Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

«Κρητών διάλεκτος» του Αντώνη Τσιριγωτάκη

Posted by sarant στο 21 Ιουλίου, 2023


Στο βιβλιοφιλικό μας άρθρο στις αρχές του μήνα, είχα αναφερθεί και σε μερικά βιβλία που θέλω να τα παρουσιάσω αλλά δεν έχω ακόμα αξιωθεί. Ένα από αυτά είναι και το «Κρητών διάλεκτος» του Αντώνη Τσιριγωτάκη, που εδώ βλέπουμε το εξώφυλλό του.

Kυκλοφόρησε αρχικά το 2006 και σε δεύτερη επαυξημένη  έκδοση το 2019 με την ενίσχυση της  Περιφέρειας Κρήτης και του Δήμου Αρχανών-Αστερουσίων. Η δεύτερη έκδοση δεν είναι μονάχα ξαναδουλεμένη αλλά και αισθητικά-τυπογραφικά είναι πολύ βελτιωμένη, σε 574 σελίδες μεγάλου σχήματος.

Ο συγγραφέας, ο Αντώνης Τσιριγωτάκης, που σποραδικά έχει σχολιάσει και στο ιστολόγιο, είναι ερασιτέχνης, αλλά έχει δουλέψει μεθοδικά, δεν παραλείπει να παραθέτει και παραδείγματα χρήσης,  ενώ πολλές φορές σημειώνει σε ποια περιοχή ακούγεται μια λέξη ή ένας τύπος της. Όπως έγραψε  στον πρόλογό του (στην πρώτη έκδοση) ο γνωστός γλωσσολόγος και διαλεκτολόγος Νικ. Κοντοσόπουλος (1930-2020), ο συγγραφέας ναι μεν ζει στον νομό Ηρακλείου και ειδικότερα στην επαρχία Πεδιάδος, αλλά έχει γυρίσει όλη την Κρήτη και οι διαφορές που εντόπιζε σε σύγκριση με τα «καστρινά» (το ιδίωμα του Ηρακλείου) κέντριζαν τη γλωσσοσυλλεκτική του περιέργεια.

Ο Κοντοσόπουλος επίσης  σημειώνει ότι είναι τόσο πλούσιο το λεξιλόγιο της κρητικής διαλέκτου, ώστε κανένα λεξικό δεν μπορεί να είναι πλήρες, οπότε το λεξικό του Τσιριγωτάκη αποτελεί  πολύτιμη συμβολή, πολύ περισσότερο αφού υπάρχουν λέξεις αθησαύριστες στα υπόλοιπα κρητικά διαλεκτικά λεξικά.

Κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο προσόν  του λεξικού του Τσιριγωτάκη είναι οι ανάσες που δίνει σε κάθε λήμμα, παραθέτοντας παραδειγματικές φράσεις ή πληροφορίες για τη  ζωή στην Κρήτη, ιδίως την αγροτική ζωή, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Έτσι το λεξικό λειτουργεί παράλληλα ως λαογραφικό βοήθημα.

Θα δώσω δείγματα γραφής από αυτό το «γνήσιο ιδιωματικό λεξικό». Ως φόρο τιμής  στον Ν. Καζαντζάκη,  που βέβαια αναφέρεται σε πολλά λήμματα του λεξικού με παραθέματα από το έργο του, ανοίγω το βιβλίο στη σελ. 333:

μποδιασμένος [επίθ.] [< ρ. εμποδίζω] 1. εμποδισμένος,  δεμένος. – Γλάκα να λύσεις το γάιδαρο, γιατί’ναι μποδιασμένος με το σκοινί. 2. μτφ. επί προσώπων, ο απασχολημένος που δεν μπορεί να διακόψει τη δουλειά του. – Εδά’μαι μποδιασμένος και δε μπορώ να’ρθω. 3. μτφ. ο ταλαίπωρος, ο αγανακτισμένος. – Πολλά μποδιασμένος είν’ ο κακομοίρης και σύρνει του ήλιου τα πάθη. 4. μτφ. ο φιλάσθενος, ο άρρωστος. – Η μια αρρωσθιά τονε ‘φήνει κι η  άλλη τονε πχιάνει, σαφί μποδιασμένος είν’ ο κακομίτσης.

Παράθεσα όλο το λήμμα για να φανεί πόσο καλά είναι συνταγμένο και πόσες πληροφορίες δίνει παρεμπιπτόντως -ας πούμε, ο αναγνώστης βλέπει ότι συνυπάρχουν στη λαλιά των Κρητικών, όπως είναι και λογικό, τύποι της κοινής και της διαλέκτου (κακομοίρης και κακομίτσης), μαθαίνει μια παροιμιακή φράση («σύρνει του ήλιου τα πάθη») και γνωρίζει μια λέξη που μάλλον θα του είναι άγνωστη, το επίρρημα «σαφί» (πάντα, συνέχεια: έχουμε γράψει γι΄αυτή τη  λέξη στο άρθρο μας για τα κρητικά επιρρήματα).

Το επόμενο λήμμα είναι ο μποθρακός, ο βάτραχος. Εδώ ο συγγραφέας παραθέτει έναν στίχο από τον Κατζούρμπο του Χορτάτση: «Κακόμοιρε κι ατύχουλα, σαν μποθρακός δε βγαίνεις ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα κει απομένεις». Εδώ παρεμπιπτόντως σημειώνουμε το μεσαιωνικό οχ = από (έτσι και στον  Σολωμό και στους Επτανήσιους) ενώ πολλοί θα αγνοούν, αλλά θα μαντεύουν τη λέξη «πηλά». Ας πάμε εκεί.

πηλά, τα [ουδ.] (μόνο στον πληθ.) 1. οι λάσπες. – Μη  μ-μπατείς στα πηλά να γαργιώσεις τα παπούτσα σου. 2. το πολυψημένο φαγητό φρ. «ήκαμες πηλά τα μακαρούνια» [δικό μου σχόλιο: ο συγγραφέας είναι Κρητικός και τα ψήνει τα μακαρούνια, οπως και οι αρχαίοι. Στην κοινή γλώσσα τα βράζουμε, οπότε θα λέγαμε «παραβρασμένο φαγητό»] 3. μτφ. σημαίνει: α) τον πολύ μεθυσμένο φρ.: «εγίνηκε πηλά στο μεθύσι», β) τον ηθικά βρόμικο, τον τιποτένιο, το σιχαμερό φρ. «άνθρωπος είναι αυτός  γή πηλά».

Ίσως έχετε άγνωστη τη λέξη «γαργιώνω«,  πάμε λοιπόν  στο αντίστοιχο λήμμα  και βλέπουμε πως είναι παράλληλος τύπος του γαργιάζω,  δηλαδή  γαριάζω,  από το αρχ. γάρος,  που θα πει λερώνω (φράση: Ό,τι ρούχο γ-κι α βάλεις το γαργιώνεις ντελόγο) και με μεταφορική σημασία (αυτός γαργιώνει απ’ όλες τις μπάντες).

Και τι θα πει ντελόγο; Οι τακτικοί αναγνώστες μας θα το ξέρουν, αφού το είχαμε συζητήσει στο άρθρο για τα κρητικά επιρρήματα, ενώ η λέξη εμφανιζόταν και στο μνημειώδες διήγημα του Αλεξαντρή Παπαδοδιαμαντάκη «Το σπρεσόμπρικο». Για όσους δεν το θυμούνται, ας πούμε ότι σημαίνει «με τον πρώτο λόγο, πάραυτα» όπως εξηγεί ο Τσιριγωτάκης. Εγώ θα έγραφα «αμέσως», αλλά ο Τσιριγωτάκης ίσως επηρεάζεται από την υποτιθέμενη ετυμολογία του επιρρήματος, τάχα από το «εν τω λόγω». Όμως σαφώς έχει ετυμολογία ιταλική,  γενουάτικη μάλλον. Παραδειγματική φράση: Ντελόγο να’ρθει το δίχως άλλο γιατί’ναι ζόρες να του πεις.

Και βέβαια ο ζόρες είναι το ζόρισμα, η  ανάγκη, μας πληροφορεί ο συγγραφέας, που δίνει και τέσσερις σχετικές παροιμίες. Ο ζόρες βγάνει το λαγό απού τη ν-τρύπα, Απού’χει μεγάλο ζόρε του διαόλου τάσσει, Ο ζόρες κάνει πόδια, Στο ζόρε σου μαθαίνεις τσι φίλους.

Διακόπτω εδώ αυτή τη λεξιλογική σκυταλοδρομία και  επιστρέφω στο λήμμα «μποθρακός» για να  πάω στο βασικό λήμμα του λεξικού για τον βάτραχο, που είναι ο αφορδακός:

αφορδακός, ο [αρσ.] (και μποθρακός ΑΚ, ή αβαθρακός στη Σητεία, βαθρακός για τα Χανιά και βορδακός για το Ρέθυμνο) ο βάτραχος – Σαν τ’ αφορδακού εγινήκενε η κοιλιά σου να κρασοπίνεις ολημερνίς στα ντουκιάνια.

ΑΚ είναι η σύντμηση για την Ανατολική Κρήτη, κι εδώ βλέπουμε μιαν αρετή του βιβλίου, να  δίνει εναλλακτικούς τύπους με αναφορά του τόπου όπου ακούγονται. Όσο για τα ντουκιάνια…

ντουκιάνι, το [ουδ.] (ΑΚ, καφετζές για τη Σητεία και καφέσι στην επ. Πεδιάδος, καφενές και καφενείο στην κοινή διάλεκτο και καφενέτο στην αστική) [< τούρκ. dükkân, μικρό μαγαζί] το καφενείο και ντουκιατζής ο καφετζής, σε άλλα τοπικά ιδιώματα εννοεί γενικά το μαγαζί ή το μικρό συνοικιακό παντοπωλείο. Μαντινάδα: Σωστά το λέει η παραμιά απού’χει κώλο κλάνει, μα να’ν αυτός κι ο κώλος του και όχι στο ντουκιάνι» (παλιά σκωπτική μαντινάδα του Εμμ. Λουλάκη από Εθιά).

Επιστρέφοντας στη  σελ. 333, μετά τον  μποθρακό βρίσκουμε το μπόι, που είναι βέβαια λέξη της κοινής, αλλά ο συγγραφέας μας δίνει μια  λαογραφική πληροφορία, που πάντως ισχύει και για άλλα μέρη της Ελλάδας, ότι «δεν  κάνει να μετράνε το μπόι στα μωρά παρά μόνο όταν γίνει 2 χρονών ακριβώς, τότε μετρούσαν το παιδί κι ό,τι ύψος είχε το πολλαπλασίαζαν επί 2 για  να δουν πόσο ύψος θα είχε στα 20 του χρόνια, αν  πχ ήταν  87 εκατοστά x 2 = 1,74μ. θα ήταν  στα 20  χρόνια του».

Παρομοίως,  λίγο πιο κάτω  στο λήμμα «μπομπότα», το ψωμί της Κατοχής, ο συγγραφέας σημειώνει: «Γινόταν χυλός από καλαμποκάλευρο με γλίνα αντί βούτυρο … Γινόταν  και λειψανάβατη πίτα με το ίδιο αλεύρι ψημένη στο τηγάνι με λίγο λάδι, καθώς ψηνόταν την τσιμπούσαν με το πιρούνι πολλές φορές και απορροφούσε το λάδι, ανώτερη σε γεύση από το σημερινό ψωμί».

Ακόμα, σε κάμποσες περιπτώσεις ο συγγραφέας σημειώνει πως η λέξη είναι σπάνια ή βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία. Ας πούμε:

μάλτα, η [θηλ.] (Λιθίνες, Χαμέζη, Ζάκρος) φθίνουσα λέξη για το πορτοκάλι και μαλτιά ή μαλθιά η πορτοκαλιά. – Εβγήκασι οι χοχλοί κι εχαλάσα’ ν-τσι μάλτες που δε βρίσκεις να φας. Πιθανό το βρίσκω να ετυμολογείται από τη Μάλτα.

Η μόνη διαφωνία που έχω με τον συγγραφέα είναι κάποιες ετυμολογίες του. Για παράδειγμα, στο λήμμα αλίτζερος:

αλίτζερος, -η -ο [επίθ.] [στερ. α + λι- < λίπος,  -τζερος] χωρίς λίπος, συνεκδ. ισχνός, αδύνατος. – Πολλά αλίτζερος είσαι και σάικα πως δε σε καλοταΐζ’ η κερά σου.

Αλλά βέβαια δεν μπορεί να είναι αυτή η ετυμολογία. Tο λεξικό έχει και τύπο λίτζερος, με παραπομπή στο Νν τ. αλίτζερος, με σημασία λεπτός, αδύνατος και παρόμοια παραδειγματική φράση, αλλά χωρίς ετυμολογία.

Ολοφάνερα εδώ έχουμε δάνειο από τα ιταλικά (όπου σήμερα είναι leggero ο ελαφρός) ή από τα βενετικά. Το α- στο αλίτζερος δεν είναι στερητικό αλλά προθετικό.

Και στην παραδειγματική φράση πιο πάνω θα έχετε ίσως άγνωστη  τη λέξη σάικα, που σημαίνει «μάλλον, σίγουρα» και που ο Τσιριγωτάκης την ετυμολογεί, εντελώς απίθανα, από το «ως εικάζω» με συναρπαγή.  Όπως έχουμε πει στο παλιό άρθρο για τα επιρρήματα, και όπως λέει ο φίλος Βασίλης  Ορφανός στο εξαιρετικό λεξικό του των τουρκικών δανείων της κρητικής, η λέξη προέρχεται από το τουρκ. sahi = ασφαλώς. Πρώτα θα αναπτύχθηκε το επίθετο, σάικος, και μετά το επίρρημα.

Αλλά αυτή η παρατήρηση για τα ετυμολογικά δεν μειώνει παρά πολύ λίγο την αξία του λεξικού, που κυρίως είναι μια ωραία γνωριμία με τη γλώσσα και τη  ζωή στην Κρήτη τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Κάτι που με συγκίνησε είναι ότι ο συγγραφέας σημειώνει με επιμέλεια τους πληροφορητές του ή κάποιους απλούς ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν κάποια λέξη. Στο λήμμα «στρούμπος» που είναι ένα παλιό έθιμο στην Κασταμονίτσα Πεδιάδος, ένα γλέντι όταν  γεννιόταν το πρώτο υγιές αγόρι, παραθέτει μια μαντινάδα και σημειώνει: Δηλαβεράκης Δημήτριος ετών  75, Κασταμονίτσα. Στο λήμμα «σκυλέντουρος», άνθρωπος δυνατός, με αντοχή σκύλου, σημειώνει: «τη λέξη κατέγραψα στις Μουρνιές Ιεράπετρας αλλά και στον οικισμό Καρδουλιανός Καστελλίου, όπου υπήρξε παρατσούκλι υπεραιωνόβιου πάμπτωχου που έζησε με πολλές στερήσεις (Ταραξής ο σκυλέντουρος, 1851-1955).» Στο λήμμα «αϊλίκι», μισθός δημοσίου υπαλλήλου, τουρκικής ετυμολογίας, σημειώνει: «Η λέξη διασώθηκε χάριν του Κωνστ. Ιωάν. Γκαμίλη 88 ετών, Καρδουλιανός Πεδιάδος, 1955», ενώ στο λήμμα «μπόλια», με σημασία «παραδοσιακό λευκό ύφασμα», ο Τσιριγωτάκης δίνει κάποιες πληροφορίες για τον τρόπο ύφανσης στον αργαλειό και σημειώνει την πληροφορήτρια: Παρασύρη Ελπίδα του Μιχ., πρεσβυτέρα, Ζωνιανά 2000.

Μισόν αιώνα και βάλε μάζευε σπειρί σπειρί τις λέξεις του ο Αντώνης Τσιριγωτάκης, αξίζει κάθε έπαινο κι αυτός και το βιβλίο του!

89 Σχόλια to “«Κρητών διάλεκτος» του Αντώνη Τσιριγωτάκη”

  1. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  2. ΓΤ said

    σπΕΙρί —> σπΥρί

  3. Πολύ ενδιαφέρον. Το μετέδωσα.

    Διαβάζω αυτές τις μέρες και για τη λαρισαϊκή διάλεκτο («ιδίωμα»), του Σταμάτη Μπέη, επίσης πυκνό και τεκμηριωμένο.

  4. Costas X said

    Καλημέρα !

    Τον «μποθρακό» τον άκουσα από Κρητικό της Σητείας «αφορδακό». Το «ντελόγο» είναι «δελέγκου» στα κορφιάτικα, αλλά δεν είναι βενετσιάνικο, δεν βρήκα κάτι σε βενετσιάνικο λεξικό του 1851.

  5. leonicos said

    Γλάκα να λύσεις το γάιδαρο, γιατί’ναι μποδιασμένος με το σκοινί.

    Με το απλό γλωσσικό μου αισθητήριο, νομίζω ότι εδώ δεν σημαίνει απλώς ‘δεμένος’ αλλά ‘μπερδουκλωμένος’. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα το ‘γλάκα’.

  6. leonicos said

    παρεμπιπτόντως σημειώνουμε το μεσαιωνικό οχ = από (έτσι και στον Σολωμό και στους Επτανήσιους)

    Οι επτανησιοι και οι κρητικοί ήσαν για πολλά χρόνια εκτος τουρκικής σφαίρας, και υπήρχε πολύ συχνή επαφή, οπότε δεν είναι περίεργο να βρίσκουμε κοινές ιδιωματικές φράσεις. Μέχρι κι τις αρχές του 20ου αιώνα, πριν τη λαίλαπα του Β’ ΠΠ, οι εβραϊκές οικογένειες στα Χανιά είχαν ‘ανταποκριτές’ στη Ζάκυνθο και φρόντιζαν να τις διατηρούν με συνοικέσια. Στέλνανε νύφες οι ζακυνθινοί στα Χανιά και πέρνανε χανιώτισσες. Πάγια τακτική. Το ίδιο έκαναν και οι κρητοεβραίοι με τους εβραίους της Πόλης. Έτσι βρέθηκε και ο παππούς μου γαμπρός στα Χανιά. Αντίθετα δεν είχαν πολλές σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη

  7. leonicos said

    να γαργιώσεις τα παπούτσα σου

    πρώτη φορά το βλέπω σε ρήμα. Κατά το ατομικό ιδιόλεκτόν μου ‘γαργιασμένο’ είναι το βαμβακερό ύφασμα που από την πολλή χρήση έχασε την επεξεργασία του. Δεν είναι βρόμικο αλλα φθαρμένο επιφανειακά.

    Η λέξη ακούστηκε πρόσφατα στα ΜΜ σχετικώς με το φανελάκι κάποιου που εμβολιαζόταν

    Οι κύπριοι λένε αγιομένο. Αυτό τουλάχιστο είναι σίγουρα ‘αλλοιωμένο’ με τη γνωστή εναλλαγή του μαλακού λ σε μαλακό γ, σαν το διπλό ισπανικό ll. Μπορεί και το ‘γαργιάζω’ να είναι μεταμορφωση του αλλοιώνω;;;;

  8. leonicos said

    αρχ. γάρος, που θα πει λερώνω

    το ξέρω σαν χυλό με άλμη και υπολείμματα ψαριού, όχι ως βρομιά

  9. Α. Σέρτης said

    «Kυκλοφόρησε αρχικά το 2006»

    Το 2001:
    https://www.politeianet.gr/books/9789609176507-tsirigotakis-e-antonios-idiotiki-kriton-dialektos-25894

  10. leonicos said

    «ως εικάζω» με συναρπαγή.

    συναλειφή λέγεται

  11. ΓΤ said

    συναλΟΙφή…

  12. Alexis said

    Καλημέρα.
    Πολύ ενδιαφέρον!

  13. ΓΤ said

    @2α ΜΑΛ: ΕΠΟΠ κρατούσε όμηρο τον Δίκα
    🤣🤣🤣

  14. Spiridione said

    Για το σάικος θέλω να πω ότι έχει τη λ. ο Θεοτόκης στην Τιμή και το Χρήμα: «εώ τσι δουγειές μου τσι θέλω σάικες!». Επίσης, και στη μετάφραση του Μάκβεθ: «γοργά και σάικα ας είναι τ’ άλογά σας». Δεν ξέρω πού τη βρήκε τη λέξη, γιατί δε νομίζω να λέγεται στην Κέρκυρα (ίσως τότε να λεγόταν), ούτε υπάρχει στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά. Βλέπω όμως ότι λέγεται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, π.χ. στη Γορτυνία σάικος = στέρεος, και σε ένα άρθρο του Θ. Νημά «Τουρκικές λέξεις που ήταν σε χρήση στον προφορικό λόγο των κατοίκων της περιοχής Χασίων Τρικάλων ως τη δεκαετία του 1960 περίπου» υπάρχει το λήμμα: σάικος [-ους], η, ο [ου] = υγιής, ορθός, εξακριβωμένος (τ. sağ = ορθός).

    Click to access 22.-%CE%9D%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CC%81%CF%82.pdf

    Δεν ξέρω αν η λέξη είναι ίδια με την κρητική, μάλλον η ίδια είναι.

  15. Το βαθρακός το ξέρω από Τσιφόρο

  16. Χαρούλα said

    Και γω που νόμιζα πως ξέρωντας τα:
    Πάω να θέσω και άκου την μυρωδιά, θα μπορούσα να συνεννοηθώ με Κρητικούς…🫣😉☺️😊
    Ωραία δουλειά! Μπράβο! Απλά να είμαι ειλικρινής, για αποσπάσματα αντέχω. Όλο όμως νομίζω θα με κουράσει(μη ούσα Κρητικιά).

  17. Καίτη Μάρακα said

    Μικρή «διόρθωση» σχετικά με το πότε πρωτοκυκλοφόρησε: Το προμηθεύτηκα το 2005 από το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Κυριάκη στο Ηράκλειο Κρήτης με παρόμοιο εξώφυλλο, αλλά αντί για «Ηράκλειο 2019» γράφει στο κάτω μέρος του «Πύργος Μονοφατσίου 2001».

  18. Μιας και αναφέρθηκε ο Κοντοσόπουλος, βρίσκω πολύ ενδιαφέροντες (και σαν ιδέα) τους γλωσσικούς άτλαντες που σχεδίασε: https://www.cup.gr/book/glossikos-atlas-tis-kritis/
    Εδώ εξηγεί τη μέθοδό του: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_a_1_1/05.html

  19. ΣΠ said

    Ώστε αφορδακός σημαίνει βάτραχος. Θυμήθηκα τον Γιώργο Αφορδακό, παλιό μαραθωνοδρόμο από το Λασίθι.

  20. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρωτα σχόλια!

    3 Ο Μπέης, αν λέμε τον ίδιον, είναι γλωσσολόγος βέβαια

    5 Σωστά

    7 Του Τσιόδρα αν θυμάμαι καλά

    14 Λογικά το ίδιο είναι

    17 Τι να σας πω, ίσως υπήρξαν περισσότερες από μία πρώτες εκδόσεις. Πάντως οι πρόλογοι στην πρώτη έκδοση (πχ του Κοντοσόπουλου) έχουν χρονολογία 2005 ή 2006 (δεν το έχω πρόχειρο τώρα το βιβλίο)

    19 Πρέπει να βάλουμε άρθρο με τα χίλια (διαλεκτικά) πρόσωπα του βάτραχου.

  21. Jago said

    Πάντως δεν το βρίσκω στα ιντερνετικά βιβλιοπωλεία.

  22. ΣΠ said

    21
    Μόνο σε ένα το βρήκα,
    https://www.captainbook.gr/book/kriton-dialektos-9789609176521

  23. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Κρητικός κρητίκαρος ἤ ἐκ Τσιρίγου; 🙂
    Φαίνεται νά εἶναι ἐξαιρετική δουλειά. Συγχαρητήρια!
    (Πάντως τό «μποθρακός», ὅσο διαλεκτικό καί νά ἀκούγεται, τό καταλαβαίνει κανείς εὔκολα)

  24. BLOG_OTI_NANAI said

    Βιβλιογραφικά δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές, μόνο σε ένα έργο το βρήκα να αναφέρεται:

  25. sarant said

    23 Κάποιος προπροπροπάππος θα είχε έρθει από το Τσιρίγο

  26. Αφήνω εδώ το οπισθόφυλλο, για ISBN, κλπ.

  27. Κι αυτό από μέσα

  28. leonicos said

    Μισόν αιώνα και βάλε μάζευε σπειρί σπειρί τις λέξεις του ο Αντώνης Τσιριγωτάκης, αξίζει κάθε έπαινο κι αυτός και το βιβλίο του!

    Αυτό είναι το επιστέγασμα

    και είναι πέρα για πέρα δίκαιο

  29. Α. Σέρτης said

    26
    μεζέδαρος στο οπισθόφυλλο: «χέριν της ευγενούς υποστήριξης»

  30. Α. Σέρτης said

    χέριν=χάριν

  31. sarant said

    26 O Θησαυρός τι ήταν άραγε;

  32. 31: Θαρρώ στις διαδοχικέςεκδόσεις, μαζί με περιεχόμενο εμπλουτίζονταν κι οι τίτλοι. Εντάξει, δεν τόκανε και για να πάρει παραπάνω μόρια σε καμιά αξιολογική κρίση… 😛

  33. ΓΤ said

    Έσω ISBN τράτζικ…

  34. ΓΤ said

    «Με μόνιμη κατοικία τον Πύργο Μονοφατσίου, λόγω συζύγου».
    Μπάναΐα μ’. Ποιον ενδιαφέρει αυτή η πληροφορία;
    Δηλαδή, άμα χουρίσ’, θα ξισπιτουθεί;
    Η συνέχεια του CV βέβαια αναδίδει στιλάκι «Παρότι από Ανωτέρα Ηλεκτρολόγων, κοιτάξτε τι κατάφερα…
    «βαθύς γνώστης»
    Μά’στα. Θυμάμαι πόσο ταπεινά μιλούσε ο Κριαράς για το έργο του
    Να ξηγιέται ο Κούντερα 10 λέξεις CV και να τρώμε εδώ διπλόφαρδα Βικτώρια Πειραϊκής-Πατραϊκής…

    Πάω για άμβυκες μέσα στον καύσωνα

  35. Κάντε λίγο κράτει στο ξίδι, ερασιτέχνης είναι ο άνθρωπος. Πού να βλέπατε και το βιογραφικό του Κεντρωτή.

  36. Α. Σέρτης said

    Αμ εκείνο το «ΓΝΗΣΙΟ» στον υπότιτλο;
    Αυτό κι αν θέλει σχολιασμό…

  37. Εύγε στους σχολιαστές ΓΤ και Α. Σέρτης. Έχετε κι άλλη χολή;

  38. ΓΤ said

    @37 Staz

    Δεν έχω τέτοια πρόθεση, απλώς εξέφρασα τι εισπράττω ως αναγνώστης, δίχως αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι «διαβάζω σωστά». Εντύπωση μου κάνει επίσης ότι έχουμε CV στο οπισθόφυλλο, ενώ θα περιμέναμε στοιχεία που να προσανατολίζουν τον αναγνώστη στον πλούτο του λεξικού, με το CV να βρίσκει τη θέση του στο μπροστινό αυτί. Παρεκτός και δεν έφτανε το χαρτί, και το ανάπτυγμα προέκυψε αδίπλωτο…

  39. sarant said

    34 Eχω δει πολλούς να δηλώνουν, στο βιογραφικό τους, «ερωτικός μετανάστης» ή κάτι τέτοιο.

  40. Α. Σέρτης said

    35/37
    Όταν εκθέτεις στο εμπόριο ένα προϊόν και ζητάς τα δυσεύρετα 35 ΕΥΡΩ του δυνητικού καταναλωτή, θεωρώ ότι ο τελευταίος δικαιούται να εκφράσει τις όποιες παρατηρήσεις του πάνω σε ό,τι του «χτύπησε» άσχημα.

  41. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Να ΄μαστε λοιπόν!
    Δεν αξώθηκα να μπω από την ταχινή. Εδά τα κατάφερα! 🙂
    Όσο πιο πολλά λεξικά, πλια καλά, εννοείται!
    Είχα στο νου, από προχθές που αναφέρθηκε, να το αναζητήσω.
    Καταγράφω (ερασιτεχνικά/χαλαρά) κι εγώ λέξεις κι εκφράσεις μας, όταν μου κατεβαίνουν και θεωρούσα βασίμως ότι »κόλλησα» από δω, από το ιστολόγιο, που όντως είναι μαγικό στην παρακίνηση. Προ καιρού, με έκπληξη και χαρά (πράμα δεν εθυμούμουνε) βρήκα σ΄ένα μπλε τετραδιάκι εποχής (μαζί με λόγια τραγουδιών-από το ραδιόφωνο) μια 40άδα παλιότατες λέξεις της ντοπιολαλιάς μας, γραμμένες προ ιντερνετ, το 1985. Ούτε θυμάμαι πιο ήταν το κίνητρο τότε, αλλά μέχρι το αντάμωμα με το ιστολόγιο, δε βρήκα άλλη καταγραφή (μέχρι στιγμής 🙂 ).
    Τσεκάρισα τις λέξεις εκείνες με τους δικούς μου κι έπιασα να μην θυμούνται, περισσότερες από τα δάχτυλα του ενός χεριού 🙂 😦 .
    Το δε χειρότερο, ότι προσπαθούσαν να τις εξηγήσουν, περίπου σαν ξενομπάτες!

    >>είναι τόσο πλούσιο το λεξιλόγιο της κρητικής διαλέκτου, ώστε κανένα λεξικό δεν μπορεί να είναι πλήρες,
    -Νικοκύρη,(ή όποιος άλλος έχει ήδη το βιβλίο), έτσι από περιέργεια, έχει το «σφακώνω» ο Τσιριγωτάκης, που, σε σχέση μ΄όλη την Κρήτη, είναι κι από τσι μπάντες μου;

  42. sarant said

    41 Το κακό είναι πως εδώ στην εξοχή δεν έχω μαζί μου πολλά βιβλία, το άρθρο το είχα γράψει πριν φύγω….

  43. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    31, 32
    Έχω αποσπάσματα από το άλλο έργο του Αντ.Τσ.: «Θησαυρός της κρητικής διαλέκτου», χ. εκδ. [εκτύπωση: Iraklion Offset], Ηράκλειο 2008.
    Οι διαφορές πρέπει να είναι ελάχιστες από «Κρητών διάλεκτος». Ίσως δεν περιέχει τις κάποιες προσθήκες που θα έχει κάνει από τότε (προφανώς) ο συγγραφέας και πραγματολογικές πληροφορίες (όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα παραδείγματα που αναφέρει το άρθρο).
    Συγκεκριμένα στον «Θησαυρό»:
    – μποδιασμένος: Δεν υπάρχει η σημ. 4.
    – μποθρακός: Ακριβώς το ίδιο.
    – ντελόγο: Σχεδόν ίδιο.
    – ζόρες: Ακριβώς το ίδιο.
    – ντουκιάνι: Ακριβώς το ίδιο, αλλά χωρίς το όνομα του μαντιναδολόγου.
    +++===+++
    Γενικά, νομίζω ότι ο Νικοκύρης σωστά το παρουσιάζει ως ένα πλούσιο, μεθοδικό, πολυσυλλεκτικό λεξικό της όλης κρητικής διαλέκτου / ιδιώματος, με άφθονα λεξιλογικά παραδείγματα και πραγματολογικά στοιχεία.
    Και από αυτή την άποψη αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για όσους ασχολούνται με το αντικείμενο.
    Ωστόσο, πάσχει σαφέστατα στο ετυμολογικό, όπως παρατηρεί και ο Νικοκύρης.
    Δίνει αποσπασματικά την ετυμολογία αρκετών λέξεων, χωρίς επαρκή τεκμηρίωση. Φαίνεται κάποιες ετυμολογήσεις να είναι δικές του ενώ κάποιες άλλες (σωστές ή λανθασμένες) έχει πάρει από άλλα λεξικά.

    [Θα αναφέρω ένα-δυο παραδείγματα, αλλά εν τω μεταξύ θα ήθελα να ρωτήσω τον Νικοκύρη να ρίξει μια ματιά αν έχει προστεθεί ετυμολογία στα λήμματα «ανελωμή-ανελώνω» και «φάρδος». Ευχαριστώ εκ των προτέρων 🙂 ]

  44. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Από τις λέξεις του νήματος, μόνον τη μάλτα δεν ξέρω, δεν έχω ακουστά.
    Η αλήθεια είναι ότι πάντα έχουμε και τις ντοπιο-ντόπιο λαλιές και τα γεραπετρίτικα έχουν μερικές διαφορές από τα στειακά (και στο ηχόχρωμα).
    Αφορδακός ο βάτραχός μας και επίθετο στην περιοχή που μικρή ντρεπόμουν όταν το άκουγα, σκεφτόμουν τα παιδιά του. Αφορδακάλια, τα βατραχάκια και ήταν πολύ πολύ χρησιμοποιούμενη λέξη κι έκφραση. Για νεογέννητα οικόσιτα, πχ κατσικάκια «εγέννησε τέσσερα η παντέρμη μα είναι σαν τ΄αφορδακαλάκια, να δούμε πώς θα τ΄ανεθρέψει».

    Λεώνικε, ναι, αμποδιασμένος, εμποδισμένος (σωματικά ή ψυχικά), μπουρδουκλωμένος, μπερδεμένος, δυσκολεμένος.

  45. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    42, ε μπειράζει, ξα ντου! 🙂

    -Γαργιώνω, χμ, μόνο λερώνω, νομίζω Λεώνικε.
    Ένα τρυφερό κέρασμα (ακούστε το όλο, κι ας είναι αργόσυρτο, μετά ζωντανεύει! 🙂 )
    Δος μου τς αγάπης σου νερό
    να λούσω την καρδιά μου
    γιατί την εγαργιώσανε
    οι στεναγμού κερά μου

  46. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ said

    Κι ένα «ξεμάτιασμα» στην Κρητική διάλεκτο που περιέχει και τη λέξη «κακαμποδιασμένη». Για να έχει αποτέλεσμα το ξεμάτιασμα πρέπει να μεταδοθεί από άντρα σε γυναίκα.
    «Ως εκίνησε ο καϋμός, ο θιαρμός, της γειτονιάς η γλωσσοφαγιά, σάρκα σαρκωμένη κακαμποδισμένη, στη στράτα της απάντησε μελάνι, μελαχροινή, ξανάστροφα στο γάιδαρο καβαλαρέ.
    -Πού πας καϋμέ πού πας θιαρμέ;
    – Πάω να βρω μωρό παιδί στην κούνια να θιαρμολογήσω, κόρη να μαράνω, κουράδι να ξεκουραδώσω, πύργους και χωριά να ξεθεμελιώσω.
    -Γιάγυρε καϋμέ, γιάγυρε θιαρμέ, να πας στα άγρια όρη στα άγρια βουνά που πετεινοί δεν κράζουνε, που φούρνοι δεν φουρνίζουνε, καμπάνες δεν γρικούνται, να βρεις το λάφι να φας το κρέας του και να κυλιστείς στο αίμα του και από το δούλο του Θεού…(αναφέρεται το όνομα του ματιασμένου)… να λείπεις!»

  47. sarant said

    Ωραία σχόλια με παραδείγματα φράσεων!

    43 Όπως είπα και πριν, εδώ που ήρθα δεν έχω το βιβλίο μαζί μου (είναι και βαρύ), το άρθρο το είχα γράψει πριν από μερικές μέρες.

  48. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    -Πηλά (τα), οι λάσπες, κυριολεκτικά μα και μεταφορικά.
    Κακά Πηλά, μια τοποθεσία μας , επειδή ο δρόμος εκεί (μη ασφαλτοστρωμένος), περνούσε/διέσχιζε το ρυάκι και το χειμώνα γλιστρούσαν στη λασπουριά, ζώα κι αυτοκίνητα, με σχετικά ατυχήματα.

    «Του Μάρτη τα πηλά, αποσπέρα ως ταχιά», απ΄το βράδυ ως το πρωί-επειδή στέγνωναν εύκολα πια (για Κρήτη μιλάμε)

    Ως πηλά (βρισιά και υλικό) προσφέρεται για διάφορες γουρουνοκυλιστικές μαντινάδες (δε γράφω-γουγλίστε 🙂 ) .
    Εκείνο που θυμάμαι στην τοπική μυθιστορία
    Λέει ένας παλιός χωριανός, που ήταν διαρκώς μεθυσμένος (έτσι και τέλειωσε ο βίος του-τον παρέσυρε αυτοκίνητο καθώς τρέκλισε μες τις ρόδες του στο σκοτάδι) αλλά ήταν ένας μεθυσμενοφιλόσοφος και τον αγαπούσαμε όλοι:
    Επήαμε οψαργάς στου Νικολή απού σφαξε το τράο κι εκάμαμε μια μεθιά, μα μια μεθιά…
    εγενήκαμε όλοι πηλά…
    (δ)ηλαδή εγώ μουνε κι από πρώτα…

  49. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα! Ωραία η περιδιάβαση των λεξιλογικών σελίδων του Αντώνη Τσιριγωτάκη.
    Μπράβο του και χαρά στην όρεξη και την υπομονή του.
    Το ‘ντελόγο’, όντως, φαίνεται ιταλογενές (π.χ. από το da luogo “εκ τόπου”, https://lexikolefkadas.gr/ntelongo-ou , μη αποκλειομένης όμως και της παρετυμολογικής επίδρασης του ‘λόγου’ στην ειδική του σημασία. κατά το γνωστό “αμ’ έπος..”, βλ. και σχ.4).
    Σάικα (γεν. Σάικας) και η παλιά ονομασία των Πετραλώνων Αγράφων.
    Και ρήμα “σαϊκώνω”=σφιχτοδένω, π.χ. για να ασφαλίσω το φορτίο υποζυγίου (βλ.και σχ.14)

  50. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Για τα πηλά, συμπληρώνω:
    Πηλοβούτσισμα, πηλοβουτσίζομαι, πασαλείβομαι με τα πηλά/τις λάσπες (» τον ήπιασε η μπόρα στο δρόμο κι ήρθε πηλοβουτσασμένος) .
    σσ Βουτσώνω: παλιά, τα καλοκαίρια «εβουτσώνανε» τα σπίτια, δηλαδή στα χωμάτινα δάπεδα τους, για καθαριότητα και νοικοκυροσύνη, κι απολύμανση λέω τώρα, περνούσαν έναν αραιό χυλό, σκουροπρασινοκαφετή, από σβουνιές βοοειδών και ασβέστη. Στο ορεινό χωριό, σαν όνειρο θυμάμαι τη γιαγιά μου να βουτσώνει το μουτουπάκι, την αποθηκοκουζινούλα, (το άλλο ήταν ταράτσα) και να μοσχοβολάει! Σα να λαμπύριζε κιόλας! Έκανε κι ένα γείσο, καμιά 20αριά πόντους,γύρω στους τοίχους.

  51. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    -Ντελόγο (απ΄όπου κι αν προέρχεται 🙂 ), ζωντανότατο, χρησιμοποιείται κανονικά και καθημερνά!
    Ο πατέρας μου έλεγε σε κάθε σχετική ευκαιρία
    «σαν το ντελόγο δεν υπάρχει»,
    «Εδώ και τώρα» μ΄άλλα λόγια, εν τω άμα και το θάμα κ.ο.κ
    Η πιο καλή ρίμα, από μια τοπική, ολίγον περιπαικτική* μαντινιάδα:
    Επήα κι επαντρεύτηκα από το (ν) Συκολόγο
    κι εχάρισέ μου ο πεθερός μια χαρουπιά ντελόγο.

    Και βέβαια υπάρχει στους στίχους σε πάμπολλα κρητικά τραγούδια.

    *περιπαίζουν, κλασικά, οι μεν τους δε, κοντοχωριανοί και να η απάντηση (τα δυο χωριά είναι κοντά):
    Επήα κι επαντρεύτηκα, μέσ΄απου το Καλάμι
    κι εχαρισέ μου ο πεθερός, μια σιδεροπαλάμη (φτυάρι)

  52. ΓΤ said

    Πέθανε ο Τόνι Μπένετ.

  53. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    – Για το ντελόγο:
    Η ετυμολόγηση από το «εν τω λόγω» (διαλεκτικός αρχαϊσμός) είναι –μάλλον- του Ν. Ανδριώτη, τον οποίο φαίνεται να απορρίπτει ο Χρ. Χαραλαμπάκης (ΚΡΗΤΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ). Ο Ξανθινάκης δέχεται προέλευση από το ιταλ. di luogo ή το βεν. di logo (=επί τόπου), ενώ ο Κριαράς αναφέρει το γενουατικό de longo.
    – >>Στο λήμμα «αϊλίκι», μισθός δημοσίου υπαλλήλου, τουρκικής ετυμολογίας, σημειώνει: «Η λέξη διασώθηκε χάριν του Κωνστ. Ιωάν. Γκαμίλη 88 ετών, Καρδουλιανός Πεδιάδος, 1955».

    Εντάξει, αλλά τη λέξη την έχει και ο Ι. Κονδυλάκης στο ‘Κρητικό Λεξιλόγιο’ (1919).

  54. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    53# αϊλίκι < aylιk=μηνιάτικο (ay ο μήνας και το φεγγάρι)

  55. Βασίλης Ορφανός said

    Έχω την τύχη και την τιμή να γνωρίζω τον Αντώνη Τσιριγωτάκη. Τα βιβλία του είναι καρπός μεγάλης αγάπης για το κρητικό ιδίωμα και πολλής πολλής δουλειάς. Πέρα από το κοινό κρητικό λεξιλόγιο, διασώζουν λέξεις που ίσως να χρησιμοποιούνται σπάνια ή σποραδικά, αλλά που πάντως δεν τις βρίσκεις σε άλλα κρητικά λεξικά. Αυτή τη στιγμή δεν τα έχω κοντά μου για να δώσω κάποια παραδείγματα.

  56. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    41τέλος
    +42, 47.
    ΟΚ, Νικοκύρη! Δεν ήτανε και ‘κομός κεφαλής’ ! 🙂

    Αλλά αφού ρωτά η ΕΦΗ:
    – Ο Τσιριγωτάκης έχει το «αποσφακωμένος, -η, -ο: αυτός που έχει δοκιμάσει μεγάλη πίκρα, ο πολύ πικραμένος».
    Το «σφακώνω» δεν ξέρω αν το έχει ο Τσ. , αλλά:
    Ο μεν Ιδομενέως λέει: «σφακώνω = πικραίνομαι», ο δε Ξανθινάκης: «σφακιδώνω και σφακώνω = καρφώνω κλαδιά σφάκας* σε χωράφι, δείχνοντας με τον τρόπο αυτό τη διάθεσή μου να πικράνω (τιμωρήσω) πιθανό ζημιωτή.
    (*= πικροδάφνη)

    Εσείς ‘στσι μπάντες σας’, με ποια σημασία χρησιμοποιείτε το «σφακώνω»; Υποθέτω την πρώτη… αφού και ‘σφάκα’ = παν το πικρόν.

    51.
    ΕΦΗ, ωραίες! 🙂

    54.
    Έτσι!

  57. ΣΠ said

    53
    Πάλι χάριν+γενική, όπως επισημάνθηκε και στο 29. Μήπως είναι καμιά ιδιωματική σύνταξη;

  58. Καλησπέρα,
    Επιστρέψαμε στη βάση μας. Όλα καλά μέχρι τώρα (για όποιους ξέρουν και αναρωτιούνται).

  59. Costas Papathanasiou said

    Πολύ ενδιαφέρον και το δρώμενο του “Στρούμπου”, γιορτή γέννας και λοχείας χαρακτηριζόμενη ως “πολυκέφαλο έθιμο που διέφερε κατά πολύ από μέρος σε μέρος” (https://archive.patris.gr/articles/39689/9197 ) :
    Ο στρούμπος είναι τελετή,/ σ’ Ηράκλειο και Λασίθι (ή “γιορτάζεται στην Κρήτη”)
    και φέρνει γέλιο και χαρά/ στου καθενός τα στήθη.
    Όταν θα γεννηθεί παιδί,/ οι χωριανοί γλεντούνε.
    Το λούχουνο σκεπάζουνε / και πίσω τον βαρούνε.
    Άμα βρεθεί ο… αίτιος,/ την ώρα που βαράνε,
    σηκώνεται ο λούχουνος/ και πέφτει ο άλλος χάμε κτλ
    Όπου “ λούχουνος”, βάσει συμφραζομένων, ο επιλόχιος της λεχώνας σύντροφος, ο οποίος στο εν λόγω πειρακτικό παιχνίδι φαίνεται να μιμείται τη ‘βαρεμένη’ που μόλις λευτερωθεί (μαντεύοντας ποιο “παιδί” τη…χτύπησε) σηκώνεται για να πάρει σειρά ο ‘αίτιος’ κ.ο.κ
    Και “Στρούμπος (ο)” ( https://archive.patris.gr/articles/39689/9197 ), «λέξη της δημοτικής που έχει την ίδια σημασία με τη λέξη «κόπανος» (ο), δηλαδή : α) Το ειδικό ξύλο που χρησιμοποιείται για το κοπάνισμα των ρούχων της πλύσης. β) Το ξύλινο εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί Kρητικοί για να ισοπεδώνουν το αλώνι τους, το χωμάτινο πάτωμα του σπιτιού τους ή το έδαφος. γ) Το ξύλινο σφυρί που χρησιμοποιούσαν οι λαϊκοί ξυλογλύπτες, οι βαρελοποιοί κ. ά. », η οποία φαίνεται πως αποκτά την ειδική σημασία “βαρώ, κοπανάω” υπό την παρηχητική επίδραση και του ‘στούμπου’ (<…<ΠΙΕ *stembʰ- “ποδοπατώ”) , παρότι -προφανώς- ετυμολογείται από το αρχ,ελλ.”στρόμβος, ο”= (γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα (πρβλ.”στρουμπουλός” και νήσος Στρόμπολι η πάλαι ποτέ Στρογγύλη)

  60. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    56 Α ευχαριστώ Μικ. !
    Ναι: σφακώνω = καρφώνω κλαδιά σφάκας (πικροδάφνης) σε χωράφι
    Χρησιμοποιείται η μέθοδος για ένδειξη προς πάντας, ότι δόθηκε/συμφωνήθηκε (έχει ιδιοκτήτη) η χορτονομή του χωραφιού και να μην βοσκηθεί! Συνήθως σε χωράφια (εκτάσεις γενικά) ακαλλιέργητα που ο ιδιοκτήτης είναι αλλού, πχ στην πόλη και θεωρητικά δεν νοιάζεται για το θέμα. Ενημερώνεται ο αγροφύλακας ότι υπήρξε σχετική συμφωνία, έστω απλή συγκατάθεση του ιδιοκτήτη με τον συγκεκριμένο «σφακωτή», ώστε να παρέμβει αν άλλος βόσκει εκεί.
    Μια θεια μου έλεγε, κι από κείνην το σημείωσα,(γιατί δεν ακουγόταν πλέον, λόγω αλλαγής της ζωής), για τους βοσκούς, που κατέβαιναν (και κατεβαίνουν) από τα ορεινά, θέλοντας να δείξει ότι έχουν αποθρασυνθεί και βοσκίζουνε ελεύθερα, ακόμη και στα περβόλια: Από παλιά, δεν πα να σφάκωνα η κακομοίρα, σαφί (επιρρ. συνέχεια) ήβρισκα μέσα τα οζά ντωνε.

    Η επιλογή της σφάκας (πικροδάφνης) πέρα από το δηλωτικό του …δηλητηρίου για τον παραβάτη, γινόταν διότι το φυτό αυτό/ο θάμνος, δεν φυλλορροεί και δεν σαπίζει (αντέχει) εξ ου και με τις πυκνόφυλλες βέργες του στρώνανε/ καλύπτανε τα δοκάρια και στυλάρια της οροφής, στα χωμάτινα σπίτια και απάνω τους έμπαινε/πατικωτό το κατάλληλο χώμα. Πρέπει να είχε και απολυμαντικές ιδιότητες, δεν το πιάνει σκώρος ξύλου.
    Και τέλος, δεν το τρώνε τα ζώα. Κανένα ζώο, ήμερο και άγριο δεν δοκιμάζει την πικρή …πικροδάφνη κι έτσι παρέμεναν οι σημαδούρες στο χωράφι.

    υγ.Πα να ρεματιστώ λίγο που γλύκανε, λέω, ο Κλέων ο Β΄:)

    Μετά…

  61. ΕΦΗ, σφακώνω όχι. Το αποσφακωμένος, όπως στο 56. Τα λήμματα στη γειτονιά του σφα- είναι: σφαγαρά, σφαγάρι, σφαγή, σφαγωνιά, σφάκα νεωνιά, σφάκα, σφακιάς, σφακιώτες, σφακοδακάνομαι, σφακοδεματικά, σφακολούλουδα, σφακομούρης, σφακωναριά, σφαλίζω, κλπ..

  62. sarant said

    55 Γεια σου Βασίλη

    58 Α μπράβο!

  63. dryhammer said

    Γύρω γύρω από την (τις) ΣΦΑ έχουν βάλει πικροδάφνες;

  64. 63: Ναι, και στον Αυλώνα.

  65. Λάμπας said

    60. σφακώνω = καρφώνω κλαδιά σφάκας (πικροδάφνης) σε χωράφι
    Χρησιμοποιείται η μέθοδος για ένδειξη προς πάντας, ότι δόθηκε/συμφωνήθηκε (έχει ιδιοκτήτη) η χορτονομή του χωραφιού και να μην βοσκηθεί!

    Στη Γορτυνία δηλώνεται με τον κουκούγερα (ή κουκουγέρι), μια κατατασκευή από επίπεδες πέτρες, που τοποθετούνται η μία πάνω στην άλλη.

  66. sarant said

    65 Αυτή την κατασκευή, κούκο την έχω ακούσει, τη χρησιμοποιούν για σημάδι και οι πεζοπόροι.

  67. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ντουκιάνι, ναι, το λέμε, το έλεγε ο πατέρας μου κι ακόμη μεταξύ μας «στου παππού το ντουκιάνι», το μπακάλικο-καφενείο-ταβέρνα.
    Κάμποσα μεζεδάδικα κάτω, λέγονται «Ντουκιάνι».
    Λέξη επίσης σε πολλά κρητικά τραγούδια. Κάνει κι εύκολη ρίμα.
    πχ. Σε ρυθμό καλαματιανού 🙂 , ένας λυράρης τραγουδούσε πώς θα έκανε ένα γύρο όλους τους νομούς της Κρήτης:
    Αρχή θα βάλω απ΄ τα Χανιά
    τση Σούδας το λιμάνι
    θα σμίξω εκειά τσι φίλους μου
    σ’ ένα παλιό ντουκιάνι

    Χαρακτηριστικό ἦταν κι ἕνα αὐτοσχέδιο τρίστιχο μέ τό ὁποῖο οἱ Μοναστηρακιανοί σατίριζαν τούς Κρητικούς : τό γουδί λένε χαβάνι , τό πάπλωμα γιοργάνι καί τό μαγαζί ντουκιάνι (Θωμάς Κοροβίνης, Σμύρνη: μια πόλη στη λογοτεχνία, εκδ. Μεταίχμιο, 2006, σελ. 505)
    https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BD%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%B9

  68. Μια τελευταία ματιά.

  69. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    65, 66 Στης Σαμαριάς το πέρασμα σ΄ ένα πλατύ σημείο στη κοίτη του (στεγνού) ποταμού στέκουν πολλά κουκουγέρια. Καθένας που διαβαίνει αφήνει/χτίζει 3-4 πέτρες «τρουλί».

    Έπεσα πάνω σ΄αυτό: (Από Άρδην, και δε θυμάμαι αν το είδε κάποιος και σχολιάστηκε στην εποχή του):
    Ὁ κουκουγεράκος ἤ κουκούγερας ἤ κουκουγέρι εἶναι «κατασκευή ἀπό πέτρες, ἡ μιά πάνω στήν ἄλλη, στό σύνορο τῶν χωραφιῶν, που δηλώνει ὅτι φυλάγονται.» Ὑπάρχει καί ἡ ἔκφραση Ὅποιος θέλει νά τ᾿ ἀμποδίσῃ βάνει κουκουγέρια κι ὅποιος θέλει νά κάνῃ δικαστήρια βάνει κουτρούλια.
    https://ardin-rixi.gr/archives/211378

  70. Lefteris Dimakopoulos said

    «Ο ζόρες κάνει πόδια»
    Τη φράση αυτή την έχω ακούσει ως εξής:
    » Ο ζόρες κάνει πόδια
    Και η πείνα βγάζει δόντια…»

  71. evamaten said

    69
    Εφη, τι ωραία πράγματα μας έμαθες σήμερα! Ωραίο συμπλήρωμα στο άρθρο.
    51, 53
    Το da luogo, ως έκφραση, δεν νομίζω ότι υπάρχει σε κάποια διάλεκτο. Υπάρχει σίγουρα το de luogo, όχι όμως βενετσιανικο, αλλά από τα χωριά της περιοχής όπου βρίσκεται Πάδοβα (dialetto pavano). Επίσης υπάρχει από πολύ παλιά στα φλωρεντινικα (στο Δεκαήμερο). Το de longo υπάρχει στα γενοβέζικα, αλλά σημαίνει «πάντα» (ενώ τα προηγούμενα de luogo σημαίνουν «από εκεί» . Μου φαίνεται πιο σχετικό με αυτά το «αμέσως»)

  72. sarant said

    67-69 Γεια σου Έφη, πολύ ωραία!

  73. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    61 Ευχαριστώ!
    Για τη σφάκα δυο ακόμη λέξεις,
    – σφακοκαταπίνω, είμαι καταπικραμένος.
    » Βγάνει λεφτά στα ξένα, μα η μάνα ντου επαέ, σφακοκαταπίνει »
    και
    -σφακοκάλαμο, ένα παιδικό «όπλο» που φτιάχνανε τ΄αγόρια με χλωρή βέργα σφάκας.
    Κάπως ζουλούσανε και ξεκολλούσανε τον φλοιό, διατηρώντας άθικτο όλο το μήκος του, σαν κούφιο καλάμι, και με το ξυλώδες εσωτερικό μέρος (σε βέργα), σαν έμβολο, πετούσανε πετραδάκια, κουκούτσια κλπ που χωρούσαν στην «κάννη» .

  74. Μαρία said

    71
    Εδώ γενοβέζικο.
    https://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B3%CE%BF&dq=

    Ο Ξανθουδίδης στο γλωσσάρι του Φορτουνάτου το θεωρεί βενετσιάνικο.

  75. Πέπε said

    38
    Δεν υπάρχει αφτί, είναι σκληρόδετο και χωρίς ντύσιμο.

    Όσο για την πληροφορία περί συζύγου, παρ’ ότι γραφική, την κατανοώ. Έχει σημασία να μας πει την καταγωγή του και πού μένει, και ότι εκεί που μένει δεν είναι ο τόπος καταγωγής του αλλά εγκαταστάθηκε ενήλικος. Ε, να τα πεις όλα αυτά και να παραλείψεις την πληροφορία για τη γυναίκα σου, λες κι έμεινες εκεί έτσι επειδή έτυχε, χοντράδα! Ιδίως προκειμένου για ένα λεξικό τόσο χυμώδες σε συναισθήματα.

    ~ ~ ~ ~ ~ ~

    Γενικότερα να πω ότι το λεξικό το πήρα, παρακινημένος από την αναφορά του σε άλλο πρόσφατο άρθρο (Βιβλία για το καλοκαίρι: άκου τώρα πρόταση ο άλλος, πάρτε λέει ένα λεξικό για την παραλία!), αλλά δεν έχω προλάβει να το δω, γιατί έχω άλλη αντίληψη από ορισμένους σχετικά με τα βιβλία παραλίας, κι είμαι στην παραλία τώρα.

    Οπότε, το μόνο που έχω να πω είναι ότι ενώ η εμφάνιση είναι όντως περιποιημένη κι όμορφη, το σχήμα (=μέγεθος) είναι κάπως ασυνήθιστα μεγάλο, και με ανάγκασε να σηκώσω κατά μία τρύπα το αποπάνω ράφι για να χωρέσει. Ως γνωστόν, δεν έχουμε πάντοτε την πολυτέλεια της βεβαιότητας ότι τα βιβλία του αποπάνω ραφιού θα αφήνουν περιθώριο για τέτοιο στένεμα (αν και βέβαια υπάρχουν άνθρωποι που προ πολλού δεν έχουν ολωσδιόλου χώρο στα ράφια τους, οπότε ας μη λέμε πολλά, κλαιν οι χήρες, κλαιν κι οι παντρεμένες). Παρά την ενίσχυση της Περιφέρειας κλπ., εκδότης δεν πρέπει να έχει μπει στη μέση. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες ένας εκδότης τις γνωρίζει, ένας συγγραφέας ή υπάλληλος της Περιφέρειας όχι. Και αυτό ίσως απαντά και στις άλλες ενστάσεις ΓΤ και Σέρτη, ή και οποιουδήποτε.

    Και ότι βρέθηκε κάπως δύσκολα, με παραγγελία από Χανιά (ενώ είμαι στο Ηράκλειο και η έκδοση έγινε στο Ηράκλειο).

  76. ΓΤ said

    @38 Πέπε

    Στη νύχτα μέσα τρώω φλασιά
    τώρα που ‘μαι Φωκίω-
    και πήρε να δροσεύει
    για πικροσφάκα διάβασα
    κι ευθυλαλώ τη γνώμη
    και χαιρετίζω Πέπεμαν
    που ‘ναι στην παραλία
    Και στου Πεντζίκη τη γραφή
    είχομεν συναντήσει
    στην ερωτοκορύφα
    τον ήρωα αντικριστά
    λέξες να καβλορίχνει
    να νιώθει ελελίσφακος
    κι ατρίπλαξ, οπωπάναξ
    αφού το βλέμμα εγεύετο
    λονικερία, κρουκιανέλλη
    και μελισσαντρού
    κι εξεικονίζω αποψεδά
    το Πεθαμέ- κι η Ανάστα-
    μια μελισσαΝτρού Μπάριμορ
    βιγλοπαραθυράτη
    και σφάκα γίνεται η ψυχή
    αφού μοναχεμένη
    σε καταβύθι μνήμης της
    αποζητά τη γλύκα

  77. ΓΤ said

    Το #76 στο #75 🙂

  78. ΓΤ said

    Πέθανε η Ζοζεφίν Τσάπλιν, κόρη του Σαρλό.

  79. # 58

    Τα καλά νέα, το πρωί διαβάζονται !!!

  80. Ιωάννην Ιατρού, τέταρτη πτύχωση χωροχρόνου

    Αξέχαστε, πάλι η φύση φάνηκε σοφότερη από όλες τις προσπάθειες των κηπουρών.Πέρσι το καλοκαίρι ο κήπος έμεινε αφρόντιστος από Ιούλιο και μετά και φέτος φύτρωσαν ζουγκλοειδώς φασολάκια, τοματίνια και κάποιες τομάτες, που δεν ήταν υβρίδια. Επειδή δεν είχα καιρό για υποστυλώματα κ.λ.π.απλώθηκαν στο χώμα μαζί με βλήτα, αντ’ακλα και ραδικοειδή. Δημιουργήθηκε έτσι εδαφοκάλυψη και σε συνδυασμό με το αυτόματο πότισμα που ξανάβαλα σε λειτουργία δεν παρουσίασαν τα γνωστά προβλήματα του καύσωνα, ρίξιμο καρπών, τάπα, τετράνυχος κ.λ.π. δίνοντας μου καθημερινά μια σακούλα τοματίνια που κάνουν ωραιότατη σάλτσα για τον χειμώνα πέρα από την καλοκαιρινή σαλάτα !

  81. evamaten said

    76
    Γράφε Γουτού, γράφε!

    (Τί διαβάζεις ρε Γουτού- τί πίνεις – και δε μας δίνεις; Ποια γραφή του Πεντζίκη, να ξέρουμε! Σε εποχές προ γούγλη θα σε διαβάζαμε μόνο για τη μουσικότητα των στίχων. Άκου κρουκιανέλλη!)

  82. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    80 Γεια σου Τζι με τον κήπο σου, που θυμάσαι και τον Γιάννη με τις συμβουλές του, τον καλόψυχο και αξέχαστο

    76 Φοβερός!

    75 Κι άλλα δύο βιβλία κάπως παρόμοιου χαρακτήρα με αυτό του Τσιριγωτάκη, που προμηθεύτηκα πρόσφατα, έχουν παρόμοιο ανοικονόμητο σχήμα. Αλλά ότι υπάρχει χώρος στο ράφι, έχω να το νιώσω από το 2009.

  83. evamaten said

    81
    Ξέχασα να βάλω φατσουλα που βγάζει γλώσσα μέσα στην παρένθεση. Εννοείται πως ήθελα να σε πειράξω για την κρουκιανέλλη, Γουτού (σιγά μη σε διαβάζαμε μόνο για τη μουσικότητα!)

  84. Georgios Bartzoudis said

    «ο γνωστός γλωσσολόγος και διαλεκτολόγος Νικ. Κοντοσόπουλος (1930-2020)».
    # Μεταξύ πολλών άλλων έχει γράψει, στα «Σερραϊκά Χρονικά», για το «γλωσσικό ιδίωμα του Δημητριτσίου» (θα έλεγα ρεζιλεύοντας – με το γάντι!- την Επιτελική Υπηρεσία Στρατού των Βαλκανικών πολέμων, αλλά και κάποιους νεώτερους ιστοριολογούντες αβασανίστως!)

  85. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    ΓΤ
    Σφάκα, πικρή ολόπικρη
    περήφανη, σπαθάτη
    μήδε φροντίδες απαιτείς,
    λίγο νερό σου φτάνει
    ν΄ ανθείς σ΄έρημες ρεματιές
    και σε πολύβοους δρόμους
    σ΄άκρες βενζινοπότιστες
    στα ρείθρα της ασφάλτου
    σε μεσαυλή τσιμέντινη
    Μόνη, παραριμμένη
    σκας τα λουλούδια γελαστά
    στο κάμα και στο νέφος
    κι όσοι αγαπήσαν την στυφή
    τριανταφυλλομορφιά σου
    ξεχάσαν την πικράδα σου
    και σ΄είπαν ροδοδάφνη

    76
    >>και σφάκα γίνεται η ψυχή
    αφού μοναχεμένη
    σε καταβύθι μνήμης της
    αποζητά τη γλύκα

    Ευχαριστώ τις γυναίκες,
    τις όμορφες και άπιστες,
    για το ότι όλα ήταν τόσο στιγμιαία,
    για το «έχε γεια» τους –
    και όχι για το «αντίο» τους
    Για το ότι στο ψέμα τους μέσα
    τόσο αρχοντικά περήφανες είναι
    που μας χαρίζουν τα ευλογημένα δεινά
    και της μοναξιάς τους πανέμορφους καρπούς.
    Από τη «Μοναξιά», του Γιεβγένι Γιεφτουσένκο, μτφρ Δ. Τριανταφυλλίδης

  86. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    80, Γεια σου Τζη με το τρατάρισμα μνήμης στον Γιάννη μας και με τα ωραία ντοματίνια, στα μάτια και στον ουρανίσκο. Καλοφάγωτα σε χαρές!
    Είχα και τον αδελφό μου, ρέκτη επίσης του είδους και της καλλιέργειάς του. Λίγο πριν φύγει, το τελευταίο καλοκαίρι, ξέραινε σπόρους και για μελαχρινά (μαύρα τα λένε ) ντοματίνια, έτσι για τη δοκιμή και το κέφι.

    Κοίτα δω γιγαντισμούς. Ντοματόδεντρο!
    Όταν το πρωτανακάλυψα, μου ρθε στο νου ότι τώρα «δικαιώνεται» το κάτω από το ραδίκι, κάθεται ΄να πιτσιρίκι, ε και κάτω από τη ντοματιά, κάθεται μια κοπελιά, ξερωγώ 🙂 .

  87. Χαρούλα said

    ΕΦΗ σε ζηλεύω! Μπράβο σου! Ανεξάντλητη! Πόσα θυμάσαι απ´τον τόπο σου! 👏🏻👏🏻👏🏻

  88. greggan193 said

    Reblogged στις THE BROOM.

  89. Πέπε said

    @20
    > Πρέπει να βάλουμε άρθρο με τα χίλια (διαλεκτικά) πρόσωπα του βάτραχου.

    Στο ως άνω βιβλίο του Ιgnotus Animus, ο οποίος σχολιάζει κι εδώ, γίνεται πολύς λόγος για τις 99 μορφές που παίρνει ανά διαλέκτους και ιδιώματα η λέξη βάτραχος, όπως επίσης και η λέξη καλικάντζαρος. Και νομίζω, τρίτη, το σαμιαμίδι (;;).

Σχολιάστε