Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ποιήματα για τη μέρα της ποίησης

Posted by sarant στο 21 Μαρτίου, 2014


Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της άνοιξης [μου λένε ότι φέτος η άνοιξη άρχισε από χτες], είναι όμως και η Παγκόσμια μέρα της ποίησης, και το ιστολόγιο, που διακηρυγμένα έχει ως αντικείμενο «τη γλώσσα, τη λογοτεχνία» και μετά όλα τα άλλα, έχει κι άλλες χρονιές τιμήσει τη μέρα -ας πούμε πρόπερσι είχα δημοσιεύσει ένα ποιητικό κουίζ. Φέτος λέω να κάνω κάτι πιο απλό, περίπου σαν κι αυτό που είχα κάνει το 2010, όταν έβαλα ένα αθησαύριστο ποίημα του Λαπαθιώτη και σας ζήτησα να προσθέσετε ποιήματα της επιλογής σας, κατά προτίμηση όχι πολύ γνωστά.

Για τη σημερινή ανάρτηση, θα παρουσιάσω τρία αγκούγκλιστα ποιήματα, δηλαδή που δεν υπάρχουν στο Διαδίκτυο ή τουλάχιστον δεν βγαίνουν αν κάνεις αναζήτηση στο Γκουγκλ -δεν βγαίνουν, να διευκρινίσω, τώρα που γράφω το άρθρο, διότι, όπως έχω πει χίλιες φορές και πιο πρόσφατα προχτές, σε λίγες ώρες από τώρα τα ποιήματα αυτά θα γκουγκλίζονται, αφού θα τα έχει καταγράψει το αδηφάγο και παντεποπτικό μάτι του γκουγκλ· αλλά αυτός είναι ο σκοπός μου, να αυξηθεί έστω και λίγο η παρουσία της ποίησης στο Διαδίκτυο.

Ωστόσο, για να το κάνω αυτό χρειάστηκε να ψάξω κάμποσην ώρα, ν’ ανοίξω κιτάπια -δεν έχουν όλοι τον δική μου την πετριά. Οπότε, ενώ σας προσκαλώ να βάλετε στα σχόλια ένα ή περισσότερα ποιήματα που αγαπάτε, δεν βάζω σαν όρο να μην γκουγκλίζονται. Αν τα ποιήματα που διαλέξατε δεν είναι και πολύ γνωστά, αυτό αρκεί’ αν δεν γκουγκλίζονται, ακόμα καλύτερα. Και γνωστά να είναι, δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας, άλλωστε είναι και υποκειμενικό το τι είναι γνωστό -ε, δεν θα βάλετε και την Ιθάκη, φαντάζομαι 🙂

Εγώ θα ξεκινήσω με ένα ποίημα του Λαπαθιώτη, βέβαια. Επειδή όμως ο Λαπαθιώτης έχει έντονη παρουσία στο Διαδίκτυο -είναι άλλωστε από τους περισσότερο μελοποιημένους ποιητές μας- δυσκολεύτηκα αρκετά να βρω κάποιο δικό του που να μ’ αρέσει και να μην υπάρχει ήδη στον κυβερνοχώρο.

Τελικά, βρήκα ένα από τα μάλλον γνωστά του, που με παραξένεψε όταν διαπίστωσα ότι δεν γκουγκλιζόταν, διότι όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης είχε αναδημοσιευτεί πολλές φορές. Πρόκειται για ένα νεανικό ποίημα:

ΣΟΥΡΟΥΠΩΝΕΙ

Αργά πάνε στον κάμπο, να πλαγιάσουνε,
στη χλόη, τ’ αρνάκια, ολόλευκα σα χιόνι.
Ο λύκος μες στα μαύρα δάση μούγκρισε,
καιρός να κοιμηθούνε… Σουρουπώνει.

Ένα χλωμό τριαντάφυλλο αναστέναξε.
Το αγκάλιασαν, σα μια μανούλα, οι κλώνοι.
Σπαράξανε γλυκά τα φυλλαράκια του,
καιρός να ξεψυχήσει… Σουρουπώνει.

Αποσταμένος ο ήλιος, πέρα, σέρνεται,
στο βελουδένιο της βραδιάς σεντόνι.
Ερωτικά, οι αφροί το βράχο φίλησαν.
Καιρός του να πεθάνει… Σουρουπώνει.

…Και τώρα, που όλα γέρνουν να πεθάνουνε,
μες στις καρδιές μας, τι ζητάτε, πόνοι;
Το φως, η χλόη, το κύμα, πια, γαλήνεψαν.
Καιρός να κοιμηθείτε… Σουρουπώνει.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1908, πριν ο Λαπαθιώτης κλείσει τα είκοσι χρόνια του, στα Παναθήναια, το πρωτοπόρο λογοτεχνικό περιοδικό του Μιχαηλίδη, και λίγο αργότερα αναδημοσιεύτηκε, με τον τίτλο Νανούρισμα, στην Εφημερίδα των Κυριών. Στη συνέχεια γνώρισε κι άλλες αναδημοσιεύσεις σε ανθολογίες, εφημερίδες και περιοδικά, μία από αυτές με έναν τρίτο τίτλο, Νυχτολούλουδα.

Το δεύτερο ποίημα θα είναι, εύλογα, του άλλου ποιητή με τον οποίο ασχολούμαι πολύ, του Γιώργου Κοτζιούλα. Για αντίστιξη, διάλεξα πάλι ένα ποίημα με εικόνες από τη φύση, αλλά κάθε άλλο παρά μελαγχολικό. Γράφτηκε το 1941, όταν ο Κοτζιούλας επέστρεψε στα πάτρια χώματα, και εκφράζει την ευδαιμονία του για την αβίαστη επαφή του με την ηπειρωτική φύση. Όπως όλα σχεδόν τα ποιήματα της εποχής, δεν συμπεριλήφθηκε σε μεταπολεμική συλλογή, αλλά κατευθείαν στα τρίτομα Άπαντα του ποιητή που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του και πρόσφατα επανεκδόθηκαν.

ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΞΟΧΗΣ

Αυτό δεν είναι κίτρινο: είναι χρυσαφί,
θαρρείς βασιλική στολή του Χινοπώρου
που φεύγει —στάσου λίγο, βλέμμα του οδοιπόρου,
να μελετήσεις την ανέλπιστη γραφή.

Κρέμονται ανάερα χίλιες γλώσσες φωτεινές,
τρίδιπλη φλόγα έχει ζωστεί το περιβόλι
που, ακόμα αμάλαγο, το βόσκουν οι τριβόλοι
με ρίζες άσπρες σαν κλωστή κι ίδια φτενές.

Τα χώματα τι νόημα κρύβουν τα νωπά;
Σε κλώνο κερασιάς πηδάει φτωχό γαρδέλι·
και δίπλα στο κιτρινοφυλλιασμένο αμπέλι
πετούμενο άλλο πού και πού φτεροκοπά.

Ώρα χρυσή μακάριας περισυλλογής
ύστερ’ απ’ τ’ άμουσα μερόνυχτα του θέρους!
Μακριά απ’ την πόλη, δίχως θέση κι ανωτέρους,
για πιο καλά, κάθομαι κάπου καταγής.

Και για να κλείσω, διάλεξα ένα ποίημα της μητέρας μου, της Κικής Σαραντάκου, από τη συλλογή της Με την άμπωτη (1989)

Τα παραμύθια

Εμάς δεν μας λέγανε παραμύθια
οι παππούδες· δεν προλάβαιναν να γεράσουνκαι τα παιδιά,
όσα ζούσανε,
μεγαλώνανε γρήγορα.
Τους κακούς και τους δράκους
τους είχαμε δίπλα μας:
Απέναντί μας το σπίτι το επίταξαν Γερμανοί
και βομβάρδιζαν την αυλή μας με τις κραυγές τους…

Περιμένω και τα δικά σας ποιήματα (γιατί όχι και δικά σας ποιήματα) σαν προσφορά στη σημερινή μέρα της ποίησης!

95 Σχόλια to “Ποιήματα για τη μέρα της ποίησης”

  1. Γς said

    Καλημέρα

    Εντάξει δεν ήταν ποιητής ο Βιβάλντι

  2. Ελένη Αγαθοπούλου said

    Παραθέτω κι εγώ ποίημα της μητέρας μου 🙂 Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, από τη συλλογή Μετανάστες του εσωτερικού νερού, εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1985. (Πριν λίγο το ανάρτησα στον τοίχο μου)

    Άνοιξη

    Γιατί και γω να μη μπορώ να γράψω
    Ένα ποίημα τρυφερό
    Σήμερα που είναι τόσο ευήλιος ο καιρός

    Προσπαθώ

    Ακουμπώ στο ηλιόλουστο κάγκελο
    Και ρεμβάζω

    «Ω γλυκύ μου έαρ»
    Κι αρχίζει να βρέχει πολύ

    (Μητέρα δεν έρχεσαι στο σπίτι;)

    Τραβώ τις κουρτίνες ως το λαιμό
    Κι όλο: ενθάδε κείται
    Ενθάδε κείται η Άνοιξη
    «Γλυκύτατό μου τέκνο»
    Νεκρό

  3. gbaloglou said

    Θρύμματα κήπου στ’ ανοιχτό δωμάτιο
    και μυρωδιά λιωμένων σταφυλιών πριν την αγάπη.

    Πως μεγαλώσαν τόσο οι άνθρωποι
    και πέταξαν λευκό ανθάκι!

    Σ’ ενός πιο ύπνου τ’ άπατα
    Πολύχρωμες πετούν κροτίδες στο σκοτάδι.

    Ιουλίτα Ηλιοπούλου — με κάποια επιρροή Ελύτη, ίσως

  4. Γς said

    Ούτε κι ο Μποτιτσέλι.

    Είναι όμως η πρωτη ημέρα της Ανοιξης σήμερα

  5. Πάνος με πεζά said

    Καλημέρες ! Κι ένας Σεφέρης από μένα, για το πρωτογενές πλεόνασμα, που πολύ λίγους θα δροσίσει, και ΑΝ ! Και για το υπόλοιπο ανηφόρι…

    Πιο πολύ το βάζω για να μου διευκρινίσετε αν ο πρωτότυπος στίχος του ποιητή είναι «ανήφοροι», «ανηφόροι» ή «ανηφόρι», μιας και το αγνοώ. 🙂

  6. Γς said

    Ω γλυκιά μου άνοιξη,
    γλυκύτατόν μου εαρ

  7. SpyridonV said

    Χθες ήταν (για φέτος) η πρώτη μέρα της άνοιξης, όχι σήμερα!

  8. Νίκος Πετρής said

    Καλημέρα, με μια μικρή λεπτομέρεια. Η πρώτη μέρα της άνοιξης ήτανε χθες.

  9. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια, τα ποιήματα και τα άλλα!

    5: Καμιά φορά η μελοποίηση αλλάζει τους στίχους. Είναι «ανήφοροι»
    Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει
    κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
    κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά·

    μας βαραίνουν
    οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.

    7: Ναι; Δεν το ήξερα.

  10. Μπετατζής said

    Eίναι του Αναγνωστάκη και αρκετά γνωστό, το βάζω επειδή μ΄ αρέσει, αλλά κυρίως επειδή μου το θύμισε το ποίημα της Κικής Σαραντάκου. Μου φαίνεται ότι έχουν το ίδιο θέμα.

    Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

    Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
    Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

    Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

    Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
    Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
    Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
    Oνόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

    Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

  11. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    Πάει ο χρόνος, πέρασε, μεσάνυχτα έχουν φτάσει
    και το φεγγάρι έγειρε, αλλά και η Πούλια εχάθη.
    Και μόνη εγώ στο στρώμα μου έρημη παραδέρνω
    μακριά από τον Έρωτα, που βάσανα μοιράζει
    και παραμύθια έπλασε και παραμύθια πλάθει.
    Μου πήρε την ψυχούλα μου, πέρα-δώθε την πάει,
    όπως ο αγέρας των βουνών χτυπάει τα μαύρα δάση.

    (Της Σαπφώς, βέβαια -λίγο ηπειρώτικης…)

  12. Ορεσίβιος said

    ΤΟ ΠΑΙΔΙ
    Βάζει τ’ αυτί
    στο χώμα
    ν’ ακούσει το σπόρο
    της λεμονιάς

    «Το κόκκινο δωμάτιο» Λευτέρης Ξανθόπουλος

    Καλημέρα σας. Καλή Άνοιξη.

  13. Πάνος με πεζά said

    @ 9 : Α ναι; Γιατί από μια μικρή έρευνα σε πολλά φιλολογικά sites (ξέρεις, από αυτά με τις ψιλές και τις δασείες), με παράθεση πολλών ποιημάτων του Σεφέρη μαζί, το έχω βρει μέχρι τώρα ως «ανηφόρι» !

  14. atheofobos said

    Ένα αγαπημένο ποίημα που μιλάει και για την άνοιξη είναι το παρακάτω του Ανδρέα Καμπά.
    Δεν γουγκλίζεται και το έχω βρει στην επιθεώρηση πνευματικής καλλιέργειας Καινούργια Εποχή που έβγαζε ο Γουδέλης το 1958.
    Για τον Καμπά έχω γράψει παλιότερα τα ποστ
    Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΜΠΑΣ
    http://www.atheofobos2.blogspot.gr/2007/11/blog-post.html και
    Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΜΠΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
    http://atheofobos2.blogspot.gr/2008/05/blog-post_18.html

    Η μόνη επέμβαση που έκανα είναι το μονοτονικό.

    ΘΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ

    Το ξέρω
    πως τώρα που θάρθει η άνοιξη
    θα μου μιλήσει.

    Θα μου πεί για τ` ανοικτά πανιά
    πάνω στις γαλάζιες θάλασσες
    που τρέχουνε και σμίγουνε με τα όνειρα.

    Θα μου πεί για τα δελφίνια
    που ρυθμικά αργοφαίνονται
    στο βάθος του ορίζοντα
    σαν ασυνάρτητες γλυκιές ελπίδες

    Θα μου πεί για τα πολλά χρωματιστά
    λουλούδια της
    που θα ξαναπνίξουνε τους κάμπους
    σαν τα χαρούμενα φιλιά.

    Θα μου πεί για τις νέες καρδιές
    που θα φουσκώσουν πάλι
    όλο χαρά και έξαψη.

    Θάρθει και πάλι η άνοιξη
    και σαν διάπλατη σημαία
    θα κυματίσει στον αέρα
    θριαμβευτικά.

    Το ξέρω, το ξέρω πως θα μου μιλήσει,
    και πως θα θέλει να μου πεί
    κάτι πιο ουσιαστικό
    κάτι πιο μεγάλο

    Μα δεν ξέρω την γλώσσα της
    δεν την καταλαβαίνω

    και τυραννιέμαι.

  15. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα

    14: Δεν τον ήξερα, ομολογώ.

    13: Η έγκυρη πηγή είναι η Ανεμόσκαλα:
    http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/index.html

  16. Νέο Kid Στο Block said

    Ένα αθησαύριστο του Jorge de Pájaros y Arroz Frabetti το οποίο υπέκλεψε ο X.Λ.Μπόρχες, και το απέδωσε στον εαυτό του (στο «Άλεφ»), αλλά τουλάχιστον είχε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια να μην το αναπαραγάγει.
    (γκουγκλίζεται μεν ,αλλά μία γκουγκλιά που μάλιστα βγάζει εδώ δίπλα σε κάποιο φιλαράκι, δεν πιάνεται!)

    “LOS NAIPES DEL TAHÚR”
    Memoria de la luz en lo profundo,
    Surgió la vida , el gran huego de azar,
    Como una Venus ciega de la mar,
    Un barro que aun no sabe que es fecundo.
    Y luego fue la voz como segundo
    Oficio de la lengua: el despertar
    Del divino atributo de nombrar,
    Que es la segunda creación del mundo.

    La carne se hizo verbo,abracadabra
    Que a un dios despierta, y en Babel y en Ur,
    Signo eterno en la arcilla que el dios labra.
    Si la conciencia es un divino albur,
    Los naipes son las letras, la palabra
    Que gira, y el poeta es el tahúr.”

    «Η τράπουλα του χαρτοκλέφτη»
    “Mνήμη απ’το φως στο βάθος
    ξεπήδησε η ζωή, σαν τυχερό παιχνίδι,
    σαν μια τυφλή Αφροδίτη απ’τη θάλασσα
    βούρκος που ακόμα δεν το ξέρει ότι είναι γόνιμος.
    Ύστερα ήρθε η φωνή σαν δεύτερη
    της γλώσσας λειτουργία:το ξύπνημα
    της θείας ιδιότητας να ονομάζεις,
    που είναι του κόσμου η δεύτερη Δημιουργία.
    Η σάρκα έγινε λόγος, ξόρκι, άμπρακατάμπρα,
    που έναν θεό ξυπνάει, και στη Βαβέλ,στην Ουρ,
    σημάδι αιώνιο στον πηλό που κατεργάζεται ο θεός.
    Αν η συνείδηση είναι ένα θείο ρίσκο,
    τα τραπουλόχαρτα είν τα γράμματα, η λέξη
    που γυρίζει, κι ο ποιητής είναι ο χαρτοκλέφτης.”

  17. ygrigori said

    Χωρίς μελαγχολική διάθεση την όμορφη αυτή μέρα,
    παραθέτω το παρακάτω ποίημα του αδικοχαμένου συμπολίτη μου, Θέμη Κουτρούτσου,
    αφού ταιριάζει απόλυτα στο σημερινό θέμα:

    ΧΕΙΡΟΔΙΚΩΝΤΑΣ

    Τα θραύσματα της άνοιξης σκοτώνουν
    και 'γω γυμνός και διάφανος
    τη μέρα μου χαρίζοντας πηγαίνω
    νύχτα κι αόρατος – περαστικός –
    στα άδεια μάτια μου μηλιές κι ανθίζουν
    – Κι άνευ της θλίψεως πως γίνεται
         νερό της λίμνης ν' αγαπήσεις; –
    
    Δεν κράτησαν οι  φλέβες μου
        το αίμα που χτυπούσε.
    Δεν κράτησαν τα δάκρυα και κύλησαν
                                                 στο χώμα
    Τι λέγανε εκείνα τα παληά Ναπολιτάνικα τραγούδια;
        Πως ήσουν όμορφη και μόνη
        – κοιτάζοντας τη θάλασσα να φεύγει –
    Μικρή σε τάιζαν στόματα πελαργών
       μέσα στο χαμομήλι ξαπλωμένη
           Σύννεφου σχήμα ο πόθος σου
           κι όλο το λάγγεμα
           στην άκρη των χειλιών σου
           σταγόνα κρύσταλλο μελένιο
    
    – Άχου! πως ήρθες άνοιξη με ματωμένο
                                                  πρόσωπο
    απ' τα δικά μου χέρια;!

    Θέμης Κουτρούτσος
    από τη συλλογή Μαυλίζω
    Πτολεμαΐδα – 1989

  18. ΠΑΝΟΣ said

    Ποιήματα,όχι ποιητές.Έτσι μπορεί κανείς να απολαύσει κάποιο καλό ποίημα ενός μη ευρέως γνωστού ποιητή,αγνώστου.Το ίδιο,για μένα,ισχύει για όλα τα έργα Τέχνης.Έβλεπα στο κανάλι τής Βουλής,το οποίο βάζει εξαιρετικά ντοκυμαντέρ,μια ιστορική στιγμή 17ου-18ου αιώνα που αφορούσε την ζωγραφική.Υπέροχοι πίνακες,παντελώς άγνωστα ονόματα ζωγράφων για το ευρύ κοινό και βέβαια και για μένα.Το ίδιο έχω παρατηρήσει και στον τομέα τής Μουσικής, που υπέροχα έργα ανήκουν σε γενικώς αγνώστους.Αυτό νομίζω ότι διευρύνει τούς πνευματικούς μας ορίζοντες.Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζω τούς γνωστότατους κολοσσούς τής Τέχνης.Κάθε άλλο!

  19. Zazula said

    @9 (για την πρώτη μέρα της άνοιξης): http://www.timeanddate.com/calendar/seasons.html

  20. Πως αποκτούν οι άλλοι τον τίτλο του ποιητή δεν το ξέρω, νομίζω πως κανένας δεν (πρέπει να) αυτοανακηρύσσεται αλλά του απονέμουν τον τίτλο οι γνωστοί του. Πόσοι δεν το ξέρω, μετράω όμως πόσοι με έχουν αποκαλέσει έτσι, σαράντα εφτά τους βγάζω, σαραντατέσσερις γιατί διάβασαν κάτι δικό μου που τους άρεσε, δύο γυναίκες γιατί τους έδειξα το φεγγάρι κι ένας γνωστός μου γιατί του έδωσα ένα σίγουρο για τον ιππόδρομο. Αμα φτάσω τους πενήντα οκτώ μπορεί να το αποφασίσω, να προσπαθήσω να μπω στο κλαμπ των «φωτισμένων».

    Αυτό είναι ενα απόσπασμα από την σημερινή μου ανάρτηση στον Βενάρδο(πατώντας τα μπλε γράμματα του νικ μου μεταφέρεστε εκεί) και φυσικά ολόκληρο το ποίημα που αντιστοιχει :

    Πάψε να είσαι τραγικός
    -στο λένε καθημερινώς-
    άλλο μην αυθαδιάζεις
    όπως ο λύκος προσπαθεί
    της γούνας του την αλλαγή
    τομάρι δεν αλλάζεις

    Σου τόπε και μια δεσποινίς
    -λεπτό το δείγμα της γραφής-
    το κτύπημα αντέχεις ;
    πώς οι γαρίδες κολυμπούν ;
    αλλά και από που ουρούν
    εσύ, δεν το κατέχεις

    Νομίζεις έγινες σοφός
    του κόμματός σου αρχηγός
    μα οι οπαδοί σου λείπουν
    Το ξέρεις πως κι οι ποντικοί
    πριν το βαπόρι βυθισθεί
    ευθύς το εγκαταλείπουν

    Γιατί δεν βγάζεις το σκασμό
    ίσως να ήταν πιό σωστό
    στραβά, τα ίσια βλέπεις
    Εσύ δεν είσαι ποιητής
    της σύγχρονης της εποχής
    αλλά της τρύπιας τσέπης

    Καλημέρα σας

  21. Κι ένα δικό μου, από την συλλογή «Μονοκοτυλήδονα»:

    Ποίηση.
    Οίηση;
    Κύηση και
    Μύηση.

  22. Μαθηματικός said

    Του μεγάλου Αλεξανδρινού, από το http://www.kavafis.gr, επίκαιρο μερικά χρόνια τώρα

    Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.

    Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
    δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
    και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
    ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
    να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

    Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
    είναι που κάμνουνε μια ιστορία
    μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
    αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
    δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
    για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
    κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
    με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

    Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
    Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
    η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
    η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
    Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
    κι από την άλληνα την συναφή,
    κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
    είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
    σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

    Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
    βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
    πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

    Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
    κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
    απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
    να δούμε τι απομένει πια, μετά
    τόση δεινότητα χειρουργική.—

    Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
    Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
    Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
    Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
    Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
    Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

    (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

  23. leonicos said

    Δεν παίζεστε, ρε!

    Καλά, ο Γς είναι άπαιχτος έτσι κι αλλιώς!

    Αλλά βλέπω κι άλλα πολλά σβέλτα μουτράκια εδώ μέσα!

    Εγώ διορθώνω… διορθώνω… διορθώνω… τον ΑΔΙΟΡΘΩΤΟ.

    Όχι!!! Δεν εννοώ τον Γς. Τα κείμενά μου εννοώ! Ξανατυπώνω ο βλάκας! Θα καταντήσω Σαραντάκος καμιά ώρα! όχι βέβαιαεπιτυχημένος και διάσημος, αλλά κάτι σαν….

  24. leonicos said

    Αντιποιητκό, αντι-Λαπαθιωτικό, αλλά με δικά σου λόγια, κοπιπαστά

    δυσκολεύτηκα αρκετά να βρω κάποιο δικό του που να μ’ αρέσει

    Επιτέλους μια δίκαιη κρίση, έστω και ‘παραβιασμένη’. Δεν απορρίπτω όλον τον Λαπαθιώτη, αλλά δυσκολεύομαι ακριβώς σε αυτό. Να μου αρέσει. Και τώρα που εξ αιτίας σου τον γνώρισα καλύτερα… η άποψή μου ενισχύθηκε. Βέβαια, είναι χρήσιμος διότι πιάνει ένα κενό. την τρύπα που θα έχαινε αν δεν είχε γράψει.

  25. spiral architect said

    Καλημέρα.
    Επειδή έχω ένα θεματάκι με την ανοιξιάτικη γύρη (μόνο ενός φυτού) βάζω το ανάλογο κομμάτι έστω κι αν η άνοιξη μόλις μπήκε:

    Να είστε όλοι καλά και προετοιμασμένοι για την ανάσταση.

  26. leonicos said

    Αυτό το είπε: δεν μπορείς να το αντικαταστήσεις με κάτι λιγότερο έντονο; π.χ. δήλωσε… έφθέγξατο, ἔφα / ἔφη… Έφη-΄Εφη…

  27. Βαγγέλης από τη Χίο said

    Καλημέρα.
    Επειδή ο Μάρτης είναι διπρόσωπος, θυμήθηκα το στίχο του τραγουδιού:

  28. Γιώργος Θαλάσσης said

    Θα ξεπροβάλει στην ομίχλη σαν σκιά
    δίχως πανιά
    κι ο άνεμος θα παίζει
    και θα σου σκίσει την καρδιά
    σαν μαχαιριά
    που βούτηξαν τη λάμα της
    στο πετιμέζι…

    http://igitoroniron.blogspot.gr/

  29. leonicos said

    @14 Αθεόφοβε, όλα σου ωραία

  30. leonicos said

    Σερ Σαρ… σήμερα βρήκες να με κολάσεις;

    Το ‘Σουρουπώνει’ είναι κάτι το υπέροχο. Βρε… μπας κι έχεις λίγο δίκιο;

    Και ο Κοτζιούλας απρόσμενα ωραίος… αλλά δεν πιάνει τον Λαπ.

    Όσο για τα Παραμύθια, συνταρακτικό.

    Πρέπει να είναι για την Άνοιξη το ποίημά μας; Δεν έχω τέτοιο. Από τον καιρό του Βιβάλντι, παραβλέπω τις εποχές. Όλο το χρόνο είμαι ίδιος. Όχι σαν τον Γς που τον πιάνει η Άνοιξη; Πού είναι αυτός σήμερα; Η εποχή του είναι! Δεν θα πει κάτι;

  31. leonicos said

    @2 και @3 Τι όμορφα πράγματα έχετε στην κατοχή σας εσείς; Νομίζω ότι όταν ο Νικ. Νοικ. λέει ΑΝΑΡΤΗΣΤΕ ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ δεν εννοεί ΜΟΝΟ ΕΝΑ αλλά τουλάχιστον ένα. Οπότε… ρίχτε μας και τ’ άλλα. έτσι κι αλλιώς τις εν λόγω συλλογές δεν θα τις βρούμε!

    Εκτός και αν η Ελάνη θἐλει να μου τη στείλει, οπότε επικοινωνεί με τον Σαραντάκο για λεπτομέρειες

  32. leonicos said

    Καλά, θα σας δω αργότερα. Μπορεί να φέρω κι εγώ κάτι. Αν βρω!

  33. Δημήτρης Μ. said

    Και Μάρτης και ποίηση!

  34. ΓΙΩΤΗΣ said

    Καλημέρα και Καλή Άνοιξη. Δεν ξέρω για σας αλλά εμένα η διάθεσή μου την Άνοιξη χαλάει πολύ δύσκολα. Ίσως επειδή βλέπουμε περισσότερο τον ήλιο στα Γιάννενα. Σταματάει εκείνη η χειμωνιάτικη ομίχλη…
    Λοιπόν, όταν ήμουν στο Δημοτικό, άκουσα το παρακάτω τραγούδι στο ραδιόφωνο και το στέλνω επειδή δεν «γκουγκλίζεται», δηλαδή, εγώ με την απλή αναζήτηση που ξέρω να κάνω, δεν το βρήκα.

    Ζωγραφίσαμε κι εμείς κάποια φορά
    στα τζάμια του σχολειού μας περιστέρια
    κι η πρώτη λέξη μας τη γράψαν λευτεριά
    του δασκάλου μας τα γέρικα τα χέρια

    Τραγουδήσαμε κι εμείς κάποια φορά
    μέσα απ’ του Σολωμού τα άγια δεφτέρια
    και χαίρε ώ χαίρε απαστράψαν λευτεριά
    του πελάγου μας τα βράχινα τα χέρια

    Δεν είναι βέβαια ανοιξιάτικο, αλλά μιας και έρχεται η 25η Μαρτίου ας πούμε ότι είναι επίκαιρο. Ούτε ποιός το έγραψε ξέρω, ούτε ποιός το τραγούδησε. Τα άκουσα στα μέσα της δεκαετίας του 70. Ίσως έχει κι άλλους στίχους αλλά πια δεν τους θυμάμαι.

  35. Γς said

    34:
    «Είναι όμορφη ζωή
    μα και γλυκιά πολύ
    Τ άνθη, τ άνθη
    στολίζουνε τη γη»

    Είναι το ρεφρέν (η επωδός) ενός παιδικού τραγουδιού που μια ζωή το ψάχνω και δεν το βρίσκω.

    Το λέγαμε στο νηπιαγωγείο (της κυρα Ρίτας) το 1948, 1949.
    Οταν έξω τραγούδαγαν τα διάφορα…

  36. andam said

    ΠΗΡΑ ΜΑΖΙ ΜΟΥ

    Πήρα μαζί μου χρώματα
    νύχτες στεφανωμένες
    και γαϊτανόφρυδες μορφές
    του φεγγαριού ερωμένες.

    Πήρα αλμύρα κι ουρανό
    κι απ’ την αυλή μου χώμα
    της μάνας μου το φυλακτό
    μια χαρακιά στο σώμα.

    Πήρα μαζί μου ένα καημό
    λίγο ψωμί, λίγο νερό
    σε ξένη γη να ζήσω,
    πήγα μακριά, μ’ άδεια καρδιά
    τα μάτια σου, μάτια μελιά
    εκεί να λησμονήσω.

    Πήρα μαζί μου Κυριακές
    και όνειρα που καίνε,
    νύφες που παν’ στις εκκλησιές
    φεγγάρια που δεν κλαίνε.

    Πήρα το πρώτο σ’ αγαπώ
    και λόγια αγιασμένα,
    φιλιά που δεν τα χάρισες
    ποτέ σου σε κανένα.
    Γ. Μ

  37. Alexis said

    #36: Πολύ καλό!
    Μας εξάπτετε τη φαντασία μ’ αυτό το Γ.Μ στο τέλος!

  38. sarant said

    Eυχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    24: Λεώνικε, κοπτοραπτική: εγώ έγραψα «που να μ’ αρέσει ΚΑΙ να μην υπάρχει ήδη στο Ιντερνέτ». Αν σκεφτείς ότι τα περισσότερα του Λαπαθιώτη έχουν ήδη ανέβει…

  39. andam said

    @37.
    Είναι ο ίδιος που άκουσε μια μέρα ξαφνικά τους στίχους του σε τραγούδι χωρίς το όνομα του φυσικά να αναφέρεται πουθενά όταν τα είχε στείλει κάποτε σε κάποιους να τα κρίνουν, https://www.youtube.com/watch?v=nfBto4OjO4U
    που θεωρεί ανάξιο να λέγεται ποιητής αλλά παρ΄όλα αυτά βρίσκω συνεχώς χαρτάκια με ποιήματα σ΄όλο το σπίτι …άλλο έψαχνα αλλά βρήκα τούτο που μου άρεσε, δεν μπορώ να βάλω τ΄όνομα του γιατί δεν πήρα την άδεια, που έτσι κι αλλιώς δεν θα μου την έδινε…

  40. ΚΑΛΟΜΙΡΗΣ said

    »Pax tibi
    Επειδή, κι ενόσω περπατάς
    σου ‘ρχεται κατακέφαλα
    πέτρα εξ ουρανού, κι ανοίγεται
    φρεσκοπλυμένος τάφος
    τρέμοντας η αιφνίδια περιοχή, Pax tibi
    ευαγγελιζόμενη σπίθες ύστερου απόβροχου.
    Με οσμή ποιας γυναικός Τερπνή
    Μυρόφυλλη μια μοίρα που ετοιμάζεται.
    Τριγυρίζει ένα ποίημα. Ω.
    Ένας πούμας, πάνθηρας μέσα στης ρεματιάς
    τα φύλλα –
    Η τέχνη να είσαι
    Η ρεματιά με τα νερά
    και τα πλατάνια της
    π’ άνοιξε στο κεφάλι σου
    η πέτρα
    τ’ ουρανού
    Ο πούμας μες τη ρεματιά
    κι ο κότσυφας που κρύβεται απ’ τον πούμα
    στις λόχμες, στο κεφάλι.
    Μποτιλιάρισμα έχουμε. Με τριγυρίζει
    το ποίημα, ο πάνθηρας, ο κότσυφας
    το κερατένιο επάγγελμα του αγριμιού
    Pax tibi, απ’ τα νερά τα μαύρα
    Evangelista meus»…

    Σπολλάτη…

  41. Σύντομο μουσικό διάλειμμα με (την γνωστή) Ανοιξιάτικη Βροχούλα

  42. Γς said

    39:
    άκουσε μια μέρα ξαφνικά τους στίχους του σε τραγούδι χωρίς το όνομα του […] τα είχε στείλει κάποτε σε κάποιους να τα κρίνουν

    Εκανε τέτοιο πράγμα ο Δημήτρης Ιατρόπουλος;

  43. andam said

    Διάβασα κάποια σχόλια για το «μεθυσμένη πολιτεία» στο you tube και πολύ γέλασα…ότι είναι εμπνευσμένο
    «P Marko
    Πριν από 1 χρόνια

    ΜΕΣΣΗΝΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ, η πολη στην οποια αναφερεται το κομματι απο το ομωνυμο μυθιστορημα του Σωτηρη Πατατζη «Μεθυσμενη Πολιτεια»

    ….. καμμιά σχέση …
    η αλήθεια είναι ότι ο ΓΜ δούλεψε σαν φοιτητής για βιοπορισμό τα σαββατοκύριακα(επειδή εκείνη την εποχή πέθανε ο πατέρας του) σ΄ένα σκυλάδικο της Λάρισας σε γκαρνταρόμπα και γύρναγε στο σπίτι του ξημερώματα με τα πόδια. Έκατσε ένα ξημέρωμα στην άδεια πλατεία της Λάρισας και τόγραψε…

  44. Σχολιαστής said

    «Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
    να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει•
    κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο,
    κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των αθρώπω. »

    Βιτσέντζος Κορνάρος – Ερωτόκριτος

    Υ.Γ. : Γνωστό αλλά καλό!

  45. andam said

    @ 42.
    Από την ίδια εποχή είναι εμπνευσμένο μάλλον κι αυτό…»Φάληρο» λεγόταν το κέντρο που δούλευε, εκεί βρήκε και τις διασυνδέσεις με καλλιτέχνες και τάστειλε σε στιχουργούς στην Αθήνα. Φυσικά δεν το ξανάκανε ποτέ…

    ΦΑΛΗΡO

    Πήρε φωτιά το Φάληρο
    η νύχτα το φεγγάρι
    στη πρωινή παράλληλο
    χορεύουν δυό φαντάροι.

    Πήρε φωτιά το Φάληρο
    ο μπαγλαμάς το ντέφι
    σε έργο ακατάλληλο
    η φαντασία τρέχει.

    Και στη ζάλη, παραζάλη
    βλέπω δίπλα το φεγγάρι,
    βλέπω μάτια που με καίνε
    που ερωτεύονται και κλαίνε.
    Και στη ζάλη, παραζάλη
    μας προσπέρασε το βράδυ,
    το κορμί σου κυπαρίσσι
    η Ανατολή κι η Δύση.

    Πήρε φωτιά το Φάληρο
    χορεύουν οι Αγγέλοι
    στη πρωινή παράλληλο
    θέλει η ψυχή μου τέλι.

    Καίγεται όλη η Λάρισα
    στη πίστα που χορεύεις
    ποια είσαι δεν σε ρώτησα
    σε ποιο Θεό πιστεύεις.
    Γ. Μ

  46. Λίγο παραφωνία οι σχολαστικές μου παρατηρήσεις στην όλη ποιητική διάθεση, αλλά από το λίκνο του 19 πληροφορούμαστε ότι όχι μόνο φέτος, αλλά και σχεδόν κάθε χρόνο του 21ου αιώνα η μαθηματική στιγμή της εαρινής ισημερίας πέφτει στις 20 Μαρτίου!
    Γιατί μας μάθανε στο σχολείο πως πέφτει κανονικά στις 21;
    Ο λόγος είναι απλός. Στο γρηγοριανό ημερολόγιο, τα έτη των αιώνων (1800, 1900…) ΔΕΝ είναι δίσεκτα, εκτός αν διαιρούνται διά 400 (όπως το 2000). Αν το 2000 δεν ήταν δίσεκτο, βεβαίως θα έπεφτε από τότε η ισημερία μια μέρα αργότερα, δηλαδή πράγματι στις 21 Μαρτίου τις περισσότερες φορές. Ήταν όμως, οπότε μας έστειλε μια μέρα πίσω!
    Υποτίθεται βέβαια ότι όλα αυτά γίνονται για να ακολουθεί το ημερολόγιο πιστότερα τον ήλιο. Αλλά από τη φύση του, το ημερολόγιο μόνο κατά μία ολόκληρη ημέρα μπορεί εκάστοτε να διορθώνεται — οπότε μοιραία έχουμε αυτές τις ανακολουθίες… Ίσως όμως θα ήταν σκόπιμο, στην επόμενη αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων, να διορθωθούν οι ημερομηνίες των ισημεριών και ηλιοστασίων.

  47. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    46: Να και κάτι που έμαθα σήμερα!

  48. Μαρίνα said

    Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν

    μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι

    ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά

    Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ’ αποκαΐδια
    την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο…

    Άραγες να ‘ναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους
    η ίδια;

  49. spyroszer said

    Ένα απ’ τα γνωστά σονέτα του Μαβίλη:

    Αμίλητα

    Ποτάμι τρέχει η Αγάπη και όσο τρέχει
    πληθαίνει και στ΄ ολόγλυκό της αίμα
    δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
    και ο δρόμος της, θαρρείς, σωμό δεν έχει.

    Μα μπροστά της χωρίς να το παντέχει
    του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα
    απλώνεται γεμάτη δάκρυα κ΄ αίμα,
    και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.

    Χρυσομάννα, εμαράθηκαν τα φύλλα
    και χειμώνας πλακώνει· σε θωράω
    κατάματα με τρόμου ανατριχίλα.

    Και σέναν΄ αλαφιάζεται το πράο
    άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερώτα·
    θα χαρούμε άλλην άνοιξη σαν πρώτα;.

    Και ένα που δεν γκουγκλίζεται. Είναι απ’ τα πρώτα του, χωρίς τίτλο, σε δεκαπεντασύλλαβο:

    -Έλα, παρθένα μου, να ιδείς πώς λάμπει το φεγγάρι.
    -Φεύγα, μην τύχει και σε ιδεί το φως του ηλιού κοντά μου.
    -Κάθησε κάτω, αγάπη μου, στο πράσινο χορτάρι,
    φόβο μην έχεις, κάθησε, πέσε στην αγκαλιά μου.

    -Φοβούμαι μη η μαννούλα μου ξυπνήσει και με κράξει,
    φοβούμαι μη τα λόγια μας τα πάρει τ΄ αγεράκι,
    Μήπως τ΄ ακούσει φθονερός, μήπως πουλί πετάξει,
    και δει στα χείλη μας ζεστό τ΄ έρωτος το φιλάκι.

    -Πέσε, έλα, πέσε, αγάπη μου, στα χείλη μ΄ αποκάτου.
    Στην αγκαλιά του έπεσε η εύμορφη παρθένα
    κι΄ έκρωζε κει ΄νας κόρακας. Φαρμάκων΄ η λαλιά του.

    Τα μελωμένα τους φιλιά, και τα ζευγαρωμένα
    κουφάρια τους εμείνανε – δες, την αστροφεγγιά του
    το μισοφέγγαρο έκρυψε…- μαζί μαχαιρωμένα.
    Κέρκυρα 1878.

  50. sarant said

    Τον Μαβίλη νο 2 δεν τον ήξερα ή δεν τον θυμόμουν!

    Πήρα με μέιλ το εξής εκτενές σχόλιο:

    ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ

    Περί ποίησης

    Του Παν. Αντωνόπουλου

    Το κυοφορηθέν κείμενο ήρθε στο φως της δημοσιότητας ύστερα από την εισβολή περισπούδαστων λογίων θεωρητικών στην τέχνη της ποίησης με άρθρα τους στον τύπο.
    Αν και περιορισμένος να γεύομαι τους γόνιμους ρυθμούς του στίχου λόγω ένδειας να προμηθεύομαι ποιητικές συλλογές, έχω μυηθεί στην αναλαμπή της μαγείας του και ίσως είμαι από τους τυχερούς “εστέτ” της χαμηλής τάξης που τρέφομαι με κοινοβιακά πνευματικά συσσίτια, χάρη σε φίλους και εκρήγνυμαι από το συμπιεσμένο πάθος τους.
    Έτσι μπορώ να εκμαιεύσω λόγο ακόσμητο και ταπεινό και να πω πως στη θορυβώδη σημερινή κορεσμένη στιχοπλοκή, τα ποιήματα που τα ορίζει η ποίηση γραμμένα από “μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα” ξεχωρίζουν με νησίδες στον ωκεανό. Τα υπόλοιπα είναι φλύαρες οικειώσεις από ομιχλώδες προτάσεις, αποφλοιωμένες από τη θεία μανία ή τη συνειδητή δουλειά του ποιητή.
    Αυτοί δεν είναι δημιουργοί της εύρυθμης μετάπλασης και ούτε είναι μύστες της μαγείας της ιδέας. Δεν έχουν σαγήνη γραφής και η ποιητική τους γλώσσα αδυνατεί να εναρμονίσει σημαίνοντα και σημαινόμενα. Το αποτέλεσμα της ποίησής τους δεν είναι αγαστό γιατί η “Μαγνήτις λίθος” η έμπνευση και η γραμματεία στο δούλεμα των ιδεών δεν θεοποιεί το γίγνεσθαι αλλά το είναι. Ο συλλήπτορας νους τους υστερεί και δεν μπορεί να λαμπρύνει με ιδεατό φως το ερέθισμα ούτε να του δώσει αρχιτεκτονικό χαρακτήρα γραφής. Και μαζί με το δυσπρόσιτο στοιχείο του λόγου τους δε γράφουν ποίηση αλλά αναλίσκονται σε μια διανοητική κοπιαστική άσκηση χωρίς τέλος, χωρίς ποιητική πραγμάτωση.
    Αυτοί οι ποιητές γράφουν από χόμπι, είναι ραγιάδες τού ντιλεταντισμού και τυπώνουν στο χαρτί στίχους με αποστήματα που αφήνουν εναλλασσόμενη φρενοπάθεια. Το εγώ τους γεμάτο κραυγές τους χρήζει “είδος πορφυρογέννητο” που υπηρετεί την ποίηση, ανατέλλοντες αστέρες της μούσας Καλλιόπης και Ερατώς. Τους προσπερνούμε είναι ελάσσονες.
    Οι κορυφαίοι ποιητές, οι οικοδόμοι του κόσμου, τον ανεγείρουν εκ της τέφρας. Η στάχτη του Ιλίου μάς έδωσε την “Ιλιάδα” του Ομήρου. Το μαρτύριο της ψυχής του Πόε, γέννησε “Το κοράκι” μ’ εκείνη την τρομερή επωδό το “ποτέ πια” που σηματοδοτεί μια φρικιαστική απόκριση για κάτι ουσιαστικό που χάσαμε για πάντα.
    Σήμερα στην εποχή του διαβόλου που διδάσκεται η βίβλος της διαφθοράς, τέτοιους ποιητές θέλουμε, κορυφαίους. Να κραυγάσουν αυτοί γιατί ο λαός στη γύμνια του το ξεχνά ή αν το θυμηθεί, από ποιους θ’ ακουστεί αφού έχουν φράξει τ’ αυτιά τους με παχύ στρώμα λίπους;
    Να πάρουν ζύμη από την καθημερινή ύλη και να γράψουν. Από μια καθημερινότητα γεμάτη σκοτωμένους, ανέργους, νηστικούς, διψασμένους, αθώους ξεσπιτωμένους, αυλακωμένους στον ιδρώτα δουλεύοντας στη φάμπρικα και στο χώμα. Με ξεριζωμένους που η αγκούσα τους γίνηκε καθημερινή ανάσα. Ο δε γύρω τους κοινωνικός βάλτος τους περιμένει να τους πνίξει στα νερά του.
    Κι όπως ο περίγυρός τους καταυγάζεται από τις αστραπές των απελπισμένων, αυτοί να τους κρατήσουν όρθιους, να μην τους αφήσουν να γονατίσουν. Έργο απλό σαν την αλήθεια, μεγάλο σαν τη γέννηση ενός παιδιού και βαθύ σαν το μυστήριο του θανάτου. Αυτό είναι το έργο των ποιητών. Των ευφυών ποιητών, των διεισδυτικών, των ιερουργών της ιδέας και των συμβόλων. Οι ποιητές ανορθώνουν τον πεσμένο άνθρωπο, δεν πτοούνται από τις ήττες του, επιμένουν στο ποιητικό τους τραγούδι όπως αυτό του Ουόλτ Ουίτμαν:
    «Κουράγιο ακόμα, αδέρφι μου ή αδερφή μου!
    Κρατήσου. Η λευτεριά απαιτεί να την υπηρετούμε,
    ό,τι κι αν γίνει.
    Δεν έχει να κάνει που δυο και τρεις φορές αστοχήσαμε,
    κι όσες φορές κι αν αστοχήσουμε ακόμα,
    είτε από αδιαφορία είτε από αχαριστία του λαού,
    είτε από άλλη απιστία,
    είτε γιατί έδειξε τα δόντια της η εξουσία, τους στρατιώτες,
    τα κανόνια της, τους ποινικούς της νόμους …»
    Οι στίχοι αυτοί μας οδηγούν να δούμε το θέμα του «ερμητισμού» που αντιμετωπίζει η ποίηση από την εξουσία. Η ποίηση λειτουργεί με το συναίσθημα και η εξουσία με τη λογική που ασκεί πράξη μέσω της πολιτικής και δεν μπλέκεται στις δάφνες τού παραδείσου της ποίησης. Γι’ αυτό και ο Πλάτωνας την εξορίζει. Κάνει μαλθακούς τους πολίτες και η θεία μανία του ποιητή τους βγάζει από τον περίβολο της υλιστικής φύσης του κράτους. Ο Nietzsche (Νίτσε) ταυτίζεται μαζί του, γιατί δομεί τον υπεράνθρωπό του στην πειθαρχία μιας ακατάληπτης λογικής.
    Την αναγέννηση που ‘φερε στην Ισπανία ο Λόρκα η εξουσία δεν τη θέλει. Γι’ αυτή ο λαός πρέπει να είναι τυφλός, να ’χει τα ώτα σφραγισμένα. Τρέμει όταν ο ποιητής κάνει τους στίχους του τραγούδι, ανάσα καθημερινή του λαού, καημό, παθητική σερενάτα, νανούρισμα της μάνας στο παιδί, μοιρολόι του χάρου, οργή της αιματοχαμένης λεβεντιάς, διπλή κόψη του μαχαιριού, φωνή της σελήνης και της χαραυγής και λέει πλημμυρισμένος από μέθεξη «τ’ άστρα αχνίζουν και λευκαίνονται οι καθαροί αιθέριοι κάμποι» ή «τα όρνια μας κούφωσαν τα μάτια, μήτε φρύδια μας μείναν μήτε μαλλιά…»
    Γι’ αυτό τους βάζουν ένα πιστόλι στο χέρι και τους κάνουν αυτόχειρες. Καρυωτάκης, Μαγιακόφσκη. Τους φυλακίζουν, Ναζίμ Χικμέτ, Ρίτσο. Τους εξορίζουν, Μπρεχτ και τους δολοφονούν, Λόρκα. Το ίδιο γινόταν όταν και η Ελλάς ήταν στο μεγαλείο της, μεταξύ 500 και 332 π.χ. Πέθαναν τότε οι: Αισχύλος στην εξορία, Σοφοκλής στην εξορία από πείνα, Ευριπίδης το ίδιο και ο Αριστοφάνης εξόριστος κι αυτός από πείνα. Όλο το πνευματικό επιτελείο της Αθήνας έτσι εξολοθρεύτηκε. Αιτία ο φθόνος, η αχαριστία και ο προπηλακισμός της εξουσίας.
    Εν πολλοίς η τάξη της εξουσίας, κράμα αστών και μεγαλοαστών, ούσα αμαρτωλή, γίνεται στόχος των ποιητών και εμπαίζεται. Ένας λόγος να μην τους θέλει, ένας λόγος να σφραγίζει την αίσθηση του πλούτου και της διεφθαρμένης της ζωής, εξορίζοντάς τους μαζί με τους βάρβαρους στίχους τους.
    Έτσι γεννιούνται οι «καταραμένοι» ξένοι ποιητές, Πόε, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βιγιόν και οι δικοί μας Καρυωτάκης, Καβάφης, Σουρής. Όλοι αυτοί κι όσοι μου διαφεύγουν, είναι για τους «εστέτ» της εξουσίας αλλά και πολλούς κοντυλοφόρους της συντήρησης «κακοποιοί ποιητές». Έκαναν ποίηση τη ντροπή της ζωής τους, τη θέα της θηλιάς της αγχόνης ποιητικά αριστουργήματα, τους ενδόμυχους σπαραγμούς τους εκφραστική λειτουργία, τον τρόμο τους ωραιότητα μέσα στις λέξεις. Γιατί πώς να εξηγήσουμε τη δίωξη του Κώστα Βάρναλη από τη θέση του διδάσκοντος στην Παιδαγωγική Ακαδημία γιατί ανακάλυψαν οι τότε κρατούντες πως τέσσερα χρόνια πριν, το 1922 στην Αλεξάνδρεια είχε εκδώσει ποιητική συλλογή με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, πράξη φοβερή και ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού! Ή το άλλο που στοίχισε το κλείσιμο του λογοτεχνικού περιοδικού «Ανεμώνη» μετά από εισαγγελική παρέμβαση αφού προκλήθηκε σκάνδαλο ύστερα από τη δημοσίευση του ποιήματος του νέου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη με τον τίτλο «Κι έπινα μέσ’ απ’ τα χείλη σου…»
    Διείδαν φαίνεται ως θεματοφύλακες των αξιών της ελληνικής φυλής, τους ιεροφάντες μιας μυστικής θρησκείας της εκστατικής ομορφιάς και είπαν να τους ξεκάνουν. Γι’ αυτούς οι ανάερες μεταμορφωτικές δυνάμεις της ποίησης είναι επικίνδυνες. Το λαό τον θέλουν με τραυματικές χαραγές και ψυχικές μελαγχολικές επικλήσεις. Η ποίηση δίνει απατηλή μαγεία και ο άρτος της ζωής δεν συσσωρεύεται με εκλεπτυσμένους και εύθραυστους νομοταγείς πολίτες.

    Όταν στιχουργούσε ο Ρεμπώ, τριγύρω του υπήρχαν όπως και σήμερα, μασκαράδες, τυχοδιώκτες, πόρνες, σωματέμποροι, κλέφτες, φονιάδες, λαοκτόνοι, ληστές, επίορκοι, διεφθαρμένοι μονάρχες, που ρήμαζαν τη χώρα κι ως «εγκάθετοι του Σατανά» πουλούσαν πατριωτισμό στον εξαθλιωμένο λαό.
    Τι να ‘κανε ο ποιητής; Αποτύπωσε σε «έργο ποιητικό ένδοξο» τους εφιάλτες τής εποχής του από ανάγκη. Χάραξε με τη γραφίδα του το «ήθος» της κοινωνίας του και έδωσε στις επερχόμενες γενιές το δικό του «ήθος νοός» δια μέσω της λύρας του. Σαν παραισθητικά οράματα, αλλά με νόημα, συναίσθημα, τόνο και πρόθεση, τις τέσσερις πλευρές από τις οποίες οφείλουμε να πλησιάσουμε την ποίηση για να την κατανοήσουμε.
    Η ποίηση μπροστά στον κοινωνικό βούρκο δεν το σκάει. Και τις αθλιότητες μπορεί να εμπιστευτεί και να λαμπρύνει τις εικόνες της με ιδεατό φως. Να τις αντιπαλέψει και να δείξει στο λαό πως στις θέσεις τους ώρα την ώρα θα σταθεί ο θρόνος τής κάθαρσης και της νίκης.
    Και τότε οι τελευταίες φράσεις από μια υψηλή ποιητική συλλογή που θα διαβάσουμε, ίσως συγγενεύουν με την ολιγόλογη διατύπωση του Γουσταύου Φλωμπέρ προς τον Μπωντλαίρ όταν έλαβε τα ποιήματά του και που την αντιγράφω επί λέξει: «Αγαπητέ μου φίλε. Διάβασα πρώτη φορά μονορούφι τα Άνθη του Κακού, καταβροχθίζοντάς τα, όπως η μαγείρισσα τα ρομάντζα του σωρού κι είναι τώρα οχτώ μέρες που τα ξαναδιαβάζω, στίχο – στίχο, λέξη – λέξη. Ναι, μου αρέσουν πολύ. Και με μαγεύουν. Είσθε σκληρός σαν το μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την εγγλέζικη ομίχλη».
    Και τελειώνω μ’ ένα ποίημα του Friedrich Nietzsche ( Νίτσε ). Η σύνθεσή του έχει ψυχολογική, υπαρξιακή και κοινωνική αναγκαιότητα. Η βίωσή του θα σας αγγίξει.
    Μου αρέσουν εκείνοι που δεν ξέρουν να ζουν
    παρά μόνο για να χαθούν.
    Γιατί είναι αυτοί που περνάνε αντίπερα.

    Μου αρέσουν οι μεγάλοι καταφρονητές,
    γιατί είναι τα βέλη της επιθυμίας
    για την απέναντι όχθη.

    Μου αρέσει αυτός που σπαταλάει την ψυχή του,
    που δεν θέλει να του λένε ευχαριστώ.
    που πάντα χαρίζει και δεν θέλει να συντηρηθεί.

    Μου αρέσει εκείνος που η ψυχή του είναι βαθιά ακόμα
    και μέσα στην πληγή του
    και που μπορεί να καταστραφεί από ένα παραμικρό βίωμα.
    Έτσι διασχίζει πρόθυμα το ποτάμι.

    Δείτε τους αγαθούς και τους δίκαιους ποιον μισούν περισσότερο:
    Αυτόν που συνθλίβει τις πλάκες των αξιών τους.
    Τον καταστροφέα.
    Τον εγκληματία.
    Αυτός όμως είναι εκείνος που δημιουργεί.

    Σας το λέω:
    Πρέπει να έχει κανείς μέσα του το χάος,
    για να γεννήσει ένα χορευτικό αστέρι.

    Η σοφία των δασκάλων και των σοφών της αρετής
    λέει να αγρυπνάτε για να κοιμάστε καλά.
    Αυτή είναι η σοφία του δίχως όνειρα ύπνου …

    Αδαμάντινη γραφή, αυστηρή κύρωση της σύνθεσης. Κάτι σαν απάντηση στα ποιητικά θρύμματα τα απομονωμένα κι ασύντακτα που ξεθωριάζουν στο ρευστό νεφέλωμά τους. Το στοιχείο της αισθητής αρτίωσης είναι το ζητούμενο. Και τότε θα βοήσομεν τη ποιήσει: Χαίρε ακτίς Ηλίου, χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους.

  51. Δέσποινα said

    Ένα διαφορετικό Μνημόνιο για την ημερα της ποίησης. Της Soledad Cruz από την Κουβα. Λυπάμαι αλλα το έχω στα Αγγλικά μονο.
    Καλή άνοιξη σε όλους και όλες.

    Memorandum

    It couldn’t matter less to me
    that you have no house
    no car
    no job
    nor that my family considers you a bad lot.
    It doesn’t matter to me that you are an evolutionary failure
    according to masuline genetics
    or that you resemble a retrograde ancestor
    in the way you survey each woman who passes
    with the investigative air of Diego Velázquez
    and the conquering spirit of Hernán Cortés.
    The thing I really cannot stomach, however,
    is your lamentable lack of imagination over loving me:
    the horizontal dreariness
    following on the proud parade.

  52. Προσγολίτης said

    Καλησπέρα σας!

    Ψ η λ ά

    Καιρός πια να πω: πριν από καιρούς
    κρυφοζήλευα κάποιους τυχερούς.
    τους μακάριζα π’ ανεβήκανε
    ώς τ’ ανώτατα αξιώματα.
    Τρισμακάριστοι, που φτερούγισαν
    με περγαμηνές και διπλώματα.

    Καλοτύχιζα, θυμάμαι,
    κάποιους καλοκαθισμένους.
    τρισμακάριζα, ο δόλιος,
    κάποιους καλοθρονιασμένους.
    γενικούς διευθυντάδες,
    γενικούς προϊσταμένους…

    ~ . ~

    Καιρός πια να πω: πριν από καιρούς
    καλοτύχιζα κάποια πετεινά.
    τα μακάριζα π’ άνοιγαν φτερά
    και στα πιο ψηλά χτίζανε φωλιά.
    Τρισμακάριστα, που γοργοπετάν,
    σχίζουν ουρανούς και κορφές πατάν.

    Καλοτύχιζα, θυμάμαι,
    προσωπάρχες, τμηματάρχες.
    τρισμακάριζα, ο δόλιος,
    χρυσαϊτούς, αϊτούς, γεράκια
    – ώσπου κάποια μέρα είδα
    να πετάνε και κ ο ρ ά κ ι α.

  53. Γς said

    48, 49:

    Παρθένες.

    Η μακρινή Παρθένος του Ελύτη.
    Η Virgo.
    Κοιτάζεις το πιο φωτεινό της άστρο τον Στάχυ.
    Τον α της Παρθένου και βλέπεις το φως του.
    Το φως που έφυγε από εκεί πριν τρεις αιώνες.

    Κι η τόσο κοντινή παρθένα του Μαβύλη.
    Ένα φιλί δρόμο κοντά.
    Η εύμορφη παρθένα.
    Και μετά, πάπαλα.
    Εύμορφη σκέτη!

  54. Γς said

    50:

    >Χαίρε ακτίς Ηλίου, χαίρε βολίς του αδύτου φέγγους

    Κι απάνω που ξέφυγα της κυράς μου που ήθελε να με πάρει μαζί της στους Χαιρετισμούς γιατί έχω τάχα μου να τελειώσω κάτι..

  55. sarant said

    Διόρθωσα το σχόλιο 50, επειδή πριν διάφορα σημεία που ήταν μέσα σε αγκύλες είχαν εξαφανιστεί (το γνωστό πρόβλημα των σχολίων της wp)

  56. Αρκεσινεύς said

    Αν και «ό,τι δεν αγαπούν δεν υπάρχει» (Παλαμάς) και ορμώμενος από τη φράση Τα υπόλοιπα είναι φλύαρες οικειώσεις του σχ. 50 και σε αντίθεση με το πνεύμα της ημέρας και του άρθρου θυμήθηκα το αρχαίο οἱ ποιηταί λήρός εἰσιν.

    Ακολουθεί σιωπή.

  57. Theo said

    Ένα του Μουντέ από τη συλλογή του «Η αντοχή των υλικών», που δεν γκουγκλίζεται κι επίκαιρο για την Παναγία, που ο Ευαγγελισμός της πλησιάζει:

    Να μακαρίζεις όσους
    εσπούδασαν προσεχτικά την έλευση της χάρης,
    τη μυστική φύση της γυναίκας,
    πρόλαβαν να κάψουν στο καντηλέρι την αθεράπευτη αλαζονεία
    κάθε πρόστυχη γεύση, αποφεύγοντας έτσι τις κοινοτοπίες,
    κι έβγαλαν τις πλαστικές ντάλιες από το εικονοστάσι.
    Κατάλαβαν ευτυχώς πολύ νωρίς
    πως η Παναγία προτιμά τους ύμνους των κωφαλάλων.

  58. Theo said

    Κι άλλο ένα του ίδιου από τη συλλογή «Νηπιοβαπτισμός», που δεν γκουγκλίζεται:

    ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ
    Είδα την Οφηλία και την Αντέλα
    και την κυρά του βυσσινόκηπου
    κάτω απ᾿ το κρύσταλλο
    μέσα στα λουλούδια
    και σκέφτηκα πως τώρα μπορεί
    να πάει πια όπου θέλει.
    Θα φέρει το σπαραγμό και τη φωνή της
    να ευεργετήσουν άλλους τόπους.
    Ήταν μια ελευθερία που τη λαχταρούσε
    και θα τη χαρεί
    στον αδέσμευτον αγέρα των ουρανών
    που ευλογήθηκε να τον κουβαλάει
    όλ᾿ αυτά τα χρόνια στα μάτια της.

  59. Αρκεσινεύς said

    56. λῆρός

  60. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα και τα μη γκουγκλιζόμενα!

    Χαίρε Αρκεσινεύ!

  61. Theo said

    Κι ένα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από τη συλλογή του “Θόλος”, που δεν γκουγκλίζεται:

    ΕΝΑΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ ΜΙΛΑ
    Το κήτος όταν με κατάπιε με πήρε
    βάθη καρδίας θαλάσσης,
    με πέρασε σκισμάδες των βουνών.

    Ύστερα πήγα καρκινοβατώντας
    ίσαμε τα περίχωρα της Ἀγκυρας
    και είπα: «Πόλη μεγάλη θα χαθείς
    από το χέρι του Αλλάχ, εάν δεν αποδώσεις
    όσα κρατείς απ᾿ τις σκιές άλλων εθνών.»

    Κανένας δε μ᾿ άκουσε πλην μιας
    κολοκυθιάς, που τώρα στεφανώνει
    την κεφαλή μου. Αυτή μ᾿ ακολουθεί
    πιστή μαθήτρια σε μήκος ποταμών.

    Τις νύχτες κρύβομαι από τ᾿ αγριόσκυλα
    πασκίζω θάλασσα να φτάσω.

    Μια μέρα θα τα καταφέρω κολυμπώντας
    σαράντα μίλια όπως το Ζάργανο
    να διαπλεύσω την απόσταση που σμίγει
    καρδιά δική μου με της Κύπρου την καρδιά.

    Τότε θα είπω «χαίρε κολοκύνθη,
    αμέτε στο καλό με τους καρπούς σας».
    Εκείνη ξέρει πως εγγίζει αυτό το τέλος
    και με παρακαλεί να παραμείνω.

  62. Costas said

    Δεν θέλω να ελπίζω
    δεν θέλω να φροντίζω
    το μέλλον στη ζωή.
    Το σήμερα προκρίνω
    το αύριο τ’ αφήνω
    στης τύχης την ροήν.

    Ας γένει ό,τι θέλει,
    τελείως δεν με μέλει
    ας πέσει ο ουρανός.
    Η γη μας ας βουλήσει
    κι ο ήλιος ας σβήσει
    κι ας μείνει σκοτεινός.

    Aθ. Χριστόπουλος, «Τώρα», Βιέννη 1811

  63. Λ said

    Η δική μου προσφορά είναι ένα ποίημα του Άγγελου Σικελιανού από το Λυρικό Βίο, Τόμο Στ’ (απολογούμαι αλλά δεν ξέρω πώς να γράψω το ι με διαλυτικά και τόνο στη δεύτερη στροφή, δεύτερο στοίχο).

    Στον Κωστή Παλαμά

    Ξυπνά η ψυχή με στεναγμό, και στο πλευρό της βρίσκει
    θάμα, ανυμέναιου όνειρο, του δέντρου το κανίσκι!

    Χορός αστέρια, σε κρυφή παράδεισο, γυρίζει
    τ’ άγριο μελίσσι μέσα του, το πρώιμο, που βοϊζει.

    Πάλι φωλιάζει στο ξαντό η καρδιά, σ’ αιφνίδια χάρη
    πάλι αναπνέει, νιογέννητον αρνάκι του Γενάρη.

    Κ’ εγώ που ‘μ’ απ’ τα γέννα μου σαν το τρανόν αλάφι,
    τ’ αρκαδικό βουνόλαφο, που η μοίρα του του γράφει

    να σέρνει αστέρι την πληγή, μες στ’ άπατα του λόγκου,
    με δίχως το ξαλάφρωμα, στον πόνο του, ουδέ βόγκου,

    κι από τις γάργαρες πηγές, τις κρούσταλλες, να πίνει,
    εκεί που βλέπει το αίμα του να ρέει, σταχτό ρουμπίνι,

    ξεμασκαλίζω του δεντρού την άγιαν ομορφάδα
    και Σου τη στέλνω σα γραφή, σα γιορτινή λαμπάδα!

    Τίποτα δεν καταφρονώ. Κ’ είναι χαρά μου ο πόνος
    που πόνεσα, ώσπου να σταθεί μπροστά σου, ολόανθος κλώνος!

  64. Theo said

    Κι ένα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από την ίδια συλλογή, που δεν γκουγκλίζεται:

    ΜΗΤΕΡΑ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΗ
    Και τη θυμήθηκε που μια φορά
    πολύ παλιά στα έξι-εφτά του χρόνια,
    τον είχε στείλει να μαζέψει τα καλάμια
    και για τον κόπο του τον έδωσε ένα γρόσι.

    Εκείνη την τρεμουλιαστή χαρά
    στο νου του ξαναφέρνει και λυπάται
    που δε θα παραστεί ‒ανωτέρα βία‒
    στο ξόδι της. Ας είναι ευλογημένη.

    Είναι αγνοούμενος στα μέρη της Τουρκίας
    Καππαδοκία μεριά.
    Το πρόσωπό του κάθε μέρα τ᾿ απιθώνει
    στον τράχηλο του ήλιου π᾿ ανατέλλει.

  65. skol said

    Μιας και τα Εφτάνησα είχαν την τιμητική τους στα τελευταία ποστ, βάζω κάτι σχετικό
    Πρόσεξα να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο φολκλορικό!

  66. Theo said

    Κι ένα ανοιξιάτικο του Μάρκου Μέσκου, από τη συλλογή του «Μαυροβούνι», που δεν γκουγκλίζεται:

    Ο ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ
    Το καραούλι έπιασε μόνον εμένα
    και η νύχτα η βάναυση χάρηκε τα μάτια μου.
    Αχ! να τα σφαλούσα τόσο
    όσο ένα ανθισμένο δέντρο οχτώ του Απρίλη!
    Άσπρο γενάκι έχει το βουνό
    τα χωράφια υγρό κριθάρι.
    Μα πού, μα πού με πάει αυτός ο άνεμος
    μα πού, μα πού με πάνε αυτές οι χειροπέδες;

  67. Μπουκανιέρος said

    50 Νικοκύρη, πότε έπεσε αυτή η θανατηφόρα επιδημία πείνας στους αρχαίους ποιητές, γιατί δεν τη θυμούμαι; (Κι ας μη μιλήσουμε για τις εξορίες, ε, τότε όλοι εξοστρακίζονταν άρα θα εξορίστηκαν κι αυτοί, φαντάζομαι…)

  68. Theo said

    Κι ένα δικό μου (αδημοσίευτο), αφιερωμένο στον Μάρκο Μέσκο:

    ΡΙΖΕΣ
    Κάθε βράδυ
    μορφὴ ποὺ μοῦ παίρνει τὸ μυαλὸ
    ἡ μητέρα καὶ ἡ γῆς ἕνα
    καραούλι ποὺ βιγλίζει τὴν Κατράνιτσα
    καὶ τὸ αἷμα ποὺ κοχλάζει μὲ λυγμοὺς
    στὸν φλεγόμενο ἀχυρώνα
    καθὼς οἱ σιδερόφραχτοι
    τραβᾶν τοὺς ὁμήρους στὰ Καϊλάρια.

    Μαρμάρινη ὁ πόνος προτομὴ
    σπουδαγμένου ἀντάρτη
    ποὺ δὲν ἤξερε νὰ τρέχει
    κι ἡ παράκληση σπαρμένη στὶς ραχοῦλες
    γιορταστικὸ μνημόσυνο τοῦ Μάη
    ἢ θεοτικὰ βιβλία καὶ κονίσματα
    βγαλμέν᾿ ἀπὸ παλιὰ σεντούκια.

    Καθὼς μπατανίζουν οἱ γυναῖκες
    οἱ ἄντρες γυρίζουν ἀπ᾿ τὸ Σόροβιτς μὲ τὸ κέρδος τῆς μέρας
    ἄχρηστη μονέδα τώρα·
    ὁ πόνος μόνο ἀπαράλλαχτος
    καθὼς ἀπὸ τὸν μόχθο καὶ τὸ αἷμα
    οἱ νεκροὶ ριζώνουν μέσα μας.

  69. sxoliko said

    Τα σπίτια των ανθρώπων

    Οι άνθρωποι συνεχίζουν να χτίζουν σπίτια
    διαλέγουν χρώμα στην πλήξη, παράθυρο για τη ζέστη του πυθμένα
    προπάντων να συναρπάζει η θέα
    τα κύματα χτυπούν τους ερωτευμένους στις τραπεζαρίες
    λένε τη μέρα καθημερινή κι ας είναι μια λιακάδα μέσα στην εκδρομή του αδιάθετου μπισκότου
    συμπλήρωμα κανέλας στα βρόχινα νερά του υπονόμου
    αισθάνεται μια ελαφρά ράγα πίσω απ’ τα μάτια
    αποκοιμιέται στα πέπλα των ξεραμένων φύλλων
    σπίτια λες και
    συναγωνίζεται τον άνεμο στο σφύριγμα και την ανάσα
    κόβεται λες και
    είναι ο βρυχηθμός που έρχεται προς τα πίσω
    απ’ τη σπηλιά της φωτιάς που δεν άναψε
    της στάχτης που προηγήθηκε της φλόγας.

  70. Theo said

    Και τρία ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, που δεν γκουγκλίζονται:

    Από τη συλλογή «Εγχειρίδιο ευθανασίας»:

    ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
    Όσο για το έγκλημα, ήταν από καιρό προμελετημένο: δεν έλειπε ούτε η υπόσχεση ούτε ο υγρός τοίχος ούτε ο γερο-ράφτης ούτε και το ρείθρο όπου θα πέταγα στο τέλος την επιστολή ‒ μόνο μια λεπτομέρεια έμενε: ποιον θα σκότωνα και γιατί;
    Κι, ω Κύριε, μη μας αφήσεις τίποτ’ άλλο στο κόσμο, παρά την εύνοια να κλαίμε χωρίς λόγο.

    ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΒΙΔΙΟΥ
    Όταν, τέλος έφτασε η ώρα να με πάρουν για το απόσπασμα, έμειναν όλοι άναυδοι ‒ μες στο κελί δεν βρήκαν παρά ένα σκυλί κουλουριασμένο στην άκρη.
    Διότι, βεβαίως, δεν ήτανε τυχαίο που οι άλλοι με φώναζαν συνήθως τεμπελόσκυλο.

    Από τη συλλογή «Ο τυφλός με το λύχνο»:

    ΖΗΤΗΜΑ ΘΕΣΕΩΣ
    Το βράδυ οι φίλοι μου με αναζητούν στα καφενεία, όπου βρίσκουν
    ένα ποτήρι κονιάκ ν᾿ αδειάζει σιγά σιγά μόνο του ‒
    αλλά τι να ᾿κανα που υπήρξα πάντα
    απ᾿ την άλλη μεριά της ζωής.

  71. Theo said

    @20:
    Ένας Σουρής του 21ου αιώνα!
    Να ‘σαι καλά!

  72. Γ.Π. said

    ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

    Μοναχικό δέντρο
    μέσα στην ερημιά
    με την πυκνή φυλλωσιά
    σε προστατεύει
    από την καταιγίδα.
    Με λαχτάρα
    μέσα στη μαύρη μοναξιά του
    θέλοντας κοντά να σε κρατήσει
    σε δίνει βορά στον κεραυνό
    κι ας γίνεται
    το ίδιο παρανάλωμα.

  73. Flavia said

    Ο Ρίτσος έγραψε ένα ωραίο ποίημα για τον καταπληκτικό καθεδρικό ναό της πόλης μου.

    Ντουόμο του Μιλάνου

    Νὰ μὴν ξεχάσεις – εἶπε – κεῖνες τὶς πανύψηλες ὑαλογραφίες -…
    Τὶ ἔντονα χρώματα -κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, γαλάζιο –
    Οἱ ἅγιοι, οἱ Ἀγγέλοι, μεγάλοι καρποὶ, μεγάλα φύλλα,
    μιὰ γυναῖκα χλωμὴ, δυὸ χαρέκλες, τὸ πριόνι

    Ἄλλωστε νὰ ξανάρθουν ἀπὸ μόνες τους μετὰ ἀπὸ χρόνια σ’ἕνα ἤσυχο,
    γερασμένο δωμάτιο (κι ἴσως νὰ βρέχει καὶ τότε).

    Θὰ ξανάρθουν μαζί μὲ τὶς ἀρχαῖες καμπανοκρουσίες, μαζί μὲ τοὺς κρότους
    ἀπ’τὰ κλειδιὰ τῶν μαγαζιῶν ποὺ κλείνουν -βροχερὸ θερινὸ μεσημέρι-
    μαζί κι ἡ μυρωδιὰ ἀποξηραμένης ρίγανης
    καὶ τρίμματα ἀπὸ κιμωλῖες στὸ δάπεδο κλεισμένων Λυκείων.
    Θὰ ξανάρθουν μὲ χρώματα λιγότερο ἔντονα, μὰ πιὸ βαθειὰ καὶ πειστικὰ. Μὲς στὸ Ντουόμο ἤχοι ἀπὸ βήματα προσκυνητῶν καὶ τουρισμῶν ἀνεβαιναν πρὸς τὶς ὑαλογραφίες καὶ στάθμευαν ἰδιαίτερα στὸ κίτρινο. Ἐνῷ ἔξωἔβρεχε δυνατὰ. Ἔτρεχε τὸ νερὸ στὰ σώματα τῶν ἀγαλμάτων.
    Καὶ μιὰ λυπημένη κυρία περίμενε κάτω ἀπ’τὸ ἀπέναντι ὑπόστεγο
    κρατῶντας μὲ πέτσινα λουριὰ τὰ δύο μικρὰ γκρίζα σκυλιὰ της.

    (Mιλάνο, 27. 06.1980) ( Γιάννης Ρίτσος-Ιταλικό τρίπτυχο

  74. sarant said

    Eυχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχόλια και τα ποιήματα που πλούτισαν πολύ την αρχική ανάρτηση!

    67: Έχουμε γράψει γι’ αυτό το μεγάλο θανατικό 🙂

  75. Τσούρης Βασίλειος said

    Κροσσια
    δεμένα μου όνειρα
    ξέφτια
    αγαπημένοι μου πόθοι

    Τάσος Κανάτσης Κρόσσια και ξέφτια, Γιάννενα 89

    ΕΝΔΗΜΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ
    Κλαράκι στον γκρεμό
    στο βράχο αγρίμι
    και μες στου χρόνου
    την ποδιά
    ξεσπυρισμένο ρόδι

    Τάσος Κανάτσης Λεηλασίες Εκδόσεις Καστανιώτη 1997

  76. # 71

    Ευχαριστώ Theo

    ( χμμμμ, 48, κουράγιο άλλοι δέκα μείνανε )

  77. Γς said

    68:
    24 Απριλίου του 1944, το μεγαλύτερο ολοκαύτωμα (μετά απ’ αυτό των Καλαβρύτων) 318 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, στην Κατράνιτσα (Πύργοι Εορδαίας).
    Καϊλάρια και Σόροβιτς είναι η Πτολεμαΐδα και το Αμύνταιο αντίστοιχα.

  78. Theo said

    Και κλείνω με δυο ποιήματα που περιγράφουν τον αληθινό ποιητή (και γκουγκλίζονται):

    (του Μίλτου Σαχτούρη, από τη συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ)

    ΤΑ ΔΩΡΑ
    Σήμερα φόρεσα ένα
    ζεστό κόκκινο αίμα
    σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
    μια γυναίκα μου χαμογέλασε
    ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
    ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί

    Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
    καρφώνω πάνω στις πλάκες
    τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
    είναι όλοι τους δακρυσμένοι
    όμως κανείς δεν τρομάζει
    όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
    είναι όλοι τους δακρυσμένοι
    όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
    και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
    στον ουρανό

    Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
    τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
    ναι την καρδιά μας καρφώνει
    ώστε λοιπόν είναι ποιητής.

    (του Τάσου Λειβαδίτη, από τη συλλογή ΒΙΟΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ)

    ΠΟΙΗΤΕΣ
    Ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις ‒
    και γίνονται πουλιά.

  79. Γς said

    76:

    >χμμμμ, 48,

    Κάνε τους 49.

  80. Theo said

    @77:
    Ευχαριστώ, Γς, για τις … υποσημειώσεις.
    Κατά βάσιν, το ποίημα σ’ αυτό το ολοκαύτωμα αναφέρεται.
    Είχα γράψει αρκετά στην Κατράνιτσα πέρυσι, σε σχόλιά μου στο https://sarantakos.wordpress.com/2013/01/30/tsokaro/

  81. Theo said

    @76, 79:
    Αυτό με τους 48 και 49 δεν το πιάνω.

  82. # 81

    Theo, ξαναδιάβασε προσεκτικά το #20

    # 79

    Σου είχα δείξερι το φεγγάρι και δεν το θυμάμαι ;

  83. Γς said

    >Περιμένω και τα δικά σας ποιήματα (γιατί όχι και δικά σας ποιήματα) σαν προσφορά στη σημερινή μέρα της ποίησης!

    Κι ήταν ένας Γς που σαν να έζησε πριν χιλιάδες χρόνια. Δεν τον θυμάμαι πια. Ούτε κι αυτά που έγραφε.

  84. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    Αν ήταν τα εκατομμύρια των κυττάρων μου να διαχώριζα
    σ΄όλη τη γη θα τα ΄σπερνα κυκλάμινα και χαμομήλια,
    πάνω σ΄ αυτά να περπατάς
    κι όταν μ΄ αγαπάς κι όταν θα μ έχεις ξαγαπήσει
    Μήτσος Κασόλας

    και τη μαντινάδα
    Με την καινούργια άνοιξη και με τα χελιδόνια
    θα ρθω μικρή μου να σου πω πως σ΄αγαπώ από χρόνια

    Ξεμπουμπούκιασαν οι νερατζανθοί στην Αγίου Κωσταντίνου μπροστά από το Εθνικό Θέατρο και μ έκλεισαν σε μυρωμένες αγκαλιές απόψε μετά τον Πιραντέλλο.Δεν ήθελα να σαλέψω,μη χάσω το θάμα.Στην Αγίου Κωσταντίνου, ανάμεσα Ομόνοια της εγκατάλειψης και Μεταξουργείο της απωλείας.
    Δεν είναι ποίημα, μα μοιάζει.

  85. Γς said

    81:
    Με το σχόλιό σου (#71) ο Τζι σε έβαλε (#76) ως 48ο στη λίστα αυτών που τον έχουν αποκαλέσει ποιητή (#20).

    Ε, κι εγώ με τη σειρά μου αιτούμαι να με συμπεριλάβει ως 49ο (#79)

    Κι ας μην μου έχει δείξει το φεγγάρι (#82)
    Ούτε κι εγώ το δικό μου φεγγάρι.

    Δικό μου είναι, όπως θέλω το λέω 😉

  86. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    85. >>Κι ας μην μου έχει δείξει το φεγγάρι (#82)
    Ούτε κι εγώ το δικό μου φεγγάρι

    και Γουσού, Τζι και φεγγάρια
    γίνανε μαλλιά κουβάρια 🙂

  87. Γς said

    84:

    Και εμένα, με λίγωσε μια πορτοκαλιά το απόγευμα με την ευωδία των ανθών της.
    Τι πορτοκαλιά, τι νεραντζιά
    Το ίδιο είναι.

    Μόνο που η μια είναι στη Ραφήνα κι η άλλη κάνει πιάτσα στην Αγίου Κωνσταντίνου.

    Έτσι δεν είναι, αν έτσι νομίζετε;

  88. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    87.>>Τι πορτοκαλιά, τι νεραντζιά.
    Η νεραντζιά έχει διάθεση υπόπικρη, λέει η Δημουλά. Για κάποιο λόγο οι πορτοκαλιές κρατιούνται λίγο παραπίσω.Εκεί η θάλασσα συντελεί γενικά σε πρωιμότερες φουσκοδεντριές. Χθες είδα αχνορόζ το λιμνιώνα του κιτρινόφρυδου φυλλοσκόπου στη Βραυρώνα από τ άνθη των αλμυρικιών.Αλλά και στα πλαγάκια οι κόκκινες ανεμώνες μου πήρανε το νου. Μεγαλόπρεπη ξεχύθηκε η άνοιξη. Μέθυσα. Νυστάζω. Λεκανόστ που λέγατε

  89. Γς said

    2, 6:
    >Ω γλυκύ μου έαρ.

    Δεν είχα δει ότι το είχατε αναφέρει στο ποίημα της μητέρας σας.
    Και πήγε ο νους μου εκεί.
    Αλλά φευ, κι εκεί. Στα τρία αγγελούδια μας που έφυγαν τέτοιες μέρες, όταν ερχόταν η Ανοιξη.
    Συμπαθάτε με.
    Πόνος.

    Ηταν κι εκείνος ο νυχτερινός μοτοσυκλετιστής που μας ξυπνούσε 3-4 κάθε βράδυ.
    Και είδα μια μάνα που σερνόταν ουρλιάζοντας από τον πόνο έξω απ την εκκλησία απέναντι. Και μια νεκροφόρα.
    Και δεν μας ξύπνησε κανένας πια.

    Οπως και στο άλλο ποίημα της μητέρας σας:

    Ο μοτοσυκλετιστής. Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου

  90. gmich said

    Αυτό το ποίημα μας έβαλαν να αναλύσουμε στις εξετάσεις για το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο στο μάθημα των νεοελληνικών το 1966. (εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανούτσου- Λ. Ακρίτα)

    Η Ελιά Λάμπρου Πορφύρα .
    Οὔτ᾿ ἕνα φύλλο! Πέσανε καὶ σκόρπισαν. Σπασμένα
    Κλωνάρια ὀλόγυρά μου-
    Καὶ μέσα στὰ συντρίμμια αὐτὰ -γειά σου, χαρά σου ἐσὲν-
    Ἀκόμ᾿ ἀνθεῖς ἐλιά μου.

    Ἄ! πῶς ὁ ἀγέρας ὁ τρελλὸς ἀπάνου τους χυμάει
    Και πῶς χτυπιοῦνται! Μόνο
    Μονάχα, ἐσύ, παράμερα τοῦ Κηφισσοῦ τὸ πλάϊ,
    Γιορτάζεις μέσ᾿ στὸν πόνο.

    Ἄς τα, κι ἂς κλαῖν στὴν παγωνιὰ τὴν ἄγρια, κι ἂς βογγοῦνε
    Στῆς μπόρας τὴ μαυρίλα,
    Ἐγὼ κοντά σου στέκομαι ν᾿ ἀκούσω νὰ μοῦ ποῦνε
    Τ᾿ ἀμάραντά σου φύλλα,

    Ν᾿ ἀκούσω νὰ μοῦ ποῦν σιγὰ τὰ πρόσχαρά τους χείλη,
    Πῶς εἶναι μέσ᾿ στὰ χιόνια,
    Εἶναι ψυχὲς μέσ᾿ τὸν βοριᾶ, κι ὅμως τὸ φῶς τοῦ Ἀπρίλη
    Γύρω τους φέγγει αἰώνια

  91. Theo said

    @82, 85:
    Ευχαριστώ για τις διευκρινήσεις.

  92. Theo said

    @77:
    Κι άλλα σχόλια για την Κατράνιτσα στο https://sarantakos.wordpress.com/2013/01/27/democedes/

  93. leonicos said

    @76 Εμένα δεν θα με μετρήσεις;

  94. leonicos said

    Βάλε με δίπλα στον Γς, στο 50! Δεν τον χωνεύω αλλά κάνει παρέα

  95. leonicos said

    Γς @89 Chapeaux bas!

Σχολιάστε