Στο βιβλιοφιλικό μας άρθρο στις αρχές του μήνα, είχα αναφερθεί και σε μερικά βιβλία που θέλω να τα παρουσιάσω αλλά δεν έχω ακόμα αξιωθεί. Ένα από αυτά είναι και το «Κρητών διάλεκτος» του Αντώνη Τσιριγωτάκη, που εδώ βλέπουμε το εξώφυλλό του.
Kυκλοφόρησε αρχικά το 2006 και σε δεύτερη επαυξημένη έκδοση το 2019 με την ενίσχυση της Περιφέρειας Κρήτης και του Δήμου Αρχανών-Αστερουσίων. Η δεύτερη έκδοση δεν είναι μονάχα ξαναδουλεμένη αλλά και αισθητικά-τυπογραφικά είναι πολύ βελτιωμένη, σε 574 σελίδες μεγάλου σχήματος.
Ο συγγραφέας, ο Αντώνης Τσιριγωτάκης, που σποραδικά έχει σχολιάσει και στο ιστολόγιο, είναι ερασιτέχνης, αλλά έχει δουλέψει μεθοδικά, δεν παραλείπει να παραθέτει και παραδείγματα χρήσης, ενώ πολλές φορές σημειώνει σε ποια περιοχή ακούγεται μια λέξη ή ένας τύπος της. Όπως έγραψε στον πρόλογό του (στην πρώτη έκδοση) ο γνωστός γλωσσολόγος και διαλεκτολόγος Νικ. Κοντοσόπουλος (1930-2020), ο συγγραφέας ναι μεν ζει στον νομό Ηρακλείου και ειδικότερα στην επαρχία Πεδιάδος, αλλά έχει γυρίσει όλη την Κρήτη και οι διαφορές που εντόπιζε σε σύγκριση με τα «καστρινά» (το ιδίωμα του Ηρακλείου) κέντριζαν τη γλωσσοσυλλεκτική του περιέργεια.
Ο Κοντοσόπουλος επίσης σημειώνει ότι είναι τόσο πλούσιο το λεξιλόγιο της κρητικής διαλέκτου, ώστε κανένα λεξικό δεν μπορεί να είναι πλήρες, οπότε το λεξικό του Τσιριγωτάκη αποτελεί πολύτιμη συμβολή, πολύ περισσότερο αφού υπάρχουν λέξεις αθησαύριστες στα υπόλοιπα κρητικά διαλεκτικά λεξικά.
Κατά τη γνώμη μου, το μεγάλο προσόν του λεξικού του Τσιριγωτάκη είναι οι ανάσες που δίνει σε κάθε λήμμα, παραθέτοντας παραδειγματικές φράσεις ή πληροφορίες για τη ζωή στην Κρήτη, ιδίως την αγροτική ζωή, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Έτσι το λεξικό λειτουργεί παράλληλα ως λαογραφικό βοήθημα.
Θα δώσω δείγματα γραφής από αυτό το «γνήσιο ιδιωματικό λεξικό». Ως φόρο τιμής στον Ν. Καζαντζάκη, που βέβαια αναφέρεται σε πολλά λήμματα του λεξικού με παραθέματα από το έργο του, ανοίγω το βιβλίο στη σελ. 333:
μποδιασμένος [επίθ.] [< ρ. εμποδίζω] 1. εμποδισμένος, δεμένος. – Γλάκα να λύσεις το γάιδαρο, γιατί’ναι μποδιασμένος με το σκοινί. 2. μτφ. επί προσώπων, ο απασχολημένος που δεν μπορεί να διακόψει τη δουλειά του. – Εδά’μαι μποδιασμένος και δε μπορώ να’ρθω. 3. μτφ. ο ταλαίπωρος, ο αγανακτισμένος. – Πολλά μποδιασμένος είν’ ο κακομοίρης και σύρνει του ήλιου τα πάθη. 4. μτφ. ο φιλάσθενος, ο άρρωστος. – Η μια αρρωσθιά τονε ‘φήνει κι η άλλη τονε πχιάνει, σαφί μποδιασμένος είν’ ο κακομίτσης.
Παράθεσα όλο το λήμμα για να φανεί πόσο καλά είναι συνταγμένο και πόσες πληροφορίες δίνει παρεμπιπτόντως -ας πούμε, ο αναγνώστης βλέπει ότι συνυπάρχουν στη λαλιά των Κρητικών, όπως είναι και λογικό, τύποι της κοινής και της διαλέκτου (κακομοίρης και κακομίτσης), μαθαίνει μια παροιμιακή φράση («σύρνει του ήλιου τα πάθη») και γνωρίζει μια λέξη που μάλλον θα του είναι άγνωστη, το επίρρημα «σαφί» (πάντα, συνέχεια: έχουμε γράψει γι΄αυτή τη λέξη στο άρθρο μας για τα κρητικά επιρρήματα).
Το επόμενο λήμμα είναι ο μποθρακός, ο βάτραχος. Εδώ ο συγγραφέας παραθέτει έναν στίχο από τον Κατζούρμπο του Χορτάτση: «Κακόμοιρε κι ατύχουλα, σαν μποθρακός δε βγαίνεις ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα κει απομένεις». Εδώ παρεμπιπτόντως σημειώνουμε το μεσαιωνικό οχ = από (έτσι και στον Σολωμό και στους Επτανήσιους) ενώ πολλοί θα αγνοούν, αλλά θα μαντεύουν τη λέξη «πηλά». Ας πάμε εκεί.
πηλά, τα [ουδ.] (μόνο στον πληθ.) 1. οι λάσπες. – Μη μ-μπατείς στα πηλά να γαργιώσεις τα παπούτσα σου. 2. το πολυψημένο φαγητό φρ. «ήκαμες πηλά τα μακαρούνια» [δικό μου σχόλιο: ο συγγραφέας είναι Κρητικός και τα ψήνει τα μακαρούνια, οπως και οι αρχαίοι. Στην κοινή γλώσσα τα βράζουμε, οπότε θα λέγαμε «παραβρασμένο φαγητό»] 3. μτφ. σημαίνει: α) τον πολύ μεθυσμένο φρ.: «εγίνηκε πηλά στο μεθύσι», β) τον ηθικά βρόμικο, τον τιποτένιο, το σιχαμερό φρ. «άνθρωπος είναι αυτός γή πηλά».
Ίσως έχετε άγνωστη τη λέξη «γαργιώνω«, πάμε λοιπόν στο αντίστοιχο λήμμα και βλέπουμε πως είναι παράλληλος τύπος του γαργιάζω, δηλαδή γαριάζω, από το αρχ. γάρος, που θα πει λερώνω (φράση: Ό,τι ρούχο γ-κι α βάλεις το γαργιώνεις ντελόγο) και με μεταφορική σημασία (αυτός γαργιώνει απ’ όλες τις μπάντες).