Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Εφτά ποιήματα του Ασημάκη Πανσέληνου

Posted by sarant στο 13 Μαΐου, 2012


Τις Κυριακές βάζουμε λογοτεχνία κι εγώ θυμήθηκα τον Ασημάκη Πανσέληνο, Μυτιληνιό λόγιο, με εξαιρετική σατιρική-ανατρεπτική φλέβα, που έγινε ευρύτερα γνωστός από το θαυμάσιο αυτοβιογραφικό πεζογράφημά του «Τότε που ζούσαμε» (έχω παρουσιάσει εδώ ένα κομμάτι), αλλά ξεκίνησε σαν ποιητής. Κάποια μέρα που διάβαζα μια συλλογή του, ίσως τις Μέρες οργής, αντέγραψα εφτά ποιήματά του με σκοπό να τα ανεβάσω στο Διαδίκτυο, τελικά κάτι μεσολάβησε και το αμέλησα. Ξαναβρήκα σήμερα σε κάποιο ηλεσυρτάρι αυτό το παλιό αρχείο, που αν ήταν χάρτινο μπορεί και να είχε κιτρινίσει ελαφρά, οπότε βρήκα θέμα και για σήμερα.

Ο Πανσέληνος (1903-1984) ήταν παλιός φίλος με τον παππού και τη γιαγιά μου, ακόμα από τη Μυτιλήνη· τον είχα γνωρίσει κι εγώ, μάλιστα έχω ένα βιβλίο του με αφιέρωση, που μου το έστειλε λίγους μήνες πριν πεθάνει σε αντιχάρισμα του πρώτου μου βιβλίου που του είχα στείλει.

Από τα εφτά ποιήματα που ανεβάζω σήμερα, το πρώτο είναι αρκετά γνωστό (και στο Διαδίκτυο), ενώ το «Ποδοσφαιρικό ματς» το έχω ξαναπαρουσιάσει και παλιότερα στο ιστολόγιο. Το τελευταίο ποίημα («Σ’ ένα παιδάκι») το έγραψε ο Πανσέληνος όταν γεννήθηκε ο γιος του, ο γνωστός συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος. Και αυτό το είχα ανεβάσει ξανά, στα σχόλια προηγούμενης ανάρτησης, ενώ και άλλα ποιήματα, όπως βλέπω γκουγκλίζοντας, έχουν ανεβεί σε άλλα ιστολόγια, με αποτέλεσμα μόνο ένα να είναι εντελώς νέο στο αδηφάγο Διαδίκτυο. Δεν πειράζει όμως, έτσι συγκεντρωμένα δίνουν νομίζω μια καλή εικόνα για την ποίηση του Ασημάκη Πανσέληνου.

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΝ

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,-
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελέας, με Φαίρμπανξ μουστακάκι!

Ένας εργάτης κάθεται στον μπάγκο,
από ένα σπάγγο κρέμεται ο Χριστός
κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο,
το Καθεστώς!

«Εσύ ήσουν αρχηγός στην απεργία;»
«Αυτό για μένα θα ήτανε τιμή».
«Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία»;
«Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί»!

Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ’ τα γιαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.

«Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία»!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήμερη πικρία,
μειδιά κάτου απ’ τη σκόνη του ο Χριστός,

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.

Τρων και μιλάν για το Άδικο με πάθος,
διδάσκουν τα παιδιά τους ηθική,
βέβαιοι αυτοί πως είναι κατά βάθος,
πιο τίμιοι απ’ όσους κλειουν στη φυλακή.

Φαίρμπανξ μουστακάκι: σαν του διάσημου ηθοποιού Ντούγκλας Φέρμπανκς, λεπτότριχο και μακρύ· ή, ντούγκλας το μουστάκι, που λέει και το τραγούδι του Καπετανάκη.

ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΛΗ
ΜΕΤΑ ΣΤΡΑΤΑΡΧΙΚΗΣ ΡΑΒΔΟΥ

Κατά προτίμηση Γερμανός

Μοιάζει στο βλέμμα του όρνιο παλαβό,
με το δεξί του χέρι απά στη ζώνη,
ενώ με τ’ άλλο χέρι το ζερβό
κρατά ένα μαραφέτι σαν τρομπόνι.

Κορδόνια, αστέρια και σταυροί μαζί,
η δόξα του είναι δάφνη από τιρτίρι,
το στήθος του είναι υπαίθριο μαγαζί,
στο τραγικό της ζωής μας πανηγύρι.

Γυναίκειο σκέρτσο, αντρίκια γρουσουζιά
και το μουστάκι του αρειμάνιο τόξο
κι αν του ’χε δώσει η φύση και βυζιά,
θα τα ’βγαζε απ’ τ’ αμπέχονό του απόξω.

Με τέτοια ωραία ρούχα που φορεί,
το μεγαλείο η ύπαρξή του στάζει,
κανείς που τον κοιτάει δεν απορεί
πως έχει το δικαίωμα να μας σφάξει.

Να κόβει εμάς και να ψηλώνει εκείνος
να κάνει τη ζωή μας ρημαδιό.
Ρωτιέσαι αν είναι θεός ή αν είναι κτήνος
και σκέφτεσαι πως είναι και τα δυο.

τιρτίρι: επίχρυσο ελικοειδές σύρμα που χρησιμοποιείται σε κεντήματα, παράσημα κτλ.

ΕΞΩΣΙΣ ΔΥΣΤΡΟΠΟΥΝΤΟΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ

Δεν είναι παγωνιά δεν είναι ζέστα,
είναι μονάχα της καρδιάς το ψύχος
κι οι δικαστές κι οι νόμοι και τα ρέστα
χωρίζονται απ’ τον άνθρωπο με τείχος

κι όπου ζωή σημαίνει απανθρωπία,
ο νόμος λέει τη φτώχεια «δυστροπία».

Παράτα τη ζωή και δες το νόμο·
ήρθε ο κλητήρας με ρυθμό γοργό
και της πετάει τα πράματα στο δρόμο
-χρωστούσε πέντε νοίκια η Μαριγώ-

τα φίδια έχουν φωλιές, τ’ αγρίμια, οι λύκοι
κι οι άνθρωποι έχουν σπίτια με το νοίκι.

Χειμερινή λιακάδα του Φλεβάρη
κι ο κόσμος ζει σ’ αιώνια αποκριά
όσο που να ’ρθει ο μπόγιας να την πάρει
σ’ έν’ άσυλο, νετάρισε η γριά,

η γριά μέσα στο βιος που της ανήκει
μια χύτρα, μια στρωμνή κι ένα καθίκι.

Χειμερινή λιακάδα του Φλεβάρη
και σκα η ζωή και στο ξερό κλωνάρι,

σκέπει τα πάντα ελληνική πληρότης,
κοιμάται η γριά σε στρώμα μαλακό
κι η Άνοιξη κουνάει τον πισινό της
σαν παραστρατημένο θηλυκό.

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΟ ΜΑΤΣ

Εικοσιδυό λεβέντες και μια μπάλα
τις ώρες της δουλειάς και της σχολής μας
με ιδανικά τις γέμισαν μεγάλα,
να φτιάξουν, λέει, το μέλλον της φυλής μας.
Πόδια στραβά, στραβά μυαλά και χέρια,
κωλοπηδούν να πιάσουνε τ’ αστέρια!

Ορμούν, χτυπούν και κουτουλούν σα βόδια,
να βρουν το νόημα της ζωής στην πάλη,
όλο τους το μυαλό πήγε στα πόδια
και λες κλοτσούν πια τ’ άδειο τους κεφάλι
και ζουν κι αυτοί κι ο λαός μια καταδίκη
ανάμεσο στην ήττα και στη νίκη.

Νοικοκυραίοι φτωχοί μαγαζατόροι
κινούν νωρίς τ’ απόγεμα σα λύκοι,
της ζωής οι νικημένοι με το ζόρι
της νίκης ν’ απολάψουν τ’ αλκολίκι
και κλειουν σ’ ενός μαντράχαλου τα σκέλια
του κόσμου την αρχή και τη συντέλεια.

Κι ύστερα χουγιαχτό, βουή και χτύπος
και δεν έχει προβλήματα η ζωή,
καλά που ’ναι κι ελεύτερος ο τύπος,
για να μαθαίνει ο κόσμος το πρωί
πόσο κλοτσάει με νόηση ένα χαϊβάνι
κι η Λίζα η Τέιλορ έρωτα πώς κάνει.

Στείρα καρδιά και δύναμη τυφλή,
παράγουν ήρωες μαζικά στους τόπους,
ω κι αν βρισκόταν δυο άνθρωποι δειλοί,
να σώσουν απ’ τους ήρωες τους ανθρώπους
που ζουν σ’ ενός πολέμου μες στη δίνη,
για να ξεσυνηθίζουν την Ειρήνη.

Κι ω να βρισκόταν και στον κόσμο μια άκρη
που η χλαλοή του ματς να μην τη σκιάζει
να υπάρχει μια χαρά και μες στο δάκρυ
κι ένας καημός στων κοριτσιών το νάζι,
της Κυριακής χρυσή να πέφτει η εσπέρα
χωρίς κραυγή πολέμου και φοβέρα.

ΕΝΤΙΜΟΣ ΒΙΟΣ

Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.

Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ

Στην Κηφισιά, πριν μπεις, είναι μια βίλα
με σύρμα αγκαθωτό, δεντρά και χλόη.
Μέσα της κλειουν παιδάκια εγκληματίες
και τα φρουρούν μαντράχαλοι αθώοι.

Σ’ ΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ

Στον Αλέξη

Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες,
κόλαση η ανθρωπότητα είναι κρύα,
λιωμένο ατσάλι βρέχει στον πλανήτη μας
κι οι άνθρωποι ντροπιάζουν τα θηρία.

Έτσι μπορεί μια μέρα κι ο πατέρας σου
πριν σε χαρεί και πριν τον αγαπήσεις,
μ’ έν’ αναμμένο βόλι μες στα στήθια του
να μη σου μείνει ουδέ στις αναμνήσεις.

Η ελευθερία κυβέρνησε τη μοίρα του,
αυτή που ζωογονεί και θανατώνει,
δεν έκανε κακό, μονάχα μίλησε,
που έχει μιλήσει λίγο μετανιώνει.

Ήταν στο βάθος άνθρωπος αδύνατος
και μέθαγε στο πιο εύκολο μεθύσι,
πολλά μπορούσε, τίποτα δεν έκανε
κι έζησε περιμένοντας να ζήσει.

Μα εσύ να ζήσεις άξια και περήφανα
να ζεις και για τη ζωή να μη σε νοιάζει,
μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο,
μονάχα αυτό σε ζει και σ’ ανεβάζει.

(1943)

25 Σχόλια to “Εφτά ποιήματα του Ασημάκη Πανσέληνου”

  1. Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  2. Β. said

    Πρίν κάποια χρόνια, στην Χαραμίδα ή στο Ακρωτήρι, έκανα μπάνιο δίπλα σε ένα αγοράκι που τον λέγαν Πανσέληνο.
    Είχε θυμάμαι και μια μεγαλύτερη αδερφή που τον πρόσεχε και το «Πανσέληνεεε» της όλη την ώρα, μου φτιαχνε την θερινη μου ραστώνη 🙂
    Υπέθεσα ότι ήταν της γνωστής οικογενείας 😉
    Τώρα που κάθισα και υπολογιζα τα χρόνια, ο Πανσέληνος ή θα δίνει πανελλήνιες ή θα ‘ναι φοιτητής ήδη 🙂

    Ο Ασημάκης Πανσέληνος κάνει πράξη το σεφερικό:
    «Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
    να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
    Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
    που σιγά – σιγά βουλιάζει
    Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ
    που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπο της
    Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
    γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά…»

    Καλή Κυριακή,
    Β.

  3. Β. said

    Παραλίγο να ξεχάσω αυτό για τις «παιδικές φυλακές»

    Ο Οδυσσέας ο Ξύδης είναι ο εγγονός της Ελένης Βιτάλη

  4. sarant said

    Καλημέρα!

    2-3: Ευχαριστώ πολύ -και για το γιουτουμπάκι!

  5. spiral architect said

    … για να γεμίσει και με κατιτίς άλλο η ψυχή μας.
    Να’ σαι καλά Νικοκύρη. 🙂

  6. ππαν said

    Μα τι ωραία! Δεν τον ήξερα καθόλου για ποιητή.

  7. christos said

    Νίκο πολύ όμορφα ποιήματα το «Τριμελές Πλημμελειοδικέιον» και το «Στον Αλέξη», με άγγιξαν περισσότερο. Θα έλεγα πως το τελευταίο ποίημα «αγγίζει» και μία περίπτωση ενός πιο σύγχρονου Αλέξη.

    Βεβαίως ο νεότερος Αλέξης δεν «πληρώθηκε με θάνατο» για κάποιο ιδανικό αλλά «τον ζεί και τον ανεβάζει» στο μυαλό μας το γεγονός οτι ο θάνατος του φωτογράφησε την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, για να τη βάλουμε στο άλμπουμ της ελληνικής κοινωνίας να μην ξεχνιόμαστε.

  8. Αλαίν Ντελόν εκ Σερρών said

    Αργότερα το Φαίρμπανξ μουστακάκι, έγινε φίνο μουστακάκι και το καρδιά ευχαριστημένη, καρδιά αποστειρωμένη.

  9. sarant said

    8: Αργότερα, εννοείς σε μεταγενέστερη έκδοση του ποιήματος;

  10. Κι όσα -λίγα- δεν είπαν οι ποιητές, τα ‘παν τα τραγούδια… Μου φτιάξατε τη μέρα, να ‘στε καλά.
    ΥΓ: @7, γιατί λέτε «Βεβαίως ο νεότερος Αλέξης δεν “πληρώθηκε με θάνατο” για κάποιο ιδανικό»;

  11. sarant said

    10: Πολύ χαίρομαι που σας έφτιαξα τη μέρα!

  12. christos said

    10. Διότι θεωρώ οτι τη στιγμή που έφυγε ο Αλέξης δεν μαχόταν συνειδητά υπέρ της ελευθερίας ή για κάποιο άλλο ιδανικό του αλλά περισσότερο εκτόνωνε την εφηβική επαναστατικότητα του.

    Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά αυτό νομίζω. Αυτό είναι που με θυμώνει ακόμα περισσότερο με τον δολοφόνο του διότι σιώπησε την έκφραση ενός εφήβου και μάλιστα για πάντα.

  13. Αρκεσινεύς said

    Διερωτώμαι, δεν μπορώ να το διορθώσω σε διερωτιώμαι όπως η κ. Κωνσταντοπούλου πριν από λίγο στον Σκάι, αν θα νικήσει ο Παναθηναϊκός.
    Πέρα από το γλωσσικό εύχομαι σε νίκη,εστω και στον αγώνα παρηγοριάς.

  14. Αρκεσινεύς said

    η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
    Σολωμού, ελεύθεροι πολιορκημένοι , σχ. Β΄

  15. Αλαίν Ντελόν εκ Σερρών said

    9: Όπως συνάντησα το ποίημα να κυκλοφορεί μεταξύ δικηγόρων, σε δακτυλογραφημένο αντίγραφο με καρμπόν, το 1969 ή 70. Μπορεί να είναι και αυθαιρεσία αυτού που το κυκλοφορούσε.

  16. Πάντα κοινωνικός σε κάθε του γραμμή ο Ασημάκης. Όπως και ο Νίκος.
    Δεν θα ξεχάσω μια βαθιά ποιητική και κοινωνικά στρατευμένη επισήμανση που είχε στις πρώτες σελίδες του «Τότε που ζούσαμε», πως οι στολές των ελλήνων στρατιωτικών που παρέλαβαν/κατέλαβαν το νησί με την Απελευθέρωσή του (εορταστικό κεφαλαίο, τίποτε άλλο) είχαν το ίδιο χρώμα με εκείνο των τούρκων στρατιωτικών. Θα δω τώρα το κομμάτι που παρουσίασες και ελπίζω να μην περιλαμβάνει και τη δική μου γρατζουνιά.

    Γιάννης
    Χτες ταξίδευα και δεν μπήκα.

  17. artemis said

    Μάς ωρίμασε, ορισμένους τής γενιάς μου ο Πανσέληνος… Ευχαριστώ για τη συλλογή

  18. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα!

    15: Πολύ ενδιαφέρον -έχει ξανασυμβεί να παραλλάζει το ποίημα όταν κυκλοφορεί έτσι.

    16: Ναι!

  19. Θέμης Ματσούκας said

    «κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.»

    Το «απε» το θεωρουσα σπανιο ιδιωματισμο γιατι το θυμαμαι μονο σε ενα παραμυθι της γιαγιας μου. Προφανως ειναι πιο διαδεδομενο.

  20. sarant said

    Θέμη, είναι διαδεδομένο -γιατί ο Πανσέληνος είναι μυτιληνιός, δεν το λες τοπικό.

  21. Υπέροχος Νοικοκύρη

    Το ‘απέ’ ούτε τοπικό, ούτε μητυλινιό, ούτε ιδιωματικό είναι. Απλώς περιπίπτει σε αχρηστία επειδή οι άνθρωποι δεν λαχταράμε τίποτα πια αππό το παρακάτω.
    Θυμάμαι μια συναυλία του….. (λυπάμαι) με τραγουδιστή τον Σακκά, σε κάτι ιδιόμορφα πού ενδιαφέροντα τραγούδια. Σ’ ένα από αυτά το πιο ενδιαφέρον ήταν το παιδάκι που κάθε τόσο ρωτούσε ανυπόμονα: Και μετά; και μετά;

  22. Ιωάννα said

    Eυαίσθητος και αιχμηρός..Καταπληκτικός..!

  23. […] Το βρήκα στο site: https://sarantakos.wordpress.com/2012/05/13/panselinos/ […]

  24. […] με Ασημάκη Πανσέληνο, φίλο καλό του παππού, του Νίκου […]

  25. […] γράψει σε κάποια ανάρτησή του ο Νίκος Σαραντάκος (βλ. Εφτά ποιήματα του Ασημάκη Πανσέληνου) ήταν παλιός φίλος με τον παππού και τη γιαγιά μου, […]

Σχολιάστε