Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης” (εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ.
Βρισκόμαστε στα 1935, όταν ο παππούς μου, ο ποιητής Άχθος Αρούρης, έχει παραιτηθεί από την Εμπορική Τράπεζα για να ανοίξει επινικελωτήριο μαζί με δυο από τ’ αδέλφια του στην Αθήνα. Στην προηγούμενη συνέχεια είχαμε ξαναβρεί έναν παλιό γνώριμο, τον ιδιόρρυθμο (επιεικώς) κύριο Θεόδωρο, που τον είχαμε γνωρίσει πριν από μερικούς μήνες, όταν αναφερθήκαμε στη ζωή του ποιητή στη δεκαετία του 1920 (για παράδειγμα, εδώ κι εδώ). Σήμερα, οι περιπέτειες του κυρίου Θεόδωρου παίρνουν τέλος -όπως θα διαβάσετε, έφυγε από το επινικελωτήριο και μετά τα όσα ακολούθησαν, τόσο προσωπικά (μετακομίσεις) όσο και γενικά (πόλεμος και κατοχή), τα ίχνη του χάθηκαν. Η σημερινή συνέχεια είναι λίγο πιο σύντομη από συνήθως, αλλά δεν ταίριαζε να τη συνδυάσω με τα επόμενα.
Μια και εδώ λεξιλογούμε, να επισημάνω κάτι που ίσως είναι λεξιλογικός αναχρονισμός του πατέρα μου, ο οποίος μιλώντας για τον ραδιοτεχνίτη φίλο του παππού, τον Μάριο, λέει για το «πνεύμα απάτης που κυριαρχούσε τότε στα περισσότερα ηλεκτρονικά εργαστήρια της Αθήνας». Σήμερα, ένα εργαστήριο που ασχολείται με ραδιόφωνα και τηλεοράσεις το λέμε ‘ηλεκτρονικό’΄, αλλά το 1935 ασφαλώς δεν το έλεγαν έτσι. Οπότε, ίσως η χρήση της λέξης να αποτελεί αναχρονισμό.
Ο κύριος Θεόδωρος, μην έχοντας τι να κάνει, περιφερόταν συχνά στο εργαστήριο παρακολουθώντας τις διάφορες εργασίες, χωρίς να μιλά ή να σχολιάζει. Μόνο μια φορά είπε στον Γιάννη, δείχνοντας το μπάνιο επινικέλωσης, που από τη μαύρη επιφάνεια του υγρού περιεχομένου του εξείχε το κάγκελο ενός κρεβατιού:
«Κύριε Γιάννη, του αντικειμένου αυτού εξέχει η μία γωνία. Μήπως τούτο σας προκαλέσει τίποτε περίπλοκάς;» Και πρόσθεσε δικαιολογούμενος, «Δηλαδή λέω και γω την κουβέντα μου».
Μέσα του πάντως δεν έβλεπε με καλό μάτι την όλη διεργασία, αργότερα δε είπε σε κάποιο γνωστό του:
«Γυαλίζουνε τα σίδερα και κοροϊδεύουνε τον κόσμο».
Το προσωπικό του επινικελωτήριου, δηλαδή οι τρεις βουρτσαδόροι, οι συναλλασσόμενοι και όσοι φίλοι συχνάζανε σ’ αυτό, πολύ σύντομα εξοικειώθηκαν με την παρουσία του Θεόδωρου κι άρχισαν να υιοθετούν μερικές από τις εκφράσεις του. Έτσι σε λίγο μπορούσες να ακούσεις κάποιους άσχετους, που δεν είδαν ποτέ τους τον κύριο Θεόδωρο, να λένε στα καφενεία και στα μαγέρικα της γειτονιάς: θα σου περάσω τ’ άντερα λαιμαριά στο λαιμό, ή, θα σου ανοίξω τρίτο μάτι…
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »