Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ευτράπελα’ Category

Η Αποκριά ποτέ δεν πεθαίνει (εύθυμο διήγημα του Μποστ)

Posted by sarant στο 17 Μαρτίου, 2024

Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς σήμερα, οπότε θα βάλω ένα αποκριάτικο ανάγνωσμα. Πέρυσι, ο φίλος μας ο ΑντώνηςLaw μάς είχε θυμίσει ένα αποκριάτικο του Μποστ, το Πατρινό Καρναβάλι. Σκέφτηκα λοιπόν να συνεχίσω με  ένα ακόμα αποκριάτικο του Μποστ, και μάλιστα μάλλον άγνωστο. 

Εννοώ ότι το εύθυμο διήγημα που θα  δούμε σήμερα δεν περιλαμβάνεται στα Πεζά 1960-65 του Μποστ (τουλάχιστον στην έκδοση που έχω εγώ), παρόλο που δημοσιεύτηκε αυτή την περίοδο, ούτε υπάρχει κάπου στο Διαδίκτυο. 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 280 του περιοδικού Εικόνες, 3 Μαρτίου 1961. Η ημερομηνία έχει σημασία για δυο-τρεις αναφορές  του κειμένου, που θα τις εξηγήσω στο τέλος. 

Σε αντίθεση με το κείμενο που βάλαμε πέρυσι, το σημερινό είναι αποκριάτικο μόνο στον τίτλο -ή μάλλον, ο Μποστ αφηγείται τι συνέβη όταν ο αρχισυντάκτης του περιοδικού όπου δούλευε τού ζήτησε να γράψει ένα αποκριάτικο διήγημα. 

Το χιούμορ του Μποστ εδώ είναι σουρεαλιστικό και βραδυφλεγές. Εκσυγχρονίζω την ορθογραφία, αφού στο  συγκεκριμένο πεζό (όπως και στα περισσότερα πεζά του, άλλωστε) ο Μποστ δεν κάνει ανορθογραφίες.

 

Η Αποκριά ποτέ δεν πεθαίνει

Η τραγική μοίρα ενός εύθυμου διηγήματος του Μποστ
διηγημένη με κέφι και παράπονο από τον ίδιο

 

Ο αρχισυντάκτης με εφώναξε εις το γραφείον του.

— Άκουσε, μου είπε, την επομένη εβδομάδα αρχίζουν οι Απόκριες. Θέλουμε να μας γράψεις ένα κομμάτι αποκριάτικο.

— Να σας το γράψω.

— Έχεις καμιά καλή ιδέα; Το θέλουμε εύθυμο.

— Να σας γράψω την ιστορία του καμηλιέρη;

— Πώς είναι περίπου;

— Να, κάποιος φτωχός άνθρωπος στην Αραβία που τις Απόκριες είχε μια πολύ ωραία ιδέα για να κερδίσει μερικά χρήματα.

— Τι ιδέα;

— Να φτιάξει μια καμήλα.

— Στην Αραβία; Που βρομάει ο τόπος από καμήλες;

— Ναι, γιατί; Δεν σας αρέσει;

— Μα δεν το θέλουμε τόσο πρωτότυπο.

— Μα ακούστε και τη συνέχεια.

— Για λέγε…

— Πάει ο Βεδουίνος στην αγορά, χιλιάδες καμήλες εκεί, περνάει απαρατήρητη η δικιά του.

— Μα σ’τα’λεγα. Είναι φυσικόν. Και τι γίνεται στο τέλος;

— Στο τέλος δεν μαζεύει ούτε ένα γρόσι κι απελπισμένος αυτοκτονεί.

— Και το βρίσκεις εύθυμο αυτό;

— Εσείς, πώς θέλετε να τελειώνει;

— Δεν ξέρω, πάντως δεν μ’ αρέσει. Έχεις τίποτ’ άλλο;

— Θέλετε την ιστορία με τον εύζωνο;

— Αυτό πώς είναι;

— Είναι κάποιος εύζωνος που υπηρετεί και για να ξεχάσει έναν άτυχο έρωτα -το κομμάτι μου αυτό είναι πολύ αισθηματικό- αποφασίζει να το ρίξει έξω τις απόκριες και πάει σ’ ένα μπαλ-μασκέ.

— Τι ντύνεται;

— Τσολιάς.

— Ο εύζωνος;

— Μάλιστα.

— Λοιπόν;

— Λοιπόν, όπως μπαίνει στην αίθουσα ο τσολιάς, τι βλέπει;

— Τι;

— Την αγαπημένη του στην αγκαλιά ενός λοχαγού.

— Αδύνατον…

— Κι όμως. Μερικά πράματα που εκ πρώτης όψεως μας φαίνονται απίθανα, στη ζωή γίνονται.

— Έχεις μια τάση πάντα προς το απίθανο. Εν πάση περιπτώσει, για προχώρει…

— Επακολουθεί μια δραματική σκηνή με διάφορα τραγικά επεισόδια και τέλος ο τσολιάς, τρελός από ζήλια και έξω φρενών, την σκοτώνει. Σκοτώνει ακολούθως και τον λοχαγό. Έχω την εντύπωση ότι θ’ αρέσει. Διότι και αίσθημα έχω μέσα και πρωτοτυπία και αποκριάτικο χρώμα το διακρίνει. Πώς σας φαίνεται;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Μποστ, Πεζογραφία, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , | 71 Σχόλια »

Πώς το λένε αυτό το μαραφέτι;

Posted by sarant στο 5 Οκτωβρίου, 2023

Τη λέξη «μαραφέτι» την έμαθα από τον  παππού μου. Είχε φτιάξει στην αυλή έναν οικίσκο,  ένα εργαστήρι, όπου φύλαγε  τα εργαλεία  για τα μαστορέματά του, άλλα ξυλουργικά, άλλα βιβλιοδετικά,  άλλα χημικά, πιάνανε τα χέρια του ποικιλοτρόπως,  όχι σαν κάτι άλλους. Πήγαινα και τον έβλεπα, με μάτια διάπλατα τον παρακολουθούσα να μαστορεύει, και κάποια στιγμή μου είπε «φέρε μου εκείνο το μαραφέτι που είναι πάνω στον πάγκο».

Κι έπειτα μου εξήγησε ότι μαραφέτι λέμε κάποιο σύνεργο που δεν  ξέρουμε πώς  το λένε, ή που δεν μας έρχεται εκείνη τη στιγμή το όνομά του -και περήφανος που έμαθα τη  λέξη άρχισα να τη χρησιμοποιώ επί δικαίων και αδίκων.

Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια  ή εκεί κοντά, κάποιος φίλος μου είπε «εννοείς το μαντζαφλάρι;» κι έτσι συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κι  άλλη ειδική λέξη για τα… ακατονόμαστα αντικείμενα.

Λέω «ειδική» λέξη, διότι για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιούμε  και  αντωνυμίες, ας πούμε «δώσε μου το τέτοιο», «το αυτό», «το αποτέτοιο», ή «το πράμα»,  «αυτό το πράμα», λέξεις δηλαδή που έχουν και άλλες χρήσεις. Λέμε επίσης «το πώς το λένε»,  για κάτι που δεν θυμόμαστε το όνομά του, αλλά και για πρόσωπα.

Πάμε στο λεξικό. Το ΛΚΝ λέει:

μαραφέτι το [maraféti] Ο44α : (οικ.) κάθε αντικείμενο που δεν μπορούμε ή δε θέλουμε να το αναφέρουμε με το όνομά του· (πρβ. μαντζαφλάρι): Tι είναι αυτό το ~ που κρατάς;

[τουρκ. marifet  `επινόηση, μηχάνημα΄ (από τα αραβ.) με προχωρ. αφομ. [a-i > a-a] ]

Ίδιος  ορισμός και για το μαντζαφλάρι  (και μαντζαφλέρι), που όμως είναι άγνωστης  ετυμολογίας.

Στο Χρηστικό:

μαραφέτι ΣΥΝ. ματζαφλάρι 1. κάθε αντικείμενο, συνήθ. μικρό εξάρτημα ή εργαλείο, του οποίου ο ομιλητής δεν γνωρίζει το όνομά του, δεν το θυμάται ή δεν θέλει να το κατονομάσει: Δώσε μου αυτό το ~ να ξεβιδώσω τη λάμπα! Πβ. μαρκούτσι.

Βλέπουμε ότι το ΧΛ αναφέρει και  το μαρκούτσι -και στον  ορισμό του λέει: «κάθε μακρουλό αντικείμενο, ιδίως το μικρόφωνο, ΣΥΝ. μαραφέτι». Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά εγώ το μαρκούτσι το είχα συνδέσει μόνο με το μικρόφωνο.

Κάποιοι χρησιμοποιούν το καβλιτζέκι, που εγώ το άκουσα στον Χάρρυ  Κλυνν αλλά για συγκεκριμένο αντικείμενο. Στο slang.gr αναφέρεται το καβλιτζέκι (ή καυλιτζέκι; ) με κάπως εξειδικευμένο ορισμό: Χαρακτηρισμός αντικειμένων σφηνοειδούς συνήθως μορφής με μήκος τουλάχιστον τριπλάσιο του πλάτους. Την λέξη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τέτοιου είδους αντικείμενα όταν τα χρειαζόμαστε, αλλά είναι λίγο πιο μακριά απ’ ό,τι φτάνει το χέρι μας.

Χτες είχα την ιδέα να κάνω μια σφυγμομέτρηση στο Τουίτερ, για αυτές τις  λέξεις. Οι σφυγμομετρήσεις του Τουίτερ (Χ το λέει τώρα ο Μούσκαρος) δέχονται μόνο 4 επιλογές, οπότε αναγκάστηκα να  συγχωνεύσω δύο σε  μία,  που δεν  ήταν  πολύ καλή ιδέα.

Βλέπετε ότι  το μαραφέτι ήρθε πρώτο, αλλά βέβαια ανάμεσα στις προτεινόμενες επιλογές. Διότι μια  σχολιάστρια είπε κάτι που ίσως έχει βάση:

Ωραιες λέξεις αλλά ποιος λέει τα τρία πρωτα; Ανθρωποι κάτω των 30 αμφιβάλλω αν ξέρουν και τι σημαινουν. Το μαραφέτι ακούγεται καμία φορά για συσκευές ή γκατζετ. Τα άλλα δύο εχω χρόνια να τ’ ακούσω.

Πολλοί πρότειναν και άλλες λέξεις:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Κατάλογοι, Λεξικογραφικά, Συγκριτικά γλωσσικά, Σφυγμομετρήσεις | Με ετικέτα: , , , , | 142 Σχόλια »

Ο επίμονος ετυμολογιστής (άρθρο του Γιάννη Αγγελόπουλου)

Posted by sarant στο 27 Σεπτεμβρίου, 2023

Δημοσιεύω σήμερα μιαν ανάρτηση του Γιάννη Αγγελόπουλου, που δημοσιεύτηκε στην  ομάδα του Φέισμπουκ «Ελληνική γλώσσα και Γλωσσολογία» πριν από καμιά δεκαριά μέρες.

Είναι βέβαια σατιρικό ή τέλος πάντων  ευτράπελο, και παίρνει αφορμή από κάποιους που θεωρούν  πως η ετυμολογία καθορίζει τη  σημασία κι έτσι εξεγείρονται όταν οι περισσότεροι άντρες δηλώνουν ότι παντρεύονται, ενώ συνάπτουν γάμο με γυναίκα. Συμφωνώ στα περισσότερα που λέει  ο Αγγελόπουλος, αν και δεν αρνούμαι την επιρροή της ετυμολογίας στη  σημασία -θα θυμάστε ότι στο ιστολόγιο, παλιά, είχαμε προβληματιστεί αν υπάρχουν «χειμερινά θέρετρα«. 

Μεταφέρω κόπι-πάστε την  ανάρτηση (έχω προειδοποιήσει τον Αγγελόπουλο ότι θα την κλέψω) και πού και πού εξηγώ την  ετυμολογία λέξεων  που ίσως δεν είναι φανερή ή θυμίζω παλιά άρθρα. Οι δικές μου λιγοστές παρεμβάσεις [σε αγκύλες]. Έβαλα και μια εικόνα, έτσι στην τύχη.

Ο επίμονος ετυμολογιστής

Όλοι τον έχουμε συναντήσει σε ΜΚΔ ή στην παρέα να εξηγεί την άρνηση αποδοχής της παντρειάς ανδρών με γυναίκες [έχουμε γράψει], για ετυμολογικούς λόγους, ή την απόρριψη της «καλής επιτυχίας» (η καλοσύνη έχει ετυμολογικά ενσωματωθεί στην επιτυχία, εξηγεί) [επίσης έχουμε γράψει] ενώ στο ευελπιστώ βλέπει «καλή» ελπίδα σε εκείνο το ευ. Ο ετυμολογιστής λοιπόν με την επίμονη προσκόλλησή του αδυνατεί να δεχθεί την τάση της γλώσσας να εξελίσσει τις σημασίες και να τις απομακρύνει από το αρχικό έτυμον. Επειδή η προσπάθεια υπόδειξης του τεράστιου πλήθους τέτοιων σημαντικών εξελίξεων συνδυάζει διασκέδαση με χρήσιμη μάθηση, συγκέντρωσα με αυτό το πνεύμα μια συλλογή λέξεων που έχουν απομακρυνθεί από το αρχικό έτυμον (που και τότε ήταν συχνά αυθαίρετο) για να φανεί πόσο εμποδίζει τη συνεννόηση και τον γλωσσικό πλούτο μια αυστηρά ετυμολογική ερμηνεία. Ιδού αυτά που μάζεψα πρόχειρα, εύκολα θα συμπληρώσετε πολλά ακόμα:

Όπως το έτυμον «εμποδίζει» να παντρευτεί άνδρας γυναίκα, ούτε επιτρέπει να λέγονται αστεία σε χωριά, μόνο στο άστυ
Αλλά ούτε χαρακτηρισμός αγροίκος μπορεί να αποδοθεί σε πολίτη, πρέπει να είναι ιδιοκτήτης αγρού.
Ομοίως δεν μπορεί να προξενήσει κάποιος βλάβη παρά μόνο σε ξένους, αλλά ούτε να φιλοξενήσει συμπολίτες του (ἡ λέξη ξένος παλιά και τώραι δηλοί πολίτες δύο διαφορετικών πόλεων ή χωρών)
Δεν μπορούν να ενοικιάζονται αυτοκίνητα, και θέσεις πάρκινγκ, μόνο οικίες [εν-οίκιο]
Δεν υπάρχουν ποντικοί μυς αν δεν προέρχονται από τον Πόντο (τον Εύξεινο και μόνο!), ούτε φουντούκια (δεν μας ξεγελά η πορεία μέσω τουρκικής). Δεν αφορούν τον πόντο εν γένει με ομηρική έννοια

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ευτράπελα, Λαθολογία | Με ετικέτα: , | 126 Σχόλια »

Γιατί τους Βολιώτες τους λένε Αυστριακούς;

Posted by sarant στο 7 Σεπτεμβρίου, 2023

Ο Βόλος,  και γενικά ο νομός Μαγνησίας, έχει έρθει στην  επικαιρότητα από το καταστροφικό (και φονικό) χτύπημα της καταιγίδας Ντάνιελ (ή Ντανιέλ; το γράψανε Daniel και δεν μας είπαν πώς τονίζεται). Στο χτεσινό μας άρθρο είχαμε λοιπόν αναφορά στην  είδηση για τους δυο αγνοούμενους Αυστριακούς τουρίστες,  που ευτυχώς βρέθηκαν σώοι, αν και εξακολουθούν να υπάρχουν (τώρα που γράφω το άρθρο) τρεις αγνοούμενοι πέρα από τους δυο βεβαιωμένους νεκρούς. Αναπόφευκτα λοιπόν κάποιοι θυμήθηκαν ότι οι Βολιώτες έχουν  το παρατσούκλι «Αυστριακοί», και εξίσου αναπόφευκτα ανέκυψε το ερώτημα «Γιατί τους λένε έτσι;»

Η πολύ σύντομη απάντηση είναι «Δεν ξέρω».

Η κάπως λιγότερο σύντομη απάντηση  είναι: Δεν ξέρω σίγουρα, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες· ίσως επειδή τον 19ο αιώνα, που η συγκοινωνία με τον Βόλο γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, τη γραμμή την εξυπηρετούσαν πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα.

Η όχι σύντομη απάντηση είναι το σημερινό άρθρο,  όπου παίρνω την ευκαιρία και επαναλαμβάνω, επαυξημένο, ένα παλιότερο άρθρο του 2016.

Λοιπόν, όλοι ξέρουμε ότι οι Βολιώτες έχουν το παρατσούκλι «Αυστριακοί», όπως π.χ. οι Κοζανίτες αποκαλούνται Σούρδοι ή οι Σερραίοι λέγονται ακανέδες -στη συνέχεια του άρθρου θα δούμε και κατάλογο με τα «ακληρήματα», όπως λέγονται αυτές οι περιπαικτικές ονομασίες, κάθε τόπου. Όμως, ενώ για τους Σούρδους και τους Ακανέδες υπάρχει  πειστική (ή σχεδόν) εξήγηση για το παρατσούκλι, για τους Αυστριακούς (Βολιώτες) δεν υπάρχει -αντίθετα, ακούγονται πολλές απόψεις.

Στο σχετικό άρθρο του slang.gr διαβάζουμε:

  • Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες – σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι – σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι μοχθηροί – επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ’ τους Τούρκους.
  • Διότι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

  • Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
  • Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Προσθέτω και τη δική μου εξήγηση, που την έχω ακούσει από τον πατέρα μου:

  • τον 19ο αιώνα, που η συγκοινωνία με τον Βόλο γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, τη γραμμή την εξυπηρετούσαν πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα.

Σε κάθε περίπτωση, οι ίδιοι οι Βολιώτες δεν δυσανασχετούν για το προσωνύμιο, αντίθετα ένας σύνδεσμος οπαδών του Ολυμπιακού Βόλου λέγεται  The Austrian Boys.

Αυτά τα τοπωνυμικά παρατσούκλια, πάντα σχεδόν χλευαστικά ή έστω σατιρικά, λέγονται για τους καταγόμενους από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, λέγονται και «ακληρήματα». Τα «ακληρήματα» είναι τίτλος ενός βιβλίου  του Μανόλη Σέργη, που είναι αφιερωμένο στο θέμα, και που το έψαχνα καιρό μέχρι που ο φίλτατος Παντελής  Μπουκάλας μού το χάρισε. Παρόλο που αξίζει ειδική παρουσίαση, εδώ θα περιοριστώ στο να συμπληρώσω τον κατάλογο ενσωματώνοντας κάποια ακληρήματα από τη σελίδα 37 του βιβλίου και από το κεφάλαιο με τα κυκλαδίτικα ακληρήματα (που λογαριάζω  να το παρουσιάσω και σε ιδιαίτερο άρθρο κάποτε).

Τον όρο «ακλήρημα» μαζί με τον αντίθετό του (ευκληρήματα) τον χρησιμοποιεί και μια εργασία που έπεσε στα χέρια μου, με τον τίτλο Ακληρήματα – ευκληρήματα Καρπάθου. Εννοείται ότι οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι πολύ περισσότεροι από τους επαινετικούς, διότι αν δεν ειρωνευτείς τον κοντοχωριανό σου πώς θα τονώσεις το αίσθημα της αυτοεκτίμησής σου;

Στην καρπαθιώτικη εργασία βλέπουμε μερικά παραδείγματα από μικροακληρήματα (τον όρο μόλις τον έπλασα εγώ) δηλαδή αλληλοσατιρισμούς σε τοπική κλίμακα, χαρακτηρισμούς ειρωνικούς για τους κατοίκους των χωριών του νησιού π.χ. μπαλουξήδες για τους Πηγαδιώτες, γάρους ή γαρολυμπίτες για τους Ολυμπίτες, Εβραίους για τους κατοίκους από το Απέρι κτλ. Πολλά «μικροακληρήματα» έχει και το βιβλίο του Σέργη, αντλημένα από τη Νάξο, που είναι και ο τόπος καταγωγής του συγγραφέα. Για παράδειγμα, οι Απεραθίτες αποκαλούν «Ισούφηδες» (στριμμένους, αφιλόξενους) τους Φιλωτίτες, ενώ οι άλλοι Ναξιώτες αποκαλούνν «Ληστοπεράτες» και «Κλεφταπεραθίτες» τους Απεραθίτες. Στο άρθρο το δικό μας δεν θα μεταφέρω αυτά τα μικροακληρήματα, διότι είναι σαφώς σε άλλη κλίμακα -κλίμακα χωριού, ας πούμε, ενώ οι περισσότεροι αλληλοφαυλισμοί του άρθρου είναι πανελλήνια γνωστοί.

Σε παλιότερο νήμα στη Λεξιλογία, που είχε ξεκινήσει με την απορία ελληνομαθούς φίλου, ο οποίος ρωτούσε γιατί τους Μυτιληνιούς τούς λένε κασμάδες, είχε φτιαχτεί ένας κατάλογος, που έχει εμπλουτιστεί από τα εδώ άρθρα και σχόλια και τώρα τον εμπλουτίζω περαιτέρω με τις παραπάνω πηγές.

Νεοελληνικά ακληρήματα

Αγρινιώτες: Φούληδες  / Κοκορετσάδες / Αγριμιώτες (από τον Σέργη)

Αθηναίος = γκάγκαρος (ο όρος χρησιμοποιείται μόνο για τους παλιούς Αθηναίους, που η οικογένειά τους ζει εδώ και αρκετές γενεές στην Αθήνα).

Αιανή Κοζάνης: κορακογάμηδες

Αιτωλοακαρνάνες: Απέκηδες (απ’ εκεί) από τους Πατρινούς.

Αμφισσαίοι: Κουδουνάδες, γκαμηλοκουδουνάδες, σκυλοσκατάδες. (Ονομαστά τα κουδούνια της Άμφισσας, ονομαστές και οι καμήλες που είχε και τα ταμπάκικα που ήθελαν αρκετές ποσότητες σκυλόσκατων)

Αντιπαριώτες: Κουρούνες (από τους Παριανούς)

Αργίτες = πράσα, πρασάδες (διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους)

Αρκάδες = σκόρδα, σκορδάδες (τοπικό προϊόν), επίσης αβγοζύγηδες.

Αρτινός = νεραντζόκωλος (τοπικό προϊόν)

Βολιώτης = Αυστριακός (βλ. διάφορες εκδοχές στο slang.gr. Μια εκδοχή που δεν αναφέρεται είναι ότι τον 19ο αιώνα η συγκοινωνία με τον Βόλο -όπως και με τα περισσότερα μέρη- γινόταν κυρίως διά θαλάσσης, με πλοία της αυστριακής εταιρείας Τριεστίνα).

Βορειοελλαδίτες = Βούλγαροι

Γεραπετρίτες: αγγουράδες (τοπικό προϊόν)

Γιαννιώτης = παγουράς (λέγεται ότι πήγαν να αδειάσουν τη λίμνη των Ιωαννίνων με παγούρια, αλλά οι ντόπιοι λένε ότι πολλοί Γιαννιώτες κυκλοφορούσαν με παγούρια διότι υδρεύονταν από τη λίμνη)

Δεσκατιώτες: ζιαβέλια (ζαβοί)

Εβρίτης = γκατζόλης, γκάτζολος (γκατζόλι λέγεται το γαϊδούρι στην περιοχή, ιδίως στο Σουφλί. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο. Από την ίδια ρίζα και η γαζέλα). Επίσης γαλαζοβράκης, από τους Ξανθιώτες.

Εδεσσαίοι: Γάλλοι (λόγω γλωσσικού ύφους, λέει ο Σέργης).

Ελλαδίτης (από τους Κύπριους) = καλαμαράς

Ελληνοαμερικάνοι: μπρούκληδες

Ηρακλειώτες: Καστρινοί, και Κουμαρτζήδες / Φραγκοφονιάδες από τους Ρεθυμνιώτες (λέει ο Σέργης)

Θερμιώτες: τυρογαλάδες, κριθάρια

Θεσσαλονικιοί = καρντάσια· και μπαγιάτηδες (ο όρος χρησιμοποιείται για τους γηγενείς παλιούς Θεσσαλονικιούς -όχι, ας πούμε, για τους πρόσφυγες)

Ιτιώτες: Ασαίοι, μαζώματα. (Η Ιτέα άρχισε να κατοικείται μετά το μεγάλο σεισμό του 1870 που ισοπέδωσε την Άμφισσα).

Καβαλιώτες: ψαροκασέλες

Καλαμαριώτες: τσαμούρια (λάσπες δηλαδή)

Καλαματιανός = σύκο, σωματέμπορας

Καρδιτσιώτες: Καραγκούνηδες, Καραγκουνοκέφαλοι.

Καρπενησιώτες: στειλιάρια

Κασιώτες της Αιγύπτου: καμινέτα, επειδή όταν επέστρεφαν έφερναν στο νησί αυτό το πρωτοφανές τεχνολογικό επίτευγμα.

Κερκυραίοι = παγανέλια (το παγανέλι είναι μικρό ωδικό πουλί’ κατ’ άλλη εκδοχή, πρόκειται για παραφθορά του ‘μπραγκανέλια’, μικρόψαρα. Ωστόσο δεν  αποκλείεται να  είναι από το παγανός. με  κάποια σημασία του. Η μελέτη του θέματος εκκρεμεί από το 2016).

Κιμωλιάτες: Σγαρίλιοι (συχνό όνομα για τους γαϊδάρους στη  Μήλο, όπου βγήκε το παρατσούκλι)

Κοζανίτης = σούρδος (πιθανώς από το λατ. surdus=κουφός για τον πονηρό που κάνει ότι δεν ακούει), γιαπράκι (τοπικό έδεσμα)

Κορίνθιος = Λαΐδα (εταίρα της αρχαιότητας)

Κρητικός = πέτσακας (η λημματογράφηση στο slang.gr δεν δίνει ετυμολογία), σβούρος (ομοίως) Ωστόσο, είναι πιο σωστό να πούμε ότι αυτοί οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί είναι των ίδιων των Κρητικών για μερίδα συμπατριωτών τους).

Κύπριοι = κουμπάροι

Κύπριοι της Αγγλίας: Τσάρληδες (από τους άλλους Κύπριους)

Κώοι = μπόχαλοι (επειδή το μπουκάλι το λένε ‘μποχάλι’)

Λασιθιώτες, του Οροπεδίου: κασογόνατοι, επειδή λερώνουν (κάσες είναι η βρωμιά) τα γόνατά τους μαζεύοντας την πατάτα

Λαρισαίος = τυρί (τοπικό προϊόν), πλατύποδας (δηλ. καμπίσιος, επομένως χωρίς καμάρα στο πόδι)

Λέσβιος = γκασμάς (η Μυτιλήνη λέγεται Κασμαδία στα φανταρίστικα, επειδή έχει πολύ σκάψιμο).

Λευκαδίτες: Μπουρανέλοι

Λιβαδιώτες: καβουράδες (επειδή θρυλείται ότι γκρέμισαν ένα γεφύρι για να σώσουν  ένα καβούρι)

Λιδωρικιώτες: Ξινογαλάδες

Μανιάτες = κακαβούλια (ιδίως οι Μεσομανιάτες λέγονται έτσι από τους άλλους Μανιάτες)

Μεσαρίτες (κάτοικοι της πεδιάδας της Μεσαράς): πασπαρίτες (πάσπαρος είναι η σκόνη στα κρητικά).

Μεσολογγίτες: ψαρόμυαλοι

Μηλιοί: λάζαροι (επειδή  έτσι έλεγαν τη φρατζόλα το ψωμί)

Ναξιώτες: κλεφταξιώτες, Βαραβάδες

Ναυπλιώτης = κωλοπλένης (χρησιμοποιούσαν τις τουρκικές τουαλέτες με το ρουξούνι).

Νοτιοελλαδίτης = χαμουτζής

Ξηροχωρίτες (Ιστιαιείς): Κιαπλέδες (από τη φρ. «Και που λες…»).

Ορχομένιοι: βλασταράδες

Παριανοί: Πατούχηδες (από τους Ναξιώτες, επειδή ως ξυπόλητοι είχαν μεγάλο πέλμα)

Πατρινός = μινάρας (τοπική βρισιά)

Πειραιώτες = μαουνιέρηδες

Πελοποννήσιοι συλλήβδην: καταυλακιώτες· επίσης, σκεμπέδες, κουφροσκεμπέδες (σκατοκοιλαράδες, λέει ο Σέργης)

Πόντιοι, Ανατολίτες = Αούτηδες (επειδή έλεγαν «αούτος» το «αυτός»)

Πρεβεζάνος = σαρδελάς (τοπικό προϊόν, επίσης θρυλείται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί)

Πύργος και ν. Ηλείας: Κολομβία

Ρόδιος = τσαμπίκος (τοπικό όνομα)

Σαλαμίνιοι: μπακαούκες

Σαμιώτες: ζουγκλαίοι, ουγκαντέζοι (φανταρίστικα ονόματα, από την οργιώδη βλάστηση του νησιού, που οι φαντάροι το λένε Ζούγκα και Ουγκάντα)

Σερραίοι = ακανέδες (τοπικό λουκούμι)

Σιφνιοί: τσουκαλάδες

Σλαβόφωνοι (δεν υπάρχουν) = νεζνάμηδες (επειδή απαντούσαν νε ζναμ = δεν ξέρω)

Τρικαλινός = κασέρι (τοπικό προϊόν), σακαφλιάς

Φλωρινιώτες: Γάλλοι (λόγω γλωσσικού ύφους, λέει ο Σέργης). Επίσης Απόγονοι της Γιουργίας, σε διάφορα σάιτ, από το όνομα μιας διάσημης πόρνης της πόλης.

Όσοι πιστοί, μπορούν να συμπληρώσουν.

Να σημειωθεί ότι συγγενικός κλάδος είναι οι σατιρικές ιστορίες που λέγονται πειραχτικά για τους διάφορους τόπους -και που καταλήγουν κάποτε σε φονικό, όπως στο διήγημα Πειράγματα του Καρκαβίτσα, όπου όμως δεν υπάρχει κανένα τοπικό παρατσούκλι, αλληλοφαυλισμός, τέτοιο τέλος πάντων.

Συγγενικό επίσης με το θέμα μας είναι το παλιό τραγούδι «Ο υμνούμενος», που το έχω παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο. Ωστόσο, έχω μια επιφύλαξη αν όλοι οι χαρακτηρισμοί του λειτουργούν και αντίστροφα, δηλαδή το ότι λέει, ας πούμε, «Μυτιληναίος λαθρέμπορας Πυργιώτης ζόρικος» σημαίνει ότι πολλοί Μυτιληνιοί ήταν λαθρέμπορες κατά το στερεότυπο, όχι ότι η λέξη ‘λαθρέμπορες’ ειχε φτάσει να σημαίνει τους Μυτιληνιούς.

Αλλά για λόγους πληρότητας, να παραθέσουμε και αυτό το τραγούδι και να τελειώσουμε με αυτό.

Μεταφέρω το γιουτουμπάκι εδώ:

-Ρε κυρ-Γιώργη, πίνεις-πίνεις και δεν μας λες τίποτα.
-Μα τι διάολο θες να σου πω, αφού θέλω πρώτα να κανονίσω τα ορεκτικά μου με το κρασάκι μου, να πιω το κατοσταράκι μου πρώτα και ύστερα να δούμε τι διάολο θα γίνει.
-Να μας πεις τον εξάψαλμο κυρ-Γιώργη.
-Άντ’ εβίβα λοιπόν, εβίβα ρε παιδιά, εβίβα.

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Αθηναίος γκάγκαρος.
Περαιώτης μαουνιέρης.
Αιγενίτης κανατάς.
Ναυπλιώτης ντιστεγκές
Τριπολιτσιώτης μπεκρής.
Μανιάτης κουμπουράς.
Λειβαδίτης μπαμπακάς.
Δημητσανίτης μπαρουτάς
και Τσιριγώτης «έβαλε τη σαρδέλα και κελάηδησε»

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Μεσολογγίτης ψαράς.
Αγρινιώτης καπνουλάς.
Χιώτης μαστιχάς.
Κρητικός επαναστάτης.
Λιδωρικιώτης γαλατάς.
Μυτιληναίος λαθρέμπορας.
Πυργιώτης ζόρικος
και Πατρινός «τι χαμπάρια μάστορα»

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Υδραίος ψαρόμυαλος.
Βατικιώτης κρεμμυδάς.
Σαντοριναίος ελαφρόπετρα.
Τζιώτης στενόκαρδος.
Μεγαλουπολίτης λουστρατζής.
Σμυρναίος κορτάκιας.
Θεσσαλονικιώτης κατεργάρος.
Βολιώτης «γεια σου κυρ-Αντρέα»
Κεφαλλονίτης βλάστημος.
Κερκυραίος κλαπαδόρας.
Καρπενησιώτης σκαλτσοβιομήχανος.

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο
Όπου Χιώτης Παντελής
και Καρυστιανός Αλής.
Ηπειρώτης φούρναρης.
Συμιακός σφουγγαράς.
Ελληνοαμερικάνος μπίσνεζμεν.
Αγιοπετρίτης καρβουνιάρης.
Συριανός λουκουμιτζής
και Κορίνθιος «ο Θεός να σε φυλάει».

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Αϊβαλιώτης ζωέμπορας.
Σιφναίος τσουκαλάς.
Αξιώτης πηγαδάς.
Ανδριώτης λεμονάς.
Καρπαθιώτης χτίστης.
Επτανήσιος κανταδόρος
Κυπραίος κουτοπόνηρος.
Σπαρτιάτης παλικαράς
και Νεορκέζος «κούμπωσ’ το σακάκι σου».

Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο.

Εβίβα ρε παιδιά, εβίβα ρε λεβέντες μου.

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα, Εθνοφαυλισμοί, Λαογραφία, Λεξικογραφικά, Πατριδογνωσία | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 140 Σχόλια »

Τα μανιτάρια (χιουμοριστικό του Σασά Γκιτρί)

Posted by sarant στο 20 Αυγούστου, 2023

Σκέφτηκα από σήμερα και για τις επόμενες δυο-τρεις Κυριακές να βάλω κάτι χιουμοριστικό, μια και σπάνια βάζουμε τέτοια κείμενα. Πιάνω  από τη  βιβλιοθήκη μου μια παλιά «Χιουμοριστική ανθολογία» των  εκδόσεων Δρακόπουλου, τόμος 3ος. Το πρώτο διήγημα της σειράς είναι το Τορτιζαμπέρ του Σασά Γκιτρί (Sacha Guitry), που ίσως να έχετε διαβάσει, σε συλλογές, κάποιες από τις αμέτρητες πνευματώδεις φράσεις του. 

Το διήγημα (που τελικά δεν είναι διήγημα αυτοτελές) το ήξερα, ήταν  από  τ’ αγαπημένα του παππού μου, που του άρεσε να επαναλαμβάνει την ατάκα με τον μουγγό, που δεν τη λέω από τώρα για να μη σποϊλάρω. Οπότε, αποφάσισα να βάλω αυτό το διήγημα.

Πάω να το σκανάρω, αλλά βρίσκω -τύχη αγαθή- πως έχει δημοσιευτεί παλιά στο Διαδίκτυο, οπότε το κλέβω ασύστολα από εκεί μια κι έτσι γλιτώνω τον όχι ευκαταφρόνητο κόπο της  οπτικής αναγνώρισης, αφού η αρχική πηγή μου είναι σε πολυτονικό. Δεν γλιτώνω εντελώς κόπο, διότι η αρχική μεταγραφή είχε λαθάκια, παραπανίσιους τόνους και μικροπαραλείψεις. Όλο και κάτι θα μου ξέφυγε εδώ. 

Ψάχνοντας βρίσκω ότι δεν είναι αυτοτελές διήγημα αλλά το πρώτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Γκιτρί Mémoires d’un tricheur, Απομνημονεύματα ενός χαρτοκλέφτη, που κυκλοφόρησε το 1935 και ένα χρόνο μετά  έγινε  ταινία από τον Γκιτρί με τον τίτλο Roman d’un tricheur (Μυθιστόρημα ενός χαρτοκλέφτη), με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Δεν είναι λοιπόν αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα. Ο ήρωας του Γκιτρί γεννήθηκε το 1882 στο Τορτιζαμπέρ, χωριό της Νορμανδίας, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1885 στην Πετρούπολη της τσαρικής Ρωσίας, όπου βρισκόταν  εκείνα τα χρόνια ο πατέρας του, ο διάσημος ηθοποιός Λυσιέν Γκιτρί. Ο Σασά Γκιτρί υπήρξε πνευματώδης και πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας, αλλά επίσης σκηνοθέτης και ηθοποιός, καθώς και σκηνοθέτης και σεναριογράφος στον κινηματογράφο. Πέθανε το 1957. 

ΤΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ

Γεννήθηκα στις 28 Απριλίου 1882 σ’ ένα μικρό ωραίο χωριό του Καλβαντός, στο Τορτιζαμπέρ. Όταν φεύγοντας απ’ το Λιβαρό πηγαίνουμε προς το Τροάρν, βλέπουμε το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του προς τα αριστερά μας.

Οι γονείς μου ήταν έμποροι αποικιακών προϊόντων, έκαναν δηλαδή μια δουλειά πού τούς άφηνε γύρω στις 5000 φράγκα κέρδος το χρόνο. H οικογένεια μας ήταν πολυάριθμη. Από τον πρώτο της γάμο η μητέρα μου είχε δυο παιδιά, ενώ με τον πατέρα μου είχε αποκτήσει ένα γιό και τέσσερα κορίτσια. Ό πατέρας μου είχε τη μητέρα του, η μητέρα μου είχε τον πατέρα της και επί πλέον έμενε μαζί μας ένας θείος κωφάλαλος.

Και όμως μέσα σε μια μέρα, χάρις σ’ ένα πιάτο μανιτάρια έμεινα μόνος στον κόσμο.

Εκείνη την ημέρα είχα κλέψει ένα πενηνταράκι από το συρτάρι που συνήθιζαν οι δικοί μου να βάζουν τα ψιλά, για να αγοράσω βόλους. Ο πατέρας μου κόκκινος από το θυμό του μου φώναξε :

—Επειδή έκλεψες, δε θα φας σήμερα μανιτάρια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Κινηματογράφος, Μυθιστόρημα, Μεσοπόλεμος, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , | 111 Σχόλια »

Ιστολογικά κεσάτια 2023

Posted by sarant στο 14 Αυγούστου, 2023

Παραδοσιακά, οι πέντε-δέκα μέρες γύρω από τον Δεκαπενταύγουστο είναι από τις περιόδους με τη μικρότερη κίνηση στα ιστολόγια, και η τάση αυτή ισχύει και φέτος. Φέτος μάλιστα, που ο Δεκαπενταύγουστος πέφτει μέρα Τρίτη, η σημερινή μέρα είναι ο ορισμός της  γέφυρας, για όσους δεν  λείψουν όλη την  εβδομάδα  εννοώ.

Οπότε, θα συνεχίσω με μια παράδοση του ιστολογίου, δηλαδή θα ανεβάσω και πάλι σήμερα, ξανακοιταγμένο και ελαφρώς τροποποιημένο, ένα άρθρο που πρώτη φορά το ανέβασα τέτοιες μέρες το 2009 και που έκτοτε το ανεβάζω σχεδόν κάθε χρόνο, τις περισσότερες χρονιές που υπάρχει το ιστολόγιο (πλάκα-πλάκα, τούτος είναι ο δέκατος πέμπτος ιστολογημένος μου Αύγουστος).

Η ανάπαυλα αυτή δίνει και στον ιστολόγο μία μέρα ημιρεπό, μια και το σερί των αναρτήσεων, ένα άρθρο τη μέρα, συνεχίζεται αδιάλειπτο από τα τέλη Ιανουαρίου του 2014. Θα μου πεις, συμβιβάζεται αδιάλειπτο σερί με επαναλήψεις; Ιστορικός συμβιβασμός, θα απαντήσω.

Στη φωτογραφία, που είναι παρμένη το 2009 ή νωρίτερα από την οδόν Αιόλου, βλέπουμε δυο μαγαζάτορες που, επειδή έχουν κεσάτια, παίζουν τάβλι.

Τα κεσάτια βέβαια είναι οι αναδουλειές, στερεότυπη εμπορική απάντηση που την ακούμε ταχτικά στην αγορά, πολύ πριν από την κρίση. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (kesat), αραβοπερσικής αρχής, και φαίνεται ότι οι έμποροι από πολύ παλιά τη χρησιμοποιούσαν, αν θυμηθούμε ένα γουστόζικο ανέκδοτο με τον βασιλιά Όθωνα, όπως το καταγράφει στην Ιστορική ανθολογία του ο Γ. Βλαχογιάννης:

Τρεις πραματευτάδες Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
     Αφού είπανε το ’να και τ’ άλλο, […] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου […], γυρίζει στον έναν από τους τρεις Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
     ― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
     ― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει ο Χιώτης.
     Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
     ― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
     Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
     ― Δεν έχει νταραβέρι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
     ― Και η λέξις νταραβέρι, τι σημαίνει;
     Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
     ― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.

Προσθέτω ότι η πρώτη εμφάνιση της λέξης στη γραμματεία μας φαίνεται να είναι στον πάπα-Συναδινό, τον 17ο αιώνα, ο οποίος μας λέει ότι ύστερα από μια νομισματική μεταρρύθμιση που αποφάσισε ο βεζιρης Μουσταφά πασάς «και έτζι εγίνην μεγάλο κεσάτι εις τα πάντα εις όλον τον κόσμον και μεγάλην στενοχωρίαν είχαν πάντες άνθρωποι και εζημιώθηκαν όλοι τους, μικροί τε και μεγάλοι».

Κεσάτια λοιπόν αυτή την περίοδο στα ιστολόγια και με αυτή την ευκαιρία είχαμε θυμηθεί ένα αστείο κειμενάκι που κυκλοφορεί εδώ και καιρό στο Διαδίκτυο, με τις απαντήσεις που υποτίθεται ότι δίνουν διάφοροι επαγγελματίες που έχουν κεσάτια. Στο κείμενο αυτό πρόσθεσα μερικές νέες απαντήσεις που είχαν προταθεί όταν αναρτήθηκε το ίδιο κείμενο στο φόρουμ Λεξιλογία, και μερικές από αυτές που προτείνατε με σχόλιά σας τις προηγούμενες φορές που το συζητήσαμε εδώ, οπότε τώρα παρουσιάζω τον συμπληρωμένο και επικαιροποιημένο κατάλογο. Συμπληρώσεις γίνονται ευχαρίστως δεκτές στα σχόλια.

Ο  κατάλογος κάθε χρόνο αβγαταίνει καθώς προσθέτω δικά σας ευρήματα. Τα προηγούμενα χρόνια ας πούμε βάλαμε και μερικές απαντήσεις που αφορούσαν την πανδημική πραγματικότητα. Θέματα σχετικά με τη φετινή επικαιρότητα δεν έχω βάλει, αν και μπορώ να το κάνω εδώ, στον πρόλογο, για να αναδείξω και αυτή την πτυχή.

Υπεύθυνος μπιτσόμπαρου με  ξαπλώστρες: Ρίξαμε πετσέτα, φίλε!

«Επαγγελματικές» απαντήσεις στην ερώτηση «Πώς πάει η δουλειά;»

Φούρναρης: ψίχουλα
Μανάβης: κολοκύθια
Αγρότης: ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
Ανθοπώλης: μαρασμός
Υφασματέμπορος: πανί με πανί
Ψαράς: ούτε λέπι
Φαρμακοποιός: με το σταγονόμετρο
Ηλεκτρολόγος: δεν βλέπω φως
Υδραυλικός: μούφα η δουλειά
Mηχανικός αυτοκινήτων: στο ρελαντί
Έμπορος χαλιών: χάλια
Κομμωτής: τρίχες
Ψιλικατζής: ψιλοπράματα
Νεκροθάφτης: ψόφια πράματα
Ο απέναντι νεκροθάφτης: μεγάλη νέκρα
Οφθαλμίατρος : θολά τα βλέπω…
Μακιγιέρ : χλομά τα πράγματα..
Ορθοπαιδικός : κούτσα-κούτσα…
Ορθοπεδικός: σπασμένα τα πράματα
Βοθρατζής: σκ**
Ο απέναντι βοθρατζής: Χέσε μέσα
Δύτης: πιάσαμε πάτο
Υποδηματοπώλης: άνθρωπος δεν πατάει
Πιλότος: Χαμηλές πτήσεις
Χρηματιστής: Λίμιτ ντάουν
Μάγειρας: βράσε όρυζα
Οδική βοήθεια: μείναμε
Γραφείο συνοικεσίων: ξεμείναμε
Γεωπόνος: χαιρέτα μου τον πλάτανο
Θεατρώνης: Χ… θέατρο
Ηθοποιός: δράμα
Μετεωρολόγος: Βαρομετρικό χαμηλό
Ποδοσφαιριστής: Χάσαμε τη μπάλα
Συγγραφέας: Ούτε λέξη!
Παπάς: Πάμε κατά διαόλου
Εργοστασιάρχης: πάγωσε η τσιμινιέρα
Κηπουρός: δεν κουνιέται φύλλο
Κλειδαράς: λουκέτο θα βάλουμε
Μαθηματικός: μηδέν εις το πηλίκο
Έμπορος λευκών ειδών: μαυρίλα
Αστρονόμος: μαύρη τρύπα
Εφοπλιστής: βουλιάξαμε!
Χρωματοπώλης: τη βάψαμε
Ελαιοχρωματιστής: μαυρίλα
Δάσκαλος: σκολάσαμε…
Κηπουρός: Ξεραΐλα
Χαρτοπαίκτης: Ταπί και ψύχραιμος
Άλλος χαρτοπαίχτης: Μείναμε στον άσο!
Ποκαδόρος: Ανέπαφος!
Οπτικός: Σκούρα τα πράγματα
Ζαχαροπλάστης: πίκρα
Αρωματοπώλης: βρώμα η δουλειά…
Καρεκλοποιός: Δεν έχει κάτσει τίποτα
Εταιρεία απεντομώσεων: βαράμε μύγες
Σκακιστής: Νούλα
Σκακιστής (επαγγελματίας):Zugzwang
Συλλέκτης νομισμάτων: πενταροδεκάρες
Σεναριογράφος : Δεν έχω ιδέα
Συντηρητής έργων τέχνης: τα ξύνουμε
Κουφωματάς: κατεβάσαμε ρολά
Βοτανοσυλλέκτης: βάλ’του ρίγανη!
Βουλκανιζατέρ: μείναμε από λάστιχο!
Άλλο βουλκανιζατέρ: Φούιτ
Εστιατόριο: Πείνα!
Οινοποιός: καλά κρασιά!
Αμπελουργός: έπεσε περονόσπορος!
Ψάλτης: άλαλα τα χείλη!
Εκφωνητής: δεν έχω λόγια
Λοιμωξιολόγος: φλάταρε η καμπύλη
Υπεύθυνος κέντρου εμβολιασμού: ούτε τσίμπημα!
Ηλεκτρολόγος: μπλακάουτ
Μουσικός: παύση διαρκείας
Webmaster: 404
Στρατιωτικός: ούτε με σφαίρες
Πωλητής εμφιαλωμένου νερού: στερέψαμε!
Κτηνίατρος: δεν πατάει γάτα
Σεξολόγος: γάμησέ τα
Δάσκαλος κολύμβησης: πατώσαμε…
Ιδιοκτήτης παλαιστηρίου: δεν την παλεύουμε!
Ωτακουστής της ΕΥΠ: ούτε φωνή ούτε ακρόαση!

 

και βέβαια….

Υπεύθυνος ιστολογίου: Ουδέν σχόλιον!

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα, Καλοκαιρινά | Με ετικέτα: , , , , , , | 83 Σχόλια »

Τι είναι η οισοπλοκία;

Posted by sarant στο 11 Απριλίου, 2023

Ετοιμάζω αυτόν τον καιρό έναν ακόμα τόμο με χρονογραφήματα του Βάρναλη, αυτή τη φορά με «Φιλολογικά», όπου περιλαμβάνω και τα γλωσσικά. Ελπίζω να τον έχω έτοιμο για το τέλος του χρόνου, γιατί είναι πολλά τα καλά χρονογραφήματα της κατηγορίας αυτής κι ο τόμος απειλεί να ξεπεράσει σε σελίδες ακόμα και τα Αττικά, τον πρώτο τόμο της σειράς αυτής.

Θα αναδημοσιεύσω σήμερα ένα από τα χρονογραφήματα που θα συμπεριλάβω σε αυτόν τον τόμο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πρωία μέσα στην Κατοχή, συγκεκριμένα στις 18 Μαΐου 1943. Να πω παρεμπιπτόντως, αν και το έχω ξαναπεί, ότι το 1943, μέσα σε βαθιά Κατοχή, γίνονταν στην Πρωία (και γενικά στα ελληνικά έντυπα) πολύ ουσιαστικές συζητήσεις για θέματα γλώσσας και πολιτισμού, που συμμετείχε και ο Βάρναλης σε αυτές. Το σημερινό χρονογράφημα είναι πιο ανάλαφρο, με ευτράπελη διάθεση, και θίγει διάφορες περιπτώσεις μετονομασιών της καθαρεύουσας, από την ειδική ορολογία έως τα τοπωνύμια.

Τη λέξη «οισοπλοκία» δεν τη βρίσκουμε σε κανένα λεξικό, δεν γκουγκλίζεται (ακόμα) καν, αλλά τα «είδη οισοπλοκίας» τα βρήκα μέσω google books σε έναν προπολεμικό τελωνειακό κώδικα.

Ο Βάρναλης θίγει επιτροχάδην τη στρατιωτική ορολογία, και εκεί έχω και μια αμφιβολία και γι’ αυτό σας έβαλα και το απόσπασμα της εφημερίδας. Λέει: Τα «κινητά… ωρραία», τα «άπωσον», οι «περισκελίδες» και οι «φαλαινίδες» ταγίσανε γενεές παιδιών του λαού. Αυτό που διαβάζω σαν «ωρραία» δεν το ξέρω και δεν το ξέρει κανένα κιτάπι που συμβουλεύτηκα, ενώ είναι γνωστό το «κινητό ουραίο» από τη στρατιωτική ορολογία -υποθέτω λοιπόν πως ουραίο έγραψε ο Β. και στραβοτυπώθηκε, αν και παλαιογραφικά δεν είναι προφανές πώς έγινε αυτό.

Μετά, ο Βάρναλης παραθέτει (απόσπασμα από) ένα ποίημα του Ορφανίδη και καταλήγει στις μετονομασίες τοπωνυμίων, όπου αναφέρει αφενός κανονικές μετονομασίες (Αχαρνές-Μενίδι) αλλά και περιπτώσεις κοντινών τοπωνυμίων (Οινόη-Σχηματάρι) όπου δεν ξέρω αν έγινε κάποια μετονομασία.

Ο λόγος στην… οισοπλοκία:

 

Είδη οισοπλοκίας

 Σε κάποιο δρόμο, σε κάποιο μαγαζί υπάρχει η ακόλουθη ταμπέλα: «Είδη οισοπλοκίας». Ας υποθέσουμε, πως είναι Κυριακή και το μαγαζί κλειστό. Έχει τα ρολά κατεβασμένα ή τα παράθυρά του κατάφραχτα από τα γρετίδικα[1] σανιδόφυλλα. Δεν μπορείς να ιδείς μέσα κανένα… οισόπλεγμα, για να καταλάβεις τι διάολος είναι. Σπάζεις το κεφάλι σου να μαντέψεις. Αλλ’ ούτε το ζωντανό σου γλωσσικό αίσθημα (της μητρικής σου λαλιάς) σε βοηθάει για τη λύση του μυστηρίου ούτε το δίπλωμά σου της… φιλοσοφικής σχολής! Τέτοια λέξη δεν τη συνάντησες ποτέ σου στους αρχαίους συγγραφείς.

Αλλά τα λεξικά γιατί υπάρχουν; Όταν πας στο σπίτι σου κατεβάζεις τη Λεξικάρα με τις χιλιάδες σελίδες και ζητάς τον ψύλλο στ’ άχυρα. Ε λοιπόν. Δεν υπάρχει τέτοιος… ψύλλος. Υπάρχει όμως ένας άλλος, που σου ανάβει περισσότερο τη γλωσσική σου φαγούρα. Είναι η λέξη «οίσος ή οισός· είδος ιτέας ή λύγου, ου οι κλώνοι εχρησίμευον προς κατασκευήν πλεγμάτων, σχοινίων κτλ.». Η λέξη απαντά στον Ησύχιο, στο Λυκόφρονα και στο Θεόφραστο. Ποιος δαίμων την «εξέθαψε» από κει μέσα; Ο δαίμων του σχολαστικού λογιοτατισμού. Κάποιος δάσκαλος από κείνους που βαλθήκανε στην αρχή της λεύτερης εθνικής μας ζωής να εξελληνίσουνε τη γλώσσα μας. Η γλώσσα του λαού τους φαινότανε αποτέλεσμα της δουλείας. Τα «γραικοβάρβαρα», τα «μοχθηρά ταύτα» έπρεπε να φύγουν από τη μέση και ν’ αντικατασταθούνε με λέξεις γνήσιες ελληνικές δηλαδή αρχαίες. Η δουλεία της δημοτικής έπρεπε ν’ αντικατασταθεί με την τυραννία της αττικής. Κυρίως οι δασκάλοι κάνανε θραύση στην ορολογία της διοίκησης, του στρατού και του στόλου. Τα «κινητά… ωρραία»*, τα «άπωσον», οι «περισκελίδες» και οι «φαλαινίδες» ταγίσανε γενεές παιδιών του λαού. Πολλοί λόγιοι του καιρού εκείνου σατιρίσανε αυτήν την μανία των δασκάλων. Αλλ’ έγινε παροιμιακή η σάτιρα του Ορφανίδη («Τίρι-Λίρι»):

 

Δασκάλους δε αποκαλώ συλλήβδην και αθρόα

τα δίποδα κακεντρεχή γνωστά χερσαία ζώα (…)

Οπόταν κούφος δάσκαλος θηρεύσει λέξιν μίαν

εις του Βαρίνου[2] την ξηράν αλλά σοφήν κοιλίαν

ως ο του ρωσικού ναού υπερμεγέθης κώδων

την εκφωνεί βαρύφθογγον εν μέσω των τριόδων

και τόσον η κουφότης του ογκούται κι αναβαίνει,

όσον αυτή είν’ άχρηστος και εσκωριασμένη…»

 

Λοιπόν ο περίφημος αυτός μαγαζάτορας, που πουλάει είδη «οισοπλοκίας», τι πουλάει, επιτέλους; Καλάθια ή σκοινιά; Ή και τα δυο; Πάντως και ο πελάτης αγοράζει σκοινιά και καλάθια κι ο μαγαζάτορας πουλεί καλάθια και σκοινιά. Κανένας δεν χρησιμοποιεί τον όρο «οισοπλέγματα» ή «οισόπλεκτα» ή «οισοπλοκώ» ή «οισοπλόκος», που όλοι τους είναι ανύπαρκτοι. Τότε, τι μας πασάρισε στην ταμπέλα του ο μαγαζάτορας την ανύπαρχτην επίσης λέξη «οισοπλοκία»; Και το περίεργο είναι πως η λέξη οίσος ή οισός είναι… ανώμαλη. Στον πληθυντικό γίνεται από αρσενική ουδέτερη: τα οίσα!

Οι καλαθοπουλητάδες λοιπόν γενήκανε «οισοπλοκοπώλαι»! Αλλά δεν είναι οι μόνοι που πρέπει να περηφανεύονται γι’ αυτή τους την… αρχαιογέννηση. Είναι και οι πατσατζήδες. Ξέρετε πως ονομάζονται επισήμως; Ακροκαθαρισταί! Και το σωματείο τους «Σωματείον ακροκαθαριστών»! Ομοίως οι ραφτάδες εκκλησιαστικών ρούχων λέγονται «ιερορράπται»!

Αλλά τούτα είναι μεμονωμένα κακά. Τι συφορά γίνεται με το ξαναβάφτισμα των χωριών της υπαίθρου! Έπρεπε και οι τόποι ν’ αλλάξουνε όνομα για να εξαρχαϊσθούνε. Όποιος πάρει το τρένο της Χαλκίδας θα ταξιδεύει στην αρχαίαν Ελλάδα. Θα συναντήσει τας Αχαρνάς, το Οίον, τας Αφίδνας, την Σφενδάλην, τον Αυλώνα, τα Οινόφυτα, την Οινόην…[3] Θα τρίβει τα μάτια του για να ιδεί ναούς του Απόλλωνος, γυμνήτας και πελταστάς, τον Χρεμύλον, τον Στρεψιάδην, διακρίους και δημιουργούς, και θα βλέπει, ωστόσο, μπροστά του το Μενίδι, το Μπογιάτι, τα Κιούρκα, τη Μαλακάσα, το Σάλεσι, τις Στανιάτες, το Σχηματάρι· θα βλέπει φουστανέλες και πατατούκες, το Δέδε, τον Γκίκα, τον Κόλια, βουνήσιους, ζευγολάτες και μαστόρους!

Ωραία ήσαν τα ονόματα των χωριών. Τι τους ήρθε να τ’ αλλάξουνε; Κι είχανε υπέρ αυτών την ιστορία τους, τη ζωή τους. Κι όμως τ’ αλλάξανε. Η αλλαγή δεν πήγε πέρα από τα επίσημα έγγραφα. Κανένας Μενιδιάτης δε λέγεται Αχαρνεύς και κανένας Μαλακασιώτης Σφενδάλιος. Το όνομα είναι νεκρό. Αλλά πως λέγεται ο Μπογιατιώτης; Οίος; Ή δεν λέγεται καθόλου; Μυστήρια…

Δυστυχώς, πολλά ονόματα χωρίων μείνανε ανάλλαχτα. Ο λόγος το λέει. Γιατί κι αυτά τα αρχαιοποιήσανε: Κορωπίον, Βραχάμιον, Λεοντάριον κλπ.

[1] γρετίδικος ή εγρετίδικος: αφαιρούμενος, κινητός.

[2] Πρόκειται για το πσλιό λεξικό του Βαρίνου Φαβωρίνου.

[3] Οίον είχε πρόσκαιρα ονομαστεί το Μπογιάτι, αργότερα Άνοιξη. Ο σταθμός της Μαλακάσας είχε ονομαστεί σταθμός Σφενδάλης. Οι άλλες διτυπίες λόγω μετονομασίας είναι: Αχαρνές-Μενίδι, Αφίδνες-Κιούρκα, Αυλώνα-Σάλεσι, Οινόφυτα-Στανιάτες.

 

Posted in Όχι στα λεξικά, Βάρναλης, Ευτράπελα, Τοπωνύμια, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , | 142 Σχόλια »

Μπα, τον βρήκες τον δρόμο;

Posted by sarant στο 7 Απριλίου, 2023

Τις προάλλες, είχα πάει επίσκεψη σε ένα φιλικό σπίτι, βραδάκι, αλλά σχετικά νωρίς. Κάποια στιγμή, οι φίλοι μου αναρωτήθηκαν πού να είναι ο γιος τους (κάπου 23 χρονών) που έλειπε από το πρωί.

Καμιά ώρα αργότερα ακούγεται το κλειδί στην πόρτα.

— Α, ήρθε κι ο …. λέει η μητέρα.

— Τον βρήκε τον δρόμο; λέει ο πατέρας.

Κι ύστερα, σα να κοντοστέκεται, γυρίζει σε μένα και λέει:

— Αυτό μου το έλεγε η μητέρα μου, όταν αργούσα.

Και βάλαμε τα γέλια.

Το στιγμιότυπο αυτό το γνωστοποίησα στον τοίχο μου στο Φέισμπουκ, και σχολιάστηκε αρκετά. Κάποιοι επισήμαναν πως εφόσον ο γιος ήταν ενήλικος ήταν άστοχη η παρατήρηση του πατέρα, ενώ οι περισσότεροι θυμήθηκαν ότι και οι δικοί τους γονείς τούς έλεγαν τη συγκεκριμένη φράση και αρκετοί παραδέχτηκαν, σαν τον φίλο μου, ότι «και τώρα τη λέμε κι εμείς στα παιδιά μας».

Κάποιοι φίλοι θυμήθηκαν παρεμφερείς φράσεις των γονιών τους, σε περιπτώσεις που γύριζαν αργά στο σπίτι, ας πούμε:

  • Μπα; Θυμήθηκες ότι έχεις σπίτι;
  • Μαζεύτηκες επιτέλους;
  • Ξενοδοχείο το έκανες το σπίτι; [Και στη διαρκή εκδοχή του: Ξενοδοχείο το έχεις κάνει το σπίτι!]
  • Πήρες και τα κλειδιά από το … [Εννοώντας ότι το παιδί τους πρέπει να έφυγε τελευταίο από εκεί όπου βρισκόταν]

Κάποιος άλλος θυμήθηκε ότι, όταν αργούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο πατέρας του (συνήθως) στρεφόταν στη μητέρα του και τη ρωτούσε: «Πού είναι τέτοια ώρα ο κανακάρης σου;» σχολιάζοντας ότι ήταν καθιερωμένο, στις επιπλήξεις, ξαφνικά το παιδί να χρεώνεται στον άλλο γονιό.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Φρασεολογικά | 170 Σχόλια »

Πατρινό Καρναβάλι (κείμενο του Μποστ, παρουσίαση από AntonisLaw)

Posted by sarant στο 26 Φεβρουαρίου, 2023

Καρναβάλι σήμερα. Στην Πάτρα και σε μερικά ακόμα μέρη το γιορτάζουν με τρόπο ξεχωριστό. Ο φίλος μας ο AntonisLaw, ο Νομικαντώνης, που είναι βέβαια Κρητικός αλλά ζει στην Πάτρα, επειδή δεν είναι μοναχοφάης, θέλησε να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς το Πατρινό Καρναβάλι, και μας κερνάει ένα ευθυμογράφημα του Μποστ με ακριβώς αυτόν τον τίτλο.

Το ευθυμογράφημα δημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαρτίου 1964 του περιοδικού Δρόαμοι της Ειρήνης, με το οποίο συνεργαζόταν τακτικά ο Μποστ τότε και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο Μποστ – Πεζά κείμενα 1960-1965. Εδώ ο Αντώνης έχει μονοτονίσει και έχει εκσυγχρονίσει την ορθογραφία, κάτι που θα ήταν ιεροσυλία για σκίτσο του Μποστ, όμως σε αυτά τα πεζά κείμενα ο Μποστ ακολουθούσε συμβατική ορθογραφία εποχής -η μονη διαφορά είναι ότι στην υποτακτική υπήρχε το η, που έγινε τώρα ει. Το σκίτσο του Μποστ συνόδευε το βιβλίο.

Δεν γράφω περισσότερα διότι ο Αντώνης έχει και εισαγωγή και σχολιασμό (μετά το ευθυμογράφημα), οπότε του δίνω τον λόγο αμέσως:

Το κείμενο δημοσιεύτηκε τις Απόκριες του 1964, λίγες μέρες αφότου είχε ορκιστεί Πρωθυπουργός ο Γεώργιος Παπανδρέου (18 Φεβρουαρίου 1964), και στα γεγονότα των ημερών αναφέρεται το κείμενο. Τελικά για την ιστορία το Πατρινό Καρναβάλι του 1964 ματαιώθηκε λόγω του θανάτου του βασιλιά Παύλου (6 Μαρτίου 1964). Φυσικά ο χορός του δημοτικού θεάτρου ήταν τα ντόμινα ή Μπουρμπούλια στο θέατρο «Απόλλων» (ανέγερση περί τα 1872) του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ στην πλατεία Γεωργίου (Α’) της Πάτρας. Διαβάζουμε ότι κάποιοι μελετητές ανάγουν τα πρώτα Μπουρμπούλια ήδη στα πρώτα χρόνια της αποπεράτωσης του «Απόλλωνα».  Τα Μπουρμπούλια διεξαγόταν απογευματινή ώρα και ντύνονταν μόνο οι γυναίκες με μαύρο ντόμινο και μάσκα ενώ οι άντρες με επίσημο ένδυμα χορού, οι γυναίκες δεν πλήρωναν εισιτήριο και ο καβαλιέρος επέλεγε ντάμα χωρίς να ξέρει την ταυτότητά της, αλλά και η ίδια κατά κάποιο τρόπο αξιοποιώντας την ανωνυμία της συμμετείχε στο παιχνίδι αυτό. Τα Μπουρμπούλια διεξάγονται κανονικά κάθε χρόνο αλλά στο φυσικό τους χώρο, στο Δημοτικό Θέατρο «Απόλλων» έχουν αρκετά χρόνια να πραγματοποιηθούν. Οι καλλιτέχνες που συνήθως καλούνται είναι ο Πασχάλης, η Μπέσσυ Αργυράκη,  ο Γιώργος Πολυχρονιάδη, ο Λάκης Τζορντανέλλι , η Κατερίνα Αδαμαντίδου, η Σοφία Αρβανίτη (όσον ήταν εν ζωή και ο Ρόμπερτ Ουίλλιαμς και ο Δάκης)  και γενικά τραγουδιστές του ελληνικού ποπ της δεκαετίας του εξήντα και του εβδομήντα αλλά και του ογδόντα.   Έχει ενδιαφέρον ότι ο Μποστ βάζει και τους άντρες να φορούν ντόμινα, ίσως για να εξυπηρετήσει τη μυθοπλασία του, για να μπορέσει να γίνει η παρεξήγηση σχετικά με τον ποιον τελικά κρυφάκουγε μέσα στο χορό.

ΠΑΤΡΙΝΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

Όταν κανείς έχει λίγα χρήματα και πολλάς στενοχωρίας, το πρώτον πράγμα που επιθυμεί είναι να διασκεδάσει. Έτσι κι εγώ, μόλις εισήλθε το Τριώδιον και ευρέθην με πολλάς στενοχωρίας, ησθάνθην μίαν τάσιν διά ξεφάντωμα. Συνέπεσε δε τας ημέρας εκείνας να συναντήσω τον φίλον μου Ανδρέαν που ήτο νυμφευμένος επίσης και του εξεμυστηρεύθην τας επιθυμίας μου. Ο Ανδρέας στεναχωρίας δεν έχει, αλλά είχε ένα ωραιότατον αυτοκίνητον.

-Ανδρέα, του είπα, πολλοί φίλοι μού κάνουν προσκλήσεις διά την Πάτρα με το αυτοκίνητό τους. Αλλά διστάζω…

-Να πας. Θα διασκεδάσεις πολύ ωραία. Μη διστάζεις.

-Φοβούμαι όπως οδηγούν. Τρέχουν πολύ. Μόνο σ’εσένα Ανδρεά έχω εμπιστοσύνη. Αλλά εσύ θα μείνεις εδώ.

– Όχι δεν θα μείνω. Η Πλάκα είναι γνωστή και οι γιορτές της δεν παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέρον. Θα πάω κι εγώ στην Πάτρα. Δεν έρχεσαι μαζί μας κι εσύ με τη γυναίκα σου;

– Ευχαριστώ, Ανδρέα. Δεν θέλω να σας δώσω βάρος. Άλλωστε εσύ θα έχεις την παρέα σου. Άσε, καλύτερα να μείνω στην Αθήνα. Οι γιορτές δεν είναι για μας.

– Τι θα κάνεις εδώ;

– Θα δω το γαϊτανάκι. Θα περάσει η ώρα μου…

– Το γαϊτανάκι, απαγορεύθηκε. Θα πλήξεις.

– Θα πάρω κι ένα φθηνό πλαστικό κλομπ.

– Απαγορεύθηκε κι αυτό.

– Ε, κάτι θα κάνω. Θα πάρω δυο δραχμές χαρτοπόλεμο και θα μετρώ τα μπλε και τα κόκκινα κομφετί και θα περάσει η ώρα μου. Το κομφετί δεν απαγορεύεται. Με δυο δραχμές θα διασκεδάσω… Μην με πιέζεις. Δεν έρχομαι στην Πάτρα. Ίσως δεν βρούμε και δωμάτιο.

– Μη σε νοιάζει για δωμάτιο. Θα μείνουμε στο σπίτι μιας θείας μου. Έχει ένα αρχοντικό παλιό με 10 δωμάτια άδεια…

– Όχι, Ανδρέα, μην επιμένεις…

– Καλά, άσε. Θα βάλω την γυναίκα μου να τηλεφωνήσει στη γυναίκα σου. Εσύ σ’αυτά πάντα είσαι αναποφάσιστος. Δεν έχουμε παρέα, γιατί ο Κώστας με την αρραβωνιαστικιά του έφυγε με τα πεθερικά του και την κουνιάδα του για τη Θήβα από χθες, να δουν το Βλάχικο Γάμο. Και μεις τον είδαμε τρεις φορές και τον βαρεθήκαμε…

– Ναι, βέβαια, ο Βλάχικος Γάμος, δεν συγκρίνεται με το Καρναβάλι της Πάτρας. Στην Πάτρα υπάρχει μεγαλυτέρα ποικιλία…

– Ε, είδες; Καλύτερα θα περάσουμε. Άσε το ζήτημα σε μένα. Θα καταφέρουμε τη γυναίκα σου…

Αυτά είπα με τον φίλο μου Ανδρέα και χωρίσαμε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Μποστ, Πεζογραφία, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , , , , | 111 Σχόλια »

Εδώ τα καλά τα πρίκουελ!

Posted by sarant στο 26 Οκτωβρίου, 2022

Παρόλο που η τελευταία λέξη του τίτλου δεν υπάρχει σε κανένα από τα μεγάλα γενικά λεξικά μας, νομίζω πως οι περισσότεροι θα την ξέρετε.

Πρίκουελ, αγγλιστί prequel, είναι όρος που φτιάχτηκε πάνω στον όρο sequel.

Το σίκουελ μιας κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας είναι μια άλλη αυτοτελής κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία που αποτελεί συνέχεια της ιστορίας, του θέματος κτλ. της προηγούμενης ταινίας. Στη συνέχεια ο όρος επεκτάθηκε και σε λογοτεχνικά έργα ή σε ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Κατ’ αναλογία, το πρίκουελ είναι μια αυτοτελής ταινία, γενικότερα ένα αυτοτελές έργο που αφηγείται γεγονότα που συνέβησαν πριν από το έργο στο οποίο αναφέρονται.

Τόσο το σίκουελ όσο και το πρίκουελ προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός αρχικού «έργου αναφοράς», που είναι αρκετά επιτυχημένο ώστε τα διάδοχα έργα να εκμεταλλευτούν τη δημοτικότητά του. Βέβαια, συχνότερα έχουμε συνέχειες, σίκουελ, έργων, παρά πρίκουελ. Ωστόσο, ο όρος prequel στα αγγλικά δεν είναι τόσο πρόσφατος όσο θα νομιζε κανείς, αφού βρίσκω πως υπάρχει από το 1973 -αλλά διεθνή διάδοση γνώρισε αργότερα, ίσως στις αρχές του αιώνα μας.

Τις προάλλες, στο σαββατιάτικο άρθρο με τα μεζεδάκια, είχα αναφερθεί στον Πόλεμο των Άστρων και στα σίκουελ του, και ο φίλος μας ο Κώστας (ο Κώστας με πεζά, θα έλεγα, διότι έχουμε πολλούς) διόρθωσε ότι ο Πόλεμος των Άστρων έχει όχι μόνο σίκουελ αλλά και πρίκουελ και αναρωτήθηκε πώς θα τα πούμε στα ελληνικά. Του απάντησα πως δεν έχω δει απόδοση και αναρωτήθηκα μήπως μπορούμε να το πούμε «προσυνέχεια».

Στη συνέχεια ο φίλος μας ο Π2 παρέπεμψε σε άρθρο της Λεξιλογίας, ήδη από το 2009, στο οποίο είχε συζητηθεί ο όρος και είχε προταθεί, ανάμεσα σε άλλους, ο όρος «προσυνέχεια». Ομολογω πως δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει εκείνη τη συζήτηση, οπότε τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, εκτός αν την είχα δει τότε και στη συνέχεια το ξέχασα, διόλου απίθανο με το Έμενταλ που κάνει θραύση.

Ο όρος «προσυνέχεια», που προτάθηκε τότε και που τον πρότεινα κι εγώ, φαίνεται οξύμωρος, αλλά δεν πειράζει και τόσο. Άλλωστε και το prequel είναι ιδιόρρυθμος σχηματισμός, αφού φαίνεται να είναι σύνθετο με το πρόθημα pre- και το -quel του sequel, το οποίο όμως sequel δεν είναι σύνθετη λέξη -προέρχεται από το γαλλ. sequelle και τελικά ανάγεται στο λατ. sequi, ακολουθώ. Τέτοια σχιζολεκτικά κόλπα όμως τα συνηθίζει η αγγλική γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα δεν τα πολυσυνηθίζει, γι’ αυτό σκέφτομαι πως δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε λύσεις τύπου «προνέχεια» ή «προέχεια», που δεν έχουν και μεγάλη διαφάνεια εδώ που τα λέμε.

Στη συζήτηση στη Λεξιλογία είχε προταθεί για το πρίκουελ και ο όρος «προοίμιο», που όμως δεν νομίζω ότι στέκει, αφού το προοίμιο είναι ήδη υπαρκτός όρος και σημαίνει μια σύντομη αφηγηματική ενότητα μέσα σε ένα έργο, όχι ένα αυτοτελές έργο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Νεολογισμοί, Ορολογία, Τίτλοι | Με ετικέτα: , , , , | 167 Σχόλια »

Κάνε βαριά καρδιά ναύτη μάγκα…

Posted by sarant στο 29 Σεπτεμβρίου, 2022

Κάποιοι θ’ αναγνωρίσουν τον «στίχο» του τίτλου. Τη λέξη τη βάζω σε εισαγωγικά, με την έννοια οτι δεν είναι στίχος από ποίημα επώνυμου ποιητή -μάλλον στην ανώνυμη δημιουργία πρέπει να τον κατατάξουμε, αν και αυτός ο όρος συνήθως παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές και μορφές κοινωνικής οργανωσης.

Τον στίχο αυτό εγώ δεν τον ήξερα ή, αν τον είχα ακούσει στα νιάτα μου, τον είχα ξεχάσει. Τις προάλλες όμως, που είχαμε μια ωραία μάζωξη με εκλεκτούς φίλους του ιστολογίου, ο φίλος μας ο Κόρτο απάγγειλε αυτόν τον στίχο, απαντώντας σε άλλον στίχο που είχε απαγγείλει ο φίλος μας ο Γιάννης Μαλλιαρός.

Ξαναλέω, δεν είναι στίχοι από ποίημα κάποιου γνωστού ποιητή, είναι αποσπάσματα από μαθητικά μνημοτεχνικά ποιηματάκια, απ’ αυτά που χρησιμοποιούν οι μαθητές της δευτεροβάθμιας για να βοηθιούνται να θυμούνται διάφορες έννοιες της χημείας -στην προκειμένη περίπτωση, την ηλεκτροχημική σειρά των μετάλλων.

Για να πω την αμαρτία μου, εγώ τέτοια μνημοτεχνικά ποιηματάκια δεν χρησιμοποιούσα ως μαθητής. Ό,τι ήταν να μάθω απέξω, το μάθαινα απέξω. Τα περισσότερα τα έχω ξεχάσει, αν και θυμάμαι -και μπορώ να απαγγείλω, αν προκληθώ- τους δώδεκα ελάσσονες προφήτες του Ισραήλ (γράφω από μνήμης τώρα: Ωσηέ, Αμώς, Μιχαίας, Ιωήλ, Οβδιού, Ιωνάς, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας, που το άκουσμά του προκαλούσε θυμηδία).

Τέτοια ποιηματάκια υπήρχαν, και μας βάζανε να μαθαίνουμε, για τις δασυνόμενες λέξεις, όπως το: Άδης, άγιος, αγνός, αδρός, αίμα και αβρός, αλλά έχω ξεχάσει πώς πάει στη συνέχεια και άλλωστε στην πράξη, επειδή διάβαζα πολύ, σχεδόν πάντα θυμόμουν αν παίρνει δασεία μια λέξη, κι όταν δεν θυμόμουν προσπαθούσα να τη συνθέσω: ορμή… να δούμε, εφόρμηση, άρα παίρνει δασεία. Ευτυχώς ο άγιος Κριαράς μάς γλίτωσε από τέτοιες βλακείες. (Αυτό το είχα γράψει στο πρώτο μου βιβλίο, το Γλώσσα μετ’ εμποδίων, κι απ’ ό,τι μου είπε αργότερα κάποιος γλωσσολόγος, ο Κριαράς σχολίασε: ακόμα δεν πέθανα και βάλθηκε να με αγιοποιήσει;).

Τώρα που μεγαλώνω και ξεχνάω, έχω κάποιους κανόνες για να θυμάμαι τα PIN, π.χ. Άλωση του Σπαλάτου (δεν ξέρω πότε έγινε και αν αλώθηκε, αλλά είναι ένας τετραψήφιος αριθμός που αρχίζει από 14..) ή «2x-2» για ένα τετραψήφιο ΡΙΝ με αυτή τη σχέση ανάμεσα στα δύο διψήφια μέρη του, π.χ. 4021 (το δικό μου είναι διαφορετικό).

Αλλά ποιηματάκια για τη χημεία δεν θυμάμαι να ήξερα, οπότε μου κίνησε το ενδιαφέρον ο Γιάννης Μ. που, δεν θυμάμαι τωρα με ποιαν αφορμή, απάγγειλε:

Και βάσανα μεγάλα μια ζωή χρυσή σηκώνει σαν μολύβι. Η Βίκη υδράργυρο απατά.

εξηγώντας ότι κάθε συλλαβή του ποιήματος θυμίζει κάποιο χημικό στοιχείο, κάποιο μέταλλο, με την ηλεκτροχημική σειρά τους.

Και – το Κ (κάλιο)

βά – το Ba (βάριο)

σα – το Ca (ασβέστιο, αν και προφέρεται Κα και οχι Σα)

να – το Na (νάτριο)

μεγ – το Mg (μαγνήσιο)

άλα – το Al (αργιλιο)

μια/μνια – το Mn (μαγγάνιο)

ζωή  – το Zn (ψευδάργυρος)

χρυσή – το Cr (χρώμιο)

ση-      το Fe (σίδηρος)

κώ-      το Co (κοβάλτιο)

νει –      το Νi (νικέλιο)

σαν –    το Sn (κασσίτερος)

μολύβι – το Pb (μόλυβδος)

Η          – το Η2 (υδρογόνο)

Βί        – το Bi (βισμούθιο)

κη        – το Cu (χαλκός)

Υδράργυρο – ο Hg (υδράργυρος)

α                 – το Ag (άργυρος)

πατ            – το Pt (λευκόχρυσος)

ά    – το Au (χρυσός)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in χημεία, Ευτράπελα, Εκπαίδευση | Με ετικέτα: , | 137 Σχόλια »

Ιστολογικά κεσάτια 2022

Posted by sarant στο 12 Αυγούστου, 2022

Παραδοσιακά, οι πέντε-δέκα μέρες γύρω από τον Δεκαπενταύγουστο είναι από τις περιόδους με τη μικρότερη κίνηση στα ιστολόγια, και η τάση αυτή ισχύει και φέτος.

Οπότε, θα συνεχίσω με μια παράδοση του ιστολογίου, δηλαδή θα ανεβάσω και πάλι σήμερα, ξανακοιταγμένο και ελαφρώς τροποποιημένο, ένα άρθρο που πρώτη φορά το ανέβασα τέτοιες μέρες το 2009 και που έκτοτε το ανεβάζω σχεδόν κάθε χρόνο, τις περισσότερες χρονιές που υπάρχει το ιστολόγιο (πλάκα-πλάκα, τούτος είναι ο δέκατος τέταρτος ιστολογημένος μου Αύγουστος).

Η ανάπαυλα αυτή δίνει και στον ιστολόγο μία μέρα ημιρεπό, μια και το σερί των αναρτήσεων, ένα άρθρο τη μέρα, συνεχίζεται αδιάλειπτο από τα τέλη Ιανουαρίου του 2014. Θα μου πεις, συμβιβάζεται αδιάλειπτο σερί με επαναλήψεις; Ιστορικός συμβιβασμός, θα απαντήσω.

Στη φωτογραφία, που είναι παρμένη το 2009 ή νωρίτερα από την οδόν Αιόλου, βλέπουμε δυο μαγαζάτορες που, επειδή έχουν κεσάτια, παίζουν τάβλι.

Τα κεσάτια βέβαια είναι οι αναδουλειές, στερεότυπη εμπορική απάντηση που την ακούμε ταχτικά στην αγορά, πολύ πριν από την κρίση. Η λέξη είναι τουρκικό δάνειο (kesat), αραβοπερσικής αρχής, και φαίνεται ότι οι έμποροι από πολύ παλιά τη χρησιμοποιούσαν, αν θυμηθούμε ένα γουστόζικο ανέκδοτο με τον βασιλιά Όθωνα, όπως το καταγράφει στην Ιστορική ανθολογία του ο Γ. Βλαχογιάννης:

Τρεις πραματευτάδες Χιώτες παρουσιαστήκανε στον Όθωνα το Βασιλέα.
     Αφού είπανε το ’να και τ’ άλλο, […] ο Βασιλέας, που μόνη γλώσσα του είχε να μιλεί τις ελληνικούρες που είχε πρωτομάθει από τον Φίλιππο Ιωάννου […], γυρίζει στον έναν από τους τρεις Χιώτες μ’ εκείνο το συνηθισμένο σοβαρό του και ρωτάει:
     ― Πώς προχωρεί το εμπόριον;
     ― Κεσάτια, Μεγαλειότατε! λέει ο Χιώτης.
     Ο Όθωνας απορεί· πρώτη φορά ακούει αυτή τη λέξη. Κοιτάζει αυτόν που μίλησε στα μάτια και ξαναρωτάει:
     ― Τι σημαίνει η λέξις κεσάτια;
     Ο Χιώτης απορεί κι αυτός, μα ο άλλος Χιώτης, πιο έξυπνος, πετιέται κι απαντάει:
     ― Δεν έχει νταραβέρι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας, με την ίδια πάντα σοβαρότη του, γυρίζει και σ’ αυτόν:
     ― Και η λέξις νταραβέρι, τι σημαίνει;
     Μα ώσπου ν’ απαντήσει ο δεύτερος, ο τρίτος Χιώτης δεν αργεί και λέει:
     ― Αλισιβερίσι, Μεγαλειότατε!
     Ο Βασιλέας δεν έκαμε άλλο ρώτημα. Και φύγαν οι τρεις φίλοι χαρούμενοι που φωτίσανε το Βασιλέα.

Προσθέτω ότι η πρώτη εμφάνιση της λέξης στη γραμματεία μας φαίνεται να είναι στον πάπα-Συναδινό, τον 17ο αιώνα, ο οποίος μας λέει ότι ύστερα από μια νομισματική μεταρρύθμιση που αποφάσισε ο βεζιρης Μουσταφά πασάς «και έτζι εγίνην μεγάλο κεσάτι εις τα πάντα εις όλον τον κόσμον και μεγάλην στενοχωρίαν είχαν πάντες άνθρωποι και εζημιώθηκαν όλοι τους, μικροί τε και μεγάλοι».

Κεσάτια λοιπόν αυτή την περίοδο στα ιστολόγια και με αυτή την ευκαιρία είχαμε θυμηθεί ένα αστείο κειμενάκι που κυκλοφορεί εδώ και καιρό στο Διαδίκτυο, με τις απαντήσεις που υποτίθεται ότι δίνουν διάφοροι επαγγελματίες που έχουν κεσάτια. Στο κείμενο αυτό πρόσθεσα μερικές νέες απαντήσεις που είχαν προταθεί όταν αναρτήθηκε το ίδιο κείμενο στο φόρουμ Λεξιλογία, και μερικές από αυτές που προτείνατε με σχόλιά σας τις προηγούμενες φορές που το συζητήσαμε εδώ, οπότε τώρα παρουσιάζω τον συμπληρωμένο και επικαιροποιημένο κατάλογο. Συμπληρώσεις γίνονται ευχαρίστως δεκτές στα σχόλια.

Ωστόσο, ενώ έχω εμπλουτίσει τον κατάλογο, ενσωματώνοντας και κάποιες απαντήσεις που αφορούσαν την πανδημική πραγματικότητα, δεν έχω προσθέσει απαντήσεις σχετικές με την τρέχουσα επικαιρότητα. Αλλά μπορώ να το κάνω εδώ, στον πρόλογο, για να αναδείξω και αυτή την πτυχή.

Ωτακουστής νόμιμης επισύνδεσης στην ΕΥΠ: Ούτε φωνή ούτε ακρόαση!

«Επαγγελματικές» απαντήσεις στην ερώτηση «Πώς πάει η δουλειά;»

Φούρναρης: ψίχουλα
Μανάβης: κολοκύθια
Αγρότης: ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι
Ανθοπώλης: μαρασμός
Υφασματέμπορος: πανί με πανί
Ψαράς: ούτε λέπι
Φαρμακοποιός: με το σταγονόμετρο
Ηλεκτρολόγος: δεν βλέπω φως
Υδραυλικός: μούφα η δουλειά
Mηχανικός αυτοκινήτων: στο ρελαντί
Έμπορος χαλιών: χάλια
Κομμωτής: τρίχες
Ψιλικατζής: ψιλοπράματα
Νεκροθάφτης: ψόφια πράματα
Ο απέναντι νεκροθάφτης: μεγάλη νέκρα
Οφθαλμίατρος : θολά τα βλέπω…
Μακιγιέρ : χλομά τα πράγματα..
Ορθοπ*δικός : κούτσα-κούτσα…
Βοθρατζής: σκ**
Ο απέναντι βοθρατζής: Χέσε μέσα
Δύτης: πιάσαμε πάτο
Υποδηματοπώλης: άνθρωπος δεν πατάει
Πιλότος: Χαμηλές πτήσεις
Χρηματιστής: Λίμιτ ντάουν
Μάγειρας: βράσε όρυζα
Οδική βοήθεια: μείναμε
Γραφείο συνοικεσίων: ξεμείναμε
Γεωπόνος: χαιρέτα μου τον πλάτανο
Θεατρώνης: Χ… θέατρο
Ηθοποιός: δράμα
Μετεωρολόγος: Βαρομετρικό χαμηλό
Ποδοσφαιριστής: Χάσαμε τη μπάλα
Συγγραφέας: Ούτε λέξη!
Παπάς: Πάμε κατά διαόλου
Εργοστασιάρχης: πάγωσε η τσιμινιέρα
Κηπουρός: δεν κουνιέται φύλλο
Κλειδαράς: λουκέτο θα βάλουμε
Μαθηματικός: μηδέν εις το πηλίκο
Έμπορος λευκών ειδών: μαυρίλα
Αστρονόμος: μαύρη τρύπα
Εφοπλιστής: βουλιάξαμε!
Χρωματοπώλης: τη βάψαμε
Ελαιοχρωματιστής: μαυρίλα
Κηπουρός: Ξεραΐλα
Χαρτοπαίκτης: Ταπί και ψύχραιμος
Άλλος χαρτοπαίχτης: Μείναμε στον άσο!
Ποκαδόρος: Ανέπαφος!
Οπτικός: Σκούρα τα πράγματα
Ζαχαροπλάστης: πίκρα
Αρωματοπώλης: βρώμα η δουλειά…
Καρεκλοποιός: Δεν έχει κάτσει τίποτα
Εταιρεία απεντομώσεων: βαράμε μύγες
Σκακιστής: Νούλα
Σκακιστής (επαγγελματίας):Zugzwang
Συλλέκτης νομισμάτων: πενταροδεκάρες
Σεναριογράφος : Δεν έχω ιδέα
Συντηρητής έργων τέχνης: τα ξύνουμε
Κουφωματάς: κατεβάσαμε ρολά
Βοτανοσυλλέκτης: βάλ’του ρίγανη!
Βουλκανιζατέρ: μείναμε από λάστιχο!
Άλλο βουλκανιζατέρ: Φούιτ
Εστιατόριο: Πείνα!
Οινοποιός: καλά κρασιά!
Αμπελουργός: έπεσε περονόσπορος!
Ψάλτης: άλαλα τα χείλη!
Εκφωνητής: δεν έχω λόγια
Λοιμωξιολόγος: φλάταρε η καμπύλη
Υπεύθυνος κέντρου εμβολιασμού: ούτε τσίμπημα!
Ηλεκτρολόγος: μπλακάουτ
Μουσικός: παύση διαρκείας
Webmaster: 404
Στρατιωτικός: ούτε με σφαίρες
Πωλητής εμφιαλωμένου νερού: στερέψαμε!

 

και βέβαια….

Υπεύθυνος ιστολογίου: Ουδέν σχόλιον!

Posted in Επαναλήψεις, Ευτράπελα | Με ετικέτα: , , , , , , | 89 Σχόλια »

Μια βραδιά στο Αγιόξυλο

Posted by sarant στο 27 Ιουλίου, 2022

Κι άλλη φορά έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο σκίτσα του Κουραφέλκυθρου, κατά κόσμον Αντώνη Βαβαγιάννη -αν θυμάστε, πέρσι τον Δεκέμβριο. Τα κόμικς που δημοσιεύει στη σειρά Κουραφέλκυθρα ξεχωρίζουν για το σουρεαλιστικό χιούμορ και τα έξυπνα λογοπαίγνια που δείχνουν οξύ γλωσσικό αισθητήριο. Μπορείτε να τα βρείτε στην ειδική σελίδα του Φέισμπουκ.

Εκείνο το προηγούμενο άρθρο, εμπνευσμένο από στριπάκι του Κουραφέλκυθρου, είχε θέμα τα ουσιαστικά που δεν έχουν ενικό (π.χ. συμπράγκαλα). Και το σημερινό στριπάκι που θα σχολιάσουμε έχει γλωσσικό ενδιαφέρον, αλλά εστιάζει σε ιδιωματικές εκφράσεις.

Και πάλι, πρωταγωνιστούν οι δυο άσπονδες φίλες (συγκάτοικες ίσως) του προηγούμενου σκίτσου, εδώ όμως τις βρίσκουμε να τσιμπάνε κάτι σε μεζεδοπωλείο που λέγεται Αγιόξυλο-, σε μια πλατεία στην Αθήνα -όχι της Georgia, διευκρινίζει σε παρένθεση ο τίτλος. Και βέβαια, τουλάχιστον στα μέρη μας, όταν αναφερόμαστε στην Αθήνα ποτέ δεν διευκρινίζουμε ότι εννοούμε την πρωτεύουσα της Ελλάδας αντί της πόλης της Τζόρτζιας, αλλά εδώ η διευκρίνιση δεν είναι άστοχη. Οι δυο πρωταγωνίστριες χρησιμοποιούν στη συνομιλία τους (που, νομοτελειακά θα’λεγε κανείς, εξελίσσεται σε καβγά) αμερικάνικες εκφράσεις. Να δούμε αν θα τις βρείτε όλες:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αγγλικά, Ευτράπελα, Κόμικς, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , | 133 Σχόλια »

Στην Αθήνα τρώμε σουβλάκι

Posted by sarant στο 14 Ιουλίου, 2022

Μιλώντας τις προάλλες στη Βουλή, ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ο γραμματέας του ΚΚΕ, έκανε μια αναφορά που είχε αντίκτυπο στα σόσιαλ και συζητήθηκε αρκετά -και παράλληλα έδωσε την πάσα για το σημερινό μας άρθρο.

Είπε, απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό:

Πάνω από 1,5 εκατομμύριο νοικοκυριά δε μπορούν να πληρώσουν τους φόρους που έχετε επιβάλει. Κι έρχεστε εδώ σήμερα να πείτε στον ελληνικό λαό ότι μεριμνάτε για το εισόδημα του;

Το σουβλάκι με πίτα, το γνωστό πιτόγυρο, έχει πάει 3 και 3,5 ευρώ! Η βενζίνη 2,5 ευρώ το λίτρο! Το σούπερ μάρκετ έχει εκτιναχθεί!

Καταλαβαίνουμε ότι εσείς δεν τρώτε σουβλάκια συνήθως αλλά ούτε βενζίνη βάζετε;”

Η ατάκα του Κουτσούμπα για το σουβλάκι είναι κατά τη γνώμη μου εύστοχη. Πράγματι, πρόκειται για ένα φτηνό και αγαπημένο λαϊκό έδεσμα, που η τιμή του έχει επανειλημμένα συζητηθεί τώρα που τα πάντα ακριβαίνουν. Παλιά, το περιοδικό Εκόνομιστ είχε καθιερώσει ένα Hamburger index, έναν δείκτη που σύγκρινε τις τιμές του χάμπουργκερ σε διάφορες χώρες -στην Ελλάδα θα μπορούσε να καθιερωθεί ένας δείκτης σουβλακιού για να συγκρίνει την τιμή του σουβλακιού στις διάφορες πόλεις της Ελλάδας.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν η τιμή του σουβλακιού διαφέρει αισθητά ανάμεσα σε Αθήνα και προάστια ή Αθήνα και Θεσσαλονίκη και επαρχία. Ξέρω όμως ότι διαφέρει η σημασία της λέξης «σουβλάκι«, τουλάχιστον ανάμεσα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και μάλιστα η διαφορά αυτη είναι από τις πιο τρανταχτές που ξεχωρίζουν το λεξιλόγιο των δύο πόλεων.

Κι έτσι, η ατάκα του Κουτσούμπα προκάλεσε και τέτοια σχόλια, τοπικογλωσσικά. Γράφει μία Θεσσαλονικιά στο Τουίτερ:

«Το σουβλάκι με πίτα, το γνωστό πιτόγυρο…», είπε ο Κουτσούμπας στη βουλή αναφερόμενος στην ακρίβεια. Και εμεις οι καυμένοι Θεσσαλονικείς ακόμη ψάχνουμε τι εννοεί.

Κι ένας γνωστός υποστηρικτής του ΚΚΕ, που είναι από Θεσσαλονίκη: Όπως τα λέει ο Κουτσούμπας, εκτός από το τι είναι σουβλάκι και τι είναι πιτόγυρο.

Πράγματι, στη Θεσσαλονίκη «σουβλάκι» είναι μικρά κομμάτια κρέατος περασμένα σε μικρή και λεπτή βέργα (σε μικρή σούβλα) για να ψηθούν (ο ορισμός από το ΛΚΝ, το οποίο, όπως έχουμε πει με άλλη ευκαιρία, είναι γραμμένο στη βορειοελλαδική ποικιλία της κοινής νεοελληνικής).

Αλλά αυτό στην Αθήνα λέγεται «καλαμάκι». Στην Αθήνα, σουβλάκι είναι «πρόχειρο φαγητό από κομμάτια κρέατος που ψήθηκαν περασμένα σε μικρή και λεπτή βέργα ή από γύρο ή από μπιφτέκι, τοποθετημένα μέσα σε μικρή στρογγυλή πίτα μαζί με άλλα υλικά». Ο ορισμός αυτός δίνεται από το λεξικό Μπαμπινιώτη, το οποίο δίνει όμως και τον πιο πάνω ορισμό του ΛΚΝ.

Όταν στην Αθήνα παραγγέλνουμε (ή: παραγγέλναμε) σουβλάκια, στη συνέχεια διευκρινίζουμε αν θέλουμε να είναι με γύρο (και τι γύρο) ή με καλαμάκι. Αν θέλουμε σκέτο το καλαμάκι χωρίς πίτα, λέμε (ή λέγαμε) «σκέτο». Βάζω και παρελθοντικό χρόνο, διότι δεν είμαι βέβαιος αν αυτό ισχύει πλέον για όλους.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ευτράπελα, Θεσσαλονίκη, Ιστορίες λέξεων, Ντοπιολαλιές | Με ετικέτα: , , , , , | 201 Σχόλια »