Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Η πρόσληψη του ρεμπέτικου από την αριστερή διανόηση 1946-1990 (Συνεργασία από Spatholouro)

Posted by sarant στο 4 Σεπτεμβρίου, 2016


Το ιστολόγιο φιλοξενεί σήμερα μια συνεργασία του φίλου μας του Spatholouro, με το πολύ ενδιαφέρον θέμα «Ρεμπέτικο και αριστερά» ή, για να δώσω τον ακριβή τίτλο, «Η πρόσληψη του ρεμπέτικου από την αριστερή διανόηση 1946-1990″.

Όπως σημειώνει ο ίδιος, πρόκειται για «Ομιλία που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2015 στο πλαίσιο του Κύκλου Ανοικτών Μαθημάτων Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο Κοινωνικό-Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα «Η Λαμπηδόνα» (συντονιστής: Κώστας Στεργιόπουλος). Ίσως δεν παρέλκει να σημειωθεί ότι ο ομιλητής εντρέπεται τις τέτοιες δημόσιες εμφανίσεις και δεν κάνει ποτέ. Ας όψεται ο εξαίρετος Κ. Στεργιόπουλος που με συγκίνησε τόσο με τη δουλειά που κάνει εκεί, ώστε να αφήσω προς στιγμήν το underground».

Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση άρθρα που έχω δημοσιεύσει στο ιστολόγιο -σκέφτηκα προς στιγμή να το βάλω σε δύο συνέχειες, αλλά κάτι τέτοιο δεν βολεύει για τα σχόλια. Οπότε, μονοκοπανιά. Κυριακή είναι, υπάρχει ελπίζω περισσότερη άνεση.

Μια και το άρθρο είναι ήδη πολύ μεγάλο, εγώ δεν θα πω τίποτα. Ο λόγος στο spatholouro.

Η πρόσληψη του ρεμπέτικου από την αριστερή διανόηση (1946-1990)

Το ιστορικό που ακολουθεί επιχειρεί να αναδείξει τη διακύμανση του αριστερού λόγου για το ρεμπέτικο τραγούδι,για τη χρονική περίοδο 1946-1990. Το 1946 επιλέχθηκε ως αφετηρία, γιατί τότε είναι, όσο γνωρίζουμε, που γίνονται οι πρώτες αριστερές νύξεις για το ρεμπέτικο, ενώ το 1990 είναι ο «τερματικός» σταθμός μας, καθώς σφραγίζεται με τις απόψεις ενός εμβληματικού αριστερού μουσουργού και διανοητή, του Αλέκου Ξένου.

Πρώτη περίοδος (1946-1967)

Για αναλυτικούς, αλλά και πραγματολογικούς λόγους, διακρίνουμε τρεις «υποπεριόδους»:

  • 1946-1949: οριοθετείται από το εμφυλιοπολεμικό κλίμα και τη διάλεξη Χατζιδάκι,
  • 1950-1959: συμπίπτει με το μετεμφυλιακό κλίμα,
  • 1960-1967: εδώ τον τόνο δίνει το εγχείρημα Θεοδωράκη με τον Επιτάφιο.

 

α) 1946-1949

Οι πρώτες νύξεις περί ρεμπέτικου αφορούν τη χασισική του συνιστώσα. Πρόκειται για άρθρα καταγγελίας των κινδύνων διαφθοράς που απειλούν τη νεολαία της εποχής, καθώς η Αθήνα τότε φέρεται να βρίθει από χασισοποτεία, πορνεία, ύποπτα μπαρ κλπ. Ο Γραμματέας της ΕΠΟΝ Θ. Λιακόπουλος (Ελεύθερη Ελλάδα, 10-1-1946) μέμφεται την ελεύθερη κυκλοφορία τραγουδιών, όπως το «Όταν καπνίζει ο λουλάς», ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Χρ. Πασ. (Νέα Γενιά,  τχ. 67, Μάρτ. 1946), καταγγέλλοντας ότι σε τέτοιους χώρους δημιουργούνται και τα «κουτσαβάκικα τραγούδια (Όταν καπνίζει ο λουλάς κ.ά)». Στο άρθρο αυτό γίνεται λόγος και για τη σχετική δράση της ΕΠΟΝ επί Κατοχής,  που εκτεινόταν από την έκδοση σχετικών «διαταγών» να κλείσουν τα διάφορα πορνεία, τεκέδες και λέσχες, έως και την καταστροφή των ανυπάκουων κέντρων. Εθεωρείτο ότι οι τοξικομανείς δημιουργούνται  στο πλαίσιο των «γνωστών σατανικών σχεδίων για την εξόντωση του λαού», ενώ κατονομάζονται οι ύμνοι του χασίς «Όταν καπνίζει ο λουλάς» και το «Πρωί πρωί με τη δροσούλα» που έχουν κατακλύσει ταβέρνες, κέντρα, δρόμους και πλατείες… Ως προς τα ραδιοφωνικά ακροάματα, ο Μ. Βάρβογλης (Ριζοσπάστης, 7-7-1946) φιλοξενεί επιστολή διαμαρτυρίας εναντίον των μοιρολογιών, των αμανέδων, των ταγκο- σουινκοτράγουδων και λοιπών «μπεκροσέρτικων», για να εισηγηθεί λογοκρισία σε στίχους που «είναι ζήτημα αν θα τ’ άκουγε κανείς σε υπόγειους παραδείσους ή σε δυσώνυμους οίκους!». Η πρώτη παρεμπίπτουσα αναφορά του Φ. Ανωγειανάκη (Ριζοσπάστης, 15-8-1946) στα «σύγχρονα λαϊκά τραγούδια» θα τα θεωρήσει ως συνέχεια των δημοτικών, από τα οποία όμως λείπει ο δημιουργικός όρος της ομαδικότητας και κοινής ψυχικής ζωής. Είναι πάντως μια «ζωντανή πραγματικότητα» άξια μελέτης.

Καταλυτικό στη χρονική αυτή συγκυρία θα αποβεί το διάβημα των μουσικών σωματείων εναντίον των «μάγκικων» τραγουδιών (21-11-1946).  Φαίνεται πως προκλήθηκε από την εξάπλωση που γνώριζαν 4 «χασικλίδικα», που δισκογραφήθηκαν μέσα σε ένα  κενό των λογοκριτικών μηχανισμών το καλοκαίρι του 1946 [ «Ο λουλάς» (Μητσάκη), «Της μαστούρας ο σκοπός» (Τσιτσάνη), «Το πρωί με τη δροσούλα» (Τσιτσάνη), «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» (Τσιτσάνη-Καλδάρα)]. Λίγες μέρες μετά (27/11/46)  δημοσιεύεται στην Ελεύθερη Ελλάδα  το πρώτο αριστερό άρθρο κατά του ρεμπέτικου. Ο Γ. Σταύρου καταγγέλλει τη δυτικού τύπου «ελευθερία» ακρόασης του «ύμνου της μαύρης, του τουμπεκί και των άλλων αποικιακών προϊόντων». Τη διάδοση των ρεμπέτικων αποδίδει στο ότι εξυπηρετούν την υπάρχουσα πολιτική τάξη πραγμάτων, που επιδιώκει να εμποτίσει τον λαό «μουσική του ντεκέ» και να τον θέσει εκτός μάχης. Ο λαός όμως, μάχεται για δημοκρατία τραγουδώντας τα δικά του τραγούδια «της λεβεντιάς, της χαράς, της Ελλάδας», ενώ όσοι ολισθαίνουν στα «ωδικά μαστούρια», έχουν ήδη εξαχρειωθεί πολιτικά. Εδώ παρατηρούμε ότι για πρώτη φορά στιγματίζεται και πολιτικοϊδεολογικά η μερίδα εκείνη του κοινωνικού σώματος που αρέσκεται στα ρεμπέτικα, καταχωριζόμενη στις αντιδραστικές-αντιλαϊκές δυνάμεις.

 

Η συζήτηση στον  Ριζοσπάστη:

Οι κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί θα σπεύσουν να απαγορεύσουν στις 28-11-1946  τα επίμαχα χασικλίδικα. Αμέσως, ο Ανωγειανάκης (Ριζοσπάστης, 28-1-1947) θα είναι ο πρώτος από την Αριστερά που θα αντιδράσει στο διάβημα των μουσικών σωματείων. Το ρεμπέτικο, λέει, αποτελεί «γνήσια μορφή σημερινής λαϊκής μουσικής» στο πλαίσιο της παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού και λιγότερο ίσως της βυζαντινής μουσικής. Εξαίρει τη μορφολογία του είδους («πρωτότυπη μελωδική γραμμή»), χωρίς να υπολείπονται και οι στίχοι, με εξαίρεση τα «χασικλίδικα». Ως προς αυτά, αφού τα θεωρήσει προϊόντα άθλιων κοινωνικών όρων, συμφωνεί και αυτός για την κακή επίδρασή τους, απορρίπτοντας μάλιστα συλλήβδην στίχους και μουσική.

Πολύ επιθετικότερος εμφανίζεται ο μουσουργός Αλέκος Ξένος (4-2-1947), στο πρώτο του κείμενο για το ρεμπέτικο, υπερτονίζοντας το κακό «που προκαλεί η αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα του ρεμπέτικου χασικλήδικου πορνογραφικού τραγουδιού». Το τραγούδι αυτό, διαμορφωμένο από τα «μελωδικά υπολείμματα του Τούρκου κατακτητή» τραγουδιέται από τα πιο «λούμπεν στρώματα που δημιούργησε η εξαθλιωτική οικονομική τακτική της κεφαλαιοκρατίας». Παρά τις δυσμενείς κρίσεις, ο Ξένος αναγνωρίζει ορισμένες θετικές πλευρές στα ρεμπέτικα, που θα πρέπει να τύχουν μελλοντικής αξιοποίησης «δίνοντάς τους ένα κοινωνικό περιεχόμενο χρήσιμο για το λαό μας».

Θα του απαντήσει ο Νίκος Πολίτης (23-2-1947) τονίζοντας πως, παρά τις όποιες φιλολογίες ή απαγορεύσεις, τα λαϊκά πάθη υφίστανται και εκφράζονται, και μέσα στη μουσική αυτή έκφραση του ρεμπέτικου (που «με το ζωντανό περιεχόμενό του συγκινεί και εκφράζει τη λαϊκή ψυχή») τα χασικλίδικα κατέχουν μικρό ποσοστό.

Τη συζήτηση θα «κλείσει» ο Ξένος (5/3/47). Θορυβημένος από την ανοίκεια σύγκριση δημοτικού και ρεμπέτικου, ξεσπά: «πώς είναι δυνατόν να παραλληλίσουμε τα τραγούδια τούτα με τα ρεμπέτικα χασικλήδικα που εκθειάζουν το θανατικό […] κι ένα σωρό άλλα που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι τέτοια;». «Τα περισσότερα απ’ αυτά εκφράζουν αρρωστειάρικες καταστάσεις ξεπεσμού.. […] υπάρχουν και μερικά ρεμπέτικα που ακούγονται ευχάριστα και κλείνουν μέσα τους λαϊκά στοιχεία, όπως π.χ. το τραγούδι του Ζέπου   […] Αν και δεν είναι σωστό τη στιγμή που καταδικάζουμε ένα τραγούδι στο σύνολό του για τη βλαβερή επίδραση που έχει στο λαό, ν’ αγνοούμε την ουσία και να ξεχωρίζουμε τη μορφή από το περιεχόμενο κάνοντας τεχνολογική συζήτηση, ωστόσο απαντώ για να πω:  στη μουσική του ρεμπέτικου θα βρούμε περισσότερα τούρκικα στοιχεία, λιγώτερα δημοτικού τραγουδιού, ακόμη καντάδα και ταγκό».

Σύνοψη συζήτησης: στην πλειονότητα οι απόψεις δεν ήταν απαξιωτικές και στιγματιστικές συλλήβδην για το ρεμπέτικο. Εάν εξαιρέσουμε την ομόφωνη απόρριψη των «χασικλίδικων» τραγουδιών και την ακραία αντίδραση του Α. Ξένου (που παραχωρεί πάντως περιθώρια -«καθοδηγούμενης» έστω- δημιουργικής έκπτυξης στο είδος), σε γενικές γραμμές αναγνωρίζονται η αυθεντικότητα και η δυναμική του είδους αυτού. Ωστόσο, η χασισική εκδοχή/εποχή του ρεμπέτικου απομονώνεται τεχνητά και αποβάλλεται από το σύνολο πολιτισμικό μόρφωμα ως συμβολικός ρύπος, ενώ «ρίχνεται» και το σύνθημα της σύνολης καταδίκης του.

Η καταλυτική διάλεξη Χατζιδάκι (31-1-1949)  

Ο Μ.Χ. επιχείρησε εύτολμα να επισύρει την προσοχή των αστικών κυρίως κύκλων στην «αξία», την «αλήθεια» και τη «δύναμη» του ρεμπέτικου. Σημειώνουμε και την ογκούμενη δημοφιλία του Τσιτσάνη, που προωθεί έναν διαφοροποιημένο ιδεότυπο του λαϊκού τραγουδιού. Από την αριστερή διανόηση, επικριτικός στη διάλεξη εμφανίζεται ο Βασίλης Παπαδημητρίου, (Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 1-2, Γενάρης-Φλεβάρης 1949) επιχειρώντας ιδιάζουσες διακρίσεις στο εσωτερικό του ρεμπέτικου: από τη μια είναι τα «ρεμπετο-τυποποιημένα τραγουδάκια της μόδας ή και πραγματικά λαϊκά τραγούδια όπως το “Ανδρέας Ζέπος”», και από την άλλη το «με ανήθικο περιεχόμενο πραγματικό ρεμπέτικο» (όσα υμνούν «τον τεκέ και το χασίς ή που το περιεχόμενό τους είναι καθαρό ή υπονοούμενο πορνογραφικό»). Το γεγονός ότι ο λαός τα τραγουδάει αδιακρίτως, υποχρεώνει τις «προοδευτικές» δυνάμεις σε συνολική καταδίκη του είδους, καθώς μετά το 1922 έβγαλε στην επιφάνεια «όλη τη σαπίλα του υποκόσμου», ενώ στον πόλεμο και στην Κατοχή έγινε το τραγούδι της «φυγής», του «λουλά», που υμνούσε τον «μαυραγορίτη και το σαλταδόρο». Στην οπτική αυτή, στο ρεμπέτικο αποδίδεται μόνο η «αντικοινωνική» εκδοχή του ως συνολική πολιτισμική ταυτότητα, ενώ όσον αφορά τις πολιτικοϊδεολογικές χρήσεις του, κατά τον Παπαδημητρίου, κατέληξε στην Κατοχή να εκφράσει ιδεολογικά τα αντιδραστικότερα και αντιλαϊκότερα πολιτικά μορφώματα.

Το 1949 συναντάμε τις πρώτες θέσεις του Μ. Θεοδωράκη για το ρεμπέτικο (Σημερινή Εποχή, Οκτ-Νοέ 1949). Αυτό κατάγεται «απ’ τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, τους τεκέδες, τα λιμάνια και τις συνοικίες με τις ξύλινες μπαράγκες» από ανθρώπους απόκληρους, που «τραγούδησαν με δικούς τους τόνους τον πεσιμισμό και το ψυχικό τους κουρέλιασμα». Ως τραγούδι των τεκέδων αρχικά, είχε και ανάλογο «εξαθλιωμένο» περιεχόμενο, που δεν μπορούσε να βρει απήχηση σε «πλατειά λαϊκά στρώματα» παρά μόνο από μουσική άποψη. Το καθ’ εαυτό, το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, θα γεννηθεί από εκεί και έπειτα, όταν αρχίζει να κατοπτρίζει «τις αγάπες, τα βάσανα, μα και τον ιπποτισμό του εργαζόμενου στα αστικά κέντρα λαού»: το συμπέρασμα είναι ότι το «αληθινό λαϊκό τραγούδι» δεν έχει σχέση με τα χασικλίδικα «όπως θέλησαν να το παραστήσουν». Στην πρόσληψη του Θεοδωράκη οι καταβολές του ρεμπέτικου ανάγονται στο κοινωνικό περιθώριο, τα δε «χασικλίδικα» απορρίπτονται από τον «κανονικό» κορμό της λαϊκής μουσικής δημιουργίας. Εκτός παρέκκλισης, πάντως, διατηρείται  η μελωδία τους, όπως και γενικότερα διασώζεται ως αυταξία η ρεμπέτικη μουσική, που συναιρεί δημιουργικά ανατολίτικο και δημοτικό, βυζαντινά τροπάρια και  καντάδες.

Ο Β. Παπαδημητρίου επανέρχεται (Ελεύθερα Γράμματα,  Χριστούγεννα 1949) συνομαδώνοντας ελαφρό και ρεμπέτικο και καταχωρίζοντάς τα στα «μουσικά απορρίμματα». Το «ρεμπετο-αμανέδικο» τραγούδι είναι «παλιό Τουρκικό υπόλειμμα», «λαϊκοφανές» αλλά όχι λαϊκό τραγούδι. Μαζί με το ελαφρό ακολουθεί εκφυλιστική πορεία από τον Μεσοπόλεμο και μετά, μέχρι την Κατοχή, προοριζόμενο για τους «μαυραγορίτες, σαλταδόρους και λοιπά κοινωνικά καθάρματα». Παρά την απαξίωση, αναγνωρίζεται το ταλέντο Τσιτσάνη/ Παπαϊωάννου/Χιώτη, που τους καλεί να στρέψουν τη δημιουργικότητά τους προς «τ’ αληθινό λαϊκό συναίσθημα, τη λαϊκή σκέψη και το σύγχρονο πνεύμα».

 

Σύνοψη υποπεριόδου:  δύο τάσεις: η μία, πλειοψηφούσα τάση (το «παράδειγμα» Σταύρου-Παπαδημητρίου-Ξένου) θεωρεί ότι το ρεμπέτικο κατάγεται από τον υπόκοσμο και το λούμπεν προλεταριάτο, αποπνέει πεσιμισμό και απελπισία και αποτελεί πολιτισμικό όχημα των αντιδραστικότερων πολιτικοϊδεολογικών σχηματισμών. Το απαξιωτικό βάρος πέφτει υπέρμετρα στα «χασικλίδικα», «ανήθικα» και «πορνογραφικά» τραγούδια, τα οποία θεωρεί ότι δίνουν τον τόνο στο σύνολο σώμα του είδους. Η αισθητική ανωριμότητα του λαού γίνεται αφορμή συνολικής καταδίκης του ρεμπέτικου. Η  δεύτερη, μειοψηφούσα τάση (το «αντιπαράδειγμα» Ανωγειανάκη-Πολίτη), το θεωρεί αυθεντικό λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα, με επιφύλαξη για τα «χασικλίδικα»: ή απαξιώνονται ή θεωρούνται ελάχιστα ή αξιοδοτείται μόνο η μορφολογία τους.

 

β) 1950-1959 Το μετεμφυλιακό κλίμα

Στα τέλη του 1950 ο Ν. Παγκαλής (Ελεύθερα Γράμματα, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1950) με αφορμή τις «μουσικές αναθυμιάσεις της σαπίλας και της διαφθοράς», θα καλέσει τους υπευθύνους των μουσικών ζητημάτων να «εργασθούν για τη συνέχιση του μουσικού μας εκπολιτισμού διαφωτίζοντας τον κόσμο για το περιεχόμενο (μουσικολογοτεχνικό) του πορνογραφικού και χασικλίδικου τραγουδιού. Για τον εκμαυλισμό και τη διαστρέβλωση των ψυχικών ενστίχτων που προκαλεί στη νεολαία μας». Λίγους μήνες μετά (Η Δημοκρατική, 30-8-51) ο Β. Παπαδημητρίου συνοψίζει προηγούμενες επικρίσεις του, ως «Β. Αρκαδινός». Καυτηριάζει την «ηθικοπνευματική δυσοσμία που αποπνέουν τα λαϊκοφανή αυτά κατασκευάσματα», αυτά τα «αισχρά, ανήθικα, βρωμερά και αντιαισθητικά μουσικά απορρίμματα», που δεν είναι παρά το «άνθος που βλασταίνει στο έδαφος της “υψηλής” κοινωνικής σαπίλας». Στο κείμενο αυτό διαβάζει κανείς την πλήρη απαξίωση και παράλληλη ανεύρεση εκλεκτικών πολιτισμικών συγγενειών μεταξύ κοινωνικού περιθωρίου και αστικής τάξης.

Δύο χρονια αργότερα, ο Ν. Παγκαλής (Αυγή 14-2-1953) θα υποστηρίξει ότι το ρεμπέτικο απέχει ουσιωδώς από το λαϊκό τραγούδι (αφού εξαρχής διαδίδει «υμνώντας τον λουλά, το χασίς, το κομπολογάκι, την ταμπακέρα»), είναι «μακρυά από την κοινωνική διαπάλη, από το φως της ζωής, στα σκοτάδια του υποκόσμου, με τόνους γεμάτους απαισιοδοξία και κούραση, με μουσική φτηνή, πρόστυχη», ενώ σε δύσκολες εποχές για τον λαό, «πλέκει τραγούδια για το μαυραγορίτη, ατσίδα, που ’ναι οι τσέπες του γεμάτες τάλληρα, όπως το τραγούδι της κατοχής “η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι”». Παρατηρούμε ότι η αρθρογραφία της Αυγής εγκαινιάζεται απαξιωτικά, αποδίδοντας στο είδος -υπερερμηνευτικά και υπεργενικευτικά- όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν πολιτισμικό παράδειγμα προς αποφυγή για τα «υγιή» λαϊκά στρώματα, ενώ δεν διασώζονται ούτε οι μελωδίες. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο  Θεοδωράκης εμφανίζεται ενοχλημένος για την επαναφορά της συζήτησης στο ρεμπέτικο «με καθυστέρηση δύο τουλάχιστον χρόνων», εφόσον ζήτημα ρεμπέτικου δεν τίθεται ούτε για τους έλληνες μουσικούς ούτε, ελπίζεται, και για τον λαό: το «ρεμπέτικο» ήρθε, γίνηκε έκφραση μιας πραγματικότητας (1948-1950), άφησε μερικά μελωδικά αριστουργήματα (Το Παληκάρι, Συνεφιασμένη Κυριακή, Η Μάννα) και πέρασε. Αυτό ήταν όλο». Η εσπευσμένη αυτή αντίδραση μοιάζει στα μάτια μας σα να θέλει να «κλείσει» εν τάχει κάθε σχετική συζήτηση, μηδενίζοντας και απαξιώνοντας την όποια δυναμική του είδους.

Λίγους μήνες μετά, η Αυγή (20-9-1953) θα υπογραμμίσει ότι το ρεμπέτικο, η «αδύνατη πλευρά της λαϊκής καρδιάς», αντιδιαστέλλεται προς το «υγιές λαϊκό τραγούδι, που εκφράζει την ευγένεια της λαϊκής ψυχής και την αγάπη της ζωής». Η διάδοση του είδους στα λαϊκά στρώματα χρεώνεται στο καταθλιπτικό μεταπελευθερωτικό κλίμα, διαπιστώνοντας ότι στη σημερινή εποχή τραγουδιέται περισσότερο από την αριστοκρατία και λιγότερο από τον λαό: «είναι σημάδι καλό αυτό. Γιατί αρχίζει πια να εκφράζει τη δική της κατάπτωση». Εδώ παρατηρούμε ότι το ρεμπέτικο είναι μεν προϊόν της «λαϊκής καρδιάς» αλλά παρεκκλίνον έκδοχό της, είναι η «μολυσμένη πλευρά» στο αντιθετικό δίπολο (υγιές/νοσηρό λαϊκό τραγούδι) που δομείται και διαχέεται στην τρέχουσα αριστερή συνείδηση.

1956: Η συζήτηση στην Επιθεώρηση Τέχνης: ο  Π. Ορφινός (ΕΤ τχ. 17, Μάιος) θεωρεί τα λαϊκά τραγούδια των πόλεων θνησιγενή, μικρής στιχουργικής αξίας και ανάλογης με το περιεχόμενο μουσικής, που «προορίζονται κυρίως να διασκεδάσουν την πλήξη του βαριεστημένου ανθρώπου της πόλης». Οικτίρονται οι «μπαγλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα, τα ρεμπέτικα, καρσιλαμάδες, τα μπουζούκια και τα όμοια με τα ανάλογα ακαλαίσθητα πρόχειρα στιχουργήματα» από τα οποία βρίθει το ραδιόφωνο, διαστρέφοντας και τη στοιχειωδέστερη «μουσική αίσθηση». Η συζήτηση δηλ. ανοίγει απαξιωτικά για το ρεμπέτικο, στο οποίο δεν αναγνωρίζεται καμμιά ποιότητα σε μορφή/περιεχόμενο.

Ο Κ. Σοφούλης, (ΕΤ, τχ. 20, Αύγουστος) θα ανιχνεύσει βυζαντινή καταγωγή στο ρεμπέτικο, που μετά το 1922 μπολιάστηκε με τα εγχώρια μάγκικα, και έτσι προέκυψε η «καινούργια μορφή, καθαρά λαϊκή, έντονα εκφραστική των συναισθηματικών προβλημάτων της εργατικής τάξης, και που διαθέτει μια ξεχωριστή τεχνική τελειότητα». Καταγγέλλει στη συνέχεια το «σαλόνι», που σε μια προσπάθεια «εκμάγκινσής» του κατέλαβε εξ εφόδου τις λαϊκές ταβέρνες, μετατρέποντάς τις σε «κοσμικές».

Θα του επιτεθεί με δριμύτητα ο Δ. Γαρδίκης, (ΕΤ, τχ. 21, Σεπτέμβριος) ελεεινολογώντας τον «καθημερινό πόλεμο της ανάσας μας απ’ την μπόχα της  ρεμπετιάς», από τον «ρεμπετισμό», που δεν είναι παρά «υποταγή στη μοίρα και συμφιλίωση με το κισμέτ», και τον «κουτσαβακισμό», για να καταλήξει ότι η «σαπίλα δε θέλει χαϊδολογήματα. Φτυάρι και κάρρο. Να τι θέλει». Εδώ ο στιγματισμός είναι απροκάλυπτος, αποβλέποντας στην ολική εξαφάνιση ενός ολόκληρου πολιτισμικού μορφώματος που απάδει προς τον αριστερό «Κανόνα»/προτάγματα της ταξικής αγωνιστικότητας.

Στην κουβέντα μπαίνει ο γνωστός μαρξιστής διανοητής Γ. Σκουριώτης (ΕΤ, τχ. 20, Αύγουστος) που θεωρεί τα ρεμπέτικα αφενός δημοτικά τραγούδια των πόλεων και αφετέρου γέννημα του λούμπεν προλεταριάτου, του κόσμου «των καταγωγίων, των κακόφημων σπιτιών και των κακοσύχναστων δρόμων». Μέσα από τη διαντίδραση του υγιούς και του λούμπεν τμήματος του λαού, το υγιές τμήμα μολύνεται από το άρρωστο, παραχωρώντας έτσι έδαφος εξάπλωσης στο τελευταίο. Στην εν λόγω προβληματική, το ρεμπέτικο γίνεται μεν τυπικά αποδεκτό στο πεδίο του λαϊκού τραγουδιού, συνιστά όμως οβελιστέα μιασματική ετερότητα, που απάδει στη μονοπαγώς σημασιολογημένη και «αποστειρωμένη» αναπαράσταση του αστικολαϊκού τραγουδιού που κατασκευάζεται.

Αρνητική παρουσιάζεται και η Ε. Σαμουηλίδου (ΕΤ, τχ. 22, Οκτώβριος), καθώς διακρίνει ποιοτικά δημοτικό και ρεμπέτικο και τονίζει την «αξιολογική διαφορά στη μορφή, στο περιεχόμενο και τη μουσική», που όχι μόνο δεν επιτρέπει συγκρίσεις, αλλά αυτές συνιστούν και ιεροσυλία. Εδώ γίνεται χρήση του διπόλου λαϊκό-δημοτικό, προκειμένου να εξαρθεί η ιερότητα του δημοτικού και να επικριθεί η ανοίκεια παρεισαγωγή του ρεμπέτικου, του χθαμαλού Άλλου, που δεν μπορεί να διεκδικεί θέση στον εθνικό πολιτισμικό κορμό. Ο Σκουριώτης (ΕΤ, τχ. 23-4, Νοέμβριος-Δεκέμβριος) θα αντιπαρατηρήσει στη Σαμουηλίδου ότι συγχέει τα «πραγματικά ρεμπέτικα» με τις διάφορες –εμπορικές κυρίως– απομιμήσεις τους, καθώς τα «πραγματικά» (εννοώντας τα «χασικλίδικα» και «υποκοσμικά») δεν προβάλλονται δημοσίως και δεν είναι ευρέως γνωστά. Άλλωστε η «κατωτερότητα στο περιεχόμενο» δεν συνιστά ειδοποιό διαφορά, διότι τότε και «τα τραγούδια της φυλακής και πλήθος αθυρόστομες μαντινάδες θα έπρεπε να τις ξεχωρίσουμε από τα δημοτικά». Τέλος διατυπώνει και την εύλογη σκέψη πως, εάν περιορίσουμε την έννοια του λαού στο «υγιές» μόνο τμήμα του, είναι σαν να θεωρούμε ότι το «άρρωστο» τμήμα δεν είναι λαός.

Σύνοψη συζήτησης: η πλειονότητα των απόψεων (με εξαίρεση τον Κ. Σοφούλη), προσθέτει ψηφίδες στο στιγματισμένο πορτρέτο του ρεμπέτικου που φιλοτεχνεί η κυρίαρχη αριστερή αναπαράστασή του. Στους αναγνώστες διαχέεται μια προκατειλημμένη ερμηνεία ή/και εσκεμμένη παρανάγνωση του είδους, το οποίο μέσω αντιθετικών διπόλων (δημοτικό τραγούδι/ρεμπέτικο, υγιές/λούμπεν τμήμα του λαού, ηρωικό πνεύμα/κουτσαβακισμός) καταχωρίζεται στον χώρο της παρέκκλισης.

1957: Ο Σκουριώτης (Κοινωνιολογική Έρευνα, τχ. 1, και 2) επανέρχεται λεπτομερέστερα. Κυριαρχεί η διχοτομία «ύγειου» τμήματος του προλεταριάτου (με κύρια χαρακτηριστικά την «ψυχική ισορροπία, αγωνιστική διάθεση και ηθική ευρωστία») και «θλιβερού υποκόσμου», του λούμπεν προλεταριάτου, με τα ρεμπέτικα να είναι προϊόν του λούμπεν τμήματος. Στη συνέχεια ο Σκουριώτης διακρίνει «αρτιότητα της μορφής/αυθορμητισμό» από προβληματικό περιεχόμενο («καθρεφτίζουν τα άρρωστα και αντικοινωνικά στοιχεία […] αποπνέοντας […] τη φθορά και την εκφύλιση …για τούτο η διάδοσή τους είναι κοινωνικά επιζήμια»). Τέλος, λόγω της ηθικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής βλάβης που προκαλεί στον λαό η «ακαταλόγιστη καλλιέργεια και διάδοση του ρεμπέτικου», ποτίζοντάς τον με τα «μολυσμένα και ξενότροπα προϊόντα του κοινωνικού μας βούρκου», δικαιολογεί την αντίδραση της «προοδευτικής διανόησης». Στη ρητορική αυτή παρατηρούμε ότι εντίθενται συνδηλώσεις «περιθωριακότητας» /«ανθυγιεινότητας», σε επίπεδο περιεχομένου, ενώ πάντως διασώζεται στο αισθητικό επίπεδο η μορφολογία του. Μόνη όμως η αρτιότητα της μορφής και η πηγαιότητα δεν αρκούν για να το ανασύρουν από τον κοινωνικό βούρκο όπου τείνει να συμπαρασύρει το σύνολο του λαϊκού κοινωνικού σώματος. Μοναδικό συμβολικό φράγμα υψώνεται η «προοδευτική διανόηση», στην οποία ο Σκουριώτης επιφυλάσσει κανονιστικό ρόλο, ρόλο παιδαγωγού των μαζών, εντέλει.

Δύο χρόνια αργότερα ο Β. Παπαδημητρίου-Αρκαδινός (Αυγή, 23-9-1959) θα υπομνήσει στο κοινό της Αυγής ότι από παλιά είχε προειδοποιήσει για τους «πολλαπλούς κινδύνους που θα προκύψουν από τη διάδοση και επικράτηση του κατ’ ευφημισμόν “λαϊκού” αυτού τραγουδιού», τονίζοντας τον καταστροφικό ρόλο που έπαιξε ο «“αισθησιασμός” και η “αμφίβολη γνησιότητα” της ρεμπέτικης μελωδίας, στη διαστρέβλωση της μουσικής -προσθέτουμε και ηθικής- αγωγής του λαού». Εδώ, αφού αμφισβητηθεί συλλήβδην η λαϊκότητα του είδους, αυτό εγκαλείται για τις διαβρωτικές του επιπτώσεις στην τρέχουσα λαϊκή συνείδηση, σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου.

Σύνοψη υποπεριόδου: το κυρίαρχο ρεύμα στερεώνει τις θέσεις του με αναμνηστικές δόσεις δυσμενών στερεοτυποποιήσεων (Αρκαδινός), ενώ πυκνώνουν τις τάξεις του νέοι συνοδοιπορούντες (Αυγή, Σκουριώτης, κυρίως, αλλά και η πλειονότητα στην Επιθεώρηση Τέχνης). Τότε όμως είναι που καταγράφεται και μια τάση αποστιγματισμού της μορφολογίας (Θεοδωράκης-Σκουριώτης), με αντίστοιχη επικέντρωση στο οβελιστέο περιεχόμενο. Κατά τα λοιπά, τα απαξιωτικά κατηγορήματα (χασικλιδισμός, υποκοσμικότητα, πεσιμισμός, αντιδραστικότητα κ.ά) παραμένουν. Η μειονοτική, φίλια προς το ρεμπέτικο, τάση δεν βρίσκει παρά έναν συνοδοιπόρο (Σοφούλης).

 

γ) 1960-1967

Οι χρονιές 1960-61 είναι χρονιές Θεοδωράκη, καθώς με τον Επιτάφιο επινοεί το μόρφωμα του «έντεχνου» λαϊκού τραγουδιού με βάση τη ρεμπέτικη μορφολογία. Έτσι, μέσα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε, ανακινήθηκε το ζήτημα του λαϊκού/ρεμπέτικου τραγουδιού. Σε τρία κείμενα (Δρόμοι της Ειρήνης, τχ. 35,  Οκτώβριος  1960 –  Πρώτο, Οκτώβριος 1960 – ΕΤ, τχ. 73-74, Ιαν.-Φεβρ. 1961) ο συνθέτης τονίζει, κατ’ αρχάς, πως σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο τα «χασικλίδικα» είναι ελάχιστα, και σε ό,τι αφορά τη μουσική η πλειονότητα είναι «μάλλον καλή τροφή για το κοινό». Όσον αφορά στο «αληθινό λαϊκό τραγούδι», όπως το αντιλαμβάνεται, δεν έχουν θέση τραγούδια του τύπου «Όταν καπνίζει ο λουλάς», ενώ περαιτέρω αναγνωρίζει την αμφίσημη στάση του σχετικά με τα μπουζούκια: «υπήρξα εχθρός τους. Υπήρξα φίλος τους […] Αυτό σημαίνει αφ’ ενός μεν ότι το θέμα τούτο με καίει, με βασανίζει, αφ’ ετέρου δε ότι δεν έχω καταλήξει σ’ ένα οριστικό συμπέρασμα. Είναι πιθανόν αύριο, κάτω από νέα δεδομένα να τα αποκηρύξω με τον ίδιο φανατισμό, με τον οποίο σήμερα τα υποστηρίζω». Στη ρητορική του παρατηρούμε να κυριαρχεί η δυαδική αντίστιξη αληθινό λαϊκό τραγούδι/χασικλίδικα, μέσω της οποίας τεμαχίζεται επιλεκτικά το είδος σε φέτες «κανονικές» και φέτες «παρεκκλίνουσες»: έτσι, το «κανονικό» πεδίο μπορεί άνετα να ενταχθεί στον κορμό του «αληθινού λαϊκού τραγουδιού», ενώ το «παρεκκλίνον» παθολογικοποιείται και οβελίζεται.

Τη χρονική αυτή συγκυρία εμφανίζονται και οι πρώτες θέσεις του Στάθη Δαμιανάκου (Το Αύριο, τχ. 9, Δεκ. 1960 – τχ. 10, Ιαν-Φεβρ 1961 – τχ. 11, Μάρτ 1961): μέσω της γραμμής Σκουριώτη, θεωρεί το ρεμπέτικο ως είδος «αστικού δημοτικού τραγουδιού», προϊόν του λούμπεν προλεταριάτου («της πιο φτωχιάς, της πιο αμόρφωτης και της πιο χαμηλής από άποψη κοινωνική, λαϊκής τάξης των πόλεων», του «κατώτατου στρώματος της αστικής κοινωνίας, του υποκόσμου»). Εκτιμά θετικά τα αισθητικά/μορφολογικά του στοιχεία («πρωτογονισμός, αυθόρμητο και αβίαστο της δημιουργίας, πρωτοτυπία της μορφής»), ενώ αρνητικά (για την πρώτη περίοδο μέχρι την Κατοχή) τα «αντικοινωνικά στοιχεία περιεχομένου» («έκφραση ενός αρρωστημένου και εκφυλισμένου τρόπου ζωής και σκέψης και η ψυχολογία απαισιοδοξίας, υποταγής στη μοίρα, φυγής, κουτσαβακισμού, μεμψιμοιρίας, ηθικού ξεπεσμού»). Το ρεμπέτικο πρέπει να υποστεί αποκαθαρτική  «διαλογή» βάσει της δεύτερης περιόδου του, ενώ ευκταίο θα ήταν να αποβάλει κάποτε πλήρως τα αντικοινωνικά του στοιχεία, ώστε να ανταποκριθεί στον «αληθινό τρόπο ζωής και την ψυχολογία της εργατικής τάξης». Στην πρόσληψή του το είδος διασώζεται μεν μορφολογικά εκτός παρέκκλισης, περιεχομενικά όμως η πρώτη περίοδός του βρίθει από αντικοινωνικές συνδηλώσεις. Γενικότερα, το ρεμπέτικο «αλληθωρίζει» πότε προς την εργατική τάξη και πότε προς την ανώτερη τάξη, ανάλογα με τη διαχρονική φορά του δυαδικού εκκρεμούς αισιοδοξία/αγωνιστική διάθεση-απαισιοδοξία/φυγή. Και εδώ παρατηρείται επιλεκτικός τεμαχισμός και ακολούθως στιγματισμός όσων στοιχείων απάδουν στη στερεοτυποποιημένη αναπαράσταση και δόμηση της κοσμοεικόνας της εργατικής τάξης.

 

Η συζήτηση στην Αυγή (1961)

Ο Μ. Αυγέρης (21-3) επισημαίνει ότι το παλιό ρεμπέτικο ήταν προϊόν ανωνύμων συντελεστών, καλλιεργήθηκε από τους πρόσφυγες και είναι διαδεδομένο στα «πιο χαμηλά στρώματα» Στη συγκέντρωση άρθρων του (Θεωρήματα), θεωρεί τη ρεμπέτικη μουσική «μουσική του ελληνικού υποκόσμου». Ως προς το εγχείρημα Θεοδωράκη, του εύχεται να βγάλει από την «αναξιότητά» της αυτή τη μουσική γλώσσα των «πεζοδρομίων». Και εδώ παρατηρούνται οι μανιχαϊκές σχηματοποιήσεις (χθαμαλότητα/πνευματικό φως) που καθοδηγούν την πρόσληψη του είδους από εμβληματικούς αριστερούς διανοητές.

Ο Ξένος (24-3) θα «φρεσκάρει» την επίκριση του 1947, αποκαλύπτοντας τη λαθροχειρία των νέων αμυντόρων του ρεμπέτικου, που βάφτισαν «λαϊκό» ό,τι ο λαός υποδήλωνε ως τραγούδι του υποκόσμου. Διευκρινίζει ότι η απόρριψη του είδους εκ μέρους του δεν οφείλεται σε απαρέσκεια σε όργανα/μελωδίες/ρυθμούς κλπ., αλλά στο ότι το τραγούδι αυτό «υποβάλλει καταπτωτικές καταστάσεις που δεν τις ανέχεται ο διανοητικός και ψυχικός μας κόσμος, καθώς και το “λαϊκισμό” με το χαμηλό πνευματικό και συναισθηματικό περιεχόμενο, ένα τέλμα δίχως διέξοδο, ανάταση, ιδανικά». Ακόμα και οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, ξεκίνησαν με πρότυπα χασικλίδικα τραγούδια, τα δε τραγούδια τους είναι παραλλαγή μοτίβων, αλλοεθνών και μη, με τελική εκδοχή «το ύφος και το χρώμα της μουσικής αργκώ, του ρεμπέτικου». Παρατηρούμε ότι «ξεσκεπάζοντας» την υποτιθέμενη ονοματολογική στρεψοδικία των ρεμπετολατρών, στην ουσία αποκαλύπτει τον άξονα των δυαδικών αντιθέσεων (λαϊκό / υποκοσμικό τραγούδι, διανοητική-ψυχική υγεία / χαμηλό ψυχοσυναισθηματικό περιεχόμενο) βάσει των οποίων σημασιολογεί αρνητικά και στιγματίζει το ρεμπέτικο.

Τις επόμενες μέρες ο Θεοδωράκης ( 29-3) θα επαναλάβει ότι αρνείται μεν το περιεχόμενο των «χασικλίδικων» αλλά όχι και τη μουσική τους, ενώ λίγους μήνες αργότερα (Αθηναϊκή, 15-7-1961), παρατηρεί ότι άλλοτε στο επίπεδο του στίχου είχαμε «αντικοινωνικό, καταγωγιακό περιεχόμενο» και άλλοτε στη μουσική «ηθελημένη ή αθέλητη ανατολίτικη ή σπανιόλικη απομίμηση». Από τις νηφαλιότερες φωνές, η Έλλη Παπαδημητρίου (30-3) θα αξιολογήσει θετικά το ρεμπέτικο, διότι εκφράζει με αμεσότητα «το πάθος και την έμπνευση των κοινών ανθρώπων […] σε γλώσσα μουσικά άρτια με σχήματα μουσικά λεπτά και στερεά που ξεπερνούνε την πρόσκαιρη, εποχιακή και τοπική σημασία». Κακώς, λέει, έχει μετατοπιστεί  η όλη συζήτηση σε επίπεδο στίχων, καθώς ελάχιστα είναι τα χασικλίδικα, τονίζοντας ότι το ρεμπέτικο είναι «κατ’ εξοχήν μουσικό λαϊκό είδος» που δεν περιορίζεται σε «κανέναν υπόκοσμο». Οι θέσεις αυτές εμφανίζονται αξιοσημείωτα απεξαρτημένες από τα κυρίαρχα αριστερά προτάγματα.

Τη συζήτηση κλείνει ο Στάθης Δρομάζος (5-4), διακρίνοντας μεταξύ «σημερινού λαϊκού τραγουδιού» και «παλιού ρεμπέτικου», που ήταν τραγούδι του «κοινωνικού περιθωρίου, με χυδαίο αισθηματισμό και καταπτωτικές καταστάσεις», κάτι που πλέον αποκρούει η «μουσική συνείδηση του λαού μας». Εδώ παρατηρούμε ότι το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι υπεραξιώνεται έναντι του χυδαίου αλλά και παρωχημένου Άλλου (ρεμπέτικο).

Συνοψίζοντας: οι τάσεις που εκφράστηκαν στην Έρευνα της Αυγής στην πλειονότητά τους αναπαριστούν το ρεμπέτικο στιγματιστικά, διαχέοντας στο ευρύτερο αριστερό κοινό στερεοτυποποιημένες δυσμενείς εικόνες. Οι νηφαλιότερες φωνές (Έλλη Παπαδημητρίου) δεν κατορθώνουν ακόμη να αποτελέσουν αντίπαλο δέος.

 

 Δεύτερη Συζήτηση στην Επιθεώρηση Τέχνης (1961)

Το ρεμπέτικο θα  συζητηθεί ξανά (μετά το 1956) στην Επιθεώρηση Τέχνης αρχίζοντας με τον Τ. Βουρνά. (τχ. 76, Απρίλιος). Το είδος θεωρείται κατ’ αρχάς τραγούδι του υποκόσμου, μιας «εξωκοινωνικής» ομάδας, «ύποπτο λόγω της προέλευσής του και της ποιότητάς του, χωρίς δυνατότητες να καλύψει ευρύτερες μάζες με το πτωτικό του περιεχόμενο». Το πρώτο ποιοτικό άλμα γίνεται μετά το 1922, ωστόσο χωρίς την καθοδήγηση «υπεύθυνων εκπολιτιστών» παραμένει εγκλωβισμένο στον κύκλο της «κοινωνικής κόλασης», στη δε Κατοχή μεταβάλλεται σε έκφραση της «ψυχολογίας του μαυραγορίτη, του ταγματασφαλίτη και του κάθε λογής αλήτη». Στη σημερινή πάντως εποχή, δεν υπάρχει τίποτα άλλο στη λαϊκή μουσική που να βγαίνει από τη «ρωμέικη ομοψυχία» όσο το ρεμπέτικο. Όσο για το «χυδαίο και πτωτικό του στοιχείο», αποβάλλεται σιγά σιγά, με τη βοήθεια «υπεύθυνων εκπολιτιστών». Στο κείμενο του Β., παρατηρούμε ότι οιαδήποτε ποιοτική διαφοροποίηση του είδους είναι καταδικασμένη σε μαρασμό χωρίς την αναβαθμιστική ποδηγέτηση των «υπεύθυνων εκπολιτιστών».

Ο Α. Αντωνίου (τχ. 76, Απρίλιος) υπεραμύνεται της ελληνικότητας του μπουζουκιού και του ρεμπέτικου, παραδεχόμενος πάντως το πεσιμιστικό και διεστραμμένο πνεύμα που προσδίδουν στο είδος το «ραδιόφωνο και διάφορες μπουζουκοορχήστρες». Προτείνεται στους επικριτές του είδους να το προσφέρουν στον λαό με το «πραγματικό του νόημα», ώστε να απεγκλωβιστεί πια από τους επιτήδειους που το χρησιμοποιούν ως μέσο έντεχνης εξαθλίωσης, πεσιμισμού και μοιρολατρίας του λαού. Στη διφορούμενη αυτή ρητορική, το σύνολο σώμα του ρεμπέτικου αποφλοιώνεται επιλεκτικά, αφενός σε ένα «ιδεοτυπικό» ελληνοπρεπές τμήμα και αφετέρου σε ένα εξαθλιωμένο, εξαθλιωτικό και άρα οβελιστέο κομμάτι.

Ακολουθεί το λεπτομερέστερο κείμενο που δημοσιοποίησε ποτέ ο Ανωγειανάκης (τχ. 79, Ιούλιος) για το είδος, αποδίδοντάς του αυταξία/αυτοτέλεια, θεωρώντας το ως τη μόνη ακόμα ζωντανή μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού και επισημαίνοντας ότι είναι πρώτα μουσικό και δευτερευόντως ποιητικό (δηλ. στιχουργικό) φαινόμενο. Παραπλέοντας τις κυρίαρχες αρνητικές αξιολογήσεις, αρθρώνει λόγο μειλίχιο και σοβαρό, προς την κατεύθυνση  αποκολλήσεως του είδους από το πεδίο της παρέκκλισης και επιστημονικότερης πραγμάτευσής του.

Τον Οκτώβριο 1961 ο Κ. Χατζής  (τχ. 82) αποφαίνεται ότι ο λαός στην πλειοψηφία του είναι σε διάσταση με το ρεμπέτικο/μπουζούκι. Ο Θεοδωράκης επικρίνεται για τη διάκριση μουσικής-περιεχομένου που κάνει, καθώς του διαφεύγει «το μόλευμα της υγιούς μάζας, ιδιαίτερα των νέων, που έρχονται σε επαφή […] και σχέση με το ρεμπετο-χασικλίδικο τραγούδι» και οδηγούνται σε «σερετο-επιδειξισμό, συμπεριφορά-αργκό». Η στρεψόδικη αυτή ρητορική, υποδυόμενη τη λαϊκή συνείδηση, αναπαριστά τοείδος ως συμβολική μιασματική εστία που διαβρέχει πλήρως το λαϊκό κοινωνικό σώμα, ενώ από τον στιγματισμό δεν εξαιρείται καν η μορφολογία.

Τη συζήτηση κλείνει ο Λ. Κουζηνόπουλος (τχ. 84, Δεκέμβριος): το ρεμπέτικο χειραγωγεί τον λαό «να υπομένει τα δεινά του, παίζει ένα ρόλο όχι λαϊκό, δηλαδή όχι φιλολαϊκό». Αντίδοτο είναι το δημοτικό τραγούδι, που ούτε «καταπτωτικές καταστάσεις» εκφράζει ούτε «απελπισμένο» είναι. Εδώ, με τη δόμηση της διχοτομίας λαϊκός/φιλολαϊκός το ρεμπέτικο προσλαμβάνεται ως πολιτισμικός δούρειος ίππος στο εσωτερικό του λαϊκού κοινωνικού σώματος, ως ένα είδος ψευδούς συνείδησης.

Συνοψίζοντας: κυριαρχούν και εδώ οι στιγματιστικές αξιολογήσεις του ρεμπέτικου, ενώ ρόλος ποιοτικού ολκού αποδίδεται στην -πάντως αμφιλεγόμενη- προσπάθεια του Θεοδωράκη. Με νηφάλιο, επιστημονικό αντίλογο στην κυρίαρχη ρητορική,  ο Ανωγειανάκης πασχίζει να διαμορφώσει ένα άλλο κλίμα.

 

Παράλληλες παρεμβάσεις (Ζήση Σκάρου – Μιχάλη Μ. Παπαϊωάννου – Ευαγγέλου Μαχαίρα)

Ο Σκάρος (Έρευνα, τχ. 50, Ιούλιος 1961) προσάπτει στην Αυγή ότι επιχειρεί να δικαιώσει το είδος ως γνήσιο λαϊκό δημιούργημα. Κατόπιν συγκρίνει δημοτικό-ρεμπέτικο υπέρ του πρώτου, θεωρώντας ότι το δεύτερο δεν άντλησε από τα θετικά στοιχεία του δημοτικού. Εξέφρασε την πιο «απαισιόδοξη πλευρά της ζωής», οι δε στίχοι και ο χορός του «υμνούν την άρνηση και σπέρνουν την κατάθλιψη, χωρίς καμμία αχτίδα ανάτασης κι αγωνιστικής διάθεσης». Η ανάλυση κλείνει με τη δυσοίωνη προφητεία πως «όσα τραγούδια δέχτηκαν να υποταχτούν και να υπηρετήσουν το ρεμπέτικο, θα τα τιμωρήσει ο χρόνος»! Η εσκεμμένα ετεροβαρής χρήση του αντιθετικού διπόλου (ρεμπέτικο/ δημοτικό) εδώ, από τη μια αποδίδει στο είδος μερικότητα και χθαμαλότητα ασυναφείς με τη λαϊκή συνείδηση, και από την άλλη «στριμώχνει» στον ιδεότυπο του δημοτικού όλες τις θετικές συνδηλώσεις. Ούτε ως πρώτη ύλη δεν είναι χρήσιμο το ρεμπέτικο για ένα «προοδευτικό» λαϊκό τραγούδι, διότι έτσι το τελευταίο είναι καταδικασμένο σε θνησιγένεια…

Ο  Μ. Παπαϊωάννου (Έρευνα,  τχ. 49, Ιούνιος 1961 – τχ. 50, Ιούλιος 1961) καταγγέλλει την «ανευθυνολογία» στα αριστερά δημοσιογραφικά όργανα, αποστασιοποιείται από θιασώτες και πολέμιους του ρεμπέτικου, και ελέγχει τις απόψεις του Βουρνά, επισημαίνοντάς του ανακρίβειες. Ο τελευταίος (Αυγή, 13-6-1961) θα απαντήσει επιθετικά, υποχρεώνοντας τον Παπαϊωάννου (Έρευνα, ο.π., τχ. 50) σε αναδίπλωση, διευκρινίζοντας ότι δεν επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί το ρεμπέτικο ως διάδοχος του δημοτικού τραγουδιού. Παρατηρούμε στο σημείο αυτό πόσο έντονα υποδαύλιζαν τη συνείδηση των αριστερών διανοουμένων οι δυαδικές αντιθέσεις του τύπου ρεμπέτικο/δημοτικό, και με πόση «ιερότητα» περιέβαλλαν τον ιδεότυπο του δημοτικού τραγουδιού, κατά περίπτωση, προκειμένου να πλήξουν τον πολιτισμικό «ρύπο» -ρεμπέτικο.

Ο Μαχαίρας (Καινούρια Εποχή, τχ. 22, καλοκαίρι 1961) διαπιστώνει ότι το ρεμπέτικο, με τον «καθαρά ατομικό και πεσσιμιστικό χαρακτήρα» του, εκφράζει «ατομικές καταστάσεις ατόμων σκόρπιων», που ζουν στο «περιθώριο του κοινωνικού συνόλου», που δεν παλεύουν, που δεν πιστεύουν στη συλλογικότητα. Απόδειξη η μουσική: «οι μελωδικές γραμμές […] μοιάζουν με αναστεναγμούς. Είναι καμπύλες, που σέρνουν τον πόνο σ’ ένα κορύφωμα, κι από κει τον ξαναφέρνουν στο σημείο της αφετηρίας». Το είδος επιβλήθηκε κατοχικά και μετακατοχικά, με τη συμβολή ταγματασφαλιτών, μαυραγοριτών και σαλταδόρων, σε αγαστή συνεργασία με τα κέντρα, το ραδιόφωνο, τις εταιρίες δίσκων αλλά και την «κουρασμένη ψυχολογία των λαϊκών τάξεων». Παρά το εγχείρημα Τσιτσάνη, παραμένει «στο περιεχόμενο ένας καταθλιπτικός πεσσιμισμός. Στο ύφος ο κουτσαβακισμός». Τέλος εισηγείται στους συνθέτες να δημιουργήσουν τραγούδια της «ειρήνης, της χαράς και της προόδου», για τα οποία όμως η ρεμπέτικη μουσική είναι ακατάλληλο ένδυμα: η μορφή των τραγουδιών του μέλλοντος πρέπει να έχει περιεχόμενο «αγωνιστικό, χαρούμενο, αισιόδοξο, γεμάτο ελπίδα για μια νέα ειρηνική και μεγάλη εποχή».     Στο κείμενο αυτό, το ρεμπέτικο θεωρείται παρεκκλίνον πολιτισμικό μόρφωμα, με κριτήριο «φυσιολογικότητας» το κυρίαρχο αριστερό αξιακό σύστημα. Ο ατομισμός/πεσιμισμός/περιθωριακότητα/μερικότητα εικονογραφούνται έκτυπα ακόμη και στο μορφολογικό/μελωδικό επίπεδο. Το ρεμπέτικο «αδειάζεται» και σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο, ενώ επίσης συνιστά ακατάλληλη «μήτρα» διαμόρφωσης του λαϊκού τραγουδιού του μέλλοντος.

Τέσσερα χρόνια μετά (29/1/1965) ο Ξένος θα επανέλθει υπό επισημότερο ένδυμα (πρόεδρος Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου) κάνοντας λόγο για τον «ασύδοτο εμπορισμό του ρεμπέτικου και της ξενοφερμένης δήθεν λαϊκής μουσικής, που απειλεί επικίνδυνα το μουσικό αίσθημα του λαού και κυρίως της νεολαίας μας και υποβιβάζουν το πολιτιστικό επίπεδο του τόπου μας». Στη συνέχεια, καλεί το κράτος, τον Τύπο και τις καλλιτεχνικές και πνευματικές οργανώσεις να «ξεσηκώσουν σταυροφορία για τη διάδοση της αληθινής λαϊκής μουσικής και για τον περιορισμό του ρεμπέτικου». Η έκκληση θα φτάσει έως και την Επιτροπή Λογοκρισίας! Αυτή «δεν θα πρέπει να αδιαφορεί για τη διαστρεβλωτική επίδραση των τραγουδιών. Για αυτό προτείνεται να δημιουργηθεί μια επιτροπή που να υποβάλει σε ποιοτικό μουσικό έλεγχο τα τραγούδια». Λίγους μήνες μάλιστα μετά (22/5/1965) διαβάζουμε στην Ελευθερία ότι μεταξύ των διακηρυγμένων στόχων του ΠΜΣ περιλαμβάνεται και η επιδίωξη «απαγόρευσης των ρεμπέτικων τραγουδιών»…

Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 καταγράφονται οι πρώτες προσπάθειες προσέγγισης των συντελεστών του ρεμπέτικου εκ μέρους της νεότερης αριστερής γενιάς. Το 1964-65  μια ομάδα φοιτητών (μεταξύ των οποίων και οι Νέαρχος Γεωργιάδης και Παναγιώτης Κουνάδης) προσεγγίζουν τον Βαμβακάρη και άλλους ρεμπέτες και αρχίζουν να συλλέγουν μαρτυρίες, δίσκους και ποικίλο πραγματολογικό υλικό για το είδος. Ο Ν. Γεωργιάδης θα γράψει για «Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι», στο φοιτητικό περιοδικό Διάλογος των Λαμπράκηδων (Ιαν. 1966), το καλοκαίρι του ίδιου έτους η Αυγή και η Δημοκρατική Αλλαγή προωθούν και προβάλλουν συναυλίες με λαϊκούς συνθέτες και ιδίως τον Μάρκο, ενώ τον Απρίλιο 1967 ο Ν. Γεωργιάδης θα γράψει για τον Βαμβακάρη στην  Πανσπουδαστική.

Σύνοψη υποπεριόδου: το εγχείρημα Θεοδωράκη επανέφερε το ζήτημα της θέσης του ρεμπέτικου στον νεοελληνικό πολιτισμό και η αριστερή διανόηση τοποθετείται σχετικά. Το ρεύμα αρνητικής στερεοτυποποίησης, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρώτη περίοδο του είδους, φαίνεται ότι διατηρεί ή και ενδυναμώνει τις θέσεις του (και θεσμικά μέσω Ξένου/ΠΜΣ!). Η πληθώρα των διανοουμένων που προστίθενται (Δαμιανάκος-Βουρνάς-Σκάρος-Μαχαίρας, κυρίως), ομοφωνούν στην απαξίωση/ καταδίκη της εποχής/εκδοχής του «παλιού» ρεμπέτικου με τα σημαίνοντα του κόσμου της μαγκιάς και της απαισιοδοξίας. Από την άλλη πλευρά, η φίλια τάση (Ανωγειανάκης-Ε. Παπαδημητρίου), κάνει και πάλι αισθητή την ψύχραιμη και γόνιμη παρουσία της, προκαλώντας ρήγματα στη συμπάγεια των βεβαιοτήτων της άλλης πλευράς, ενώ η νέα γενιά αριστερών φοιτητών (Γεωργιάδης-Κουνάδης) πρωταγωνιστεί στην έρευνα και προσπάθεια τεκμηρίωσης του ρεμπέτικου δείχνοντας έναν δρόμο.

 

Ιντερμέτζο (1970)

Με απαγορευμένο τον αριστερό Τύπο στη Χούντα, η μόνη συζήτηση που γνωρίζουμε έγινε στο περιοδικό Τετράδια, των πολιτικών κρατουμένων της Ανανεωτικής Αριστεράς στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού. Η συζήτηση  περιλαμβάνει 4 άρθρα.

Ο Γ. Καούνης (τχ. 5 και 6, Μάρτιος και Μάιος) θεωρεί ότι το λαϊκό τραγούδι (που είτε αποκλήθηκε υποτιμητικά «ρεμπέτικο» από τους πολεμίους του είτε κυνηγήθηκε και από το αριστερό κίνημα επίσης) αναπτύχθηκε στις γειτονιές και τα λιμάνια των πόλεων τραγουδώντας τους μικρούς και καθημερινούς καημούς. Η θέση αυτή αποκλίνει γενναία από την κυρίαρχη αριστερή ρητορική για το είδος. Θα του αντιπαρατεθεί ο Λ. Πυρούδης, (τχ. 6, Μάιος), ο οποίος με ποιοτικό διαφορισμό στο εσωτερικό του λαϊκού τραγουδιού εξοστρακίζει τα «χασικλίδικα» ως ξένο σώμα. Αμφισβητείται η αισθητική ποιότητα/λαϊκότητα των τραγουδιών αυτών με διερώτηση για τη συμβολή τους στην τέχνη αλλά και για τον ρόλο τους στο «προοδευτικό κίνημα». Ολέθρια επίσης θεωρούνται τα «χασικλίδικα» στην ανάπτυξη του «προοδευτικού» κινήματος και του «εκπολιτισμού» του λαού, καθώς αυτά ήταν ο κυρίαρχος λόγος που παλιότερα το αριστερό κίνημα «υποτίμησε και καταδίκασε το λαϊκό τραγούδι […] και χαρακτηρίσθηκε όλο το είδος σαν δημιούργημα του υποκόσμου». Οι θέσεις αυτές παρατηρούμε ότι αναπαράγουν κοινούς τόπους της κυρίαρχης αριστερής αντίληψης για το είδος, με έμφαση στις μανιχαϊκές διχοτομίες (υπόκοσμος/λαός, ρεμπέτικο-χασικλίδικο/λαϊκό τραγούδι, προοδευτικό κίνημα/ αντίδραση).

Ακολουθεί ο Κ. Μαραβέας (τχ. 7, Ιούνιος) υποστηρίζοντας ότι το λαϊκό τραγούδι στη διαχρονική του εξέλιξη λαβαίνει διάφορες μορφές, αποτυπώνοντας όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας κάθε εποχής σαν «ιστορικό ντοκουμέντο» (έτσι και τα χασικλίδικα). Οι λαϊκοί συνθέτες υποστηρίζεται ότι διέσωσαν το «χρώμα της λαϊκής μας μουσικής», έστω κι αν κάποτε «ατύχησαν στο στίχο».

Η συζήτηση κλείνει με τον Πάνο Τζαβέλλα ( τχ. 7, Ιούνιος). Κατ’ αυτόν, το λαϊκό τραγούδι γεννήθηκε «στα καταγώγια, στους ντεκέδες, στις παράγκες, στις φυλακές», από τους «νικημένους και απόβλητους απ’ τη ζωή», γεγονός που επέτρεψε στη διανόηση της «άρχουσας τάξης» να το χαρακτηρίσει «χασικλίδικο, αλήτικο, ρεμπέτικο, του υποκόσμου». Δυστυχώς και οι «προοδευτικές» δυνάμεις την ίδια «ορολογία»/«επιχειρηματολογία» χρησιμοποιούσαν, αγνοώντας ότι το λαϊκό τραγούδι «αποτελεί μια πραγματικότητα» και ότι το «χασικλίδικο» πρέπει «πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να εξετάζεται ως μουσική». Το κείμενο εν μέρει υιοθετεί θέσεις της κυρίαρχης αριστερής ρητορικής για το είδος και εν μέρει παρεκκλίνει. Σημειώνουμε τη συμπερίληψη αστών και προοδευτικών στους πολέμιους του είδους, και την πρόσληψη της μελορυθμικής συνιστώσας ως αισθητικής αυταξίας.

Συνοψη συζήτησης: Σημειωτέα είναι η διάχυτη τάση: α) «αποχαρακτηρισμού» του χασικλίδικου ιδίως τραγουδιού και ένταξής του στα κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής, β) πρόσληψης του σύνολου ρεμπέτικου ως λαϊκού πολιτισμικού μορφώματος υψηλής αισθητικής ποιότητας αλλά και ως αυθεντικού παλμογράφου μιας εποχής, γ) αυστηρής εκ των έσω κριτικής της αντιμετώπισης που έτυχε το ρεμπέτικο από τους προοδευτικούς κύκλους.

 

 

Δεύτερη περίοδος (1974-1990)

Διακρίνουμε δύο «υποπεριόδους»: η πρώτη (1974-1978) οροθετείται από την τομή της μεταπολίτευσης και του  αναβιωτικού κύματος του ρεμπέτικου, ενώ η δεύτερη (1980-1990) σφραγίζεται από την έκρηξη των κομπανιών και τη διάχυτη αποδοχή-εμπορευματοποίηση του είδους.

 

α) 1974-1978

Το 1974 συναντάμε πάλι ενδιαφέρουσα αριστερή αρθρογραφία. Ο Γ. Χοντζέας (Λαϊκός Δρόμος, 14-9-1974, και 21-9-1974) εκτιμά  ότι η υπεραξίωση του ρεμπέτικου μεταπολεμικά συντελέστηκε μέσω του «νέου κύματος» στην Ελλάδα σε τομείς όπως η ζωγραφική και το θέατρο, με αίτημα την επιστροφή «στο λαό, στη λαϊκή μορφοπλασία». Το ρεμπέτικο έδωσε στην εργατική τάξη μόνο την ψευδαίσθηση ενός «ξεσπάσματος»/εκτόνωσης, και όχι ουσιαστική «λύτρωση», εφόσον η αλήθεια της εργατικής τάξης είναι πιο «πλατιά από την αλήθεια του ρεμπέτικου» και με τα «“ωχ” και τα “άλα” της δεν πήγε μπροστά η εργατική τάξη». Στην υπόψη ρητορική υπερτονίζονται -όταν δεν κατασκευάζονται- οι διαφορές και αποστάσεις της εργατικής τάξης από το ρεμπέτικο, ενώ μέσω προκατειλημμένης ερμηνείας  στοιχείων του είδους αυτό συμβολοποιείται ως μερικευμένο και χθαμαλό μόρφωμα που εγγενώς αδυνατεί να «χωρέσει» τον δομούμενο ιδεότυπο της εργατικής τάξης.

Τρεις μήνες από την επανέκδοσή της, η Αυγή φιλοξενεί τις θέσεις του Κ. Βεργόπουλου (5-12-1974) που συναρτά τη δυναμική του ρεμπέτικου με τις εκάστοτε συνθήκες «κοινωνικής κρίσης» και θεωρεί ότι το είδος ανάγεται στο «διαρκώς ευρυνόμενο στρώμα των περιθωριακών και περιθωριοποιημένων» στον μεσοπόλεμο. Στη μεσοπολεμική περίοδο κρίσης, δηλαδή, το ρεμπέτικο εκφράζει και την εργατική τάξη και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, εφόσον η κρίση λουμπενοποιεί όλο και περισσότερα στρώματα. Όταν πάλι η κοινωνία βγαίνει από την κρίση και ανασυγκροτεί τα πριν λουμπενοποιημένα στοιχεία, το είδος απωθείται στα κράσπεδα, ενώ ενδέχεται πάλι να ξαναβλαστήσει, σε πρόσφορο έδαφος νέας κοινωνικής κρίσης. Έτσι, προσδίδεται στο ρεμπέτικο υδραργυρική υφή, που, ανάλογα με την εκάστοτε «κρίση» της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί να εκφράζει μεγαλύτερες ή μικρότερες μερίδες του κοινωνικού σώματος. Θα απαντήσει ο Π. Κουνάδης (10 και 16-1-1975) διευκρινίζοντας ότι το ρεμπέτικο αφενός δεν δημιουργείται στον Μεσοπόλεμο και αφετέρου δεν είναι προϊόν του υποκόσμου, εφόσον δεν υφίσταται «περιθωριοποίηση όλο και μεγαλύτερων στρωμάτων» αλλά αύξουσα προλεταριοποίηση όσων κοινωνικών στρωμάτων «υποχρεώνονται από την κυρίαρχη τάξη ν’ αλλάξουν τον δεδομένο μέχρι τότε τρόπο ζωής και να ενταχθούν σε ένα νέο κοινωνικό-οικονομικό μοντέλο, που η άρχουσα τάξη μέσα από τις αντιθέσεις της, επεξεργάζεται». Με δύο λόγια, το ρεμπέτικο εξέφρασε τον τρόπο ζωής των λαϊκών στρωμάτων «την περίοδο μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας στο πέρασμά της από την αγροτική στη βιομηχανική δομή της οικονομίας».

Ο Χ. Ξανθουδάκης, (Αντί, τχ. 13, Φεβ. 1975) θα διακρίνει δύο περιόδους: στην πρώτη συγχωνεύονται ανατολικά και δυτικά μουσικά στοιχεία, με επικράτηση του ανατολισμού, ενώ στη δεύτερη εκλείπει σταδιακά κάθε εξωευρωπαϊκό στοιχείο. Στη δεύτερη εξελικτική φάση είναι που, ως επί το πλείστον, «ο κοινωνικός φορέας του ρεμπέτικου ενσωματώνεται στην εργατική τάξη και στα μικροαστικά στρώματα των πόλεων», ενώ ένα μικρό ποσοστό «εξακτινώνεται στον περιθωριακό υπόκοσμο». Τον επόμενο μήνα ένα ανώνυμο άρθρο (Λαϊκός Δρόμος, 29-3-1975) έρχεται να συγκρίνει ρεμπέτικα-ελαφρά. Το ρεμπέτικο (ως «δημιούργημα ενός στρώματος υποπρολεταρίων που μεγάλωσε με τον ερχομό των προσφύγων»), ενσωματώνει όλα τα στοιχεία της γενεσιουργού τάξης: «πεσιμισμό» και φυγή, ιδίως μέσω των ναρκωτικών. Δυστυχώς, όταν μεταπολεμικά άρχισε «να διοχετεύεται και το δηλητήριο της σάπιας αντιδραστικής ιδεολογίας μέσω της κουλτούρας», χρειάστηκαν και «ελληνικές» καθαρά μορφές για να καλύψουν ευρύτερα τις ανάγκες της αντίδρασης: ήταν το ρεμπέτικο τραγούδι». Στην ανάλυση αυτή το ρεμπέτικο θεωρείται τραγούδι υποπρολεταριακό/πεσιμιστικό/φυγής και ευεπίφορο πολιτισμικό όχημα των αντιδραστικότερων πολιτικών μορφωμάτων.

Τότε καταγράφεται και η πρώτη κριτική επισκόπηση της αριστερής πρόσληψης του ρεμπέτικου (Μ. Πολυβίου, Θούριος, τχ. 16, Μάιος 1975): το είδος θεωρείται δημιούργημα  του «υποπρολεταριάτου των αστικών κέντρων», ενώ, σε μικρότερο βαθμό, εξέφρασε και τις «ευρύτερες λαϊκές μάζες» λόγω κοινής κακοδαιμονίας. Διατρέχει τις βασικές συζητήσεις (ΡιζοσπάστηΑυγή-ΕΤ). Υπογραμμίζει ότι δεν πρέπει, «το κριτήριό μας, το διαμορφωμένο μέσα στην εποχή της γενικής αποδοχής του ρεμπέτικου, να ολισθήση σε μια εύκολη και προφανή καταδίκη των απόψεών αυτών»,αλλά πρέπει να τις εντάξουμε στο κλίμα της εποχής τους. Έτσι, εκτιμάται ότι το ίδιο το «γενικώτερο πλαίσιο των φορέων του ρεμπέτικου» ήταν αυτό που ανέστελλε -αν δεν ακύρωνε- τη νηφάλια πρόσληψη του είδους. Αφετέρου, παρατηρεί ότι η «σημερινή αριστερά, (έστω και όχι όλη), είναι σε σημαντικό βαθμό απαλλαγμένη από τη στενότητα αντιλήψεων που συχνά διέκρινε τη σταλινική αριστερά της δεκαετίας του ’40».

Λίγες μέρες μετά  ο Βουρνάς (Αυγή, 1-6-1975) θα επαναδιατυπώσει συνοπτικά το γνωστό άρθρο του 1961, ενώ ο Π.Μ.Μ. (Μιχάλης Παπαϊωάννου;  Ριζοσπάστης, 3-6-1975), παραδεχόμενος ότι το ρεμπέτικο «ξεπέρασε τα στενά όρια των κοινωνικών παρασίτων» και κατέστη η τρέχουσα «μουσική μας εκδήλωση», εισηγείται την επιστημονική του διερεύνηση. Για πρώτη φορά τότε το ρεμπέτικο απασχολεί και τις στήλες του Οδηγητή, όπου ο  Μ.Λ. (τχ. 59, Οκτώβριος 1975) αμφιβάλλει εάν το είδος εξαντλείται στο λούμπεν στοιχείο, δεχόμενος ως καταγωγική μήτρα όχι τον τεκέ αλλά τις «αθηναϊκές, πειραϊκές και θεσσαλονικιώτικες συνοικίες, κύρια τις προσφυγικές, δηλ. τις εργατικές». Πέραν ενός μικρού ποσοστού χασικλίδικων, «κυριαρχεί βασικά η κοινωνική διαμαρτυρία». Η ανάλυση αυτή αποκλίνει από την κυρίαρχη αναπαράσταση του ρεμπέτικου ως πολιτισμικού μορφώματος υποπρολεταριακών στοιχείων, τονίζοντας ότι το είδος εξέφρασε τα -έστω και ταξικώς ασυνειδητοποίητα- προλεταριακά στρώματα.

 

Ο  Ριζοσπάστης και η καταπτωσιακή μουσική

Πριν κλείσει το 1975 (Ριζοσπάστης, 21-12) ο Α. Ξένος θα καταγγείλει τα σχέδια της «αντίδρασης», που «διαφημίζει καταπτωσιακή μουσική όπως είναι το ρεμπέτικο τραγούδι. Το είδος αυτό του τραγουδιού με τη χυδαιοποίηση των λαϊκών στοιχείων αποπροσανατολίζει και υποβιβάζει τον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο λαός μας το καταδικάζει με την αδιαφορία του». Και πάλι θεωρεί το είδος διαφθορέα της γνήσιας λαϊκότητας και χυδαϊστή του ανθρώπου, προκαταλαμβάνοντας μάλιστα στρεψόδικα και τη λαϊκή ετυμηγορία. Οι θέσεις του πυροδοτούν σχετική συζήτηση στην εφημερίδα. Ο Ζ. Σκάρος (12-3-1976) επαναφέρει εν πολλοίς τις θέσεις του 1961, προσθέτοντας ότι ήδη το ρεμπέτικο λεξιλόγιο μαρτυρεί τη συνάφειά του με τους εκστασιασμούς των «μαστουρωμένων δερβίσηδων». Ως προς τη σύγχρονη αναβίωση, αυτή συναρτάται με την «αχώριστη φιλενάδας του ρεμπέτικου, μαριχουάνα» αλλά και με την εισβολή του πορνό και ανάλογων εισαγωγών απ’ το εξωτερικό. Όλα συναποτελούν μέσα «ιδεολογικής και ηθικής επίθεσης» που μετέρχεται ο ιμπεριαλισμός ενάντια στους λαούς, στοχεύοντας στην «πνευματική τους υποδούλωση». Λίγο μετά (1-4-1976), με αφορμή σχετική παρέμβαση του Τ. Σχορέλη ( 24-3-1976) θα σαφηνίσει ότι η επικριτέα αναβίωση του ρεμπέτικου αφορά την «καλλιέργεια και διάδοση του αναχρονιστικού και πτωτικού εκείνου πνεύματος» του «πραγματικού παλιού ρεμπέτικου» και όχι του «ερζάτς» (μετά τον Βαμβακάρη, τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη). Παρατηρούμε ότι η ιδεολογηματική χρήση που επιφυλάσσει ο Σκάρος στο ρεμπέτικο, το καθιστά συμβολική απειλή για την ίδια την ανθρώπινη συνθήκη, και ένα από τα κύρια εργαλεία, μαζί με τη μαριχουάνα και το πορνό (!), των ιμπεριαλιστικών ιδεολογικών μηχανισμών χειραγώγησης των μαζών.

Θα ακολουθήσει ο Φ. Πρίφτης (17-4-1976) που θεωρεί ότι το ρεμπέτικο, γέννημα του «τρόμου, του αίματος και της αγωνίας του ’36 και της κατοχής», παίρνει «τα τραγούδια των ποινικών κρατουμένων και τα κάνει σύμβολο». Το ρεμπέτικο γίνεται «ο θλιβερός θρήνος της εξαθλιωμένης και λεβέντικης ελληνικής ψυχής», το τραγούδι που η «πείνα της Αθήνας και τα μπουντρούμια της Μέρλιν γαλούχησαν, το τραγούδι του πόνου και της απελπισιάς κυρίεψε και απλώθηκε απ’ τις φυλακές και τα κρατητήρια στις θάλασσες, βουνά, πλαγιές, λαγκάδια της πατρίδας μας». Κατά την πρόσληψη αυτή, το είδος ταυτίζεται με τις πολιτισμικές επιδόσεις προσώπων του κοινού ποινικού δικαίου, από τους οποίους εξακτινώνεται για να κατακαλύψει με το πεσιμιστικό του περιεχόμενο όλους τους κοινωνικούς χώρους.

Ο Θ. Φωτιάδης, (28-4-1976) θεωρεί το είδος «πολύ στενό, μιας ανθυπομάδας από στοιχεία εξω-κοινωνικά, αντικοινωνικά», που κατάφερε να «“σερβιριστεί” για “λαϊκή” μουσική» εναντίον της αξίας του δημοτικού τραγουδιού. Η επικράτησή του οφείλεται στη μεταπολεμική εισβολή του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα, καθώς τότε «χρειάστηκαν να σερβίρουν ηττοπαθή, λυπητερά, αντιηρωικά, ουδέτερα τραγούδια του ερωτισμού, της φυλακής, του λουλά, του ντεκέ, που να μη θυμίζουν τίποτα από την αληθινή λαϊκή μεγαλειότητα. Ήταν η ρεβάνς των δεξιών». Υπενθυμίζει ότι το 1945 η «οργάνωση μιας ΕΠΟΝ χτύπησε αμείλιχτα τα ρεμπέτικα τύπου “Όταν καπνίζει ο λουλάς”» και ότι στο βουνό την εποχή εκείνη «δεν υπάρχει χώρος ούτε για ΕΝΑ “ρεμπέτικο”. Πού και γιατί ν’ ακουστούν τα πεσιμιστικά, αντικοινωνικά τραγούδια που κατάγονται και μιλούν για το χασίσι;». Η ισοπεδωτική αυτή ρητορική, υπεραξιώνοντας τον ένα πόλο του αντιθετικού ζεύγματος (ρεμπέτικο/δημοτικό), καταβαραθρώνει το άλλο, καταγγέλλοντάς το ως πολιτικοϊδεολογικό όχημα της Δεξιάς και του ιμπεριαλισμού.

Τη συζήτηση κλείνει  η πάντα εξαιρετέα Έλλη Παπαδημητρίου (7-5-1976). Θεωρεί αφενός ότι είναι στενή βάση συζήτησης η επικέντρωση αποκλειστικά στη στιχουργία -με παράλληλη παράβλεψη της μουσικής-, και αφετέρου ότι η ειδική θεματική που έδωσε αφορμή συνταυτισμού του ρεμπέτικου με τον υπόκοσμο έχει εκλείψει προ πολλού, χωρίς να εξυπονοείται ότι και επί Μεσοπολέμου δεν υπήρχαν και άλλες θεματικές. Όσο για τη μουσική, θεωρεί το ρεμπέτικο ως «υγιέστατη φυσιολογική μουσική μας κληρονομιά» και σαν πλούτο για τη χώρα το γεγονός ότι παρήχθη «είδος μουσικό για τους πολλούς σ’ επίπεδο εξαίρετο». Οι θέσεις της για άλλη μια φορά αποκλίνουν από την κατασκευή του ρεμπέτικου ως συμβολικού μιάσματος και επιχειρούν όχι μόνο αποστιγματισμό αλλά και υπεραξίωση.

 

Σύνοψη συζήτησης: υπερτερούν συντριπτικά οι παλαιοί κοινοί/απαξιωτικοί αριστεροί τόποι, σε σημείο ανάλογο σχεδόν του 1947 και του 1949. Το σχεδόν ανύπαρκτο αντίπαλο δέος (Έλλη Παπαδημητρίου, κυρίως) πασχίζει να διατρήσει τον σκληρό πυρήνα της κυρίαρχης ρητορικής, που διαβλέπει στο ρεμπέτικο έναν πολιτισμικό Δούρειο Ίππο της αντίδρασης, εντόπιας και εισαγόμενης.

 

Από την κοινωνική παθολογία στην ψυχοπαθολογία

Τον Ιούνιο 1976, συναντάμε ένα ενδιαφέρον σχόλιο ( Αυγή, 10-6-1976) πάνω στις ιδεολογικές χρήσεις του ρεμπέτικου. Ο μαρασμός του είδους χρεώνεται στην αστική τάξη, που μέσω αφομοίωσης της επαναστατικής του ουσίας (της καταποντισμένης σε «μυθολογικά πελάγη»), το παρέδωσε βορά στην κατασκευασμένη ψευδή ευαισθητοποίηση των μαζών, που το προσέλαβαν μέσω της «δανεισμένης ματιάς» της αστικής ιδεολογίας.

Οξεία επίκριση του ρεμπέτικου θα ακολουθήσει από τον Λ. Αρσενίου ( Έρευνα,  τχ. 17 και  18, Σεπτ-Οκτ), καθώς ανάγει το είδος στην τουρκοκρατία, όπου τα τότε κοινωνικά παράσιτα «θέλουν μουσική απόκοσμη, να καλλιεργεί τη σκληρότητα, τα μερακλώματα, το χυδαίο, τα βαρειά αναστενάγματα». Η μεταπολεμική άνθηση του είδους αποδίδεται στην παράπλευρη αποηθικοποίηση της αστικής τάξης: «η τάξη αυτή των νεοπλούτων, των μαυραγοριτών και απογόνων τους […] μη διαθέτοντας καμμιά πολιτιστική υποδομή […] στην ρεμπέτικη βρίσκει αυτό που της ταιριάζει. Μουσική που καλλιεργεί την σκληρότητα, το αδίστακτο και το χυδαίο και κατεβάζει τον άνθρωπο σε κόσμο θολό, ανταριασμένο». Παρατηρούμε ότι μέσα από την ηθικιστική αυτή ρητορική διαχέεται μια ταύτιση ρεμπέτικου-αστικής τάξης σε υποπολιτισμικό επίπεδο.

Στις αρχές 1977 ο Βουρνάς, (Αυγή, 27-2-1977), ενοχλημένος από τον Κ. Χατζηδουλή (που αναδιφούσε στο «χασικλήδικο» στην ίδια εφημερίδα), εκτιμά ότι  «δεν μπορούμε  να ισχυριζόμαστε ότι στις πηγές και μόνο βρίσκεται η γνησιότητα, ούτε προσφέρουμε καμιά αισθητική υπηρεσία στο κοινό της πατρίδας μας με το να δημοσιεύουμε φαρδιά πλατιά: μας κυνηγούν τον αργιλέ γιατί τον πίνουν μάγκες…». Στη συνέχεια επαναλαμβάνει παλαιότερες θέσεις του, για να τονίσει ότι η περίοδος της Κατοχής είναι η «μαύρη περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και δεν είναι ακριβή τα περί συμμετοχής του ρεμπέτικου της εποχής στην Αντίσταση…. μεταβάλλεται και πάλι σε μουσική έκφραση της ψυχολογίας του μαυραγορίτη, του ταγματασφαλίτη και του κάθε λογής πράκτορα των κατακτητών». Η ηθικιστική εκστρατεία του επικεντρώνεται κατ’ αρχάς εναντίον των «χασικλίδικων», για τα οποία συναινεί μεν να γίνονται αντικείμενο έρευνας αλλά μόνο σε στεγανούς εργαστηριακούς/ερευνητικούς χώρους: η δημοσιοποίησή τους συνιστά συμβολική πρόκληση στην τρέχουσα αριστερή ηθική συνείδηση. Στη συνέχεια καυτηριάζει τον ιδεολογικό ρόλο που έπαιξε το ρεμπέτικο στην Κατοχή, ως  μουσικοποιητικό ένδυμα των αντιδραστικότερων πολιτικών μορφωμάτων.

                Τις θέσεις αυτές θα βασανίσει κριτικά ένας αναγνώστης, ο Γ. Ευστρατίου, (Αυγή, 4-3-1977), επισημαίνοντας ότι σήμερα το είδος βιώνεται αυτονομημένο από τις γενεσιουργές του συνθήκες και χρέος της αριστερής διανόησης είναι να το μελετήσει επιστημονικά και υπεύθυνα. Η αστική τάξη και η αριστερή διανόηση έπληξαν εξίσου το είδος, η δε Αριστερά «δεν έκανε εκλεκτική αλλά συνολική απόρριψη του ρεμπέτικου (αλλιώς ένιωθε ο απλός κόσμος της Αριστεράς)». Επισημαίνεται εδώ και ο καίριος διαφορισμός μεταξύ αριστερής διανόησης και απλού κόσμου της Αριστεράς, που δείχνει έκτυπα και την απόσταση που χώριζε τη «βάση» από την καθοδήγηση.

Τον Σεπτέμβριο θα εγκαινιαστεί και η ψυχαναλυτική προσέγγιση του ρεμπέτη και του ρεμπέτικου από τον Ν. Παπαγιάννη (Πολίτης, τχ. 12, Σεπτέμβριος 1977). Εντρυφώντας στο «ψυχοπαθολογικό υλικό που υπάρχει στο ρεμπέτικο τραγούδι» θεωρεί ότι ο τύπος του ρεμπέτη μαστίζεται από άλυτο οιδιπόδειο σύμπλεγμα, στο οποίο και οφείλεται η «εξαρτητικότητα». Οι ρεμπέτες φαίνεται πως είναι «ψυχοπαθητικοί τύποι με ποικιλία ψυχοπαθολογίας». Όσο για το ίδιο το ρεμπέτικο, όχι μόνο είναι τραγούδι «απόγνωσης και απελπισίας», αλλά ούτε «απολυτρωτικά» λειτουργεί, ούτε και «κάθαρση» προσφέρει: αντιθέτως «βυθίζει σαδομαζοχιστικά σ’ ένα πλέγμα ενοχής που οδηγεί προοδευτικά στην αυτοκαταστροφή». Σε αυτό το κείμενο (που εύλογα επικρίθηκε από τους Μ. Δραγούμη, Δ. Αγραφιώτη και Γρ. Αμπατζόγλου: Ο Πολίτης, τχ. 14, Νοέ.  1977 και τχ. 15, Δεκ. 1977) η ισοπεδωτική υπερερμηνεία στιχουργικών σπαραγμάτων εντάσσει -με χονδροειδείς μονοκονδυλιές- το ρεμπέτικο στο πεδίο της ψυχο-παρέκκλισης.

Τον επόμενο χρόνο (1978) ο Τάσος Σχορέλης (Ήχος & Hi-Fi, τχ. 68, Νοέ. 1978) θα εισφέρει άλλου τύπου πρόσληψη, καθώς θεωρεί το ρεμπέτικο ως «μια μορφή πολιτικού τραγουδιού» που κατασυκοφαντήθηκε από την «άρχουσα κουλτούρα», που το είδε ως κίνδυνο για αυτήν.

 

Σύνοψη υποπεριόδου: το ρεύμα αρνητικής στερεοτυποποίησης διατηρείται ακμαίο, παρά την περίοδο ρεμπέτικης αναβίωσης που διανύεται. Η απαξιωτική επικέντρωση είναι και πάλι σε χασίς / πεσιμισμό / περιθωριακότητα και στην ιδεολογική χρήση του είδους από τα αντιδραστικά πολιτικά μορφώματα, ενώ προστίθεται και η ψυχοπαθολογική του διάσταση. Το ρεύμα θετικής αναπαράστασης του είδους πυκνώνει την εποχή αυτή, αλλά παραμένει σε δεύτερη μοίρα. Στις τάξεις του προσέρχονται νέες νηφάλιες, κριτικές και αναστοχαστικές φωνές, που είτε επικρίνουν την ιδεολογική διαχείριση του ρεμπέτικου από τους αστικούς αλλά και αριστερούς κύκλους, είτε ερίζουν κατά πόσο το είδος εξέφρασε προλεταριακά ή λουμπενοποιημένα στρώματα.

 

β) 1980-1990

Την αναβίωση του ρεμπέτικου και τις κομπανίες δεν θα αφήσει ασχολίαστα ο Θεοδωράκης (Επίκαιρα, τχ. 600, Ιαν. 1980) και θα καταγγείλει τη ρεμπετομανία ως το «ξαφνικό πάθος των απολιτικο-αναρχικο-ρεμπετο-ροκάκηδων», που αποσκοπούν να αλώσουν εκ των έσω το ελληνικό τραγούδι: «η μυθοποίηση, η ηρωοποίηση του ρεμπέτη και η ανάδειξή του σε κοινωνικό σύμβολο είναι η πισώπλατη μαχαιριά που καταφέρνουν στην ξεπερασμένη αριστερά», η δε αναγωγή του είδους αυτού στο άπαντον του ελληνικού τραγουδιού «σβήνει με μια μονοκοντυλιά ό,τι επακολούθησε». Εδώ παρατηρούμε να υφέρπει το δίπολο ρεμπέτικο/έντεχνο λαϊκό τραγούδι: προς εξουδένωση μάλιστα του δεύτερου όρου του διπόλου, έχουν κατά τον συνθέτη συνωμοτήσει οι πιο διαφορετικές υποπολιτικές/υποπολιτισμικές συσσωματώσεις.

                Τον επόμενο χρόνο ο Φ. Πρίφτης (Έρευνα , τχ. 72, Απρ. 1981) θα προσάψει στα ρεμπέτικα ότι συνιστούν τη μουσική της «νεοαστικής τάξης που δημιουργήθηκε μέσα στην κατοχή», ότι είναι τραγούδια «θλιβερά που απελπίζουν, που μοιρολογούν, που καταβαραθρώνουν αντί να υψώνουν σ’ ένα καινούργιο κάλεσμα ζωής, λεβεντιάς, αγώνα».

Στις αρχές του 1982 η Πανσπουδαστική (Σχόλιο, τχ. 1, Φλεβάρης 1982), θα συγκρίνει το μετά το 1950 λαϊκό τραγούδι με το παλιό ρεμπέτικο, αξιοδοτώντας το πρώτο. Το παλιό ρεμπέτικο, στερούμενο «κοινωνικότητας του στίχου», ανακλούσε το «αδιέξοδο ενός αποκομμένου από τη δουλειά και την πάλη κοινωνικού στρώματος -του λούμπεν προλεταριάτου». Ιδίως τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, το ρεμπέτικο συνέπλευσε με τα σκοπούμενα  της τότε άρχουσας τάξης. Ένα μήνα αργότερα, ο Οδηγητής (τχ. 395, Μάρτιος 1982) θα τοποθετηθεί και πάλι με δύο άρθρα. Στο πρώτο, το είδος, στις απαρχές του και στην κοινωνική του βάση, θεωρείται ότι ανήκει στον υπόκοσμο/λούμπεν και όχι στο προλεταριάτο. Οι Μικρασιάτες είναι οι καταλύτες, μέσω των οποίων θα προκύψει διευρυμένη κοινωνική θεματολογία από τη μια, αλλά και περιθωριακές αναφορές από την άλλη. Στα 1947-52 θα γίνει η μετάβαση προς το λαϊκό τραγούδι, για να σβήσει το ρεμπέτικο γύρω στο 1955, καθώς μια «νέα, ηττημένη, αλλά πιο έμπειρη από παλιά, εργατική τάξη έχει προβάλει…. Το ρεμπέτικο δεν θα μπορέσει να γίνει το τραγούδι της». Στο δεύτερο άρθρο τονίζεται ότι η «περιθωριακή κοινωνική αφετηρία» του ρεμπέτικου, σε συνδυασμό με τη θεματική και τη γλώσσα του, δεν του επέτρεψαν να προσλάβει «πλατύ κοινωνικό χαρακτήρα».

Ο Α. Ξένος, που πάντα καραδοκεί, επανεμφανίζεται σε 2 χρόνια (Αντί, τχ. 264, Ιούνιος 1984) για να καταγγείλει τον 40χρονο βομβαρδισμό των ΜΜΕ με αυτά τα «μουσικά υποπροϊόντα», αλλά και τα οικονομικά συμφέροντα πίσω από την ενορχηστρωμένη διατήρησή τους στην επικαιρότητα. Ως προς το αν τα ρεμπέτικα εξέφρασαν το εργατικό κίνημα, είναι ακατηγορηματικός: «ο λαός στην κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση δεν εμπνεόταν από τραγούδια που εξυμνούσαν το χασίς. Εκείνοι που την έβρισκαν σ’ αυτά ήταν οι δωσίλογοι, οι μαυραγορίτες και οι χαφιέδες των Γερμανών […] έγιναν από τον εμφύλιο και μετά ένα από τα κύρια όπλα της Δεξιάς για να λυγίσει το δημοκρατικό φρόνημα και την αγωνιστική έξαρση του λαού. Έχει αποδειχθεί πως από τον Σταθμό των Ενόπλων μεταδίδονταν συστηματικά ρεμπέτικα βάσει ενός σχεδίου ψυχολογικού πολέμου που εισηγητές του ήταν οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι». Ωστόσο, θα εξαιρέσει 90 περίπου ρεμπέτικα, που «έχουν μια αξία και είναι αυθόρμητα […] πλησιάζουν την πραγματική ζωή, εκφράζουν ορισμένα συναισθήματα που ζούμε και έχουν ποιότητα». Όσο για τα υπόλοιπα, είναι «τέλμα στο πνεύμα και στη ζωή του λαού». Παρατηρούμε ότι η  διαχρονική πολεμική του εδώ φθάνει στο απόγειο: το «περιθωριακό» και πεσιμιστικό ρεμπέτικο εξέφρασε μουσικοποιητικά τις αντιδραστικότερες πολιτικές δυνάμειες της νεότερης Ελλάδας και χρησιμοποιήθηκε βάσει σχεδίου εναντίον του αγωνιζόμενου λαού. Τη χρόνια πολεμική του θα υπογραμμίσει και σε αυτόγραφο βιογραφικό του σημείωμα (Μουσικολογία, τχ. 18, 2003), που αναφέρεται στη μαχητική αρθρογραφία του «ενάντια στον εμπορικό, κατευθυνόμενο λαϊκισμό των ρεμπέτικων και των υποπροϊόντων τους που κατεβάζουν το διανοητικό και αισθητικό επίπεδο του λαού μας».

Την ίδια χρονιά (1984, Star System) ο Θεοδωράκης θα αποφανθεί ότι τα ρεμπέτικα «δεν έγιναν ώς σήμερα γενικώς αποδεκτά. Δεν μπορούμε να πούμε ότι έγιναν ούτε παλλαϊκά ούτε διαχρονικά». Μουσικά, επισημαίνει τις ανατολίτικες καταβολές, στο πλαίσιο των οποίων κάποιοι οργανοπαίκτες «άρχισαν να βάζουν ελληνικά λόγια πάνω σε τούρκικα τραγούδια και σιγά σιγά πάντοτε μέσα στη σκιά της τουρκικής μουσικής να φτιάχνουν τα πρώτα τους τραγούδια», που πάντως εξέφραζαν τα «βιώματα μιας ομάδας περιθωριακών –του λούμπεν προλεταριάτου». Αμφιβάλλει αν το 1925-1945 κατορθώθηκε τα ρεμπέτικα να γίνουν «χτήμα του εργαζόμενου ελληνικού λαού» και να προκύψουν έργα που να «μεταπηδούν από το ειδικό (ρεμπέτικο) στο γενικό (παλλαϊκό-εθνικό)». Όσο για την προϊούσα «ρεμπετομανία», τη θεωρεί «αρρώστια της μεταχουντικής Ελλάδας» προς εκμηδένιση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Και εδώ παρατηρούμε ότι τον τόνο δίνουν επισφαλείς δυαδικές αντιθέσεις (παλλαϊκό/ειδικό, ρεμπέτικο/έντεχνο λαϊκό) και αναπόδεικτες αποφάνσεις.

Δύο χρόνια μετά (1986), ο Νικηφόρος Ρώτας (μουσουργός, γιος του Βασίλη Ρώτα: Πώς ακούμε μουσική) θα καταγγείλει δριμύτατα τις «δυνάμεις της εξάρτησης» που, για να «αποσυσπειρώσουν και να διαλύσουν τον ελληνικό λαό», του επέβαλαν: «να τραγουδάει αποκλειστικά τραγούδια του πόνου και της απελπισίας […] α)ατομικός καημός…β)ηττοπάθεια…γ)πίστη στη μοίρα…δ) κακομοιριά του να είσαι υπερήφανος που είσαι κουρελής, απόβλητος, απαρηγόρητος, αντικοινωνικός, απολιτικός». Χρειαζόταν να βρεθεί η κατάλληλη μουσική: «…ήταν τα ρεμπέτικα τραγούδια, με τη ρεμπέτικη ιδεολογία τους και τη ρεμπέτικη μουσικομελωδική οικοδόμησή τους…Η εξάρτηση προχώρησε βαθιά ως το μυαλό, το χέρι, την πένα, το συναίσθημα των Ελλήνων». Καλείται μάλιστα, στη συνέχεια, ο ιστορικός του μέλλοντος να βρει «τις διαταγές που πρέπει να υπάρχουν (προς το σταθμό ενόπλων, π.χ., να μεταδίδει αποκλειστικά ρεμπέτικα»), και τα υπεύθυνα πρόσωπα…  «Σήμερα όλοι οι Έλληνες, όταν πουν “λαϊκή μουσική”, εννοούν  την αντιαγωνιστική, ρεμπέτικη μουσική και τα υποπροϊόντα της, εννοούν και καταλαβαίνουν αυτή τη μουσική που οι δυνάμεις της εξάρτησης επιβάλανε (από το 1945 και μετά) στους Έλληνες…εννοούν τη μουσική που δεν ήταν ΑΠΟ το λαό, αλλά ήταν ΔΙΑ το λαό». Η ρητορική του Ρώτα ταυτίζεται -ως προς τη συνωμοσιολογική της εκδοχή- με τις απόψεις του Ξένου, ενώ συνοψίζει εμβληματικά τον σκληροπυρηνικό αριστερό λόγο για το ρεμπέτικο, σε εποχή μάλιστα διάχυτης κοινωνικής αποδοχής του. Ιδίως αξιοσημείωτη είναι η επίκριση της ίδιας της μουσικής σύστασης του είδους, συστατικού που, πάντως, ελάχιστοι προηγούμενοι σχολιαστές επέκριναν.

  Και πάλι ο Θεοδωράκης θα πάρει τη σκυτάλη το 1988 (φωνόγραφος, τχ. 6-7, Σεπ-Δεκ.) ισχυριζόμενος ότι «το μπουζούκι δεν είναι φάλτσο όργανο. Φάλτσοι ήταν αυτοί που το παίζανε, άνθρωποι των καταγωγίων […] το μπουζούκι είναι ξύλο και χορδές και δεν υπάρχει ηθική μέσα στο ξύλο και τις χορδές […]  Εγώ λοιπόν απόδειξα ότι το όργανο αυτό μπορεί να εξυπηρετήσει και […] τις μεγάλες φόρμες και τις ωραίες μελωδίες και να γνωρίσει ένα νέο ήθος». Εδώ βλέπουμε να αντιδιαστέλλει την ηθική ουδετερότητα του μπουζουκιού ως οργάνου, στους αρνητικά προσημειωμένους χρήστες του. Το μπουζούκι προσλαμβάνεται ως tabula rasa, επί του οποίου εγγράφονταν κατά το παρελθόν αήθη σημαινόμενα από υποκοινωνικούς κύκλους. Η επερχόμενη λόγια κουλτούρα, όμως, βοτανίζοντας τη λαϊκή από τα υποπολιτισμικά ζιζάνια, με μια εξόχως «αναμορφωτική» χειρονομία, θα της προσδώσει αναβαθμισμένη μορφή και περιεχόμενο…

Το χρονικό μας επισφραγίζει μια εμβληματική φιγούρα. Ο Α. Ξένος (ντοκιμαντέρ της ΕΤ2 1990) θα αφηγηθεί μπροστά στον φακό -με τον τρόπο του 1947 αλλά εν έτει 1990: «Μετά το Δεκέμβρη… δεν μπορούσε να τραγουδηθεί τίποτα, επί ποινή θανάτου. Το μόνο που έκαναν οι ιθύνοντες ήτανε να επαναφέρουν στη ζωή το ρεμπέτικο, το τραγούδι του υπόκοσμου, που αυτό ξαναφούντωσε από τους συνεργάτες των Γερμανών και απ’ τους μαυραγορίτες. Εδωσαν μεγάλη προσοχή και οι ίδιοι οι κατακτητές, οι Εγγλέζοι, πλέον τώρα. .. ο Γιαννίδης, πούταν στο σταθμό των ΕΔ μας έφερε έγγραφο των Εγγλέζων, που έλεγε να προωθήσουμε αυτό το είδος της μουσικής, το λαϊκισμό του ρεμπέτικου. Εμείς οι μουσικοί δεν αφήσαμε να τραβήξει αυτός ο δρόμος προς τα κάτω. Και καταγγείλαμε αυτές τις προσπάθειες αποπροσανατολισμού του λαού μας αλλά και φτιάξαμε και έργα που ήταν μέσα σ’ αυτά το πνεύμα της Αντίστασης […] όλοι οι τίμιοι συνθέτες…, χτυπήσαμε αυτό το τραγούδι και δεν αφήσαμε να πέσει ψυχικά ο λαός μας».

 

Σύνοψη υποπεριόδου: η δυσμενής στερεοτυποποίηση του ρεμπέτικου δείχνει να υποχωρεί, με απαραμείωτες πάντως τις θέσεις της περί λούμπεν καταγωγής, ιδεολογικής διαχείρισης του είδους από την αντίδραση, κ.λπ. Την εποχή αυτή καταγράφονται μειωτικές παρεμβάσεις του Θεοδωράκη, με στόχο την υποβάθμιση του ρεμπέτικου, την υπεραξίωση του Τσιτσάνη και την επίκριση της περιρρέουσας ρεμπετομανίας.

ΙΙ. ΕΞΟΔΟΣ

Η διακύμανση του αριστερού λόγου

Το ρεμπέτικο γίνεται αντικείμενο αξιολόγησης από την αριστερή διανόηση σε μία εποχή όπου έχει ολοκληρώσει την «κλασική» περίοδό του (δεκαετία του 1930). Δεν εντοπίσαμε στον αριστερό Τύπο κάποιο κείμενο συγχρονικό της «κλασικής» περιόδου του είδους. Ατυχώς, η θρυλούμενη ρήση του Ν. Ζαχαριάδη -ότι το ρεμπέτικο είναι το «τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας»- δεν ταυτοποιήθηκε.

1946-1949: Μέσα σε ένα εμφυλιακό κλίμα κατάφορτο από πολιτικοϊδεολογικές διαμάχες, ο αριστερός λόγος για το είδος είναι από τις απαρχές του εν πολλοίς αρνητικός. Οι εξαιρέσεις (κυρίως ο  Ανωγειανάκης, 1946-1947 και, σε μικρότερο βαθμό, ο Πολίτης, 1947, και ο παλίμβουλος Θεοδωράκης, 1949) δεν πλήττουν την κυρίαρχη απαξιωτική στερεοτυποποίηση του είδους που δομείται την πρώτη εποχή: το ρεμπέτικο κατάγεται από το περιθώριο και τον υπόκοσμο, παράγει τραγούδια χασικλίδικα, ανήθικα, πεσιμιστικά και φυγής, και δεν μπορεί να εκφράζουν το υγιές τμήμα του λαού αλλά μόνο τα αντιδραστικότερα πολιτικά μορφώματα.

1950-1959 Η κυρίαρχη ρητορική δεν θα διαβραχεί σχεδόν καθόλου τη δεκαετία αυτή  (Αυγή, Επιθεώρηση Τέχνης, Κοινωνιολογική Έρευνα). Η μοναδική αντίμαχη φωνή (Σοφούλης, 1956) δεν διαφοροποιεί τη στιγματιστική αναπαράσταση που διαχέουν οι διαμορφωτές του κοινού αριστερού αισθήματος, με εξαίρεση τη σημειούμενη τάση αποδοχής της μορφολογίας μόνο του είδους. Ιδιαιτέρως τονίζεται την εποχή αυτή το παθητικό και αντιαγωνιστικό πνεύμα των ρεμπέτικων, που εκφυλίζουν και αποναρκώνουν το υγιές τμήμα του λαού.

Η κυρίαρχη στερεοτυποποίηση του είδους θα δοκιμαστεί το 1960-1961, με αφορμή το εγχείρημα Θεοδωράκη (Επιτάφιος),  όταν ανοίγουν συζητήσεις στην Αυγή, στην Επιθεώρηση Τέχνης και αλλού (Το Αύριο, Έρευνα, Καινούρια Εποχή). Σημαίνουσες, οπωσδήποτε, είναι οι παρεμβάσεις του Θεοδωράκη και του Ανωγειανάκη (1961), κατά δεύτερο λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου (1961), και σε μικρότερο βαθμό του μετεωριζόμενου Βουρνά (1961). Οι απόψεις αυτές πλήττουν τη συμπάγεια της κυρίαρχης ρητορικής για το είδος, προς την κατεύθυνση μιας νηφαλιότερης επαναπροσέγγισής του.

Αξιοπρόσεκτο μεσοδιάστημα: η συζήτηση των πολιτικών κρατουμένων της Ανανεωτικής Αριστεράς  (1970). Πρόκειται για επαινετέο αναβαθμό στην πρόσληψη του είδους, ιδίως από τον «ανεπίσημο» και άτυπο αριστερό λόγο: μέριμνα αυτοκριτικής και αναστοχαστικής διάθεσης, στροφή στη γενικότερη προσέγγιση του είδους. Αποστασιοποιούμενη από την τρέχουσα/«επίσημη» ρητορική, η πλειοψηφούσα τάση των σχολιαστών θεωρεί το ρεμπέτικο ως αυθεντικό λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα και ευαίσθητο παλμογράφο της κοινωνικής πραγματικότητας.

Στον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης (1974-1978) καταγράφονται ενδιαφέρουσες ζυμώσεις (αναστοχαστικής ιδίως υφής) προκαλώντας αναταράξεις στην κυρίαρχη στερεοτυποποίηση του ρεμπέτικου, χωρίς και να κλονίζουν τις βεβαιότητες των «σκληροπυρηνικών»: παρά τη διάχυτη αποδοχή του από μουσική κυρίως άποψη, το ρεμπέτικο βαρύνεται τελεσίδικα με την τοξικοφιλική και πεσιμιστική συνιστώσα του, που το κατέστησαν υποχείριο ιδεολογικών διαχειρίσεων από την εντόπια και μη «αντίδραση» με στόχο την παθητικοποίηση/αποπροσανατολισμό των λαϊκών στρωμάτων.

Η δεκαετία 1980-1990, εποχή γενικής αποδοχής, εμπορευματικής, κυρίως, αναβίωσης και μαζικής κατανάλωσης του ρεμπέτικου. Η σκληροπυρηνική στερεοτυποποίηση υποχωρεί σημαντικά, χωρίς και να εκλείπει, ενώ αναζητείται στο Τσιτσανικό «παράδειγμα» ένας αποδεκτός ιδεότυπος του λαϊκού τραγουδιού: έτσι η αριστερή ρητορική παραπλέει το ακανθώδες πρόβλημα της χασισικής εκδοχής/εποχής του ρεμπέτικου, θεωρώντας ότι το πραγματικό λαϊκό τραγούδι είναι μόνο το μετα-χασικλίδικο.

 

Οι δύο όχθες

Η μία εστίασε απαξιωτικά και στιγματιστικά, κατ’ επίκληση του περιεχομένου (χασικλιδισμός, πεσιμισμός, παρακμή και πολιτική αντιδραστικότητα), παρά την κλασματική αποδοχή των μορφολογικών αρετών του. Η άλλη εστίασε στη μελορυθμική αυταξία του είδους, το είδε ως αυθεντικό λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα, που, παρά ή ακόμα και χάρη στην τοξικοφιλική/πεσιμιστική συνιστώσα του, κατέγραψε διαχρονικά κάθε φάση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Η πρώτη έμελλε να στερεοτυποποιηθεί και να διαχυθεί στην τρέχουσα αριστερή συνείδηση, βλέποντας στο ρεμπέτικο ένα συμβολικό μίασμα και έναν πολιτισμικό δούρειο ίππο στο εσωτερικό των λαϊκών μαζών. Οι περιθωριακές συνδηλώσεις του είδους αποτέλεσαν εμπράγματο κίνδυνο αποπροσανατολισμού, παθητικοποίησης και «νάρκωσης» του λαού, καθώς υπονομεύονταν τα προτάγματα της αισιοδοξίας, της αγωνιστικότητας, της συλλογικότητας, της ταξικής συνειδητοποίησης κ.λπ.  Ο λαός έπρεπε να «προστατευθεί», άνωθεν και έξωθεν, από την πλευρά εκείνη του εαυτού του την ευεπίφορη στα πλήγματα της ψευδούς συνείδησης (ένας φορέας της οποίας τότε εθεωρείτο το ρεμπέτικο).Η κατασκευή μιας στιγματισμένης ταυτότητας ήταν θέμα χρόνου: το προβληματικό πολιτισμικό μόρφωμα ανατέμνεται επιλεκτικά σε επιμέρους φέτες και ό,τι  δεν συνάδει στο κυρίαρχο αξιακό σύστημα παθολογικοποιείται και καταχωρίζεται στο πεδίο της ιδεολογικοπολιτισμικής παρέκκλισης. Το λαϊκό τραγούδι οφείλει να είναι ομογενοποιημένο, μονοσημασιολογημένο και αποκαθαρμένο από περιθωριακές και αντιαγωνιστικές συνδηλώσεις. Σημειώνουμε ότι αρκετά από τα επιμέρους κατηγορήματα (χασικλιδισμός, περιθωριακότητα, ανηθικότητα) που επεσύναψε στο είδος η κυρίαρχη ρητορική, τα επικαλούνταν και οι πιο ποικίλοι πολέμιοί του. Και αν κάποτε η συμπεριφορά του κράτους άλλαξε, αν κάποτε η αντιμετώπιση των αστικών κύκλων μεταβλήθηκε (αν δεν πρόλαβαν να το «αγκαλιάσουν» πρώτοι και να διασπείρουν τη δική τους αφήγηση), η σκληροπυρηνική αριστερή ρητορική έμεινε «παγωμένη» σε μια χρονική στιγμή: το  «πορτρέτο» που ξεκίνησε να φιλοτεχνεί ο Γ. Σταύρου το 1946 παρέμεινε σχεδόν αμετάλλακτο στη διαχρονία, ανανεούμενο με αναμνηστικές δόσεις απαξίας. Στους φορείς της ρητορικής αυτής, τα ρεμπέτικα ήταν πάντα γεννήματα του «θλιβερού υποκόσμου» και του «λούμπεν προλεταριάτου»,  των «άρρωστων και αντικοινωνικών στοιχείων». Ήταν η «μουσική αργκώ» που έψαλαν τα «ωδικά μαστούρια», ήταν τα «ψυχοφθόρα άσματα» «φυγής» που καλλιέργησαν την «αποθάρρυνση, τη μοιρολατρία και την κατάπτωση», ήταν οι ύμνοι του «μαυραγορίτη και του σαλταδόρου». Εάν μέσα στη διαχρονία η σκληροπυρηνική φωνή έπαψε σιγά σιγά να βρίσκει ευήκοα ώτα, δεν ήταν γιατί αναδιπλώθηκε αναστοχαστικά, αλλά γιατί κατακαλύφθηκε από τον ορυμαγδό της προϊούσας δημοφιλίας και μαζικής κατανάλωσης του είδους.

Η δεύτερη (Ανωγειανάκης, Έλλη Παπαδημητρίου κλπ) είδε ότι το ρεμπέτικο (παρά την ακανθώδη χασισική εκδοχή του και την αμηχανία που τους στοίχισε) είναι προεχόντως μουσικό φαινόμενο, «γνήσια μορφή λαϊκής μουσικής». Αν και αντέταξε, έγκαιρα και έγκυρα (ιδίως διά του Ανωγειανάκη), τη δική της αφήγηση για το είδος, δεν κατόρθωσε να αποτελέσει υπολογίσιμο αντίπαλο δέος, καθώς η οξύτητα, η ισχύς και η συμπάγεια των πολιτικοϊδεολογικών προταγμάτων  κατακάλυπταν τις «άλλότριες» φωνές. Ωστόσο, οι «αιρετικές» αυτές φωνές επιβίωσαν στα κράσπεδα του κυρίαρχου αξιακού συστήματος και, όταν η διαχρονική εξέλιξη του ρεμπέτικου και της σύνολης πρόσληψής του από την κοινωνία δημιούργησε ευνοϊκότερες συγκυρίες αναπροσέγγισής του, φάνηκε πόσο εγγύτερα είχαν τοποθετηθεί στον αυθεντικό πυρήνα της λαϊκής αισθητικής και ιδίως στην πραγματικότητα του ρεμπέτικου -σε αυτή την «αδύνατη πλευρά της λαϊκής καρδιάς».

 

241 Σχόλια to “Η πρόσληψη του ρεμπέτικου από την αριστερή διανόηση 1946-1990 (Συνεργασία από Spatholouro)”

  1. Πέπε said

    Καλημέρα. Σίγουρα έκπληξη το σημερινό άρθρο!

  2. Πέπε said

    Νίκο, θέλει λίγο editing στα μαύρα, υπογραμμισμένα κλπ. των ενδιάμεσων τίτλων. Το άρθρο είναι εκτενέστατο μεν, αλλά πολύ μεθοδικά δομημένο. Καλό είναι να διευκολυνθεί το μάτι να ανατρέχει σε όποια υποενότητα αναζητεί.

  3. Πέπε said

    > > 1957: Ο Σκουριώτης (Κοινωνιολογική Έρευνα, τχ. 1, και 2) επανέρχεται λεπτομερέστερα. Κυριαρχεί η διχοτομία «ύγειου» τμήματος του προλεταριάτου …

    υγιούς;

    (το χωρίο βρίσκεται με ctrl+F)

  4. Γιάννης Ιατρού said

    Μπράβο σας, έξοχο!

  5. Γιάννης Ιατρού said

    Μ΄έπιασε η παγίδα Νίκο 😦

  6. Πέπε said

    Έχοντας φτάσει την ανάγνωση έως το 1960, παρατηρώ μέχρι στιγμής τα εξής:

    α) Τόσο οι πολέμιοι όσο και οι (μετριοπαθείς έστω) υμνητές του ρεμπέτικου στήριζαν τις απόψεις τους σε αναγωγές και γενικεύσεις: Είναι κακό γιατί είναι χασικλήδικο και λούμπεν (ενώ χασικλήδικα και λούμπεν ήταν μόνο κάποια ρεμπέτικα) / Είναι καλό γιατί συνδέεται με το δημοτικό και τη βυζαντινή μουσική (σαν να αποκλείεται να είναι καλό για δικούς του λόγους).

    β) Η όλη συζήτηση φαίνεται να ξεκίνησε μετά το πέρας της περιόδου του καθαυτού ρεμπέτικου: μπορεί να μιλάνε για τον εξαθλιωμένο λαό των τεκέδων κλπ., που έβγαλε λέει αυτά τα τραγούδια, αλλά ως παραδείγματα δεν αναφέρουν τόσο τα τραγούδια αυτού του λαού, τα ανώνυμα ρεμπέτικα (που σώζονται σε ηχογραφήσεις) με τη μινιμαλιστική μελωδία και την ελεύθερη εναλλαγή στίχων ανά εκτέλεση, αλλά τραγούδια επώνυμων συνθετών. Όσα δε αναφέρονται ως «καλά» είναι πάντοτε επώνυμα.

  7. Alexis said

    Εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά πολύ-πολύ μεγάλο για να το διαβάσω όλο τώρα!
    Θα επανέλθω αργότερα όταν το διαβάσω με την ησυχία μου.

  8. Γς said

    Λαμπηδόνα.
    Κι ούτε και που ξέρω πως τους ήρθε να το ονομάσουνε έτσι το άλσος.
    Της Αγίας Τριάδας [της εκκλησίας] το λέγαμε. Και έτσι λεγόταν πάντα.

    Δίπλα του και το Πολυιατρείο του Βύρωνα, που πλάκωναν το νήπιο Γς στις ενέσεις 
    Εμεινα κι ένα διάστημα απέναντι στη Μεσολογγίου.

    Θα μπορούσα να σας λέω ένα σωρό ιστορίες για το Αλσος της Αγίας Τριάδας.
    Τώρα όμως θα σας πω μόνο μία. Για τον φίλο μου τον Ηλία. Που μια φορά την εβδομάδα [άντε το μήνα], τώρα μεγάλος με παιδιά, έβαζε μια εφημερίδα μέσα απ το πουκάμισο, σακάκι, δεν ξέρω τι, και πήγαινε το βραδάκι μέσα στο αλσάκι της Αγίας Τριάδας. Εκεί τον περίμενε η Ματούλα, η κυρά του. Στρώνανε κάτω την εφημερίδα και έκαναν ότι έκαναν και τότε στα 16-17 τους

  9. gpoint said

    Καλημέρα

  10. sarant said

    Kαλημέρα, ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    2 Έχεις δίκιο ότι είναι πολύ καλά΄δομημένο. Δίκιο έχεις και για το editing, αλλά επειδή είναι πολύ μεγάλο δεν είναι καθόλου ματζόβολο να δουλευτεί στον έντιτορ εδώ.

    3 Κι εμένα με παραξένεψε, είναι υπερδημοτικισμός του Σκουριώτη αντί για υγιής

    8 Ενώ ήταν αντρόγυνο κανονικό; Καλό!

  11. sarant said

    Και ένα σχόλιο φίλης από το Φέισμπουκ:

    Καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο ρεμπέτικο έπαιξε η δικτατορία Μεταξά. Ήταν η εποχή, κατά την οποία ρεμπέτες και κομμουνιστές συναντήθηκαν στους τόπους εξορίας. Στόχος του δικτάτορα ήταν η ταύτιση ποινικών και πολιτικών κρατουμένων. Επομένως, οι πολιτικοί κρατούμενοι, θέλοντας να αποφύγουν την ταύτιση με τα ¨περιθωριακά» στοιχεία των τεκέδων (η οποία θα μπορούσε να προκύψει λόγω της συμβίωσής τους στις εξορίες), άρχισαν να αποκηρύττουν τη χασικλίδικη κουλτούρα. Για περισσότερες πληροφορίες: Margaret E. Kenna, «Αντιφρονούντες και κοινωνική οργάνωση – Φυλακή, εξορία και στρατόπεδο συγκέντρωσης», στο συλλογικό έργο Χάγκεν Φλάισερ (επιμ.), Η Ελλάδα ’36-’49 : από τη δικτατορία στον Εμφύλιο: τομές και συνέχειες.

  12. κουτρούφι said

    Σχετικό με το θέμα είναι η συλλογή
    «Σπάνια κείμενα για το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ (1929-1959)» σε επιμέλεια Κώστα Βλησίδη*
    Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004
    Εκεί βρίσκονται και μερικά από τα κείμενα που αναφέρονται εδώ.

    Ειδικότερα βρίσκεται και το άρθρο του Σκουριώτη που αναφέρεται το #3. Εκεί λοιπόν, χρησιμοποούνται οι τύποι «ύγεια», «ύγειο»: Π.χ. «ύγεια ελληνική κοινωνία», «ύγειο αστικό τραγούδι».

    *από τη Φρεαττύδα

  13. atheofobos said

    Κατ΄ αρχάς οφείλω να συγχαρώ το Σπαθόλουρο για αυτό το εξαιρετικό κείμενο που είναι εμφανές πως το έγραψε μετά από μεγάλη, επίπονη και μακροχρόνια έρευνα εισπράττοντας όμως την προσωπική ικανοποίηση που αισθάνεται ένας ερευνητής, όταν ανακαλύπτει κάποιο νέο στοιχείο για να το προσθέσει στην εργασία του.
    Διαβάζοντας το κείμενο διαπιστώνει κανείς ότι δυστυχώς η αριστερή διανόηση, μέχρι τις μέρες μας ακόμα, δεν μπορεί να ξεφύγει από ιδεοληπτικές εμμονές παρόμοιες συχνά με αυτές που χαρακτηρίζουν και την δεξιά.
    Θεωρεί ότι κάθε ξένη επίδραση, ιδίως αν προέρχεται από την Τουρκία είναι κατακριτέα και εξοβελιστέα στα πλαίσια της καθαρότητας του Ελληνισμού.
    Αλέκος Ξένος (4-2-1947) Το τραγούδι αυτό, διαμορφωμένο από τα «μελωδικά υπολείμματα του Τούρκου κατακτητή» ….
    Δεν μπορεί να καταλάβει πως η μουσική δεν έχει στεγανά, ιδίως σε ένα κοινό χώρο, όπως στα Βαλκάνια, όπως γράφω και στο ποστ μου
    ΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ;
    http://atheofobos2.blogspot.gr/2014/11/blog-post.html
    Επίσης δεν μπορεί να αποφύγει τον καθοδηγητικό ιδεολογικό προσανατολισμό του λαού, που θυμίζει τον αντίστοιχο της σταλινικής εποχής με τις αφίσες με τους χαρούμενους εργάτες που οικοδομούν τον «νέο κόσμο».
    Το παρακάτω κείμενο μου θύμισε τον άλλο μεγάλο καθοδηγητή στον «σωστό δρόμο» να τραγουδά:
    Τα Χριστιανόπουλα θα πάμε με χαρά….
    Μαχαίρας 1961 να δημιουργήσουν τραγούδια της «ειρήνης, της χαράς και της προόδου»..
    η μορφή των τραγουδιών του μέλλοντος πρέπει να έχει περιεχόμενο «αγωνιστικό, χαρούμενο, αισιόδοξο, γεμάτο ελπίδα για μια νέα ειρηνική και μεγάλη εποχή».
    Τέλος η άλλη μεγάλη ιδεοληψία που καλλιεργείται όχι μόνο από την αριστερή διανόηση, αλλά και από πλήθος συνωμοσιολόγους είναι ότι πάντα υπάρχει κάποιος παμπόνηρος εχθρός του λαού που επιβουλεύεται το καλό του , εδώ βέβαια ο ιμπεριαλισμός!
    Ο Ζ. Σκάρος (12-3-1976)..μέσα «ιδεολογικής και ηθικής επίθεσης» που μετέρχεται ο ιμπεριαλισμός ενάντια στους λαούς, στοχεύοντας στην «πνευματική τους υποδούλωση».
    Α. Ξένος (Αντί, τχ. 264, Ιούνιος 1984)Έχει αποδειχθεί πως από τον Σταθμό των Ενόπλων μεταδίδονταν συστηματικά ρεμπέτικα βάσει ενός σχεδίου ψυχολογικού πολέμου που εισηγητές του ήταν οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι»

  14. καλημέρα,
    Υπέροχη έκπληξη το σημερινό άρθρο (και ας μην είμαι φαν του είδους..)
    Αυτό για τη συμπλήρωση του κάδρου:

    Πρώτη ηχογράφηση ρεμπέτικου στο Γκερλιτζ, με τη συμμετοχή του ανιψιού του Παπαδιαμάντη.
    Ένα κομμάτι της ιστορίας το διηγείται ο Σκαμπαρδώνης εδώ:

    περίπου στο 37′
    καλή Κυριακή

  15. Ωραία!

    Μια ερώτηση και μια παρατήρηση: αναρωτιέμαι τελικά αν και πόσο ρόλο έπαιξε πραγματικά η περίφημη διάλεξη Χατζιδάκη, εννοώ στους συγκεκριμένους κύκλους της αριστερής διανόησης. Μαζί με τη διάλεξη, ίσως θα έπρεπε να βάλει κανείς και τα διάφορα ρεμπετικογενή έργα του, όπως τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» και να θέσει επίσης το ζήτημα, πόσο τελικά στεγανά ήταν τα όρια μεταξύ της (κομμουνιστικής ουσιαστικά) «αριστερής διανόησης» και μιας συγκεκριμένης «αστικής διανόησης» (Μ.Χ., Κουν, Τσαρούχης, Ραλλού Μάνου…) που ανακάλυπτε εκείνη την εποχή το ρεμπέτικο και που τη δεκαετία του ’60 αποτέλεσε, στην Αθήνα τουλάχιστον, τον άλλο «παιδευτικό πόλο» για την προοδευτική νεολαία της εποχής.

    Και η παρατήρηση: όποιος έχει διαβάσει π.χ. τα βιβλία του Ανδριανόπουλου της δεκαετίας του ’80, θα δει ότι η «δεξιά διανόηση» της εποχής, ίσως για να βρεθεί στον αντίποδα της συγκαιρινής αριστερής, ακολούθησε για το ρεμπέτικο την ίδια εκείνη προσέγγιση που εστίαζε στο «χασικλήδικο», το «αντικοινωνικό», τους «μαχαιροβγάλτες» κ.ο.κ. Νομίζω αυτό κρατά εν πολλοίς μέχρι και σήμερα.

  16. Γιάννης Κουβάτσος said

    Καλημέρα!
    Εξαιρετικά ελληνικά, πολύ καλή δόμηση του κειμένου, αντικειμενική παρουσίαση όλων των απόψεων. Τι άλλο να ζητήσει κανείς. Ευχαριστώ, φίλε Σπαθόλουρο, έμαθα πολλά για το θέμα και εδραιώθηκε η άποψη που έχω για την κουκουέδικη νοοτροπία, που κακώς τη θεωρούμε αριστερή. Αντιλαμβανόμαστε, υποθέτω, πού θα είχαν καταλήξει οι ρεμπέτες, αν η Ελλάδα είχε γίνει «λαϊκή δημοκρατία». Ενδιαφέρον θα είχε και μια παρόμοια μελέτη-παρουσίαση με θέμα (θύμα) τη ροκ μουσική στη θέση του ρεμπέτικου. Αυτήν ντε που αποκήρυσσε μετά βδελυγμίας το εγχειρίδιο του καλού κνίτη.

  17. sarant said

    14 Tι ιστορία κι αυτή με το Γκέρλιτς….

  18. Corto said

    Καλημέρα! Εξαιρετική η σημερινή ανάρτηση.

    Spatholouro συγχαρητήρια. Καταπληκτική εργασία.

    Κατά πάσα πιθανότητα τα χασικλίδικα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στην Αθήνα το 1946 (στο κενό των λογοκριτικών μηχανισμών) ήταν πέντε, τα τέσσερα που αναφέρονται στο άρθρο συν:
    Οι μπαγλαμάδες («παίζει το μπαγλαμαδάκι»), με τον Στέλιο Κηρομύτη και τον Στράτο Παγιουμτζή.

    Επίσης το «κάτσε ν΄ακούσεις μια πενιά» του Τσιτσάνη ηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1948 με τους κανονικούς, χασικλίδικους στίχους, με τον Τζιμ Αποστόλου, αλλά δεν ξέρω αν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα.
    Άρα μιλάμε συνολικά για πέντε ή έξι μεταπολεμικά δισκογραφημένα χασικλίδικα.

  19. Μπούφος said

    Αυτό δεν ήταν αρθρο. Βιβλίο κανονικό ήταν. Πού διατίθεται; Σε ποιες εκδόσεις;

  20. Πάνος με πεζά said

    Καλημέρα !
    Το άρθρο εκτός από την πληρότητά του, διαπλάθεται με εξαιρετική γλώσσα (ναι, το είπαν κι άλλοι, αλλά τί σημασία έχει;)

  21. Το Στέκι ήταν ένα από τα πρώτα ρεμπετάδικα της Αθήνας. Λειτούργησε από τα τέλη του 1982. Δημιουργήθηκε από τρία μέλη της ΠΠΣΠ, η οποία τότε αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της.

  22. Corto said

    Για τον Μίκη Θεοδωράκη:

    «Η εσπευσμένη αυτή αντίδραση μοιάζει στα μάτια μας σα να θέλει να «κλείσει» εν τάχει κάθε σχετική συζήτηση, μηδενίζοντας και απαξιώνοντας την όποια δυναμική του είδους.»

    Spatholouro, μια καλοπροαίρετη παρατήρηση. Δεν έπρεπε να αφαιρέσεις την συνέχεια της πρότασης, όπως την διαβάζουμε στο βιβλίο στην σελ. 87:

    «Ενδεχομένως έσπευσε να δράσει πυροσβεστικά, ώστε η συζήτηση να μη πάρει διαστάσεις που θα κατακάλυπταν το πεδίο τραγουδιού όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί το είδος του «έντεχνου» τραγουδιού που είχε κατά νου ο ίδιος, και το οποίο φαίνεται πως προϋπέθετε -από ορισμένη τουλάχιστον λάποψη- «νεκρό» και έωλο το ρεμπέτικο.»

    Αυτό είναι το κυριότερο σημείο όλης της εργασίας. Με άλλα λόγια κάποιοι έκρυψαν τον προπολεμικό πολιτισμό, για να οικειοποιηθούν πεδίο δόξης λαμπρόν.
    (Και φτάσαμε στο να θεωρούμε τον Καζαντζίδη τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή, και να αγνοούμε τον Νταλγκά. Τέλος πάντων…)

    Και πάλι συγχαρητήρια.

  23. «…τις 7 Νοεμβρίου του 1934, επισήμως πλέον, το Κεμαλικό καθεστώς στην Τουρκία, απαγόρευσε το αραμπέσκ παραδοσιακό είδος μουσικής (τον αμανέ χοντρικά) σε όλη την τουρκική επικράτεια, με τη δικαιολογία ότι ήταν συνυφασμένο με τους Έλληνες και την εποχή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

    Το διώκει ως μη τούρκικο, ως ελληνικό και βυζαντινής προέλευσης, δηλαδή μη σύμφωνο με τις απόψεις τού εξευρωπαϊσμού τής Τουρκίας. (βλ. Πρωία 7/11/1934 ή Αθηναϊκά Νέα 11/11/1934)

    Ήδη όμως, από το 1931 (βλ. Νέοι Καιροί 4/7/1931), ο Κεμάλ φέρεται να δηλώνει πως “επείγει να ανανεωθεί το άσμα και η μουσική των Τούρκων, διότι είναι μονότονος και αντιτίθεται προς το νέον δυναμικόν πνεύμα, το οποίον εμπνέει το έθνος”.

    (Αναφορά του σχολιαστή με το ψευδώνυμο «Μισιρλού» σε συζήτηση εδώ στις 2-5-2010)

  24. Spiridione said

    19. Υπάρχει δημοσιευμένη σε βιβλίο η εργασία αυτή σε πιο εκτεταμένη μορφή, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να το αναφέρουμε. Ας μας πει ο ίδιος.

  25. mitsos said

    Εξαιρετική εργασία με πολλές πληροφορίες που δεν αγνοούσα. Ευχαριστώ και τους τρεις (Σπαθόλουρο, Στεργιόπουλο, Σαραντάκο ).
    Ο τίτλος ανταποκρίνεται όντως στο περιεχόμενο
    Δυο μόνο επισημάνσεις : Αριστερή διανόηση δεν είναι μόνο οι κονδυλοφόροι , οι κριτικοί τέλος πάντων, των εφημερίδων και των περιοδικών. Διανόηση είναι και όλοι αυτοί που βρίσκονται πίσω από κάθε επανέκδοση και κάθε ηχογράφηση ( ένα κλασικό παράδειγμα το προλογικό σημείωμα του Κώστα Ταχτσή όταν κυκλοφόρησε «ο Σκληρος Απρίλης του 45» δίνει μια άλλη εικόνα για το κλίμα της μεταπολεμικής και προδιδακτορικής εποχής )
    Ασφαλώς και έχει βάση η υπόθεση εργασίας του άρθρου αλλά και σοβαρά επιχειρήματα στην περιγραφή μιας επίσημης Αριστεράς- που αρθρογραφεί στον Ριζοσπάστη- αλλά αδυνατεί να δει την πραγματικότητα με τα κόκκινα γυαλιά άκαμπτων ερμηνευτικών σχημάτων. Από την άλλη υπάρχουν και χιλιάδες αριστεροί διανοητές που μπορούσαν ακόμα και χωρίς λόγια και με άγνωστο τίτλο να διακρίνουν τι είναι αυτό που συγκλονίζει πίσω από αυτή τη μουσική: https://www.youtube.com/watch?v=JvMLxl4PZKg … (ακόμα και χωρίς λόγια και με άγνωστο τίτλο).
    Και αν δεν μπορούσαν να αναλύσουν ακριβώς το φαινόμενο ωστόσο κάποιοι, όταν στα 1933 έφτασε αυτός ο δίσκος των 78 στροφών στην Ελλάδα, έσπευσαν να διερευνήσουν την αιτία της επιτυχίας του και τις δυνατότητες της εδώ ηχογράφησής του
    Συγνώμη για την πολυλογία αλλά … ένιωσα κάποιο είδους πρόκληση …

  26. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια, όλα πολύ ουσιαστικά!

    26 Καλώς ήρθες, αγαπητέ!

  27. ΓιώργοςΜ said

    Καλημέρα!
    Εξαιρετικό το σημερινό, τα μέχρι τώρα σχόλια μ’ έχουν καλύψει.

  28. mitsos said

    27.
    Ευχαριστώ καλώς σας βήκα ( αν και αυτό έχει γίνει εδώ και πολύ καιρό )
    Μόνο μια διόρθωση στο σχόλιό μου : Το άρθρο περιέχει…»πολλές πληροφορίες που δεν γνώριζα» και όχι «που δεν αγνοούσα» …

  29. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Καλὴ Κυριακὴ κι ἀπὸ μένα.
    Ἐξαιρετικὸ τὸ ἄρθρο.
    Μπράβο στὸ Σπαθόλουρο γιὰ τὴν ἔρευνα καὶ τὸ ἐξαιρετικὸ κείμενο, μπράβο στὸ Νικοκύρη ποὺ τὸ φιλοξένησε καὶ μπράβο στοὺς προλαλήσαντες γιὰ τὰ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου σχόλια.

  30. leonicos said

    Η λέξη ‘συγχαρητήρια’ για το Σπαθόλουρο είναι μικρή. Αλλά πάνε και στον Νοικ Νικ που το έβαλε ολόκληρο.

    Θα θέλαμε κι άλλα του Σπαθόλουρου ανάλογα κείμενα

  31. leonicos said

    Συγκινητική η αναφορἀ στον Νέαρχο Γεωργιάδη και την παρέα του που έκαναν τότ την τομή. Η συλλογή του υπάσρχει στην Κύπρο, κι έχω κάποτε εδώ διηγηθεί πώς σώθηκε, διότι το 1974 βρισκόταν στην Μόρφου. Η συλλογή εγκαταλείφθηκε μαζί με την υπόλοιπη οικοσκευή της οικογένειας, αλλά οι τουρκόφωνοι γείτονές τους, μετά από μερικούς μήνες, φρόντισαν, με δικά τους έξοδα και επιμέλεια, να την περάσουν στο νότιο τμήμα. Είναι κάτι οπου πρέπει να λέγεται και να ξαναλέγεται.

  32. leonicos said

    Έχω όλα τα ελαττώματα. Είμαι και φιλότουρκος.
    Στην Αγγλία γνωρίσαμε σπουδαίους τουρκοκύπριους, που όχι μόνο δεν είχαν σχέση με ατυτό που γίνεται κάτω, αλλά ένιωθαν την ίδια θλίψη μ’εμάς

  33. leonicos said

    Πρέπει να ήμουν κάτω από 6 ετών, το συνάγω από τον χώρο που συνέβη, όταν άκουσα να τραγουδιέται το ‘η ταμπακιέρα σου δεν έπρεπε να πάρω’ το οποίο θεωρώ τραγούδι εμβληματικό από κάθε άποψη.

    Μπήκα στο σπίτι εκστασιασμένος. Το είπα στη μάνα μου, και μου έδωσε ένα χαστούκι. Αργότερα ο πατέρας μου ξόδεψε δύο ώρες από τη ζωή του να με συνετίσει. Μου ανέλυσε το τραγούδι από την αρχή ώς το τέλος, που φυσικά δεν το είχα αποστηθίσει, και μου εξήγησε το κακό που προξενεί. Και όλα αυτά χωρίς καμιά πολιτική -αριστερή βάση. Η πολιτική θέση του πατέρα μου ήταν ‘να μη σε κυνηγάνε να σε σκοτώσουν, και αρκεί’. Τότε όμως είχε ακόμα την ταυτότητα του Έβερτ ως Γεράσιμος Αντύπας.

    Ήμουν 15-16 όταν άκουσα τη θεία μου Γιόλα, πρόσφατα διεζευγμένη, να τραγουδάει το ‘Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο’ και ρώτησα τη μάνα μου:»Από πότε η θεία Γιόλα έγινε τέτοια;» εννοούσα πουτάνα.

    Στο σπίτι επιτρεπόταν μόνο η κλασική μουσική και η υμνολογία. ακόμα και η χριστιανική υμνολογία επιτρεπόταν μουσικά, αλλά όχι το ελαφρό τραγούδι.

    Στο ρεμπέτικο με εισήγαγε πολύ αργότερα ο Φοίβος Γεωργιάδης, αδελφός του Νέαρχου, φοβερός κάτοχος του είδους, ιδεολόγος του είδους ανεξάρτητα από πολιτικές λεπτομέρειες, και καταληκτικός ακκοντρεονιστας.

    Σήμερα έχω βάλει τον Τσιτσάνη σε δεύτερη θέση.
    Το ‘Θέλω να τα πω’ και ο «Δρόμος είναι δρόμος» είναι, κατ’ εμέ, από τα μεγαλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.

  34. Γιάννης Ιατρού said

    2: Πέπε
    για δες μπας και σου κάνει 🙂

  35. leonicos said

    Το Ρεμπέτικο, άπαξ και παρήχθη, αποτελεί πολιτισμικό γεγονός κι έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Δεν είναι δυνατό να προτείνει κανείς την εξάλειψη ενός πολιτισμικού γεγονότος, σαν να είναι η Ιερά εξέταση. Αυτό έκαναν και οι κονξκισταδόρες στην Αμερική.

  36. leonicos said

    24 Βλάση
    Υπάρχει κι ένα βιντεάκι σκωπτικό, μπουκάρουν οι χωροφύλακες και τους βρίσκουνν να τραγουδάνε αμανέδες. τους κάνουν παρατήρηση, ότι πρέπει ν’αλλάξουν μουσική, το ψιλοκουβεντιάζουν, πάει ο γέρος να πει ένα ‘επιτρεπόμενο’ αλλά το επόμενο δίλεπτο όλοι μαζί, και οι χωροφύλασκες μαζί, τραγουδάνε αμανέδες

  37. Πέπε said

    @35:

    Μπράβο!!

    (Αν και δεν απαίτησα να μου κάνει. Αν κάνει σ’ όλους, κάνει και σ’ εμένα και μου περισσεύει! Αλλά ντάξει, έτσι [#35] διαβάζεται πολύ πιο άνετα. Το WordPress, και ίσως όλα τα τέτοια για μπλογκ, δεν προσφέρονται ιδανικά για τέτοια κείμενα.)

    Τώρα, ομολογώ ότι μπήκα να δω τη συζήτηση, αλλά από το κύριο άρθρο έχω μείνει ακόμη στα μισά. Μεσολάβησε η παρασκευή ενός ολόκληρου μουσακά και …δεν άδειαζα! 🙂

  38. Γιάννης Ιατρού said

    38: Πέπε
    Α, χαίρομαι. Και εδώ λίγο βελτιωμένο 🙂

  39. salz said

    Ο Χρ.Πασ. πρέπει να είναι ο δημοσιογράφος Χρήστος Πασαλάρης. `Ηταν τότε στην ΕΠΟΝ.
    Πάντως, ένας από τους πλέον συστηματικότερους και διαβίου ερευνητής του ρεμπέτικου ήταν ο προ τριετίας αναχωρήσας πεζογράφος Νέαρχος Γεωργιάδης,Κύπριος, Ακελίτης, αλλά αλλά όχι κομμένη κεφαλή, όπως η πλειοψηφία των ηθικολόγων της αριστεράς, ελλαδιτών και κυπρίων. Φανατικός λάτρης του είδους

  40. Πάνος με πεζά said

    To «Κλαπατσιμπανορεμπετόχωρος Μορατόριουμ» ή «Ξέρξης», που διαφημιζόταν στο Ποντίκι τη δεκαετία του 80, θα πρέπει να το έχουμε ξαναπεί.

  41. Πέπε said

    @37:
    Λεώνικε, δεν τραγουδούν αμανέδες. Σίγουρα τώρα σε λίγο κάποιος θα ανεβάσει το βιντεάκι (μου είναι πολύ γνωστό, και είναι και ευρύτερα γνωστό, αλλά με ό,τι λέξεις κλειδιά μπορώ να σκεφτώ δεν το βρίσκω) και θα το ξαναθυμηθείς καλύτερα: ξεκινάνε με κάτι εύθυμο της κλασικής ευρωπαϊκής παράδοσης, που παιγμένο με σάζι ακούγεται σαν εντελώς τούρκικο (και ο χωροφύλακας απορεί: αυτό είναι κλασική μουσική; και τότε γιατί μ’ αρέσει;), και γυρίζουν αβίαστα σ’ ένα εξίσου εύθυμο λαϊκό τούρκικο τραγουδάκι, το Σινανάι, που κατά σύμπτωση είναι το ελληνικό Νινανάι γιαβρούμ.

    Ο αμανές είναι άλλο πράγμα. Είναι ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, που ο απροετοίμαστος ακροατής είναι εύκολο να το θεωρήσει αφόρητα μονότονο και κλαψιάρικο (στην πραγματικότητα είναι μια εξαιρετικά λεπτουργημένη τέχνη, και μόνο τραγουδιστές με βαθιά γνώση, μακρά εμπειρία και ορισμένα θεόθεν φωνητικά χαρίσματα μπορούν να την εκτελέσουν).

  42. Στο άρθρο εκεί που αναφέρεται «ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Χρ. Πασ. (Νέα Γενιά, τχ. 67, Μάρτ. 1946), καταγγέλλοντας ότι σε τέτοιους χώρους δημιουργούνται και τα «κουτσαβάκικα τραγούδια (Όταν καπνίζει ο λουλάς κ.ά)».» νομίζω πως πρόκειται για τον Χρήστο Πασαλάρη, τον γνωστό μεγαλοδημοσιογράφο που αργότερα στράφηκε προς τον συντηρητικό χώρο

    37 τόχει βάλει κι εδώ ο Νικοκύρης

  43. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    Εξαιρετικη εργασια.

    1. Ο Π.Τζαβελλας το συνοψισε πολυ ικανοπoιητικα

    «το λαϊκό τραγούδι γεννήθηκε «στα καταγώγια, στους ντεκέδες, στις παράγκες, στις φυλακές», από τους «νικημένους και απόβλητους απ’ τη ζωή», γεγονός που επέτρεψε στη διανόηση της «άρχουσας τάξης» να το χαρακτηρίσει «χασικλίδικο, αλήτικο, ρεμπέτικο, του υποκόσμου». Δυστυχώς και οι «προοδευτικές» δυνάμεις την ίδια «ορολογία»/«επιχειρηματολογία» χρησιμοποιούσαν, αγνοώντας ότι το λαϊκό τραγούδι «αποτελεί μια πραγματικότητα» και ότι το «χασικλίδικο» πρέπει «πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα να εξετάζεται ως μουσική». Το κείμενο εν μέρει υιοθετεί θέσεις της κυρίαρχης αριστερής ρητορικής για το είδος και εν μέρει παρεκκλίνει. Σημειώνουμε τη συμπερίληψη αστών και προοδευτικών στους πολέμιους του είδους, και την πρόσληψη της μελορυθμικής συνιστώσας ως αισθητικής αυταξίας. »

    2. Η λογικη της κριτικης των αριστερων «διανουμενων» ηταν να διαπαιδαγωγησουν, να επηρεασουν, να αλλαξουν – εν τελει- την μουσικη προτιμηση της -μερικως- ποδηγετουμενης εργατικης ταξης, ωστε μετα την επιτυχια της «επαναστασης» ως γραφειοκρατες της διανογησης να «ισιωσουν » και τους υπολοιπους. Κατι σαν την μουσικη κλινη του προκρουστη. Προσωπικα -χωρις να ευθυνομαι- ντρεπομαι για τους περισσοτερους «διανουμενους»-χαρτογιακαδες .Οι περισσοτεροι δεν ζουν ή ειναι υπερηλικες , αλλα θα ηθελα να καταδικαστουν -απο μια φανταστικη κυβερνηση της ελευθεριας και της ελευθεριας της εκφρασης – σε τριετη αναμορφωση με χειρωνακτικη εργασια.

    3. Σχεδον πουθενα δεν ειδα μια συσχετιση του ρεμπετικου και των μπλουζ ως εκφρασεις των καταπιεσμενων σε διαφορετικες συνθηκες. Εξ’ αλλου οταν σχεδον ο μισος πληθυσμος της χωρας ñκαταγεται απο την Ανατολη, τι μουσικη περιμεναν να προκυψει ;

    ΥΓ Ευτυχως για μενα η «επανασταση» δεν εγινε καν διοτι οι συνεπειες για μενα θα ηταν τραγικες. Οταν – οι μικροτεροι- απ’ αυτους ακουγαν Νταλαρα, εμεις ειχαμε ξεπερασει την mainstream rock και ακουγαμε jazz rock.
    χωρις να αγνουμε το ρεμπετ ικο, το λαϊκο, το εντεχνο, κυριως για λογους ενημερωσης.

  44. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    41 Νομίζω πως είχε κι άλλο, κάτι σαν Κλαπατσιμπανορεμπετό*καικάτιάλλο*χωρος\
    Μπορεί η προσθήκη να ήταν έτσι (και ό,τι άλλο) ή μπορεί να με ξεγελάει η μνήμη μου

    40-43 Ναι, αυτός ήταν.

    35-38 Μπράβο βρε Γιάννη!

    37-43 Λεωνικε, εδώ

    Αν είναι δυτικό, γιατί μ’ αρέσει;

  45. 45τέλος

    έχει και συνέχεια

  46. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    44.2. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από την ένδοξη απεικόνιση* των κομμουνιστικών αξιών, όπως η χειραφέτηση του προλεταριάτου,** με ρεαλιστικό τρόπο[1]. Αν και συναφές, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον κοινωνικό ρεαλισμό, ένα ευρύτερο είδος της τέχνης που απεικονίζει με ρεαλιστικά θέματα κοινωνικού ενδιαφέροντος[2].

    Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ήταν κυρίαρχη μορφή τέχνης στη Σοβιετική Ένωση από την ανάπτυξή του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έως την τελική πτώση του στα τέλη του 1960[3]. Ενώ άλλες σοσιαλιστικές χώρες χρησιμοποίησαν και άλλους κανόνες της τέχνης, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη Σοβιετική Ένωση επιβίωσε περισσότερο από ό, τι στην υπόλοιπη Ευρώπη[4].

    * πολλες φορες με αφελεια που σε αφηνει αναυδο
    **χειραφετηση μονον των διευθυντικων στελεχων, που αποτελουσε την «νεα ταξη» κατα τον Μιλοβαν Τζιλας, στο ομωνυμο βιβλιο του ηδη απο το 1957

    Η ελληνικη αριστερα ακομα ασχολειται και ασκει κριτικη με τα διδαγματα του σοσιαλιστικου ρεαλισμου 🙂

    ΥΓ Η αλλη αποψη (απο ΚΟΜΕΠ Τεύχος: 2010 Τεύχος 6 )

    ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ*

    των Ελένης Μηλιαρονικολάκη και Γιάννη Σκαρπερού

    http://www.komep.gr/2010-teyxos-6/gia-to-sosialistiko-realismo

  47. Μπούφος said

    25 Spiri…
    Ελήφθη! 🙂
    ΣΠΑΘΟΛΟΥΡΕ, ρίχτα!

  48. Αγάπη said

    Υπέροχο – και θέλει ξανά διάβασμα φυσικά 🙂

    «οι δυαδικές αντιθέσεις του τύπου ρεμπέτικο/δημοτικό,» – λες και να ήταν μόνον εδώ βαριές οι «δυαδικές αντιθέσεις» δεξιές κι’ αριστερές… 😦

  49. venios said

    Σημαντικό άρθρο.
    Δεν είμαι ειδικός. Αυτό όμως που με προβληματίζει είναι ότι οι επικριτές αντιπαραθέτουν αφηρημένα σχήματα: (ρεμπέτικο (=χασικλίδικο) – λαϊκό (ρεμπέτικο (=χασικλίδικο) – δημοτικό. Μα δημοτικά τραγούδια είχαν πάψει να παράγονται εδώ και δεκαετίες (εν εξαιρέσουμε κάποια αντάρτικα του τύπου «βροντάει ο Όλυμπος», «ο Αρης κάνει πόλεμο» με μουσική που δημοτικοφέρνει – όχι βέβαια αυτά που έχουν ρούσικη μουσική). Αλλά τα λαϊκά πού παράγονται, ποια είναι; Καλά ο Θεοδωράκης κι ο Χατζηδάκης που κάνουν έντεχνη λαϊκή μουσική – και ο Θ. δεν πάει τελείως κόντρα στην κομματική γφραμμή, απλά υποστηρίζει τη πραμάτεια του αντιδαστέλλοντάς την από το ρεμπέτικο, ενώ ο Χ. που δεν έχει τέτοιες δεσμεύσεις αναγνωρίζει την επιρροή ρου ρεμπέτικου στη μουσική του.
    Όμως, ποια λαϊκά αναφέρει η σεβαστή καθοδήγηση, τα οποία να έχουν απήχηση στο λαό μεγαλύτερη από τη «Φραγκοσυριανή», το «πάλιωσε το σακάκι μου», το «νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», μεγαλύτερη διεθνή καρέρα από την αμανέδικη Μισιρλού; Σίγουρα δεν εννοούν τα τργούδια των αστών Αττίκ, Σουγιούλ, Πλέσσα, της εθνικίστριας Βέμπο, του πολυγραφότατου τζαζίστα Σπάρτακου. Το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη είναι γι’ αυτούς λαϊκό ή ραμπέτικο; Γνήσια λαϊκό (αγνώστου στιχουργού) είναι βέβαια το «η ψωλή του Σκόμπι είναι όλο κόμποι», αλλά αφενός έχει πάψει να είναι επίκαιρο, αφετέρου -και το σημαντικότερο- είναι στον ιμπεριαλιστικό ρυθμό του σουίγκ.
    Πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω αν οι καθοδηγητές αναφέρουν θετικά παραδείγαματα που εξυψώνουν το ηθικό της εργατικής τάξης.
    Ας έγραφαν λοιπόν (ή ας παράγγελναν) γνήσια λαϊκά που να επισκιάσουν τα ρεμπέτικα. Κάποιοι τόκαναν, αλλά όχι υπακούοντας σε ζντανοφικούς αφορισμούς, μάλλον αγνοώντας ή παρακάμπτονάς τους. Αλλά όταν από την πραγματικότητα απομονώνεις μόνο ένα παράγοντα (τη ζητούμενη αγωνιστικότητα του προλεταριάτου), μένεις κοκκαλωμένος με ένα απειλητικό δάχτυλο που κανείς δεν παίρνει υπόψη του.

  50. Jago said

    Τι εξαιρετικό άρθρο, πολύτιμη τώρα πηγή για πράγματα και θέματα που πάει άμεσα για εκτύπωση κι ευχαριστούμε θερμά και για το πεντέφιασμα. Και βρίσκω την ευκαιρία να θέσω μια απορία για ένα ζήτημα που με προβλημάτισε προ καιρού. Έπεσαν στα χέρια μου δυο τεύχη των Χρονικών της Νίκαιας που εξέδιδε ο κοκκινιώτης Δημήτρης Λιάτσος, ο συγγραφέας του Μπλόκου της Κοκκινιάς, όπου επιτίθεται λάβρος κατά του Θεοδωράκη για τις γνωστές θέσεις του αλλά το κάνει θέτοντας ένα τρίτο πόλο επάνω στο δυισμό της αντιπαλότητας. Παραθέτει απόσπασμα από αφιέρωμα του κυριακάτικου Βήματος της 22/4/1979 για το ρεμπέτικο και την αποδοχή του από τους σύγχρονους συνθέτες. Αν το γνωρίζει ο Σπαθόλουρος γιατί προκύπτουν κάποιες παραδοξότητες. Αφενός ο συνθέτης αρνήθηκε μετά ότι είπε έτσι τα όντως αρκετά ωμά λόγια του και ότι τα λόγια του δεν μεταφέρθηκαν επακριβώς. Κι από την άλλη όταν συναντήθηκε έπειτα με τον Λιάτσο του δήλωσε ότι άλλος τα είπε. Η άλλη παραδοξότητα είναι η θέση του Λιάτσου απέναντι στο ρεμπέτικο διαπράτοντας μια λαθροχειρία. Δικαιολογείται ότι δεν είναι έτσι όπως τα θέτει ο Θεοδωράκης παραθέτοντας από τη Ρεμπέτικη Ανθολογία του Σχορέλη χασικλίδικους στίχους πριν την έλευση των μικρασιατών το ΄22 καθοδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η μικρασιάτικη μουσική δεν είναι ρεμπέτικο αφού δημιουργήθηκε – κατ’ αυτόν και σε αντίφαση – από το 1930 κι ούτε εξελίχτηκε από τους πρόσφυγες σε εκδήλωση «αντικοινωνικότητας». Αν ενδιαφέρεται ο Σπαθόλουρος ή και εσείς οι υπόλοιποι να το ανεβάσω κάπου γιατί τίθεται και θέμα αξιοπιστίας εκείνου του άρθρου στο Βήμα.

  51. Παναγιώτης Κ. said

    «Συνεργασία ΑΠΟ Spatholouro»
    Τι ακριβώς σημαίνει η διατύπωση αυτή με την πρόθεση από;
    Τέλος πάντων!

    Το άρθρο πολύ καλά δομημένο, καθώς ήδη έχει γραφεί, προκαλεί πολλούς προβληματισμούς.
    Για παράδειγμα, τι συμβαίνει με τον χ συγγραφέα ενός άρθρου των επίμαχων περιόδων;; Ξεκινάει με το προσωπικό του συναίσθημα, μου αρέσει ή δεν μου αρέσει κάτι και αναλόγως, επιλέγει ο,τι τον εξυπηρετεί για να το ακυρώσει ή να το ενισχύσει;
    ΄Οχι μόνο τώρα αλλά και διαχρονικά όταν δεν αρέσει ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα στον χ παρόλο που αυτό συγκινεί μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ,πιάνεται από τις πιο αδύναμες πλευρές του δημιουργήματος και βάλλει κατ΄αυτού ασυστόλως. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις χρησιμοποιεί ψεύτικα στοιχεία για να είναι ολοκληρωμένη η υπονόμευση.
    Διαβάσαμε ότι όλα και όλα πέντε ήταν τα τραγούδια με χασισικό στίχο. Πιάστηκαν λοιπόν από ένα ( όταν καπνίζει ο λουλάς…) για να υπονομεύσουν όλο το ρεμπέτικο.Έντιμη στάση!

    Γράφτηκε πριν πολλά χρόνια (στο ΑΝΤΙ;) ότι η Αριστερά κατά βάση πορεύεται μόνο με την αστική ηθική ενώ θα περίμενε κανείς να επεξεργαστεί και την προλεταριακή, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει μια τέτοια ηθική. Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχει αλλά είναι για άλλη συζήτηση.
    Ευθέως όμως θέτω το ερώτημα: Ποια η σχέση της Αριστεράς με την λαϊκότητα και ιδιαίτερα της αριστερής διανόησης;
    Η δική μου απάντηση είναι: Η πλειονότητα της αριστερής διανόησης περιφρονεί την λαϊκότητα και κάτω από αυτό το πρίσμα ερμηνεύω την στάση της απέναντι στο ρεμπέτικο στην επίμαχη περίοδο. ( Η περιφρόνηση της λαϊκότητας έχει πάρει άλλες μορφές στην εποχή μας ).

    Διαβάζοντας το άρθρο μου γεννήθηκε η επιθυμία να εξετάσω τι συμβαίνει στον χώρο του δημοτικού τραγουδιού στην περίοδο της δεκαετίας του ΄50. Διαισθητικά μιλώντας μου φαίνεται ότι επρόκειτο για μια ανθηρή περίοδος και δεν ξέρω αν σχετίζεται με την απαξία του ρεμπέτικου στην αντίστοιχη περίοδο.

  52. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Τὸ ρεμπέτικο δὲν κατηγορήθηκε μόνο ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κομμάτι τῆς ἀριστερῆς διανόησης, ὅπως τόσο ξεκάθαρα προκύπτει ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἄρθρο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῆς ἀστικῆς διανόησης (ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀστικοῦ κατεστημένου) μὲ τὶς φωτεινὲς ἐξαιρέσεις ποὺ προαναφέρθηκαν. Δέν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὸν ἐξωβελισμὸ ρεμπέτικου καὶ τοῦ λαϊκοῦ ἀπὸ τὸ ΕΙΡ. (Ὁ σταθμὸς τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων ἧταν ἄλλο καπέλο καὶ ἴσως ἀξίζει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀσχολούμενους μὲ τὸ θέμα, π.χ. Σπαθόλουρο, Corto, νὰ γράψει κάτι σχετικὰ).
    Θυμᾶμαι χαρακτηριστικὰ τὴν ἐκπομπὴ «Νέα Ταλέντα» τοῦ Γιώργου Οἰκονομίδη ποὺ ἀκούγαμε οἰκογενειακῶς στὸ Κυριακάτικο μεσημεριανὸ τραπέζι. Μόλις κάποιος πήγαινε νὰ τραγουδησει λαϊκὸ τὸν ἔκοβαν ἀπὸ τὶς πρῶτες συλλαβές.
    Τὴν ἴδια τύχει εἶχε καὶ τὸ μπουζοῦκι ποὺ εἶχε κι αὐτὸ ὑποστεῖ διωγμοὺς (ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ δικτατορία τοῦ Μεταξᾶ) καὶ εἶχε πέσει σὲ πλήρη ἀνυποληψία καὶ ρατσιστικοῦ τύπου διακρίσεις. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Μίκης Θεοδωράκης γιὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν μουσικῶν τοῦ ΕΙΡ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τοῦ «Ἐπιτάφιου» ἐπειδὴ θὰ συμμετεῖχε στὴν ὀρχήστρα καὶ ὁ Μανώλης Χιώτης μὲ τὸ «μιαρὸ» μπουζοῦκι!

  53. Γιάννης Ιατρού said

    51: Jago

    PIXTA 🙂

  54. Πέπε said

    @52:
    > > Διαβάσαμε ότι όλα και όλα πέντε ήταν τα τραγούδια με χασισικό στίχο. Πιάστηκαν λοιπόν από ένα ( όταν καπνίζει ο λουλάς…) για να υπονομεύσουν όλο το ρεμπέτικο.Έντιμη στάση!

    Όχι. Πέντε είναι εκείνα που πέσαν στη χαραμάδα της νομοθεσίας περί λογοκρισίας και κυκλοφόρησαν σε δίσκο. Τα χασικλήδικα που είχαν κυκλοφορήσει σε δίσκο πριν την επιβολή της λογοκρισίας είναι αρκετές δεκάδες, και υποθέτω ότι δε θα είναι παρά κλάσμα εκείνων που δεν έφτασαν μέχρι το δισκογραφικό στούντιο (και που δεν τα ξέρουμε, αλλά θα τα ήξεραν τότε).

  55. Παναγιώτης Κ. said

    @42. Προσυπογράφω!

  56. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    52. Παναγιώτης Κ. said:

    «Διαβάζοντας το άρθρο μου γεννήθηκε η επιθυμία να εξετάσω τι συμβαίνει στον χώρο του δημοτικού τραγουδιού στην περίοδο της δεκαετίας του ΄50. Διαισθητικά μιλώντας μου φαίνεται ότι επρόκειτο για μια ανθηρή περίοδο και δεν ξέρω αν σχετίζεται με την απαξία του ρεμπέτικου στην αντίστοιχη περίοδο.»

    Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ φάνηκαν τὰ ἀποτελέσματα τῆς τεράστιας ἐρευνητικῆς δουλειᾶς τοῦ Σίμωνος Καρᾶ. Ἡ ἔρευνα εὶχε ἀρχίσει πολὺ νωρίτερα (τὸ 1929 ἵδρυσε τὸν «Σύλλογο πρὸς διάδοσιν τῆς Ἐθνικῆς Μουσικῆς» κι ἀπὸ τὸ 1937 μέχρι τὸ 1972 ἐργάστηκε στὸ ΕΙΡ (Εθνικὸ Ἵδρυμα Ραδιοφωνίας). Μὲ τὶς ἐκπομπές, τὶς ἠχογραφήσεις καὶ τὴ Χορωδία πρὸς Διάδοσιν τῆς Ἐθνικῆς Μουσικῆς ἦταν ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος γιὰ τὴ διάσωση καὶ διάδοσή της.
    Κοντὰ του καὶ ἡ ἄξια μαθήτρια καὶ συνεχίστρια τοῦ ἔργου του Δόμνα Σαμίου.
    Παράλληλα σημαντικὴ ἐρευνητικὴ δράση ἀνέπτυξε καὶ ὁ Φοῖβος Ἀνωγειαννάκης. Εἶχα τὴν τύχη νὰ τὸν γνωρίσω τὸ χειμώνα τοῦ 1958-59, ὅταν εἶχε ἔλθει στὰ Θερμιὰ γιὰ νὰ ἠχογραφήσει τραγούδια τοῦ νησιοῦ. Ἄν καὶ ἤμουνα πολὺ μικρὸς (μόλις ἑξίμιση χρόνων τότε) θυμᾶμαι ἀρκετὰ τὶς ἠχογραφήσεις, μιᾶς καὶ ὁ πατέρας μου Στέφανος Μαρτῖνος (τότε πρόεδρος τῆς Κοινότητας Δρυοπίδας) ἦταν ἀπὸ τοὺς βασικούς συμπαραστάτες του στὸ πολὺ δύσκολο ἔργο τῆς ἠχογράφησης μὲ τὰ πρωτόγονα τεχνικὰ μέσα τῆς ἐποχῆς.
    Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς ἠχογράφησης κυκλοφόρησε ἀπὸ τὸ Σύνδεσμο Δρυοπιδέων Κύθνου τὸ 2008, ὑπὸ τὸν τίτλο «Ἕνα τραγοῦδι θὲ νὰ πῶ», τεχνικὰ ἀποκαταστημένο, μὲ ἔνθετο 100 σελίδων περίπου, μὲ πλούσιο φωτογραφικὸ καὶ λαογραφικὸ ὑλικὸ, σὲ κείμενα καὶ ἐπιμέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου Νίκου Μαρτίνου.
    Γιὰ ὅποιον ἐνδιαφέρεται διατίθεται ἀκόμη ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἁρμὸς.

  57. Πέπε said

    Τελικά, τι ωθούσε εκείνους τους ανθρώπους να νιώθουν απειλή από το ρεμπέτικο;

    Δύο στοιχεία, όπως το καταλαβαίνω. Σε ό,τι αφορά τον στίχο, το χασικλήδικο και γενικότερα υποκοσμικό στοιχείο. Έχει τραγούδια για μαχαιροβγάλτες, για χαρτοκλέφτες, για λαθρεμπόρους, για νταβατζήδες. Εντάξει, είναι εύλογο να αισθάνονται ένα σοκ ακούγοντας να γίνεται λόγος για πράγματα που όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν αλλά δεν είθισται να συζητούνται δημόσια. Μπροστά σ’ αυτό το σοκ, παρέβλεψαν ότι υπήρχαν και παμπλήθη ρεμπέτικα που δε μιλούσαν γι’ αυτά τα θέματα αλλά για ένα σωρό άλλα, έρωτα, καημό, φτώχεια, ξενιτειά, κοινωνική σάτιρα κλπ..

    Μπορώ να δώσω κι ένα πρόσθετο ελαφρυντικό στους επικριτές εκείνης της εποχής: πράγματι, τα ρεμπέτικα συχνά αντιμετωπίζουν όλα τα παραπάνω θέματα με μοιρολατρία: σ’ όσα τραγούδια το κεντρικό νόημα είναι «είμαι φτωχός / παραβατικός / χασικλής επειδή η μοίρα μου είναι σκληρή και άδικη», ο αριστερός διανοητής που προσδοκά ν’ ακούσει «…αλλά θα παλέψω για να την αλλάξω και να ζήσω σε μια πιο δίκαιη κοινωνία» συνήθως μένει με την προσδοκία του ανικανοποίητη. Αν λοιπόν έχει αποφασίσει ότι πρέπει να κρίνει τα πάντα μ’ αυτό το κριτήριο, εύλογα θα απορρίψει τα ρεμπέτικα.

    Τώρα, ως προς τη μουσική, κόκκινο πανί είναι ο ανατολίτικος χαρακτήρας της. Εδώ υπάρχει καθαρή παρανόηση λόγω ελλιπούς πληροφόρησης. Οι δρόμοι και οι ρυθμοί των ρεμπέτικων υπάρχουν, όλοι, και σε άλλους κλάδους της ελληνικής μουσικής παράδοσης: και στο δημοτικό, και στις μικρασιάτικες και αιγαιοπελαγίτικες παραδόσεις που συνεχίζουν τη δημοτική παράδοση των πατρίδων τους, και (μόνο οι δρόμοι, όχι οι ρυθμοί) στη βυζαντινή μελοποιία. Εξίσου και οι τεχνικές στιχουργίας και συναρμογής λόγου και μουσικής. Τίποτε από αυτά δεν είναι καινούργιο στα ρεμπέτικα. Όσο για τα όργανα, το μπουζούκι δεν είναι ξενόφερτο, έχει μακραίωνη παράδοση στον Ελληνισμό (σήμερα αισθάνομαι λίγο γελοία να φέρνω τέτοια εθνικιστικά επιχειρήματα, αλλά τότε θα έπειθαν, πιστεύω, αν ήταν γνωστά.)

    Υπάρχει δε και η ειδικότερη περίπτωση του αμανέ. Εκεί το θέμα δεν είναι τόσο η εθνική του καταγωγή, ελληνική ή τούρκικη ή άλλη, όσο αυτό καθαυτό το άκουσμά του. Ο αμανές δεν ακούγεται εύκολα. Όπως και διάφορες άλλες μορφές τέχνης -έχουμε παραδείγματα και στη μουσική, και στη λογοτεχνία, και στο θέατρο, και στον κινηματογράφο και και και- απαιτεί κάποιο υπόβαθρο για να κατανοηθεί και να εκτιμηθεί. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι που είχαν αυτό το υπόβαθρο δεν είχαν πρόσβαση στον δημόσιο διάλογο. Πιθανώς στην πλειοψηφία τους να ήταν οριακά εγγράμματοι ή και αγράμματοι (αν και είναι λίγο περίεργο να ήταν όλοι: ίσως κάποια μειοψηφία που μετείχε και των δύο ειδών παιδείας, αυτής που προϋποθέτει ο αμανές και της λόγιας, να ντρέπονταν / φοβούνταν να μιλήσουν). Ενώ όσοι μιλούσαν και έγραφαν, με το να στερούνται τα φόντα να εκτιμήσουν αυτή τη μουσική, δε διανοούνταν καν ότι υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνουν σ’ αυτήν, και απλώς την καταδίκαζαν αβασάνιστα.

    * * * * * * * * * * *
    Νομίζω ότι κάθε σημερινός φίλος του ρεμπέτικου οφείλει να κρίνει αυτούς τους τότε επικριτές απαλλαγμένος από πάθη. Να μην τους βλέπει σαν εχθρούς (έτσι κι αλλιώς έχουν πεθάνει), σαν αντιπάλους, και απλώς, αν θέλει, να προσπαθεί να ερμηνεύσει τη στάση τους. Το αντίθετο θα ήταν βεντέτα.

  58. Άσχετον πλην όμορφον

    http://www.boredpanda.com/shadow-typography-time-changes-everything-daku/

  59. Πέπε said

    @58, προσθήκες:

    Κάτι άλλο που βάραινε κατά του ρεμπέτικου ήταν η σύγκριση με την ποίηση των δημοτικών τραγουδιών. Άλλη μεγάλη παρανόηση κι αυτή.

    Μπορούμε να θεωρήσουμε σχεδόν βέβαιο ότι η γνώση αυτών των διανοητών για το δημοτικό τραγούδι προερχόταν από την ανάγνωση έντυπων συλλογών, κι όχι από προσωπική εμπειρία της ζώσας δημοτικής παράδοσης. Οι συλλογές όμως δεν αντικατοπτρίζουν το σύνολο της πραγματικότητας. Αν είναι γεμάτες ανυπέρβλητα και καραμπνιοάτα αριστουργήματα, σαν το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού κ.τ.ό., δεν είναι γιατί ο λαϊκός Έλληνας της υπαίθρου δεν καταδεχόταν στιγμή να γλεντήσει με τίποτε λιγότερο, αλλά απλούστατα γιατί τα ελαφρά, χωρίς ιδιαίτερες ποιητικές αξιώσεις, δημοτικά στιχουργήματα δεν είχαν λόγο να παριληφθούν στις έντυπες συλλογές. Σε τι θα εξυπηρετούσαν τους στόχους τους οι προεπαναστατικοί και σύγχρονοι της Επανάστασης φιλέλληνες λόγιοι, ή ο Νικόλαος Πολίτης και οι συνεχιστές του, με το να δημοσιεύσουν το «έλα έλα που σου λέω, μη με τυραννείς και κλαίω» – πόσο μάλλον «το μουνί το λένε Γιώτα»; Ή αντιηρωικά τραγούδια που δεν εξαίρουν τη λεβεντιά του κλεφτόπουλου αλλά του ζωοκλέφτη; Αυτές οι συλλογές δεν ξεκινούσαν με το ανοικτό ερώτημα «πώς άραγε είναι η σύγχρονη (τότε) λαϊκή ελληνική κουλτούρα;», αλλά με τον δηλωμένο στόχο να καταδειχθεί το ύψος, η αξία και -ακόμη- η βαθειά ελληνικότητα αυτής της κουλτούρας.

    Αυτό σημαίνει ένα φίλτρο επιλογής.

    Τα ρεμπέτικα όμως, τον καιρό που ήταν ζωντανά και παλλόμενα, έφταναν στ’ αφτιά των διανοητών αυτών χωρίς αντίστοιχο φίλτρο επιλογής. Έτσι, εν αγνοία τους, έφταναν να συγκρίνουν μη συγκρίσιμα πράγματα, και φυσικά να καταλήγουν σε άκυρα συμπεράσματα.

    Πιστεύω ότι κάποιος απροκατάληπτος από τέτοια προκατασκευασμένα συμπεράσματα μπορεί ίσως να βρει ποίηση και στο «όταν καπνίζει ο λουλάς εσύ δεν πρέπει να μιλάς».

  60. κουτρούφι said

    Πάντως, το βιβλίο του Ν. Γεωργιάδη, «Ρεμπέτικο και Πολιτική», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1993 (μετά, δηλαδή, την περίοδο που αναφέρεται το σημερινό άρθρο) δίνει την εντύπωση ότι γράφτηκε και εκδόθηκε για να δώσει τέλος στο θέμα για το πώς (πρέπει να) αντιμετωπίζεται το ρεμπέτικο από την Αριστερά. Στο βιβλίο αυτό, το ρεμπέτικο παρουσιάζεται ως λαϊκή δημιουργία με στοιχεία που (πρέπει να) το κάνουν αποδεκτό από ένα συνεπή αριστερό. Τα χασηκλίδικα δεν αγνοούνται αλλά δεν πρέπει να υπερεκτιμούνται. Δεν είναι αυτά που καθορίζουν το είδος. Κατά ΝΓ, το ρεμπέτικο είναι αριστερό.

  61. Γιάννης Κουβάτσος said

    58. Έχουν πεθάνει, αλλά η νοοτροπία τους ζει και βασιλεύει. Αυτή και οι εκάστοτε εκφραστές της είναι ο αντίπαλος . Η νοοτροπία τού να εξοντώνεται ό,τι δεν χωράει στα καλούπια της κοσμοθεωρίας τους, η οποία έχει πολλές εκφάνσεις (σοβιετικός κομμουνισμός, ναζισμός, ισλαμοφασισμός κ.α.), αλλά πάντα την ίδια φονική πρακτική.

  62. spatholouro said

    Μόλις επανέκαμψα από τα οικογενειακά βάρη και σπεύδω να ευχαριστήσω από καρδιάς, πρώτα πρώτα βέβαια τον Νίκο για τη γενναιόδωρη φιλοξενία που προσέφερε στην περίπτωσή μου, και στη συνέχεια όλους τους φίλους για τον καλό τους λόγο (αλλά κάθε λόγος ανεξαρτήτως προσήμου είναι δεκτός εφόσον μας βάζει σε σκέψεις) και να με συμπαθούν για την έκταση του παρόντος και την ενδεχόμενη δοκιμασία στην οποία τους υπέβαλα. (Τι να πουν κι αυτοί που με άκουσαν χωρίς να έχουν την πολυτέλεια της ανάγνωσης…)

    Πέραν των καλών λόγων, βρίσκω και τα σχόλια πολύ ενδιαφέροντα και ευχαριστώ θερμά για τις γόνιμες συμβολές και προβληματικές που διατυπώθηκαν/διατυπώνονται. Όπου μπορώ, θα τοποθετούμαι κατά δύναμιν.

    #15 (Δύτης)
    Ωραίες παρατηρήσεις, Δύτα. Θαρρώ πως η διάλεξη Χατζιδάκι είχε αρνητικό αντίκτυπο στη «σκληρή» αριστερή γραμμή: αμέσως αμέσως ο Β. Παπαδημητρίου τον Φεβρουάριο του 1949 («Ελεύθερα Γράμματα») μνημονεύει επικριτικά τη διάλεξη Χατζιδάκι και ήδη ο τίτλος του άρθρου του («Το ρεμπέτικο και οι σημερινοί θιασώτες του») τα λέει όλα…Από την άλλη όχθη της αριστερής διανόησης βλέπουμε τον Ανωγειανάκη που έχει στο ρεμπέτικο την προσέγγιση που είδαμε, και που θα τολμούσα να πω ότι δεν είναι τυχαίο που σε αυτού ακριβώς του ανθρώπου το αρχείο είναι που βρέθηκε μετά από πάμπολλα χρόνια το πλήρες χειρόγραφο της διάλεξης!

    Για το άλλο ενδιαφέρον θέμα (στεγανά μεταξύ αριστερής-αστικής διανόησης), πολύ φοβάμαι πως τη «σκληρή» γραμμή (Ξένος-Παπαδημητρίου) μάλλον τη χώριζαν τείχη από ας πούμε φωτισμένους αστούς που έτειναν ευήκοο ους τον καιρό εκείνο στο ρεμπέτικο, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ με τίποτα ότι θα υπήρχαν ανάλογα στεγανά μεταξύ ενός Ανωγειανάκη π.χ. και ενός Τσαρούχη, για το ρεμπέτικο πάντα ο λόγος.

  63. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Tὸ θέμα μὲ τὴν ὰποδοχὴ ἤ ὄχι ἑνὸς εἴδους μουσικῆς ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ ἀκούσματα ποὺ ἔχει κανεὶς ἀπὸ μικρὸς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐν γένει ἀγωγὴ του (οἰκογενειακὴ, σχολικὴ, κοινωνικὴ).
    Τὸ ρεμπέτικο πάτησε πάνω στοὺς μουσικοὺς δρόμους τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς, ποὺ οἱ περισσὸτεροι εἶναι κοινοὶ στὴν περιοχὴ τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου (βυζαντινὴ, περσικὴ,ἀραβικὴ, ὀθωμανικὴ). Γι αὐτὸ ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν πλειοψηφία τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ἀντίθετα, οἱ διάφορες ἐλίτ εἴτε ἦταν ἐξοικειωμένες μὲ ἄλλα δυτικότροπα ἀκούσματα, εἴτε ἀπέρριπταν τοὺς «ἀνατολίτικους» σκοποὺς ἐξ αἰτίας τῶν ἰδεοληψιῶν τους. Στὴν κατηγορία αὐτὴ μποροῦμε νὰ ἐντάξουμε, μαζὶ τὴν πλειοψηφὶα τῆς ἀριστερῆς διανόησης τῆς Ἑλλάδας (ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἄρθρο) καὶ τοὺς Κεμαλιστὲς ποὺ ἀναφέρει ὁ Βλάσης Ἀγτζίδης στὸ #24:
    «Το διώκει ως μη τούρκικο, ως ελληνικό και βυζαντινής προέλευσης, δηλαδή μη σύμφωνο με τις απόψεις τού εξευρωπαϊσμού τής Τουρκίας. (βλ. Πρωία 7/11/1934 ή Αθηναϊκά Νέα 11/11/1934)».

  64. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μπράβο κι ευχαριστούμε Σπαθόλουρε και Νικοκύρη, μα και τις μεστές συμπληρώσεις.
    Υπέροχα (και μελαγχολικά για κάποιες αποστροφές)!

    Ταμπαχανιώτικα: τα ρεμπέτικα της Κρήτης
    http://filoi-rempetikou.blogspot.gr/2015/09/blog-post_28.html#more

  65. ΕΦΗ² —-> https://twitter.com/hashtag/%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BC%CE%B9%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%82?src=hash

  66. cronopiusa said

    εμπνέω την σπαμοπαγίδα

  67. cronopiusa said

    ΕΦΗ² —-> άσχετο άλλα είχες δηλώσει ενδιαφέρον για την ταινία Αρκαδία Χαίρε του Φίλιππου Κουτσαφτή

    ε λοιπόν μπορείς να την δεις απόψε στην Κινηματογραφική Λέσχη της Μεσοποταμίας

    νομίζω ότι σ’ ενδιαφέρει και αυτό: Έκθεση Εικαστικών- Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού (εκδηλώσεις αφιερωμένες στους πρόσφυγες)

  68. cronopiusa said

    Καλή σας μέρα!
    Ευχαριστούμε το Σπαθόλουρο και το Νικοκύρη και τα εκλεκτά σχόλια, πόσα μαθαίνουμε…

    και για τον Γουσού που πονάμε και συμπονάμε

  69. spatholouro said

    #11
    Πολύ γόνιμη βρίσκω γενικότερα τη δουλειά της Kenna. Το συγκεκριμένο κείμενο βρίσκει κανείς εδώ:
    https://www.academia.edu/7486771/%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%86%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7_%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7_-_%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%B1%CE%BA%CE%B7_%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B5%CE%B4%CE%BF_%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7%CF%82

    Δεν ξέρω πόσο καταλυτική ήταν η Μεταξική πολιτική ως προς την εικαζόμενη απώθηση που ένιωθαν οι εξόριστοι κομμουνιστές προς το ρεμπέτικο, καθώς φέρεται να επεδίωκαν να αποσυσχετιστούν από τον χασικλιδισμό που αυτό συνδήλωνε. Ούτε εάν ήταν μόνο Μεταξική επινόηση η «εντεταλμένη» συμβίωση ποινικών και πολιτικών.

    Ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα, προμεταξικό αυτό, τέτοιας «συμβίωσης» αποτελεί και αυτό του πειθαρχικού ουλαμού Καλπακίου (του περίφημου «τάγματος Τουμπεκί», όπως επίσης είναι γνωστό ότι είχαν επιχειρήσει να το ονομάσουν οι απείθαρχοι, με την ακαταπληκτική ακόλουθη διατύπωση: «Τάγμα Τουμπεκί, λόχος μην ανθί, διμοιρία στρι, σημαία κουρελιάρικια, Τ.Τ. 908 Χάος!»), που από την ίδρυσή του (1923) είχε μόνο απείθαρχα στοιχεία, ενώ τον επόμενο χρόνο καταφθάνουν και κομμουνιστές εξόριστοι. Ο Χρίστος Ριζόπουλος έχει γράψει ενδιαφέρον βιβλίο («Αναμνήσεις από το Καλπάκι», Αθήνα 1933) και βρίσκω σκόπιμο να βάλω ένα κομμάτι από το βιβλίο του Ριζόπουλου, με τίτλο: «Οι δερβίσηδες»

    Η ώρα είταν περασμένη. Ο σκοπός έκανε βήματα έξω απ’ τις στρούγκες μας. Χτυπούσε πότε πότε το κοντάκι του όπλου του στη γη. Από τη στρούγκα των απειθάρχων ερχόταν ο σβυσμένος ήχος ενός τραγουδιού. Βραχνιασμένα λαρύγγια τραγουδούσαν σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, με το γνωστό σέρτικο τόνο:
    Έκανα στρατιώτης και χωροφύλακας/έκανα και στο Μπούρτζι θαλαμοφύλακας!
    Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

    Κι ακολουθούσε η συνέχεια των ανδραγαθημάτων:
    Το πρώτο μου το σφάλμα ακούστε να σας πω/με βρίζει ο επιλοχίας τον έβρισα κι εγώ!
    Το δεύτερό μου σφάλμα είτανε σοβαρό/βρίζω το λοχαγό μου μπροστά στο στρατηγό!
    Το τρίτο μου το σφάλμα είταν πιο σοβαρό/τραβώ την ξιφολόγχη…τρουπάου το στρατηγό!
    Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

    Τα πράγματα όμως παίρνουν δυσάρεστη τροπή:
    Κι ο στρατηγός διατάζει το δεσμοφύλακα/βάλε το στρατιώτη μέσα στα σίδερα

    Αλλά υπάρχει ακόμα ελπίδα:
    Αναφορά θα κάνω εις την βασίλισσα/ίσως και μ’ απαλλάξει από τα σίδερα!
    Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

    Και να:
    Βασίλισσα διατάζει το δεσμοφύλακα/βγάλετε το λεβέντη από τα σίδερα!
    Έτσι σιγοτραγουδούσαν εκείνο το βράδυ γύρω στη φωτιά μερικοί απείθαρχοι. Οι «λεβέντηδες». Οι κατά φαντασίαν δερβίσηδες. Τραγουδούσαν και νοσταλγούσαν την καλή εποχή, όπου μπορούσαν να μαζεύονται σε αληθινούς τεκέδες, να καπνίζουν αληθινό χασίς –Προύσσα! το λες και γεμίζει το στόμα σου− και να γίνονται οι άρχοντες της Οικουμένης!
    Γιατί και τέτοιους είχαμε στο Καλπάκι. Εννοείται πως οι περισσότεροί τους είταν μικρογραφίες κακοαντιγραμμένες εκείνων των τύπων των γνωστών. Το έλεγαν άλλωστε και οι ίδιοι:
    −Μωρέ αδερφάκι, ας ερχόταν εδώ ο Κομπότης, ο Καρίπης, ο Κριτσαύτης, ο Ματσόλας, ο Αράπης! Ας ερχόταν εδώ και τότε τα λέγαμε!
    Είχαν όμως έρθει και μερικοί «μαγκιόροι» στο Καλπάκι. Ο Μωραΐτης παραδείγματος χάρη. Είταν πραγματικός μάγκας. Κι όταν ήρθε η ώρα να απολυθεί, ένας άλλος απείθαρχος έβαλε τα κλάματα.
    −Φεύγεις και πού μας αφήνεις
    −Σώπα μωρή και θα σου στείλω μαυράκι!
    Μαυράκι. Ναι. Αυτό είταν ο αιώνιος πόθος των τύπων αυτών. Ο πάντοτε ανεκπλήρωτος πόθος. Όταν απολυόταν κανείς η πρώτη δουλειά είταν να του δώσουν τις σχετικές παραγγελίες.
    −Θα πας στο τάδε μέρος. Να του πεις πως κοντεύουμε να τρελαθούμε. Λίγη μαύρη, τήνε βάζεις σ’ ένα βάζο γλυκό και το κάνεις δέμα. Θα περιμένουμε.
    −Εν τάξει
    −Θα μας «εξηγηθείς»!
    −Είπαμε.
    −Να μας γράφεις.
    −Ναι.
    Ο απολυόμενος έφυγε. Σε λίγες ημέρες οι ωρισμένοι «μεμυημένοι» αγωνιούσαν.
    −Υπάρχει κανένα γράμμα;
    −Όχι
    −Μπας και το κρατάει ο διοικητής;
    Ο καιρός περνούσε. Τίποτα δε φαίνονταν.
    −Πάει κι αυτός. Μας ξέχασε.
    Ερχόταν η σειρά ενός άλλου.
    −Κοίταξε μωρέ, μην το κάμεις σαν και τον πρώτον.
    −Σώπα!…Τι κουβέντες κάθεσαι και μου κάνεις. Η πρώτη μου δουλειά.
    Σε λίγο λησμονιόταν κι αυτός. Έτσι ο καιρός περνούσε. Οι «χαρμάνηδες» νοσταλγούσαν. Πολλές φορές όμως δεν έμεναν με σταυρωμένα χέρια. «Η πενία τέχνας κατεργάζεται». Έβλεπαν τους άλλους απείθαρχους που δεν είχαν τσιγάρο να μαζεύουν φύλλα δέντρων τριμμένα και άλλες ουσίες και να στρίβουν τσιγάρο.
    −Ε, πώς σου φαίνεται;
    −Τράβα μία.
    −Μμ! Σαν του Γιαννουκάκη δεν είναι;
    −Από το «Ράδιον» όμως καλύτερα…
    Βρήκαν μια μέρα κι οι δερβίσηδες το μέσο. Ένα βράδυ που είχαμε ελιές για συσσίτιο, μάζεψαν όλα τα κουκούτσια με ευλάβεια περισσή και το βράδυ τα’ απίθωσαν πάνω στη φωτιά. Όσο τα κουκούτσια καίγονταν, η φωτιά ανέδινε μια πνιχτική βρώμα. Είχαν καθήσει τριγυριστά στη φωτιά. Με τα μούτρα σκυμμένα ρουφούσαν ηδονικά. Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ενθουσιασμό.
    −Κάτι πάει κι έρχεται!
    −Αδερφάκι καλό είναι!
    Κάποτε άλλοτε μάζεψαν τα κομμένα νύχια τους και τα έβαλαν στη φωτιά. Η βρώμα είταν βαρύτερη. Η απόλαυση μεγαλύτερη. Και το τραγούδι, σιγανό, πολύ σιγανό, με φόβο και τρόμο μην ακουστεί, ερχόταν ως επισφράγισμα.
    Στράκα και στρούκα/στρούκα και στράκα/να…γιούφ!

    Αυτά ο Ριζόπουλος, από το εντελώς σπάνιο βιβλίο του 1933 (από όπου και η διατύπωση για το Τάγμα Τουμπεκί)
    .

    Αλλά ας δούμε και κάποια σπαράγματα μαρτυριών (για το ρεμπέτικο) κάποιων αριστερών που πέρασαν από φυλακές:

    Χρόνης Μίσσιος: «Μια ζωή ρε οι κερχανατζήδες μάς μπαφιάσανε, μας γανώνανε το μυαλό πως ήταν ανήθικο ν’ ακούμε μπουζούκι και γενικά ρεμπέτικα τραγούδια, και πολύ περισσότερο να τα τραγουδάμε, διότι ήταν, λέει, τραγούδια της παρακμής και της απαισιοδοξίας. Όλο αισιοδοξία, βλέπεις, ήταν η ζωή μας γενικά κι έφταιγε η μουσική, να πούμε, που ξεστράτιζε τον επαναστάτη από τον σωστό δρόμο […] Μας μπαφιάσανε στο καλαματιανό, στο αργεντίνικο τανγκό και στις γλυκανάλατες καντσονέτες. Όλο παράνομα και ζούλα, με χίλιες ενοχές, να ψιλοπιάσουμε κάνα Τσιτσάνη κάνα Βαμβακάρη…» («…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», Γράμματα 1985).

    Μίνος Σταυρίδης (Μάρτιος του 1949 στις Φυλακές Αβέρωφ): «Μέσα στο καταθλιπτικό κλίμα της φυλακής […] ξεπηδούσε σαν κάτι αναπόδραστο και σαν αντίδραση στη μεγάλη θλίψη για τον άδικο χαμό των συντρόφων μας λίγο γέλιο, λίγη χαρά, λίγο τραγούδι, ένα ξέσπασμα κεφιού […] Μα κι εδώ η “σοφή” καθοδήγηση είχε γραμμή αντίθετη. Απαγορεύονταν, όπως έλεγε, τέτοιες εκδηλώσεις γιατί δεν άρμοζαν σε κομμουνιστές αγωνιστές. Για παράδειγμα, ένα ρεμπέτικο τραγούδι μ’ ένα σκουπάκι για μπαγλαμαδάκι το θεωρούσαν έγκλημα καθοσιώσεως» (Βαρδή Βαρδινογιάννης-Παναγιώτης Αρώνης, «Οι μισοί στα σίδερα», εκδ. Φιλίστωρ 1996: 543-544.

    Π. Σαλαπατάρας, αντιστασιακός, παλιός θανατοποινίτης. Δεν μπορούσε να αντέξει το καθεστώς των διακρίσεων και απαγορεύσεων που είχε επιβάλει στους κρατούμενους αγωνιστές, το διορισμένο από την ηγεσία του ΚΚΕ «Ιερατείο». Ο Σ. έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε και του άρεσαν πολύ τα ρ.τ. και ιδίως η «Φαληριώτισσα» μια που ήταν φαληριώτης. Ένα βράδυ λοιπόν τους είπε «θα σας τραγουδήσω ένα τραγούδι απαγορευμένο»! και ξεκίνησε τη «Φαληριώτισσα» και όλοι μαζί το τραγούδησαν σε όλη την ακτίνα. Και στο τέλος είπε: «τι τους έφταιγε το τραγουδάκι αυτό και ταπαγόρεψαν; ήθελα να ήταν απόψε εδώ οι ηγούμενοι της καθοδήγησης νάκουγαν τη φαληριώτισσα να την τραγουδάν ο Σαλαπατάρας μόλους τους συντρόφους»! [Κ. Τσακίρης, «Βούρλα, η μεγάλη απόδραση», 1993 («απαγορεύονται τα ρεμπέτικα!»)]

  70. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    51 Αν θυμάμαι καλά, ο Λιάτσος προσπαθεί να βγάλει από τους Μικρασιάτες την κατ’αυτόν ρετσινιά των χασικλίδικων τραγουδιών και να την αφήσει στους παλιοελλαδίτες. Δεν θα τον έλεγα πολύ αξιόπιστον γενικά.

    52 Δεν μου πήγαινε να γράψω «του Spatholouro»

    53 Υπερθεματίζοντας, περισσότερο κυνηγήθηκε από την αστική διανόηση, που άλλωστε είχε και τα μαχαίρια και τα πεπόνια. Ακόμα και το 1973 θεωρήθηκε σκάνδαλο ότι στο φεστιβαλ Θεσσαλονίκης συμμετείχε (και βραβεύτηκε βεβαια) «ένα ζεϊμπέκικο» πλάι σε «19 μελωδικά τραγούδια»

    67-69 Συγνώμη, και το άφησα να περιμένει πολλή ώρα το σχόλιό σου!

  71. sarant said

    70 Από την άλλη, ο Μωσέ Μπουρλάς θυμάται πως στη Μακρόνησο το 1951τραγουδούσαν στο θεατρικό τους παρωδία της Βαλεντίνας του Μητσάκη

    Η Βαλεντίνα κι η φασουλάδα

  72. spatholouro said

    #18/21 (Corto)
    Corto, ευχαριστώ!

    Έτσι που τα λες είναι, πεντάδα χασικλίδικων ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του 1946. Απλώς την απαγορευτική μπόρα την έφαγαν τα 4, ενώ οι «Μπαγλαμάδες» διέφυγαν την αστυνομική ράβδο. Εδώ να πω ότι έως τώρα νομίζαμε ότι το λογοκριτικό κενό ήταν παροδικό, αλλά δεν ήταν: έπρεπε να φτάσουμε στον Δεκέμβριο του 1947 για να επανασυσταθεί η επιτροπή λογοκρισίας των δίσκων, όπως έμαθα εντελώς πρόσφατα. Μέχρι τότε δούλευε μόνο η αστυνομική ράβδος.

    Για τον Θεοδωράκη έχεις και πάλι δίκιο, αλλά δεν χωρούσαν όλα σε μια ομιλία… Από την άλλη, ωστόσο, κάθε άλλο παρά κατάφεραν να κρύψουν, σε τελευταία ανάλυση όμως και εντέλει, δυστυχώς, την προπολεμική λαϊκή κουλτούρα, με τίμημα βέβαια αυτό που λες…

  73. spatholouro said

    32 (Leonicos)
    Ευχαριστώ θερμά!
    Πολύ ενδιαφέροντα αυτά για την εντέλει διασωθείσα συλλογή Ν. Γεωργιάδη: θεωρούσαμε ότι είναι για πάντα χαμένη και δεν θυμάμαι κάπου να αναφέρει ο ίδιος κάτι διαφορετικό… Τι μπορεί να γίνει για αυτό, πού απόκειται, και πως μπορεί άραγε να καταστεί προσβάσιμη;

  74. giorgos said

    «Η εθνική μοναξιά ώς μιζέρια καί μπουζουκοκαημός»
    http://katotokerdos.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more

  75. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    66. 🙂 🙂 Γαμελαίοντας

    Η
    κυρία (Α)πατούληθα ταίριαζε για κομβάρα,ή δεν είναι σαμαρική;
    Για να μην κάνω παραφωνία στο νήμα με κι άλλο τέτοιο σχόλιο,σκέφτομαι τί να ήθελε να μας πει η Δ.Κ.* για το ποιος τελικά θα πάρει τί σχετικά με τα κανάλια.Ακούω για πόθεν έσχες/ενημερότητες και καταβολή του ενός τρίτου του τιμήματος,αλλιώς θα προσέλθουν οι επόμενοι.Λες να στήσανε καμιά γυριστή και να βρεθεί καναλάρχης και ο μπάρμπας ο Ιβάν;
    * https://twitter.com/dkutsumba/status/770892825567297536

  76. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    18. Corto said:

    » Επίσης το «κάτσε ν΄ακούσεις μια πενιά» του Τσιτσάνη ηχογραφήθηκε στην Αμερική το 1948 με τους κανονικούς, χασικλίδικους στίχους, με τον Τζιμ Αποστόλου»

    Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου καὶ τοῦ Κώστα Χατζηδουλῆ

    (http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=3323.30.)

    ὁ τελευταῖος στίχος τῆς δεύτερης στροφῆς, στην ἀρχικὴ, μὴ λογοκριμένη μορφὴ, εἶναι:

    «σὲ βλέπω εἶσαι χαρμάνης»

    Ἔτσι, ὁλόκληρο τὸ τραγοῦδι στὴν ἀρχικὴ του μορφὴ εἶναι:

    Κάτσε ν’ ἀκούσεις μιὰ πενιὰ
    πιὲς κι ἕνα ποτηράκι
    κι ἄν θὲς νὰ πιεῖς καὶ ἀργιλὲ
    περίμενε λιγάκι

    Πάρε σειρὰ γιατὶ μπορεῖ
    ἴσως νὰ μὴν προκάνεις
    μὴ μᾶς συμβεῖ τὸ σοβαρὸ
    σὲ βλέπω εἶσαι χαρμάνης

    Κι ἄν δὲ σ’ ἀρέσουν ὅλ’ αὐτὰ
    ποὺ σοῦ ‘χα πεῖ πρωτίστως
    ὁ ἀργιλὲς εἶν’ ἕτοιμος
    κι ἔχει τὸ λόγο ὁ Χρῆστος.

  77. spatholouro said

    #40 (Salz)
    #61 (Κουτρούφι)

    Πράγματι φανατικός λάτρης κι ερευνητής του ρεμπέτικου ο Γεωργιάδης, και οφείλουμε να μνημονεύσουμε τα νεανικά του ανακλαστικά, όταν περί το 1965 πήρε το στρατί, μαζί με τον Κουνάδη, και βρήκαν τον Μάρκο, για τον οποίο μάλιστα έγραψε και κείμενο τον Απρίλη του 1967 στην περίφημη «Πανσπουδαστική».

    Από εκεί και πέρα, η προσωπική μου άποψη είναι πως ήταν άνισος και πολύ πληθωρικός σε όσα έγραψε βιβλία, χωρίς πάντα να τεκμηριώνει τα υποστηριζόμενα.

  78. ap8938 said

    η συγκεκριμέμη ανακοίνωση ήταν η τελευταία του κύκλου μαθημάτων με γενικό θέμα «Στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου: Οι κοινωνίες, τα κινήματα και οι ιδέες». είχε προηγηθεί η ανακοίνωση «Ρεμπέτικο. Το λαϊκό τραγούδι της ελληνικής νεωτερικότητας» από τον Μανόλη Αθανασάκη. το πλήρες πρόγραμμα εδώ: https://www.mediafire.com/?oa9yqh7sjbx7bl9

  79. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    11. >>Καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο ρεμπέτικο έπαιξε η δικτατορία Μεταξά. Ήταν η εποχή, κατά την οποία ρεμπέτες και κομμουνιστές συναντήθηκαν στους τόπους εξορίας.

    Γιώργος Ζεβελάκης:
    Θυμίζω ότι η Αριστερά εκείνων των χρόνων αντιμετώπιζε το περιθώριο όπως τους ρεμπέτες και το ρεμπέτικο τραγούδι (για τους τελευταίους η γραμμή άλλαξε –σε κάποιο βαθμό- μετά από πολλές δεκαετίες). Στο γνωστό, εξάλλου, στιχούργημα του Βάρναλη -χρονικό της εξορίας του με τον Γληνό το1934- το οποίο παραθέτει ο Νίκος Σαραντάκος, περιγράφεται πώς συνταξιδεύουν προς τον Αϊ-Στράτη, οι καταξιωμένοι αγωνιστές της «λευτεριάς» μαζί με «τ’ αλάνια, τους πρεζάκηδες και τους λαθρεμπόρους».

    Ο Βάρναλης, ο Πάνος Τζαβέλλας και το χασίσι

    68. Κρόνη,πολύ σ΄ευχαριστώ.

  80. spatholouro said

    #58-60 (Πέπε)

    Συνυπογράφω τις ωραίες τοποθετήσεις σου, που δικαιώνουν στα μάτια μου και τον πρόσφατο τίτλο του δρ. Μουσικολογίας, αν δεν κάνω λάθος (για να κάνουμε και λίγο καλοπροαίρετο κουτσομπολιό)

  81. Corto said

    Δημήτρης Μαρτῖνος

    Κατ’ αρχήν σας ευχαριστώ πολύ αναφερθήκατε σε μένα, αλλά προφανώς επ’ ουδενί λόγω δεν είμαι στο επίπεδο του Spatholouro, ο οποίος είναι σημαντικός ερευνητής.

    53:
    «Δέν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὸν ἐξωβελισμὸ ρεμπέτικου καὶ τοῦ λαϊκοῦ ἀπὸ τὸ ΕΙΡ»

    Δεν είναι τόσο απλό το θέμα. Όσο εντύπωση κι αν μας κάνει, όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, αυτός που έδωσε μεγάλη ώθηση στο ρεμπέτικο ήταν ο Μπενίτο Μουσουλίνι.
    Ο ραδιοφωνικός σταθμός βραχέων κυμάτων στο Μπάρι, στην ελληνική του εκπομπή έβαζε συστηματικώς τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη -για αυτονόητους προπαγανδιστικούς λόγους.
    Από την άλλη η Ελλάδα προετοιμαζόταν για πόλεμο. Επισπεύθηκε η ίδρυση ελληνικού ραδιοφώνου, μόνο και μόνο για να αποκρουσθεί η ιταλική προπαγάνδα. Αναμενόμενο λοιπόν ήταν η ελληνική ραδιοφωνία να αποφεύγει τα ρεμπέτικα και ιδίως τον Μάρκο, και παράλληλα να προωθεί κυρίως το δημοτικό τραγούδι.

    77:
    «σὲ βλέπω εἶσαι χαρμάνης»

    Πράγματι, αυτός θεωρείται ο αυθεντικός στίχος, ωστόσο νομίζω ότι ο στίχος «και την σειράσ ου χάνεις» είναι εξίσου εύστοχος.

  82. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    77. Ἀκούγοντας τὶς δύο ἠχογραφήσεις τὴν πρώτη τοῦ ’46 μὲ τὸ Στράτο Παγιουμτζὴ καὶ αὐτὴν τοῦ ’48 μὲ τὸ Τζίμ Ἀποστόλου, ἐκτὸς απὸ τὶς προαναφερθεῖσες διαφορὲς στοὺς στίχους διαπίστωσα καὶ μιὰ μικρὴ διαφορὰ στὴ μελωδία:

    Ὁ Ἀποστόλου τραγουδάει τὸν τελευταῖο στίχο τῆς κάθε στροφῆς καταλήγοντας πιὸ ψηλὰ (ΣΙ) τὴν πρώτη φορὰ, ἐνῶ στὴν ἐπανάληψη καταλὴγει κανονικὰ (ΜΙ). Ἀντίθετα ὁ Παγιουμτζής, ἀκολουθώντας, βέβαια, τὸ παίξιμο τοῦ Τσιτσάνη, τραγουδάει μὲ ἀκριβῶς τὸν ἴδιο τρόπο καὶ την πρώτη φορὰ καὶ τὴν ἐπανάληψη.

    Ἡ τεχνικὴ αὐτὴ (τοῦ Ἀποστόλου) νὰ μὴν καταλήγει ἡ μελωδὶα στὴν τελικὴ της νὸτα, ἀλλὰ νὰ μένει κάπως «μετέωρη» τὴν πρώτη φορὰ, συνηθιζόταν στὰ ρεμπέτικα τραγούδια καὶ δημιουργοῦσε μιὰ αἴσθηση ἀναμονῆς γιὰ τὴν ἐπανάληψη.

    Σ.Σ. Ζητῶ συγγνώμην ἀπὸ τοὺς γνῶστες τῆς μουσικῆς γιὰ τυχὸν σφάλματα στὶς παραπάνω διατυπώσεις μου. Εἶμαι ἐρασιτέχνης πρακτικὸς ὀργανοπαίκτης, χωρὶς θεωρητικὲς γνώσεις.

  83. spatholouro said

    #50 (Venios)

    Ενδιαφέρουσα προβληματική. Ήδη ο Σταύρου το 1946, στο πρώτο εκείνο κείμενο, δίνει παράδειγμα λαϊκού, κατ’ αυτόν, τραγουδιού: «γειά χαρά σου λεβέντρα γενιά μας: να το τραγούδι του λαού» (αναφερόμενος στο τραγούδι «Γεια χαρά σου στρατέ του ΕΛΑΣ»)

  84. Corto said

    83: Και εγώ εντόπισα αυτήν την διαφορά.

  85. 59,
    Ευρηματικότατο!

  86. Corto said

    11 (Sarant):

    Ένα αριστουργηματικό σκίτσο της συνάντησης πολιτικών (κομμουνιστών) κρατουμένων και ανθρώπων του υποκόσμου στην φυλακή κατά την Κατοχή, μας δίνει ο Αλέξης Δαμιανός στον «Ηνίοχο», στην πρώτη σκηνή, με τον ρουφιάνο Σαρακούλια.
    Ο Δαμιανός τα είχε ζήσει αυτά.

  87. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @ Corto (82) Προτείνω νὰ χρησιμοποιοῦμε ἑνικὸ, ἄν δὲν ἔχεις ἀντίρρηση. Κάνω λοιπὸν τὴν ἀρχὴ.
    Ἀπὸ τὰ γραφόμενά σου ἔχω διαπιστώσει ὅτι εἶσαι κι ἐσὺ καλὰ ἐνημερωμένος σὲ θέματα τοῦ ρεμπέτικου. Τὸ σημερινὸ ἄρθρο δείχνει ὅτι τὸ Σπαθόλουρο ἔχει ἐρευνήσει τὸ θέμα σὲ βάθος. Ἐν τούτοις πιστεύω πὼς κι ἐσὺ, ὅπως καὶ μεῖς οἱ ὐπόλοιποι φυσικὰ, μπορεῖς(οῦμε) νὰ συνεισφέρεις(ουμε) στὴ διαμόρφωση μιᾶς πιὸ ὁλοκληρωμένης εἰκόνας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶμε.

    Σήμερα, γιὰ παράδειγμα, ἔμαθα γιὰ τὴν συμβολὴ τοῦ Μουσολίνι στὴ διάδοση τοῦ ρεμπέτικου.

  88. spatholouro said

    #51 (Jago)
    Ευχαριστώ πολύ!

    Γνωρίζω τα κείμενα που αναφέρετε και γενικότερα κρατάω μικρό καλάθι για τον Λιάτσο.
    Από την άλλη, είναι πράγματι αλήθεια ότι χρήση χασίς υπήρχε κάργα πολύ προ της έλευσης των Μικρασιατών και ούτε έχω κάπου βρει ότι η όλη κατανάλωση εντατικοποιήθηκε μετά την έλευσή τους και εξαιτίας τους.

  89. Παναγιώτης Κ. said

    @77. Η ομοιοκαταληξία, πρωτίστως-Χρήστος , είναι όλα τα λεφτά ! 🙂

  90. spatholouro said

    #30 κλπ (Μαρτίνος)
    Δημήτρη πολύ σε ευχαριστώ!
    Και τα σχόλια ενδιαφέροντα (δεν ήξερα για τον θερμιώτικο δίσκο!)

  91. Ιάκωβος said

    Πολύ πολύ ωραίο. Το είχα ξεχάσει, αλλά τελικά η πλήρης αποδοχή του ρεμπέτικου από την αριστερά, ή έστω από κάποιο κομμάτι της, έγινε τελευταία, αν έγινε ποτέ δηλαδή.

    Νομίζω ότι ο βαθύτερος λόγος της δυσφορίας που ένοιωθε η αριστερά μπροστά στα λαϊκά και τα ρεμπέτικα αλλά και σε πολλές μορφές έκφρασης ήταν αυτός:

    Η ερμηνεία του κόσμου που κάνει η κομμουνιστική αριστερά είναι ουσιαστικά θρησκευτική, εσχατολογική και σωτηριολογική.

    Αφού, δηλαδή, θα έρθει «νομοτελειακά» το γκρέμισμα του παλιού σάπιου κόσμου και ο άνθρωπος θα σωθεί μέσα στην Κομμουνιστική κοινωνία, όπου θα τα βρει όλα ένα ένα και τη Βαγγελιώ παρθένα, τότε δεν υπάρχει χώρος για μεμψιμοιρίες, αναστεναγμούς και «πεσιμισμό».

    Είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που η Χριστιανική θρησκεία εξοβέλισε το θέατρο και την τραγωδία.

    Δεν υπάρχει τραγικό στο Χριστιανισμό, ούτε στο Ισλάμ, αφού όλοι μπορούμε να σωθούμε (κατά τον Ωριγένη και τους μουσουλμάνους όλοι ΘΑ σωθούμε, η κόλαση είναι απλά μια τιμωρία, που κάποια στιγμή θα τελειώσει).
    Τόσο απλά.

  92. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Πολύ όμορφο Spatholouro με μάγεψε, συγχαρητήρια.

  93. Corto said

    88:
    Δημήτρη σε ευχαριστώ πολύ, για τα καλά σου λόγια.

    Όλοι μαθαίνουμε από όλους, χάρη στον Νίκο Σαραντάκο. Και εσύ εκτός των άλλων μας έχεις προσφέρει ωραιότατα διηγήματα!

    Η ιστορία του ραδιοφωνικού σταθμού του Μπάρι δυστυχώς δεν έχει ληφθεί αρκετά υπόψιν από τους ερευνητές του ρεμπέτικου. Ας φανταστούμε ένα σύνολο ανθρώπων, οι οποίοι είναι κρεμασμένοι πάνω από ένα ραδιόφωνο για να ακούσουν επί 45 λεπτά την καθημερινή ελληνική εκπομπή. Οπωσδήποτε η εντύπωση των ακουσμάτων θα ήταν τεράστια. Τα τραγούδια γίνονταν αυτομάτως κτήμα όλων. Και έτσι τα ρεμπέτικα «μπήκαν στα σαλόνια» μέσω της ραδιοφωνικής συσκευής, πολύ πριν τον Χιώτη!

    Στην παρακάτω ιστοσελίδα γράφει ότι στην εκπομπή παρουσίαζαν επίσης τον Σικελιανό, τον Τερζάκη, τον Κορδάτο, τον Δ. Κόκκινο κ.λπ.
    http://www.agon.gr/news/160/ARTICLE/23506/2013-10-28.html

  94. spatholouro said

    #82 (Corto)
    Σου έχω ξαναπεί να μην τραβάς την ερευνητική ρεμπετολογική ουρά σου…
    Και ας αφήσουμε τις υπερβάλλουσες αξιολογικές κρίσεις για τον υποφαινόμενο: όλοι οι ενδιαφερόμενοι είμαστε σε μια διαδρομή και κατεύθυνση ο καθένας, και όλοι βάζουμε μία ψηφίδα εδώ, μία εκεί, ώστε να αποκτήσουμε καλύτερη εικόνα για αυτό που αγαπάμε αλλά και επιπρόσθετους λόγους για να το αγαπάμε.

    Τώρα με κούφανες λίγο με αυτό για τον Μουσολίνι κλπ., καθώς δεν το έχω ξανακούσει. Πόθεν έσχες, αν επιτρέπεται;

  95. Πέπε said

    @81:

    Ευχαριστώ πολύ!
    (ανθρωπάκι που υποκλίνεται κοκκινίζοντας)

    εθνομουσικολογίας

  96. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    91. Νά ‘σαι καλὰ.
    Ἀπ’ ὅσο ξέρω ὁ Σύνδεσμος Δρυοπιδέων δὲν ἔχει ἀπόθεμα δίσκων, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχει ὁ Ἁρμὸς. Ἄν ἐνδιαφέρεσαι πάρε τους τηλέφωνο νὰ σιγουρευτεῖς. Ἐπαναλαμβάνω τὸν τίτλο:

    ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΘΕ ΝΑ ΠΩ.

  97. Ιάκωβος said

    Η αριστερά δεν μπορούσε τις «μοιρολατρείες» και τα αχ και τα βάχ του ρεμπέτικου. Έψαχνε, όπως και άλλοι για μια «καθαρότητα», πράγμα από μόνο του ύποπτο.

    Όμως, οι εποχές μεγάλης πνευματικής άνθησης πχ, ο ρομαντισμός και κυρίως η Αναγέννηση, ήταν εποχές που η μελαγχολία ήταν της μόδας.

    Το εμβατήριο πάλι είναι καλό για τον πόλεμο και την επανάσταση, για να σε βοηθήσει να πεθάνεις για το σύνολο.

    Με το ζόρι όμως χαρά και αισιοδοξία κρύβει άλλα πράματα.

    Πχ, αυτή η κινέζικη αφίσα κρύβει πολλά εκατομμύρια νεκρούς από πείνα στη διάρκεια του Μεγάλου Άλματος.

    Οι Χριστιανοί,από την άλλη, πάπες και άλλοι, μεγάλες αλουπούδες στην πολιτική, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές συναδέλφους τους, μάθανε τελικά να βάζουν την τέχνη να τους εξυπηρετεί και έτσι παραχτήκανε αριστουργήματα.

    Βέβαια η Ιερά εξέταση, Ιερά εξέταση. Όπως και επί Μπέρια .

    Στη Σοβιετία τα αριστουργήματα παραχτήκανε πριν, μετά, παρά και κατά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

  98. Corto said

    95 (Spatholouro):
    Σε ευχαριστώ και πάλι!

    Για την ελληνική εκπομπή του Μπάρι δυστυχώς δεν έχω γραπτή πηγή. Προφορικές μαρτυρίες μόνο, αλλά κατά την γνώμη μου αξιόπιστες. Ο πατέρας μου για παράδειγμα, θυμόταν αυτές τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Εν πάση περιπτώσει αξίζει να μελετηθεί το θέμα, αν βέβαια οι φρατέλοι έχουν κρατήσει αρχεία.

  99. Πέπε said

    @57:
    Εκτός της θεματικής, αλλά μιας και αναφέρθηκαν αφενός ο Σ. Καράς και αφετέρου οι παλιές (δεκ. ’50) θερμιώτικες ηχογραφήσεις (έχω τον εξαιρετικό δίσκο της Δρυοπίδας, και τον παρόμοιο και εξίσου αξιόλογο της Χώρας), ας προσθέσουμε ότι αρκετά αργότερα, μάλλον στη δεκ. ’70, έκανε και ο Καράς αντίστοιχες θερμιώτικες ηχογραφήσεις, στην Αθήνα όμως. Βγήκαν ως μέρος του ΛΠ «Τραγούδια Κύθνου, Σίφνου και Αμοργού» και αργότερα του σιντί «Τραγούδια των Κυκλάδων».

    Αυτές οι παλιές ηχογραφήσεις των άλλων δύο δίσκων επιβεβαιώνουν ότι το ύφος που κατέγραψε αργότερα ο Καράς είναι αντιπροσωπευτικό του νησιού (και όχι λ.χ. προσωπική καινοτομία των μουσικών που βρήκε ο Καράς).

    Για να το συνδέσω κάπως και με το θέμα μας:

    Και στους τρεις δίσκους το ακρόαμα είναι δύσκολο, δηλαδή αρχικά αφόρητο. Όπως με τον αμανέ. Κι όμως, πρόκειται για σημαντικά μνημεία ελληνικότητας, μεσογειακότητας κ.ο.κ..

    Επίσης, όσοι τότε σύγκριναν τον ρεμπέτικο στίχο με τον δημοτικό κι έβρισκαν τον πρώτο εκφυλισμένο, θα ήταν ίσως μετριοπαθέστεροι αν για τη σύγκριση είχαν στη διάθεσή τους και δημοτικά σαν το θερμιώτικο «Μωρή κοπέλα με την ομπρέλα, σεργιάνι πάω κι αν θέλεις έλα» που είναι σε κάποιον από τους τρεις αυτούς δίσκους.

  100. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Λίγες μέρες πρὶν ὁ Νικοκύρης εἶχε προτείνει μάζωξη κάπου πρὸς τὰ τέλη τοῦ Ὀκτώβρη. Θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σὲ κάποιο ρεμπέτικο στὲκι. Μοῦ φαίνεται πὼς ἡ ταβέρνα ποὺ πήγαμε τὸν Ἰούλιο (τὸ Καπηλιὸ, στὸ Γέρακα) τὸ φθινόπωρο (ποὺ μπαίνουν μέσα) ἔχει ζωντανὴ μουσικὴ κάποιες μέρες. Ὅποιος ξέρει (Λάμπρος, Γιάννης Ἰατροῦ) ἄς μᾶς πεῖ. Ἄν κάποιος ἔχει νὰ προτείνει κάτι ἄλλο, εὐπρόσδεκτο.

  101. Πέπε said

    @100:
    …που δεν το θεωρώ φυσικά εκφυλισμένο, απλώς δείγμα του πώς γλεντά κι εκφράζεται ένας λαός εκτός από το να λέει αριστουργήματα (άνθρωποι ήταν κι αυτοί, έτσι; ).

  102. κουτρούφι said

    #97 κλπ.
    Ένα δείγμα από το δίσκο:

    Διασπώ τη ροή της συζήτησης γιατί το βιολί είναι …βιόλαρος.

  103. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    100/«Μωρή κοπέλα με την ομπρέλα, σεργιάνι πάω κι αν θέλεις έλα»
    Σχεδόν ίδιο με το στίχο απ το πρώτο τραγούδι που τραγούδησε ο Καζαντζίδης.1952 – 78 στροφές – Για μπάνιο πάω/ στίχοι μουσική Απ.Καλδάρα :
    Καλέ κοπέλα καλέ κοπέλα για μπάνιο πάω κι αν θέλεις έλα

  104. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    103. Αυτό άκουγαμε κι εμείς τώρα. ο λαουτιέρης Γιώργος Μαρτίνος, του σογιού; 🙂

  105. Ιάκωβος said

    Φυσικά ο άλλος λόγος της απέχθειας ήταν μουσικολογικός .

    13, Αtheofovos
    Δεν μπορεί να καταλάβει πως η μουσική δεν έχει στεγανά…

    Όχι, η μουσική δεν έχει στεγανά, από την άλλη στην περιοχή μας υπάρχουν οι δύο διαφορετικές μουσικές παραδόσεις αρκετά διαχωρισμένες τότε, η μοντάλ και η δυτική. Οι «έντεχνοι» όλοι ήταν σπουδαγμένοι στα Ωδεία και γνωρίζανε μόνο τη δυτική μουσική.

    Βέβαια είχαν τα ακούσματα της εκκλησίας, αλλά δεν ξέρανε οτι τα τούρκικα, τα βυζαντινά, τα δημοτικά, τα αραβικά και τα ινδικά είναι μία μουσική παράδοση, την οποία λίγο πολύ αγνοούσαν.

  106. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    100. Πέπε, δὲν ξέρω ποιὲς εἶναι οἱ δυὸ πρῶτες ἠχογραφήσεις ποὺ ἀναφέρεσαι. Ἔχω ὐπ’ ὅψιν μου αὐτὴν ποὺ ἔκανε ὁ Σίμων Καρὰς τὴ δεκαετία τοῦ ’70 στὴν Ἀθήνα καὶ συμφωνῶ μαζί σου. Ἀτύχησε στὴν ἐπιλογὴ τῶν ἐκτελεστῶν (ποὺ ἔκαναν καὶ τὴν ἐπιλογὴ τῶν τραγουδιῶν): Βρῆκε αὐτοὺς ποὺ ἦταν στὴν Ἀθήνα καὶ εἶχαν γνωριμίες στὴ ραδιοφωνία. Οἱ καλύτεροι μουσικοὶ καὶ τραγουδιστὲς ἦταν στὸ νησὶ ἀλλὰ, θὲς τὸ προχωρημένο τῆς ἡλικίας, θές τὰ τεχνικὰ προβλήματα, θές τὸ κόστος, κατέληξε σὲ ὅ,τι βρῆκε διαθέσιμο. Δὲν ξέρω πῶς θὰ σοῦ φανεῖ ἡ ἠχογράφηση τοῦ Ἀνωγειαννάκη, ποὺ προανέφερα, πάντως εἶναι πιὸ αὐθεντικὴ.

  107. Ιάκωβος said

    24, Βλάσης Αγτζίδης

    Μέχρι πρόσφατα, όχι μόνο το αραμπέσκ, αλλά και τα σάζια τα θεωρούσαν όχι δεόντως Τουρκικά. Αυτά ίσως επειδή σχετίζονταν με τους Κούρδους και κυρίως τους Αλεβήδες της Ανατολίας, που ήταν πάντα η κοιτίδα των αριστερών και προοδευτικών Τούρκων.

    Το ταινιάκι που αναφέρθηκε ακριβώς γι αυτό το πράμα μιλάει.

  108. spatholouro said

    18/77 (Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά)

    Δεν ξέρω, διατηρώ επιφυλάξεις ότι η χασικλίδικη μορφή ήταν η πρώτη και αλογόκριτη (και για πολλά από τα λεγόμενα του Χατζηδουλή κρατώ μικρό καλάθι, καθόσον αυτός είναι ο αρχικός πληροφορητής)
    .
    Δεδομένου ότι το 1946 που κυκλοφόρησε δεν υπήρχε λογοκρισία, γιατί να αλλάξει ο Τσιτσάνης τους στίχους; Και γιατί τότε άφησε τους χασικλίδικους στα άλλα του 1946 επίσης, που προκάλεσαν την μήνιν αριστερών και δεξιών;

  109. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα και για την καταπληκτική συζήτηση.

    82 κε Κόρτο, ως προς τον σταθμό του Μπάρι που έπαιζε ρεμπέτικα για «ευνόητους προπαγανδιστικούς λόγους» υποθέτω πως εννοείς «για να προσελκύει ακροατές, αφού το είδος ήταν δημοφιλές». Το καταλαβαίνω σωστά;

  110. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @Κουτρούφι(103). Πατριὼτη μέ συγκίνησες. Εἶναι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἠχογράφηση (τοῦ ’58-’59). Τὸν Ἀνωγειαννάκη εἶχε φέρει στὰ Θερμιὰ ὁ συμπατριώτης μας Γιῶργος Φραγκουλάκης, λυρικὸς καλλιτέχνης (τενόρος) ποὺ δὲν ἔκανε τὴν καριέρα ποὺ τοῦ ἄξιζε λόγω προβλημάτων ὑγείας. Βιολὶ παίζει ὁ Κώστας Γονιδάκης (Ταχυδρόμος) ποὺ τραγουδάει κι ὅλας. Λαοῦτο παίζει ὁ Γιώργης Μαρτῖνος (Γιώργης τοῦ Βρετοῦ), ξάδελφος τοῦ πατέρα μου (ΕΦΗ#105). Στὴ φωτογραφία(ἀπὸ δεξιὰ πρὸς τ’ἀριστερὰ): ὁ Γιώργης τοῦ Βρετοῦ (μὲ τὸ λαοῦτο), ὁ Κώστας ὁ Ταχυδρόμος (μὲ τὸ βιολὶ), ὁ πατέρας μου (κουρδίζει τὸ βιολὶ) καὶ ἡ μάνα μου.

  111. Πέπε said

    107:
    Τρεις δίσκοι:
    α) Αυτός που αναφέρεις, «Ένα τραγούδι θε να πω».
    β) Ένας λίγο προγενέστερος ή λίγο μεταγενέστερος (πάντως κοντινός) ως έκδοση, «Στο γέμισμα του Φεγγαριού». Πολύ ανάλογος ως προς το περιεχόμενο, μόνο που εδώ έχει *και* κάποιες καινούργιες ηχογραφήσεις. (Στις παλιές πάντως αναφερόμουν.)
    γ) Του Καρά.

    104:
    Μπρε για δες, του Καζαντζίδη είναι; 🙂 🙂 🙂 Μάλλον άκυρο το παράδειγμά μου…

  112. sarant said

    Σχόλιο του Ηλία Μπένη στο Φέισμπουκ:

    Κι οι Μιλάνοι ήταν μέχρι τέλους αρνητικοί απέναντι στα χασικλίδικα (κάπου είχα βρει ένα βίντεο από μια συνέντευξή τους, που δεν αναγνώριζαν τα χασικλίδικα ως πραγματικά λαϊκά τραγούδια). Τα συνέδεαν μάλιστα με τη λέξη «ρεμπέτικα», ενώ αυτοί τόνιζαν ότι έπαιζαν και τραγουδούσαν «λαϊκά» τραγούδια

  113. Γιάννης Κουβάτσος said

    Έτσι είναι, Ιάκωβε. Και μια που ανέφερες την εξ ορισμού ύποπτη «καθαρότητα», πάει το μυαλό στον Γκέμπελς που ίδρυσε το 1933 το Πολιτιστικό Επιμελητήριο του Ράιχ, με σκοπό να κρίνει κατά πόσο τα πολιτιστικά προϊόντα που ήδη υπήρχαν αλλά και όσα επρόκειτο να παραχθούν, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο του γερμανικού λαού. Αν κάποιος δημιουργός δεν ήταν μέλος του Επιμελητηρίου, δεν μπορούσε να δημοσιοποιήσει το έργο του. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τους ρεμπέτες να γίνονται μέλη αυτού του Επιμελητηρίου. 😊Αντίθετα (υποτίθεται) καθεστώτα, ίδια αντιμετώπιση του «ακάθαρτου», του «παρακμιακού», «του «αποκλίνοντος», του «διαφορετικού».

  114. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    112. «Τὸ γέμισμα τοῦ φεγγαριοῦ» ἤταν μιὰ μᾶλλον κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα ἰδιωτικὴ προσπάθεια μὲ κομμάτια ἀπὸ τὴν ἠχογράφηση τοῦ Ἀνωγειννάκη, χωρὶς ἀξιόλογη τεχνικὴ ἐπεξεργασὶα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ὐπάρχει συγχρονισμὸς στὴν ταχύτητα ἀναπαραγωγῆς καὶ νὰ ἀλλοιώνονται φωνὲς καὶ ὄργανα. Ἐπί πλέον δὲν ὑπάρχει ὁ πλοῦτος τοῦ φωτογραφικοῦ καὶ λαογραφικοῦ ὑλικοῦ ποὺ περιέχει τὸ ἔνθετο στὸ «Ἕνα τραγούδι θὲ νὰ πῶ». Ἡ ἔκδοση αὐτὴ τοῦ Συνδέσμου Δρυοπιδέων ἀπέσπασε πολὺ καλές κριτικὲς ὰπὸ τὸν ἀείμνηστο Γιῶργο Παπαδάκη καὶ τὸ Λάμπρο Λιάβα μεταξὺ ἄλλων.

  115. spatholouro said

    #113
    Ακριβώς έτσι είναι. Νομίζω ποτέ δεν έπαιξαν στο μαγαζί «χασικλίδικα». Είχαν φαίνεται μέσα τους εκτοπίσει αυτό το κομμάτι ρεπερτορίου του ρεμπέτικου ως συμβολικό μίασμα.

    Σε συνέντευξη των Μιλάνων για το περιοδικό «Μελωδία» το 2000 διαβάζουμε : «Δεν μ’ αρέσουνε “Βαρέθηκα τον αργιλέ” και τέτοια. Είναι διαφήμιση των ναρκωτικών. Ο πατέρας μου έπαιζε μπουζούκι από το 1900 και πριν…και τέτοια πράγματα δεν είχε δοκιμάσει ποτέ, γιατί να το παίξω εγώ;…τα μάγκικα, κοίτα, μου αρέσουν, αλλά ούτε κι αυτά παίζω, δεν μου τα ζητάνε κιόλας».

  116. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    112. Τέλος 🙂 🙂
    Μωρή Κοπέλα Μπάλος
    http://www.musical.gr/cddetails.php?gui_language=1&CD_code=LR0001-2

  117. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Παρασκευούλα
    Το τραγούδι περιλαμβάνεται στο δίσκο «Στο γέμισμα του φεγγαριού: Τραγούδια και σκοποί από την Κύθνο», Μελωδικό Καράβι 2003

  118. Παναγιώτης Κ. said

    @108. Πολλά μπράβο που μας θύμισες αυτό το καταπληκτικό βίντεο!

  119. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @Σπαθόλουρο (109). Στὸ http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=3323.30. (ποὺ βρῆκα τὶς πληροφορίες) γράφει:
    «Όλες οι αλλαγές που επέφερε ο ίδιος ο Τσιτσάνης – «έκανα το λάθος να το διασκευάσω», ομολογεί σε μια άλλη ανάλογη περίπτωση: βλ. Χατζηδουλής, σ. 217 – κατέστρεψαν το αδρό και ρεαλιστικό αρχικό κείμενο.»
    Δέν ξέρω ἄν εἶναι ἀξιόπιστα πάντως καὶ δὲν ἔχω τὴ δυνατὸτητα καὶ τὴν τεχνογνωσία νὰ τὰ διασταυρώσω.

  120. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα – Κύθνος
    βιολί : Κώστας Γονιδάκης
    λαούτο – τραγούδι : Γιώργης Βρεττού Μαρτίνος
    ηχογράφηση του 1959
    Στο γέμισμα του φεγγαριού
    Τραγούδια και Σκοποί από την Κύθνο
    Μελωδικό Καράβι

  121. Παναγιώτης Κ. said

    @111. Εγώ πάλι συγκινούμαι που υπάρχουν εραστές του δημοτικού τραγουδιού σε αυτή την παρέα και συγκινούνται με αυτό!

  122. Corto said

    110 (Sarant):

    «για να προσελκύει ακροατές, αφού το είδος ήταν δημοφιλές»

    Ακριβώς, αυτός ήταν ο ένας λόγος.
    Ο δεύτερος ήταν ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν καθολικός και έτσι προπαγανδιζόταν ότι λίγο πολύ αυτά που ενώνουν Έλληνες και Ιταλούς είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν, ο μεγαλύτερος λαϊκός σας μουσικός είναι καθολικός, άρα η θρησκεία δεν είναι πρόβλημα, οπότε να ενωθούμε σε ένα κράτος, ο αρχηγός σας αγαπάει κλπ.

    Τουλάχιστον αυτά μου έχουν μεταφέρει.

  123. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Κάπου γράφαμε αὐτὲς τὶς μέρες γιὰ τοὺς στίχους τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς ποὺ θεωροῦνται κοινὸ κτῆμα. Μὲ ἀφορμὴ τὸ Θερμιώτικο τραγούδι «Τῆς τριανταφυλλιᾶς τὰ φύλλα» ποὺ ἀνέβασε ἡ Ἔφη στὸ 121 θυμηθηκα τὸ ὁμώνυμο Μικρασιάτικο https://www.youtube.com/watch?v=HV-O5m2onO8 (μὲ τὴ Δόμνα Σαμίου).

    Τὸ «τσάκισμα» (ρεφραὶν) τοῦ Θερμιώτικου τραγουδιοῦ λέει:
    «Ποῦ ἤσουνα μωρὴ τρελὴ, μωρὴ ξεμυαλισμένη
    καὶ μοῦ ‘ρθες τὰ μεσάνυχτα σὰν παραλογιασμένη»

    Ὁ ρεμπετοσκυλὰς Παν. Μιχαλόπουλος ἔχει βγάλει τὸ «Μωρή ζουρλή,μωρή τρελή,μωρή ξεμυαλισμένη» ἔχοντας προσθέσει καὶ στίχους ἀπὸ τὴν «Παξιμαδοκλέφτρα». Εἶναι πιθανὸ καὶ οἱ στίχοι ποὺ προαναφέρθηκαν νὰ ὑπῆρχαν σὲ κάποιο παλιότερο «μουρμούρικο» ἀπ’ ὅπου τοὺς δανείστηκε ὁ Μιχαλόπουλος.

  124. Πέπε said

    @108:
    Μπράβο Ιάκωβε.

    Λεπτομέρεια που δε θυμόμουν: στα ονόματα των συνθετών, ο υπεύθυνος υποτιτλισμού επιδεικνύει μεταφυσικές ικανότητες. (Σε καναδυό έβαλα το δάχτυλο πάνω από τους υποτίτλους, για να δω αν θα καταλάβαινα τίποτε, και δεν.)

    Βέβαια, πέρα από το μήνυμα της ταινίας, το ίδιο το γεγονός ότι διασκευάζουν έτσι τον Μπετόβεν (ύμνος στη χαρά με στίχους σινανάι γιάβρουμ, και καπάκι γύρισμα στο καθαυτού Σινανάι γιάβρουμ) είναι καφρίλα. Συνηθισμένο χιούμορ μεταξύ μουσικών βέβαια, αλλά μόνο για πλάκα στέκει.

  125. Alexis said

    Συγχαρητήρια στο Σπαθόλουρο για τη εξαιρετική δουλειά.
    Δεν έχω πολλά να πω καθότι λίγο-πολύ με κάλυψαν οι προηγούμενοι σχολιαστές.
    Θα ήθελα όμως να επισημάνω δύο πράγματα:
    1. Η αντιδιαστολή δημοτικού/ρεμπέτικου προκειμένου να αναδειχτεί το πρώτο σε βάρος του δεύτερου δείχνει αν όχι άγνοια (δεν μπορώ να το πιστέψω) τουλάχιστον εθελοτυφλία για το γεγονός ότι οι ρυθμοί στους οποίους βασίζεται το ρεμπέτικο είναι όλοι παραδοσιακοί ρυθμοί της Μικρασίας και της Πόλης.
    Ο χασάπικος, το τσιφτετέλι, ο καρσιλαμάς, ο ζεϊμπέκικος, ο απτάλικος είναι οι ρυθμοί στους οποίους έχουν γραφτεί τα περισσότερα σμυρνέικα, μικρασιάτικα και πολίτικα παραδοσιακά τραγούδια.
    Τα είπε παραπάνω και ο Πέπε που είναι πολύ πιο σχετικός από μένα με το θέμα.
    2. Ποιό είναι άραγε το «υγιές λαϊκό τραγούδι» που επικαλούνται στα άρθρα τους οι «αριστεροί διανοητές» και το οποίο αντιδιαστέλλουν από το «μιαρό ρεμπέτικο»; Απορία που εκφράστηκε και παραπάνω από τον Venios (σχ. 50).
    Ο ύστερος Τσιτσάνης; Ο Μητσάκης; Ο Άκης Πάνου; Ο Ζαμπέτας; Ο Χιώτης; Ο Καζαντζίδης; Ο Στράτος Διονυσίου;
    Μάλλον όχι, αλλά κάτι άλλο φανταστικό, ανύπαρκτο, που μόνο στο δικό τους το μυαλό υπήρχε…

  126. Corto said

    120 (Δημήτρης Μαρτῖνος):

    Δημήτρη στο βιβλίο του Χατζηδουλή, στην σελ. 217 γίνεται αναφορά στο τραγούδι «της κοινωνίας η διαφορά» για το οποίο ο Τσιτσάνης γράφει: «Ευτυχώς δεν έκανα το λάθος να το διασκευάσω».

    109 (Spatholouro):
    Πράγματι το 1946 θα μπορούσε να το περάσει στην δισκογραφία με χασικλίδικους στίχους.
    Όμως κατά την γνώμη μου η μη χασικλίδικη μορφή, δεν βγάζει νόημα:

    «μη μας συμβεί το σοβαρό»
    Τι σοβαρό να συμβεί; Σε μια ταβέρνα είμαστε και χορεύουμε. Δεν κάνουμε κάτι παράνομο.

    «και τη σειρά σου χάνεις»
    Δηλαδή είμαστε σε σειρά προτεραιότητας για να χορέψουμε;

    «το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο»
    Θέλει ειδική προετοιμασία δηλαδή; Τώρα το κάνουν πρόβα στα παρασκήνια;

    Τέλος πάντων, μου φαίνεται ότι οι χασικλίδικοι στίχοι κολλούν πολύ καλύτερα.

  127. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @Corto (127) Εὐχαριστῶ γιὰ τὴ διασταύρωση.

    Κι ἐμένα μοῦ φαίνεται πὼς οἱ χασικλίδικοι στίχοι κολλοῦν καλύτερα.

  128. Pedis said

    Ενδιαφέρον το άρθρο του Σπαθόλουρου. Θα το εκτυπώσω να το διαβάσω με την ησυχία μου.

    Πολλά χρόνια δεν έχει κάτσει να βρεθώ σε φεστιβαλ της κνε αλλά αν θυμάμαι καλά τα ρεμπετικα δεν λείπανε ούτε εκεί ούτε στα γλέντια τους.
    Πάντως, ναι, λυρική όπερα δεν προτιμούσαν. Από Σούμπερτ ούτε νότα. Θα υπήρχε κανένας λόγος ιδεολογικής αρτηριοσκλήρωσης, δεν το γνωρίζω.

    Ειδικός δεν είμαι, αλλά μου φαίνεται ότι από τα λίγα χασικλήδικα που έχω ακούσει δεν είναι για σύσταση.

  129. Πέπε said

    @127:
    Μερικές φορές οι λογοκριμένοι και αλλοιωμένοι στίχοι (τουλάχιστον εκεί που ξέρουμε στα σίγουρα ότι είναι αλλοιωμένοι) είναι τόσο άγαρμποι, που λες και το κάναν επίτηδες, για να μαντέψουμε τις λέξεις που έκοψε η λογοκρισία:

    Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες τον καφέ…

    Ούζο όταν πιεις, γίνεσαι ευθύς βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας…

    (Και εκτός ρεμπέτικου: Μου ‘λεγε πώς καπνίζουνε στ’ Αλγέρι τον καπνό, οκέι, δισύλλαβο υποκατάστατο, και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν …εδώ τι να βάλεις; δε γμτ, την άσπρη σκόνη!!!)

  130. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

    123 Α, αυτό δεν το είχα σκεφτεί, έχεις δίκιο, ήταν καθολικός.

    129 Όχι, δεν λείπανε. Παρά τα όσα έλεγε ή δεν έλεγε η κριτική, στην αναβίωση του ρεμπέτικου συμμετείχαν οι αριστεροί και οι Κνίτες ρεμπέτικα άκουγαν.

    Εδώ να εντοπίσω και μιαν έλλειψη της μελέτης, ότι λείπει η αναφορά στο σημαντικό στον καιρό του περιοδικό Πολιτιστική, περί το 1984-86, επιρροής του ΚΚΕ, που είχε θετικά τοποθετηθεί απέναντι στο ρεμπέτικο -ένα άρθρο είχα γράψει κι εγώ.

  131. MA said

    Νικοκύρη, μ´έπιασε η σπαμοπαγίδα;

  132. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    124.>>μωρὴ τρελὴ, μωρὴ ξεμυαλισμένη//Μωρή ζουρλή,μωρή τρελή,μωρή ξεμυαλισμένη

    μοτίβο που συναντάται στο δημοτικό τραγούδι, π.χ.στο κλέφτικο Η μάνα του Κίτσου που κλαίει για τ΄άρματά του:
    Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
    (δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου δεν κλαις τη λεβεντιά μου)

  133. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Να βάλουμε και την ταινία «Ρεμπέτικο»/1983 με τα ωραία νεορεμπέτικα /Ξαρχάκος/Γκάτσος/Φέρρης, που λέω πως συμμετείχαν και ΚΚΕδες 🙂

  134. Αγαθίας ο Σχολαστικός said

    Σάς ενημερώνουμε ότι ο Περισσός έλαβε γνώση του άρθρου του κ. Σπαθολούρου και θα απαντήσει σκληρά από τις στήλες του «Ρίζου». Ελπίζουμε ο κ. Σπαθόλουρος να μή φοβηθεί που θα έχει απέναντί του το Κόμμα του Λαού και να υπερασπιστεί τα επιχειρήματά του

    Μάς προξενεί εντύπωση που δεν βρήκατε μιά λέξη να γράψετε για την συνάδελφο (εν λογοτεχνική κριτική) του κ. Σαραντάκου, Μάρη Θεοδοσοπούλου, που εκοιμήθη πρόωρα στο άνθος της ηλικίας της

    http://www.naftemporiki.gr/frontpages/latest/kuriakatikes/i-epoxi/full

  135. MA said

    Καλησπέρα,
    να ευχαριστήσω και εγώ το Σπαθόλουρο για όσα μας έμαθε σήμερα
    κ αι τον Νικοκύρη για τη δημοσίευση.
    Ο παρακάτω λίκνος από το Υποβρύχιο στην Τούμπα

    ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ «ΤΟ ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ» – YouTube
    https://www.youtube.com › watch

  136. sarant said

    136 Eίχε πιαστεί στη σπαμοπαγίδα

  137. Γιάννης Ιατρού said

    135α
    Τελικά, δεν απεργούν τα τρόλει αύριο (ούτε σήμερα).
    ‘Ολα τ΄ άλλα είναι εκ του περισσού!

  138. Spiridione said

    82. Corto, όντως εντυπωσιακό αυτό. Δεν βλέπω βιβλιογραφία για το ελληνόφωνο πρόγραμμα του Ράδιο – Μπάρι, μόνο για το αραβόφωνο. Εδώ ένα πρόσφατο βιβλίο
    Onde fasciste. La propaganda araba di Radio Bari (1934-43)

    Σε μια βιβλιοπαρουσίαση διαβάζω ότι οι Ιταλοί είχαν φτιάξει μέχρι και αραβική ορχήστρα. Δυστυχώς, λέει, δεν έχει σωθεί τίποτα στα αρχεία της ΡΑΙ στο Μπάρι και στη Ρώμη, και ο συγγραφέας ανασύνθεσε τα προγράμματα του σταθμού από αναφορές ξένων διπλωματών.
    http://corrieredelmezzogiorno.corriere.it/bari/politica/16_febbraio_27/quando-bari-parlava-mondo-arabo-13b8b190-dd5f-11e5-8a91-4ba25c899e2b.shtml

  139. Γς said

    42:

    >Λεώνικε, δεν τραγουδούν αμανέδες. Σίγουρα τώρα σε λίγο κάποιος θα ανεβάσει το βιντεάκι (μου είναι πολύ γνωστό, και είναι και ευρύτερα γνωστό, αλλά με ό,τι λέξεις κλειδιά μπορώ να σκεφτώ δεν το βρίσκω) και θα το ξαναθυμηθείς καλύτερα: ξεκινάνε με κάτι εύθυμο της κλασικής ευρωπαϊκής παράδοσης, που παιγμένο με σάζι ακούγεται σαν εντελώς τούρκικο (και ο χωροφύλακας απορεί: αυτό είναι κλασική μουσική; και τότε γιατί μ’ αρέσει;), και γυρίζουν αβίαστα σ’ ένα εξίσου εύθυμο λαϊκό τούρκικο τραγουδάκι, το Σινανάι, που κατά σύμπτωση είναι το ελληνικό Νινανάι γιαβρούμ.

  140. spatholouro said

    131
    (Πολιτιστική)
    Όντως μου διέφυγε η «Πολιτιστική» (και ποιος ξέρει και τι άλλο ενδεχομένως…)
    Δεν την είχα ποτέ στο μυαλό μου πάντως ως επιρροής του καθαρόαιμου ΚΚΕ…

  141. spatholouro said

    127 (Corto):
    Δεν ξέρω, ως α-νόητο πρωτοκυκλοφόρησε;

    «μη μας συμβεί το σοβαρό/και τη σειρά σου χάνεις»
    Εμένα μου κάθεται πάντως, δεδομένου ότι κρατούσαν σε μπλοκάκι σειρά προτερότητας

    «το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο»
    Μήπως εννοεί ότι το ζεϊμπεκάκι που παρήγγειλε να χορέψει έχει «ταυτοποιηθεί» και καταγραφεί ονομαστί στη λίστα παραγγελιών;

  142. Πέπε said

    Αν πρόκειται για σειρά προτεραιότητας στις παραγγελιές, «το ζεϊμπεκάκι είν’ έτοιμο» μπορεί να σημαίνει «ήρθε η σειρά σου». Το ζεϊμπεκάκι δεν είναι βέβαια καφές για να ‘ναι έτοιμο, αλλά όταν φτάσει η ώρα να «εξυπηρετηθείς», που στον καφέ θα έφτανε μόλις ο καφές ήταν έτοιμος, μπορεί κανείς χαριτολογώντας να το πει κι έτσι.

    Από την άλλη, το «μη μας συμβεί το σοβαρό» κι εμένα δε μου πολυκολλάει.

    Εντωμεταξύ, κυκλοφορεί και μια ιστορία ότι το τραγούδι δεν το ‘χει γράψει ο Βασίλης Τσιτσάνης, αλλά ο αδερφός του ο Χρήστος (Κίτσος), ερασιτέχνης μπουζουξής, καλός μάλιστα. Έχει σωθεί κάποια ερασιτεχνική ηχογράφηση με τον Κίτσο Τσιτσάνη να παίζει (δε νομίζω ότι έπαιζε αυτό), που εμφανίστηκε πρόσφατα στο ΥΤ. Το τι τεκμηρίωση υπάρχει για την πατρότητα του Κάτσε ν’ ακούσεις δεν το γνωρίζω.

  143. Alexis said

    #130: Εντάξει το ούζο ψιλοκολλάει γιατί κάνεις «κεφάλι», αλλά ο καπνός όχι… με τίποτα 🙂
    Ξέρεις μήπως ποιά ήταν η λογοκριμμένη λέξη που στη θέση της μπήκε «η άσπρη σκόνη»;

    #142: Το «μη μας συμεί το σοβαρό» είναι το ξεκάρφωτο, γιατί όταν μιλάς για χασίσια κολλάει, μη μπουκάρει η αστυνομία εννοεί και χάσεις τη σειρά σου για να φουμάρεις.
    Αν όμως μιλάς για χορούς και τραγούδια, τι σοβαρό μπορούσε να τους συμβεί, να τσακωθούν οι παρέες για τις παραγγελιές;

  144. Πέπε said

    143:
    Α, να το: και αυτό παιζει τελικά, και εδώ είχα διαβάσει και τη θεωρία πατρότητας. Η τεκμηρίωση είναι τελείως υπαινικτική (δεν είναι διατριβή, σχόλιο στο ΥΤ είναι). Ίσως κρύβει κάποια βάση, ίσως όχι.

  145. Πέπε said

    @144:
    Μα η άσπρη σκόνη!

  146. Alexis said

    #146: Α, ναι, κατάλαβα…

  147. Γς said

    140, 42:

    Είναι Πέπε αυτό το βίντεο που ζητούσες;

    Δρ Πέπε

  148. Γιάννης Ιατρού said

    148: 🙂 Καλημέρα Γς
    και σε όλους βεβαίως!

  149. Παναγιώτης Κ. said

    @131γ. Ανεξάρτητα από την όποια κριτική γίνεται στο κκε,προσωπικά αναγνωρίζω γνώση στους ανθρώπους του μα πάνω απόλα ευαισθησία στα ζητήματα τόσο του λαϊκού-ρεμπέτικου όσο και στο δημοτικό τραγούδι.Κρίνω από τις επιλογές τους τότε που είχαν τον τηλεοπτικό σταθμό αλλά και από τις διάφορες εκδηλώσεις τους.
    Εξηγώ τι εννοώ με τη λέξη ευαισθησία.
    Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου δύο τρόποι ερμηνείας ενός μουσικού κομματιού. Ο ένας είναι ο λεγόμενος ακαδημαϊκός. Κατ΄αυτόν, ο ερμηνευτής μένει αυστηρά στην ερμηνεία και δεν δείχνει να τον συνεπαίρνει.
    Ο δεύτερος τρόπος είναι η προσωπική πινελιά του ερμηνευτή που φανερώνει ευαισθησία και…εσωτερικό κραδασμό.
    Και ναι μεν δεν…συγκλονίζεται κάθε φορά που το ερμηνεύει αλλά όταν το πρωτόμαθε είχε συγκλονιστεί και ο τρόπος αυτός πλέον τον ακολουθεί.Γιαυτό και τραγουδιστές υπάρχουν πολλοί, αληθινοί όμως ερμηνευτές λίγοι.
    Δεν θυμάμαι σε ποια ταινία αλλά μου είχε κάνει εντύπωση η ατάκα ενός μεγάλου δασκάλου του πιάνου.Απευθυνόταν λοιπόν στην άψογη μαθήτρια του προτρέποντάς την Κάνε και κανένα λάθος!
    Προφανώς την προέτρεπε να μην είναι σφιγμένη και να δείξει ότι απολαμβάνει αυτό που κάνει.

  150. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    141 Ναι, ήταν. Ο Αντώνης Στεμνής έβγαλε το περιοδικό με ενθάρρυνση και στήριξη του ΚΚΕ, στο οποίο ήταν μέλος. Στην πορεία, βέβαια, συγκρούστηκαν για το θέμα του Ρίτσου.

  151. cronopiusa said

  152. cronopiusa said

  153. Παναγιώτης Κ. said

    @152. Το εκλαμβάνω ως παράδειγμα για αυτά που έγραψα στο #150. 🙂

  154. Γς said

    140:

    Δεν πειράζει.
    Δεν μου απαντάει ο (Δρ) Πέπε, που έψαξα και βρήκα το βίντεο που αναζητούσε…

    —-

    Κι ήταν πριν 10 μέρες που τρώγαμε όλοι, εδώ στο Λιμένι το εστιατόριο όταν έλεγε στην κόρη μου και τα παιδιά για την τρομάρα που πήρε τις πρώτες μέρες στο οικοτροφείο με τα διάφορα εδέσματα.
    Κι ήταν και τα μακαρόνια που δεν τα είχε ξαναδεί στην Αφρική. Της φάνταζαν σκουλήκια.

    Κι εχθές με πήραν φίλες της, από την πόλη που μεγαλώσανε και μια από αυτές, κοίτα σύμπτωση, θυμήθηκε το πορτοκάλι.
    Το πορτοκάλι που είχε αφήσει η Ειρήνη μετά από εκείνο το γεύμα.

    Και πήγε να το πάρει η φίλη της. Και μόλις το σήκωσε είδε ότι ήταν μόνο το περίβλημα. Γεμάτο απ τα «σκουλήκια». Τα μακαρόνια που είχε στουμπώσει μέσα, το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι .

    Κι είναι γεμάτο το ντουλάπι με μακαρόνια.
    Μακαρόνια με κιμά ήταν το αγαπημένο μου φαγητό.
    Που δεν θα ξαναφάω. Όχι για κείνα τα «σκουλήκια».

    Αλλά για τα άλλα, που περιμένουν

  155. cronopiusa said

    Το αυθεντικό ‘Χαιδάρι’ του Μάρκου Βαμβακάρη από χαμένη ηχογράφηση του 1966

  156. Παναγιώτης Κ. said

    Και τι ρωτάνε οι φίλες της.
    -Δεν ντράπηκες φρέσκια χήρα εσύ να τραγουδάς στο λόγγο και να αχάει ο τόπος;
    -Αν δεν τραγουδούσα θα έσκαγα, απάντησε εκείνη και οι φίλες της…την συγχώρεσαν!
    Πριν πενήντα και βάλε χρόνια αυτά.

  157. cronopiusa said

    Κουράγιο Γς …

  158. spatholouro said

    156
    Πολύ καλή η σχετική ανάρτηση και βέβαια, όποιος δεν το έχει ακούσει, ας σπεύσει!
    Θαρρώ πως ο Γιώργης Χριστοφιλάκης το πρωτοανέβασε.

  159. κουτρούφι said

    Καλή δύναμη κύριε Γς.

  160. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Γς, καλημέρα. Πολύ πόνος! Κουράγιο…
    Δες το σχ. 108

  161. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    161. Πολύς πόνος (τελοσπάντων το γλωσσικό με μάρανε τώρα σ΄αυτό,αλλά κάπως μου έκανε 😦 )

  162. Παναγιώτης Κ. said

    @157. Και τΗ ρωτάνε οι φίλες της.
    Γμτ δεν αρκεί ο αυτόματος διορθωτής! Πρέπει να ξανακοιτάμε το γραπτό μας…

  163. Γς said

    158, 160, 161:

    Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

    Περιμένουν να παύσουν να λειτουργούν και τα άλλα όργανά της. Ετρεμε χτες το κεφαλάκι της.
    Ηταν λέει από τα φάρμακα καταστολής που της σταμάτησαν. Στις μιάμιση θα μου επιτρέψουν να την δω.

    Ισως και να την πάρω.

  164. Corto said

    Καλημέρα!

    139 (Spiridione):

    Τώρα είδα το σχόλιό σου.
    Κρίμα, αν δεν σώζεται τίποτα στα αρχεία της ΡΑΙ για την ελληνόφωνη εκπομπή. Θα ήταν σπουδαία ιστορικά ντοκουμέντα, όχι μόνο σε σχέση με την μουσική.
    Υποθέτω όμως, ότι αν σε κάποια δισκοθήκη της ΡΑΙ βρεθούν αυθεντικοί δίσκοι γραμμοφώνου 78 στροφών με προπολεμικά ρεμπέτικα, θα έχουμε μια έμμεση επιβεβαίωση των προφορικών μαρτυριών.

  165. Corto said

    142 (Spatholouro):
    Είναι σίγουρο ότι η μη χασικλίδικη εκδοχή του «κάτσε να ακούσεις μια πενιά» κυκλοφόρησε στο κενό των λογοκριτικών μηχανισμών; Μήπως ήταν τέλος του 1946 και είχαν ήδη απαγορευτεί τα επίμαχα τέσσερα τραγούδια; Δεν γνωρίζω, εικασία διατυπώνω.

    143 (Πέπε):
    Την ιστορία ότι πολλά από τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη τα είχε γράψει στην πραγματικότητα ο Χρήστος, την υποστήριζε σε συνέντευξη ο Στελλάκης Περπινιάδης, αλλά είναι σαφές (κατά την γνώμη μου) ότι μιλούσε με εμπάθεια. Προσωπικά τον θεωρώ αναξιόπιστο.

  166. sarant said

    Γιάννη, κουράγιο….

  167. spatholouro said

    #166 (Corto)

    Στο sealabs, μέσω δισκογραφικών πληροφοριών από τη διατριβή του Ορδουλίδη για τον Τσιτσάνη, διαβάζουμε ότι η πρώτη εκτέλεση του «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά» με τον Τσαουσάκη χρονολογείται στις 29-10-1946, ενώ η δεύτερη εκτέλεση με τον Παγιουμτζή χρονολογείται τον Δεκέμβριο 1946.

    http://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?f=57&t=5116&p=31381&hilit=HMV+2717#p31381

    Από την άλλη, η αστυνομική απαγόρευση της παρτίδας των χασικλίδικων που κυκλοφόρησαν το καλοκαίρι του 1946, χρονολογείται στις 17 Νοεμβρίου 1946, με την έκδοση εκδίδεται της υπ’ αριθμ. 190 Αστυνομικής Διάταξης «Περί απαγορεύσεως κυκλοφορίας εις φυλλάδια ή φωνογραφικούς δίσκους κλπ. ασμάτων αντιθρησκευτικών, αντεθνικών ή χυδαίου και ανηθίκου περιεχομένου».

    Έτσι, μου φαίνεται πως τεκμαίρεται ότι το τραγούδι κυκλοφόρησε προ της αστυνομικής απαγόρευσης, οπότε δεν είχε λόγο να μη βάλει τα χασικλίδικα στιχάκια.

  168. Corto said

    168: Πολύ ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες αυτές.
    Πράγματι, όπως το τεκμηριώνεις, δεν συνέτρεχε λόγος αστυνομικής απαγόρευσης για να αναγκαστεί να αποκρύψει τους όποιους χασικλίδικους στίχους.

    Εντύπωση όμως προκαλεί το γεγονός ότι στην ιστοσελίδα όπου παραπέμπεις, ο Τσιτσάνης φαίνεται να λέει για την «Δροσούλα»:
    «Πρέπει να ξέρετε όμως, ότι το τραγούδι δεν ήταν έτσι όπως το γραμμοφώνησα αργότερα. Τα πραγματικά λόγια είναι έτσι όπως τα γράφω πιο πάνω και ο τίτλος του ήταν ο «Μπλόκος». Με την παραπάνω μορφή που είναι η αρχική, δεν έχει γραμμοφωνηθεί».

    Στην πραγματικότητα ο Μπλόκος έχει γραμμοφωνηθεί, από τον Αθανάσιο Πειραιώτη, επίσης στην Αμερική. Η εκδοχή με τον Αθ. Πειραιώτη έχει περίπου τους στίχους που αναφέρει ο Χατζηδουλής, με την μικρή διαφορά ότι στο τέλος λέει: «και μαζί μας θα φουμάρεις», όχι «θα πάψεις να γκρινιάζεις».

    Σκέφτομαι δηλαδή μήπως κάποια τραγούδια, ασχέτως λογοκρισίας, παίζονταν στα μαγαζιά (κατ’ αρχάς από τους ίδιους τους δημιουργούς τους) συγχρόνως σε δύο ή και περισσότερες εκδοχές, πριν φτάσουν στην δισκογραφία και τυποποιηθούν.

  169. Μπετατζής said

    Μία κατά τη γνώμη μου έλλειψη του άρθρου είναι ότι δεν αναφέρει καθόλου ότι σχετική διαπάλη, αντίθετες γνώμες και αντιθέσεις υπήρχαν και μέσα στους ίδιους τους ρεμπέτες, όπως δείχνει το παράδειγμα του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα, αντάρτη του ΕΛΑΣ μεταξύ άλλων, που δεν έχανε ευκαιρία να ασκησει κριτική στα χασικλίδικα. Για να μην παραξηγηθώ, πιστεύω ότι το Σπαθόλουρο είναι ένας σε βάθος και ειλικρινής ερευνητής, ίσως τον ενδιέφερε μόνη η γνώμη της επίσημης αριστεράς και όχι η η γνώμη κάποιων όπως ο Μπαγιαντέρας. Σε ό,τι αφορά τον χορό των σχολιαστών περί συντηρητικών κκεδων κλπ., απλά να πω ότι είναι τελείως διαφορετική η πρόσληψη περί ρεμπέτικου σήμερα, όπου το ρεμπέτικο, αφού έγινε ακίνδυνη και εν πολλοίς μοδάτη μουσική και αφού εξαλείφθηκαν εντελώς οι ρεμπέτες, απέκτησε την καθολική κοινωνική αποδοχή, και τελείως διαφορετική είναι η τότε εποχή (ειδικά η δεκαετία του ΄40) όπου έμπαιναν εντελώς διαφορετικά θέματα και προτεραιότητες. Αν θέλουν οι σχολιαστές περί συντηρητικού κκε κλπ να εξασκήσουν τα προοδευτικά κοινωνικά τους αντανακλαστικά, ας αναζητήσουν αν έχουν την τόλμη το υπαρκτό σημερινό περιθώριο και την υπαρκτή κουλτούρα του και ας εκφράσουν την κοινωνική τους αποδοχή στο σημερινό περιθώριο και όχι στο ακίνδυνο πλέον και μακρινό περιθώριο του παρελθόντος το οποίο επί της ουσίας έχει γίνει μουσειακό είδος (με την έννοια ότι δεν γράφονται πια ρεμπέτικα/χασικλίδικα ούτε υπάρχουν ρεμπέτες).

  170. spatholouro said

    170
    Ευχαριστώ για τις σκέψεις σας και ασφαλώς συμφωνώ ότι άλλη είναι η πρόσληψη του ρεμπέτικου σήμερα και πιο «ανέξοδη»…

    Για τη γνώμη κάποιων όπως ο Μπαγιαντέρας, έχω σε άλλη μου δουλειά ασχοληθεί, επιχειρώντας να εκθέσω -και κατά δύναμιν να αναλύσω- το πώς αυτοπροσδιορίζονταν οι ίδιοι οι «ρεμπέτες».

  171. Γιάννης Κουβάτσος said

    Μπετατζή, άλλο δεν μου αρέσει κάτι και άλλο το εξαφανίζω κι αυτό και τους φορείς του, όταν αποκτήσω αρκετή εξουσία. Αμφιβάλλεις ότι η εξαφάνιση θα ήταν η μοίρα ρεμπέτικων και ρεμπετών και λοιπών «παρακμιακών», αν το ΚΚΕ είχε καταλάβει τότε την εξουσία; Ναι, ξέρω, με το αν και αν, πάντως στις «λαϊκές δημοκρατίες» είναι γνωστή η τύχη των «αποκλινόντων».

  172. spatholouro said

    #82/94/99 (Corto-Σταθμός Μπάρι)
    Μπράβο Corto, μ’ έβαλες στα κακά στενά…

    Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός του Μπάρι εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1934 και την μέρα εκείνη έπαιξε τους δίσκους: «Παντρεύεται η αγάπη μου», «Καλαματιανή», «Αμυγδαλιά», «Το σιγαρέττο» και το «Γελεκάκι»

    Εδώ το σχετικό ρεπορτάζ («Πρωία» 21/8/1934)
    http://srv-web1.parliament.gr/main.asp?current=7673144

    Για να δούμε τι άλλο θα βρούμε…

  173. Πέπε said

    @170, 172:
    Συμφωνώ με Μπετατζή: πολύ εύστοχο ότι το τότε περιθώριο είναι σήμερα ακίνδυνο, κι ότι τα παλιά ρεμπέτικα υπάρχουν ελεύθερα επειδή οι ρεμπέτες (ως κοινωνική ομάδα, δεν εννοώ τους μουσικούς) έχουν εκλείψει. Το τι θα είχε γίνει αν, δεν το ξέρουμε Γιάννη, πάντως η θρησκεία δεν εξαφανίστηκε λ.χ. από τη Ρωσία ή ακόμη και την Αλβανία, όπως είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε.

    _________________

    @Γς:
    Γεία σου Γς. Κουράγιο και δύναμη.
    Δε σου απάντησα, γιατί δεν είχα ξαναμπεί. Ναι, αυτό είναι το βίντεο. Αλλά το είχε ήδη ρίξει κάποιος.

  174. Νίκος Κ. said

    Πιστεύω ότι η αμηχανία που δημιούργησε στην αριστερά το ρεμπέτικο πηγάζει από την ιδεολογική ψευδαίσθηση ότι σε όλα τα κοινωνικά, πολιτιστικά (ή ακόμη κι επιστημονικά) θέματα μπορεί να εντοπισθεί η αριστερή-εργατική οπτική και η αντιδραστική-αστική. Στην αριστερά (ιδιαίτερα στην κομμουνιστική της εκδοχή) δεν μένει παρά να ξεχωρίσει τα ζιζάνια από τα «υγιή» φυτά, γεγονός που το έκανε με ανησυχιτική ευκολία.

    Μήπως αντίστοιχη απαξιωτική αντιμετώπιση δεν έδειξε προς τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες της κβαντομηχανικής και της μεγάλης έκρηξης (big bang);

  175. Corto said

    173 (Spatholouro):
    Πού το ξετρύπωσες βρε θηρίο;!!! Χίλια μπράβο!

    Στην ιστοσελίδα που παραπέμπω στο σχ.94 γράφει:

    «Η προπαγανδιστική προσπάθεια του Ραδιοφωνικού Σταθμού στο Μπάρι για την ελληνική επικράτεια συνεχίστηκε πιο δυναμικά καθώς τον Μάιο του 1938 εξέδωσε ένα καλαίσθητο περιοδικό, στην ελληνική γλώσσα, που έφερε τον τίτλο «Ράδιο Επιθεώρησις» και διανεμόταν ταχυδρομικώς, σε όλη την Ελλάδα, σε 2.000 έλληνες παραλήπτες.»

    Αν σώζεται κανένα τεύχος, θα πρέπει να έχει τρομερό ενδιαφέρον.
    (Διαισθάνομαι ότι κάτι θα ανακαλύψετε οι ιχνηλάτες του ιστολογίου…)

  176. Γιάννης Κουβάτσος said

    Στην Αλβανία, Πέπε, οι εκκλησίες έγιναν αποθήκες και, σ’ όλο σχεδόν το ανατολικό μπλοκ, η άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων δεν ήταν ακίνδυνη. Άλλωστε, με τη θρησκεία δεν τα βάζεις εύκολα, λόγω των βαθιών ριζών της στη λαϊκή συνείδηση. Όλα τα άλλα, όμως, τα πήρε και τα σήκωσε ο «σοσιαλιστικός» οδοστρωτήρας. Αν εδώ εξελίσσονταν διαφορετικά τα πράγματα, θα ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία. Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι αν γουστάρω το ντεθ μέταλ(το σιχαίνομαι), το θέμα είναι αν, παίρνοντας την απόλυτη εξουσία, θα το ανεχτώ ή θα το καταργήσω, στέλνοντας τους δημιουργούς του σε καμιά Κολίμα (στην καλύτερη περίπτωση).

  177. spatholouro said

    #177
    Πολύ φοβάμαι ότι ο κ. Κουβάτσος δεν είναι και τόσο υπερβολικός, όσο μπορεί να φαίνεται σε ορισμένη οπτική των πραγμάτων:

    Είδαμε τη στάση του Ξένου (σε «κουφή» μάλιστα χρονολογία (1965) όταν είχε, τηρώντας τις αναλογίες, και μαχαίρι και πεπόνι: ως πρόεδρος του ΠΜΣ, καταγγέλλοντας τον «ασύδοτο εμπορισμό του ρεμπέτικου» που απειλεί επικίνδυνα το μουσικό αίσθημα του λαού κάλεσε το κράτος (ακόμη και τη Λογοκρισία), τον Τύπο και τις καλλιτεχνικές και πνευματικές οργανώσεις να «ξεσηκώσουν σταυροφορία για τη διάδοση της αληθινής λαϊκής μουσικής και για τον περιορισμό του ρεμπέτικου». Την ίδια χρονιά ο ΠΜΣ στοχεύει στην απαγόρευση του ρεμπέτικου…

  178. spatholouro said

    #176 (Corto)

    Έφτασεεεεε…

    http://www.biblio-uellner.uni-hamburg.de/biblio/index.php?action=list_LISTSOMERESOURCES_CORE&method=collectionProcess&id=249&PagingStart=0

  179. Pedis said

    Ορθά μίλησε ο Μπετατζής (#170).

    Πάντως, το «λαικό» πολιτιστικό πλαίσιο από μόνο του, γενικά, δεν πιστεύω ότι είναι εγγύηση ποιότητας και βέβαια ούτε αντικείμενο αποδοχής ή πολύ περισσότερο εξύμνησης. (Λαικές είναι οι δεισιδαιμονίες, οι δοξασίες, οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, οι παραδοσιακές πατριαρχικές σχέσεις κλπ κλπ. και πολλά από δαύτα διαπερνούσαν, φυσιολογικά, τον μουσικό πολιτισμό του ρεμπέτη. Άλλωστε, γενικά μιλώντας, λέτε να υπάρχει πολύς χώρος για την ανάπτυξη ατόφιου, αγνού λαικού πολιτισμού σε αντίθεση με τον πολιτισμό των κυρίαρχων ελίτ; Τον «λαικό» πολιτισμό δεν είναι να τον παίρνει κανείς τοις μετρητοίς και ή να τον αποστρέφεται/απορρίπτει ή να τον ερωτεύεται. )

    Άσχετο (ίσως): το αν αξίζει ή αρέσει η μουσική του Βάγκνερ είναι άσχετο με την κριτική που μπορεί ή πρέπει να γίνει στο πνεύμα της εποχής του, του περίγυρού του και του ίδιου.

  180. Corto said

    179:
    Υποκλίνομαι! Μένω άφωνος!

  181. Corto said

    Με μια πρόχειρη ματιά στην θεματολογία του «Ράδιο Επιθεώρησις», βρίσκουμε τίτλους για τον Ούγο Φώσκολο, τον Στέφανο Μαρτζώκη, τον Βικέντιο Κορνάρο και τον Μαρίνο Φαλιέρο. Δεν θα το λέγαμε τυχαίο.

  182. sarant said

    Ωραία πράγματα βρίσκετε!

  183. sarant said

    Η Μαριέτα Επτανησίου που έχει ένα άρθρο είναι προφανώς η (επτανήσια) Μαριέτα Μινώτου.

  184. Corto said

    Και για τον Λαπαθιώτη έχει άρθρο στο 3 (1940) 448–449. Συγγραφέας: Χάρης

  185. Γιάννης Κουβάτσος said

    Από μια ορισμένη οπτική των πραγμάτων σαφώς φαίνονται υπερβολικά αυτά που γράφω, φίλε Σπαθόλουρο. Και ξέρουμε πια είναι αυτή η οπτική, η οποία εμένα μου είναι απεχθής. Για όλους τους υπόλοιπους τα αυτονόητα και ιστορικώς αποδεδειγμένα λέω. 2.000 καλλιτέχνες και διανοούμενοι δεν κατέληξαν στα γκουλάγκ τη δεκαετία του ’30 και του ’40 ή εκτελέστηκαν; Ο Μάντελσταμ, ο Μπάμπελ, ο Μέγιερχολντ, η Ράιχ και τόσοι άλλοι. Άλλοι προτίμησαν να αυτοκτονήσουν, όπως η Τσβετάγεβα, ο Μαγιακόφσκι, ο Ιασβίλι, άλλοι γνώρισαν αφόρητες πιέσεις και λογοκρισία, όπως η Αχμάτοβα, ο Πάστερνακ, ο Γκρόσμαν…Οι ρεμπέτες θα τη γλίτωναν; Μόνο αν γινόντουσαν καλά παιδιά και έγραφαν ύμνους στον Ζαχαριάδη.

  186. sarant said

    185 Να το βρίσκαμε…

  187. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Αυτό είναι ιστορικό άρθρο! Τώρα βλέπω ότι ξετρυπώσατε τόσα για το σταθμό του Μπάρι και το περιοδικό. Χίλια μπράβο! Μ΄έπιασε ένας ιδιότυπος σπαραγμός για τόσες ακόμη πτυχές της νεότερης ιστορίας που μένουν αξεδίπλωτες. Καίει το (λίγο) μυαλό μου.Μπράβο και πάλι.

  188. Γιάννης Ιατρού said

    187: Εφτασεεεε εδώ

  189. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    189. Γιάννη, διάνα! 👌

  190. Γιάννης Ιατρού said

    190: Γειά σου ΕΦΗ, το αγόρασα και θα γίνει χορηγία στο ιστολόγιο για τα τόσα ωραία άρθρα που βάζει 🙂 🙂

  191. κουτρούφι said

    Εδώ:
    http://rebetiko.sealabs.net/viewtopic.php?t=1704&start=28
    έχει μια ιστορία με το Μπαγιαντέρα. Δεν ξέρω αν είναι αληθινή αλλά η σκηνή με τον τσολιά είναι ξεκαρδιστική.

    (Είχα πάει στην κηδεία του, το 1985 στον Άγιο Νείλο, μερικά στενά πάνω από την Πηγάδα που έμενα)

  192. Γιάννης Ιατρού said

    192: Παγκόσμιο και πάντα ισχύει το «Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος» 🙂

  193. Γιάννης Ιατρού said

    193: Το σχόλιο για την πρώτη ιστορία που αναφέρεται στο link που έβαλες….

  194. Spiridione said

    Γιάννη, αυτό πρέπει να είναι το τεύχος με τον Λαπαθιώτη (το οποίο επωλήθη λέει), αλλά δεν πειράζει, ούτως ή άλλως ενδιαφέρον θα έχει και αυτό που πήρες. Αυτό που λέει Τρεις Ποιηταί του Πέτρου Χάρη πρέπει να είναι αυτό που είδε ο Κόρτο, και έχει κι άλλο ένα ποίημα του Λαπαθ. .
    http://www.rarebooks.com.gr/book.asp?catid=7805

  195. Γιάννης Ιατρού said

    195: Γιατί νομίζεις λέει επωλήθη (το ΄Ετος Γ΄, αρ. 3, Μάρτιος 1940) ρε Σπύρο; 🙂 🙂

  196. Γιάννης Ιατρού said

    196: ΑΚΥΡΟ, τώρα κατάλαβα τι εννοείς, sorry!

  197. Spiridione said

    Όοοι ενδιαφέρονται να ερευνήσουν το θέμα του Ράδιο Μπάρι, Σπαθόλουρο, Κόρτο ή όποιος άλλος, υπάρχει και αυτό το βιβλίο στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.
    Ραδιοφωνικός σταθμός Μπάρι αι ειδικαί ελληνικαί μεταδόσεις 1 Ιουλίου 1934-1 Ιουλίου 1937 = Ente Italiano Audizioni Radiofoniche : le trasmissioni speciali per la Grecia 1 Luglio 1934-1 Luglio 1937.
    Ιταλική έκδοση του 1937, μάλλον δίγλωσση.
    http://catalog.parliament.gr/ipac20/ipac.jsp?session=1I47CA0154365.81951&profile=001&uindex=TL&term=%20%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%BA.%20%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8E%CF%81%CE%BF%CF%85%20%CE%94%CF%81.%20%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B7%20(%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%A0%CF%85%CF%81/%CE%BA%CE%BF%CF%8D%20%CE%B5%CE%BD%20%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1)%20%CE%B5%CF%80%CE%AF%20%CF%84%CE%B7%20%CE%B5%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B5%CE%AF%CF%89%20%CF%84%CE%B7%CF%82%2025%20%CE%9C%CE%B1%CF%81%CF%84%CE%AF%CE%BF%CF%85%201944.%20%CE%91%CE%B9%20%CE%B5%CE%B4%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%AF%20%CE%B2%CE%BB%CE%AD%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%A1%CF%89%CF%83%CF%83%CE%AF%CE%B1%CF%82%20%CE%B4%CE%B9%CE%B1%20%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%BF%CF%85%20%CF%84%CF%89%CE%BD%20%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CF%89%CE%BD%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CF%84%CE%BF%20%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%BB%CE%B1%CF%85%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%20%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1%20/%20%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%BF%CF%80%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%AD%CF%84%CE%B7%20%CE%BA.%20%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4.%20%CE%94.%20%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%B7%20%CE%B1%CE%BE/%CE%BA%CE%BF%CF%8D%20%CE%A0%CF%85%CF%81/%CE%BA%CE%BF%CF%8D%20%CE%B5%CE%BD%20%CE%B5%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1.&aspect=subtab13&menu=search&source=~!vouli_library

  198. sarant said

    Πάντως αυτο το ποίημα του Λαπαθιώτη που δίνεται ο τίτλος του είναι γνωστό και μπορεί καινα το πήραν και από το βιβλίο του (είχε κυκλοφορήσει τότε). Η δημοσίευση βέβαια δεν είναι γνωστή.

  199. Γιάννης Ιατρού said

    195: Spiridione
    Εγώ πάντως αυτό πήρα, κι έτσι το γράφει ο Corto στο #185

    Αλλά έχεις δίκιο, σ΄ αυτό που αναφέρεις στο #195 (κι έχει πωληθέι ήδη) έχει κι ένα άλλο ποιήμα του Λαπαθιώτη!

  200. Spiridione said

    199. Αυτό που είδε ο Κόρτο, του Πέτρου Χάρη:
    http://www.biblio-uellner.uni-hamburg.de/biblio/index.php?action=resource_RESOURCEVIEW_CORE&id=30753

  201. Spiridione said

    200. Δες στο 195, γράφει σελ. 405-471. Το 3 που λέει το γερμ. λινκ είναι το έτος όχι το τεύχος.

  202. Γιάννης Ιατρού said

    202: Δηλαδή συνέπεσαν το έτος και αριθμός τεύχους; Αν κρίνει κανείς από τον αριθμό σελίδων, μάλλον έτσι είναι!

  203. Spiridione said

    Δυστυχώς το βιβλίο του σχ. 198 δεν φαίνεται να είναι διαθέσιμο στη Βιβλ. της Βουλής, δεν ανοίγει το λινκ. Αλλά και στη Βικελαία, που αναφέρεται, δεν φαίνεται να είναι διαθέσιμο.
    http://vikelaia-ebooks.heraklion.gr/ipac20/ipac.jsp?session=146P4YI148828.41124&profile=vik-av&uindex=TL&term=%CE%95%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%9F%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%AF%CE%B1%20:%20%CE%BF%CE%B9%20%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%80%CE%AD%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82%20%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CF%82%20%CF%83%CF%87%CE%AD%CF%83%CE%B7%CF%82%20:%20%CE%B1%CF%80%CF%8C%20%CF%84%CE%BF%20%22%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%22%20%CF%83%CF%84%CE%BF%20%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C%20%CF%83%CF%87%CE%AF%CF%83%CE%BC%CE%B1%20/%20%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%85%CE%AC%CF%82%20%CE%9C%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82,%20%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BC%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1%20%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AE%CF%82%20%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BD%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CF%82.&aspect=subtab13&menu=search&source=~!vikelea_lib

  204. Spiridione said

    Εντάξει, 8 ευρουλάκια, είναι και συλλεκτικό 🙂

  205. Γιάννης Ιατρού said

    205: Ε, θα δούμε τι άλλο έχει 🙂 (π.χ. Η επίδρασις της μουσικής επί των αρχαίων Ελλήνων, Ιστορία και θρύλοι στο κάστρο του Μυστρά κλπ.)

  206. Γιάννης Ιατρού said

    204: Λέει οτι δεν έχεις τα απαιτούμενα δικαιόματα για να το ανοίξεις… δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν υπάρχει (;;)

  207. Γιάννης Ιατρού said

    δικαιώματα γμτ@#$%

  208. Spiridione said

    Στα άλλα βιβλία το ανοίγει, και σου λέει πού βρίσκεται και αν είναι διαθέσιμο.

  209. spatholouro said

    #198/204
    Αυτο το κράταγα για έκπληξη, γιατί ήθελα να κάνω πρώτα αυτοψία…
    Λίγη υπομονή οι «ανεβάσταγοι»! (όπως λέει ένας φίλος)

    Επίσης το περιοδικό ελληνοϊταλικής επικοινωνίας φαίνεται πως υπάρχει στη Βιβλιοθήκη της Βουλής (Λένορμαν), οπότε σε πρώτη ευκαιρία θα ρίψωμεν και εκεί εν βλέμμα συμπαθείας. Αν κάποιος φίλος επιθυμεί κάτι από τον κατάλογο του περιοδικού και εάν αυτό υπάρχει, εκτελούνται παραγγελίαι

    (Corto, τι άλλο να ζητήσεις πια και να μην τόχεις εν τω άμα;;;)

  210. sarant said

    210 Παρακαλώ όπως καταγράψετε τυχόν συνεργασίες Λαπαθιώτη και Κοτζιούλα. Ευχαριστώ!

  211. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    191. Α το πρόλαβες ! γι΄αυτό ΕΠΩΛΗΘΗ ! Να κάνω την …κομίστρια; 🙂 🙂
    Καλημέρες

  212. Corto said

    Τώρα μόλις είδα τις ερευνητικές εξελίξεις.

    Συγχαρητήρια σε όλους και ευχαριστώ πολύ! Είστε καταπληκτικοί!

    Είτε γράφηκαν απευθείας για το περιοδικό, είτε είναι αναδημοσιεύσεις, πάντως βλέπω ότι έχει σπουδαία πράγματα.
    Από ιστορικού περιεχομένου άρθρα, έπεσε το μάτι μου στο:
    Φ. ΒΙΚΚΙΟ : Ανέκδοτος ελληνικός κώδιξ περί της ιστορίας των Τούρκων Σουλτάνων.

    και αμέσως μετά, λαογραφικού περιεχομένου άρθρο:
    Κ. ΦΑΛΤΑΪΤΣ : Η λατρεία του δένδρου εις την Ελλάδα.

    http://www.rarebooks.com.gr/book.asp?catid=7799

    Πάντως στο βιβλίο που εντόπισε ο Spiridione (Ραδιοφωνικός σταθμός Μπάρι αι ειδικαί ελληνικαί μεταδόσεις 1 Ιουλίου 1934-1 Ιουλίου 1937), πιθανόν να υπάρχουν αναφορές στις μουσικές επιλογές του σταθμού.

    Και πάλι συγχαρητήρια, είστε απίστευτα ικανοί!

  213. spatholouro said

    211 (Sarant)
    Ο εν Αθήναις (Λένορμαν-Καπνεργοστάσιο) ανταποκριτής αναφέρει ευπειθώς:

    Το περιοδικό «Ραδιο-επιθεώρησις» βλέπει το φως τον Απρίλιο του 1938 και το χάνει τον Οκτώβριο του 1940 (πώς αλλιώς;). Ανταποκριτής του τμήματος ελληνικών μεταδόσεων και του περιοδικού, στην Ελλάδα, ήταν ο Μάριος Βαϊάνος. Η ύλη του κατά συντριπτικό ποσοστό απετελείτο από τις διάφορες ομιλίες, διαλέξεις κλπ που πραγματοποιούνταν στον ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι. Άξιο επισήμανσης είναι το γεγονός πως διαβάζοντας το τελευταίο τεύχος (του Οκτωβρίου 1940) δεν αντιλαμβάνεται κανείς το πολύ άσχημο σημείο στο οποίο είχαν φτάσει τα πράγματα. Είναι σα να διαβάζει οποιοδήποτε άλλο ενδιάμεσο τεύχος…

    Το επίμαχο τεύχος τώρα, που ενδιαφέρει τον Νίκο
    (καμμία άλλη αναφορά σε Λαπαθιώτη ή Κοτζιούλα δεν υπάρχει σε όλο το σώμα τευχών).

    Είναι: Π. Χάρη, «Τρεις ποιηταί», έτος Γ΄, Τόμος Δ΄, τχ. 7 (Ιούλιος 1940): σελ. 448-449
    Στη σελ. 449 παρατίθεται το ποίημα του Λαπαθιώτη «Κι έτσι, είναι κάπου μια ψυχή…», ενώ στη σελ. 448 ο Χάρης αναφέρεται στον Λαπαθιώτη, στον Λ. Κουκούλα και στον Τ. Άγρα.

    Αντέγραψα το τμήμα για τον Λαπαθιώτη και το παραθέτω:
    «Στα “Ποιήματα”, όσο κι αν κλείνουν τραγούδια που γράφτηκαν εδώ και είκοσι πάνω κάτω χρόνια, είναι ο χαρακτηριστικώτερος Λαπαθιώτης: μια ψυχή με δραματική ευαισθησία, με άπειρη νοσταλγία για την παιδική ζωή με τα ωραία όνειρα και τους ατέλειωτους γαλάζιους ουρανούς, με βαθύτατη (ΝΙΚΟ εδώ νομίζω λείπει λέξη) για τα μικρά και τ’ ασήμαντα αυτού του κόσμου, αλλά και με την έμμονη ιδέα ότι μόνη καταφυγή, μόνη γαλήνη, μόνη λύση είναι ο θάνατος».

  214. spatholouro said

    82/94/99/123/165/213 (Corto) Σταθμός Μπάρι

    Κοίταξα σήμερα το δίγλωσσο (ελληνικά-ιταλικά) βιβλίο που εκδόθηκε τον Αύγουστο 1937, «Ραδιοφωνικός σταθμός Μπάρι αι ειδικαί ελληνικαί μεταδόσεις 1 Ιουλίου 1934-1 Ιουλίου 1937». Πολύ καλό τεκμήριο για το περιεχόμενο των ελληνικών μεταδόσεων κατά την τριετία αυτή.

    Τέσσερις ήσαν οι θεματικές του προγράμματος:
    Ειδήσεις
    Διαλέξεις-ομιλίες κλπ
    Μαθήματα ιταλικής γλώσσας
    Μεταδόσεις ελληνικής μουσικής

    Ενδιαφέρον έχουν και τα παρουσιαζόμενα στατιστικά της τριετίας αυτής, κατά τη διάρκεια της οποίας ο σταθμός εξέπεμψε πάνω από 1000 ώρες ελληνικού ενδιαφέροντος:
    Ειδήσεις: 420 ώρες
    Μεταδόσεις ελληνικής μουσικής: 360 ώρες
    Ιταλική γλώσσα: 120 ώρες
    Διαλέξεις: 100 ώρες

    Για να περάσουμε τώρα στο θέμα της ελληνικής μουσικής που μεταδιδόταν, μια πρώτη βασική πληροφορία είναι ότι στην τριετία παίχτηκαν πάνω από 450 «διάφοροι δίσκοι ελληνικής μουσικής και δημοτικών τραγουδιών». Πέρα από τη μετάδοση μέσω δίσκων γραμμοφώνου, εκτελούνταν και διά ζώσης ελληνικές συνθέσεις στην αίθουσα του σταθμού, μέσω της υψιφώνου Χρ. Ευθυμιάδου και του βαρυτόνου Ντε Κάρο, που συνοδεία πιάνου/ορχήστρας ερμήνευσαν, λέει, τα «γνωστότερα δημοτικά άσματα και τας κυριωτέρας συνθέσεις συγχρόνων ελλήνων συνθετών», με την ιδιαίτερη παρατήρηση ότι τα δημοτικά τραγούδια, και συγκεκριμένα τα εναρμονισθέντα παρά του κ. Ψάχου, άρεσαν ιδιαίτερα στους ξένους.

    Παίχτηκαν: Βάρβογλης, Ζώρας, Καλλίνικος, Καλομοίρης, Λαμπελέτ, Λαυράγκας, Νεζερίτης, Ξανθόπουλος,Πετρίδης, Πονηρίδης, Ριάδης, Ψάχος, Σαμάρας κλπ, καθώς και τραγούδια των Κόκκινου, Προκοπίου, Ρόδιου, Ψαρούδα κλπ , ενώ από δημοτικά τραγούδια παίχτηκαν της συλλογής Λαμπελέτ και Μπουργκό Ντικουντρέ αλλά και επιλογές από διάφορες συλλογές δημοτικών ασμάτων, εκκλησιαστικοί ύμνοι, τροπάρια και δίσκοι εκκλησιαστικής μουσικής.

    Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η πληροφόρηση που αντλεί κανείς όσον αφορά τη μεταδιδόμενη ελληνική μουσική. Η εικόνα που μου προκύπτει είναι ότι επιχειρήθηκε να δοθεί ένα ας πούμε πανόραμα της ελληνικής μουσικής που εικαζόταν ότι θα άρεσε ή και θα διαπαιδαγωγούσε μουσικά το ελληνικό ακροατήριο. Δεν συνάντησα κάποια ένδειξη που να με οδηγήσει στην πιθανολόγηση ότι μπορεί να έφταναν να έπαιζαν και Βαμβακάρη…χωρίς βέβαια κανείς να μπορεί να ξέρει τι και τι ήσαν αυτοί οι 450 δίσκοι που παίχτηκαν, κάτι που θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίζαμε, εάν απέκειντο σε κάποιο ιταλικό αρχείο και κάναμε αυτοψία.

    Μένω δηλαδή, κατά μεγάλο μέρος, με την αίσθηση που μου άφησε εκείνο το ρεπορτάζ της «Πρωίας» του Αυγούστου 1934, όπου κατονομάζονται κάποια τραγούδια, που για να παιχτούν μάλιστα στα εγκαίνια, ε, όλο και κάποια «κατεύθυνση» ως προς το ρεπερτόριο ενδείκνυαν, θαρρώ…

    Εν συνόψει, μετά την ανάγνωση του βιβλίου και όσων συγχρονικών πηγών βρήκαμε, διατηρώ αρκετές επιφυλάξεις για την αξιοπιστία των προφορικών μαρτυριών που εισέφερε ο Corto (άραγε σού είπε ο πατέρας σου ή άλλος του περιβάλλοντός σου ότι άκουσε ποτέ τότε Μάρκο ή ρεμπέτικα από τον σταθμό Μπάρι;) περί συστηματικής μάλιστα μεταδόσεως Βαμβακάρη, καθώς και για όλη τη συνεπόμενη επιχειρηματολογία που μου μοιάζει υπερβολική.

    Τουλάχιστον κάποιο ρεμπέτικο ίχνος στις διαθέσιμες συγχρονικές πηγές δεν βρέθηκε. Βρέθηκε για «σοβαρή» μουσική, βρέθηκε για ελαφρά, βρέθηκε για «αθηναϊκά» τραγούδια, βρέθηκε για δημοτικά, εναρμονισμένα ή μη, αλλά για νταρουντα ντραν ρεμπέτικα δεν μυρίστηκα κάτι…

  215. sarant said

    214 Σε ευχαριστώ, άγγελε του καπνεργοστασίου!

  216. Corto said

    215:

    Φίλε Spatholouro, κατ’ αρχήν είτε συμφωνήσουμε είτε όχι, θαυμάζω την ερευνητική σου δραστηριότητα. Επίσης σε ευχαριστώ που μπήκες σε όλη αυτήν την διαδικασία με την βιβλιοθήκη της Λένορμαν.

    Ναι, ο πατέρας μου που άκουγε ο ίδιος τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι, μου έλεγε ότι έπαιζε Βαμβακάρη και ότι οι Έλληνες το αντιλαμβάνονταν ως ιταλική προπαγάνδα. Αναφέρομαι στα χρόνια 1939 – 1940, ίσως και στα χρόνια της Κατοχής. Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς ποιο διάστημα.

    Οι αντιρρήσεις που έχω σε σχέση με τις επιφυλάξεις σου:

    α) Ο πατέρας μου δεν είχε κανέναν λόγο να επινοήσει αυτήν την ιστορία από μόνος του. (Αλλά προς Θεού, δεν διεξάγω αυτόν τον διάλογο με σκοπό να ξετυλίξω τις αναμνήσεις μου)

    β) Δεν με καλύπτει καθόλου το διάστημα 1934 – 1937 στο οποίο αναφέρεται το βιβλίο. Για τα επόμενα χρόνια δεν μας λέει τίποτα, ενώ ο σταθμός λειτούργησε μέχρι το 1943.
    Εξυπακούεται ότι κατά το διάστημα 1934 – 1937 το ρεμπέτικο ήταν πολύ πιο περιθωριοποιημένο σε σχέση με τα επόμενα χρόνια, από την εφαρμογή της λογοκρισίας και πέρα. Ναι, τότε πολλά τραγούδια του Μάρκου θα ήταν αδιανόητο να παιχτούν σε ραδιοφωνικό σταθμό. Από το 1937 όμως και μετά, εφόσον ξεκαθαρίστηκε ποια είναι τα «αμαρτωλα» ρεμπέτικα και ποια είναι τα αποδεκτά και εφόσον το ρεμπέτικο είχε ήδη διευρύνει το ακροατήριό του (π.χ. με την Φαληρώτισσα του Παπαϊωάννου και την Ελενίτσα, επίσης) δεν βλέπω κανέναν λόγο να μην παίζονταν τραγούδια όπως τα ακόλουθα:
    «θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω (1937), «μονάχος μες την μοναξιά» (1937), «τα ζηλιάρικά σου μάτια» (1938), «τα μπλε παράθυρά σου» (1938), «μια όμορφη μελαχροινή» (1939) κ.ο.κ.

    γ) Ποια είναι η κατεύθυνση ως προς το ρεπερτόριο την οποία ενδεικνύουν τα τραγούδια της Πρωίας;

    Παντρεύεται η αγάπη μου: δημοτικό

    Καλαματιανή: Το αγνοώ, πάντως φαντάζομαι δημοτικοφανές ή δημοτικό

    Το γελεκάκι: «Άιντε άλλα μου λες, άλλα μου κάνεις/ άιντε βάλθηκες να με τρελάνεις» (ήτοι μεθερμηνευόμενον: «άιντε θα πεθάνω μες τους καφενέδες/ πίνοντας χασίσι απ’ τους ναργιλέδες»)

    Το σιγαρέτο: Λαϊκό φοξ τροτ – επιθεωρησιακό
    «άρχισα φέτο το σιγαρέτο/ κι όλο καπνίζω μέρα νύχτα σαν τρελή»
    Γιατί άραγε δεν κατευθύνει στο ρεμπέτικο ρεπερτόριο ένα τραγούδι με αυτό το ηχόχρωμα, σε σχέση π.χ. με τον χαρτοπαίκτη του Τούντα;
    Η Λίζα Κουρούκλη της παραπάνω εκδοχής του σιγαρέτου όλο επιθεωρησιακά ρεμπέτικα τραγουδούσε, με Γιαννάκη Ιωαννίδη, Καμβύση κλπ

    Μόνο ένα ρομαντικό, λόγιο τραγούδι δυτικής κοπής: η Αμυγδαλιά. Όλα τα άλλα σαφώς λαϊκής αποχρώσεως.

    Για πρώτη εκπομπή δεν βλέπω να τα πήγε και άσχημα ο σταθμός. Δεν έβαλε βέβαια μπουζουκομπαγλαμάδες, ωστόσο το εν λόγω ρεπερτόριο, μας εισάγει πάρα πολύ ομαλά στο κανταδόρικο ρεμπέτικο. Και ο σταθμός θα είχε μπροστά του αρκετά χρόνια λειτουργίας, με καθημερινές 45λεπτες εκπομπές.

    Τέλος πάντων, δεν δογματίζω. Μια μαρτυρία σας μετέφερα εδώ και πάντοτε σέβομαι την άποψη ανθρώπων όπως εσύ, που έχεις εργαστεί πολύ για αυτά τα θέματα.

  217. κουτρούφι said

    #217.
    Πότε, αλήθεια, λειτούργησε ο πρώτος κρατικός ραδιοσταθμός;
    Απ’ ο,τι λέει εδώ
    http://www.thessalonikiartsandculture.gr/thessaloniki/palia-thessaloniki/istoria-radiofonou-protos-radiofonikos-stathmos-stin-ellada-1i-deth-1926#.V9BvPph97IU
    το 1938. Οπότε για τα πριν του 1938 ρεμπέτικα δεν μπορούμε να πούμε αν θα παιζόταν ή όχι σε ελληνικό ραδιόφωνο.

  218. Αιμ said

    Το άρθρο εξαιρετικο τα σχόλια καταπληκτικά τέσσερις μερες διαβάζω.

    Γύρω στο ’77 – ’78, 3ο φεστιβάλ της ΚΝΕ στο Περιστερι θυμάμαι το σχόλιο – διευκρίνηση του Μουφλουζελη στο «απο μικρός σαν άρχισα τη πρέζα να φουμαρω» με τη φοβερή φωνή του ότι το τραγούδι εννοεί κλπ. Μου είχε φανεί υπερβολικό έως αστείο τότε, είχε όμως τους λόγους του ο άνθρωπος !

  219. spatholouro said

    217 (Corto)
    Αγαπητέ Corto, λυπάμαι εάν κάπου εξελήφθησαν τα γραφόμενά μου ως αμφισβήτηση της συγκεκριμένης προφορικής μαρτυρίας. Και ακριβώς επειδή είχες γράψει ότι για την ελληνική εκπομπή του Μπάρι έχεις προφορικές μαρτυρίες και ότι ο πατέρας σου θυμόταν αυτές τις εκπομπές, για αυτό σε ρώτησα να διευκρινίσω συγκεκριμένα εάν μιλάμε γενικά περί ελληνικών μεταδόσεων ή και εντελώς συγκεκριμένα περί Μάρκου (εάν ο πατέρας σου στο είχε πει). Επίσης θα είχε ενδιαφέρον εάν ο πατέρας σου μπορούσε να ανακαλέσει ακριβώς για ποια χρόνια μιλάμε.

    Ας το πάρω λίγο από την αρχή. Όταν διαβάζω τα γραφόμενά σου περί Μουσολίνι-μεγάλης ώθησης του ρεμπέτικου στην Ελλάδα, περί συστηματικής μεταδόσεως Μάρκου για προπαγανδιστικούς λόγους, ότι επισπεύσθηκε η ίδρυση ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού για αυτό τον λόγο, ότι εξ αυτού το ελληνικό ραδιόφωνο απέφευγε τα ρεμπέτικα υπέρ των δημοτικών, ότι τα τραγούδια μέσω Μπάρι γίνονταν κοινό κτήμα, ότι τα ρεμπέτικα μπήκαν έτσι στα σαλόνια και ότι ιδίως του Μάρκου έγινε ειδική συστηματική χρήση και διαχείριση λόγω καθολικότητας (ελπίζω να αποδίδω κάπως τα γραφόμενά σου χωρίς να σε αδικώ), ομολογώ ότι μου φαίνεται «κάπως» η όλη εικόνα που φιλοτεχνούν αυτά που διάβασα.

    Ποτέ δεν αποκλείω μία πιθανολογούμενη εκδοχή των πραγμάτων, αλλά εδώ το όλο «πακέτο» ιταλικής πολιτιστικής διείσδυσης, όσον αφορά το αστικολαϊκό τραγούδι, και δη το ρεμπέτικο, θεώρησα ότι εκζητούσε τη βαθύτερη δυνατή ανίχνευση και προσωπικά δεν πείθομαι για όλα αυτά που ισχυρίζεται η προφορική μαρτυρία, εκτός από το ότι πράγματι, μεταξύ άλλων, είναι πιθανόν να ακουγόταν και κανένας «ακίνδυνος» Μάρκος.

    Ούτε θεωρώ ότι περίμενε το ρεμπέτικο να γίνει κοινό κτήμα και να μπει στα σαλόνια με ιταλικές παρεμβάσεις, ούτε νομίζω πως το 1934-37 ήταν πιο περιθωριοποιημένο από ό,τι μετά τον Μεταξά: ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως και την έλευση του Μεταξά, έχουμε αρκετά ρεπορτάζ από τον Τύπο (κάποια και δυσανάλογα εκτεταμένα, εάν σκεφτεί κανείς τον περιορισμένο χώρο των εντύπων και ότι δεν ήταν και σύνηθες να ασχολούνται με τέτοια οιονεί υποπολιτισμικά ζητήματα), όπου είτε υπό την εκδοχή του σμυρνέικου στυλ είτε υπό την εκδοχή των μπουζουκομπαγλαμάδων, αναδεικνυόταν προδήλως η δημοφιλία του λαϊκού πολιτισμικού αυτού μορφώματος.

    Ας ξαναγυρίσουμε στη λειτουργία του σταθμού Μπάρι. Λες ότι δεν καλύπτεσαι καθόλου από το διάστημα 1934-1937, για τον επιπλέον λόγο ότι ο σταθμός λειτούργησε έως το 1943, και ότι αναφέρεσαι στο διάστημα 1939-1940, ίσως και στην Κατοχή. Ωστόσο, στοιχεία βρέθηκαν για αυτή την περίοδο (1934-37), ενώ για την μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 περίοδο, όσο με άφησε να καταλάβω η αυτοψία στην «Ραδιο-επιθεώρηση» (που είπαμε ότι ήταν σχεδόν μια έντυπη μορφή των ραδιοακροαμάτων) φαίνεται ότι το μουσικό πρόγραμμα έτσι εξακολούθησε, ενώ για την περίοδο μετά τον Οκτώβριο 1940 το μεν περιοδικό διακόπτει διά παντός την έκδοσή του, ο δε σταθμός Μπάρι δεν μου μοιάζει εύλογο να συνέχιζε να μεταδίδει ελληνική μουσική με τον τρόπο που το έκανε πριν από αυτό το σημείο τομής. Μάλλον πρέπει να εστίασε σε απροκάλυπτη πια προπαγάνδα κατά της εχθράς πλέον Ελλάδος. Έπειτα, μη μας διαφεύγει ότι την περίοδο 1940-41 γράφτηκαν πολλά αστικολαϊκά τραγούδια (ρεμπέτικα και ελαφρά) με αφορμή τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και κατά του Μουσολίνι, οπότε δεν τον κόβω και πολύ πρόθυμο να επιμένει να βάζει τα ελληνικά τραγούδια που έβαζε επί ειρηνικής εποχής, πόσο μάλλον Μάρκο, που του την είχε «πει» και προσωπικά σε άσματά του. Άρα, οι σκέψεις αυτές συνηγορούν υπέρ του να θεωρήσω, προσωπικά, ότι την περίοδο Οκτωβρίου 1940 έως το 1943 που έκλεισε ο σταθμός Μπάρι, μάλλον δεν φαίνεται εύλογο να παίχτηκε Μάρκος ή ανάλογο αστικολαϊκό τραγούδι.

    Τέλος, για να συνδέσω το πράγμα και με την παρέμβαση #218 (Κουτρούφι). Πράγματι ο κρατικός ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός άρχισε να εκπέμπει τον Μάρτιο του 1938, ενώ επίσημα εγκαίνια έγιναν τον Μάιο του ίδιου έτους. Όμως και πάλι τα ρεμπέτικα δεν περίμεναν να παιχτούν ή όχι από τότε και μετά (κάτι που αποκλειόταν λόγω Μεταξά). Αμανέδες, σμυρνέικα, ρεμπέτικα, παίζονταν ήδη στην Ελλάδα τουλάχιστον από το 1928 μέσα από τον πρωτοποριακό ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης του Τσιγγιρίδη, που πρωτολειτουργεί τότε μέσα στην ΔΕΘ! (βλ. Ο. Πλέχοβα, «Το πρώτο ελληνικό ραδιόφωνο…και το πρώτο των Βαλκανίων», Μπαρμπουνάκης 2002: σελ. 36). Μάλιστα αναφέρεται ότι το Ράδιο Τσιγγιρίδη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου αντιμετώπισε θαρραλέα τη φθοροποιό προπαγάνδα του σταθμού Μπάρι, παρεμβάλλοντας παράσιτα και τονώνοντας το ηθικό των Ελλήνων με τραγούδια της Βέμπο και πατριωτικά συνθήματα (βλ. Ο. Πλέχοβα, ο.π.: σελ. 65)

  220. spatholouro said

    Για όσους ενδιαφέρονται: αναφορικά με το Ράδιο Τσιγγιρίδη και τη σχέση του με την εφημερίδα «Μακεδονία», βλ. και την εργασία του Τυροβούζη:

    http://www.ekdd.gr/ekdda/files/ergasies_esdd/15/5/717.pdf

  221. Corto said

    220:
    Spatholouro καλημέρα, έστω και καθυστερημένα!

    Νομίζω ότι σταδιακά μπορούμε να συγκλίνουμε.
    Η μαρτυρία (που προέρχεται από τον πατέρα μου και έναν συγγενή) αφορά συγκεκριμένα τον Μάρκο Βαμβακάρη, κι όχι γενικώς την ελληνική εκπομπή. Δυστυχώς πλέον είναι αδύνατον να ρωτήσουμε λεπτομέρειες.
    Για τα χρόνια από τον Οκτώβριο του 1940 και μετά, συμφωνώ ότι μάλλον οι εκπομπές -αν συνεχίζονταν- θα ήταν διαφοροποιημένες.
    Για το προηγούμενο διάστημα έως την κήρυξη του πολέμου, πιθανότατα ήταν υπερβολική η διατύπωση ότι το ρεμπέτικο «έγινε κτήμα όλων» χάρη στις ραδιοφωνικές εκπομπές, αφού σωστά επισημαίνεις την δημοφιλία του ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Όμως θεωρώ ότι εφόσον παίχτηκαν ορισμένα τραγούδια, οπωσδήποτε «ακίνδυνα», τότε το ακροατήριό του ρεμπέτικου θα διευρύνθηκε. Εν πάση περιπτώσει θα ακούστηκε και από μέλη κάποιων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, που μέχρι τότε το αγνοούσαν ή το περιφρονούσαν. Εννοώ ανθρώπους οι οποίοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να διαθέτουν ραδιόφωνο, αλλά που δεν σχετίζονταν με ταβέρνες, φωνογραφιτζήδες κλπ. Αυτούς εννοούσα ως «σαλόνια», αν και ο όρος ήταν ατυχής.

    Για την επίσπευση ίδρυσης ελληνικού ραδιοφώνου, δεν εννοούσα βέβαια ότι αυτό έγινε επειδή το Μπάρι μετάδιδε τραγούδια του Μάρκου, αλλά επειδή είχε γίνει κατανοητό ότι έκανε γενικότερα προπαγάνδα.

    Ως προς την «διαχείριση» του Μάρκου από τους Ιταλούς λόγω θρησκεύματος, σωστά απέδωσες την ουσία της μαρτυρίας. Τουλάχιστον έτσι το προσελάμβαναν οι Έλληνες ακροατές. Τι ακριβώς είχαν στο μυαλό τους οι Ιταλοί είναι πολύ δύσκολο να το ξέρουμε. Αλλά η επιλογή προβολής ορισμένων λογοτεχνών στο περιοδικό (σχ.182: Ούγο Φώσκολος, Στέφανος Μαρτζώκης, Βικέντιος Κορνάρος, Μαρίνος Φαλιέρος κλπ) έμμεσα προδίδει την ύπαρξη μιας προπαγανδιστικής τεχνικής «προσέγγισης».

    Τέλος όσον αφορά τις μουσικές επιλογές του σταθμού, σε όλο το διάστημα λειτουργίας της ελληνικής εκπομπής, πρέπει να διαφοροποιήσουμε τις ζωντανές εκτελέσεις από τις μεταδόσεις δίσκων γραμμοφώνου. Εννοείται ότι ρεμπέτικα δεν θα μπορούσαν να παιχτούν ζωντανά, παρά μόνο από ηχογραφήσεις.

    Συνολικά δεν υποστηρίζω βέβαια ότι η ιστορία του Μπάρι αλλάζει ριζικά την αντίληψη που έχουμε για την ιστορία του λαϊκού αστικού τραγουδιού, αλλά δεν νομίζω ότι είναι και αμελητέα, ει μη τι άλλο γιατί δίνει μια ακόμα παράμετρο στον πόλεμο προπαγάνδας του μεσοπολέμου.

  222. spatholouro said

    222 (Corto)
    Ευχαριστώ για τις απόψεις!

    Οπωσδήποτε, στο μέτρο που μεταδόθηκαν και κάποια ρεμπέτικα από δίσκους (εννοείται ότι δεν συζητάμε για ζωντανή εκτέλεση, διότι οι 2 καλλιτέχνες που προείπα ερμήνευαν αυτά που ανέφερα) ασφαλώς θα συνέτειναν στην εξοικείωση,κάποιων στρωμάτων τουλάχιστον, με αυτά τα ηχοχρώματα έτι περαιτέρω.

    Τώρα για την εικαζόμενη επίσπευση (εάν μιλάμε για επίσπευση, που μάλλον δεν νομίζω, διότι τον παλεύανε χρόνια πριν τον τρόπο να ιδρυθεί ραδιόφωνο στην Ελλάδα) ίδρυσης ελληνικού σταθμού, δεν μου φαίνεται -όσο κατάλαβα- να έκανε το Μπάρι γενικότερα προπαγάνδα, σε επίπεδο και έκταση που να ανησυχήσει τόσο τις ελληνικές κρατικές δομές ώστε να σπεύσουν για εγχώριο αντίπαλο δέος.

    Τέλος, και βέβαια δεν είναι αμελητέα η υπόθεση που δημοσιοποίησες και θα είχε πολύ ενδιαφέρον να μπορούσαμε να το ξεψαχνίζαμε περισσότερο το πράγμα: είναι πια θέμα ιταλικών ραδιοφωνικών αρχείων και αρχείου της συγκεκριμένης δισκογραφίας που χρησιμοποιήθηκε όλα αυτά τα χρόνια λειτουργίας του Μπάρι…

  223. Corto said

    223 (Spatholouro):
    Εγώ σε ευχαριστώ για τον χρόνο που διέθεσες!

    Συμπληρώνω στην τελευταία σου διαπίστωση, ότι δεν αποκλείεται να βρούμε και καμιά άλλη αναφορά σε ελληνική εφημερίδα, όπως το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο της Πρωίας που ανακάλυψες. Αν βρω και εγώ τίποτα σχετικό, θα το δημοσιοποιήσω εδώ.

  224. κουτρούφι said

    #220/221 και τα σχετικά.
    Ιδέαν δεν είχα για την ύπαρξη τέτοιου σταθμού. Οπότε θα ανατρέξω στις παραπομπές.
    Merci.

  225. Περί ραδιοφωνικού σταθμού στο Μπάρι
    να προσθέσω πως από το Μπάρι εξέπεμπε στα χρόνια του Χότζα και τηλεοπτικός σταθμός.
    Και πολλοί Αλβανοί έμαθαν ιταλικά απ’ αυτόν. Έβλεπαν και ειδήσεις, βέβαια.

  226. Spiridione said

    Μερικά στοιχεία που βρήκα στο βιβλίο του Γ. Χατζηδάκη «Ω, άγιε αιθέρα ..» (ιστορία της ελληνικής ραδιοφωνίας).
    Ένας λόγος ανησυχίας που οδήγησε πιθανόν στην επίσπευση της ίδρυσης ελληνικού ραδιοφωνικού σταθμού ήταν η ίδρυση βουλγαρικού ραδιοφωνικού σταθμού το 1937.

    Για τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι φαίνεται ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανησυχία, όπως προκύπτει και από αυτό το δημοσίευμα, που περιέχονται διάφορες πληροφορίες για τη λειτουργία του σταθμού, εφημερίδα «Τύπος» της 30-10-1937 (σελ. 171).
    http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=41251&seg=
    Από εκεί μαθαίνουμε ότι εκτός από τον ιταλικό αυτόν σταθμό ελληνικό πρόγραμμα, μόνο ειδήσεις, εξέπεμπε τότε και ο σταθμός Βελιγραδίου. Επίσης, οι μεταδόσεις του ραδιοφ. σταθμού του Μπάρι γίνονταν από τη Ρώμη. «Το ελληνικόν τμήμα διευθύνεται από τον κ. Ζώραν. Είναι δε ο κ. Ζώρας, παρά το νεαρό της ηλικίας του, καθηγητής της Νεοελληνικής στο Πανεπιστήμιον της Ρώμης και ανώτερος υπάλληλος του αφορώντος την Ελλάδα τμήματος του Ιταλικού Υπουργείου Τύπου και Προπαγάνδας. Τελείως μορφωμένος, γλωσσομαθής και ευφραδέστατος ο κ. Ζώρας είναι συγχρόνως και ο εκφωνητής του σταθμού, τη συμπαθή φωνήν του οποίου γνωρίζουν όλοι οι Αθηναίοι και οι επαρχιώται κάτοχοι ραδιοφώνων. Πράγματι, ο κ. Ζώρας ανοίγει κάθε βράδυ το πρόγραμμα με την εκφώνησιν της τυπικής φράσεως: «-Αλό, αλό, εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Μπάρι». Ο ίδιος διαβάζει το δελτίον ειδήσεων, ο ίδιος αναγγέλλει τους εκτελεστάς ή τους ομιλητάς και τέλος ο ίδιος αναγιγνώσκει τα κείμενα των ραδιοφωνικών ανακοινώσεων.
    Ο σταθμός του Μπάρι είχεν και εν καλλιτεχνικόν απόκτημα: την διάσημον Ελληνίδαν τραγουδίστριαν δίδαν Χριστίνα Ευθυμιάδου, ένα μεσουρανούν σήμερα άστρον, το οποίον ετιμήθη με τα μεγαλύτερα διεθνή βραβεία εις την Γερμανίαν, την Αυστρίαν και την Ιταλίαν. Μέχρι πρότινος λοιπόν οι κάτοχοι των ραδιοφώνων ήκουον την γλυκύτατην φωνήν της Ελληνίδος τραγουδίστριας, είτε εις δημοτικά κομμάτια είτες εις μελοδράματα. Ήδη η δις Ευθυμιάδου ευρίσκεται εις τας Αθήνας, αλλά θα επιστρέψη πάντως εις τον εξωτερικόν».
    Ο Χατζηδάκης σχολιάζει ότι η Ευθυμιάδου άφησε γενικά αδιάφορο το ελληνικό κοινό.
    «Όπως είναι φυσικόν, πολλαί ελληνικαί ανακοινώσεις γίνονται από τον σταθμόν του Μπάρι. Διάφοροι ειδικοί συντάσσουν ειδικάς ανακοινώσεις, αι οποίαι στέλλονται ταχυδρομικώς εις την εν Ρώμη διεύθυνσιν του ραδιοφωνικού σταθμού, εγκρινόμεναι δε λαμβάνουν την θέσιν των εις το πρόγραμμα.
    Άλλωστε, ο σταθμός έχει εδώ αντιπρόσωπον τον κ. Ευθυμιάδην (Πανεπιστημίου 15), μετά του οποίου, ως γνωστόν, διεξάγονται αι σχετικαί συνεννοήσεις. …
    Ούτω ο γνωστός δημοσιογράφος αλλά και μουσικοσυνθέτης κ. Χρ. Χαιρόπουλος έκαμε προ καιρού ανακοίνωσιν περί της προόδου της ελληνικής οπερέττας. Διάλεξιν περί τύπου εν γένει έδωσε και ο κ. Αλ. Λιδωρίκης, ετέραν δε περί της εκατονταετηρίδος του Αθηναίου δημοσιογράφου ο κ. Δ. Χρονόπουλος. Οι δύο τελευταίοι ομιληταί μετέβησαν ειδικώς εις Ρώμην».

    Ένα άλλο ενδιαφέρον που αναφέρει ο Χατζηδάκης είναι ότι υπήρχε ελληνικό πρόγραμμα και από την πολωνική ραδιοφωνία, τον σταθμό Ράδιο Κατοβίτσε, από το 1931. Στο περιοδικό «Ραδιό», που κυκλοφόρησε το 1934, αναφέρεται ότι το έτος αυτό οι εκπομπές ήταν εβδομαδιαίες. Υπεύθυνος του ελληνικού προγράμματος ήταν ο καθηγητής Νέων Ελληνικών Καζιμίρ Μπούλα, που ήταν άμισθος πρόξενος της Ελλάδας στο Κατοβίτσε. Το πρόγραμμα, λέει, είχε υψηλή ακροαματικότητα ιδιαίτερα σε ακροατές υψηλών απαιτήσεων. «Ένας άλλος Πολωνός φιλέλληνας γίνεται πολύ δημοφιλής στη χώρα μας, την εποχή που η φωνή του ακουγόταν και από τους δύο πολωνικούς πομπούς, ενώ ήταν και διευθυντής του σταθμού του Κατοβίτσε. Πρόκειται για τον Στέφανο Τιμενιέτσκι, που έγινε γνωστός στην Ελλάδα με τα ραδιοφωνικά ψευδώνυμα Παπαστεφάν και Μπαρμπαλέκος. Μαζί με τη σύζυγό του Ελένη – Ρεούτ Τιμενιέτσκι, που τραγουδά ελληνικά δημοτικά τραγούδια και οι Έλληνες ακροατές τη γνωρίζουν με το ψευδώνυμο Θεία Ελένη, γίνονται ένα ζευγάρι πολύ δημοφιλές, τα δύο πρώτα ραδιοφωνικά είδωλα. Έτσι, οι ελληνικές εκπομπές της πολωνικής ραδιοφωνίας αποκτούν στην Ελλάδα μεγάλη ακροαματικότητα και καθιερώνουν τα πρώτα ραδιοφωνικά αστέρια. Οι δικοί μας Θεία Λένα, Μπάρμπα-Σπύρος, Νίνα και Νικολάκης, που μεσουράνησαν στο ραδιοφωνικό στερέωμα την επόμενη δεκαετία, βάδισαν πάνω στα χνάρια που άφησαν ο Πολωνοί ραδιοφιλλέληνες».

  227. Spiridione said

    Έχουμε ξεφύγει λίγο απ’ το θέμα, αλλά ας βάλω και ένα άρθρο του Σωτ. Σκίπη (Βραδυνή 16-6-1938) που εκθειάζει τον Γεώργιο Ζώρα και την ελληνική ώρα του ραδ. σταθμού του Μπάρι.
    σελ. 290
    http://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=47348&seg=
    Δεν αντιλαμβάνονταν, πιστεύω, εκείνη την εποχή, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη του πολέμου, τις εκπομπές αυτές ακριβώς ως προπαγάνδα. Άλλωστε, ο Ζώρας ήταν απ’ αυτούς που συνεργάστηκαν με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, όντας παράλληλα και ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Προπαγάνδας του Μουσολίνι, όπως μας πληροφορεί το παραπάνω άρθρο. Δεν ξέρουμε αν αυτός ήταν υπεύθυνος και για τις μουσικές επιλογές του σταθμού.
    Ο Γεώργιος Ζώρας
    http://el.metapedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%96%CF%8E%CF%81%CE%B1%CF%82

    Για τον καθηγητή Καζιμίρ Μπούλας (και όχι Μπούλα) ένα βιογραφικό εδώ από την πολωνική βίκι.
    https://pl.wikipedia.org/wiki/Kazimierz_Bulas
    «… In 1931 he led the Jagiellonian University Modern Greek language course, also prepared and conducted a series of talks about modern Greece aired on Radio Kraków and publishing columns with similar themes in «Illustrated Daily Courier» and its appendices. A year later he became Honorary Consul of Greece in Krakow. Soon, he prepared and conducted in Radio Katowice monthly broadcasts in nowogreckim. These were pioneering broadcasts, because Greece does not have the own radio stations, which brought him great popularity in this country. He was a guest at the celebrations connected with the opening of the airline to Thessaloniki (1936), and make one of the streets in the city street name Polish (March 1937)».
    Οδός Πολωνίας, νυν Αλεξ. Σβώλου.

    Για το άλλο ζευγάρι, δεν βρήκα κανένα στοιχείο. Περίεργο αυτό που λέει ο Χατζηδάκης στο βιβλίο του, ότι έγιναν δημοφιλείς στην Ελλάδα, γιατί μου φαίνεται δύσκολο να μιλούσαν ελληνικά. Τέλος πάντων, ίσως έχει βρει κάποια στοιχεία από περιοδικά της εποχής, δεν ξέρω.

  228. Corto said

    227 και 228:
    Spiridione, πάρα πολύ ενδιαφέροντα τα άρθρα που βρήκες.

    Για την ελληνόφωνη εκπομπή της πολωνικής ραδιοφωνίας, να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Ηλίου, ξεκίνησε να μεταδίδεται ήδη από το 1929.

    Πάντως για την πρόσληψη των εκπομπών ως προπαγάνδα ή όχι, θεωρώ ότι δεν είναι ενδεικτικές οι δημοσιογραφικές αναφορές της εποχής, διότι η Ελλάδα ακολουθούσε πολιτική κατευνασμού έναντι της Ιταλίας, και συνεπώς απαγορευόταν ο ελληνικός Τύπος να γράψει οτιδήποτε σχετικό με ιταλικές προκλήσεις.
    Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Έλλης. Όλοι ήξεραν ότι βυθίστηκε από ιταλικό υποβρύχιο, ο κόσμος το συζητούσε, αλλά έπρεπε να ξεσπάσει ο πόλεμος για να γραφεί αυτό δημοσίως.

  229. Θύμμαχος Θήτης said

    Πολύ ωραία η παρουσίαση Spatholouro!

    Υποθέτω, χωρίς να έχω πηγές και γνώση στο θέμα, πως η αντίληψη για το ρεμπέτικο από την διανόηση του υπόλοιπου ψευδοδημοκρατικού τόξου (κέντρο και δεξιά, που πλαισιώνουν την αριστερά) ήταν χειρότερη (ή έστω ίδια) για τις εποχές αυτές.

  230. spatholouro said

    228
    Γράφει σε ένα σημείο του άρθρου του ο Σκίπης για την παρηγοριά που πρόσφερε ο σταθμός του Μπάρι στους ξενιτεμένους ιδίως Έλληνες, οι οποίοι μπορούσαν γυρίζοντας το κουμπάκι να «μεταφέρονται» στην Ελλάδα και να χαίρονται, μεταξύ άλλων, «τη μουσική της, τα κοντσέρτα της, τα τραγούδια της».

    Στο σημείο αυτό ίσως δεν θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο ένα επιχείρημα e silentio εκ μέρους μου. Είμαστε μεσούντος του 1938 και ο Σκίπης επιδοκιμάζει τη μεταδιδόμενη ελληνική μουσική και τραγούδια. Ο Σκίπης έχει προϊστορία μεγάλης αντιπαλότητας με τα αμανετζίδικα και ντερμπεντέρικα τραγούδια και ήδη το 1932 είχε ανοίξει ολόκληρη συζήτηση κατά του αμανέ. Επίσης το 1935 κατακεραυνώνει τον λαό που «αναγκάζεται στην απόμερη και μισόφωτη ταβέρνα της γειτονιάς, να τα βάλη πάλι με τον αμανέ ή με κανένα ντερμπεντέρικο τραγούδι της φυλακής που μιλάει για τα σίδερα και για τους λεβέντες, ή για τα “Στενά του Χαροκόπου” και που είνε…για τα σίδερα!…Με άλλους λόγους δηλαδή δε μπορούσε να γίνη πιο αξιοθρήνητη κατάστασις».

    Κατά συνέπεια, εάν είχε πάρει το αφτί του περί μεταδόσεως αμανέδων ή μπουζοκομπαγλαμάδων, δεν θα έκανε κάποιο λόγο, του στυλ «ναι, όλα ωραία με τη μουσική που μεταδίδεται αλλά τι τα θέλαμε αυτά τα έτσι και γιουβέτσι»;

  231. spatholouro said

    230
    Ευχαριστώ.

    Η εντύπωσή μου είναι πως η αστική διανόηση είχε μεν ανάλογες εκδηλώσεις απαρέσκειας, αλλά η μερίδα εκείνη που ενδεχομένως να μην ταυτιζόταν με τις κρατικές δομές και να λειτουργούσε στο πεδίο της, ας πούμε, «ελεύθερης» διανόησης, συνέλαβε νομίζω γρηγορότερα από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές ότι είχε να κάνει με ένα λαϊκό πολιτισμικό μόρφωμα άξιο κάποιας προσοχής (π.χ. Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Θάνος Βελλούδιος).

    Να φανταστείς ότι ο Τσαρούχης ήταν αυτός που έπεισε την εχθρικότατα διεκείμενη Σοφία Σπανούδη (που έλυνε και έδενε μουσικοκριτικώς τότε) να πάει να ακούσει την Εσκενάζι και σιγά σιγά μετεβλήθη η κακή της γνώμη, για να φτάσει το 1951 να γράψει εκείνον τον πρωτοσέλιδο διθύραμβο για τον Τσιτσάνη στα «Νέα»…

  232. sarant said

    231 Αυτό δεν είναι αβάσιμο επιχείρημα

  233. 232 Ας σημειώσουμε εδώ, ωστόσο, δύο πράγματα που υπαινίχθηκα και στο #15:
    Πρώτον, αν δεν κάνω λάθος στο σύνολο της «αστικής» τέλος πάντων διανόησης άνθρωποι όπως ο Τσαρούχης ή ο Χατζιδάκις δεν είχαν επιρροή πολύ μεγαλύτερη από, για παράδειγμα, εκείνη του Πετρόπουλου στην αντίστοιχη «αριστερή» διανόηση της προχουντικής περιόδου. Αρκεί να θυμηθούμε την ιστορία με τους Όρνιθες… Δεύτερον, ότι το ακροατήριο αυτής της «ελεύθερης αστικής διανόησης» (χρησιμοποιώ λίγο καταχρηστικά την ορολογία του Σπαθόλουρου) ήταν, απ’ όσο ξέρω, πολύ περισσότερο η αριστερή νεολαία της εποχής παρά η αντίστοιχη, ξερωγώ, δεξιά. Μπορεί βέβαια να γελιέμαι μια και τουλάχιστον για αυτή τη συζήτηση είμαι πολύ νέος 🙂

  234. sarant said

    234 Αν και πολύ νέος, δεν νομίζω πως γελιέσαι

  235. Κάτι ενδιαφέρον που κατά κάποιο τρόπο μετατοπίζει χρονικά το όλο θέμα: https://www.academia.edu/28415554/_%CE%9C%CE%B1%CF%82_%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%AC%CE%BD%CE%B5_%CE%BD%CF%84%CE%AD%CF%86%CE%B9%CE%B1-%CE%AE_%CE%BC%CE%AE%CF%80%CF%89%CF%82_%CE%B4%CE%B5%CE%BD_%CF%83_%CE%B1%CF%81%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9_%CE%A4%CE%BF_%CF%83%CE%BA%CF%85%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF_%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9_%CF%84%CE%BF%CF%85_80_%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CF%84%CE%BF_%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%9D%CF%84%CE%AD%CF%86%CE%B9

  236. Γς said

    236:

    Από το λίκνο σου:

    >«Μας βαράνε ντέφια-ή μήπως δεν σ΄αρέσει;»

    http://caktos.blogspot.gr/2014/01/polaris-ursa-minor.html

  237. spatholouro said

    236 (Δύτης)
    «κατά κάποιο τρόπο μετατοπίζει χρονικά το όλο θέμα»
    Δηλαδή;;;

  238. Α, τίποτε φοβερό, απλά ότι στην εισαγωγή τουλάχιστον μιλάει για την αντίστοιχη πρόσληψη του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του ’80. Δεν το διάβασα και ολόκληρο, αν και νομίζω ότι με τον συγγραφέα ήμασταν μαζί στο ναυτικό 🙂

  239. spatholouro said

    Ας προσθέσω και αυτό που πέτυχα σήμερα, όσον αφορά τη συζήτηση περί σταθμού Μπάρι:

    «Τι θ’ ακούσωμε σήμερα από το ραδιοφωνικό σταθμό Μπάρι…σήμερον Τετάρτη… οι εκλεκτοί και γνωστοί Έλληνες καλλιτέχναι του άσματος δεσποινίς Νικολαϊδου και ο κύριος Θ. Μέλος θα εκτελέσουν ολόκληρον πρόγραμμα με τα ακόλουθα έργα Ελλήνων συνθετών: Η Γρηά ζωή – Παλαμά-Καλομοίρη, Χάιντε- Χούρδε- Μ. Καλομοίρη, Λήθη – Μαβίλη-Καλομοίρη, Μελωδία- Προκοπίου, Η φλογέρα και ο Γύφτος του Λ. Ζώρα, Τροβαδούρος του Λαυράγκα, Κοχύλι του Πονηρίδη, Μολυβιάτισσα του Μ. Καλομοίρη. Επίσης θα εκτελεσθούν και έξ’ ελληνικά λαϊκά τραγούδια: Η παπαδιά, η Πετοζάλη, Νανούρισμα, Χιώτικο, Μη με τυραννείς και κλαίω και ο Λύγκος του Βαλτετσιώτη…» («Θάρρος», 29 Μαΐου 1935, Αρ. φυλ. 17, σελ. 2).

    Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ (1922-1938)
    Πτυχιακή Εργασία του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΚΟΥΣΗ (ΤΕΙ ΑΡΤΑ 2015)
    Α Καρακούσης – 2016 – apothetirio.teiep.gr

  240. […] [spatholouro / από Σαραντάκο] […]

Σχολιάστε