Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Μάρκος Μέσκος: Σφεντόνα – Κουρσιούμια

Posted by sarant στο 9 Νοεμβρίου, 2014


Πήγα ν΄ αγοράσω για δώρο το Μουχαρέμ του Μάρκου Μέσκου (1935), και μου είπε ο βιβλιοπώλης πως πέρσι βγήκε συγκεντρωτική έκδοση των πεζογραφημάτων του Εδεσσαίου (κυρίως) ποιητή, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη -οπότε πήρα δυο αντίτυπα, ένα για δώρο κι ένα για μένα. Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Μέσκου, τα «Παιχνίδια στον Παράδεισο» (1978), στην οποία αφηγείται παιχνίδια της παιδικής του ηλικίας, αντιγράφω εδώ δύο διηγήματα, δύο παιχνίδια: Σφεντόνα και Κουρσιούμια (που είναι το βόλι και η σιδερένια μπίλια, τη λέξη τη λένε και στη Μυτιλήνη, ίσως κι αλλού). Να θυμίσω πως από την ίδια συλλογή του Μέσκου είχα παρουσιάσει παλιότερα (προσφορά της Μαρίας πρέπει νάταν) ένα ακόμα διήγημα, το Τζαμί.

Διατηρώ την ορθογραφία, αλλά μονοτονίζω. Στο τέλος εξηγώ κάποιες λίγες λέξεις (όσες δεν εξηγεί ο ίδιος στη ρύμη της αφήγησης).

ΣΦΕΝΤΟΝΑ

Ήταν σοβαρό το παιχνίδι, παίξε-γέλασε δεν είχε, το πιάναμε στα χέρια γύρω στα δέκα μας χρόνια. Έπρεπε να ’μαστε προσεκτικοί στο σημάδι για να μην πληρώσει τη ζημιά η γκλάβα κάποιου συνομήλικού μας, μακριά δεν ήσαν μήτε τα τζάμια των σπιτιών μή­τε τα φρούτα μήτε τα πουλιά κι ήταν πιο δίκαιο, του­λάχιστον, να κατευθύνονται εδώ τα βλήματά σου. Προ­τού κρεμάσεις τη σφεντόνα στον λαιμό ή στην κωλοτσέπη, κάτι από αυτά επιβάλλονταν να γνωρίζεις. Μη γίνεις δακτυλοδεικτούμενος, δηλαδή μπελαλής, και γρήγορα σου την κατασχέσουν. Τότε πού να κρυφτείς;

Η σφεντόνα, ή σαΐτα, ή φράσκα (μην απορείτε, στα Βοδενά είχαμε εμείς το προνόμιο, με δυο-τρεις γλώσσες και βάλε, να λέμε τα πράγματα και να τα ονομάζουμε συνεννοούμενοι θαυμάσια), η σφεντόνα λοιπόν είχε τρία κύρια μέρη: το πετσί, τα λάστιχα και το ξύλο της, την τσιπαρόσκα ή τσατάλα. Το πετσί ήταν ένα ορθογώνιο πράμα, το διπλώναμε όσο να χωράει την πέτρα, κατσικίσιο ή από αρνί, όμως ντούρο. Το ψαλιδίζαμε στις τέσ­σερις γωνιές και του ανοίγαμε τρύπες στο πλάι για να περάσουμε τα λάστιχα από κει, τα γυρίζαμε λίγο και μεταξύ τους τα σφιχτοδέναμε — προσοχή, να ’ναι γερός ο σπάγκος. Τα λάστιχα τα καλά (μαύρο, γκρίζο και κόκκινο χρώμα) τα παίρναμε από την αγορά και τα λέγαμε «τετράγωνα». Σέ αντίθεση με τ’ άλλα, τα πλα­τιά, από σαμπρέλες αυτοκινήτων, κόκκινα και μαύρα, μα τούτα λίγο τα προτιμούσαμε γιατί είχανε πολλές ρα­γισματιές, είχαν «τσιακίς». Σπάζανε εύκολα και μας άφηναν στους πέντε δρόμους.

Αυτά λοιπόν, κάπου είκοσι πόντους μήκος, τα δένα­με στην τσιπαρόσκα (κι εδώ προσοχή μεγάλη), στα στρογγυλά τόξα του ύψιλον, αφού τα σκάβαμε λίγο με το μαχαίρι να στεριώσουν καλύτερα, με σπάγκο ή ψιλό σύρμα. (Μερικοί φτιάχνανε την τσιπαρόσκα και από σίδερο, την ντύνανε μάλιστα με χρωματιστό σύρμα, πάγκαλη σαν στολίδι φυλακισμένων και τη χαιρόσουν.) Το ξύλο το παίρναμε από κάθε χαμηλό κλωνί, αρκεί να είχε το σχήμα που θέλαμε, ακριβώς όπως το γκραν επίσημο ποτήρι του κρασιού. Το πετυχαίναμε κι αυτό κυρίως, με το ξύλο της κρανιάς, δέναμε τ’ άκρα τής τσατάλας ώστε να ’ναι συμμετρικά στο λύγισμα και κατόπιν το βάζαμε στη φωτιά, να φύγει η υγρασία και να κοκαλώσει όπως το επιθυμούσαμε. Μετά, με το μα­χαίρι το ξύναμε καλά, χαμηλώναμε τελείως τούς κό­μπους και τη γυαλίζαμε στο τέλος ωραία-ωραία.

Τώρα έτοιμη να δεχτεί τα λάστιχα με το πετσί και τα βόλια. Κι αυτά ήσαν πέτρες κοινές, κατά προτίμηση λείες σαν βότσαλα. Ψάχναμε ακόμα τα «σιδεράκια», με­μονωμένα βλήματα από χειροβομβίδες που τα σπάζαμε κι εύκολα χωρίζονταν το ζητούμενο από το άλλο υλι­κό, βάραιναν στην τζέπη μας μα το πουλί στο πι και φι ήταν κάτω. Πιάναμε στο αριστερό το πετσί με το βόλι, με το δεξί το ξύλο της τσιπαρόσκας, κλείναμε το δεξί μάτι και τ’ ώριμο τσαμπί το ’παιρνες χτυπώντας στο τσονί(*) του, χωρίς πολλές διαδικασίες.

Τα βόλια που αστοχούσανε και πέφτανε κάπου μακριά σέ κάποια κεραμίδια και τζάμια, ο κόσμος τα ονόμαζε «αδέσποτα», εμείς γελούσαμε ζεβζέκικα και διόλου δεν τα παίρναμε υπόψη. Τι σπουργίτια όμως, τι λαϊνάρια, τι τζιαρτζιόρια, τι κάργες και τι πολύ­χρωμοι σπίνοι, και τι σμοκφάρκες-συκοφάγοι στο «Μισιρί»(*) από τις σαΐτες μας! Φτερά και πούπουλα που τα φυσούσαμε στα ζεστά ακόμη πουλιά — να δούμε πόσο παχιά είναι! Σε μια βέργα ύστερα τα περνούσαμε γυμνά (ποτέ την κάργα), τα ψήναμε κακήν κακώς και τα καταβροχθίζαμε. Έλεος κανένα!

Ποιος όμως ήταν ό καλύτερος στο σημάδι; Στη γειτονιά μας, γύρω από το «Τζαμί», ένας ήταν αδιαφιλονίκητα πρώτος. Ήταν ο Θόδωρας Φακόπουλος. Στα πενήντα, στα εκατό μέτρα ό στόχος, κι αυτός τον χτυπούσε κατάκαρδα. (Κάποια μέρα ακούσαμε ένα πελώριο μπούμ! που τάραξε την πόλη. Από τη Στρα­τώνα ήταν, λίγο μετά την απελευθέρωση, κάποια παι­διά —πηγαίναμε όλοι εκεί πάνω— ψαχούλευαν περίερ­γα, ξεχασμένα βλήματα του πολέμου, κάτι δεν πήγε καλά αφού δεν ήσαν νεκρωμένα εκείνα και μπουμ!… Πάει ο Θόδωρας πάει κι ο Βασιλάκης ο Κεχαγιόγλου, παλικαράκια μέχρι κει πάνω, θρήνος στην πόλη.)

Πολλές φορές από τότε, ο Λεωνίδας, ο αδερφός του Βασιλάκη, μου λέει πως δεν γιορτάζει καμιά Πρωτοχρονιά κι η μάνα του Θόδωρα που με γνώρι­σε μια μέρα στην ’Αθήνα, μιλήσαμε για τα τότε, θάμπωσαν τα μάτια της, λύθηκε στα δάκρυα κι εγώ δεν είχα λόγια ν’ απαντησω.

(Βρε, τι σου κάνουν τα παιχνίδια, τι σου θυμίζουν!)

 

ΚΟΥΡΣΙΟΥΜΙΑ

Προκειμένου να παίξουμε κουρσιούμια ήταν απαραίτητος ένας διάδρομος γης, ένα ξεραμένο αυλάκι, μια λωρίδα στενόμακρη, μπαίναμε δυο η τρεις ή τέσσερις (ακόμη και «ορτάκια»*) στο παιχνίδι και οι άλλοι βλέπανε σαΐρι(*) από την άκρη, από τις «όχθες», χαρούμενοι γιά λυπημένοι — καταπώς πήγαινε ή «επιχείρηση» των κοντινών τους φίλων.

Ένας τέτοιος φυσικός διάδρομος στη γειτονιά μας ήταν αυτός μπροστά από το Γεντζέικο, το δικό μας σπίτι και της κυρα-Καλλιόπης της Ντουντούς της Θρακιώτισσας. Πώς αυτό;

Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, το 1935, στην πόλη μας, και τις άλλες αργότερα που ακολούθησαν, ο κίνδυνος να ξαναγίνει το κακό πάντα υπήρχε και οι προνοητικοί πο­λίτες άνοιξαν χαντάκια εβδομηνταριά πόντους πλάτος και βάθος όχι πολύ, να ’ρχεται το νερό εύκολα από τις δημοτικές βρύσες και να σβήνει τις φωτιές. Όσο ξέρω, δεν χρειάστηκαν ποτέ τα κανάλια, με τον καιρό γίναν ρηχά, ισοπεδώθηκαν και ξεχάστηκαν. Μα προηγουμέ­νως εμείς προλάβαμε την ευκαιρία.

Στην κεφαλή του παιχνιδιού τραβούσαμε μια γραμμή, κάθετα στο κανάλι, χαράζαμε το χώμα με καρφί ή κάνα ξύλο και όσο μέσα από το χώρο του ρίχναμε τις μπίλιες, τα «κουινάκια»(*), τα κουρσιούμια ή τις γυάλινες γκαζόζες (γκαζιές) προς τη γραμμή.

Όποιου ερχόταν κοντύτερα στη, γραμμή έπαιζε πρώτος (άριστο ήταν το «κουλουπάκ»). Ακολου­θούσαν οι άλλοι αναλογικά με την απόσταση της μπί­λιας ως προς τη γραμμή. Κατά μήκος του καναλιού στήναμε, όρθια στο χώμα, τα κότσια, τα κουμπιά, τις δεκάρες, και σέ ίσες αποστάσεις βάζαμε από δύο κότσια ή κουμπιά κι είχαμε τέσσερις σταθμούς, από τρία είχαμε έξι και ούτω καθεξής. Υπήρχαν κουμπιά που κατά κοινή συμφωνία «περνούσαν» για δύο, οπότε ο άλλος έβαζε δύο μονά κι είχαμε τότε τρεις σταθμούς.

Μετά τις συμφωνίες αυτές και τα στησίματα άρχιζε το παιχνίδι. ’Έριχνε ο πρώτος τσακίζοντας τα δυο μεσαία δάχτυλα του αριστερού χεριού του (όταν δεν ήταν τσολάκης*), τα υπόλοιπα τρία οριζοντιώνονταν κι έτσι ανάμεσα στα δάχτυλα και στις φάλαγγες του καρπού ήταν έτοιμη η εξέδρα-αεροπλανοφόρο, η μπίλια-κουρσιούμι στη θέση της, στο κέντρο της εξωτερικής παλάμης και με το μεσαίο δεξί, τώρα, δάχτυ­λο του άλλου χεριού την εκσφενδονίζαμε, ψάχνοντας συχνά την προνομιακή θέση «μεκιόκ».

Εάν με το πρώτο γκρέμιζες κάποιο στημένο, το ’βαζες στην τζέπη σου, ήταν δικό σου πια, κερδισμέ­νο, και συνέχιζες προσπαθώντας να γκρεμίσεις και τ’ άλλα, ή να «κοιμηθείς» κάπου, περιμένοντας τη σειρά και την ευκαιρία. Ακολουθουσε ο άλλος και φρόντιζε να μην πάει κοντά στον πρώτο για να μην τον «κάψει» εκείνος και τελειώσει το παιχνίδι σου­φρώνοντας τα τρόπαια, σχεδόν τσιαπαλντί(*), όλα τα στημένα. Το κέρδος ήταν ζήτημα ευστοχίας και διαφόρων ελιγμών, κάποιος από τούς ελιγμούς ήταν σαν έρχονταν ή σειρά να πετάξουμε το κουρσιούμι έξω από τη γραμμή λέγοντας «βγαίνω» για να ξαναρίξουμε πάλι από κει. Αλίμονό μας εάν δεν περνούσε ή μπίλια τη γραμμή, τότε χάναμε, στήναμε άλλα και ξαναρχίζαμε, δώσ’ του και δώσ’ του, το παιχνίδι.

Μια περίπτωση όμως που γίνονταν αιτία να χα­λάσει το παιχνίδι, χάνεις-κερδίζεις και ν’ αρχίσεις πάλι απ’ την αρχή, ήταν εκείνη του «τσικίς». Κι αυτό έρχονταν στα χείλια μας όταν κάποιος προσπα­θώντας να καταρρίψει κάποιου στημένο τρόπαιο (δε­κάρα, κουμπί, κότσι), το ’ρίχνε αλλά ταυτόχρονα χτυπούσε και την μπίλια του αντίπαλου.

— Τσικίς!… αναφωνούσαμε όλοι. Και φτου από την αρχή.

Οι παιχταράδες στο παιχνίδι ήσαν γνωστοί. Αν είχαμε δυνάμεις παίζαμε, ειδάλλως όχι. Το σημάδι πως ήσαν «έπαγγελματίες» στο είδος φαίνονταν από το ματωμένο τους χέρι στο σημείο που στήνονταν το κουρσιούμι — κι όχι μόνον από το άκοπο νύχι του δεξιού μεσαίου δαχτύλου. Αυτοί ήσαν ακόμη τρομε­ροί και στα φοβερά «ουτφαρλές» και τα «μπίς καρφία», το μεγάλο δηλαδή κατακέφαλο άλμα-χτύπημα του αντίπαλου κουρσιουμιού κι απρόοπτα, θαρρείς, κέρδιζαν παίρνοντας όσα τυχόν είχε βάλει ο άλλος στην τζέπη.

Άλλος τρόμος στη γειτονιά για το παιχνίδι αυτό, εκείνο το θεόρατο κουρσιούμι του Τακίτσα του Βλά­χου. Πού διάλο το ’χε βρει, ποιο ρουλεμάν είχε σπάσει; Σωστό τανκ, τέσσερις-πέντε φορές πιο μεγάλο από τα μεγαλύτερα δικά μας, όταν έριχνε πρώτος, «πάει, μανούλα μου, μας χαντάκωσε», λέγαμε, τα ’παιρνε σβάρνα όλα τα στημένα και σε μας δεν έμε­νε η αναπνοή. Αλίμονό του όμως αν αστοχούσε. Ήταν μεγάλος ο στόχος τής κεφαλής του, δύσκολα κρύβονταν και τον συγυρίζαμε. Μα ήθελε καρδιά για να τον παίξεις. Σπάνια κέρδιζες μαζί του. Σπάνια ήσουν στα «πάγια» σου. Και λέγαμε την αλήθεια. Λίγοι λέγαμε ψέματα.

 

Λέξεις

«κουινάκια»: χωμάτινες μπίλιες.

Μισιρί: εξοχή των Βοδενών, καλαμποκότοπος.

ορτάκια: ζευγάρια, συνεταιράκια.

πάγια: στα πάγια του, στο κεφάλαιό του, στα λεφτά του.

σαΐρι: χάζι, θέαμα.

τσιαπαλντί: άρπαγμα, κλεψιά.

τσολάκης: αριστερόχειρας.

τσονί, τσουνί: ο μίσχος του τσαμπιού

102 Σχόλια to “Μάρκος Μέσκος: Σφεντόνα – Κουρσιούμια”

  1. Γς said

    Καλημέρα
    Τσαντάλια (;) θα το ξάξω, πως λέγαμε το «Υ» της σφεντόνας νας.
    Οσο για τα κουρσούμια και τις γκαζές, θυμήθηκα τούτο:
    http://caktos.blogspot.gr/2013/05/blog-post_4229.html

  2. Γς said

    Αν αρχίσουμε να λέμε για παιχνίδια. σφεντόνες, ξυλίκια κλπ εδώ:

  3. atheofobos said

    Το τσουνί μου θύμισε ένα ποτιστήρι με σωλήνα για να τρέχει το νερό.
    Μου έλεγε η γιαγιά μου :Φέρε τον μαστραπά με το τσουνί να ποτίσω τις γλάστρες!

  4. Γς said

    1:
    >Τσαντάλια (;) θα το ξάξω, πως λέγαμε το “Υ” της σφεντόνας νας.

    Το θυμήθηκα: Τσατάλι

  5. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Ωραία διηγήματα, θυμάμαι που παίζαμε γκαζές μικροί, εκεί γύρω στα δέκα, σκάβαμε μια λακουβίτσα, και έπρεπε να χτυπάμε μιά την μπίλια του αντιπάλου, και μιά να βάζουμε την μπίλια μας στην λακούβα, αλλα δεν θυμάμαι καλά πώς κερίζαμε, νομίζω μετράγαμε πέντε πόντους κάθε φορά μέχρι το πενήντα, θυμάται κανείς; Κουρσούμια τα λέγανε στην Καισαριανή, και μου φαινότανε παράξενο, εγώ τις ήξερα βαρίδια τις σιδερένιες μπίλιες. Σφεντόνες είχα φτιάξει αρκετές, αλλα δεν ήμουν καλός στο σημάδι, ενω ήμουν πολύ καλός ρίχνοντας με το χέρι, και αργότερα με τα όπλα στο στρατό. Ο φίλος μου ο Στάθης στο Ν.Ψυχικό ήταν άσος, τα ψαρώνια και οι δεκαοχτούρες τον είχαν επικηρύξει, σχεδόν κάθε δεκαπέντε μέρες, είχαμε γεύμα με πουλιά, που τα μαγείρευε η μάνα του η κυρα Μαρία, κοκκινιστά με πιλάφι, η ψητά, δεν ξέρω τι τους έκανε, αλλα θυμάμαι που ήταν τρυφερά.

  6. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    4 – Τσιατάλι – τσιατάλα έλεγαν η γιαγιά και η μάνα μου (αυτή ακόμα έτσι τα λέει) την μικρή και την μεγάλη διχάλα. Εννέα χρονών (η δέκα;) ήμουν, που μου είπε η γιαγιά μου, φέρε Λάμπρο την τσιατάλα, κι έλα να πιάσουμε το φίδι, ένοιωθα τόση σιγουριά δίπλα της, κι έμαθα να μη τα φοβάμαι, αλλα όταν το σκότωσε το λυπήθηκα, κι έτσι απο τότε δεν σκότωσα ποτέ κανένα, μόνο μερικά νερόφιδα που τα πιάναμε με τον αδερφό μου στα κανάλια του Έβρου (τα καλοκαίρια που πηγαίναμε στο χωριό) τα δέναμε κόμπο μεταξύ τους και τ΄αφήναμε, αλλα απο τα δεκατρία μου και μετά που σταμάτησα να πηγαίνω τακτικά στο χωριό, όταν τα πιάνω τα αφήνω ελεύθερα.

  7. spiral architect said

    Kαλημέρα. 🙂
    (ε, τι σου κάνουν τα παιχνίδια, τι σου θυμίζουν!)

    Τσουνιά λένε οι ηλεκτρολόγοι τα μικρά κομμάτια καλωδίων (ισχύος ή σημάτων) με εκατέρωθεν ακροδέκτες, για εύκολες συνδέσεις μετρήσεων, ή προσαρμογή. Π.χ. αυτά τα usb:

    μ’ έμαθαν οι παλιοί και τα λέω τσουνιά.

  8. Εμείς με τις γκαζές τις παίζαμε μπαζ με σκοπό να κερδίσουμε τις μπίλιες των άλλων και μετά, όταν μεγαλώσαμε λίγο, τζόγο-οι γκαζές αντιπροσώπευαν λεφτά. Βάζανε όλοι οι συμμετέχοντες από τον ίδιο αριθμό γκαζών αλλά κάποια πολύ μεγάλη- το μπαζ-μέτραγε για τρεις και οι άλλες μεγάλες για δύο. Το μπαζ έμπαινε πρώτο αριστερά στην σειρά και δίπλα ήταν το παράμπαζο. Υπήρχε κενό μεταξύ των γκαζών ικανό για να περάσει η μπίλια (μάνα) του ρίχνοντος. Μετριόμαστε ποιός θα ρίξει την μπίλια του πιο κοντά σε μια γραμμή για να καθοριστεί η σειρά των παικτών και ρίχναμε από σχετικά μεγάλη απόσταση. Οποιος έβγαζε μια μπίλια από την σειρά την κέρδιζε μαζί με όσες ήταν δεξιά της- με το μπαζ τις έπαιρνες όλες. Μετά το πρώτο ρίξιμο από όλους πρώτος για τις τυχούσες υπόλοιπες ξαναέπαιζε αυτός που ήταν πιο μακρυά από τις στημένες γκαζές.
    Υπήρχε και ένα άλλο παιχνίδι το τριγωνάκι όπου έπρεπε να βγάλεις την μπίλια έξω από το τρίγωνο αφήνοντας την μάνα να πέσει επάνω της από το ύψος του ματιού-κάπως έτσι, δεν το έπαιξα ποτέ.

  9. Παναγιώτης Κ. said

    Τσιπαρόσκα, τσατάλα ή τσατάλι που γράφει ο Γς και, να προσθέσουμε και μία ακόμη ονομασία: Φούρκα.
    Φτιαχνόταν από κλαδί δέντρου που θα σου έδινε το σχήμα Υ. Μπορούσες όμως να χρησιμοποιήσεις και σανίδι το οποίο θα έκοβες σε σχήμα Μ αντεστραμμένο με ποδαράκι, για να αποκτήσει βολική λαβή.Στην περίπτωση αυτή χωρούσε καλλιτεχνία.
    Όσοι μετά το Δημοτικό πήγαιναν να μάθουν την τέχνη του μαραγκού, η φούρκα αποτελούσε το πρώτο τους δημιούργημα.Κάτι σαν σύνδεσμος ανάμεσα στο παιδί που άφηναν και του νέου ρόλου που υποχρεώνονταν να παίξουν, μπαίνοντας στη βιοπάλη.

    Πριν μερικά χρόνια, στην Πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, ένας ορεισίβιος πουλούσε τέτοιες σφεντόνες.Άδραξα την ευκαιρία και αγόρασα μία ως μουσειακό είδος. (Όχι ποτέ δεν κυνήγησα πουλιά είτε γιατί τα λυπόμουν είτε γιατί δεν άξιζαν τον κόπο να τα φας.Μετά το ΄50 τα πράγματα είχαν βελτιωθεί στο ζήτημα της διατροφής καθώς μου λένε ογδοντάρηδες στην ηλικία)

    Κουρσιούμι ή κουρσούμι εκτός από όνομα για κάπως μεγάλες μεταλλικές μπίλιες χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αντικείμενα μικρά μεν σε όγκο αλλά εκπλήσσεσαι με το βάρος τους καθώς θέλεις να τα σηκώσεις. Κουρσούμι χαρακτηρίζουμε και το παιδάκι που δεν εκτιμήσαμε σωστά το βάρος του καθώς το παίρνουμε στα χέρια μας!

    Αναζήτησα σε τρία λεξικά την λέξη κουρσιούμι ή κουρσούμι και δεν την βρήκα!

  10. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    Αυτός ο κόσμος των παιχνιδιών των παιδιών, ο παμμέγιστος!
    Αειφορία της μνήμης και γλυκειά καταλαγιά ένα βροχερό πρωινό που μας τρατάρει ο Νικοκύρης Μάρκο Μέσκο στο μαντήλι.
    Αν ξεκινήσω να γράφω, πάει, θα μείνει αμαγείρευτη η φαμίλια κι είναι και γριπιασμένοι. Ένα σας λέω: Έχουμε εδώ σφεντόνα ενεργή! Παραπροχθές την αναζήτησα για να στείλω σ ένα ψηλό κλαδί και να το περάσει από την άλλη, το δεμένο στην πετρούλα (κομμάτι κεραμίδι ήταν)θεόμακρο σκοινί. Η κλάρα ήταν ετοιμόρροπη κι έπρεπε να κοπεί αλλά ποιος κ ανέβει τόσο ψηλά.Μ αυτή την πατέντα την τραβήξαμε προς τη μεριά που δεν θα έκανε πολλή ζημιά.
    Οι σκηνές από τις ιστορίες του Μέσκου μου θύμισαν κάποιες αριστουργηματικές ταινίες του Ιρανικού κιν/φου αλλά και του δικού μας Δήμου Αβδελιώδη και του «Ψύλλου» του Δημήτρη Σπύρου.
    Να είσαι καλά για την ομορφιά (και την πληροφορία για το βιβλίο) Νικοκύρη.

    Καλημέρα κι αντοχή, σε όλους.

  11. Παναγιώτης Κ. said

    Μη μου πείτε ότι δεν γελάτε με τους πιτσιρικάδες του Μητρόπουλου; Από την τσέπη του ενός προβάλλει πάντα το λάστιχο της σφεντόνας.

    Σφεντόνα πάντως λέγεται αυτό το πράγμα όπου η πέτρα εκτοξεύεται με τον τρόπο που γίνεται η σφυροβολία.Οι παλαιστίνιοι διαπρέπουν!

  12. Παναγιώτης Κ. said

    @10.Σε ευχαριστώ Έφη για την πατέντα!

  13. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    8 – Ναι κι εμείς το παίζαμε αυτό, κυρίως όμως το παίζαμε με πέτρες (συνληθως μάρμαρα) και το έπαθλο ήταν διάφορα κόμιξ, (μίκυ μάους, σεραφίνο, τιραμόλα, μπλέκ, όμπραξ, κλασικά εικονογραφημένα, δράση, κράνος, αστερίξ, λούκι λούκ κλπ.) που μέτραγαν σε αξία (ένα προς ένα η δύο) αναλόγως την τιμή τους.

  14. Ο τουρκολόγος υπηρεσίας:
    kurşun είναι κανονικά το μολύβι, εξού και η σημασία που λέει ο Παναγιώτης στο 9.
    Τσικίς είναι το çıkış, που σημαίνει έξοδος (παναπεί: βγήκα).
    Ορτάκ (ortak), τσολάκης (solak) σημαίνουν το ίδιο πράγμα.

  15. Παναγιώτης Κ. said

    Ο Μέσκος κατά τη γνώμη μου, είναι και καλός ποιητής!
    Πριν περίπου ένα χρόνο, διάβασα μια συνέντευξή του και έδειξε ότι είναι αρκετά φιλοσοφημένος άνθρωπος.

  16. Y. G. said

    Καλημερα σας!

    Εξαιρετικη η «Σφεντονα» – δοκιμασιες και σχεσεις με υλικα.

    «Το πετσί ήταν ένα ορθογώνιο πράμα, το διπλώναμε όσο να χωράει την πέτρα […] το ψαλιδίζαμε στις τέσ­σερις γωνιές και του ανοίγαμε τρύπες στο πλάι για να περάσουμε τα λάστιχα από κει, τα γυρίζαμε λίγο και μεταξύ τους τα σφιχτοδέναμε — προσοχή, να ’ναι γερός ο σπάγκος.»

    Μου θυμιζει τον καημο του Χ. Γιανναρα :

    » Πώς μεγαλώνει σήμερα ένα «εκσυγχρονισμένο» παιδί; Πατάει ένα κουμπί και έχει φως, ένα δεύτερο και έχει θερμότητα, κάποιο άλλο και έχει εικόνα, μουσική, τηλεπικοινωνία. Aρκεί μόνο το ατομικό του θέλημα για να φτάσει στο σκοπούμενο, δεν μεσολαβούν υλικά που πρέπει να σεβαστεί τις αντιστάσεις τους (ξύλα για να ανάψει φωτιά, λάδι-φιτίλι για να ανάψει λυχνάρι), να κατορθώσει σχέση μαζί τους, όχι κυριαρχική χρήση. Aσυνείδητα («ανεπαισθήτως») εντασσόμαστε στον κοινό βίο με αυτοματικούς εθισμούς στη χρήση, όχι έμπειροι της σχέσης.»

  17. Παναγιώτης Κ. said

    @14. «Τουρκολόγος υπηρεσίας»!!!
    «Ταξίδεψα» αμέσως στην Πόλη και τα παράλια και ένιωσα καλά!
    «Η λέξη είναι το σύμβολο του συναισθήματος «. Lacan

  18. 🙂

  19. Νέο Κid said

    Η διαφορά ανάμεσα στην ελληνική και τη σημιτική σφεντόνα είναι στο είδος της ενέργειας που μετατρέπουν. Η ελληνική είναι «καταπέλτης». Μετατρέπει δυναμική ενέργεια (λάστιχο που τεντώνει ή ελατήριο/σχοινί που συσπειρώνεται) σε κινητική. Η αραβική λειτουργεί με φυγοκέντριση(αδρανιακά). μετατρέπει στροφορμή σε βολή.

  20. Δηλαδή το Κουρσούμ Τζαμί των Τρικάλων αποδίδεται ως Μολυβδοσκέπαστο;

  21. BLOG_OTI_NANAI said

    Κάποια εποχή στη δεκαετία του ’70, ήταν της μόδας και τα «τσιγκάκια», δηλ. τα μεταλλικά καπάκια των μπουκαλιών αναποδογυρισμένα, συχνά με λιωμένο κερί μέσα για να έχουν βάρος και σταθερότητα. Νικητής ήταν εκείνος που θα ολοκλήρωνε πιο γρήγορα την συμφωνημένη διαδρομή, συνήθως κάποιο ευθύ περβάζι, χτυπώντας ένας-ένας τα τσιγκάκια με τον δείκτη, ο οποίος έπρεπε πρώτα να πάρει φόρα και σημάδι κολλημένος επάνω στο πίσω μέρος του αντίχειρα.

  22. # 21

    από την δεκαετία του 50 τουλάχιστον είναι γνωστό (και τότε τα τσιγκάκια ήταν σπάνια ! )

  23. BLOG_OTI_NANAI said

    22: Δεν το ήξερα. Κάθε γενιά νομίζει ότι είναι εφεύρεση δική της το παιχνίδι που παίζει 🙂

  24. Γς said

    Καλά του είχε μείνει από μικρός. Εσπαγε τα τζάμια της γειτονιάς με τη σφεντόνα του.
    Μια, δυο, τρείς, τελικά κατέληξε στο Δαφνί.

    Και κάθε τόσο τον εξέταζαν μπας και θεραπεύτηκε:

    -Λέμε να σ αφήσουμε. Τι σκοπεύεις να κάνεις άμα σε αφήσουμε;

    -Θα πάω να αγοράσω λάστιχο για να φτιάξω σφεντόνα.

    Κάποτε όμως φαίνεται ότι έφτασε η ώρα να πάρει εξιτήριο:

    -Θα πάω να βρω μια γκόμενα.
    -Μπράβω! Και μετά;
    -Θα την πάω σε ένα ξενοδοχείο.
    -Και μετά;
    -Θα της βγάλω την κιλότα της.
    -Και μετά;
    -Θα βγάλω το λάστιχο απ την κιλότα για να φτιάξω μια σφεντόνα

  25. Πέπε said

    Καλημέρα.

    Διάβασα τη Σφεντόνα κι έκανα παύση. Το δεύτερο αργότερα.

    Ανήκω στη γενιά που ίσως αλλού κάποια παιδιά να μεγάλωσαν με παιχνίδια που έφτιαχναν μόνα τους όπως όλα τα προηγούμενα εκατομμύρια χρόνια, αλά όχι στην Αθήνα όπου γεννήθηκα. Το πιο do it yourself που πρόλαβα είναι να φτιάχνω καραγκιόζηδες με χαρτοκολλητική: φιγούρες απολύτως λειτουργικές, με τα σκαλίσματά τους, τις αρθρώσεις τους, τη σούστα τους, αλλά τυπωμένες, όχι ζωγραφισμένες από μένα. Κι αυτό όμως δεν ήταν σημείο της εποχής μου, ήταν ένας αναχρονισμός που για κάποιο λόγο με είχε κατακτήσει (εμένα και το φίλο μου τον Σ. και μάλλον κανέναν άλλο εκείνα τα χρόνια). Ήδη από τότε έβρισκα άκρως συναρπαστικές τις διηγήσεις των παλιότερων που, παιδιά, έφτιαχναν μόνοι τους τα κοπίδια για το σκάλισμα των καραγκιόζηδων με μια πρόκα που την έβαζαν στη ράγα να την κόψει το τραμ.

    Οπότε, και τώρα βρίσκω συναρπαστική αυτή την αφήγηση. Μια ανάλογη, πάλι για τις σφεντόνες, έχει ένας συγγραφέας που τον διαφημίζω συχνά, ο Κώστας Καλατζής, στο Ταμπάκικο (ένα εκτενές διήγημα από την ομώνυμη και λίαν αξιοσύστατη συλλογή). Εξίσου συναρπαστική, εξίσου νοσταλγική βουτιά στον κόσμο των παιδιών που είναι ένας ολοκληρωμένος κόσμος με τους κώδικές του, τους κανόνες του, τη γλώσσα του, τη γνώση του και τους τρόπους μετάδοσής της, την παράδοσή του.

    Υπάρχει όμως ένα σημείο, κοινό στον Μέσκο και τον Καλατζή, τραγικό:

    Ο φόνος ως παιχνίδι.

    Δεν το χωράει ο νους μου ότι αμέτρητες γενιές αγοριών είχαν, ως συστατικό στοιχείο αυτού του ολοκληρωμένου κόσμου, το να σκοτώνουν ζώα για πλάκα. Βέβαια στον Μέσκο τα τρώγανε κιόλας, αλλά αυτό δε λέει τίποτα. Τα τρώγανε επειδή τα είχαν σκοτώσει, δεν τα σκότωναν επειδή είχαν ανάγκη να τα φάνε για να επιβιώσουν. Ο Μέσκος, προφανώς ένας σύγχρονος σημερινός ενήλικος, μέτοχος όλων των προφανών προβληματισμών της εποχής μας και της γενιάς του, ήδη το αντιμετωπίζει αυτό με κάποια ενοχή: λέει ξεκάθαρα «κανένας οίκτος», και μου φαίνεται ότι ακόμη και το ίδιο το γεγονός ότι τα έτρωγαν σπεύδει να το αναφέρει κυρίως γι’ αυτό, για να απαλύνει με μια αμφίβολη (και για τον ίδιο ακόμη) δικαιολογία την ενοχή του. Στον Καλατζή σκότωναν κυρίως βατράχια, τα οποία ούτε λόγος να τα φάνε – καθαρά για το σημάδι.

    * * * * * * * * * * * * * * * * * *
    Στην Κάλυμνο η σφεντόνα λέγεται κουτελλαΐστικο. Μια συγκεκριμένη οικογένεια, οι Κουτελλάδες, βοσκοί, είχαν επί γενιές καλλιεργήσει τόσο πολύ την τέχνη της κατασκευής της σφεντόνας ώστε το όνομά τους υιοθετήθηκε από έναν ολόκληρο πληθυσμό για το αντικείμενο. Και έχω ακούσει το εξής σχόλιο: «Παλιά εμείς είχαμε τα κουτελλαΐστικα και χτυπάγαμε πουλιά. Ου, πόσα πουλιά χτυπάγαμε! Αφού ήταν γεμάτος ο τόπος πουλιά. Μετά ήρθαν τα αεροβόλα που χτυπάγαν καλύτερα, όμως από τότε τα πουλιά χάθηκαν, κρίμα…» Για φαντάσου! Πάνω που έμαθε ο γάιδαρος να ζει χωρίς σανό, πήγε και πέθανε…

  26. atheofobos said

    21-22
    Τα καπάκια των αναψυκτικών ήσαν πάντοτε αντικείμενο συλλογής των πιτσιρικάδων και έχω γράψει και σχετικό ποστ με αναμνήσεις της εποχής.
    ΤΑ ΚΑΠΑΚΙΑ
    http://www.atheofobos2.blogspot.gr/2009/12/blog-post_12.html

  27. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    9.>>Τσιπαρόσκα, τσατάλα ή τσατάλι
    -Ντιχάλι* σ ΄εμάς (διχάλι).
    Ντιχάλι, λάστιχα και πετσί, τα μέρη του λάστιχου(της καθ ημάς σφεντόνας).Λέγανε όμως «σφεντονίζω» , πετώ κάτι με δύναμη.
    Τσίτα νομίζω λέγανε το ποδαράκι του » Υ «.Θα ρωτήσω αρμοδίως.
    Ως κορίτσι εγώ, δεν νοείτο να έχω σφεντόνα, μόνο κουτσούνες.(Αμ δε!)
    Πουλάγαμε λάστιχα στο μαγαζί τότε.Άσπρα απο μια εποχή κι ύστερα. Αλλιώς, κόβανε λουριδίτσες από σαμπρέλες(και πού να τις βρεις διαθέσιμες για τέτοια χειροτεχνία, αφού οι μεγάλοι τις καπαρώνανε κατ ευθείαν γιατί πάντα κάνανε για πολλές(και σοβαρές) χρήσεις αυτά τα μαλακά πλαστικά.
    *Ντιχαλόβεργα το διχαλωτό ραβδί-στήριγμα που κρατούσε το φόρτωμα στη μια πλευρά του ζώου ώσπου να φορτωθεί κι η άλλη,να μην αναποδογυρίσει το σαμάρι. Αν δεν ήταν πρόχειρη στην αυλή, «τρέχα ‘Εφη ν ανεβαστάς του παππού να ξεφορτώσει», διότι και στο ξεφόρτωμα ήταν το ίδιο απαραίτητη η ντιχαλόβεργα.

    >>25.Ο φόνος ως παιχνίδι
    Πέπε αν το δούμε με τα τωρινά μας δεδομένα μπορεί να το πούμε έτσι.
    Δεν ήταν παιχνίδι το κυνήγι των πουλιών τότε. Μετά έγινε.Να σπας δακοπαγίδες ήταν η σκανταλιά. Παιχνίδι ήταν να ξεμετριέσαι πόσο μακριά πας το σημάδι. Δυνατό χέρι και καλό λάστιχο. Α σημαδεύαμε αραιά και που και την καμπάνα να ξαφνιάζουμε τον αγαθό παπα-Μανώλη.

  28. Theo said

    Καλημέρα σε όλους!

    Τι ευχάριστη έκπληξη η σημερινή ανάρτηση με τα αφηγήματα του αγαπημένου μου θείου Μάρκου (που τα ξαναδιάβασα με την ευκαιρία)!
    Οι περιγραφές των παιχνιδιών στην Έδεσσα της δεκαετίας του ’40 μου θύμισαν τα δικά μας παιχνίδια στην Έδεσσα της δεκαετίας του ’60. Σχεδόν απαράλλακτα όλα: Τα ίδια παιχνίδια, οι ίδιοι τόποι, η ίδια ορολογία. (Μόνο το «μπίς καρφία» δεν ανακαλώ, ενώ το «ουτφαρλές» το θυμάμαι αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω τι σημαίνει· είναι τούρκικο; μπορεί κάποιος να βοηθήσει

  29. Theo said

    Κάποιον ιό έχει κολλήσει ο υπολογιστής μου, που βδομάδες τώρα δεν έχω καταφέρει να τον αφαιρέσω και να διορθώσω τις ζημιές που μου έχει κάνει. Όταν ευκαιρήσω, σκοπεύω να φορμάρω τον δίσκο και να τον επαναφέρω σ’ ένα χρονικό σημείο που λειτουργούσε καλά. Έτσι, είχε «κολλήσει» προηγουμένως, και, προσπαθώντας να γράψω το σχόλιό μου, το έστειλα ημιτελές. Το στέλνω ολόκληρο τώρα.

    Καλημέρα σε όλους!

    Τι ευχάριστη έκπληξη η σημερινή ανάρτηση με τα αφηγήματα του αγαπημένου μου θείου Μάρκου (που τα ξαναδιάβασα με την ευκαιρία)!
    Οι περιγραφές των παιχνιδιών στην Έδεσσα της δεκαετίας του ’40 μου θύμισαν τα δικά μας παιχνίδια στην ίδια πόλη, τη δεκαετία του ’60.
    Σχεδόν απαράλλακτα όλα: Τα ίδια παιχνίδια, οι ίδιοι τόποι, η ίδια ορολογία. (Μόνο το «μπίς καρφία» δεν ανακαλώ, ενώ το “ουτφαρλές” το θυμάμαι αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω τι σημαίνει· είναι τούρκικο; μπορεί κάποιος να βοηθήσει;)

    Παίζαμε κι εμείς «μπίλιες» (έτσι, από τις γυάλινες, λέγαμε το παιχνίδι· «κουρσούμια» λέγαμε τις μεγάλες σιδερένιες μπίλιες) σε κάποια χαντάκια, στα ρείθρα των χωματόδρομων της γειτονιάς μας, που την ίδια δεκαετία ασφαλτοστρώθηκαν. Μόνο ο δικός μας δρόμος, η Υποσμηναγού Μιχαηλίδη (αεροπόρου που έμενε στο διπλανό μας σπίτι και σκοτώθηκε το ’40-’41), άντεξε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μια και ήταν ένα αριστοτεχνικά φτιαγμένο καλντερίμι, μάλλον από προσφυγες πετράδες, με μεγάλες, λείες και καλοαρμοσμένες πέτρες που ενώνονταν στη βάση τους ενώ στην επιφάνειά τους χωρίζονταν από χώμα. Δεν μπορούσαν να τις ξεριζώσουν και αναγκάστηκαν να ρίξουν την άσφαλτο πάνω τους. Όταν έγινε αυτό, πήρα την απόφαση πως η παιδική μου ηλικία είχε ανεπιστρεπτί περάσει.

    Τις σφεντόνες τις λέγαμε σαΐτες. Ποτέ μου δεν απέκτησα μία, γιατί λυπόμουν τα πουλάκια ή τις λάμπες του ηλεκτρικού που σημάδευαν οι φίλοι μου. Πολλές φορές λύγιζαν καρφιά 4-5 εκ. στα δύο και τα εκτόξευαν ως βλήματα.

    Το Μισιρί της δεκαετίας του ’60 ήταν μια γειτονιά με αυθαίρετα σε μια πλαγιά στα βόρεια του σιδηροδρομικού σταθμού που οριοθετούσε την πόλη. (Μάλλον, δυο δεκαετίες πριν, θα ήταν καλαμποκότοπος, όπως γράφει ο Μέσκος.) Επειδή το κατοικούσαν αρκετοί Ρομά, φανταζόμουν πως ονομάστηκε έτσι λόγω της καταγωγής τους από το Μισίρι=Αίγυπτο.

    @21, 22, 26:
    Παίζαμε κι εμείς παιχνίδια με τα καπάκια των αναψυκτικών, συχνά με πλαστελίνη μέσα τους και τα λέγαμε «τζιτζίγκια».

  30. Γς said

    Κουρσούμια:

    μεταλλικά σφαιρίδια από ρουλεμάν [κυλισιοτριβέα]

    Κι ήταν τα ρουλεμάν κάτι το φανταστικό. Με έναν τάκο, δύο λαμάκια και τα κατάλληλα ξύλα [ψαροκασέλας π.χ.] έφτιαχνες πατίνι που φύσαγε:

  31. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    11,12 Παναγιώτη Κ. οι πιτσιρίκοι του Μητρόπουλου, ωραία υπόμνηση.
    Τα ποιήματα του Μέσκου στο μυαλό΄μου είναι πάλι αφηγήσεις.Τοπία.Δρόμοι ή στενά, σοκάκια ή μονοπάτια με εικόνες και ήχους και ψιθύρους και υπόκωφους ή γοερούς λιγμούς στην εξοχή την πόλη ή στο δάσος.Πορείες, στην»πόλη» ή στο «δάσος»

    Τρυκ στην πατέντα για να πετύχει:
    Το σκοινί το δένεις σφιχτά με λεπτό σύρμα στη στενόμακρη πετρούλα που εκφενδονίζεις.

  32. sarant said

    Kαλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα και τα δεύτερα σχόλια. Σήμερα να με συμπαθάτε, λείπω από το πρωί.

    Χαίρομαι που σας άρεσε το θέμα και διάβασα με πολλή προσοχή όσα γράψατε και τα χάρηκα κιόλας.

    28-29: Σε σκέφτηκα όταν το ανέβαζα 🙂

  33. Γς said

    Γράφει η Αννα Σύλλα [η δικιά μας] στο ΦΒ:

    «Οδηγείς, λέει, σε έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο… Όλοι οδηγούμε σε κάποιον αυτοκινητόδρομο…
    Οδηγείς προσεκτικά. Τηρείς τον ΚΟΚ, συντηρείς όσο μπορείς το όχημα σου… μια χαρά… Ε, όχι πάντα και «μια χαρά». Όσο να είναι, έχεις και τα προβλήματα σου. Άλλοτε ομίχλες, ολισθηρότητα του οδοστρώματος, κάποιος με επικίνδυνες προσπεράσεις. Αναμενόμενα πράγματα σε μια «πορεία» στον «αυτοκινητόδρομο». Άλλοτε, το service που αμέλησες να κάνεις, κανένα λάστιχο στην μέση της ερημιάς, ο συνοδηγός σου (πάντα σχεδόν, έχεις κάποιον συνοδηγό, που μοιράζεστε την οδήγηση) που μπορεί να κουράστηκε, ή να νύσταξε και επιμένει να οδηγεί… Κι εσύ… ζητάς να πάρεις το τιμόνι… κι εκείνος «όχι… δεν θέλω να κουράζεσαι, θα οδηγώ εγώ»… κι εσύ να επιμένεις και να παίρνεις την θέση του οδηγού με το ζόρι… Και χαμογελάς καθώς κοιτάζοντας τον λοξά, βλέπεις πως αποκοιμιέται σχεδόν αμέσως… και «τί εγωίσταρος» σκέφτεσαι και «καλά που επέμενα να ξεκουραστεί λίγο»… Και βάζεις τους υαλοκαθαριστήρες στο γρήγορο, γιατί άρχισε πάλι να βρέχει και βάζεις στο CD και την Ελεωνόρα, να σου λέει εκείνο το υπέροχο «… αχ νά’ξερες τι δύναμη, μου δίνει η δύναμη σου…», και όλα , μια χαρά, ώσπου…
    …ώσπου, μέσα στο ψιλόβροχο, μπροστά σου, «διπλώνει» μια νταλίκα και… έρχεται με χίλια, ίσα κατά πάνω σου…
    Κλείνεις τα μάτια σου… κι ακούς τον κρότο από σπασμένα γυαλιά και τσαλακωμένες λαμαρίνες…
    ………………………………..
    Ή ένα ευχάριστο, ή ένα δυσάρεστο, μπορούν να συμβούν τότε:
    Το ευχάριστο είναι, να… ανοίξεις τα μάτια, ξυπνώντας απότομα μέσα στην νύχτα… μέσα στην σιγουριά του κρεβατιού σου και να καταλάβεις πως όλα, ήταν ένας… εφιάλτης.
    Το δυσάρεστο είναι, να ανοίξεις τα μάτια και να δεις, πως η «νταλίκα» έπεσε πάνω στον συνοδηγό σου, (ναι… ναι… αυτόν, που επέμενες να αναπαυθεί δίπλα σου), ενώ εσύ, δεν έχεις… ούτε γρατζουνιά…
    ———————————
    Όμως… υπάρχει και κάτι άλλο, που μπορεί να συμβεί και ήδη… άρχισε.
    Άρχισε να βρέχει, όχι όμως αυτή η βροχή που όλοι ξέρουμε, αλλά… άρχισε να πέφτει μια… «χρυσή βροχή»… ερωτική… γόνιμη… σαν την χρυσή βροχή, που πέφτοντας (σταγόνα-σταγόνα στην αρχή και σαν ορμητική καταιγίδα αμέσως μετά) πάνω στους ολόλευκους «διψασμένους» μηρούς της «Δανάης»… φέρνει μια «λύτρωση», απ’ όλους τους καημούς του κόσμου τούτου… Φέρνει μια ανάσα ζωής.
    Ήδη… άρχισε.»

    Ωραίο δεν είναι;
    Της απάντησα:

    Καλή λευτεριά!
    [και της έβαλα και το τσελινικό]

  34. Γς said

    31:
    >Το σκοινί το δένεις σφιχτά με λεπτό σύρμα στη στενόμακρη πετρούλα που εκφενδονίζεις.

    Στην πετρούλα δένεις [ελαφρή σε σχέση με το σκοινί] σπάγκο. Το σκοινί έπεται. Σαν τα σκοινιά που πετουν από το πλόιο στην αποβάθρα για να τραβήξουν τα παλαμάρια…

  35. Ξέχασα την αυτοσχέδια σφεντόνα από ένα κοινό λαστιχάκι που στερεώναμε μεταξύ αντίχειρα και δείκτη και με το οποίο πετάγαμε τεντώνοντας το λάστιχο μετο άλλο χέρι τα δίπροκα που παίρναμε από το χρωματοπολείο. Οταν δεν υπήρχε χαρτζηλίκι για δίπροκα λυγίζαμε στη μέση τις καρφίτσες- τότε λύγιζαν σήμερα σπάνε σαν τις βελόνες γιατί έχουνε μπασταρδέψει το υλικό

  36. Γς said

    συνδετήρες

  37. BLOG_OTI_NANAI said

    30: Ρουλεμάν! Τι είπες τώρα… Ρουλεμάν… Άρχοντας όποιος τα είχε και έφτιαχνε πατίνι!
    Επίσης δεκαετία του ’70, μανία με τα χαρτάκια και τα σχετικά άλμπουμ που γέμιζαν σιγά-σιγά. Η γκοφρέτα «ΣΑΦΑΡΙ» είχε ιστορίες με τον Ταρζάν. Τα χαρτάκια με τους ποδοσφαιριστές με τις πολύχρωμες φανέλες, περιττό να πω ότι έμοιαζαν στα μάτια μας θησαυρός. Πόση ζήλια όταν κάποια παιδάκια είχαν χοντρούς πάκους με χαρτάκια και είχαν όλα τα «σπάνια» που έψαχνες αλλά δεν έβρισκες. Νομίζω «πλακωτό» λέγαμε το παιχνίδι όπου δύο παίκτες «κολλούσαν» ο καθένας με τη σειρά του ένα χαρτάκι στον τοίχο, το άφηναν να πέσει, και μπορούσες να κερδίσεις όσα χαρτάκια σκέπαζε το χαρτάκι σου πέφτοντας, ακόμα κι αν μια ακρούλα του χαρτιού ακουμπούσε χαρτάκι του αντιπάλου. Κάναμε και ανταλλαγές και βεβαίως, όποιος είχε λίγα χαρτάκια και ήθελε ανταλλαγή, εκείνοι που είχαν τα πολλά, τον κοίταζαν σαν… κατώτερο που τολμά να ζητά ανταλλαγή από αυτούς που είχαν σχεδόν τα πάντα!

  38. Y. G. said

    29. Γραψατε : » ήταν ένα αριστοτεχνικά φτιαγμένο καλντερίμι, μάλλον από προσφυγες πετράδες, με μεγάλες, λείες και καλοαρμοσμένες πέτρες που ενώνονταν στη βάση τους ενώ στην επιφάνειά τους χωρίζονταν από χώμα. Δεν μπορούσαν να τις ξεριζώσουν και αναγκάστηκαν να ρίξουν την άσφαλτο πάνω τους.»

    Καφριλα ueber alles 😦

  39. BLOG_OTI_NANAI said

    Θυμήθηκα τώρα και τα φυσοκάλαμα! Στα γιαπιά βρίσκαμε κομμάτια από το κούφιο γκρι πλαστικό των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων. Μετά κανονίζαμε πόλεμο ανάμεσα σε γειτονιές που τις λέγαμε με το όνομα της ενορίας. Γεμίζαμε τις τσέπες με τους στρογγυλούς πράσινους καρπούς κάποιων διασκοσμητικών φυτών (δεν θυμάμαι το όνομα τους) και πηγαίναμε για τη μάχη. Τους καρπούς αυτούς τους λέγαμε «μπιρμπιλόνια», τους βάζαμε μέσα στο φυσοκάλαμο και φυσώντας πήγαινε το βόλι να πετύχει τον αντίπαλο. Μερικοί είχαν και τεχνική, έβαζαν 2-3 «μπιρμπιλόνια» μέσα στο στόμα και έκαναν το φυσοκάλαμο… επαναληπτικό και δεν χρειάζονταν να γεμίζουν με το χέρι ένα-ένα κάθε φορά.

  40. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    34. Aκριβώς δάσκαλε!
    σπάγκο ή και σύρμα για να «γλιστράει» στο πρώτο κομμάτι γιατί αν έχει φυλλωσιές και πυκνά κλαδιά, ελλοχεύουν μπελάδες. Θέλει ‘πιτήδεια επιμήκυνση αλλιώς μπερδεύει κλπ. Αν μάλιστα έχεις και πλακουτσό ιμάντα να προσδέσεις και να το οδηγήσεις στην επιφάνεια της κλάρας που θες να ρίξεις, είναι πολύ ευκολότερο. Μεγαλώνει το σημείο «αγκαλιάσματος» και κουμαντάρεται πιο πετυχημένα.
    Σαν σελίδα ο κήπος το Νοέμβρη το πήγαμε 🙂 .
    Να διαλέξω ένα στίχο του Μέσκου να κλείσω:
    μακρινή μου πόλη
    σπίτι μυθικό σε φτάνω
    ξαστέρωσε μ’ όλο το φως
    και τώρα ο δρόμος νάτος
    να η πλαγιά να η αυλή
    να τ’ ονειρεμένο δέντρο
    και να του ανθρώπου χνάρι…
    «Τα φαντάσματα της ελευθερίας» 1979

  41. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    39 – Τα μπιρμπιλόνια τα παίρναμε απο τις ακακίες, τα δέντρα που ήταν στα πεζοδρόμια, συνήθως οι κοινότητα τα φύτευε.Θυμάμαι τον Φου Κου Νου Ψου (φύλακας κοινότητας νέου ψυχικού) όπως τον λέγαμε που μας κυνηγούσε όταν τα κόβαμε. Στα φυσοκάλαμα βάζαμε και στόχαστρο μπροστά, ενα μικρό κοματάκι τυλιγμένο με μονωτική ταινία, και δύο καρφίτσες περασμένες σταυρωτά.

  42. Γς said

    Οι κατασκευές με μπιρμπιλόνια και σπιρτόξυλα;
    Καρέκλίτσες, τραπεζάκια κλπ.

    Ο Γς ήταν τέλειος κατασκευαστής αλλά και προμηθευτής [+συντηρητής] στα κοριτσάκια.
    Ξέρετε εκείνα με τις χαλκομανίες, τα αγγελάκια και τα ωραία μαγουλάκια.

    Ο Γς προχτές, είχε πιει και λίγο, θυμήθηκε τα παιδικάτα του και νόμισε ότι ήταν τότε.
    Οδηγούσε και μόλις η διπλανή του γύρισε το πρόσωπό της απ το παράθυρο που κοίταζε έξω, την φίλησε.
    Ηταν σαν τότε. Και της άρεσε…

  43. Έχει τύχει να ξαναπούμε μερικά, ή κι όλα. Μου κάνει εντύπωση, πάντα, η παραλλαγή των λέξεων, από τόπο σε τόπο:

    [i]κουρσούμια [/i] (μόλυβδος), πάντα παρμένα από ρουλεμάν, [i]γκάζες[/i] οι γυάλινες· [i]μπας[/i], σπανιότερα μπαζ, το ένα παιχνίδι με γκάζες και κουρσούμια, σαν αυτό που περιγράφει το αφήγημα (μπας ήταν το πρώτο ακριβό αντικείμενο της γραμμής -γκάζες ήταν κι αυτά- [i]παραμπάς[/i] το δεύτερο· [i]τρούπκα[/i] (τρύπα) το άλλο παιχνίδι, [i]γκάγκαλος[/i] άμα την έβρισκες με την πρώτη από τη γραμμή, [i]τσόρτσοπ[/i] έλεγες για να καθαρίσεις το χώμα ανάμεσα στην μπίλια σου και του αντιπάλου που σημάδευες· κι η σφεντόνα, [i]τσατάλα[/i], βέβαια.

  44. 4,6,9++
    Το τσατάλι είναι κι αυτό τουρκικό από το çatal, όπως στον μεγαλύτερο και καλύτερα διατηρημένο νεολιθικό καταυλισμό στην τοποθεσία Çatalhöyük (çatal is Turkish for «fork», höyük for «mound», λέει η Βίκη).

  45. BLOG_OTI_NANAI said

    41: Σωστό, βάζαμε και στόχαστρο με μονωτική.
    Για τα φυτά κοίταξα στη Google, αλλά τα φυτά που θυμάμαι δεν ήταν οι Ακακίες. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ήταν αυτά (Αγγελικές), και τους καρπούς της είχαμε για μπιρμπιλόνια.

  46. Μαρία said

    14
    Σε μας τσολάκης είναι ο çolak=κουλός, μονόχειρας. Λέμε σε αδέξιο: τσουλάτκο είναι το χέρι σου!

  47. Σωτήρς said

    Εμείς μπιρμπιλόνια λέγαμε τους πράσινους καρπούς του φοίνικα. Μεγάλοι, σκληροί και ελαστικοί συνάμα ότι πρέπει για μπιρμπιλοπόλεμο (τη δεκαετία του ’90 έπαιζα για να καταλάβετε την ηλικία μου).

    -ψιλοάσχετο
    Σήμερα είναι η μνήμη του Συμεών Οσίου του Μεταφραστού. Να ζήσουν οι μεταφραστές.

  48. Theo said

    @29:

    Τώρα που ξαναδιαβάζω τα Παιχνίδια στον Παράδεισο, σκέφτομαι μήπως μπέρδεψα το Μισιρί (που μάλλον είναι η γειτονιά δίπλα στο Σιλιβί, στα βορειοδυτικά της πόλης) με το Καραμάν.
    Σε δυο μήνες κλείνω τα 59 και ξεχνάω πολύ. Ενώ ο Μέσκος, 21 χρόνια μεγαλύτερός μου, πόσο καλά τα θυμάται! Όταν πηγαίνει στην Έδεσσα ανακαλεί συνοικέσια πεντηκονταετίας και βάλε, κι οι φίλοι και γνωστοί του τον αποκαλούν ληξίαρχο.

    @39, 41, 42:
    Με τα φυσοκάλαμα στην Έδεσσα εκτοξεύαμε καράμπο(υ)μπα.
    Ο Μέσκoς στα Παιχνίδια στον Παράδεισο αφιερώνει ένα κεφάλαιο σ’ αυτούς τους ταπεινούς καρπούς. Αντιγράφω κάποια αποσπάσματα:

    Ποτέ μου δεν θυμάμαι τον ανθό του δέντρου. Τι χρώμα να ‘χε; Ή όσο κρατούσε στο κλαρί, ο ήλιος το συντηρούσε ή το χαντάκωνε η βροχή; Και ομίχλη βέβαια αλλά από βροχή τίποτε άλλο στον τόπο μας. Τσιούρ, τσιούρ, τσιούρ μερόνυχτα ατέλειωτα, βδομάδες και μήνες ακόμη, χορταίνει για τα καλά ο κόσμος. Βροχή χρυσάφι μα και καταστροφή για τα σπαρτά, όμως νανούρισμα πρώτης γι’ αυτούς που κοιμούνται κάτω από πισσόχαρτα και λαμαρίνες. Να μην έχει και η φτώχεια τα καλά της;

    Μετά τον ανθό ο καρπός. Ένα πράσινο κεφαλάκι όσο το σχήμα καρφίτσας χρωματιστής, φουσκώνει σιγά σιγά με τον καιρό στο περιθώριο των άλλων φρούτων, κιτρινίζει ο φλοιός γίνεται το χρώμα καφέ, ωρίμασε ο καρπός τώρα κι είναι το μέγεθός του όσο μια μικρή γκαζιά, στο τέλος μαύρος. Τότε γλυκός πολύ και τον τρώγαμε, τη φλούδα του δηλαδή και το ελάχιστο κίτρινο του ψωμιού του, ενώ έμενε το κουκούτσι ολοστρόγγυλο κι αυτό, μεγάλο σε σχέση με τον καρπό. Τη γλύκα την κρατούσαμε πολλή ώρα στο στόμα, το κουκούτσι το φτύναμε. Να πούμε και το πώς.

    Στους όχτους, συνήθως, πλάι στα ποτάμια οι καλαμιώνες. Από κει κόβαμε τα καλάμια, δυο τρία φτάναν για όλη τη γειτονιά. Τα λιανίζαμε κατόπιν σ’ ένα μήκος δεκαπέντε ώς είκοσι πόντους, μπρος πίσω ανοιχτό και η διάμετρος όχι πολύ μεγάλη, όσο να κυκλοφορεί εύκολα το κουκούτσι απ’ το καράμπομπο. Το καθαρίζαμε καλά εσωτερικά, οι σπόνδυλοι δεν υπήρχαν αφού το διάστημα ανάμεσα σε δυο απ’ αυτούς μας χρησίμευε. Αυτό θέλαμε.
    […]
    Τραβούσαμε λοιπόν και μια πλάγια μαχαιριά στην έξοδο του καλαμιού και να ‘σου οι καλοί μας, ανεβασμένοι στα χαμηλά ντουβαράκια, στη σειρά η παρέα, να φουσκώνουν οι τζέπες από τα καράμπομπα και ν’ αδειάζουν λίγο λίγο φυσώντας τα κουκούτσια μέσα από το καλάμι. Μυρηκάζαμε ώρες ατέλειωτες τα καράμπομπα και όχι ένα ένα στο στόμα, πολλά, γλύκα μεγάλη και βολή κατά ριπάς. Στόχοι μας οι περαστικοί, κάποιο φύλλο δέντρου ή μίσχος λουλουδιού.
    […]
    Ταπεινά καράμπομπα λοιπόν και καραμπομπιές! Α, δέντρα ωραία, ψηλά, φύλλα λεπτά και στα κλώνια σπουργίτια σπουργιτάκια. Αλήθεια πώς ονομάζεται η καραμπομπιά επίσημα; Σημύδα μήπως ή κάνω λάθος; Πολλά τέτοια δέντρα γύρω από την πόλη. Και στην ντουρμπίνα του Σεφερτζή και σ’ όλο το λόγγο και προς το Καραμάν. Μα εμείς καμαρώναμε τις καραμπομπιές στους καταρράχτες, όχι στην ανωνυμία των βάτων, εκεί στα παλιά νεκροταφεία, τάφοι αγάλματα σταυροί φλόγες καντήλια λιβάνια λουλούδια πολλά. Το παυσίλυπο κοιμητήρι των νεκρών, των ζωντανών η μνήμη και το δάκρυ ‒ και πέρα από τούτα η απόφαση των Γερμανών να μεταφερθεί το νεκροταφείο από τους καταρράχτες, να γίνει πάρκο, πράγμα που έγινε τελικά, μα πριν φανατικοί των τάφων και των νεκρών τους, ημέρα μετακομίζανε οι Γερμανοί τα σημάδια, νύχτα εκείνοι επιστρέφανε στη θέση τους βακούφια όσια και ιερά.

    Ετάχθη από παλιά οι τάφοι να ‘ναι εδώ, ισχυρίζονταν, πώς τώρα ξένοι άνθρωποι μάς αναποδογυρίζουν τις συνήθειες;

    Λέγαν οι παλιοί πως το έργο της τιθάσσευσης των σκόρπιων νερών και της διαμόρφωσης του πάρκου των καταρραχτών με τρεις ποταμοβραχίονες (ποτάμια που λέμε οι Εδεσσαίοι) το είχε αναλάβει ο Γερμανός λοχίας Φριτς. Πήγαινε στα καφενεία, μάζευε τους αργόσχολους και τους έβαζε να δουλεύουν στους καταρράχτες. Σε λίγες μέρες οι εν λόγω άεργοι άρχισαν να συναντιούνται όχι σε καφενεία μα σε κουρεία, ψιλικατζίδικα κλπ. Το μυρίστηκε ο Φριτς και τους μάζευε κι από εκεί.
    Τα οστά τα πετούσανε λίγο παραπέρα, και τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο με τα κρανία των νεκρών. Σκληρές εποχές…

    Μια δυο δεκαετίες μετά ο Φριτς επισκέφτηκε την Έδεσσα ως τουρίστας, κι οι Εδεσσαίοι τον υποδέχτηκαν με τιμές κι ευγνωμοσύνη για το έργο του που προέβαλε τουριστικά την πόλη.

    Και κάτι για τον τίτλο του βιβλίου:
    Παράδεισος είναι η παιδική ηλικία αλλά κι ένα μικρό πάρκο δίπλα στη Μεραρχία, κάποιες εκατοντάδες μέτρα από το πατρικό του ποιητή. Έχει, λοιπόν, κι ο τίτλος μιαν αμφισημία.

    Κοπυπαστώ και το ποίημα του Μέσκου που μου αρέσει περισσότερο: το Άλογο, γραμμένο στην Αθήνα, τον καιρό της χούντας, από τον ποιητή που το 1965 από τις οχλήσεις των χωροφυλάκων αναγκάστηκε να ξενιτευτεί από τη μητέρα πατρίδα του: το ελεγείο στην απουσία της Έδεσσας, που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Μητριά πατρίδα:

    Στην Αθήνα Μάη μήνα τα κεράσια είκοσι δραχμές.

    Κυριακή πρωί περιστέρια ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες
    και στον μαύρο αχό από την αρωματισμένη φωνή του ανθοπώλη.
    Θλιβερά βοσκοτόπια τεχνητών γονιμοποιήσεων, ζώα πίσω από
    το μαστίγιο στα δυο σούζα και η ματιά τρία μέτρα όσο το
    κόκκινο κύμα στο απέναντι ερείπιο. Εσύ πού πας;
    Τα παιδιά βγαίνουν περίπατο στο πάρκο φτερά δεν πουλάνε
    στεφάνια πλαστικά της Πρωτομαγιάς και των μνημάτων ναι.

    (Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου
    τα γρόσια σου δεν λάμπουν). Θα περάσουμε κι εμείς τη νιότη—
    βαθιά στο τέλος του καλοκαιριού θα χαθούμε… Αχ! πόλη
    που με γέννησες δεν μ’ ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
    μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω πίσω κόβω κλαρί
    πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα —τυφλό άλογο περπατώ
    και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του.

    Τα κεράσια στην Έδεσσα τα κόβεις ελεύθερα από τους μπαχτσέδες. Στην Αθήνα, με τα περιστέρια ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες, αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής, όλα έχουν εμπορευματοποιηθεί.

  49. BLOG_OTI_NANAI said

    43: Η μορφοποίηση στο WordPress θέλει τις γωνιώδεις αγκύλες και ο κώδικας είναι έτσι:

    ΠΛΑΓΙΑ =

    ΕΝΤΟΝΑ =

    ΛΙΝΚ ΜΕ ΚΕΙΜΕΝΟ = δες εδώ

    Σε όλες τις παραπάνω γωνιώδεις αγκύλες έχω προσθέσει και ένα «κενό» (space) διότι αλλιώς δεν θα φαίνονταν στο σχόλιο. Όταν βγάλουμε το κενό αυτό, ο κώδικας ενεργοποιείται.

    Ένας ιστότοπος όπου μπορεί κανείς να δοκιμάσει πώς φαίνεται το σχόλιο του (preview) σε WordPress είναι ΑΥΤΟΣ.

    (ΠΡΟΣΟΧΗ: μόνο οι αλλαγές παραγράφων δεν φαίνονται όπως στο ιστολόγιο του Νίκου).

    Ο πιο γρήγορος τρόπος για να έχει κανείς πρόχειρους τους κώδικες αυτούς, είναι να τους αποθηκεύσει σε ένα TXT αρχείο και να το βάλει π.χ. στην επιφάνεια εργασίας ώστε να το έχει πάντα εύχερο.

  50. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    46. Τσολπάς, ο ατζαμής, ο ανίδεος χαρτοπαίχτης. (Δεν ξέρω βέβαια αν έχει καμιά σχέση)

  51. BLOG_OTI_NANAI said

    49: Κρίμα… Στο παρόν ιστολόγιο ΟΛΕΣ οι γωνιώδεις αγκύλες αποτελούν… μαύρη τρύπα και εξαφανίζουν οτιδήποτε βρίσκεται ανάμεσα τους. Γι’ αυτό τα παραπάνω που έγραψα φαίνονται κενά…

  52. Theo said

    Τα μπέρδεψα με τα όρθια και πλάγια:
    Τις παρακάτω παραγράφους, που είναι δικά μου σχόλια, ήθελα να τις αναρτήσω με όρθια:

    Λέγαν οι παλιοί πως το έργο της τιθάσσευσης των σκόρπιων νερών και της διαμόρφωσης του πάρκου των καταρραχτών με τρεις ποταμοβραχίονες (ποτάμια που λέμε οι Εδεσσαίοι) το είχε αναλάβει ο Γερμανός λοχίας Φριτς. Πήγαινε στα καφενεία, μάζευε τους αργόσχολους και τους έβαζε να δουλεύουν στους καταρράχτες. Σε λίγες μέρες οι εν λόγω άεργοι άρχισαν να συναντιούνται όχι σε καφενεία μα σε κουρεία, ψιλικατζίδικα κλπ. Το μυρίστηκε ο Φριτς και τους μάζευε κι από εκεί.
    Τα οστά τα πετούσανε λίγο παραπέρα, και τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο με τα κρανία των νεκρών. Σκληρές εποχές…

    Μια δυο δεκαετίες μετά ο Φριτς επισκέφτηκε την Έδεσσα ως τουρίστας, κι οι Εδεσσαίοι τον υποδέχτηκαν με τιμές κι ευγνωμοσύνη για το έργο του που προέβαλε τουριστικά την πόλη.

    Και κάτι για τον τίτλο του βιβλίου:
    Παράδεισος είναι η παιδική ηλικία αλλά κι ένα μικρό πάρκο δίπλα στη Μεραρχία, κάποιες εκατοντάδες μέτρα από το πατρικό του ποιητή. Έχει, λοιπόν, κι ο τίτλος μιαν αμφισημία.

    Κοπυπαστώ και το ποίημα του Μέσκου που μου αρέσει περισσότερο: το Άλογο, γραμμένο στην Αθήνα, τον καιρό της χούντας, από τον ποιητή που το 1965 από τις οχλήσεις των χωροφυλάκων αναγκάστηκε να ξενιτευτεί από τη μητέρα πατρίδα του: το ελεγείο στην απουσία της Έδεσσας, που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Μητριά πατρίδα:

    Και το copy paste από εδώ.

  53. Μαρία said

    50
    çolpa =αδέξιος βλέπω στο λεξικό

  54. Theo said

    @10:
    Οι σκηνές από τις ιστορίες του Μέσκου μου θύμισαν κάποιες αριστουργηματικές ταινίες του Ιρανικού κιν/φου

    Λες ν’ αγαπώ τις ταινίες του Κιαροστάμι, του Μαχμαλμπάφ, του Παναχί και του Μαζιντί γιατί αγαπώ και τον Μέσκο; Ή γιατί παραμένω βαθιά μέσα μου παιδί;

  55. 49: Δε λες αλήθεια; 🙂

  56. Πέπε said

    @27:

    > > Ο φόνος ως παιχνίδι
    Πέπε αν το δούμε με τα τωρινά μας δεδομένα μπορεί να το πούμε έτσι.
    Δεν ήταν παιχνίδι το κυνήγι των πουλιών τότε. Μετά έγινε.

    Αλλά τι ήταν, βιοπορισμός; Ο συγγραφέας το λέει ξεκάθαρα: «τα ψήναμε και τα τρώγαμε – ποτέ όμως την κάργια». Ας δεχτούμε ότι τα έτρωγαν από ανάγκη. Την κάργια που δεν τρωγόταν;

  57. Blog_oti_nanai, αν κάποιος εδώ μέσα τα ξέρει αυτά (και πάμπολλα άλλα) είναι ο Στάζυμπος. Αλλά quandoque bonus dormitat Homerus!
    Ας το ξαναπούμε πάντως για όσους το χρειάζονται. Για πλάγια στοιχεία (ή όπως αλλιώς λέγονται στα ελληνικά τα italica), γράφουμε <i>πλάγια</i>, για βαρυτυπωμένα γράφουμε <b>βαρυτυπωμένα</b>, για διαγεγραμμένα γράφουμε <s>διαγεγραμμένα</s>

  58. <strike>διαγεγραμμένα</strike>, όχι <s>διαγεγραμμένα</s>

    Όσο για το κυνήγι και το σκοτωμό μικρών ζώων, ήταν και είναι παιχνίδι, και παιχνίδι συναρπαστικό, έστω κι αν συμπλήρωνε πότε -πότε και το σιτηρέσιο. Μόνον η δέουσα διαπαιδαγώγηση το κάνει αποκρουστικό.

  59. #58 ή αυτό σε λειτουργία HTML, κι όχι BBcode…

  60. Πέπε said

    Για να δω, δουλεύει;

  61. Πέπε said

    Μωρέ μπράβο!

  62. Αυτό δουλεύει άραγε;

  63. Όχι, λοιπόν…

  64. spiral architect said

    @30: Ένσφαιρος τριβέας. 😉

  65. BLOG_OTI_NANAI said

    55: Α, εσύ είσαι μάστορας!

    57: Ναι, το διαπίστωσα! Πήγα κι εγώ να κάνω τον έξυπνο!

  66. Γς said

    42:

    Πάει και τελείωσε. Τα μπιρμπιλόνια που λέω εγώ ήταν από το δέντρο Μελιά [Μελία. Melia azedarach] που ήταν πολύ διαδεδομένο στην Αττική του 1950. Το λέγαμε και κομπολογιά ή μπιρμπιλονιά].
    Η μελιά κάνει «τσαμπιά» με εκατοντάδες μπιρμπιλόνια, τα οποία όταν ξεραθούν γίνονταν κίτρινα.

    Με αυτά τα μπιρμπιλόνια και σπιρτόξυλα κάναμε διάφορες κατασκευές όπως αυτή η καρεκλίτσα:

  67. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    45 – Πάνω που βρήκα το δέντρο με τα μπιρμπιλόνια και πήγα θριαμβευτικά να σου το ανακοινώσω, βλέπω στο τέλος των σχολίων να το έχει βάλλει ο τεράστιος Γς, πάντως για ακακία το θυμάμαι.

    58 – Συμφωνώ απόλυτα με την άποψή σου για το κυνήγι, αρρωστημένο είναι να βασανίζεις τα ζώα.

  68. sarant said

    Eυχαριστω πολύ για τα νεότερα. Τελευταία μέρα σήμερα στα πάτρια, ήμουν έξω.

    47: Ναι, γιορτάζουμε σήμερα 🙂

    48: Θεσσαλονίκη μένει ο Μέσκος;

    51: Όχι μόνο στο παρόν ιστολόγιο αλλά σε όλα τα ιστολόγια της wordpress. θαρρώ.

    66: Ναι, μελιά.

  69. Theo said

    @68γ:
    Ναι, από το 1980 ή 1981, στα Κωνσταντινουπολίτικα.

  70. Μαρία said

    68
    http://www.avgi.gr/article/1080902/markos-meskos-otan-me-plisiazei-o-thanatos-kinitopoiountai-oi-grafes-mou

  71. ΚΑΒ said

    http://postimg.org/image/nd8t69uun/

    66-68. Στα νησιά πασχαλιά γιατί ανθίζει τον Απρίλη μαζί με τη γνωστή πασχαλιά.

  72. ΚΑΒ said

    Η σφεντόνα εκτός από παιδικό παιχνίδι χρησιμοποιήθηκε βέβαια και ως φονικό όπλο. Ο Δαβίδ σκότωσε τον Γολιάθ με σφεντόνα και ο Ηρακλής, σύμφωνα με παράσταση σε μελανόμορφο αμφορέα, τις στυμφαλίδες όρνιθες.

  73. Να άλλη μια ευκαιρία ν’ αναδειχθεί η λεξιπενία του φίλου μου. Εκτός από τη σφεντόνα (λάστιχα, πέτρα), δεν ήξερε άλλη λέξη.

    Δεν έπαιξε ποτέ τέτοια παιχνίδια.

    Εγώ… κάτι καλύτερος ήμουν.

    Βέβαια, ό,τι διαβάσαμε ήταν ηθογραφικό. Λογοτεχνία ήταν; Πάντως, πολύτιμη μαρτυρία. Αυτό είναι σίγουρο

  74. @72 Η πολεμική σφεντόνα δεν ήταν η Υ αλλά λειτουργοπύσε με τη λεγόμενη ‘φυγόκεντρο’. Τη σβούριζαν πάνω από το κεφάλι τους και το ζητούμενο ήταν να την εξαπολύσουν την κατάλληλη στιγμή

  75. Μπιρμπιλόνια, αγριοπασχαλιές.

  76. Δεν εννοούσα πως ο Μέσκος δεν είναι λογοτέχνης. Αλλά το συγκεκριμένο κείμενο είναι πιο πολύ μαρτυρία παρά λογοτεχνία

  77. Theo said

    @76:
    Μαρτυρία, ναι, αλλά πόσο όμορφα γραμμένη!
    Με την ίδια (σχολαστική λογική), και κάποια κείμενα του Γιώργου Ιωάννου (όπως τα του βιβλίου Η πρωτεύουσα των προσφύγων) δεν είναι λογοτεχνία, αλλά τα προτιμώ από πολλά άλλα λογοτεχνικά και λογοτεχνίζοντα.

  78. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    53.>>çolpa =αδέξιος βλέπω στο λεξικό
    Α αυτούσιο! Στο καφενείο σχολιαζόταν όταν δεν ευχαριστιόντουσαν την πρέφα γιατί είτανε τσολπάς ο συμπαίχτης.
    Το κυνήγι των πουλιών με τη σφεντόνα από παιδιά, μου φαίνεται υπερβολή να το πούμε εξάσκηση στο φόνο. Αλλά απόψεις είν’ αυτές.

  79. sarant said

    77: Ακριβώς, τον Ιωάννου σκέφτηκα κι εγώ.

    78: Τσολπάς ο συμπαίχτης, πολύ καλό!

  80. Πέπε said

    78: Κάτσε βρε Έφη, τι παναπεί «να το πούμε εξάσκηση στο φόνο» ή «να μην το πούμε»; Το να σκοτώνεις πουλιά είναι φόνος πουλιών, δεν είναι θέμα λέξεων.

    Δεν υπαινίχθηκα (αν τυχόν έτσι φάνηκε) ότι είναι εξάσκηση ή προθάλαμος για άλλους φόνους.

  81. Πέπε said

    Επιτρέψτε μου να κάνω μια εκτός θέματος ερώτηση, κι ελπίζω να μη θαφτεί το πρωί από τα σχόλια της αυριανής ανάρτησης.

    Κάπου κάτι γράφω, κι έχω την εξής φράση:

    …έχουν διαμορφωθεί υπό συνθήκες που δεν υφίστανται πλέον: είτε τις προαναβιωτικές, είτε εκείνες της πρώιμης και όχι ακόμη επαισθητής ή πάντως όχι ακόμη εμπεδωμένης αναβίωσης.

    Μου σχολίασαν: «υπάρχει αυτή η λέξη (επαισθητή); Το ότι υπάρχει το «ανεπαίσθητη» δε σημαίνει ότι υπάρχει και το «επαισθητή»».

    Τσέκαρα τον Μπαμπινιώτη: όντως, δεν υπάρχει. Το ερώτημά μου είναι: αν θεωρώ ότι είναι ανάγκη, δικαιούμαι να την εισαγάγω; Μπορώ να στηριχτώ στο ότι είναι κατανοητή, γραμματικώς ορθή, και ότι μάλλον συμπτωματικά δεν έτυχε να τη χρησιμοποιήσει άλλος πιο πριν; Ή πρέπει να την αλλάξω; Και αν την αλλάξω, το «αισθητή» μάς κάνει; Το «ανεπαίσθητης ακόμη»;

    (Το κείμενο μιλάει για μια μουσική αναβίωση, και το απόσπασμα αναφέρεται στην αρχή-αρχή της περιόδου της αναβίωσης + στο τέλος της αμέσως προηγούμενης περιόδου. Παρέθεσα λίγο περισσότερο κείμενο απ’ όσο χρειάζεται, για να φανεί πόσο στριμωχτό είναι και ότι άρα δεν παίζει περιφραστική διατύπωση.)

    Ευχαριστώ πολύ.

  82. Πέπε said

    Τώρα που το ξανασκέφτομαι:

    Δεν είχα γράψει «ανεπαίσθητης ακόμη» γιατί το «ακόμη» έπρεπε να το ξαναχρησιμοποιήσω αμέσως μετά, στο «όχι ακόμη εμπεδωμένης» και, αφού η επανάληψη ήταν αναπόφευκτη, είπα, τουλάχιστον, να είναι ακριβής επανάληψη, «όχι ακόμη επαισθητής ή πάντως όχι ακόμη εμπεδωμένης» – θα μου φαινόταν πολύ άγαρμπο το «ακόμη ανεπαίσθητης ή πάντως όχι ακόμη εμπεδωμένης».

  83. Zazula said

    Τη λέξη «κουρσούμι» τη χρησιμοποιούμε πολύ κι εμείς στα Σέρρας.
    9: Η σημερινή χρήση για το «κουρσούμι» είναι αυτή ακριβώς: το (συνήθ. αναπάντεχα) πολύ βαρύ αντικείμενο, που σε κοψομεσιάζει.
    43: Το «τσόρτσοπ» και ως επιφώνημα όταν θέλουμε με μη-καταδεκτικό, με δεν-θέλω-ν’-ασχοληθώ-μαζί-σου τρόπο να πούμε στον άλλον να φύγει απ’ τη μέση ή να μας αδειάσει τη γωνιά.

  84. BLOG_OTI_NANAI said

    81: Για τα γλωσσολογικά δεν γνωρίζω, αλλά ως προς την επαληθευσιμότητα, ασφαλώς και υπάρχει η λέξη. Ακόμα και ο Κουμανούδης την αναφέρει («Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», τ. A΄, 1900, σ. 387).
    Στη βιβλιογραφία υπάρχει πολλές φορές φορές με χρήσεις όπως:

    – «έγινε ιδιαίτερα οδυνηρά επαισθητή η καταστροφή»
    – «πέρα από το επαισθητό» (με την έννοια των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις)
    – «η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή» (Παπαδιαμάντης)
    – «αυξάνεται επαισθητώς η ισχύς της μνήμης»
    – «στην πραγματική οντότητα των αντικειμένων του επαισθητού, ο Αριστοτέλης […]»

    και πολλά άλλα.

  85. Γς said

    77:
    >Μπιρμπιλόνια, αγριοπασχαλιές.

    Ναι, Λεώ.
    Μελιά, μέλια ,ψευδομέλια, κομπολογιά, μπιρμπιλονιά, πασχαλιά.

    Καλημέρα

  86. Γς said

    85 -> 75

  87. Γς said

    71:

    Ναι. Πασχαλιά.
    Ετσι το λέγαμε το δέντρο.

    Κι ήταν πολλές οι «πασχαλιές’, που δεν τις φτάναμε, τα νήπια, για να κόψουμε τα μπιρμπιλόνια τους

  88. Γς said

    78:
    Αμ, το άλλο με τις ξόβεργες;

    Μια φορά χτύπησα με τη σφεντόνα, στο σημάδι, ένα πουλάκι.
    Ακόμα το λυπάμαι και έχω τύψεις.

    Οταν όμως χτύπησα στον ποπό τον κυρ Βαγγέλη που πάντα μας φώναζε και που ανέβαινε στην τσιμεντένια σκάλα κρατώντας δυο βαλίτσες, το καταχάρηκα.

    Βέβαια όταν άρχιζε να φωνάζει ήμουν ο πρώτος που έτρεξα [για ξεκάρφωμα].

    Και προσπαθούσα να καταλάβω τι έφταιγαν οι βαλίτσες, που τις άφησε απ το πάνω σκαλί ο κυρ-Βαγγέλης για να πιάσει τον ποπό του και που έχασκαν ανοιχτές με όλα τα σέα τους γύρω στη βάση της σκάλας.

  89. # 88

    Κακό παιδί !

    καλημέρα

  90. οι ξόβεργες δεν κολλάνε…

  91. Γς said

    81:

    >Το ερώτημά μου είναι: αν θεωρώ ότι είναι ανάγκη, δικαιούμαι να την εισαγάγω;

    Δεν τίθεται θέμα. [ίσως να το τίθει η λαίδη 😉 ].

    Εμ καλά να πάθετε, που αφήνετε το ιστολόγιο αφύλακτο πρωί πρωί.
    Και καλημέρα σας!

  92. Γς said

    90:
    κολλάνε

  93. sarant said

    Καλημέρα και ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια!

    81-82-84: Στην απορία του Πέπε θα απαντούσα όπως ο Otinanai. Ο Μπαμπινιώτης άλλωστε δεν έχει και δεν φιλοδοξεί να έχει όλες τις λέξεις. Και δεν υπεκφεύγω, αλλά το ΧΛΑ δεν μπορώ να το κοιτάξω διότι είναι στον πάτο της βαλίτσας (πετάω σήμερα).

    Τη λέξη την έχει ο Δημητράκος, με την εξής θαυμάσια φράση: Η παρουσία των γυναικών καταστένει επαισθητό κάθε άπρεπο, παρμένη θαρρώ από κείμενο της εποχής του διαφωτισμού.

  94. Παναγιώτης Κ. said

    Καλημέρα!
    Τι τρέχει; Σημέρα δεν έχει ανάρτηση επειδή πετάει ο Νικοκύρης;

  95. sarant said

    Ο Νικοκύρης πετάει σε καμιάν ώρα, αλλά το άρθρο έχει ανέβει εδώ και ώρα -μάλλον δεν έκανες ριφρές.

  96. Γς said

    94:
    Το είχε βάλει σταν αυτόν τον πιλότο (τον μοναδικό που δεν είχε πάει μαζί του, η γνωστή κυρία, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, τότε).
    Τον αυτόματο

  97. Πέπε said

    @84, 93:

    Ευχαριστώ για τις απαντήσεις στο 81.

    Το αν «υπάρχει» μια λέξη που γραμματικώς θα μπορούσε να υπάρχει, είναι κάπως σχετικό. Εκτός από τον Μπαμπινιώτη, ούτε ο 30Φ την έχει, αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτε. Από την άλλη, το ότι την έχει ο Κουμανούδης επίσης δε σημαίνει τίποτε, αφού είναι λίγο-πολύ λεξικό απίθανων και άπαξ ειρημένων λέξεων.

    Παραθέσατε κάποια παραδείγματα. Ο καθένας από τους λογοτέχνες που χρησιμοποίησαν τη λέξη θα μπορούσε να την έχει φανταστεί μόνος του ακριβώς όπως τη φαντάστηκα εγώ. Βέβαια αν τη φανταστούν πολλοί η φαντασία γίνεται πραγματικότητα (αυτό το δεχόμαστε ακόμη και για αντιγραμματικές λέξεις, πόσο μάλλον εδώ), αλλά φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο πολλοί, αλλιώς θα υπήρχε και στα λεξικά.

    Πάντως, αν δεν έχουμε ρητή ομοφωνία ότι η λέξη υπάρχει, το γεγονός ότι πέρα από κατανοητή και γραμματικώς ορθή (που τα είχαμε ήδη πει, #81), είναι επιπλέον και εύκολο να επινοηθεί από όποιον δεν την έχει ξανακούσει -αν υποθέσουμε ότι οι παραπάνω συγγραφείς την έβγαλαν ο καθένας μόνος του- με πείθει ότι νομιμοποιούμαι κι εγώ να τη χρησιμοποιήσω.

    Θα την κρατήσω. Σας ευχαριστώ.

    Υ.Γ. Νίκο (93), πράγματι ωραία φράση. Την είχα σκεφτεί, από την ανάποδη όμως, όταν ήμουν φαντάρος: είμαστε κάφροι επειδή δεν υπάρχουν γυναίκες γύρω μας.

  98. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    80. >>Το να σκοτώνεις πουλιά είναι φόνος πουλιών.
    Πέπε,λείπει το παιδί και η σφεντόνα απ’ αυτό το συλλογισμό όμως.Και η εποχή βέβαια.
    Ένας σημερινός λιμοκοντόρος του γραφείου των πέντε ημερών που βγαίνει Σάββατο ζωσμένος φυσεκλίκια με διμούτσουνο σεντ ντ ετιέν και βαράει όπου δει φτερό σε Αττικο-Βιωτία και παρέκει, είναι,ναι, εξολοθρευτής.
    «Φονιάς πουλιών» ποιητικό.
    Βγήκε για λιανοπούλια στη ρεματιά (ο χάρος), έγραψα όταν οι καπλαμάδες θέρισαν τους μαθητές στα Τέμπη.

  99. Πέπε said

    99: Εξακολουθώ να μην το καταλαβαίνω.

    Δεν έκανα κανένα συλλογισμό. Είπα ότι το να σκοτώνεις είναι σκότωμα (φόνος σημαίνει ακριβώς αυτό, τίποτε περισσότερο), και σχολίασα ότι βρίσκω τραγικό που επί τόσες γενιές τα παιδιά σκότωναν πουλιά (+βατράχια κλπ.) για παιχνίδι. Να μου πεις ότι δεν το βρίσκεις τραγικό επειδή οι εποχές ήταν άλλες, μάλιστα. Αλλά δεν μπορούμε να συζητάμε αν γινόταν σκότωμα ή δε γινόταν, αφού γινόταν!

    Και πάλι όμως, οι εποχές ήταν άλλες και οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, δεν αντιλαμβάνονταν τη σκληρότητα της πράξης. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν σκληρή η πράξη – η ίδια πράξη που σήμερα είναι σκληρή. Το ίδιο ισχύει και για τον κυνηγό που αναφέρεις: στη δική του αντίληψη δεν υπάρχει τίποτε περίεργο σ’ αυτό που κάνει, αντικειμενικά όμως υπάρχει. Κι ένα σημερινό παιδί που σκοτώνει ή βασανίζει ζώα, πάλι νορμάλ το θεωρεί. Και όποιος αφήνει ένα σκύλο δεμένο σε δυο μέτρα αλυσίδα για πάντα και πάει κάθε κάποτε να τον ταΐσει, σήμερα ή παλιότερα, νορμάλ το θεωρεί: σου λέει, «τι θέλει ο σκύλος, φαί και νερό. Τα έχει. Ε λοιπόν πού το πρόβλημα.» Αλλά δεν είναι νορμάλ. Ανασκολοπισμένα ή στραβωμένα τζιτζίκια, βάτραχοι με τσιγάρο, όλα αυτά μπορούν -που λέει ο λόγος- να δικαιολογηθούν επειδή αυτός που τα κάνει τόσο νογάει και παραπάνω δεν, αλλά δεν μπορούμε και να υιοθετήσουμε τη δική του περιορισμένη αντίληψη ως σωστή.

  100. ΕΦΗ ΕΦΗ said

    99.>>Εξακολουθώ να μην το καταλαβαίνω.
    Το κατάλαβα 🙂 . Λευκή σημαία.
    Πάντως αν είσαι χορτοφάγος, κάποιοι λένε ότι και τα φυτά ‘εχουν ψυχή.
    Θυμήθηκα ένα ποίημα:
    Το κόψανε το δέντρο το ιερό
    ημέρα Σάββατο δώδεκα Μαϊου
    Θα βάλω λοιπόν να σημάνουν αργά
    δεκαπέντε χτυπήματα του καθεδρικού οι καμπάνες
    όσα τα χρόνια που ζήσαμε μυστικά
    η Καστανιά Παντάνασσα
    κι εγώ χωρίς ανάσα.
    Θα βάλω ακόμη τ’ άλλα δένδρα της αυλής
    να χαμηλώσουν τα κλαδιά -μεσίστιες σημαίες
    και τα πτηνά να βουβαθούνε ομοθυμαδόν
    ενός λεπτού σιγή για τη δεντρόμορφη Παναγία

  101. Πέπε said

    > > Λευκή σημαία

    Δεν είχα αντιληφθεί ότι εχθροπραγούμε, αλλά ΟΚ, δεκτή! 🙂

  102. Πέπε said

    (Και δεν είμαι χορτοφάγος. Και κρέας τρώω, και σκωταριά και πατσά και μυαλά και αμελέτητα, και χοχλιό και φούσκα και γυαλιστερή, όλα όσα οι μισοί άνθρωποι θεωρούν αηδιαστικά και βάρβαρα και οι άλλοι μισοί κορυφαία.)

Σχολιάστε