Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2012


Από τότε που κυκλοφόρησε, τέλη Νοεμβρίου 2011, το βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται», έχω πάρει κάμποσα γράμματα ή ηλεμηνύματα που πολύ μ’ έχουνε χαροποιήσει επειδή προσφέρουν αναπληροφόρηση (φίντμπακ ελληνικά) από φίλους που διάβασαν το βιβλίο, δηλαδή σχολιάζουν κάποιες από τις 366 λέξεις του, συνήθως αναφέροντας πώς λέγεται και ποια σημασία έχει η τάδε ή η δείνα λέξη στα δικά τους μέρη. Όχι σπάνια, το γράμμα των φίλων είναι εκτεταμένο και θίγει αρκετά ζητήματα, οπότε αξίζει να παρουσιαστεί κι εδώ, όπως σε αυτό το παράδειγμα ή οδηγεί σε παρουσίαση άλλων λέξεων όπως κάναμε πρόσφατα με τις λιμνιώτικες λέξεις. Το σημερινό άρθρο είναι κι αυτό βασισμένο σε ένα τέτοιο ηλεμήνυμα που μου έστειλε φίλος από την Αμοργό. Παρουσιάζω λήμματα του βιβλίου που σχολίασε ο φίλος, σε αλφαβητική σειρά. Σε αγκύλες βάζω τη βασική σημασία κάποιων λέξεων και σε παρένθεση στο τέλος έχω κάποια δικά μου σχόλια.

Αλλά να μου επιτρέψετε ένα (αυτο)διαφημιστικό διάλειμμα: Σήμερα στις 4 μ.μ. μπορείτε να με ακούσετε προσκαλεσμένο στην ζωντανή ηλεκπομπή του Δημήτρη Φύσσα «Πολιτική και τέχνη«, η οποία παρουσιάζεται κάθε Τρίτη από το ηλεραδιόφωνο της Athens Voice, κλικάροντας εδώ. Μετά το τέλος της εκπομπής, θα βάλω τον σύνδεσμο προς το αρχείο ήχου της. Και μετά τις διαφημίσεις, προχωράμε στις αμοργιανές λέξεις:

Αγκλιά [δοχείο για μετάγγιση υγρού]: Μόνο αγκλούπι (και αγκλούπα) από φλασκιά. Σε  δίστιχο που πρέπει να είναι ενταγμένο σε παραμύθι που έχει  ξεχαστεί υπάρχει το παράπονο αρχοντοπούλας:

Να  ’μουν του βοσκού ραβδί, ν’ αντιλάλου στο μαντρί,
να ’πινα με την αγκλούπα κι όχι με την ασημένια κούπα.

Βαλμάς [βοσκός μεγάλων ζώων / το πουλί γκιόνης]: Βαρμάς, τοποθεσία  και ρυάκας. Παροιμία: Δε θα σε ξεπλύνει ούτε του Βαρμά το ρέμα (το χειμώνα σε περίπτωση πολλής βροχής μεταβάλλεται σε ορμητικό χείμαρρο), για  μεγάλη αδικία  που δε συγχωριέται με τίποτε.

Βαρταλαμίδι [συρταράκι σε έπιπλο]: βαρθ(τ)αλαμίδι  και παρταλαμίδι και  μαρταλαμίδι.

Βεδούρα [δοχείο]: βεδούρι, μόνο πήλινο για αποθήκευση οσπρίων ή καβουρμά.

Βεντέμα [συγκομιδή]: και στην Αμοργό.

Βοδώνω: βγοδώνω: κάνω γρήγορα.

Γάρμπος: χρησιμοποιείται πολύ: για να κατασκευαστεί το άλετρο χρειάζονταν κατάλληλα ξύλα, με τη λέβα τους και το γάρμπο τους.

 Γεβεντίζω: γιβεντίζω και η παροιμία: Η σκρόφα το γιβέντισμα για πανηύρι τόχει. Σκρόφα με μεταφορική έννοια: ανήθικη γυναίκα.

Γεντέκι: μύκητας ξύλου (δεν ξέρω αν το λεξικό της Ακαδημίας έχει αυτή τη σημασία): τα κουτσούρια που χρησιμοποιούσαν  στα καμίνια για την παρασκευή ξυλοκάρβουνων δεν έπρεπε να περιέχουν γεντέκι, γιατί δεν έσβηναν. (Η λέξη έχει πάμπολλες σημασίες, κάπου είκοσι στο λεξικό της Ακαδημίας, το ΙΛΝΕ, μεταξύ άλλων: σκοινί που σέρνουν ζώα, υποζύγιο, το δοχείο με ζεστό νερό του καφετζή’ τη σημασία του μύκητα δεν την έχει το ΙΛΝΕ, έχει όμως τη μεταφορική σημασία του παράσιτου («γεντέκι σ’ έχω εδώ μέσα; ) που δεν είναι και τόσο μακρινή από την αμοργιανή).

Γκρίφι: [γάντζος / αιχμηρή προεξοχή βράχου] αγγ(κ)ρίφι.  Με αυτό,  αφού βέβαια το δέναμε μ’ ένα σκοινί, βγάζαμε τις σίχλες, όταν πήγαιναν  μέσα στο πηγάδι ή σε γιστέρνες.  Και με τη γνωστή σημασία: Η αλεπού, σε μύθο ζώων, όταν την κυνηγούσε ο σκύλος, πηδούσε πάνω σε αγκρίφια, σε αστοιβές κ.λπ. (Σίχλες πρέπει να είναι οι κουβάδες, η σίχλα -εγώ ήξερα ο σίκλος. Γιστέρνα είναι η στέρνα, μια λέξη που αξίζει χωριστό σημείωμα).

Δερμόνι [είδος κόσκινου]: δριμόνι, δριμόνισμα, δριμονιώ και  δριμονίζω.  Σε παλιά αμοργιανά κάλαντα  η ευχή, μεταξύ άλλων,  για τον αφέντη ήταν:

και πάλι ξαναπρέπει σου της Πόλης τ’ αργαστήρια
να δριμονίζεις τα φλουριά, να κοσκινίζεις τ’ άσπρα.

Ζάβαλης: και στην Αμοργό. Υπάρχει και ως κλητικό  ζάβαλη με περίπου όμοια σημασία με αυτή που γράφεται.

Ζαμπούνης [άρρωστος]: ζαμπουνεμένος

Καμπούνι: το τρυφερό  κατακόρυφο στέλεχος πόας [Στο βιβλίο υπάρχει το καμπούνι των πλοίων, το πρόστεγο]

Καράβολας: ο  καράβολας, οι καραβόλοι.

Καραντί: Στην Αμοργό και το ρ. καραντιάζω για τη θάλασσα βέβαια.

Καρλαύτης, κλιναύτης: στην Αμοργό  κλιντάφτικο κατσίκι: με μεγάλα  κρεμαστά αφτιά.

Καρούτα: καρούτθα  η  ξύλινη κάσα στην οποία έσβηναν τη σκόνη του ασβέστη.

Κάτι: χώρισμα.  «Το ρειο έχει δυο κάτια». (Αγνοώ τι είναι το ρειο, που έχει δυο κάτια!)

Κατσιφάρα [ομίχλη]: και στην Αμοργό’ στα κυπριακά: κατσηφάριν και κατσαφάριν.

Κομπάσο: ο μαραγκός του χωριού μου που ήταν γείτονας και πήγαινα, όταν ήμουνα παιδί, στο μαραγκούδικό του μου  έλεγε  «φέρε το κουμπάσο». Δεν την έχω ακούσει από άλλον.

Λαντουρώ: και στην Αμοργό, καταβρέχω.

Μαϊτζέβελος [βολικός, ευκολομεταχείριστος]: μαϊζούβελος, κυρίως για εργαλεία.

Μασάτι: ρώτησα το χασάπη μου και μου έδειξε το εργαλείο. Αν και Συριανός δεν ήξερε το τραγούδι του Μάρκου. Μου ανάφερε  το λαδάκονο που χρησιμοποιούσε και ο πατέρας μου (αγρότης ήταν, όλα τα είχε), για ν’ ακονιεί τα μαχαίρια του.

Μπακράτσι:  μπρακάτσι, για νερό, περίπου η κανάτα.

Νάμι:  και στην Αμοργό  με  τη  σημασία της  καλής φήμης, του ονομαστού.

Ντάμι [αγροτικός οικίσκος]: και στην Αμοργό

Ντηρούμαι [διστάζω]: ντηριούμαι

Πλίκος [φάκελος]: μπλίκος, οι παλιοί το λένε ακόμη.

Πολήμι: και στην Αμοργό.

Πορίχια: και βέβαια στην Αμοργό. Νοστιμότατα! Ξεκίνησαν ήδη, αν και έχει να βρέξει πολύ καιρό.

Πομοντόρι: κουμουντούρι, η  μικρούτσικη  ωοειδής ντομάτα.

Πουργός [βοηθός χτίστη]:  στην Αμοργό  μόνο  πουργεύ(γ)ω.

Πράγκα   ο Πάπυρος  διακρίνει πράγκα: πραγκαρόλι (:αλιευτικό όργανο που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα των καλαμαριών)  και μπράγκα: σιδερένιο αγκιστροειδές όργανο με το οποίο αλιεύονται τα διάφορα θαλασσινά του βυθού. Τα ετυμολογεί < ιταλ. branca: γαμψό νύχι. Στην Αμοργό μόνο  πραγκαρόλα, πραγκαρολοώ  για χταπόδια, όχι για καλαμάρια. Χιώτης ψαράς που ρωτήθηκε  αγνοούσε τη λέξη πράγκα. Μου είπε όμως τις λέξεις πραγκό και πρακαρόλα, διαφορετικά αλιευτικά σύνεργα για χταπόδια.  Με το πραγκό που ήταν τεσσαροχάλι (αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε. Επ’ ευκαιρία: οχτωχάλι ή οχταχώλι το χταπόδι σε αμοργιανό στιχούργημα που λέγεται  (λεγόταν) στο αλώνι την ώρα μέτρησης του καρπού) ανέβαζαν και τον κύρτο από το βυθό ή κάτι άλλο που τους είχε πέσει στη θάλασσα.  Μοιάζει, απ’ ό τι κατάλαβα, με το αμοργιανό αγκρίφι. Στη νουβέλα του Παπαδιαμάντη (της εταιρείας ελληνικών εκδόσεων)  διαβάζω πράγγες, στο λεξιλόγιο πράγκα: σύνεργο ψαρικής για χταπόδια. Πάντως στον Παπαδιαμάντη είναι ολοφάνερο πως η πράγγ(κ)α δεν έχει τη σημασία που οργάνου με το οποίο βγάζουν τους αχινιούς. Στην Αμοργό   σχίζουμε την άκρη καλαμιού σταυροειδώς, τοποθετούμε  σταυρωτά δυο κυλιντρικά ξυλαράκια στις σχισμές, που διατηρούν το άνοιγμα στο μέγεθος του αχινιού, τα δένουμε  και με αυτό το σύνεργο από τη βάρκα βγάζουμε τους αχινιούς. Δεν έχουμε ιδιαίτερη ονομασία πάρε το καλάμι για τους αχινιούς, λέμε. Ο Χιώτης μου είπε πως το καλάμι αυτό το λένε αχινολόγο. Ο θείος μου που ήταν γύφτος (σιδηρουργός) είχε φτιάξει σιδερένια φούχτα για τους αχινιούς, τέτοια που θα ήταν, νομίζω, η πράγκα. Και αυτό ήταν ανομάτιστο.

(Το τεσσαροχάλι είναι γάντζος ή άγκυρα με τέσσερις βραχίονες).

Ρέζιγος [επισφαλής]:  ρέζιο (τρισύλλαβο), κυρίως το ουδέτερο.

Σκαπετίζω:  μόνο σκαπέτης: εργάτης που σκάβει ό,τι δεν μπορεί το αλέτρι, άκριες, καντούνια, αγουράδες.

Σοπάκι: και στην Αμοργό, μόνο ο βαρύς ξυλοδαρμός.

Τζαβέτα [μεγάλο μεταλλικό καρφί]: ζαβέτθα.

Τράφος: ο τράφος: η ξερολιθιά.

Τσιέρα [πρόσωπο]: τσέρα, είναι τσεριασμενος με αρνητική σημασία: «μόλις του τόπα, κατέβασε μια τσέρα», ξίνισε, κατέβασε  μούτρα   και «ο καιρός είναι τσεριασμένος» σκοτεινός, μουντός με μαύρα σύννεφα.Ψακή, ψακώνω, ψάκωμα [δηλητήριο]: πολύ γνωστά στην Αμοργό και ψακολοώ.  «Πήε να ψακολοήσει στο μπροστανικό».

Αυτά έγραψε ο αμοργιανός φίλος στο πρώτο του ηλεμήνυμα. Του παρατήρησα ότι στο βιβλίο η μόνη μνεία στην Αμοργό είναι στο λ. φορτιάρικο, το υποζύγιο ζώο. Και μου απάντησε:

Από όσο ξέρω  δεν τη χρησιμοποιούμε στην Αμοργό ή τουλάχιστο στα δικά μου μέρη. Ρώτησα τον αδελφό μου που ζει στο νησί και την αγνοεί. Για το ότι  «η γέννα του φορτιάρικου δεν είναι ευλογία» πράγματι έτσι συμβαίνει. Οπωσδήποτε ενάμιση μήνα είναι εκτός εργασίας: ένα μήνα πριν από τη γέννα και καμιά δεκαρια μετά.(Ο εκτός εργασίας χρόνος για την αελιά ήταν-είναι  μόλις τέσσερις, άντε πέντε  μέρες). Βέβαια ο χρόνος μπορεί να είναι περισσότερος, κάτι που εξαρτάται από την κατάσταση εγκυμοσύνης του ζώου. Γι΄αυτό φρόντιζαν η σύλληψη να γίνεται σε περίοδο, ώστε η γέννα να συμπίπτει με νεκρό  χρόνο εργασίας, τους μήνες Γενάρη-Φλεβάρη. Όμως  αυτό δε διασφαλιζόταν, όταν το ζώο ήταν αδέσποτο. Τους χειμερινούς μήνες, όταν ήταν σουζουμάδες, τα ζώα τα οδηγούσαν στο βουνό, όπου ανενόχλητα, εννοώ χωρίς επιτήρηση, έσμιγαν με τα βορδώνια.

Παρατήρησα ότι βορδώνι είναι σε πολλά μέρη το μουλάρι, και βορδωνάρης ή βουρδουνάρης ο μουλαράς και, στα μοναστήρια, ο καλόγερος με ειδικότητα ημιονηγού, ή, στις μέρες μας, οδηγού αυτοκινήτου. Μου απάντησε ο φίλος:

Βορδώνι στην Αμοργό είναι ο αμνούχιστος γάιδαρος. Στον Κριαρά βρίσκω βορδώνι(ν):  ημίονος αρσενικός, μουλάρι. Δίνεται  εκεί το παράθεμα «βορδώνια είκοσι και μουλάρια δέκα». Πάντως το θέμα δεν είναι το ασερνικό γαϊδούρι, αλλά το αμνούχιστο.
Σε κυπριακό λεξικό λατινικών και λατινογενών λέξεων της κυπριακής διαλέκτου του Γιαγκουλλή  βλέπω βορδώνιν-βορτώνιν :μικρός ημίονος, μουλάρι και το παράθεμα «και εάν ήτον μούλαν ή βορδώνιν, εντέχεται να του δώσει πέρπυρα λ΄ «.
Στον Κουκουλέ βρίσκω τη λέξη «βορδοναρεία, ήτοι σταθμοί υποζυγίων», που μάλλον θα περιέχουν  γαϊδούρια  πάσης φύσεως ( ή επειδή τα βορδοναρεία βρίσκονταν στα μοναστήρια δεν έπρεπε να υπάρχουν αμνούχιστα) και μουλάρια.

Και για την άλλη άγνωστη λέξη που θα έχετε: Σουζουμάδες είναι ο βροχερός καιρός που διαρκεί καιρό με αποτέλεσμα  λασπερά χωράφια που δεν επιτρέπουν γεωργικές εργασίες και ούτε  βέβαια ζώα σ’ αυτά. Ετυμολογία δεν μπορώ να βρω.

Για τους ή τις σουζουμάδες, ετυμολογία ούτε εγώ μπορώ να βρω, πάντως στοιχηματίζω πως έχουν σχέση με το τουρκικό su που θα πει νερό. Έχουμε μερικά δάνεια με σύνθετα της λέξης αυτής, όπως σούμπασης, που ήταν τοπικός αξιωματούχος (με αρμοδιότητα και για το νερό, αρχικά) ή σουλαντίζω που θα πει ποτίζω.

Αυτά λοιπόν για τις Λέξεις από την Αμοργό, και ίσως επανέλθω αργότερα μια και ο φίλος υποσχέθηκε να στείλει κι άλλες λέξεις που δεν τις έχει το βιβλίο.

.

63 Σχόλια to “Λέξεις που (δεν) χάνονται από την Αμοργό”

  1. Απόστολος Βρανάς said

    Τὸ «κάτι» (δίπλωμα ὑφάσματος) τὸ λέμε κι ἐμεῖς στὴ Μυτιλήνη (δὲν ξέρω γιὰ ὅλη τὴ Λέσβο …). Τὸ ἴιδιο καὶ τὸ «ρέζιγος» (ἐπισφαλῆς), ἀλλὰ ὄχι τὸ «ρέζιο»

  2. Κατσιφάρα ζεις…
    Εννοώ πως αν δεν ήταν και αυτός, ούτε και αυτή τη λέξη δεν θα ‘ξερα. Υπερβάλλω. Υπάρχει και πομοντόρι και ‘πουργός. Αλλά ως εκεί.

    Γιάννης με καλημέρες

  3. sarant said

    Ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    1: Το «κάτι» είναι αρκετά κοινό σε πολλά μέρη.

  4. CulCulζέλος said

    Ενδιαφέρον θα ήταν να ορίσουμε πότε μια λέξη ξεφεύγει από την ντοπιολαλιά και τη διάλεκτο. Αν περιοριζόταν στο τοπικό επίπεδο της Αμοργός, τότε ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ, και έτσι δεν μπορεί να χάθηκε.

  5. Απόστολος Βρανάς said

    Νἀ καὶ ἄλλη μία λέξη ποὺ χρησιμοποιοῦμε, τὸ «λαντουρῶ» (ἄν καὶ σὲ μᾶς εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ «πιτσιλάω» …). Καὶ τὸ «ψακώνω» πρέπει νὰ εἶναι ἀρκετὰ διαδεδομένο …
    Θὰ ἦταν ἐνδιαφέρον νὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ἐτυμολογούσαμε. Τὸ «πουργός» λογικὰ θὰ πρέπει νὰ εἶναι παραλλαγή τοῦ «ὑπουργός» … Τὸ «ντάμι» εἶναι σίγουρα τούρκικο (ἀγροτική ἀποθήκη) καὶ τὸ «νάμι», ὑποθέτω, λατινογενές …

  6. Αρκεσινεύς said

    Επειδή είμαι Αμοργιανός, θέλω να ευχαριστήσω τον Νίκο για τη χαρά που μου έδωσε με την ανάρτησή του και να μου επιτραπεί να κάνω 2-3 σχόλια.
    γεντέκι:εγώ θα έλεγα «πολύ κοντινή», έστω και με τη μεταφορική χρήση.
    σίχλα:Πράγματι είναι ο κουβάς (σίκλος-σίγλος-σίχλος-σίχλα). 0 μικρός κουβάς είναι σιχλί. Στα κυπριακά βρίσκω σίκλα-σικλί.
    Στο δημοτικό «ο γυρισμός του ξενιτεμένου» από τη γιαγιά μου άκουγα:
    σαράντα σίχλους έβγαλε,στα μάτια δεν τη είδα
    Ο Πολίτης (αρ. 84) γράφει:σαράντα σίκλους
    κάτι:το αρχ. ωρειον (χτιστή κιβωτιόσχημη αποθήκη σιτηρών). Εσφαλμένα βέβαια χώρισμα αντί χώρος.
    1. Η σίγηση του γ ανάμεσα σε φωνήεντα είναι πολύ συνηθισμένη στην Αμοργό.

  7. Αρκεσινεύς said

    Κάτι ακόμη για το κάτι. Βλέπω στον Πάπυρο πως δίνεται και η σημασία» πάτωμα,όροφος», κάτι που προσεγγίζει την αμοργιανή σημασία «χώρος» που θα έλεγα πως σχετίζεται με την πτυχή,δίπλα.
    5.Απόστολε, θα σου απαντήσει ο Sarant για την ετυμολογία των λέξεών σου.

  8. Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said

    Φίλη από την Αμοργό, με έφεση στην ερωτική ποίηση, υπογράφεται ως Αμορ Γυνή, μου ωμίλησε δε με υπερηφάνεια για το Αμοργινό ‘λαθούρι’, νομίζω το αντίστοιχο της Κυπριακής λουβάνας.

    Ώστε εκ του βορδωνίου ο επιδημών ,βώρτος στην Κύπρο; ‘Τζι’ έκαμεν ο γαουράππαρος, επ’ ήτουν ξακουστός, έκαμεν με την βονιτζιήν, μουλούδες τζιαι βωρτούθκια… (Λιπέρτης)

  9. Σοπάκι: Το έλεγε και η Σμυρνιά (Μενεμένη) γιαγιά μου, με την έννοια του ξυλοδαρμού: «ένα σοπάκι που σου λέίπει». Όταν μου καμιά φορά μού φώναζε και της έλεγα «Σώπα» με αντέσκοφτε με ένα «Σόπα στο κεφάλι σου».

  10. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα σχόλια!

    5: Απόστολε (είμαστε και συμπατριώτες), για να κάνω ρεκλάμα, όλες τις ετυμολογίες τις έχει το βιβλίο -σωστά λες πως ο πουργός είναι από τον αρχαίο υπουργό (που σήμαινε υπηρέτης), το ντάμι είναι πράγματι τούρκικο δάνειο, αλλά και το νάμι από τα τούρκικα είναι, περσικής όμως αρχής.

  11. sarant said

    9: Πολύ ωραία η απάντηση της γιαγιάς!

  12. Αρκεσινεύς said

    8. Δεν ξέρω γιατί η Αμορ γυνή μίλησε με υπερηφάνεια για το λαθούρι, αλλά στην Αμοργό το λαθούρι είναι ζωοτροφή. Σε κυπριακό λεξιλόγιο βλέπω λουβάνα=λάθυρος ( >λαθύριον, >λαθούρι). Μήπως εννοούσε το κατσούνι; Τότε έχουμε άλλο θέμα για το οποίο πολύ ο λόγος.

  13. HAL9000 said

    @6
    Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γιαγιά μου (γεννημένη και μεγαλωμένη στη Σαντορίνη) να αποκαλεί τον (μεταλλικό) κουβά με τον οποίο αντλούσε νερό απο τη στέρνα «σίγλα» .

  14. Mindkaiser said

    Νικοκύρη,
    Στη θεωρία συστημάτων, το «feedback» έχει μεταφραστεί ως «ανατροφοδότηση». Με ποιό σκεπτικό επέλεξες το «αναπληροφόρηση»;
    Φοβερά ενδιαφέρον και το σημερινό άρθρο, όπως πάντα άλλωστε. 🙂

  15. Mindkaiser said

    Μου αρέσει που ρωτάω, πριν επισκεφτώ τη λεξιλογία. :-Ρ Άκυρη η απορία.

  16. sarant said

    14-15: Το άρθρο της Λεξιλογίας που λέει ο Mindkaiser είναι αυτό:
    http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?1374

    Χωρίς να λέω ότι έχω δίκιο, αλλού χρησιμοποιώ την ανατροφοδότηση και αλλού την αναπληροφόρηση.

  17. Βεδούρα στα χωριά της Ρούμελης λένε το (ξύλινο) δοχείο όου πήζουν τον διαούρτη

  18. ppan said

    Μια ελαφρά άσχετη με το θέμα ερώτηση, αλλά επείγομαι.Η ερώτηση απευθύνεται στους Βλάχους και τους Βλαχολόγους. Ποιος είναι στα γαλλικά ο σωστός όρος: Valaques, Aroumains, ή άλλος; Και για τα βλάχικα; Μερσί ενορμεμάν ντ΄αβανς

  19. ppan said

    Και μεταφραστές δεχόμαστε. Ό,τι προαιρείστε. Ψάχνω τον ούτως ειπείν επιστημονικά σωστό όρο, ανάμεσα στους πολλούς.

  20. Μαρία said

    18 Γούγλισε: Αχιλλέας Λαζάρου aroumain (Είχε κάνει το διδακτορικό του στη Σορβόνη)
    Με μικρό η γλώσσα με κεφαλαίο οι Αρμάνοι, για να μη μπερδεύονται και με τη Βλαχία. 🙂

  21. ppan said

    Φχαριστώ Μαρία, ΄κι άλλον έχω βρει με aroumain, έναν Καρανίκα στην Μπεζανσόν. Αλλά έχω βρει και με βαλακ. Το αρουμάν για τη γλώσσα μοιαζει πιο συχνό αλλά αναρωτιέμαι για τους πληθυσμούς…

  22. τοὺς στίχους τοῦ διστίχου δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς κόψουμε σὲ τετράστιχο;

  23. sarant said

    22: Σαφώς και μπορούμε.

  24. Μαρία said

    21 Το Aroumains να προτιμήσεις λόγω του αυτοπροσδιορισμού. Κι ο Βάιγκαρντ καθιέρωσε στα γερμανικά στα τέλη του 19ου αι. το Aromunen. Όπως βλέπω στον Καλ μένουν απέξω μόνο οι Μογλενίτες Βλάχοι και οι Ιστρορουμάνοι που αυτοπροσδιορίζονται ως Vlash.

  25. ppan said

    Merci

  26. Τίτος Εξώς Χριστοδούλου said

    12
    Λαθούρι: μήπως υπάρχουν τοπικισμοί επί τόπου, κάποια χωριά στην Αμοργό;

    Πάντως, πλησιόηχο και άσχετο, το διακοσμητικό λαχούρι, συνδέεται μήπως με την Λαχώρη, οι σταθμοί στην πορεία των καραβανιών του δρόμου του μεταξιού, Σαμαρκάνδη, Ισφαχάν κ.α.;

  27. Μαρία said

    12 Μήπως έτσι λύνεται η παρεξήγηση;

    strawberry_0

  28. π2 said

    Η καρούτα (αλβανικής ετυμολογίας κατά το slang.gr) ανήκει και στην ποδοσφαιρική αργκό, καθότι αργοκαρούτα είναι ο αργός και δυσκίνητος παίκτης που δεν στρίβει ούτε με βίντσι. Τον όρο χρησιμοποιεί συχνά ο Αλέφαντος.

  29. Μιχαλιός said

    Σουζουμάς: προφανώς από το sιzma(k)= διείσδυση, διαρροή, στάξιμο, δάκρυσμα.

  30. Καλαχώρας Λεώνικος said

    Βεντέμα, στην Κρήτη, η ιδιαιτέρως μεγάλη σοδειά. «Φέτος έχουμε βεντέμα στην ελιά» Λ. βενετσιάνικη. Κατ’ ουσία σημαίνει ‘αφθονία αγαθών στην αγορά’

    Βοδώνω περί σίκλου. Ο σίκλος είναι δοχείο που χωρούσε στάρι αξίας ενός σίκλου. Το βιβλικό σίκλον είναι μονάδα βάρους και κατά συνεκδοχή ‘αξία σε ασήμι βάρους ενός σίκλου’. Τί απίθανα ταξίδια κάνουν οι λέξεις (από σχολιαστή του site το πήρα αυτό). Το σίκλον είναι το ‘αργύριον’ του Ευαγγελίου, αντί σαράντα των οποίων προδόθηκε ο Ιησούς. Τέλος είναι το shekel η σημερινή νομισματική μονάδα του Ισραήλ. Μικρότερο από το σίκλο (δοχείο) ήταν το εφά σχήματος σέσουλας (τη θυμάται κανείς;)

    Ζάβαλης. Υπάρχει στην Αρτοτίνα (της πάλαι Δωρίδος) όπου έκανα αγροτικό ιατρείο, η Βρύση του Ζάβαλη. Υποθέτω ότι προέρχεται από το ‘Διάβαλης’ αλλά δεν έχω ενδείξεις να πάω πιο κάτω.

    Καρούτα: Υπάρχει τοπωνύμιο Καρούτες κοντά στην Αρτοτίνα. Δεν θυμάμαι αν έμαθα ποτέ τι σήμαινε, αλλά ο πληθυντικός υποδεικνύει άλλη σημασία από αυτή της ανάρτησης.

    Νάμι, όνομα. Αυτό μπορεί να είναι εξίσου λατινογενούς, ρωσικής ή ακόμα και περσοϊνδικής (που λέει ο λόγος) προέλευσης. (@10)

    Πλίκος , τυλιγμένος, διπλωμένος, λατινογενές

    Πομοντόρο, καλά, όλοι το ξέρουμε πως είναι pommo d’ oro. Αλλά… τί ταξίδια κάνουν οι λέξεις! Στη γεωργιανή (kartuli) οι ντομάτες λέγονται pamidori• προφανώς πρώτοι τις πήγαν εκεί (στα παράλια εννοείται) βενετσιάνοι. Αλλά από την Αμοργο στο Tbilisi… να μην αναφωνήσεις: τί ταξίδια κάνουν οι λέξεις;

    Πουργός. Επιτέλους! Υπάρχει κι ένας τόπος σε αυτή τη χώρα που η λέξη υπουργός διατήρησε την πραγματική της σημασία. Διότι στην υπόλοιπη Ελλάδα την ξέσκισαν. Στο λεξικό μου… (μετά τον Pokorny) θα γράφω: Υπουργός: καμπόσος, υπερόπτης, οιηματίας, λοβιτουραδόρος, αγιογδύτης, κλέφτης, αγύρτης, ματσαράγκας, απατεώνας, μιζαδόρος, αρπάχτης, κονόμας, ύπουλος, ψεύτης, λεχρίτης και τα συναφή. Κι ας έρθει μετά ο Σαραντάκος να με ελέγξει. Μπράβο ρε Αμοργό! Είδες τι ωφέλιμο είναι να είσαι μακριά από το κέντρα; Δεν τα λακτίζεις αλλά και δε σε λακτίζουν.

    Ρέζιγος λατινογενές, πρβλ. ρίσκο. Στην αλβανική ο κίνδυνος = rezik

    Σοπάκι. Θα φας ένα σοπάκι… (προς άτακτο παιδί) Πρέπει να είναι γενικά νησιώτικο γιατί το έχω ακούσει στην Κούλουρη και τον Πόρο.

    Σούμπασης < subaşı τι άλλο να σημαίνει; Το ζουσούνι το βλέπω μακρινό αν όχι απίθανο. Πρέπει να βρεις κάποιο λ ή ρ που φαγώθηκε στο δρόμο.

    Κρίμα που τελείωσε η ανάρτηση. Είχε ψωμί.

    @4 Η άποψή σου, την οποία όμως μπορεί να μην κατάλαβα καλά, είναι μάλλον ανθυγιεινή για τη γλώσσα. Οι αμοργιανοί, ακόμα και οι ‘πιο ντόπιοι’ από κάπου πήγαν και μιλούσαν κάποια γλώσσα ασφαλώς. Η όποια λέξη τους, ακόμα κι αν ήταν εντελώς τοπική, είναι είτε μετεξέλιξη μιας υπαρκτής γλώσσας ή εκμετάλλευση ενός μορφήματος είτε ηχομιμητική λεξιπλασία. Αντίθετα τα ‘το κλα, το φα, το πιε’ από την πασίγνωστη μαντινάδα είναι ευκαιριακά κι επομένως ανύπαρκτα.

    @10 Η Βλαχία, που σήμερα βρίσκεται στη Ρουμανία, ονομαζόταν Walahia, χώρα των vlah, ξένων στην εκκλησιαστική σλαβονική. (Όλα τα άλλα του Βικιλεξικού είναι αρλούμπα). Ασφαλώς πρόκειται για αδιευκρίνιστης προέλευσης λατινόφωνα στοιχεία (στρατιώτες) που ξέμειναν στην βαλκανική, και ασφαλώς θ’ αναμείχθηκαν με έλληνες εφόσον ήσαν κυρίως άνδρες, αλλά όχι εκλατινισθέντες έλληνες. Είναι, νομίζω ανεδαφικό, δεν έχει νόημα ν’ αναρωτιόμαστε αν ανέβηκαν προς ή αν κατέβηκαν από τη σημερινή Ρουμανία, (τότε Δακία και Ιστρία) και δεν υπάρχει λόγος να τους προεταιριστεί κανείς όπως προσπάθησαν οι Ναζί υποσχόμενοι ‘ανεξάρτητο κράτος’. Άλλωστε, όπως έδειξαν τα σχετικώς πρόσφατα γεγονότα στην Αλβανία, ακόμα κι εκείνοι που δεν ζουν στην Ελλάδα έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Η λέξη αρωμούνοι / αρρωμούνοι είναι μια κατασκευή που επινοήθηκε για να τους ταυτίσει με τους ‘ρωμιούς’ με τη σημασία έλληνες, ακριβώς για ν’ αποτραπούν τέτοιες ανοησίες. Το α- είναι υποτίθεται το αραβικό άρθρο αλ- το οποίο εξομοιώνεται με το αρχικό σύμφωνο της λέξης που συνοδεύει, όταν το σύμφωνο είναι ‘ηλιακό’ (επειδή ο ήλιος Shamesh το τρέπει, ashShemesh, πρβλ. arrak το ρακί, arRumι o Τζαλάλ, atTabrishi ο φίλος του ο Σεμσεντίν, ενώ μπροστά από τα σεληνιακά σύμφωνα όπως και τα φωνήεντα διατηρείται το l, alHena). Επομένως, δε θα χρησιμοποιούσα ποτέ το Aroumains ή Aroumans ιδιαιτέρως σε κάτι εκτός Ελλάδος.

  31. Μαρία said

    Ο αυτοπροσδιορισμός Armanj δεν είναι κατασκευή, προέρχεται απ’ το Romani.

  32. Μιχαλιός said

    Επίσης το σούμπασης κατά την επικρατέστερη τουλάχιστον άποψη δεν είναι από το su (νερό), αλλά από το sü (στρατός). Στρατηγός πάει να πει.

  33. http://94.236.74.231:8081/live η διεύθυνση του stream για το media player σας. Κι ο νικοκύρης μόλις έφτασε

  34. Αρκεσινεύς said

    27.Μαρία, η παρεξήγηση δε λύθηκε. «Λάθυρον εύοσμον» δεν καλλιεργούμε στην Αμοργό.
    26.Τίτο,τουλάχιστο για το λαθούρι δεν υπάρχει διαφορετική λ. στα χωριά μας.
    Γκουκλίστε στο fava-nektariosaligiannis και διαβάστε το PDF (το δεύτερο στη σειρά αποτέλεσμα δηλ.)

  35. Μαρία said

    32 Μου το είχε εξηγήσει κι ο Δύτης, όταν νόμιζα οτι το δικό μας το Σουμπάσκιοϊ ήταν η έδρα του αρχινερουλά 🙂

    34 Μπορεί να το καλλιεργούν οι κουμπάροι, όχι εσείς.

  36. Αρκεσινεύς said

    35.Ούτε κουμπάροι,ούτε και κουμπάρες.
    26.Με αφορμή τη Λαχώρη σελίδες επί σελίδων έχουν γραφεί για την προέλευση της λ. Αμοργός και για τους περίφημους αμοργιανούς χιτώνες του Αριστοφάνη. Βλ. λ.χ. Βογιατζίδη ΑΜΟΡΓΟΣ, 1918, Μηλιαράκη ΑΜΟΡΓΟΣ 1928

  37. Για Ppan.

    Πάντως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο και «Βλάχος» αποκαλούμενος, αποδίδεται σε γαλλικό επιστημονικό περιοδικό Valaque.

    Γιάννης

  38. sarant said

    33: Ναι, τελικα το πρόγραμμα της εκπομπής άλλαξε. Ελπίζω αύριο να αναρτήσω εδώ τον λίκνο προς την ηχογραφημένη εκπομπή.

  39. Πάντως από τα τέσσερα γαλλικά ΣΟ (Sot/saut/sceau/seau = βλάκας/πήδημα/σφραγίδα/κουβάς) τα δυο τελευταία αποδίδονται με τον ίδιο περίπου τρόπο στα ελληνικά +/- ΣΙΓΙΛΟ.

    Γιάννης

  40. Μαρία said

    36 Κουμπάροι είναι οι Κυπραίοι.

  41. Ο. said

    ζαμπούνης = αδύναμος (Αναφέρεται στο βιβλίο «Αγέλαστη Άνοιξη» του Λουντέμη. Το λέει κάποιος χωρικός από τα χωριά της Έδεσσας… αν δεν κάνω λάθος)

  42. ppan said

    37 και Λεώνικε: ευχαριστώ. Ναι, όλα υπάρχουν, και κουτσοβλακ, καιβλακ, αλλα έχει σημασία η τωρινή επιστημονικά καθιερωμένη και ιδεολογικά ουδέτερη ονομασία για να μην έχουμε μπερδέματα.

  43. Αρκεσινεύς said

    40. Μαρία, συγνώμη,δεν το θυμόμουνα.Μην ξεχνάς πως είμαι καινούριος.

  44. christos said

    30. Λεώνικε εγώ τη βεντέμα τη βρίσκω στον Κριαρά να σημαίνει τρύγος ενω στου Ξανθινάκη το κρητικό λεξικό ερμηνεύεται ως ελαιοπαραγωγή (χωρίς να προσδιορίζει ποσότητα). Λέει μάλιστα οτι στα Χανιά (απ’ όπου και κατάγομαι) το προφέρουν βεδέμα ενώ στο Ρέθυμνο βεντέμα. Τα λεξικά ετυμολογούν τη λέξη απο το βενετικό vendema που σημαίνει τρυγητός.

  45. ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ said

    Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  46. Αρκεσινεύς said

    Μετά από επιβεβλημένη απουσία
    4. Στην Αμοργό λέμε η Αμοργό,η Σύρο, η Σίφνο, αποκόπτεται δηλ. το τελικό ς. Στη γενική πάντως σπάνια χρησιμοποιείται ο τύπος της Αμοργός.
    40.Μ’ άρεσε ο τύπος Κυπραίοι. Στην Αμοργό χρησιμοποιείται η λ. Κυπραίος για να ονοματίσει αρσενικό γαϊδούρι με χαρακτηριστικά το μαύρο χρώμα και το μεγαλόσωμο, είναι όμως μπατάλικο ζώο. Αγνοείται το από πού έφθασε στο νησί, γιατί βέβαια δεν ήρτε κατευθείαν από την Κύπρο.
    44. Η λ. βεντέμα στην Αμοργό χρησιμοποιείται για να δηλώσει παραγωγή και μάλιστα καλή, όχι όμως με την έννοια του τελικού αποτελέσματος. Σε μιά συγκεκριμένη χρονική στιγμή λέμε τώρα είναι στη βεντέμα τους λ.χ. τα (ξερικά) φασόλια.
    Ο Κουκουλές δεν την αναφέρει στο έργο του Β.β. και π. Στα ιταλικά ventemmia :τρύγος και μτφρ. σοδειά,λατινικά vindemia:τρυγητός αλλά και η συγκομιδή καρπών.
    κάτι:έχει δοθεί το παράδειγμα «το ρειο έχει δυο κάτια»,.Κάλλιστα μπορεί να έχει 2 χωρίσματα, δηλ. να είναι τρίχωρο το ρειο που ,όπως είπαμε, είναι χώρος αποθήκευσης του καρπού. Συνήθως βέβαια ήταν μονόχωρο ή δίχωρο.

  47. Αρκεσινεύς said

    Στην Αμοργό υπάρχει επίθετο Ψακής,νομίζω και στη Χίο. Σίγουρα θα υπάρχει και σε άλλες περιοχές. Μπορεί κανείς να υποθέσει την προέλευση της λ.

  48. voulagx said

    #30 Λεωνικε, εγω παντως στη μητρικη μου γλωσσα αυτοπροσδιοριζομαι ως armânu και λεω οτι μιλαω (=sburăsku) armâneşti.

  49. Μαρία said

    47 Την ψακή την έχει κι ο Νίκος στις λέξεις που χάνονται, μια και τη λένε σε πολλά μέρη, την έχει και ο Ανδριώτης που παραπέμπει στην ψιακή, όπου παραθέτει ετυμολογία του Χατζιδάκη: απ’ το ψιακί υποκορ. του μεταγν. ψίαξ.
    Στο ΛΣ ο ψίαξ στο λήμμα ψιάς=ψεκάς και αναφέρεται απ’ τον Ησύχιο.
    Ο Ψακής φαρμακώνει ή φαρμακώνεται;

    46 Το κυπραίικο γαϊδούρι το χρησιμοποιούμε μεταφορικά σαν υπερθετικό του γαϊδουριού.

  50. Σκαπέτισμα (ρ. σκαπετίζω, σκαπετάω και σκαπετώ) στο νομό Ηλείας σημαίνει: αναχωρώ πολύ γρήγορα, απομακρύνομαι, «την κάνω» Π.χ. Που να τον πιάσουν; Σκαπέτηκε τώρα αυτός. Σκαπέτα το από τα χέρια σου αυτό τα πράμμα=πέταξέ το μακριά, εξαφάνισέ το.
    Έχω την εντύπωση (δεν είμαι ειδικός) ότι προέρχεται από το ιταλικό, αμετάβατο ρήμα scappare που σημαίνει διαφεύγω.
    Τράφος (παθητ. ρήμα τραφιάζομαι), σε περιοχές της ορεινής Ολυμπίας σημαίνει ανώμαλη πτώση με επακόλουθο σοβαρό τραυματισμό. Π.Χ. Τι έπεσε λέτε; Τραφιάστηκε ρε παιδιά ο άνθρωπος!
    Κλαπαύτης, σύνηθες παρατσούκλι για άνθρωπο με μεγάλα αυτιά.
    Σούγλος, μεταλικός κουβάς με λαβή για άντληση νερού και για μεταφορά του.

  51. sarant said

    Καλημέρα!

    Βουλάγξ, με γεια η αβατάρα!

  52. Αρκεσινεύς said

    Καλημέρα.
    50.1. Παρατήρησα πως κανείς δε σχολίασε τις λέξεις που περιέχονται στον ορισμό του σκαπέτη
    -καντούνι:στο νησί μου είναι η γωνιά (ιταλ. canto). Σε παιδικό παιχνιδοτράγουδο
    Τσίμπι-τσίμπι τον ατθό,
    τον ατθό,το μαρατθό,
    που τσιμπούν οι γερανιοί
    και βγαίνουν οι αγγέλοι.
    Έβγα,κυρά θάλασσα,
    να δεις την πρωτοκόρη.
    Πάρε ψωμί κι αγγούρι
    τρέχα κάτω στο καντούνι.
    – αγουράδα:είναι ένα μικρό κομμάτι γης που κατά το όργωμα ή από απροσεξία του ζευγολάτη ή από κάποια κίνηση εκτροπής των ζώων από την ορθή πορεία τους δεν οργώνεται. Το ίδιο θα ειπωθεί και σε σκάψιμο στο αμπέλι ή στον κήπο.
    2.Τραφιάζομαι:Και στην Αμοργό χρησιμοποιούμε το ρ. για να δηλώσουμε πως από κάποιο σημείο απόκρημνης περιοχής δυσκολεύεται κάποιος να μετακινηθεί,ούτε μπρος να πάει,ούτε πίσω να γυρίσει. Δε δηλώνουμε όμως με τη λ. και δυσμενές επακόλουθο. «Τραφιάστηκε κι ήπφεσε».
    49. Σωστά (και γνωστά). Ο Ψακής μάλλον ψακώνει.

  53. sarant said

    52: Βραχώθηκε λέει ο Παπαδιαμάντης για ανάλογη περίπτωση της κατσίκας που βρέθηκε στον απόκρημνο βράχο.

  54. Αρκεσινεύς said

    53. Λέμε ακόμη:σκαλιάζω και σκαλιάζομαι (σκαλί): Βρίσκομαι σε απόκρημνο μέρος από το οποίο η κάθοδος είναι πολύ δύσκολη » Σκαλιάστηκε η κατσίκα».

  55. π2 said

    Τράφος (έστω, τράφη) και στην αρχαία Αμοργό: https://sarantakos.wordpress.com/2009/11/26/skeptomenoi/#comment-18003

    Σκαπέτης, λογικά κι αυτό από την αρχαία (σκάπετος = όρυγμα). Παρετυμολογία για το σκαπετίζω με την έννοια ξεφεύγω, εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2010/05/20/kemal/#comment-34456
    😛

  56. sarant said

    55: Και όχι από το scappare; Ή το λες «με τη γλώσσα στο μάγουλο»;

  57. π2 said

    Με τη γλώσσα στο μάγουλο, όπως τεκμαίρει και το smiley. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βέβαια, αναρωτιέμαι μήπως ισχύει στ’ αλήθεια αυτό που είπα για πλάκα. Γιατί σκαπετίζω και όχι σκαπάρω αν ήταν από τα ιταλικά; Δεν είναι μεγάλη σύμπτωση να συνυπάρχουν σε ντοπιολαλιές η αρχαία λέξη και μια απολύτως ομαλά σχηματισμένη λέξη που μοιάζει να βγαίνει από την ίδια ρίζα; Και η εικονοποιία δεν είναι πολύ παρατραβηγμένη: τα τετράποδα όταν βιάζονται αφήνουν χώμα πίσω τους, όπως οι σκαπέτες.

  58. Αρκεσινεύς said

    55.Σ’ ευχαριστώ που μου τη θύμισες την πολυσυζητημένη επιγραφή του Διός του Τεμενίτου., που βρέθηκε στο χωριό μου,την Αρκεσίνη η οποία βρίσκεται σε διαφορετικό χώρο από εκείνον της αρχαίας Α., αλλά από την οποία έχει ονομαστεί. Η επιγραφή βρέθηκε το 1871 κοντά στον πύργο του Χωριού ή της Αγιάς Τριάδας( είναι το καλύτερα σωζόμενο μνημείο της Αμοργού, των πρώιμων χρόνων του 4ου αι. π.Χ.) και χρονολογείται ανάμεσα στο 350-340 π. Χ. Η επιγραφή βρισκόταν πάνω από έναν αιώνα στην αυλή της εκκλησίας του χωριού. Σήμερα βρίσκεται στην αρχαιολογική Συλλογή στη Χώρα Αμοργού. Βλ. Μαραγκού ΑΜΟΡΓΟΣ ii οι αρχαιοι πύργοι,Αθήναι 2005.
    Από το ίδιο βιβλίο διαβάζω:»ανάμεσα στα οικοδομικά κατάλοιπα ξεχωρίζει ο καλοδιατηρημένος […] υψηλός και ευμεγέθης τράφος,πιθανώς αναλημματικός τοίχος».
    Από το Μηλιαράκη ΑΜΟΡΓΟΣ,σελ. 52 (2η έκδοση 1928, η πρώτη είναι 1884): «ο χώρος αυτών (εννοεί των πόλεων Μινώας και Αιγιάλης) είναι σήμερον μεταβεβλημένος εις αγρούς και κατατετμημένος εις τράφους (ή αιμασιάς όπως λέγονται εν Άνδρω).

  59. 55. Ευχαριστώ για τις παραπομπές. Είμαι σχετικά νέος στην παρέα και ομολογώ ότι δεν έχω καλύψει όλη την «σαραντάκειο» ύλη.

  60. Στο Αίγιο υπάρχει (υπήρχε) «σκαπετ0ράχη», που τώρα γκουγκλίζεται μόνο ως επώνυμο. Κολλάει;

    Γιάννης

  61. Lefteris_Sfak said

    Μια λέξη που θυμάμαι από επίσκεψή μου στην Ικαρία είναι τα ρασκά, τα αγριοκάτσικα. Στη Φιλοσοφική Αθηνών είχα καθηγητή που λεγόταν Βοσκός (κάθε ομοιότης με το θέμα συμπτωματική) και ο οποίος ετυμολογούσε τη λέξη από τo αρχαίο ορεσκώος (ορεσίβιος).

    Υ.Γ.: Διάβασα μονοκοπανιά τις τελευταίες 5-6 δημοσιεύσεις, όλες πολύ ωραίες ιδίως Λίμνη και Καβάφης.

  62. τυφλόμυγα said

    Η λέξη βεδούρα μου φέρνει στο μυαλό το επίθετο Βεντούρας, το οποίο φυσικά είναι σεφαραδίτικο. Δύσκολο να έχουν σχέση.

    Βεντέμα λέμε και στην Κρήτη. Ισχύει ό,τι είπε ο Λεώνικος @30. Όμως το χρησιμοποιούμε συχνά και με την ευρύτερη έννοια, της συγκομιδής.

    Γάρμπος και άγαρμπος. http://tinyurl.com/d8fmhwf

    Γιβεντίζω. Εδώ λέμε ξε-γιβεντίζω, ξε-γιβεντίστηκα, ξε-γιβεντίσματα δηλαδή ρεζιλεύω, ρεζιλεύτηκα, ρεζιλίκια. http://tinyurl.com/c2f7cse

    Όχι μόνο λέξη. Μια περιοχή, μια ιστορία ο Καράβολας στο Ηράκλειο.
    http://www.patris.gr/articles/14361?PHPSESSID=
    Κι εδώ φωτογραφίες όπως ήταν η περιοχή για δεκαετίες και όπως είναι σήμερα μετά την ανάπλαση. http://kritipoliskaihoria.blogspot.com/2011/03/blog-post_9619.html

    Κατσιφάρα, καταχνιά.

    Λαντουρώ/ λαντουρίζω και στην Κρήτη. http://cretafan.gr/lexiko/lantoyrizo

    Εδώ σκαπετίζουμε τις ρίζες των λιόδεντρων.

    Ψακωμένος ο κακός άνθρωπος.

    Πολύ ωραία ανάρτηση. Μπράβο σε όλους.

    Αμοργός χωρίς Το απέραντο γαλάζιο δεν γίνεται. 😉

  63. sarant said

    Για λίγο έμεινε στη σπαμοπαγίδα επειδή είχε πολλά λίνκια.

    Ευχαριστούμε πολύ για τη συμβολή!

Σχολιάστε