Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Μανόλης Σέργης’

Γιατί τους Βολιώτες τους λένε Αυστριακούς;

Posted by sarant στο 7 Σεπτεμβρίου, 2023

Ο Βόλος,  και γενικά ο νομός Μαγνησίας, έχει έρθει στην  επικαιρότητα από το καταστροφικό (και φονικό) χτύπημα της καταιγίδας Ντάνιελ (ή Ντανιέλ; το γράψανε Daniel και δεν μας είπαν πώς τονίζεται). Στο χτεσινό μας άρθρο είχαμε λοιπόν αναφορά στην  είδηση για τους δυο αγνοούμενους Αυστριακούς τουρίστες,  που ευτυχώς βρέθηκαν σώοι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν (τώρα που γράφω το άρθρο) τρεις αγνοούμενοι πέρα από τους δυο βεβαιωμένους νεκρούς. Αναπόφευκτα λοιπόν κάποιοι θυμήθηκαν ότι οι Βολιώτες έχουν  το παρατσούκλι «Αυστριακοί», και εξίσου αναπόφευκτα ανέκυψε το ερώτημα «Γιατί τους λένε έτσι;»

Η πολύ σύντομη απάντηση είναι «Δεν ξέρω».

Η κάπως λιγότερο σύντομη απάντηση  είναι: Δεν ξέρω σίγουρα, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες· ίσως επειδή τον 19ο αιώνα, που η συγκοινωνία με τον Βόλο γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, τη γραμμή την εξυπηρετούσαν πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα.

Η όχι σύντομη απάντηση είναι το σημερινό άρθρο,  όπου παίρνω την ευκαιρία και επαναλαμβάνω, επαυξημένο, ένα παλιότερο άρθρο του 2016.

Λοιπόν, όλοι ξέρουμε ότι οι Βολιώτες έχουν το παρατσούκλι «Αυστριακοί», όπως π.χ. οι Κοζανίτες αποκαλούνται Σούρδοι ή οι Σερραίοι λέγονται ακανέδες -στη συνέχεια του άρθρου θα δούμε και κατάλογο με τα «ακληρήματα», όπως λέγονται αυτές οι περιπαικτικές ονομασίες, κάθε τόπου. Όμως, ενώ για τους Σούρδους και τους Ακανέδες υπάρχει  πειστική (ή σχεδόν) εξήγηση για το παρατσούκλι, για τους Αυστριακούς (Βολιώτες) δεν υπάρχει -αντίθετα, ακούγονται πολλές απόψεις.

Στο σχετικό άρθρο του slang.gr διαβάζουμε:

  • Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ’ τους Τούρκους.
  • Διότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

  • Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
  • Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Προσθέτω και τη δική μου εξήγηση, που την έχω ακούσει από τον πατέρα μου:

  • τον 19ο αιώνα, που η συγκοινωνία με τον Βόλο γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, τη γραμμή την εξυπηρετούσαν πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα.

Σε κάθε περίπτωση, οι ίδιοι οι Βολιώτες δεν δυσανασχετούν για το προσωνύμιο, αντίθετα ένας σύνδεσμος οπαδών του Ολυμπιακού Βόλου λέγεται  The Austrian Boys.

Αυτά τα τοπωνυμικά παρατσούκλια, πάντα σχεδόν χλευαστικά ή έστω σατιρικά, λέγονται για τους καταγόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, λέγονται και «ακληρήματα». Τα «ακληρήματα» είναι τίτλος ενός βιβλίου  του Μανόλη Σέργη, που είναι αφιερωμένο στο θέμα, και που το έψαχνα καιρό μέχρι που ο φίλτατος Παντελής  Μπουκάλας μού το χάρισε. Παρόλο που αξίζει ειδική παρουσίαση, εδώ θα περιοριστώ στο να συμπληρώσω τον κατάλογο ενσωματώνοντας κάποια ακληρήματα από τη σελίδα 37 του βιβλίου και από το κεφάλαιο με τα κυκλαδίτικα ακληρήματα (που λογαριάζω  να το παρουσιάσω και σε ιδιαίτερο άρθρο κάποτε).

Τον όρο «ακλήρημα» μαζί με τον αντίθετό του (ευκληρήματα) τον χρησιμοποιεί και μια εργασία που έπεσε στα χέρια μου, με τον τίτλο Ακληρήματα – ευκληρήματα Καρπάθου. Εννοείται ότι οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι πολύ περισσότεροι από τους επαινετικούς, διότι αν δεν ειρωνευτείς τον κοντοχωριανό σου πώς θα τονώσεις το αίσθημα της αυτοεκτίμησής σου;

Στην καρπαθιώτικη εργασία βλέπουμε μερικά παραδείγματα από μικροακληρήματα (τον όρο μόλις τον έπλασα εγώ) δηλαδή αλληλοσατιρισμούς σε τοπική κλίμακα, χαρακτηρισμούς ειρωνικούς για τους κατοίκους των χωριών του νησιού π.χ. μπαλουξήδες για τους Πηγαδιώτες, γάρους ή γαρολυμπίτες για τους Ολυμπίτες, Εβραίους για τους κατοίκους από το Απέρι κτλ. Πολλά «μικροακληρήματα» έχει και το βιβλίο του Σέργη, αντλημένα από τη Νάξο, που είναι και ο τόπος καταγωγής του συγγραφέα. Για παράδειγμα, οι Απεραθίτες αποκαλούν «Ισούφηδες» (στριμμένους, αφιλόξενους) τους Φιλωτίτες, ενώ οι άλλοι Ναξιώτες αποκαλούνν «Ληστοπεράτες» και «Κλεφταπεραθίτες» τους Απεραθίτες. Στο άρθρο το δικό μας δεν θα μεταφέρω αυτά τα μικροακληρήματα, διότι είναι σαφώς σε άλλη κλίμακα -κλίμακα χωριού, ας πούμε, ενώ οι περισσότεροι αλληλοφαυλισμοί του άρθρου είναι πανελλήνια γνωστοί.

Σε παλιότερο νήμα στη Λεξιλογία, που είχε ξεκινήσει με την απορία ελληνομαθούς φίλου, ο οποίος ρωτούσε γιατί τους Μυτιληνιούς τούς λένε κασμάδες, είχε φτιαχτεί ένας κατάλογος, που έχει εμπλουτιστεί από τα εδώ άρθρα και σχόλια και τώρα τον εμπλουτίζω περαιτέρω με τις παραπάνω πηγές.

Νεοελληνικά ακληρήματα

Αγρινιώτες: Φούληδες  / Κοκορετσάδες / Αγριμιώτες (από τον Σέργη)

Αθηναίος = γκάγκαρος (ο όρος χρησιμοποιείται μόνο για τους παλιούς Αθηναίους, που η οικογένειά τους ζει εδώ και αρκετές γενεές στην Αθήνα).

Αιανή Κοζάνης: κορακογάμηδες

Αιτωλοακαρνάνες: Απέκηδες (απ’ εκεί) από τους Πατρινούς.

Αμφισσαίοι: Κουδουνάδες, γκαμηλοκουδουνάδες, σκυλοσκατάδες. (Ονομαστά τα κουδούνια της Άμφισσας, ονομαστές και οι καμήλες που είχε και τα ταμπάκικα που ήθελαν αρκετές ποσότητες σκυλόσκατων)

Αντιπαριώτες: Κουρούνες (από τους Παριανούς)

Αργίτες = πράσα, πρασάδες (διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους)

Αρκάδες = σκόρδα, σκορδάδες (τοπικό προϊόν), επίσης αβγοζύγηδες.

Αρτινός = νεραντζόκωλος (τοπικό προϊόν)

Βολιώτης = Αυστριακός (βλ. διάφορες εκδοχές στο slang.gr. Μια εκδοχή που δεν αναφέρεται είναι ότι τον 19ο αιώνα η συγκοινωνία με τον Βόλο -όπως και με τα περισσότερα μέρη- γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, με πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα).

Βορειοελλαδίτες = Βούλγαροι

Γεραπετρίτες: αγγουράδες (τοπικό προϊόν)

Γιαννιώτης = παγουράς (λέγεται ότι πήγαν να αδειάσουν τη λίμνη των Ιωαννίνων με παγούρια, αλλά οι ντόπιοι λένε ότι πολλοί Γιαννιώτες κυκλοφορούσαν με παγούρια διότι υδρεύονταν από τη λίμνη)

Δεσκατιώτες: ζιαβέλια (ζαβοί)

Εβρίτης = γκατζόλης, γκάτζολος (γκατζόλι λέγεται το γαϊδούρι στην περιοχή, ιδίως στο Σουφλί. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο. Από την ίδια ρίζα και η γαζέλα). Επίσης γαλαζοβράκης, από τους Ξανθιώτες.

Εδεσσαίοι: Γάλλοι (λόγω γλωσσικού ύφους, λέει ο Σέργης).

Ελλαδίτης (από τους Κύπριους) = καλαμαράς

Ελληνοαμερικάνοι: μπρούκληδες

Ηρακλειώτες: Καστρινοί, και Κουμαρτζήδες / Φραγκοφονιάδες από τους Ρεθυμνιώτες (λέει ο Σέργης)

Θερμιώτες: τυρογαλάδες, κριθάρια

Θεσσαλονικιοί = καρντάσια· και μπαγιάτηδες (ο όρος χρησιμοποιείται για τους γηγενείς παλιούς Θεσσαλονικιούς -όχι, ας πούμε, για τους πρόσφυγες)

Ιτιώτες: Ασαίοι, μαζώματα. (Η Ιτέα άρχισε να κατοικείται μετά το μεγάλο σεισμό του 1870 που ισοπέδωσε την Άμφισσα).

Καβαλιώτες: ψαροκασέλες

Καλαμαριώτες: τσαμούρια (λάσπες δηλαδή)

Καλαματιανός = σύκο, σωματέμπορας

Καρδιτσιώτες: Καραγκούνηδες, Καραγκουνοκέφαλοι.

Καρπενησιώτες: στειλιάρια

Κασιώτες της Αιγύπτου: καμινέτα, επειδή όταν επέστρεφαν έφερναν στο νησί αυτό το πρωτοφανές τεχνολογικό επίτευγμα.

Κερκυραίοι = παγανέλια (το παγανέλι είναι μικρό ωδικό πουλί’ κατ’ άλλη εκδοχή, πρόκειται για παραφθορά του ‘μπραγκανέλια’, μικρόψαρα. Ωστόσο δεν  αποκλείεται να  είναι από το παγανός. με  κάποια σημασία του. Η μελέτη του θέματος εκκρεμεί από το 2016).

Κιμωλιάτες: Σγαρίλιοι (συχνό όνομα για τους γαϊδάρους στη  Μήλο, όπου βγήκε το παρατσούκλι)

Κοζανίτης = σούρδος (πιθανώς από το λατ. surdus=κουφός για τον πονηρό που κάνει ότι δεν ακούει), γιαπράκι (τοπικό έδεσμα)

Κορίνθιος = Λαΐδα (εταίρα της αρχαιότητας)

Κρητικός = πέτσακας (η λημματογράφηση στο slang.gr δεν δίνει ετυμολογία), σβούρος (ομοίως) Ωστόσο, είναι πιο σωστό να πούμε ότι αυτοί οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι των ίδιων των Κρητικών για μερίδα συμπατριωτών τους).

Κύπριοι = κουμπάροι

Κύπριοι της Αγγλίας: Τσάρληδες (από τους άλλους Κύπριους)

Κώοι = μπόχαλοι (επειδή το μπουκάλι το λένε ‘μποχάλι’)

Λασιθιώτες, του Οροπεδίου: κασογόνατοι, επειδή λερώνουν (κάσες είναι η βρωμιά) τα γόνατά τους μαζεύοντας την πατάτα

Λαρισαίος = τυρί (τοπικό προϊόν), πλατύποδας (δηλ. καμπίσιος, επομένως χωρίς καμάρα στο πόδι)

Λέσβιος = γκασμάς (η Μυτιλήνη λέγεται Κασμαδία στα φανταρίστικα, επειδή έχει πολύ σκάψιμο).

Λευκαδίτες: Μπουρανέλοι

Λιβαδιώτες: καβουράδες (επειδή θρυλείται ότι γκρέμισαν ένα γεφύρι για να σώσουν  ένα καβούρι)

Λιδωρικιώτες: Ξινογαλάδες

Μανιάτες = κακαβούλια (ιδίως οι Μεσομανιάτες λέγονται έτσι από τους άλλους Μανιάτες)

Μεσαρίτες (κάτοικοι της πεδιάδας της Μεσαράς): πασπαρίτες (πάσπαρος είναι η σκόνη στα κρητικά).

Μεσολογγίτες: ψαρόμυαλοι

Μηλιοί: λάζαροι (επειδή  έτσι έλεγαν τη φρατζόλα το ψωμί)

Ναξιώτες: κλεφταξιώτες, Βαραβάδες

Ναυπλιώτης = κωλοπλένης (χρησιμοποιούσαν τις τουρκικές τουαλέτες με το ρουξούνι).

Νοτιοελλαδίτης = χαμουτζής

Ξηροχωρίτες (Ιστιαιείς): Κιαπλέδες (από τη φρ. «Και που λες…»).

Ορχομένιοι: βλασταράδες

Παριανοί: Πατούχηδες (από τους Ναξιώτες, επειδή ως ξυπόλητοι είχαν μεγάλο πέλμα)

Πατρινός = μινάρας (τοπική βρισιά)

Πειραιώτες = μαουνιέρηδες

Πελοποννήσιοι συλλήβδην: καταυλακιώτες· επίσης, σκεμπέδες, κουφροσκεμπέδες (σκατοκοιλαράδες, λέει ο Σέργης)

Πόντιοι, Ανατολίτες = Αούτηδες (επειδή έλεγαν «αούτος» το «αυτός»)

Πρεβεζάνος = σαρδελάς (τοπικό προϊόν, επίσης θρυλείται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί)

Πύργος και ν. Ηλείας: Κολομβία

Ρόδιος = τσαμπίκος (τοπικό όνομα)

Σαλαμίνιοι: μπακαούκες

Σαμιώτες: ζουγκλαίοι, ουγκαντέζοι (φανταρίστικα ονόματα, από την οργιώδη βλάστηση του νησιού, που οι φαντάροι το λένε Ζούγκα και Ουγκάντα)

Σερραίοι = ακανέδες (τοπικό λουκούμι)

Σιφνιοί: τσουκαλάδες

Σλαβόφωνοι (δεν υπάρχουν) = νεζνάμηδες (επειδή απαντούσαν νε ζναμ = δεν ξέρω)

Τρικαλινός = κασέρι (τοπικό προϊόν), σακαφλιάς

Φλωρινιώτες: Γάλλοι (λόγω γλωσσικού ύφους, λέει ο Σέργης). Επίσης Απόγονοι της Γιουργίας, σε διάφορα σάιτ, από το όνομα μιας διάσημης πόρνης της πόλης.

Όσοι πιστοί, μπορούν να συμπληρώσουν.

Να σημειωθεί ότι συγγενικός κλάδος είναι οι σατιρικές ιστορίες που λέγονται πειραχτικά για τους διάφορους τόπους -και που καταλήγουν κάποτε σε φονικό, όπως στο διήγημα Πειράγματα του Καρκαβίτσα, όπου όμως δεν υπάρχει κανένα τοπικό παρατσούκλι, αλληλοφαυλισμός, τέτοιο τέλος πάντων.

Συγγενικό επίσης με το θέμα μας είναι το παλιό τραγούδι «Ο υμνούμενος», που το έχω παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο. Ωστόσο, έχω μια επιφύλαξη αν όλοι οι χαρακτηρισμοί του λειτουργούν και αντίστροφα, δηλαδή το ότι λέει, ας πούμε, «Μυτιληναίος λαθρέμπορας Πυργιώτης ζόρικος» σημαίνει ότι πολλοί Μυτιληνιοί ήταν λαθρέμπορες κατά το στερεότυπο, όχι ότι η λέξη ‘λαθρέμπορες’ ειχε φτάσει να σημαίνει τους Μυτιληνιούς.

Αλλά για λόγους πληρότητας, να παραθέσουμε και αυτό το τραγούδι και να τελειώσουμε με αυτό.

Μεταφέρω το γιουτουμπάκι εδώ:

-Ρε κυρ-Γιώργη, πίνεις-πίνεις και δεν μας λες τίποτα.
-Μα τι διάολο θες να σου πω, αφού θέλω πρώτα να κανονίσω τα ορεκτικά μου με το κρασάκι μου, να πιω το κατοσταράκι μου πρώτα και ύστερα να δούμε τι διάολο θα γίνει.
-Να μας πεις τον εξάψαλμο κυρ-Γιώργη.
-Άντ’ εβίβα λοιπόν, εβίβα ρε παιδιά, εβίβα.

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Αθηναίος γκάγκαρος.
Περαιώτης μαουνιέρης.
Αιγενίτης κανατάς.
Ναυπλιώτης ντιστεγκές
Τριπολιτσιώτης μπεκρής.
Μανιάτης κουμπουράς.
Λειβαδίτης μπαμπακάς.
Δημητσανίτης μπαρουτάς
και Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε»

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Μεσολογγίτης ψαράς.
Αγρινιώτης καπνουλάς.
Χιώτης μαστιχάς.
Κρητικός επαναστάτης.
Λιδωρικιώτης γαλατάς.
Μυτιληναίος λαθρέμπορας.
Πυργιώτης ζόρικος
και Πατρινός «τι χαμπάρια μάστορα»

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Υδραίος ψαρόμυαλος.
Βατικιώτης κρεμμυδάς.
Σαντοριναίος ελαφρόπετρα.
Τζιώτης στενόκαρδος.
Μεγαλουπολίτης λουστρατζής.
Σμυρναίος κορτάκιας.
Θεσσαλονικιώτης κατεργάρος.
Βολιώτης «γεια σου κυρ-Αντρέα»
Κεφαλλονίτης βλάστημος.
Κερκυραίος κλαπαδόρας.
Καρπενησιώτης σκαλτσοβιομήχανος.

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο
Όπου Χιώτης Παντελής
και Καρυστιανός Αλής.
Ηπειρώτης φούρναρης.
Συμιακός σφουγγαράς.
Ελληνοαμερικάνος μπίσνεζμεν.
Αγιοπετρίτης καρβουνιάρης.
Συριανός λουκουμιτζής
και Κορίνθιος «ο Θεός να σε φυλάει».

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Αϊβαλιώτης ζωέμπορας.
Σιφναίος τσουκαλάς.
Αξιώτης πηγαδάς.
Ανδριώτης λεμονάς.
Καρπαθιώτης χτίστης.
Επτανήσιος κανταδόρος
Κυπραίος κουτοπόνηρος.
Σπαρτιάτης παλικαράς
και Νεορκέζος «κούμπωσ’ το σακάκι σου».

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Εβίβα ρε παιδιά, εβίβα ρε λεβέντες μου.

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα, Εθνοφαυλισμοί, Λαογραφία, Λεξικογραφικά, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 140 Σχόλια »