Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά)

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2017


Το ταξίδι μας στις ιδιωματικές λέξεις και τις ντοπιολαλιές της Ελλάδας συνεχίζεται με το σημερινό άρθρο -ταξίδι που μάλλον σε κρουαζιέρα έχει μετατραπεί, αφού και πάλι σήμερα έχουμε άρθρο για τις ιδιωματικές λέξεις ενός νησιού, της Ρόδου.

Έτσι η Ρόδος παίρνει τη σκυτάλη από την Ικαρία, που την είχαμε επισκεφτεί πριν από δυο βδομάδες χάρη στον φίλο μας τον Ροβυθέ, ενώ η προηγούμενη στάση μας ήταν η Μυτιλήνη, και ειδικότερα το Πλωμάρι, με τα Πλωμαρίτικα, του Γιάννη Μαλλιαρού (στο άρθρο υπάρχουν σύνδεσμοι προς τα παλιότερα σχετικά άρθρα).

Ο Αλέξανδρος Κατσαράς που θα μας ξεναγήσει στη ντοπιολαλιά της Ρόδου είναι φιλόλογος, και, σε αντίθεση με τους προηγούμενους συντάκτες ανάλογων άρθρων, δεν είναι συχνός ή περιστασιακός σχολιαστής του ιστολογίου. Με την ευκαιρία, ανανεώνω την πρόσκληση σε όποιον φίλο ενδιαφέρεται να γράψει παρόμοιο άρθρο για το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Δίνω τον λόγο στον Αλ. Κατσαρά -όπως πάντα, οι δικές μου παρατηρήσεις είναι μέσα σε αγκύλες και με πλάγια. Για κάποιες ετυμολογίες έχω επιφυλάξεις αλλά δεν προλαβαίνω να τις διερευνήσω.

  1. αγκίνιoς, ο = ο  αφόρετος , ο καινούργιος  < από το στερητικό α+ γκινιάζω < εγκαινιάζω [Τη λέξη την είχαμε συναντήσει στο πρώτο άρθρο για τις αμοργιανές λέξεις]
  2. αλάργ(κ)ιου = αλλού, μακριά. Αποτελεί εξέλιξη της λέξης αλάργα =μακριά ,η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το ιταλικό alla larga = στο ανοιχτό πέλαγος , σε μεγάλη απόσταση. Υπάρχει και σχετική παροιμία «παρά κοντά και μαλωμένα κάλλιο αλάργκιου και γαπημένα» [αλάργα στην κοινή]
  3. αροΰνος, ο = είδος φασολιού < αρχαία λέξη ανάγυρις [νομίζω πως θέλει περισσότερη διερεύνηση]
  4. βουρβουλιό, το = το πλήθος , η φασαρία του όχλου < ηχοποίητη λέξη από το βουρ-βουρ π.χ «πήγα στην συγκέντρωση και από το βουρβουλιό πονοκεφάλιασα»
  5. διαλύστρα, διάλα, η = η  χτένα <από το ρήμα διαλύω = αυτή που χωρίζει ,«διαλύει» τα μαλλιά
  6. έξηψα = κάηκα, πόνεσα < από το αόριστο του αρχαίου ρήματος εξάπτω= βάζω φωτιά, ανάβω π.χ  δοκίμασα το  φαγητό και έξηψα!
  7. ζούμπος, ο = ο όγκος στο κεφάλι μετά από κτύπημα
  8. ζουππί(δι) = όταν κάποιος βρέχεται πολύ , μουσκεύει λόγω ιδρώτα, νερού κτλ. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα zuppo =βαφτίζω
  9. θώρκιε ή χώρκιε =πρόσεχε, βλέπε μπροστά σου < από το αρχαίο  θεωρώ = κοιτάζω π.χ |χώρκιε μπροστά σου και μην αφαιρείσαι! Θα τρακάρουμε!»
  10. καθάμπρικο, το =το μπρίκι < από το καφέ +μπρίκι
  11. καούνι, το =το  πεπόνι [από το τουρκικό kavun. Και καβούνι. Και σε επώνυμα]
  12. καπράτσι, το = αρχικά ήταν το τσίγκινο δοχείο που έβαζαν  φαγητό όταν έφευγαν για τις δουλειές του χωραφιού. Στην συνέχεια απέκτησε ποικίλες χρήσεις ως κουβάς π.χ για άντληση νερού από το πηγάδι. Παράγεται από την αντίστοιχη τουρκική λέξη bakrac (μπακράτσι) με αναγραμματισμό. [Και «μπρακάτσι» με άλλην αντιμετάθεση]
  13. κκέλης, ο = ο φαλακρός < τουρκικό kel [Προσέξτε το διπλό σύμφωνο]
  14. κικκιά, τα  = τα παιδικά ρούχα
  15. κουλέπης, ο = ο ανάπηρος στα χέρια < κουλός < αρχαίο κυλλός (<χωλός)+έπης
  16. κουρκουνώ = θορυβώ < κρουκουνώ < κρούω+ κουνώ π.χ «μην κουρκουνάς συνέχεια , θα ξυπνήσεις το παιδί»
  17. μαγιασίλι, το = είδος εκζέματος κυρίως στο στόμα. Προέρχεται από την τουρκική λέξη  mayasıl =οι αιμορροΐδες .Μεταφορικά  ο άνθρωπος  που μιλάει πολύ, ο φλύαρος, ο  ενοχλητικός (όπως ενοχλητικές είναι και οι αιμορροΐδες) π.χ από το πρωί που ξυπνά δεν έχει κλείσει το στόμα του , κατάντησε μαγιασίλι. [Τη λέξη, που ακούγεται και αλλού, την έχει ο Βάρναλης στην Αληθινή απολογία του Σωκράτη]
  18. μαλιόρδος, ο = < μανιόρδος < ιταλικό manigoldo (o δήμιος) = αυτός που μετέφερε για ενταφιασμό τα πτώματα όσων πέθαιναν από   λοιμώδεις  ασθένειες. Tα έτη 1498-1499 έπληξε τη Ρόδο ο Μαύρος Θάνατος , η θανατηφόρα επιδημία πανούκλας και μαλιόρδοι ονομάζονταν όσοι είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από την ασθένεια και αναλάμβαναν χρέη νεκροθάφτη. Για πολλά χρόνια μάλιστα η πιο βαριά κατάρα που ξεστομίζονταν στο νησί ήταν «που να σε δω στου μαλιόρδου τον ώμο». Σήμερα έχει την σημασία του κακούργου, του πονηρού. [Για τον μανιόρδο και τον μαλιόρδο, δείτε και το μνημειώδες άρθρο του Spiridione «Μόρτηδες και απόλοιμοι«]
  19. μάτσι, το = είδος ντόπιου χειροποίητου μακαρονιού. Προέρχεται από την λέξη αιματία και το υποκοριστικό της αιμάτιον (μάτιον-μάτσιον-μάτσι) που ήταν στην αρχαιότητα είδος λουκάνικου, παρασκευασμένο από το παχύ έντερο του χοίρου με γέμιση από ρύζι και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα. Φαίνεται πως τα πρώτα γεύματα των μακαρονιών αυτών συνοδεύονταν από το είδος αυτού του αλλαντικού, κάτι που επηρέασε και την ονομασία τους. [Θα μπορούσε να υπάρχει και κάποια ομοιότητα στο σχήμα, αλλά προσωπικά είμαι δύσπιστος απέναντι σε αυτή την ετυμολογία και θα σκεφτόμουν και κάποιο ιταλικό. Έχουμε και το μάτσο, που βέβαια ετυμολογείται από το βενετ. mazzo (πληθυντικός mazzi) και κατά τον Μπαμπινιωτη ανάγεται στο ιταλ. mazza = σφυρί]
  20. μαυροκαλιάζω =γίνομαι μαύρος εξαιτίας του θυμού μου < μαύρος +καλιάζω= δέχομαι, προσαρμόζω
  21. μετί = βέβαια, ναι. Π.χ «Δηλαδή αυτός το κατάφερε αυτό; Απίστευτο!» «Μετί , δεν τον είχες ικανό;»
  22. μιμμί, το = η πληγή < από το τουρκικό mimit = το σπυράκι. Λέγεται κυρίως παρηγορητικά σε παιδί που έχει χτυπήσει π.χ δεν είναι τίποτα παιδί μου, μιμμί είναι θα περάσει.
  23. μουίζω-μουδώ = μυρίζω, τρώω το φαγητό μου λαίμαργα  όπως ο χοίρος (με το ρύγχος) < από το αρχαίο μύζω = μουγκρίζω
  24. μπαμπούλοι ή παμπούλες= το ποπ- κορν < από το αγγλικό bubbles= οι φούσκες , καθώς χαρακτηριστικό γνώρισμα του προϊόντος είναι το φούσκωμα [Θεωρώ πολύ δύσκολο να υπάρχει αγγλική ετυμολογία σε λαϊκή λέξη όχι ναυτική, εκτός αν εξηγείται με πολύ πειστικό και συγκεκριμένο τρόπο]
  25. ξάννα καλά = πρόσεξε καλά < από το ρήμα ξαννώ-ξαννοίω = κοιτάζω , προσπαθώ  <(ε)ξανοίγω = κοιτάω ,  παρατηρώ , εντοπίζω στον ορίζοντα
  26. πάρουμου = τουλάχιστον < τουρκικό barim (τουλάχιστον) +μου > μπάριμου > πάρουμου π.χ «δεν δουλεύεις που δεν δουλεύεις δεν βοηθάς  πάρουμου  στο σπίτι;» [Στη Μυτιλήνη, ίσως και αλλού: μπάρεμ]
  27. πασσόμυα, η = ονομασία της μεγάλης μύγας που αρέσκεται να κάθεται στο φαγητό και να το μολύνει. Η λέξη προέρχεται από το ομηρικό ρήμα πάσσω = ραντίζω ,πασαλείφω, εναποθέτω τα αυγά.
  28. πατελιά, η =  ήταν αργιλώδες χώμα που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί στα δώματα των σπιτιών ως μόνωση (δεν άφηνε το νερό της βροχής να το διαπερνά). Ήταν συνήθως αναμεμειγμένο με φύκια, βούρλα ή πικροδάφνες και ανανεωνόταν στην αρχή του φθινοπώρου. Πιθανή η ετυμολογία της λέξης από την πατελίδα (<πατελίς = το πιάτο λόγω του σχήματος του όστρακου) καθώς το χώμα κολλούσε στο δώμα όπως η πατελίδα κολλάει στους βράχους [Και με το «πατώ» θα μπορούσε να συνδέεται]
  29. πούετα = πουθενά π.χ σήμερα βρέχει πάρα πολύ δεν πάω πούετα. [πούπετα στην κοινή].
  30. σκονάζαλο, το = το σύννεφο σκόνης < από το αρχαίο κονίσαλος < κόνις+ σάλος
  31. ταγιαντώ = αντέχω ,υπομένω < τουρκικό dayandim = ανέχομαι , αντέχω π.χ είναι ανυπόφορος , δεν τον ταγιαντώ πια [νταγιαντώ στην κοινή].
  32. τανώ = αγγίζω < από το αρχαίο τανύω = πλησιάζω κάποιον , τεντώνω π.χ μην με τανείς , είμαι πολύ εκνευρισμένος
  33. ταφκιάζω = ξυλοκοπώ κάποιον < από το ενταφιάζω. π.χ αν το  ξανακάνεις , θα σε ταφκιάσω στο ξύλο
  34. τσακ(ου)μάκι, το : ο αναπτήρας από την τουρκική λέξη çakmak [τσακμάκι στην κοινή]
  35. σκατοπάμπουλας, ο = είδος σκαθαριού , μτφ ο  άνθρωπος που ανακατεύεται στις δουλειές άλλων < από το μπάμπουρας < από το αρχαίο βομβυλιός =το σκαθάρι που κυλά ένα βώλο κοπριάς και τoν σέρνει π.χ «ό,τι και αν κάνω, μπλέκεσαι στα πόδια μου σαν τον σκατοπάμπουλα»
  36. τσαλλόγλωσσος, ο = ο απρόσεχτος στα λόγια του , ο αθυρόστομος < άτσαλλος = ο μη καθαρός < ατάσθαλος =ο ατημέλητος , ο ακατάστατος
  37. τσουϊζω = καίω με ζεστό νερό < τσούζω < από το ρήμα αρχαίο  σίζω  εκβάλλω συριστικό ήχο,  κάνω σσσ, σαν  τον ήχο που παράγεται όταν, θερμό μέταλλο  και γενικά πυρωμένο σώμα , βυθίζεται σε  κρύο νερό ή σαν τον ήχο που παράγεται  κατά το σβήσιμο της φωτιάς. π.χ «Πρόσεχε με το καυτό νερό !Με τσούισες!»
  38. χαστός, ο = αυτός που έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό, ο ανόητος <από το χάσκω π.χ «τι στέκεσαι σαν χαστός; κάνε κάτι»
  39. χολέντρα, η = η υδρορροή στις στέγες των σπιτιών. Η λέξη  παράγεται από την λέξη χολέρα και μάλιστα αρχικά είχε αυτή την ονομασία, διότι το νερό αποβαλλόταν από τον σωλήνα με τέτοια ταχύτητα, που θύμιζε τον τρόπο αποβολής των υγρών (με εμετό ή κένωση) ενός ασθενούς που είχε χολέρα. Στην συνέχεια βέβαια η λέξη εξελίχθηκε σε χολέδρα και κατέληξε ως χολέντρα. [Τη λέξη την έχω στις Λέξεις που χάνονται, και σημειώνω εκεί: Πρόκειται για μια λέξη με δυο τύπους, χολέντρα και κολέθρα, που η γενική της σημασία είναι «αυλάκι». Χολέντρα ή χολέτρα είναι η υδρορρόη που μεταφέρει το βρόχινο νερό από το δώμα και λέγεται στη Ρόδο, την Κάσο, την Κάρπαθο και άλλα Δωδεκάνησα· η χτιστή χολέντρα θεωρείται χαρακτηριστικό στοιχείο της ροδιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ετυμολογείται από το αρχαίο χολέδρα, που σήμαινε επίσης την υδρορρόη και που έχει σκοτεινή ετυμολογία –δεν αποκλείεται πάντως να συνδέεται με τη χολέρα. Ο άλλος τύπος, η κολέθρα ή κουλέθρα, ακούγεται σίγουρα στη Λέσβο, ίσως και αλλού. Είναι το αυλάκι του αλευρόμυλου, μέσα στο οποίο ρίχνεται το στάρι που θα αλεστεί. Χολέτρα όμως λέγεται και ο πρόσφατος δίσκος των Trendy Hooliguns [sic], διότι, όπως φαίνεται, στο καρπάθικο ιδίωμα «χολέτρα» λέγεται ο μεθυσμένος· διόλου περίεργο, αν σκεφτούμε φράσεις όπως «το νερό έτρεχε χολέτρα» όπου η χολέτρα χρησιμοποιείται σαν ένδειξη μεγάλης ποσότητας υγρού –ή ποτού.]
  40. φλετρό, το = το πηγάδι < από το αρχαίο φρέαρ. [Στην κοινή ακούγεται ο τύπος ‘φιλιατρό’]

138 Σχόλια to “40 λέξεις από τη Ρόδο (συνεργασία του Αλέξανδρου Κατσαρά)”

  1. Γς said

    Καλημέρα

    >ζούμπος, ο = ο όγκος στο κεφάλι μετά από κτύπημα

    Κατρούμπαλο! Ουπς, καρούμπαλο

  2. βουρβουλιό, το = το πλήθος , η φασαρία του όχλου < ηχοποίητη λέξη από το βουρ-βουρ π.χ «πήγα στην συγκέντρωση και από το βουρβουλιό πονοκεφάλιασα».

    Μην ξεχνάμε και το αρχαίο βάρβαρος από το μπαρ-μπαρ…

    Με καλημέρες

  3. nikiplos said

    Καλημέρα. Έχω την εντύπωση ότι ως φιλιατρό του πηγαδιού, εννοείται μερικές φορές το προστατευτικό στηθαίο γύρω από το φρέαρ.

  4. Το «ταγιαντώ = αντέχω ,υπομένω < τουρκικό dayandim = ανέχομαι , αντέχω » θα έχει σχέση με το διαδεδομένο (;) «νταγιαντεύω»;

  5. nikiplos said

    Επίστης έχω ακούσει και το ζγούμπος, για την προεξοχή του κάτω μέρους του αυχαίνα που συνδέεται με τους ώμους. Συνήθως ένας χόνδρος εκεί προεξέχει και αυτόν ενίοτε καλούν ζγούμπο. Φυσικά όχι για την περιοχή των Δωδεκανήσων ή της Ρόδου.

  6. Γς said

    >πάρουμου = τουλάχιστον μπάριμου > πάρουμου π.χ «δεν δουλεύεις που δεν δουλεύεις [λέμε τώρα]

    (δ)εν πας πάρουμου για ψάρεμα;

  7. Pedro Alvarez said

    Λείπει στο Π το πανίνο (ιταλικό κατάλοιπο) και η πατίχα (=καρπούζι. Αραβικό. Έτσι και στα κυπριακά).

  8. Γς said

    >Πιθανή η ετυμολογία της λέξης από την πατελίδα

    Μια ζωή πεταλίδα την ήξερα.

    Πάντως οι Πεταλιοί απέναντι δεν είναι από τις πατελίδες

  9. Γς said

    8:

    Τα έχει ακόμα αυτά τα νησάκια η Παλόμα Πικάσο;

  10. Alexis said

    Πολύ καλό!
    Το αλάργα που έγινε αλάργ(κ)ιου μου θυμίζει το «πουθενά» που στη ντοπιολαλιά του Ξηρομέρου το λένε «πουθενού»
    Ενδιαφέρουσα και η σημασία του «τανώ» στα ροδίτικα που σημαίνει αγγίζω, ενώ στην κοινή σημαίνει τεντώνω.

    #5: Σγούμπα η καμπούρα στο Ξηρόμερο και σγουμπός ο καμπούρης.

  11. spiridione said

    Στην Κέρκυρα βουρδούλιο = φασαρία. Βλέπω και μπουρδούλιο και μπουρδουλεύω ανακατεύω.

  12. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    7 Μάλιστα στα κυπριακά είναι παττίχα, διπλό τ

    4 Εγώ ξέρω «νταγιαντώ», οχι -ευω

    3 Αρχικα πράγματι ήταν το χείλος του πηγαδιού.

  13. Γς said

    >Ο άλλος τύπος, η κολέθρα ή κουλέθρα, ακούγεται σίγουρα στη Λέσβο, ίσως και αλλού

    στη Μυτιλήνη

  14. Πάνος με πεζά said

    @ 9 : Μάλλον όχι !

  15. Έχουμε και λέμε:
    – καούνι, το =το πεπόνι, #ομοίως και παρ΄ημίν.
    – καπράτσι, το = … από την αντίστοιχη τουρκική λέξη bakrac (μπακράτσι)… #παρ΄ημίν μπακράτς(ι).
    – κκέλης, ο = ο φαλακρός < τουρκικό kel #παρ΄ημίν Κέλ’ς (ως παρατσούκλι) και κελ-καβάκ(ι) μια τοποθεσία όπου υπάρχει (ίσως ακόμα) μια πελώρια λεύκη.
    – μαυροκαλιάζω =γίνομαι μαύρος εξαιτίας του θυμού μου #παρ ήμίν: μαυροχαλιάζω (μαυροχάλιασε μόλις είδε τον σκοτωμένο, ή το σπίτι να καίγεται κλπ).
    – μπαμπούλοι ή παμπούλες= το ποπ- κορν #παρ’ ημίν παπαλιόφκες
    – πάρουμου = τουλάχιστον < τουρκικό barim #παρ΄ημίν μπάριμ
    – πατελιά, η = αργιλώδες χώμα… #παρ΄ημίν το ρήμα πατώνω =επαλείφω το (χωμάτινο) πάτωμα του δωματίου με κοκκινόχωμα (αργιλλώδες βεβαίως).
    – τανώ = αγγίζω … από το …τανύω =…τεντώνω… #παρ’ ημίν τανίζω =τεντώνω.
    – τσακ(ου)μάκι, το : ο αναπτήρας από την τουρκική λέξη çakmak… #παρ΄ημίν τσιακμάκ(ι) και (μεταφ.): Την τσιακμάκωσε=την έβαλε χέρι!
    – σκατοπάμπουλας, ο = είδος σκαθαριού… # Αν έφτιαχναν όλις οι μέλτσις (μέλισσες) μέλ(ι), θα ΄φτιαχναν κι οι σκατοβαμπόλ(οι)!
    – άτσαλλος = ο μη καθαρός < ατάσθαλος =ο ατημέλητος , ο ακατάστατος #ομοίως.
    – τσουϊζω = καίω με ζεστό νερό < τσούζω… #παρ΄ημίν τσούξιμο=η οξεία γεύση, και το ρήμα τσούζω με αντίστοιχη έννοια. Και μεταφορικά: Αυτός το τσούζει λιγάκι=πίνει (ούζο κλπ) πάνω από το κανονικό.

  16. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Ποπ-κορν, σάμαλι, κωκ, πορτοκαλάδεεες!!!
    https://www.slang.gr/lemma/24774-papadoules-papaloutses-patlakia

  17. Cyrus Monk said

    Ροδίτης δὲν εἶμαι, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ 28 χρόνια στὸ νησὶ μπορῶ νὰ λέω τουλάχιστον πὼς εἶμαι …νεοροδίτης. Σίγουρα ὅμως δὲν ξέρω τόσο καλὰ τὰ ροδίτικα, ὥστε νὰ κρίνω. Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ καταγραφὴ τοῦ κ. Κατσαρᾶ ἀποτελεῖ σταχυολόγηση ἀπὸ τὸ ἀναριθμήτως πλουσιότερο γλωσσικὸ ἰδίωμα – γιὰ παράδειγμα, ἀπουσιάζει ὁ τύπος μαϊδιά (=χρήματα).
    Καὶ ἕνας πιὸ ἀναλυτικὸς μελετητὴς θὰ πρόσθετε ὅτι τὰ ροδίτικα ἔχουν τουλάχιστον τρία παρακλάδια, ὄχι μόνο στὴν προφορὰ (τὸ ἀξάν, ἐπὶ τὸ ἑλληνικότερον), ἀλλὰ καὶ λεξιλογικά. Τὰ τοῦ βορείου τριγώνου (πόλη τῆς Ρόδου, Ἰαλυσὸς ἢ Τριάντα, Κοσκινοῦ καὶ Καλλιθέα), τὰ Ἀρχαγγελίτικα καὶ τὰ τῆς Νότιας Ρόδου (Ἀπολακκιά, Γεννάδι, Ἴστριος, Ἅγιος Ἰσίδωρος κ.λπ.)
    Ἀληθεια, καλημέρα εἶπα ἢ σᾶς πῆρα ἀπὸ τὰ μοῦτρα;
    Καλημέρα (ἤ, κατὰ τὰ ὑπερλεξιστικὰ τοῦ Δούγια, κατὰ κόσμον Σχινᾶ: Ρούδια, ρούδια τὰ καλά, μὲ μέ)

  18. Γς said

    17:

    >Ρούδια, ρούδια τὰ καλά, μὲ μέ

    τα καλά μεμέ;

  19. Cyrus Monk said

    Γς, ντροπή!!! Εἴπαμε! τὰ ΚΑΛΑ μεμέ. (De gustibus…)

  20. sarant said

    Ας μη συνεχιστεί η εικονογράφηση.

  21. Γς said

    19:

    Αυτό λέω κι εγώ. Περί ορέξεως (De gustibus…)

  22. Γς said

    20:

    Μόνο αυτό…

    Να ομορφύνει το νήμα

  23. Ζωή Χατ. said

    Πράγματι το φιλιατρό προέρχεται από το φρέαρ. Κατά το Μπαμπινιώτη, σημαίνει στόμιο πηγαδιού (και όχι πηγάδι). Το λήμμα φιλιατρό το πρωτέμαθα διαβάζοντας Διονύσιο Σολωμό («Η Γυναίκα της Ζάκυθος»).

  24. dryhammer said

    Καλημέρα!

    Μερικές από τις λέξεις είναι ίδιες και στη Χίο με μικρές διαφορές στην προφορά.
    [Τα δωδεκανησιακά είναι στην ίδια μουσική κατηγορία με τα Καρδαμυλίτικα και (Αι)γνουσσιώτικα – από τις προφορές της Χίου- αλλά λίγο πιο βαριά, με ακόμα πιο βαριά τα Κυπρέικα]

    καπράτσι, το : μπαρκά(ν)τζι και μπαρκα(ν)τζάκι με την σημασία του κουβά για νερό, ιδίως του μεταλλικού και σε σχήμα χύτρας (πιο μεγάλος ο πάτος από το στόμιο)
    μάτσι, το : το ίδιο
    πάρουμου : μπάρεμ με την ίδια σημασία. Προς εξαφάνιση
    πατελιά, η : πατέλα με παρόμοια σημασία(υπάρχει και τοπωνύμιο). Το οστρακοειδές πατελίδα (υπάρχει και επώνυμο) και με τον εξαθηναισμό και πεταλίδα
    πούετα : πούβετα, πούπετα, πούβετις «Πού ‘σουνα, πούβετα, τι ‘καμες, τίποτα» για σπατάλη χρόνου και κόπου χωρίς αποτέλεσμα
    ταγιαντώ : νταγιαντάω , νταγιαντώ και ο ανυπόφορος ανταγιάντιστος
    τσακουμάκι, το : από τα σχολικά βιβλία το μάθαμε τσακμάκι
    ατσαλόγλωσσος, ο : το ίδιο

  25. dryhammer said

    15. >Την τσιακμάκωσε=την έβαλε χέρι!

    Υπάρχει το «τσαμακάρω» με την έννοια του γραπώνω , συλλαμβάνω αλλά δε μου κάθεται να είναι ομόριζο με το τσακουμάκι. Κάνας τουρκομαθής;
    «Τονε τσαμακάρανε και τονε μπαγλαρώσανε»

  26. Πέπε said

    Καλημέρα!

    Το «αγκίνιος» (που βλέπω ότι το λένε και στην Αμοργό εκτός από τη Ρόδο) το ακούω ταχτικά εδώ στην Κρήτη.

    Το «μετί = βέβαια» νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση. Είναι ουσιαστικά το «αμ’ πώς;» του Χατζηχρήστου:

    Θα το έγραφα μέλλον «’με τι», με απόστροφο, σε δύο χωριστές λέξεις, και μάλιστα θα απορούσα που το μ δεν είναι διπλό (*«’μμε τι»). Η πρώτη λέξη είναι αυτή που σε διάφορες ντοπιολαλιές απαντά ως «αμέ», «αμμέ», «αμή», «μμε», «με» (διάφορον της πρόθεσης «με»), «άμα», «αμά», «αμ», και θα τολμούσα να βάλω μέσα και το κοινό «μα», παρόλο που έχει προταθεί και η ικανοποιητική ετυμολόγησή του από το ιταλικό ma. Σε όλες τις περιπτώσεις, η λέξη βασικά σημαίνει «αλλά». Έχει ένα σωρό χρήσεις, ως επί το πλείστον τις ίδιες με το κοινό «αλλά», έχει όμως και μια κάπως πιο ιδιαίτερη, την εξής:

    Μια ερώτηση αποτελούμενη από αυτόν ή άλλον ισοδύναμο σύνδεσμο και από το «πώς;» ή «τι;», ως απάντηση σε άλλη ερώτηση, αποτελεί εμφατική κατάφαση:
    -Θα φύγουμε;
    -Αλλά τι; (=εμ τι νόμιζες, ότι θα κάτσουμε; Και βέβαια θα φύγουμε!)

    Εδώ λ.χ. στην Κρήτη είναι πολύ κοινό το «κι αμ’ ίντα;», μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια, της ισχυρής κατάφασης (ουσιαστικά, της διπλής άρνησης: «αν νομίζεις πως όχι, μάθε πως δεν ισχύει»).

    Εκεί όπου το πράγμα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι όταν τέτοιες εκφράσεις περιλαμβάνουν μόνο τον σύνδεσμο (αλλά, αμέ ή ό,τι ανάλογο), χωρίς το ερωτηματικό τι/πώς. Ταυτόσημο του «κι αμ’ ίντα» είναι το σκέτο «κι αμέ;». Το ανάλογό του στα κοινά ελληνικά της Αθήνας είναι το «αλλά;», π.χ.:
    -Θα φύγουμε;
    -Αλλά; (=αλλά τι, θα κάτσουμε; όχι βέβαια, θα φύγουμε και θα παραφύγουμε).

    Αυτή η χρήση των αντιθετικών συνδέσμων με οδηγεί στην υπόθεση ότι και το κοινό «αμέ = βέβαια» δεν είναι άλλο από το «αμέ / αμμέ / αμμή / ‘μμε» κλπ. που σημαίνει «αλλά». Λέμε στην Αθήνα, και μας κοροϊδεύουν οι Σαλονικιοί:
    -Θες να φύγουμε;
    -Αμέ / Ναι αμέ! (=και βέβαια, μετά χαράς).

    Και δεν είναι τυχαίο ότι το «αμέ», σκέτο ή μαζί με το «ναι», το προφέρουμε (το επιτονίζουμε, ακριβέστερα) με ελαφρώς ερωτηματικό τόνο, σαφώς διαφορετικό από τον επιτονισμό του «ναι», «βέβαια», «και βέβαια», «ασφαλώς», «σίγουρα» και κάθε άλλης καταφατικής απάντησης. Ο ελαφρά ερωτηματικός αυτός τόνος είναι κατάλοιπο, πιστεύω, της αρχικής σημασίας του «αμέ = αλλά», με βάση την οποία η ισχυρή κατάφαση εκφραζόταν με μια ρητορική ερώτηση που εσήμαινε «αλλά τι, το αντίθετο;».

    _________________________

    Τέλος:

    > > 13. κκέλης, ο = ο φαλακρός < τουρκικό kel [Προσέξτε το διπλό σύμφωνο]

  27. Πέπε said

    @8:
    > >
    >Πιθανή η ετυμολογία της λέξης από την πατελίδα

    Μια ζωή πεταλίδα την ήξερα.

    _____

    Κι εγώ, βέβαια. Πατελίδα (για την ακρίβεια πατελία) την πρωτόκουσα στην Κάρπαθο, και το θεώρησα παραφθορά της κοινής λέξης. Κι όμως, κοίτα εδώ ετυμολογία: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B1&dq=

  28. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    1.αγκίνιoς, ο
    και αγκίνιος και αγκίνιαστος
    στο 9:30
    Κάτασπρο φρίο του φρϊού*
    κι αγκίνιαστο τεφτέρι
    για σένα ο ήλιος προπατεί
    χειμώνα γκαλοκαίρι
    *φρίο ,το άσπρο λάχανο

    2. αλάργ(κ)ιου
    αλάργο

    7.ζούμπος, ο = ο όγκος στο κεφάλι μετά από κτύπημα
    Γρόμπος ή μπαμπούνα το εξώγκωμα από χτύπημα

  29. ΣΠ said

    Το «κκέλης=φαλακρός» υπάρχει και στην Κύπρο και ως επώνυμο. Χαρακτηριστικό το διπλό κ στην αρχή, που στην Κύπρο προφέρεται. Δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο και στην Ρόδο. Μου θύμισε ότι η μητέρα μου, μικρασιάτικης καταγωγής, έλεγε κελέκια τα άγουρα πεπόνια, αλλά πρέπει να είναι διαφορετικής ετυμολογίας.

  30. ζουππί(δι) – Στην Κύπρο λέμε έγινα σουππί, με την ίδια ερμηνεία.. Είναι από την ίδια λέξη που προέρχονται?

  31. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    8.ζουππί(δι) = όταν κάποιος βρέχεται πολύ ,
    βουρίδι (έσπασε το μπεκ κι εγίνηκα βουρίδι)

    9.θώρκιε
    θώργιε

    10.καθάμπρικο, το =το μπρίκι
    τζουσβές ή τζισβές (καφεκούτι το καφεδοκουτι)

  32. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας κι ἀπὸ μένα.

    Καλωσορίζω τὸν Ἀλέξανδρο Κατσαρὰ στὴ συντροφιὰ τοῦ ἱστολογίου. Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ σημερινό του ἄρθρο, ὅπως καὶ τὸν Νικοκύρη γιὰ τὴ δημοσίευση.

    Νὰ σημειώσω κάποια κοινὰ μὲ τὴν ντοπιολαλιὰ τῶν Θερμιῶν (Κύθνου).

    «ζούμπος, ο = ο όγκος στο κεφάλι μετά από κτύπημα», τσοῦμπος στὰ Θερμιὰ

    «κουρκουνώ = θορυβώ < κρουκουνώ < κρούω+ κουνώ", Θρμ. κουρκουνιά: μεσαίου μεγέθους λαγήνι μὲ στενὸ λαιμὸ καὶ δυὸ αὐτιὰ (χερούλια)

    «μάτσι, το = είδος ντόπιου χειροποίητου μακαρονιού.» Θρμ. τὸ ἴδιο.

    «ξαννώ-ξαννοίω = κοιτάζω , προσπαθώ <(ε)ξανοίγω = κοιτάω , παρατηρώ , εντοπίζω στον ορίζοντα" Θρμ. ξανοιῶ (δισύλλαβο):κοιτάζω

    «πάρουμου = τουλάχιστον»
    Θρμ. μπάρεμου μὲ τὴν ἴδια σημασία

    «πούετα = πουθενά»
    Θρμ. πούβετα μὲ τὴν ἴδια σημασία

    «ταγιαντώ = αντέχω ,υπομένω»
    Θρμ. νταϊντίζω μὲ τὴν ἴδια σημασία

    τσακ(ου)μάκι, το : ο αναπτήρας από την τουρκική λέξη çakmak
    Θρμ.τσακουμάκι μὲ τὴν ἴδια σημασία

  33. Κι όμως έχουμε κοινές λέξεις που δεν τις αναγνώρισα χωρίς εξωτερική βοήθεια 🙂
    Όπως λέει κι ο γείτονας, το πούβιτα (= πουθενά) είναι σε χρήση στα Πλωμάρια. Κι εκτός απ’ τον διάλογο που παραθέτει (κι είναι κοινός) πολύ συνηθισμένο σε ερωτηματικό τύπο, του δεις πούβιτα; (το είδες πουθενά, το είδες κάπου)
    Κι άλλη βοήθεια για το αμ κι. Καθαρά βεβαιωτικό, χωρίς κανέναν ερωτηματικό τόνο. Θα νέρκς; Αμκί (θα έρθεις; Βέβαια). (Αλλά και θα νάρκς; Εμκί – το α και το ε εναλλάσσονται αδιακρίτως).

    Τώρα, για το μπάριμ, εγώ τη χρήση του την ξέρω σαν τον σύντεκνο της Κρήτης ή τον κουμπάρο (ή τον φίλο κλπ) σ’ άλλα μέρη. Όχι με την έννοια του τουλάχιστον. Δεν ξέρω από πού προέρχεται και με ποια διαδρομή, πάντως η έννοιά του αυτή είναι. Το 1975 είχε πρωτοβγεί η Ελευθεροτυπία και το καλοκαίρι του 76 είχε βάλει θέματα για τους υποψήφιους. Έτσι είχα κίνητρο να ζητήσω απ’ τον πατέρα μου ν΄αλλάξει εφημερίδα και να παίρνει αυτήν. Η απάντησή του: Ιγώ μπάριμ θα πάρου κ Αυγή! Μας είχε μείνει (εμένα και της μάνας μου που τον ακούσαμε). Βέβαια, εδώ ίσως θα μπορούσε να σταθεί το τουλάχιστον. Αλλά σε συζήτηση Κι λεγς ρε μπάρι; Πάλι βρίσκω διαφορά. Στο ένα είναι μπάριμ στο άλλο σκέτο μπάρι. Μπλέχτηκα.

  34. Dimitris said

    # 18 Μπορείς να κόψεις τις τσόντες?
    Διαβάζω το μπλογκ απο υπολογιστη γραφείου και δεν εχω όρεξη να προσπαθω να εξηγήσω τι συμβαίνει με την πάρτη σου.

  35. sarant said

    34 Ειναι κι αυτό.

    33 Στο πρώτο παράδειγμα με τις εφημερίδες ταιριάζει το «τουλάχιστον» ή έστω το «πάντως». Μπορεί αύριο να βρεθώ με μυτιληνιούς και θα το διασταυρώσω.

    29 Τα κελέκια είναι από το τούρκικο kelek Ίσως η απώτερη περσική ρίζα να είναι ίδια (άγουρο φρούτο – λείο)

  36. 33 πούπετα στη Σάμο

  37. Κώστας said

    Ένα από τα δημοφιλέστερα σουβλατζήδικα της Ρόδου είναι οι «κέληδες». Δεν πρόκειται για εμπορική επωνυμία, αλλά για παρατσούκλι λόγω των φαλακρών ιδιοκτητών. Κάποτε, λοιπόν, ο γαμπρός μου, καινούργιος ακόμα στη Ρόδο, έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το τηλέφωνο τους για μια παραγγελία, όμως πουθενά αυτοί. Τους ρωτάει, λοιπόν, την επομένη πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει το τηλέφωνό τους σε κανέναν κατάλογο.

    «Σε ποιο όνομα έψαξες;», αντερώτησαν αυτοί.

    «Στο “κέληδες”.», απάντησε ανυποψίαστος ο γαμπρός μου.

    «Δεν είσαι από δώ,ε;».

    «Όχι − από Αθήνα. Αλλά τι σχέση έχει αυτό;»

    Κι έτσι έμαθε τη σημασία της λέξης!

  38. spiridione said

    Μάτσι.
    Σύμφωνα με τον κ. Καραποτόσογλου από το τουρκ. tutmaç ή το ogmac, omac corbasi.
    http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9&sin=all

    Το πρώτο ταιριάζει και με το λευκαδίτικο (και κεφαλλονίτικο) που βλέπω τιμάτσι ή τουμάτσι
    http://lexikolefkadas.gr/%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9-%CF%84%CE%BF/

  39. Πέπε said

    Αυτό το πούπετα, πούβετα, πούετα κλπ., είναι άραγε από κάποιο αρχαίο «πού ποτε», ανάλογα προς το «τί ποτε»;

    Στην Κρήτη ακούω και το «ποθές = πουθενά»: δε bzhαίνω ποθές = δεν πηγαίνω πουθενά. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλη ετυμολογία παρά από το αρχ. αόριστο «ποθέν = από κάπου»: αφενός, όλες οι αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα, μαζί με άρνηση γίνονται αρνητικά, π.χ. «δεν … ποτέ» = «ουδέποτε». Αφετέρου, αφού το ερωτηματικό «πούθε» (<πόθεν), χάνοντας την έννοια της κίνησης από τόπο, έχει φτάσει να γίνει συνώνυμο του «πού», μου φαίνεται πιθανό να έγινε το ίδιο και με το αόριστο «ποθέν», να έφτασε να σημαίνει «κάπου» και, μαζί με άρνηση, «πουθενά». (Καλά, υπάρχει και πολύ πιο απλή επιχειρηματολογία: τώρα που γράφω το σχόλιο σκέφτηκα να κοιτάξω, για πρώτη φορά στη ζωή μου, από πού βγαίνει το ίδιο το «πουθενά» και ιδού τι βρήκα!)

  40. spiridione said

    Για τις παμπούλες, που φαίνεται ότι κυκλοφορεί στο ίντερνετ.
    https://www.facebook.com/notes/spyros-armostis/%CF%84%CE%AC%CF%87%CE%B1-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%85%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CF%82/10152797513923439/

    Η «παμπούλα» δεν προέρχεται από το “bubble”. Είναι ηχομιμητική λέξη, όπως άλλωστε και το παλαιογερμανικό „bubbeln“ (ή το ολλανδικό “bobbel”) από το οποίο προέρχεται το αγγλικό “bubble”.

  41. spiridione said

    Υπάρχει και επώνυμο Πάμπουλος στην Κύπρο 🙂

  42. Μαρία said

    >μιμμί, το = η πληγή < από το τουρκικό mimit = το σπυράκι.

    Το μιμί είναι της πανελλήνιας νηπιακής γλώσσας 🙂 Δεν νομίζω οτι υπάρχει η λέξη mimit στα τούρκικα.

  43. spatholouro said

    Τι είδους ασυλία έχει επιτέλους ο Γς και το έχει μετατρέψει σε τσοντάδικο;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;

  44. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >> (μάτιον-μάτσιον-μάτσι) που ήταν στην αρχαιότητα είδος λουκάνικου, παρασκευασμένο από το παχύ έντερο του χοίρου με γέμιση από ρύζι και διάφορα αρωματικά καρυκεύματα.
    Αματιές/αμαθιές/ομαθιές

    http://www.cretanlexiko.gr/dictionary/amathies-omathies-omaties-ematies-i/

  45. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    43 Ελπίζω ότι δεν θα επαναληφθεί

    42 Δεν το θυμάμαι πάντως

    41 Ο Πάμπουλος μπορεί να ειναι απο τον Πάμπο (υπήρχε και παίκτης Παμπουλής)

    40 Καλά το υποψιάστηκα

    38 Δηλαδή τομάτσι > το μάτσι -εύλογο

  46. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    25.ξάννα καλά = πρόσεξε καλά
    ξάνοιξε ή ξάνοιγε καλά , πρόσεξε,πρόσεχε,κοίτα, είτε συμβουλευτικά/προτρεπτικά είτε απειλητικά

    39 Πέπε >>Στην Κρήτη ακούω και το «ποθές = πουθενά»: δε bzhαίνω ποθές = δεν πηγαίνω πουθενά.
    Ναι, πουθενά ή κάπου όπως το πουθενά δηλαδή 🙂
    Ξελησμονιούνται κι οι φιλιές
    ξεχνιούνται κι οι γιαγάπες
    κι αν απαντήξουν και ποθές
    περνούνε σα διαβάτες

  47. spatholouro said

    #45/43
    Συμπάθα με που επανέρχομαι, αλλά έχεις επίσης εις μάτην ξαναελπίσει…

  48. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    33.ταφκιάζω = ξυλοκοπώ κάποιον
    ταφχιώνω «Θα σε ταφχιώσω αν το ξανακάμεις»

  49. Κουτρούφι said

    Στη Σίφνο
    «κουρκουνώ». Δεν το ξέρω στη Σίφνο αλλά μπορεί να σχετίζεται με την κουρκουνιά (το πήλινο για τη στάμνα)
    «μιμμί». Καλά δεν είναι πανελλήνιο; Έχουμε και την παροιμία «μικρό μιμμάκι γιάτρευε» (να μην το αφήσεις να μεγαλώσει δηλαδή)
    «πούετα» (και όχι πούβετα που είναι στα Θερμιά ή πούπετα). Έχουμε και την ίδια παροιμία με τους Χιώτες (#24):
    «Πού ήσουνα; πούετα. Ιντα καμες; τίοτα»
    Για να το εμπεδώσουμε: Πήγα να βγάλω προσωποιημένη κάρτα για τον ΟΑΣΑ. Η ουρά ήταν μεγάλη. Περίμενα 15 -30-60 min και η διαδικασία αργοπορούσε. Οπότε σηκώθηκα και έφυγα. Στην ερώτηση «τι έκανες σήμερα;» Η απάντηση θα ήταν η φράση αυτή.
    -«μπάρε μου» (συνώνυμο του «μάγκου μου» όπως και στη Νάξο)
    -«πατελίδα»

  50. Πέπε said

    Σχετικά με το ζυμαρικό «μάτσι»:

    Υπάρχει και η ματσάτα, είδος λαζανιού από τη Φολέγανδρο. Την έχω δει και συσκευασμένη στο σουπερμάρκετ (είναι κάποια εταιρεία ζυμαρικών, από τις γνωστές, που έχει λανσάρει μια σειρά απομιμήσεις ελληνικών τοπικών παραδοσιακών μακαρονοειδών).

  51. Λ said

    Έλα τζι εσούνι ΤΑΝΑ μου να μεν με κλαίει η μάνα μου
    Μιχάλης Βιολάρης
    Υπαρχουν κι άλλες όπως η μπαμπούλα, ταγιαντώ, η χολέτρα ( και το χωριό Χολέτρια (τα)), σιγουρα ο κκέλης. Όλα τα λεφτά όμως είναι το μάτσι. Δηλαδη οχι ακριβώς. Εμείς εχουμε τσ τομάτσια που ειναι ειδος χειροποίητου ζυμαρικού που μπορεί να μαγειρευτεί είτε φρεσκο είτε αποξηραμένο. Μπορεί να γινει και γλυκό αντο βράσεις με γάλα και προσθέσεις λίγη ζάχαρη και αμπαρόριζα (κιούλι ή κανέλα). Τώρα με τα πρώτα κρύα είναι ότι πεις.

  52. ΚΑΒ said

    42, 45

    μιμί γνωστή λέξη

    https://el.wiktionary.org/wiki/%CE%BC%CE%B9%CE%BC%CE%AF

  53. Γς said

    47:

    Τι έπαθες βρε Spatholouro και σκούζεις έτσι;

  54. dryhammer said

    44 αυτά τα «βεγκάνικα» (= βέγκαν λουκάνικα) τα ξέρω «μπουμπάρια». Με το ίδιο όνομα τα έλεγαν και στη Νιγρίτα (με είχε φιλέψει το ’83 ο σχωρεμένος ο πατέρας μιας συμφοιτήτριάς μου με ντόπια ρακή, όταν κατέβηκε στη Σαλονίκη να δει τις κόρες του)

  55. ΚΑΒ said

    49. γνωστή η παροιμία

  56. Γς said

    52:

    Γνωστή και ως βαβά

  57. Eli Ven said

    * Δέκα κοντά χρόνια στο νησί και από τις 40 ξέρω μόνο το «έξηψα». Με σνομπάρουν ή με ντρέπονται, άραγε; 😛
    * οι πρώτες ροδίτικες λέξεις που μαθαίνει κάποιος μη Ροδίτης όταν έρχεται στο νησί είναι «χλωρός» (παλαβός, τρέλος), «αδιαφόρετος» (άχρηστος, μισοχάμπαρος), και «μπανίνο» (ψωμάκι, σάντουιτς) (που κάποιος πιο πάνω έχει αναφέρει). Φαντάζομαι για αυτό δεν τις αναφέρει.
    * Έχει δίκιο ο φίλος παραπάνω που αναφέρεται στην γεωγραφική κατανομή. Να προσθέσω μόνο πως τα αρχαγγελίτικα είναι αρκετά διαφορετικά από τα υπόλοιπα ροδίτικα. Βέβαια όχι τόσο όσο θέλουν να νομίζουν οι ίδιοι οι Αρχαγγελίτες ή και οι υπόλοιποι Ροδίτες. Επίσης, να πω ότι κάθε χωριό έχει την ιδιοτυπία του. Ας πούμε στο Παραδείσι εκφέρουν το ρ ως διπλό σύμφωνο και πιο τραγουδιστά, («σγουρά» διορθώνει η Παραδεισιώτισσα σύζυγος). Την ομιλία των Δαματρενών πάλι χαρακτηρίζει ο τσιτακισμός.
    * Οι αγαπημένες μου ροδίτικες λέξεις είναι το «κανεύω/κανέβω κουρκουταύλους/κουρκουτάβλους» (σημαδεύω σαύρες) που ακούγεται λατινικό και το «μπουτσώνω» (συμπιέζω και στριμώχνω κάτι σε ένα συρτάρι)..
    * Μου έκανε εντύπωση όταν πρωτοήρθα στη Ρόδο η ομοιότητα των ροδίτικων με τα μανιάτικα, περισσότερο στην εκφορά και στη σειρά των λέξεων παρά στο λεξιλόγιο. Εικάζω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αμφότερες ήταν δωρικές περιοχές.
    * Κι ένα αστείο περιστατικό: Την πρώτη χρονιά που κατέβηκα στη Ρόδο έκανα μάθημα στον Αρχάγγελο και εξηγούσα κάτι. Όλη η τάξη με παρακολουθούσε συνεπαρμένη – καλά, υπερβάλλω- και κάποια στιγμή δεν θυμάμαι για ποιο λόγο είπα ότι κάποιος έφτιαξε μια βίλα… Και ξαφνικά όλη η τάξη λύθηκε στα γέλια υπό το απορημένο βλέμμα μου. Διότι στα ροδιακά (και τα κυπριακά) βίλος/βίλα ονομάζεται το ανδρικό γεννητικό μόριο, όπως έμαθα μετά….

  58. sarant said

    57 Αδιαφόρετος και στη Μυτιλήνη -αλλά τον μισοχάμπαρο μπορει και να μην τον έχω ξανακούσει.

    53 Καλό είναι όποιος έχει κάνει το φάουλ να μην διαμαρτύρεται όταν οι άλλοι διαμαρτύρονται.

  59. Πέπε said

    @53:
    Βλ. #20, βλ. #34, και βλ. και στο μυαλό όσων θα ήθελαν να σκούξουν αλλά απαξίωσαν.

  60. sarant said

    51 Αν μπορείς, μετάφρασέ μας σε καλαμαρίστικα αυτόν τον στίχο του Βιολάρη

  61. Πέπε said

    Μέχρι να έρθει η έγκυρη μετάφραση, να σχολιάσω το «εσούνι» γιατί με γοητεύει πολύ:

    Στην Κύπρο και στην Κάρπαθο (και πουθενά αλλού, όσο ξέρω) τα εγώ, εσύ προφέρονται εγιώ, εσού. Το πρώτο είναι μια περίεργη καινοτομία των δύο αυτών ιδιωμάτων (διαλέκτων;), το δεύτερο αντιθέτως είναι ένας εντυπωσιακός αρχαϊσμός. Στην Κύπρο δε οι λέξεις αυτές λέγονται προαιρετικά και μ’ ένα παραπανίσιο -νι στο τέλος: εγιώνι, εσούνι.

  62. ΚΑΒ said

    ζουππί(δι) = όταν κάποιος βρέχεται πολύ , μουσκεύει λόγω ιδρώτα, νερού κτλ. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό ρήμα zuppo =βαφτίζω

    στα ιταλικά zuppo μουσκεμένος

  63. ΚΑΒ said

    59. Συμφωνούμε απόλυτα.

  64. dryhammer said

    57. Παραπλήσια:

    Το «αδιαφόρετος» και στη Χίο αλλά μόνο ως άχρηστος, (χωρίς διάφορο=κέρδος), ανωφελής ( στα χιώτικα «ανηφέλετος»)

    Κανέβω/κανεύω : πετυχαίνω αυτό που σημάδευα, ευστοχώ. Το σημαδεύω είναι αμυρώνω/αμυρεύω κι άμα έχεις καλή αμύρα το κανεύεις. (Επιφυλάξεις για την ορθογραφία γιατί τα ξέρω με το αυτί όλα τούτα)

    Μπουτσώνω: συμπιέζω και στριμώχνω, ενσφηνώνω (πού τα βρίσκω ο κίναιδος). «τα μπούτσωσα όλα στη βαλίτσα» και «μπούτσωνέ το κέρι να μη μπέσει»

    Βίλος/ βίλα: στα (κατα-)χιώτικα βιλ(λ)ή (η).

    Πριν κάμποσα χρόνια (>30), ήμουν σε σπίτι φίλου, στην αυλή, βράδυ, καλοκαιράκι. Δυο σπίτια παραδίπλα, ερχόταν από την ταβέρνα ο μπάρμπας (ψιλοπαραντουρώντας) κι η γυναίκα του, του την είχε στημένη. Μόλις άκουσε το πορτάκι της αυλής, χωρίς να τον περιμένει να μπει στο σπίτι, τον άρχισε: Πού ήσουνα; Μπεκρή, ακαμάτη, τόνα, τάλλο, το παράλλο, τού ‘ λεγε, του ‘λεγε, όσα σέρνει η σκούπα. Του ‘πε όσα μπορούσε κι ήξερε, αλλά δεν ξεθύμανε, κι έτσι, μετά από μια ανάσα, του πετάει και το κορυφαίο: Κι είσαι και κοντοβίλης!

  65. Eli Ven said

    @58 Ναι, έχετε δίκιο. Ασυναίσθητα στην προσπάθεια μου να δώσω ορισμό της λέξης κατέφυγα στην αντίστοιχη της δικής μου διαλέκτου. Στα Τσέρια Μεσσηνίας (ίσως και στην υπόλοιπη Μάνη, δεν το ξέρω) μισοχαμπαρος είναι αυτός που καταλαβαίνει τα μισά από όσα γίνονται (μισός+χαμπάρι), ο …μισόχαζος (τύπου Φόρεστ Γκάμπ) και κατ’ επέκτασιν ο ανεπρόκοπος.

  66. 63 και σχετικά προηγούμενα: έτσι είναι. Προσωπικά δεν κουράζομαι απλώς πλέον, ενοχλούμαι.

  67. ΚΑΒ said

    >>κκέλης, ο = ο φαλακρός < τουρκικό kel [Προσέξτε το διπλό σύμφωνο]

    Xωρίς το διπλό σύμφωνο θα αναγνωρίσατε το κέλης που είναι κωπήλατη λέμβος κλπ

    στα αρχαία

    http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry%3Dke%2Flhs

    μτφ. γυνακείο αιδοίο

    Λυσιστράτη 60

    ἀλλ᾽ ἐκεῖναί γ᾽ ἐπί τῶν κελήτων οἶδ᾽ ὅτι διαβεβήκασ᾽ ὄρθριαι

    Μα ξέρω πώς πρωί-πρωί στα καΐκια μπήκανε και στη στεριά διαβήκανε.

    στο "έπί κελήτων" αισχρό λογοπαίγνιο

  68. spiridione said

    62. Και αυτό προέρχεται από το ιταλ. ρήμα zuppare που σημαίνει βαφτίζω το ψωμί σε υγρό φαγητό κ.λπ. κοινώς κάνω παπάρα 🙂
    Βλ. και zuppa
    http://www.treccani.it/vocabolario/zuppa/

  69. B. said

    Να προσθέσω και μερικά ικαριακά παρόμοια (εκτός από το μάτσι που είχαμε αναφέρει και στο σχετικό άρθρο):

    – το αρχαίο μύζω εμείς το λέμε μύσσω (και στην Κρήτη φαντάζομαι, υπάρχει και στον Ερωτόκριτο)
    – μπάρε μου (τουλάχιστον), ψιλοξεχασμένο σήμερα
    – μπαζόμυγα (η πασσόμυα του άρθρου) και «μπάζει» το φαγητό (γεννάει τα αυγά της)
    – πούετα (ή πούεντα) ίδιο όπως στη Ρόδο
    – ταγιαντώ (επίσης ίδιο) και αταγιάντιστος αυτός που δεν υποφέρεται. Στην κρήτη νταγιαντίζω μάλλον (και επώνυμο Νταγιαντάς στα Ανώγεια).
    – μπουτσώνω (όμοια με την έννοια που αναφέρθηκε), εξ’ ου και η έκφραση «μπουτσώθηκε στον κάβο» για χορευτή που πιάνει την πρώτη θέση και δεν την αφήνει ώστε να χορέψουν κι οι άλλοι (που ενδέχεται να ξέρουν καλύτερα τσαλίμια).

  70. ΚΩΣΤΑΣ said

    1 Γς «Κατρούμπαλο! Ουπς, καρούμπαλο»

    Ουπς, Κατρούγκαλο

    Και με την ευκαιρία, λίγη επιείκεια στον Γς. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

    Ποιος ξέρει αν κι εμείς όταν δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα, αν θα αρεσκόμαστε να τα διηγούμαστε και να τα δείχνουμε σε φωτογραφίες!

  71. dryhammer said

    69. Παρέλειψα το μύζω, βογγώ, μουγκρίζω «Όλη νύχτα ήμυζένε αφ’ τούς πόνους»

  72. ΚΑΒ said

    67. πως

  73. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    54. Βεγκάνικα! 🙂 Ναι, στη Θεσσαλία τα λένε μπουμπάρες.Στην Πελοπόννησο οματιές και τα ψήνουν στο φούρνο.Σ΄εμάς αματιές και τα βράζουν.Αλλοι τρελαίνονται, εγώ πάλι,όχι.Ντίπι.Κύριο μπαχαρικό τους το κύμινο που μπορεί να με στείλει 😦

    >>πασσόμυα, η
    θρασόμυγα,αλλού φτυσόμυγα, αυτή που πάει στα κρεατικά και τα βρωμίζει (θρασά είναι η μυρωδιά του κρέατος που πήρε να χαλάει, του ψοφιμιού).
    Μυγιοφτύσματα, τα επικίνδυνα αυγούλια της.

  74. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Σήμερα διάβασα στὸν ἱστότοπο τοῦ BBC γιὰ ἕναν ἀκούραστο ἐρευνητὴ τῶν ἰνδικῶν γλωσσῶν ποὺ κατέγραψε 780 ἰνδικὲς γλῶσσες. Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο τὸ 1961 εἶχαν μετρηθεῖ 1652 γλῶσσες, δηλαδὴ σὲ μισὸν αἰώνα χάθηκαν περισσότερες ἀπὸ τὶς μισές.

    Νομίζω πὼς ταιριάζει μὲ τὸ σημερινὸ ἄρθρο.

  75. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μύσσω και μύσμα
    Ερωτόκρ.Ε 900
    Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
    όντε γρικώ αναστεναμό και μύσμα τ’ αρρωστάρη·
    και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που’σαν κοντά στη βρύση,
    ο για να βρω κι ο για να δω εκείνον όπού μύσσει.

  76. Μαρία said

    74
    Ο μύθος απ’ τους Εσκιμώους μετακόμισε στα Ιμαλάια! Ορέα!
    He discovered that some 16 languages spoken in the Himalayan state of Himachal Pradesh have 200 words for snow alone

  77. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    69. Στην κρήτη νταγιαντίζω
    ναι νταγιαντίζω και νταγιαντώ
    Δεν το μπορώ βασιλικέ κρυφά να σε ποτίζω
    γιατί ΄ναι οι μυρωδιές πολλές και δεν τσι νταγιαντίζω.
    Η λεβεντιά ΄ναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει
    θε μου και πώς τη νταγιαντά εκείνος που την έχει

  78. Πέπε said

    @77 κ.ά. (νταγιαντώ):

    Νομίζω ότι το ρήμα αυτό, με ασήμαντες παραλλαγές στη μορφή, πρέπει να λέγεται παντού εκτός από …τα κοινά ελληνικά. Αν θέλετε, ας αναφέρει κανείς αν στη μητρική του ντοπιολαλιά ΔΕΝ υπάρχει (έτσι για την περιέργεια).

  79. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ευχαριστούμε για τις 40 λέξεις από τη Ρόδο.
    Υπέροχος σκοπός ο Αρχαγγελίτικος
    (ο Ροδίτικος Πηδηχτός χορός χορεύεται με τα ίδια βήματα του Χανιώτικου)

  80. Πέπε said

    @79:
    > > ο Ροδίτικος Πηδηχτός χορός χορεύεται με τα ίδια βήματα του Χανιώτικου

    «Ροδίτικο πηδηχτό» τον λένε στα άλλα 12νησα πλην της Ρόδου. Η ροδίτικη ονομασία είναι Κρητικός. Άλλωστε, και στη μελωδία δεν είναι δύσκολο να ανιχνευτεί η προέλευσή του από τους σκοπούς του Χανιώτη.

  81. Μαρία said

    78
    http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%B6%CF%89&dq=

  82. spatholouro said

    Φλετρό/φιλιατρό

    Ωστόσο, το φιλιατρό δεν είναι το πηγάδι αλλά το περιστόμιό του. Και επίσης ερίζεται η ετυμολόγηση από το φρέαρ:

    https://books.google.gr/books?id=N0xoAAAAMAAJ&q=%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CF%8C+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CF%80%CE%B7%CE%B3%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D&dq=%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CF%8C+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CF%80%CE%B7%CE%B3%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjJ2ZzR35vXAhUHuBQKHXdcDu4Q6AEIMTAC

  83. spatholouro said

    «μάτσι»:

    https://books.google.gr/books?id=7hkMAQAAMAAJ&q=%22%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9%22&dq=%22%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwj7vsDU4ZvXAhUEAcAKHYpOC_gQ6AEIJTAA

  84. Κατσαράς Αλέξανδρος said

    Καλησπέρα σε όλο το ιστολόγιο.Οι λέξεις του άρθρου είναι μέρος μια ευρύτερης εργασίας 1500 περίπου λέξεων του Ροδίτικου ιδιώματος που ευελπιστώ κάποια στιγμή να εκδοθούν σε βιβλίο.Προσπαθώ να μην περιοριστώ στην απλή καταγραφή τους (κάτι τέτοιο υπάρχει ήδη και σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό λέξεων)αλλά να καταφέρω να ετυμολογήσω όσο το δυνατόν περισσότερες απ’αυτές με όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν σε τέτοιες περιπτώσεις .Ευχαριστώ τον κ.Σαραντάκο και όλους σας για τις επισημάνσεις και τις παρατηρήσεις σας…

  85. sarant said

    84 Κύριε Κατσαρά, να σας ευχαριστήσω κι εγώ για το άρθρο. Νομίζω πως απο τη συζήτηση που έγινε έχετε να αντλήσετε χρήσιμες επισημάνσεις

    82 Ξέρουμε ποιος υπογράφει το κειμενο;

  86. Spiridione said

    Είναι του Στ. Αλεξίου. Την άποψη αυτή την αναφέρει και ο Μπαμπινιώτης στο Ετυμ.

  87. Spiridione said

    86. Ως δεύτερη πρόταση.

  88. Alexis said

    #78: Δεν θα έλεγα ότι είναι πανελλήνιο Πέπε.
    Σε όλη τη Δυτική Ελλάδα (Ήπειρο, Αιτωλοακαρνανία, Λευκάδα) όπου έχω εμπειρία κοντά 20 χρόνια δεν το έχω ακούσει ποτέ από ντόπιο.
    Επίσης δεν το έχω ακούσει να λέγεται ούτε στην Ηλεία που είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου.
    Νομίζω ότι είναι κυρίως κρητικό, νησιώτικο και βορειοελλαδίτικο, λόγω μικρασιατών προσφύγων.
    Έχει χρησιμοποιηθεί πολύ από λογοτέχνες (π.χ. Καζαντζάκης, Λουντέμης) αλλά και από στιχουργούς (π.χ. Λευτέρης Παπαδόπουλος), και γι αυτό θεωρώ ότι είναι γνωστό και οικείο στους περισσότερους από μας.
    Γι αυτόν ακριβώς το λόγο νομίζω ότι έχει λεξικογραφηθεί και στο ΛΚΝ (#81)

  89. sarant said

    86-87 Πάντως στην 1η έκδοση του Ετυμολογικού, που έχω εδώ, έχει μόνο την ετυμολογία από φρέαρ. Τη δεύτερη έκδοση την έχω στο άλλο σπίτι.

  90. Spiridione said

    Στη β’ έκδοση. Και προσθέτει ότι υπάρχει και η λ. φλιατρό στη Λήμνο που σημαίνει προστατευτικό τζακιού.

  91. sarant said

    90 Για να το προσθέτει εκ των υστέρων σημαίνει πως το θεωρεί αξιόλογο.

  92. Μαρία said

    82
    … και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού βλ. σχ. 23
    Απο κει έμαθα τη λέξη και δεν την ξανασυνάντησα.

  93. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Στα Φιλιατρά μαθαίνουν στα παιδιά τί είναι το φιλιατρό

    ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΛΕΞΗ ΦΙΛΙΑΤΡΟ φιλιατρό ουδέτερο
    χείλος ή στόμιο πηγαδιού
    Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό (Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα της Ζάκυθος)
    Στα φιλιατρά του πηγαδιού, / τα λιθαρένια χείλη, / ποιος έγραψε τη λέξη αυτή / μ” αθάνατο κοντύλι (Θοδωρής Γκόνης, Στα φιλιατρά του πηγαδιού)

    aaaimage002

  94. Πέπε said

    Μπορεί σε κάποιες ντοπιολαλιές «φιλιατρό» (ή φλετρό κλπ.) να σημαίνει πηγάδι, και μπορεί και να ετυμολογείται από το φρέαρ (και μάλιστα τοπωνύμιο που να σημαίνει «πηγάδια» φαίνεται πιο πιθανό παρά τοπωνύμιο που να σημαίνει «πεζούλια γύρω από τα πηγάδια»), αλλά η γενικώς γνωστή έννοια, τις σπάνιες φορές που χρησιμοποιείται η λέξη, είναι το πεζούλι γύρω από το πηγάδι, αυτή τουλάχιστον ήταν η εντύπωσή μου. Δεδομένου δε ότι δεν είναι ακριβώς το στόμιο (στόμιο εξακολουθεί να έχει ένα πηγάδι και αν γκρεμιστεί το πεζουλάκι), ούτε υπάρχει άλλη λέξη που να σημαίνει ακριβώς αυτό, όποτε κάποιος θέλει να πει ακριβώς αυτό (και ξέρει βέβαια τη λέξη), φιλιατρό θα το πει. (Και πάλι, αυτή είναι η εντύπωση και η εμπειρία μου.)

    Τώρα, αν η λέξη είναι γνωστή μόνο στους αναγνώστες του Σολωμού και σ’ όσους έτυχε να την ακούσουν από αυτούς, αυτό δεν το ξέρω… Πάντως εγώ προφορικά την έμαθα.

  95. Παναγιώτης Κ. said

    @79. Μπράβο Έφη για την επιλογή αυτού του υπέροχου τραγουδιού και συνάμα συγκινητικού, λόγω του βαθιού αισθήματος που βγάζει. Πλήρης ενότητα μουσικής και στίχου!
    Γνώριζα την παραδοσιακή εκτέλεση του τραγουδιού. Αυτή εδώ είναι πιο πλούσια στιχουργικά.
    Μια και είμαστε στα Δωδεκάνησα αυτό το τραγούδι και το άλλο με τον τίτλο(;) » Μέρα δεν εξημέρωσε και αυγή που να μη κλάψω» σε (με) απογειώνουν!

  96. Γς said

    93:

    >Στα Φιλιατρά μαθαίνουν στα παιδιά τί είναι το φιλιατρό

    Και στον Μελιγαλά, τι είναι πηγάδα.

    Λίγο ανατολικότερα, στην Μεσσηνία πάντοτε,

  97. Γς said

    95:

    >και το άλλο με τον τίτλο(;) » Μέρα δεν εξημέρωσε και αυγή που να μη κλάψω» σε (με) απογειώνουν!

    Τι τραγούδι! Τι ερμηνεία! Τι μουσική και τι παίξιμο! Το ακούς και αγαπάς τον τόπο, τον κόσμο αγαπάς και τους εχθρούς σου ακόμα.Και λίγο δάκρυ, για να μεγαλώνει η συγκίνηση!

    [από τα σχόλια, στο YouTube]

  98. Παναγιώτης Κ. said

    @97.Γς με συγκίνησες και σε ευχαριστώ από καρδιάς!…
    Κατάλαβες το γιατί…

  99. Γς said

    Εγώ σ ευχαριστώ.

  100. Πέπε said

    @95 κ.ά. (τραγούδια):

    Η Ρόδος έχει εκπληκτικό παραδοσιακό μουσικό ρεπερτόριο. Τα σχετικώς τελευταία χρόνια το έχει αναδείξει κυρίως ο Γιάννης Κλαδάκης (λύρα – τραγούδι), σε μια σειρά δίσκους υψηλότατης ποιότητας και ήθους, τόσο με τον εαυτό του όσο και με διάφορους ντόπιους γέροντες και γερόντισσες. Ωστόσο βρίσκονται και άλλες αξιόλογες ηχογραφήσεις, π.χ. τα «Αρχαγγελίτικα» με τη Φλώρα Κρητικού, δίσκος της δεκ. ’90 νομίζω. Η ηχογράφηση του Αρχαγγελίτικου σκοπού (με τον αρχαγγελίτικο τίτλο, «Ποταμός») της Κρητικού σηκώνει την τρίχα. Εξίσου και μια σειρά με γαμήλια τραγούδια με τον Κλαδάκη + γριές, καθώς και οτιδήποτε έγραψε το 1930 ο Σ. Μπο-Μποβί με την απίστευτη φωνάρα της Τριανταφυλλιώς Αργυρού. Με την επιφύλαξη των τελευταίων (Μπο-Μποβί – Αργυρού), όλα τα άλλα βρίσκονται στο ΥΤ.

    Ο σκοπός του #97 είναι ο «Χαρκίτικος», που λέγεται σχεδόν σε όλα τα 12νησα. Υπάρχουν πλήθος ηχογραφήσεις, με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του κάθε νησιού (η συγκεκριμένη μού φαίνεται μάλλον φλατ, δεν έχει ύφος κανενός νησιού, είναι γενικώς και συμβατικά «παραδοσιακή» 😦 ), και, φυσικά, κάθε φορά με άλλα δίστιχα.

  101. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα και καλό μήνα

    94: Κι έχει και πύργο του Αϊφελ 🙂

  102. sarant said

    94 Λογικά αυτά

    101 Αυτό με τον βαρόνο κάπως ύποπτο το βρίσκω

  103. Γιάννης Ιατρού said

    102β: Πάλι καλά που γράφουν και το άλλο 🙂
    ==> http://moriasnow.gr/tourismos/filiatra-i-neoteri-poli-poy-katoikeitai-apo-lithini-epoxi

  104. ΚΑΒ said

    90, 91 Αφού κατ’ άλλη άποψη προέρχεται από ελνστ. φύλακτρον μέσω του νε διαλεκτ. φυλαχτρό (Θράκη) > φυλιατρό (Λήμνος φλιατρό) θα γραφόταν με -υ –

  105. Γιάννης Ιατρού said

    103: (συνέχεια) Βρήκα κι αυτό για τον Βαρόνο 🙂

  106. ΓιώργοςΜ said

    102 Κι εμένα. Κι αλλού θα είχαν βαρόνο (=όνο που τον βαρούσαν) και του έλεγαν ντε, όχι μόνο τον Ντε Φιλιάτρ, αλλά δεν είναι λόγος αυτός να ονομαστεί πόλη! 😛 Αν και πιθανότατα ο Ντε Φιλιάτρ ήταν που βαρούσε…

  107. Κατσαράς Αλέξανδρος said

    Δύο ακόμη ιδιαίτερες λέξεις που έχουμε στο νησί είναι το επιφώνημα «μύχχι» ή «μίχχι» για την ευχάριστη μυρωδιά (το αντίθετο του «πουφ» ή πούφφου» ) και το «ίχχικα» μια λέξη ικανοποίησης όταν κάποιος που δεν συμπαθούμε έχει πάθει κάτι κακό (ανάλογο δηλαδή του «καλά να πάθεις» )Υπάρχουν σε κάμια άλλη περιοχή αυτές οι λέξεις ;

  108. antonislaw said

    Καλημέρα από εμένα και συγχαρητήρια στον συνάδελφο εκπαιδευτικό κ Κατσαρά για την πολύ φροντισμένη δουλειά που κάνει εδώ και καιρό και δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ροδιακή» και λαμβάνουμε υπόψη και οι υπόλοιποι μη ροδίτες μεν, ροδολάτρες δε. Περιμένουμε με ανυπομονησία και το λεξικό του!

    69: για το «μπουτσώνομαι»: Στο Ρέθυμνο, στην παθητική φωνή, όταν λέμε μπουτσώνομαι εννοούμε ότι λερώνομαι με βουτσέ, δηλαδή φρέσκα κόπρανα ζώου και ιδίως αγελάδας. Κυρίως το έχω ακούσει όταν πατήσει κανείς με τα παπούτσια του φρέσκια κοπριά και έχει όλες τις δυσάρεστες επιπτώσεις. Επίσης το παθητικό «μπουτσώθηκα»=λερώθηκα με βουτσές, «μπουτσωμένος»=λερωμένος με βουτσές, επίσης έχω ακούσει και τη φράση «σωμπούτσωτος»=πολύ λερωμένος με βουτσέ»

    79-80 για τον ροδίτικο πηδηχτό: επειδή χορεύω και τους δύο χορούς (είμαι κρητικός στην καταγωγή) οπωσδήποτε έχει διαφοροποιήσεις και δεν μπορείς να πεις ότι είναι ο συρτός ο κρητικός, είναι οπωσδήποτε παραλλαγή.Το πρώτο βήμα με το δεξί πόδι θυμίζει περισσότερο το πρώτο βήμα του ικαριώτικου, και γενικά χορεύεται πιο χοροπηδητά, σαν μπάλος

  109. Μια συμπλήρωση στο «ταγιαντώ = αντέχω ,υπομένω < τουρκικό dayandim = ανέχομαι , αντέχω π.χ είναι ανυπόφορος , δεν τον ταγιαντώ πια [νταγιαντώ στην κοινή]». Ίδε και σχόλια 32, 77, 78

    #Σε ένα παραδοσιακό σκωπτικό-αυτοσαρκαστικό άσμα λεει η κόρη:
    «…Δεν τουν θέλου, δεν τουν παίρνου ‘φτον τουν Νιγριτ’νό. Φτος πουδάρ(ι) δεν ξέρε(ει) να ρίξει κι όλου νταϊαντά…»
    Ήτοι παρ΄ημίν αντί ταγιαντώ λέγεται νταϊαντώ=σταματώ (να περπατώ). Επίσης, «νταϊάντα» λίγο να σε φτάσουμε (στον προπορευόμενο).

  110. spiridione said

    Αυτό με τον βαρώνο ντε Φιλιάτρ το θυμάμαι από μικρό παιδί από μια παγκόσμιο γεωγραφία, του Δημητράκου νομίζω, με κόκκινο εξώφυλλο. Επίσης εκεί εμφανιζόταν και ο κόμης, βαρώνος δεν θυμάμαι … ντε Γκαργκαλιάν απ’ τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Γαργαλιάνοι.

  111. Μυλοπέτρος said

    Το ματσι το λέμε και στη Χιο. Η πατελίδα, και όχι πεταλιδα οπως τη λενε λαθος πολλοι και ο Παπαδιαμαντης, βγαινει απο την ιταλικη πατελα, που σημαινει την γαβαθα.

  112. Γιάννης Ιατρού said

    110: 🙂 🙂 γειά σου ρε Σπύρο, καλό!

  113. sarant said

    107 Το ίχιτα/ίχιτας ως επιφώνημα ικανοποίησης (αλλά όχι όταν πάθεικάποιος κάτι) υπάρχει στη Σίφνο, στη Μάνη και αλλού.

    Δείτε:

    Η σιφνέικη ντοπιολαλιά (συνεργασία από το Κουτρούφι)

  114. Μαρία said

    110
    Κι όμως υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει στην ύπαρξη του ντε Γκαργκαλιάν. Απορώ πώς του ξέφυγε ο ντε Φιλιάτρ.
    http://www.λέσχη.gr/forum/showthread.php?6981-%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF
    Έχουμε ορισμένα ίχνη που διασώζονται σε τοπωνύμια, κυρίως στην Πελοπόννησο λόγω του Πριγκιπάτου της Αχαίας π.χ.

    – Γαργαλιάνοι, κωμόπολη της Μεσσηνίας από τον ισχυρό φεουδάρχη Ντε Γκαργκαλιάν που κατείχε την περιοχή
    – Πασσαβάς, ονομαστό κάστρο της Μάνης από το «pas avant» δηλαδή «μην προχωράτε μπροστά»

  115. 114

    Εδώ να πούμε πως υπήρξαν άνθρωποι που πίστεψαν και διέδωσαν ότι ο Υμηττός αποκαλείται λαϊκιστί και Τρελλός, επειδή κάποιοι Γάλλοι περιηγητές είδαν το βουνό και είπαν πως είναι πολύ μακρύ (tres long ή κάπωςέτσι) και θα σκέφτηκαν οι γκάγκαροι «ε, αφού τόπαν οι Γάλλοι, ας αποκαλέσουμε έτσι το βουνό κι εμείς)

  116. ΣΠ said

    Κύριε Κατσαρά, μήπως γνωρίζετε γιατί το «κκέλης» γράφεται με διπλό κ; Έτσι γράφεται και στην Κύπρο, αλλά εκεί τα διπλά σύμφωνα τα προφέρουν. Ισχύει το ίδιο και στην Ρόδο;

  117. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    @115 Άσε Σκύλε μου, απέραντο φρενοκομείο το Λεκανοπέδιο. Ο ήλιος ανατέλλει από τον Τρελό και δύει στο Δαφνί.

  118. spatholouro said

    #115
    Έλα, Σκύλε μ’:

    Από πού προέκυψε ο χαρακτηρισμός «Τρελός» για τον Υμηττό…

  119. 117 ❤

    118 Φχαρ'στώ!

  120. sarant said

    118 Το έχω δει αυτό, αλλά απαριθμεί εκδοχές απλώς.

  121. Μαρία said

    116
    Ναι.
    http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_b_1_1/index.html

  122. ΣΠ said

    121
    Πολύ ενδιαφέροντα. Ευχαριστώ.

  123. Κατσαράς Αλέξανδρος said

    ΣΠ νομίζω πως το θέμα των διπλών συμφώνων είναι μεγάλο και οφείλεται σε διάφορους λόγους.Το διπλό «κκ» ας πούμε στο «κκέλης» αιτιολογείται ως φωνολογική προσαρμογή στην διάλεκτο της προφοράς του ξένου φθόγγου (kel) .Eχουμε ακόμα διπλά σύμφωνα στο νησί για να τονίσουμε έντονα κάτι π.χ «ούφφου» για μια άσχημη μυρωδιά , την τροπή σε διπλού του ένρινου «ν» μπροστά από τριβόμενο σύμφωνο π.χ ανθός -αθθός κτλ..Και φυσικά τα προφέρουμε (κυρίως στα χωριά) όπως στην Κύπρο μην σου πω και ως «τριπλά» 🙂

  124. ΣΠ said

    123
    Ευχαριστώ για την απάντηση, κ. Κατσαρά.

  125. Spiridione said

    115. Χα χα, δεν τόξερα. Και στον Δήμο Καισαριανής
    http://portal.kessariani.gr/portal/page/portal/Index/H%20%CE%A0%CF%8C%CE%BB%CE%B7%20%CE%BC%CE%B1%CF%82/%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF%20%CE%A7%CF%8E%CF%81%CE%BF%CE%B9%20-%20%CE%91%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CE%B1%CF%84%CE%B1/%CE%9F%20%CE%A5%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%84%CF%8C%CF%82%20%CE%BA%CE%B1%CE%B9%20%CE%B7%20%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CF%85

  126. Γιάννης Ιατρού said

    125: Σπύρο, λές να εξέλιπαν οι «ευνοϊκές συνθήκες» που γράφει ο σύνδεσμος (στο τέλος της στην πρώτης παραγράφου) 🙂

  127. Spiridione said

    Ωχ κι η Αρβελέρ
    http://www.lifo.gr/team/politismos/57270

  128. Μαρία said

    127
    Και σαν μοναδική εκδοχή! Μόνο που οι Καταλανοί δεν μιλούσαν γαλλικά και στα καταλάνικα tres σημαίνει 3.
    Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν 🙂

  129. Γς said

    127:

    >Ωχ κι η Αρβελέρ

    Ωχ και την θάβαμε το μεσημέρι με μια φίλη μου πίνοντας καφέ στο La Sera εδώ στο λιμάνι.

    «Η ιστορία του Μάνου και της Ελένης ξεκινάει, όταν η Ελένη ρωτήθηκε ευθέως από τον Κ. Καραμανλή, για τις φήμες που έλεγαν , αν είναι εκείνη η αιτία , που ο Μ. Χατζηδάκης έγινε αυτό που έγινε στη ζωή του, λόγω της απόρριψης του από εκείνη.

    Γνώστης αυτού του μυστικού ήταν και ο Μίκης Θεοδωράκης. Μια μέρα καθώς γευμάτιζαν με τον Μάνο, του εκμηστηρεύτηκε ότι είναι ερωτευμένος μαζί της.

    Το μόνο που έμεινε να θυμίζει αυτόν τον έρωτα, ήταν μία μελωδία. Τόπος συνάντησης, το Παρίσι, μετά από πολλά χρόνια. Eκεί βρήκε την ευκαιρία να της δώσει μια κασέτα με το τραγούδι <> λέγοντας της ,πως το έγραψε για εκείνη.»

    http://exeisminima.gr/blog/pos-i-eleni-arveler-enepneyse-to-mano-xatzidaki/

  130. Γς said

    >Eκεί βρήκε την ευκαιρία να της δώσει μια κασέτα με το τραγούδι «Με ρωτούν για την Ελένη»

  131. sarant said

    128 Λέμε και καμιά βλακεία για να περνάει η ώρα

  132. Κ. Καραποτόσογλου said

    Κ. Καραποτόσογλου: φιλιατρό – φιλιατρά

    Ο Αθ. Πετρίδης, «Λακωνικά» Πανδώρα 20 (1870) 340-341, ασχολείται με το χωριό Κάββαλος της Μάνης, όπου αναφέρει:«Τα πλείστα της επιγραφής γράμματα σχεδόν μόλις
    διακρίνονται, διότι ο τετράγωνος λίθος εφ᾽ω κείται, κύριος οίδε κατά ποίους αιώνας κυλισθείς
    έκ τινος αρχαίου κτιρίου (πολλών γαρ αρχαίων οικοδομών ερείπια διασώζονται), παρεσύρθη δια του ρεύματος τινός λάκκου κάτω εις θέσιν, καλουμένην «Φιλιατροί», όπου υπάρχουσι πηγάδια βαθέα, εξ ων αντλούσι πόσιμον ύδωρ οι κάτοικοι, ως εν τη πεδιάδι Αργυροκάστρου της Ηπείρου, δι᾽ ασκών ανάγοντες το ύδωρ. Εικάζω οτι το αρχαίον όνομα του χωρίου ην «Φιλιατροί» και ουχί «Κάββαλος». Αλλ᾽ οι κάτοικοι ονομάζουσι τα «πηγάδια «Φιλιατρούς», παρ᾽οις εφυλάχθη το αρχαίον όνομα δια την φυσικήν ανάγκην του ύδατος, νομίζω. Άλλως τε όνομα Φιλιατρού επί πηγής απαντά και εν Ιθάκη (ίδε Ιστορίαν Ιθάκης παρά Ν. Γρίβα Καραβία σελ. 91). Εις την θέσιν του Καββάλου την όνομαζομένην «Φιλιατροί» ευρέθησαν και νομίσματα και δακτυλιόλιθοι, εξ ων εις έχει ιχθύν εγγεγλυμμένον.

    Ο Διον. Ζήβας, Η αρχιτεκτονική της Ζακύνθου, από τον ΙΣΤ´μέχρι τον ΙΘ´ αιώνα, Αθήνα 1984 (2η), σ. 74, μας πληροφορεί:« Στην αυλή αλλά σε θέσι όχι τυπικά καθωρισμένη, βρίσκεται το πηγάδι• το στομιο του — το φιλιατρό — που είναι πάντα λαξευμένο σε ατοφιο κομμάτι σκληρού ασβεστολιθου, συνήθως γκρίζου, είναι οκταγωνικό και ακουμπά πάνω σε μια χαμηλή απλή βάσι από μια βαθμίδα (εικ. 92). Οι οκτώ έδρες της παραπλεύρου επιφανείας του είναι διακοσμημένες
    με απλά γεωμετρικά σχήματα ενώ σε κάποια από αυτές μπορεί να βρίσκεται σκαλισμένο το
    οικόσημο του ιδιοκτητη (είκ. 93). Η άντλησις του νερού μπορεί να γίνεται είτε απ᾽ ευθείας
    είτε με τη βοήθεια μιας μικρής τροχαλίας – για την ανάρτησί της χρησιμοποιούνται
    τότε τρεις κατακόρυφες σιδηρές ράβδοι που στηρίζονται σε αντίστοιχα σημεία του στομίου
    και καμπυλώνονται επάνω για να ενωθούν και να σχηματίσουν το σημείο της αναρτήσεως
    (εικ. 94, 95). Οι βαθειές αυλακώσεις που το σχοινί έχει δημιουργήσει στο εσωτερικό
    χείλος του στομίου μαρτυρούν για την ηλικία των πηγαδιών αυτών.

    Ο Στυλ. Αλεξίου, «Αδυναμίες του νεοελληνικού ετυμολογικού», Τόμος εις μνήμην Γεωργίου Κουρμούλη, Αθήνα 1988, σ.157-158, παρατηρεί:«Για τη λ. φιλιατρό, που σημαίνει στη Ζάκυνθο «περιστόμιο πηγαδιού» (Σολωμός, Γυν. Ζακ. 1,4 στο φιλιατρό του πηγαδιού) και αλλού, κατά το
    αρχείο του Ιστορικού Λεξικού, «πηγάδι», πρότεινε ο Στυλ. Καψωμένος (44)
    παραγωγή από το φρέαρ και ειδικώτερα από τη γεν. εν. φλητρός (=«φρέατος») των μτγ. ελληνικών. Υποθέτει δηλαδή ο Καψωμένος ότι από μία ανάλογη γεν. πληθ. *φλητρών (=«φρεάτων») πλάσθηκε ονομαστική ενικού το *φλητρόν, που όμως δεν παραδίδεται. Η έλλειψι αυτή, καθώς και η ανάγκη ενός δευτέρου υποθετικού τύπου *φλεατρόν, που εμεσολάβησε, κατά τον ίδιο ερευνητή, μεταξύ του τύπου φλητρόν και του νεοελληνικού φιλιατρό, δημιουργούν δυσκολίες στην αποδοχή της παραγωγής αυτης. Αλλά και η μετάπτωσι από τη σημασία «πηγάδι» στη σημασία «περιστόμιο» (επειδή αυτό είναι το μέρος του πηγαδιού «που προεξέχει και φαίνεται», κατά τον Καψωμένο) δεν εξηγείται επαρκώς.

    Νομίζω οτι ο Καψωμένος δεν έδωσε αρκετή σημασία στον τύπο φυλαχτρό = «χείλος φρέατος» (Μαρώνεια Θράκης) που τον αποδίδει σε παρετυμολογία προς το φυλαχτό. Επίσης σημαντικό είναι οτι ανάλογος τύπος φλιατρό σημαίνει (στη Λήμνο) το «εξέχον του δαπέδου λιθόστρωτον
    μέρος προ της εστίας» δηλαδή κάτι εντελώς άσχετο προς το πηγάδι. Διερωτάται κανείς μήπως πρόκειται για λ. φύλακτρον με την έννοια του προστατευτικού θωρακίου γενικά, οπότε στη Μαρώνεια θα είχε διατηρηθή ο περισσότερο αλώβητος τύπος. Η λ. φύλακτρον παραδίδεται στα αρχ. ελληνικά (LSJ) και η άποψι ότι μπορούσε να δηλώνη και το περιστόμιο τού πηγαδιού ενισχύεται από το ότι αυτή ακριβώς τη σημασία έχει στα μεσ. ελλ. ο τύπος φυλακτήρι(ο)ν υποκοριστικό του φυλακτήρ («θωράκιον, στηθαίον» ΜΕΕ), και με την έννοια αυτή, όπως διέγνωσε ο Ξανθουδίδης (45), λέγεται στον Σαχλίκη Φυλακτήριν, ώς «παρωνύμιον πολιτικής ονομασθείσης ούτω δια το βραχύ και παχύ σώμα της», δηλαδή λόγω της ομοιότητος προς το περιστομιο του πηγαδιού. Οι ειδικά ασχολούμενοι θα διαγνώσουν αν όλοι οι τύποι που σώζονται για τη λέξι φιλιατρό, και που ποικίλλουν αρκετά, όπως βλέπει κανείς στο σχετικό άρθρο του Καψωμένου, μπορούν να προέρχωνται από το φύλακτρον, -χτρο, η αν ορισμένοι από αυτούς θα έπρεπε πραγματικά να αναχθούν στο φρέαρ. Πάντως ως προς τη μετακίνησι του τόνου ισχύουν για την αποψί μας τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Καψωμένος για την εξέλιξι φρέαρ – φλετρών – φλετρό, δεντρο – δεντρό, γέρανος – γερανός κ.ά.».

    44. ΛΔ 1, 1939, σ. 61 κ.ε.

    45. Βυζαντίς 1, 1909, σ. 359. Η λ. φύλακτρον στα μτγ. ελληνικά σημαίνει «safeguard,
    security» (LSJ). T. επίθ. φυλακτήριος «serving as a protection» και από αυτό ουσ. φυλακτήριον
    ( Η λ. και στον Ακάθιστο Ύμνο). Για πιθανούς δυτικούς συσχετισμούς, πβ. ιτ. filalterio. γαλ.
    filatiere, filatire (ΙΒ᾽αί.) Dauzat, Dictionnaíre étymologique, όπου αυτά ανάγονται στο «bas
    latin phylacterium» = «φυλαχτό».

    Ο Στυλιανός Καψωμένος, «Η λέξις φρέαρ εις την μεταγενεστέραν και νέαν ελληνικήν. Συμβολή εις το πρόβλημα των σχέσεων κοινής και νέας ελληνικής», Λεξικογραφικόν Δελτίον 1 (1939) 40-72, και κυρίως σ. 68-72, αναφέρει:
    «Συγκεφαλαίωσις και πορίσματα.
    Συνοψίζοντες τ᾽ανωτέρω εκτεθέντα παρατηρούμεν τα εξής: Η λέξις φρέαρ, αντιπροσωπεύουσα συγκεκριμένην έννοιαν και ούσα πανταχού της χώρας ευρύτατα διαδεδομένη, δεν ήτο δυνατόν να παύση ολοσχερώς να χρησιμοποιήται τοσούτω μάλλον καθ᾽όσον ήτο συνδεδεμένη με τους τόπους, εις τους οποίους υπήρχον φρέατα. Επειδή όμως η μορφολογική υφή αυτής (φρέαρ-φρέατος) προσέπιπτε δύσκολος εις την χρήσιν, ήτις επιζητεί πάντοτε την εξομάλυνσιν και απλοποίησιν, υπέκειτο ιδία άφ᾽ης ήρχισεν ο συναγωνισμός αυτής προς άλλην απλουστέραν, το πηγάδι(ον), εις αντικατάστασιν, όπως συνέβη εις πολλάς άλλας λέξεις προσπίπτουσας ανωμάλους και έχουσας ομαλώτερα συνώνυμα.
    Ίνα δέ καταστή ικανή να σωθή εις τον αγώνα προς ζωντανώτερον στοιχείον ώφειλε να εξομαλυνθή, να ακολουθήση τα ομαλώτερα συστήματα κλίσεως τα αποδειχθέντα ισχυρά να υπερνικήσουν τους κινδύνους εξαφανίσεως, οι οποίοι τα ηπείλουν. Δια τούτο υπέστη κατά τόπους διαφόρους μορφολογικούς μεταπλασμούς, οίτινες εξησφάλισαν εις αυτήν την διάσωσιν. Ούτως εκ των αρχικών τύπων φρέαρ και Δωρ. *φρήρ και κατ᾽ανομοίωσιν των υγρών φλέαρ και *φλήρ προήλθον αφ᾽ενός μέν φρέα και φρέας (όθεν φριάς- φρέα και *φρέος-φρίος -φρέο-φρίο) και *φλέας (όθεν φλιάς), αφ᾽ετέρου δέ *φρης (όθεν φρες-φιρές) και *φλης (όθεν φλες) και δια μεταπλασμού κατά τα δευτερόκλιτα *φρητρόν (όθεν φετρό) και *φλητρόν (όθεν φλετρό-βλετρό-χλετρό, λιχτρός και μετ᾽ αποκατάστασιν του εα κατ᾽ επίδρασιν της Κοινής *φλεατρόν-φ(ι)λιατρό(ς)). Η εξέλιξις των τύπων της λέξεως ταύτης από της αρχαίας εποχής μέχρι σήμερον σχηματικώς παριστάμενη έχει ως εξής…Δια των μεταπλασμών τούτων κατώρθωσε μεν να διατηρηθή η λέξις, αλλ᾽υπεχώρησεν εις την χρήσιν της συνωνύμου πηγάδι και δη εις την κοινήν νέαν ελληνικήν και τα πλείστα ιδιώματα εντελώς, εις άλλα μέρη περιωρίσθη εις τοπωνυμικήν χρήσιν…εις ελάχιστα δε μέρη διετηρήθη και ως προσηγορικόν κυρίως μεν εις την σημασίαν ‘πηγάδι᾽ή ‘όρυγμα γης’…ή ‘πηγαδόχειλο’…αλλά και εις άλλας σημασίας…Εκ του ανωτέρω σχήματος φαίνεται σαφώς ότι η ποικιλία των τύπων της λέξεως εις την νέαν Ελληνικήν τόσον από μορφολογικής όσον και από φθογγολογικής απόψεως συνάπτεται προς την ποικιλίαν των εντός της Κοινής διαμορφωθέντων τύπων…Εξ ίσου άξιον ιδιαιτέρας προσοχής είναι ότι η λέξις δεν διέσωσε μόνον μίαν εκ των παλαιών σημασιών αυτής, αλλά πλην της του ‘φρέατος (προς ύδρευσιν)’, η οποία εν πολλοίς εσώθη και εις τα τοπωνύμια και προς την οποίαν συνάπτεται η κατά την αρχαιότητα μόνον δια το υποκοριστικόν φρεάτιον μαρτυρουμένη χρήσις προς δήλωσιν του ‘στομίου του φρέατος’, διέσωσε και την σημασίαν του ‘ορύγματος (προς εξαγωγήν μεταλλεύματος)᾽και –όπερ ακόμη πλέον ενδιαφέρον– την του ‘(εν ελαιοδοχείῳ) υγρού’, ήτις προήλθε περαιτέρω εκ της παλαιάς χρήσεως της λέξεως ως ‘ελαιοδοχείου’. Όπως λοιπόν οι νεώτεροι τύποι αυτής συνάπτονται προς τους Κοινής, ούτω και η νεωτέρα σημασιολογική χρήσις συνάπτεται προς την της Κοινής, πρωίμου και μεταγενεστέρας.

    Το γεγονός ότι η ποικιλία αύτη των Νεοελληνικών τύπων και σημασιών της λέξεως δεν είναι νέα, αλλά συνεχίζει την ποικιλίαν των τύπων και χρήσεων της αυτής λέξεως εις την Κοινήν παρέχει το μέτρον δια να κρίνωμεν, εις πόσον παλαιάν εποχήν έχει τας ρίζας της η τυπολογική και σημασιολογική διαφορά η παρατηρούμενη εις τας Νεοελληνικός διαλέκτους. Ομιλούμεν συνήθως περί της Κοινής ως περί μιας γλώσσης, της οποίας η χρήσις ήτο κατά την περίοδον του
    Ελληνισμού ενιαία, και δεχόμεθα συχνά ότι αι διαφοραί, τας οποίας ανά παν
    βήμα συναντώμεν εις τας διαφόρους χώρας, όπου σήμερον ομιλείται η Ελληνική,
    ανεπτύχθησαν κατά τους μέσους η και αυτούς τούς νεωτέρους χρόνους. Η άποψις αύτη συμφωνεί και προς την γνώμην, την οποίαν επίσης έχομεν συνήθως περί της Κοινής, ότι είναι η Αττική με μικράς τινας παραχωρήσεις εις άλλας διαλέκτους. Και εφόσον μεν η Κοινή μας ήτο γνωστή δια των συγγραφέων της
    περιόδου εκείνης, των οποίων η γλώσσα πράγματι παρουσιάζει μεγάλην ομοιότητα
    προς την γλώσσαν των Αττικών συγγραφέων, το πράγμα ήτο εν μέρει δικαιολογημένον.
    Άλλ᾽αφ᾽ότου εγνωρίσαμεν μνημεία του δημώδους λόγου της εποχής δια των παπύρων και επιγραφών, η άποψις, ότι η Αττική κατίσχυσε των λοιπών διαλέκτων και έγινε κοινή των Ελλήνων γλώσσα, δεν δύναται πλέον να ευσταθήση. Εις τα μνημεία ταύτα της Κοινής παρατηρούμεν ότι εις την πραγματικότητα η ομιλούμενη γλώσσα της εποχής εκείνης εκτός της Αττικής περιείχε και πλήθος στοιχείων εκ των άλλων διαλέκτων, το οποίον σημαίνει ότι τα επί μέρους διαλεκτικά στοιχεία δεν υπεχώρησαν εις τα της Αττικής, αλλ᾽ήρχισαν αγώνα κατισχύσεως προς ταύτα και άλλοτε μεν υπερίσχυσαν, άλλοτε δ᾽υπεχώρησαν, αφού όμως πολλάκις άφησαν προηγουμιένως ανεξίτηλα τά ίχνη των επί της περαιτέρω εξελίξεως της γλώσσης. Ούτω ερχόμεθα εις το συμπέρασμα,
    ότι η γλώσσα της εποχής εκείνης ήτο εν αμάλγαμα εκ λεξιλογικών και γραμματικών
    χαρακτηριστικών όλων των διαλέκτων, όπως και ο πληθυσμός των Ελληνικών
    χωρών με τας μετακινήσεις, τας οποίας προεκάλεσεν η εξόρμησις του Ελληνισμού
    εις Ασίαν και Αφρικήν δια του Αλεξάνδρου, ήτο ανάμεικτος από
    στοιχεία εξ όλων των Ελληνικών φύλων. Τούτο έπρεπε να είχομεν εικάσει εξ
    αρχής παρατηρούντες την σχέσιν πολλών εκ των φαινομένων της νέας ημών
    γλώσσης προς αρχαία διαλεκτικά φαινόμενα και ῄκασαν αυτό πράγματι τινές έκ
    των πρώτων ερευνητών της νέας Ελληνικής, άλλ᾽ η εκ της υπερβολικής αρχαιομανίας αυτών προκληθείσα αντίδρασις ωδήγησε μοιραίως εις το αντίθετον αποτέλεσμα,
    να γενικευθή σχεδόν η άποψις, ότι αι ομοιότητες Νεοελληνικών ιδιωματικών
    φαινομένων προς παλαιά διαλεκτικά οφείλονται εις το γεγονός ότι τά φαινόμενα
    ταύτα ανεπτύχθησαν κατά τους μετέπειτα χρόνους ανεξαρτήτως προς τα
    αρχαία. Τώρα όμως ο πλουτισμός των γνώσεων ημών περί της Κοινής και η πρόοδος της ερεύνης πείθουν ημάς ότι η αλήθεια κείται εν τω μέσω), ότι δηλ. πράγματι ωρισμένα φαινόμενα επανελήφθησαν βραδύτερον υπό τους αυτούς όρους και δια τους αυτούς λόγους, δια τους οποίους είχον συμβή παλαιότερον, αλλά τα περισσότερα είναι παλαιά κληρονομιά από την γλώσσαν, ήτις ωμιλείτο κατά την περίοδον του Ελληνισμού εις τας Ελληνικάς χώρας. Η γλώσσα αύτη δεν
    ήτο ενιαία, αλλά κεκραμένη εκ στοιχείων των διαφόρων παλαιών διαλέκτων, τα
    όποια επάλαιον προς άλληλα και δι᾽ αγνώστους εις ημάς λόγους εν μέρει μεν
    υπερίσχυσαν, εν μέρει δ᾽ έξέλιπον. Από αυτήν λοιπόν την κατάστασιν ως αφετηρίαν εξεκίνησεν η νέα Ελληνική και αι κατά τόπους διαφοραί αυτής δεν είναι (ή τουλάχιστον σπανίως είναι) νέαι, αλλ᾽ είναι περαιτέρω διαμόρφωσις χαρακτηριστικών της ήδη κατά την περίοδον της Κοινής αρξαμένης διασπάσεως της Ελληνικής εις διαλέκτους και ιδιώματα με διάφορον μεν της παλαιοτέρας διαλεκτικής διακρίσεως βάσιν, αλλά με ποικίλα κατά τόπους υπολείμματα των αρχαίων διαλέκτων.
    Η ανωτέρω επιχειρηθείσα διεξοδική εξέτασις των τύπων και σημασιών
    μιας λέξεως και των συναφών προς αυτήν ζητημάτων δεικνύει, ως τολμώ να
    πιστεύω, ότι η νέα Ελληνική είναι ο καθρέπτης της Κοινής και της παρουσιαζόμενης
    εις αυτήν ποικιλίας και ότι επομένως χωρίς την μεθοδικήν εκάστοτε μελέτην των δεδομένων αμφοτέρων προς συμπλήρωσιν των κενών της παραδόσεως η εικών της Ελληνικής θα είναι πάντοτε ατελής.

    Η ετυμολογία της λ. από το μτγν. φύλακτρον, το (Πάπ.) = η εις τον φύλακα περιοχής τινος, ιδ. νυκτοφύλακα, διδομένη τακτική αμοιβή υφ᾽ενός εκάστου των ενδιαφερομένων δια την φύλαξιν, οίον αποθηκών, καταστημάτων, οικιών, αγρών, πρβλ.:«του φυλάκτρου και πλινθευομένης όντων προς την μεμισθωκυίαν = the policetax and the brick–maker tax, explicant editors, = φυλακιτικόν = tax for maintenance of police (Δημητράκου 7722. Herwerden, Lexicon Graecum suppletorium et dialecticum, τ. 2, σ. 1573, LSJ 1960) του Στυλιανού Αλεξίου είναι τελείως αστήρικτη.
    Ο Στ. Αλεξίου στην υποσ. 45 σημειώνει, ότι:« Η λ. φύλακτρον στα μτγ. ελληνικά σημαίνει «safeguard, security» (LSJ), αλλά κάνει λάθος, γιατί στην προκειμένη περίπτωση το ερμήνευμα των LSJ σ. 1960, αναφέρεται στη λ. φυλακτήριον = guarded post, fort, castle; esp. an outpost communicating with fortifications; Pl., guardrooms. 2. safeguard, security.

    Η προσέγγιση του Στυλιανού Καψωμένου είναι υποδειγματική, καθώς είχε να διαχειριστεί ένα πολύπλοκο γλωσσικό υλικό, και το πέτυχε ενώ συγχρόνως είναι αποδεκτή από το σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας.
    Το μελέτημα του Καψωμένου είναι ίσως μοναδικό στην ελληνική Βιβλιογραφία, καθώς ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές μιας αρχαιοελληνικής λέξης τόσο στην αρχαία–μεταγενέστερη ελληνική καθώς και στη νεοελληνική με τα ιδιώματά της, με σπάνια σιγουριά και κυρίως άριστη γνώση του θέματος.

    Χρ. Ι. Παπαχριστοδούλου, Το Λεξικό των ροδίτικων ιδιωμάτων, Αθήνα 1986, σ.737, είναι το βασικό έργο για τα ιδιώματα της Ρόδου, ενώ συμπληρώνεται από την εργασία του ίδιου συγγραφέα, Λεξικογραφικά και λαογραφικά Ρόδου, Αθήνα 1969, σ. 303.

    Ο γράφων έχει δημοσιεύσει:1. «Ετυμολογικά στα ροδιακά ιδιώματα» Δωδεκανησιακά Χρονικά 16 (1998) 45-60.
    2.«Γλωσσικά Δωδεκανήσου», Λεξικογραφικόν Δελτίον 22 (1999) 37-52.

    Ευχαριστούμε τον κ. Αλέξανδρο Κατσαρά για το άρθρο του και περιμένουμε την εκτενή εργασία του για τα ροδιακά ιδιώματα.

    Κ. Καραποτόσογλου

  133. sarant said

    132 Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Καραποτόσογλου!

  134. Ριβαλντίνιο said

    Ο Κάβαλος είναι ο αρχαίος Πύρριχος :

    ἔστι δὲ ἐν τῇ Πυρρίχῳ φρέαρ ἐν τῇ ἀγορᾷ,

    http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D3%3Achapter%3D25%3Asection%3D3

  135. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @132. Πολὺ διαφωτιστικό, ὅπως πάντα, τὸ σχόλιο τοῦ κυρίου Καραποτόσογλου.
    Μὲ τὴν εὐκαιρία, θὰ ἀναφέρω τὸ τοπωνύμιο Φλέα, στὸ χείμαρρο τῆς Δρυοπίδας Κύθνου. Στὸ συγκεκριμένο σημεῖο ὑπάρχει ἕνας μικρὸς καταρράκτης καὶ στὴ βάση του σχηματίζεται μιὰ μικρὴ λιμνούλα. Βέβαια, αὐτὰ ὅταν βρέχει.
    Δὲν ξέρω ἄν ἡ ὀνομασία αὐτὴ ἔχει σχέση μὲ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Στυλιανὸς Καψωμένος γιὰ τὶς μεταβολὲς τῆς λέξης «φρέαρ», ἢ ἂν σχετίζονται μὲ τὸ λατινικὸ fluvius (ποταμός).

  136. Πατελίδα είναι το σωστό. από το ιταλικό patela που σημαίνει τη γαβάθα. Η πεταλίδα, τη χρησιμοποιεί και ο Παπαδιαμάντης είναι εντελώς λάθος. δεν έχει καμιά σχέση το μαλάκιο αυτό όσον αφορά το σχήμα του με το πέταλο.

  137. Δημητρηςςς said

    Μήπως το ρέμα Ηaladriou , της λέξης 39 να σχετιζεται Νικο;

  138. […] […]

Σχολιάστε