Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Εσείς ξέρετε την τσουρέπνικα;

Posted by sarant στο 2 Φεβρουαρίου, 2011


Προχτές είχα πάει σε μια εκδήλωση, που είχε και μπουφέ με πολύ ωραίες λιχουδιές, κι όπως συζητούσα με έναν φίλο, μού λέει «να πάρω κι απ’ αυτό», και του λέω χαριτολογώντας «πάρε, που είσαι αγοράκι, μην πάθεις τσουρέπνικα!», οπότε είδα την απορία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Βέβαια, κατάλαβε τι ήθελα να πω, αλλά πρώτη του φορά άκουγε τη λέξη «τσουρέπνικα».

Ο φίλος μου ήξερε βέβαια το μαμάδικο έθιμο σύμφωνα με το οποίο τα αγοράκια, αν τους αρνηθείς τη λιχουδιά που ζητάνε, κινδυνεύουν να πάθουν κάτι σοβαρό (καταλαβαίνετε τι εννοώ), αλλά στην οικογένειά του δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο όνομα για την «αρρώστια» αυτή.

Εδώ που τα λέμε, ούτε και στη δικιά μου. Κι εγώ όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι που έλεγαν «πάρε, γιατί είσαι αγόρι» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Την τσουρέπνικα την έμαθα αργά, από την συχωρεμένη την πεθερά μου, μια γλυκύτατη γυναίκα που είχε γεννηθεί στον Λαγκαδά, χωρίς καταγωγή από πρόσφυγες. Σε επίσης μεγάλη ηλικία έμαθα τη λέξη «ντουβρουτζάς», από τις κουτσομπολίστικες στήλες των εφημερίδων, που δεν αποκλείεται να σήμαινε ή να σημαίνει το ίδιο με την τσουρέπνικα, αν και είχα την εντύπωση -και βρίσκω στο γκουγκλ- ότι σημαίνει «εγκεφαλικό, σκοτοδίνη, ίλιγγος». Όμως, ένας τρίτος φίλος που τον ρωτήσαμε, δεν ήξερε την τσουρέπνικα αλλά ήξερε τον ντουβρουτζά, με τη σημασία αυτού  που παθαίνουν τα αγοράκια όταν τους αρνηθείς τη λιχουδιά.

Όπως το μισοπερίμενα, η τσουρέπνικα δεν γκουγκλίζεται -ή, τέλος πάντων, δεν γκουγκλιζόταν χτες. Οπότε, μια και σας έχω πρόχειρους, θα ήθελα να απευθυνθώ στη συλλογική σοφία σας με ένα τριπλό ερώτημα:

α) Έχετε ακούσει τη λέξη τσουρέπνικα;

β) Έχετε υπόψη σας κάποια λέξη για εκείνο που παθαίνουν τα αγοράκια αν τους αρνηθείς τη λιχουδιά;

γ) Η λέξη αυτή είναι ο ντουβρουτζάς; Αν όχι, τι σημαίνει για σας ντουβρουτζάς; Εγκεφαλικό-σκοτοδίνη;

Και με την ευκαιρία, να πω κι άλλη μια λέξη της μακαρίτισσας της πεθεράς μου, λέξη που γκουγκλίζεται αλλά μόνο και μόνο επειδή την έχω ξαναναφέρει. Όταν ήθελε π.χ. να μας παροτρύνει να συνοδέψουμε με κάτι το φαγητό μας, μας έλεγε, «τι, έτσι ξερό και ρέκαλο θα το φάτε;» Ήταν δηλαδή το ρέκαλο μια επίταση του ξερού (σκέτου), όπως λέμε «μαύρος κι άραχνος», «φωτιά και λαύρα», «χαΐρι και προκοπή».

Κι αυτή τη λέξη δεν την έχω συναντήσει ξανά και μου είναι εντελώς αδιάφανη η ετυμολογία της. Οπότε,

δ) Ξέρει κανείς τίποτε περισσότερο για το ρέκαλο;

159 Σχόλια to “Εσείς ξέρετε την τσουρέπνικα;”

  1. babis said

    Καλημέρα.
    α)Όχι
    β)Πάρε, να μη σου πέσει.
    γ)Τον ντουβρουτζά ούτε τον ξέρω ούτε και τον έχω ακούσει ποτέ.

  2. Μας βάζεις δύσκολα. Σλάβικο φαίνεται, αλλά είναι;

    Από δω, http://kbedic.sourceforge.net/online/index_en.html ЧУРУК /tʃuruk/ στα βουλγαρικά = σάπιο, αρρωστιάρικο, από το τουρκικό çürük. Και το τσιουρούκ δεν παραπέμπει άμεσα στην τσουρέπνικα.

    черепник /tʃerepnik/ ρωσικά ο σκούφος που εφαρμόζει στο κρανίο (http://ru.wikipedia.org/wiki/%D0%A7%D0%B5%D1%80%D0%B5%D0%BF%D0%BD%D0%B8%D0%BA), από το череп «κρανίο»· το череп και στα βουλγαρικά. «κρανιακό»;

  3. gbaloglou said

    Καμμία σχέση με το «τσουράπι» (μεταφορικά «κορίτσι»);

  4. sarant said

    Ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!
    Μια και είστε εδώ, 2-3, πείτε μας και αν (και πώς) σας λέγαν οι μαμάδες-θειάδες-γιαγιάδες σας το αντίστοιχο της τσουρέπνικας!

  5. gbaloglou said

    Δεν μπορώ καν να θυμηθώ τέτοιες ‘απειλές’ 🙂

  6. α. ὄχι
    β. ναὶ
    γ. ἐγκεφαλικὸ-σκοτοδίνη
    δ. ὄχι

    τὴν τσουρέπνικα τὴν ἔλεγαν περιφραστικά, περιγράφοντας τὰ συμπτώματά της 🙂

  7. george said

    Απαντώ κι εγώ

    α)Πρώτη φορά την ακούω
    β)Όχι, και δεν το έχω ξανακούσει γενικά καθόλου
    γ)Ο ντουβρουτζάς είναι νομίζω γενικά γνωστή λέξη, θα το μετέφραζα κι εγώ σαν σκοτοδίνη/ζαλάδα/σύγχηση. Ωστόσο, αν θυμάμαι καλά, μικρός δεν πρέπει να την ήξερα, την άκουσα μεγαλύτερος μάλλον από την τηλεόραση
    δ)Το ρέκαλο είναι κι αυτό άγνωστη λέξη για μένα.

  8. Alexandra said

    1) Την τσουρέπνικα δεν την έχω ξανακούσει ποτέ.
    2) Τον ντουβρουτζά τον ακούω συχνά-πυκνά στην τηλεόραση, και καταλαβαίνω κάτι σαν εγκεφαλικό.
    3) Δεν ήξερα ότι τα αγοράκια παθαίνουν κάτι όταν τους αρνείσαι μια λιχουδιά, παρά το γεγονός ότι έχω μεγαλώσει γιο.

  9. Την τσουρέπνικα δεν τηνε ξέρω, ξέρω όμως την πίγκωση. Στην ορεινή Ναυπακτία έλεγε μια γιαγιά στον αγροτικό γιατρό ότι την είχε πάθει. Μάλλον δυσφορία και ζαλάδες.

    Οπότε:
    α) Όχι
    β) Όχι, τους πέφτει που λέει και κάποιος αποπάνω
    γ) Δεν πρέπει να είναι. Ο ντοβρουτζάς αναφέρεται ως αρρώστια, όπως και η Κωλοπετεινίτσα ως πόλη.
    Και
    δ) Μου μοιάζει για κόκκαλο, ξερό και γυμνό.

  10. Alexis said

    α) Όχι, ποτέ.
    β) Όχι, πρώτη φορά ακούω ότι υπάρχει τέτοιου είδους ‘απειλή’. Το μόνο που έχω ακούσει μικρός (μεταξύ σοβαρού και αστείου), είναι ότι τα αγοράκια δεν κάνει να σηκώσουν κάτι πολύ βαρύ γιατί δεν θα μπορούν να κάνουν παιδιά όταν μεγαλώσουν.
    γ) Το έχω ακούσει περιστασιακά, αλλά αγνοώ την ακριβή σημασία. Θεωρώ ότι συνηθίζεται περισσότερο από τους Βορειοελλαδίτες (η μητέρα μου είναι επίσης από το Λαγκαδά, αλλά με προσφυγική καταγωγή).
    δ) Όχι, μου είναι εντελώς άγνωστη σα λέξη.

  11. Ποτέ δεν έχω ακούσει την «τσουρέπνικα», αλλά μου θυμίζει τη φράση «μου τα κανες τσουρέκια» (φαντάζομαι καμμία σχέση). Επίσης, ομολογώ, ότι δεν ήξερα ότι αν ένα αγόρι ζητά λιχουδιές πρέπει να του δώσουμε, για να μην πάθει «τσουρέπνικα»!! Αυτή την τακτική δεν την τήρησα στο γιο μου. Αλήθεια, γιατί αυτό? Μήπως ότι, τάχα, θα κλάψει δυνατά το αγόρι και έτσι θα επηρεαστούν οι όρχεις του (κήλη ή κάτι τέτοιο)?? Χα χα χα!!! Ωραίος τρόπος εκβιασμού για λιχουδιές.

  12. #9
    Κωλοπετεινίτσα είναι το αποκαλούμενο σήμερα ορεινό χωριό Τριταία (ήταν σχεδόν εγκαταλελειμένο αλλά με τα σεισμοδάνεια έγινε σήμερα θερινή διαμονή κάποιων )απ’ όπου κατέβαιναν στην Σκάλα παλιά οι κάτοικοί του πριν μετακομίσουν οριστικά και η Σκάλα εξελιχθεί στην σημερινή Ιτέα Φωκίδας

  13. Νέος Τιπούκειτος said

    Την τσουρέπνικα και το ρέκαλο πρώτη φορά τ’ ακούω. Πού είναι η φίλη μας η Βουργάρα να μας φωτίσει; 🙂

    Η ντοβρουτζά (εγώ θηλυκό το ξέρω) είναι, μου φαίνεται, πλάσμα των λαϊφστάιλ περιοδικών και των κουτσομπολίστικων εκπομπών. Προφανώς κάποιος συνεργάτης των ευαγών αυτών ιδρυμάτων άκουσε για την Nτομπρούτζα στη Μαύρη Θάλασσα και αποφάσισε ότι θα ήταν ωραίο και ηχηρό συνώνυμο του μπανάλ «νταμπλάς».

  14. Νέος Τιπούκειτος said

    @11: Η κυπρία Μερόπη μού θύμισε κάτι που ακούω συχνά από τα πεθερικά μου, ότι δηλαδή τα αγόρια δεν πρέπει να τα αφήνεις να κλαίνε πολύ, γιατί θα πάθουν κήλη (θα «πουzhάσουν» κυπριακώς, εκ του πούζα = κήλη). Αυτό δεν το είχα ξανακούσει ποτέ μου.

  15. #13 Νταμπλάς ή ταμπλάς; (ευκαιρία για νέο δημοψήφισμα)

  16. Νέος Τιπούκειτος said

    @15: Δύτη, ο Ντοστογιέφσκη θα έλεγε «Νταμπλάς». Τέλος! 🙂 🙂

  17. 😀 😀

  18. SLY said

    Ο Πέπε στον Αστερίξ στην Ισπανία παθαίνει τσουρέπνικα όταν του αρνούνται τα χατήρια, κρατάει την αναπνοή του μέχρι να πάθει κάτι. Υποθέτω πως το «έθιμο» αυτό πρέπει να συναντάται περισσότερο στις ευρωπαϊκές χώρες για να απαθανατιστεί από τον Γκοσινί.

    Το ντουβρουτζά, παρόλο που το ακούω κι εγώ συχνά, με παραπέμπει και μένα στη Δοβρουτσά της Ρουμανίας.

  19. ΤΑΚ said

    Νίκο, την τσουρέπνικα ούτε την έχω ακούσει ούτε μπορώ να τη συνδυάσω με τίποτε (εκτός ίσως από το ρουμάνικο τσιουπέρκα (ciuperca; βουλγάρικο țepurca, σέρβικο pețurka, σύμφωνα με το DEX) που είναι το μανιτάρι).
    Εμένα η γιαγιά μου, όπως και του Μπάμπη στο 1, έλεγε ‘πάρε να μη σου πέσει’.
    Ούτε το ρέκαλο το έχω ακούσει και το μόνο που μου θυμίζει αμυδρά είναι το δυσετυμολόγητο ‘ρόκολο’ της κυπριακής που έχει όμως τελείως άλλη σημασία (ο νεαρός, ο έφηβος – βλ. όμως και τιτσιρόκωλος = ο γυμνοκώλης, ο ξεβράκωτος).
    Κι εγώ με ανοιχτό το στόμα θα σε κοιτούσα αν μου έλεγες ότι θα πάθω τσουρέπνικα 🙂

  20. Evan T said

    α) Όχι
    β) Όχι
    γ) Τον «Ντουβρουτζά» πάντα τον είχα για εγκεφαλικό. Για τη σκοτοδίνη η γιαγιά μου πάντα χρησιμοποιούσε τη λέξη «αχάμια» (περιοχή Μετεώρων)
    δ) Όχι

  21. Immortalité said

    α) Όχι
    β) Όχι
    γ) Όχι. Τον “ντουβρουτζά” τον ξέρω από παλιά σαν «μου ‘ρθε θάνατος, τα πάνω κάτω κτλ» και περισσότερο με την μεταφορική έννοια. Όχι του κανονικού εγκεφαλικού. Νομίζω τον χρησιμοποιεί και ο Τσιφόρος.
    δ) Όχι

    @15, 16 Νταμπλάς εννοείται! 🙂

    Πάντως ενημερωτικά, τα αγοράκια πράμα δεν παθαίνουν. 😀

  22. ΤΑΚ said

    Νίκο, τώρα βλέπω και το σχόλιο του SLY και συμφωνώ (μόνο που η ιστορική Δοβρουτζά είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε Ρουμανία και Βουλγαρία).
    Μήπως Δοβρουτζά αρχίσαμε να παθαίνουμε μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο; Δες εδώ
    Τι λένε τα κιτάπια σου;

  23. SLY said

    #22 Δες κι εδώ
    http://www.iospress.gr/ios2007/ios20071027.htm

  24. sarant said

    Ευχαριστώ για τα σχόλια. Για τον ντουβρουτζά δεν αποκλείω να έχει δίκιο ο Τιπούκειτος στο 13, ότι δηλαδή είναι σχετικά σύγχρονος (1985-) σχηματισμός της λαϊφοστυλάτης δημοσιογραφίας (πρβλ. το νταράκουλο), εξόν κι αν βρεθεί πιο παλιά σε σώματα κειμένων.

  25. #15
    Εγώ ‘ταμπλάς’ θα έλεγα, μια που το έπαθα πρόσφατα όταν με κάλεσε η εφορία να ελέγξει τα βιβλία μου…

    «Ἀπὸ τὸ τουρκικὸν tabla, ποὺ σημαίνει κυκλικὸς δίσκος»
    http://www.slang.gr/lemma/show/mou_irthe_tamplas___ntamplas_13860:%CE%BC%CE%BF%CF%85_%CE%AE%CF%81%CE%B8%CE%B5_%CF%84%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%AC%CF%82___%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%AC%CF%82

  26. Κι εγώ «ταμπλά» ψηφίζω. Μήπως πρέπει να γίνει αυτό το δημοψήφισμα; 🙂

  27. bernardina said

    Tην τσουρέπνικα πρώτη φορά την ακούω. Και συνήθως τις λιχουδιές λένε για τις έγκυες πως καλό είναι να μην τις στερηθούν για να μην τους πέσει το παιδί. Επίσης από τη μητέρα μου θυμάμαι και την έκφραση «φά’ το για να μη σου μείνει στο μάτι». Τώρα… τι συνέπεια έχει το να σου μείνει στο μάτι, δεν γνωρίζω! 😆
    Τη λέξη ντουβρουτζάς την πρωτάκουσα από τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου σε κάποιο επιθεωρησιακό νούμερο. (Υποθέτω ότι είναι περίπου συνώνυμη του κολπαντάριου και του στούφου, ο οποίος είναι ντουβρουτζάς ελαφρότερης μορφής 😆 😆 ). «Καταξιωμένη» σε -ας πούμε- σοβαρό γραπτό λόγο (δλδ. όχι σε λαϊφσταϊλίστικο περιοδικό) την πρωτοβρήκα στο Σπίτι και το Κελί του Χωμενίδη, αν δεν με απατά η διαλείπουσα μνήμη μου. Όποιος μπορεί ας το επιβεβαιώσει.

  28. Νέος Τιπούκειτος said

    @27: Μπέρνι, τον στούφο δεν τον έχω ξαναματακούσει — ούτε και το κολπαντάριο, εδώ που τα λέμε, αν και αυτό καταλαβαίνω ότι έρχεται από το ιταλικό colpo d’aria, «χτύπημα του αέρα», που υποτίθεται ότι προκαλεί αρρώστιες σοβαρές. Απροπό, μου είναι των αδυνάτων αδύνατον να ξεριζώσω από το μυαλό των πρεσβύτερων μελών της οικογένειάς μου την προκατάληψη ότι, άμα κάτσεις σε ρεύμα ή άμα βγεις έξω χωρίς το ζακετάκι σου, θα αρρωστήσεις.

  29. Μπουκανιέρος said

    Νικοκύρη, δηλώνω πλήρη άγνοια, τόσο στο γλωσσικό επίπεδο όσο και στο πραγματολογικό-φολκλορικό.

  30. Μαρία said

    Όχι σε όλα.
    Οι παλιοί Λαγκαδιανοί έλεγαν τσιούρα τον πούτσο:

    Click to access ekd_pemk_12_Cosmas.pdf

    Για να το παθαίνουν μόνο τα αγοράκια, κάποια σχέση μπορεί να έχει.

    Και για το δημοψήφισμα νταμπλάς (με τα κουλούρια).

  31. Μπουκανιέρος said

    ο στούφος = δυσάρεστο συναίσθημα από πολυφαγία, αηδία
    στουφάρω = αηδιάζω, αντιπαθώ
    (αντιγραφή από Χυτήρη. Μέσες-άκρες συμφωνώ. Μερικές φορές συνώνυμο του μπουχτίζω)

  32. SLY said

    😆 😆 😆 😆 😆

  33. sarant said

    Μπερναρντίνα, ευχαριστώ που έδωσες lettres de noblesse στον ντουβρουτζά 😉

    Μου ήρθε στούφος, το έχω συναντήσει. Αλλά δεν είναι μόνο κερκυρέικο, νομίζω -το χρησιμοποιεί, θυμάμαι, ο Πάνος της Καλύβας.

    Κι εγώ λέω νταμπλάς, λέω και ταμπλάς.

    Μαρία, έκανες διάνα, ολοφάνερα από εκεί είναι η τσουρέπνικα!

  34. Τσούρα λένε το πέος στα κοζανίτικα.
    Την τσουρέπνικα δεν την έχω ξανακούσει, ούτε το ότι θα πάθει κάτι το αγοράκι αν του αρνηθείς τη λιχουδιά…

  35. #3
    gbaloglou είπε
    2 Φεβρουαρίου, 2011 στο 09:47

    Καμμία σχέση με το «τσουράπι» (μεταφορικά «κορίτσι»);
    _______________________________________________________

    (off topic?) «τσουράπι», είναι η κάλτσα -νομίζω- , η χοντρή μάλλινη, το κορίτσι είναι «τσούπρα» ή και «τσούπα».

    Τώρα, το άλλο με τα αγοράκια, πιο πολύ το άκουγα από τα ίδια τα αγοράκια, σαν ‘επιχείρημα’ (έως και σαν συναισθηματική απειλή), όπου λέγανε «έλα (κάνε μου το χατήρι), μην πάθω και τίποτα πού ‘μαι και αγοράκι…»

    Πάντως, είμαστε σε μιαν εποχή άκρατης γλωσσοπλασίας, πότε ανόητης και πότε ανούσιας, σπανίως εύστοχης και συχνά για εντυπωσιασμό (βλ. πολιτικοί), όπου βρισκόμαστε μετά κάποιοι να ψάχνουμε να βρούμε το έτυμο…
    Θεωρώ λοιπόν ότι όπως ο «φλούφλης» του πάλαι ποτέ Χάρρυ Κλυνν που δήλωνε τον χαζοχαρούμενο (περίπου) χωρίς να έχει ρίζα, έτσι και ο «ντουβρουτζάς» είναι λέξη που «γεμίζει το στόμα σου» και ηχητικά είναι εντυπωσιακή, από τα συμφραζόμενα δε -μαλλον- καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί του γνωστού «ταμπλά» (αλλιώς «κεραμίδα», ήγουν εγκεφαλικό -χτύπημα, εξ ου και το αγγλικό stroke υποθέτω).
    Για την ‘τσουρέπνικα, το μόνο που μου έρχεται είναι η ομοιότητα στο πρώτο συνθετικό με το ‘τσουρομαδημένη’.

    …Δεν νομίζω να βοήθησα και πολύ.

  36. Όλες οι λέξεις που αναφέρεις μου είναι τελείως άγνωστες. Άγνωστη επίσης και η ιδέα ότι τα ανικανοποίητα αγοράκια παθαίνουν κάτι στα γεννητικά τους όργανα.

  37. α) Ουδεπώποτε
    β) Καμμία (μήπως το έχω πάθει ήδη;)
    γ) Δεν έχω ιδέα (διαλέγω All of the above, μήπως πάρω πόντους στην τύχη)
    δ) Συνεχίζω να κοιτάζω με αυτοπεποίθηση προς το άπειρο…
    🙂

  38. KapetanEnas said

    Γειά σου Νίκο, γειά σας παιδια,

    α)Τσουρέπνικα, ούτε καν, που λέει κι πιτσιρικαρία.

    β)Εμάς στις πόλεις δεν μας έλεγαν τέτοια. Μόνο, ο,τι, αν μασάμε πολύ τσίχλα θα μα βγουν (ή δε μας θα βγουν) γένια και ότι, αν τρώμε τυρί χωρίς ψωμί, θα βγουν στη κοιλιά μας σκουλήκια .

    γ)Ο ντουβρουτζάς, και γω νομίζω, ότι επικράτησε από την τηλεόραση και τις επιθεωρήσεις. Αμφιβάλλω όμως αν δημιουργήθηκε κι εκεί πέρα.
    Όταν την πρωτο-άκουσα, αυτόματα το πρώτο σενάριο που μου κατέβηκε στη γκλάβα, ήταν ένα ιστορικο-γεωγραφικό: Την συνέδεσα με την Ντοβρουτσά, της Ρουμανίας.Η Ντοβρουτσά, στις εκβολές του Δούναβη, είναι μια περιοχή με ατέλειωτα έλη και, παλιότερα, τίγκα στην ελονοσία. Νομίζω ότι είχε και στρατόπεδα συγκέντρωσης, που είχαν σταλεί και δικοί μας διαφωνούντες.

    Άρα η περιοχή συνδέεται με κάποια αρώστια που παθαίνει κανείς….Λέμε.

    Τώρα,το ξερό και ρέκαλο δεν τόχω ακούσει. Η γιαγιά μου έλεγε: ξερό και δράπανο.

    Έχω ακούσει, όμως, το «έπαθε μπορνιόκο» (ίδια σημασία με το ντουβρουτζά).
    Και το «θα πάθουμε σκουλαμέντο», για τη βρωμιά. Βεβαίως το τελευταίο πρόκειται για τη γνωστό αφροδίσιο, που δεν το παθαίνεις από τη βρωμιά.

  39. bernardina said

    «…lettres de noblesse στον ντουβρουτζά» Καλό, Νίκο 😆

    «…καταλαβαίνω ότι έρχεται από το ιταλικό colpo d’aria, «χτύπημα του αέρα»,…» Λες, Tιπούκειτε; Εμένα μου μοιάζει περισσότερο σαν εξέλιξη της παλιάς φράσης «μού ήρθε κόλπος», για μεγαλύτερη έμφαση. Αλλά μ’ αρέσει η εξήγησή σου, ειναι πιο intellectual 😉

    Eπίσης μια άλλη λέξη με… εντυπωσιακά σύμφωνα είναι η «γρούξη» (ουσιαστικό ενός ρήματος που γνωρίζω μόνο τον αόριστό του: έγρουξα). Την έχω ακούσει από Κρητικούς και σημαίνει κάτι σαν μπούχτισμα, πλάκωμα, ψιλο-κατάθλιψη κλπ.

  40. 10γ κι ὅμως τὸ ἄκουγα συνέχεια ἀπὸ τὴν ἐν Μικρασίᾳ γεννηθεῖσα θεία τοῦ πατρός μου. μοῦ εἶναι ἀπίστευτο ὅτι οἱ περισσότεροι δὲν τὸ ξέρουν. ἡ μητέρα μου εἶναι ἀπὸ χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Λαγκαδᾶ καὶ τὸ ξέρει.

  41. α) όχι, β) όχι, γ) κάτι σαν εγκεφαλικό και δ) όχι

    Το άρθρο μου θύμισε κάτι που είχα διαβάσει για κάποια χώρα της Αφρικής (δεν θυμάμαι ποιά χώρα συγκεκριμένα) όπου έλεγε ότι είχαν το συνήθειο όταν έκλαιγε το αρσενικό μωρό να ικανοποιούν αμέσως την επιθυμία του (να το θηλάσουν, να το αγκαλιάσουν κλπ), ενώ τα κοριτσάκια-βρέφη τα άφηναν να κλαίνε για ώρες, διότι, ε, κορίτσια ήταν, δεν είχε σημασία να τα φροντίσουν.

    Αυτό φυσικά είχε σαν συνέπεια (με τα ανάλογα φερσίματα καθώς μεγάλωναν τα μωρά) οι μεν άντρες να απαιτούν κάθε επιθυμία τους να ικανοποιείται «εδώ και τώρα» , οι δε γυναίκες να ματαιώνουν και να καταπνίγουν τις επιθυμίες τους, αφού «ούτως ή άλλως κανείς δεν θα νοιαστεί».

    Διαβάζοντας το παραπάνω είχα γράψει και το πρώτο ήμισυ αυτού του ποιήματος (το δεύτερο ήμισυ προέκυψε από άλλα ερεθίσματα και σκέψεις).

    http://blog.sofiakolotourou.gr/archives/1575

  42. KapetanEnas said

    #30 Μαρία,
    στην Κατερίνη με την οποία έχω συμπεθεριάσει τελευταία, το λένε και τσουτσούρα ή τσουτσούρι.Ούτε αυτό τόξερα, τα παιδιά στη Μεσσηνία το λένε τσόνι, πουλί δηλαδή.

    #31, Μπουκ,
    υποθέτω το στούφος είναι από τα Ιταλικά. Stufo, η βαρεμάρα, το να έχεις γκαγκανιάσει, να έγκωσες. Νομίζω, ότι στην ταινία Uccelini e Uccelaci, ο μικρός κάπου λέει στον Τοτό-Φρατε Τσιτσίλo: mi hai stufato,stufato e stufato.

    (Ή σε άλλη ταινία, βαριέμαι να ψάξω)

  43. Immortalité said

    @39 in fine Μπερναντίνα εντύπωση μου κάνει το «έγρουξε». Μήπως εννοείς έκρουψε;

  44. bernardina said

    Ιμορ,
    Όχι. Το «έκρουψε» είναι μια παραλλαγή του έκρυψε;
    Θυμάμαι τη Ρ. (Κρητικιά) να λέει: «Έγρουξα, μωρέ»! Ή «Μου ήρθε γρούξη», εννοώντας κάτι σαν ψυχοπλάκωμα.

    @42. Το «έγκωσα» σημαίνει βαρυστομάχιασα; Mε αυτή την έννοια το έχω ακούσει από Αμφιλοχιώτισσα 😆

  45. Immortalité said

    Μπερνατίνα κρούβομαι σημαίνει μου κόβεται η ανάσα από την έλλειψη αέρα (πχ από το φαΐ/ νερό που πήγε στραβά)
    Τη γρούξη πρώτη φορά την ακούω.

  46. bernardina said

    Ιμορ,
    Λες να ήταν… ιδιοκατασκευή της Γεραπετρίτισσας Ρ.; (κάτι σαν την τσουρέπνικα; :lol:) Δεν το αποκλείω καθόλου!

  47. Immortalité said

    Ούτε εγώ 🙂

  48. Νέος Τιπούκειτος said

    @44-46: Πάντως το έγρουξα (ο ενεστώτας, νομίζω, δεν είναι εύχρηστος) σημαίνει αλλού «μούγκρισα, γρύλισα».

  49. bernardina said

    Και πρόσεξε τώρα σύμπτωση:

    …………………
    κι ανάσα να μην παίρνουμε
    απ’ το πολύ τσιμέντο
    και να μας πιάνει ντουβρουτζάς,
    γρούξη και σκουλαμέντο
    ………………….

    έγραφα στις 24/9/10 στο Καρνάγιο του Καπετάνιου! Τυχαίο; Έλα μου ντε! 😆

  50. sarant said

    Το έγκωσα (όγκωσα) το έχουμε συζητήσει ξανά και είναι πανελλήνιο ή τέλος πάντων πολυτοπικό.

    49: Μπερναρντίνα, δεν είναι τυχαίο!

  51. tamistas said

    44,45: Κρούβομαι σημαίνει (ακριβέστερα) πνίγομαι.
    Όλο το βράδυ κρουβόμουνα και δεν εμπόρεια (δεν μπορούσα) να κοιμηθώ, έλεγε συχνά η γιαγιά μου.

  52. Immortalité said

    @51 🙂
    Θα μπορούσε να πει κανείς ότι άμα σου κόψουν το αέρα πνίγεσαι. Άμα όμως σου βουτήξουν το κεφάλι σ’ ένα κουβά νερό πνίγεσαι δεν κρούβεσαι.

  53. tamistas said

    52:Σύμφωνοι.

  54. george said

    #50
    Πριν λίγες μέρες, είχα την κουβέντα για το «έγκωσα» με ένα φίλο μου, μετά από ταβέρνα. Μου είπε και την παραλλαγή «γκώθηκα» ή «γκώθ’κα», υποστηρίζοντας ότι είναι βολιώτικη/πηλιορήτικη. Δεν έχω ιδέα όμως αν χρησιμοποείται κι αλλού.

  55. Στη Σάμο λένε και «μπάσκιωσα», με την έννοια του «έγρουξα» της Μπερναντίνας (39).

  56. Μαρία said

    50, 54

    Ώστε όλοι μαζί τα φάγαμε;

    52 Θα κρουφτούμε (απ’ τα ντουμάνια),όπως έλεγε φίλη.

  57. george said

    #56
    Ευχαριστώ, Μαρία! Δεν έψαξα την προηγούμενη κουβέντα για το θέμα!

  58. sarant said

    Τίποτε δεν ξεφεύγει από τη Μαρία 🙂

  59. Μιχαλιός said

    Ο (ν)ταμπλάς δεν πρέπει να έχει σχέση με … τάβλες, αλλά με το τουρκικό damla = σταγόνα και (κατά το λεξικό Φαρούκ-Καρατζά) «ουρική αρθρίτιδα».

    Για την τσούρα, προσθέστε και την Καστοριά. Θυμάμαι το γέλιο που κάνανε εκεί όταν έγινε ο Τσούρας υπουργός Δημόσιας Τάξης το 1985.

    Κι εγώ έχω πεθερά Λαγκαδιανή, αλλά τζίφος!

  60. Μαρία said

    59 Γι’ αυτό και το ΛΚΝ έχει 2 λήμματα.

  61. Dimitar Iliev said

    Γεια σας απο τη Βουλγαρία,

    Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό το ‘τσούρα’ που λέτε οτι χρησιμοποιείται στη Μακεδονία. Στα Βουλγαρικά, το πέος (ιδιαίτερα των μικρών αγοριών) το λενε чура, чурка (chura, churka). Νομίζω οτι πρόκειται η για σλαβικό δάνειο στα Ελληνικά, η για Τουρκικό δάνειο στις δύο γλώσσες μας.

    Όσο για το ‘τσουτσούρι’, κι αυτό το έχουμε στη Βουλγαρία: чучур (chuchur) λέγεται ο κρουνός της βρύσης και είμαι 90 % σίγουρος οτι ειναι δάνειο απο τα Περσικά via Τουρκικά, σαν η λέξη η ίδια για «βρύση» чешма (cheshma < περσ. cheshm πηγή).
    /Τα άλλα 10 % είναι δεμένα με το γεγονός οτι το πολύτομο ετυμολογικό λεξικό της Βουλγαρικής το οποίο διαθέτω τώρα δεν έχει φτάσει ακόμα στο γραμμα Ч/Ch :)/

    Δηλαδή, το "τσουτσούρι" της Κατερίνης ίσως είχε πρώτα τη σημασία "κρουνός", και μετά απέκτησε τη μεταφορική σημασία "πέος" (με την αναλογική επιρροή της "τσούρας"; ).

    Χαιρετισμοί σε όλους και ζητώ συγγνώμη για τα Ελληνικά μου!

  62. Immortalité said

    @59 Και όταν λέμε μου ‘ρθε νταμπλάς εννοούμε μου ‘ρθε ουρική αρθρίτιδα;

  63. sarant said

    Γεια σας, καλώς ήρθατε!
    Σας ευχαριστώ πολύ για όσα γράφετε -και βέβαια τα ελληνικά σας είναι θαυμάσια, αλλά θα σας το έχουν πει κι άλλοι!

    Κατά πάσα πιθανότητα, το τσούρα είναι σλάβικο δάνειο σε μας, για τουρκικό δεν φαίνεται. Για το τσουτσούρι πρέπει να σκεφτούμε ότι επηρέασε και το τσουτσούνι, που είναι πανελλήνια λέξη για το πέος, κυρίως παιδική, αλλά όχι μόνο.

    Μια και ήρθατε από εδώ, να σας πω ότι έχουμε κι άλλα άρθρα με βουλγαρικό ενδιαφέρον:

    Ακόμα μια επίσκεψη στο κονάκι της Μιχαλούς


    (στο τέλος, για την έκφραση «χρωστάει της Μιχαλούς» και την αντίστοιχη βουλγάρικη)

    Όταν γεράσει ο λαγός…


    (λαγόγερος)

    Όπου πατάει ο Έλληνας, χορτάρι δεν φυτρώνει!


    (λεξικό του Γκέροφ και αλληλοχαρακτηρισμοί)

    Όπου πατάει ο Έλληνας, χορτάρι δεν φυτρώνει!

  64. Κι εγώ δηλώνω άγνοια για τις δύο λέξεις.
    Τον ντουβρουτζά, ούτε εμείς δεν το λέμε, λέμε όμως «τού ‘ρθε αχαμνά» (κι όχι αχαμιά, όπως αναφέρθηκε στο #20), εννοώντας ότι ζαλίστηκε, δεν το περίμενε, δεν του πολυάρεσε.

    Ακόμη, στη Νιγρίτα (μιας και αναφέρθηκε η σλαβικής προέλευσης λέξη για τη βρύση στο #61) λέμε «σιουσιουράγκα» τη χαμηλή ροή του νερού (ή γενικότερα άλλου υγρού) ή και την αστραχιά, όταν τρέχει το νερό της βροχής.

  65. Μαρία said

    63 Ταμάμ, τώρα που εξαφανίστηκε ο Ηλεφού 🙂

    62 Ιμόρ, εμείς όχι. Η λέξη damla είναι σαν τη γαλλική goutte, και η σταγόνα και η ποδάγρα.

    64 Το αχαμνά εμείς το λέμε, όταν έχουμε τάση για εμετό.
    Η σκέτη ζαλάδα, τάση για λιποθυμιά είναι μπαϊλμάδα, γνωστής ετυμολογίας.

  66. Νέος Τιπούκειτος said

    Πάντως, ρε παιδιά, πολλές Λαγκαδινές πεθερές κυκλοφορούν στην πιάτσα, έτσι; 🙂

  67. Dimitar Iliev said

    Σας ευχαριστώ πολύ για τα λόγια και για τα λίγκ!

    Ασχολούμαι με κλασική φιλολογία, αλλά ενδιαφέρομαι και για την εξέλιξη της Ελληνικής γλώσσας, ιδιαίτερα για τη γλωσσική επικοινωνία στα Βαλκάνια μεταξύ την Ελληνική και τη Λατινική, την Ελληνική και τις σλαβικές γλώσσες, την Ελληνική και τις ρωμανικές γλώσσες/διαλέκτους… Ετσι βρήκα και το εξαιρετικό ιστολόγιο σας και το διαβάζω κανονικά εδώ και 2 μήνες. Ισως τα ήθελα να κάνω σχόλια πιό συχνά, αλλά αυτό μου κοστίζει πολύ χρόνο, αφού δεν είμαι νεοελληνιστής κατ’εξοχήν και οπωσδήποτε ῥᾷον ἂν εἴη μοι οὕτως, κατὰ τὸν τρὸπον τῶν ἀρχαίων, ἑλληνίζειν :))

    Θα προσπαθήσω, όμως, να γράφω συχνότερα, επειδή η επικοινωνία με όσους βρίσκονται σε ιστοσελίδες σαν τη δική σας αξίζει τον κόπο 🙂

  68. Μαρία said

    67 Ωραία. Έπιασε τόπο το λεκανόστ, που λέμε τις μικρές ώρες 🙂

  69. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, και τα σλαβικά (chuchur) και τα ελληνικά (τσουτσούρι, τσούρα, σιουσιουράγκα) δεν είναι πιθανό να είναι ηχομιμητικές λέξεις, από τον ήχο του νερού που στάζει;

  70. sarant said

    67: Αν θέλετε, γράφετε και στα αρχαία (Αστειεύομαι!)

    69: Είναι πολύ πιθανό!

  71. Διαβάζετε τον Jacques Prévert said

    α), γ) και δ) : Προσθέτω και τον εαυτό μου στο μακρύ κατάλογο αυτών που δε γνώριζαν την τσουρέπνικα και τον ντουβρουτζά. Μάλιστα, διαβάζοντας τον τίτλο του άρθρου στο ημέηλ μου, νόμισα ότι ο sarant θα μας μιλούσε για κάποιο… γλυκό, ο νους μου πήγε στο τσουρέκι! (Πάντως, δε μου ήρθε και ταμπλάς!

    Ούτε και για το β) μπορώ να πω κάτι, εκτός του ότι στο σπίτι η μητέρα, κάνοντας τα αδύνατα δυνατά να βρει και να μου δώσει κάποιο σπάνιο φαγώσιμο που μου άρεσε (αυτό δεν ίσχυε για την καημένη αδερφή μου), έλεγε : Είναι αρσενικό παιδί και δεν πρέπει να ζηλεύει! Επίσης, όταν με την αδερφή αφήναμε υπόλοιπα στο πιάτο προς το τέλος του φαγητού, απειλούσε : Αυτό είναι η δύναμή σας, δεν μπορείτε να την αφήσετε στο πιάτο, ένα κόλπο που έπιασε ως την ηλικία των 10 χρονών περίπου. Τέλος, όταν δε θέλαμε να συνοδέψουμε με κάτι το φαγητό μας, έλεγε πως το τρώγαμε «ξεροφάι«.

  72. LandS said

    #59

    Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε μία από τις συναντήσεις παραγόντων των Υπουργείων Γεωργίας Ελλάδας και Ιταλίας, στην Ελληνική αποστολή μετείχε και ο κ. Κατσέτος. Οι άλλοι δύο ήταν οι κ.κ. Γκάτσιος και Κατσούλης.

  73. Έλλη said

    @44-48: Υπάρχει και ο ενεστώτας με την έννοια του γκρινιάζω, παραπονιέμαι π.χ. «όλη την ώρα γρούζεις»

  74. Immortalité said

    @73 Μάλλον «όλη την ώρα γούζεσαι« 😉

  75. KapetanEnas said


    Καλημέρα,

    Ίσως το έγρουξα και το κρούβομαι να κατάγονται από δύο ξεχωριστές λέξεις,
    το δεύτερο από το κρούω. Υπάρχει και το αγγελοκρουσμένος.
    Και το ποντιακό, ακρούγω σε, θα σε βαρέσω.

    Αυτό με τα αγόρια που κλαίνε, ότι δηλαδή πρέπει να τους ικανοποιείς τις ανάγκες, είναι διαδεδομένο. Συμπίπτει δε, με την σύγχρονη παιδαγωγική αντίληψη για τα βρέφη και τα παιδιά μέχρι περίπου τεσσάρων χρόνων. Δεν πρέπει να τα αφήνεις να κλαίνε, αν θέλουν φαί, τα ταίζεις και αν θέλουν αγκαλιά τα αγκαλιάζεις. Και σταδιακά αρχίζεις και τους βάζεις όρια.

    Μόνο που το ίδιο κάνεις και στα κορίτσια, όσο είναι ακόμα τσιτσάνια (άλλη μια λέξη από το βορά που αμείς οι νότιοι αγνοούμε, οπότε φαντάζεται κανείς το γέλιο που πέφτει:-Τσιτσάνι το παιδί μου; Σιγά μην είναι Βαμβακάρι!
    Υπάρχει όμως το :
    -Τσιτσάνη μου, Τσιτσάνη μου,
    και ποιά ειν’ η τσιτσανιά σου.
    .

  76. KapetanEnas said

    ..,
    Και ο Μοντένιος αναφέρει μια αντίστοιχη ιστορία, αλλά για μια νεαρή δεσποινίδα. Έλεγε για κάποιον, πως οι παλιοί τον θυμούνται μέχρι μια ηλικία σαν κορίτσι, αλλά κάποτε πήγε να πηδήξει ένα φράχτη και όταν πάτησε το έδαφος,από τη φόρα, του φύτρωσαν …αρσενικά εργαλεία.
    Άκρως παιδαγωγική ιστορία για τα «κορίτσια του Μπορντώ».

  77. jamavous said

    χαιρετίζω την παρέα παρακολουθώ μόλις 2 βδομάδες την ιστοσελίδα σας και έχω ενθουσιαστεί
    αν βοηθάω
    1.όχι
    2.από κρήτη η γιαγιά μου λέει λέει θα του πέσει το κουκί του αγοριού αν δεν του δώσεις γλυκό όταν το ζητήσει
    3.πρώτη φορά το διαβάζω
    4.όχι
    το κρούβομαι-εται το χρησιμοποιεί συχνά η γιαγιά μου
    το νταμπλάς το ακούω συχνά
    ελπίζω να βοήθησα

  78. 1-3)όχι
    4) Το ρέκαλο όχι, αλλά στο νησί λέμε «ξερό κι αρούκανο», με την ίδια χρήση. Πάντα πίστευα ότι είναι αυτό που δεν μπορεί να ροκανιστεί, τόσο ξερό μιλάμε.

    @48
    Και σε μας στο Μεγανήσι το «γρούζω» (εύχρηστο και στον Ενεστ.) σημαίνει γρυλίζω/μουγκρίζω, αλλά συνήθως το χρησιμοποιούμε για την γκρίνια: «Μη γρούζεις άλλο, δεν αντέχω» κτλ. Υπάρχει και το «γρούξιμο» με την έννοια της συνεχούς γκρίνιας ή της…κρεβατομουρμούρας 🙂

  79. marulaki said

    Καμία σχέση με το φροκαλο;;;; (βέβαια, ούτε αυτο ξέρω απο πού βγαίνει…)

  80. α) Δεν έχω ξανακούσει την τσουρέπνικα.
    β) Δεν είχα ξανακούσει ότι τα αγοράκια παθαίνουν κάτι όταν δεν τους κάνεις τα χατήρια. Εμένα η αλήθεια είναι πως μου κάνανε τα χατήρια όταν ήμουν μικρός, αλλά δεν το κάνανε και θέμα…
    γ) Δεν έχω ξανακούσει τον ντοβρουτζά.
    δ) Δεν έχω ξανακούσει το ρέκαλο.
    ε) Ούτε και το στουφάρω έχω ξανακούσει (μόνο το στρουμφίζω).

    Χαίρομαι που σας βοήθησα.

    Μπορώ κι’ εγώ πάντως να σας πω λέξεις που άκουγα μικρός και να μου πείτε αν τις ξέρετε: τρανίζω, παουρίζω, πισκαλίζω, φύρνομαι, κοτσάκαρη, εξηνταξής. Και τι σημαίνει «κρούζουν τα φλαντζά τους»;

  81. Μαρία said

    80 Είσαι Κυπραίος;

  82. Με μια λέξη θα έλεγα «όχι», γιατί και εγώ και οι γονείς μου έχουμε γεννηθεί στην Αθήνα και μόνο από τη μεριά της μητέρας μου έχουμε Κυπριακή καταγωγή. Αλλά ναι, έχω αρκετές Κυπριακές ρίζες.
    Ξέρεις Κυπριακά ή απλώς αναγνώρισες την καταγωγή των λέξεων;
    Η γιαγιά μου έζησε εβδομήντα χρόνια στην Αθήνα αλλά ακόμα έτσι μίλαγε.

  83. Μαρία said

    Η καταγωγή κάνει μπαμ.
    Ξέρω μόνο την κοτσάκαρη, νομίζω οτι είναι η μπαμπόγρια, και υποθέτω οτι το τρανίζω είναι σαν το δικό μας τρανεύω=μεγαλώνω ηλικιακά.

    Κάπου κάπου μας μαθαίνει και καμιά βρισιά ο Τιπούκειτος, που ξέρει καλά τους κουμπάρους.

  84. Κοτσάκαρη όπως το ξέρω εγώ είναι η «σοφή» μπαμπόγρια, κάτι σαν «wise woman» του χωριού.

    Τα υπόλοιπα θα τα αποκαλύψω σήμερα το βράδυ – αφήνω λίγο χρόνο μήπως θέλει κανείς να σχολιάσει.

    71: αυτό με την τελευταία μπουκιά που είναι «η δύναμή σου» το λέγανε και σε εμάς.

  85. sarant said

    Ευχαριστώ για τα σχόλια. Jamavous, καλώς ήρθες!

  86. Λοιπόν, χρωστάω μια απάντηση στην ερώτησή μου, έστω και ενημερωτικά (αυτή η σελίδα φαίνεται να έχει ξεφουσκώσει λίγο, έτσι κι’ αλλιώς).

    τρανίζω: το ξέρω από την έκφραση «μην τρανίζεις τα δόντια σου», δηλαδή μην τρίζεις τα δόντια σου
    πισκαλίζω: επίσης από την έκφραση «μην πισκαλίζεις το στόμα σου», μην κάνεις θόρυβο με το στόμα σου την ώρα που τρως
    παουρίζω: κλαίω και τσιρίζω, προσωπική μου άποψη είναι ότι προέρχεται από το paura αλλά δεν το έχω τσεκάρει
    φύρνομαι: «πονώ και φύρνομαι», μάλλον πονάω και υποφέρω
    εξηνταξής: «τον εξηνταξήν ξέρει τον», δηλαδή ξέρει τα πάντα. Πρέπει να είναι μια έκφραση αντίστοιχη με τον άμπακο
    κρούζουν τα φλαντζά τους: σκάνε από τη ζήλεια τους (το θυμάμαι από το τραγουδάκι που πήγαινε: «…να μπαίνω εγώ κι’ η μουζζουρού, κι’ άεισ’τους άλλους να θωρού, να κρούζουν τα φλαντζά τους»)

  87. sarant said

    Γιώργο, πολύ ενδιαφέροντα όλα. Μήπως το φύρνομαι έχει να κάνει με το ολοφύρομαι; (λέω εγώ)
    Απορια έχω αν ξέρει κανείς τι είναι ο εξηνταξής.

  88. Νίκο έχεις δίκιο, τώρα που το σκέφτομαι πρέπει σίγουρα να βγαίνει από το ολοφύρομαι. Ταιριάζει απόλυτα.
    Όσο για τον εξηνταξή έχω μια εντύπωση πως κάπου είχα ακούσει πως έβγαινε από τον τίτλο ενός βιβλίου, αλλά μου είναι αδύνατον να το θυμηθώ τώρα. Ίσως μου έρθει κάποια στιγμή. Ή ίσως ξέρει κάτι κάποιος από τους Κύπριους της παρέας.

    Δεν αποκλείεται να αναφέρεται και σε κάποιο από τα βιβλία του προπάππου μου, αλλά δευστυχώς τα βιβλία της βιβλιοθήκης δεν γκουγκλίζονται… Ίσως είναι καιρός να κάτσω να τα ξαναδιαβάσω.

  89. sarant said

    Α, αυτό θα μ’ ενδιέφερε πολύ, αν ο εξηνταξής είναι από τίτλο βιβλίου!

  90. para said

    Πάντως εγώ θα συμφωνήσω με το #20 και το ‘μου ήρθε αχάμια’, ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ του #64.
    Και η δική μου γιαγιά έλεγε έτσι όταν ζαλίζονταν ή αηδίαζε με κάτι (καταγωγή Τύρναβος).

  91. ΤΑΚ said

    Γιώργο Νικολόπουλε,
    όλες οι λέξεις που αναφέρεις είναι κοινές κυπριακές λέξεις, άγνωστες στην κοινή νεοελληνική, εκτός από τον εξηνταξή που δεν υπάρχει στα κυπριακά λεξικά και τον ακούω πρώτη φορά. Αν ανακαλύψεις από ποιο βιβλίο είναι κι εμένα θα με ενδιέφερε να το μάθω.

  92. sarant said

    Ωραία, περιμένουμε λοιπόν τον εξηνταξή!

  93. Πολύ φοβάμαι ότι τα πράγματα με τον εξηνταξή δυσκολεύουν. Ρώτησα τη μητέρα μου, αλλά ο παπούς μου δεν της είχε μιλήσει ποτέ για την προέλευση του εξηνταξή (ίσως το είπε μόνο σε μένα), θυμάται την έκφραση μόνο επειδή τη μεταχειριζόταν πολύ συχνά η προγιαγιά μου. Ρωτήσαμε και διάφορους συγγενείς από Κύπρο αλλά δεν ξέρουν καθόλου την έκφραση. Όσοι πιστεύουμε ότι την ξέρανε έχουν πεθάνει από χρόνια, και εγώ δε μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς είχα ακούσει. Είπα στη μητέρα μου να προσπαθήσει να ρωτήσει τον Τίτη τον Κουδουνάρη που ξέρει από αυτά και είναι και αρκετά παλιός, και εγώ θα ψάξω στα βιβλία του προπάππου μου μήπως τυχόν και είχε γράψει κάτι σχετικό στις μελέτες του. Ρωτήστε κι’ εσείς πάντως αν μπορείτε, κανένα Κύπριο μεγάλης ηλικίας – κάποιος μπορεί να ξέρει κάτι.

  94. sarant said

    Ακούτε οι Κύπριοι, οι κάτοικοι Κύπρου και οι κουμπαροπαντρεμένοι;
    Αναζητούμε τον εξηνταξή!

  95. Earion said

    Ακόμα μία επιβεβάιωση, από τη Σιάτιστα:

    τσούρα, η = η κύρια ονομασία του ανδρικού μορίου.

    Μιχαήλ Γ. Χατσιούλη, Σιατιστινή ντοπιολαλιά (τα σιατιτσ’νά). Σιάτιστα: Μανούσεια Κεντρική Βιβλιοθήκη, 2004.

  96. Κατερίνα said

    Τον ντουβρουτζά τον θυμάμαι απο μικρή που ζούσα στην Κοζάνη. Επίσης εκεί χρησιμοποιείτε η λέξη «ντουβουρλίγκας (ου») :

    α. η θολούρα, β. η ζάλη, γ. έπεσε ο ουρανός και με πλάκωσε στο κεφάλι, δ. το εγκεφαλικό επεισόδιο, ε. Φράση : «όταν τ’ άκσα, μ’ ίρθιν ντουβουρλίγκας» = όταν άκουσα κάτι αναπάντεχο κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό.

    http://www.giapraki.com/e107_plugins/content/content.php?content.1887.11

    Αυτά.

  97. Κατερίνα said

    Κατάφερα και έκανα ορθογραφικά σε 15 λέξεις κείμενο. Apologies!

  98. Είδα την κυπριοσυζήτηση με καθυστέρηση, οπότε σπεύδω να παρέμβω, μην πείτε ότι κάθομαι αργός. Ορίστε λοιπόν λίγα σχόλια για τις λέξεις του Γιώργου Νικολόπουλου στο σχόλιο 86.

    Το τρανίζω δεν το ξέρω, αλλά εικάζω ότι βγαίνει από το τραγανίζω.

    Το πισκαλίζω (εγώ το ξέρω πισκαλλιώ) σημαίνει, κατά κυριολεξία, χτυπάω παλαμάκια. Το «πισκαλίζεις το στόμα σου» δεν το έχω ξανακούσει δαμαί κατάυρα.

    Το παουρίζω πράγματι σημαίνει τσιρίζω, ουρλιάζω, αλλά δεν βγαίνει από το paura, βγαίνει από το τούρκικο bağırmak.

    Το φύρνομαι σημαίνει «λιποθυμώ», κυριολεκτικά και μεταφορικά (εφύρτην ‘που το γέλιον = λιποθύμησα απ’ τα γέλια, πέθανα στα γέλια). Βγαίνει απ’ το αρχαίο «φύρομαι», που σημαίνει «πασαλείβομαι». Το «λιποθυμώ» είναι, προφανώς, επέκταση της σημασίας αυτής (πέφτω κατάχαμα και λερώνομαι).

    Τον εξηνταξή δεν τον έχω ξανακούσει, αλλά θα ρωτήσω να μάθω.

    Το «κρούζουν τα φλαντζά τους» (ή «τα βλαντζιά τους») σημαίνει, κατά λέξη, καίγονται τα συκώτια τους. Το φλαντζί μπορεί να βγαίνει από το γαλλικό flanc, «πλευρό», αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος. Ας μας πει ο ΤΑΚ που σίγουρα θα ξέρει.

  99. Ευχαριστώ για τις πληροφορίες! Αν μπορέσεις και για τον Εξηνταξή…

    «Μην τρανίζεις τα δόντια σου» και «μην πισκαλίζεις το στόμα σου» (ή ίσως ήταν και πισκαλλίζεις, αλλά δε θυμάμαι να άκουγα δεύτερο λ) ήταν καθημερινές εκφράσεις της γιαγιάς μου, κάθε φορά που τρώγαμε.
    Βέβαια η γιαγιά μου μετά από 50 χρόνια στην Αθήνα συνέχιζε μεν να μιλάει Κυπριακά αλλά η προφορά της είχε γίνει πολύ πιο light – οπότε μπορεί γι’ αυτό να μην άκουγα το δεύτερο λάμδα.

    Θυμήθηκα τώρα μικρός στην Κύπρο, που μιλάγαμε με τα ξαδέρφια μου για μια κωμωδία στο σινεμά και μου λέγανε «εν πολλά γελοίον τούον το έργον» κι’ εγώ τους έλεγα «μα όχι, είναι ωραία ταινία, πολύ αστεία».
    Σαν σκηνή από τη Βαβυλωνία…

  100. sarant said

    Είδες οι κουμπαροπαντρεμένοι;

  101. sarant said

    95-96: Ευχαριστώ!

  102. @99: Γιώργο Νικολόπουλε, ο εξηνταξής παραμένει μυστήριο. Έχω ρωτήσει κόσμο και κοσμάκη, και κανένας δεν έχει ακούσει τη λέξη. Δεν την έχει ούτε ο Γιαγκουλλής (δεν ξέρω για τον Παπαγγέλου, δεν έχω το βιβλίο του). Μήπως είναι από κάποια ντοπιολαλιά; Από πού ήταν οι παππούδες σου;

    Απροπό (@83) κοτζάκαρη είναι απλώς η γριά, όχι η wise woman. Τούρκικο κι αυτό, από το koca karı, «μεγάλη γυναίκα» (το koca έδωσε και το δικό μας το κοτζάμ).

  103. Τον εξηνταξή τον ξέρω από την πλευρά του παπού μου και όχι της γιαγιάς μου, οπότε θα σου πω για εκείνους. Μητέρα του παπού μου ήταν η κόρη του γερο-Πασχάλη του Κωνσταντινίδη (τον αναφέρω ονομαστικά γιατί στην εποχή του ήταν από τα πολύ μεγάλα ονόματα στα κοινά της Κύπρου, δεν ξέρω αν τον θυμάται τώρα πια κανείς βέβαια), από τη Λευκωσία. Πατέρας του ήταν ο Σίμος ο Μενάρδος – αυτόν και πέρσι που πήγα στην Κύπρο διαπίστωσα ότι τον θυμούνται ακόμη πολύ καλά, στους φιλολογικούς κύκλους τουλάχιστο – που δεν είναι βέβαια 100% Κύπριος αλλά σίγουρα τα κυπριακά τα ήξερε άριστα. Συνεπώς δε νομίζω να είναι από ντοπιολαλιά, μάλλον θα πρόκειται για κάποια έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι Κύπριοι αστοί γύρω στο 1910 (γιατί τότε περίπου έφυγε από την Κύπρο η προγιαγιά μου). Αν η έκφραση έπεσε σε αχρησία έστω και 1-2 δεκαετίες αργότερα πολύ δύσκολα θα βρούμε κάποιον που να τη θυμάται σήμερα. Θα συνεχίσω να το ψάχνω πάντως, αλλά ας μην έχουμε μεγάλες προσδοκίες.

    Για την κοτσάκαρη είσαι σίγουρος ότι μόνο γριά σημαίνει; Ο παπούς μου μου έλεγε ότι σημαίνει τη σοφή γριά, και δεν αποκλείεται κάπου κάποτε να είχε αυτή τη σημασία (βέβαια ο παπούς μου έφυγε πολύ μικρός από την Κύπρο και δεν αποκλείεται να έκανε λάθος, αλλά πιστεύω ότι δύσκολα θα επινοούσε αυτή τη σημασία χωρίς κάποια αφορμή).

  104. sarant said

    Τον λογαριάζουν για Κύπριο τον Μενάρδο; Και οι Μυτιληνιοί, απ’ ό,τι ξέρω, για Μυτιληνιό 😉

  105. ΚαπετανΈνας said

    #103 Γιωργο,
    ένα ευφάνταστο σενάριο για τη «σοφή γρηά»
    Και γω, που τους Κύπριους τους γνώρισα στην Αγγλία,θυμάμαι ότι κοτσάκαρη λέγανε απλώς τη γριά.Αν ο παππούς σου έφυγε μικρός, ίσως θυμόταν τα παραμύθια. Δεν ξέρω τα κυπριακά, αλλά στα Καρπαθιώτικα συχνά εμφανιζόταν η «Γρά», που άλλοτε ήτανε μάγισσα, άλλοτε σοφή γυναίκα. Και βέβαια εκτός παραμυθιού, γρά, σημαίνει απλώς τη γριά.

  106. 104 Νίκο, είναι αλήθεια ότι ο Μενάρδος γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, επειδή ο πατέρας του ήταν εκεί πρόξενος. Όμως ούτε ρίζες είχε από εκεί ούτε έζησε καθόλου. Βέβαια πάντα κανείς έχει μια ιδιαίτερη συνάφεια με τον τόπο που γεννήθηκε… Οπότε μπορώ να λέω ότι κι’ εγώ έχω μια απειροελάχιστη καταγωγή από τη Μυτιλήνη.
    Κύπριος δικαιολογημένα θεωρείται γιατί η μητέρα του ήταν Κύπρια και ο ίδιος στην Κύπρο μεγάλωσε και εκεί έζησε μέχρι την εποχή που πήγε καθηγητής στην Οξφόρδη.

    105 Είναι πολύ πιθανό να έχεις δίκιο. Μπορεί στα παραμύθια η γριά να γίνεται σοφή γριά. Θα κοιτάξω αν έχω καθόλου κυπριακά παραμύθια.
    Υπάρχει και μια άλλη πιθανότητα. Επειδή ο παπούς μου πάντα όταν έλεγε «η Κοτσάκαρη» αναφερόταν στη γιαγιά μου, και εκείνη θύμωνε, είναι πιθανό όταν μου εξήγησε τι σημαίνει κοτσάκαρη να πρόσθεσε το «σοφή» για να την καλοπιάσει.
    Τέλος πάντων, αυτό είναι ένα κακό με όσους φεύγουν. Θέλεις να τους ρωτήσεις τόσα πράγματα αλλά είναι πολύ αργά πια.

  107. sarant said

    Γιώργο, δίκιο έχεις, είναι πολύ περισσότερο Κύπριος, όπως λ.χ. και ο Ελύτης είναι περισσότερο Αθηναίος ή Μυτιληνιός παρά Κρητικός κι ας γεννήθηκε στο Ηράκλειο.

  108. Μιχαλιός said

    #88 κε. Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση, αλλά ιδού ο τίτλος της Μαθηματικής Σύνταξης του Πτολεμαίου κατά το χειρόγραφο της Δρέσδης
    (πηγή: http://paduaresearch.cab.unipd.it/2521/1/tesi_informatica.pdf).

    Explicit primus sermo libri Mathematice Ptolomei qui nominatur Megali
    Xintaxis Astronomie, translacione dictamine philophonia Wittoniensis
    Ebdelmessie.

  109. Μιχαλιός said

    Στη σελ. 197.

  110. sarant said

    Ευχαριστώ. Θα πρέπει όμως η Αλμαγέστη και μάλιστα με αυτό τον τίτλο να είχε γίνει πλατιά γνωστή στην Κύπρο, κάτι σαν τον Άμπακο…

  111. @103, 106: Γιώργο, δηλαδή είσαι δισέγγονος του Σίμου Μενάρδου; Ρισπέκτ! Η μετάφρασή του της Ποιητικής και οι Γλωσσικές Μελέτες του είναι εξαιρετικές.

  112. Ναι, είμαι, πράγματι. Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πολύ κοντά στον Μενάρδο, παρόλο που πέθανε αρκετές δεκαετίες πριν γεννηθώ, επειδή και τη γυναίκα του (την προγιαγιά μου) την πρόλαβα για αρκετά χρόνια και ο γιος του (ο παπούς μου) ήταν αυτός που μου έμαθε τα πάντα για τη λογοτεχνία, για την ποίηση, και τέλος πάντων με επηρέασε όσο κανείς. Και έτσι ξέρω πάρα πολλές ιστορίες για τον Μενάρδο, κατά πάσα πιθανότητα περισσότερες από οποιονδήποτε ζει σήμερα.
    Έχεις διαβάσει και το Στέφανο;

  113. 108 Και όμως…είναι πάρα πολύ πιθανό να έχει σχέση με αυτό το βιβλίο… Είμαι σίγουρος ότι κάτι μου θυμίζει! Νίκο, δεν είναι ανάγκη να έγινε πλατιά γνωστό στην Κύπρο… Αρκεί να ήταν γνωστό στην κοινότητα των λόγιων, ας πούμε, και να πέρασε παρεφθαρμένο σαν λαϊκή έκφραση… Φαίνεται κάπως τραβηγμένο αλλά έχω μια αίσθηση πως ο Εξηνταξής είναι ακριβώς κάτι τέτοιο.

  114. sarant said

    Γιώργο, κι εμένα μου πέρασε από το νου, αλλά…

    Τέλος πάντων, μια και μελετήσαμε τον Μενάρδο, να βάλω ένα δικό του, μετάφραση του Ποσείδιππου:

    Τζιτζίκι εμένα των Μουσών σ’ αγκάθια μ’ έχει ρίξει
    δεμέν’ ο Πόθος, μ’ άναψε και φλέγει με σιγά
    κι αυτή η ψυχή που κούρασαν το διάβασμα κι η θλίψη,
    τ’ άλλ’ αψηφά και τον τρελό θεό κακολογά.

  115. Συμπληρώνω ότι κάποιοι ντόπιοι εδώ στο νησί αναρωτιούνται μήπως ο Ξηνταξής έχει σχέση με το εξήντα έξη. Ξέρω, αυτό δεν μας φωτίζει ιδιαίτερα σχετικά με την προέλευση της φράσης «ξέρει όλον τον Ξηνταξή», αλλά δεν μπόρεσα να βρω τίποτα παραπάνω.

    Το γεγονός πάντως ότι δεν βρήκα ούτε έναν άνθρωπο εδώ που να έχει ξανακούσει την έκφραση με κάνει να πιστεύω ότι μπορεί και να ήτανε κάτι σαν inside joke των παππούδων του Γιώργου Νικολόπουλου. Οπότε η προέλευση από του Πτολεμαίου τη Μαθηματική Σύνταξη δεν φαίνεται, τελικά, και τόσο απίθανη.

  116. Νίκο, πολύ χάρηκα για την ανάρτηση του Μενάρδου.

    Και μια και βλέπω ότι εδώ υπάρχουν αναγνώστες και οπαδοί του Μενάρδου, είχα μια ιδέα και θέλω να σας κάνω μια πρόταση – ίσως είναι μια ευκαιρία να κάνω κάτι κι’ εγώ για να διαδώσω περισσότερο τα βιβλία του προγόνου μου.

    Ψάχνοντας πρόχειρα στη βιβλιοθήκη μου, βλέπω ότι έχω τους παρακάτω τίτλους του Μενάρδου:

    1) Εξέλιξις και προφορά της Ελληνικής – Τέσσερα οξφορδιανά μαθήματα, 1972 (μεταφρασμένο στα ελληνικά από τη μητέρα μου)
    2) Στέφανος, στην έκδοση του 1971 (στη μεγάλη βιβλιοθήκη στο σπίτι της μητέρας μου υπάρχει και η παλιά έκδοση, όπως πρέπει να υπάρχει και η συνέχεια του Στέφανου που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1972 – νόμιζα ότι το είχα και εδώ αλλά δεν το βρήκα)
    3) Τοπωνυμικαί και λαογραφικαί μελέται, 1970
    4) Τοπωνυμικός της Κύπρου, 1970
    5) Γλωσσικαί μελέται, 1969
    6) Περί της πρώτης εκδόσεως των δημοτικών μας τραγουδιών, 1925
    7) Λόγος εις τον Κανάρην, 1922
    8) Η εν Κύπρω Ιερά Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά, 1914
    Και πιστεύω ότι στη βιβλιοθήκη της μητέρας μου υπάρχουν αρκετά ακόμη.

    Αν κάποιος λοιπόν δεν έχει κάποιο από αυτά τα βιβλία και θα τον ενδιέφερε, δε νομίζω να έχουμε πολλά αντίτυπα για να του έστελνα, αλλά θα μπορούσα να σκανάρω το βιβλίο και να του το στείλω με mail.

    Συνεπώς, αν κάποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να μου τα ζητήσει.

  117. sarant said

    Γιώργο, το σκανάρισμα είναι ζόρικη δουλειά (κάποιος σκάναρε τους Αθλίους και άγιασε), χαρά στο κουράγιο σου. Θα σου πρότεινα τον Στέφανο να τον σκανάρεις και να τον ανεβάσω εδώ και όποιος θέλει τον κατεβάζει. Κι αν έχεις κουράγιο, σκανάρεις και τα υπόλοιπα ένα-ένα και τα ανεβάζω.

  118. sarant said

    Βλέπω τώρα ότι κάμποσα υπάρχουν στην Ανέμη. Ο Στέφανος έκδ. 1924 και το Τοπωνυμικό της Κύπρου, αλλά και άλλα.

    http://anemi.lib.uoc.gr/search/?store_query=1&display_mode=overview&search_help=list&dtab=m&search_type=advanced&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=100&keep_number=100&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=B&search_coll%5Bmetadata%5D=1&stored_cclquery=&skin=&rss=0&search_coll%5Bmetadata%5D=1&cclfield1=author&cclterm1=%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%AC%CF%81%CE%B4%CE%BF%CF%82&cclop1=and&cclfield2=title&cclterm2=&cclop2=and&cclfield3=id&cclterm3=&cclop3=and&cclfield4=datefrom&cclterm4=&cclop4=and&cclfield5=dateto&cclterm5=&cclop5=and&cclfield6=collection&cclterm6=&cclop6=and&cclfield7=lang&cclterm7=&cclop7=and&cclfield8=collection&cclterm8=#

  119. Μαρία said

    118 Η Ανέμη τα έχει όλα. Μεταφράσεις απ’ το Στέφανο χρησιμοποιήθηκαν στο Ανθολόγιο λυρικής ποίησης για την Γ’ Γυμνασίου, που έπεσε θύμα της αντιμεταρρύθμισης. Τώρα οι μαθητές με τα αρχαία που μαθαίνουν δεν χρειάζονται μεταφράσεις.
    Αλλά τον Μενάρδο τον έμαθα απ’ το Συκουτρή(Μελέται και Άρθρα) πριν 40φεύγα χρόνια. Πρόκειται για το λόγο που εκφώνησε στο φιλολογικό μνημόσυνο του Μενάρδου το Νοέμβριο του 1933.

  120. 118 Είδα την Ανέμη, εντυπωσιάστηκα. Θυμάμαι είχα ψάξει το Μενάρδο πριν μερικά χρόνια και είχα βρει πολλές αναφορές στο Google αλλά όχι pdf (εκτός αν απλά δεν το θυμάμαι επειδή δεν έψαχνα για pdf).

    117 Η πρότασή σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα! Βλέπω ότι ακόμα και στη δική μου βιβλιοθήκη έχω 3-4 που δεν υπάρχουν στην Ανέμη, και σίγουρα στης μητέρας μου θα υπάρχουν πολλά ακόμα. Οπότε θα προσπαθήσω από βδομάδα να σου στείλω κάτι.
    Αλήθεια, κάποια από αυτά που είναι στην Ανέμη (και κυρίως οι Τοπογραφικαί και Λαογραφικαί μελέται) δε φαίνεται να υπάρχουν ψηφιακά – είναι πραγματικά έτσι ή υπάρχει κάτι που μου διαφεύγει; Οπότε μπορούμε να το ανεβάσουμε και αυτό, είναι πολύ ενδιαφέρον βιβλίο.

    119 Όπως ξέρω από τον παπού μου, ο Μενάρδος εκτιμούσε πάρα πολύ τον Συκουτρή, ενώ δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Κακριδή.

  121. sarant said

    Ναι, κάποια από τα βιβλία της Ανέμης δεν είναι διαθέσιμα ψηφιακά -όσα δεν έχουν εικονίδιο εξωφύλλου ας πούμε. Οπότε, αν σκανάρεται εύκολα, κι αν έχεις κουράγιο, δες το.

    Η ηλεδιεύθυνση είναι sarant παπάκι pt τελίτσα lu

  122. angelos said

    Κι εγώ το «τσουρέπνικα» δεν το είχα ακούσει, ενώ τον ντουβρουτζα τον έμαθα (σχετικά) πρόσφατα μάλλον από την τηλεόραση.

    Εκείνο πάντως που με εντυπωσίασε είναι το (9) ότι λένε και αλλού το «πίγκωμα» (ή «πίγκωση») που έλεγε η γιαγιά μου. Το οποίο, παρεμπιπτόντως είναι διαφορετικό από το «έγκωσα», που είναι πιο γνωστό και σημαίνει, μάλλον, έσκασα (από το πολύ φαΐ).

    Η ίδια γιαγιά έλεγε και «έχω μια ταλιαρισμάρα» (=μια αδυναμία, μια κούραση, μια μισο-λιποθυμική τάση) και με έλεγε και «ρεψοσκούτη», γιατί χάλαγα τα ρούχα μου, αλλά μην αρχίσω με τη γιαγιά, που είχε ένα πολύ παράξενο και αρκετά σπάνιο λεξιλόγιο…

  123. sarant said

    Άγγελε, ευχαριστώ -δεν μας είπες όμως από πού ήταν η γιαγιά σου.

  124. angelos said

    Από ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας. Original όνομα Καναλουπού, αλλαγμένο σε Πλάτη.
    Το περίεργο είναι ότι πολλές λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούσε δεν τις έχουν καν ακουστά στα κοντινά Φιλιατρά (όπου παντρεύτηκε, έκανε τον πατέρα μου κ.τ.λ.), στα οποία έχουν κι αυτοί τα δικά τους, αλλά πολύ πιο light και κοινά με άλλες κοντινές περιοχές.

  125. Μαρία said

    124 Βλέπω οτι μετονομάστηκε πολύ αργά, το 1956.

  126. sarant said

    Καναλουπού, άψογο (κάτι με αλουπού έχει να κάνει; )
    Τα χωριά έχουν δικό τους μικρογλωσσικό περιβάλλον, ΑΛΛΑ το πιο συναρπαστικό είναι ότι η ίδια λέξη που δεν την λένε στο διπλανό κεφαλοχώρι υπάρχει ενδεχόμενο να τη λένε και στην άλλη άκρη της Ελλάδας.

  127. Υπάρχει και kanalupu.blogspot, αλλά δε δίνει πληροφορίες για το όνομα!

  128. kanaloupou, μάλλον

  129. angelos said

    Δεν το ήξερα, ότι άλλαξε το ’56. Βλέπω στο ιντερνετ, ότι πολλά της περιοχής άλλαξαν τότε. Βέβαια κανείς δεν το λέει Πλάτη.
    Η «αλουπού» υπάρχει σαν λέξη στην περιοχή (όπως και οι ίδιες οι αλουπούδες, σχεδόν μέσα στα σπίτια τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτές είναι «πλαστικές», οικολογικές), δεν ξέρω όμως αν από αυτό προέρχεται ετυμολογικά.

    Πάντως, οι λέξεις και φράσεις της γιαγιάς είναι όντως πολύ περίεργες. Δε χρησιμοποιούνται πουθενά αλλού στα γύρω χωριά. Νομίζω, ότι έχει φτιάξει ένα μίνι λεξικό ο πατέρας μου, θα το ψάξω να σας πω κι άλλες.

    (Νικοκύρη, με σε ακούσουνε οι ντόπιοι να λες τα Φιλιατρά χωριό -έστω και κεφαλο-, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μεσσηνίας. Θα σε σφάξουνε σαν αλουπού).

  130. Μαρία said

    διαλ. *καναλουπού ( απο επίθ. καναλωπ(ός) +επθμ. θηλυκών -ού)»περιοχή με κανάλια», πβ. και Θ.Γ.Κανελόπουλο, Φιλιατρά 9(1976-77), τευχ. 80-81, σ.146.
    Ως Canalupu αναφέρεται σε βενετσιάνικη απογραφή του 1690.

  131. sarant said

    129: Άγγελε, μακριά από μένα η σκέψη να υποτιμήσω τα Φιλιατρά!

    Σου αποκαλύπτω μάλιστα ότι πριν από πολλά χρόνια είχα γράψει ένα διήγημα, «Φρι τζαζ στα Φιλιατρά»

  132. angelos said

    Μερικές για να πάρετε μια ιδέα (δυστυχώς δεν έχει ολοκληρωθεί το ….ερμηνευτικό μέρος του λεξικού, ασκώ πιέσεις σχετικά).

    Η ορθογραφία, βέβαια, είναι σχετική (οι περισσότεροι, έτσι κι αλλιώς, δεν τα γράφανε, ούτε τα είχαν δει ποτέ γραμμένα, μόνο αν βρεθεί ή ετυμολογία):

    -Ανακαψίλα. Η γαστροοισοφαγική παλλινδρόμηση και η δυσάρεστως αίσθηση που αυτή προκαλεί (τί έγραψα ο *****ης, α, ρε να το έλεγα έτσι στη γιαγιά.

    -Απογειάδα (κάνει, έχει). Κάνει ψύχρα, φυσάει ψυχρό αεράκι (απόγειος αύρα;).

    -Αποζερβούλης. Ο μικροκαμωμένος, λιγάκι παράλυτος/σακάτης.

    -Γατηλάω. Γαργαλάω.

    -Γουστουκιάζω. Χτυπάω (ασπλαχνα) κάποιον στην πλάτη (συνήθως πιο αδύναμο από μένα).

    -Αποχαύρισα. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό / ντράπηκα από απότομη επίδειξη άσεμνου θεάματος.

    -Βερεμιάρης. Χολερικός, στριφνός, αρρωστιάρης.

    -Γκολέφω. Χοντρή, που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της απ΄ το πάχος.

    -Γουλόζα (και γουλόζω). Η λαίμαργη (και τελικά χοντρή). Αυτό νομίζω είναι απευθείας ιταλικό.

    -Κασκαβέκος. Πονηρός, μικρόσωμος, αλεπουδιάρης, μικρο-απατεωνίσκος.

    -Καρτσακλίφι(α). Κάποιοι σύνδεσμοι (στο γόνατο, στον αστράγαλο;) (βλ. σημείωση στο τέλος).

    -Μοιραίνω. Ανακατεύω, ξεψαχνίζω. Στο φαΐ κυρίως, με αρνητική έννοια «Τί το μοιραίνεις ρε κολλημένο; Φάτο».

    -Μόφορο. Το αρρωστιάρικο, το καημένο (όχι ακριβώς, πρέπει να το ψάξω λίγο αυτό).

    -Νεροταριά. Η ναζιάρα, αδύνατη, που χαϊδεύεται και κάνει την όμορφη. Η Βίκυ Βανίτα, η Βίκυ Φλέσσα στα νιάτα της.

    -Ξεγουλητό. Μπλούζα, μπλουζάκι, ανοιχτό στο λαιμό.

    -Μερεβά μερεβά (έφυγε, την έκανε). Με τρόπο, σιγά σιγά, ένοχα.

    -Έσουρα. Έφυγα με τρόπο, όπως το παραπάνω. Συχνά πηγαίναν μαζί «Έσουρε μερεβά-μερεβά».

    -Ρεψοσκούτης. Αυτός που χαλάει, φθείρει τα ρούχα του (γρήγορα).

    -Ρομπατσίνα. Βρισίδι («έφαγα μια ρομπατσίνα»).

    -Σαρμάκο(ω;). (επίρρημα). Προσοχή. «Μόλις του έβαλε τις φωνές, έκατσε σαρμάκο».

    -Ταλιαρισμάρα. Κούραση, αδυναμία, λιποθυμική τάση.

    -Τύκλωσε. Γέμισε (κυρίως με βρωμερή μυρωδιά). «Μόλις βγάλανε τις μπότες τους οι φαντάροι τύκλωσε απ’ την ποδαρίλα».

    -Φουρφούκι. Μεγάλη, πυκνή ομάδα, σμήνος. «Άναψα το φως και γέμισε έντομα, φουρφούκι». Συνακόλουθα και για ανθρώπους.

    -Ψιλοκοπίτσα. Λεπτοδουλειά. Κυρίως σε κεντήματα και εργόχειρα γενικώς.

    Είναι και άλλα πολλά, αλλά και εκφράσεις, όπως η κλασσική της γιαγιάς, όταν την πρήζαμε να μας αφήσει να πάμε σε διάφορα που δεν ήθελε (και να κάνουμε διάφορα που δεν ήθελε): «Εεεε παιδιάμουτες, άστε ούθε θέλουτε». Ή το «ειμαι σα δε θέλω», νιώθω χάλια, άρρωστος.

    Σημειώνω, ότι οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις (και εκφράσεις) είναι άγνωστες στους πολλούς Φιλιατρινούς (και με καταγωγή από άλλα γύρω χωριά), ενώ τις έλεγε η γιαγιά και οι λοιποί συγγενείς από την Καναλουπού (οι οποίοι, βέβαια, θεωρούνται «βλάχοι» από τους αριστοκράτες Φιλιατρινούς). Αναρωτιέμαι πού αλλού να είναι (αν είναι) γνωστές.

    Παράδειγμα η φράση «τρέμουν οι κλιτσινάρες/τα κλιτσινάρια του» = φοβάται (όπως η χαρακτηριστική σχετική σκηνή σε διάφορα κόμιξ). Οι κλιτσινάρες (ορθογραφία;) είναι γνωστή λέξη στα Φιλιατρά, ενώ η ίδια ή παρόμοια «καρτσακλίφια, τρέμουν τα καρτσακλίφια του» εντελώς άγνωστη.
    Και τα δύο εννοούν κάποιους συνδέσμους (στα γόνατα, στους αστραγάλους, ίσως και στους προσαγωγούς;).

    Συγγνώμη για το μακρυνάρι, παρασύρομαι.

  133. angelos said

    129

    Ενδιαφέρον, υπάρχει κάπου ηλεκτρονικά;
    Οι Φιλιατρινοί πάσχουν από τη κλασσική νεοελληνική αρχαιοπληξία σε…μικρογραφία. Είναι τόσο περήφανοι για την (σχετικά πρόσφατη) ένδοξη ιστορία της πόλης, που δεν κάνουν τίποτε για τα σημερινά χάλια της. Ομολογουμένως, πάντως, λόγω του μεγάλου πλούτου από το εμπόριο σταφίδας, είχαν σημαντική (ΚΑΙ πολιτιστική) ανάπτυξη τον 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ου. Μετά τα πήρε ο διάολος.

  134. @132: Το γατηλάω = γαργαλάω μού θυμίζει πάντως το γαλλικό chatouiller. Είδες οι Φράγκοι της Μεσσηνίας; 🙂

    Το σαρμάκο θυμίζει βέβαια το τούρκικο sarmak, «τυλίγω», εξού και τα σαρμαδάκια. Αλλά πώς φτάνουμε από το «τυλίγω» στο «σούζα»;

    Η ταλιαρισμάρα ασφαλώς από το ιταλικό tagliare, «κόβω». Στην Ηλεία υπάρχει η έκφραση «τάλια τάλια», που θα πει «κομματάκια ψιλά ψιλά».

  135. ΚαπετάνΕνας said

    Για τα Κανάλια είμαστε σίγουροι;
    Κι αφού ήταν τόσο ελληνοπρεπούς καταγωγής η Καναλουπού,ρωτάω (σκεπτόμενος πονηρά σαν Μοραΐτης και δη Τριφύλιος που είμαι), τότε γιατί της άλλαξαν το όνομα;

    Κι αν ήταν από το ιταλικό Κανελούπο, που σημαίνει λυκόσκυλο; Ή από το κανταλούπο που είναι ένα είδος πεπονιού;

    Γιατί πάντως, η «ταλιαρισμάρα» της γιαγιάς του Άγγελου μάλλον σημαίνει κομμάρα, από το ιταλικο tagliare, που σημαίνει κόβω.

    Και η γιαγιά μου η Τριφύλλια, που δεν την γνώρισα, αλλά άκουγα γι αυτήν από τη μάνα μου, έλεγε τέτοια ιταλικά( Ή ίσως Γαλλικά, μια που κάποτε είχαμε, οι Μωραΐτες, ηγεμόνες Φράγκους).

    Π.χ.Τα παιδιά της μπορεί να ξεκουράζονταν, για την ακρίβεια «ξεκουραζόσαντε», αλλά, όταν η μάνα μου δεν έκανε αυτό που της έλεγε, της πέταγε ένα:
    -Μμμμ, πάλι στη ριπόζα τόριξες;
    Ή όταν η βόλτα των κοριτσιών δεν ήταν εγκεκριμένη, έλεγε:
    -Μπα, πάλι βγήκατε για πρετσεσίο;

  136. ΚαπετάνΕνας said

    Με πρόλαβε ο Τιπού.

  137. Μαρία said

    135 Κι απο πότε, βρε Κάπτεν, το κανάλι είναι ελλην. λέξη;

  138. ΚαπετάνΕνας said

    Σωστά, παρεσύρθην. Αλλά, πάλι δε θα το άλλαζαν για κάτι τέτοιο.Και επίσης, έχει ή είχε κανάλια η Καναλουπού;

  139. angelos said

    Οφείλω να σημειώσω, ότι ένας κακεντρεχής θείος μου τη λέει Καναλούμπεν (προλεταριάτο ή όχι δε διευκρινίζει). Να είχε περάσει από κει κανας Μαρξ;

    (Στα σοβαρά, δε νομίζω ότι έχει τίποτε ιδιαίτερα κανάλια. Και εδώ που τα λέμε η ελληνοπρεπής ετυμολογία κι εμένα μου «βρωμάει» λιγάκι. Δεν τον ξέρω τον κ. Κανελόπουλο, αλλά συνηθίζεται η ελληνοπρεπής παρετυμολογία ΚΑΙ στις ονομασίες χωριών).

  140. sarant said

    133: Όχι, δυστυχώς.
    Είναι σ’ αυτό:
    http://www.sarantakos.com/liter/poreia.html

    132: Λοιπόν, μερικές λέξεις δεν τις ξέρω, αλλά μερικές που ξέρω τις έχω συναντήσει σε πολύ διαφορετικά μέρη. Διότι, το γουλόζος δεν με παραξενεύει, το έχουν και οι Πατρινοί, αλλά το «ρομπατσίνα» το χρησιμοποιεί ο Καραγάτσης και το ξέρω να ανήκει σε αστική διάλεκτο.

    Το «κάνω σαρμάκο» δεν έχει σχέση με το τουρκικό. Το έχει και ο Βαμβακάρης, είναι και τίτλος τραγουδιού (Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο) και σκέφτομαι μην είναι δάνειο από το Σαν Μάρκο.

  141. angelos said

    Συνταρακτική νέα αποκάλυψη που δεν μπορώ να μη γράψω (το ξέρω, μ’ έχει πιάσει postοδιάρροια, αλλά λέει πολλά για την Ελλαδάρα μας).

    Λοιπόν, η Καναλουπού (κατ’ άλλους Κανελουπού), όντως μετονομάστηκε το 1956. Είχε ζητήσει το Υπουργείο από τους κοινοτάρχες να προτείνουν νέα ονόματα, οπότε στην Καναλουπού που ήταν τότε δάσκαλος ο παππούς μου έγινε η σχετική διάσκεψη των παραγόντων και για διάφορους λόγους τους πρότεινε ο παππούς να την πούνε Πλατύ (το). Συμφωνήθηκε και έστειλε ο κοινοτάρχης την πρόταση, μόνο που το έγραψε Πλατή. Θα το είδανε στο Υπουργείο, θα είπανε «έγινε λάθος στον τόνο». Ε, από κει προέκυψε η τελική απόφαση για Πλάτη.

  142. sarant said

    Πολύ καλό Άγγελε!

  143. sarant said

    Καθώς ξανακοίταζα τις λέξεις της γιαγιάς του Άγγελου στο 132, μου ήρθε η έμπνευση, ότι το
    -Νεροταριά. Η ναζιάρα, αδύνατη, που χαϊδεύεται και κάνει την όμορφη. Η Βίκυ Βανίτα, η Βίκυ Φλέσσα στα νιάτα της.

    πρέπει να είναι από το «ερωταριά», που λέγεται πολύ συχνά. Την+ερωταριά = τη νερωταριά

  144. Βασίλης Ορφανός said

    Λίγο αργοπορημένο:
    Στην (κεντρική) Κρήτη έχουμε μια κατάρα: «Ε, που να τού ’ρθει ντουργουτζές!». Και με πιο πολύ …γκάζι : «Ε, που να τού ’ρθει ντουργουτζές, που πιάνει τσι γαϊδάρους!».
    Έχω ακούσει να το λένε, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη ντουργουτζές. Πάγκαλος, Πιτυκάκης και Ξανθινάκης δεν την έχουν.
    Στο: «Θησαυρός της Κρητικής διαλέκτου» του Αντ. Τσιριγωτάκη, Ηράκλειο 2008, σ. 435, βρίσκω: «ντουργουτζές, ο: (Κεντρ. Κρ.) τρομάρα, κακό τέλος. – Ήντα του ’καμα που να τονε πχιάσει ντουργουτζές και δε θέλει ούτε την αθιβολή [αναφορά στο όνομά μου] μου να γροικά.»
    Στο διαδίκτυο υπάρχει μόνο δυο φορές, τη μία ως κατάρα :
    α) να τως ‘ρθει ντουργουτζές (tvxs.gr/users/ankan?page=42 )
    β) του ‘ρχοταν χαραρέτι [δυσφορία] και ντουργουτζές (http://www.patris.gr/articles/92725?PHPSESSID=2tvr280qin0s4olhf5p0m10q50.
    durgun στα τούρκικα (λέει το Λεξικό του Χλωρού, Τόμ. Β’, σ. 1086) σημαίνει «στάσιμος, ακίνητος, αδρανής, κεκμηκώς, σκεπτικός (άνθρωπος)». Το ετυμολογεί από το durmak = «ίσταμαι, ήτοι δεν προχωρώ˙ μένω έκπληκτος, δεν δύναμαι να εύρω λέξιν, απάντησιν».
    Από το durgun μπορεί να σχηματιστεί κανονικά το durgunca, ως επίρρημα. Αλλά δεν βρήκα τη λέξη αυτή σε λεξικό. Στο διαδίκτυο βρήκα: durgunca = languishingly, unpeakingly. Βέβαια, υπάρχει και το doğruca = ίσια, κατευθείαν (από το doğru).
    Από τα παραπάνω σχηματίζω την εντύπωση ότι ντρουργουτζές σημαίνει αποπληξία.
    Ίσως «ντουργουτζές» και «ντοβρουτζάς» να έχουν κοινή καταγωγή. Αλλά τότε, πώς το -ργ- έγινε -βρ-;

  145. sarant said

    Βασίλη, σ’ ευχαριστώ που το θυμήθηκες να το προσθέσεις. Μου φαίνεται πολύ πιθανό να έχουν κοινή καταγωγή ο ντουβρουτζάς με τον ντουργουτζέ, αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω τη φωνητική αλλαγή, δεν έχω εντρυφήσει αρκετά σ’ αυτά.

  146. Ἀχιλλέας Τζάλλας said

    27 «γιὰ νὰ μὴ σοῦ μείνῃ στὸ μάτι»: μήπως «γιατὶ θὰ τὸ θελήσῃς ὅταν δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ;»

  147. sarant said

    Δεν νομίζω, γιατί αυτό λέγεται σε περιπτώσεις που το παιδί ή η έγκυος θέλει εδώ και τώρα, και μάλιστα λαχταράει κάτι. Να σου μείνει, να σου καρφωθεί στο μάτι η λιχουδιά, δεν ήταν καλό. Μου θυμίζει και μια έκφραση που την έχει ο Κοτζιούλας στην αυτοβιογραφία του, για μια βερικοκιά:

    έβγαζε στο τέλος της άνοιξης τα στρογγυλά, χνουδάτα, πορτοκαλόχρυσα ζέρδελα, δηλαδή τα βερίκοκα. Αν μας πετούσαν από κανένα οι νοικοκυραίοι, έτσι για να μην “κάνουμε στα μάτια”, το θεωρούσαμε σπάνια δωρεά.

  148. Πέπε said

    Τα βράδια συχνά σιργιανίζω στα «Τυχαία άρθρα», κι απόψε βρέθηκα εδώ.

    Λέω λοιπόν να απαντήσω, κι ας έγινε η ερώτηση πριν από χρόνια:

    Δεν ξέρω ούτε την τσερέπνικα ούτε το ρέκαλο, και για τον ντουβρουτζά ξέρω όσα ανέφεραν οι άλλοι σχολιαστές (εντυπωσιακή ακατανόητη λέξη – με παρόμοια έννοια είχα ακούσει και «έπαθα τσιμπιρδίκουλα», και δε χρειάζεται νομίζω να ψάξει κανείς ετυμολογία).

    Αυτό με τα αγόρια το ξέρω, αλλά πολύ ασαφώς. Το έλεγε καμιά φορά η μάνα μου, αλλά για πλάκα (έτσι κι αλλιώς, εκτός από την ίδια, μόνο αγόρια είχε το σπίτι). Συνήθως, όταν ζητάγαμε έναν καλό μεζέ ή το τελευταίο από κάτι, μας έλεγε «πάρ’ το που είσαι κι αγόρι». Σπανιότερα ανέφερε και το τι παθαίνουν τα αγόρια αν δεν τους γίνει το χατίρι, αλλά ή δεν το θυμάμαι ή δεν το είχα καλοκαταλάβει από τότε. Κάτι τούς πέφτει – το μάτι; το έντερο; …

    ______________

    Από τον μικρό θησαυρό του #132, η μόνη λέξη που ξέρω οικογενειακόθεν είναι η ρομπατσίνα (κατσάδα). Για τον βερεμιάρη, ξέρω από τα δημοτικά τραγούδια ότι ο βερέμης είναι αυτός που πάσχει από κάποια αρρώστια, από αυτές που δε σκοτώνουν αλλά αφήνουν σωματικά κουσούρια. Εντυπωσιακό το αποχαυρίζομαι, προφανώς από το χαύνος (αποχαυνώνω). Εξίσου εντυπωσιακό το μοιραίνω (μείρομαι, μοιράζω). Για το σαρμάκο, κάπου (μάλλον εδώ) διάβασα τελικά πώς εξηγείται, έχει πράγματι σχέση με τον Σαν Μάρκο, και με τα λιοντάρια του που στέκουν με ανοιχτό το στόμα. Σημαίνει «με ανοιχτό το στόμα», και κατ’ επέκταση άλαλος, ακίνητος, χωρίς αντιδράσεις. Η γουλόζα (λαίμαργη) και το ξεγουλητό (ξώλαιμο) από την γούλα, τον λαιμό.

  149. Βάγια said

    Υπάρχει αυτή παράδοση/αστείο για τα αγοράκια, αν και το έχω μόνο ακουστά, καθώς δεν έχω λόγο άμεσης γνώσης (είμαι κορίτσι, βλέπετε). Τη λέξη ντοβρουτζά την ξέρω και μάλιστα νόμιζα ότι είναι πολύ γνωστή. Η σημασία με την οποία την ξέρω είναι το εγκεφαλικό, αλλά και μεταφορικά, αντί του «έπαθα σοκ».
    Και το έγκωσα το ξέρω ως παραχόρτασα, βάρυνε το στομάχι μου. Δεν έχω όμως την παραμικρή ιδέα αν το ξέρω απ’ τους συγγενείς μου ή αν το διάβασα κάπου.

  150. Γς said

    >Δεν έχω όμως την παραμικρή ιδέα αν το ξέρω απ’ τους συγγενείς μου ή αν το διάβασα κάπου.

    Ούτε κι εμείς και πως να βοηθήσουμε;

  151. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Πέπε said (148):
    …Η γουλόζα (λαίμαργη) και το ξεγουλητό (ξώλαιμο) από την γούλα, τον λαιμό.

    Στὰ Θερμιὰ λένε γουλούζης γιὰ τὸ λαίμαργο καὶ γενικὰ τὸν ἄπληστο, τὸν ἀχόρταγο. Πιθανὴ ἐτυμολογία ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ goloso: ἄπληστος
    https://www.slang.gr/lemma/24194-goulouzis

  152. sarant said

    151 Από εκεί είναι. Γουλόζος συνηθως.

  153. angelos said

    Επειδη εφτασε το πληρωμα του χρονου, δεκα χρονια μετα, να αποκτησουν προσβαση στο internet ακομα και οι…κακεντρεχεις, γηραιοι θειοι και, τρισχειροτερα, να τυχει να ασχοληθουν με τη λεξη «σαρμακο», που ελεγε η μανα τους, κατι που αναποδραστα θα τους οδηγησει, αργα ή γρηγορα, στο σχολιο μου περι…της κακεντρεχειας τους, ας τρεξω να προλαβω τα χειροτερα τονιζοντας εμφατικα οτι το μερος αυτο του συγκεκριμενου σχολιου ειχε εμφανως χιουμοριστικη διαθεση.
    Ουφ!

    Με την ευκαιρια, παντως, να ενημερωσω οτι ο κακεν…ο καλος αυτος θειος προσφατα συνεβαλε, με μια λιστα λεξεων «της γιαγιας», στην συγγραφη καποιου βιβλιου, με λεξεις της περιοχης.
    Νικο, θα προσπαθησω να βρω και να σου στειλω αντιγραφο του βιβλιου, ή εστω της λιστας.

  154. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    15# Προσωπικά λέω νταμπλάς αλλά είναι λάθος. Με το -ν- οξυγονώνεται ο εγκέφας και δεν παθαίνεις ιτς τίποτις.

  155. dryhammer said

    155. Ενώ το Χιώτικο «γούσουρα (η) / γούσουρας (ο) / γουσουρικό (το -σπανιότερο)» που μάλιστα συντάσσεται με το ρήμα κατεβαίνω ή έρχομαι («του/της κατήβηκε γ…») δεν έχει -ν- κι έτσι είναι αναπόδραστο. [Μικρή προσπάθεια γίνεται λέγοντας «τ@ κάτηβηκένε ή τ@ ήρτενε γ…» αλλά με πενιχρά αποτελέσματα]

  156. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Έλα ρε συ Ντράι, με απογοητεύεις.
    Γουσουρικόννννννννννν 🙂

  157. Αικατερίνη Θεοδωράτου said

    …Εγώ πάλι που δεν ξέρω ούτε την «τσουρέπνικα», ούτε μπορώ να καταλάβω «τι παθαίνουν τα αγοράκια όταν τους αρνηθείς κάτι», αλλά απλώς έψαχνα να βρω από ποια γλώσσα προέρχεται η χορταστική λέξη «ντουβρουτζάς»; Έχουμε κάτι νεώτερο; 🙂

  158. Ο αγαπητός Κωνσταντίνος Χατζηκώστας, Γαστρεντερολόγος και εξαιρετικός συγγραφέας (και πολύ διαβασμένος) στο πρόσφατο ποστ του στο ΦΒ

    αναφέρει μεταξύ άλλων:

    «»Ο Διονύσιος ο Μικρός (470-544 μ.Χ.), ένας Σκύθης από την Δοβρουτσά που μετακόμισε στην Ρώμη, ήταν ο τύπος που «εφηύρε» το »Anno Domini»‎) (μ.Χ.),»»

    Θεωρώ πως η συγκεκριμένη πόλη/κωμόπολη ίσως έχει κάποια σχέση με τον ντουβρουτζά.
    Μού φαίνεται αρκετά κοντινή ετυμολογικά.
    Δυστυχώς δεν γνωρίζω κάτιπαραπάνω, αν βρω κάτι ψάχνοντας θα επανέλθω.

    Τα σέβη μου και καλή χρονιά σε όλους.

  159. Λαμπρινή said

    Ομολογώ ότι περί τσουρέπνικας ως λέξης αλλά και ως …πάθησης ιδέα δεν είχα! Αλλά με αφορμή μια ανάρτηση του Archeostoryteller έκανα μια αναζήτηση για τον ντουβρουντζά, που μου είναι πολύ οικεία λέξη, πίστευα πως πανελλαδικά είναι γνωστή. Έπεσα όμως στο λεξικό του χαλκιδικιώτικου ιδιώματος, που το λημματογραφεί: https://halkidiki.pkm.gov.gr/inst/pkm/gallery/PE/Chalkidiki/files/%CE%9B%CE%95%CE%9E%CE%99%CE%9A%CE%9F%20%CE%A7%CE%91%CE%9B%CE%9A%CE%99%CE%94%CE%99%CE%9A%CE%99%CE%A9%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A5%20%CE%99%CE%94%CE%99%CE%A9%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A3.pdf

Σχολιάστε