Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (διήγημα του Γ. Βιζυηνού)

Posted by sarant στο 5 Φεβρουαρίου, 2023


Προχτές, στο άρθρο του Άρη Μπερλή για τις μεταγλωττίσεις παλαιότερων κειμένων, έγινε λόγος και για τον Γεώργιο Βιζυηνό, που έγραψε διηγήματα στην καθαρεύουσα τα οποία ίσως είναι δυσπρόσιτα σε πολλούς αναγνώστες σήμερα. Μάλιστα, ο φίλος μας ο Πέπε, σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχόλιό του, μας αφηγήθηκε πώς δίδαξε στο γυμνάσιο της Καρπάθου το διήγημα Το μόνον της ζωής του ταξίδιον, του Βιζυηνού ακριβώς.

Σκέφτηκα λοιπόν ότι ταιριάζει να βάλουμε σήμερα ένα διήγημα του Βιζυηνού με θέμα, ακριβώς, το γλωσσικό ζήτημα. Και εδώ ο Βιζυηνός συναντά τον Ροΐδη, ας πούμε, διότι και αυτός συνηγορεί υπέρ της δημοτικής και εναντίον της καθαρεύουσας, γράφοντας όμως σε καθαρεύουσα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο φύλλο 48 του περιοδικού Εβδομάς (28.1.1885), ενός περιοδικού με αξιόλογη λογοτεχνική ύλη, φυσικά στην καθαρεύουσα εκτός από τα ποιήματα -«εκδίδοται κατά Κυριακήν» έγραφε η προμετωπίδα του. Στην Απολογία της δημοτικής, που εκδόθηκε το 1914 από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ανθολογούνται μικρά αποσπάσματα από τον πρόλογο και τον επίλογο του διηγήματος του Βιζυηνού.

Ο Βιζυηνός ύστερα από μια πρώτη προλογική παράγραφο αφηγείται ένα επεισόδιο της σχολικής του ζωής, όταν ο νέος δάσκαλος προσπαθούσε να βαφτίσει πρόσωπα και πράγματα σε γλώσσα αρχαΐζουσα. Ο Βιζυηνός δείχνει οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο και γνώσεις γλωσσολογίας, ενώ αξίζει να προσεχτεί η παρατήρησή του για την αποφυγή της χασμωδίας στο ιδίωμα του χωριού του, που είναι βέβαια φαινόμενο πολύ ευρυτερα διαδεδομένο. (Και επίσης μου κάνει εντύπωση ότι απευθύνεται σε «αναγνώστες και αναγνώστριες», κάτι πολύ μοντέρνο για το 1885).

Το κείμενο το πήρα από τον παλιό μου ιστότοπο, δηλαδή μονοτονισμένο και με εκσυγχρονισμένη ορθογραφία από την έκδοση της Εστίας. Το μειονέκτημα του μονοτονισμού φαίνεται στις δοτικές, ιδίως στο «Αγαθή τύχη», με το οποίο αρχίζει το διήγημα, που είναι δοτική. Επίσης, ο πληκτρολογητής έχει κάνει μερικά λαθάκια. Σύγκρινα τώρα με την πρώτη δημοσίευση και μερικά τα διόρθωσα.

Μετά το διήγημα δημοσιεύω το κείμενο μεταγλωττισμένο στο θρακικό ιδίωμα, όπως δημοσιεύτηκε πέρυσι στο περιοδικό Χάρτης.

ΔΙΑΤΙ Η ΜΗΛΙΑ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΜΗΛΕΑ

          Αγαθή τύχη, ανεκινήθη εσχάτως το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος, ουσιωδέστερον ίσως και αυτού ακόμη του ανατολικού ζητήματος. Πλην, αναγνώσται και αναγνώστριαι, όσοι υπολείπεσθε ακόμη της Μεγάλης ημών Ιδέας θιασώται, μη εκπλαγείτε δια την άμεσον ταύτην συσχέτισιν του ζωτικοτέρου των ζητημάτων με την γραμματικήν των σχολαστικών της Ελλάδος. Το γνωρίζω: Οι καλόγηροι φρονούν ότι θα υπάγομεν όλοι εις τον διάβολον, όσοι δεν αποκληρούμεν τους υιούς και τας θυγατέρας ημών, δια ν’ αφιερώσομεν τα κτήματά μας εις τα μοναστήρια, προς ψυχικήν σωτηρίαν· οι συγγραφείς πρεσβεύουν, ως άρθρον πίστεως ιδίας, ότι πρόοδος εθνική δεν είναι δυνατό να γίνει, ενόσω έκαστος των Ελλήνων δεν σπεύδει να εγγραφεί συνδρομητής εις τα βιβλία των, προπληρώνων, εννοείται, την συνδρομήν του. Και εγώ λοιπόν ημπορώ να φανώ υποθέτων ότι η Ελλάς δεν θα λύσει το ανατολικόν ζήτημα υπέρ εαυτής, ειμή διά των απολύτων γενικών και των απαρεμφάτων. Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις! Όχι! Ο λόγος, δια τον οποίον συνδέω το γλωσσικόν της Ελλάδος ζήτημα με το άλλο, το αποβλέπον τουτ’ αυτό την ύπαρξίν της, είναι… Αλλά καλύτερα να τον μαντεύσητε μόνοι σας εν τω μεταξύ αναγινώσκοντες. Το ανάγνωσμα όμως, όπερ σας προσφέρω, δεν είναι παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσον απλή και συνήθης, ώστε απορώ πως δεν την έχει καμία εκ των μεγάλων επιφυλλίδων, κανένα από τα ογκώδη βιβλία, όσα εγράφησαν εσχάτως περί του ποία πρέπει να είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ιδού η ιστορία.

          Όταν ήμην μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά. Δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπο μας. Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της, κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις, με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω ότι εγνώριζε καλά- καλά ο είς τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησε ποτέ να εννοήσει τι πράγμα ημήν εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προ πάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι έν τινι απ’ αυτής αποστάσει, με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν, απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσο και αν ηπόρουν, όσο και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…

          Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν ακόμη φθάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι, μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος, ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας.

   ― Πώς σε λέγουν εσένα;

   ― Θόδωρο Μπεράτογλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πώς σε λέν;

   ― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.

   ― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

          Και ούτω καθ’ εξής εν μιά ημέρα μετέβαλεν, ο αθεόφοβος, όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα, αρσενικά και θηλυκά, τοιουτοτρόπως ώστε, αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνη την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον, με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον, γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν, όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας!

          Οπωσδήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος, έπεισε τον κόσμον ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωρίου μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δα την καρδίαν: το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ονόμαζον ποτέ τον εαυτόν μου και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.

          Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιορίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις η τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών δια να ξεβοτανίζομεν τον κήπον της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθη η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν έν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. Χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν, τέλος, αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς:

   ― Τι πράγμα εν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα, δείξας προς αυτόν δια του δακτύλου.

   ― Μηλέα, απεκρίθη εκείνος.

   ― Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ν’ μηλιά!

          Ήτο η κακή ώρα που το είπα, διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος ―το όνομα το ήξευρον ― αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

   ― Πες πως το λένε μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από το ωτίον και δεικνύων το δένδρον.

   ― Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον, που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!

   ― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα· αυτό ν’ μηλιά!

   ― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

          Και -αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί- μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Τώρα πρέπει να ηξεύρητε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων, ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν, αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επί τέλους ότι η μηλιά είναι  μηλέα!

          Εν τούτοις, όταν μετ’ ολίγον, μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος· έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα… Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον και πώς να μη μ’ ελέγξουν, αφού το δένδρον, το οποίο έβλεπα ενώπιόν μου, ήτο όλως διόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!

          Ενθυμούμαι ότι όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με δια την ανοησίαν μου.

          Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον, έρριψα επί του διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα.

   ― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως.

   ― Μηλιά, δάσκαλε, απάντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου.

          Αλλά δεν επρόφθασα να καθίσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισεν πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν διά το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην δια να ειπώ και καλά ότι η μηλιά είναι μηλέα· διότι εννοείται ότι έπρεπεν επί τέλους να ενδώσω και να το ειπώ, άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εν τούτοις -το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μας της μηλιάς- αυτήν δεν την επρόδωσα. Και ιδού πώς:

          Αφού είδον ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον: αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις το κήπον της μητροπόλεως, ημπορεί να είναι μηλέα· και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά… διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου είναι μέσα εις τον κήπο μας, είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.

          Αλλά έλα τώρα όπου ήρχισε μια τρομερά διαμάχη μεταξύ της μηλιάς και της μηλέας εντός της κεφαλής μου! Το πράγμα ημπορεί να φαίνεται παράξενον, να φαίνεται αστείον, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

          Η μηλιά -δηλαδή, καθώς λέγουν οι ψυχολόγοι, η παράστασις της λέξεως μηλιά- εμβήκεν εις την ψυχήν μου συγχρόνως με την παράστασιν του δένδρου και εις έναν καιρόν, κατά τον οποίον όλαι αι αισθήσεις μου είχον αναπεπταμένας τας θύρας και εδέχοντο ευχαρίστως κάθε τι, το οποίον ήρχετο συστημένον ή από την μητέρα μου ή από τους οικείους μου να κατοικήσει εντός της κεφαλής μου. Επειδή δε τότε ήτο πολύς τόπος διαθέσιμος, εκάστη παράστασις, η οποία εισήρχετο, έστηνε τον θρόνον της και εκάθιζεν όσον και όπως της ήρεσκε καλύτερα και ήτο ωσάν οικοκυρά μέσα εις το σπίτι της. Έτσι το έκαμον τόσαι άλλαι, έτσι το έκαμε και η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί όπου εκάθητο τόσα χρόνια εις την ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικόν της και τους φίλους της -παραστάσεις, με τας οποίας συνέζησε τόσον καιρόν εις την ψυχήν μου και συνέδεσε τόσας σχέσεις προς αυτάς και συγγενείας- βλέπει μίαν ημέρα την κυρά την μηλέα, που εμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου έξαφνα – έξαφνα, τόσον μονάχη και όμως τόσο ξιππασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπεν η μηλιά, και πώς γίνετ’ αυτό! Εγώ είμαι εδώ τόσα χρόνια, τον τόπο που κρατώ τον ηύρα αδέσποτο και έκαμα κατοχήν δικαιώματι προτεραιότητος, και ποια είσαι συ, που έρχεσαι να μου τον πάρεις; Και φώναξε τας σχετικάς της και τας φίλας της και τας ηρώτησε: Ποιά είναι, παρακαλώ, του λόγου της; Την γνωρίζετε; Όχι, όχι! απάντησαν όλαι ομοφώνως και συνεμάχησαν με την μηλιάν και ήρχισαν να εκδιώκουν την μηλέαν κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε γνωρίζομεν! Δεν σε θέλομεν! Τότε η παράστασις της μηλέας ελάμβανεν εις επικουρίαν της την παράστασιν του διδασκάλου, τας παραστάσεις των τιμωριών και εισέρχεται εκ νέου εις την συνείδησίν μου, ως άνθρωπος, όστις θέλει να παρέμβει εις την ιδιοκτησίαν των άλλων διά της αδίκου υποστηρίξεως αστυνομικών οργάνων. Αλλά καταλαμβάνετε ότι ο διδάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και η παράστασίς του· ότι οι ραβδισμοί προξενούν πόνον, όχι όμως και η ανάμνησις των ραβδισμών. Και λοιπόν εξανέστη αφόβως πλέον κατά της τοιαύτης παρεμβάσεως ολόκληρος η ψυχή μου και:

   ― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς κατά διαβόλου.

          Μόνον οσάκις με ηρώτα ο αληθινός διδάσκαλος πώς το λέγουν το δένδρον απεκρινόμην ότι το λέγουν μηλέαν, αφού δα δεν επρόκειτο περί του δένδρου του κήπου μας. Αλλά και τούτο έπαυσε μετ’ ολίγον· διότι και ο αληθινός διδάσκαλος εδιώχθη κακός κακώς όχι μόνον από του περιεχομένου της ψυχής μου, αλλά και από του χωρίου μας. Ότι μετ’ αυτού έφυγαν και πάντες εκείνοι οι ονομαστικοί θεοί και ήρωες, δι’ ων επλημμύρισε το χωρίον μας, είναι περιττόν να σας το είπω. Εκείνο, το οποίον μας ενδιέφερεν ενταύθα, είναι ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέα και ότι εγώ, με όλους εκείνους τους δαρμούς και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω εν τω σχολείω τι πράγμα είναι η μηλιά!

          Όσοι των αναγνωστών της Εβδομάδος ανήκουσιν εις τους αναγινώσκοντας παν οιονδήποτε άρθρον απ’ αρχής μέχρι τέλους δύνανται να διακόψουν ενταύθα την ανάγνωσιν, διότι η ιστορία μου ετελείωσεν. Όσοι όμως έχουσι την κακήν συνήθειαν ν’ αναγινώσκωσι μόνον τους επιλόγους, ας μάθωσι τουλάχιστον εντεύθεν ότι η μανία των θελόντων να διδάσκωσιν ουχί την φύσιν των πραγμάτων, εισάγοντες τα τελευταία υπό τα γνωστά αυτών ονόματα, αλλά αγνώστους λέξεις, δι’ ων απαιτούσι να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, καθιστά την ελληνικήν μόρφωσιν σισύφειον μόχθον και καταδικάζει το έθνος εις τον διά πνευματικής ασιτίας χείριστον θάνατον! Δια τούτο το περί ελληνικής γλώσσης είναι, κατ’ εμέ, ως είπον, ουσιωδέστερον παρά το ανατολικόν ζήτημα.

Στο ηλεπεριοδικό Χάρτης δημοσιεύτηκε πρόπερσι ένα ενδιαφέρον πείραμα. Ο Τάσος Ζαφειριάδης και ο Χρήστος Φωτακίδης μεταγράψανε το διήγημα του Βιζυηνού όχι στη δημοτική αλλά στο θρακιώτικο ιδίωμα που (υπέθεσαν ότι θα) μιλιόταν το 1885 στη Βιζύη, στο χωριό όπου γεννήθηκε ο Γεώργιος Μιχαηλίδης και μετέπειτα Βιζυηνός. Είχαν ως εφόδιο τις γλωσσικές τους γνώσεις για το θρακιώτικο ιδίωμα και την καταγωγή από κοντινό με τη Βιζύη χωριό. Ιδού το κείμενο:

Γεωργής Βιζυηνός: Γιατί η μηλιά δε γέν’κε μηλέγα

Πε κισμέτ καλό, γέν’κε γκιουρουλτί τελευταία σχετικά με τη νεοελληνική γλώσσα, το πιο ουσιαστικό ζήτημα, για μένα, απ’ όσα έπρεπε να απασχολούν το έθνος μας, ίσως πιο ουσιαστικό ακόμα και πε τ’ ανατολικό ζήτημα το ίδιο. Όμως, αναγνώστες και αναγνώστριες, όσοι δεν είστε ακόμα θαυμαστές της Μεγάλης μας Ιδέγας, μην κατσιρντίστε για τ’ν άμεση αυτή σχέση του πιο σοβαρού πε τα ζητήματα με τη γραμματική των δασκάλων της Ελλάδας. Το ξέρω: Οι καλογέροι πιστεύ’να ότι θα πάμ’ όλοι στον διάβολο, όσοι δεν αποκληρών’με τους γιούς και τις κόρες μας, για ν’ αφιερώσ’με τα χωράφια μας στα μοναστήρια, για να σώσ’με την ψυχή μας. Οι συγγραφείς πιστεύ’να, σαν να ’ν’ αληθινό άρθρο πίστης, ότι δεν μπορεί να γένει εθνική πρόοδος, όσο κάθε Έλληνας δεν τρέχει να γραφτεί συνδρομητής στα βιβλία τους, δίνοντας σερμεγέ, εννοείται, για τη συνδρομή του. Κι εγώ λοιπόν μπορώ να φανώ ότι πιστεύω πως η Ελλάδα δεν θα λύσει τ’ ανατολικό ζήτημα με δικιά της νίκη, παρά μόν’ με τις απόλυτες γενικές και τα απαρέμφατα. Κι άρα έρχομαι δω να παριστάνω πως το σύνθημα του αυριανού μεγαλείου της πατρίδας δεν φτιάχν’ται πε τίποτ’ άλλο, παρά πε λόγια, λόγια, λόγια! «Όχι! Ο λόγος, που συνδέω το γλωσσικό ζήτημα της Ελλάδας με τ’ άλλο, αυτό π’ από μόνο του αφορά τ’ν ύπαρξή της έν’… Αλλά καλύτερα να τον μαντέψτε μόνοι σας όσο διαβάζ’τε. Τ’ ανάγνωσμα όμως, που σας προσφέρω, δεν έν’ παρά μία ιστορία. Μία ιστορία τόσο απλή και συνηθισμένη, π’ απορώ πώς δεν τ’ν έχει καμιά πε τις μεγάλες επιφυλλίδες, κανένα πε τα χοντρά κιτάπια, όσα γράφ’καν τελευταία γύρω πε το ποια πρέπει να είν’ η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων! Ορίστε η ιστορία.

Όταν ήμαν μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολειού της πατρίδας μου, είχα μεγάλη αδυναμία στη μηλιά. Δεν εννοώ τη Μηλιά την κόρη του γείτονά μου, αλλά τη γλυκομηλιά, το δέντρο, που στόλ’ζε τον αγάτς μπαξέ μας. Ήταν πολύ περίεργο δέντρο αυτή η μηλιά: Έκανε λουλούδια και καρπούς, όπως κάθε ξαδέρφη της, κατά το καλοκαίρι και πάλι λουλούδια και καρπούς κατά το φθινόπωρο. Κι επειδή ήταν η πρώτη μηλιά, που γνώρ’σα στη ζωή μου, και η μόνη, που μ’ άρεσε πιο πολύ πε τις άλλες, έμαθα να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές, όσα είχανε το ίδιο σουλούπ’ κι έκαναν μήλα σαν αυτά της δικής μας, αν και δεν βγάζανε καρπούς εκείνες, σαν αυτή, δύο φορές τον χρόνο. Όμως, μ’ όλη την παλιά φιλία και συμπάθεια ανάμεσα στη μηλιά κι εμένα, δε μπορώ να πω ότι ήξερε καλά-καλά ο ένας τον άλλον. Δε ξέρω αν και η μηλιά προσπάθ’σε ποτέ να καταλάβει τι πράγμα ήμουν εγώ, που έπαιζα τόσο συχνά κάτ’ απ’ τη σκιά της ή καθόμαν καβάλα επάν’ στα ντάλια της. Θυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ, προπάντων τον καιρό που άνθιζε, συνήθιζα να στέκομαι σε κάποια απόσταση απ’ αυτήν, με τα χέρια στηριγμένα στη μέση μου, τα ματόπλα στραμμένα στα θαυμάσια, τ’ ασπροκόκκινά της τέλια, κι απορούσα μόνος μου πολλή ώρα τι πράμα να έν’ άραγε αυτό το δέντρο! Τι πράμα να έν’. Αλλ’ όσο κι αν απορούσα, όσο κι αν ρωτούσα τους γύρω μου, η απάντηση πάντοτε η ίδια, ότι δηλαδή το δέντρο εκείνο ήταν μηλιά. Καλά! Αλλά η μηλιά τι πράγμα έν’;…

Όταν έφεραν στο χωριό μας νέο δάσκαλο πίστεψα κρυφά πως θα μάθαινα επιτέλους τι πράγμα έν’ η μηλιά, γιατί πριν φτάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος στο χωριό μας γένηκι μπουγιουρντί μιταξύ των πιδιών πως ήταν πολύ καλύτερος πε τον παλιό και τα ‘ξερε όλα «περιγραμμάτου». Η φήμη έλιγιν αλήθεια. Γιατί, σαν ήρτε κείνος ο χτικιάρης νέγος, διάβασε τα ονόματά μας πε το τεφτέρι κι αμέσως βρήκε πως ήταν όλα λάθος και πως ο τελευταίος δάσκαλός μας ήταν μπουνάκης. Και πήρε λοιπόν το κοντύλι και αρχίνησε να μας σουλουπών’ τα ονόματά μας.

― Πως σε λέγουν εσένα;
― Θεόδωρο Μπεράτογλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα, πως σε λεν;
― Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου.
― Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου.

Κι έτσι σε μια μέρα άλλαξε, ο αθεόφοβος, όλα τα βαφτιστικά μας ονόματα, αντρικά και γυναικεία, με τέτοιον τρόπο που, αν γίνονταν να έρτ’ εκείνη τ’ν εποχή στο χωριό μας κανένας ξένος πε τους ζεβζέκηδες φιλέλληνες, θα νόμ’ζε σίγουρα πως ανακάλυψε ξαφνικά τ’ν αρχαία Ελλάδα ολοζώντανη, με όλους της τους θεγούς, τις θεγές, τους ημίθεγους και τους ήρωγες, τους ποιητές και τους σοφούς της να πα’αίνουν στο αλληλοδιδακτικό σχολειό, ξυπόλητοι και χωρίς σάπκα, όπως παλιά, αλλά φορώντας βρακιά και γελέκα κι αντεριά!

Οπωσδήποτε, όταν κείνος ο σερσέμης, έπεισι τον κόσμο πως εγώ δεν είμαι του Γεωργή του χωριού μου, αλλά ο Γοργίας, το πράγμα δεν μ’ άγγιξι τόσο δα την καρδιά μου. Το πήρα γι’ αστείο. Άλλωστ’ εγώ δεν ονόμαζα ποτέ τον εαυτό μου και η αλλαγή ήταν για όσους θα με φώναζαν με το νέο μου όνομα στο μέλλον.

Αλλά τα «περιγραμμάτου» του δασκάλου μας δεν σταμάτησαν μόνο στα ονόματά μας. Δυο ή τρεις φορές τη βδομάδα αγγάρευε μερικούς πε μας για να ξεχορταριάζ’με τον μπαξέ της μητρόπολης. Εγώ δεν έβλεπα τ’ν ώρα να έρτ’ η σειρά μου. Στον μπαξέ είχ’ ένα δέντρο λουλουδισμένο σαν το δικό μας. Χωρίς άλλο θα μάθαινα τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο. Όταν, τέλος, αγγαρεύτ’κα κι εγώ, βρέθηκα μαζί με τον δάσκαλο μπροστά στη μηλιά:

― Τι πράγμα έν’ αυτό το δέντρο, δάσκαλε, τον ρώτησα, κι έδειξα με το παρμάκ’.
― Μηλέα, απάντησ’ εκείνος.
― Όχι! απάντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό έν’ μηλιά!

Ήταν η κακή ώρα που το ‘πα, γιατί πε τότε αρχίνησαν τα βάσανά μου μ’ αυτόν τον δάσκαλο. Τ’ ορκίζομαι σε θεγούς και ανθρώπους, ότι εγώ ρώτησα όχι για το όνομα ―το όνομα το ήξερα― αλλά για το πράγμα: τι πράγμα έν’ το δέντρο ήθελα να μάθω, τίποτες άλλο. Ο δάσκαλός μου όμως, δεν ξέρω τι έπαθε, απεφάσισε πε κείνη τη στιγμή να με μάθει ντε και καλά ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

― Πες πως το λένε μηλέα! φώναζε γανιασμένος ο χτικιάρης και κιτρινιάρης νιος, τσακώνοντάς με πε τ’ αυτί και δείχνοντας το δέντρο.
― Μπα, π’ ανάθεμά τον! Σκεφτόμ’να εγώ αγανακτισμένος, πώς μπορεί αυτό ποτέ, να γένει η μηλιά μηλέγα! Αυτό έν’ το ίδιο δέντρο που έχουμε στον μπαξέ μας, κάνει τα ίδια λουλούδια, τα ίδια φύλλα, τους ίδιους καρπούς, δεν μπορεί παρά να έν’ κι αυτό μηλιά, όπως η δ’κή μας. Το ξέρω πε πιδί, μου το ‘μαθε η νινέ μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποιον να πιστέψω περισσότερο, τη νινέ μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένο, που ήρτε να μας αλλάξει τα ονόματά μας!
― Όχι δάσκαλε, δεν το ξέρεις! Απαντούσα όσες φορές με ρώταγε, αυτό έν’ μηλιά!
― Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λέν.

Και –αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί– με δώκε ο αθεόφοβος σαράντα παρά μία, φωνάζοντας δυνατά στο μεταξύ να πω ότι η μηλιά δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέγα!

Τώρα πρέπει να ξέρετε ότι στο χωριό μου επικρατεί ένα φυσικό μίσος για τη χασμωδία, ιτσ’ ώστε οι περ’σσότερες πε τις λέξεις μας παθαίνουν πολλές εκθλίψεις και συνιζήσεις, ενώ κάποιες άλλες παίρνουν το γ ανάμεσα στα φωνήεντα, όπως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχα λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνο να θυσιάσω τη μηλιά στη μηλέαν, αλλά και να ξεπεράσω αυτό το μίσος, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα. Κατόρθωμα, για το οποίο δεν με βοηθούσαν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεστε λοιπόν τι υπέφερα πε το δάσκαλο κείνο τον ουρσούζη, ώσπου να κατορθώσω και το ‘να και τ’ άλλο, και να πω επιτέλους πως η μηλιά έν’ μηλέα!
Όμως, όταν μετά πε λίγο, πα’αίνοντας στο σπίτι μας, είδα το ωραίο μας δέντρο ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά στον μπαξέ, με μέλισσες πετούμενες να βουίζουν γύρω του, αισθάνθηκα τόση ντροπή, τόση ντροπή! Νόμιζα κάθε πράσινο ματόπλο του μ’ έβλεπε καϊκιασμένου· κάθε λουλούδι τ’ άνοιγε τα χείλη να με πει ότι τα πρόδωσα… Και μου φάν’κε ότι όλο κείνο το βούισμα κορόιδευε πικρά τ’ν ανοησία μου! Και πώς να μη με πουν ανόητο και πώς να μη με κρίνουν, αφού το δέντρο, που έγλεπα ομπρός μου, ήταν ολόιδιο με το δέντρο της μητρόπολης και όμως εγώ το αρνήθ’κα και είπα ότι δεν έν’ μηλιά, αλλά μηλέα!
Θυμούμαι πως όλη κείνη τη νύχτα λόγιαζα στον ύπνο μου τα λουλούδια της μηλιάς σαν τσούρμο ατέλειωτο πε μικρούτσικα ωραίγα ασπροντυμένα κορίτσια, που βούιζαν γύρω μου όλο παράπονο, μαλώνοντάς με, κρίνοντάς με για τ’ν ανοησία μου.
Όταν τ’ν επόμενη μπήκα στο σχολειό, έριξα στον δάσκαλο μια περιφρονητική, προκλητική ματιά.

― Πως το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ρώτησ’ εκείνος χαιρέκακα.
― Μηλιά, δάσκαλε, γινατσέφ’κα εγώ και πήγα στη θέση μου.

Αλλά δεν πρόφτασα να καθίσω και με τσάκωσ’ ο σκληρός πε τ’ αφτί και αρχίνησε πάλι να με βασανίζει. Δεν έν’ πολύ τιμητικό για τη φάρα των δασκάλων να σας διηγηθώ πόσες φορές τιμωρήθ’κα για να πω ντε και καλά ότι η μηλιά έν’ μηλέγα· γιατί εννοείται πως έπρεπε επιτέλους να υποχωρήσω και να το πω, αλλιώς κιντύνευε η ζωή μου. Εντούτοις –το λέγω προς ικανοποίηση της δικής μας της μηλιάς– αυτήν δεν την πρόδωσα. Και να πώς:

Αφού είδα ότι δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο πια στη σκληρότητα εκείνου του παλιανθρώπου, έκαμα τον εξής λογαριασμό με τ’ ακίλ μου κι είπα: αυτή η μηλιά, που έν΄ μες στον μπαξέ της μητρόπολης, μπορεί να έν’ μηλέγα· κι έν’ μηλέγα όχι γι’ άλλον λόγο, παρά γιατί ο δάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως, όπου έν’ μες στον μπαξέ μας, έν’ μηλιά, γιατί έν’ μηλιά! Ιτσά τα βρήκαμε με τον δάσκαλο.

Αλλά έλα τώρα π’ αρχίνησ’ ένας τρομερός καβγάς μεταξύ της μηλιάς και της μηλέγας μες στο κεφάλι μου! Το πράμα μπορεί να φαίν’ται παράξενο, να φαίν’ται αστείο, αλλ’ εγώ δεν χωρατεύω.

Η μηλιά –δηλαδή, όπως λέγουν οι ψυχολόγοι, το σουλούπ’ της λέξης μηλιά– ρουκώθ’κε στην ψυχή μου συγχρόνως με το σουλούπ’ του δέντρου και σε μια εποχή, κατά την οποία όλες οι αισθήσεις μου είχαν ανοιχτές τ’ς πόρτες και δέχονταν ευχαρίστως κάθε τι, που ερχόταν συστημένο ή πε τη νινέ μου ή πε τους γνωστούς μου να μέν’ μες στο κεφάλι μου. Κι επειδή τότες υπήρχε πολύ ορταλίκι λέφτερο, κάθε σουλούπ’ που ‘μπαινε, έστηνε τον θρόνο του και γυρλιστούσε όσο και όπως τ’ άρεσε καλύτερα και ήταν σαν νοικοκυρά μες στο κονάκι της. Ιτσά το έκαμαν τόσα άλλα, ιτσά το έκαμε κι η μηλιά. Αλλά αυτή η τελευταία, εκεί που κάθονταν τόσα χρόνια στην ησυχία της και είχε πλέον το σπιτικό της και τους φίλους της -σουλούπια, με τα οποία έζησε μαζί τόσο καιρό στην ψυχή μου και τ’ν ένωσαν τόσες σχέσεις προς αυτά και συγγένειες- λογιάζει μία μέρα την κυρά τη μηλέγα, που ρουκώθ’κε μέσα στο κεφάλι μου ξαφνικά-ξαφνικά, τόσο μονάχη κι όμως τόσο ξιπασμένη, να της λέγει της μηλιάς «σήκω συ να κάτσω εγώ!». Μπα! είπε η μηλιά, και πώς γίν’ται αυτό! Εγώ ‘μαι εδώ τόσα χρόνια, τ’ ορταλίκ’ που βαστώ το βρήκα αδέσποτο και το ζάπωσα πρώτη-πρώτη. Και ποια είσαι συ, που ήρτες να μου το πάρεις; Και φώναξε την παρέα της και τη ρώτησε: Ποιά είν’, παρακαλώ, του λόγου της; Την ξέρετε; Όχι, όχι! Απάντ’σαν όλες με μια φωνή και συμμάχησαν με τη μηλιά και αρχίνησαν να διώχνουν τη μηλέγα κακήν κακώς έξω! Έξω, ξένη. Δεν ταιριάζεις μαζί μας! Δεν σε ξέρουμε! Δεν σε θέλουμε! Τότε το σουλούπ’ της μηλέγας πήρε τη βοήθεια της πε το σουλούπ’ του δασκάλου, τα σουλούπια των τιμωριών και ξαναμπαίνει πάλε στ’ ακίλ μου, ως άνθρωπος, που θέλει να νεκατωθεί στο κονάκι των άλλων με τ’ν άδικη βοήθεια τσιανταρμάδων. Αλλά καταλαβαίν’τε πως ο δάσκαλος τιμωρεί, όχι όμως και το σουλούπ’ του· πως οι ξυλιές προκαλούν πόνο, όχι όμως και οι θύμησες των ξυλιών. Και λοιπόν διαμαρτυρήθ’κε άφοβα πλέον εναντίον αυτής της παρέμβασης ολάκερη η ψυχή μου και:

― Έξω! Έξω! έστειλα τους εισβολείς στο διάβολο.

Μόνο όσες φορές με ρωτούσι ο αληθινός δάσκαλος πώς το λεν το δέντρο απαντούσα ότι το λένε μηλέαν, αφού δα δεν ήταν για το δέντρο του μπαξέ μας. Μα κι αυτό έπαψε μετά πε λίγο· επειδή και ο αληθινός δάσκαλος σικτιρντίστ’κε κακήν κακώς όχι μόνον πε την ψυχή μου, αλλά και πε το χωριό μας. Πως μαζί του έφυγαν και όλοι εκείνοι οι ονομαστικοί θεγοί και ήρωγες, που είχαν πλημμυρίσει το χωριό μας, δεν χρειάζεται να σας το πω. Εκείνο, που μας ενδιέφερε εδώ, έν’ ότι η μηλιά δεν έγινε μηλέγα και ότι εγώ, με όλο κείνο το δάρσιμο και τα μαλώματα, έμεινα χωρίς να μάθω στο σχολειό τι πράγμα έν’ η μηλιά!

Όσοι πε τους αναγνώστες της Εβδομάδος ανήκουν σ’ αυτούς που διαβάζ’νε πάντα οποιοδήποτε άρθρο πε τ’ν αρχή ως το τέλος μπορούν να σταματήσ’ν’ εδώ το διάβασμα, γιατί η ιστορία μου τέλειωσε. Όσοι όμως έχουν την κακιά συνήθεια να διαβάζ’νε μόνον τους επιλόγους, ας μάθουν τουλάχιστον πε δω πως η μανία αυτών που θέλουν να διδάσκουν όχι τη φύση των πραγμάτων, νταγιαντώντας τα με τα γνωστά τους ονόματα, αλλά άγνωστα λόγια, με τα οποία απαιτούν να ονομάζονται άγνωστα πράγματα, κάνει τ’ν ελληνική μόρφωση κούραση χωρίς τελειωμό και καταδικάζει το έθνος πε πνευματική πείνα στον χειρότερο θάνατο! Γι’ αυτό, το ζήτημα σχετικά με τ’ν ελληνική γλώσσα έν’, για μένα, όπως είπα, πιο ουσιώδες πε τ’ ανατολικό.

144 Σχόλια to “Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα (διήγημα του Γ. Βιζυηνού)”

  1. Λάμπας said

    Μου άρεσε πολύ το «απανθρωπάριον». Να υπήρχε η λέξη ή την επινόησε ο Βιζυηνός;

    Το «ξιππασμένος» το γράφανε έτσι, γιατί το ετυμολογούσαν από τον ίππο;

  2. Παναγιώτης Κ. said

    Το διαβάζω…
    Κάνω στάση για να ζητήσω μια καλή απάντηση στο ερώτημα: Πως μπορεί κάποιος να τάσσεται υπέρ της Δημοτικής και να γράφει στην Καθαρεύουσα;

    Και μια και ο λόγος για τον Βιζυηνό, να πω ότι στην έκδοση της Εστίας » Νεοελληνικά Διηγήματα » σε επιμέλεια Παν.Μουλλά, περιλαμβάνεται μια εισαγωγή 136 σελίδων του επιμελητή την οποία προσέλαβα εκτός των άλλων, ως την άποψη του Μουλλά περί «δημιουργικής γραφής».

    Συνεχίζω την ανάγνωση.

  3. Α. Σέρτης said

    Corrigenda:

    περί του οποία πρέπει να είναι η γλώσσα= περί του ποία
    Όταν ήμουν=όταν ήμην
    εν τινί=έν τινι
    πριν φτάσει=πριν ακόμη φθάσει
    Θεόδωρο=Θόδωρο
    ξέυρω=ξεύρω
    επί το διδασκάλου=επί του

  4. Theo said

    Καλημέρα,
    Απολαυστικό το διήγημα του Βιζυηνού, με χιούμορ και καίριες επισημάνσεις, σε μια ρέουσα και εύχυμη καθαρεύουσα.
    Ευχαριστώ.

  5. Λάμπας said

    »εις το χωρίον μου επικρατεί μια φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων».

    Στα δικά μας «χωρία» (Γορτυνία) υπάρχει μια αντιπάθεια στα δύο συνεχόμενα σύμφωνα, όταν το πρώτο είναι άφωνο και το δεύτερο ρινικό, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ανάμεσά τους ένα ι.
    Όταν ήμασταν μικρά, οι γονείς μας φοβούνταν μην «πινιγούμε» στο ποτάμι, στο σχολείο παίρναμε «βαθιμούς» και στην ταινία «Μάθε παιδί μου γράμματα», που γυρίστηκε στη Γορτυνία, ο χωροφύλακας καλεί το Βασίλη Διαμαντόπουλο στο «τιμήμα».

  6. LandS said

    είδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών

    είδα το ωραίο μας δέντρο ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά στον μπαξέ, με μέλισσες πετούμενες να βουίζουν γύρω του

    Έ, η καθαρεύουσα είναι πολύ μπαρόκ.

  7. Α. Σέρτης said

    1
    «απανθρωπαρίου»
    Είναι λέξη-άπαξ του Βιζυηνού

  8. LandS said

    5
    Όχι μόνο στη Γορτυνία. Σίγουρα Αχαΐα, Ηλεία, δεν θα ένοιωθα έκπληξη, και Αρκαδία.

  9. Α. Σέρτης said

    1
    ξιππασμένος
    Λανθασμένη αναγωγή στο «εξιππάζομαι» (εξελάυνω εξ ίππου)

  10. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    1-9 Όπως λέει το σχ. 9. Το ΛΚΝ γράφει ξιπασιά, ο Μπαμπινιώτης ξυπασιά επειδή η αποδεκτή ετυμολογία είναι από το «εκσυσπώ».

    2 Μπορεί να (νομίζει ότι) δεν μπορεί να γράψει καλά στη δημοτική, μπορεί επίσης ο εκδότης/αρχισυντάκτης του εντύπου να μη δέχεται τη δημοτική.

    3 Ευχαριστώ, τις πέρασα.

    5 «Θέλετε καπινό; Με ηγαπείς;» που λέει και σε ένα ποίημα κοροϊδευτικά ο Παλαμάς.

  11. ΣΠ said

    Καλημέρα.

    των όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος

    1. «των όσα» – ασυνήθιστη σύνταξη, αντί «των όσων».
    2. Υπάρχει ρήμα επασχολώ ή είναι τυπογραφικό λάθος;

  12. Costas X said

    Πρώτη τάξη του Δημοτικού, Κέρκυρα, 1971.
    Στο αναγνωστικό : «Τόπι, τόπι, Μίμη. Τόπι, τόπι, Έλλη»
    – Τι είναι αυτό το «τόπι» κυρία ;
    – Είναι αυτό που λέτε «μπάλα», έτσι λέγεται κανονικά.
    – Δηλαδή το «μπαλόνι», κυρία.
    – Όχι παιδιά, «μπαλόνι» είναι αυτό που φουσκώνουμε.
    – Όχι κυρία, αυτό είναι η «φούσκα» !

  13. Καλημέρα

    Ωραίο και εύστοχο το διήγημα, παλιάς σχολής εγώ «το άκουγα¨με φυσική την σειρά των λ’εξεων αφού σ’ αυτό το στυλ γράφαμε εκθέσεις (πολλές φορές το θέμα ήταν σε (βαριά) αρχαΐζουσα, να μην καταλαβαίνεις Χριστό !)

    Από θρακιώτικα δεν κατέ(χ)ω !

    # 2

    τον εχθρόν εκ των έσω !!

  14. Πέπε said

    1, 9, 10
    Το ξιπάζομαι, εκτός από την έννοια της αλαζονείας, έχει και μια δεύτερη έννοια, αρκετά διαδεδομένη κατά τόπους: ξαφνιάζομαι, τρομάζω. Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πώς συνδέονται οι δύο έννοιες, πάντως εκεί που οι Κρητικοί και άλλοι λένε ξιπάστηκα, στην Κάλυμνο λένε ξεσπάστηκα (ενστ. ξεσπιέμαι). Αυτό λοιπόν μας φέρνει αρκετά κοντά στο εκσυσπώμαι.

    (Το ΛΚΝ, που έχει και τις δύο σημασίες και που δέχεται μεν την ετυμολογία από το συσπώμαι αλλά γράφει ξιπάζομαι κατ’ ορθογραφική απλοποίηση, λέει: «συσπώ=μαζεύομαι». Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι το εκ- στη μία περίπτωση δηλώνει αντίθεση, άρα τεντώνομαι, κορδώνομαι, περηφανεύομαι, και στην άλλη σημαίνει «τελείως», μαζεύομαι τελείως/απότομα/ξαφνικά, ζαρώνω, από κάτι που με τρόμαξε…)

  15. ΝΕΣΤΑΝΑΙΟΣ said

    Ο δρόμος είναι δύσβατος και δεν ξέρω γιατί. Ευκολότερος ο Όμηρος. Η θέση των γραμμάτων στο αλφάβητο δεν είναι τυχαία.

  16. ΝΕΣΤΑΝΑΙΟΣ said

    Νομίζω είναι θέμα μουσικής. Ο Όμηρος διαθέτει καλή μουσική.

  17. Α. Σέρτης said

    11
    1. Οι παλαιοί εγγράμματοι αυτή τη σύνταξη χρησιμοποιούσαν
    2. Υπάρχει και δεν είναι τυπογραφικό. Βλ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟ

  18. Πέπε said

    Το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα να αποδοθεί σε ιδίωμα ένα κείμενο με τόσες θεωρητικές έννοιες. Λέξεις όπως το έθνος, οι συγγραφείς, οι απόλυτες γενικές και τα απαρέμφατα, δεν μπορούν παρά να παραμείνουν οι ίδιες, δίπλα δίπλα με το «πε κισμέτ καλό, γέν’κε γκιουρουλτί». Το σύνολο δεν αποπνέει ιδιωματισμό. Μάλλον μακαρονικό μοιάζει, παρόλο που πιθανότατα, αν ο Βιζυηνός το συζητούσε προφορικά με έναν εγγράμματο συχωριανό του, να τα έλεγαν ακριβώς έτσι.

    Στη λόγϊα συνιστώσα του μίγματος δεν περιλαμβάνονται μόνον οι λέξεις (που κουβαλάνε και τη γραμματική τους, τουλάχιστον κάποιες όπως οι συγγραφείς), αλλά και οι συντάξεις, ο τρόπος οργάνωσης της σκέψης. Σαν σχολική μετάφραση Θουκυδίδη, όπου αλλάζουμε τις λέξεις μία μία κρατώντας την αφύσική, για ν/ελλ, περίπλοκη υπερυποτακτική σύνταξη.

    Κι ύστερα, έχουμε και το θέμα της προφοράς. Την αποδίδουμε γραπτά ή όχι; «Γέν’κε» (=γένηκε) αλλά όχι «γιν’κές απόλ’τις»… Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι ορθώς δεν τις αποδίδει στις περισσότερες περιπτώσεις, καθώς αποτελούν φαινόμενα φωνητικά και όχι φωνολογικά, αλλά το αποτέλεσμα είναι και πάλι μακαρονικό (εφόσον αλλού τις αποδίδει) ή και, για αρκετά μεγάλα τμήματα συνεχόμενου λόγου, κανονικότατο ΚΝΕ.

  19. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  20. Καλημέρα,
    Για το ξιπάζομαι έγινε θαρρώ και πρόσφατα κουβέντα. Γιατί θυμάμαι να έγραφα για τη διπλή της έννοια που αναφέρει ο Πέπε στο 14. Ξπιέται κάποιος = το παίρνει πάνω του και θαρρεί πως κάτι είναι, ξπιέται το ζώο = τρομάζει και κάνει απότομη κίνηση.

    Πάντως, εγώ νομίζω πως είναι αξιοσημείωτο και το ότι ο Βιζυηνός που καταγόταν από μέρη ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία προτάσσει το γλωσσικό ζήτημα ως το πιο σημαντικό για το έθνος απ’ την απελευθέρωση του μέρους του.

  21. Πέπε said

    @των όσα έπρεπε να απασχολούν:

    Με μια πολύ αυστηρή συντακτική ανάλυση είναι πιο σωστό έτσι. Το άρθρο «των» δεν πάει στην αντωνυμία «όσ…», αλλά σε ολόκληρη τη δευτερεύουσα πρόταση. Μια πρόταση δεν είναι κλιτή να τη βάλεις σε γενική ή σε ονομαστική. Εντός της δευτερεύουσας τώρα, το «όσα» από μόνο του είναι υποκείμενο, άρα θέλει ονομαστική.

  22. 18 Και πάλι θα συμφωνήσω. Το μεταγραμμένο δεν το κατάφερα ολόκληρο μιας και δεν μου θύμιζε σε τίποτα θρακιώτικο (απ’ όσα ακούσματα έχω απ’ το βόρειο Έβρο). Ας πει κι η Χαρούλα και λοιπές Εβρίτικες δυνάμεις 🙂 ή και δημοσιοχωρίτικες (κι αυτό κομμάτι απ’ το ΒΙ δεν είναι; )

  23. Λεύκιππος said

    Τώρα επιτέλους κατάλαβα γιατί η γιαγιά μου καταγόμενη από τις Σαράντα Εκκλησιές, επαρχίας Βιζύης, έλεγε με τόσο φυσικό τρόπο αγιρόπλανο, αγητός, αγηρουπόρους και όλα τα συναφή.

  24. Costas X said

    Καλημέρα !

    Ωραίος ο Βιζυηνός και εύκολη η γλώσσα του, κόλλησα μόνο για δευτερόλεπτα στο «αντεροφορούντας», μέχρι να καταλάβω ότι αναφέρεται στο «αντερί». Η δε πειραματική μετάφραση στα θρακιώτικα είναι μάλλον ατυχής, αφού εκτός από το γενικό ύφος που είναι αταίριαστο με τους απλούς ανθρώπους της επαρχίας, είναι κυρίως στη νεοελληνική, περιέχει και λόγιες λέξεις, και μόνο κάποιες σκόρπιες ιδιωματικές. Όχι ότι θα μπορούσε να αποδοθεί καλύτερα, αλλά νομίζω ότι ένας Θρακιώτης εκείνης της εποχής θα χρειαζόταν επιπλέον μετάφραση π.χ. για τη φράση «…τελευταία σχετικά με τη νεοελληνική γλώσσα, το πιο ουσιαστικό ζήτημα…».

  25. sarant said

    11-21 Εξάλλου, και «η μελέτη όλων όσα κατέθεσε ο…» αν δεν δεχτούμε την έλξη του αναφορικού.

    18-24 Αν αφαιρέσουμε όμως τον πρόλογο και το επίμετρο;

  26. Πέπε said

    25
    Ε, τι; Τα ίδια:
    > Η μηλιά –δηλαδή, όπως λέγουν οι ψυχολόγοι, το σουλούπ’ της λέξης μηλιά– ρουκώθ’κε στην ψυχή μου συγχρόνως με το σουλούπ’ του δέντρου και σε μια εποχή, κατά την οποία όλες οι αισθήσεις μου είχαν ανοιχτές τ’ς πόρτες…

    Δοκίμασαν άραγε οι μεταγραφείς να κάνουν την ίδια δουλειά με καμιά από τις καθαυτό ιστορίες του Βιζυηνού; Το Αμάρτημα, το Ταξείδιον; Πιστεύω ότι τα ίδια τα κείμενα θα τους βοηθούσαν πολύ περισσότερο, κι αυτό θα ήταν και μια καλή προπόνηση.

    _________________________________________________

    Εδώ που τα λέμε, ούτε τον ίδιο τον Βιζυηνό τον καταλαβαίνω απολύτως, ειδικά σ’ αυτό το κείμενο. Και δεν είναι θέμα γλώσσας, αλλά ιδεών. Δεν έχω πεισθεί ότι κι ο ίδιος έχει καταλάβει στην εντέλεια αυτό που προσπαθεί να μας πει. Όλη αυτή η αιθέρια θεωρία για τη μορφή της λέξης έναντι της μορφής του πράγματος κλπ μου αφήνει την αίσθηση ότι γυροφέρνει μια σύλληψη που είτε τελικά δεν την πετυχαίνει στην καρδιά, είτε την πετυχαίνει μεν αλλά εγώ δεν πετυχαίνω να γίνω κοινωνός της.

    Δεν ανήκει στα αγαπημένα μου. Θυμάμαι ότι παλιά επί κάποιο διάστημα ήξερα την ύπαρξη και τον τίτλο αυτού του κειμένου, αλλά όχι το ίδιο. Είχα διαβάσει όλα τα υπόλοιπα, τα είχα λατρέψει, και είχα βάλει το γινάτι του συλλέκτη να βρω και το τελευταίο. Όταν το βρήκα και το διάβασα, απογοητεύτηκα. Αυτό ήταν όλο; Μάλλον τελικά είχα διαβάσει όλον κατ’ ουσία τον Βιζυηνό (τα πεζά) και δεν το ήξερα…

    Γενναιότατη προσπάθεια, παρά ταύτα, εκ μέρους του. Δεν είναι εύκολο να αναμετρηθείς με τόσο άπιαστες ιδέες. Καλά έκανε και το τόλμησε, σε γόνιμες σκέψεις μάς έβαλε. Αλλά έπεσε (θεωρώ) στη μάχη.

  27. Καλημέρα!
    Απολαυστικά και τα δύο, ευχαριστούμε!
    Άρχισα να διαβάζω το δεύτερο με κάποια δυσπιστία, είναι αλήθεια, αλλά με κέρδισε – βγήκε τόσο όμορφο! Μάλιστα, καθώς διάβαζα το κείμενο του Β. στάθηκα λίγο στην έκφραση «κολακευτικώς περιβομβούμενον» και σκέφτηκα «πώς να την αντικαταστήσεις», αλλά η απάντηση ήρθε μετά με την τόσο όμορφη απόδοσή της – ούτε παραγγελιά να έκανα!)
    2, 10
    Κι εγώ προσπάθησα να εξηγήσω γιατί το έγραψε στην καθαρεύουσα. Πιστεύω ότι, ακόμη κι αν δεν του το είχαν επιβάλει (από το περιοδικό), πάλι θα το έγραφε στην καθαρεύουσα, γιατί απευθύνεται σε αυτούς που τη χρησιμοποιούν, αλλά και γιατί η καθαρεύουσά του εκφράζει αυτή την κάπως ειρωνική αποστασιοποίηση (μαζί με χιουμοριστική διάθεση), καταφέρνοντας, έτσι, να την πολεμήσει, όχι μόνο με το περιεχόμενο της ιστορίας του, αλλά και με την ίδια τη μορφή της γλώσσας που χρησιμοποιεί!
    (Έξυπνες επιλογές, αλήθεια, και στο ύφος, αλλά και στην εύγλωττη αλληγορία των παραστάσεων που ανταγωνίζονται για μια θέση στο μυαλό του!)
    Στο δεύτερο κείμενο θα έκανα μόνο μια αλλαγή, για να είναι πιο πειστικό: οι ψυχολόγοι δεν μπορεί να λένε «σουλούπι», λένε αναγκαστικά «παράσταση». Επομένως, θα ήταν πιο φυσικό να μπει στο κείμενο αυτή η λέξη, με την αναγκαία επεξήγηση «σουλούπι»
    14
    Πράγματι, Πέπε, και στη Ρόδο λένε πολύ το «ξεσπάστηκα»

  28. Georgios Bartzoudis said

    Ατυχέσταστη η απόπειρα μεταγλώττισης σε …Θρακιώτικα (Θεός να τα κάνει!).
    Νομίζω ότι ο Βιζυηνός (με αυτά που λέει), αλλά και οι μεταγλωττιστές (που είναι για κλάματα), επαληθεύουν τη «θεωρία των δύο άκρων».
    Θα πω ξεκάθαρα ότι, κατά τη γνώμη μου η μεταγλώττιση «πρόσφατων» λογοτεχνικών κειμένων ξεπερνά τον χαρακτηρισμό ακρότητα, κείμενη στα όρια της ανοησίας.

  29. Πέπε said

    @2
    > Πως μπορεί κάποιος να τάσσεται υπέρ της Δημοτικής και να γράφει στην Καθαρεύουσα;

    Εκτός από άλλες απαντήσεις που προτάθηκαν (π.χ. Εύα μόλις παραπάνω), σκέφτομαι και κάτι άλλο: «Όταν λέω όχι στην καθαρεύουσα, μη θαρρείτε πως δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάω. Δεν πρόκειται για την άποψη κανενός φυγόπονου ή αμαθούς.» Αν ισχύει, ισχύει εξίσου και για τον Ροΐδη.

  30. 18
    Έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα ενός λόγιου που μεταφέρει στο τοπικό του ιδίωμα όχι μόνο τηνν αφήγηση ενός παιδικού βιώματος (αυτό γίνεται εύκολα), αλλά και τις μεταγενέστερες θεωρητικές του αναζητήσεις για τη γλώσσα, δεν μπορεί παρά να είναι «μίγμα» – πώς αλλιώς; Στο χωριό μου (με πολλούς θρακιώτες δασκάλους) έχω ακούσει πολλές φορές τέτοια «μίγματα» γι’ αυτό τα θεωρώ φυσικά…

  31. Πέπε said

    26 προτελ. παραγρ.

    Όχι πως σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αλλά μιας και δεν μπορούμε να διορθώσουμε δημοσιευμένα σχόλιά μας, θα ήθελα έστω και εγωκεντρικά να επανορθώσω εκ των υστέρων μια αστοχία μου:

    Δεν ήταν το γινάτι του συλλέκτη, όχι. Ήταν η προσδοκία ότι κάπου μια ακόμη ιστορία περιμένει να μου χαρίσει τις ίδιες χαρές που μου έδωσαν οι υπόλοιπες.

  32. Α. Σέρτης said

    Ο σπουδαίος Μητσάκης «μεταφράζει» τον εαυτό του και μας δείχνει εμπράγματα ως δημιουργός τι μπορεί να είναι η «Θλίψις» και τι το «Παράπονο» του μαρμάρου. Ο δε πρόλογός του διαχρονικό μάθημα…

    «Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι: Μία φιλολογική σελίς εις δύο γλώσσας» (βλ. ΑΝΕΜΗ)

  33. ΣΠ said

    21
    Αν παραλείπαμε το άρθρο «των» θα μπορούσαμε να πούμε: «το περί νεοελληνικής γλώσσης ζήτημα, το ουσιωδέστερον, κατ’ εμέ, όσα έπρεπε να επασχολούν το ημέτερον έθνος»; Μάλλον όχι.

  34. Γιατί πάντα μπερδεύω το κείμενο αυτό του Βιζυηνού με ένα παραπλήσιο του Νιρβάνα; (και ποιο είναι αυτό;)

  35. Πέπε said

    33
    Όχι, δε θα μπορούσαμε. Και αυτό μεν μπορεί να είναι τελείως υποθετικό παράδειγμα, αλλά υπάρχει και το πιο ρεαλιστικό «το ουσιωδέστερον εξ όσων» και όχι βέβαια «εξ όσα».

  36. Costas X said

    @ 25. -> 24. Ξαναδιάβασα το κυρίως κείμενο της «θρακιώτικης» μετάφρασης, κι ακόμα έχω την ίδια εντύπωση, ότι το πείραμα απέτυχε.
    Δεν μπορούν όλα τα κείμενα να αποδοθούν με ντοπιολαλιές. Είναι σαν να έπιασα εγώ το πρωτότυπο να το μεταφράσω στα κορφιάτικα, να το μετάφραζα στα νεοελληνικά κρατώντας λόγιες λέξεις και φράσεις, και να έβαζα, όπου μπορούσα, κάποιες λέξεις ιδιωματικές, «μηγιά», «τσού’ πε», και «ωρέ μόμολο» αντί «βρε χαϊβάνι». Όχι βέβαια ότι εγώ θα έκανα καλύτερη δουλειά, αλλά π.χ. η φράση «…διαμαρτυρήθ’κε άφοβα πλέον εναντίον αυτής της παρέμβασης ολάκερη η ψυχή μου…», δεν νομίζω ότι θα λεγόταν τότε σε ένα χωριό της Θράκης !

  37. 26, 31
    Οι προσδοκίες μας είναι αυτές που καθορίζουν κάθε φορά την πρόσληψη (και την αξιολόγηση). Γι’ αυτό, ενώ την πρώτη φορά που το διάβασα (πολλά χρόνια πριν), περιμένοντας τελείως διαφορετικά πράγματα, απογοητεύτηκα, σήμερα το ξαναδιάβασα – πραγματικά όμως, με προσοχή- ως κείμενο που μας μιλά για τις περιπέτειες της γλώσσας και της εκπαίδευσης, το απόλαυσα!

  38. Α. Σέρτης said

    34
    https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/pi/content.html?p=11&t=3,6016

  39. 38 Ναι μπράβο. Απ’ ό,τι θυμάμαι κανονικά το κείμενο έχει άλλο τόσο, βέβαια.

  40. 39 Άλλο τόσο και περισσότερο: https://λεσχη.gr/forum/index.php?threads/%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%9D%CE%B9%CF%81%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%93%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1.7566/ («Αδινάων, άων, άων. Να γλώσσα, βρε παιδιά! Μπορεί να το πει αυτό ο σκυλόφραγκος;»)

  41. xar said

    Και εγώ βρίσκω μια μικρή θολούρα ως προς το τι εννοείται με τη διδασκαλία της «φύσης των πραγμάτων».
    Αλλά το κομμάτι όπου περιγράφεται η μάχη των προσωποιημένων ιδεών στο μυαλό του αφηγητή, είναι καταπληκτικό – απίστευτα ζωντανό και γλαφυρό!

  42. Μικροπαρατήρηση-ερώτημα:
    Ο διδάσκαλος μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!
    Άραγε ο Β. εννοεί «όχι μόνο να μου διδάξει, αλλά να μου το διδάξει και αποτελεσματικά», ή το «και καλά» είναι κοντά στη σημερινή σημασία «δήθεν»; Αν είναι το πρώτο, μου φαίνεται κάπως ελλιπής η σύνταξη, θα βοηθούσαν ίσως δυο κόμματα. Αν είναι το δεύτερο, εντυπωσιάζομαι.

  43. 25, 36
    Όχι βέβαια, δεν θα ακούγονταν από τους ξωμάχους ενός θρακιώτικου χωριού (ας μην έχουμε στο μυαλό τους ήρωες διηγημάτων του Β!) Το εγχείρημα μεταφέρει την αφήγηση ενός διανοούμενου στη δική του ντοπιολαλιά (άσχετη με τα κορφιάτικα) και με στόχο να αποδώσει έννοιες ανύπαρκτες στην ντοπιολαλιά αυτή. Δεν ξέρω σε ποιον θα απευθυνόταν, βέβαια, ένα τέτοιο κείμενο – ούτε κατά πόσο είναι ακριβής η απόδοση (σε έναν βαθμό είναι σίγουρα), αλλά η προσπάθεια είναι έντιμη («τίμια», που λένε 🙂) και με όμορφο αποτέλεσμα, παρά τις (αναπόφευκτα) αφύσικες φράσεις.
    42
    Κι εγώ σκάλωσα εκεί! (λες;)

  44. 42. Νομίζω πως εννοεί «ντε και καλά», με το στανιό, με το ζόρι.

  45. 44: Α, ενδιαφέρον. Δεν πήγε ο νους μου εκεί, αλλά μπορεί έτσι να είναι. Θα μπορούσε ο Β. να βάλει και το ντε, απ’ την άλλη, ίσως η φράση «και καλά», με την έννοια που λέτε, να συνηθιζόταν και χωρίς το ντε.

  46. sarant said

    42-3 Όπως το διαβάζω, νομίζω ότι είναι αυτό που λέει ο Άρης Γ. (σώνει και καλά).

    39-40 Κι αυτό του Νιρβάνα το έχω στα υπόψη, όπως κι ένα του Τσέχοφ με τον μαθητή που βασανίζεται με τα αρχαία.

    32 Και αυτό αξίζει να παρουσιαστεί. Εδώ αντικριστά (όχι πολύ καλή ιδέα) αλλά χωρίς τον πρόλογο:
    http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/mhtsakhs_parapono.html

  47. 43
    Ξέχασα να προσθέσω ότι ο Γιωργής όταν επιστρέφει στον τόπο του χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα, συνομιλώντας με τους συντοπίτες του (επιχείρημα κατά του εγχειρήματος, μάλλον), αλλά κι αυτή η καθαρεύουσα σάμπως είναι «καθαρή»; Μίγμα είναι κι αυτή με ιδιωματικές λέξεις (επιχείρημα υπέρ του εγχειρήματος 🙂)

  48. 46 Α ναι, ο καημένος ο μαθητής του Τσέχοφ!

  49. 42# Νομίζω η δεύτερη σημασία είναι, η σημερινή. Να εδώ σε ακόμα παλιότερο κείμενο, τη Στρ. Ζωή (1870):

    […] εγίνετο λόγος μεταξύ οδηγού και λοχίου να διαμείνη το απόσπασμα εις Ταχταλή δύο τρείς ημέρας έως ότου καλλιτερεύση ο καιρός του Θεού και ο πους του γραμματικού΄ ο αποσπασματάρχης δεν ήθελε και καλά να αναχωρήση από το χωρίον χωρίς γραμματικόν.

  50. Πουλ-πουλ said

    41.
    Ζεν σπόιλερ
    Η υλιστική «φύση των πραγμάτων» είναι η οριστική απάντηση στη σκιαμαχία των ιδεογραμμάτων «μηλιά» ή «μηλέα».

  51. Χαρούλα said

    #18 & #22 «θρακιώτικη» πινελιά!
    Δεν έχω επιστημονική γνώση. Μιαν άποψη θα πω, απ´τα ακούσματα μου.
    Αρχικά πιστεύω όπως λέει κι ο Πέπε, είναι δύσκολο να γράψεις ακριβώς τι ακούς.
    Με την λέξη θρακιώτικα είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις την ποικιλία στην παράδοση. Υπάρχουν διαφορές και στον λόγο, την μουσική, τις φορεσιές. Από τον Νέστο ως την Πόλη και την Σαμοθράκη, από τους Γκαγκαβούζηδες και τους πομάκους, ως τους Χηλιώτες.
    Αυτό που διάβασα τώρα. Ξεκινώντας, δεν θα έλεγα αμέσως πως διαβάζω θρακιώτικα. Πως ακούω κάποιον απ´ την περιοχή. Περισσότερο μου φάνηκε(χωρίς να υποτιμώ τους κυρίους) ένα παιχνίδι, που κόβεις ή βαζεις γράμματα σε λέξεις.

  52. Spiridione said

    45.
    https://books.google.gr/books?id=uri9A61EaecC&pg=PA446&dq=%22%CE%BA%CE%B1%CE%B9+%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC%22+%CF%83%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiMwb-rrv78AhVggf0HHWEiDx4Q6AF6BAgCEAI#v=onepage&q=%22%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AC%22%20%CF%83%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9&f=false

  53. sarant said

    52 Α μπράβο, Θέλει και καλά να γίνει υπουργός, είναι η παραδειγματική φράση.

  54. loukretia50 said

    49 και προηγ. σχετικά
    Νομίζω ότι άνετα λέγεται «και καλά» σήμερα, κυρίως με την έννοια του «δήθεν»¨:
    Ήθελε και καλά να δείχνει μορφωμένος.

    Συνήθως δεν παραλείπεται κάτι, γιατί το «σώνει και καλά» ή «ντε και καλά» δίνουν έμφαση

  55. loukretia50 said

    (έφυγε!)
    … κι έχουν την έννοια «οπωσδήποτε» «με κάθε τρόπο», με το ζόρι, όχι ότι κάποιος παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο.

  56. loukretia50 said

    Σόρυ, το ποντίκι είναι ατίθασο!

    Στο κείμενο δε νομίζω ότι έχει την έννοια του «δήθεν», άρα τα δύο κόμματα θα βοηθούσαν.

  57. GeoKar said

    #1α: 👍🤝

  58. loukretia50 said

    Βρίσκω αποτυχημένη και αδιάφορη την απόδοση στη θρακιώτικη ντοπιολαλιά.
    Το κείμενο σκοντάφτει διαρκώς , όχι στις λέξεις, αλλά στην αφύσικη σύνταξη και τελικά μοιάζει φλύαρη παράθεση ιδιωματικών εκφράσεων, άτεχνα κολλημένων σε μια διατύπωση που δεν ταιριάζει ούτε σε λόγιους ούτε σε φυσικούς ομιλητές.
    Και δε νομίζω να κέρδιζε νέους αναγνώστες, σε αντίθεση με κείμενο γραμμένο σε ντοπιολαλιά, με γλώσσα ρέουσα και διαφορετική σύνταξη, χαλαρά βασισμένο στο πρωτότυπο.
    Δηλαδή μια διασκευή, όχι κατά λέξη μετάφραση.

    Αν και κατά τη γνώμη μου ο Βιζυηνός άνετα βολεύεται με γλωσσάρι – για όσους θέλουν να ασχοληθούν.
    ————–
    Βέβαια και στο πρωτότυπο διακρίνω κι εγώ μια θολούρα.
    Ενώ περιγράφει τόσο παραστατικά πώς νοιώθει ο μαθητής και την ανώφελη δοκιμασία προκειμένου να αναγκαστεί να ονομάζει τη μηλιά «μηλέα» , χωρίς ποτέ να μάθει τι είναι, στην τελευταία παράγραφο επαναλαμβάνεται και το διατυπώνει λίγο μπερδεμένα.
    Ειδικά στο σημείο που γράφει ότι, αντί να διδάσκουν τη φύση των πραγμάτων :

    «…διδάσκουν άγνωστες λέξεις για να ονομάσουν άγνωστα πράγματα»

    Μήπως εννοεί «γνωστά»?
    Τα άγνωστα εννοείται πως εκφράζονται με άγνωστες σε μας λέξεις.

    Αλλά μπορεί απλά εγώ να μην καταλαβαίνω.

  59. Yiannis KYRiakides said

    14, 27
    Και στην Κυπρο το «ξιππάζω-ξιππάζουμαι» (ξυππάζω και ξυππώ, κατα Γιαγκουλλή) σημαινει αιφνιδιαζω-αιφνιδιαζομαι

  60. Πέπε said

    Υποθέτω ότι σε αρκετούς μπολσεβίκους σχολιαστάς θα είναι γνωστές οι «Ασκήσεις ύφους» του Κενό. Λοιπόν, θεωρώ ότι εδώ η μεθοδολογία θα έπρεπε να είναι η εξής: πρώτα, κατά το πρότυπο των Ασκήσεων ύφους, οι οποίες είναι 100 στο σύνολο για 100 διαφορετικά (υποτιθέμενα) ύφη, επινοώ ένα 101ο ύφος «αγροτοποιμενικό», και γράφω σ’ αυτό το ύφος την υπόθεση της Μηλέας. Δεύτερον, αντικαθιστώ όπου δει λέξεις κοινές με άλλες λέξεις, ιδιωματικές.

    Το δεύτερο βέβαια είναι εύκολο. Το πρώτο είναι δύσκολο, και εδώ παραλείφθηκε.

  61. xar said

    @54
    Νομίζω ότι το «και καλά» δεν έχει την ίδια έννοια με το «ντε και καλά».
    Το πρώτο σημαίνει δήθεν, το δεύτερο με το ζόρι, αμέτι μουχαμέτι (https://sarantakos.wordpress.com/2011/02/21/ametibasorf/ ).

  62. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Στρωτή και όμορφη η γραφή του Βιζυηνού αλλά, δεν μιλιέται αυτό το τεχνητό πράγμα, παρά μόνο από ψυχασθενείς.😊
    Όσο για την μεταγλώττιση, άγευστη, άοσμη, και άχρωμη, κι εκτός του ότι είναι για τα πανηγύρια, δεν είναι και θρακιώτικη. Ό,τι να ΄ναι.😊
    Οπότε, λέω πως είναι καλύτερο να τ΄αφήσουν ως έχουν τα έργα στην καθαρεύουσα, γιατί έτσι κι αλλιώς κανείς νέος δεν θα τα διαβάσει, ενώ όποιος έχει την πετριά, δεν θα έχει ιδιαίτερο πρόβλημα να τα κατανοήσει.
    Όσο για το «φλέγον» θέμα, μεταγλώττιση ή μη αυτών των κειμένων – έργων, απλώς περισσεύει η υποκρισία κι από τος δύο πλευρές.

    Το σημαντικότερο για μένα, είναι πως διαβάζοντας το κείμενο κανείς, βλέπει την διαχρονική φασιστική επιβολή της εκπαίδευσης, στο να μάθεις αυτό που θέλουν κι όχι αυτό που σ΄ενδιαφέρει. Διαμόρφωση βολικής συνείδησης, κι όχι ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.
    Πόσα δάχτυλα έχει το χέρι;😊

  63. Πέπε said

    62
    Τι παναπεί δε μιλιέται ρε Λάμπρο; Ισχυρίστηκε κανείς ότι μιλιέται; Το άκουσες να προσπαθεί να σου μιλήσει και να μη βγαίνει η φωνή;

    Δε μιλιέται, γράφεται.

    Βέβαια, ούτε αυτό είναι σωστό. Δε γράφεται, γραφόταν πριν από 100 χρόνια.

    Οι κρίσεις θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινάνε από αυτό το σημείο και πέρα. Γραφόταν πριν 100 χρόνια και δε διαβάζεται / διαβάζεται αλλά δύσκολα / εύκολα αλλά δυσάρεστα / δύσκολα αλλά ευχάριστα κ.ο.κ.

  64. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    63 – Έτσι μου βγήκε κι έτσι το έγραψα Πέπε, δεν είπα πως μιλιέται, άλλωστε η κύρια κριτική μου, είναι όλο το υπόλοιπο σχόλιο.😊

    Από την άλλη, για να το διαβάσεις, πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσεις, έστω κι από μέσα σου.😂

  65. Πέπε said

    63
    Ναι, φυσικά, ωστόσο φαντάζομαι να κατάλαβες τι εννοώ: δεν είναι μειονέκτημα ότι δεν ανταποκρίνεται σε ένα στόχο που ποτέ δεν τέθηκε. Είναι γραπτός λόγος, καθαρός γραπτός (όχι π.χ. γραπτή αποτύπωση διαλόγων), και κάνει άλλη δουλειά.

    Αυτό το κατσαβίδι είναι για πέταμα, δε βιδώνει > ΣΩΣΤΟ
    Αυτό το κατσαβίδι είναι για πέταμα, δεν ξυρίζει/ανάβει/γράφει > ΛΑΘΟΣ

  66. Χαρούλα said

    Νικοκύρη πέτυχα αυτό. Από κάτι που διάβασα εδώ, ίσως σας ενδιαφέρει! Γεροί όλοι σας!

  67. sarant said

    66 Kάπου εκεί είναι (με άσπρα και κίτρινα) και η Νικοκυροπούλα

  68. Λάμπας said

    63. Είμαστε σίγουροι ότι δε μιλιόταν;
    «H ελληνική διγλωσσία στο 19ο αι. αντιστοιχεί περισσότερο σε μια ταξική διαίρεση και οι εκπαιδευμένες τάξεις χρησιμοποιούν συχνά, ακόμα και στον καθημερινό τους λόγο, φωνήματα και συντακτικές μορφές του «καθαρού» συστήματος. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μελέτες όσον αφορά τις προφορικές πρακτικές της άρχουσας τάξης. Ωστόσο τα φιλολογικά κείμενα του 19ου αιώνα και οι διάφορες μαρτυρίες που επιβιώνουν, φαίνεται να συνηγορούν στην άποψη ότι μια μεγάλη μερίδα της άρχουσας αστικής τάξης μιλούσε καθαρεύουσα ακόμα και στην καθημερινή ζωή. Είναι αποκαλυπτικό ότι πολλοί από τους απολογητές της καθαρεύουσας αναφέρονταν ρητά στο πρότυπο της γλώσσας που χρησιμοποιούνταν από την καλή αθηναϊκή κοινωνία.»
    Κ.Τσουκαλάς «Εξάρτηση και αναπαραγωγή» σελ. 540 (ακολουθούν παραπομπές στον Κορδάτο και το Χατζηδάκι).

  69. Έτς μό ρχιτι να κανου κι γώ μια μιταγλώττις, στα θκά μας, του βόρειου ιδίουμα τς Πρέβιζας. Ου Γιατρός ου Τάσους ξέρ.

  70. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα!
    Ωραίο κι αυτό το διήγημα ως δείγμα της εκ των έσω (βλ.σχ.13) προϊούσας αυτοκάθαρσης των ‘καθαρομιλούντων’, ήτοι των ακουόντων τον υπόηχο του επαναστατικού “φερστ γουΐ τέικ Μανχάταν, δεν γουΐ τέικ Μπερλήν”.
    Στο οποίο όμως το ωραίο αυτοϋπονομευτικό λογοπαίγνιο “μηλιά=μιλιά—μη-λέα=μη λέ(γ)ουσα” θα μπορούσε να έχει τον λογοπαικτικό αντίλογο του Χριστιανόπουλου: ”Θανάση, γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;/για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία”. Υπέρ του τελευταίου δε, μπορεί να συνηγορήσει και η αντίστιξη “Γεωργίου/Γιωργή” Βιζυηνού:
    “Γ-ος”:«Και έρχομαι επομένως ενταύθα να παραστήσω το σύνθημα του μέλλοντος μεγαλείου της πατρίδος ως συνιστάμενον εις ουδέν άλλο, ει μη εις λέξεις, λέξεις, λέξεις![Όχι!κλπ]»// “Γ-ής”:«Κι άρα έρχομαι δω να παριστάνω πως το σύνθημα του αυριανού μεγαλείου της πατρίδας δεν φτιάχν’ται πε τίποτ’ άλλο, παρά πε λόγια, λόγια, λόγια!»
    ‘Οπου στο μεν πρωτογενές μπορεί να γίνει άνετα μία αμλετική συσχέτιση( POLONIUS: What do you read, my lord?/HAMLET:Words, words, words./ Act 2, Scene 2) ως νύξη καθαρευουσιάνικης ανοητολογίας (ενόσω κάτι σάπιο στο βασίλειο της Καθομιλουμένης) που δικαιολογεί αντίστοιχο ρόλο τρέλας-αλήθειας και εκ μέρους Βιζυηνού. Στο δε ‘θρακιώτικο’ δεύτερο, αυτή η (δύσκολη έτσι κι αλλιώς) συνδήλωση χάνεται ολότελα.
    Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω θέμα έχει ειδικώς σχολιασθεί και επαρκώς αναλυθεί, μένει ίσως να απαντήσουμε στην απορία του Γ.Β. «Αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι; », και με το κάτωθι γεωπονικό ασμάτιο:
    “The Rose Family (by Robert Frost):The rose is a rose, /And was always a rose. /But the theory now goes/ That the apple’s a rose, /And the pear is, and so’s / The plum, I suppose. /The dear only knows / What will next prove a rose. /You, of course, are a rose – /But were always a rose.”
    [«Οικογένεια Ρόδων» (Ροδοειδή/Rosaceae):Το ρόδο είναι ρόδο/ και πάντα ήταν ρόδο./Μα νυν θεωρείται/ ως ρόδον το μήλον,/το απίδι και έτσι είναι,/ θαρρώ, κι η μπουρνέλα./Μον’η ακριβή ξέρει/ τί, απέ, θα βγει ρόδο./
    Συ, βέβαια, είσαι ρόδο/ μα πάντα ρόδο ήσουν].
    Διά του οποίου είναι πασιφανές ότι η μηλιά/λόγος είναι τριαντάφυλλο (ή μάλλον 40φυλλο, εάν λάβουμε υπόψη ότι πάμπολλα και πολύμορφα τα ρόδα που εμφυλλοχωρούν -με τα όλα τους!- στο σαραντάκειο περβόλι)

  71. 5, 8,
    «Πάρε τον αριθιμό μου, τον αριθιμό σου δώ’ μου»
    (Η κασέτα και η Λέτα)

  72. Yiannis KYRiakides said

    62, 63, 68 οντως απορια πώς μιλουσαν, πχ. πριν το 1821 – υπηρχε ‘Αρχουσα Ταξη’ ή ‘εκπαιδευμενοι’ που μιλουσαν πολυ διαφορετικα απο τον λαουτζικο, απο τον Μακρυγιαννη, τον Κολοκοτρωνη κτλ.;
    -Υπηρχε μια διαφορετικη γλωσσα, αυτη του Ευαγγελιου, αλλά και παλι, ελεγε η κορη στον πατερα που γυρνουσε απο τα χωραφια, πχ. «Πάτερ ημών, ασε τον βουν και τον ονον και έλα να κλάσεις τον άρτον ημών τον επιούσιον, ίνα φάμεν»;

  73. Spiridione said

    68. Μαρτυρία του Κονεμένου στο ‘Ζήτημα της γλώσσας’ (1873), βέβαια δεν ζούσε στην Αθήνα:

    «Δεν είναι καθ’ όλα αληθινό που οι άνθρωποι ακολουθάν τους λογιώτατους. Οι άνθρωποι τούς υποφέρνουν ή τούς ακολουθάν όταν γράφουν∙ αλλ’ όταν μιλούν, ή δεν τους ακολουθάν τελείως ή πολλά λίγο τους ακολουθάν. Αυτοί οι ίδιοι λογιώτατοι θα εντρέπονταν να μιλήσουν απαράλλαχτα καθώς γράφουν∙ όχι μόνον να μιλήσουν με εμάς τους άλλους, αλλά και οι ίδιοι αυτοί αναμεταξύ τους. Ο λογιώτατος γράφει «Της υπό της …» και «Εκ των δια του …» και «Ως οίον τε» και «Ώδε πως» και «Ένθεν και ένθεν» και «Φέρε ίδωμεν» και «Όπως ποτ’ αν η», και «Ου μην αλλά» και «Δυοίν θάτερον» και «Ήκιστα» και «Πάνυ» και «Λίαν» και «Ίνα» και «Ώμεν» και «Εσμέν» (3) και «Ος, η, ο» και «Αλλά, φευ!» και «Το παράπαν» και «Τρισκαιδέκα» και «Πότερος» και «Τοσούτος και Τηλικούτος» κτλ. κτλ. αλλά δεν τολμάει και να τα ειπεί, επειδή θα έβλεπε να του γελάσουν στο πρόσωπο, ως κ’ οι ίδιοι οι σύντροφοί του, οι άλλοι λογιώτατοι, και να τον πάρουν για ανόητον ή τρελόν. Ή ας τολμήσει να ειπεί της γυναικός του, ή όποιου άλλου, «Δος μοι τεμάχιον άρτου» ή «Έγχυσόν μοι οίνον» ή «Δεύρο, εγέρθητι» ή να την κράξει μόνον και να της ειπεί «Ω γύναι …». Τώρα αυτά είναι πράματα απλούστατα που η γυναίκα του πολύ καλά τα καταλαβαίνει κι οπού τα διαβάζει κάθε μέρα και τα υποφέρνει∙ αλλ’ ας ακούσει να της τα ειπούν και ας μη γελάσει! Τώρα τούτο τι αποδείχνει; ή σε τι συμπέρασμα μας φέρνει; .. Μας φέρνει στο συμπέρασμα οπώς πρέπει να έχομε δύο γλώσσες∙ μία δική μας που να τη μιλούμε και όμως να μην τη γράφομε∙ και μία ξένη που να τη γράφομε, και να μη μπορούμε να την μιλήσομε χωρίς να γελάμε! Αυτή είναι η σημερνή κατάσταση».

    Παρακάτω, λέει:
    «Οι λογιώτατοι πιστεύουν οπώς η ζωντανή γλώσσα του έθνους είναι η γλώσσα της χυδαιότητος και της απρεπείας. Με τούτο καταδικάζουν όλο το έθνος, επειδή όλο το έθνος μιλεί εκείνην τη γλώσσα. Κι όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον εαυτό τους μαζί, επειδή ως κι αυτοί μιλούν την ίδια τη γλώσσα, λίγο μόνο τροπολογημένη, κι ως και τούτο σε μερικές περίστασες, κι όχι πάντα(5)».
    «(5)Όταν βρίσκονται με ανθρώπους της καλής τάξεως που να μην έχουν μαζί τους οικειότητα, τότες ελληνίζουν περισσότερο. Στες επίσκεψες μάλιστα είναι μια συνήθεια αυτή κ’ ένας τύπος που παραβλέποντάς τον, κιντυνεύει τινάς να απεράσει για αμαθής ή, το χειρότερο, για χυδαίος!»

  74. aerosol said

    #18
    «Σαν σχολική μετάφραση Θουκυδίδη, όπου αλλάζουμε τις λέξεις μία μία κρατώντας την αφύσική, για ν/ελλ, περίπλοκη υπερυποτακτική σύνταξη»
    Συνόψισες κάτι που με θυμώνει απίστευτα εδώ και δεκαετίες, από τότε που ήμουν μαθητής. Η μετάφραση των αρχαίων δεν ήταν μετάφραση: ήταν ένα εργαλείο μάθησης που μου φαινόταν και άσχημο και αποτυχημένο. Βοηθούσε κάπως στο συντακτικό αλλά δεν αντιστοιχούσε σε τίποτα που να βγάζει νόημα σε καμία γλώσσα. Μετά απ’ αυτό κανείς δεν θα άγγιζε την αρχαία γραμματεία για όσο ζούσε, αν δεν του προέκυπτε κάποια ευτυχής σύμπτωση που να θεραπεύσει το κακό αυτών των «μεταφράσεων».

    #26 & 41
    Σκέφτομαι την ενστικτώδη τάση των παιδιών (σε λιγότερο «πολιτισμένες» κοινωνίες και των ενηλίκων), να ταυτίζεται η λέξη με την βαθύτερη, μεταφυσική ουσία των πραγμάτων που περιγράφουν. Δεν υπάρχει ο διαχωρισμός σημαίνοντος – σημαινόμενου. «Του π’λι είπανε πλι, κι ου άντρουπους γίν’κε π’λι!» είπε η γιαγια που πρωτοαντίκρυσε αεροπλάνο. Το ψωμί δεν είναι μια λέξη που απλώς περιγράφει το τρόφιμο. ΕΙΝΑΙ ο ήχος που απολύτως εκφράζει το τρόφιμο. Ο άρτος ή το bread αποτελούν μια παραδοξότητα, που σε μπερδεύει όταν τα πρωτακούσεις: μόνο το «ψωμί» σε τρέφει, αυτά τι πράμα είναι;!
    Εδώ το παιδί μοιάζει να κάνει το επόμενο βήμα. Καταλαβαίνει τη μηλιά ως ταμπέλα. Ακόμα την ταυτίζει με το δέντρο του (το μηλέα του φαίνεται τελείως άστοχο, μια τρέλα) αλλά νιώθει πως δεν του καλύπτει ούτε αυτή την απορία για το τι «όντως» είναι η μηλιά, κατ’ ουσίαν, μεταφυσικά και οντολογικά.
    Σκέφτομαι και την μαγική παράδοση που λέει πως η γνώση του απόκρυφου «πραγματικού» ονόματος μεταφυσικών οντοτήτων (δαιμόνων, ας πούμε) σου δίνει τον έλεγχό τους. Αντανάκλαση αυτής της μαγικής σκέψης είναι το τρίτο, μυστικό, όνομα των γατιών στο «The Naming of Cats» του Τ.Σ. Έλλιοτ.

    #27
    Τι να πω… Το «κολακευτικώς περιβομβούμενον» είναι ακριβώς το σημείο που σκέφτηκα πως και μια προσεκτική απόδοση δεν αποδίδει πλήρως το πρωτότυπο. Το κολακευτικώς, με την παιγνιώδη, παράδοξη αίσθηση που αφήνει, απουσιάζει τελείως. Γιατί θα ήθελε έξτρα λέξεις να αποδοθεί και η πρόταση θα κατάληγε άχαρη. Αλλά ο συγγραφέας δεν το έβαλε για πλάκα, κάνει μια συγκεκριμένη δουλειά στην καρδιά μας.

    #29 Συμφωνώ

  75. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    65 – Μωρ’εγώ κατάλαβα τι λες, εσύ δεν θέλεις να καταλάβεις πως δεν κάνω κριτική επ’ αυτού, κι ας στο εξήγησα μετά. Αυθόρμητα το έγραψα.😊

    68 – Για τώρα λέει ο Πέπε (φαντάζομαι 😊) όχι για τότε.

    72 – Εικάζω πως θα ήταν όπως επί χούντας στην Ελλάδα.

  76. Yiannis KYRiakides said

    Αυτο το ‘πειραμα’ της μεταγραφης απο μια διαλεκτο σε μια αλλη, εχει το εξης προβλημα, νομιζω:
    Η προσπαθεια γραπτης αποδοσης μιας διαλεκτου, χωρις να ακουμε τον φυσικο ομιλητη, ειναι μιση δουλεια.
    Το ιδιο και αναποδα, οταν ακουμε χωρις να βλεπουμε το διαλεκτικο κειμενο. Το οποιο θα μπορουσε να μετριασει τες αποριες μας ή αυτα που διαφευγουν της ακοης μας, στη ροη του λογου.
    Συναντησα το προβλημα παρακολουθοντας τηλεοπτικες σειρες και τα πολλα βιντεο με ΚΥΠΡΙΑΚΑ στο Youtube: Στο 99% των περιπτωσεων κανεις δεν σκεφτεται να βαλει υποτιτλους, με αποτελεσμα οι μη Κυπριοι να ακουν, απλα, κατι που δεν καταλαβαινουν ή, σε καποιες περιπτωση, να τους βοηθουν τα συμφραζομενα. Πολλοι τα ακουν και δοκιμαζουν να μιμηθουν, με τραγελαφικα αποτελεσματα, πχ. κανενας Κυπριος δεν βαζει ποτέ ν στη φραση «ΑγαπώΝ σε πολλάΝ», που ακουσα στην Ελληνικη τηλεοραση, οπου ακολουθηθηκε η λαθος, λογω ελλειψης στοιχειων, αντιληψη οτι «οι Κυπριοι βαζουν παντα ν στο τελος των λεξεων».
    Το ιδιο προβλημα δεν εχουμε με ολες τες διαλεκτους;

  77. Yiannis KYRiakides said

    1. Σε τετοιες μεταγραφες, την καθε φραση ο καθενας μπορει να ‘αποδοσει’ με τον δικο του τροπο και να ειναι ‘σωστη’.
    2. Εχω την εντυπωση οτι δεν υπαρχει (δεν εχω βρει;) καποια μελετη απευθειας αποτυπωμενης συγκρισης διαλεκτων.
    2. Συμφωνω με τον Costas X στο 36, οτι “Δεν μπορούν όλα τα κείμενα να αποδοθούν με ντοπιολαλιές” – καπου θα χρησιμοποιησεις και λεξεις κοινες.

    Μετα απο κατι τετοιους προβληματισμους, τολμησα να φτιαξω ενα ΤΕΤΡΑΠΛΟ βιντεο, με 2 κειμενα, αλλά και με 2 φωνες:
    Εβαλα να ακουγεται ο Νιονιος σε γνωστο (σε ολους) τραγουδι του και απο το αλλο ηχειο ακουγομαι να τραγουδω την Κυπριακη μεταγραφη των ιδιων στιχων (στα Κυπριακα που εγω μιλω, εννοειται) ΚΑΙ παραλληλα δειχνω στο βιντεο τα 2 ΚΕΙΜΕΝΑ, πολυ κοντα το ενα με το αλλο, με τροπο ωστε να γινονται αμεσα εμφανεις οι διαφορές.
    Ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε απ’ τη Σμύρνη το εικοσιδυό
    Ο τζ̆ύρης μου ο Μπάτης ήρτεν ’πού την Σμύρνην το ’κοσιθκυό

    -Παρακαλω, λαβετε υποψη οτι το πονημα αυτο ΔΕΝ ειναι …διατριβη, ειναι απλα μια δοκιμη – εχω βαλει σημειωσεις στην αρχη και το τελος του βιντεο αλλά ΚΑΙ στην Περιγραφη κατω απο το βιντεο, με κυριωτερη το οτι χρειαζομαι τη βοηθεια (α) ειδικων και (β) απλων ομιλητων αλλων διαλεκτων, για βελτιωση/ολοκληρωση/συγκριση

  78. Πέπε said

    68
    Ναι, για τότε λέω, όπως λέει κι ο Λάμπρος.

    Αλλά ακόμη και για το τότε, διαβάζουμε: «…φωνήματα και συντακτικές μορφές του «καθαρού» συστήματος». Φωνήματα δεν ξέρω τι ακριβώς εννοεί (γαμβρός αντί γαμπρός; τυπικά ναι, αλλά στην πράξη δε νομίζω να εννοεί αυτό), αλλά γενικώς είναι φανερό ότι εννοεί «κάποια στοιχεία». Ε, κάποια στοιχεία ακόμη και τώρα τα ακούμε: δε ζουν ακόμη οι ηλικιωμένοι εκείνοι που λένε «οι μαθηταί» ή «επείθοντο, επείσθησαν»; Αυτό δεν είναι καθαρεύουσα, είναι επίδραση καθαρεύουσας. Πριν 100 χρόνια θα υπήρχε εντονότερη επίδραση, αλλά μέχρις εκεί.

    Καθαρή καθαρεύουσα μπορεί να μιλήθηκε σε καμιά αίθουσα δικαστηρίου, πανεπιστημίου ή Βουλής. Βασικά, σίγουρα δεν ήταν φυσική ομιλούμενη γλώσσα, αυτό είναι δεδομένο.

    (@Λάμπρο για το άλλο: μα τόσο βλάκας είμαι να μην καταλαβαίνω; Αποκλείεται δηλαδή να κατάλαβα αλλά να μην έχω τίποτε να σχολιάσω για το κύριο μέρος του μηνύματός σου, παρά μόνο για το δευτερεύον;)

  79. sarant said

    77 Ενδιαφέρον πείραμα

    70 Ωραίο το «εμφυλλοχωρούν» (σικ, ρε)

  80. Λάμπας said

    73. Νομίζω όμως ότι η γλώσσα στην οποία αναφέρεται ο Κονεμένος είναι η αρχαΐζουσα των αττικιστών λογίων και όχι η απλή καθαρεύουσα του Βιζυηνού.

  81. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ναι και στα δυο!
    Άνθισαν και στα δυο τα δέντρα, κι ευώδιασαν μέσα μου τα μήλα τους.
    Την (ανα)γνωρίζω, είναι γλώσσα μου, όπως κι αν μ(η)ιλιέται!

    >>καθόμαν καβάλα επάν’ στα ντάλια της
    εκάθουμου καβαλάρης στα φουντάλια της

    6 >>ίδον το ωραίον μας δένδρον ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών

    είδα το ωραίο μας δέντρο ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά στον μπαξέ, με μέλισσες πετούμενες να βουίζουν γύρω του

    Του κήπου τ΄όμορφο το δεντρό
    να μοσχολουλουδίζει
    είδα με πλήθια μέλισσες
    να του κλωθωβουίζει

  82. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    78 τέλος – Ε αφού σου είπα πως «σκέφτηκα φωναχτά» τι θές να κάνω τώρα, να κόψω τις φλέβες μου ή να τραβήξω τις κοτσίδες μου!😂

    Αν κι έχω κατανοήσει εδώ και χρόνια το τι και γιατί, εξακολουθεί να μ’ εντυπωσιάζει το κλείδωμα των ανθρώπων στις δογματικές τους πεποιθήσεις.
    Μικρές κλειστές ομάδες «σκοτώνονται» για το τίποτα, νομίζοντας πως κάνουν κάτι σπουδαίο και πως επηρεάζουν την κοινωνία, ενώ η κοινωνία αγνοεί και την ύπαρξη τους, κι ακολουθεί την καταναλωτική της κατεύθυνση, που την χαράζει το μάρκετινγκ της οικονομικής ελίτ.
    Σπουδαία τα λάχανα δηλαδή.😂

  83. Λάμπας said

    73,78. Βρήκα το απόσπασμα από το βιβλίο του Χατζηδάκι, στο οποίο παραπέμπει ο Τσουκαλάς («Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης» σελ.128, υπάρχει στο Φωτόδεντρο).

    «Δεν θα μεταχειριζώμεθα, αλλά θα φεύγωμεν…παν στοιχείον του λόγου είτε λέξιν είτε γραμματικόν τύπον είτε σύνταξιν, όπερ λεγόμενον εν ταις επισήμοις οικίαις και συναναστροφαίς των ανεπτυγμένων τάξεων θα έκαμνεν κακήν εντύπωσιν είτε ως αρχαίον και εξεζητημένον είτε ως χυδαίον».

    Του Κορδάτου, δυστυχώς, δεν το βρήκα.

  84. Spiridione said

    80. Λέει ότι με τους οικείους τους μιλούσαν την κανονική γλώσσα. Σε ειδικές περιστάσεις, επισκέψεις κτλ., μιλούσαν την ίδια γλώσσα ολίγο τροπολογημένη, δηλ. απλή καθαρεύουσα.

  85. leonicos said

    5 Λάμπας

    «πινιγούμε» «βαθιμούς» «τιμήμα» γνωστά και από τις Κουκουβάουνες του ’50, πιθανώς λόγω των πολλών μανιατών

  86. leonicos said

    16 Νασταναίος

    Νομίζω είναι θέμα μουσικής. Ο Όμηρος διαθέτει καλή μουσική.

    Πές τα χρυσόδτομε, και είχα τύψεις για το προχτεσινό σεντόνι

  87. 53: Θέλει και καλά να γίνει υπουργός: Χωρίς το ντε ή το σώνει, εγώ το καταλαβαίνω ως δήθεν θέλει να γίνει υπουργός, μας κοροϊδεύει ότι θέλει να γίνει υπουργός.

  88. leonicos said

    26 Πέπε, σε αγαπώ και σ’ εκτιμώ πάρα πολύ

    γυροφέρνει μια σύλληψη που είτε τελικά δεν την πετυχαίνει στην καρδιά, είτε την πετυχαίνει μεν αλλά εγώ δεν πετυχαίνω να γίνω κοινωνός της

    Θα έλεγα ότι συμβαίνει το δεύτερο.

    Ασφαλώς ηξερε ότι μηλιά είναι το δέντρο που κάνει μήλα. Εντούτοις είχε μια βαθύτερη απορία, θα την έλεγα μεταφυσική, που πρέπει να οτυ γενν΄θηκε σε πολύ πρώιμη ηλικία

  89. leonicos said

    28 Ατυχέσταστη η απόπειρα μεταγλώττισης σε …Θρακιώτικα (Θεός να τα κάνει!).

    Συμφωνώ απόλυτα. κακοποιηση είναι, και δη χωρίς λογο

  90. Το και καλά έχει κι άλλη έννοια, σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα τυχόν συμφραζόμενα και το όλο κλίμα.
    https://www.slang.gr/definition/12257-kai-kala

  91. sarant said

    87 Δεν έχεις άδικο διότι υπάρχει και αυτή η σημασία του «και καλά».

  92. sarant said

    90 Μαζί γράφαμε, και δίνει κι άλλη σημασία ο Χτήνος.

  93. 92# Όχι εγώ, Ο ΑΛΛΟΣ!

  94. xar said

    @90, 92
    Δεν με πείθει το παράδειγμα στο slang ότι το και καλά έχει την έννοια δηλαδή. Στο παράδειγμα μπορεί εξίσου καλά να αντικατασταθεί με το «ότι τάχα» («δήθεν»).

  95. Spiridione said

    87. Η σημασία του ‘και καλά’ δήθεν πρέπει να είναι μεταγενέστερη. Στο λεξικό του Αγγ.Βλάχου σαφώς είναι η σημασία με το στανιό (coûte que coûte).
    Ο Πάγκαλος κάπου έχει στο γλωσσάριο
    ναι και καλά ή καλά και σώνει (είτε σώνει και καλά είτε απλώς και καλά ) ( = υποχρεωτικώς , επιμόνως , ανενδότως ) ‘ Α . Κρ . : οι γονέοι μου ναι και καλά θέλουνε …

  96. 90-92: Είχα την αίσθηση ότι η σημασία του «δήθεν» εμφανίζεται πολύ μετά τον Βιζυηνό, στο τέλος του προηγούμενου αιώνα. Ενώ ότι η άλλη, θέλει υποχρεωτικά ντε ή σώνει, και μόνο μετά παράλληλα με την εμφάνιση της δεύτερης σημασίας απέβαλε την ανάγκη αυτή. Γι’ αυτό μου έκανε εντύπωση η εμφάνιση στον Βιζυηνό. Άραγε, μπορείτε να βρείτε άλλες εμφανίσεις του «και καλά» χωρίς ντε ή σώνει, με τη σημασία του σώνει και καλά.

  97. leonicos said

    54, 55 Λουκρητία

    κι εγω την ξέρω και με τις δύο σημασίες

  98. Α. Σέρτης said

    96

    «Εννοείς δηλαδή ν’ αρχίσωμεν και καλά τας έριδας;» (περ. ΑΠΟΛΛΩΝ, Οκτώβριος 1890)

    «Αν ως άνθρωπος…θέλει και καλά να εκδικηθή, πρέπει να εξεύρη άλλην εκδίκησιν» (ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟν 1907)

    «Αφού είδ’ ου βασ’λιάς πως θέλνι κι καλά να παν, τς είπι να παν» (ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ 1910)

    «Όλοι θέλουν και καλά/νέα τρόπαια να στήσουν» (Σουρής 1910)

  99. sarant said

    96-98 Εγώ δεν βρήκα άλλες, οπότε μπράβο

  100. Πέπε said

    @και καλά

    Υπάρχουν τρεις σημασίες:
    α) Η σημερινή που όλοι ξέρουμε: «δήθεν». Αμφιβάλλω κι εγώ αν είναι πολύ παλιά.
    β) Η παλιότερη, συνώνυμη του «ντε και καλά» / «σώνει και καλά» / «καλά και σώνει». Μάλλον όμως δεν είμαστε όλοι βέβαιοι ότι όντως υπήρχε.
    γ) Δεύτερη σημερινή, «δηλαδή». Χρησιμοποιείται απαρέγκλιτα σε περιπτώσεις όπως π.χ. όταν ένας μαθητής προσπαθεί να εξηγήσει μια δύσκολη λέξη: «Τι σημαίνει αμφιθεατρικό;» -«Και καλά ότι έχει σχήμα κάπως έτσι [χειρονομίες…]». Έχω την αίσθηση ότι είναι πιο πρόσφατη από την (α) και εξέλιξη αυτής. Τον καιρό του Βιζυηνού έλεγαν με πολύ παρόμοιο τρόπο το δεικτικό «να»: -Και πού είναι, κυρά, αυτή η Ευρώπη; -Να, ξέρω κι εγώ παιδάκι μου; Εκεί που είναι το παιδί μου.

  101. sarant said

    100 Υπάρχουν τέσσερις σημασίες.
    Οι τρεις που είπες και η δήλωση έκπληξης, που μπορεί να ειπωθεί και χωρίς το «και»

    «Και καλά, είσαι Αθηναίος και υποστηρίζεις τον ΠΑΟΚ»;

  102. Πέπε said

    Εντωμεταξύ δε βλέπω να σχολιάστηκε η καταπληκτική βλακεία του δασκάλου που τους άλλαζε τα ελληνικότατα βαφτιστικά σε άλλα εξίσου ελληνικά που απλώς δεν τα είχε ακούσει άνθρωπος, αντί να κάνει κάποια επέμβαση στα εντελώς τούρκικα επώνυμά τους.

    Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα παραδείγματα του Βιζυηνού είναι αληθινά (που γιατί να το υποθέσουμε;), αποκλείεται βέβαια όλη η τάξη ανεξαιρέτως να είχε τέτοια ονοματεπώνυμα, όλα τα βαφτιστικά ελληνικά και όλα τα επίθετα τούρκικα. Ο Βιζυηνός είναι που διάλεξε -ή έπλασε- αυτά τα δύο. Μια αριστουργηματική πινελιά λεπτής ειρωνείας που, αυτή, μπορεί κάλλιστα να σταθεί σε οποιαδήποτε μεταγλώττιση.

  103. Πέπε said

    101
    Ναι, νομίζω ότι εδώ το «καλά» μπαίνει παρενθετικά ενώ το «και» πάει στην υπόλοιπη πρόταση.

  104. 100# Σχετικά με το (α), δήθεν, για δες το #49. Είμαι σχεδόν απολύτως βέβαιος πως εκεί έχει τη σημασία δήθεν, αλλά δεν έχω πρόχειρο το βιβλίο για να δω τα πλήρη συμφραζόμενα.

  105. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Το διάβασα εύκολα και ευχάριστα! (επιλογή από τα κ.ο.κ. του Πέπε, σχ. 63 🙂 )
    Το πρωτότυπο, εννοείται, γιατί κι εγώ την μεταγλώττιση σταμάτησα κάποια στιγμή να την διαβάζω…

    Το εγχείρημα μεταφοράς στην όποια ντοπιολαλιά ενός τέτοιου κειμένου σκοντάφτει – μέχρι πλήρους ανατροπής 🙂 και άρα αποτυχίας – κυρίως στις αφηρημένες έννοιες, στο βαθμό που υπάρχουν τέτοιες, αλλά και στην απόδοση πολλών νέων (τότε) λέξεων και εκφράσεων.
    Πριν 2-3 χρόνια μού είχαν ζητήσει να «μετατρέψω» στο κρητικό ιδίωμα ένα κείμενο εκείνης την εποχής (τέλη 19ου αιώνα), γραμμένο σε καθαρεύουσα, το οποίο μάλιστα είχε προκύψει από μετάφραση ξένου κειμένου (!). Επειδή αφορούσε την περίοδο της κρητικής επανάστασης του 1866, έκανα την προσπάθεια. Ζήτησα και τη βοήθεια φίλου φιλολόγου –καλού γνώστη της κρητικής ντοπιολαλιάς. Δεν έβγαινε τίποτα… Από τις πρώτες παραγράφους καταλάβαμε ότι θα το υποβαθμίζαμε και θα καταλήγαμε σε …εκτέλεση του αξιόλογου αυτού κειμένου (από τα 6 μέτρα, δηλαδή…). Και, φυσικά, τα παρατήσαμε.
    [Εντάξει, ίσως κάποιοι ικανότεροι να τα κατάφερναν, αλλά πάλι δεν το νομίζω…]

    2.
    Να θυμίσω ότι και ο Κονδυλάκης έγραφε στην τότε καθαρεύουσα, αλλά ήταν υπέρ της δημοτικής. Και έγραψε το τελευταίο του έργο, την «Πρώτη αγάπη», σε μια στρωτή δημοτική/νεοελληνική.

  106. Πέπε said

    104
    ο αποσπασματάρχης δεν ήθελε και καλά να αναχωρήση από το χωρίον χωρίς γραμματικόν = ο αποσπασματάρχης επέμενε ντε και καλά να μην αναχωρήσει κλπ.

    Σήμερα δε θα πούμε «δεν ήθελε καλά και σώνει να…», θα αντιστρέψουμε την άρνηση σε «ήθελε καλά και σώνει να μην…» Αν υποθέσουμε ότι αυτός ο περιορισμός δεν ίσχυε το μακρινό 1870, τότε η έννοια «καλά και σώνει» στέκει μια χαρά.

    Για το αν θα μπορούσε να στέκει και η έννοια «δήθεν» (ότι ο αποσπασματάρχης για άλλους λόγους δεν ήθελε να αναχωρήσει, και τον γραμματικό τον προέβαλλε ως πρόσχημα), χρειαζόμαστε συμφραζόμενο…

  107. Παναγιώτης Κ. said

    70. Φίλτατε, δοκίμασε να γράψεις χρησιμοποιώντας παραγράφους στα κείμενά σου. Είμαι βέβαιος ότι θα γίνουν πιο αναγνώσιμα και αξίζει να γίνουν πιο αναγνώσιμα.
    Παράδειγμα το #63 και πολλά άλλα.

  108. 106τέλος
    Αυτό είπα, θέλουμε συμφραζόμενο, νομίζω πως δεν ήθελε να φύγουν λόγω κακοκαιρίας, η κότα-πίτα-λούφα ήταν γλυκιά.

  109. Α. Σέρτης said

    Εδώ είναι το βιβλίο:
    http://digital.lib.auth.gr/record/129126/files/?ln=el

  110. Παναγιώτης Κ. said

    74α. Το είπαμε και άλλη φορά αυτό περί της αποτυχίας των σχολικών μεταφράσεων και δεν θα κουραστούμε να το λέμε.
    Ανήκω στην κατηγορία των αγανακτισμένων για το τότε.
    Το μόνο θετικό είναι ότι αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα τι σημαίνει ομαδικό λάθος και με διάρκεια!
    Φυσικά, δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Υπάρχουν πιο τρανταχτά όπως οι πόλεμοι στον 20ο αι. αλλά και στον 21ο.

  111. Παναγιώτης Κ. said

    10. Μάλιστα.
    13. Μάλιστα!
    27. Υπογραμμίζω: «αλλά και γιατί η καθαρεύουσά του εκφράζει αυτή την κάπως ειρωνική αποστασιοποίηση (μαζί με χιουμοριστική διάθεση),»

    Αυτός που γράφει στην καθαρεύουσα εκ των πραγμάτων βάζει περιορισμούς στο αυθόρμητό του οπότε το τελικό αποτέλεσμα μπορούμε να πούμε ότι βγαίνει «πολιτικά ορθό».
    Οι εξόφθαλμα απρεπείς «ρήτορες» στη Βουλή αν εκφράζονταν στην καθαρεύουσα δεν θα φαίνονταν απρεπείς.
    Όσο μπορώ να αντιληφθώ μια απρεπής ξένη φράση, π.χ μια βρισιά στα Αγγλικά όταν εκφέρεται στην Ελλάδα από έναν Έλληνα δεν έχει την ίδια ένταση με την ένταση που θα είχε αν η ίδια φράση λεγόταν στα Ελληνικά. Νομίζω…

  112. # 101

    Ναι ρε, ΠΑΟΚ ! (φατσούλες γελαστές)

  113. Μαρία said

    108
    Στην έκδοση του Ερμή που έχω είναι στη σελίδα 127.
    Του γραμματικού «του πρίσθηκε το ποδάρι». Το και καλά δεν σημαίνει δήθεν αλλά με καμία Παναγία 🙂

    Για τις χασμωδίες: η γιαγιά φίλης μου με καταγωγή απο χωριό του Παγγαίου με φώναζε Μαρίγια.

  114. antonislaw said

    Καλησπέρα σας!
    «και δεν εκαρποφόρουν εκείναι, όπως αυτή, δύο φοράς το έτος».
    Δίφορη μηλιά λοιπόν, μου έκανε εντύπωση που δεν χρησιμοποίησε ο Β. τέτοιο επιθετο,σε αγροτική κοινωνία θα υπήρχε,συτός βέβαια διανοούμενος ίσως να την είχε ξεχάσει(σημ. Η σημαντική ποιητική συλλογή με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, «Τα δίφορα»του κρητικού λαϊκού συγγραφέα και τυπογράφου Κωστή Φραγκούλη, του 1961, και βιβλίο δεύτερο,σίκουελ, το 1988).
    Θα συμφωνήσω με τη Λου και τον Λεώνικο ότι η μεταγραφή στο τοπικό ιδίωμα δεν είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη στην ανάγνωση, τουλάχιστον σε ένα μη διαλεκτόφωνο αναγνώστη, όμως ωραίο το εγχείρημα και μπράβο στον Νικοκύρη που τα ανάρτησε μαζί!

  115. antonislaw said

    113″Για τις χασμωδίες: η γιαγιά φίλης μου με καταγωγή απο χωριό του Παγγαίου με φώναζε Μαρίγια»
    Πιστεύω ότι γενικά σε πολλές διαλέκτους έτσι ξεπερνιέται η χασμωδία. Πχ στα ρεθεμνιώτικα η γιαγιά μου έλεγε «η Γευγενία», η Γέφη»(η Ευγενία, η Έφη)

  116. antonislaw said

    «Να θυμίσω ότι και ο Κονδυλάκης έγραφε στην τότε καθαρεύουσα, αλλά ήταν υπέρ της δημοτικής. Και έγραψε το τελευταίο του έργο, την «Πρώτη αγάπη», σε μια στρωτή δημοτική/νεοελληνική.»

    Το μόνο του βιβλίο που εξέδωσε στην Κρήτη και μάλιστα ένα χρόνο πριν πεθάνει. (Πρώτη αγάπη· Διήγημα. Χανιά, Γ.Π.Φορτσάκης, 1919.). Ίσως και γι’αυτό να τόλμησε να το βγάλει σε μη καθαρεύουσα.
    Πολύ όμορφο διήγημα πάντως. Το έχει κι η ανέμη
    https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/d/a/metadata-2ed841425dd5949245167a7c08e64584_1271063401.tkl

  117. Παναγιώτης Κ. said

    113. Μόνο η γιαγιά από το Παγγαίο;
    Στην Ήπειρο και στην περιοχή της Κόνιτσας που γνωρίζω το Μαρίγια ήταν κοινός τόπος.
    Δια του λόγου το αληθές άκου το επόμενο.

  118. Πέπε said

    113, 115:
    Γεια σου Μάρω και Μαρίγια
    (Κτίσματα Πωγωνίου, Ν. Ιωαννίνων)

  119. Πέπε said

    Δε σχολιάζω άλλο…

  120. Αγγελος said

    E, λοιπόν, εγώ το «ήθελε και καλά» μόνο «ήθελε σώνει και καλά» θα το καταλάβαινα. Ο ισχυρισμός ότι «και καλά» σημαίνει «δήθεν» στην αρχή μ’έκανε να απορήσω· μετά σκέφτηκα φράσεις όπου ναι, ίσως αυτό θα σήμαινε, αλλά πάντως εγώ ποτέ δεν θα το χρησιμοποιούσα έτσι.
    Ίσως να είναι και θέμα ηλικίας 🙂

  121. Παναγιώτης Κ. said

    Όχι μόνο ηλικίας αλλά και διότι αποφεύγουμε να μιμηθούμε ό,τι δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε. 🙂

  122. Μαρία said

    117, 118
    Πω πω συντονισμός! Τι να κάνω, ρε παιδιά; Ν’ αλλάξω καταγωγή;

    120
    Κι εγώ το και καλά=δήθεν το καταλαβαίνω αλλά δεν το χρησιμοποιώ. Γεράματα.

  123. Πισμάνης said

    Πρός τί τό παράπονο τού ΓΒ? Ο οθωμανός δάσκαλος θά έκανε ότι μπορούσε γιά νά μισήσουν οι μαθητές τή γλώσσα τους.

  124. sarant said

    105-116 Θαρρώ πως η Πρώτη αγάπη είναι γραμμένη στο κρητικό ιδίωμα ή πολύ κοντά του. Και αποφεύγει κι αυτή τις χασμωδίες πχ η γιαγάπη.

    123 Διορισμένος πάντως από τη δημογεροντία του χωριού.

  125. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    115 >>Πχ στα ρεθεμνιώτικα η γιαγιά μου έλεγε «η Γευγενία»,
    Ουου!!
    η γιόρνιθα, η γιαίγα, οι γιαθρώποι, η γιέρμη, η γιανέμη, οι γιΟβροί, η γιανιψά, οι γιοχθροί κοκ.
    Τώρα που το λέμε, για αρσενικά στον ενικό δεν ισχύει: ο ήλιος, ο αέρας κλπ .

  126. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    124 >>Ναι, η γιαγάπη και η παντριγιά εμπεριέχονται.
    Τί ωραίο η Πρώτη Αγάπη! Εκτυλίσσεται στα ορεινά της ευρύτερης περιοχής μου και όλοι οι διάλογοι είναι στο ιδίωμά μας. Αγαπώ! 🙂
    Τελευταία ο δρόμος (ο νότιος άξονας -ο Θιος να τονε κάμει άξονα-) βγήκε έξω από τη Βιάννο, τη γενέθλια γη του συγγραφέα και δεν περνάμε πια από την πλατεία της πόλης με τον μεγάλο «πλάτανο του Κονδυλάκη», που έστω και περαστικοί, ένα δευτερόλεπτο μάς πήγαινε η σκέψη στον άξιο χρονογράφο.

    https://dasarxeio.com/2022/09/19/117071/

  127. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    126
    «Ο πλάτανος του Κονδυλάκη» μνημονεύεται στον Πατούχα του:
    «…Ὁ Μανώλης πράγματι, ὡς νὰ ἐμάντευσε τὴν ἐντύπωσιν τὴν ὁποίαν ἔκαμεν εἰς τὰς γυναῖκας τὰς καθημένας ὑπὸ τὴν μεγάλην πλάτανον, ἦτο κατασαστισμένος …»

  128. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    124, 126.
    Καλημέρα! (από το μπαρμπαροπληττόμενο Ηράκλειο)

    Μόνο οι διάλογοι είναι στο ιδίωμα της κεντροανατολικής Κρήτης – και μάλιστα πολύ αυθεντικοί, χωρίς καμιά «αθηναϊκή» επιρροή. Η ‘γιαγάπη’, που αναφέρατε, εμφανίζεται 3 φορές και η ‘παντριγιά’ 2 φορές, οι ‘γιαθρώποι’ 2 φορές κ.λπ., πάντα σε διαλόγους. Πάντως, τις χασμωδίες τις αποφεύγει και στο κυρίως κείμενο, της δημοτικής του:
    «… Το κεφάλι της έπεσ’ έπειτα στον ώμο μου κάμποσα λεπτά. Η αναπνοή της ήτο βίαιη, σαν να κουράστηκε πολύ, κι η καρδιά της κτυπούσε δυνατά.
    … Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π’ άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής,…
    … Έτσι περνούσα τις σελίδες αφηρημένος, σαν να ’σαν χαρτί άγραφο.»

  129. Alexis said

    #120: Αντιθέτως εγώ Άγγελε το εξέλαβα ως «δήθεν» και απόρησα που η χρήση αυτή υπήρχε το 1885.
    Την σημασία «ντε και καλά» δεν την γνώριζα καν.
    Όμως στο απόσπασμα που έβαλε ο Χτήνος στο #49, που χρονολογείται στο 1870, η σημασία του «δήθεν» μου πάει πιο καλά, νοηματικά.
    Δεν ξέρω αν υπάρχουν και άλλα τέτοια ευρήματα που να ενισχύουν την άποψη ότι αυτή η σημασία υπήρχε ήδη από τότε.

    #102: Αυτό μου έκανε και μένα τρελή εντύπωση!
    Λες ο δάσκαλος εκτός από αρχαιολάτρης να ήταν και… δωδεκαθεϊστής; 😆
    Γιατί η παιδεία την εποχή εκείνη ήταν προσανατολισμένη σε δύο «άξονες»: το κλέος των αρχαίων ημών προγόνων και την χριστιανική-ορθόδοξη παράδοση.
    Τι νόημα έχει να αλλάζει τα «χριστιανικά» Θεόδωρος, Δημήτριος, Γεώργιος με τα αρχαιοελληνικά Θουκυδίδης, Δημοσθένης, Γοργίας;

  130. Alexis said

    Λοιπόν, μόλις έλαβα στο μέιλ μου ένα σπαμ (τα γνωστά «fishing») που είχε τίτλο «Αγαπητέ δικαιούχο!» και αυτομάτως θυμήθηκα ένα παλιό άρθρο του Γιάννη Χάρη για την κλητική των αρσενικών σε -ος, με τον εύγλωττο και πολύ έξυπνο τίτλο Θρύλο, θεό μου, Ολυμπιακό μου!
    Πρέπει να υπάρχει και εδώ στο ιστολόγιο σχετικό άρθρο αλλά δεν είμαι καλός στο ψάξιμο…

  131. ΣΠ said

    130

    Κύριε Σαραντάκο ή κύριε Σαραντάκε;

  132. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    129# Έτσι κι εγώ. Μπορεί να ‘ναι και θέμα ηλικίας, που ειπώθηκε πιο πάνω 🙂
    Το συγκεκριμένο απόσπασμα το κατάλαβα ως ότι ο αποσπασματάρχης, με πρόσχημα (και) τον τραυματισμό ήθελε ν’ αποφύγει τις επιχειρήσεις μέσα στον παλιόκαιρο. Τέσπα, ελπίζω τώρα πια να του έχει ξεπρηστεί το ποδάρι του αθρώπου 🙂

  133. Πέπε said

    129
    Παρουσιάζεται ως απλά βλάκας. Τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη πήγαιναν χεράκι χεράκι, όχι το ένα εις βάρος του άλλου. Αλλά εφόσον η Εκκλησία δεχόταν ως όχι λιγότερο χριστιανικά τα αρχαία ονόματα (καθώς είχε δημιουργηθεί τέτοια μόδα από τα τέλη του 18ου αιώνα, που σε αρκετά μέρη διαιωνίστηκε), το χριστιανικό σκέλος το θεωρούσε καλυμμένο. Για να καλυφθεί και το ελληνικό, έπρεπε τα ονόματα να είναι σπάνια και ένδοξα. Όσο για τα επίθετα, σημασία: ούτε Περατίδης, ούτε Σιδηρίδης / Σιδηρόπουλος για τον Ντεμιρτζόγλου, τίποτα.

    Πρόκειται περί καρικατούρας.

    (Ο ίδιος ο Βιζυηνός, σύμφωνα με άλλη ιστορία, δεν είχε ολωσδιόλου επώνυμο: το Γιωργί του Μιχαλιού.)

  134. Α. Σέρτης said

    133
    Και στη «Στρατιωτική Ζωή» είναι ξεκάθαρο ότι «και καλά= με τίποτα», και γενικότερα δεν υπήρχε τέτοια σημασία «δήθεν»

  135. sarant said

    128 Καλά λες, φαίνεται ότι οι ιδιωματικοί τύποι μου είχαν εντυπωθεί πιο καθαρά.

  136. antonislaw said

    125
    «η γιόρνιθα, η γιαίγα, οι γιαθρώποι, η γιέρμη, η γιανέμη, οι γιΟβροί, η γιανιψά, οι γιοχθροί κοκ.
    Τώρα που το λέμε, για αρσενικά στον ενικό δεν ισχύει: ο ήλιος, ο αέρας κλπ»

    Καλημέρα σας! Πραγματικά, γιατί άραγε δεν γινεται και στα αρσενικά το ίδιο;Δεν μπαίνει το γ;

  137. Theo said

    @102, κε:
    Και στην κατά βάσιν σλαβόφωνη οικογένειά της μητέρας μου, σε μιαν άλλη τουρκοκρατούμενη περιοχή, τη Μακεδονία, τα περισσότερα ονόματα (κυρίως τα γυναικεία), δοσμένα από το 1900 και εντεύθεν, ήταν αρχαιελληνικά: Μενέλαος, Αριστομένης, Αφροδίτη, Ευρυδίκη, Ολυμπιάδα, Ελπινίκη, Πολυξένη, κλπ.
    Ήταν οι δύσκολες εποχές του Μακεδονικού Αγώνα, κι ήθελαν να δηλώσουν την ελληνικότητά τους, Κάποιο ρόλο θα ‘παιξαν κι οι δάσκαλοι.

  138. Alexis said

    #131: Μπράβο, αυτό!

  139. sarant said

    136 Ο γήλιος είναι πανελλήνιο. Αλλά ίσως έχει άλλη ποιότητα ο φθόγγος o και άλλη ο i.

  140. Δεν πρέπει όμως να λέμε «το γ» αλλά κάτι άλλο, π.χ. «το γι…» ή το γιωτ, για να φαίνεται πως πρόκειται για /j/.

  141. Κουτρούφι said

    #136 κλπ
    και «γαίμα»

    Για τα αρσενικά
    αέρας->αγέρας
    ήλιος: σε μερικά ιδιώματα πράγματι ακούγεται καθαρά «ήγιος». (Αλλά το στοιχείο «ήλι-ο»).

    Από το ν του άρθρου στην αιτιατική
    ήλιος -> νήλιος
    ώμος -> νώμος

    ———————————————–
    Σε μερικά ιδιώματα (Αιγαιοπελαγίτικα και μικρασιατικά) εμφανίζεται σίγηση συμφώνων, ιδιαίτερα του -γ-, μεταξύ φωνηέντων.
    Π.χ. «ήφαα», «ήτρωα», «ηκουούντανε», «τραούδι»
    Τι γίνεται εδώ; Δεν υπάρχει καλαισθησία και ο λαός προτιμά τη χασμωδία;

  142. Αγγελος said

    O δάσκαλος θα ήταν της Σχολής των Κυδωνιών,:) https://books.google.gr/books?id=44UTatV02CoC&pg=RA1-PA226&lpg=RA1-PA226&dq=%CE%BA%CF%85%CE%B4%CF%89%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CE%BD+%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%B9%CF%82+%CF%87%CE%B1%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82&source=bl&ots=w9HmsMDV7X&sig=ACfU3U3v3K6sOCcHsaImUwdeBJi_3A6cEw&hl=en&sa=X&ved=2ahUKEwjixKeW4oD9AhXMlqQKHXOwDS8Q6AF6BAgZEAI#v=onepage&q=%CE%BA%CF%85%CE%B4%CF%89%CE%BD%CE%B9%CF%8E%CE%BD%20%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%B9%CF%82%20%CF%87%CE%B1%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%B1%CF%82&f=false

  143. Πέπε said

    140
    Στα κρητικά, ναι. Είναι πράγματι ένα j στο οποίο «κλείνει» το [i] του άρθρου «η» (και του «οι» νομίζω), χωρίς γενικότερη επίδοση στο ιδίωμα. Στην περίπτωση του Βιζυηνού -μηλέγα- είναι κανονικό γάμμα και με πιο γενικευμένη παρουσία.

  144. Giorgos Koftis said

    Σκεφτόμουν να κάνω σχόλιο και στην ανάρτηση στο fb, αλλά κι εδώ το ίδιο είναι.
    Η προφορά των Θρακιωτών δεν αποτυπώνεται ακριβώς στο γραπτό κείμενο. Το γ που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο φωνηέντων, ακούγεται ως γι και μάλιστα ασθενώς. Βέβαια η αποτύπωση στον γραπτό λόγο είναι δύσκολη.
    Πχ Λένε Μαρίγια την Μαρία, αλλά το γι προφέρεται ασθενώς.

Σχολιάστε