Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Περί σκότους (δοκίμιο του Κώστα Βάρναλη)

Posted by sarant στο 26 Ιουνίου, 2016


Πριν από δεκαπέντε μέρες είχα παρουσιάσει στο ιστολόγιο μια παλιά συνέντευξη του ποιητή Κώστα Βάρναλη στον Γ. Κοτζιούλα και στο Μπουκέτο (1932). Στη συνέντευξη αυτή ο Βάρναλης είχε αναφερθεί και στον Καζαντζάκη και τον Σικελιανό, και ο φίλος μας ο Κόρτο παρουσίασε κάποια αποσπάσματα από ένα δοκίμιο («Περί σκότους») που το έγραψε ο Βάρναλης το 1942, μέσα στην Κατοχή δηλαδή, και αργότερα το συμπεριέλαβε στα Αισθητικά-κριτικά του, όταν το 1956 εξέδωσε τα (όχι πλήρη πάντως) Άπαντά του.

Αρχικά, το δοκίμιο γράφτηκε υπό μορφή τεσσάρων χρονογραφημάτων, και ήταν ενταγμένο σε μια έντονη αντιπαράθεση που είχε ανάψει από τις στήλες των εφημερίδων για το σκοτεινό ύφος στη λογοτεχνία, με αφορμή τον Πρόλογο στον Λυρικό βίο του Σικελιανού ο οποίος είχε δημοσιευτεί πρωτύτερα στη Νέα Εστία (στο τεύχος της 1.9.42) και την αντίδραση του Παύλου Παλαιολόγου από το Ελεύθερον Βήμα,  ο οποίος είχε διαμαρτυρηθεί για το σκοτεινό ύφος του Σικελιανού. Στην αντιπαράθεση πήραν μέρος όλοι σχεδόν οι σημαντικοί λόγιοι της εποχής.

Δεν μπορώ να παρουσιάσω από εδώ την αντιπαράθεση -αρκεί να πω ότι ο Αλέξανδρος Αργυρίου, στην Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και της πρόσληψής της, αφιερώνει στο θέμα αυτό 14 μεγάλες σελίδες (σελ. 81-94) στις οποίες κεντρική θέση έχει το δοκίμιο του Βάρναλη και οι αντιδράσεις που αυτό γέννησε.

Να σημειώσω πάντως ότι ένας λόγος που ο Πρόλογος του Σικελιανού είχε φανεί σκοτεινός ήταν και ότι η λογοκρισία είχε διαγράψει κάποια αποσπάσματα, κυρίως όσα ανέφεραν ονόματα Ρώσων όπως του Πούσκιν και του Γκόγκολ (ήταν κανόνας απαράβατος να απαγορεύεται η αναφορά σε λογοτέχνες κρατών με τα οποία είχε πόλεμο η Γερμανία, και αυτό δεν έπιανε μόνο τους Σοβιετικούς αλλά και τους Ρώσους).

Να σημειώσω ακόμα ότι ο Βάρναλης αργότερα φάνηκε να μεταστρέφεται ως προς την αξιολόγηση του Σικελιανού και του Καζαντζάκη, αφού έγραψε (όπως τα μετέφερε πάλι ο φίλος μας ο Κόρτο):

Για Σικελιανό:
Ένας ποιητής τόσο πληθωρικός και μεγαλόστομος, τόσο αληθινός κι αυτάρκης, τόσο εμπνευσμένος κι αριστοτέχνης , που δεν έχει όμοιό του (…) Γιατί ο Σικελιανός είχε τη συνείδηση της ευθύνης απέναντι του Έθνους σαν ένας από τους πνευματικούς του ηγέτες. Και δεν πλεύρισε στον καιρό της κατοχής τον καταχτητή. Αλλά στάθηκε δίπλα στο λαό, που αγωνιζότανε για τη λευτεριά του (…)
Στο θαρραλέο, στον ακέραιο, στον Έλληνα, στον τίμιο πνευματικό πρωταγωνιστή του καιρού του, θα χρωστάει το Έθνος παντοτινήν ευγνωμοσύνη, τόσο παντοτινή κι αθάνατην, όσο το έργο του Ποιητή.

Για τον Καζαντζάκη:
Ανεξάρτητα απ’ όλα αυτά, το έργο του είναι καταπληκτικό σε ποσότητα και σε ποιότητα. Σ’ όλα τα είδη του έντεχνου Λόγου στάθηκε θαυμαστός, αλλά πάντοτες έντεχνος. Έγραψε δεκάδες χιλιάδες στίχους και πεζά. Κι όλα με την αγωνία της «έκφρασης μη περαιτέρω». (Έτσι ορίζει το λογοτεχνικόν ωραίο ο Μπενεντέτο Κρότσε…)
Οι νέοι (κι οι γέροι) έχουνε να πάρουνε πολλά διδάγματα απ’ τον Καζαντζάκη…Γιατί κι αν είναι το έργο του μάλλον αρνητικό, έχει δυο μεγάλα προτερήματα, που το σώζουν από κάθε χαλασμό: την ελευθερία της συνείδησης και την περηφάνεια της ελευθερίας.

Κατά τα άλλα, το δοκίμιο μάς θυμίζει ότι και στα χρόνια της Κατοχής γίνονταν ουσιαστικές συζητήσεις και για πνευματικά ζητήματα, εκδίδονταν περιοδικά, ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης του Κουν, υπήρχε δηλαδή αξιόλογη πνευματική κίνηση.

Παρουσιάζω λοιπόν το δοκίμιο του Βάρναλη, ολόκληρο παρόλο που είναι αρκετά εκτενές, και ευχαριστώ και πάλι τον φίλο μας τον Κόρτο που είχε την πρωτοβουλία αλλά και έκανε τον κόπο να το πληκτρολογήσει.

ΠΕΡΙ ΣΚΟΤΟΥΣ

Με δυσφορία ανακατεύομαι (κι αυτό μονάχ’ από δημοσιογραφικήν υποχρέωση) στην τελευταία συζήτηση περί σαφηνείας ή ασαφείας. Πρώτα – πρώτα γιατί μήτε ο καιρός μήτε ο τόπος είναι κατάλληλος για φιλολογικές συζητήσεις κι έπειτα γιατί φοβόμουνα μήπως η γνώμη μου αποδοθεί σ’ επαγγελματικήν αντιζηλία. Δηλώνω λοιπόν ευθύς από την αρχή, πως δεν έχω τίποτα να μοιράσω με κανέναν: ούτε τη γη με τον κ. Σικελιανό ούτε τον ουρανό με τον κ. Καζαντζάκη. Ομολογώ μάλιστα, πως είμ’ ένας από τους θερμότερους θαυμαστές των στίχων του κ. Σικελιανού, για να λείψει κάθε παρεξήγηση.

Όσοι λάβανε μέρος στη μάχη των λόγων, μείναν όλοι έξω από τη γραμμή του πυρός, δηλ. έξω από την ουσία του ζητήματος. Θα έλεγα «κινήματος» γιατί περί κινήματος πρόκειται, που αποβλέπει συνειδητά ή ασύνειδα, άμεσα ή έμμεσα, στο συσκοτισμό των πνευμάτων. Αλλά τότε δεν είναι κατηγορούμενος μοναχά ο κ. Σικελιανός, μα όλ’ η νεοελληνική λογοτεχνία της τελευταίας δεκαετίας.

α) Δεν πρόκειται περί ασαφείας του ύφους, μα περί κακού ύφους· κι ούτε περί σκοτεινού (με την κυριολεχτική σημασία του όρου) γραψίματος, αλλά περί σκοτεινού (με τη μεταφορική σημασία του όρου) περιεχομένου. Το δυστύχημα δεν είναι, ότι δεν καταλαβαίνουν οι αναγνώστες τι θέλει να πει ο συγγραφέας του «Προλόγου», αλλ’ ότι καταλαβαίνουνε. β) Δεν έπρεπε η κακογραφία του κ. Σ. ν’ αποδοθεί στη δημοτική γλώσσα. Η κακομοίρα η δημοτική δε φταίει καθόλου. Όπως υπάρχουνε κακογράφοι της καθαρεύουσας, υπάρχουνε και κακογράφοι της δημοτικής. Άλλωστε η γλώσσα τού κ. Σ. δεν είναι δημοτική μα νεοκαθαρεύουσα: μεταφρασμένη καθαρεύουσα με σύνταξη καθαρευουσιάνικη (του μελετώμενου, μετάφερα, από την καρδιά του, από τον ίδιον αυτόν ποιητή βεβαιωμένον κλπ). γ) Πρέπει να χωριστεί ο ποιητής Σικελιανός από τον πεζογράφο ή στοχαστή Σικελιανό. Ο πρώτος είναι μέγας, ο δεύτερος έσχατος όλων. Αν ο κ. Σ. δεν είχε γράψει ποιήματα παρά μονάχα πρόζα, θα ‘τανε ο χειρότερος κακογράφος της ελληνικής γλώσσας. Και κανένας δε θα κοπίαζε ν’ απασχολήσει μ’ αυτόν τη δημόσια γνώμη. Αλλά το κύρος του το ποιητικό έκανε τους άλλους να προσέξουνε την πρόζα του «Προλόγου» του.

Πώς, τώρα, ο ποιητής Σικελιανός, που έγραψε τους πιο φωτεινούς ελληνικούς στίχους, με την πιο πλέρια και πλούσια δημοτική, όπου καθεμιά λέξη βρίσκεται στη θέση της κι αστράφτει απ’ όλες τις πλευρές· ο ποιητής, που έχει τόσην πλαστικότητα και μουσικό αίσθημα και δημιουργεί σύνολα καταπληχτικής ομορφιάς, πώς, άμα γίνεται πεζογράφος, χάνει όλες αυτές τις αρετές και γράφει μια γλώσσα άμουση, άρρυθμη, κακοτράχαλη, μπλεγμένη και δίνει ένα σύνολο συγχισμένο και χαοτικό; Νομίζει κανείς, πώς άλλος είναι ο ποιητής κι άλλος ο πεζογράφος ή ο στοχαστής. Κι όμως δεν πρόκειται για διπλή προσωπικότητα. Ο κ. Σ. είναι ο ίδιος και στα δύο αυτά είδη του λόγου: ενιαίος. Και να η λύση της απορίας:

Η ποίησή του η φανταχτερή και καμπανιστή, η δυνατή και στέρεη σαν αρχαίος ναός, δεν έχει ίχνος στοχασμού. Είναι ποίηση οπτική και περιγραφική. Όραμα θαμπωτικό, αλλά κενό από σκέψη. Το λέγει κι ο ίδιος: «προσπέφτοντας ικέτης μπρος στη φύση δεν…μετάφερα μαζί μου ούτε μια σκέψη παρμένην από τα πριν». Είν’ ένα φυσικό στοιχείο με θριαμβευτικές εκρήξεις. Σαν πεζογράφος όμως προσπαθεί να κάνει κάτι πέρα από τον αυθορμητισμό και το ένστιχτο. Να δαμάσει και να δείξει δυνάμεις, που δεν έχει. Και γι’ αυτό το ‘ριξε, σύμφωνα με τον ψυχολογικό νόμο της ελάσσονος προσπαθείας, στον αποκρυφισμό, δηλ. στο χάος, που δεν έχει μήτε σύνορα μήτε φύλακες! Γίνεται σκοτεινός, για να φανεί βαθύς· γράφει σα «μεμυημένος» για τους «μεμυημένους». Επάνοδος στην βρεφικήν ηλικία της ανθρωπότητας!

Ο κ. Σ. ένα πράμα μονάχα καταλαβαίνει: τον εαυτό του και τη φύση. Μάλιστ’ αυτά τα δυο κάνουν ένα. Αυτός είναι ο άξονας του σύμπαντος και ταυτισμένος με το Θεό. Είναι πράγματα σοβαρά αυτά; Βέβαια όχι. Όλ’ οι άνθρωποι νιώθουν αυτό το συναίσθημα της πανθεϊστικής ένωσης με το σύμπαν –και μάλιστα οι πρωτόγονοι. Αλλά ο κ. Σ. το φαντάζεται σαν αγαθό αποκλειστικά δικό του. Γιατί απλούστατα δε σκέφτεται. Όσο και να ‘ναι το εγώ του μεγάλο, ποτέ δε μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τον «άλλον»! Ο κ. Σ. δεν κατόρθωσε ποτέ να βγει από το «εγώ» του και να φτάσει στο «εμείς». Λείπει από την ποίησή του και το στοχασμό του ο άνθρωπος. Πώς, λοιπόν, είναι η φωνή της Ελλάδας; Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι αυτός, αλλ’ οι Έλληνες.

Η ποιητική άνοδο του κ. Σικελιανού «ετελειώθη» κι ύστερα σταμάτησ’ εδώ κι εικοσιπέντε χρόνια. Μεγάλος στα μικρά ποιήματα (τ’ αριστουργήματά του είναι ο «Αλαφροΐσκιωτος», οι «Στίχοι» και τα λιγοστά του σονέτα) φάνηκε πολύ κατώτερος στα μεγάλα («Πάσχα των Ελλήνων», οι διάφορες «Συνειδήσεις», «Θεσσαλία», «Διθύραμβος του Ρόδου» κλπ). Γιατί ένα μεγάλο ποίημα (ένας «Φάουστ» να πούμε) δε γίνεται με διαδοχικές εκρήξεις του ενστίχτου. Θέλει οργάνωση, συνοχή, γνώση της ανθρώπινης ψυχής και των νόμων, που κινούνε την ανθρώπιν’ ιστορία κι ιδανικά ζωντανά –όχι του γραφείου. Δυστυχώς του κ. Σικελιανού του λείπουν όλες αυτές οι δυνάμεις. Και κανένας φόρτος πολύτιμων στολιδιών, καμιά ρητορία, καμιά σιβυλλικότητα και κανένας κομπασμός δεν μπορούνε ν’ αντικαταστήσουνε τις ουσιαστικές του ελλείψεις και προ πάντων την απουσία του ανθρώπου από το έργο του. Και γι’ αυτό πέφτει χάμου και τσακίζεται, όπως ο Ίκαρος, που ήθελε να πετάξει με κέρινα φτερά.

Πρέπει όμως να σημειωθεί, πως όλα τα ελαττώματα των μακρών του ποιημάτων κι όλ’ η αποκρυφική σκοτεινάδα της πρόζας του, δεν μπορούνε να κλονίσουνε την ποιητική θέση (αν θέλετε, πρωτοκαθεδρία) που πήρε με τα ποιήματα της νεότητάς του. Αλλά κι αυτά, παρ’ όλες τους τις τεχνικές τελειότητες: τη λαμπεράδα του λόγου, την ηχερότητα του στίχου και την οραματική τους δύναμη, είναι κενά από το ανθρώπινο στοιχείο. Προκαλούνε το θαυμασμό, μα δε συγκινούνε. Τα καλύτερ’ απ’ αυτά δεν μπορούνε να σταθούνε δίπλα στον «Τάκη Πλούμα» του Μαλακάση, τους «Συναποθανούμενους» του Γρυπάρη και τον «Παπαδιαμάντη» του Πορφύρα. Γιατί μέσα σ’ αυτά τα τρία, όπως και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, υπάρχει το ανθρώπινο δράμα: ο «άλλος».

Όμως ο κ. Σικελιανός δεν είναι μονάχα ποιητής. Είναι κι άνθρωπος της πράξης. Και ποια είναι η «πράξη» του; Οι δελφικές γιορτές. Γιατί, όσο κι αν τις ονομάζει «δελφική ιδέα», ήταν έν’ απλό θέαμα, όπως άλλα τόσα. Φανταζότανε, πως αναγεννούσε τον κόσμο γύρω απ’ τον ομφαλό της γης. Όμως στη ζωή ο ρόλος, που παίζει ο καθένας, είναι συχνά πολύ διαφορετικός από την ιδέα, που έχει ο ίδιος για το ρόλο του αυτόν. Η πραγματικότητα είναι η λυδία λίθος των ιδεών. Κι η πραγματικότητα αμέσως έδωσε το μόνο δυνατό νόημα στη δελφική ιδέα. Τη μεταμόρφωσε σε πανηγύρι χωρίς επαύριον. Όλες οι «κοσμικές αιώνιες διαστάσεις», όλες οι «καθολικότητες» κι οι «απύθμενες πνευματικές ενότητες» αποδειχτήκαν αέρας φρέσκος. Αλλ’ έγινε κι ό,τι έπρεπε να γίνει: ο συσκοτισμός των πνευμάτων κι η παραπλάνησή τους απ’ τον ίσιο δρόμο. Ήταν ένα κίνημα πισωδρομικό.

Τόσο η σκέψη, όσο κι η πράξη του κ. Σικελιανού δεν είναι μια ατομική του υπόθεση. Υπάρχει σ’ όλ’ αυτά κι η κοινωνική πλευρά. Ο αποκρυφισμός είναι κι αυτός μια από τις πολλές μορφές, που παίρν’ η λεγόμενη «φυγή απ’ την πραγματικότητα». Αυτ’ η φυγή είν’ η μόνη σωτηρία των αδύνατων ανθρώπων. Ο ένας λαχταρά να φύγει από τον κόσμο και ν’ απομονωθεί σε μιαν ερημιά, «καλλιεργώντας τον κήπο του»· ο άλλος το ρίχνει στον έρωτα και στο κρασί· ο άλλος στον πεσιμισμό· κι ο άλλος στη μαγεία. Ο καθένας φεύγει από τον αγώνα της ζωής, όπως μπορεί καλύτερα και χάνεται για πάντα. Όταν όμως δεν αρκείται να φεύγει αυτός, αλλά θέλει και να παρασύρει κι άλλους, τότε παρουσιάζεται κι η κοινωνική πλευρά του ζητήματος. Ο κήρυκας της φυγής γίνεται στοιχείο διαλυτικό, όργανο του πισωδρομισμού. Η απόδοση μαγικής δύναμης στον αριθμό τρία, ο καταρτισμός των διαφόρων βαθμών της μύησης κι η περιφρόνηση της επιστήμης από τον κ. Καζαντζάκη· η προσπάθεια της εξόδου από το χώρο και το χρόνο κι ο ταυτισμός του ατόμου με την παγκόσμια εστία του πνεύματος από τον κ. Σικελιανό, είναι διάδοση του σκοταδιού. Αντίδραση.

Ο άνθρωπος, που κρατιέται γερά από την πραγματικότητα κι αγωνίζεται μέσα σ’ αυτήν για την κατάχτησή της με οδηγό την επιστήμη, είναι ο άνθρωπος της προόδου κι ωφέλιμος στους άλλους. Κι όσοι είναι υπέρ της προόδου έχουνε στοχασμό φωτεινό και μιλούνε σταράτα. Όσοι μπερδεύουνε τα λόγια τους και καταργούνε την αντίθεση μεταξύ καλού και κακού, είναι τα τελευταία απομεινάρια της «φυγής και του χαμού».

Συνύπατος του σκοταδιού (ομιλώ πάντα για το σκοτάδι της ουσίας κι όχι του ύφους), αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος με τον κ. Σικελιανό στη δημιουργία του πνευματικού χάους, είναι ο κ. Καζαντζάκης. Δυαρχία ανισοβαρής: μεγάλο ποιητικό ταλέντ’ ο πρώτος, μέτριο ο δεύτερος· πηγαίος ο πρώτος, φκιαχτός ο δεύτερος· ενστιγματικός [σήμερα θα λέγαμε ‘ενστικτώδης’] ο πρώτος, εγκεφαλικός ο δεύτερος. Η περίπτωσή τους αποτελεί κλασικό παράδειγμα της αντίθεσης που υπάρχει ανάμεσα στην «εμπνευσμένη» και στην «ηθελημένη» ποίηση (poésie venue και poésie voulue, είναι οι όροι του Σαιντ-Μπεβ). Ο Γκαίτε στις συνομιλίες του με τον Έκκερμαν ομολογεί, πώς, όσα κομμάτια του «Φάουστ» τα ‘γραψ’ εμπνευσμένος και μονορούφι, είναι πολύ ωραιότερα απ’ όσα τα σκέφτηκε πολύ και δυσκολεύτηκε να τα γράψει.

Ο Καζαντζάκης γράφει με αφόρητη δυσκολία κι ύστερ’ από πολλή σκέψη. Δεν έχει ποιητική φλέβα μήτε κι αίσθηση του ρυθμού και της γλώσσας. Μήτε καν απλό γούστο. Οι στίχοι του είναι φριχτά άμουσοι. Ο δεκαφτασύλλαβος της «Οδύσσειάς» του είναι μετρημένος με τα δάχτυλα κι όχι με τ’ αφτί και με το χτύπο της καρδιάς. Κι όμως έγραψε’ επίμονα κι επί πολλά χρόνια 33.333 τέτοιους στίχους, χωρίς ούτε μια στιγμή να σαλέψει μέσα του κείνος ο «ευπαθής ζυγός», που δείχνει και τα εκατοστά του γραμμαρίου κάθε αποτυχημένου αποτελέσματος. Ιερός βέβαια ο αριθμός 3, ιερότερος ο έντεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα φορές 3, αλλ’ ανίερος ο όγκος.

Ό,τι του λείπει προσπαθεί να το αντικαταστήσει με εξωτερικά μέσα, που χειροτερεύουνε το αποτέλεσμα. Χρησιμοποιεί συστηματικά την υπερβολή –κι όπου υπερβολή εκεί ανειλικρίνεια- και τα πολλά στολίδια κατά τρόπο φορτικό και συχνά κακόζηλο (ο ήλιος π.χ. γίνεται «χρυσό σκουφί του νου του» και το μυαλό του Οδυσσέα «γεμάτο σπέρμα»). Και γεμίζει το λόγο του με λέξεις άγνωστες και διαλεχτικές, που θολώνουνε τα νερά και παραλύουνε κάθε δυνατότητα της άμεσης υποβολής. Ο Καζαντζάκης έχει το πλουσιότερο λεξιλόγιο απ’ όλους τους νεοέλληνες συγγραφείς. Κι οι περισσότερες από τις λέξεις του δεν είναι στη θέση τους. Μην έχοντας άμεσες εντυπώσεις δικές του από τη ζωή και τη φύση (τις εντυπώσεις του τις παίρνει από διαβάσματα) δεν έχει άμεση και την έκφραση. Έχει αποθησαυρίσει τις πιο σπάνιες λέξεις της νεοελληνικής και της βυζαντινής φιλολογίας από τα πιο απίθανα κείμενα. Και μοιάζει να τις παίρνει από το τετράδιο με την τσιμπίδα και να τις τοποθετεί αφύσικα στο λόγο του, για να ξαφνιάσει, όπως ο τυπογράφος παίρνει τα στοιχεία από την κάσα και τ’ αραδιάζει χωρίς να παρακολουθεί το νόημα των φράσεων. Αλλά και για τη γλώσσα ισχύει ό,τι είπε ο Σολωμός για την αρμονία του στίχου: «Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά ξεχείλισμα της ψυχής». Δυστυχώς πουθενά η ψυχή του Καζαντζάκη δεν ξεχειλίζει φυσικά και αυθόρμητα.

Μα δε χρησιμοποιεί μονάχα εξωτερικά μέσα, για ν’ αντικαταστήσει το ξεχείλισμα της ψυχής. Χρησιμοποιεί κi εσωτερικά: την ψυχολογία των ηρώων του και τη σοφία τη δική του. Ό,τι κάνει με τη γλώσσα, κάνει και με την ψυχολογία. Αφύσικη γλώσσα, αφύσικη ψυχολογία. Οι ήρωές του δεν είναι μήτε ανθρώπινοι μήτε κι υπερανθρώπινοι· είναι αντιανθρώπινοι. Η ψυχολογία τους, δηλαδή, είναι πέρα από κάθε αιτιότητα και πείρα. Κι όπως, άμα φορέσει κανείς γυαλιά αλλουνού κι ύστερα τα βγάλει, τα βλέπει όλα γύρω του να σβουρίζουνε θολά και σε μεγάλο μάκρος, το ίδιο κι όποιος διαβάσει δράματα του Καζαντζάκη και βγει στο δρόμο, νομίζει πως ο δρόμος γύρισε ανάποδα κι οι άνθρωποι περπατάνε με το κεφάλι κάτου και τα πόδι’ απάνου.

Κι όμως, ο Καζαντζάκης είν’ ένας ήρωας της δουλειάς. Διαβάζει και γράφει από τα χαράματα ίσαμε τα μεσάνυχτα κάθε μέρα, ατελείωτα χρόνια. Είναι θαυμαστό και σπάνιο παράδειγμα θέλησης κι άσκησης. Είναι επιπλέον έξυπνος άνθρωπος και με μεγάλη μνήμη. Αλλά όπως είναι φκιαχτός ποιητής, είναι και φκιαχτός άνθρωπος. Έχει απέραντη σοφία, αλλά δεν έχει κριτικό πνεύμα. Πέρασε, μπορώ να πω, κι έζησε όλες τις φιλοσοφίες και γαντζώθηκε στη χειρότερη: στο μηδενισμό. Το κήρυγμά του, πως το «καλό» και το «κακό» είναι τα ίδια, αποτελεί κήρυγμα μηδενιστικό. Αχρηστεύει τη δράση, την αντίσταση κατά του κακού. Κι όμως η ζωή δεν είναι τίποτες άλλο παρά ένας ατέλειωτος αγώνας ανάμεσα στον Αριμάνη και τον Ωρομάσδη. Κι αυτός ο αγώνας δημιουργεί την πρόοδο. Ο Καζαντζάκης απομακρύνει τον άνθρωπο να παλέψει για την αλήθεια και το φως. Κι έτσι διευκολύνει τις δυνάμεις του ερέβους στο έργο τους.

Ότ’ είναι ψεύτικ’ η φιλοσοφία του το αποδείχνει ο ίδιος. Γράφει έργα με τη φιλοδοξία να ‘ναι καλά. Αν πίστευε, πως το καλό και το κακό είναι τα ίδια, τότε δε θα ‘γραφε.

Άλλο πράμα η Τέχνη κι άλλο η θεωρία ή η κριτική της Τέχνης. Για να ναι κανείς δημιουργός χρειάζεται ταλέντο· για να ναι θεωρητικός, χρειάζετ’ επιστημονική γνώση του θέματος και για να ‘ναι κριτικός, χρειάζεται κι επιστημονική γνώση και πολύ γούστο. Επομένως δε μπορεί κανείς να μιλάει γι’ αυτά τα πράματα μήτε σα φιλόσοφος μήτε σαν ποιητής. Να μην ξεκινά «εκ των άνω» παρά «εκ των κάτω».

Λένε συνήθως, πως η Τέχνη είναι θρησκευτική λειτουργία κι ο καλλιτέχνης (κυρίως ο ποιητής) ιεροφάντης. Αυτά λέγονται από την αρχαιότητα ίσαμε σήμερα. Και προπαντός τα λεν οι δημιουργοί, γιατί φαντάζονται, πως έτσι δίνουνε μεγάλη αξία στο ρόλο τους και στον εαυτό τους. Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούσανε να εξηγήσουνε κανέν’ από τα κοινωνικά φαινόμενα και δίνανε σ’ όλ’ αρχή θεϊκή, μπορούσανε να ονομάσουνε την ποίηση «θεία μανία» και τον ποιητή «υποφήτην» ή «φοιβόληπτο».

Υποτίθεται, όμως, πως αυτή η εποχή πέρασε για πάντα…Το να εξακολουθούμε τον ίδιο χαβά και τώρα, δεν είναι απλώς ασυγχώρητη άγνοια των πραγμάτων, μα και προσπάθεια να παρασταθεί ανεύθυνος ο ποιητής σ’ ό,τι λέγει και κάνει, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα, παρά μονάχα στο θεό, του οποίου είναι «σκεύος εκλογής» και «λάλον ύδωρ».

Αν αυτά τα λεν οι ίδι’ οι ποιητές –και τι δε λένε τα καλά παιδιά! –αυτό είναι ατομική τους υπόθεση. Σε μια κοινωνία εγωιστικήν η υπερεχτίμηση της προσωπικότητας είναι συνηθέστατο φαινόμενο. Ο καθένας έχει τεράστια ιδέα για τον εαυτό του κι όλοι τους είναι κέντρα του κόσμου. Γιατί να μην είναι κι οι ποιητές, που άλλωστε κάνουνε μια δουλειά, που κι οι ίδιοι δεν την καταλαβαίνουν; Όταν όμως αυτά τα ίδια πράματα τα λένε κι οι κριτικοί κι οι θεωρητικοί της Τέχνης με αξιώσεις εξηγητικές του «μυστηρίου», τότε πρόκειται για θόλωμα των νερών και συσκοτισμό των πνευμάτων και τότες επιβάλλεται η αντίδραση εναντίον αυτού του κινδύνου, που αφορά το σύνολο.

Όσοι λένε, πως η Τέχνη είναι στην ουσία της θρησκευτική λειτουργία, νομίζουνε, πως της δίνουνε κάποιαν ιερότητα. Αγνοούνε, πως ο ρόλος της Τέχνης είναι πολύ πιο ιερός από κάθε θρησκευτική τελετουργία. Η Τέχνη δεν είναι καθόλου υπάλληλη της θρησκείας. Τέχνη και θρησκεία είναι δυο διαφορετικές παράλληλες κι αυτόνομες κοινωνικές λειτουργίες, όπως και τόσες άλλες, που δουλεύουνε με διαφορετικά μέσα για το ίδιο τέρμα. Ειδικά ο ρόλος της Τέχνης είναι να οργανώσει την ομαδική συναισθηματικότητα (τον «ομαδικόν έρωτα», όπως λέγει ο Τάρντ) και να συνειδητοποιήσει την ιδεολογία της εποχής και να δώσει τα ηθικά και τα πνευματικά φόντα για την πράξη. Προσπαθεί, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, να οργανώσει τη συναισθηματικότητα και τα ιδανικά της ηγετικής τάξης ή της τάξης των παριών σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και να δημιουργήσει την ποθητήν ομοιογένειά τους.

Στις μεγάλες εποχές της ανόδου η κοινωνική διαφοροποίηση δεν είναι τόσον αισθητή κι η Τέχνη αποτείνεται στο μεγάλο σύνολο. Η Τέχνη των ολίγων γίνεται Τέχνη για όλους. Η κλασική εποχή της αρχαιότητας, ο Μεσαίωνας κι η Αναγέννηση είναι τα πιο τυπικά παραδείγματα, πως η μεγάλη Τέχνη είναι Τέχνη λαϊκή. Ο Αριστοφάνης συχνά ονομάζει τους ακροατές του «σοφούς» -όχι γιατ’ ήταν αυτοί σοφοί, παρά γιατ’ ήταν οι ποιητές και μιλούσανε με τρόπο να τους «νιώθει» όλος ο κόσμος. Και στις εποχές αυτές η Τέχνη δεν ήταν απλή διασκέδαση και χαμός καιρού, αλλ’ άγγιζε τα ζωτικότερα προβλήματα. Έκανε πολιτική. Το ίδιο βέβαια κάνει πάντα κι όταν νομίζει, πως στέκετ’ έξω από την εφήμερη ζωή κι ατενίζει τις αιώνιες πηγές του φωτός, έξω χρόνου και τόπου. Αυτές οι παρεκτροπές (οι ερμητισμοί κ’ οι αριστοκρατισμοί) της Τέχνης παρουσιάζονται στις εποχές της καθόδου και της διάλυσης της κοινωνικής άρθρωσης. Η Τέχνη όμως αυτή για τους λίγους «επαΐοντας» και τους «μεμυημένους» είναι Τέχνη που συσκοτίζει τα πνεύματα κι εμποδίζει –είτε το θέλει είτε όχι- την ιστορική εξέλιξη.

 

94 Σχόλια to “Περί σκότους (δοκίμιο του Κώστα Βάρναλη)”

  1. nestanaios said

    Το μεταλλαγμένο δεν έχει την χάρη του αυθεντικού.

    Εγώ δεν θέλω αλάτι στο φαγητό και η γυναίκα μου πάντοτε το αλατίζει το ρημάδι.
    Ζητάω μπριζόλα μοσχαρίσια με χρώμα ροζ προς το κόκκινο και οι «ψήστες» έχουν
    αφαιρέσει παντελώς το κόκκινο γιατί δεν τους αρέσει.

    Το αυθεντικό είναι πάντοτε καλλίτερο και το υποκειμενικό οφείλει να γίνεται σεβαστό.

  2. argyris446 said

    Reblogged στις worldtraveller70.

  3. Γιάννης Κουβάτσος said

    Καλημέρα!
    Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς με τόσα θέματα που θίγει ο Βάρναλης… Ας μείνουμε σ’ αυτό: η «σκοτεινή» λογοτεχνία αφορά λίγους και μυημένους και είναι το τέλειο καμουφλάζ για τους ατάλαντους. Τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, από την Ιλιάδα μέχρι το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», είναι προσιτά σε όποιον ξέρει ανάγνωση. Σαφώς έχουν πολλά επίπεδα ανάγνωσης και επιδέχονται πολλές ερμηνείες, αλλά μπορεί να τα διαβάσει ο καθένας, να τα ευχαριστηθεί και να αντλήσει κάτι, πολύ ή λίγο, από αυτά. Γι’ αυτό και το μόνο βιβλίο του Καζαντζάκη που μ’ αρέσει είναι η «Αναφορά στον Γκρέκο», γιατί εδώ μιλάει ο άνθρωπος Καζαντζάκης, όχι ο Καζαντζάκης που προσπαθεί στανικά να γράψει κάτι που τον ξεπερνάει.

  4. BLOG_OTI_NANAI said

    Τελειότερη κριτική για τον ψευτομηδενισμό δεν υπάρχει:

    «Ότ’ είναι ψεύτικ’ η φιλοσοφία του το αποδείχνει ο ίδιος. Γράφει έργα με τη φιλοδοξία να ‘ναι καλά. Αν πίστευε, πως το καλό και το κακό είναι τα ίδια, τότε δε θα ‘γραφε.»

    Και κατά τον ίδιο τρόπο, είναι προσβλητικό, ως ακραία αντιφατικό, να θεωρούν κάποιοι ότι η φράση «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» εκφράζει κάποιον που ταυτόχρονα κυνηγούσε τόσο επίμονα το Νόμπελ…

    Ταυτόχρονα όμως να πω ότι αυτή την διανοητική ακρότητα από τον Βάρναλη, δεν την περίμενα:
    «
    Τέχνη και θρησκεία είναι δυο διαφορετικές παράλληλες κι αυτόνομες κοινωνικές λειτουργίες«.

    Ζούμε σε μια χώρα όπου θαυμάζουμε και θαυμάζονται από τον κόσμο όλο τα αρχαία της μνημεία, τα οποία σε ποσοστό συντριπτικό, ως έργα τέχνης, είχαν αφορμή για τη δημιουργία τους τη θρησκεία! Και φυσικά, μην πούμε ότι στον παγκόσμιο πολιτισμό, ένα τεράστιο κεφάλαιο της τέχνης, πηγάζει από την θρησκευτική κοσμοθεωρία των λαών, από την Αϊγυπτο, μέχρι την Κίνα, μέχρι το Θιβέτ.
    Το μόνο ελαφρυντικό γι’ αυτή την αστοχία του Βάρναλη, είναι να εννοεί κάτι άλλο που δεν το δίνει να το καταλάβουμε. Αλλά να έχουμε αρχαίους ναούς ως υπέροχα έργα τέχνης προς τιμή θεών, και να λέει ότι θρησκεία και τέχνη είναι γεγονόταν παράλληλα και αυτόνομα, είναι εντελώς ακατανόητο για να μην πω κάτι χειρότερο, προϊόν καραμπινάτης και θλιβερής ιδεοληψίας…

    Είναι το ίδιο ανόητο να λέει κάποιος ότι η ζωή μας δεν έχει σχέση με την τέχνη, είναι πράγματα… παράλληλα! Μα η κοσμοθεωρία, ακόμα κι αν ανήκει στις θρησκείες, δεν παύει να είναι φιλοσοφία, δηλ. μια προσπάθεια ερμηνείας των πραγμάτων του κόσμου, της ίδιας της ζωής δηλαδή. Να λέει ένας λογοτέχνης ότι η ζωή και η ερμηνεία της, είναι πράγμα «παράλληλο» που δεν μπορεί δηλ. να συναντηθεί με την… τέχνη, είναι ό,τι πιο κουφό μπορεί να ακούσει κάποιος. Αν η τέχνη δεν είναι εκτός άλλων και ένας καθρέφτης της κοσμοθεωρίας, της φιλοσοφίας, της ερμηνείας του καλλιτέχνη για τα πράγματα, τότε στην στην ευχή είναι;!

  5. Ωραίος ο Βάρναλης. Θυμάμαι πώς περιγράφει στα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» την προσπάθεια του Καζαντζάκη και του Σικελιανού, στα νιάτα τους, να …αναστήσουν ένα νεκρό· και, το καλύτερο, την απογοήτευσή τους (ιδίως του δεύτερου, καθόλου παράξενο σύμφωνα με όσα μας λέει εδώ) όταν δεν το κατάφεραν.

  6. BLOG_OTI_NANAI said

    Επίσης, συμφωνώ στον τρόπο που ο Βάρναλης σχολιάζει την επιτηδευμένη σκοτεινότητα, με επένδυση από πολυλογία και μεγαλοστομία. Και αντίστοιχα μου θυμίζει τον Χριστιανόπουλο, που κάθε του στίχος στα ποιήματα και κάθε του πρόταση στα δοκίμια, μοιάζει σαν να την έχεις στύψει ξανά και ξανά ώστε να φύγει από πάνω της κάθε περιττή λέξη και σημείο στίξης ακόμα.

  7. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    Είτε συμφωνεί κανείς είτε όχι με τον Βάρναλη, αναγνωρίζει θαρρώ το κοφτερό μάτι και την καθαρή διατύπωση.

  8. Nihil said

    Εγώ αντί για κοφτερό μάτι διακρίνω εμπάθεια και προσπάθεια αποδόμησης του Σικελιανού και του Καζαντζάκη. Αλλά και μόνο από το παρανόμι μου θα με «ταχτοποιούσε» ο Βάρναλης και εμένα καλά -αν καταδεχόταν να ασχοληθεί με την αφεντιά μου…

  9. Γιάννης Κουβάτσος said

    4. Προφανώς δεν μας το δίνει να το καταλάβουμε αυτό που εννοεί, αφού και ο ίδιος έγραψε υπέροχα ποιήματα εμπνευσμένα σπόρους το Θείο Δράμα (Η μάνα του Χριστού, Οι πόνοι της Παναγιάς, Μαγδαληνή, Η αγωνία του Ιούδα, Η τιμωρία του άνομου). Βέβαια, σ’ αυτά τα ποιήματα, η έμφαση δίνεται στο ανθρώπινο και το κοινωνικό στοιχείο, το μεταφυσικό είναι απλώς η αφορμή.
    5. Και στην «Αναφορά στον Γκρέκο» μιλάει γι’ αυτό ο Καζαντζάκης, που δεν συμμετείχε όμως με την ψυχή του όπως ο Σικελιανός, που ήταν ο πρωταγωνιστής του εγχειρήματος.

  10. 1, nestanaios said: Το μεταλλαγμένο δεν έχει την χάρη του αυθεντικού.

    (η παρακάτω πρόσφατη Φ/Βκική παρέμβαση, ίσως είναι χρήσιμη)

    Οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί δεν είναι κάτι το καινούργιο. Εδώ και χιλιάδες (ή εκατομμύρια) χρόνια τα φυτά (αλλά και τα ζώα, μεταξύ των οποίων και ο άνθρωπος) «τροποποιούνται γενετικά». Είναι οι λεγόμενες μεταλλάξεις (mutations) των οργανισμών που οφείλονται στους αέναους «πυροβολισμούς» τους από τις παντοίου είδους κοσμικές ακτινοβολίες: Όταν μια «σφαίρα» τέτοιου «πυροβόλου» πετύχει να εκτοπίσει ένα γονίδιο, ο οργανισμός μεταλάσσεται (π.χ. από ξανθός γίνεται μελαχρινός!).
    Αυτές λοιπόν οι «φυσικές μεταλλάξεις» (ή αν θέλετε γενετικές τροποποιήσεις) οργανισμών γίνονται αενάως μεν, πολύ αργά δε (τώρα, για το άπειρο του χρόνου, τί είναι αργά και τί είναι γρήγορα, ρωτήστε τον …μακαρίτη τον Αϊνστάιν).
    Όμως, πολλές φορές είναι επιθυμητές και οι τεχνητές μεταλλάξεις: Έχουμε π.χ, δυο ποικιλίες σταριού. Η μία (έστω Α) είναι πολύ παραγωγική αλλά ευαίσθητη στις ασθένειες. Μια άλλη ποικιλία (έστω Β) έχει ανθεκτικότητα στις ασθένειες αλλά δεν είναι καθόλου παραγωγική. Αν καταφέρουμε να μεταφέρουμε το γονίδιο της ανθεκτικότητας από τη Β στην Α, τότε πιάσαμε διάνα!
    Πράγματι, εδώ και δεκάδες (ή εκατοντάδες) χρόνια γίνονται τεχνητές μεταλλάξεις, με την κλασσική Γενετική (Genetics). Μια τέτοια μεταφορά γονιδίου μπορούσε να χρειαστεί πειράματα διάρκειας δέκα και πλέον ετών (πολλές φορές πέθαιναν οι γενετιστές και …το γονίδιο παρέμενε ακλόνητο!). Η υπόψη «τεχνική» της κλασσικής Γενετικής βασίζονταν, εν πολλοίς στους κανόνες κληρονομικότητας του Μέντελ.
    Η σύγχρονη Γενετική Μηχανική έκανε πραγματικά άλματα. Μια «μετακίνηση» γονιδίου μπορεί να γίνει σήμερα σε μερικές εβδομάδες.
    Σε κάθε περίπτωση, το κεντρικό ζητούμενο είναι, να είναι ΕΠΙΘΥΜΗΤΗ η όποια μετακίνηση γονιδίου. Διότι μια ανεπιθύμητη μετακίνηση μπορεί να έχει δυσάρεστα αποτελέσματα. Σκεφτείτε αύριο μια υπερδύναμη να προκαλέσει γενική γενετική τροποποίηση στα ρύζια της …Κίνας ώστε να μην παράγουν τίποτα! (θεωρητικά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί, με τη ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης) Αν μάλιστα αφήσουμε κατά μέρος τα φυτά και πάμε στα ζώα (και μάλιστα στον εξ αυτών «άνθρωπο») τα αποτελέσματα μπορεί να είναι τραγικά: Σκεφτείτε έναν άνθρωπο με δόντια …λεονταριού και αυτιά …γαϊδάρου!
    ‘Ολα τα παραπάνω είναι υπερβολές, που όμως μας βάζουν στη σκέψη ότι πρέπει να θεσπιστεί κάποια παγκόσμια επιστημονική τάξη σχετικά με τις τεχνητές μεταλλάξεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να λέμε «όχι στα τυφλά» για τα μεταλλαγμένα προϊόντα. Τρώμε μια χαρά τη μεταλλαγμένη σόγια (στα βιομηχανικά λουκάνικα κλπ) που εισάγουμε από την Αμερική. Διότι φυσικά οι Αμερικανοί, οι Αυστραλοί οι Γιαπωνέζοι κ.α., που παράγουν και τρώνε μεταλλαγμένη σόγια (και καλαμπόκι κ.ά), δεν θα καλλιεργούν μη μεταλλαγμένη σόγια μόνο και μόνο για να την εξάγουν στην Ελλάδα!

  11. Γιάννης Κουβάτσος said

    Διόρθωση στο 9: εμπνευσμένα από το Θείο Δράμα. Τα μηχανήματα παίρνουν πρωτοβουλίες, όταν δεν προσέχεις. 😊

  12. spatholouro said

    Το «ελάσσονΑς προσπαθείας» είναι λάθος πληκτρολόγηση ή «πλέρια» βαρνάλειος δημοτικιά; (σαν τα «πισωδρομικό»/«υπερεχτίμηση»/ «σκοτεινάδα»/ «η άνοδο»/»χάμου»/ «ηχερότητα»/ «απάνου»/ «τίποτες»/ «χαμός καιρού»;)

  13. Corto said

    Θέλω να ευχαριστήσω τον Νίκο Σαραντάκο, γιατί πέραν του εξαιρετικού ιστολογίου που μας προσφέρει, εισάγει πρώτος στο ελληνικό διαδίκτυο σπουδαία μνημεία της λογοτεχνίας μας, τα οποία στο μέλλον ίσως να είναι δυσεύρετα σε έντυπη μορφή.

    12 (Spatholouro):
    Έχεις δίκιο. Είναι λάθος δικό μου -ελπίζω το μόνο. Στο βιβλίο γράφει «ελάσσονΟς προσπαθείας». Ο δαίμων…
    Τα υπόλοιπα που αναφέρεις (υπερεχτίμηση κλπ) είναι επιλογή του Βάρναλη.

  14. Γιάννης Κουβάτσος said

    Και κάτι που με ξάφνιασε: είναι δυνατόν να βρίσκει ένας ποιητής και φιλόλογος του επιπέδου του Βάρναλη τα τρία ποιηματάκια που αναφέρει (Συναποθανούμενοι κλπ) καλύτερα απ’ τα καλύτερα του Σικελιανού; Ο χρόνος, ο δίκαιος κριτής, διαφωνεί απολύτως μαζί του.

  15. Corto said

    4 (BLOG_OTI_NANAI):

    Νομίζω ότι ο Βάρναλης δεν λέει τίποτα υποτιμητικό για την θρησκεία. Η συνέχεια της πρότασης είναι ξεκάθαρη:

    «Τέχνη και θρησκεία….δουλεύουνε με διαφορετικά μέσα για το ίδιο τέρμα.»

  16. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Ελάσσονος προσπαθείας» και «κίνημα πισωδρομικό» στο ίδιο κείμενο; Κι ύστερα χαρακτηρίζει τον Σικελιανό κακογράφο της δημοτικής; 😊

  17. Corto said

    16: Μου φαίνεται ότι ο Βάρναλης διατηρεί τις παγιωμένες, αρχαΐζουσες εκφράσεις (μεμυημένος, επαΐοντες, λάλον ύδωρ κλπ).

  18. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Πάνω που έλεγα ότι άμα το γράφει ο Βάρναλης » της ελάσσονας προσπάθειας» (που δε μου ακούγεται «δύστροπο») θα το λέω στο εξής έτσι όταν μου προκύπτει, μου το διορθώσατε! 🙂
    Αισθάνθηκα χαρά όταν έφτασα στο σχόλιο 7 του Νικοκύρη γιατί ήδη είχα σκεφτεί να γράψω για την ακρίβεια του νοήματος που αποδίδει με απλούστατα λόγια ο Βάρναλης, γινόμενος έτσι ο ίδιος το παράδειγμα εναργούς ,διάπλατα φωτισμένης γραφής σε τόσο δύσκολο θέμα,όπως η κριτική γνωστών λογοτεχνών,συγκαιρινών του.Το νόημα καρφώνεται στο μυαλό και δεν το παίρνει ο αέρας (έτσι όπως θέλει τις λέξεις στην ποίηση ο Αναγνωστάκης).

  19. Παναγιώτης Κ. said

    Μεγάλη η προσφορά του Βάρναλη στο λαϊκό κίνημα μέσω των διανοουμένων , ώστε αυτό να συνειδητοποιήσει την πραγματική θέση του στην κοινωνία αλλά και να δραστηριοποιηθεί. Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο νου η οποία βεβαίως ,στηρίζεται στην διαίσθηση. Υπό το βάρος των γεγονότων της θυελλώδους δεκαετίας του 1940 σκέφτεσαι εκείνο το ρωμαλέο κίνημα και την καθοδήγησή του από ηγεσίες καλών μεν προθέσεων αλλά ανεπαρκών για να το διαχειριστούν με επιτυχία.

  20. Παναγιώτης Κ. said

    Είναι, κατά τη γνώμη μου , ευθύβολη η κριτική που κάνει ο Βάρναλης.
    Εμπαθής; δεν θα το έλεγα. Ίσως με τα σημερινά μέτρα να χαρακτηρίζεται ως τέτοια. Τότε όμως μάλλον τέτοιου τύπου κριτική ταίριαζε.
    Τι έχει πει άραγε η κριτική και οι ομότεχνοι για το έργο του Βάρναλη; Αξίζει να το ψάξουμε!

  21. Corto said

    Η σκοτεινότητα ως ελάττωμα του πνευματικού έργου έχει καταγγελθεί ήδη από την αρχαιότητα. Μάλλον ειρωνική ήταν η περίφημη κρίση του Σωκράτη για τον σκοτεινό Ηράκλειτο: «δείται Δηλίου κολυμβητού δια το μη αποπνιγείναι εν αυτώ».

    Ο Πλάτωνας φαίνεται ότι γνώριζε καλά την σημασία που έχει η λαϊκότητα στην Τέχνη και στην Φιλοσοφία. Συνέταξε τα περισσότερα έργα του σε διαλογική μορφή, όχι μόνο για την έμπρακτη έκφραση της διαλεκτικής, αλλά και για να τα καταστήσει ευανάγνωστα.

  22. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>ο Βάρναλης αργότερα φάνηκε να μεταστρέφεται ως προς την αξιολόγηση του Σικελιανού
    Αντιγράφω την πρώτη παράγραφο(έχει ακόμη τρεις φορές τόσο κείμενο,αν μπορέσω θα το αντιγράψω αργότερα αν θέλετε-τώρα φεύγω-) από το αποχαιρετιστήριο ας πούμε,κείμενο του Βάρναλη για το Σικελιανό. Από εκεί που και ο Corto έχει επίσης αντιγράψει για μας ένα μέρος

    Ελληνας ποιητής και άνδρας(Αισθητικά-Κριτικά Β΄-Κέδρος 1979 σελ.244)
    Μιαν υπέροχη ποιητική μορφή του καιρού μας, τον Αγγελο Σικελιανό γεμάτο δόξα, αλλά κι άξιον της δόξας, θρηνούνε από χτες* τα ταλαιπωρημένα ελληνικά γράμματα.’Ενας ποιητής τόσο πληθωρικός και μεγαλόστομος,τόσο αληθινος κι αυτάρκης,τόσο εμνευσμένος κι αριστοτέχνης,που δεν έχει όμοιό του.Αλλά και τόσο Έλληνας και τόσο άντρας ,που μόνο αυτές του οι δύο ιδιότητες φτάνουνε να εξηγήσουνε το μίσος ,που είχαν εναντίον του οι έμποροι του εθνισμού και της φυλετικής καθαροαιμίας,** αυτοί που οι επίσημοι ‘Ελληνες ,που δεν ντραπήκανε να εμποδίσουνε την απονομή του βραβείου Νόμπελ στο Σικελιανό(εθνική τιμή) και δεν ντρεπόντανε να του κλείσουνε την πόρτα της Ακαδημίας Αθηνών(εξαγνισμός της Ακαδημίας)!

    Υπάρχει η υποσημείωση:*1.Ιούλιος 1951
    (Ο Σικελιανός πέθανε μέσα Ιουνίου)

    **εδώ έχει άνω τελεία κι όχι κόμμα στο κείμενό του, που είναι βέβαια πολυτονικό

    3.>>όχι ο Καζαντζάκης που προσπαθεί στανικά να γράψει κάτι που τον ξεπερνάει.
    Το >>στανικά, εμείς ,γέροι,κατάγεροι,νέοι και παιδιά «στανικώς μου» το σώζουμε.
    Ήρθα στανικώς μου, μ΄έφερε στανικώς μου, ήφαγα στανικώς μου κ.ο.κ
    Το λέμε και «με το στανιό».

  23. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Για τη σκοτεινάδα που θέλει να περνιέται για βάθος,μου θύμισε το τετράστιχο, νομίζω του Πολύβιου Δημητρακόπουλου:
    Λόγια σοφά θολά νερά
    φυλάξου από το λάθος
    μη σε πλανά το θόλωμα
    και το νομίζεις βάθος

  24. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα και για τη διόρθωση της ελάσσονος προσπαθείας.

    13 Εγώ σε ευχαριστω!

    14 Πιθανόν να αναφέρεται στη συγκίνηση που προκαλούν.

  25. BLOG_OTI_NANAI said

    15: Να πω την αλήθεια, δεν μπορώ καθόλου να καταλάβω το «παράλληλες κι αυτόνομες» αλλά και το «όπως και τόσες άλλες». Διότι και πολλοί άλλοι κοινωνικοί ρόλοι των ανθρώπων -ίσως και όλοι- δεν είναι καθόλου παράλληλοι ή αυτόνομοι σε σχέση με την τέχνη. Τα βιώματα κάποιου ως παιδί, ως γονιός, ως εργαζόμενος, ως πολίτης, ως μέλος διαφόρων δράσεων ή ως φορέας ιδεολογιών, μπορούν να είναι «παράλληλα» ή «αυτόνομα» σε σχέση με την τέχνη, όταν η τέχνη μάλλον αποτελεί έκφραση όλων αυτών των βιωμάτων; Τι τέχνη είναι αυτή που πρώτα θα αδειάσει ο άνθρωπος τον εαυτό του -πράγμα αδύνατον- και μετά θα την φτιάξει; Με αυτή την έννοια αδυνατώ να καταλάβω αυτό που γράφει.

  26. 3. «Ας μείνουμε σ’ αυτό: η «σκοτεινή» λογοτεχνία αφορά λίγους και μυημένους και είναι το τέλειο καμουφλάζ για τους ατάλαντους. Τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, από την Ιλιάδα μέχρι το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας»»

    Να συμπληρωσω απο την Βιβλο, πολλα ζοφερα εργα του Shakespeare,….., ολα τα εργα του Edgar Allan Poem,…»την καρδια του σκοτους» του Joseph Conrad, «το πορτραιτο του Ντοριαν Γκρεϊ» του Oscar Wilde,»το εγκλημα και τιμωρια» του Fyodor Dostoevsky , …, το κουρδιστο πορτοκαλι του Anthony Burgess, εως τον «Αθωο» του McEwan, Ian McEwan κλπ.

    19. Τετοιες στρατευμενες κριτικες οταν προβαλλονται επανειλημενα δημιουργουν- πλεον- αποστροφη και θυμηδια . Ποδηγετουμενο λαϊκο κινημα…. Ευτυχως που χασαμε. Το επιπεδο αναπτυξης ηταν πολυ χαμηλο, η επικρατουσα ταξη ηταν η αγροτικη,….
    Οταν εγραφε ο Βαρναλης το ποσοστο αναλφαβητισμου ηταν μεγαλο (βλ. ΥΓ) και δικαιολογειται -εν μερει- η δημοσια λειτουργια του ως κριτικου λογοτεχνιας, αλλα τωρα οι αποψεις του ειναι παρωχημενες, εφοσον υπαρχουν ειδικοι φιλολογοι που κανουν επαγγελματικα ως καθηγητες πανεπιστημιου αυτην την εργασια και μαλιστα με επιστημονικη μεθοδο.

    ΥΓ 1. “…Αν και η εξάπλωση των σχολικών μηχανισμών, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, δεν υστερεί σε τίποτα από την αντίστοιχη του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος άλλων χωρών, ο αναλφαβητισμός εξακολούθησε να επιμένει: το 1928 οι αναλφάβητοι αποτελούσαν το 40% του συνόλου των κατοίκων της χώρας . …”
    ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

    ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ
    1922 – 1972

    2. “…το 1929 επί Βενιζέλου καθορίζεται εξαετής η διάρκεια της δημοτικής εκπαίδευσης και το όριο για την ίδρυση μονοθέσιου δημοτικού σχολείου κατεβαίνει στους 15 μαθητές, με στόχο την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, διότι σύμφωνα με την απογραφή του 1828 υπήρχαν 3500 συνοικισμοί με λιγότερα από 15 παιδιά σχολικής ηλικίας και έτσι, κάθε χρόνο, πάνω από 25.000 παιδιά δεν γραφόντουσαν σε κανένα σχολείο. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη στατιστική του 1936, ενώ στην πρώτη τάξη γραφόντουσαν 200.000 μαθητές, από την έκτη τάξη αποφοιτούσαν μόνο 75.000……

    Στη στατιστική της UNESCO για το 1957, το ποσοστό αναλφαβητισμού στην Ελλάδα ανερχόταν σε 25%!!!”

    http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF

  27. Γιάννης Κουβάτσος said

    Δυστυχώς η λεγόμενη κρυπτική ποίηση, το να συνταιριάζεις δηλαδή λέξεις άσχετες νοηματικά μεταξύ τους, λέξεις σπάνιες και πομπώδεις, χωρίς να σκοτίζεσαι για ρυθμό, μουσικότητα και νόημα, έχει εκθέσει πολλούς ανθρώπους κατά τα άλλα σοβαρούς. Σκέφτομαι μια φίλη, που ξεκίνησε δειλά-δειλά, αλλά τα εγκωμιαστικά (από ευγένεια και μόνο) σχόλιά μας την έπεισαν ότι είναι Ποιήτρια και ψάχνει για εκδότη, αφού η ιστοσελίδα της δεν της αρκεί πια. Γι’ αυτό πρέπει να λέμε την αλήθεια στους ανθρώπους μας κι ας τους στενοχωρούμε προσωρινά. 😊

  28. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Το έργο του Βάρναλη έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου αλλά -για να λέμε την μαύρη αλήθεια- δεν μπορούσε ο αθεόφοβος να κρύψει την εμπάθειά του για οποιοδήποτε πνευματικό προϊόν δεν ήταν καταδεικτικό της ανωτερότητας της μαρξιστικής – λενινιστικής ιδεολογίας (..και όπως πολύ σωστά γράφει «η πραγματικότητα είναι η λυδία λίθος των ιδεών», δυστυχώς όμως, δεν πρόλαβε να διαπιστώσει πως το ίδιο ίσχυσε και για την δική του ιδεολογία..). Ας αφήσουμε για λίγο τον κριτικό Βάρναλη και ας δούμε τις απόψεις του για την γλώσσα: Η γλώσσα του Σικελιανού λοιπόν «δεν είναι δημοτική μα νεοκαθαρεύουσα: μεταφρασμένη καθαρεύουσα με σύνταξη καθαρευουσιάνικη (του μελετώμενου, μετάφερα, από την καρδιά του, από τον ίδιον αυτόν ποιητή βεβαιωμένον κλπ)». Και έτσι που βλέπουμε εμείς οι σημερινοί, ποιά «καθαρεύουσα γλώσσα» ήταν έτοιμος να καταπολεμήσει, ας είμαστε ευγνώμονες που η μοίρα δεν έδωσε σ’ αυτόν και στους ομοϊδεάτες του τα ‘οπλα για να επιβάλλουν τις (γλωσσικές και άλλες) απόψεις τους στους υπόλοιπους Έλληνες..

  29. BLOG_OTI_NANAI said

    Για να απαντήσω στον εαυτό μου, μάλλον εννοεί την δράση της τέχνης ως μία από τις πολλές δυνάμεις κοινωνικής βελτίωσης. Δηλαδή, έχουμε μια ιδεολογία που ασκεί επίδραση στην κοινωνία, η οποία ιδεολογία εκφράζεται μέσα από τον πολιτικό λόγο, μέσα από το γραπτό δοκίμιο, αλλά εκφράζεται και μέσω της ποίησης, της λογοτεχνίας γενικά, μέσω της μουσικής με το πολιτικό τραγούδι.
    Πιθανόν εξετάζει την τέχνη όχι ως προς την πηγή της που είναι ο άνθρωπος, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού έχει φύγει από τον άνθρωπο η τέχνη, εξετάζεται ως μία από τις πολλές και διαφορετικές δυνάμεις που επιδρούν στην κοινωνία.
    Μπορεί να εννοεί αυτό.

  30. Γιάννης Κουβάτσος said

    28. Το 1974, όταν πέθανε ο Βάρναλης, ήταν ξεκάθαρη η αποτυχία του σοβιετικού συστήματος σε όλους πλην όσων ξεγελούσαν τον εαυτό τους εθελοτυφλώντας. Δεν ξέρω αν ο Βάρναλης περιλαμβσνόταν σ’ αυτούς.
    29. Νομίζω ότι τα αισθητικά κριτήρια του Βάρναλη επηρεάζονταν υπέρ το δέον από την κοσμοθεωρία του. Ό, τι ξέφευγε από τα όριά της, το καταδίκαζε. Γι’ αυτό μας ξενίζουν σήμερα πολλές από τις κρίσεις του.

  31. Γς said

    10:

    Πολλά είπες για τα μεταλλαγμένα.
    Δεν πειράζει όμως.

    Είχα πάρει κι εγώ φόρα ένα μεσημέρι και ξεσάλωσα στο τηλεοπτικό στούντιο.
    Και τα απογευματάκι είπα να ‘ρθω στα συγκαλά μου.
    Να ξαναγίνω κανονικός άνθρωπος. Κλειδαράς.

    Αμ δε όμως…

  32. Γς said

    13:

    >Στο βιβλίο γράφει «ελάσσονΟς προσπαθείας». Ο δαίμων…

    Δεν πειράζει. Αυτά συμβαίνουν.

    Ενίοτε και χειτότερα

  33. Corto said

    32: Πολύ καλό! (Γέλιο!!!)

  34. Ριβαλντίνιο said

    Σε αυτό το βιβλίο είχα διαβάσει την άποψη :

    Ο Μελάς λέει ότι «η επιρροή του Σπήλιου Πασαγιάννη στον Σικελιανό ήταν μεγάλη». Ίσως και κομμάτια κειμένων του Σικελιανού να είναι από «παρατημένα» χειρόγραφα ή «ιδέες» του Σπήλιου στο σπίτι των Σικελιανών.

    (Ο Πασαγιάννης είχε πάρει σύζυγο την αδελφή του Σικελιανού).

    Και ένα άλλο πικρόχωλο κάπως :
    (Ο Βάσος Δασκαλάκης) παντρεύτηκε την Έλλη Αλεξίου , αν και δεν συμφωνούσε με τις σκοταδιστικές απόψεις του μπατζανάκη του Νίκου Καζαντζάκη, τον οποίο ευγενικά αγνοούσε (δηλαδή περιφρονούσε στο βάθος), θεωρώντας τον κενόδοξο και λογοτεχνικά μέτριο, χωρίς να λαθεύει.

    Γενικά τους Καζαντζάκη και Σικελιανό τους είχαν λίγο στην μπούκα ή μου φαίνεται ; 👿 👿

    Υ.Γ. ΗΠΑ – Κολομβία 0-1 😦

  35. Corto said

    25:
    Κατά την γνώμη μου, όσο καταλαβαίνω, αυτό που λέει ο Βάρναλης είναι το εξής:

    Η Τέχνη δεν εξυπηρετεί την θρησκεία, ούτε η θρησκεία την Τέχνη. Προφανώς όλες οι εκφράσεις της ζωής σχετίζονται και συμπλέκονται, αφού έχουν κοινό παρονομαστή τον άνθρωπο. Αλλά η μία δεν είναι κατώτερη από την άλλη. Η Τέχνη έχει αξία από μόνη της, δεν αξίζει μόνο όταν αποτελεί υποστηρικτικό, ερμηνευτικό ή εκφραστικό μέσον της Θρησκείας.
    Η Τέχνη δεν έχει αξία μόνο αν περιγράφει ή ερμηνεύει την Κοσμογονία, τις μεταμορφώσεις του Ζαγρέα ή τα ταξίδια του Διονύσου στην Ινδία. Έχει αξία ακόμα κι αν μιλάει για τους εργάτες των ορυχείων, για ένα χαμίνι των παρισινών δρόμων, για ένα παιδί που παίζει σε ένα σκιαθίτικο ακρογιάλι ή για μια πόρνη σε ένα καφέ αμάν.
    Το ζητούμενο για τον Βάρναλη είναι η ανάδειξη της λαϊκότητας, κι όχι βέβαια η κατάργηση της Θρησκευτικότητας στην Τέχνη. Ο τρόπος για παράδειγμα που τα Ευαγγέλια ξεδιπλώνουν όλον αυτόν τον λαϊκό κόσμο της εποχής τους (γεωργοί, ψαράδες, χήρες, ζητιάνοι, ληστές, πόρνες κλπ) συνιστά ρωμαλέα καλλιτεχνική έκφραση.
    Αντίθετα, αυτό που φαίνεται να ενοχλεί τον Βάρναλη είναι η ενσωμάτωση στην Τέχνη στοιχείων που πηγάζουν από μυστικιστικά και αποκρυφιστικά δόγματα, Τέτοια ιδεολογήματα γίνονται κατανοητά από πολύ λίγους (και συνήθως πλούσιους) και ο Βάρναλης ενοχλείται από τον κάθε μορφής ελιτισμό.
    Δώστε βάση στα καρφιά που ρίχνει για την αριθμολογία του Καζαντζάκη («ιερός βέβαια ο αριθμός 3, ιερότερος ο έντεκα χιλιάδες εκατόν έντεκα φορές 3, αλλ’ ανίερος ο όγκος»). Ουσιαστικά καταγγέλει τα τεκτονικά στοιχεία του έργου του.

  36. oaltracosa said

    Κανονικα επρεπε να το γραψω στα σχολια της προηγουμενης αναρτησης. Τελος παντων.Η εκφραση «αχαρτογραφητα νερα» που χρησιμοποιειται πολυ συχνα,ιδιαιτερα μετα την κριση ,ποτε πρωτοεμφανιζεται στο πολιτικο λεξιλογιο;

  37. nestanaios said

    10.
    Βιάστηκες. Take your time, it’ll come to you.

  38. aerosol said

    Απόλαυσα το κείμενο. Οξυδερκές και βαθύ, ξέρεις πού να συμφωνήσεις και πού να διαφωνήσεις. Αλλά και ανηλεές, αυστηρό.

    Με ανάλογη αυστηρότητα θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Βάρναλης φαντασιώνεται πως η προσωπική του μεταφυσική για ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ του καλού και του κακού είναι επιστημονική και λογική. Δεν είναι σε καμία περίπτωση και δεν υπάρχει τίποτα επιστημονικό ή ατόφια «λογικό» που να στηρίζει αυτή την στάση. Άλλη μια απόδειξη πως η επίκληση της λογικής είναι ένα κοστούμι που ο καθενας κόβει στα μέτρα του θυμικού του, είτε το παραδέχεται είτε όχι. Τα παιδιά των αρχών του 20ου αιώνα κουβαλούσαν μέσα τους αυτή την υπεραισιόδοξη οπτική -που ανήκει στον 19ο- για το φως του ανθρώπινου νου που θα εξαφάνιζε τα σκοτάδια της πρωτόγονης, «μαγικής» σκέψης. Δικαιολογημένα ίσως, δεν γνώριζαν ή δεν άντεχαν να δουν πως ο ανθρώπινος νους δεν είναι εξ ορισμού φωτεινό εργαλείο, ούτε γεννήθηκε με τους κανόνες του Διαφωτισμού. Νομίζω πως εκλογίκευαν μια ελπίδα και μια θρησκευτικού τύπου πεποίθηση.

  39. Μπορεί εμείς εδώ να απολαμβάνομε την υπερτρισχιλιετή αλλά οι άλλοι φουστανελάδες της Αυρούπας, οι Σκοτζέζοι, ξέρνε να βρίζουν! Ειδικά όταν πρόκειται για τον Δόναλδ.

  40. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    36 Πρέπει να είναι δάνειο από το uncharted waters -και όχι πολύ παλιό στη γλώσσα μας.

  41. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ήταν Μεγάλοι κι οι δυό τους, η μαρξιστικολενινιστική διανόηση εκείνου του καιρού (εποχή μεγάλης ελκυστικότητας των ιδεών της στα πλατειά λαϊκά στρώματα) ένιωθε πως απειλούνταν από ιδέες που έπλεκαν υπερβατικά στοιχεία στον Αγώνα του ανθρώπου για ένα καλύτερο αύριο -ειδικότερα όταν φορείς αυτών των ιδεών ήταν λαμπερές προσωπικότητες, σαν τους Καζαντζάκη και Σικελιανό- γι αυτό και φρόντιζαν να τις «πελεκήσουν». Για όσους, όμως, από τους σημερινούς, αισθάνονται την ανάγκη να διατηρήσουν άσπιλα στην μνήμη τους εκείνα τα Μεγάλα Πνεύματα που διασύρθηκαν από την σταλινική κριτική της δεκαετίας του ’40, αντιγράφω τμήμα του Αποχαιρετισμού του Σικελιανού για τον Συναγωνιστή Καζαντζάκη: «[..] ως ξεκίναγα για το μεγάλο δρόμο/ και σύ ‘σουνα στο πλάγι μου γι άλλο στρατί να πας/ ακόμα πάνω απ’ τ’ άλογο σου αγκάλιασα τον ώμο/ κι είπα «Ο Θεός στις στράτες σου, κι εσύ να μ’ αγαπάς!»»

  42. Γιάννης Ιατρού said

    Το ίδιο μικρό ή και μικρότερο το ποσοστό συμμετοχής (~40%) στις εκλογές στην Ισπανία διαβάζω. Ο κόσμος μάλλον τους βαρέθηκε ……

  43. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    4 – «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» εκφράζει κάποιον που ταυτόχρονα κυνηγούσε τόσο επίμονα το Νόμπελ…»
    Aπό την στιγμή που κάποιος δημοσιεύει τις σκέψεις του, (και δη για χρήματα) παύουν να είναι κτήμα του, και λίγη σημασία έχει αν τον εκφράζουν απόλυτα. Σημασία έχει πλέον αν εκφράζουν κάποιους, κι η συγκεκριμένη φράση, εκφράζει όλους όσοι αισθάνονται ή θέλουν να είναι ελεύθεροι.

  44. oaltracosa said

    40κο Ευχαριστω.

  45. Corto said

    41 (Γιώργος Κατσέας):

    Ήταν μεγάλοι και οι δυο τους, σαφέστατα. Αλλά η κριτική του Βάρναλη για την ροπή των διανοούμενων (λογοτεχνών εν προκειμένω) προς το ακαταλαβίστικο και το επιτηδευμένα περισπούδαστο, πιστεύω ότι έχει διαχρονική αξία και είναι ανεξάρτητη από την όποια ιδεολογική αφετηρία (μαρξιστική ή άλλη).
    Ας θυμηθούμε για παράδειγμα αυτό που έλεγε ο Νιόνιος πολύ αργότερα, το 1983, στο Νέο Κύμα:

    «Οι εμπνεύσεις μου είναι γλωσσοδέτες/ νοιώθω συχνά σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες,
    που οδηγήσαν μια γενιά/ στα πιο βαθιά χασμουρητά»

    Μάλιστα και ο Χριστιανόπουλος (που αναφέρεται στο σχόλιο 6) το 1990 είχε εκδώσει εκείνο το βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο:
    «Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων»

  46. Γιάννης Κουβάτσος said

    Το «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος» είναι μια εντυπωσιακή πομφόλυγα, αφού δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος που δεν ελπίζει και δεν φοβάται τίποτα. Αν υπάρχει, δεν είναι ελεύθερος, είναι τέρας. Και δεν ανήκει στον Καζαντζάκη η φράση. Αν δεν πέφτω θύμα διαδικτυακής παραπληροφόρησης, μας παραδίδεται από τον Λουκιανό στον «Βίον Δημώνακτος», στον οποίο Δημώνακτα αποδίδεται η φράση.

  47. sarant said

    43-46 Nαι, αποδίδεται στον Δημώνακτα, από εκεί το πήρε ο Καζ. Λέω να βάλω άρθρο, αλλά λέω πως το ξέρουν πια όλοι.

  48. Γιάννης Ιατρού said

    42: UPDATE
    Στο 36,9% η συμμετοχή των Ισπανών ψηφοφόρων στις 15:00 και στο 51,17% στις 19:00….

  49. BLOG_OTI_NANAI said

    30β: Ναι, γι’ αυτό στο σχ. 4 έγραψα για «ιδεοληψία», γιατί διαβάζοντας το σκέφτηκα ότι εξαιτίας του κομμουνιστικού αθεϊσμού του ήθελε να αφαιρέσει από την θρησκεία ακόμα και την τέχνη που έχει επηρεάσει ανά τους αιώνες. Ελπίζω να είναι σωστή η σκέψη μου στο σχ. 29 και όχι στο σχ. 4.

  50. Μπούφος said

    Ευχαριστούμε για το σπάνιο κείμενο, Νικο-κύρη!
    Ο Βάρναλης, για τους δυο μεγάλους, διατύπωσε, κρίσεις που τις έκλωθα μέσα μου χρόνια και κλωσσόπουλα δεν μπορούσα να βγάλω!
    🙂

  51. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @45. Η ταπεινότης μου πάντως Corto, σχημάτισε την εντύπωση πως ΔΕΝ είναι αυτό το περιεχόμενο της κριτικής του Βάρναλη, δηλ. «για την ροπή των λογοτεχνών προς το ακαταλαβίστικο και το επιτηδευμένα περισπούδαστο». Την εντύπωσή μου αυτή την υπαγορεύει ο ίδιος ο Βάρναλης, που γράφει: «Δεν πρόκειται περί ασαφείας του ύφους, μα περί κακού ύφους· κι ούτε περί σκοτεινού (με την κυριολεχτική σημασία του όρου) γραψίματος, αλλά περί σκοτεινού (με τη μεταφορική σημασία του όρου) περιεχομένου». Άρα, ο Βάρναλης σκοπεύει στο περιεχόμενο των ιδεών του Σικελιανου (και του Καζαντζάκη), οι οποίες «τολμούν» να στέκουν με απαιτήσεις, έξω από το λενινιστικό μοντέλο ανειρήνευτης ταξικής πάλης αστών και προλεταριάτου- άρα, όποιος δεν είναι μαζί μας, υπονομεύει αυτήν την πάλη και πρέπει να πολεμηθεί. Και βέβαια, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο έργο του Σικελιανού (λχ στον επίδικο Πρόλογο) δεν υπάρχουν κομμάτια δυσνόητα αλλά αυτό είναι κάτι που το περιμένει κανείς από έναν μυστικιστή του μεγέθους του.
    Φυσικά, έχεις κομμάτι δίκιο για το ότι υφίσταται ένα ζήτημα, από εκείνα τα χρόνια ως τις μέρες μας, «για την ροπή των λογοτεχνών προς το ακαταλαβίστικο και το επιτηδευμένα περισπούδαστο» αλλά αν ανοίγαμε τέτοια συζήτηση εδώ, θα θέλαμε πολλές ηλεκτρονικές σελίδες- όχι για να το εξαντλήσουμε, παρά να το περι-γράψουμε στοιχειωδώς. Πάντως, πρέπει να ομολογήσουμε πως υπάρχουν πολλές περιστάσεις -ποίηση, φιλοσοφία, θεολογία, αισθητική κλπ κλπ- που όση αγαθή διάθεση ευνόητης σαφήνειας και να διαθέτει ο δημιουργός, δεν μπορεί να αποφύγει εκφραστικά σχήματα που δεν είναι εύκολα κατανοητά.
    (Για το είδος που περιγράφεται στο δεύτερο ήμισυ της φράσης σου, «την ροπή προς το επιτηδευμένα περισπούδαστο» -βελτσικό θα το έλεγα- ύφος δεν τίθεται ζήτημα. Κατακριτέο από χέρι!)

  52. To περίφημο «Δε ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» (αν θυμάμαι καλά, έτσι, με ψυχαρικό φ γραμμένο) βρίσκεται στον τάφο του Καζαντζάκη. Υπέθετα πάντοτε ότι στο θάνατο αναφέρεται και ότι εννοεί πως δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος όποιος ελπίζει σε ανταμοιβή ή φοβάται τιμωρία μετά θάνατον. Αλίμονο αν δεν ελπίζεις τίποτε σ’αυτή τη ζωή, ούτε κρίνεις πως υπάρχει κάτι που αξίζει να παλέψεις για να μη γίνει!

  53. Δεν έχω διαβάσει Σικελιανό, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να χαρακτηρίζει μεταφρασμένη καθαρεύουσα ο Βάρναλης το «μετάφερα» ή το «από την καρδιά του». Δηλαδή ο ίδιος πώς θα τα έλεγε;

  54. Γιάννης Κουβάτσος said

    Πολύ διαφωτιστικό και διασκεδαστικό το δοκίμιο του Χριστιανόπουλου που αναφέρει ο Corto (45) http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2016/01/blog-post_340.html
    Σ’ αυτό μας προκαλεί ο Χριστιανόπουλος να εξηγήσουμε τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτό το απόσπασμα:
    «Ο ελλαδικός άνθρωπος στην Ορθοδοξία διατυπώνει τον αρνητικό του νόστο ως «ζώο θεούμενο», μέσα από τον διάλογο του Εγώ του με το Άλλο, ως Ανταρσία ενάντια σε ένα Είναι δίχως Πρόσωπο, αφηγείται το καθολικό του βίωμα, τη διαδικασία ενσάρκωσης στο Εγώ του, την πρόσκτηση, με ενοποιό τον εαυτό του, του διάχυτου και απρόσωπου ως την έλευση του γίγνεσθαι που μετουσιώνεται τώρα, μέσα από την ιστορία του, την διάρκεια της Πράξης του, στο Εσύ και το Εμείς του Εκκαθολικευόμενου Εγώ του…
    Ο χριστιανικός άνθρωπος εγκολπώνει το Άλλο στο εκκαθολικευμένο του Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς, «ζωντανό σώμα του Θεού», εκκλησία του. Το Άλλο γίνεται έτσι Εσύ για να θριαμβεύσει ως Εμείς μέσα σε ένα Εγώ μεγαλωμένο δυνάμει στο άπειρο, Έρωτας ως Πράξη του Εσύ έξω από τον Καιρό, και ιστορία ως Πράξη του Εμείς, ενσαρκωμένος Καιρός, συμπίπτουν σε μια δισυπόστατη υφή ενός γίγνεσθαι που εκφράζεται στο Πρόσωπο, στην Παρουσία του Ανθρώπου ως ερωτικής σχέσεως, ως αγαπητικής πράξης».
    (Περιοδικό «Αντί», αρ. 239, σελ. 20-21, 1983)

    Σαφέστατο,ε; Του Γιανναρά να ‘ναι; 🙂

  55. Σε όλους τους γίγαντες της ντόπιας και ξένης διανόησης, ακόμη και στον Θεό (αν υπάρχει) τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας. Ουδείς άσφαλτος ! 🙂

    ΥΓ Για τους αποδομιστες, διαβαζουμε την βιογραφια τους και -επιπλεον- συμβουλευομαστε βιβλία ψυχιατρικής και αναζητούμε το «τραυμα» (τα «τραύματά» που τους οδήγησαν να γράψουν, επιχειρώντας να ερμηνεύσουμε γιατί τα έγραψαν.

  56. Corto said

    53:
    Άγγελε, αυτήν την απορία την έχω και εγώ. Για το δεύτερο κάτι σχετικό λέει εδώ ο Νικοκύρης μας:

    http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?7246-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%B9%CE%AC

    Δηλαδή ίσως το πιο στρωτό για τον Βάρναλη να ήταν το «από καρδιάς». (Εικασία κάνω, χωρίς τεκμηρίωση)

  57. BLOG_OTI_NANAI said

    52: Άγγελε, προσωπικά έχω κάποιες σκέψεις για το ζήτημα που θέτεις. Διότι είναι απολύτως βέβαιο, ότι κανείς δεν μπορεί να βιώσει ούτε καν στην φαντασία του την αίσθηση της ανυπαρξίας. Για να πεθάνει κάποιος εντελώς κενός από οποιαδήποτε προθανάτια φαντασία, που να αφορά τον εαυτό του μετά θάνατον, θα πρέπει να έχει βίωμα ανυπαρξίας. Όμως τέτοιο βίωμα, δεν έχει κανένας. Κατά συνέπεια και άθεος να είναι κάποιος δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να πείσει ότι φεύγει από τη ζωή χωρίς φαντασία ή αίσθηση οποιασδήποτε μεταθανάτιας κατάστασης της ύπαρξης του.
    Μάλιστα, με δεδομένο ότι η προθανάτια φαντασία θα ενισχύεται από το παντοδύναμο αίσθημα αυτοσυντήρησης, είναι πολύ πιθανόν να γεννήσει ένα προθανάτιο αίσθημα μεταθανάτιας ικανοποίησης από οτιδήποτε υλικό περιέχει το βίωμα ή ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου κι ας μην πιστεύει σε θεό:

    Μπορεί να ελπίζει στην αιώνια ενέργεια, ότι στον κόσμο τίποτα δεν χάνεται αλλά όλα μετατρέπονται σε κάτι άλλο. Ή να ελπίζει στην επιβίωση της μνήμης του: ότι κάποιοι θα θυμούνται κάτι που είπα, κάτι που έκανα, κάτι που έγραψα. Ή να ελπίζει στην αγαπητική σκέψη των παιδιών του ή της συντρόφου του, που θα τον θυμούνται για όσα τους πρόσφερε, ή ο ίδιος να ικανοποιείται έως την τελευταία στιγμή από την ελπίδα για καλή μελλοντική ζωή των δικών του ανθρώπων. Ή ακόμη να υπάρχει η ικανοποίηση της θυσίας για μια ιδεολογία που θα βοηθήσει τις ιδέες του να ζήσουν ή να φανταστεί έναν καλύτερο κόσμο όπου θα ζουν τα πιστεύω του.

    Το βέβαιο είναι, ότι κανείς δεν μπορεί να φύγει με έναν τρόπο που δεν έχει καν το βίωμα για να το αναπαραστήσει στη φαντασία του. Εϊναι αδύνατον να δεχτούμε με ευκολία ότι μπορεί κάποιος, επειδή δεν πιστεύει στον θεό, να φύγει από τη ζωή με πραγματική αίσθηση της ανυπαρξίας, αφού δεν την γνωρίζει για να την αισθανθεί. Που να βρεθεί το «τίποτα» σε έναν άνθρωπο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της ζωή του όταν δεν έχει καν ιδέα τι είναι το μηδέν;
    Πιστεύω ότι η ανθρώπινη φαντασία και το αίσθημα της αυτοσυντήρησης θα γεννήσουν και μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο την δική τους στιγμή ικανοποίησης η οποία μπορεί να είναι οτιδήποτε εκφράζει τον καθένα.

  58. Ριβαλντίνιο said

    @ 41 Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη

    Α, τώρα εξηγούνται όλα. Πολιτικοϊδεολογικά ήταν τα κίνητρα των επικριτών !

  59. BLOG_OTI_NANAI said

    54: Είναι του Κωστή Μοσκώφ. Εντάξει, η συγκεκριμένη διατύπωση είναι βαριά και εξεζητημένη και έχει δίκιο ο Χριστιανόπουλος, αλλά γενικά είναι αξιόλογος συγγραφέας.

  60. Corto said

    51 (Γιώργος Κατσέας):

    Έχεις δίκιο.Κυρίως στο περιεχόμενο σκοπεύει η κριτική του Βάρναλη και οπωσδήποτε γίνεται μέσα από συγκεκριμένο ιδεολογικό πρίσμα.
    Αλλά δεν νομίζω ότι κρίνει αυστηρά τους Σικελιανό και Καζαντζάκη, αποκλειστικά και μόνο επειδή το περιεχόμενο του έργου τους ήταν «έξω από το λενινιστικό μοντέλο». Αν ήταν έτσι θα έπαιρνε η μπάλα τους πάντες, από τον Παλαμά μέχρι τον Λαπαθιώτη.
    Νομίζω ότι το κατ’ αρχήν ζητούμενο για τον Βάρναλη (είτε σωστό, είτε λάθος) είναι η λαϊκότητα.
    (Τι ορίζει ο καθένας ως λαϊκό, αυτό βέβαια είναι τεράστιο θέμα.)

  61. Παναγιώτης Κ. said

    @54. Οι βαθιά θεολογούντες έχουν μια τέτοια γλώσσα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Γιανναρά όταν απευθύνεται στο συνάφι των θεολόγων.

  62. Ριβαλντίνιο said

    @ 54 Γιάννης Κουβάτσος

    Το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό :
    «Τα πρώτα που είπατε τα ξεχάσαμε. Τα δεύτερα δεν τα καταλάβαμε αφού δεν θυμόμαστε τα πρώτα.»
    (αρχαίοι Λάκωνες σε πολυλογάδες)

    Και το δεύτερο :

  63. Γιάννης Κουβάτσος said

    59, 61: Τώρα γιατί τα λόγια του Χριστού, όπως μας παραδίδονται στα ευαγγέλια, είναι τόσο απλά και συγχρόνως μεστά σε νόημα, ενώ τα λόγια των θεολογούντων είναι τόσο δυσνόητα και απωθητικά, ε, είναι ένα θέμα. 😊

  64. BLOG_OTI_NANAI said

    Σκάναρα κάτι από το «Τεφτεράκι» του Χριστιανόπουλου («Το επ’ εμοί», Δοκίμια, Μπιλιέτο 1993) που μιλάει για την οικονομία της έκφρασης με άλλα λόγια και παραδειγματική συντομία:

  65. sarant said

    51-60 Το γεγονός ότι ο Βάρναλης δεν κρίνει με βάση τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό φαίνεται και από το ότι για καλύτερους προπολεμικούς ποιητές θεωρούσε τον Φιλύρα και τον Καρυωτάκη.

  66. Corto said

    65:
    Επίσης αν δεν μου διαφεύγει κάτι, πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Βάρναλη ότι δεν υπέπεσε ποτέ στην μικρότητα να κατηγορήσει τον Καζαντζάκη για συμπάθεια προς τον Μουσολίνι και τον Φασισμό.

  67. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @60, 65. Ο Βάρναλης ήταν πολύ πολύ μεγάλος για να πιστεύω ότι μπορώ να τον χωρέσω σε ένα ερμηνευτικό καλούπι. Αν όμως δεν έχετε πειστεί ακόμη (με αυτά τα ανοικονόμητα που γράφει για δύο τεράστια μεγέθη της λογοτεχνίας μας) ότι η βασική του οπτική φορά ιδεολογικά ματογυάλια, σας το λέει ο ίδιος ο Βάρναλης! Στο εισαγωγικό σημείωμα που γράφει για την έκδοση των Αισθητικών – Κριτικών του, καταλήγει: «Σ’ όλα τα θέματα τούτα [εν. τα θέματα που πραγματεύεται στα κριτικά του δοκίμια] ζητιέται εξήγηση επιστημονική, με μέθοδο επιστημονική (διαλεχτικός υλισμός)»…
    [Και βέβαια, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ο Βάρναλης πέρασε από την προκρούστεια λενινιστική κλίνη, όλους τους λογοτέχνες. Και βέβαια αναγνώρισε ταλέντα που κινούνταν έξω από τον ιδεολογικό του χώρο. Αλλά το ποιός ήταν ο κριτικός του μπούσουλας, το δήλωσε ρητά ο ίδιος!..]

  68. Ριβαλντίνιο said

    Γαλλία – Έιρε 2-1 😐

    Γερμανία – Σλοβακία 3-0 🙂

    Βέλγιο – Ουγγαρία 4-0 😦 😦

    Τα ξημερώματα τελικός Αμερικής :
    Αργεντινή – Χιλή
    Πάει για το τρόπαιο ο Μέσης. Ας του στείλουμε θετική ενέργεια.

    Για αύριο :

    Ιταλία – Ισπανία
    Είμαστε με τους Ιταλούς . Θέλουμε εκδίκηση για την 4άρα το 2012 και τον αποκλεισμό του 2008. Η Ιταλία θέλαμε να το πάρει από την αρχή γιατί έχει να το σηκώσει από το ’68.

    Αγγλία – Ισλανδία
    Ας περάσουν τα εγγλεζάκια να δούμε ντέρμπι με τους Γάλλους.

  69. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    46 – Είναι κακό πράγμα η ελπίδα, αδρανοποιεί το μυαλό, κάνει τους ανθρώπους υποτακτικούς, και τους μαθαίνει αν πιστεύουν στα θαύματα χωρίς προσπάθεια. Όμως θαύματα, εκτός του θρησκευτικού παραλογισμού δεν γίνονται.

  70. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Αγγελος Σικελιανός

  71. Corto said

    Πέραν του περιεχομένου του δοκιμίου, δεν σχολιάσαμε καθόλου το εξής καταπληκτικό:

    «… ότι και στα χρόνια της Κατοχής γίνονταν ουσιαστικές συζητήσεις και για πνευματικά ζητήματα, εκδίδονταν περιοδικά, ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης του Κουν, υπήρχε δηλαδή αξιόλογη πνευματική κίνηση.»

    Μάλιστα γυρίστηκαν και κινηματογραφικές ταινίες, π.χ. τα χειροκροτήματα του Γιώργου Τζαβέλα με τον Αττίκ. Και βέβαια μπορεί να μην έγιναν μουσικές ηχογραφήσεις, αλλά οι λαϊκοί μουσικοί μέσα στην Κατοχή συνέθεσαν πολλά τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθηκαν με την Απελευθέρωση.
    Φαίνεται ότι οι δυσκολίες της περιόδου πείσμωναν τους δημιουργούς.

  72. Γς said

    50 @ Μπούφος

    >κρίσεις που τις έκλωθα μέσα μου χρόνια και κλωσσόπουλα δεν μπορούσα να βγάλω!

    Μπούφου νεοσσούς

  73. Μαρία said

    5
    Όχι, είπαμε, βρε δύτη 🙂 https://sarantakos.wordpress.com/2010/10/17/kwfonkthnos-2/#comment-46371

  74. Γιάννης Ιατρού said

    69: ΛΑΜΠΡΟΣ
    …αι τους μαθαίνει αν πιστεύουν στα θαύματα …

    Χωρίς θαύματα Λάμπρο να δώ τι θα κάνουν μεθαύριο, ξέρω ΄γω τα παιδιά, αν χρειαστεί να περπατήσουν στο νερό σε καμμιά πλημμύρα ή βρεθούν σε κανένα γάμο που ‘χει τελειώσει το κρασί!

  75. Spiridione said

    -Δεν μπορώ να παρουσιάσω από εδώ την αντιπαράθεση …

    Μικρή γεύση από το άρθρο αυτό του Πέτρου Χάρη «Σαφήνεια και Ασάφεια»:
    http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=109451&code=8585&zoom=800

  76. Spiridione said

    75. Από την επόμενη σελίδα, 834.
    (και ευχαριστούμε Κόρτο).

  77. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    5,69,73,74,
    Ο Άγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο νεκρός ράφτης
    http://peritexnisologos.blogspot.gr/2013/05/blog-post_8.html

  78. Γς said

    74:

    Και το πρώτο θαύμα που έκανε ο [Πολωνός] Πάπας ήταν που έκανε έναν κουφό τυφλό.

    [Τα αμερικάνικα ανέκδοτα με τους Πολωνούς]

    Και ότι έβαλε ταπετσαρία στην Καπέλα Σιξτίνα.

    Και τι κακό είναι αυτό με τις «αγιογραφήσεις» [έτοιμες αγιογραφίες σε ρολό, εν είδει ταπετσαρίας] που επικολλούνται στους τοίχους;

    Δεν θα ξεχάσω έναν ιερωμένο που καμάρωνε ότι σουλούπωσε ένα μητροπολιτικό ναό μεγάλης επαρχιακής πόλης σκεπάζοντας τις παλιές αγιογραφίες μ αυτές τις αηδίες.

  79. Γιάννης Κουβάτσος said

    Λάμπρο, οι ελπίδες και οι φόβοι υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο, όσο κι αν προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτά. Αν νομίζει ότι τα κατάφερε, απλώς κοροϊδεύει τον εαυτό του. Δεν είναι ούτε καλά πράγματα ούτε κακά, είναι φυσικά. Μπορεί, και πρέπει, να απαλλαγεί από παράλογες ελπίδες και ψυχοφθόρες φοβίες αλλά μέχρι εκεί.

  80. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    72/50
    Ο Κώστας Βάρναλης με τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη

    — Θα μου πεις τώρα τι ‘ναι ο ποιητής;
    — Καλά. Άντε ας στο πω. Καλύτερα να γράψεις αυτό που ‘ναι αλήθεια παρά να γράψεις κανένα ψεύτικο. Εξάλλου τι νομίζεις πώς είναι το γράψιμο; Κουτσομπολιό υψηλής ποιότητας. Ο ποιητής λοιπόν —δε θα ξανασταματήσω— ο ποιητής είναι κλώσα, δεν είναι κότα!
    — Δηλαδή;
    — Δηλαδή δεν τρέχει με το πρώτο αυγό που γεννάει να το κάνει πουλί. Το μαζεύει πρώτα, τα κλωσάει, συμπληρώνει τα «τέρμενα»… Κι ύστερα βγαίνει στην αυλή και τα διαλαλεί. Τώρα το ‘χει το δικαίωμα. Έγινε ποιήτρια. Έβγαλε έναν τόμο πουλάκια.
    […]

    Ο Κώστας Βάρναλης με τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη

  81. BLOG_OTI_NANAI said

    53: Το πιο κοντινό στο «μετάφερα» που βρήκα, είναι το παρακάτω. Να υποθέσω ότι θα χρησιμοποιούσε το «μετέφερα«;

    Για το «από την καρδιά του» όμως, δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό τι εννοεί. Βρήκα δύο φορές τη φράση, και μου φαίνεται ίδια ακριβώς σύνταξη:

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2

  82. ΓιώργοςΜ said

    78 Συχνότατα τα τελευταία χρόνια, οι αγιογραφίες γίνονται σε μουσαμά κι επικολλώνται αργότερα. Δεδομένου ότι ο ίδιος καλλιτέχνης κάνει και το ένα και το άλλο, η μόνη διαφορά είναι ο κίνδυνος να πέσεις από τη σκαλωσιά και η δυσκολία να δουλέψεις σε αφύσικη στάση. Αυτό που δε γίνεται ή είναι πολύ δύσκολο με αυτό τον τρόπο είναι φυσικά οι τρούλοι, οι θόλοι και οι λοιπές καμπύλες επιφάνειες.
    Φυσικά όλα αυτά είναι καλά και άγια όταν δεν καλύπτονται προϋπάρχουσες, αλλά αυτό (η επικάλυψη) μπορεί να γίνει και χωρίς επικόλληση…

  83. Ωραία μας ξύπνησες. Σημερα μου ήρθε η ειδοποίηση γι αυτό εδώ, είδα και το προηγούμενο, αλλά θυμήθηκα και τον Βουτυρά, συγκριτικά, απείρως παραγκωνισμένο δεκαετίες. Ελπίζω να φροντίσεις, αν και βλέπω υπάρχει ενδιαφέρουσα δραστηριότητα. https://www.youtube.com/watch?v=zAy3wN1paIY 🙂

  84. Μπούφος said

    @72
    Γs
    Φανταζόμουν μικρότερα τα …μπουφόπουλα!
    😉

  85. Corto said

    76: Spiridione να είσαι καλά!

    81 (BLOG_OTI_NANAI): Ο τύπος «μετέφερα» φαίνεται πιο πιθανός. Το άλλο πράγματι είναι ασαφές.

  86. BLOG_OTI_NANAI said

    85: Και με την ευκαιρία να προσθέσω ότι κοίταξα στο τυπωμένο δοκίμιο του Βάρναλη μήπως τυχόν έγραφε «καρδίαν του«. Όμως όχι, και το τυπωμένο έγραφε «από την καρδιά του» το οποίο μόνο ως δημοτική μπορεί να ερμηνευθεί. Εκτός μόνο, αν στο τυπωμένο του Σικελιανού έχει το καθαρευουσιάνικο «καρδίαν του» και μεταφέρθηκε λάθος στο δοκίμιο του Βάρναλη. Αυτό δεν το έψαξα.

  87. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    74 – Οι γονείς οφείλουν να μάθουν τα παιδιά τους να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις, κι όταν πέφτουν, κάθε φορά να σηκώνονται, και βέβαια, καλό είναι να τους δείξουν πως αν χρειαστεί, είναι πιο έξυπνο, εύκολο κι απλό, αντί να περπατήσουν στο νερό, να κολυμπήσουν, όσο για το κρασί, αν τελειώσει δεν χρειάζεται να πιούν άλλο, το αλκοόλ σκοτώνει (χαμόγελο). Στα θαύματα πιστεύουν μόνο τα ΚΟΡΟΪΔΑ που δυστυχώς παράγονται σωρηδόν από το σύστημα.

    79 – Οι ελπίδες που δεν βασίζονται σε προσπάθεια, είναι θρησκευτικές μπαρούφες, αυτές πάλι που βασίζονται σε προσπάθεια, είναι βάσιμες προσδοκίες κι όχι ελπίδες. Οι αρχέγονοι φόβοι, όπως ο θάνατος ή τα φίδια π.χ, μπορούν να καταπολεμηθούν με την γνώση και την κατανόησή τους, όμως δεν μεγαλώνουμε (τυχαίο;) με συνειδητότητα της ζωής, αλλά με παραμύθια.
    Το μεγαλύτερο παραμύθι απ΄όλα στην βλαμμένη κοινωνία που ζούμε, είναι η θεοποίηση της ζωής, με αποτέλεσμα να να μη μαθαίνουμε ΤΙΠΟΤΑ για τον θάνατο.
    Η ζωή, είναι απίστευτα δυνατή, κι απίστευτα ευάλωτη, κι έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε, θα ζήσουμε για πάντα, αλλά αύριο μπορεί να μην υπάρχουμε, δεδομένο στην ζωή, είναι μόνο ο θάνατος.

  88. Γιάννης Ιατρού said

    87α: ΛΑΜΠΡΟ,
    αν σωθεί στη σύναξη ο οίνος, και δεν ξέρεις από θαύματα, θα τα πούμε …. 🙂

  89. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    88 – Mη φοβού Ιωάννη, αν και ξέρω από θαύματα, (ρώτα την Παπέν-χαμόγελο) δεν χρειάζονται, γεροί νάμαστε να τα πιούμε, υπάρχει πρόβλεψη με κάβα.

  90. Γιάννης Ιατρού said

    89: Ρε σύ, πάς γυρεύοντας, αλλά θα στα πώ κατ΄ιδίαν, να μην το κάνουμε αρένα εδώ 🙂

  91. 83 Και Δ.Βουτυρα, αλλα και Μ.Μητσακη και αλλους πολλους μη μ-λ, τουλαχιστον οχι στρατευμενους.

    Να επιστρεψουμε στους μεγαλους ανατομους της ελληνικης ψυχης, λοιπον. Τα τελευταια ετη αντλω γνωση -οχι συστηματικα- για την ιστορια των παππουδων/γιαγιαδων μας, τελος 19ου, αρχες 20ου αιωνα, απο τους παραγνωρισμενους ανατομους Δ.Βουτυρα, Μ.Μητσακη,…

    Ειχα αγορασει την συλλογη διηγηματων του Μ.Μητσακη για τον οποιο ειχα ακουσει παλιοτερα πολυ καλα λογια. Μου εκανε μεγαλη εντυπωση οτι το 1890 δεν εχει μεγαλες διαφορες στην νοοτροπια των μικραστων (απεχθεια προς την χειρωνακτικη εργασια, παρασιτισμος μεσιτεια, πολυσθενεια των εισοδηματων,…) σε σχεση με το 1970-1980 (τους σημερινους 60-ρηδες)

    1. Ολα ξεκινησαν απο την αναγνωση του διηγηματος ««Παρά την δεξαμενήν» ❤ εις το υπαιθριο καφενειο της οποιας, ηδη απο το 1976 ημουν τακτικος θαμωνας επι πολλες ωρες ως φοιτητης… και ακομη και σημερα, αλλα αραιοτερα…

    Ενθουσιασθηκα απο το κατωθι τελος του διηγηματος :
    «…τον σύγχρονον εν Ελλάδι πολιτισμόν, τον σύγχρονον εν Ελλάδι βίον, κατά το ήμισυ
    ευρωπαϊκόν και το ήμισυ έλληνα, κατά το ήμισυ φράγκον και κατά το ήμισυ ανατολίτην, δομινοφορούντα μασκαράν, επιχρυσωμένον τενεκέν, βρακάν με ψηλό καπέλλο…»

    οπου προ 100 και πλεον ετων αναφερει αυτα που σχολιαζω στην καθ’ημας δυτικοανατολικη ελλαδα των γαλλικων με πιανο (εκ των οποιων μερικοι/ες ΚΚΕεσ.) ❤ μαζι με τα κλαρινα της Ομονοιας και την τσιφτετελλαδα,…την οψιμη συχνα παρασιτικη ή μεταπρατικη μεγαλοαστικη και αστικη ταξη (μιγμα γονων ευπορων αριστερων, μαυραγοριτων και παλαιοτερων τζακιων)

    2. Μια γρηγορη ερευνα στο διαδικτυο εφερε απροσμενα αποτελεσματα για την κριτικη παρουσιαση του εργου του Μ.Μ., οπως

    Μιχαήλ Μητσάκης:
    η ετερότητα
    μέσα από δύο
    «μυωπικά μάτια»

    Ονοματεπώνυμο: Μαρία Μαρκοπούλου
    ΑΕΜ: 1171

    Click to access GRI-2012-9133.pdf

    Επόπτρια μεταπτυχιακής εργασίας: Μαίρη Μικέ

    Σε αναζήτηση του πλούτου στη μικροαστική Αθήνα (κριτικη παρουσιαση του διηγηματος «Εις Αθηναίος χρυσοθήρας»)

    Του Γιώργου ΣΤΑΘΑΚΗ

    Το εκτενές αυτό διήγημα του Μητσάκη είναι ίσως ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα που επικεντρώνονται στην οικονομία. Θέμα του είναι η οικονομική νοοτροπία του γρήγορου πλουτισμού, σύμπτωμα μιας κοινωνίας με προαστική σκέψη, που επιβιώνει ασθμαίνοντας σε μια καθ’ όλα αστική Αθήνα.

    [….]

    Εντούτοις, ο νέος χρυσός της βιομηχανικής εποχής είναι διαφορετικός. Τα ορυχεία σήμαιναν εργασία και κεφάλαιο. Και φυσικά επιστήμη και τεχνικές προόδους. Αυτές που μόλις είχαν επιτρέψει την βιομηχανική οργάνωση του ορυχείου.

    Όμως ο Αθηναίος Χρυσοθήρας δεν έχει τέτοιες φιλοδοξίες. Ο πλουτισμός που αναζητά είναι διαμεσολαβητικός και αρπακτικός, όχι βιομηχανικός, συστηματικός και κεφαλαιοκεντρικός. Ο πλούτος, ως προϊόν είτε του κεφαλαίου είτε της εργασίας, φαντάζει εξωπραγματικός, σε κοινωνικές ομάδες εν μέρει κρατοδίαιτες, εν μέρει μικροεμπορευματικές και μικροεπαγγελματικές. Η βιομηχανία, ως οργανωμένη δράση του κεφαλαίου, είναι ξένη προς τον Μεγγλίδη. Η προσδοκία του είναι, αμέσως μετά την ανακάλυψη να πουλήσει την άδεια σε μια ξένη εταιρεία του είδους, η οποία θα αναλάβει την καθαυτή οργάνωση της εξόρυξης.

    Το ελληνικό κράτος παρείχε τότε αφειδώς άδειες για έρευνες προς αναζήτηση ορυχείων. Ο Μεγγλίδης απέκτησε μια άδεια και με την ανακάλυψη του ορυχείου προσέβλεπε να εκποιήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσής του σε «αυτούς που ήξεραν», σε αυτούς που θα οργάνωναν την πραγματική εκμετάλλευση του ορυχείου. Ο μεσολαβητικός ρόλος του θα τελείωνε εκεί. Ο πλουτισμός του θα ήταν προϊόν αυτής της μεσολαβητικής πράξης.
    […]

    Ο Γιώργος Σταθάκης διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης|

    http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_6079.html

    ΥΓ Εξαιρετικος ο Γιώργος Σταθάκης ως διδασκων -βεβαιως- οικονομικη ιστορια μεσα απο την παραγνωρισμενη λογοτεχνια του Μ.Μ. εν έτει 1890!

    ΥΓ2 Ομως το προβλημα του μικροαστου Μεγγλιδη :

    «Γλυτώνουμε και από τις σκοτούρες. Που να κάθεσαι τώρα να σκάβεις 🙂 , δεν είμαστε μεις γι’ αυτά! Εταιρεία να βρης! Άκουσε που σου λέω εγώ!… »

    συνεχιζει να υπαρχει και το 2016 για την εκαστοτε κυβερνηση. Η νεολαια σπουδαζει κατα 70% σε ΑΕΙ/ΑΤΕΙ για να μην σκαβει ¨-) , να μην ασχολειται με την χειρωνακτικη εργασια, για την οποια εχει θεωρητικη μονον γνωση μαζι με αλλεργία /απεχθεια/ αποστροφη. Στις «καθυστερημενες» χωρες της Ε.Ε. 50% των νεων ακολουθει την τεχνικη εκπαιδευση, ενω στην χωρα μας μονον το 25%.

    Ηδη (20 Μαρτίου 2016) ειδα στην ΕΡΤ τον εκπροσωπο της ΝΔ Γεράσιμο Γιακουμάτο να λεει οτι εφοσον οι προσφυγες θα παραμεινουν 2-3 ετη στην χωρα μας να ψηφισθει διαταξη για να εργαζονται σε αγροτικες εργασιες με εργοσημο ( τις οποιες αποφευγουν οι φραπογαλοι 🙂 νεοι ελληνες των χιλιαδων καφετεριων της χωρας)

  92. Ο.Ε. said

    Περί σκότους στην τέχνη
    Στην ορθόδοξη αγιογραφία η τεχνική ξεκινάει από τους σκοτεινους προπλασμους για να φτασει στη δισδιάστατη φωτολουσια των φωτισμων. Ή τρίτη διάσταση της θείας χάριτος χαρίζεται με τη μεταφυσική υποβολή της εικόνας.
    Ή τέχνη των Σικελιανου και Καζαντζακη έτσι σε πηγαίνει μέσα απ τα σκοτάδια στο φως.
    Κι ας μου επιτραπεί να διόρθωσω τον μεγάλο Βαρναλη στο ότι η γης είναι του Καζαντζακη κι ο Ουρανός του Σικελιανου που ασφαλώς δε μπορεί να μοιραστεί μαζί τους αφού υπηρέτησε τη στρατευμένο τέχνη που έχει λόγο απτό κι άρα περιορισμένο στην ελευθερία.
    Και πως θα μπορούσε να είναι ο Σικελιανος εγωιστής! Κατα την κριτικη του Βαρναλη Κατανοεί μονάχα τον εαυτό του και τη φύση! Μα αν συμβαίνει αυτό εχει κατανοήσει όλο τον κόσμο! Μόνο η μεταφυσική προσέγγιση του εαυτού μας ξεκλειδώνει το Εγώ κι απελευθερώνει το πνεύμα να κοινώνησει με το συμπαντικό έτσι που να γινει πανανθρωπινο!
    Νομίζω πως η σκοτεινή πλευρά του διανοούμενου Βαρναλη ασκεί κριτική!
    Για τον Καζαντζακη μας λέει τα αντίθετα, πως ή πολύ σκέψη αφαιρεί το συναίσθημα από τη διανουμενιστικη γραφή του που δεν έχει ψυχή….
    Κι είναι έτσι συγκριτικά που σχολιάζει τους δύο κατά κόσμον φίλους σα να τους ευλογεί! που κρατάν αυτοί τα ηνία της τέχνης ο ένας με το λόγο ο άλλος με τη χάρη!
    Αν μπορούσα θα απαντούσα στην κριτική του πως «ο,τι σταυρωνεις να το προσκυνας»

  93. Ο.Ε. said

    Ή υποκειμενικη θεση του σεβαστού Βαρναλη, δε δύναται να μειώσει στο ελάχιστο την ακλόνητη αξία των Σικελιανου και Καζαντζακη! Μόνο που τολμώ να τον διορθωσω! Ή γη είναι του Καζαντζακη κι ο ουρανός του Σικελιανου που ναι! δεν μπορεί να τα μοιραστεί μαζί τους γιατί αυτός ο Βαρναλης, υπηρέτησε τη στρατευμένη εξανθρωπισμενη τέχνη μιας μανιερας με αξία μεν αλλά χωρίς τη φλόγα της μετουσίωσης σε αθανασία! Ο,τι υπόκειται σε περιορισμούς ή ιδεοληψιες είναι κατώτερο από αυτό που κοινωνεί το επέκεινα, το μεταφυσικο, το συμπαντικό που κάνει το προσωπικό, το πρωτόγονο ‘Εγώ’ κοινό κι απεριόριστο.Ρωμεικο. Ορθόδοξο.Πανανθρωπινο.Προσκύνημα στην Αθανασία δεν κρίνεται ακόμα κι αν είσαι ο Βαρναλης…Όλοι έχουμε την ανθρώπινη φθαρτη κι αδύναμη όψη που μας οδηγεί σε λάθη(κριτική Βαρναλη). Ή σε ύψιστη τέχνη(Σικελιανος, Καζαντζακης)…Αν μπορούσα θα του απηύθυνα:»Ο,τι σταυρωνεις να το προσκυνας»

  94. sarant said

    83 Καιρό τώρα έλεγα να βάλω Βουτυρά. Επιφυλάσσομαι λοιπόν.

Σχολιάστε