. Πάντως, η φαντασία του Ανετάκη αποδεικνύεται γόνιμη και συναρπαστική, χωρίς να πέφτει στην ευκολία του αχαλίνωτου υπερφυσικού. Το μυθιστόρημα, είδος βαλκανικού θρίλερ, το διάβασα μονοκοπανιά και το χάρηκα και δεν είναι υπερβολή να πω ότι δίνει υλικό για καλή ταινία -μέχρι και κυνηγητά με Μάζντα σε χωματόδρομους έχει.

Θα παρουσιάσω φυσικά ένα κομμάτι από το βιβλίο. Αν είχαμε συλλογή διηγημάτων, θα αναδημοσίευα ένα από τα διηγήματα. Με το μυθιστόρημα η λύση δεν είναι τόσο απλή. Διάλεξα λοιπόν ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, το δεύτερο, όπου ο αφηγητής μαθαίνει από έναν γέροντα την ιστορία του χωριού. Μια και εδώ λεξιλογούμε, το συγκεκριμένο κεφάλαιο προσφέρεται αφού βρίθει από ιδιωματικούς όρους.

Ο αφηγητής, μόλις έχει φτάσει στην Πικρολίμνη. Από μια παρέα στο καφενείο άκουσε κάτι για τους θρύλους του χωριού, που του κίνησε την περιέργεια, και σκέφτεται να μάθει περισσότερα, μήπως μπορέσει να τα εντάξει στο μυθιστόρημα που προσπαθεί να γράψει. Ο φίλος του ο Ηλίας, όμως, δεν μπορεί να του χρησιμέψει ως πηγή διότι δεν πιστεύει στα παραμύθια αυτά και τα περιφρονεί.

(…)

Λίγες μέρες αργότερα, μόλις γυρίσαμε από τα χωράφια, που είχαμε πάει να ποτίσουμε, καθίσαμε στο τραπέζι για φαγητό. Είδα το ζεύγος ν’ ανταλλάζουν πλάγιες ματιές κι έπιασα τον φίλο μου να χαϊδεύει το γόνατο της συμβίας του στα κλεφτά, κάτω από το τραπέζι. Ο παππούς του Ηλία, ο συνονόματος, πλατάγιζε αμέριμνος τη μασέλα του, καθώς καταβρόχθιζε το κοκκινιστό με τα μακαρόνια, δίχως να παραλείψει να παινέψει τη νύφη του, τι χρυσοχέρα που ήταν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Μυθιστόρημα, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 72 Σχόλια »

Βάζουν ακόμα μαναφούκια;

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2021

Στο προχτεσινό μας άρθρο είχαμε δει δυο γράμματα κλεφταρματολών προς τις αρχές της Λευκάδας. Σε ένα από αυτά, ο Γιάννης Παραβόλας γράφει: «σας περικαλώ να μην ακούετε τα μονοφίκικα ψέματα». Ο Σπ. Ασδραχάς που εξέδωσε την επιστολή διορθώνει σε «μονοφιλίκικα», λέξη που την εξηγεί ότι σημαίνει «μεροληπτικά».

Είχα γράψει ότι κατά τη γνώμη μου η διόρθωση είναι λάθος. Λέξη «μονοφιλίκικα» δεν νομίζω να υπάρχει. Όμως τύπος «μονοφίκικα» μπορεί να υπάρχει. Θα πρόκειται για παράλληλο τύπο του «μαναφούκικα» δηλ. συκοφαντικά. Μαναφούκι (από τουρκ. münafik) είναι η συκοφαντία, η διαβολή. Συνήθως στον πληθυντικό, «βάζω μαναφούκια» θα πει συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον.

Αυτά είχα γράψει προχτές. Μια φίλη του ιστολογίου μού έστειλε χτες μέιλ όπου μου λέει ότι τη λέξη μαναφούκια την έλεγε η γιαγιά της και μου ζητάει περισσότερες λεπτομέρειες διότι, όπως λέει, στο slang.gr δίνεται όχι τουρκική αλλά λατινική ετυμολογία. Της έγραψα μερικά πράγματα αλλά ύστερα σκέφτηκα, στο πνεύμα εξοικονόμησης πόρων που πρέπει να μας διακρίνει αυτή τη δύσκολη για την οικονομία μας περίοδο, να αναβαθμίσω την απάντηση προς τη φίλη μας σε άρθρο (ή έστω σε αρθράκι) ελπίζοντας οτι δεν θα το βρείτε (πολύ) βαρετό.

Λοιπόν, μαναφούκια είναι οι ραδιουργίες, οι συκοφαντίες, οι διαβολές. Η λέξη αυτή, που κανένα γενικό λεξικό δεν την έχει καταγράψει, συνηθως εμφανίζεται στον πληθυντικό και πολύ συχνά συντάσσεται με το ρήμα «βάζω». Βάζω μαναφούκια σημαίνει «διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον». Τη λέξη την έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται» αλλά εδώ θα πω περισσότερα.

Το slang.gr καταγράφει τη λέξη αλλά την ετυμολογεί ευφάνταστα: από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Ωραίο σαν ιστορία αλλά δεν ισχύει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 93 Σχόλια »

Δέκα λέξεις του Κασομούλη

Posted by sarant στο 28 Μαΐου, 2020

Καθώς πλησιάζει η επέτειος της επανάστασης του 2021, το ιστολόγιο δημοσιεύει, σποραδικά, άρθρα για τον μεγάλο ξεσηκωμό, συνήθως λεξιλογικά -αφού εδώ λεξιλογούμε.

Πέρυσι είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο με λέξεις από τον Μακρυγιάννη, σήμερα θα δούμε το αντίστοιχο άρθρο με λέξεις από τα Ενθυμήματα Στρατιωτικά του Νικ. Κασομούλη. Είχαμε πει δυο λόγια για το σημαντικό έργο σε ένα πρόσφατο άρθρο μας που ήταν εστιασμένο σε μια έκφραση που παραδίδει ο Κασομούλης.

Ο Κασομούλης, είχαμε πει, δεν γράφει τη γλώσσα που μιλούσε. Προσπαθεί να γράψει σε καθαρεύουσα, και φαίνεται να προσπαθεί, σε πολλά σημεία, να «εξελληνίσει» τουρκικά ή ιταλικά δάνεια, συχνά κατασκευάζοντας δικούς του, όχι πάντα πετυχημενους, όρους. Αλλά δεν είναι, ευτυχώς, συνεπής σε αυτή την καθαριστική προσπάθεια, ενώ επίσης μεταφέρει σχετικά πιστά τους διαλόγους ή τα γραπτά τεκμήρια (που βεβαια και αυτά είναι, τα περισσότερα, σε γλώσσα σιδερωμένη).

Στο σημερινό άρθρο διαλέγω 10 λέξεις από το βιβλίο του Κασομούλη -είχα ξεκινήσει για 15, όμως με έπιασε φλυαρία και το άρθρο παραμεγάλωσε κι έτσι σταμάτησα στις δέκα. Για κάθε λέξη παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, και γράφω δυο λόγια για την ετυμολογία και τη σημασία της καθεμιάς. Φυσικά διαλέγω λέξεις που δεν τις έχουν τα σύγχρονα λεξικά μας (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης, Χρηστικό), δηλ. ακολουθώ την ίδια προσέγγιση που είχα όταν κατάρτισα το λημματολόγιο του βιβλίου Λέξεις που χάνονται. Η παραπομπή γίνεται στην πεντάτομη έκδοση του Κασομούλη (εκδ. Βεργίνα) που έχω πρόχειρη. Είναι παρόμοια με την τρίτομη που υπάρχει στην Ανέμη, αλλά φυσικά σε άλλη σελιδοποιηση.

1. ειδίσματα

Σε συζητήσεις με Τούρκους για να γίνει ειρήνη στα Άγραφα, ο οπλαρχηγός Νικ. Στορνάρης θέτει όρους (Β26):

όταν επιστρέψετε τους αιχμαλωτισμένους αθώους με τα ειδίσματά των έως εις το βελόνι….

Λέξη της Ηπείρου και της Δυτικής Στερεάς περισσότερο, τα ειδίσματα είναι τα αντικείμενα του σπιτιού, σκεύη, ρούχα. Ωστόσο, σε πολλές χρήσεις είναι ειδικώς κοσμήματα, τιμαλφή, ακόμα ειδικότερα, οι βέρες των αρραβώνων. Για παράδειγμα, στον σπαραχτικο «Πολιτισμό εις το χωρίον» του Παπαδιαμάντη, ο μπάρμπα – Στέργιος, για να βρει τα έξοδα της ταφής του παιδιού του, δίνει στον άτεγκτο ενεχυροδανειστή μερικά ειδίσματα: δύο ασημένια σκουλαρίκια κι ένα δαχτυλίδι. Στα Απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης αφηγείται ότι με δική του παρέμβαση αναγκάστηκε ο Παπαφλέσσας «να δώσει πίσου τα ειδίσματα ολουνών των ανθρώπων» που είχε λεηλατήσει.

Πάλι στον Κασομούλη (Γ226) γίνεται αναφορά στη γνωστή διαμάχη για την προίκα της κόρης της Μπουμπουλίνας (και χήρας του Πάνου Κολοκοτρώνη), όπου ο νέος της σύζυγος κατηγορούσε τον Γέρο ότι «κατακρατεί τα ειδίσματά της», εδώ με τη σημασία των κοσμημάτων.

2. ιλτιζάμι

Στορνάρης και Λιακατάς από το Μεσολόγγι γράφουν στον Κασομούλη:

Είδαμεν καλά τα όσα μας γράφετε διά τους λοφέδες μας, οπού ακόμα δεν εκατορθώσεταν τίποτες, παρά σας προβάνουν να πάρετε ιλτιζάμια [προσόδους] εις την Γαστούνην. Ημείς διά ιλτιζαμτζήδες [έμποροι προσόδων] δεν είμασθον όταν έπρεπεν, όχι τώρα οπού δεν έχομεν τελείως κατάστασιν.

Ιλτιζάμι είναι η εκμίσθωση του δικαιώματος είσπραξης φόρων του κράτους σε ιδιώτες, που γινόταν συνήθως έπειτα από πλειστηριασμό. Ο δικαιούχος προκατέβαλλε στο κράτος το ποσό που υπολογιζόταν να εισπραχθεί από τη συγκεκριμένη περιοχή και στη συνέχεια εισέπραττε τους φόρους ο ίδιος ή υπενοικίαζε με τη σειρά του το δικαίωμα είσπραξής τους.

Ήταν καθιερωμένος θεσμός στο οθωμανικό κράτος, συνήθως με ετήσια διάρκεια. Από τουρκ. iltizam. Ο κάτοχος του ιλτιζαμιού λεγόταν mültezim, που πρέπει να είναι η ίδια λέξη με το μουλτεζίμι που έχουμε στο τάβλι.

Εδώ, οι καπεταναίοι διαμαρτύρονται διότι, αντί για μισθό (λοφέδες) τούς υποσχέθηκαν το ιλτιζάμι της Γαστούνης, που όμως θα έπρεπε να έχουν κεφάλαια για να το πάρουν.

3. ίρτζι

Τον Μάιο του 1827, μετά τη μάχη του Ανάλατου, ο Κασομούλης που βρίσκεται ακόμα στο στρατόπεδο στην Καστέλα έχει ζητήσει από τον Γαρδικιώτη Γρίβα, ο οποίος έχει φύγει στη Σαλαμίνα, να επιστρέψει. Ο Γρίβας απαντάει (Γ435):

Μου γράφετε, αδελφοί, διά να έλθω· αν θέλω το ίρτζι μου [την τιμήν] να σηκωθώ να έρθω.

Η επεξήγηση είναι από τον Κασομούλη.

Λίγο νωρίτερα, τον Απρίλιο, οι Τούρκοι που ήταν οχυρωμένοι στο Μοναστήρι, δέχονται να παραδοθούν, «πλην να φυλαχθεί το ίρτζι των [υπόληψίς των] και να έβγουν με τα άρματά των και με τις αποσκευάς των»

Οπως έγραφα στις Λέξεις που χάνονται, ίρτζι είναι η τιμή, η αξιοπρέπεια, η υπόληψη. Τουρκικό δάνειο, από το irz, που σημαίνει «τιμή». Δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, παλιότερο ή νεότερο, εκτός από το Μείζον. Ωστόσο, χρησιμοποιείται πολύ σε κείμενα της εποχής του 1821, π.χ. «ή χάνομεν τα κεφάλια μας ή κάμνομεν το ίρτζι μας τεκμίλι» (την τιμή μας κλοτσοσκούφι), όπως διαβάζουμε σε επιστολή του Καραϊσκάκη στον Μαυροκορδάτο.

Όπως και στο παραπάνω απόσπασμα με τους πολιορκημένους, η λέξη χρησιμοποιείται αρκετά σε κείμενα συμφωνιών παράδοσης. Π.χ. ο Τρικούπης παραδίδει τη συνθήκη παράδοσης των Τούρκων του Νιόκαστρου το 1821 οπου οι Έλληνες καραβοκύρηδες δεσμεύονται «και να έχουμε χρέος να τους πηγαίνουμε εις την Αραπιά, εις Τούνεζι, εις το πόρτον Ακαλμπέντι με το ίρτζι τους και ζωήν τους και βιος τους, και χωρίς ναύλον».

Η φράση έχει γίνει διάσημη από την ταινία Ο ατσίδας, όπου ο Βέγγος ως σερβιτόρος θυμώνει όταν ο Ηλιόπουλος χτυπάει παλαμάκια, και δικαιολογείται λέγοντας: «Είναι το ίρτζι μου». Βέβαια, στη σημερινή χρήση, εξαιτίας του αποσπάσματος με τον Βέγγο, υπάρχει μετατόπιση της σημασίας: το ίρτζι έφτασε πια να σημαίνει την παραξενιά, την ιδιοτροπία, π.χ. «συγγνώμη που επιμένω πολύ στην καθαριότητα, αλλά είναι το ίρτζι μου»

Στο 0.50 του αποσπάσματος, το ίρτζι του Θρασύβουλα:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά | Με ετικέτα: , , , , | 156 Σχόλια »

Δεκαπέντε λέξεις του Μακρυγιάννη

Posted by sarant στο 30 Αυγούστου, 2019

Τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη, που τ’ανακάλυψε και τα εξέδωσε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, είναι πιθανώς το πιο πολυδιαβασμένο και σίγουρα το περισσότερο μελετημένο αυτοβιογραφικό έργο της νεότερης ελληνικής γραμματείας. Θεωρείται πως αποτυπώνει όχι μόνο το ήθος των αγωνιστών του 21 αλλά και τη γλώσσα που μιλούσαν.

Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για το έργο αυτό που δεν έχει νόημα να προσθέσω κάτι δικό μου. Και η γλώσσα του έχει μελετηθεί εξαντλητικά. Το λεξιλόγιό του αποτέλεσε αντικείμενο μιας από τις πρώτες μελέτες με τη βοήθεια υπολογιστή -εννοώ το πολύτομο έργο των Κυριαζίδη και Καζάζη, που έναν καιρό είχε και διαδικτυακή παρουσία. Παλιά είχα φυλλομετρήσει το έργο αυτό και δεν το θυμάμαι καλά, εντύπωσή μου είναι όμως ότι εστίαζε κυρίως στην κατάρτιση του λεξιλογίου και σε ποσοτικές αναλύσεις, χωρίς να δίνει έμφαση στην ετυμολογία ή τη σημασία των λέξεων (αν κάνω λάθος διορθώστε με). Από την άλλη, υπάρχουν δεκάδες εργασίες, διατριβές και μελέτες για τη γλώσσα του Μακρυγιάννη.

Κι εγώ απο τη μεριά μου, παλιά, είχα αποδελτιώσει τις παροιμιακές φράσεις στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Κάποια στοιχεία της δουλειάς εκείνης πέρασαν στο βιβλίο μου Λόγια του αέρα.

Στο σημερινό άρθρο οι φιλοδοξίες μας είναι πιο μετρημένες. Διαλέγω 15 λέξεις από τις πρώτες σελίδες των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, και γράφω δυο λόγια για την ετυμολογία και τη σημασία της καθεμιάς. Φυσικά διαλέγω λέξεις που δεν τις έχουν τα σύγχρονα λεξικά μας (ΛΚΝ, Μπαμπινιώτης, Χρηστικό), δηλ. ακολουθώ την ίδια προσέγγιση που είχα όταν κατάρτισα το λημματολόγιο του βιβλίου Λέξεις που χάνονται.

διασαχτζής

Φύλαγαν απόξω την πόρτα οι διασαχτζήδες οι Tούρκοι του κονσόλου και άλλοι Tούρκοι, ότι τόμαθαν οπού ήμουν μέσα και ήθελαν να βγω να με πιάσουνε.

Ο διασαχτσής ή διασαξής ή γιασαξής ήταν ένοπλος σωματοφύλακας υψηλών προσώπων επί τουρκοκρατίας, συχνά Τούρκος στρατιώτης που εκτελούσε χρέη θυρωρού και κλητήρα σε προξενεία χριστιανικών κρατών. Απο το τκ. yasakçı που προέρχεται από τη λ. yasak, απαγόρευση που έχει επίσης περάσει στα ελληνικά ως γιασάκι ή διασάκι και που της είχαμε αφιερώσει άρθρο παλιότερα διότι «ακόμα δεν εδόθηκε των ομματιών διασάκι«.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά | Με ετικέτα: , , | 103 Σχόλια »

Τσιφτέδες για τσίφτηδες ξανά

Posted by sarant στο 29 Δεκεμβρίου, 2017

Δεν είχα έμπνευση για φρέσκο άρθρο χτες -με είχε κυριέψει η διάθεση της εορταστικής χαλάρωσης, ας πούμε. Κι έτσι καταφεύγω για μιαν ακόμα φορά στη δοκιμασμένη λύση της επανάληψης παλιότερου άρθρου και παρουσιάζω ξανά ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια, για την ακρίβεια πριν από έξι χρόνια παρά μία μέρα.

Τέτοιες μέρες, αλλά όχι με θέμα εορταστικό. Λέξεις αναζητά και συσχετίζει το σημερινό μας άρθρο. Αλλά πριν προχωρήσω να σας θυμίσω ότι αν δεν έχετε ψηφίσει για τη Λέξη της χρονιάς 2017 πρέπει να βιαστείτε. Μιάμιση μέρα έμεινε, μετά θα είναι πολύ αργά.

Τις προάλλες είχα πάει σ’ έναν φίλο και του χάρισα το βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται. Ο φίλος μου, που είναι Κρητικός, άρχισε να το φυλλομετράει, και σε μια στιγμή μου λέει «ναι, αλλά εδώ για τον τσιφτέ έχεις λάθος».

Δαγκώθηκα, διότι ο τσιφτές (το κυνηγετικό όπλο) είναι λέξη (και) της κρητικής διαλέκτου και οι ντόπιοι μπορεί να ξέρουν κάτι που μου ξέφυγε, και τον ρώτησα πού είναι το λάθος -μου λέει «δεν γράφεις ότι προέρχεται από το αγγλικό Chieftain, το όνομα της εταιρείας που έφτιαχνε αυτά τα όπλα!» Ανάσανα ανακουφισμένος, αλλά ο φίλος μου συνέχισε, «όπως η μέγκλα που είναι από το made in England».

Πράγματι, ίδια περίπτωση είναι, αλλά όχι όπως το εννοούσε: ούτε η μέγκλα προέρχεται από το made in England, αν και θα έχετε ακούσει ότι έτσι είναι, ούτε ο τσιφτές από την Chieftain, παρόλο που υπάρχει πράγματι εταιρεία με το όνομα αυτό που φτιάχνει τανκς και άλλα σύνεργα σκοτωμού. Πάντως, όπως μου είπε, η θεωρία δεν ήταν δική του, αλλά ακούγεται ευρύτερα.

Εκ πρώτης όψεως δεν είναι παράλογη η θεωρία· άλλωστε, υπάρχουν ανάλογα προηγούμενα. Ο γκρας, το παλιό όπλο των προπαππούδων μας, ονομάστηκε έτσι από το όνομα του εφευρέτη του, του Γάλλου Gras, αν και για το θρυλικό καριοφίλι, που θεωρούσαμε για πολύν καιρό ότι ονομάστηκε έτσι από τη μανιφατούρα Carlo e figli, Κάρολος και υιοί, που έφτιαχνε τέτοια όπλα, η νεότερη έρευνα έδειξε ότι το όνομα δεν προέρχεται από τον κατασκευαστή του. Κάποια στιγμή θα γράψουμε άρθρο για τα ουσιαστικά που έχουν προκύψει από εμπορικές ονομασίες -από τη ρομβία και την πομόνα ως το σελοτέιπ και τα πάμπερς.

Όμως για τον τσιφτέ δεν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν έχει προέλθει από εμπορική ονομασία. Αφενός, η λέξη είναι παλιά, τη βρίσκουμε σε τραγούδια του 19ου αιώνα, ίσως και παλιότερα, οπότε κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρχε η εταιρεία Chieftain τότε, ούτε ήταν τόσο εύκολος ο δανεισμός από τα αγγλικά. (Κατά εμπειρικό κανόνα: Λέξη που εμφανίζεται σε κείμενο του 19ου αιώνα και δεν είναι ναυτική δεν είναι δάνειο από τα αγγλικά).

Αφετέρου, και αυτό είναι το πιο βασικό, η ετυμολογία του τσιφτέ είναι γνωστή: προέρχεται από το τουρκικό çift, που σημαίνει «ζευγάρι» ή «διπλός», επειδή αρχικά ο τσιφτές ήταν όπλο δίκαννο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Κρήτη, Κύπρος, Παρετυμολογία | Με ετικέτα: , , , , | 133 Σχόλια »

Η Μπετζέχρω και ο Χάρι Πότερ

Posted by sarant στο 25 Απριλίου, 2016

porcupine-bezoar-270x300Το έναυσμα για το σημερινό άρθρο το χρωστάω σε μια καινούργια φίλη του ιστολογίου, που με ρώτησε για το όνομα της γιαγιάς της, η οποία γιαγιά της, που πέθανε στη δεκαετία του 70, είχε το περιεργότατο και σπανιότατο όνομα Μπετζέχρω.

Σπανιότατο αλλά όχι ανύπαρκτο ή πρωτοφανές. Γκουγκλίζοντας το όνομα με τις παραλλαγές του, δηλαδή: Μπεντζέχρω, Πε(ν)τζέχρω και Πα(ν)τζέχρω θα βρείτε μερικές, μετρημένες στα δάχτυλα, εμφανίσεις του, κυρίως στο νομό Μεσσηνίας (απ’ όπου και η γιαγιά της φίλης μου). Πιθανόν κάποιοι σχολιαστές να ξέρουν γυναίκες με το όνομα αυτό, θα το πείτε στα σχόλια.

Η φίλη, που έχει διαβάσει το βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται«, πρότεινε σαν πιθανή αρχή του ονόματος Μπετζέχρω το παντζέχρι, μια εικασία που είναι σωστή, αν πάρουμε υπόψη μας τους άλλους τύπους του ονόματος (Παντζέχρω, Πεντζέχρω) αλλά και το ότι η λέξη παντζέχρι έχει παράλληλο τύπο «πεντζέχρι».

Το παράδοξο είναι πώς ένα αντικείμενο σαν το παντζέχρι έφτασε να δώσει ανθρώπινο, και μάλιστα γυναικείο όνομα. Υπάρχει απάντηση και σ’ αυτό, αν και ίσως προσθέσετε κάποια στοιχεία με τη συζήτηση. Όμως, προτρέχω.

Και προτρέχω επειδή δεν έχουμε πει τι είναι το παντζέχρι, που δεν είναι δα και λέξη πασίγνωστη -τα σύγχρονα λεξικά δεν την έχουν.

Το παντζέχρι λοιπόν είναι ένας σβώλος που σχηματίζεται στα εντόσθια των φυτοφάγων ζώων, από τις τρίχες που τυχαίνει να καταπιεί το ζώο, συγκολλημένες μεταξύ τους υπό την επίδραση των υγρών του πεπτικού σωλήνα. Με τον καιρό, αυτό το συσσωμάτωμα σκληραίνει σαν την πέτρα.

Γιατί να μας ενδιαφέρει αυτό το μάλλον αηδιαστικό πράγμα; Επειδή από παλιά πιστευόταν πως έχει ιαματικές ιδιότητες, ιδίως ως αντίδοτο στο δηλητήριο των φιδιών αλλά και στα δηλητήρια γενικώς. Η αντίληψη αυτή πρέπει να είναι ευρύτατα διαδεδομένη, δηλαδή και στην Ευρώπη, και στην καθ’ημάς Ανατολή, αλλά και στην Άπω Ανατολή -οι σβώλοι που βλέπετε στη φωτογραφία είναι κινέζικο παντζέχρι, και μάλιστα παντζέχρι σκατζοχοιρένιο, που θεωρείται υψηλής ποιότητας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Λαογραφία, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , , , | 229 Σχόλια »

Μιλώντας στο Τραβέρσο

Posted by sarant στο 18 Μαΐου, 2015

traversoΤην Παρασκευή που μας πέρασε, 15 του μήνα, συμμετείχα σε μιαν εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Τραβέρσο στην Καλλιθέα, όπου παρουσιάστηκαν τα γλωσσικά βιβλία μου. Την εκδήλωση την είχα προαναγγείλει και εδώ, και κάποιοι φίλοι του ιστολογίου μού έκαναν την τιμή να με επισκεφτούν.

Κάτι που δεν είχαμε προβλέψει όταν κανονίζαμε την εκδήλωση ήταν ότι θα συνέπιπτε με τον ημιτελικό του Φάιναλ φορ στο μπάσκετ, και μάλιστα ότι θα πέφταμε πάνω στο ματς που είχε τον Ολυμπιακό -έτσι, κάποιοι φίλοι που θα έρχονταν προτίμησαν (και δεν τους αδικώ) να δουν το μπάσκετ. Πάντως, έτσι κι αλλιώς ο (μικρός, πρέπει να πω) χώρος του βιβλιοπωλείου γέμισε -απλώς, δεν βγάλαμε καρέκλες έξω.

Κάτι που συνηθίζω σε ανάλογες περιπτώσεις είναι να δημοσιεύω το κείμενο της ομιλίας μου σε ειδικό άρθρο του ιστολογίου (καθώς και στη σελίδα About, όπου συγκεντρώνω όλες τις συνεντεύξεις, ομιλίες και τα συναφή).

Αυτό βέβαια έχει ένα κακό: επειδή στις ομιλίες μου, ιδίως όσες αφορούν παρουσίαση βιβλίων μου ή έχουν το ίδιο θέμα (Μύθοι για τη γλώσσα, ας πούμε), είναι αναπόφευκτο κάποια πράγματα να επαναλαμβάνονται, ο αναγνώστης που τα βλέπει όλα μαζί θα βρει πολλές αλληλοκαλύψεις, κάτι που δεν το παρατήρησε κάποιος που παρακολούθησε ζωντανά π.χ. την εκδήλωση στη Δράμα (και που βέβαια δεν είχε παρακολουθήσει την ίδια εκδήλωση π.χ. στο ΜΙΘΕ).

Έτσι και στην παρουσίαση που έγινε στο Τραβέρσο, που αφορά τα βιβλία μου, υπάρχουν πολλά στοιχεία κοινά με την προηγούμενη παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο Booktalks, που είχε γίνει τον Γενάρη, και γενικά με άλλα κείμενά μου. Ωστόσο, στην προχτεσινή παρουσίαση υπάρχει κι ένα εντελώς καινούργιο κομμάτι, το εισαγωγικό, που αφορά την ιστορία της λέξης «τραβέρσο» -θα μπορούσε να είναι ένα αυτοτελές (μικρό) άρθρο του ιστολογίου. Και επειδή, όπως θα δείτε, επισημαίνω κάτι που μου φαίνεται λάθος στο λεξικό Μπαμπινιώτη, πολύ θα ήθελα όσοι έχετε ναυτική εμπειρία να με αντικρούσετε ή να με επιβεβαιώσετε.

Παρόλο που ξέχασα να φέρω το μαγνητοφωνάκι μου, αποδείχτηκε ότι και το σμαρτόφωνο κάνει καλά τη δουλειά του. Έτσι, μπορείτε να ακούσετε εδώ την εισήγησή μου και στη συνέχεια τη συζήτηση που ακολούθησε (ίσως να μην ακούγονται καλά οι ερωτήσεις -αλλά από τις απαντήσεις μου καταλαβαίνετε τι αφορούσαν):


Πολλά από αυτά που είπα δεν τα είχα γράψει, τα είπα εκτός κειμένου -ενώ και κάποια από αυτά που είχα γράψει δεν τα είπα. Θέλω να πω, το γραπτό κείμενο από το εκφωνηθέν διαφέρουν αρκετά -συμβαίνουν αυτά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εκδηλώσεις, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά, Παρουσίαση βιβλίου, Περιαυτομπλογκίες | Με ετικέτα: , , , , , , , | 200 Σχόλια »