Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Το μπουρίνι (διήγημα του Κώστα Μάκιστου)

Posted by sarant στο 15 Σεπτεμβρίου, 2019


Τις προάλλες, πιο σωστά ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, είχαμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο το διήγημα «Το σύγνεφο» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, όπου περιγράφεται η αγωνία των σταφιδοπαραγωγών όταν μια καλοκαιρινή μπόρα απειλεί την απλωμένη σταφίδα και μαζί τους κόπους όλης της χρονιάς.

Ο φίλος μας ο Άρης Γαβριηλίδης ανέφερε ένα διήγημα του Κώστα Μάκιστου με παρόμοιο θέμα, και είχε την καλοσύνη να το πληκτρολογήσει για το ιστολόγιο.

Ο Κώστας Μάκιστος (1895-1984) ήταν Μυτιληνιός λογοτέχνης -από την Αγία Παρασκευή, το κεντρικό κεφαλοχώρι του νησιού. Παπαχαραλάμπους το πραγματικό του επώνυμο. Τον είχα γνωρίσει γιατί ήταν γείτονάς μας και είχε φιλικές σχέσεις με τον παππού και τη γιαγιά μου. Επιπλέον, μας έδινε γερό μποναμά όταν του λέγαμε τα κάλαντα τα Χριστούγεννα (ήταν βέβαια μαζί κι ο εγγονός του ο Πάνος -Πάνο, έχω χάσει το τηλέφωνό σου, αν διαβάζεις άφησε σχόλιο).

Δεν θα πω περισσότερα εγώ, διότι ο φίλος μας ο Άρης έχει κι αυτός τον δικό του πρόλογο. Του δίνω λοιπόν τον λόγο αφού πρώτα πω ότι το σκίτσο του συγγραφέα το βρήκα στον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ. Πρέπει να είναι φτιαγμένο από τον Αντώνη Πρωτοπάτση.

Αγαπητέ Νίκο, ανήμερα της Παναγίας είχες δημοσιεύσει το ωραίο διήγημα «Το σύγνεφο» του Καρκαβίτσα, με την καλοκαιριάτικη μπόρα που κατέστρεψε την απλωμένη σταφίδα.

Εδώ έχω ένα εξ ίσου, κατά την άποψή μου, ωραίο διήγημα του Κώστα Μάκιστου, που πληκτρολόγησα, όπως μου ζήτησες. Είναι από την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του «Ο τάραχος», όπου πραγματεύεται το ίδιο θέμα, μόνο που αντί σταφίδας εδώ έχουμε στάρι.

Ο Κώστας Μάκιστος, (Κώστας Παπαχαραλάμπους-Ματζάρης, Λέσβος, Αγία Παρασκευή 1895-1984), διδάσκαλος στο επάγγελμα, άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο. Μακρινός θείος μου, (το γένος Ματζάρη ήταν η εκ πατρός γιαγιά μου). Κι ο παππούς ήταν Αγιο-Παρασκευώτης, Αριστείδης Γαβριλέλλης, του οποίου φέρω υπερηφάνως το όνομα, ελαφρώς μεταλλαγμένο στην κατάληξη. Οπότε, λόγω καταγωγής έχω ιδιαίτερη αγάπη για την λεσβιακή λογοτεχνία. Περισσότερα για τον Μάκιστο εδώ.

Ο Μάκιστος στο διήγημα αυτό, που έχει ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον, δεν αρκείται στο να περιγράψει παραστατικά μια φυσική καταστροφή αλλά δίνει προεκτάσεις κοινωνικές: πόλεμος, φτώχια, ξενιτιά, γηρατειά. Σημαντική η σκηνή που ο γιος βάζει την νιόπαντρη γυναίκα του να ορκιστεί στις θημωνιές ότι δεν θα πικράνει τον πατέρα του…

Το πρωτότυπο κείμενο είναι, φυσικά, σε πολυτονικό. Ο σύνδεσμο και, προ φωνήεντος, είναι παντού γραμμένος κ’ που τον μετέγραψα σε κι, ενώ έκανα ελάχιστες ακόμη ορθογραφικές παρεμβάσεις.  

 

Μπουρίνι

(Κώστα Μάκιστου)

-Άντε δα,  γέρο! Τούτη μονάχα τη φορά και θα σε σχολιάσω πια…

Οι γέροι ήταν δυο. Ο άνθρωπος και το ζο. Περασμένα τα εβδομήντα πέντε του ο άνθρωπος. Στο κεφάλι, φόραγε πλατύγυρο ψαθί.  Από κείνα τα φτηνά, ξοχάρικα,  για τον ήλιο του καλοκαιριού, καπέλα. Το πολυχρονίτικο ψαθί στραβοχείλιαζε, η κουκούλα του ήταν σκισμένη και νότιζε από τον ιδρώτα.  Κάτω από τον ψαθόγυρο, ξεχώριζαν τα δασά, μεγαλότριχα φρύδια να μπερδεύονται με τις τούφες τ’ άσπρα μαλλιά που πέφτανε στο κούτελο.  Κάτω από κείνα τα φρύδια, δύο μάτια γαλανά, ήμερα.

Το ζό, ένας σταχτύς  γάιδαρος, θα τα κόντευε τα είκοσι πέντε του. Κατάκορφα στο κεφάλι, είχε και αυτός το καπέλο του για την καλοκαιριάτικη κάψα:  ένα κομμάτι από την παλιά, σπιτική ψάθα, με δύο τρύπες, απ’ όπου περνούσαν τα αφτιά, και με σπάγκο που έδενε κάτω από τον λαιμό. Το ζο ήταν αχαμνό. Μαδημένη, σαν καμουτσί, η ουρά. Στα λαγόνια, ξεπετιόνταν τα κόκκαλα. Τα κατσιασμένα τ’ αυτιά έγερναν πλαγινά. Και τα δύο μεγάλα, ειρηνικά μάτια του, κάθε λίγο και γλάρωνα. Όλο και γλάρωναν.

– Άντε δα!… Με το μεσημεριάτικο λιοπύρι βγαίνει τ’ αλώνι. Πώς το ξέρεις για!…

Βδομάδα, σωστή τώρα, που αλώνιζαν. Οι δυο τους, μονάχοι, ξάκρη του κάμπου, κοντά στο αποξηραμένο, ανάβαθο ρέμα. Οι θημωνιές δεν ήταν πολλές. Καμιά σαρανταριά δεμάτια, κι ούτε να πεις από κείνες τις θημωνιές τις βαριές και ασήκωτες. Συλλογιέται και αναθυμάται:

«Κείνη τη χρονιά, πούχαμε, με τον γιο μου, νοικιασμένα χωράφια στη Ζίγρα… Τι δεματάρες θεριωμένες, κείνη τη χρονιά!… Είχαμε άμα και ζα στα χέρια μας. Δυο φοράδες, κοπελιές ακούραστες. Και το μουλάρι, τον Καψάλη, που πετούσαν φωτιές τα πέταλά του…»

-Σένα, σ’ είχαμε για άλλες δουλειές τότε, γέρο, λέει στο ζο. Μα τάβλεπες δα κείνα τ΄ αλωνίσματα. Μεις χουγιάζαμε, τα ζα χλιμίντραγαν, και τρέχαμε και χορεύαμε πάνου στις θημωνιές. Τα θυμάσαι, γέρο;

Ο σταχτύς φταρνίστηκε και πετρώθηκε στον τόπο του, ασάλευτος. Ο ήλιος ανηφόριζε στα κατάκορφά του, κι η ζέστα όλο και άψωνε. Ανάσαινες λιοπύρι από τον αγέρα, αρμύρα και βούρκο από τη γειτονικιά την Αλυκή, και δρωτίλα μόχθου από τα λαγόνια του ζου και τις μασχάλες του ανθρώπου. Παλάμισε πανωτά, έτσι σα χάδι, ο άνθρωπος το σύντροφό του στα καπούλια, ανατράβηξε το σχοινί, το καπίστρι, («άντε και τελεύουμε… άντε!…»), το ζο ανακούνησε οκνά τ’ αφτιά του και ξανάρχισαν τη γύρα.

Ανθρώπινη ψυχή δε φαινόταν στα γειτονικά χωράφια. Τον είχε βάλει μποστανικά τον κάμπο ο κόσμος. Το ζευγαρισμένο χώμα μαυρολογούσε, και τα μποστανικά ότι κι άρχιζαν να ξαπλώνουν πράσινα κεντίδια στη μαυρογής. Κι έτσι γινόταν πάντα: Τη μια χρονιά στάρι, την άλλη μποστανικά.

«Ξεκουράζεται με τούτο το χώμα. Παίρνει προζύμι-μαγιά μέσα του για τη σταροχρονιά. Μονάχα εμείς στάρι στο στάρι το πήγαμε αράδα τρεις χρονιές φέτος»

-Βλέπεις, το ψωμί είναι το θεμέλιο στον άνθρωπο, γέρο!

«Κείνη, πάλι, την άλλη χρονιά, που βάλαμε μποστάνι με τον γιο μου στον Κακαλά…Τι βλογημένη  χρονιά και κείνη!…Σπιθαμή χώμα δεν έβλεπε το μάτι σου. Ξάπλωσαν οι πλώρες, αντάμωσαν και καπλάντισαν τη γης. Σα χαλί φουντωτό. Το μεσονύχτι, άκουγες τριζοβολητά. Μαζεύουν, βλέπεις, τη δροσιά της γης και της νύχτας τα καρπούζια και τη ζαχαρώνουν, και τεζάρουν τη φλούδα τους να την αποθηκιάσουν. Και, κείνη τη χρονιά, καίκια  ναύλωσε ο γιος μου και τα φορτώσαμε για τη Χώρα…»

Γύρα στη γύρα οι δύο γέροι, στο αλώνι, γύρα κι ο νους του ανθρώπου όλο σε κείνα τα παλιά, τα δικά του. Κι όχι πως ήταν όλα χαρούμενα και καλοθύμητα. Είναι πιο πολλά τ’ άλλα που κολλάν και αναλυώνουν, πικρό ρετσίνι στο λαρύγγι σου: Να, τότε που ξέσπασε η ανακατωσούρα στον κόσμο. Κι έγινε πόλεμος, και μάζεψαν τα παλικάρια, κι έφυγε και ο γιος. Νιόπαντρος τριώ μηνών γαμπρός. Και διάβηκαν  χρόνια και χρονάκια, και σαν πέρασε η μπόρα, ο γιος δε γύρισε. Χάθηκε στη Μικρασία και κανένας δεν ήξερε να πει, πού και πώς.  Κι ύστερα το άλλο: που η νύφη του κλείστηκε στο σπίτι και θωριά ανθρώπου δεν ήθελε να αντικρίσει, μόνο να δέρνεται και να μοιρολογά μερονυχτίς, ώσπου μαράζωσε και πέθανε. Κι άφησε τεσσάρω χρονώ το αγοράκι της, κι εγγονό του, πεντάρφανο. Κι ακόμα και το άλλο: Που ανημπόρεσε κι η δικιά του γριά. Και βογκούσε και την πιλάτευαν σφάχτες και πόνοι και την πήγαν σε σπιτάλια, σε γιατρούς και γιάτρισσες, και κανένας δεν μπόρεσε να την σώσει, και σφάλισε τα μάτια της και τον άφησε κι αυτή. Κι ακόμη και τα άλλα: Που πουλήθηκαν οι φοράδες κι ο Καψάλης και το λιοχτηματάκι, κι έμεινε με τούτο μονάχα το παρτσάδι της γης, ξάκρη του κάμπου, και με τούτον μονάχα το σύντροφο. Κι ακόμα…

Όμως,  όχι. Αυτά δεν θέλει να τ’ αναθυμάται. Κουρνιάζουν μέσα του, ναι, σα μαύρα πουλιά. Τα νιώθει να σαλαγάνε κάποτε στα φρένα του, μα δεν τ’ αφήνει να ξεμυτίσουν . Πάνε να μπήξουν την κρωξιά τους, να σε κάνουν να αρχίσεις μοιρολόγι μαζί τους. Κάνουν να ανοίξουν τις φτερούγες, να σκοτεινιάσουν τον κόσμο, να χάσεις από τα μάτια σου τον ήλιο κι από την ψυχή σου το κουράγιο και την υπομονή, όμως αυτός όλο και τα χουγιάζει, μυστικά και άφωνα, και τ’ αποδιώχνει στα κατάβαθά του κι αναλογιέται τ’ άλλα, τα πρόσχαρα, που τώρα και αυτά, έτσι που τα ξαναφέρνει ο λογισμός, δεν είναι πια γιορταστικά πρόσχαρα, αμή, είναι σαν παλιό παραμύθι, πικρούτσικο, αλήθεια, μα που σου δείχνει φέγγος. Αστρουλάκια που σελαγίζουν στη νύχτα σου.

«Κείνη τη χρονιά που παντρεύτηκε ο γιος μου…»

Ναι έτσι πάντα αρχίζουν οι καλές και άγιες θύμησες. Έτσι όπως στο Βαγγέλιο: «Τω καιρώ εκείνω γάμος εγένετο εν Κανά της Γαλιλαίας…».

«Μπόρες, γέρο, μπόρες… Τον άνθρωπο τον βρίσκουν μπόρες και μπουρίνια. Όσο ζεις, μπόρες και μπουρίνια να απαντέχεις. Συ, άμα,  νταγιάντα!…Γιατί;…ρωτάς, γιατί; Να, έτσι!…Να νταγιαντά  η καρδιά σου και να μην σκοτεινιάζουν τα μάτια σου… Ρωτάς ακόμα γιατί;… Για τον Έγγονο, μωρέ!…Δεν καταλαβαίνεις; Για τον Εγγονό λέγω!…»

Τούτα δεν ήταν για το ζο. Ήταν για τον εαυτό του. Και τόχε πάρει συνήθειο να μονομιλά, πότε  μυστικά κι από μέσα του, ποτέ φωναχτά, για τόνα και τ’ άλλο που του λάχαιναν ή που αναθυμιόταν. Έτσι γίνεται: Σαν ξεμοναχιαστείς, στα μονομιλήματα το ρίχνεις.

«Δίκιο είχε το παιδί. Φτερώνεις, και τότε ο τόπος δεν σε χωρά. Λαχταράς. Για μεγάλα πράγματα λαχταράς. Είναι κι παραλήδες οι ξενιτεμένοι πούρχονται και ξεμαυλίζεσαι, κι ο παλιός τόπος δεν σε χωρά…Και τον χάσαμε και τον εγγονό. Πάνε τώρα τρία χρόνια που τον χάσαμε. Μας τον πήρε η Αυστράλια…Τον χάσαμε;…Γιατί λες τον χάσαμε;…Τίποτα δεν έχει κατάδικο του γέρο όσο ζει ο άνθρωπος. Τίποτα δεν έχει καταδικό του, Γέρο, όσο ζει ο άνθρωπος. Τίποτα δεν είναι καταδικό του, και πάλι σα δε σκοτεινιάζει ο νους του, όλα δικά του είναι…Έτσι, κάπως, αλλιώτικα  δικά του…»

– Άντε δα, μην οκνεύεσαι…Άντε μία γύρα ακόμα!

Ο σταχτύς βόγκηξε. Ένα βογκητό κατάιδια ανθρώπινο. Βόγκηξε και πέτρωσε στον τόπο του. Έριξε κατά κάτου το κεφάλι, κι η ανάσα του ήταν δύσκολη.

-Απόστασες, λέγω…Ε, τότε, να σχολάσουμε για κολατσιό.

Απούντο μεσημέρι θα ήταν. Έβραζε ο τόπος απ’ το λιοπύρι. Στην Αλυκή, η αλισάχνη ασπρογάνιαζε, λεπτόφλουδος, κρουσταλλιένος αφρός, κι έτσουζαν τα μάτια σου να τον τηράς. Έβαλε πρώτα το ζο το ταϊνι: Χλωρασιές, περιπλοκάδες, πολύκομπα, που τάχε συνάξει με τη δροσιά της αυγής, κι άχερο. Γέμισε και τον κουβά με νερό από τη μεγάλη στάμνα.

Διπλοπόδισε και κείνος στον ίσκιο, στο μικρό τσαρδάκι πούχε στημένο – τέσσερα πλατανόξυλα μπηγμένα σε τετράγωνο σχήμα, κι αροδάφνες και λυγαριές για σκεπή. Λάδωσε τα χθεσινοβραδινά κουκιά του, μούσκεψε και το αποξεραμένο ψωμί.

Σαν απόφαγαν, ήρθε και ο σταχτύς για τσαρδάκι. Όμως, λιγοστός είναι ο ίσκιος καταμεσήμερα. Λιγοστός για δυό. Κι ο άνθρωπος σηκώθηκε και πήγε στο αλώνι μονάχος. Ανασκάλεψε με τα χέρια το αλώνισμα. Γιόμισε τις φούχτες του και το κρησάρισε. Ναι, ο καρπός λευτερώθηκε από το τσόφλι του.

«Καλό, χοντροκούκουτσο και φέτος το στάρι. Το θεμέλιο της χρονιάς σιγούραρε…Μόνο το άχερο θάθελε ακόμα τρίψιμο. Να μπορεί να το μασουλά το ζο, που το πήραν τα γεράματα…»

Πήρε το λιχνιστήρι και φτιάριζε τις άκρες και της έριχνε καταμεσίς στο αλώνι. Ο σταχτύς είχε διπλοποδίσει χάμου, με το κεφάλι του στο λίγο τον ίσκιο, και νύσταζε. Νύσταζε…

Δούλεψαν και το απομεσήμερο οι γέροι. ‘Ήρθε και το δειλινό. Δρόσισε ο αγέρας, κι έγινε ασυνήθιστα νοτερός. Κει στον ουρανό, πάνω από το μπουγάζι, μιαν άσπρη γανάδα ξάπλωνε την αράχνη της:

«Εσύ, τι γυρεύεις, καλοκαιριάτικα, εσύ, κει ψηλά;…»

Το αχνό συννεφάκι μια πήγε να μαυρίσει, ύστερα ξέφτιζε, λίγνευε, άπλωνε, ξέφτιζε, ώσπου χώνεψε και χάθηκε μέσα στις τριανταφυλλένιες και χρυσαφιές δόξες του ήλιου που βασίλευε.

‘Ήλθε η νύχτα, κι έγιναν όλα μαλακά και απίθανα. Ήρθε κι ο ύπνος, που έχουν να λένε πως είναι ο αδελφός του θανάτου. Πάρωρα, ήρθαν και τα όνειρα στον άνθρωπο και γίνονται τώρα, όλα, αλλόκοτα αληθινά. Τόσο αλλόκοτα αληθινά, Θεέ μου!…

«Το αλώνι στη Ζίγρα στρώθηκε. Πού είναι λοιπόν οι φοράδες κι ο Καψάλης; Γιατί αργούν να φέρουν τα ζα; Και να, ο γιος με το σπαθάτο κορμί και τα σμιχτά φρύδια. Κι ήρθε, λέει, με τα μουσικά όργανα, την κομπανία τα νταούλια. Μαζί του κι η νύφη, η Σανιούλα, η αμυγδαλωμάτα η Σανιούλα. «Άπλου το χέρι πάνω στις θημωνιές, και δώσε όρκο!…», της λέει ο άντρας της. Κι η κόρη απλώνει το χέρι και δίνει τον όρκο:

«Ορκίζουμαι: να μην του πικράνω ποτέ τη καρδιά του Πατέρα σου. Τ’ ορκίζομαι στις θημωνιές και στα μάτια σου…»

Ο σταχτύς, που λούφαζε παραδίπλα στο τσαρδάκι, ανασήκωσε το κεφάλι: Τι έπαθε το αφεντικό, αλήθεια, και μιαουρίζει, κι αναρουφάει, και κλαίει μέσα στη νύχτα;

«Μπου-ού!…Ντουκ, ντούκου, ντουκ…Μπου-ού…παίζουν τα νταούλια. Χλιμιντράν οι φοράδες κι ο Καψάλης, χουγιάζουν γιος και Πατέρας, και ζα κι ανθρώποι τρέχουν και χορεύουν ξέφρενα: («Άντε αλώνι’ αλώνιαα!.. Άντε αλών’ αλώνιαααα!…») πάνω στα στρωμένα δεμάτια. Κι Σανιούλα βγάζει από τον κόρφο της το γαλάζιο μπουχούρι με το ροδόσταμο και  ραντίζει το αλώνι και ραίνει γιο και Πατέρα…Μπου-ού…Ντουκ, ντούκου ντουκ….Μπου-ού!…Γυρίζει ύστερα η κόρη, στο μεγάλο, απόδιπλα, σωρό και ξαναραίνει ροδόσταμο. Και τότε, θεόρατες πύρινες γλώσσες ξεπετιούνται από τις θημωνιές και λαμπαδιάζουν ολόγυρα τα πάντα…»

Ξύπνησε, ανατινάχτηκε κι ανακάθησε στα στρωσίδια του: Σκοτύφλα ο ουρανός και στάλες βροχή τον χτύπησαν στο πρόσωπο. Βουή ανέμου από τη θάλασσα, βουή ανέμου από το πευκόδασο. Αστραποβολήματα στο μπουγάζι, μπουμπουνητά στα ουράνια:

«Καλοκαιριάτικα…Τέτοιο πράμα καλοκαιριάτικα! Θα μουλιάσει το αλωνισμένο μας και θα χασομερίσουμε πάλι…»

Σηκώθηκε ολόρθος, και στο γυμνό του απανωχέρι άχνισε ζεστή η ανάσα του γέρου. Τον αγκάλιασε από το λαιμό και ένιωθε το κεφάλι του άδειο και το στόμα του να στεγνώνει. Έκαμε να τρέξει κατά το αλώνι. Να κάνει όμως τι; Σταμάτησε και ξαναγκάλιασε το σταχτύ.

Βροχή κι αγέρας φορτσάριζαν. Το τσαρδάκι τριζοβόλησε και τόειδε, στις απανωτές αναλαμπές, να φτερουγίζει αναμαλλιασμένο. Έτρεξε κι άρπαξε το χράμι. Τόστρωσε κατάραχα στο ζο. Έριξε από πάνω και την παλιά κουβέρτα. Έσυρε κοντά και το σαμάρι. Χώνεψε κι ο ίδιος  κάτω από τούτο το τσαντίρι και κάθισε στο σαμάρι. Ο λογισμός συμμαζευόταν από το ξάφνιασμά του, ξανάβρισκε κι η γλώσσα τα μονομιλήματά της. Είπε:

«Για την ώρα…τίποτα δεν περνά απ’ το χέρι σου για την ώρα…Τι τ’ όφελος, λοιπόν, να φουρτουνιάζουμε κι ελόγου μας;…»

Έσκυψε, έβγαλε το πρόσωπο από τα σκεπάσματα και τηρούσε έξω στ’ αναλαμπίσματα. Αχερόσκονη τούτσουξε τα μάτια, αχεράκια  γαντζώνονταν, τρύπωναν στα λαιμά του, χοροπήδαγαν ανάερα μπροστά του. Ο αγέρας σβούριζε δαιμονισμένα το αλώνισμα. Είπε:

«Αν προκάνουν και μουσκέψουν,  δεν θα τ’ ανεμοσκορπίσει όλα…»

Το σβούρισμα χίμηξε σφυρίζοντας καταπάνω του, ο σταχτύς τρίκλισε, τα σκεπάσματα αναποδογυρίστηκαν από το ζο, και κατακουκούλωσαν τον άνθρωπο. Ξανάφτιαξε, με πολύ κόπο, κόντρα στον αγέρα, το τσαντίρι. Ξαναμούλωξε το σαμάρι, έσκυψε κάτω από την κοιλιά του γέρου, χούφτωσε τις άκρες τα σκεπάσματα, κι από την άλλη μεριά, και τα κράτησε γερά. Απόμεινε  κάμποσο, έτσι καταχωνιασμένος. Έκανε να ματασαλέψει τα πόδια του ο σταχτύς, κι η παράξενη τούτη η «Κιβωτός»,  που φυλάγε τ’ ανάστροφα έναν άνθρωπο κι ένα ζο από το μπουρίνι, στράβισε να ξεπαρτσαλακωθεί.

-Φρόνιμα, λέγω!…Τέτοια ώρα δε μας πέφτει λόγος…

Τράβηξε σφιχτά κατά κάτω τα σκεπάσματα που κράταγε, και το ζο ξανακόλλησε στη γης. Έβγαλε και πάλι το πρόσωπο από το κουκούλωμα: Τ’ αστραπόβροντα είχαν σταματήσει. Καλμάρισε κι ο αγέρας. Πηχτό τώρα σκοτάδι, και τάριχναν τουλούμπα τα νερά τους τα ουράνια…

Υστερότερα ήταν που κατέβηκε το ρέμα, ξεχύλισε, ξεμπουκάρησαν στο χτήμα τα νερά και τ’  αποτέλεωσαν όλα…

Έφεξε η μέρα, κι ουρανός έδειχνε να μην ήταν κείνος του μεσονυχτιού. Λαμπικαρισμένος, γαλάζιος, ολοκάθαρος, κι ο Ήλιος να ξαναγεννιέται με τις δόξες του πάλι.

Από το αθώρητο μακρινό χωριό, έφταναν καμπανίσματα. Κυριακή ήταν η μέρα που ξημέρωσε.  Κει πάνω, που ζούσαν οι μαζεμένοι ανθρώποι, στη μεγάλη Εκκλησιά, ο ιερέας έστελνε στον Κύριο τις ικεσίες του:

«Υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων…»

Οι Άγιοι, στο παλιό εικονοστάσι, στέκονταν αποπνευματωμένοι πάνω στα ζωγραφιστά εικονίσματα. Σταυροκοπιόνταν οι πιστοί και συλλογίζονταν τα καθημερινά τα δικά τους, τα χθεσινά δικά τους, τα σημερινά που πρέπει να είναι ασφαλισμένα δικά τους, «και της Σωτηρίας των ψυχών ημών τω Κυρίω δεηθώμεν».

Στον κάμπο, ολοένα και ξεπρόβελναν οι άνθρωποι, που περιτριγύριζαν τα χωράφια τους, να καταμετρήσουν τι ζημιές τους έκανε το χθεσινό μπουρίνι, και ποια κέρδητα τους άφησε η βροχή.

-Μπάρμπα-Γιαννακόοο!

Άχνιζαν στον Ήλιο τα καταμουλιασμένα ρούχα του μπάρμπα Γιαννακού, και ο σταχτύς παραδίπλα του, μασούσε τις αποθερισμένες καλαμιές του χωραφιού, που μαλάκωσαν με τα νερά.

-Έ, τί ‘ναι; Τι ξεφωνίζεις;

Το εντεκάχρονο αγόρι, γειτονόπουλο, άρχισε:

-Είπ’ η μάνα μ’, έχις, λέει, γράμμα στν’ πόστα. Τσ’ είπ’ η μάνα μ’, να του πάρου, να στου φέρου, τσ’ είπε, λέει, η Ταχυδρόμους δε μπουρεί να του δώσι’ γιατ’ είνι σφαλισμένου. Τσι πρέπ’ νάσι ατός σ’, λέει, γιατί του γράμμα θάχι’ μέσα σάλλαγμα…

-Σάλλαγμα;…Τι σάλλαγμα;

-Να, σάλλαγμα! Δραχμές…Τσ’ είνι, λέει, απ’ τν’ Αυστράλια.

Λαμπύρισαν νοτισμένα τα μάτια του Μπάρμπα-Γιαννακού. Παλάμισε στα καπούλια το σταχτύ κι είπε:

-Δε σου τάλεγα; Ο Εγγονός… Χε!… Έχει την καλή μαγιά του γιου μου, μέσα του ο Εγγονός…

-Ίιιιι, άχυρα τσι κακό γι Αλτσήηη…ξεφώνισε το αγόρι και απόμεινε να τηρά.

Αλήθεια, πέρα, στα στεκάμενα, τώρα, νερά της Αλυκής, έπλευε όλο το αλώνισμα της χρονιάς, κι ο αγέρας δε μύριζε πια αρμύρα, αμή μονάχα βούρκο.

 

 

 

102 Σχόλια to “Το μπουρίνι (διήγημα του Κώστα Μάκιστου)”

  1. Όμορφο ήταν αυτό.
    Τι όνομα είναι η Σανιούλα;

  2. spiral architect 🇰🇵 said

    Καλό!
    Μάκιστος. Θυμίζει το καμένο χωριό της Ηλείας.

  3. Α, κι έλεγα τι μου θύμιζε το όνομα!

  4. Γς said

    Καλημέρα

    Εξαίσιο, για μερακλήδες διαβαστερούς

    Είμαι στη μέση

  5. Γς said

    μονομιλά, και όχι παραμιλάει

    μονομιλήματα και όχι … παραμιλήματα

  6. nikiplos said

    Καλημέρα… πολύ ωραίο κείμενο… το ζούσες θαρρείς… Και πολύ όμορφη η ματιά του γέρου…

  7. Γιωργής said

    Εξαίρετες εικόνες, ζωντανές! Μυρίζουν οι αλυκές στο βάθος.
    Ας να πάμε για κολύμπι τώρα! Ώρα είναι.
    Καλημέρα σας

  8. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Καλός τεχνίτης του Λόγου αλλά υποψιάζομαι ότι αφήνει κάποια περιθώρια αποριών σε πραγματολογικά θέματα..

  9. sarant said

    Kαλημέρα και ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

  10. nikiplos said

    Από άγνωστες λέξεις:

    Απούντο μεσημέρι
    παρτσάδι της γης
    Να νταγιαντά η καρδιά σου
    η αλισάχνη ασπρογάνιαζε
    στράβισε να ξεπαρτσαλακωθεί.
    στέκονταν αποπνευματωμένοι πάνω στα ζωγραφιστά εικονίσματα

  11. dryhammer said

    Τί όμορφη γλώσσα! Αλήθεια, μερακλήδικο (4). Με βούρκωσε ο… Συμπαθάτε με…

  12. Γς said

    και …πάει
    ήρεμα. Στρωτό το κείμενο κι η γλώσσα και το στόρι

    Σαν από μόνο του κυλάει

  13. gpoint said

    # 10

    Το απούντο το λένε κι οι ψαράδες όταν είναι ακριβώς πάνω από το σημείο που θέλουνε να ψαρέψουνε

    Αλισάχνη πρέπει να είναι η αλισίβα, η στάχτη

  14. #10 και παρτσά (parça) το κομμάτι στα τούρκικα.

  15. gpoint said

    Δεν είμαι φαν του είδους -περιγραφές αγροτικής ζωής και δυστυχίας- αλλά το βρήκα αρκετά καλό

  16. dryhammer said

    13.
    https://www.offsite.com.cy/articles/perissotera/diafora/159733-lexi-imeras-ti-simainei-alisahni

  17. Νίκο, ευχαριστώ για την δημοσίευση.

    «Πρέπει να είναι φτιαγμένο από τον Αντώνη Πρωτοπάτση». Νομίζω ότι είναι του Μίλτη Παρασκευαίδη, που συνήθιζε να κάνει σκίτσα φίλων του.

    10. Νταγιαντώ, ((Μπαμπινιώτης): δέχομαι αναγκαστικά δυσάρεστη κατάσταση, μαθαίνω να επιβιώνω μαζί της, υπομένω, ανέχομαι, αντέχω, βαστώ, υποφέρω.

  18. ΓιώργοςΜ said

    Πολύ καλό, ευχαριστούμε!
    Σα ν’ ακούω ιστορίες για τους παπούδες μου από τους γονείς μου. Άλλες οι λεπτομέρειες, ίδια γεύση…

  19. Σχωρέστε μου την αβλεψία στην πρώτη σειρά του διηγήματος: σχολιάσω αντί του ορθού σκολάσω.

  20. sarant said

    17 Σωστά, του Μιλτη ειναι! Και σε ευχαριστούμε άλλη μια φορά.

    10-14 Το παρτσάδ τυπικό μυτιληνιο: Να φσταν, να φσταν, ένα παρτσαδέλ τσι φτάν (επιθεώρηση, 1938)

  21. Λευκιππος said

    Πολύ καλογραμμένο κείμενο. Πραγματικά με συγκίνησε. Ίσως το χρειάζονταν πρωί Κυριακής του Σεπτέμβρη.

  22. loukretia50 said

    Πολύ όμορφο, συγκινητικό και καλογραμμένο.
    Ευχαριστούμε!

  23. loukretia50 said

    «Αστρουλάκια που σελαγίζουν στη νύχτα σου…»
    Τι όμορφη λέξη το «σελαγίζουν»!
    Αναφέρεται στα φώτα των Διόσκουρων?

  24. Λοζετσινός said

    Καλημέρα

    ….Είναι κι παραλήδες οι ξενιτεμένοι πούρχονται και ξεμαυλίζεσαι…..
    Κύριε Γαβριηλίδη μήπως στο πρωτότυπο είναι ξεμυαλίζεσαι;
    ξεμαυλάω και ξεμαυλίζω δεν έχουμε εμείς.

    Μαυλάω: Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα.
    μαυλίζω και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)]
    εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη
    νεοελλ.
    1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
    2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο κράχτης», Καζαντζ.)
    3. πλανεύω, ξελογιάζω.

  25. BLOG_OTI_NANAI said

    Το «Σανιούλα» δύσκολο να βρεθεί, εκτός αν είναι εφεύρεση.

  26. Κιγκέρι said

    13:
    Αλισάχνη είναι η αλμυρή πάχνη στα παραθαλάσσια μέρη και δημοφιλές όνομα για ουζερί!

    1, 25:
    Μια γνωστή μου τη φωνάζανε Σάνη από Διονυσία.

  27. loukretia50 said

    Υπάρχει όνομα Μελισσσάνθη ή Μελισσάνη, όπως η νύμφη και η υπέροχη λίμνη της Κεφαλλονιάς.
    Επίσης η περιοχή Σάνη στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής.

  28. Γς said

    24:

    μαυλάω και μαυλίζω και στα Λευκαδίτικα
    https://lexikolefkadas.gr/mavlao-ke-mavlizo/

    και καυλάω
    https://lexikolefkadas.gr/kavlao/

  29. dryhammer said

    24. το πρόθεμα ξε- λειτουργεί επιτατικά στο μαυλίζω που έχει τη σημασία 3. πλανεύω, ξελογιάζω

    Το Σανιούλα το βλέπω να βγαίνει από καμιά Αρσινόη, καμιά Μυρσίνη… (ή κανένα άλλο που δε φαντάστηκα)

  30. dryhammer said

    Δεν είδα το 26 (αρεφρεσάριστος)

  31. loukretia50 said

    Και η Χρυσάνθη δε θα ήταν απίθανο να έγινε Σανιούλα. Έχουν γίνει και πιο εξτρήμ και στις καλύτερες οικογένειες.

  32. Γς said

    27:

    >Υπάρχει όνομα Μελισσσάνθη ή Μελισσάνη

    Γς
    είπε
    12 Ιουνίου, 2014 στις 22:27

    Πριν λίγο

    Βιολογικά προϊόντα “Η Μελισσάνθη” στο Γέρακα, κι ακολούθησα τη δικιά μου [την μακαρίτισσα β’ Είρήνη] και τη φίλη της, που ήθελε να αγοράσει αλεύρι χωρίς γλουτένη ή κάτι τέτοιο.

    Και μου χάλασε η διάθεση, για κάποιους λόγους.
    Με βλέπει η υπεύθυνη και σαν να περίμενε να της πω κάτι.

    -Μελισσάνθη, η βασίλισσα.

    -Ποια βασίλισσα;

    -Της Ιερουσαλήμ. Ετσι δεν την έλεγαν;

    -Μελισσάνθη είναι το όνομα του καταστήματος βιολογικών προϊόντων, κύριε.

    -Γιάννη έχει και γάλα γαϊδούρας!

    Ωχ, αυτό δεν ήθελα ν ακούσω. Αυτό που λένε μερικές αφίσες στο μαγαζί.
    “Γάλα γαϊδούρας”. Κι έχει κάπου 100 ευρώ το λίτρο.
    Ωρες είναι να μου βάλει και στο ψυγείο αυτό το πράγμα.

    Κάτι πρέπει να κάνω, επειγόντως.

    -Εχεις πακέτο σήμερα [της Βίκυ Χατζηβασιλείου στον Αλφα].

    -Τι ώρα είναι;

    Και ήταν 9 παρά τέταρτο και δεν προλαβαίναμε να πάμε στο σπίτι.

    Και όπου φύγει φύγει.

    Το γλυτώσαμε το γάλα της γαϊδούρας [τουλάχιστον για σήμερα]

    https://caktos.blogspot.com/2014/06/blog-post_8890.html

  33. ΚΩΣΤΑΣ said

    Για μένα που έχω παιδικά βιώματα από αγροτικές εργασίες και δύσκολες καιρικές συγκυρίες, πάρα πολύ ωραίο και δυνατό το σημερινό. Ευχαριστούμε Νικοκύρη και Άρη Γ.

  34. ΚΩΣΤΑΣ said

    23 –> Τι όμορφη λέξη το «σελαγίζουν»!

    Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε «σταθήτε, ρε πούστηδες, γαμώ το στανιό σας» και απαντησάντων «κλάσε μας τ’ αρχίδια», απέδρασαν…

    Λου, σέβομαι την γαλατική σου ευγένεια και μόρφωση!

    Αμάρτησα για το σελαγιζούσης, που σου αρέσει πολύ, επαυξημένο και με το λαμπυριζούσης.

    Ταπεινός ικέτης, ζητώ συγχώρεση για το ατόπημα! 🙂

  35. loukretia50 said

    34. Χαλάλι σου, γέλασα!
    Όμως δε γίνεται να μη μοιραστώ μια ενδιαφέρουσα αναζήτηση της λέξης που μου άρεσε¨:

    Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
    Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
    Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
    Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
    Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
    Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας*.
    Ελύτης –Μαρίνα των βράχων

    Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο
    Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

    Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης έγραψε για τον ποταμό Εύηνο ή Φίδαρη :
    «Περνά καβάλα . Ο Φίδαρης σελαγισμός του Ευήνου μου δείχνει τον κλειστόν ανθό τού τραγικού μου κρίνου κι αργότερα ξεφύλλισε στον ποταμό ενός θρόνου»
    Και βέβαια ο Εμπειρίκος στην Αργώ.

    Πάω να βρω τους αρχαίους!

  36. Costas X said

    Σπουδαίος λογοτέχνης !
    Παίζει με τις λέξεις, στα όρια της ποίησης, και φτιάχνει ατμόσφαιρες και συναισθήματα.
    Γιατί να είναι, σε μένα τουλάχιστον, άγνωστος; Ρητορικό το ερώτημα.
    Οι άγνωστες λέξεις του δεν ήταν πρόβλημα, ερμηνεύτηκαν άμεσα από τα συμφραζόμενα.

    Σχετικά με «Το σύγνεφο», του Ανδρέα Καρκαβίτσα, άκουσα πραγματική ιστορία από Ζακυνθινό για σταφιδοπαραγωγό που του παρέσυρε όλη τη σοδειά η βροχή. Τρελάθηκε, πήρε το δίκανο και τουφέκιζε τον ουρανό βλαστημώντας τον Θεό!

  37. Λευκιππος said

    Σανιουλα πρέπει να είναι το φωναχτο της, που λέει κι η κόρη μου. Αυτό με το οποίο την φωνάζουν. Το βαφτιστικό της μπορεί να είναι οποιοδήποτε απο οσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα.

  38. Καλημέρα,
    Καταπληκτικό το διήγημα. Κι ανθρώπινο.
    Για τις λέξεις, που να προκάνω εγώ, όταν τα ξηγάει όλα ο γείτονας. Να βάλω το «ασπρογάνιαζε» που δεν το ξέρω μεν σαν λέξη, αλλά το καταλαβαίνω πλήρως. Γάνα με την έννοια του πολύ λεπτού στρώματος, ίσα ίσα που υπάρχει. Ε, το άσπρο, αφού άσπρο είναι τ’ αλάτι. Και κρυσταλλικό και σε στραβώνει άμα το κοιτάς.

    Κι αφού δεν έχω να πω τίποτα από λέξεις, ας πω για την Αγιαπαρασκευή. Ένα απ’ τα μεγάλα χωριά της Μυτιλήνης, παραδοσιακό αριστεροχώρι, αν και από τα σπίτια που βλέπω πρέπει νάχαν τον τρόπο τους. Πάντως ήταν πρωτοπόροι, Επί τουρκοκρατίας ακόμα είχαν συνεταιριστικά το ελαιουργείο (που σήμερα είναι μουσείο, απ’ αυτά τα θεματικά της πρώην ΕΤΒΑ και νυν τράπεζας Πειραιώς.
    Με καρναβάλι φημισμένο στο νησί, αν όχι εξίσου με της Αγιάσου, πάντως το συναγωνίζεται (και καρναβάλι πάει να πει σάτιρα κι όχι τόσο μεταμφιέσεις και σίγουρα όχι γυμνό αλλά ναι στ’ «αδιάντρουπα». Φημισμένο και το πανηγύρι του Ταύρου, κάποτε μόνο εκεί είχε ξεμείνει το έθιμο απ’ όλο το νησί κι αργότερα άρχισε να γίνεται κάτι παρόμοιο και σ’ άλλα χωριά στης περιοχής (Πηγή, Μανταμάδος Μυστεγνά).
    Είναι στην άκρη του κάμπου της Καλλονής, στο κέντρο του νησιού. Η αλυκή είναι στα πόδια του χωριού, Στον κάμπο σήμερα βγάζουν πατάτα και καρπούζια. Για στάρι δεν έχω πάρει χαμπάρι, αλλά έχουν αλλάξει τα χρόνια. Έχει και παραγωγή από άλλα μπαχτσαβανικά, αλλά σε μικρές ποσότητες, για την τοπική κατανάλωση.

  39. loukretia50 said

    38. Πες μας αγαπητέ, περισσότερα για το Πανηγύρι του Ταύρου, το τελετουργικό και το μπουχούρι με το ροδόσταμο!

  40. 24: Οχι, «ξεμαυλίζεσαι» λέει στο κείμενο.

  41. Το αριστούργημα του Μάκιστου και ένα από τα καλύτερα (για να μη πω το καλύτερο) ελληνικά διηγήματα είναι, κατά την γνώμη μου, «ο Τάραχος», που έδωσε τον τίτλο και στη συλλογή διηγημάτων. Το διαβάζω κάθε χρόνο, και κάθε φορά μαγεύομαι από το λεξιλόγιο, τις περιγραφές και την ατμόσφαιρα ενώ διακατέχομαι από έντονη συγκίνηση όταν διαβάζω το εντελώς απροσδόκητο φινάλε, σαν να το διαβάζω για πρώτη φορά. Αν επιθυμεί ο Νικοκύρης, ευχαρίστως να το δακτυλογραφήσω. Είναι όμως λίγο μεγαλύτερο από το «Μπουρίνι» και δεν ξέρω αν το μέγεθός του επιτρέπει εδώ την δημοσίευση.

  42. Κιγκέρι said

    «Το μπουρίνι» είναι επίσης τίτλος διηγήματος του Καραγάτση από το Μεγάλο Συναξάρι, που σε αντίθεση με το σημερινό, δεν έχει χάπι εντ.
    Ένα απόσπασμα εδώ:
    http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14827/index_d_11_02.html

  43. aerosol said

    Πολύ καλό διήγημα. Στο τέλος άφησε και μια ηλιαχτίδα να μπει.

  44. loukretia50 said

    «…Τίποτα δεν έχει καταδικό του, Γέρο, όσο ζει ο άνθρωπος. Τίποτα δεν είναι καταδικό του, και πάλι σα δε σκοτεινιάζει ο νους του, όλα δικά του είναι…Έτσι, κάπως, αλλιώτικα δικά του…»
    Πόση αλήθεια σ΄αυτές τις απλές φράσεις!

  45. Λοζετσινός said

    29, 41
    Ευχαριστώ.

  46. Γιάννης Κουβάτσος said

    41: Ναι, αν είναι εφικτό, κύριε Γαβριηλίδη και Νικοκύρη, θα θέλαμε να το διαβάσουμε.

  47. Θρακιώτης said

    Περί ορέξεως ουδείς λόγος, αλλά θα το πώ ξεκάθαρα: ΔΕΝ άρεσε στο Επιτελείο μας το «Μπουρίνι» του Μάκιστου, κυρίως λόγω της επιτηδευμένα μαλλιαρής γλώσσας του, που δεν διαβάζεται με τίποτα στην εποχή μας.. Αντίθετα, «Ο Τάραχος» του Μάκιστου είναι θαυμάσιο διήγημα, όπως λέει και ο κ. Γαβριηλίδης στο σχόλιο 41.

    Με την ευκαιρία, ας μάς επιτραπεί να θέσουμε μιά σειρά ερωτημάτων στους κ.κ. Άρη Γαβριηλίδη + Νίκο Σαραντάκο, διότι ουδείς άλλος σχολιαστής θα τολμήσει να τα θέσει, είτε από φόβο, είτε από άγνοια…

    1) Γιατί μάς κρύψανε ότι ο Μάκιστος ήταν παπαδοπαίδι (γιός του παπα-Χαράλαμπου Ματζάρη) κι ότι αποφοίτησε από το Ιεροδιδασκαλείο της Σάμου; Μήπως για να μήν επιβεβαιωθούν όσοι υποστηρίζουν ότι πάντα η Ορθόδοξος Εκκλησία εν Ελλάδι λειτουργούσε ως φροντιστήριο παραγωγής στελεχών για το ΚΚΕ;

    2) Γιατί δεν μάς λένε για ποιόν λόγο ο Μάκιστος αρνήθηκε το επώνυμο του πατρός του (Ματζάρης) και πήρε το Παπαχαραλάμπους; Μήπως επειδής ο παπα-Χαράλαμπος Ματζάρης ήτο δεξιός και βασιλόφρων;

    3) Γιατί μάς κρύβουν ότι ο Μάκιστος ΟΥΔΟΛΩΣ διώχτηκε από τις δεξιές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια που ήταν δημοδιδάσκαλος; Μια απλή ΕΡΩΤΗΣΗ: Πήγε εξορία ο Μάκιστος όπως οι υπόλοιποι Ελασίτες;

    4) Στο βιογραφικό του που δημοσιεύει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου μαθαίνουμε ότι ο Μάκιστος «…Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο του Υπουργείου Παιδείας (1957) για το Ο Τάραχος και άλλα διηγήματα…»
    ΡΩΤΑΩ: Πώς γίνεται κύριοι Γαβριηλίδη + Σαραντάκο να παίρνει το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας ένας πρώην λοχαγός του ΕΛΑΣ, εν έτει σωτηρίω 1957 που όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά; Μήπως ο Μάκιστος είχε κάνει Δήλωση Μετανοίας και αποκηρύξεως του Ξενόδουλου Κομμουνισμού για να μπορέσει να πάρει το Κρατικό Βραβείο; Προσέξτε τί θα απαντήσετε γιατί το Επιτελείο μας έχει την δυνατότητα να την βρεί αυτή την Δήλωση (άν έχει δημοσιευθεί στις εφημερίδες, όπως του Μιμίκη Θεοδωράκη το 1949…)

    5) Γιατί οι κ.κ. Γαβριηλίδης + Σαραντάκος, αφού αγαπάνε τόσο πολύ τον Μάκιστο, δεν φιλοτιμούνται να γράψουν το λήμμα του στην Βικιπαίδεια, που περιμένει τον συγγραφέα; Μήπως γιατί φοβούνται ότι κάποιοι ελληνόψυχοι θα προσθέσουν και τους συμβιβασμούς που έκανε ο Μάκιστος με το Κράτος της Δεξιάς, προκειμένου να εκδίδει τα βιβλία του και να παίρνει τα Κρατικά Βραβεία Διηγήματος εν έτει σωτηρίω 1957;

    6) Και τέλος, πώς είναι δυνατόν ο αείμνηστος Μάκιστος να εξέδιδε βιβλία και κατά την διάρκεια της Χούντας, όντας πρώην λοχαγός του ΕΛΑΣ; Το σωτήριον έτος 1970 εξέδωσε το περίφημο «Σελλάδα Αγίας Παρασκευής Λέσβου» για το χωριό του, πράγμα που αποκρύπτει το «Εθνικό Κέντρο Βιβλίου», αλλά μάς το αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι Σελλαδιώτες; (βλέπε και εδώ)

  48. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Κα-τα-πλη-κτι-κό το σημερινό! Τί λογοτεχνικό διαμάντι!!
    Και τι λεξιλόγιο! ασπρογάνιαζε, σκοτύφλα, απανωχέρι κ.ά, κ.ά…
    Ευχαριστούμε, Νικοκύρη και Α.Γαβριηλίδη!

    – ’’Ξάπλωσαν οι πλώρες,…’’: Δεν την ξέρω αυτή την έκφραση. Μήπως ’’χλώρες’’;

    – ’’…το γαλάζιο μπουχούρι με το ροδόσταμο και ραντίζει…’’: Αν και προκύπτει ότι είναι κάποιο είδος δοχείου, το γκούγκλισμα βγάζει κάτι μαγικές σκόνες κλπ.
    Κάποια περαιτέρω διευκρίνιση;

    – 10, 26: Ο Μπαμπινιώτης (2011) λέει: «αλισάχνη, στρώμα αλατιού που επικάθεται σε επιφάνειες». Από συγχώνευση σε μία λ. (συναρπαγή) της φρ. αλός άχνη.
    Στην Κρήτη λέγεται και έχει –και σήμερα- κυρίως επιρρηματική χρήση, για κάτι το πολύ αλμυρό: ’’Αλισάχνη(ι) ήτονε το φαΐ σήμερο κι έχω πιεί έναν τόνο νερό!’’

  49. nikiplos said

    κάποια ερωτήματα μπήκαν πιο πάνω, και είχα … μεταφυσικές ανησυχίες, καθώς ο άνεμος τα αερίζει ενίοτε…
    47@
    1) Εδώ ρε ο παππα-Τριαντάφυλλος ήταν ο «πατέρας» κοτζάμ 17Νοέμβρη, ο Παπα-Χαράλαμπος σε μάρανε…
    2)Το πιο πιθανόν είναι πως ήταν δικό του θέμα… Θα μπορούσε πάντως να επιλλέξει κάποιο πιο πιασάρικο επώνυμο πχ Βαφειάδης, Ζαχαριάδης, Φλωράκης κοκ… αν ήθελε δλδ να παραπέμπει σε κομμουνιστάς.
    3) Συ είπας… ευλογημένε… καμία απορία δεν δημιουργεί αυτό σε κάποιον που δεν σκέφτεται σαν … ρουφιάνος στην παλιά χωροφυλακή…
    4) Το 1956 πήρε βραβείο ο Βρεττάκος, το 1957 ο Ρίτσος… Πολλοί είχαν κάνει δήλωση, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν, επιβιώσουν, μεγαλώσουν τα παιδιά τους καθώς και για πολλούς άλλους λόγους… Σίγουρα πάντως κανένας δεν κάνει δήλωση για ένα βραβείο και μόνο, πολλώ δε μάλλον κρατικό, εκτός αν μιλάμε για Νομπέλ… 🙂
    5) Γιατί έχουν και άλλες δουλειές να κάνουν ίσως? λέω εγώ τώρα…
    6) Βιβλία εξέδιδε, όπως άλλοι έγραφαν τραγούδια, εξέδιδαν δίσκους κλπ, καίτοι είχαν υπάρξει εξόριστοι, βασανισμένοι από την ΕΣΑ κλπ. Ας μην ξεχνάμε πως μετά το 1970, ο Παπαδόπουλος απεργαζόταν σχέδια απεμπλοκής του, από το ποτήριον της προδοσίας της Κύπρου που είχε αναλάβει ως πρότζεκτ στα 1967… Στωικά θα σου απαντούσα: άβυσσος η ψυχή και του χουντικού… 🙂

  50. mitsos said

    Μπράβο.
    Νάστε. καλά Νίκο και Άρη.
    Το διάβασα δις και το ξανασκέφτηκα.
    Πως γίνεται από μια πατουλιά τόπο να φυτρώσουν οι Σαραντάκοι, ο Χαράλαμπος Κανόνης , ο Παπαχαραλάμπους …;
    Ποιο πρότυπο μάνας ανάθρεψε, γαλούχησε και μεγάλωσε παιδιά με τέτοια αγαπη μέσα τους για τον τόπο τους και τους ανθρώπους του ;
    Ποιοί Δάσκαλοι άναψαν την φλόγα της αγάπης των γραμμάτων και έβγαλαν μαθητές με τόσο δυνατά εκφραστικά μέσα ;
    Εξον κι αν ήταν οι καιροί κι «οι ανακατωσούρες» κι οι πόλεμοι και οι διωγμοί;
    Λες να ήταν απλά παιδιά μιας άλλης εποχής που απλώς, σε εμάς – τους κάπως μεγαλύτερους – μας φαίνονται διαμάντια, μέσα σε τούτους τους καιρούς που πια δεν καταλαβαίνουμε ;
    Προτιμώ τις προηγούμενες εκδοχές ερωτημ’ατων κι ας είναι ρομαντικές …

  51. 48. Το έλεγξα, «πλώρες» γράφει στο βιβλίο.

  52. Georgios Bartzoudis said

    (α) Καλό το διήγημα. Αν μη τι άλλο θυμίζει τις πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας στην αγροτική ύπαιθρο κατά τον προηγούμενο αιώνα και μέχρι τις δεκαετίες του ‘50 και του ’60.

    (β) «η ζέστα όλο και άψωνε»
    # Αντί «η ζέστη». Δωρισμός λένε …αυτοί που ξέρουν (ως και στα Μακεδονικά)

    (γ) 17, Άρης Γαβριηλίδης said: «…. Νταγιαντώ, (Μπαμπινιώτης): δέχομαι αναγκαστικά δυσάρεστη κατάσταση, μαθαίνω να επιβιώνω μαζί της, υπομένω, ανέχομαι, αντέχω, βαστώ, υποφέρω».
    # Νταγιαντώ=σταματώ. …Μάρτυς μου το παρακάτω παραδοσιακό σκωπτικό Μακεδονικό τραγούδι:
    «Κίνισι κι ου Τζιουτζιάς μας στ’ Αμούρμπεη για να πά(ει)/
    Μι του γέρου του Ντραμπάζη να νυφουδιαλέξ(ει). /
    Σαν τουν είδαν ‘Μουρμπικιώτσις πάησαν κι άλλαξαν./
    ………………………………………………………………………../
    Σαν τις είδι κι ου Τζιουτζιάς μας πιάσ΄κι στου χουρό./
    Ερ πουδάρ(ι) δεν ξέρ(ει) να ρίξει κι όλου νταϊαντά!/
    Σαν τουν είδαν ‘Μουρμπικιώτσις πάησαν ξιάλλαξαν!/
    Δεν τουν θέλου, δεν τουν παίρνου, ‘φτον τουν Νιγριτ’νό/
    ‘Φτός πουδάρ(ι) δεν ξέρ(ει) να ρίξει κι όλου νταϊαντά!/
    ……………………………………………………………………………
    [έθαπερ Αμούρμπεη το σημερινό Καστανοχώρι Βισαλτίας, Τζιουτζιάς και Ντραμπάζης υπαρκτά πρόσωπα]

    (δ) «έμεινε με τούτο μονάχα το παρτσάδι της γης», και 20, sarant said: «…Το παρτσάδ τυπικό μυτιληνιο: Να φσταν, να φσταν, ένα παρτσαδέλ τσι φτάν (επιθεώρηση, 1938)»
    # Στα Μακεδονικά: «Μι του έτσ(ι) θέλου γω, πήγι κι ζηυγάρ’σι ουλόκληρου παρτσιά στου μιρά» (κοινοτική βοσκή). Ήτοι παρτσιάς=(αξιόλογο) κομμάτι γης.

  53. 40 Ε, ναι, σωστό είναι. Το εξηγεί πολύ καλά ο ξηροσφύρης στο 29. Ξεμαυλίζω = ξεγελάω (και με ψεύτικες υποσχέσεις ή και με ευτελή δώρα).

    39 Για το μπουχούρι δεν ξέρω. Το πανηγύρι περιλαμβάνει περιφορά ενός νεαρού αρσενικού βοδιού (ταύρου) που έχει ανατραφεί γι’ αυτή τη δουλειά, αναχώρηση για το βουνό Ταύρος (για τους Αγιοπαρασκευιώτες) όπου το βόδι θυσιάζεται (γίνεται κουρμπάν) – σφάζεται, γδέρνεται, κόβεται σε κομμάτια που βράζονται ολονυχτίς με σπασμένο σιτάρι και φτιάχνεται το κεσκέκ που μοιράζεται την επόμενη στους πανηγυριώτες. Ξεχωριστός σκοπός που ακούγεται είναι το ατ χαβασί, ο σκοπός των αλόγων.
    Τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στη μέση οι φιλοζωικές και βέγκαν και έχει μπλέξει το πράγμα.

    Ο γκούγκλης έχει μπόλικες σχετικές φωτογραφίες.

    42 Μα, ούτε το σημερινό έχει χάπι εντ. Πόσο χάπι εντ μπορεί να θεωρηθεί που ο κόπος του γέρου βρέθηκε να επιπλέει στα τηγάνια της αλυκής;

  54. ΚΩΣΤΑΣ said

    Από τη βάση της θημωνιάς έχει αφαιρεθεί κάποιο δεμάτι, έχει σχηματισθεί ένα βαθούλωμα, στρώθηκε ένα μικρό τσιόλι κι εκεί φωλιάζω εγώ. Ο αέρας φυσομανά κι ο ουρανός αστράφτει και βροντάει. Ο πατέρας με τη μάνα μου προσπαθούν να σκεπάσουν τη θημωνιά με κάτι παλιοσκεπάσματα και να τα δέσουν με σκοινί για να μην τα πάρει ο αέρας. Η μπόρα ξεσπάει, ρίχνει πολύ χαλάζι που νομίζεις ότι κινείται οριζόντια, παράλληλα προς το έδαφος, λόγω του δυνατού αέρα. Με αρπάζει η μάνα μου παραμάσχαλα, ο πατέρας μου μπροστά να κόβει με το σώμα του το χαλάζι που μας χτυπούσε κατά πρόσωπο. Λόγω της πίεσης του στομαχιού μου από το κράτημα της μητέρας μου, δυσκολευόμουν στην αναπνοή. Άνοιξα διάπλατα το στόμα μου να μπαίνει ο αέρας αλλά απομώθηκα από τη δύναμή του και το χαλάζι που εισχωρούσε μέσα στο στόμα μου. Δεν κατάλαβα τι έγινε στη συνέχεια. Ξύπνησα σε άλλο σπίτι από το δικό μας, ήταν το κοντινότερο στο χωράφι μας και ήμουν ολόγυμνος, ολοτσίτσιδος. Ίσως έκανα και μια κίνηση να κρύψω τα αχαμνά μου, μάλλον το πρώτο αίσθημα ντροπής.

    Χρόνια αγωνίζομαι να βρω ποια ήταν η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου. Είναι αυτή η εικόνα που σας περιέγραψα παραπάνω και με τόση ενάργεια. Τίποτα παλιότερο δεν μπορώ να θυμηθώ. Πρέπει να ήμουν τότε 3-4 ετών; Πώς λοιπόν να μην συγκινηθώ σήμερα από το «μπουρίνι» του αείμνηστου Κ. Μάκιστου;

    Και μια παράπλευρη ερώτηση. Εσείς, από ποια ηλικία έχετε την πρώτη ανάμνηση της ζωής σας;

  55. Παιδιά, μπαχούρι ή μποχούρι είναι το λιβανιστήρι (οθωμ. bahûr, buhûr).

  56. sarant said

    Eπανήλθα και ευχαριστώ για τα νεότερα!

    41 Άρη αν είναι έως και διπλάσιο από το σημερινό δεν είναι απαγορευτικό το μέγεθός του -αν εσύ θες να κάνεις τον κόπο.

    42 Κλασικό διήγημα, πολύ αξιόλογο.

    49 Για ποιο λόγο ο Γεώργιος Παπανδρέου αρνήθηκε το επώνυμο του πατρός του (Σταυρόπουλος);

  57. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Κώστα, ιδού υλικό για ένα σχετικό διηγηματάκι! 🙂

  58. Γιάννης Ιατρού said

    Ενημερωτικά, η (από χθες) φωτιά στα Γεράνια πάνω απ΄ το Λουτράκι ακόμα καίει (αν και πιό περιορισμένα). Φαίνεται καθαρά από εδώ απέναντι, τώρα που βράδιασε. Και στη Ζάκυνθο πολύ άσχημα τα πράγματα.
    Αλλά τα ΜΜΕ της ……βόρειας Κορέας μούγκα 🤔

  59. Πέπε said

    @52:

    > > Νταγιαντώ=σταματώ. …Μάρτυς μου το παρακάτω παραδοσιακό σκωπτικό Μακεδονικό τραγούδι

    Πράγματι, αυτό το νόημα προκύπτει. Χωρίς τη διευκρίνιση του κ. Μπαρτζούδη δε θα καταλάβαινα, γιατί κι εγώ το νταγιαντώ το ξέρω όπως λέει ο Μπαμπινιώτης (που εκπλήσσομαι κιόλας που το λημματογραφεί!), κι έχω κι εγώ μάρτυρα:

    Δεν νταγιαντώ δυο πράματα / φτώχεια και γεροντάματα.

    Δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ / τον εδικό σου τον καημό.

    (Δίστιχα αδήλου αρχικής προελεύσεως, διάχυτα σε σκοπούς από παντού λίγο πολύ, κυρίως πάντως Αιγαίο.)

    Δεν μπορώ να φανταστώ πώς η μία έννοια μπορεί να προέκυψε από την άλλη. Μόνο αν κι οι δύο προέκυψαν από μια τρίτη (ή μάλλον πρώτη), στην αρχική γλώσσα, που φαντάζομαι ότι θα ήταν τα τούρκικα.

  60. ΚΩΣΤΑΣ said

    57 Μπα! Γιώργο, δεν τό ‘χω για διηγηματογράφος! 😉

  61. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    10: Χαρακτηριστικά αποπνευματοποιημένεςοι μορφές του Δομ. Θεοτοκόπουλου.https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/2b/San_Andr%C3%A9s_y_san_Francisco.jpg/198px-San_Andr%C3%A9s_y_san_Francisco.jpg

    – Και ένας σταχτοκαφετής… 🙂

  62. loukretia50 said

    Βρήκα μια μελέτη του Κ.Μάκιστου
    ΕΝΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΛΕΣΒΟΥ
    Λαογραφική – ιστορική έρευνα
    «Τ΄Τσυουσιού η μάνα»
    https://docs.google.com/file/d/0B6n2DgGrHxKWcXhtNHBmX09DMHc/edit

  63. 56, 41, 46: Νίκο, το βάζω μπρος μετά χαράς. Με ενθαρρύνει και η εκφρασθείσα επιθυμία του κ. Κουβάτσου.

    62: Ευχαριστώ, Λουκρητία, δεν το είχα υπόψη μου, το κρατώ.

  64. loukretia50 said

    63. Θα χαρώ αν προσθέσετε και τη δική μου επιθυμία για το διήγημα. Πιστεύω και πολλών άλλων.
    Αγαπάμε τα περιβόλια!

  65. «Ξάπλωσαν οι πλώρες», το μπροστινό μέρος του φυτού για κολοκυθιές, καρπουζιές κλπ παρόμοια φυτά.

    Νταγιαντώ, αντέχω το ξέρω, όπως λέει ο Πέπε στο 59. Ειδικά το δεύτερο δίστιχο. Νταγιάντα, κράτα, άντεξε, βάστα.

    Παρτσάδ, κομμάτι γενικά. Το μέγεθος δεν έχει τόση σημασία, η παρτσά έχει αντίστοιχη έννοια με την κομμάτα. (Μια κομμάτα ψωμί, μια παρτσά ψωμί, το ίδιο πράγμα. Κι αν είναι κοτζάμ παρτσά, να δεις ζημιά 🙂

  66. loukretia50 said

    65. Μάλλον έκλεβες οπώρες όταν ξάπλωναν οι πλώρες!

  67. loukretia50 said

    65. . έέφυγε πάλι!
    Λύθηκε και μια απορία μου. Υπάρχει κόμμα τελικά στο γνωστό άσμα και δεν είναι κοσμητικό για την όμορφη νέα :
    «Παναγιώτα μου, νταγιάντα, έχει ο Θεός!»

  68. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    51, 65. Ευχαριστώ!
    Παρακάτω ο Κ.Μ. αναφέρει τη λ. ’’ χλωρασιές’’, οπότε πήγε το μυαλό μου μήπως ’’πλώρες’’ -> ’’χλώρες’’=χόρτα, πρασινάδες (γενικά).
    Τώρα, αν κατάλαβα καλά, ’’πλώρες ’’ είναι περίπου αυτές που λέμε ’’κολοκυθοκορφάδες’’ αλλά με γενικότερη εφαρμογή. Πρέπει να είναι, πάντως, μυτιληνιώτικος ιδιωματισμός (;)

    55. Ναι, αλλά λιβανιστήρι να ραντίζει ροδόσταμο; Εκτός αν -λόγω σχήματος- υπήρξε κάποια επέκταση της σημασίας (ή παράλληλη χρήση) της λέξης, πάλι σε τοπικό επίπεδο. Μπορεί όμως να πρόκειται, απλώς, για παρερμηνεία από τον συγγραφέα. Συμβαίνουν συχνά τέτοιες παρεξηγήσεις…

    66. 😀 !

  69. sarant said

    67 Είναι κι ένα τραγούδι με τη Γαλάνη, που λέει «Φτωχή καρδιά, νταγιάντα».

  70. loukretia50 said

    Παραγγελιά ? έφτασε!
    Νταγιάντα https://youtu.be/EXgPmq1UtFg Δήμητρα Γαλάνη

    68. Σε διάφορα τοπικά μπλογκ βρίσκω περίπου το ίδιο :
    «…ένα ασημένιο μπουχούρι (μυροδοχείο που καταλήγει σε στενό επιμήκη λαιμό, διάτρητο, για να φεύγει με ορμή το αρωματικό νερό) με ροδόσταμο ραντίζουν τον κόσμο και εύχονται υγεία και χαρά «

  71. 64: Την πρόσθεσα με μεγάλη ευχαρίστηση!

  72. loukretia50 said

    Δεν ξέρω αν έχει κάποια σχέση με το μπουχούρι, αλλά ο καπνοδοχοκαθαριστής στα μέρη μου ερχόταν «για το μπουχαρί».

  73. Μπουχούρια και κυρίως μπουχαριά εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2011/06/09/buhari/

  74. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ευχαριστώ σας για το σημερινό κε Γαβριηλίδη και Νικοκύρη!
    Της καρδιάς μου!

    Καλοί μου άνθρωποι εγώ είμαι χωριατάκι κι όλα μου μίλησαν ως την τελευταία γραμμή και μου ταχτάρισαν τα σπλάχνα.
    Αποσπάσματα σχεδόν απ΄όλες τισ σκηνές έχω ζήσει.Και σε θεμωνιές πρόλαβα και κοιμήθηκα και αλώνεψα, και κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου έχω προφυλαχτεί απ τη βροχή αλλά δίχως χράμι απάνω του! Μόνο με το σαμάρι του κι εγώ σαν κοτοπουλάκι κουρνιασμένο να με μπατσίζει το νερό ολούθε.Τί να κρατήσει; Ίσα για την παρηγοριά!

    23 Λου, >>Τι όμορφη λέξη το «σελαγίζουν»!
    Εμένα μ΄άρεσαν πιότερο τ΄αστρούλια! 🙂
    Δεν τα σαλαγάτε τα πρόβατα κατά τη μεριά σας; 🙂 . Δεν το λέμε βέβαια κάτω αλλά το ξέρω σαν από πάντα. Μάλιστα πετάω στ΄αστεία «σαλάγα τα» όταν θέλω να πω σε κάποιον να κλείσει τη συζήτηση, το θέμα, την υπόθεση. Σαν «πήγαινε παρακάτω λοιπόν».

    24 Λοζετσινός . Ευχαριστώ που μου θυμίσατε τη λέξη μαύλια (η) ,
    την έλεγε η μάνα μου ως χαρακτηρισμό της γλυκομίλητης/χαδιάρας/καταφερτζούς γυναίκας. «Είν αυτή μια μαύλια!»

    26 Κιγκέρι και η Σάνη (΄ντάξει-Σάννυ) Μπαλτζή (αγαπάμε) 🙂

    42 >>που σε αντίθεση με το σημερινό, δεν έχει χάπι εντ
    η γνωστή μαυρίλα του Καραγάτση
    Καθώς διάβαζα ,με δάκρυα κάποιες στιγμές, και προς το τέλος με τη νεροποντή, είπα, μην πνίξει κανέναν από τους δυο γέρους. Κι ευτυχώς! Το φινάλε-φινάλε το βρήκα λογοτεχνικά υπέροχο!

    Εκπλήσσομαι που δεν έχει γίνει πανελλήνιο το νταγιαντώ, νταγιάντα, νταγιαντίζω κλπ

    Επειδή σεντόνιασα, σε επόμενο σχόλια τα νταγιαντίσματά μου 🙂

  75. loukretia50 said

    73. Δύτη, τα είπες όλα, κανονικά έπρεπε να πω «δεν έχω λόγια!»
    Αλλά δε μου πάει!

    Μπούχτισα με τη γιαγιά αγρίως
    Με μπουχούρι μας ραντίζει όρτσα – πλαγίως
    Τη μπουχάρα προσπερνά επιτηδείως
    Και το μπουχαρί καπνίζει αρειμανίως!

  76. Theo said

    Πολύ καλός χειριστής της γλώσσας ο Μάκιστος, αλλά σ’ αυτό το διήγημα κάπου αρχίζει να πλατειάζει και να κουράζει.
    Ευχαριστώ πολύ, Νικοκύρη και κ. Γαβριηλίδη, και συγγνώμη για τη γκρίνια😊

  77. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    έχω μεράκι, έχω νταλγκά,
    κανένας δεν τον νταγιαντά

    69,70 κι άλλο ένα! 🙂
    Της ζωής μου νταγιάντα
    βάζω άστρα στην πάντα
    ουρανό να σε ντύσω
    σαν θα `ρθείς πάλι πίσω

    Μάλλον τα έχουμε ξαναπεί για το νταγιαντώ, νταγιαντίζω.
    Το χουμε ψωμοτύρι το «δε σε νταγιαντώ μπλιο» κ.α. σχετικά.
    Πόνος ανταγιάντιστος, αβάσταχτος

    Μερικές μαντινάδες

    Η λεβεντιά ΄ναι μια πληγή
    που πάντα αίμα τρέχει
    Θε μου και πώς τη νταγιαντά
    εκείνος που την έχει

    Δεν ημπορώ βασιλικέ
    κρυφά να σε ποτίζω
    γιατ΄έχεις μυρωδιές πολλές
    και δεν τσι νταγιαντίζω

    Αγάπες, μα τριανταμιά
    κι αν βγάλεις μια, τριάντα.
    Ωστε να ζω θα σ΄αγαπώ
    κι ανε μπορείς νταγιάντα!

    και ηύρα κι ετούτο, ας πουν οι ειδικοί
    νταγιαντάω-ώ ‘στηρίζομαι, ακουμπώ < τουρκ. dayanmak,

    Click to access GRI-2019-23370.pdf

  78. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    75 Λου
    Μπουχαχα! ριμάρουμ΄ αιωνίως 🙂

    Να ξαναθυμηθούμε
    «η Σανιούλα βγάζει από τον κόρφο της το γαλάζιο μπουχούρι με το ροδόσταμο»
    Στην πρόσφατη ταινία «Σκια» Ζανγκ Γιμού, υπάρχει γαλάζιο σακούλι που μπαίνει.βγαίνει σε κόρφους κι έχει μέσα το γυαλί με το θαυματουργό υγρό.

  79. loukretia50 said

    ΕΦΗ – ΕΦΗ
    Με μπέρδεψες! Νόμισα πως φάνηκε το Χχτήνος!
    Έψαξα για φωτό με μπουχούρια και έπεσα σε διαφημιστικά για … λυχνάρια και ερωτικά φίλτρα της Ανατολής!
    Δε βρήκα Λεσβιακό μπουχάρι.
    (ουπς! αυτό θα γκουγκλάρεται λες?)

  80. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

  81. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    79 Λου, λέω ,τελείως υποθετικά-από την περιγραφόμενη σκηνή, μήπως είναι (εποχής) μπουκαλάκι αγιασμού(το ροδόστσμο κάτι ανάλογο δεν είναι;) για ραντίσματα υπέρ ευκρασίας ξερωγώ κι ευλογία όρκων όπως στο διήγημα. Ή μπορεί να λέγαν το σακούλι (κάποιο προσεγμένο πχ κεντημένο) που έμπαινε το μπουκαλάκι με το αγίασμα/ροδόσταμο.
    Έχω φαντασία ε;

  82. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    «…μεταξωτή στόφα, (μπουχούρι με κλαδιά) »
    λέει εδώ το Λύκειο Ελληνίδων για μια Τρικεριώτικη φορεσιά.
    Μάλλον είδος υφάσματος.
    https://lykeionellinidon.com/print/?post_id=108831

  83. loukretia50 said

    81. Σίγουρα έχεις, αν και δύσκολο να φανταστώ ότι έλεγαν έτσι το σακουλάκι. Όλο το πακέτο, τι να πω, πιθανό.
    Πάντως το ροδόσταμο ήταν μόνο για καλό, έστω κι αν οι καιροί ήταν φαρμάκι. Μάλλον πιο πολύ τότε.

  84. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ελα Λου, το βρήκαμε :μυροδοχείο!
    «…με ένα ασημένιο μπουχούρι (μυροδοχείο που καταλήγει σε στενό επιμήκη λαιμό, διάτρητο, για να φεύγει με ορμή το αρωματικό νερό) με ροδόσταμο ραντίζουν τον κόσμο και εύχονται υγεία και χαρά…»
    http://lesvospost1.rssing.com/chan-53082800/all_p544.html

  85. loukretia50 said

    ΚΩΣΤΑ : Πραγματικά με συγκίνησε.

    Νάναι η πρώτη ανάμνηση αυτή που σε στοιχειώνει?
    Ποιος ξέρει… όταν η καρδιά τη μνήμη ξεδιπλώνει
    δε λογαριάζει τη σειρά που ο χρόνος την καρφώνει

    Ίσως να ήταν κι άλλες πριν, μα τώρα ξεχασμένες
    Άραγε ήταν όμορφες? Πικρές? Ξεθωριασμένες?
    Τι σημασία έχει πια? Για πάντα είναι χαμένες

    Μένει μονάχα η ζεστασιά κι η αγάπη των γονιών
    Όταν ασπίδα γίνανε στη δίνη των καιρών
    Χάραξαν διαχρονική εικόνα στο παρόν
    ΛΟΥ
    Δεν ωφελεί να χάνεσαι στις πρώτες αναμνήσεις
    Άλλες για πάντα θα κρατάς κι άλλες πρέπει να σβήσεις.
    Αρκεί να παίρνεις δύναμη όταν τις ξεχωρίσεις

    ΥΓ. Τώρα αν αυτό που μου ενέπνευσε θυμίσει σε κάποιους Χάρυ Πότερ, ε, τι να γίνει! Κινούμαι σε πολλά επίπεδα!

  86. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Με το μπουχούρι (σκεύος) ραντίζουμε το ροδόσταμο εμείς στις εκκλησιές, με μπουχούρι(είδος λιβανιού) οι γείτονες λιβανίζουν τα τζαμιά:

    «Το θυμίαμα του Στύρακα χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στην Κρήτη ονομάζουν το φυτό Αστύρακα ή Αστέρακα. Την ρητίνη που έσταζε από τα κλαδιά του την ονόμαζαν «το δάκρυο του αστέρακα το οποίο οι Τούρκοι έλεγαν μπουχούρι (είδος λιβανιού) και θύμιαζαν στα τζαμιά τους. »
    http://rearesorthotel.gr/gr/explore-chania-gr/explore-chania-gr/75-diastiriotites/botanologikes-diadromes/365-botanologikes-diadromes-2

  87. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    85 Ωραίοι αμφότεροι 🙂
    Βέβαια, Λου.
    Οι λέξεις δεν πάντα έχουν όλη τη δύναμή τους αυτότροφη! Προσθαφαιρείται φορτίο και φόρτιση από τον κάθε χρήστη χωριστά που ασφαλώς επηρεάζεται από χίλια δυο του.

    υγ85
    Πότερ Χάρυ;
    -για κάνε μου τη χάρη 🙂

    σε πολλά επίπεδα
    μα ποτέ επίπεδα!

  88. Γς said

    >το ροδόστσμο κάτι ανάλογο δεν είναι;

    σύννεφο άστρο πικρό της χαραυγής
    φαρμάκι, αετόπουλο, γεράκι
    βέργα λυγαριάς, δεντρολίβανο, φεγγαροδροσιά

  89. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Καλά κρασιά μου! Ούτε που το ήξερα!
    Μα δε με διορθώνεις κι εσύ Λου! Σελαγίζω πάει με το σέλας.
    Άλλο το σαλαγώ, παναγία μου!(Σαλάγα τα Εφη 😦 ) .

    Σελαγίζω,εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ: Άγρυπνα σελαγίζουν τ΄ αστέρια.
    http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%83%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B6%CF%89&dq=

  90. Γς said

    35:

    >Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
    Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας*.
    Ελύτης –Μαρίνα των βράχων

    https://caktos.blogspot.com/2014/06/eternity-calvin-klein.html

  91. gpoint said

    # 54

    Ωραία ιδέα !!

    Η δική μου πρώτη ανάμνηση

  92. gpoint said

    # 74

    (ρουμελιωτιστί) , παρήχηση του άλφα : Α, τα πράτα, σαλάγα τα (πράτα = τα πρόβατα για τους ετερόχθονες)

  93. gpoint said

    Να ζητήσω μια συγγνώμη από τους βάζελους του ιστολογίου, έριξα ένα σότο στον Θρακιώτη, αυτός τσίμπησε σαν χάνος αλλά όχι και 4-0 !!
    Επειδή είδα το ματς, ανέβηκε στην εκτίμησή μου κάπως ο Παντελίδης που προτίμησε να παραιτηθεί παρά να αλλάξει τις διατροφικές συνήθειες των παικτών του – προφανώς λόγω του επερχόμενου «ντέρμπυ» της Τούμπας. Θα είναι χορτασμένοι για 20-30 μέρες. Εντολές του » μεγάλου αφεντικού» αυτές, ό,τι γινότανε στον ΠΑΟ δυο φορές τον χρόνο πριν το (σχετικό) ξήλωμα της παράγκαςπρο τριετίας (και με την «κατάλληλη» επαναλαμβανόμενη κλήρωση προγράμματος.τότε ) Αυτό εξηγεί και την μη πρόσληψη προπονητή τόσες μέρες, αυτές είναι πιο εύκολες δουλειές με υπηρεσιακούς και τον Χαριστέα δίπλα…Προβλέπεται (διακοσμητικός) προπονητής από σήμερα…
    Από πέρισυ έχει διαφανεί μια αλλαγή προτεραιότητας μεταξύ Αρη και ΠΑΟ,(μαζί στην ΕΡΤ, μαζί στην Νόβα ούτε με λαστιχάκι να τους είχαν δεμένους) άγνωσται αι βουλαί…

  94. BLOG_OTI_NANAI said

    56: Εφόσον ο πατέρας τους ήταν ο παπα-Ανδρέας, τότε μοιάζει όντως να επαληθεύεται ότι θα τους φώναζαν τα παιδιά του «παπα-Ανδρέα», να οι γιοι του «παπα-Ανδρέου», να ο «παπα-Ανδρέου» κ.λπ. Όμως, απ’ ότι φαίνεται αιτήθηκαν αλλαγή του ονόματος στα 1901 όταν ο Γεώργιος ήταν μόλις 13 ετών και ο άλλος του αδελφός με τον οποίο έκαναν την αίτηση θα ήταν 15-16. Δεν θα τις έλεγε κανείς και ώριμες ηλικίες για να το αποφασίσουν μόνοι τους. Επίσης ο Γεώργιος ήταν πολύ μικρός για να έχει χαρακτηριστεί πολιτικά, το οποίο έγινε αργότερα. Εντωμεταξύ ο πατέρας του ζούσε ακόμα όταν άλλαξαν επώνυμο.

    Οπότε ίσως έγινε επειδή όλοι τους ήξεραν ως Παπανδρέου και όχι Σταυρόπουλους, είτε ο πατέρας τους έκανε κάτι κακό ή κατηγορήθηκε για κάτι και θέλησαν να αλλάξουν επώνυμο;

  95. nikiplos said

    95@ Τζη δεν ξέρω τι σημαίνει σότο, αλλά οι ποδοσφαιρικές προβλέψεις του ιστολογίου, είναι τελείως για τον κουβά…

  96. nikiplos said

    94@ η ιστορία που γνωρίζω εγώ, αλλά λεγόταν παλιά από αντιπαπανδρεϊκούς κύκλους οπότε δεν γνωρίζω αν αληθεύει, είναι πως ο ΓΠ είχε διακορεύσει ένα κοράσιο στο χωριό του ως έφηβος, κι έτσι άλλαξαν το επώνυμό τους. Δεν μου κάθεται λογικά κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή άλλαζαν επώνυμο είτε για κληρονομικούς λόγους – για να κληρονομήσουν κάναν άτεκνο αλλά πλούσιο μπάρμπα, είτε για λόγους τιμής αίματος, δλδ για να χαθούν τα ίχνη ύστερα από κάποιο έγκλημα που βάραινε τους άρρενες της οικογένειας.

    Ο προ προπάπος μου είχε φονεύσει τον διακορευτή της αδελφής του, έφυγε από τα πατρογονικά του και έζησε μακριά για πάντα αλλάζοντας επώνυμο. Έτσι χάσαμε το πατρικό μας αρβανίτικο επώνυμο… περίπου την ιδια χρονική στιγμή με τους Παπανδρέου… 🙂

  97. BLOG_OTI_NANAI said

    96: Για φαντάσου… Χαμός με τον προπάππου.
    Πάντως ο Γεώργιος ήταν πολύ μικρός για να κάνει κάτι τέτοιο και να κυνηγηθεί. Εκτός αν έκανε κάτι κακό ο μεγαλύτερος αδελφός και άλλαξε και του αδελφού του .

  98. Πάντως, στο χωριό παπάς ήταν «ι παπάς του Βασ’λέλ» κατά κόσμο Γεώργιος Βούρος, γιος του Βασίλη, που έκανε ένα γιο και τον έβγαλε Βασίλη που ήταν γνωστός «ι Βασίλ’ς ι παπάς» και που στα μεγάλα του (40; παραπάνω; ) αποφάσισε κι έγινε κι αυτός παπάς (αλλά αλλάζοντας το όνομά του σε Ραφαήλ!!!). Μην παραξενεύεστε από το «ι», είναι επίκοινο άρθρο για αρσενικά και θηλυκά (λέγεται, οπότε γιατί να διαλέξω άλλη ορθογραφία).

  99. Αιμ said

    Μην ξεχάσω να πω ότι το διήγημα μ άρεσε πολύ και το χάπιενντ με το σάλαγμα !

    14. Δύτης Των Νιπτήρων said 15 Σεπτεμβρίου, 2019 στις 09:27
    #10 και παρτσά (parça) το κομμάτι στα τούρκικα

    Και το παρτσακλ-ος,η,ο από το ίδιο βγαίνει ;

    Άλλο θέμα :
    96 κ.α. Ο παπα-Γιώργης ο Δεγαΐτας μετά της παπαδιάς και των τριών μέχρι τότε τέκνων τους, γύρω στα 1820, έφτασε από την Νάξο στην Καλαμάτα με μια σκούνα.
    Ή αυτός ή τα παιδιά το άλλαξαν σε Παπαδόπουλος. Γιατί άραγε ; και γιατί έφυγε από την Νάξο ;
    Μάλλον όποιος ήθελε να χαθεί άλλαζε μέρος και όνομα (λετ)

  100. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @93. Τζή, τρέμω! Τρέμω μήπως εμφανιστεί μεσοβδόμαδα και πει για το ΠΑΟΚ-Άρης: Παίξτε άφοβα 1.. 🙂

  101. gpoint said

    Μην ανησυχείς, είδα το ματς, δεν υπάρχει Αρης, ο ΠΑΟ ήταν ανύπαρκτος. Οι μπουκ θα δώσουνε χαμηλή τιμή για τον άσσο οπότε δεν πιστεύω να ξεφτιλισθεί να προτείνει τιμή που δεν τον ρεφάρει.

  102. loukretia50 said

    Λίγο ο γλυκύτατος σταχτής , λίγο η καρδιά του Χτήνους που χτυπάει σήμερα εδώ, με οδήγησαν – άγνωστο πώς – σε ένα κείμενο α/ 1912, δημοσιευμένο στο μηνιαίο περιοδικό «Η Μελέτη». Μεταξύ πολλών αναφέρει :

    «..Τό άγαπητόν του κτήνος ονομάζει διά προσωπικών όνομάτων, καί δέν άποκνεΐ νά το προσαγορεύση καί έν έπιστολάϊς άκόμη. Δι’ άνθρώπους φυσικόν διάγοντας βίον τό τοιοϋτο ευρίσκω πολύ φυσικόν. Μήπως τό αύτό δέν έπραττον καί οί άρχαΐοι «Ελληνες, δέν έπαναλαμβάνουσι δέ καί οί σημερινοί μας χωρικοί; Οί ζητοΰντες νά διορθώσωσι τό έν παπύρω φερόμενον: «Άσπάζομαι πολλά τόν άγαθώτατόν μου υίόν Λέων καί τόν ίππον μου» δέν έκτιμώσι δεόντως τήν λαϊκήν ψυχολογίαν.
    Νομίζεις ‘ότι τοιαΰτα έκ τοΰ φυσικού- πρότυπα είχεν Αίλιανός, όταν έγραφεν εϊς τάς άγροικικάς έπιστολάς του: «Τήν οίν τήν τά μαλακά έρια έχουσαν, ήν έπαινώ πρός σε, παρ’ έμοΰ πρόσειπε καί τώ βοϊδίω καί τήν κύνα».
    Φαίδων Κουκουλές ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΠΑΠΥΡΟΙ -Μελέτη /1912 – Σελ. 9/134
    http://digital.lib.auth.gr/record/143785/files/5371_3.pdf?version=1

    Το κοπυπάστωμα προκάλεσε μικρό σοκ στο πολυτονικό.
    Το κείμενο έχει αρκετά ενδιαφέροντα σημεία ( σελ. 8, 10), διάλεξα απλά ένα κάπως ταιριαστό.
    Έχει κι άλλα δημοσιεύματα, ένα διήγημα «Η Αραββιάτα»!.
    το Νικ.Φωκά του Α.Προβελέγγιου, και διάφορα άλλα, μέχρι
    για Χιώτες – Hi Dry!, για Εβραίους – Γειά, Λεώνικε – σιγά που θα το δει!

Σχολιάστε