Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Το περιβόλι των νεκρών (διήγημα του Κωστή Ανετάκη)

Posted by sarant στο 17 Απριλίου, 2022


Δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα του φίλου μας Κωστή Ανετάκη. Δεν είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύουμε δικά του κείμενα: έχουμε ήδη δημοσιεύσει τρία ακόμα διηγήματά του: Σαπφώ, Ο Ευριπίδης της ταφής και Ο άνθρωπος που δεν αρρώσταινε, ενώ επίσης είχαμε παρουσιάσει το μυθιστόρημά του Αναρούσες

Το σημερινό διήγημα, γραμμένο πρόσφατα, είναι ένα αντιπολεμικό διήγημα μαγικού ρεαλισμού, όπως το χαρακτηρίζει, με νεκρικά έθιμα που τα συνηθίζουν οι Βλάχοι της Σερβίας. Οι υποσημειώσεις είναι του συγγραφέα. Δεν χρειάζονται περισσότερα για εισαγωγή, ας το διαβάσουμε:

Το περιβόλι των νεκρών

Είδες άντρα με στολή, μόνο για κακό θε να ’ναι. Η Ρηνιώ η Μιστριώτενα αυτό δεν το ’λεγε τόσο για τον ενωμοτάρχη του χωριού, αν και όλοι ξέρανε τι ανακατωσούρας ήταν και πως όλα τα ’μπλεκε χειρότερα σαν έμπαινε στη μέση. Τούτος ήταν ο μικρότερος μπελάς.

Την πρώτη φορά που ήρθε στο χωριό στρατιωτικό απόσπασμα, μ’ έναν ταγματάρχη επικεφαλής, ήτανε μικρό κορίτσι. Θαμπώθηκε με τη στολή και το παράστημα, το μακρύ σπαθί, τα γαλόνια, τις επωμίδες και το στριφτό μουστάκι του, ένιωσε ένα πρωτόγνωρο τσίμπημα στην καρδιά. Κι η επιβολή του πάνω στους φαντάρους που βάδιζαν συνταγμένοι κατόπι του, αγόρια με μάγουλα χνουδάτα σα ροδάκινα, την είχε εντυπωσιάσει ακόμα βαθύτερα. Σαν χτύπησαν την πόρτα της αυλής τους, όπως και σ’ όλα τα σπίτια του χωριού, και φώναξαν τους άντρες άνω των δεκαοχτώ να παρουσιαστούν στην πλατεία, η Ρηνιώ κρύφτηκε πίσω απ’ τα φουστάνια της μάνας της, της Χαρίκλειας, και κοιτούσε ντροπαλά και αδιάντροπα τον όμορφο αξιωματικό.

Μαζεύτηκαν οι άντρες στην πλατεία, όπως οι μύγες στη ζάχαρη, και τα παιδιά ακροβολισμένα ολόγυρα, σκαρφαλωμένα στα κλαριά από τα πλατάνια, ρουφούσαν την ασυνήθιστη σκηνή. Οι γυναίκες, που ήξεραν καλύτερα, έμειναν σπίτι και συνέχισαν τις δουλειές τους, με μια σκοτεινιά να φτεροκοπά πάνω απ’ τα κεφάλια τους σα σμήνος κορακιών.

Ο κομψός ταγματάρχης μίλησε στους συγκεντρωμένους κι η φωνή του αντήχησε όπως το σίδερο στο αμόνι. Πρόφερε την τρομερή λέξη, Πόλεμος, και σίγησε κάθε ψίθυρος στην πλατεία. Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία κλάγγιζαν στο στόμα του κι άπλωναν τριγύρω μιαν αίγλη σα φωτοστέφανο, λες κι ήταν ο Αϊ-Δημήτρης αρματωμένος. Γενικός ενθουσιασμός απλώθηκε κι όλοι έτρεξαν να ετοιμαστούν για πόλεμο, σα να πήγαιναν σε πανηγύρι.

Ο πατέρας αγκάλιασε τη Ρηνιώ και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια της, τον Νικόλα και την Αγάθη, έπειτα φίλησε τη μάνα, την ορμήνεψε για όσο θα έλειπε κι έφυγε μαζί με τους άλλους. Προτού χαθεί απ’ τα μάτια τους, γύρισε και τους χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο που έμοιαζε πολύ με αληθινό. Κείνη η πομπή, κι ας φαινόταν εύθυμη, είχε μια θλιμμένη επισημότητα που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο νου της Ρηνιώς.

Δεν τον ξαναείδαν, ζωντανό ή νεκρό. Ένα χρόνο αργότερα, ο ταχυδρόμος έφερε γραφή με κρατική σφραγίδα, πως ο Τάσος είχε πέσει ηρωικά στη μάχη και το σώμα του θάφτηκε στα ξένα, μαζί με τους υπόλοιπους δοξασμένους νεκρούς.

Της Χαρίκλειας το μέτωπο διέσχισε μια βαθιά ρυτίδα, που δεν έσβησε πια ποτέ. Στάθηκε βράχος για το σπίτι και τα παιδιά της, δούλευε σαν άντρας στα χωράφια μαζί με τον Νικόλα, έστρωσε και τις κόρες της στα οικοκυρικά και στις σπιτικές αγροτικές εργασίες και κατάφερε να τα φέρει βόλτα· μέχρι προίκα για τα κορίτσια ετοίμασε. Η Ρηνιώ παντρεύτηκε τον Αρχοντή Μιστριώτη, φίλο επιστήθιο του αδερφού της. Την ίδια μέρα, παντρεύτηκε κι ο Νικόλας την Καλλίτσα, αδερφή του Αρχοντή. Η Αγάθη, ως μεγαλύτερη, είχε στεφανωθεί τρία χρόνια πριν.

 

Δεν πρόλαβαν να γλείψουνε το μέλι απ’ το κουτάλι κι οι άντρες με τις στολές εμφανίστηκαν ξανά. Κείνη τη φορά δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου η Ρηνιώ, μόνο τα μαύρα πουλιά άρχισαν να φτεροκοπούν αποπάνω της και σκέπασαν το χωριό. Πόλεμος, είπαν πάλι, και η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία έλαβαν το λόγο και δε σήκωναν αντίρρηση καμιά. Πήραν μαζί τους φεύγοντας τον Νικόλα, τον Αρχοντή και τον Γιαννακό της Αγάθης, που ’χε ήδη σκαρώσει δυο κορίτσια. Έμειναν η Καλλίτσα κι η Ρηνιώ με τις κοιλιές φουσκωμένες κι οι τρεις μαζί προσεύχονταν καθημερνά στην εκκλησιά, γονατιστές μπρος στην εικόνα της Παναγιάς, να ξαναγυρίσουν οι άντρες τους.

Μονάχα ο Γιαννακός γύρισε, σακατεμένος στην ψυχή και στο κορμί, μ’ ένα πόδι κομμένο πάνω απ’ το γόνατο κι ένα θραύσμα από οβίδα καρφωμένο στο κρανίο, δεν έβλεπε ούτε άκουγε απ’ τα δεξιά. Τις νύχτες ξυπνούσε σκούζοντας κι έτρεμε σύγκορμος και παραληρούσε κρυμμένος πίσω απ’ την ντουλάπα. Δεν είχε ιδέα πού είχαν πέσει οι άλλοι δυο και σε ποια γη σαπίζαν τα κορμιά τους. Και τα χαρτιά με την κρατική σφραγίδα, που ήρθαν σε λίγο καιρό, δεν έλεγαν περισσότερα. Οι άνθρωποί τους είχαν απλώς χαθεί, παραχωμένοι ανάμεσα σε άλλους ανώνυμους ήρωες.

Η κυρα-Χαρίκλεια μ’ αυτό τον καημό έσβησε, που δεν αξιώθηκε να νεκροφιλήσει τον άντρα και τον γιο της, που δεν είχε ένα μνήμα ν’ ανάβει το καντήλι, να πηγαίνει να κάθεται και να τους λέει το κοντό της και το μακρύ της και της ζωής της τα παράπονα. Κι η Ρηνιώ είχε τον ίδιο πόνο με τη μάνα της. Και πιότερο απ’ όλα τη βάραινε που πατέρας, άντρας κι αδερφός είχανε μείνει άκλαυτοι κι αμνημόνευτοι κι οι ψυχές τους δε θα βρίσκανε ποτέ αναπαμό. Άλλοι κάνανε για τους δικούς τους κηδείες με αδειανά φέρετρα, μα την κυρα-Χαρίκλεια και τη Ρηνιώ δεν τις παρηγορούσε να κλαίνε πάνω από κενό τάφο.

Με την Αγάθη και την Καλλίτσα ένωσαν τις δυνάμεις τους για να τα βγάλουν πέρα. Μαζεύτηκαν όλες στο πατρικό της Ρηνιώς, που ο Τάσος το ’χε χτίσει μεγάλο, γιατί είχε όνειρο να κάνει πολυμελή οικογένεια, Θεός σχωρέσ’ τον. Κείνη είχε ένα αγόρι, η Καλλίτσα ένα κορίτσι κι άλλα δυο η Αγάθη, μαζί και τον φουκαρά τον Γιαννακό.

Τρία χρόνια αργότερα, η Καλλίτσα ξαναπαντρεύτηκε, μα δε δέχτηκε ν’ αφήσει το σπίτι. Θέλοντας και μη, ο Σωτήρης ο σαμαράς μετακόμισε κι αυτός μαζί τους και στα τέσσερα μεγαλύτερα παιδιά προστέθηκαν άλλα τρία στην αράδα. Η Αγάθη με τον Γιαννακό, που συνέφερε λίγο με τη βοήθεια του κρασιού κι έμαθε την τέχνη του ράφτη για να βιοπορίζεται, έκαναν άλλα τέσσερα. Μαζέψανε κοντά τους κι όσους από τους γέρους τους ζούσαν ακόμα, πούλησαν τα σπίτια που έμειναν ακατοίκητα κι έτσι, δουλεύοντας όλοι μαζί, κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα στα δίσεχτα χρόνια που ήρθαν.

Η Ρηνιώ δε θέλησε να πάρει άλλον άντρα ούτε κι έβγαλε ποτέ τα μαύρα κι ας ήταν ακόμα νέα κι ας ήρθαν τρεις γαμπροί να τη ζητήσουν. Αφιέρωσε τη ζωή της στον Μήλιο, τον κοιλάρφανο γιο της, στη δουλειά και στη μεγάλη φαμίλια που φτιάσανε, όπου κανείς δεν ένιωσε πια μοναξιά, αν και μερικές φορές, με όλο το μελισσολόι αυτό στα πόδια της, της φαινόταν κι αυτή ευπρόσδεκτη.

Η μεγάλη της αδυναμία ήταν τα λουλούδια. Δεν της έφτανε το ξεθέωμα ολημερίς στα χωράφια και στο νοικοκυριό, έφτιασε στο οικόπεδο πίσω απ’ το μεγάλο σπίτι με τα χέρια της έναν μπαξέ, καύχημα και καμάρι της, κι όποτε ξέκλεβε λίγην ώρα, ασχολιότανε μ’ αυτόν.

 

š ›

Κείνη τη μέρα, η Ρηνιώ γυρνούσε σπίτι απ’ τα χωράφια κατά το απομεσήμερο. Μια ψιλή γκρίζα βροχή σα στάχτη έπεφτε απ’ τον ουρανό. Ξάφνου τους είδε. Οι άντρες με τις στολές είχαν φτάσει απ’ ώρα στο χωριό, μα τούτη τη φορά δεν τους είχε πάρει χαμπάρι. Ένας καλοσιδερωμένος ταγματάρχης με μερικούς φαντάρους είχαν ήδη στρατολογήσει όσους ήταν ικανοί για πόλεμο κι ετοιμάζονταν να φύγουν βιαστικοί. Ανάμεσά τους κι ο Μήλιος, που μόλις πριν μια βδομάδα είχε κλείσει τα δεκαοχτώ. Πίσσα σκοτάδι χύθηκε στο νου της, σάμπως μαύρος ήλιος να κατάπιε ολάκερο τον κόσμο.

Ποιος είδε τον Θεό και δε φοβήθηκε. Χίμηξε με μια γοερή κραυγή, φυλάκισε τον Μήλιο στην αγκαλιά της και δεν τον άφηνε να φύγει. Μάταια προσπαθούσαν οι χωριανοί να τον αποσπάσουν απ’ τα χέρια της.

– Δε θα μου πάρετε κι αυτόν, πανάθεμα τη φύτρα σας, άλλον εγώ δε δίνω, ούρλιαζε παλαβωμένη.

Τότε ήρθε κοντά της ο ταγματάρχης κι άρχισε να της γλυκομιλάει και να την καλοπιάνει. Ο πόλεμος είχε φτάσει πια κοντά· πίσω από κείνα πέρα τα βουνά, ο εχθρός επέλαυνε ακάθεκτος, αν δεν τους σταματούσαν θα έφταναν ως το χωριό και θα τους σφάζανε όλους, δεν είχαν γλυτωμό. Έπειτα της ψιθύρισε στ’ αφτί:

– Κυρά μου, μην κάνεις τον γιο σου να ντρέπεται, όλοι θα τον πουν δειλό, που κρύβεται πίσω απ’ της μάνας του την ποδιά.

Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία ήρθαν και κάθισαν τριγύρω να τη νουθετήσουν στοργικά.

Μ’ όλ’ αυτά, η Ρηνιώ ήρθε στα συγκαλά της και κατάλαβε πως με τη μοίρα δεν μπορούσε να τα βάλει. Μα για ν’ αφήσει να λυθούν τ’ ατσαλένια της δάχτυλα, έθεσε έναν όρο, να την περιμένουν να πάει ως το σπίτι να φέρει κάτι στον γιο της. Ο ταγματάρχης τής έδωσε τον στρατιωτικό του λόγο και μόνο τότε πείστηκε ν’ αφήσει τον Μήλιο.

Δρόμωσε για το σπίτι, βγήκε στον μπαξέ κι άνοιξε την ξύλινη αποθηκούλα όπου φυλούσε τα σύνεργα της κηπουρικής. Έπιασε ένα μικρό υφασμάτινο πουγκί κι έβαλε μέσα σπόρους απ’ τα καλύτερα λουλούδια και βότανα που καλλιεργούσε. Λιόσπορους, σπόρους από βασιλικό και δυόσμο, από κατακόκκινα γαρούφαλλα, κοκκινόμπλαβα σκουλαρίκια, λευκά και πορτοκαλί γεράνια, κιτρινοκόκκινους κατιφέδες κι όλα τα χρώματα από φρέζιες – μαβιές, ρόδινες, κίτρινες, φούξια και λευκές. Την τελευταία στιγμή, έριξε μέσα και λίγα σπόρια από τη ροζ ορτανσία της, την κορωνίδα του μπαξέ της. Ορτανσία δεν είχε καμιά χωριανή στην αυλή της. Κείνης της την είχε αγοράσει ο Αρχοντής τότε που, νιόπαντροι, είχαν πάει στο πανηγύρι της Μεγαλόχαρης, κάτω στο κεφαλοχώρι. Όλες ποθούσαν τον σπάνιο ανθό, μα κείνη κρατούσε ζηλότυπα τον σπόρο και δεν έδινε σε καμιάν άλλη.

Το έραψε γερά, του πέρασε κι ένα ασπροκόκκινο κορδόνι κι έτρεξε ξανά στην πλατεία, όπου ολάκερο το σώμα των επίστρατων περίμεναν βαριεστημένοι την αφεντιά της. Το έδωσε στον Μήλιο και τον όρκισε, ευχή και κατάρα, να το φοράει πάντοτε απάνω του, ό,τι κι αν γίνει. Αυτό θα σε φέρει σπίτι άμα χάσεις το δρόμο, του είπε. Κείνος της ορκίστηκε, πέρασε το κορδόνι γύρω απ’ το λαιμό του, τη γλυκοφίλησε κι έφυγε, με την υπόσχεση πως θα ξαναγυρίσει.

 

Λένε πως όταν κοιμόμαστε στο μαξιλάρι κάποιου βλέπουμε τα όνειρά του. Η Ρηνιώ πήρε το προσκέφαλο του γιου της και κοιμόταν αγκαλιά. Έβλεπε κάθε νύχτα το χωριό, τον εαυτό της, τον μπαξέ, το σπίτι, έτσι ήξερε πως ο μονάκριβός της ονειρευότανε το νόστο κι ένιωθε μια ζεστασιά στην καρδιά της. Μέχρι που μια μέρα είδε μοναχά σκοτάδι. Τα ίδια την επόμενη, τη μεθεπόμενη, ολάκερη βδομάδα. Η Ρηνιώ κατάλαβε πως ο Μήλιος της είχε πέσει στον μεγάλο ύπνο κι άρχισε μέσα της να θρηνεί. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα, εκτός από την Καλλίτσα, που ήταν τάφος και μυστικό δεν έβγαινε απ’ το στόμα της. Μάταια κείνη προσπαθούσε να διασκεδάσει τους φόβους της κοροϊδεύοντας τούτες τις δοξασίες.

– Η καρδιά της μάνας ξέρει, της απαντούσε η Ρηνιώ. Μπροστά στους άλλους έκανε πως δεν έτρεχε κάστανο. Θρηνούσε βουβά και μέρα με τη μέρα χλόμιαζε, θαρρείς ξεθώριαζε.

Μετά ήρθαν τα μαντάτα. Βγήκε ο τελάλης με το χωνί του και μια κουδούνα σαν του δάσκαλου στο χέρι και φώναζε ενθουσιασμένος πως ο πόλεμος τέλειωσε, ο εχθρός νικήθηκε κι έφυγε μακριά, η Πατρίδα σώθηκε. Όλοι βγήκανε στους δρόμους με τσαμπούνες και κλαρίνα και λαγούτα και βιολιά, μαζεύτηκαν στην πλατεία κι έστησαν γλέντι, μ’ ό,τι είχε ο καθένας να συμβάλει. Η Ρηνιώ προτίμησε ν’ απολαύσει τη σπάνια ησυχία στο σπίτι, καθώς ακόμα κι ο Γιαννακός παράτησε τα βελόνια του, πήρε τις πατερίτσες του και πήγε κούτσα κούτσα στην πλατεία να ξεδώσει κομματάκι. Η καρδιά της είχε πένθος, δε συμμεριζόταν τη χαρά των υπόλοιπων.

Ύστερα άρχισαν να επιστρέφουν απ’ τον πόλεμο οι άντρες, μα ο Μήλιος πουθενά. Περίμενε, περίμενε, μέχρι που όσοι ήταν νά ’ρθουν ήρθαν. Κατόπιν, έφτασαν κείνες οι γραφές με τη σφραγίδα του κράτους, τα νεκρόχαρτα που ’λεγαν οι γυναίκες. Ένα από δαύτα έγραφε τ’ όνομα του Μήλιου. Όλοι στο σπίτι ανασκουμπώθηκαν για δράματα μεγάλα, καθώς θυμούνταν πώς έκανε η Ρηνιώ όταν ήρθανε να πάρουν τον μονάκριβό της.

Μα κείνη είχε τελειώσει με τους θρήνους και το πένθος. Όταν της διάβασαν τη γραφή, κούνησε θεληματικά το κεφάλι, έσφιξε τα χείλια και, δίχως κουβέντα, βγήκε να τσαπίσει τον μπαξέ της. Γιατί μέσα της είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Δε θ’ άφηνε της λησμονιάς τ’ αγιάζι να φάει τον Μήλιο της. Ορκίστηκε πως θα βρει τα κόκαλά του και θα τα φέρει να τα θάψει στο χωριό, που ο κόσμος να χαλάσει.

Δε σταυροχεριάστηκε. Κάλεσε στο σπίτι τον Ευτύχη, πρωτανεψιό του Σωτήρη του σαμαρά, που ο Θεός τον λυπήθηκε και γύρισε απείραχτος απ’ τον πόλεμο, όνομα και πράμα. Τον κέρασε ρακή και μεζέ και του ζήτησε να της πει πού ήταν το μέρος όπου σκοτώθηκε ο γιος της. Κείνος της τα περιέγραψε με το νι και με το σίγμα, έπινε και θυμόταν, έκλαιγε κι έλεγε.

Συνάντησαν τους εχθρούς πίσω απ’ τον ώμο του βουνού, δυο κορφές παραπίσω από κείνη που αχνοφαινόταν πέρα στον ορίζοντα. Χιλιάδες νεκροί σκέπασαν κάθε σπιθαμή της πλαγιάς, ξένοι και δικοί, μέχρι να κριθεί η μάχη.

– Τους πήραμε φαλάγγι, θεια, τρέχανε να γλυτώσουν κι εμείς σα ζαγάρια τους κυνηγούσαμε κι όποιον προφταίναμε τον σουβλίζαμε με την ξιφολόγχη, της είπε, μ’ ένα περήφανο χαμόγελο στο αναψοκοκκινισμένο μούτρο του.

Μα μέχρι να γυρίσουν πίσω, έπιασε να βρέχει καταρράχτες και τα πόδια βούλιαζαν στη μαλακή λάσπη, δεν γινόταν να μαζέψουνε τα πτώματα. Μετά, η βροχή σταμάτησε κι άξαφνα η βαριά συννεφιά αναλύθηκε σε άφθονο χιόνι. Ακολούθησε η σουβλερή επιδρομή του πάγου. Ο καιρός ανέλαβε την ομαδική ταφή κι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πια να παρέμβουν. Ξένοι και δικοί, αγκαλιασμένοι, αδελφώθηκαν στο θάνατο, όσο μισιούνταν στη ζωή.

Η Ρηνιώ δεν έχασε καιρό. Γέμισε ένα παγούρι με νερό απ’ την πηγή και το πήγε στον παπά να το αγιάσει. Το έβαλε στο ταγάρι της μαζί μ’ ένα μεγάλο μπουκάλι κοκκινέλι απ’ το καλύτερο βαρέλι που ’χε στο κελάρι της, απαραίτητα και τα δυο στα ταφικά έθιμα. Το άλλο πρωί, χαράματα, τυλίχτηκε τα σκουτιά και τα τσουράπια της, ζώστηκε το ταγάρι κι έβαλε μπρος της τον μεγάλο δρόμο. Εξόρκισε τα κορίτσια της Αγάθης και της Καλλίτσας να περιποιούνται τα λουλούδια της μέχρι να γυρίσει. Όσο κι αν προσπάθησαν, κανένας δεν κατάφερε να της αλλάξει μυαλά. Στο τέλος, όλοι υποχώρησαν μπρος στην ακλόνητη θέλησή της. Έμειναν απορημένοι κι άναυδοι να την κοιτούν, καθώς χανότανε στο βάθος.

– Ποιος μπορεί να πει πού αρχίζει και πού τελειώνει μια γυναίκα, ακούσανε να μουρμουρίζει ο Γιαννακός, καθώς έραβε το γαμπριάτικο σακάκι του Ευτύχη.

 

Μέρες και μέρες περπατούσε και δε φοβότανε τις κακουχιές και τους ανθρώπους. Ποιος να πειράξει μια μεσόκοπη μαυροντυμένη που ζητιάνευε μια μπουκιά ψωμί κι ένα δεμάτι άχυρο στο στάβλο για να περάσει τη νύχτα της. Ακόμα κι οι ληστές, που μάστιζαν τα βουνά και τους τρέμανε οι κάμποι, τη λυπήθηκαν και της έδωσαν ένα πιάτο φασουλάδα και μια θέση δίπλα στη φωτιά τους. Κι όταν άκουσαν τι γύρευε στους πέντε δρόμους, κούνησαν με νόημα το κεφάλι και πικρογέλασαν κάτω απ’ τις δασιές τους γενειάδες. Σ’ αυτό δε διέφεραν απ’ τους νοικοκυραίους· το ίδιο κάνανε και κείνοι σαν άκουγαν τι ’χε βάλει σκοπό.

Θα ’τανε πια μέσα του Θεριστή, όταν έφτασε στο βουνό που έγινε η μεγάλη μάχη. Γνώρισε το διάσελο απ’ τις περιγραφές του Ευτύχη. Κι όταν με τα πολλά σκαρφάλωσε και κοίταξε κάτω την πλαγιά, είδε το πεδίο στρωμένο πρασινάδα κι αγριολούλουδα, ανάμεσα στα πουρνάρια, σάμπως ο Παράδεισος να ’χε μια θέση για όλους τους αδικοχαμένους. Ο ήλιος έκαιγε, μα ο αέρας ήταν κρύος.

Άρχισε μεθοδικά και πεισματωμένα να διαβαίνει την πλαγιά απ’ άκρου σ’ άκρο, γύρευε κάτι που μόνο κείνη γνώριζε. Σε μιαν άκρη, είδε ένα κομμάτι του κήπου της να ξεφυτρώνει περήφανα στο βουνίσιο τοπίο. Λιοτρόπια που ρέμβαζαν στον ήλιο, βασιλικός και δυόσμος, κατακόκκινα γαρούφαλλα, κοκκινόμπλαβα σκουλαρίκια, λευκά και πορτοκαλί γεράνια, κιτρινοκόκκινοι κατιφέδες, μαβιές, ρόδινες, κίτρινες, φούξια και λευκές φρέζιες. Κι ανάμεσά τους, δυο υπέροχες ροζ ορτανσίες, που δεν άφηναν καμία αμφιβολία. Ο Μήλιος ήτανε θαμμένος σε κείνο τον τόπο, χώμα μες στο χώμα του. Έπεσε πάνω στα λουλούδια, που τράφηκαν απ’ τον Μήλιο της κι είχαν κάτι απ’ την ουσία του. Τους μιλούσε, τα χάιδευε και τα φιλούσε με λατρεία.

Ύστερα ζήτησε συγχώρεση απ’ τα λουλούδια κι έπιασε να τα ξεπατώνει σκάβοντας τη γης με τα χέρια της, κι ας φουσκάλιασαν κι ας μάτωσαν, σταματημό δεν είχε. Μέχρι που, κατά το σούρουπο, ξέθαψε έναν σκελετό που στο λαιμό του είχε περασμένο ένα ασπροκόκκινο κορδόνι. Η φύση είχε κάνει γρήγορα δικό της το κορμάκι του και τ’ άνθη έπαιξαν το ρόλο τους σ’ αυτό.

Ακούμπησε το μέτωπό της στην κεφαλή του Μήλιου και, μόνο τότε, όλη η πίκρα κι η οδύνη που σφιχτοφυλούσε μέσα της, τόσον καιρό που θρηνούσε βουβά και στεγνά, ξέσπασαν θαρρείς καταιγίδα, τα δάκρυα θάλασσα πικρή πλημμύρισαν τον τόπο, το σαγόνι της λύθηκε κι απ’ τ’ ανοιχτό στόμα δεν έβγαινε κραυγή, μόνο ένας πνιχτός βόγγος σα να πάσχιζε ν’ ανασάνει μα ο αέρας να ’χε πήξει.

Σαν σκοτείνιασε πια για τα καλά, η Ρηνιώ σηκώθηκε, έκοψε κάμποσα ξερόκλαδα απ’ τα πουρνάρια κι άναψε φωτιά δίπλα στο λάκκο. Είχε πια βρει τη φωνή και την ανάσα της κι έπρεπε να τηρήσει όλα τα έθιμα, γιατί αλλιώς ο γιος της θα χανότανε στο σκοτεινό βιλαέτι και δεν θα μπορούσε πια ποτέ να περάσει στα χλοερά λιβάδια. Έβγαλε το παγούρι με τον αγιασμό και το μπουκάλι με το κοκκινέλι απ’ το ταγάρι της. Ξέθαψε καλά τα κόκαλα του Μήλιου, άρχισε να τα πλένει με τον αγιασμό και να τραγουδάει το μοιρολόι:

 

“Ποιος έχει πέτρινη καρδιά, θέλω να μη ραΐσει
να ειπώ τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο
Γιόκα μου εσύ μονάκριβε και μοσχαναθρεμμένε
Δεν το ’λπιζα η έρημη να σε νεκροστολίσω
Να σου φορέσω μοναχό στεφάνι στο κεφάλι
Τώρα γκρεμίστηκαν βουνά, στερέψανε ποτάμια
Μείνανε βρύσες μοναχές της μάνας σου τα μάτια
Γιόκα μου, σε παρακαλώ, λυπήσουμε τη μαύρη
Σαν έρχομαι στο μνήμα σου να κάνω συντροφιά σου
Από το μνήμα το βαρύ στέλνε μου κάνα λόγο
Ν’ ακούσω τη φωνούλα σου όσο να ’ρθει η σειρά μου…”

 

Μόλις είχε πιάσει το μπουκάλι με το κρασί, για να πλύνει πάλι τα κόκαλα, όταν ένιωσε ένα χέρι απαλό και δυνατό να της πιάνει τον καρπό κι άκουσε τη φωνή του Μήλιου να συνεχίζει το τραγούδι:

“Μάνα, μέσ’ απ’ τον τάφο μου θα νιώθω τον καημό σου
Μ’ από τον τάφο δεν μπορώ μήνυμα να σου στείλω
Είναι βαθύ το μνήμα μου, βαριά η ταφόπετρά μου
Στον ύπνο σου θαν’ έρχομαι να σε παρηγοράω
Θα είναι τ’ όνειρο γλυκό, βάλσαμο στην πληγή σου”[1]

 

Μετά κάθισε δίπλα της, ζέστανε τα χέρια του στη φωτιά και της μίλησε:

– Μάνα, μην ξοδεύεις το καλό μας το κρασί στα ξερά τα κόκαλα. Βάλε να το πιούμε.

– Αγόρι μου, ακριβέ μου, το ’ξερα πως θα σ’ αντάμωνα ξανά, έτσι μου ’λεγε η καρδιά μου.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έκλαιγαν και συνάμα γελούσαν από χαρά που ξαναβρέθηκαν στον ξένο τόπο. Η Ρηνιώ σήκωσε το κεφάλι κι είδε μια ανθρώπινη σκιά να κάθεται διακριτικά έξω απ’ τον κύκλο της φωτιάς. Κι έπειτα άλλη μία.

– Γιόκα μου, πες στους φίλους σου να κοπιάσουνε κοντά μας, να πιούμε όλοι μια γουλιά για το καλό, να τους ευχαριστήσω που σου κράτησαν τόσον καιρό συντροφιά.

Κείνος έκανε μια αδιόρατη κίνηση με το χέρι κι ο κύκλος της φωτιάς σιγά σιγά γέμισε νεαρούς που φορούσαν δυο λογιών στολές σκισμένες. Και το μοιρολόι έδωσε τη θέση του σε τραγούδια της τάβλας:

 

“Του θάνατου παράγγειλα του Χάρου παραγγέλνω
Ανάθεμά σε Χάροντα και μια κατάρα στέλνω
Και λέω της Χαρόντισσας, στα χαροπαίδια λέω
Ανάθεμά σας όφηδες και άλλο πια δεν κλαίω…”[2]

Λίγο πριν το χάραμα, σχόλασε το γλέντι κι οι πεθαμένοι ξαναγύρισαν στο βιλαέτι τους. Η Ρηνιώ έβαλε τα κόκαλα να κοιτούν προς την ανατολή, να δει ξανά ο Μήλιος της το φως του ήλιου που ’χει στερηθεί τόσον καιρό, να περάσει στο γκρίζο βιλαέτι. Μα για να βρει το δρόμο για τα λιβάδια τα χλοερά, χρειαζότανε κάτι ακόμα.

Μόλις ο ήλιος ανέβηκε μια τρίχα πάνω απ’ τη βουνοκορφή, η Ρηνιώ έπιασε τον προγονικό χορό, την Πομάνα, κι άρχισε πάλι να τραγουδά κοιτάζοντας κατάματα το αστέρι της μέρας:

 

“Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί
και τον ντουνιά ζεσταίνεις
μένα γιατί μ’ αρνήθηκες;
Σαν το δεντρί μαραίνομαι
σαν φύλλο κιτρινίζω
χωρίς εσένα, ήλιε μου
Μια χαραυγή, αχ μαύρη χαραυγή
στο σκότος θα πεθάνω
κι εσύ θα παίζεις, θα γελάς…”[3]

Μόλις τέλειωσε η τελετουργία, μάζεψε τα κόκαλα σ’ ένα σάκο που ’χε φέρει μαζί της. Φορτώθηκε το θλιβερό φορτίο, που τόσο την αναγάλλιαζε απ’ την άλλη, και κίνησε με βήμα ανάλαφρο, κοριτσίστικο, να γυρίσει στο χωριό.

Όταν την είδανε να φτάνει, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όλοι νόμιζαν πως η δόλια είχε χάσει τα μυαλά της, και κατόπιν τη ζωή της, σε μια μάταιη αναζήτηση. Οι άντρες του σπιτιού τη σήκωσαν στα χέρια, λες κι ήταν ολυμπιονίκης της αρχαιότητας. Το πρώτο πράμα που έκανε, ήταν να πάει να δει τον μπαξέ της. Δόξα τω Θεώ, τα κορίτσια είχαν καταφέρει να τον διατηρήσουν άψογα – αν τολμούσαν, ας έκαναν κι αλλιώς. Κείνο το βράδυ, η Ρηνιώ δεν προσπάθησε ν’ αποφύγει το γλέντι που στήθηκε για χάρη της. Έφαγε, ήπιε, χόρεψε ξέφρενα και τραγούδησε με γάργαρη φωνή, λες κι είχε ξανανιώσει. Κάποιος σχολίασε πως δεν τη θυμόταν πιο πριν ποτέ να χαμογελάει. Κι ο Μήλιος από δίπλα τής κρατούσε το σεγόντο.

Την άλλη μέρα, έθαψαν τα λείψανα στο κοιμητήρι του χωριού κι ο παπάς φαλτσάριζε το ξόδι απ’ τη συγκίνηση. Η Ρηνιώ δεν ήθελε να βάλει ταφόπλακα, για να μη βαραίνει τον γιο της. Φύτεψε πάνω στο μνήμα όλα τ’ άνθη που είχαν συντροφέψει τον Μήλιο στην ανώνυμη ταφή του στη βουνοπλαγιά. Δυο και τρεις φορές τη βδομάδα πήγαινε και τα περιποιόταν σαν παιδιά της, μετά καθόταν στο πεζούλι, έπιανε το πλεχτό και μολογούσε στον Μήλιο τα βάσανα και τις χαρές της.

Αν κι ο πόλεμος ξέχασε από τότε το χωριό, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να πεθαίνουν. Τόσο όμορφο και περιποιημένο ήταν το μνήμα του Μήλιου, που ζήλεψαν οι υπόλοιποι και άρχισαν, αντί για μάρμαρο, να στρώνουνε τους τάφους με λουλούδια, καθένας με μοναδικό συνδυασμό. Τότε η Ρηνιώ άρχισε να χαρίζει σ’ όλες τις χωριανές σπόρους από τις αγαπημένες της ορτανσίες, γιατί αυτό της ζήτησε ο Μήλιος κάποιο σούρουπο και κείνη δεν του χάλαγε χατίρι.

Το περιβόλι των νεκρών έγινε ξακουστό στα γύρω χωριά και σιγά σιγά η φήμη του έφτανε όλο και μακρύτερα. Άνθρωποι από παντού έρχονταν να το θαυμάσουν κι απορούσαν πώς μπορεί ο θάνατος να σφύζει έτσι από ζωή, με τόσα χρώματα κι ευωδιές. Έγινε συνήθειο, κάθε Ψυχοσάββατο οι χωριανοί να μαζεύονται κει, να στρώνουν τραπεζομάντηλα καταγής, να τρώνε και να πίνουν ό,τι φαΐ κι ότι πιοτό αγαπούσαν περισσότερο οι νεκροί τους όσο ζούσαν κι έφερνε κάθε οικογένεια τους Όρκους, πιάτα με ξηρούς καρπούς, φρούτα και γλυκά, που είχε στο κέντρο κολλημένο ένα κερί κι έραιναν τους τάφους με σιτάρι που το είχαν ζεματίσει για να μη φυτρώνει, να ’χουν να τρώνε οι νεκροί όλο το χρόνο. Και σαν έπεφτε η νύχτα, άναβαν μεγάλη φωτιά στη μέση απ’ το κοιμητήρι, για να ζεστάνουν τους νεκρούς, πιάνονταν όλοι σε αδιάσπαστο κύκλο και χόρευαν μέχρι να πέσουν κάτω απ’ την εξάντληση. Όσοι το έζησαν ορκίζονται πως οι νεκροί χόρευαν και γλεντούσαν μαζί τους. Κανένας πια δεν πέθαινε στ’ αλήθεια.

Το χωριό όλοι το λέγαν Περιβόλι, μέχρι που, με τον καιρό, ξεχάστηκε το παλιό του όνομα και κανείς δεν ήξερε κι εμάς να μας το πει…

 

 

[1] Ηπειρώτικο μοιρολόι.

[2] Του Χριστόδουλου Χάλαρη.

[3] Τσάμικο ηπειρώτικο.

 

144 Σχόλια to “Το περιβόλι των νεκρών (διήγημα του Κωστή Ανετάκη)”

  1. Πουλ-πουλ said

    Καλημέρα
    Ούτε Μεγάλη Παρασκευή να ήταν.
    Πάντως τελευταία, όλο χαρμόσυνα διηγήματα δημοσιεύεις Νικοκύρη.
    Καλό Πάσχα, anyway.

  2. Καλημέρες. Μου άρεσε. Δεν πρόλαβα να στείλω τα πασχαλιάτικα της οθωμανικής Πρέβεζας.

  3. Johnny said

    Καλημέρα, ολοζώντανο!
    Αλλά τι σου χρωστάμε ρε Νικοκύρη πρωί πρωί….

  4. Παναγιώτης Κ. said

    Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α !
    Μπράβο φίλε συγγραφέα. Κατάφερες διπλά να μας συγκινήσεις.
    Το ένα για αυτά που είπες και το άλλο για τον τρόπο που τα είπες.
    Και αναστεναγμός! Για τον παραλογισμό και όχι μόνο, που λέγεται πόλεμος.

  5. Stelios Kornes said

    Είναι συγκλονιστικό το διήγημα. Η περιγραφή κυλάει μεστή κι ο λόγος καλοδεμένος. Ευχαριστώ πολυ το συγγραφέα, μα και το νικοκύρη για την ανάρτηση.

  6. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ τον Κώστα Ανετάκη για το διήγημα και εσάς για τα πρώτα σχόλια!

    1-3 Σύμπτωση είναι, αλλά έχετε δίκιο

    2 Αν στείλεις κάτι μπορεί να μπει την επόμενη (Μεγάλη) βδομάδα

  7. Παναγιώτης Κ. said

    Μέσα στην μουσική ανασκόπηση εγώ τώρα! Και ηπειρώτικα μυρολόγια, αλλά και δοξαστικά κατά τον ηπειρώτικο τρόπο και ριζίτικα και σέρρες και μετά ταξίμια σε δρόμους ουσάκ, η μουσική και οι στίχοι πολλών τραγουδιών της δεκαετίας του ΄50, νοερά στα αυτιά μου!

  8. atheofobos said

    Εξαιρετικό!
    Καταπληκτικό δε αυτό το εύρημα με τους σπόρους των λουλουδιών.
    Και το τραγούδι του Χάλαρη με τον αξέχαστο Ξυλούρη μαζί με τον Χρύσανθο!

  9. Costas X said

    @ 8. -> Costas X, άτιμο νέο πληκτρολόγιο ! 🙂

  10. dryhammer said

    Πόσο πικρό και πόσο όμορφο!

    Κώστα Ανετάκη, σου σφίγγω βουρκωμένος το χέρι που τά ‘γραψε.
    Νικοκύρη, ευχαριστούμε!

  11. atheofobos said

    Και το ηπειρώτικο Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί

  12. sarant said

    11 Α μπράβο!

  13. ΚΩΣΤΑΣ said

    Καλογραμμένο αλλά στενάχωρο. Όταν η Ρηνιώ έδωσε το σακουλάκι με τα σπόρια στον γιο της, φαντάστηκα την συνέχεια της υπόθεσης και τελικά, συνεχίζοντας την ανάγνωση, επιβεβαιώθηκα.

    Αξίζει ως αντιπολεμικό ερέθισμα στους καιρούς που ζούμε.

    Ευχαριστούμε συγγραφέα και Νικοκύρη.

  14. kpitsonis said

    Ευχαριστίες στο Νικοκύρη και συγχαρητήρια στο συγγραφέα!

  15. Γιάννης Κουβάτσος said

    Μου άρεσε πάρα πολύ και με συγκίνησε βαθιά. Από τα πιο ωραία διηγήματα που έχω διαβάσει από σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα. Ευχαριστούμε, κύριε Ανετάκη και Νικοκύρη.

  16. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    Υπέροχο, αντιπολεμικό διήγημα μιας άλλης εποχής ταλαντούχου και ευρηματικού συγγραφέα.

  17. Κωστής Ανετάκης said

    Σας ευχαριστώ θερμά για τα καλά λόγια. Ευχαριστώ διπλά τον Νικοκύρη για τη φιλοξενία. Η βασική ιδέα για το διήγημα αυτό προήλθε από μια γριά στην Ουκρανία, που πλησίασε τους Ρώσους στρατιώτες και τους έδωσε ηλιόσπορους, να βάλουν στις τσέπες τους για να φυτρώσουν ηλιοτρόπια εκεί όπου θα πέσουν, όπως τους είπε…

  18. Πολύ ωραίο, τραγικά επίκαιρο, με άρωμα από «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού».

  19. atheofobos said

    Πριν 5 χρόνια πριν να λειτουργήσει επιτέλους το αποτεφρωτήριο είχα γράψει το ποστ
    OI 3 ΣΤΟΥΣ 4 ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΨΟΥΝ ΠΑΡΑ ΝΑ ΜΑΣ ΘΑΨΟΥΝ
    http://atheofobos2.blogspot.com/2017/03/oi-3-4.html
    γιατί τότε η γυναίκα του Λουκιανού είχε αναγκαστεί να μεταφέρει την σωρό του στην Βουλγαρία για να αποτεφρωθεί εκεί, σύμφωνα με την επιθυμία του.
    Σε αυτό υπάρχει και ένα βίντεο που δείχνει τον όμορφο τρόπο που μπορεί να αξιοποιηθεί η τέφρα μας.
    Το σημερινό διήγημα με τον τάφο που έφτιαξε η Ρηνιώ για τον γιό της, μου θύμισε τα παραπάνω, αλλά και τους παρακάτω στίχους από το γνωστό ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ο Γερο Δήμος που σήμερα μπορεί να πραγματοποιηθούν χωρίς κανένα πρόβλημα:
    Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!
    Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω
    θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἄρματα νὰ κρεμᾶνε.
    Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.
    Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,
    θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,
    νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.

  20. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα. Χαρμολύπικο αφήγημα σαν ολάνθιστη υποσχετική Αναστάσεως (που πολύ μας τυραννάει μέχρι να επαληθευτεί— αμήν και πότε;). Εν είδει έμμετρης περίληψης:
    “Δεν πρόλαβαν να γλείψουνε το μέλι απ’ το κουτάλι”/ Ήρθαν στολές και ζήτησαν αίμα πικρό και πάλι.
    Όπου πολέμοι, και αδελφοί που γίνηκαν Αδόλφοι/ Δε φτάνουν όλα του Μαγιού τ΄άνθη για μάνας γκόλφι:
    “Στου Χάρου τις λαβωματιές βοτάνια δε χωρούνε”/ Μον’ στο περβόλι της καρδιάς. με δάκρυα, αιώνια ζούνε.

    Διάλο(γ)ος με όπλα, χαρά του Χάρου, αδελφοκτόνα τύφλα, άσβεστος πόνος. Παρεμφερές απόσπασμα:
    “Aχ γιόκα μου εσύ ’σαι; Eξιστορεί μια αγρότισσα”
    Περιμέναμε το χειμώνα και τότες ήβγαμε, ήρθαμε σε δυο μαγαριά, δυο μάχες. Tους γυρεύαμε στο χορτάρι μέσα που γίνεται μισό μπόι απ’ τις δροσιές, λίγο λίγο να σκάψεις τρέχει νερό. Kι οι φτέρες στρώμα. Eδώ γεμίζανε τα παιδιά τα βαρελάκια τους. Παρακάτω, στο στενό κατάμεσα στήσανε πέτρες και πολεμήσανε.
      Aπ’ το χωριό πήραμε κρασί, στραγάλια, σταφίδες, ένα ρόδι. Στο τελευταίο χωριό μας έδωσε τσάπα μια γριά που μας κοίμισε. «Nα πάτε, να πάτε στο καλό, να τα βρήτε τα παιδιά μας, εγώ δεν ξέρω κατά πού να πάω, γήτανε φευγάτος ο δικός μου εγγονός, πέρασε θάλασσα και πήε, αλίμονο».(…)
    Πέτρες ήτανε πολλές, χωμένες στο χώμα και καταμεσής μιαν ίσια πέτρα σα χτιστή, με τα νύχια σκάβαμε και σκούζαμε, γυρίζαμε γύρω γύρω, βάθυνε ο λάκκος, τους σκάβουνε πιο βαθιά οι συντρόφοι, ένα μπόι για προφύλαξη μην τους βρούνε οι άλλοι. Kι άξαφνα φανήκανε τα κοκαλάκια της κεφαλής, σα μαργαριταρένια κόρες μου, πιάσαμε το θρήνο και ψάχναμε και κοσκινίζαμε, ήβραμε κομμάτι χακί, ήβραμε κουμπιά, κόπτσες, αχ σου φεύγει το αίμα τέτοιες ώρες σαν το ξερό σφουγγάρι γίνεσαι, ήβραμε κι ένα ποδάρι όχι τ’ άλλο. Tάχα λιώνουνε καμπόσα κόκαλα πιο καλά, τάχατε ήτανε το παιδί σακατεμένο; Mαζέψαμε και τα κουμπιά και τα φιλούσαμε «γιε μ’ που σου τα ’ραψα μια νύχτα που κατέβηκες κρυφά» κι ο τόπος καλέ μοσχοβολούσε, καθώς τ’ αποθέσαμε όλα σ’ ένα κάτασπρο μαντίλι, όμορφα, όμορφα, «σταθείτε λέω, μην απλώσει άλλη καμιά» κι άρπαξα εγώ τη μασέλα του στη φούχτα μου, γνώρισα ένα χρυσό δοντάκι που το ’χε από μικρός που πήγαινε σχολείο, τον είχε πάει ο μπάρμπας του στη Xώρα. Πλύναμε τα κόκαλα όλα με κρασί, κόψαμε δυο κλώνους έλατο, στρώσαμε πάνω τ’ άσπρο μαντίλι και πάλι άλλο ένα μεταξωτό. «Aχ γιόκα μου εσύ ’σαι; Ο λιόντας, ο πεύκος μου και σε βαστώ σ’ ένα δεματάκι, ωχ στην αμασκάλη…»
    (βιβλίο: Έλλη Παπαδημητρίου, “O κοινός λόγος”, δεύτερος τόμος,1945-1950, Eρμής, 2003)

  21. Θράκας said

    Πανέμορφο.Συγχαρητήρια στον συγγραφέα.Ευχαριστούμε τον Νικοκύρη για την φιλοξενία του.
    Δεν σε ρίχνει.Σε ανεβάζει.Κατα μαγικό τρόπο τα λουλούδια της Ρηνιώς σε ριζώνουν.
    Πώς να το εξηγήσεις στον φίλο σου τον Γερμανό,Εγγλέζο,Γάλλο αυτο που μόλις τώρα δα διάβασες και σε κατασυγκίνησε.
    «Του θάνατου παράγγειλα
    του Χάρου παραγγέλνω
    Ανάθεμά σε Χάροντα
    και μια κατάρα στέλνω
    Και λέω της Χαρόντισσας,
    στα Χαροπαίδια λέω…»
    Πώς να εξηγήσεις στον ξένο όλο αυτό το μαύρο σόι,τον Χάροντα,την Χαρόντισσα,τα Χαροπαίδια,αν δεν το έχεις βιώσει από μικρό παιδι,μέσα από τόσα και τόσα τραγούδια,πώς να του εξηγσεις όλο αυτο το συγγενολόι,όλο αυτο το αλισβερίσι…

  22. Georgios Bartzoudis said

    # Εξαιρετικό το διήγημα. Δεν μπορώ πάντως να μην σχολιάσω ένα ολίσθημα: Ο συγγραφέας περίπου ενοχοποιεί έννοιες όπως «η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία». Αυτά φταίνε για τον πόλεμο;; Σαν να λέμε ότι μπορούμε να αποφύγουμε τον πόλεμο αν είμαστε απάτριδες, ζαμανφουτίστες, φιλοτομαριστές, οσφυοκάμπτες και δούλοι!!

  23. ΓΤ said

    22@

    Περιορίσου στον κυρ Τάκη κι άσε ήσυχο τον Ανετάκη…

  24. spyridos said

    «είναι ένα αντιπολεμικό διήγημα μαγικού ρεαλισμού, »
    Τόσο δυτικοευρωπαικός όρος. Προσπαθούσα κάποτε να εξηγήσω ότι όταν πρωτοδιάβασα τον άρχοντα του «μαγικού ρεαλισμού», ήμουν 17 χρονών και είχα μεγαλώσει με παππούδες από τα ορεινά της Κρήτης και του Ταΰγετου. Δεν το καταλάβαινα το μαγικός, ρεαλιστικά μου φαίνονταν όλα.
    Διάβασα τις πρώτες παραγράφους αλλά είναι κρίμα να το χαλαλίσω στη βιασύνη της ημέρας.

  25. Παρά λίγο να διακόψω το διάβασμα όταν η φράση «Μαζεύτηκαν οι άντρες στην πλατεία, όπως οι μύγες στη ζάχαρη,» μου φάνηκε τραβηγμένη από τα μαλλιά.

    Ευτυχώς δεν τόκανα και η στρωτή συνέχεια με αποζημίωσε με κάνα δυο σκαλώματα:

    δεν έτυχε ν’ ακούσω ποτέ πως τον μήνα του μέλιτος γλείφουν το μέλι με το κουτάλι και κυρίως στα λουλουδικά όπου οι φρέζες πολλαπλασιάζονται με βολβούς και οι ορτανσίες με μοσχεύματα και παραφυάδες, το ίδιο και γαρυφαλλιές δεν ξέρω κανένα να μαζεύει σπόρους (;) από αυτά τα φυτά, υποθέτω πως ο πολλαπλασιασμός με σπόρους θα είναι πολύ δύσκολος.

    Ευχαριστίες στον δημιουργό και τον Νικοκύρη για την δημοσίευση

  26. ΚΑΒ said

    Με συγκίνησε.

    . >>αγόρια με μάγουλα χνουδάτα σα ροδάκινα

    Μού θύμισε τον Παπαδιαμάντη: Βαρδιάνος στα σπόρκα: «χνοώδη ως παρειάς παρθένου εύχυμα ροδάκινα».

    . Το αίμα του ανθρώπου είναι φορεύς της ψυχής του, η οποία δε χάνεται, αλλά αναζεί και διαιωνίζεται εις τα φυτά τα οποία βλαστάνουν εις τον τόπον όπου εχύθη ή όπου απλώς ετάφη ο άνθρωπος». Στίλπων Κυριακίδης

  27. Θα το έγραφα πολύ μικρότερο, χωρίς πολλά ονόματα και στίχους αλλά… με συγκίνησε, ψέματα να πω;

  28. ΓΤ said

    Με ανάποδη ματιά, στον «μαύρο ήλιο» και τις στολές, «διάβασα» το χιμλερικό Schwatze Sonne.

  29. Κωστής Ανετάκης said

    @22: Εάν είχα πρόθεση να ενοχοποιήσω την Πατρίδα, το Καθήκον κ.λπ., δεν θα τα παρουσίαζα με ανθρώπινο πρόσωπο, όπως σε αυτή τη φράση: «Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία ήρθαν και κάθισαν τριγύρω να τη νουθετήσουν στοργικά». Αυτές οι έννοιες, εμφανίζονται σε κάθε επιστράτευση, το θυμάμαι κι εγώ από τα μικράτα μου, το 1974. Καλώς ή κακώς, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας του πολέμου. Και η βαθιά πίστη των ανθρώπων σε αυτά τα υψηλά ιδανικά τα καθιστά αναπόφευκτα όπως η μοίρα, γι’ αυτό και η πρωταγωνίστρια: «…ήρθε στα συγκαλά της και κατάλαβε πως με τη μοίρα δεν μπορούσε να τα βάλει».

    @25: Όταν έγραψα «δεν πρόλαβαν να γλείψουν το μέλι απ’ το κουτάλι» σκέφτηκα ότι μπορεί να με κατηγορήσουν για κοινοτοπία, απορώ πώς δεν το έχεις ξανακούσει. Όσο για τις μύγες με τη ζάχαρη είναι μια παρομοίωση που εμπεριέχει το δικό της βαθύτερο σχόλιο, έτσι απήχησε η σκηνή στο δικό μου συναίσθημα τουλάχιστον, κι ο συγγραφέας έχει καθήκον να είναι αληθινός πάνω απ’ όλα απέναντι στον εαυτό του, τη Μούσα που του υπαγορεύει πράγματα που ποτέ δεν σκέφτηκε να γράψει. Φυσικά, δεν μπορούμε όλοι να ταυτιστούμε μ’ όλα.

    Τέλος, για τα λουλουδικά, ομολογώ ότι δεν έχω πολλές σχέσεις με την κηπουρική, απλώς θυμάμαι γη γιαγιά μου ν’ αγοράζει σπόρους γαρύφαλλων από την ανθοκομική έκθεση, μιας και το ανέφερες. Τα πραγματολογικά, ωστόσο, δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία στον μαγικό ρεαλισμό, όση έχουν ας πούμε στο ιστορικό αφήγημα ή στην Ε.Φ. Αν οι νεκροί σηκώνονται και τραγουδάνε, τότε εύλογα και οι ορτανσίες φυτρώνουν από σπόρο…

  30. ΓΤ said

    28@
    (Schwarze Sonne)

  31. Κωστής Ανετάκης said

    @27: Κι εγώ έτσι όπως λες είχα εξαρχής σκοπό να το γράψω, όμως εκείνο είχε άλλη γνώμη. Ο συγγραφέας μαθαίνει με τον καιρό ότι οι ιστορίες τού έρχονται από «αλλού» και πως δεν είναι στην πραγματικότητα θεός και δημιουργός με απόλυτη κυριαρχία. Μαθαίνεις με τον καιρό να σέβεσαι τη Μούσα, αλλιώς δεν πας μακριά στο ταξίδι αυτό…

    @28: Για όνομα του Χριστού και της Παναγίας, απορώ πώς το σκέφτηκες καν αυτό το πράμα!! Τελικά, ό,τι κι αν κάνεις, θα βρεθεί κάποιος να σε κατηγορήσει για κρυπτοναζισμό. Όπως έγραψε και ο Καζαντζάκης: Μπορείς να γλυτώσεις απ’ τον Σατανά, από τον άνθρωπο δεν γλυτώνεις.

  32. Γιάννης Κουβάτσος said

    Είμαστε εξοικειωμένοι εξ απαλών ονύχων με τον μαγικό ρεαλισμό, ας είναι καλά οι γιαγιάδες με τα παραμύθια τους… Άτυχες οι νεότερες γενιές που στερήθηκαν τέτοιο σχολειό.

  33. Aghapi D said

    Είναι ένα είδος «θεϊκής» ισορροπίας να μαρτυρούν τα φυτρωμένα λουλούδια το πού βρίσκεται ένας νεκρός.

    Ωστόσο εμείς τής πόλης χάσαμε την, να την πω εξοικείωση;, με τα οστά τών νεκρών μας

  34. zgrisp said

    1000 ευχαριστώ κύριε Ανετάκη και συγχαρητήρια για το πανέμορφο διήγημά σας και καλέ μας Νικοκύρη για τη δημοσίευση. Καιρό είχα να διαβάσω κάτι τόσο μεστό και δυνατό. Ο κόμπος στο λαιμό ακόμα δεν λέει να φύγει….
    Και παρόλο που, όπως κι άλλοι φίλοι αναγνώστες, φαντάστηκα την κατάληξη, η περιγραφή με κάλυψε τέλεια. Υπέροχο!

    #22. Δεν θα έλεγα πως πρόκειται για ολίσθημα κύριε Μπαρτζούδη. Απλώς αντικατοπτρίζει τον καημό, τη δυστυχία, το μαράζι αλλά και το θυμό της γυναίκας που έχει χάσει τους άντρες της οικογένειάς της και βλέπει να χάνει και το ακριβό της μοναχοπαίδι. Εξάλλου όπως γράφει ο συγγραφέας:
    «Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία ήρθαν και κάθισαν τριγύρω να τη νουθετήσουν στοργικά. Μ’ όλ’ αυτά, η Ρηνιώ ήρθε στα συγκαλά της και κατάλαβε….»

  35. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Εξαιρετικό και –ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό- πρωτότυπο! Και πολύ καλογραμμένο, γενικά! Μπράβο στον Κ. Ανετάκη και στον Νικοκύρη!

    Λουλούδια και θάνατος/νεκρικά έθιμα είναι, βέβαια, αλληλένδετα. Υποθέτω σε οικουμενικό επίπεδο…
    Μου ήρθε στο μυαλό αυτό το αριστούργημα του Απ. Χατζηχρήστου:

    Που οι στίχοι του αναφέρονται σαφώς σε (μελλο)θάνατο. Ενώ το παραδοσιακό «Μάνα μου τα λουλούδια μου – Αφήνω γεια στη γειτονιά» (εδώ το αποδίδει η Δόμνα Σαμίου https://youtu.be/YW6SnVcLDCc) σχετίζεται περισσότερο με φευγιό λόγω γάμου της νύφης -αν και λόγω ύφους θα μπορούσε να αφορά και αποχωρισμό λόγω θανάτου ή ξενιτιάς.

  36. ΓΤ said

    31@

    Μα δεν σε κατηγόρησα, αν είναι δυνατόν.
    Η δική μου ανάποδη ματιά «διάβασε» αυτό, όχι ότι το υπέκρυπταν οι ωραίες αράδες σου.
    Οι στολές και ο «μαύρος ήλιος» με πήγαν σε ένα άλλο πρόσωπο του Κακού.

  37. Costas C said

    Καλημέρα !

    Υπέροχο το διήγημα, φοβερό το εύρημα με τους σπόρους των λουλουδιών !

  38. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα σχόλια!

    17 Κι εμένα στην ιστορία της Ουκρανής γιαγιάς πήγε ο νους μου, Κώστα.

  39. Κωστής Ανετάκης said

    @31: Εντάξει, δεκτό. Να με συμπαθάς που ανατρίχιασα λίγο με το σχόλιό σου. Φαίνεται ότι κάθε σύμβολο μπορεί να παρεισφρήσει εκεί όπου δεν το έσπειραν…

  40. Σπόρους από γαρύφαλλο μπορεί να βρει κάποιος αλλά το πιθανότερο είναι πως θα παιδευτεί με μηδαμινά αποτελέσματα και χρώματα στην τύχη ενώ αν βάλεις στο χώμα το κοτσάνι από ένα γαρύφαλλο θα πάρεις γρήγορα φυτό με το ίδιο χρώμα λουλούδι. Για τις ορτανσίες, δεν ξέρω αν κάνουνε σπόρους τα άνθη τους, θυμάμαι που είχε η γιαγιά μου στο χωριό όταν ήμουνα πολύ μικρός και πως είναι πολύ δύσκολο φυτό.

    Σίγουρα αν πέσει κάπου ζάχαρη οι πρώτες που θα φτάσουν είναι οι μέλισσες εκτός και η θερμοκρασία είναι κάτω από τους 13 βαθμούς οπότε δεν κυκλοφορούν έξω από την κυψέλη τους.

    Οπωσδήποτε δεν συμπίπτουν οι ακουστικές εμπειρίες μας, πρ,ωτη φορά στα 73 μου ακούω για κουτάλι…

    Προσωπικά θεωρώ πιο πιθανό το τραγούδι των νεκρών από το να φυτρώσει σπόρος ορτανσίας χωρίς συμβολή ειδικού, μπορεί και να κάνω λάθος. Οι αναγνώστες εδώ ξέρουν πως ζήταγα απελπισμένα σπόρους από μοσχομπίζελα γιατί αυτοί στα φακελλάκια είτε δεν φύτρωναν, είτε δεν ανθοβολούσαν. Ευχαριστώ και πάλι την Εφη που μου τους προμήθευσε, την σκεπτόμουνα το πρωί που είδα το πρωτο μπουμπούκι από μοσχομπίζελο

  41. aerosol said

    Μράβο, θαυμάσιο. Με συγκίνησε -αυτό δεν το λέω εύκολα.

  42. SearchPeloponnese said

    Πολύ ποιητικό, ειδικά από την αναζήτηση και μετά. Συγχαρητήρια!
    Ίσως η αρχή ήθελε λίγο βελτίωση, αλλά… δεν είμαστε όλοι Τολστόηδες…

    Να επισημάνω την «κάθαρση» με την οποία «περαίνεται» το διήγημα, που πολλοί τη θεωρούν άχρηστη ή αντιλογοτεχνική.

  43. Αγγελος said

    Εξαιρετικό. Έκλαψα.

  44. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας.

    Κι ἐμένα μὲ μπέρδεψαν τὰ πολλὰ ὀνόματα, ὅμως βούρκωσα διαβάζοντάς το.

    Μπορεῖ νὰ φταίει κι ὁ βουρκωμένος οὐρανὸς ποὺ στάζει, μπορεῖ νὰ φταῖνε καὶ αὐτὰ ποὺ ζοῦμε, μπορεῖ κι αὐτοὶ ποὺ μᾶς λείπουν.

    Εὐχαριστοῦμε, Κωστῆ Ἀνετάκη.

    Εὐχαριστοῦμε, Νικοκύρη.

  45. ΣΠ said

    Εξαιρετικό διήγημα, θαυμάσια γλώσσα, έντονες εικόνες, δυνατές περιγραφές. Μπράβο!

    Μου άρεσε το οξύμωρο: «κοιτούσε ντροπαλά και αδιάντροπα τον όμορφο αξιωματικό».

  46. Konstantinos said

  47. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Το διάβασα το πρωί και το βρήκα ωραίο αλλά, λίγο μεγάλο όπως λέει κι ο δύτης, και στη σκηνή με την Ρηνιώ που του έδωσε το φυλαχτό με τους σπόρους, κατάλαβα την συνέχεια όπως κι ο ΚΩΣΤΑΣ.
    Γενικά μ’ αρέσει η γραφή σου, προτιμώ όμως την εύθυμη πλευρά της.😊

    Υ.Γ – Δεν είναι ανάγκη να αρέσεις σε όλους, υπάρχουν αυτοί που απολαμβάνουν την ζωή κι αυτοί που απολαμβάνουν να υποφέρουν. Αν σ’ ενδιαφέρει η γνώμη μου, θα έλεγα να απευθύνεσαι στους πρώτους και να αγνοείς τους δεύτερους.
    Η ψυχική ισορροπία, είναι το παν στην ζωή για μένα.

  48. ΣΠ said

    Η Ρηνιώ παντρεύτηκε τον Αρχοντή Μιστριώτη, φίλο επιστήθιο του αδερφού της. Την ίδια μέρα, παντρεύτηκε κι ο Νικόλας την Καλλίτσα, αδερφή του Αρχοντή.

    Αν θυμάμαι καλά, η Εκκλησία επιτρέπει δύο αδέρφια να παντρευτούν δύο αδέρφια μόνο αν οι δύο γάμοι γίνουν την ίδια μέρα, όπως στο διήγημα.

  49. Γιάννης Κουβάτσος said

    Είπε ο μεγάλος γκουρού. 😂

  50. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Κωστῆ Ἀνετάκη, ἡ γραφή σου βαίνει βελτιούμενη. Μπράβο σου!
    Σέ μαγικούς-ρεαλισμούς-καί-έτσι μᾶλλον δέν χωράει καί πολλή έπιστήμη, ἀλλά ἔχε ὑπ’ὄψιν σου -ὅταν τό ξαναδουλέψεις- ὅτι ἄν ξεθάψης νεκρό μετά ἀπό 1-2-3 μῆνες, ΔΕΝ πιάνεις στά χέρια σου κόκκαλα, οὔτε ἀκουμπᾶς το μέτωπό σου στήν κεφαλή τοῦ Μήλιου.. 🙂

  51. freierdenker said

    Πολύ καλογραμμένο και συγκινητικό. Το βασικό εύρημα με τους σπόρους εξαιρετικό. Το κυριότερο κατά την γνώμη μου, κρατάει με αξιοθαύμαστο τρόπο μια πολύ δύσκολη ισορροπία, δίνοντας τον απαραίτητο χώρο στο φανταστικό, αλλά χωρίς σουρεαλιστικές ακρότητες.

    Μια άλλη διάσταση του διηγήματος, που δεν ξέρω σε πιο βαθμό ήταν συνειδητή, είναι η απόλυτα παραδοσιακή προσέγγιση στον ρόλο της γυναίκας. Προφανώς σε ένα διήγημα με έντονα εθνογραφικά/λαογραφικά στοιχεία αυτό έρχεται φυσιολογικά, αλλά εδώ οι γυναίκες δεν δρουν απλά σύμφωνα με τον κοινωνικό ρόλο τους, αλλά και σκέφτονται και ονειρεύονται σύμφωνα με αυτόν. Ο κοινωνικός τους ρόλος έχει κυριαρχήσει και στην σκέψη τους και στο υποσυνείδητο τους. Υπό αυτήν την έννοια το διήγημα είναι όχι απλά παραδοσιακό αλλά και αντιμοντέρνο.

    Χαρακτηριστικά, δεν ξέρω αν συνέβη μόνο σε εμένα, αλλά νομίζω οτι ο αναγνώστης στεναχωριέται πολύ για τις εγκλωβισμένες στον παθητικό τους ρόλο γυναίκες του χωριού, παρά για τους άντρες που τρέχουν χαρούμενοι στον πόλεμο και σκοτώνονται ή σακατεύονται.

  52. Χαρούλα said

    Θυμάμαι ότι και «ο άνθρωπος που δεν αρρώσταινε» μ´άρεσε. Το επαναλάβατε κ.Ανεστάκη. Μπράβο! Θα σας περιμένουμε και πάλι.
    Έκλαψα για την «Ρηνιώ». Την Ειρήνη που την πληγώνουν οι θάνατοι που έρχονται μαζί με τον πόλεμο. Κι ας είναι για τα μεγάλα-τρανά του κΜπαρτζούδη. Οι πόλεμοι φέρνουν θάνατο! Τελεία και παύλα.
    Χρέος μας, να συντηρούμε τα λουλούδια του κήπου την Ρηνιώς.

    Νικοκύρη σ´ευχαριστώ για την γνωριμία με τον κΑνεστάκη.
    Προσωπική άποψη. Κι άλλη φορά(με το Λιτοχωρο) είχαμε ασχοληθεί με την ακρίβεια των γραφομένων. Νομίζω πως εφόσον δεν γράφει αστυνομικό ή γεωπονικό, δεν επιρρεάζεται η ουσία.

  53. loukretia50 said

    Θαυμάσιο το διήγημα, πάντα μου άρεσε η γραφή του Κ.Ανετάκη.
    Καλογραμμένο και συγκινητικό , μ΄έκανε να σταματήσω σε αρκετά σημεία που αποτύπωνε τόσο εύστοχα με λίγες λέξεις μια πικρή αλήθεια, όπως το χαμόγελο που έμοιαζε σχεδόν αληθινό και να φανταστώ την εικόνα που τόσο όμορφα και λιτά περιγράφει.
    Η πιο δυνατή για μένα ήταν ο κύκλος της φωτιάς με τους νεκρούς που φορούσαν δυο λογιών στολές σχισμένες.
    Ευχαριστούμε πολύ!

    ΥΓ Μόνιμη απορία : Πώς είναι δυνατόν σε διηγήματα που έχουν στοιχεία μεταφυσικά και σε ταξιδεύουν μακριά απ΄την καθημερινότητα,
    να στέκεται κανείς σε λεπτομέρειες , όπως πχ, πώς φυτρώνουν τα λουλούδια?

  54. # 53

    Μα είναι απλό αγαπητή : αν κάτι δεν μ’ αρέσει σταματώ να το διαβάζω και αδιαφορώ, όταν όμως το διαβάζω, κάθε πράγμα που αναφέρεται το προσέχω και σκέπτομαι πως θα μπορούσε να βελτιωθεί.
    Μήπως κι εσύ και κάποιοι άλλοι δεν έχετε δώσει καλύτερες εκδοχές σε στιχουργήματα ;

    You see you’re just like me, I hope you’re satisfied που λέει και το τραγούδι

  55. 52# Χαρούλα, το επώνυμο είναι Ανετάκης, αλλά αφού το γραφτό έχει να κάνει με την κατά κάποιο τρόπο κατάλυση του θανάτου, το επιπλέον σίγμα συγχωρείται.

    ____________

    Ωραίο το εύρημα με τους σπόρους, αγνοούσα τη λαϊκή του προέλευση, αλλά ουδέν καινόν, σε χνάρια πατάμε, χνάρια αφήνουμε.
    Ωραίο το κείμενο, ευχαριστούμε κ. Ανετάκη και Νικοκύρη.
    Επειδή διάβασα παραπάνω κάτι, ο καθείς όταν χρειαστεί κάνει αυτό που μπορεί, αν μπορεί, όσο μπορεί. Τελεία.
    Η ένστολη Δόξα είναι θρυψαλιασμένα κρανία και χυμένα σωθικά και μπαλταδιασμένα χεροπόδαρα.
    Η δόξα των ταπεινών είναι οι μπαξέδες τους.
    Τη μυστική παπαρούνα του Μυριβήλη θυμήθηκα.

  56. Κοπούκι said

    Πέρα από τα αυτονόητα συγχαρητήρια στον κ. Ανετάκη για το υπέροχο διήγημα (ειδικά οι τελευταίες 4 παράγραφοι είναι αριστουργηματικές), εγώ θα ήθελα να τον ρωτήσω κάτι άλλο: Γιατί διέκοψε τις αναρτήσεις στο μπλόγκ του «otto-great-chaos» από το Γενάρη του 2021;

  57. Κωστής Ανετάκης said

    @50: Εγώ υπολόγισα ότι έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος όταν βρίσκει πλέον τον νεκρό. Και σημείωσα, επειδή τουλάχιστον αυτό το πραγματολογικό το γνώριζα, ότι «η φύση είχε κάνει γρήγορα δικό της το κορμάκι του και τ’ άνθη έπαιξαν το ρόλο τους σ’ αυτό». Έχω δει σε επεισόδιο του CSI ότι όταν το πτώμα έρχεται σ’ επαφή με πολύ νερό, λιώνει γρηγορότερα απ’ το αναμενόμενο, γι’ αυτό έβαλα τη βροχή, ώστε να βουλιάξουν τα πτώματα στη λάσπη, και από πάνω το χιόνι, που λιώνει σιγά σιγά και διατηρεί υγρό το χώρο αποκάτω του…

    @54: Έχεις να προτείνεις άλλα λουλούδια, που να είναι παραδοσιακά στον κήπο της γιαγιά μας, αλλά σίγουρα να φυτεύονται μέσω σπόρων; Τι θα μπορούσα να βάλω, ας πούμε, στη θέση της ορτανσίας;

  58. sarant said

    45 Κι εγώ ξεχώρισα αυτή τη φράση

    48 Αργότερα, και για μικρό διάστημα, καταργήθηκε και αυτή η δυνατότητα. Αλλά μετά η εκκλησία έκανε πίσω και δεν απαγορεύει τον γάμο αυτό, κι ας μην είναι ταυτόχρονος.

  59. sarant said

    57 Κωστή, έγινε στο 56 μια ερώτηση για σένα.

  60. ΓΤ said

    (Κάτι δεν μου αρέσει…)

  61. Χαρούλα said

    #55 Χτήνος ευχαριστώ για την διόρθωση.
    Τόσο θανατικό ο πόλεμος, χθες ο Λάζαρος, σε λίγες μέρες η γιορτή, βουρκωμένα τα μάτια, πολύ θέλει;;;

    κ.ΑνεΤάκη συγχωρέστε μου την απροσεξία

  62. # 57

    Μοσχομπίζελα, μενεξέδες και πανσέδες υπήρχαν στους κήπους εκείνης της εποχής και πολλαπλασιάζονται με σπόρους.

  63. Γιάννης Κουβάτσος said

    Θα συμφωνήσω κι εγώ ότι το οραγματολογικό ψείρισμα καταστρέφει και το καλύτερο λογοτεχνικό κείμενο. Την αναγνωστική απόλαυση ψάχνουμε στη λογοτεχνία και όχι αν οι νάρκισσοι ανθίζουν τον Μάιο ή τον Σεπτέμβριο. Αναγνωστική απόλαυση και γνήσια συγκίνηση μάς πρόσφερε ο κύριος Ανετάκης σήμερα και ελπίζω να μας ξαναπροσφέρει και στο εγγύς μέλλον από το φιλόξενο ιστολόγιο του Νικοκύρη.

  64. dryhammer said

    53. ΥΓ. Επειδή της στραβής …, της φταίν’ οι τρίχες…

  65. loukretia50 said

    53. Όχι, δε θυμάσαι καλά, στιχουργήματα σχολιαστών δε διορθώνω ποτέ, ούτε προτείνω εναλλακτικές, μόνο καμιά φορά απαντάω με κάτι δικό μου στο ίδιο μοτίβο για να γίνει διάλογος με στιχάκια και να συνεχιστεί η ιστορία. Είναι διαφορετικό.
    Παραφράζω μόνο γνωστά τραγούδια ή ποιήματα.

    Καθένας εκφράζεται με το προσωπικό του ύφος, δε συνηθίζω να του κάνω υποδείξεις.

    Και για τα διηγήματα που φιλοξενεί ο Νικοκύρης απλά εκφράζω τη γνώμη μου, κι αν επισημάνω κάτι, δε θα επιμείνω στο πώς θα το έγραφα εγώ, κρίνω ότι δεν έχει καμιά σημασία.

  66. Κωστής Ανετάκης said

    @56: Αν προσέξεις, η τελευταία μου λογοτεχνική ανάρτηση ήταν στις 31 Μαρτίου 2020. Έκτοτε, έγραψα κάποια άρθρα επιστημονικού ενδιαφέροντος, σχετικά με την πανδημία, ωστόσο αφενός αποδείχτηκε υπερβολικά επικίνδυνο να γράφει κανείς αμφισβητώντας την «επιστήμη» των τηλεοπτικών «ειδικών» και αφετέρου δεν είχα κάτι άλλο που ήθελα να γράψω σχετικά. Από λογοτεχνικής απόψεως, η πανδημία με τσάκισε ψυχολογικά και δεν ήθελα να γράψω. Το πρώτο μου διήγημα μετά τον Μάρτη του 2020 είναι αυτό που διαβάσατε εδώ. Ενδιάμεσα έγραψα και μια νουβελέτα επικής φαντασίας (high fantasy) των 12.000 λέξεων, την οποία δεν ανάρτησα, διότι θεώρησα ότι τόσο μεγάλα κείμενα δεν είναι κατάλληλα για το ίντερνετ. Έτσι κι αλλιώς, το ανάρτησε ο Γελωτοποιός στο δικό του μπλογκ: https://sanejoker.info/2022/03/highfantasykostisanetakis.html?fbclid=IwAR1SPWpehae8qzRPwqWhOOYN9BY9s4DFxPAvINgfjtxYwUhmoPwI0fl8mlU

  67. SearchPeloponnese said

    Σχετικά με την «αποκομιδή» του νεκρού, καλά έκανε ο συγγραφέας και το έγραψε έτσι. Θα ‘ταν μεγάλο «σκηνοθετικό» μπέρδεμα να κουβαλήσει η μητέρα μόνη της άλιωτο πτώμα…

  68. # 63

    Δεν ήξερα πως το με οποιονδήποτε τρόπο διάβασμα καταστρέφει το κείμενο !!! Λογική στρατιωτικού καθεστώτος, άμα ξανάχουμε χούντα- που θάχεις τα μέσα- φρόντισε να απαγορευτεί το …οραγματολογικό ψείρισμα (σικ)

  69. Κωστής Ανετάκης said

    @62: Αντικατέστησα τις φρέζιες με πανσέδες. Όσο για τις ορτανσίες, πράγματι έχεις δίκιο ότι συνήθως καλλιεργούνται από μοσχεύματα, όμως έχω δίκιο κι εγώ, αφού στην αγορά κυκλοφορούν σπόροι ορτανσίας, πράγμα που είχα ελέγξει πριν γράψω το διήγημα, οπότε παραμένουν ως έχουν: https://vendora.gr/items/ykp8yw/10-spori-ortansia-idrangia-mixi-chromaton.html

  70. # 65

    Οταν απαντάς με στιχάκια του άλλου αλλάζοντας μια-δυο λέξεις, εσύ το βλέπεις…στο ίδιο μοτίβο, εγώ το βλέπω πλαγία διόρθωση (αν είμαι χολωμένος μπορεί και να το δω προσπάθεια να μου την βγεις)

    Τέσπα επειδή αρχίσανε τα γνωστα παράσιτα, δεν θα συνεχίσω, σου γράφω απλά πως ο συγγραφέας ζήτησε ονόματα φυτών πιο κοντινών σ’ αυτά που έγραψε και πως δεν διαβάζουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο

  71. Κωστής Ανετάκης said

    @50: Και αφού σου δημιουργήθηκε η απορία σε κάτι που πραγματολογικά είχα ελέγξει ότι έστεκε, συμπλήρωσα στο κείμενο, ώστε να αρθεί κάθε αμφισβήτηση: «Είχανε περάσει δεκάξι μήνες αφότου είχε δει το μαύρο όνειρο, που της προμήνυσε το χαμό του γιου της. Η φύση είχε κάνει γρήγορα δικό της το κορμάκι του και τ’ άνθη έπαιξαν το ρόλο τους σ’ αυτό».

  72. SearchPeloponnese said

    Θα ήταν προτιμότερο να αντικατασταθεί ο ΠΑΟΚ-τζη-ς. 🙂

  73. # 69

    Ερασιτεχνικα ασχολούμαι με κήπο και γλάστρες και υποθέτω πως ερασιτεχνικά θα ασχολιότανε και η γιαγιά. Εχω την αίσθηση πως ένας απλός άνθρωπος μαζεύει σπόρους από τα ετήσια φυτά, η ορτανσία είναι πολυετής θάμνος , δεν φυτελυεται με σπόρους κάθε χρόνο όπωςπ.χ. τα μοσχομπίζελα.

  74. loukretia50 said

    70. Δια την τάξιν :
    Με αδικείς, αν θελήσω να τη βγω σε κάποιον το κάνω ευθέως!
    Άλλωστε είμαι τόσο πολυλογού, που δύσκολα στριμώχνομαι σε στιχάκια άλλων.
    Αν αλλάξω κάτι, θα το κάνω… ριμαδιό!

  75. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    72 – Μπορεί, αλλά είναι σαν τον Ρονάλντο, ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΆΣΤΑΤΟΣ

  76. Εξαιρετικό κύριε Ανετάκη,
    ευχαριστούμε που το μοιράζεστε μαζί μας.

  77. Κωστής Ανετάκης said

    @73: Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας μερακλής κηπουρός δεν θα είχε σπόρους για τις ορτανσίες που με τόσο καμάρι καλλιεργούσε. Τι θα γινόταν αν έπεφτε κάποια ασθένεια ή ξηρασία και τις ξεπάστρευε. Η γιαγιά μου είχε σπόρους απ’ όλα όσα καλλιεργούσε, είχε κάνει εδώ τις… Βερσαλίες, όπως είχε σχολιάσει ένας συγγενής. Έτσι κάνανε οι παλιοί, είχανε πάντοτε καβάντζα τους σπόρους τους. Τη γιαγιά μου είχα κατά νου όταν το ‘γραφα…

    @51: Έχω γυναικείους χαρακτήρες καινοτόμους, δυναμικούς και ανυπόταχτους σε άλλα μου αφηγήματα, Ε.Φ. ή έστω σύγχρονα. Όμως εδώ…

    Το γεγονός ότι η Ρηνιώ ξεφεύγει από τα μέτρα του ρόλου της και πάει σε μια αναζήτηση αντάξια ενός ήρωα, πολεμιστή, τρελού ή άγιου, φτωχούλη του Θεού, κόντρα στη θέληση της οικογένειας και στη γνώμη του χωριού (του κόσμου!) είναι αρκετό ως καινοτομία του χαρακτήρα, για το συγκείμενο της ιστορίας. Η Ρηνιώ ξεκινάει εντελώς παραδοσιακή, όπως είναι το αναμενόμενο πραγματολογικά, όμως τελικά ξεφεύγει από τα εσκαμμένα, ακριβώς για να εκπληρώσει το ρόλο της, όχι πια τον κοινωνικό, αλλά τον εσωτερικό, το Θέλημα. Οι παλιοί είχαν ηθικό κώδικα στηριγμένο στην αρετή και στην αφοσίωση. Είναι καλό για μια ιστορία ο πρωταγωνιστής ν’ αλλάζει μέχρι το τέλος. Κι η επιστροφή της το δείχνει ξεκάθαρα, νομίζω. Άλλαξε η ίδια, άλλαξε κι όλο τον κόσμο γύρω της, το χωριό της (μέχρι και όνομα άλλαξε εξαιτίας της, έγινε αξιοθέατο και το έμαθε ο έξω κόσμος), αναβίωσε ξεχασμένα νεκρικά έθιμα. Τι περισσότερο θα ήθελες να δεις για να θεωρήσεις αντισυμβατικό τον γυναικείο χαρακτήρα;

  78. Eva Matenoglou said

    53.
    Σε αυτό το υπέροχο διήγημα που διαβάσαμε σήμερα, έχουν τη σημασία τους τα πραγματολογικά στοιχεία, γιατί αυτά θα προσδώσουν την απαραίτητη «πειστικότητα» (συμβατική/λογοτεχνική) στο κεντρικό μαγικό/ υπερβατικό στοιχείο της αφήγησης. Θυμάμαι την προσήλωση του Μπόρχες (παρόλο που δεν είναι, τυπικά, εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού) στη διεξοδική και εξονυχιστική περιγραφή της πραγματικότητας, εντός της οποίας «φύτευε» ή «προσγείωνε» τα πιο εξωφρενικά υπερβατικά στοιχεία, μπλέκοντάς τα και κάνοντάς τα τόσο αληθοφανή! Στο ωραίο σημερινό διήγημα, για μια στιγμή μονάχα, η ορτανσία – όσο κι αν φαίνεται περίεργο- με «πέταξε» κι εμένα έξω (από τη λογοτεχνική σύμβαση) και βρέθηκα, άθελά μου να σκέφτομαι αν είναι τόσο εύκολο να γίνει αυτό. Αλλά, ευτυχώς, ήταν τόσο αριστοτεχνικά δοσμένο το υπόλοιπο, που επανήλθα αμέσως… Και το μεταφυσικό στοιχείο υποστηρίχτηκε άψογα από τα παραδοσιακά στοιχεία, που μου θύμισε τις παραλογές.
    Πάντως η αναγνωστική μας απόκριση έχει να κάνει με τις εμπειρίες και τις γνώσεις του καθενός, οπότε δεν είναι και τόσο περίεργο να διαφέρουν οι αθέλητοι συνειρμοί μας…

  79. Κωστής Ανετάκης said

    @78: Εφόσον έψαξα και βρήκα ότι υπάρχουν σπόροι ορτανσίας στο εμπόριο και γνωρίζοντας από τη γιαγιά μου ότι ο καλός κηπουρός κρατάει σπόρους απ’ όλα όσα βγάζουν σπόρο (και βολβούς αντίστοιχα), άσχετα αν τα καλλιεργεί με παραφυάδες κ.λπ., είμαι πραγματολογικά καλυμμένος. Επίσης, διάβασα ότι η ορτανσία χρειάζεται να πέσει λίγο η θερμοκρασία της πριν ανθίσει. Αλλά δεν έχω περαιτέρω ανθοκομικές γνώσεις, τ’ ομολογώ…

  80. ΓΤ said

    Συνελήφθη ο γιος του Πολ Όστερ
    https://nypost.com/2022/04/17/father-charged-with-infants-od-hospitalized-ahead-of-arraignment/

  81. loukretia50 said

    Ο κύκλος της ζωής , ο χορός των ανθέων

    Spring, maiden gathering flowers, from the villa of Varano in Stabiae, c.15 BC-60 AD (fresco)

    Και η Αντιγόνη φυλακισμένη στον παραδοσιακό ρόλο της δεν αναρωτιέται σε ποιούς νόμους χρωστάμε υπακοή

  82. Eva Matenoglou said

    79.
    Φυσικά!
    Μάλλον όσοι έχουμε παλέψει με το φύτεμα της ορτανσίας είχαμε αυτό το…θεματάκι ! (Αγνοήστε το, δεν έχει σημασία, γράψατε κάτι τόσο όμορφο!)

  83. loukretia50 said

    Οι αθέλητοι συνειρμοί όλων μας διαφέρουν , καθένας εμπνέεται με διαφορετικό τρόπο και εστιάζει σε άλλα…
    Dead can danse Anabasis

  84. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Γράφω δακρυσμένη ακόμη. Πολύ ωραίο, ευχαριστούμε κύριε Ανετάκη (μου έμεινε αξέχαστο κι εκείνο σας «Ο άνθρωπος που δεν αρρώσταινε»).
    Καθώς τα τύμπανα του πολέμου ηχούν ξανά, φαρμακώθηκα με Το περιβόλι των νεκρών.
    Το κατάλαβα κι εγώ ότι το σακουλάκι με τους σπόρους θα γινόταν φρικτός σηματωρός.
    Ως προς τα είδη των σπόρων είχα κι εγώ ανάγκη* να στέκουν γερά πραγματολογικά**. Σπόροι δυνατοί που βγαίνουν κι ανθούν σε κάθε περίσταση (πχ τα ηλιοτρόπια/δεν είναι τυχαίο που η Ουκρανή γυναίκα έδωσε ακριβώς απ’ αυτούς). Ναι και τα μοσχομπίζελα (είναι και ψυχ-ανθή), οι καντιφέδες οι ετήσιες μαργαρίτες, οι παπαρούνες επίσης.
    **Θυμάμαι σε μια ταινία (ελληνική-κι απ΄ τις καλές) ότι μέσα μου «χρέωσα» ισχυρή αβλεψία, όταν, δήθεν Αύγουστο μήνα σε ελληνικό νησί, είχε στο ποτήρι της βεράντας, μαργαρίτες του Απριλο-Μάη. Ούτε τ΄άχυρό τους δεν υπάρχει άκρη καλοκαιριού.

    *Είναι μυστήρια όντα οι αναγνώστες 🙂

  85. Mitsi Vrasi said

    Πολύ ωραίο, κύριε Ανετάκη!
    Εξαιρετικό αντιπολεμικό διήγημα,με την άγνοια των ανθρώπων, τις γυναίκες που κρατούσαν τα σπίτια.
    Πιστεύω ότι η τελική φράση ότι το Περιβόλι χάθηκε και κανείς δεν το ξέρει, αυτή ολοκληρώνει το διήγημά σας. Μαγικό μεν, αλλά απόλυτα ρεαλιστικό.
    Ευχαριστώ.

  86. Παναγιώτης Κ. said

    Ο στίχος δεν έχει…θάνατο έχει ξενιτειά. Κοντινές και οι δυο καταστάσεις πριν πενήντα και περισσότερα χρόνια.
    Είμαι σχεδόν βέβαιος πως η μάνα του διηγήματος αν άκουγε αυτό το τραγούδι θα είχε να της πει πολλά τόσο ως προς το στίχο ( Κ.Βίρβος) όσο και ως προς τη μουσική (Θ.Δερβενιώτης).

  87. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Για τον νιόπαντρο Μανόλη από την Εθιά, που τον πήραν στρατιώτη και «θάφτηκε» στα βουνά της Αλβανίας, μοιρολόι από την γυναίκα του, όταν έφτασε το μαντάτο:
    Στην πέρα μπάντα του χωριού έρχουνται στρατιώτες
    μπας κι έρχετ΄ο Μανώλης μου κι έχω κλειστές τσι πόρτες

    Μανώλη που σου βάλανε προσκέφαλο λιθάρι
    τάξε πως δεν εκέντησα πότε μου μαξιλάρι

    Μανώλη που σου βάλανε για σκέπασμα τα χιόνια
    τάξε πως δεν εκέντησα ποτέ μου εγώ σεντόνια

    Μανόλη ανε ξανοίξομε* κόμη στην αυλή μας
    θα βρούμε καλορίζικα ‘πο τη στεφάνωσή μας

    *κοιτάξομε

  88. ΚΩΣΤΑΣ said

    Σχετικά με την συζήτηση που άνοιξε, γιατί έτσι κι όχι αλλιώς…
    Ο συγγραφέας – ο δημιουργός γενικά – παρουσιάζει ό,τι τον εκφράζει.
    Ο λήπτης του προϊόντος, κατά τα γούστα του, το ευχαριστιέται, του είναι αδιάφορο ή το παρατάει. Όσο περισσότεροι οι ευχαριστημένοι, τόσο πιο πετυχημένο θεωρείται το παρουσιαζόμενο προϊόν.

    Οπότε δεν υπάρχει λόγος για συζήτηση γιατί έτσι και όχι αλλιώς, κατ’ εμέ.

    Και για τους σπόρους, επειδή πολλή συζήτηση έγινε. Μοι προκαλεί κατάπληξιν το γεγονός ότι ουδείς εκ των χριστιανομπολσεβίκων σχολιαστών αναφέρθηκε στην πλατωνική γεωπονική ρήση: «ο σπόρος, όσο πιο βαθιά τον θάβεις, τόσο πιο πολύ φυτρώνει.» 😉

  89. Παναγιώτης Κ. said

    Και αυτό το τραγούδι εξίσου θα μπορούσε να «μιλήσει» στην πονεμένη μάνα..

    Για τα δε τα περισσότερα ηπειρώτικα τραγούδια θα μπορούσαν αυτά να αποτελέσουν μουσική υπόκρουση σε μια ραδιοφωνική απόδοση του διηγήματος.

  90. Παναγιώτης Κ. said

    Βεβαιότατα και ο Λουδοβίκος των Ανωγείων!

  91. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ισχυρός πικρός συμβολισμός το όνομα της ηρωίδας Ρηνιώ/ Ειρήνη που την έκαψε ο πόλεμος.

  92. Paco Fermin said

    Παρόλο που παρακολουθώ συστηματικά το ιστολόγιο, δεν συμμετέχω στο σχολιασμό.
    Σήμερα επιβάλλεται όμως.
    Ένα ευχαριστώ είναι λίγο για αυτό το διήγημα.
    Κύριε Ανετάκη δεν σας κρύβω ότι ζήλεψα για άλλη μία φορά το γράψιμό σας.
    Να είστε καλά και εσείς και ο κύριος Σαραντάκος.

  93. Μαρία said

    Ευχαριστώ για την δημοσίευση!
    Ο δουλειά του κ Ανετάκη μου αρέσει και με συγκινεί.
    Τον ευχαριστώ.
    Ερώτηση:
    Αναφέρει την Αλεξανδρούπολη τουλάχιστον σε δύο μεριές .Τυχαίο;
    Είμαι από Αλεξανδρούπολη και ζω εκεί.
    Προσωρινά εκτός

  94. Georgios Bartzoudis said

    23, ΓΤ said: «Περιορίσου στον κυρ Τάκη κι άσε ήσυχο τον Ανετάκη»
    # Α! Γι’ αυτό και συ, ζορίστηκες μεν, αλλά έβγαλες το κεφάλι από την άμμο. Κατανοητό»!

    29, Κωστής Ανετάκης said: «Εάν είχα πρόθεση να ενοχοποιήσω την Πατρίδα, το Καθήκον κ.λπ., δεν θα τα παρουσίαζα με ανθρώπινο πρόσωπο, όπως σε αυτή τη φράση: «Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία ήρθαν και κάθισαν τριγύρω να τη νουθετήσουν στοργικά». Αυτές οι έννοιες, εμφανίζονται σε κάθε επιστράτευση, το θυμάμαι κι εγώ από τα μικράτα μου, το 1974. Καλώς ή κακώς, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας του πολέμου. Και η βαθιά πίστη των ανθρώπων σε αυτά τα υψηλά ιδανικά τα καθιστά αναπόφευκτα όπως η μοίρα, γι’ αυτό και η πρωταγωνίστρια: «…ήρθε στα συγκαλά της και κατάλαβε πως με τη μοίρα δεν μπορούσε να τα βάλει».
    # Άλλο πρόθεση και άλλο ολίσθημα. Και το ολίσθημα έγκειται στο ότι παρατίθεται η υπόψη φράση όχι μία φορά (που θα ήταν κατανοητό) αλλά τρεις φορές: Κάθε φορά που κηρύσσεται πόλεμος, οπότε την ενοχοποιείς (αυτά φταίνε που γίνεται πόλεμος!). Όχι, δεν συμφωνώ ούτε κατ’ ελάχιστον ότι οι έννοιες αυτές αποτελούν «αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας του πολέμου». Άλλα είναι τα αίτια και η «διαδικασία» του (κάθε) πολέμου, που βέβαια δεν θίγονται στο διήγημα. Το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι εξαιρετικό, όπως είπα.

    34, zgrisp said: «Δεν θα έλεγα πως πρόκειται για ολίσθημα … Απλώς αντικατοπτρίζει τον καημό, τη δυστυχία, το μαράζι αλλά και το θυμό της γυναίκας που έχει χάσει τους άντρες της οικογένειάς της και βλέπει να χάνει και το ακριβό της μοναχοπαίδι. Εξάλλου όπως γράφει ο συγγραφέας: «Η Πατρίδα, το Καθήκον, η Θυσία, η Δόξα κι η Ελευθερία ήρθαν και κάθισαν τριγύρω να τη νουθετήσουν στοργικά. Μ’ όλ’ αυτά, η Ρηνιώ ήρθε στα συγκαλά της και κατάλαβε….».
    # Ο καημός και το μαράζι της γυναίκας κατανοητά. Κατανοητό και να καταριέται τον πόλεμο η υπόψη γυναίκα, όπως αυτή αισθάνεται. Ο συγγραφέας οφείλει να τα βλέπει πιο σφαιρικά, και προπαντός πιο ορθά. Κατά τα λοιπά, ίδε την απάντηση ανωτέρω.

  95. sarant said

    Ευχαριστώ εσάς για τα νεότερα σχόλια και τον Κωστή Ανετάκη για τις απαντήσεις -εγώ έλειπα.

    Ως προς τα πραγματολογικά, έχουν κάποια σημασία, αλλά όχι μεγάλη, θαρρώ.

    92-93 Τα σχόλια είχαν κρατηθεί, συγγνώμη!

  96. ΓΤ said

    95@

    «Εγώ έλειπα» —> Σκέφτηκα να περπατήσω μέχρι τον Κοκκιναρά, αλλά ήταν τελικά πολύ καλύτερα που πήγα μέχρι τον Νέο Κόσμο
    🙂

  97. ΓΤ said

    95@

    Βέβαια, για να πειράξω τον Νικοκύρη, γιατί θα λυσσάξω αν δεν το κάνω:

    Αυτό το «εγώ έλειπα» μου ακούστηκε σαν εκείνο το αξέχαστο «εγώ απλώς προήδρευα» του Παπανδρέου, αφού σήμερα εδώ έγινε της… ορτανσίας το κάγκελο 🙂

  98. Χαρούλα said

    #93 Μαρία, τι έχασα από Αλεξανδρούπολη; Ποιος ζει εκεί;;;;
    (Τον τελευταίο καιρό δεν είμαι και στα καλύτερα μου. Και φαίνεται μάλλον!)

  99. ΚΩΣΤΑΣ said

    98 Χαρούλα, ποια Μαρία ρωτάς; 🙂

  100. Χαρούλα said

    Στο #93 ΚΩΣΤΑ.
    Πάλι λαθος έκανα; Δεν είναι η γνωστή κάτοικος Θεσσαλονίκης;

  101. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    98 – Χαρούλα, δεν είναι η κολώνα του ιστολογίου αυτή η Μαρία.😊

  102. Χαρούλα said

    Ευχαριστώ ΛΑΜΠΡΟ( και ΚΩΣΤΑ) για την επισήμανση.
    Μάλλον πρέπει να περάσω πάλι σε αγρανάπαυση. Σήμερα μαντάρα τα έκανα🥺!

  103. ΚΩΣΤΑΣ said

    102
    Χαρούλα, μη στεναχωριέσαι, πολλοί αρχίζουμε να μην πάμε καλά εδώ μέσα! 😉 Έχουμε όμως και πολύ χρόνο μπροστά μας ώσπου να καταλήξουμε το περιβόλι των τρελών! (να μην ξεφεύγουμε και πολύ από το θέμα της ανάρτησης)

    Χαμογέλα και μην το βάζεις κάτω! 😅🤣😂

  104. aerosol said

    Μάθαμε και τι οφείλει να κάνει ο συγγραφέας στα απολυταρχικά καθεστώτα.

  105. Τέλειο το σημερινό!

  106. sarant said

    98 Η Μαρία του σχολίου 93 δεν είναι η γνωστή σχολιάστρια και φίλη μας, αλλά έχει σχολιάσει και άλλες φορές στο ιστολόγιο.

    97 Πάντως πράγματι έλειπα -αλλά όχι στον Νέο Κόσμο 🙂

  107. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    97 >>έγινε της… ορτανσίας το κάγκελο
    Tης Αδελίνας Γκιτάρ; 🙂

  108. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    55 >>Τη μυστική παπαρούνα του Μυριβήλη θυμήθηκα.
    Ναι, και τις παπαρούνες της Φλάνδρας
    https://www.mixanitouxronou.gr/giati-oi-paparounes-eginan-symvolo-mnimis-ton-nekron-tou-a-pagkosmiou-polemou-to-sygkinitiko-poiima-tou-nosokomou-pou-exase-ton-sybolemisti-tou-ti-anaferei-o-stratis-myrivilis-sti-zoi-en-tafo/

    102, Χαραλά Χαρούλα! 🙂 .
    Ο …αναμάρτητος ας σε μαλώσει!

  109. Μαρία said

    98 κλπ
    Αν είχες κλικάρει το όνομα, όπως έκανα εγώ, θα έβλεπες οτι δεν πρόκειται για την οσία 🙂
    Φταίει κι η σπανιότητα του ονόματος.

    102
    Μα πώς κάνεις έτσι. Ηρέμησε.

  110. ΓΤ said

    @106β

    Εκεί «ψηλά», στον Νέο Κόσμο
    ωραία αράδα, μυρίζει δυόσμο
    «μεροδούλι, μερογράφι»
    κι ούλα διαβασμέ- στο ράφι

  111. ΓΤ said

    Αυτή η Χαρούλα με έχει αρρωστήσει. Η Χαρούλα είναι εκείνο το σκιουράκι που τάιζα μικρός σε ένα πάρκο στη Βαρσοβία. Έβαζα το καρπούλι, δειλοκατέβαινε η σκιουρίτα, ανέβαινε σφαίρα να διαβάσει τη γεύση, ξανακατέβαινε, αμφισβητούσε τον επόμενο καρπό, ποια Μαρία είναι δαύτη, φύγε εσύ, έμαθα ότι είσαι Γιώργος, ξουτ, τα χέρια γίνονται λέξεις, καρπίζουν, γίνονται φράση, πολυπλόκαμος χορός, μη με μπερδεύετε άλλο, σε αγαπάμε, άσε τότε το φουντούκι, στης γιαγιάς πήγαινε το βάζο, θυμάσαι εκείνα τα τετράστιχα, έτσι σταχώνεται η εκτίμηση, με πρέποντα διάστιχα, κι είναι απ’ τις λίγες τις φορές που αδυνατώ τελεία να βάλω

  112. Χαρούλα said

    #109 Δεν το σκέφτηκα, οσίαΜαρία. Τώρα που το έκανα, έπεσα και σε γνωστή, (που μάλλον το προσωρινά εκτός είναι και εκτός Ελλάδας☺️).
    Μας είχε συστήσει και συλλογή ποιημάτων της παλαιότερα. Καλά να περνάει με παιδιά και παιδιάΧ2, όπως και όλοι εμείς! 🐣🐇🌼

  113. Χαρούλα said

    (#111 ΓΤ) Με ζήτησε κανείς;;;🐿😎

  114. ydates said

    Εξαιρετικό! Αριστούργημα! Έτσι πρέπει να είναι η αληθινή λογοτεχνία… Συγχαρητήρια στον συγγραφέα και πολλές ευχαριστίες και στον Νικοκύρη.

  115. # 112

    Μαρία, εκτός Ελλαδος…

  116. sarant said

    114 Καλημέρα, αγαπητέ!

  117. Πέπε said

    Ρε παιδιά, έχω αγαναχτήσει με μερικά που διαβάζω εδώ στα σχόλια.

    Έτυχε μεν εδώ το κείμενο να το διαβάσουμε σε σελίδα σχολιασμού, με τον συγγραφέα παρόντα, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα ν’ ανοίξουμε μαζί του άμεσο διάλογο. Ναι, αλλά πριν απ’ αυτό όλοι είχαμε κάποιες λογοτεχνικές εμπειρίες, και όλοι ξέρουμε ότι συνήθως δε γίνεται έτσι, να τον ρωτάς γιατί έβαλε αυτό εκεί έτσι και αν ήταν ολίσθημα ή πρόθεση και να ανταλλάσσουμε μαζί του γνώσεις περί κηπουρικής ή απόψεις περί πατρίδος. Αυτό έγραψε. Κάτσε κι απόλαυσε την αβεβαιότητα αν το εννοούσε (και πώς) ή αν του ξέφυγε.

    Θυμήθηκα μια σκηνή από τον Μπράιαν. Είναι ο κατά λάθος μεσίας σ’ ένα λόφο, με πλήθη οπαδών συγκεντρωμένα, και τους αφηγείται μια παραβολή. Χωρίς να το θυμάμαι επί λέξει, η συμμετοχή του ακροατηρίου είναι περίπου σ’ αυτό το πνεύμα:
    -Ήταν μια φορά μια κοπέλα από την Καπερναούμ…
    -Πώς την έλεγαν;
    -Δεν έχει σημασία. Και λοιπόν αυτή η κοπέλα…
    -Πώς δεν έχει σημασία, δεν είχε όνομα η κοπέλα;
    -Θα είχε κάποιο όνομα, αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι ότι αυτή η κοπέλα…
    -Τι παναπεί θα είχε; Δεν την ήξερες;
    -Όχι, δεν την ήξερα. Και που λέτε, αυτή η κοπέλα…
    -Μας δουλεύεις; Από το κεφάλι σου τα βγάζεις;
    -Καλά λοιπόν, την έλεγαν Μαρία. Όπου λοιπόν η Μαρία από την Καπερναούμ…
    -Α, η Μαρία! Ήξερα κι εγώ μια Μαρία από την Καπερναούμ. Που πήρε τον πεταλωτή τον Ησαΐα; Ξαδέρφη μου είναι.
    -Όχι, άλλη. Όπως έλεγα λοιπόν, …
    -Α, την ξέρεις λοιπόν και τη δικιά μου ξαδέρφη τη Μαρία που πήρε τον πεταλωτή. Καλή κοπέλα, ε;

    Και μετά σού λέει, τι χούντα είναι αυτή να μην μπορώ να συζητήσω μ’ έναν άνθρωπο που έχει νέα από την ξενιτεμένη μου ξαδέρφη που έχω τόσο καιρό να την δω.

    Ορτανσίες ρε μέχρι να σβήσει ο ήλιος! Πατρίς θρησκεία ορτανσία.

    ________________

    Το διήγημα ήταν εξαιρετικό. Εύγε κ. Ανετάκη. Όπως συμβαίνει τόσο με τον μαγικό ρεαλισμό όσο και με τη λογοτεχνία που αντλεί έμπνευση από τα λαϊκά έθιμα, ιδίως τέτοιου τύπου έθιμα όπως τα νεκρικά και γενικά ό,τι θεωρείται αποκλειστικότητα της γυναικείας σοφίας, έμοιαζε να μου ξυπνά κάποια βαθύτατη ανάμνηση από κάτι που ήξερα αλλά το απέφευγα…

    Εννοείται ότι όταν του ‘δωσε το σακκούλι με τους σπόρους κατάλαβα κι εγώ την ιδέα της, αλλά δεν το θεωρώ μειονέκτημα αυτό. Δε νομίζω ότι το ζήτημα ήταν, όταν τελικά εντόπισε τον νεκρό της από τα λουλούδια, να πρέπει εγώ να πεσω από τα σύννεφα.

    Βέβαια έχω μερικές ενστάσεις. Ο ταγματάρχης ας πούμε. Γιατί ταγματάρχης; Οι διοικητές τέτοιων αποσπασμάτων δεν ήταν συνήθως λοχαγοί; 🙂 🙂

  118. ΓΤ said

    117@ Πέπε

    Αν ο Μπελογιάννης ήταν ο άνθρωπος με το γαρίφαλο, ο Ανετάκης πετροβολήθηκε για μια ορτανσία.

  119. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    117# Μπορώ να σου τεκμηριώσω αναλυτικά και δια μακρών το ότι συνήθως οι αποσπασματάρχες ήταν (ανθ)υπολοχαγοί αλλά το βασικό, ασυγχώρητο σφάλμα του συγγραφέα είναι πως δεν ανέφερε ότι πάντα το απόσπασμα πλαισιωνόταν από κλιμάκιο στρατονομίας.
    Όπως αντιλαμβάνεσαι, αυτή η παράλειψη καταβαραθρώνει ανεπανόρθωτα τη λογοτεχνική αξία του κειμένου και το καθιστά παράδειγμα προς αποφυγήν, που μη σου πω ότι θα διδάσκεται στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Αίσχος κύριε Ανετάκη 😅 😂 🤣

  120. sarant said

    119 🙂

  121. Γιάννης Κουβάτσος said

    Εγώ δεν κατάλαβα τη βασική ιδέα του κειμένου, παρά μόνο όταν έγινε ολοφάνερη. Πάλι με τη μειοψηφία, ρε γαμώτο… 😊

  122. Γιάννης Κουβάτσος said

    Οι ορτανσίες (Τάσος Λειβαδίτης, από «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου»)

    Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ

    αργοπορούσα ν’ ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα την αγωνία μου.

    Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω.

    “Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ

    απ΄τη Σαρλεβίλ, είπα-τί θέλετε;”

    “Κινδυνεύουμε και οι δυο” μου λέει.

    Όμως

    εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά το πρωί,

    έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου που

    για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα ακόμα και στον ύπνο μου.

    Αλλά

    το πρόβλημα ήταν μετά.

    Πώς θα περνούσαν οι ώρες; Η μικρή κόρη

    του κηπουρού είχε πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο απόρων,

    οι φυλακισμένοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια

    χωρίς να κοιτάζουν τον ουρανό και το καφενείο “Η Ωραία Εποχή”

    που μαζευόμαστε νέοι είχε κλείσει.

    Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν την ησυχία ή

    ξεφύλλιζα δρομολόγια τραίνων ή πλοίων

    (η αεροπλοΐα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς

    κι η λήθη πάντα για τους χαμένους).

    “Αρθούρε, του λέω, πως μ΄ανακάλυψες; εμένα κανείς δεν με ξέρει.”

    Χαμογέλασε. “Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες” είπε.

    Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους

    που δε βγάζουν πουθενά…

  123. leonicos said

    Πώς να εκφράσω τον θευμασμό μου γραπτώς

    Ουρλιάζω και τρεμω

  124. Πέπε said

    > Είδες άντρα με στολή, μόνο για κακό θε να ’ναι. Η Ρηνιώ η Μιστριώτενα αυτό δεν το ’λεγε τόσο για τον ενωμοτάρχη του χωριού, αν και όλοι ξέρανε τι ανακατωσούρας ήταν και πως όλα τα ’μπλεκε χειρότερα σαν έμπαινε στη μέση. Τούτος ήταν ο μικρότερος μπελάς.

    Παράλειψη βέβαια που δεν κάναμε τη σύνδεση ανάμεσα σ’ αυτό το χωρίο και τη συζήτηση στην προηγούμενη ανάρτηση, για τις λέξεις στολή και φορεσιά. Υποθέτω ότι ο ενωμοτάρχης δε θα κυκλοφορούσε στις ώρες υπηρεσίας με στολή ποντιακή, ούτε αμαλίας.

  125. GeoKar said

    Συμπλέω, έστω κ με καθυστέρηση, με τους προλαλήσαντες στα σχόλια #10 κ #43.

  126. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    88 >> «ο σπόρος, όσο πιο βαθιά τον θάβεις, τόσο πιο πολύ φυτρώνει.»
    Ναι καλά. Σπέρνε το στάρι στα βάθη να μην το βρει η βροχή και θα έχεις μια …πλατωνική σοδιά. 🙂

  127. Eva Matenoglou said

    117.
    Καλοσύνη σου που μας θύμισες τον Μπράιαν, αλλά προς τι η ιερή αγανάκτηση; Μια χαλαρή συζήτηση κάναμε που δεν είχε στόχο ούτε να κάνει υποδείξεις ούτε να θίξει κανέναν – πόσω μάλλον που τουλάχιστον δύο από εμάς δηλώσαμε τον θαυμασμό μας για τις αρετές του αφηγήματος…
    Δεν είχανε καμιά ιδιοτροπία για την πανέμορφη ορτανσία! Απλώς, επειδή κάπου αναφέρθηκε, έγινε μια συζήτηση για τη λειτουργία των πραγματολογικών στοιχείων στη λογοτεχνία. Κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν μπορεί να είναι όλα μαγικά στον μαγικό ρεαλισμό: τα πραγματολογικά στοιχεία είναι το «δόλωμα», σαν μια υπόσχεση ειλικρίνειας, που μας κάνει να εμπιστευτούμε τον συγγραφέα και να αφεθούμε να μας οδηγήσει στο μαγικό «επεισόδιο». Συνεπώς, δεν λειτουργεί όπως στο γνωστό ανέκδοτο του Μόσιαλου (αφού δεχθήκαμε τα φαντάσματα, δεχόμαστε τα πάντα!) Αντιθέτως χρειάζεται να μοιραζόμαστε μια κοινή πραγματικότητα, για να πιστέψουμε στα θαύματα του άλλου.
    Τώρα, αν έθιξα εσένα, συνάδελφε, με το συμπάθιο – δεν θα το ξανακάνω!

  128. Πέπε said

    127
    Όχι, ούτε εμένα έθιξες ούτε είναι κακό μια πραγματολογική παρατήρηση (έστω διόρθωση) για τις ορτανσίες να οδηγήσει σε συζήτηση για τις ορτανσίες. Μήπως όμως έθιξα εγώ εσένα; Δεν είχα τέτοια πρόθεση: ούτε συγκράτησα όλους όσοι έκαναν τέτοια σχόλια, οότε δε θυμάμαι αν ήσουν κι εσύ, ούτε τους έβαλα τον καθένα ξεχωριστά στο στόχαστρο (παρήχηση του στ).

    Όταν όμως θες να πεις «πολύ καλό, μπράβο» συνήθως το λες με μια-δυο προτάσεις. Προκειμένου να αναλύσεις μια διόρθωση, μπορεί να χρειαστείς πολύ περισσότερα λόγια. Είχα λοιπόν την αίσθηση ότι μαζεύτηκαν δυσανάλογα πολλά τέτοια λόγια, κάτι που δε θα μπορούσε να συμβεί αν δεν είχαμε τον συγγραφέα παρόντα στη συζήτηση, και ότι άρα λίγο δεν εκτιμάμε αυτό το εξαιρετικό προνόμιο που τόσο πολύ αντιφάσκει στη συνολική μας αναγνωστική εμπειρία.

  129. Eva Matenoglou said

    Προσθήκη στο 127.
    Δεν είχα προσέξει το σχόλιο για την πατρίδα. Εννοείται ότι εκεί αλλάζει : η συζήτηση δεν ήταν καθόλου χαλαρή και διαχωρίζω τη θέση μου εντελώς και υφολογικά και -κυρίως- ιδεολογικά ! Θα ήθελα να απαντούσε ο μεγάλος Ραφαηλίδης σε εκείνο το σχόλιο , εγώ δεν καταπιάνομαι…

  130. sarant said

    127 Πάντως ήταν πολύ καλογραμμένο το σχόλιο 117, γέλασα πολύ.

  131. Eva matenoglou said

    130.
    Έξυπνο ήταν, αλλιώς δεν θα έδινα σημασία, δεν θα το έπαιρνα προσωπικά!

  132. EΦΗ - ΕΦΗ said

    Ποιος είδε ρόδα στα βουνά
    στη λαγκαδιά ορτανσίες
    νούφαρα σ΄άνυδρα γκρεμνά
    στον πάγο αρτεμισίες,
    βασιλικούς στον Ομαλό
    και γιασεμιά στο χιόνι
    τα εντελβάις στο γιαλό
    με τα μη με λησμόνει

    Ο μάρτυρας των λουλουδιών
    εγώ ΄μαι ο που τα είδα
    μέσα σε στίχους τραγουδιών
    ή αράδες στη σελίδα

    Γράφει και σπέρνει ο λογισμός
    φυτρώνουνε στο ποίμα
    εκεί κι οργώνεται ο γιαλός
    κι ανθοβολά το κύμα
    και ροδοντύνονται βουνά
    και βιολετίζουν ξέρες
    και βγάνουν νάρδους τα στενά
    κ οι όχτοι σεμπρεβιβέρες.

  133. # 77 α

    Τώρα που κατακάθισε η σκόνη, κύριε Ανετάκη, θα σας απαντήσω σχετικά με τους μερακλήδες κηπουρούς που αναφέρατε

    Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων (ξανα)δηλώνω πως το διήγημά σας το βρήκα εξαιρετικό, είναι άσχετο αυτό με τα πραγματολογικά στοιχεία που αναφέρονται

    Τα φακελλάκια με τους (πολλούς) σπόρους των καλλωπιστικών φυτών στοιχίζουν 1 ευρώ στα καταστήματα με φυτά όπως μπορείτε να διαπιστώσετε εδώ : https://geospiti.gr/products/index/page:4?category=433-sporoi-anthokomikon

    Στο κατάστημα vendora όπου βρήκατε τους σπόρους ορτανσίας αναφέρει 10 σπόρους προς 6 ευρώ +3 ευρώ ταχυδρομικά, προφανώς είναι ιντερνετικό κατάστημα που πουλάει διάφορα είδη από ψηστιέρες μέχρι τέντες και σπόρους από εξωτικά φυτά. Οπως καταλαβαίνετε οι σπόροι είναι πανάκριβοι γιατί για να παραχθούν θέλουν ειδική γεωπονική φροντίδα και πιθανότατα να παράγονται μόνο στις χώρες προέλευσης του φυτού (Κίνα, Ιαπωνία σύμφωνα με την βίκυ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%81%CF%84%CE%B1%CE%BD%CF%83%CE%AF%CE%B1) μια που πολλά φυτά όταν εγκλιματισθούν σε άλλες χώρες δεν παράγουν σπόρους όπως π.χ. τα χρυσάνθεμα κι ακόμα κάποια είδη πορτοκαλιών ή τα ακόμα και τα γνωστά «μανταρίνια χωρίς κουκούτσια,δηλαδή οι κλημεντίνες.
    Με αυτά τα λεφτά αγοράζει κάποιος ένα φυτό ορτανσίας με πιο σίγουρα αποτελέσματα από τους σπόρους, τα χρώματα στις ορτανσίες (και σε κάποιες βουκαμβίλιες εξαρτώνται από το χώμα, δεν είναι στάνταρ)

    Και τα βολβοειδή όπως οι φρέζες κάνουν σπόρους τους οποίους αν φυτεύσει κάποιος και έχει γνώσεις και υπομονή μπορεί μετά από τρία-τέσσερα χρόνια να φιάξει βολβό που θα ανθίσει. Πιο εύκολο όμως είναι με τους μικρους βολβούς-παιδάκια- που παράγει το φυτό να πάρει βολβό που θα ανθίσει σε 1-2 χρόνια και με λιγότερες δυσκολίες. Η φύση φροντίζει ποικιλοτρόπως για την διαιώνιση κάθε είδους αλλά όταν επεμβαίνει ο άνθρωπος περιορίζεται στους πιο εύκολους τρόπους

    Ενδεικτικά σας αναφέρω πως και στα δυο μου σπίτια έχω γιασεμί και έχω παρατηρήσει πως από τα εκατοντάδες λουλούδια που βγάζουν κάθε χρόνο, ένα κάποιες χρονιές δένει καρπό. Δεν το άφησα να ωριμάσει να δω αν κάνει σπόρο και αν θα πάρω τελικά άλλο φυτό από τον σπόρο, αφού μπορώ πολύ εύκολα και γρήγορα να αποκτήσω καινούργιο φυτό από ένα κλαδάκι.

    Στις αυλές των παλιών σπιτιών υπήρχανε γιασεμιά, αγιόκλημα, κοράλι, μπιγκόνιες, φτέρες και ορτανσίες, όλα αυτά είναι πολυετή και δεν πολλάπλασιάζονται με σπόρους χωρίς ειδικές γνώσεις και τεχνολογία. Απλά έπαιρνε μόσχευμα ο ένας από τον άλλον. Στα μονοετή φυτά είναι προφανές πως απαιτείται η συλλογή των σπόρων και φυλάγανε πάντοτε περίσσευμα μήπως αποτύχει κάποια σπορά. Στα άλλα αν χαλάσει κάποιο φυτό, παίρνεις ένα μόσχευμα από κάποιον γνωστό ή αγοράζεις καινούργιο φυτό, κάπως έτσι θα βρέθηκε και η ορτανσία στον κήπο του διηγήματος.

  134. Eva Matenoglou said

    132.
    Τι όμορφο πανηγύρι λέξεων και εικόνων!
    Με πόση (ζηλευτή) ευκολία σκαρώνεις στίχους και ποιήματα – έξυπνα, πολύχρωμα και… συμφιλιωτικά!

  135. Alexis said

    Πριν από λίγο μπήκα και το διάβασα και το βρήκα εξαιρετικό!
    Ή γραφή του Κωστή Ανετάκη είναι καλοδουλεμένη και ρέει όμορφα με ό,τι θέμα και αν καταπιαστεί (ακόμα θυμάμαι τον «Ευρυπίδη της ταφής» και χαμογελάω)
    Πολλά συγχαρητήρια και στον συγγραφέα και στον Νικοκύρη για την παρουσίαση!

  136. Alexis said

    Ένα από τα πιο συγκλονιστικά ηπειρώτικα μοιρολόγια
    «Σήκω μαριόλα μ’ απ’ τη γη»

  137. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Το περιβόλι του Χάρου
    Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμει περιβόλι,
    Βάνει ταις νιαις για τα δεντρά, τους νιους για κυπαρίσσια
    Βάνει και τα μικρά παιδιά για ταις γλυκομηλίτσαις.
    Θεέ και να με βάνανε πραγματευτή στον Άδη,
    Να βάσταα στο κεφάλι μου κανίστραις με στολίδια,
    Να βάσταα και στον ώμο μου παλικαριών αρκιμπούζα,
    Να βάσταα και στην ζώνη μου γερόντων κλαδευτήρια,
    Να βάσταα και σταις μπούρσαις μου μικρών παιδιών κουλούρια,
    Νάρχοντ’ οι νιοι για τ’ άρματα κ’ η νιαις για τα στολίδια.
    Νάρχονται και οι προεστοί να παίρνουν κλαδευτήρια,
    Και τα μικρά παιδόπουλα να παίρνουν τα κουλούρια.
    Παρακαλώ σε Παναγιά, και προσκυνώ σε πόλι,
    Να μου δοθούνε τα κλειδιά, να μπω στο περιβόλι.
    Παρασκευή τα ζήτησα, Σαββάτο μου τα δώσαν,
    Την Κυριακήν ανήμερα άνοιξα, μπήκα μέσα.
    Βλέπω ταις νιαις χορεύουνε, τους νιους και τραγουδούνε,
    Βλέπω τα συμπαλικάρα κ’ επαίζανε τσικμάδαις,
    Βλέπω ταις νιαις κ’ εστρώνανε τα ξήστρωτα κρεβάτια,
    Για νάρτ’ ο νιος να κοιμηθεί, πώρχετ’ αποσταμμένος
    Μεταξωτά παπλώματα και ρένσινα σεντόνια.

  138. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Στο περιβόλι του Χάρου – εσχατολογική ταυτότητα στα δηµοτικά τραγούδια. Michał Bzinkowski
    https://www.eens.org

  139. sarant said

    137 Δεν το ήξερα, είναι φοβερό.

  140. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    139 Βρίσκω τώρα ότι προέρχεται λέει από τη Ζάκυνθο
    (έχει και μια μικρή παραλλαγή)
    σελ 309-310
    https://books.google.gr/books?id=-ns7AAAAcAAJ&pg=PA309&lpg=PA309&dq=%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CE%B9%CF%82&source=bl&ots=kMDAhtf_YD&sig=ACfU3U01ol3EaNKhSLpLRNyPLtpC323ZKw&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwixsZug3p_3AhWLh_0HHaDYAV04ChDoAXoECA4QAw#v=onepage&q=%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CE%B9%CF%82&f=false

    Αναζήτησα τα άγνωστά μου «ρένσινα» σεντόνια, σ΄ένα Ζακυνθινό γλωσσάρι λοιπόν.
    Από εδώ:
    Τα ρομανικά (Ιταλικά-Γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου: Λεξικολογικές επισημάνσεις (μορφολογία-σημασιολογία)
    Κοροσίδου-Καρρά, Ερμιόνη (2003, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ),
    σελ.234
    Ρένσινο (το), άριστης ποιότητας λευκό, λινό ύφασμα. Ετυμολ: βεν.renso /ιταλ.rensa, από την πόλη Reims της Γαλλίας . Ρένσινα πουκάμισα

  141. sarant said

    140 Κι άλλο φοβερό εύρημα, ρένσινα από τη Reims!

  142. Τώρα που κατακάθισε η σκόνη και πήγα μέχρι το εξοχικό μου, τράβηξα μια φωτογραφία από το γιασεμί ενός γείτονα, κοιτάξτε την προσεκτικά :

    Αυτό το μαύρο σαν ελιά που φαίνεται στο άσπρο φόντο του σπιτιού είναι ο καρποός του γιασεμιού, μικρότερος από ένα πόντο σε μήκος και περιέχει ένα ή δύο σπόρους. Κανένας δεν ασχολείται να τον φυτέψει γιατί η δουλειά αυτή γίνεται με μοσχεύματα και κυρίως γιατί σπανίως καρποφορεί το φυτό, ήδη στην φωτο φαίνονται καμιά εκατοστή πρώην άνθη που δεν καρποφόρησαν. Βέβαια με ειδικές συνθήκες και φροντίδα γεωπόνου θα μπορούσε να δώσει περισσότερους καρπούς, θα μπορούσε να σποριάσει ακόμα και μια ορτανσία, κάτι που δεν έχω δει ποτέ ως τώρα στα 70+ χρόνια μου.

    Εχουν πει για μένα πως είμαι καλός άνθρωπος, φτάνει να μην έχω δίκιο …

  143. dryhammer said

    … και ο σταυρός στην πόρτα, για να μην την κατουράνε…

  144. nikiplos said

    Λοιπόν ήρθα εδώ σήμερα σφόδρα καθυστερημένος εξαιτίας του δεινού Δύτη. Πολύ ωραίο μυθιστόρημα που με συγκίνησε πολύ. Θα μπορούσε να είναι μια αντιπολεμική ελεγεία τούτες τις μέρες που ο πόλεμος ξαναφουντώνει παντού. Είμαστε μια γενιά που δεν είδαμε πόλεμο για πολλά χρόνια. Αν βάλεις από το 1974 μέχρι σήμερα είναι δεν είναι 48 χρόνια απολεμιάς (ουχί ειρήνης). Και το 1974 λίγοι ήταν αυτοί που έφυγαν άδικα οι περισσότεροι, για τη δόξα των χουνταίων και του ειρηνοποιού Κίσιγκερ. Θέλω να πω δεν ήταν όπως στον προηγούμενο πόλεμο.

    Έχουμε έναν γείτονα εδώ, που σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1974, ως παραμένων στο νησί, αφού κανονικά έπρεπε να έχει απολυθεί. Επειδή ήταν αγνοούμενος, η μητέρα του, του έφτιαξε κανονικά το σπίτι του κι έναν πολύ πλούσιο κήπο, που μέχρι τον θάνατό της ήταν περιποιημένος και το κλειστό σπίτι ασπρισμένο, βαμμένο στην εντέλεια. Μετά τον θάνατό της νομίζω, οι συγγενείς πούλησαν το σπίτι που το γκρέμισε κι η μπουλντόζα ξεπατώνοντας μαζί και τον υπέροχο κήπο…

    Ωστόσο εκείνα τα χωριά κι εκείνοι οι άνθρωποι πως να ένιωθαν που κάθε λίγο και λιγάκι, ένας Πάν-καλος Δεληγιάννης ή έτερος Καππαδόκης, για ψηφοθηρικούς λόγους (να βγει κυβέρνηση να ροκανίσει τον δημόσιο μπεζαχτά) σήκωνε μπαϊράκι κι ενοχλούσε τον Τούρκο? Που γινόταν Τούρκος βέβαια… Κι έτρωγε το μαύρο σκοτάδι τα καλύτερα παιδιά…

    Ο Ράουτερ γράφει πως οι 1.000.000 Γερμανοί που έπεσαν το 1916 στις μάχες του Βερντέν, έπεσαν μόνο και μόνο για τη χρυσή τουαλέτα του Φον Κρουπ. Η εκεχυρία και οι συμβιβασμοί ήταν οικονομοτεχνικά υπολογισμένοι και θα μπορούσαν να έρθουν άμεσα τότε, αλλά η Γερμανική Βιομηχανία είχε ανάγκη παράτασης του πολέμου, γράφει…

    142@ Τζη ωραία φωτογραφία…

Σχολιάστε