Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβυθέ)

Posted by sarant στο 18 Οκτωβρίου, 2017


Νικαριά είναι βεβαίως η Ικαρία. Στη λαϊκή γλώσσα, που μιλιέται και ακούγεται αντί να γράφεται και να διαβάζεται, οι χασμωδίες ενοχλούν κι έτσι η Ικαρία γίνεται Νικαριά (την Ικαρία – τη Νικαρία) αλλά και οι Ικαριώτες γίνονται και Καριώτες.

Ωστόσο, δεν είναι αυτό το θέμα του άρθρου, που άλλωστε δεν το γράφω εγώ. Σήμερα συνεχίζουμε τις δημοσιεύσεις άρθρων με διαλεκτικό λεξιλογικό υλικό από περιοχές της Ελλάδας, που έχουν πυκνώσει τώρα τελευταία ακριβώς επειδή κι άλλοι φίλοι παρακινούνται να γράψουν άρθρα για την ιδιαίτερη πατρίδα τους ή κάποια περιοχή που τη γνωρίζουν καλά. Θυμίζω πως το προηγούμενο ανάλογο άρθρο ήταν τα Πλωμαρίτικα, του Γιάννη Μαλλιαρού (στο άρθρο υπάρχουν σύνδεσμοι προς τα παλιότερα σχετικά άρθρα). Ανανεώνω την πρόσκληση σε όποιον φίλο ενδιαφέρεται να γράψει παρόμοιο άρθρο για το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Το άρθρο είναι συνεργασία του φίλου που έχει το ιστολόγιο Ροβυθέ (ροβυθέ είναι η ρεβυθιά). Του δίνω αμέσως τον λόγο. Σχολιάζω με πλάγια και μέσα σε αγκύλες.

 

Λέξεις της Νικαριάς

Ειδικός στα γλωσσολογικά δεν είμαι, ωστόσο είμαι καριώτης και από τους δύο γονείς και άκουγα από παιδί τη ντοπιολαλιά. Παρά το ότι μεγάλωσα στην Αθήνα και μιλάω τα ελληνικά του σχολείου (και της τηλεόρασης…) χωρίς καθόλου την προφορά του νησιού,  όποτε βρίσκομαι σε καριώτικη παρέα (δηλαδή αρκετά συχνά) κάπως μου βγαίνουν αδιόρατα και κάποια στοιχεία της προφοράς και κάμποσες ιδιωματικές λέξεις, που βέβαια άργησα αρκετά να καταλάβω ότι δεν είναι πανελλήνιες. Για την καριώτικη προφορά, όσοι δεν την έχετε ακούσει, μπορείτε να διαβάσετε δυο λόγια από τον παλιό ιστότοπο του Νικοκύρη, στην παρουσίαση ενός βιβλίου με ποιήματα της συμπατριώτισσας Χρύσας Καζάλα.

Να πω ότι για την επιλογή των λέξεων συμβουλεύτηκα επιπλέον μερικούς φίλους που έχουν μεγαλώσει στη Νικαριά, καθώς και δύο βιβλία, το «Λαογραφικά Ικαρίας» του Αλέξη Πουλιανού (τρίτομη αυτοέκδοση από τα μέσα της δεκαετίας του ’70) και το «Λεξικό Ικαριακής Ντοπιολαλιάς» του Δημήτρη Λεσσέ (2η έκδοση, Εύδηλος, 2013). Προσπάθησα με τη βοήθεια και του διαδικτύου να επιλέξω λέξεις χαρακτηριστικά (και κατά προτίμηση αποκλειστικά) καριώτικες, πράγμα αρκετά δύσκολο βέβαια γιατί ανακάλυψα, συχνά με έκπληξη, ότι υπάρχουν (ή τέλος πάντων υπήρχαν) και αλλού οι ίδιες ή παρόμοιες λέξεις, ιδίως στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη, οπότε χάσαμε ας πούμε τη σκλούπα (κουκουβάγια) ή το φαούδι (μτφ. το γκρινιάρικο παιδί). Επέλεξα ακόμα λέξεις που τις έχω συναντήσει (έστω και κάπως σπάνια) στην καθημερινή ομιλία και όχι μόνο στα βιβλία, πράγμα που μας στέρησε ατυχώς την ωραιότατη λέξη Κυρασολένη (ουράνιο τόξο), που έδωσε τον τίτλο σε ένα πρόσφατο βιβλίο με ικαριακά παραμύθια, και το χαριτωμένο ρήμα σπαρουγγώνω (μαζεύομαι, ζαρώνω και μτφ. φοβάμαι). Κράτησα ωστόσο ορισμένες λέξεις που υπάρχουν και σε άλλα μέρη αλλά κατά κανόνα με διαφορετική σημασία. Φυσικά η συλλογική σοφία του σαραντάκειου ιστολογίου μπορεί να κάνει διορθώσεις ή προσθήκες.

 

ανάγκασμα: η αιφνίδια (μέχρι σκασμού) ανάγκη για αφόδευση. Αν και η λέξη είναι ενδεχομένως πανελλήνια, είναι συστατικό της πιο χαρακτηριστικής καιριώτικης κατάρας: «π’ ανάγκασμά σε» που θα πει «που να σε πιάσει ανάγκασμα». Αντίστοιχα χαρακτηριστική είναι η έκφραση «άμε θαλάσσωσε» που σημαίνει «φύγε από μπροστά μου, εξαφανίσου» και προέρχεται κατά μία εκδοχή από την καταδίκη σε «θαλάσσωμα» δηλαδή εξορία χωρίς δικαίωμα επιστροφής που υποτίθεται ότι επιβαλλόταν ως εσχάτη των ποινών σε όσους πρόδιδαν στους πειρατές την παρουσία κατοίκων στο νησί τον καιρό της αφάνειας (16ος αιώνας, μετά την αναχώρηση των Γενοβέζων και πριν την άφιξη των Τούρκων, όπου υποτίθεται ότι οι Καριώτες είχαν υιοθετήσει μια στρατηγική επιβίωσης που στηριζόταν στην αυτάρκεια και την απόκρυψη).

μπουγκέφαλα: μπρούμυτα. Κάποιος που πέφτει κωλοτουμπηδόν πάει «ανάσκελα-μπουγκέφαλα». Το ρήμα «μπουγκεφαλίζω» μπορεί να σημαίνει π.χ. αναποδογυρίζω, αδειάζω το περιεχόμενο μιας τσάντας.

παραματσιράω: καθυστερώ, κωλυσιεργώ ασχολούμενος με ένα σωρό άλλα πράγματα εκτός από το επείγον (αντίστοιχο του αγγλικού procrastinate). Δεν ξέρω αν τυχόν σχετίζεται με το μάτσι, ένα χειροποίητο ζυμαρικό κάπως σα λαζάνια που το ψιλοκόβουν, πάντως από τούτο βγαίνει η ματσόβεργα, δηλαδή ο πλάστης της κουζίνας.

ζάλλω: περιφέρομαι, κινούμαι (λογικά πρέπει να σχετίζεται με το «ζαλεύγω» δηλ. σαλεύω).

παρασυνείκασα: σάστισα, έχασα την αίσθηση του πού βρίσκομαι, και μτφ. νομίζω πράγματα που δεν υπάρχουν, τρελαίνομαι. (Υποθέτω σύνθετο από παρα+συν+εικάζω). Παρόμοια είναι η λέξη ηκουτούρδισα και φαντάζομαι το αντίστοιχο ρήμα (κουτουρδίζω) ενδεχομένως να σχετίζεται ετυμολογικά με το «κουτουρού» (προς τα εκεί που πάει αυτός που σάστισε).

[Σχόλιο Ν.Σ.: το κουτουρδίζω πρέπει να είναι το γνωστό σε άλλες περιοχές κουτουρντίζω ή κουντουρντίζω, που σημαίνει «τρελαίνομαι, λυσσάω, αφηνιάζω, ξεσαλώνω» και είναι δάνειο από το τκ. kudurdim, αόριστο του kudurmak «λυσσάω». «Αμάν, κουτουρντίσατε πια! έλεγαν παλιά οι μανάδες στα παιδιά που γύριζαν σπίτι καταϊδρωμένα από το παιχνίδι. Δεν έχει σχέση με το ‘κουτουρού’, που όμως είναι κι αυτό τούρκικο δάνειο]

παράχραντος ή αξελέστατος: ατημέλητος, άπλυτος μτφ. ανισόρροπος  (το αξελέστατος πρέπει να προέρχεται από το λόγιο «εξωλέστατος»).

καφαρτέ: πρόγευμα (αν και κάποιοι το λένε γενικότερα για οποιοδήποτε γεύμα). Νομίζω πρέπει να βγαίνει από καφέ+άρτο ή άρτηση.

[Σχόλιο Ν.Σ. Το καφαρτέ πρέπει να είναι το γνωστότερο από άλλες περιοχές ‘καφαλτί’ = το πρωινό ή το κολατσιό, με την καθιερωμένη τροπή του λ σε ρ. Είναι τουρκικό δάνειο, kahvaltι, που θα μπορούσε κατά λέξη να αποδοθεί «το πάρσιμο του καφέ». Έχει δηλαδή οντως σχέση με τον καφέ].

λίλλυρο (ή λίλιρο ή λίλυρο): κυριολεκτικά η οπτική διαταραχή που προκαλείται στον ορίζοντα από τη μεγάλη ζέστη, μεταφορικά η κάψα, η πολλή ζέστη. Παρόμοιες λέξεις υπάρχουν και αλλού, π.χ. ο λάλλαρος στην Κύπρο το λάλαρο στη Σύρο, η λίλιρη σε άλλα νησιά όπου σημαίνει (και) την ιλαρά. Ωστόσο σε αντίθεση με το Νικοκύρη δεν νομίζω ότι προέρχεται από την ιλαρά, που στα καριώτικα είναι μπέμπελη ή κατσίφερη. Καλού κακού πάντως να εμβολιάζεστε.

[Εδώ διαφωνούμε. Όπως είχαμε συζητήσει πρόσφατα, για μένα είναι βέβαιο ότι η αρχική σημασία είναι λίλιρη = η ιλαρά, που επεκτάθηκε σε κάμποσα μέρη στη σημασία ‘μεγάλη ζέστη’ και ειδικά στην Ικαρία πήρε και τη σημασία της οπτικής διαταραχής του ορίζοντα λόγω της μεγάλης ζέστης].

βαϊλίζω: νταντεύω παιδιά (όχι μόνο κάνω μπεϊμπι-σίτιγκ, μπορεί γενικότερα να σημαίνει είμαι σε φάση ζωής που ανατρέφω μικρά παιδιά).

[Κατά σύμπτωση το είχαμε συζητήσει το καλοκαίρι, στο άρθρο για τη θερμιώτικη ντοπιολαλιά]

σκαρτάρω: αναπηδώ από τον τρόμο (πιο συχνό στον αόριστο: ησκάρταρα). Να σημειωθεί ότι σε άλλα μέρη της Ελλάδας το ίδιο ρήμα σημαίνει «ξεσκαρτάρω», βγάζω τα σκάρτα (π.χ. τα χαρτιά που δεν χρειάζομαι στην τράπουλα).

γκρούβαλος: εντελώς πρόσφατη λέξη άγνωστης ετυμολογίας που δηλώνει τον καλοκαιρινό επισκέπτη-κατασκηνωτή με εμφάνιση «φρικιού» (συνήθως με αρνητική σημασιοδότηση: οι γκρούβαλοι κατηγορούνται – όχι πάντα άδικα – ότι εισβάλλουν μαζικά στα πανηγύρια, πίνουν μπάφους, ενίοτε κλέβουν το φαγητό των ντόπιων και χοροπηδάνε στην πίστα με αυτοσχέδια βήματα που δεν έχουν σχέση με τον παραδοσιακό καριώτικο χορό. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο το είδος είναι σε υποχώρηση καθώς αντικαθίστανται τάχιστα από χίπστερ που καταλαμβάνουν την πίστα τραβώντας σέλφι· παρόλα αυτά η λέξη γκρούβαλος έχει διαδοθεί ευρύτερα, έχει περάσει σε ιντερνετικά λεξικά, και τείνει να γίνει πανελλήνια).

ρασκό: άγριο κατσικάκι ελευθέρας βοσκής από τα ορεινά του νησιού. (Έχω ακούσει να χρησιμοποιείται μεταφορικά και για νεαρά κορίτσια ελευθέρας βοσκής, επίσης άγρια, αλλά αυτή η χρήση δεν έχει περάσει στα λεξικά.)

πηδαυλίζω: τρώω ή για την ακρίβεια ξεκοκκαλίζω (συνήθως το ρασκό) μέχρι να μην έχει πια καθόλου κρέας και να απομείνουν και τα κόκκαλα κενά σα να μπορείς με αυτά να παίξεις πηδαύλι (φλογέρα). Π.χ. «Ήρταν οι γκρούβαλοι την ώρα που χορεύαμε κι ίσαμε να γυρίσουμε στο τραπέζι είχανε πηδαυλίσει το ρασκό».

θεόσκαρος: τσίτσιδος, όπως τον γέννησε η μάνα του (π.χ. οι γκρούβαλοι στην παραλία του Να, προτού αυτή γίνει διάσημη από την Άθενς Βόις).

καθούρα: χαρακτηριστικό είδος λευκού κατσικίσιου τυριού. Δεν υπάρχει τυποποιημένο, μόνο από σπίτι (τα ρασκά δεν αρμέγονται).

σιφούνι: σκεύος άντλησης και σερβιρίσματος κρασιού που προέρχεται από αποξηραμένη κολοκύθα σαν φλάσκα με μακρύ περιστροφικό στόμιο (σα σιφώνιο) που χρησιμεύει για να γεμίσει το σκεύος με σιφωνισμό από τις βυτίνες που αποθηκεύεται το κρασί. Στο αρκετά γνωστό εσχάτως παραδοσιακό τραγούδι «Αμπελοκουτσούρα», επαινείται μαζί με το κρασί και το σιφούνι το «στραβόραδο», δηλαδή με το στραβό ράδι (ουρά, πίσω μέρος).

μωλόπι (ή μολόπι): υποθετικό ερπετό, ίσως νερόφιδο (δε νομίζω να αντιστοιχεί σε υπαρκτό ζώο) που χρησιμοποιείται ως απειλή προς τα παιδάκια που παίζουν κοντά σε ρέματα, λίμνες κλπ. ώστε να μην πέσουν μέσα.

 λουπάστρα: το μέρος όπου λουπάζει (=λουφάζει) κανείς, το καταφύγιο, και μεταφορικά το απάγκιο μέρος. Περίπου συνώνυμη (αφορά κυρίως ζώα) είναι και η λέξη λόψι (ή λώψι κατά τον Λεσσέ), δεν ξέρω αν είναι και ετυμολογικά συγγενική.

μπλάζω: πέφτω ή ρίχνω, μτφ. σκορπίζω, π.χ. «πήγαινε το πιάτο στο τραπέζι μα έχε το νου σου μη μπλάσει(ς) το φαΐ» Υποτίθεται προέρχεται από ένα αρχαίο ρήμα «πίμπλημι» που σημαίνει γεμίζω, αλλά δεν ξέρω από ποια διαδρομή.

ξένος: πας μη καριώτης. Γενικά όλοι οι Έλληνες είναι ξένοι, εκτός από τους Φουρνιώτες που λέγονται «νησιώτες». Ο καριώτης που δεν είναι από το δικό μας χωριό είναι «παραχωριού» (επίθετο, αν και σε όλες τις πτώσεις και τα γένη ίδιο).

ξορίζομαι: χάνω το δρόμο μου. Υπάρχει μια ωραία ιστορία με έναν καριώτη κι έναν ξένο που δε μιλιούνται γιατί όταν ο καριώτης βρίσκει τον άλλο να περιπλανιέται στα κατσάβραχα τον ρωτάει «ξορίστηκες;» αλλά ο ξένος καταλαβαίνει «ξυρίστηκες;» και παρεξηγείται…

περιπατίνα: η κληματαριά της αυλής που κάνει σκιά (σε άλλα μέρη λέγεται κρεβατίνα)

βαβάτσινο: το βατόμουρο

[βάτσινο σε πολλά άλλα μέρη]

 πνάζομαι: διαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι, μτφ. «μυρίζομαι». Σε πρόσφατη εκπομπή κυπριακού καναλιού για την Ικαρία, ο Δημήτρης Λεσσές ανέφερε ότι ομόηχο ρήμα υπάρχει και στην Κύπρο, αλλά με την έννοια του «αναπαύομαι». Το δικό μας πρέπει να έχει να κάνει με πνοή/πνεύμα, όχι με ύπνο. Η έκφραση «ηπήρεν τα πνα του Χ» σημαίνει ακολούθησε τα ίχνη του Χ.

ραός: σπήλαιο, άνοιγμα στο έδαφος. Το έχω ακούσει κυρίως ως αρσενικό (ο ραός) αλλά και ως ουδέτερο (το ραός).

σάωσε: σώπα, κάτσε ήσυχα. (προστακτική· δεν είμαι βέβαιος πώς ακριβώς είναι το ρήμα στην οριστική. Υπάρχει μια ομηρική λέξη σάωσε = έσωσε, οπότε μπορεί και να είναι από την ίδια ρίζα π.χ. «Σώνει, φτάνει»)

κορκόφυλλας (ή κορκόφιλας): η χαρακτηριστική της ικαριακής πανίδας σαύρα του είδους Stellagama stellio, ή παλιότερα Laudakia stellio ή όταν σπούδαζα Agama stellio (οι ερπετολόγοι έχουν αλλάξει τρεις ονομασίες σε είκοσι χρόνια, εμείς πάντα κορκόφυλλα το λέμε)

σκολλί ή σκολλύς: το τσουλούφι ή κοτσιδάκι π.χ. «‘α σε πιάσω απ’ το σκολλί και ‘α σου δώκω μια μεσ’ στα μούτρα να μάθεις». Υπάρχει και το ρήμα «ξεσκολλίζω», δηλ. τραβάω βίαια απ’ τα μαλλιά (θεωρητικά μέχρι να μου μείνουν στο χέρι).

κουρσούνι: από το τούρκικο kurşun (μολύβι), παλιά σήμαινε το βλήμα πυροβόλου όπλου, σήμερα μτφ. ταχύτατο, «σφαίρα». (π.χ. Ηπέτασε αφ’ τ’ αμπέλι και του ‘δωκεν κουρσούνιν στον καφενέ). Στο παράδειγμα το ρήμα «πετώ» εννοεί «το σκάω, την κοπανάω». Παρόμοια χρησιμοποιείται και το «φτερώνω».

[Συχνότερος ο τύπος «κουρσούμι», σε πολλές περιοχές της χώρας. Γενική έννοια, το μεταλλικό σφαιρίδιο. Δείτε και αφήγημα του Μάρκου Μέσκου.]

σουφικό: παραδοσιακό καλοκαιρινό ικαριακό φαγητό με ντομάτα, κρεμμύδι, πιπεριές κ.ά. ζαρζαβατικά που σύμφωνα με μια ανεκδοτολογική (αλλά ίσως νατσουλική) εκδοχή οφείλει το όνομά του στο διάλογο του πεινασμένου ζευγαριού που το εφηύρε, όπου η σύζυγος ενώ μαγειρεύει ό,τι έχει βρει στον κήπο τσιμπολογάει από το τηγάνι, κι ο πεινασμένος σύζυγος ρωτάει «μα ’α μου ‘φήκεις;» κι εκείνει απαντάει «ε, ’α σου ‘φήκω, σου ‘φήκω…» – και δε μάθαμε αν του ‘φηκε τελικά.

συγκούδουνος: μαζί με το κουδούνι, μτφ. όλο μαζί . Η φράση προέρχεται από αληθινή ιστορία των αρχών της Τουρκοκρατίας (τέλος 16ου αιώνα στα καθ’ ημάς) όπου ο Τούρκος Αγάς είναι τόσο βάναυσος και μισητός που οι βαστάζοι που μεταφέρουν το φορείο του συνεννοούνται να τον πετάξουν στο γκρεμό αλλά συζητάνε αν πρέπει να τον πετάξουν με το φορείο ή χωρίς. Ο Αγάς τους έχει τάξει ένα αρνί ως αμοιβή για τη μεταφορά, και τον ρωτάνε αν θα τους το δώσει συγκούδουνο (με το κουδούνι). Ο Αγάς συναινεί, οπότε τον πετάνε μαζί με το φορείο, και έκτοτε έχει μείνει παροιμιακή η φράση «αυτός ηπή(γ)ε συγκούδουνος» π.χ. αν κάποιο αυτοκίνητο φύγει από το δρόμο και αρχίσει να κατηφορίζει τις πλαγιές (πράγμα που έχει συμβεί κάποιες φορές).

λούρος: μεγάλος γρανιτένιος λείος βράχος που εκτείνεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους σχηματίζοντας μια φυσική κοιλότητα. Συχνά οι παλιοί Καριώτες τείχιζαν τις πλευρές και έφτιαχναν οικήματα που ονομάζονται θεοσκέπαστα.

συνεμπαίνω (ή μάλλον «μου συνεμπαίνει» π.χ. μια σκέψη): συνειδητοποιώ, με απασχολεί,  αντιλαμβάνομαι κάτι.

φυλάκι: αυτοσχέδιο σακκίδιο (προφανώς από το αρχαίο «θυλάκιον») από προβιά κατσίκας που περνιέται στην πλάτη. Από το ίδιο υλικό φτιάχνεται και ένα μουσικό όργανο, η τσαμπουνοφυλάκα, ένα είδος τσαμπούνας ή γκάϊντας (στην Κρήτη το αντίστοιχο λέγεται ασκομαντούρα).

τσούτα (ή τσουτέ): μικροποσότητα (π.χ. μια τσούτα αλάτι βάλε μονάχα)

χοροσταλίζω: χορεύω διαρκώς, ακατάπαυστα.

σουπέρδιος: δύστροπος, παράξενος

σέρφη: οποιοδήποτε μικρό ζωάκι, ερπετό, έντομο (βλ. και την έκφραση «μπα που να σε φάει (δηλ. να σε δαγκάσει) η σέρφη»). Μτφ. χρησιμοποιείται για σκανταλιάρικα πιτσιρίκια, π.χ. σουπέρδια σέρφη το αεικίνητο, άτακτο παιδάκι που αρνείται να κάτσει φρόνιμο.

φαηδόνα (ή φαϊδόνα): η κοινή σφήκα. Η λέξη σφήκα χρησιμοποιείται επίσης, αλλά χαρακτηρίζει ένα άλλο είδος σαρκοφάγου υμενοπτέρου, καφέ χρώματος με μια κίτρινη ρίγα στην κοιλιά.

Αν και κάτι λίγο η Γενοβέζικη παρουσία, κάτι λίγο περισσότερο η Τουρκοκρατία, κάτι ακόμα περισσότερο η αμφίδρομη επικοινωνία με τα απέναντι παράλια πριν το 1922, είχαν αφήσει τα ίχνη τους στη γλώσσα του νησιού πριν αναλάβουν δράση τα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου και τα ΜΜΕ, σε πολλούς από εμας τους καριώτες αρέσει να καμαρώνουμε για τη αρχαιότητα της ντοπιολαλιάς μας, στην οποία επιβιώνουν αρκετές αρχαίες (ιωνικές) λέξεις και εκφράσεις όπως επιβεβαιώνει και ο Γ.Ν. Χατζηδάκης (Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά, 1907). Κάπου κάπου καταγράφονται (από τους γεροντότερους) εκφράσεις όπως «Έασον τις αίγες» ή «Πυροβόλησον την στιαν» που δεν περιμένεις να τις ακούσεις σε ζωντανή γλώσσα τον 20ο ή 21ο αιώνα. Ωστόσο δεν πρέπει να παραπλανηθεί κανένας επιρρεπής σε ιδεολογήματα και να νομίζει ότι συναντιούνται δυο καριώτες βοσκοί στο βουνό και ανταλλάσσουν απαρέμφατα, δυϊκούς αριθμούς και ευκτικές· κάθε άλλο.

Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη μια ιστορία που μου διηγήθηκε πρόσφατα η θεία μου η Ιωάννα, την οποία κατέγραψε ο προπάππους της που ήταν δικαστής της Δημογεροντίας στα τέλη του 19ου αιώνα (με βασική ευθύνη την αντιμετώπιση περιπτώσεων ζωωοκλοπής και καταπατήσεων). Σύμφωνα με αυτή τη διήγηση, κάποιος ονόματι Αναστάσης έκλεψε μια κατσίκα το Μεγάλο Σάββατο, και το βράδυ πήγε στην εκκλησία όπου ο παπάς απήγγειλε ένα τροπάριο που λέει «Ἀναστάσεως ἡμέρα και λαμπρυνθῶμεν Λαοί». Δεν ξέρω πώς ακριβώς το είπε ο παπάς, ο φουκαράς όμως άκουσε «Ο Αναστάσης ήκλεψε την αίγα και την ητάισε κλαδί» και έντρομος τρέχει στον παπά και του λέει «Σώπα παπά μου, θα την πάω πίσω την αίγα, αλλά μην το λες μπροστά σε όλους ότι εγώ την ήκλεψα».

Σήμερα βέβαια δεν θα κινδύνευε· οι αίγες έχουν εκλείψει, μόνο κατσίκες έχουμε άφθονες πλέον.

93 Σχόλια to “Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβυθέ)”

  1. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Καλημέρα. Kudurdum ο αόριστος του kudurmak (φωνηεντική αρμονία αφού). Και το kahvaltı συνδ. μάλλον με το alt = κάτω, δλδ «το κάτω από τον καφέ», και όχι με το almak = παίρνω (το πάρσιμο είναι alma). Ας πει και ο εφημερεύων τουρκολόγος.

  2. Γιάννης Ιατρου said

    Καλημέρα κι από ‘δώ

    ΄Ετσι όπως πάμε, θα γίνουμε ξεφτέρια στα νησιώτικα… 🙂

  3. Pedro Alvarez said

    Απ’τα ωραιότερα και αγνότερα νησιά, κάποτε. Λέω κάποτε, γιατί δεν ξέρω αν έχουν τώρα αλλοτριωθεί απ’τον τουρισμό. Τότε που θυμάμαι εγώ την Ικαρία (90’s) παρακαλούσες να πληρώσεις στους μαγαζάτορες τον (ευτελή) λογαριασμό κι εκείνοι δίσταζαν… «μα μήπως πλήρωσες ήδη ρε παιδί; Μή σου πάρω λεφτά δυο φορές!»… 🙂 Άλλος κόσμος απ τις μύκονες και τις σκιάχτρ(θ)ες….

  4. ΓιώργοςΜ said

    Καλημέρα!
    Γοητευτικές πάντα οι ντοπιολαλιές.
    Εντυπωσιάστηκα που σχεδόν όλες οι λέξεις άγνωστες (σε παρόμοια άρθρα, συνήθως δυο-τρεις τις έχω, έστω και λίγο διαφορετικά, συναντήσει).
    Εξαίρεση ίσως το κουτουρδίζω που το έχω ακούσει μόνο στον αόριστο (κουντούρτ’σες), με άλλη έννοια, για να εκφράσει την αγανάκτηση απέναντι στην ανυπομονησία ή την επιμονή κάποιου.

    Το παρασυνείκασα το βρήκα πολύ εντυπωσιακό, αν το έβλεπα σε κείμενο θα το θεωρούσα λόγια λέξη! Ίσως ακόμη και όρο της ιατρικής.

  5. Λεύκιππος said

    ρασκό: άγριο κατσικάκι ελευθέρας βοσκής από τα ορεινά του νησιού. (Έχω ακούσει να χρησιμοποιείται μεταφορικά και για νεαρά κορίτσια ελευθέρας βοσκής, επίσης άγρια, αλλά αυτή η χρήση δεν έχει περάσει στα λεξικά.)

    Ισχύει και για πολιτικούς ελεύθερης βοσκής; (που πάνε από κόμμα σε κόμμα).

  6. Αγγελος said

    To ‘κουντουρντίζω’ (έτσι, με ντ) το λέει και η γυναίκα μου, Θεσσαλονικιά μικρασιατικής καταγωγής, για τα άταχτα παιδιά.
    Το ‘καφαλτί’ μου θυμίζει το ολλανδικό koffiedrinken, που σύμφωνα με το Teach Yourself Dutch (έκδ. 1942) είναι το … ελαφρό μεσημεριανό (το πρωινό λέγεται ontbijt). Τριάντα τόσα χρόνια που έζησα στις Βρυξέλλες (αλλά όχι σε ολλανδόφωνο περιβάλλον) δεν το άκουσα ποτέ να λέγεται — lunch το λένε.
    Και μια που το ανέφερα, η κατά τα άλλα καλή αυτή μέθοδος αυτοδιδασκαλίας έχει και παραδείγματα επιστολών, από την Ολλανδία στην Αγγλία, με ημερομηνία… 1942 — και όχι μέσω του Ερυθρού Σταυρού 🙂 Προφανώς είχαν ενημερώσει άκριτα τις ημερομηνίες μιας προπολεμικής έκδοσης…

  7. atheofobos said

    Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο γιατί προσωπικά εκτός από το συγκούδουνος δεν ήξερα καμιά από τις υπόλοιπες λέξεις.
    Ενδιαφέρον θα είχε να μάθουμε αν έχουν και κάποια λέξη για την ιδιόρρυθμη αίσθηση του χρόνου που έχουν στην Ικαρία, όπως γράφω στο ποστ μου ΙΚΑΡΙΑ ,ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΛΑ.
    http://atheofobos2.blogspot.gr/2011/08/blog-post.html

  8. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    Ναι, η Ικαρία έχει κάτι το ιδιαίτερο, όλοι το λένε, και κοκκινίζω που δεν την έχω επισκεφτεί…

  9. raf said

    (ακολουθεί σχόλιο α λα Γς)

    Τη χρονιά που δούλευα στο καρνάγιο, και συγκεκριμένα τη μέρα που τραυμάτισα τ’ αυτί μου.

    – Είσαι φαούδι, μου λέει ο Μάστορας. Ξέρεις ίντα είναι τα φαούδια;
    – Τι, λέω.
    – Τα φαούδια είναι αυτά που τυραννούνε τους μαστόρους.

  10. Χαιρετισμούς στον Ροβυθέ που έλπιζα να συναντήσω επιτέλους το σαββατοκύριακο (ξέρει γιατί) αλλά δεν.

  11. Σηλισάβ said

    Φαηδόνα λένε τη σφήκα, σφήκα λένε το σκούρκο δηλαδή.

    ‘Ασχετο: Να κάνουμε ένα meeting οι φιλοι του ιστολογίου

  12. ΚΩΣΤΑΣ said

    Ωχ! Σήμερα έπεσα έξω. Νόμιζα ότι το θέμα θα είναι επετειακό, … στις δεκαοχτώ σοσιαλισμό, με τον Αντρέα, που τον ολοκλήρωσε χθες ο Αλέξης με τον Τραμπ.

    Τέλος πάντων, από γλωσσάρι μόνο το συγκουδουνος κατάλαβα και υποψιάζομαι ως γνωστό το σάωσε γιατί ξέρω τη λέξη σαούρα που θα πει σιωπή.

  13. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Καλημέρα κι ἀπὸ μένα.
    Χαίρομαι πολὺ ποὺ πληθαίνουν τὰ σχετικὰ μὲ τὶς ντοπιολαλιὲς ἄρθρα.
    Πολὺ ὡραῖο καὶ τὸ σημερινό. Εὐχαριστοῦμε τὸν Ροβυθὲ ποὺ τό ᾿γραψε καὶ τὸν Νικοκύρη ποὺ τὸ δημοσίευσε.
    Ἕχω ἀκούσει πολλὰ γιὰ τὴ Νικαριά. Δὲν ἀξιώθηκα νὰ πάω καὶ νὰ μείνω κάποιες μὲρες· μόνο γιὰ λίγες ὧρες σὲ κάποιο ἐπαγγελματικὸ ταξίδι.

  14. sarant said

    12 Κάθε χρόνο δεν γίνεται

    Οι εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 μέσα από το πενάκι του Γιάννη Ιωάννου

  15. ΣΠ said

    Καλημέρα.
    Το «ξορίζομαι» άραγε προέρχεται από το «εξορίζομαι»;

  16. ΣΠ said

    Ηκουτούρδισα, ησκάρταρα, ηπήρεν, ηπέτασε, ηπήγε. Βλέπω ότι διατηρείται η αύξηση ακόμα κι όταν δεν τονίζεται. Συμβαίνει και σ’ άλλες περιοχές αυτό;

  17. dryhammer said

    Υπάρχουν κάμποσες λέξεις κοινές ή παραπλήσιες και στη Χίο (όπου είχαμε κι εμείς Γενοβέζους πριν τους Τούρκους και από πάντα νταραβέρια με την απέναντι ακτή).

    ανάγκασμα: Στα χιώτικα υπάρχει η «ανέγκαση» που περιγράφει το ζόρι, το σφίξιμο της αφόδευσης. Και το ρήμα ανεγκάζω. Από κει και άλλα σωματικά ζορίσματα (καργαρίσματα). Πχ. «Φοβήθηκαν μην ανεγκάσει και κοπούν τα ράμματα». Το πανάγκασμά σε και στη Χίο ως ισοδύναμο (πιά) του πανάθεμά σε.

    Μάτσι και ματσόβεργα τά ίδια

    παρασυνείκασα: παρασουνούκιασα στα Χιώτικα και κουντούρντισα. Το πρώτο πιο κοντά στο σάστισμα, το δεύτερο πιο κοντά στην τρέλα.

    αξελέστατος: το ίδιο (μ΄αυτό το –έστατος την θεωρούσα λόγια λέξη)

    λίλλυρο (ή λίλιρο ή λίλυρο): λιλυρί η σταγόνα ίσως επειδή τρεμοπαίζει πρίν πέσει και κάνει (στο νερό και άλλα διάφανα υγρά) αυτή την οπτική διαταραχή. Το ρήμα λιλλυρίζω για κάτι που γυαλοκοπά και θαμπώνει αλλά και την οπτική διαταραχή που παθαίνω λόγω ζέστης. Πχ «Τα ματάκια σου λιλλυρίζουνε σαν τα πατρεμά τ’ αλόγου» (κοπλιμέντο!) και «Τόσην ώρα όξω, ελυλλίρισα»

    σουφικό: το ίδιο (κάτι σαν μπριάμι τηγανιού)

    συγκούδουνος: στη Χίο υπάρχει και συβούρδουλος και συμπούρμπουλος όλα με τη σημασία του με όλα τα παρελκόμενα, συν γυναιξί και τέκνοις κλπ

    συνεμπαίνω (ή μάλλον «μου συνεμπαίνει» π.χ. μια σκέψη): με παρόμοια σημασία αλλά πιο πολύ ότι η σκέψη δεν μ΄αφήνει να ησυχάσω, δεν μούρχεται κάτι και το ξαναεξετάζω στο μυαλό μου. πχ «Συμφώνησε στην τιμή, αλλά πήγε σπίτι και του συνέμπαινε πως το’ δωκε φτηνά»

    φα(γ)ούδι με την έννοια του αεικίνητου(για παιδιά), που δεν μπορεί να κάτσει κι όλο δουλειές πολεμά (που με κάτι τρώγεται συνέχεια).

    ζάλλω: βλέπω σχέση με το κρητικό ζάλος,(= βήμα άλμα πρβλ πεντοζάλης)

  18. sarant said

    15 Ναι, σαφώς. Κάτι έχει και το μεσαιωνικό του Κριαρά.

  19. B. said

    Καλημέρα από Ροβυθέ

    15: Ναι, φυσικά

    10: Μας κατέστρεψε η Παρασκευή και το Σάββατο δεν μπορούσαμε να σύρουμε τα βήματά μας ως το κέντρο. Θα κανονίσουμε…

    9: φαούδι κυριολεκτικά πρέπει να είναι κάποιο πτηνό σαν κουκουβάγια επίσης (σε πολλά νησιά), αλλά η μεταφορική σημασία έχει επικρατήσει.

    8: Να την επισκεφτείτε – και να ενημερώσετε όταν έρθει η ώρα με το καλό, να σας κατατοπίσουμε.

    (Μάθαμε και την προέλευση του καφαρτέ, ευχαριστώ).

  20. B. said

    17: πράγματι, πολλές ομοιότητες με τη Χίο (ίδια γειτονιά είμαστε άλλωστε). Το ότι υπάρχει το σουφικό με εντυπωσίασε…

  21. leonicos said

    Εξαιρετική πρωτοβουλία Νικ Νοικ και είναι πολύ ωραίο που πήρανε κάποιοι μπρος.

    Μόνο ο Γς μη γράψει! Αυτός δεν είναι από χωριό αλλά από τα 100 ανάσκελα χωριά.

    διασωστική αρχαιολογία και διασωστική γλωσσολογία. Ενδιαφέρον είναι αν μπορούν να φέρουν αυτούσια κείμενα, παροιμίες ή παραμύθια από ντόπιους, να εντοπιστούν και συντακτικές ιδιαιτερότητες, κοκ Αυτό βέβαια είναι πο δύσκολο, αλλά όλο και κάποια γιαγιά θα υπάρχει.

  22. leonicos said

    Για μεειτινγκ είμαι μέσα, αλλά μετά τις 15 Νοεμ

  23. dryhammer said

    16 στη Χίο ναι. Και παίρνει κι άλλη αύξηση στο τέλος στο γ΄προσωπο ενικού και στον πληθυντικό, ανάλογα το χωριό.

    Ηκουτούρντισένε, ησκάρταρένε, ηπήρενε, ηπέτασένε, ηπήενε (προφερόμενα με δύο τόνους και το επήγε να γίνεται μέχρι και ηπήενένε)

    Ηκουτουρντίσαμένε, ησκαρταμένε, ηπήραμένε, ηπετάσαμένε, ηπηέναμένε

    αλλά στο γ΄πληθυντικό κάνει και -ασι επίσης ανάλογα το χωριό.

    Ηκουτουρντίσαν και ηκουτουρντίσανε και ηκουτουρντίσανένε και ηκουτουρντίσασι. Χάος

  24. Παναθηναϊκός φαουδέισον, διότι τους έφαγε η γκρίνια. Κοτσαμπής

  25. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @13.Συνεχίζω μὲ σχόλια.
    Τὸ φαούδι τὸ λέμε καὶ στὰ Θερμιὰ μὲ τὴν ἴδια σημασία (γκρινιάρης) ἀλλὰ ὄχι μόνο γιὰ παιδιά.
    Μάτσι φτιάχνανε παλιά, μᾶλλον προπολεμικὰ, καὶ στὰ Θερμιά· δὲν τό ᾿χω δοκιμάσει, μόνο ἀκουστὰ τό ᾿χω.
    Τὸ συνεικάζω: σχηματίζω, συνθέτω στὸ μυαλό μου τὴν εἰκόνα κάποιου προσώπου, ἀντικειμένου, γεγονότος κλπ.
    τό ᾿λεγε ἡ γιαγιά μου.
    Γιὰ τὸ βαϊλίζω μὲ πρόκανε ὁ Νικοκύρης.
    Γιὰ τὸ σκαρτάρω· στὰ Θερμιὰ σκαρτάδο λένε αὐτὸν ποὺ ἁρπάζεται εὔκολα, τὸν εὐέξαπτο. Ἀλλοῦ ὑπάρχει καὶ ὡς ἐπώνυμο. Δὲν ξέρω ἄν σχετίζεται.
    Τὸ λουπάζει τὸ ἔχω ἀκούσει στὰ Θερμιὰ μὲ παραπλήσια σημασία:
    «Δἐν τὸ θέλω αὐτὸ τὸ σκέπασμα· εἶναι σκληρό, δὲ λουπάζει καὶ κρυαίνω τὴ νύχτα.»
    Ἐπίσης λοῦπο λένε τὸν ὕπουλο, πιθανώτατα ἀπὸ τὸ ἰταλ. lupo: λύκος.
    ξένος μὲ τὴν ἴδια σημασία (ὁ μή Θερμιώτης). Εἰδικὰ γιὰ τῆς μὴ Θερμιώτισσες νύφες ὑπάρχει ἡ καθόλου κολακευτικὴ λέξη ξενάρα, ἐνῶ ἀντίστοιχα οἱ γαμπροὶ ἀποκαλοῦνται ξενόφαντοι.
    Τὸ ξορίζω χρησιμοποιεῖται γιὰ σκάφη ποὺ ξόκειλαν.
    Ἕνα τρεχαντηράκι βοριὰς τὸ ξόρισε
    καὶ μιὰ Θερμιωτοπούλα τὸ κληρονόμησε

    Τὸ σκολλὶ στὰ Θερμιὰ τὸ λένε σκουλλὶ. Θὰ σ᾿ τὸ βγάλω τὸ σκουλλί σου (θὰ σὲ ξεμαλλιάσω)
    κουρσούνι στὰ Θερμιὰ λένε τζιρίτι μὲ τὴν ἴδια σημασία (ταχύτατα)
    Πήαινε τζιρίτι· ποῦ νὰ τὸνε προκάμω.
    Ἀπὸ τὸ τούρκικοcirit: ἀκόντιο.

  26. B. said

    25: στα καθ’ ημάς οι ξένοι γαμπροί/νύφες υποτιμητικά «μαζέματα».

  27. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @9.Raf said:

    «Τη χρονιά που δούλευα στο καρνάγιο»

    Τὸ καρνάγιο ἔχει λεξιλόγιο μὲ μεγάλο λεξιλογικὸ ἐνδιαφέρον. Δυστυχῶς χάνεται κι αὐτό, μαζὶ μὲ τὴν τέχνη τοῦ καραβομαραγκοῦ. Ἔχεις καταγράψει κάτι σχετικό;

  28. «Ανανεώνω την πρόσκληση σε όποιον φίλο ενδιαφέρεται να γράψει παρόμοιο άρθρο για το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας του».

    #Έχω ένα εκτενές λεξιλόγιο, πάνω από 1000 λέξεις προορισμένο για ιντερνετική δημοσίευση δημοσίευση (academia.edu). Προσεχώς θα επιλέξω λίγες δεκάδες που νομίζω ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον

    Επί του λεξιλογίου
    – «την Ικαρία – τη Νικαρία»: Στη Ιγρίτα-στη Νιγρίτα
    – «κουντουρντίζω, που σημαίνει «τρελαίνομαι, λυσσάω, αφηνιάζω, ξεσαλώνω»»: Παρ΄ημίν γκουντουρντίζω, και γκουντούρντισμα= (και) η τάση προς ερωτοτροπία
    – «αξελέστατος: ατημέλητος, άπλυτος»: Παρ΄ημίν «άφησες το σπίτι αλέστα»=ακατάστατα
    – «βαβάτσινο: το βατόμουρο»: Παρ’ ημίν βάτσινο

  29. dryhammer said

    28. Από την επαφή μου με Νιγριτνούς πριν 30-35 χρόνια, είχα μάθει την εκεί κλιμάκωση του ίμερου (σε αόριστο γιατί στον ενεστώτα δεν ξέρω το πρώτο, κι ελπίζω να το γράφω σωστά)

    αζγκίνεψα < γκουντούρτ(ι)σα < νταβράντ(ι)σα

  30. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    29 αζγκίνεψα < τουρκ. azgın που μεταξύ άλλων παναπεί λάγνος, σεξουαλικά ερεθισμένος (αυτή η κοσμιότης θα μας φάει), λυσσάρης κλπ.
    http://www.nedirnedemek.com/azg%C4%B1n-nedir-azg%C4%B1n-ne-demek

  31. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @28. Τὸ ἀλέστα τὸ ᾿λεγε ὁ παπποῦς μου μὲ τὴσημασία (νὰ εἶσαι) σὲ ἑτοιμότητα. Δὲν ξέρω ἂν τὸ ἤξερε ἀπὸ τὴ Θερμιώτικη ντοπιολαλιὰ ἤ ἀπὸ τὴ ναυτικὴ ὁρολογία.
    Πάντως τὸ ἔχει κι ἐδῶ:
    «αλέστα
    επίρρ.
    1. σε προσοχή! έτοιμος!
    2. γρήγορα, σβέλτα.
    [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. allalesta «γρήγορα».
    ΠΑΡ. νεοελλ. αλέστος]."

  32. Την καλημέρα μου
    Σχεδόν τίποτα δεν σκαμπάζω απ’ αυτά. Μόνο η Κυρασολένη μου θύμισε πως σε μας το ουράνιο τόξο το λένε άγιαλένη. Βέβαια, το σνεικάζου (συνεικάζω – το χωράει ο νους μου) το ξέρω, αλλά όχι το παρασυνείκασα (που έχει άλλη σημασία).

    Α! και το σκλι, το τσουλούφι.

    17 Ξηροσφύρι, σειρά σου 🙂

  33. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @32. Γιάννης Μαλλιαρός said:
    «…Α! και το σκλι, το τσουλούφι…

    Τὸ ἄλλο τὸ σκλί, ποὺ λένε οἱ στεριανοί, πῶς τὸ λέτε; 🙂

    Πάντως τὸ σ(υ)νεικάζω τὸ λέμε κι ἐμεῖς.

  34. 10: Ήσουν στη διημερίδα;

  35. daeman said

    σκουλ(λ)ί / σκούλα / σκουλούδι

    «σκουλ(λ)ί
    το, Ν
    1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο
    2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι
    3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο
    4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται χτένισμα, τούφα, τσουλούφι
    5. παροιμ. «σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζει η γριά τον κάλαθο» — λίγο λίγο μπορεί να αποταμιευθεί ένα σεβαστό ποσό.
    [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].»
    http://greek_greek.enacademic.com/156238/σκουλ%28λ%29ί

    «σκουλλί (το) {σκουλλ-ιού | -ιών} (λαϊκ.)
    1. δέσμη από τυλιγμένο νήμα ΣΥΝ. κούκλα
    2. (γενικά) δέσμη από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί ΣΥΝ. μάτσο
    3. μαλλιά τού κεφαλιού ακατάστατα και αχτένιστα, που πέφτουν μπροστά στο πρόσωπο ΣΥΝ. τούφα, τσουλούφι.
    [ΕΤΥΜ. μεσν. < *σκολλίον, υποκ. τού μτγν. σκόλλυς, -υος «τούφα μαλλιών», που συνδ. με τη «γλώσσα» τού Ησυχίου σκολύπτειν εκτίλλειν, κολούειν (αόρ. σκολύψαι· κολοΰσαι, κολοβώσαι) και ανάγεται στην ίδια ρίζα με το αρχ. σκάλλω «σκαλίζω, σκάβω» (βλ. λ. σκαλίζω)].»
    ΛΝΕΓ

    «σκουλί και σκουλούδι, σκούλα: σύναγμα λιναρίου πριν νεσθή (flocon de lin, quenouillée) < αρχ. σκόλλυς.»
    Κοραή Άτακτα (https://goo.gl/bYoKxt)

    «Σκούλες στο σπίτι μας στην Κρήτη λέγαμε τα μαλλάκια, τις τούφες σκόνης, μαλλιών κ.λπ. που μαζεύονται κάτω από τα έπιπλα όταν δεν σκουπίζεις συχνά.»

    langfr-1920px-G5_Sahel_map.svg

    Στην κρητική σημαίνει και το τσουλούφι/μαλλί: «Να σου βγάλω θέλω το σκουλί».

    Στα λευκαδίτικα:
    «σκ'λί: το μικρό δεμάτι ακατέργαστου λιναριού (καλαμιές) μετά την αφαίρεση του λιναρόσπορου κατεργασμένο και χτενισμένο ψιλό λινάρι για γνέσιμο
    Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

    σκουλί = χειροδέσμη κατεργασμένου λιναριοῦ, ἕνα σκουλί λινάρι (ἕνα μάτσο λινάρι).»
    Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής»
    http://lexikolefkadas.gr/σκ΄λί-το/

    Στην ποντιακή:
    «σκούλλεμαν = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο
    σκουλλεύω = κατεργάζομαι το σκουλί του ερίου, χειροτονώ διάκονο
    σκουλλιάζω = ασπρίζουν τα μαλλιά μου σαν τα σκουλιά της καννάβεως
    σκουλλίν = σκουλί ερίου, προϊόν της καννάβεως κατεργασμένο
    σκούλλισμαν = το έθιμο να ζυμώσουν τρίχες του νεοφώτιστου βρέφους με κερί και να τα κολλήσουν στην κάτω επιφάνεια της κεντρικής δοκού της στέγης
    σκουλλοπέτζιν = το δέρμα πάνω στο οποίο χτενίζουν τα σκουλιά της καννάβεως
    σκουλλόχτενον = ξύλινο χτένι με αραιά δόντια»
    http://www.pontos-news.gr/ru/lexicon/words/Σ?page=6

    Τη σκούπα πήρα ηλεκτρική για να μαζεύει σκούλες
    μη τζι θωρεί η γειτόνισσα και να με ψέγει σ' ούλες

  36. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

    25 Ο σκαρτάδος είναι από τον σκάρτο θαρρώ, ο πειραγμένος στα μυαλά.

    28-31 Δεν πρέπει να έχει σχέση το αλέστα με τον εξαλέστατο

  37. Μαρία said

    28
    http://www.nikospaschaloudis.gr/e-lexiko-b.htm

  38. Πάνος με πεζά said

    Η άσχετη παρέμβαση της μέρας (που’ ναι…) Άντε να δείξεις αυτή τη φωτογραφία σε κάποιον που σε ρωτάει «πώς φτάσαμε στο Μνημόνιο»…

  39. cronopiusa said

    Ευχαριστούμε Ροβυθέ!!!

  40. 33 Όπως έχει ήδη αναφερθεί (στην εισαγωγή που είχα κάνει αλλά και από άλλους στα σχόλια) στσύλου 🙂

  41. Χρίστος Δάλκος said

    Τό «κορκόφυλλας» ἤ «κορκόφιλας» νομίζω πώς πρέπει νά γραφῇ κορκόφειλας, διότι εἶναι ἐναλλακτικός τύπος τοῦ «κροκόδειλος», γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἡρόδοτος παρατηρεῖ: «καλέονται δὲ οὐ κροκόδειλοι ἀλλὰ χάμψαι. κροκοδείλους δὲ Ἴωνες ὠνόμασαν, εἰκάζοντες αὐτῶν τὰ εἴδεα τοῖσι παρὰ σφίσι γενομένοισι κροκοδείλοισι τοῖσι ἐν τῇσι αἱμασιῆσι» (Ἡροδ. Ἱστ. Β, 69). Ἀντιγράφω ἐδῶ ἀπό τό ἄρθρο μου «Ἡ “πολλαπλῆ ὕπαρξη” τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν καί ἡ συμβολή της στήν ἐνδοσυγκριτική μελέτη τῆς γλώσσας», Πανελλήνια Ένωση φιλολόγων, Σεμινάριο 35 (Το δημοτικό τραγούδι από την αρχαιότητα ως σήμερα), σ. 120-136, Ελληνοεκδοτική, 2008:
    «Καί πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθῇ ὅτι σέ πολλά μέρη τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας, ἰδίως δέ στά γειτονικά πρός τήν Ἰωνία νησιά τοῦ Αἰγαίου, διατηροῦνται ποικίλοι τύποι τῆς λέξης κροκόδειλος μέ τήν πρωτογενῆ ἀποκλειστικά σημασία, αὐτήν δηλ. τοῦ μικροῦ σαυροειδοῦς: κουρκούδιαλος Ἀγαθον. Μύκ. Πάτμ. Φοῦρν. κουρκούδγιαλ-λdος Τῆλ. κουρκούδιαλους – κουρκουδιάλους Σάμ. κουρκούταβλος Κάρπ. Κῶς (Κέφαλ.) Νίσυρ. Ρόδ. κουρκούgιαλ-λος Κάλυμν. κουρκούβιαλος, κουρκούφκ΄ιαλ-λος, κουρκούβgιαλος Κῶς κροκόφειλας, κορκόφειλας, κορκόφ-φειλ-λας Ἰκαρ. κουρκουβέλα, ἡ Ἰκαρ. ποφόρδειλας Χίος (Μάρμ.) σκορκόδειλος Νάξ. σκορκόδειλας Πάρ. Σίφν. σκοκόρδειλας, σκοκορδεῖλος, σκροκόδειλος Πάρ. σκοσκόρδελας Σίφν. κοσκόρδειλας Πάρ. (Νάουσ.) σκουκόρδ’λας Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἄ. [πβ. ἀ.ἑ. σκορδύλος (= σαύρα τοῦ ἕλους, ἔνυδρος σαλαμάνδρα)] / κουρκουτάς, κουρκουθάς Κύπρ. κουρκούτης Ρόδ. κκροκάς Χάλκ. κορκάς Μεγίστ. κροκάς Σύμ. κουρκάς Λυκ. (Λιβύσσ.) / χουρχούρα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Λάλ. Μηλ. Ὀλυμπ. Πόθ. Φιγάλ. κ.ἀ.) κουσκούρα Πελοπν. (Λάμπ. Λεχαιν.) κοσκέρα Πελοπν. (Ὀρεινή) σκορτσέρα Πελοπν. (Καλάβρ.) σκουσκούρα Πελοπν. (Ἀμαλ.) σκουρτσέκλα Πελοπν. (Βαλτεσιν. Κερπιν.) σκορτσέκλα Πελοπν. (Γορτυν.) γούστρακλας Πελοπν. (Καρδαμ.) σκουταρέκλα Πελοπν. (Καμίν.) σκουσκουλήθρα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) χουρχουρίτσα Πελοπν. (Φιγάλ.) σκορκουλήθρα Πελοπν. (Ὀλύμπ.) κουρκουρίτσα Ζάκ. (Μαχαιράδ.) κουσκουρίτσα Λεξ. Μπριγκ. σκουρκουρίτσα Ζάκ. κοτσερίτσα Θεσσ. (Καρδίτσ.) κοστερίτσα Θράκ. (Ν. Πύργ. Εὐβ.) κ.λπ..

  42. raf said

    27 Δυστυχώς τότε δεν είχα τόσο την πετριά της γλώσσας. Υπάρχει όντως πλήθος λέξεων και όντως χάνονται, αλλά δεν μπορώ να ανακαλέσω κάτι συντεταγμένα.

  43. Χρίστος Δάλκος said

    Ἡ ἰκαριώτικη λέξη «φαηδόνα» ταυτίζεται μέ τά ναξιακά φαφληδόνα (= ἄγρια μέλισσα) Νάξ. (Βόθρ. Δαμαρ. Σαγκρ. Φιλότ.) φαφηδόνα (= εἶδος σφήκας) Νάξ. (Ἀπείρανθ.), καί τελικά μέ τά ἀρχαῖα «πεμφρηδών καί «τενθρηδών», βλ. Σ. Ν. Δραγούμη «Εἰς Ἡσυχίου λέξεις», Ἀθηνᾶ, 31, σ. 148: «τενθρηδὼν […] ζῶον τῶν ἐντόμων καὶ κεντροφόρων παραπλήσιον σφηκὶ […] πεμφρηδὼν […] Ἐν Νάξῳ σήμερον τὴν ἀγρίαν μέλισσαν καλοῦσι “φαφληδόνα”».

  44. gbaloglou said

    Το «βαϊλίζω» πιθανώς πανελλήνιο και διαχρονικό: «κρατούν και ομαλίζουν με και βαγιλίζουσί με» λέει ο σκύλος στην Διήγηση των Τετραπόδων (253) 🙂 [To «ομαλίζω» συνηθίζεται ακόμη στην Κρήτη και σημαίνει «χαϊδεύω» (ισιώνοντας το τρίχωμα, υποθέτω).]

  45. sarant said

    41 Χαίρε Χρίστο!

    43 Πρέπει κάποτε να την παρουσιάσουμε αυτή τη Διήγηση

  46. «Ήμεσσαν κατάζακα, η αθράκα έκαιε, το λιοκόμπομα ηπόσωνε για ούλλους. Εκάμναμε χάζιν την φωτιά και πασκίζαμε να ζεστοκοπιθούμε. Ήμεσσα μαργωμένοι από την ψακάδα. Η αεροφιτσάδα του βουνού ακουότανε…»
    Από το «Ή μ ε σ σ α ν τ ρ ε ι ς ψ υ χ ε ρ ο ί ε λ ό ο υ μ α ς»
    ένα γραφτό που λάτρεψα ❤ γιατί όπως λέει ένα σχόλιο «Αυτό το κείμενο έχει μια γλυκόξινη, ζεστή πρωτογονίλα σαν ψωμί του παλιού καιρού. Ναι αυτές οι καταστάσεις έρχονται, φεύγουν και ξανάρχονται για τί βρίσκονται βαθιά μέσα στις ρίζες μας…» 😳

    Ήμεσσαν τρεις ψυχεροί ελόου μας…

  47. ΓιώργοςΜ said

    41 >κοστερίτσα Θράκ. (Ν. Πύργ. Εὐβ.)
    Το συγκεκριμένο λήμμα εγώ το ξέρω «γουστερίτσα» και το ετυμολογούσα από τη γάστρα, αυτό που σέρνεται με την κοιλιά.

  48. Μαρία said

    47
    Η δικιά μας η γουστερίτσα είναι βουλγάρα https://mk.wikipedia.org/wiki/%D0%93%D1%83%D1%88%D1%82%D0%B5%D1%80%D0%B8

  49. spiridione said

    Και μιας και μιλάμε για άγρια πανίδα
    http://news247.gr/eidiseis/koinonia/entopisthke-foyrogatos-sta-leyka-orh.4896183.html

  50. ΚΩΣΤΑΣ said

    Τη σαύρα στα θεσσαλικά την ξέρω ως γκουστερίτσα και σε μερικά μέρη τη λένε και τσιουπράνα.

  51. ΚΑΒ said

    Αν και γειτόνοι, οι κοινές λέξεις είναι ελάχιστες κι επομένως δε θα συνεννοούμασταν εύκολα:

    ανάγκασμα βλ. σχ. 17. Πάω για την ανάγκη μου:πάω ν’ αφοδεύσω. υπάρχει η παροιμία;Η παντρειά και το τσουκάλι θέλει ανάγκαση μεγάλη (εδώ κουράγιο που ξεκινά από πίεση)

    βαϊλίζω

    μπλάζω μάλλον από αρχ. ἐμπλάζω

    ξορίζομαι από εξορίζομαι

    σκολί το γνωστό σκουλί όπως στα Θερμιά σχ. 25

    λούρος η λ. με άλλες σημασίες

    σχ. 31 Ναι: γρήγορα

    Ευχαριστούμε όλους που εμπλουτίζουν με τα τοπικά ιδιώματα την ΚΝΕ.

  52. sarant said

    47-48 Η γουστερίτσα ειναι βουλγάρα, όπως λέει η Μαρία, τουλάχιστον σύμφωνα με την κατεστημένη ετυμολογία. Βεβαια ο φίλος μας ο Χρίστος βρίσκει ρηξικέλευθες εναλλακτικές ετυμολογίες που κατά σύμπτωση όλες κατατείνουν στο να βγάλουν πρωτοελληνικής αρχής όσες «σλαβοφανεις» και «τουρκοφανείς» λέξεις βρεθούν στο διάβα του.

  53. Μυλοπέτρος said

    Ξεροσφύρη συμφωνω απολυτως με τις παρατηρησεις σου. Στα Μαστιχοχωρα υπαρχει η λεξη ‘αναγκασμα σε’ με παιγνιωδη διαθεση αντι του ‘αναθεμα σε’.

  54. dryhammer said

    32, 53 Το πρόβλημα με τα χιώτικα είναι ότι δεν είναι μία διάλεκτος γιατί κάθε μερικά χωριά είναι κι άλλο ιδίωμα συν τα προσφυγικά συν τα χωραίτικα. Δες και την τελευταία γραμμή του 23. Επίσης υπάρχουν αξιόλογες εργασίες πάνω στα ιδιώματα του νησιού (από πιο σχετικούς με τη γλώσσα) που γκουγκλίζονται κιόλας.

  55. dryhammer said

    45 χιώτικο παράγωγο του βαϊλίζω : πολυβαϊλάς για όποιον χρειάζεται πολλά κανακέματα, πολλές τσιριμόνιες

  56. Κουτρούφι said

    Και εγώ δεν αναγνωρίζω τις περισσότερες λέξεις. Μερικές εξαιρέσεις σχετικά με τη Σίφνο.
    Κυρασολένη. Μου έφερε στο νου τη σιφνέικη λέξη για το ουράνιο τόξο «Κερατζού (η)»
    φαούδι. Στη Σίφνο αναφέρεται για κάποιον ο οποίος είναι πολύ επίμονος στη δουλειά του και ψάχνει κάθε λεπτομέρεια.
    σκολλί. Σκουλλί στη Σίφνο όπως και στα Θερμιά (#25) και αλλού (#35).
    κορκόφυλλας. Θυμήθηκα (και ανατρίχιασα) το σκοσκόρδελα που λέει και το #41.
    Το βαϊλίζω νομίζω και εγώ ότι είναι πανελλήνιο.

    #17. «συγκούδουνος: στη Χίο υπάρχει και συβούρδουλος και συμπούρμπουλος όλα με τη σημασία του με όλα τα παρελκόμενα, συν γυναιξί και τέκνοις κλπ». Και μένα πήγε ο νους μου στο «συγκούρδουλος» που έχει την ίδια με τη Χίο σημασία.

    #31. Αλέστα. Στη Σίφνο χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μπουρδουκλωμένες και ενοχλητικές με την έννοια του «άντε πάλι!»

  57. Χρίστος Δάλκος said

    52 Νίκο, γιατί αὐτές οἱ εὔκολες καί ἰσοπεδωτικές εἰρωνεῖες, μοῦ θυμίζουν τήν ἱστορία τοῦ Καζαντζάκη πού πῆγε σ’ ἕνα χωριό κι ἔλεγε στούς χωριάτες πώς ἀπό τά ξύλα φτειάχνουν χαρτί καί βγάζουν ἐφημερίδα, καί τότε πέρασε ἕνας χωριάτης μ’ ἕνα φορτίο ξύλα πάνω στόν γάϊδαρό του, κι ἐκεῖνοι τόν ρώτησαν ποῦ πάει κι ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς πάει νά βγάλῃ ἐφημερίδα; Γιατί ἄραγε;
    Κι ἐσύ Μαρία (48), λές νά μήν ξέρω ὅτι ἡ γουστερίτσα θεωρεῖται σλαβικό δάνειο; Αὐτό πού προσπαθῶ νά δείξω (καί μέ τούς ποικίλους τύπους γιά τόν κροκόδειλο) εἶναι ὅτι βρισκόμαστε πρό τοῦ φαινομένου μιᾶς πολυδιασπασμένης ρίζας -πού ὑπάρχει καί στίς σλαβικές γλῶσσες- καί ὅτι εἶναι καιρός νά μελετήσουμε αὐτό τό φαινόμενο, ἀντί νά τό ἀντιπαρερχώμαστε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ. Εἶναι ἄραγε τυχαῖο πού ἡ γουστερίτσα ἀπαντᾷ καί ὡς σκοdερίκα, σκοdιρίκα, σκουdιρίκα, σκουdουρίκα, σκουdαρίκα, σκουdρίκα, σκουdαρίτσα, σκουdερίτσα, σκουdιρίτσα, σκουdουρίτσα, σκουτερίτσα, σκουτιρίτσα, σκοταρίτσα, κουdιρίτσα, κουτερίτσα, κουτιρίτσα, κοφτερίτσα, σκουρκουρίτσα, γουστερνίτσα,
    κουστερίτσα, βουστερίτσα, bουστερίτσα, bουστιρίτσα, bουστιρίκα, πουσ΄τιρίκα, φουστέρα, φλουστέρα, φούστερας, μόστερας, μοστερίτσα κ.ἄ.; Καί νομίζετε ὅτι μπορεῖτε τόσο εὔκολα νά ἑρμηνεύετε αὐτήν τήν γλωσσική Βαβέλ ὡς βουλγάρικη ἐπιδημία;
    Τό φαινόμενο αὐτῆς τῆς εὐρείας πολυτυπίας -πού νομίζω ὅτι παραπέμπει σ’ ἕνα παλαιότατο πολυδιασπασμένο ὑπόστρωμα- οἱ νόμοι τῶν νεογραμματικῶν δέν μποροῦν νά τό ἑρμηνεύσουν, γι’ αὐτό καταφεύγουν σέ ἀλχημεῖες ἤ σέ εἰρωνεῖες.
    Δέστε γιά παράδειγμα, τήν περίπτωση τῆς ἄλλης πολυδιασπασμένης ρίζας πού ὑπόκειται τῶν πεμφρηδών / τενθρηδών. Ὁ R. Beekes, στό Etymological Dictionary of Greek, ἀναφερόμενος στήν λέξη πεμφρηδών (= εἶδος σφήκας) παρατηρεῖ ὅτι ἔχει τήν ἴδια κατάληξη μέ τά συνώνυμα τενθρηδών, ἀνθρηδών. Ἀκολούθως σημειώνει ὅτι ἡ λέξη βασίζεται μᾶλλον σέ μιά ὀνοματοποιία καί εἶναι πιθανόν προ-ελληνικῆς προέλευσης. Καί ἐνῷ προσκομίζει διάφορα «ἰνδοευρωπαϊκά» παράλληλα ὅπως σανσκρ. bambhara-, bhramará- (= μέλισσα), ΠΑΓ breman (= βομβεῖν), λατ. fremo κ.λπ., βάσει τῶν ὁποίων ἀποκαθιστᾷ ρίζα *bhrm- δέν κάνει καμμιά ἀναφορά, προφανῶς λόγῳ ἀγνοίας, στούς νεοελληνικούς τύπους φαφληδόνα, φαφηδόνα, φαηδόνα.
    Οἱ νεοελληνικές λέξεις δείχνουν πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ἀφετηρία τῆς λεξιπλασίας εἶναι μιά ἀρχικά ἠχομιμητική ἀναδιπλασιασμένη ρίζα [πρβλ. φαβληδόνι (= παιδί φλύαρο) Θήρ. (Οἴα) φαβληδόνα (= φλύαρος γυνή) Θήρ. (Οἴα) Πάρ. φαφλιόνι (= τό βρέφος πού μιλάει ἄναρθρα καί ἀκατανόητα) Χίος βιλβιδόν᾿ (= ἄνθρωπος φλύαρος) Θράκ. (Μάδυτ.)].
    Στό ἴδιο συμπέρασμα μᾶς ὁδηγοῦν πλεῖστες ὅσες ἠχοποίητες νεοελληνικές λέξεις γιά ἔντομα ὅπως bαρbουλήθρα, bαbουλήθρα, bαbλήθρα, βαbλούδ᾿, bάbουρας, bάbουλας, bούbουλας, bούbουνας (= εἴδη ἐντόμων), bάbουρας, βάβουλας (= ἀγριομέλισσα), βαβούλα, βάβουλας (= τά βομβοῦντα ἔντομα), βαβούρα (= βόμβος), βαβουρομέλισσα (= ἀγριομέλισσα) κ.λπ.

    Πάντως, γιά νά πῶ καί μιά καλή κουβέντα -πού τήν αἰσθάνομαι, βέβαια- εἶναι πολύ σημαντική ἡ δουλειά πού κάνεις Νῖκο, καί εἶμαι σίγουρος πώς οἱ μελλοντικοί ἐρευνητές θά ἀνατρέχουν συχνά στό ἱστολόγιό σου, προκειμένου νά μελετήσουν τίς νεοελληνικές διαλέκτους καί ἰδιώματα. Σ’ αὐτό σέ παραδέχομαι, στήν πεισματική ὅμως ἄρνηση τῶν νέων ἰδεῶν, ὄχι. Ὅπως ὅλοι ξέρουμε, ἀπό τό ξύλο μπορεῖς νά φτειάξῃς χαρτί.

  58. mitsos said

    Μάλλον εργασία πολλών χρόνων επενδύεται σε αυτή την συλλογή του Ροβυθέ.
    Ευχαριστώ

    Πολύ ενδιαφέρουσα αν και εντελώς ξενή για μένα ντοπολαλιά.

    Σχολιο επί σχολίων αλλά άσχετο ως προς το θέμα ( είναι η τρίτη φορά που βλέπω αυτή τη χρήση του τύπου «δέστε» σε αυτή την ιστοσελίδα )
    Αν θέλουμε να προτρέψουμε κάποιον να πάει στο γιατρό
    αντί να γράψουμε : Δείτε έναν γιατρό άμεσα …
    μπορούμε να γράψουμε : Δέστε έναν γιατρό άμεσα ;
    Πιστεύετε ότι εννοούμε το ίδιο στις δυο περιπτώσεις ;

  59. sarant said

    57 Δεν βλέπω γιατί δεν μπορεί μια δάνεια λέξη, χωρίς ετυμολογική διαφάνεια, να παρουσιάσει παραλλαγες.

    58 Λέγεται, και δεν νομίζω ότι αν πούμε «δέστε έναν γιατρό» θα πιάσουν τον γιατρό και θα τον δέσουν 🙂

  60. mitsos said

    59
    Είναι φορές που εσείς οι λεξιλογούντες μου είστε εντελώς ακατανόητοι.

  61. 54 Ε, βάλε Καρδαμυλίτικα (έτσι δεν λέγονται;) 🙂

  62. B. said

    58: Όχι ακριβώς, εργασία ενός Σαββατοκύριακου, η γλώσσα των προγόνων, ένα βιβλίο λαογραφιας, ένα λεξικό και το διαδίκτυο. Σας ευχαριστώ πάντως.

  63. Γιάννης Ιατρού said

    60: (59/57) Γιατί ακατανόητοι; Κάλλιστα μπορούν να υπάρχουν θέσεις και αντιλογίες. Εγώ το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον και διδακτικό, εφ΄όσων τα επιχειρήματα ανταλλάσσονται (έτσι) πολιτισμένα και ενίοτε με χιούμορ.

  64. mitsos said

    @ 62 … έριξα και μια διγώνια ματιά στο μπλόγκ … και μ’ άρεσε που βρήκα κάποιον πιο ειδικό από εμένα να γράφει πως η ορθογραφία πολλές φορές … προφέρεται …

    @ 63
    Αμ δεν έχω και πολλά επιχειρήματα …
    εννοώ πολιτισμένα που λες κι εσύ, όχι κραυγές …
    κι απέναντι στον Νικοκύρη θα ήμουν αναιδής να συνεχίσω έτσι γυμνός ( από επιχειρήματα βεβαίως ) …

  65. Γιάννης Ιατρού said

    Πάντως έγινε της Μπαρτσελώνος 🙂 🙂 με τον Ολυμπιακό….

  66. Μαρία said

  67. Πέπε said

    Καλησπέρα, αργούτσικα.

    σκαρτάρω: κάπως παραπλήσια σημασία και στην Κάλυμνο. Θυμάμαι έναν χαρακτηριστικό στίχο από πεισματικό δίστιχο: να σου σκαρτάρω ένα ροζί να πάεις ως τη Λέρο. Ροζί είναι η πορδή, και σκαρτάρω, που εδώ είναι μεταβατικό, είναι το εκρηκτικό αμόλημα.

    γκρούβαλος: δεν ισχύει ότι κυριολεκτικά είναι κάτι με τα γίδια;

    ρασκό: έχω ακούσει την ετυμολογία «ορεσκώο», του βουνού.

    πιδαύλι: τις προάλλες μια κουβέντα με οδήγησε να αναζητήσω ετυμολογίες των διάφορων κατά τόπους ονομασιών της φλογέρας: σουραύλι, παγιαυλί, πιναύλι κλπ. Το ικαριώτικο «πιδαύλι» παραμένει αγνώστου ετύμου ως προς το α’ συνθετικό (το β’ είναι φυσικά ο αυλός).

    μπλάζω: τουλάχιστον ως αμετάβατο, το λένε παρόμοια και στην Κάρπαθο, κυρίως για υγρά.

    ξένος: Ναι ρε παιδιά, παντού σημαίνει μη ντόπιος. Μην το παίρνουμε και τόσο βαριά: στα μικρά μέρη ο ντόπιος είναι κατά πάσα πιθανότητα και γνωστός ή έστω συγγενής γνωστού (ποιανού είσαι;). Ο μη ντόπιος είναι άγνωστος = ξένος.

    η τσαμπουνοφυλάκα δεν είναι είδος τσαμπούνας, είναι η τσαμπούνα αυτή αύτη. Η γκάιντα είναι διαφορετικό όργανο.

    φαηδόνα: Και στη Νάξο, στ’ Απεράθου, λένε φαφηδόνα τη σφήκα και σφίγγα εκείνη την τεράστια κοκκινωπή σφήκα που δε νομίζω ότι στα κοινά ελληνικά έχει ιδιαίτερη ονομασία. Αναφέρθηκε ήδη στο #43, αλλά το επιβεβαιώνω και εξ ιδίας ακροάσεως, όπου Απεραθίτης εξηγούσε σε Φιλοτίτη και Κωμιακίτη πώς τα λέν εκείνοι, γιατί κι οι άλλοι ήξεραν τις λέξεις αλά όχι με τις ίδιες σημασίες. (Επειδή ήμασταν στ’ Απεράθου και γινόταν χαμός από σφήκες, συγκράτησα μόνο την απεραθίτικη αντιστοιχία λέξης – εντόμου, όχι τι ήξεραν οι άλλοι δύο).

    Πάντως μου κάνει εντύπωση που δε βλέπω να αναφέρονται οι εντυπωσιακοί αρχαϊσμοί που -καταπώς λένε- ακούγονται στην Ικαρία, π.χ. εώρακα (είδα). Ρήματα σε -σι για το γ’ πληθυντικό (βλέπουσι κλπ.) έχω ακούσει κι από τριαντάρηδες.

    Κατά τα άλλα δεν ξέρω αν είναι τόσο ιδιαίτερο νησί. Ζουν χωρίς άγχος, οκέι. Αργοί πάντως δεν είναι αξιοσημείωτα. Είδα ν’ αργούν συστηματικά μόνο σε μέρη όπως ο Χριστός Ραχών, που έχει γίνει διάσημος ειδικά γι’ αυτό, οπότε μάλλον οι ντόπιοι ζορίζονται λίγο ν’ αργήσουν, επίτηδες, για να επιβεβαιώσουν τον μύθο τους. Σε μη τουριστικά μέρη δεν το είδα.

    Όσο για τα περίφημα νυχτερινά ωράρια των μαγαζιών, είναι φυσικά επειδή τη μέρα πήγαιναν (και πηγαίνουν) στο χωράφι.

    Το πραγματικά ιδιαίτερο είναι η μακροβιότητά τους. Δεν είναι τόσο ότι είδα πολλούς εκατόχρονους, όσο ότι οι ογδοντάρηδες, 85άρηδες, 90άρηδες ήσαν εντυπωσιακά καλοκρατημένοι, όχι ένας αλλά αρκετοί – όλοι όσους συνάντησα βασικά.

  68. Πέπε said

    Άλλα χαρακτηριστικά του καριώτικου ιδιώματος που παρατήρησα είναι:

    -η κατάληξη -έ αντί του κοινού -ιά, π.χ. Οξέ (που είναι και χωριό) = οξυά. Φαντάζομαι και ο Ροβιθές κάπως έτσι θα βγαίνει.
    -η εντελώς αλλόκοτη κλίση των επωνύμων, που στον πληθυντικό προσλαμβάνουν κάποιες έξτρα συλλαβές. Ο Γλαρός, οι Γλαρέδες, ο Κοτσορνίθης, οι Κοτσορνιθάτοι. Από εκεί και διάφορα ονόματα χωριών (το Γλαρέδο = το [χωριό των] Γλαρέδω(ν), όπου πράγματι οι μισοί φέρουν το επώνυμο Γλαρός, κλπ.).
    -ορισμένα που είναι κοινά με των «άλλων»* 12νήσων, π.χ. να τρώνε το δ μεταξύ φωνηέντων, αύξηση η- στα ρήματα κ.ά.

    Άκουσα δε να λένε ότι τα πιο γνήσια καριώτικα τα ακούν -και συγκινούνται- τα καλοκαίρια από τους Αμερικάνους, όσους είναι μετανάστες πολλοστής γενιάς και δεν έχουν επφαή με καμιάς άλλης μορφής ελληνικά.

    ___________
    *Διοικητικά βέβαια η Ικαρία δεν είναι 12νησο, πολιτισμικά όμως μάλλον είναι.

  69. Γς said

    Ηταν από την Ικαρία και ήμουν 17-18 χρονών. Ηξερα μόνο το μικρό της όνομα,. Συνηθισμένο.

    Την είχα χάσει. Και πολύ ήθελα να μπορούσα να της είχα μιλήσει.

    Και μια παραμονή Χριστουγέννων, εγκλωβισμένος στην κίνηση στα Χαυτεία, μου κάνει νόημα απ ένα ταξί. Και δεν κατάλαβα αμέσως ποια ήταν.

    Κι όταν κατάλαβα ήταν αργά. Και πέρασαν χρόνια.
    Κι ακόμα μου κάνει νόημα μέσα από ένα ταξί.

  70. Γς said

    65:

    >Πάντως έγινε της Μπαρτσελώνος με τον Ολυμπιακό….

    -Θα γίνει της [μπιπ]!

    Με απείλησε η κόρη μου το απόγευμα στο τλφ, όταν της ανακοίνωσα μια απόφασή μου

    -Σιγά μην σκίσεις κάνα καλτσόν

    Της απάντησα. Και μου τό’ κλεισε

  71. Alexis said

    Καλημέρα.

    Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο!
    Μόλις πριν από λίγο το διάβασα, χτες δεν πρόκανα ν’ ανοίξω υπολογιστή, τάμπλετ κλπ.
    Άγνωστες σε μένα όλες οι λέξεις πλην του συγκούδουνου, που πρέπει να λέγεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
    Ο λούρος λέγεται στο Ξηρόμερο με άλλη σημασία, λένε έτσι το μακρύ και ευλύγιστο ξύλο με το οποίο ραβδίζουν («τινάζουν») τις ελιές.
    Το θυλάκι (σπανιότερα φυλάκι) λέγεται επίσης για τη μικρή θηλιά ή το θυλάκι του παντελονιού (αυτό που περνάει από μέσα η ζώνη).

    Ο ξένος ναι μεν είναι πανελλήνια λέξη για τους μη ντόπιους αλλά δεν λέγεται παντού με την ίδια συχνότητα.
    Στα «αθηναϊκά» ελληνικά βεβαίως σημαίνει κυρίως τον αλλοδαπό, τον μη Έλληνα.

    #38: Θα στοιχημάτιζα την ημισείαν περιουσίαν μου ότι η φωτογραφία είναι από Κρήτη, αλλά δεν βλέπω μουστάκια, οπότε μάλλον δεν… 😆

  72. spiral architect 🇰🇵 said

    @71 τέλος: Μπες εδώ και ρώτα τους. Θα ξέρουν σίγουρα. 😀

  73. Alexis said

    Να θυμίσω επίσης Νίκο, ότι η αρχή των άρθρων με τις ντοπιολαλιές έγινε με το εξαιρετικό Λέξεις από το Ρουμλούκι (14/5/2012) το οποίο προφανώς ξέχασες να μνημονεύσεις στο άρθρο του Γιάννη Μαλλιαρού με τα Πλωμαρίτικα!
    Έτσι το μέχρι στιγμής σκορ είναι Νησιώτες-Στεριανοί 4-2 🙂

  74. Alexis said

    #72: Χα, χα, χα! 😆 😆 😆

  75. dryhammer said

    61. Ακόμα χειρότερα και δεν τα ξέρω κιόλας (ο πατέρας μου κατέβηκε στην Χώρα το ’33 και δεν έχουν μείνει συγγενείς μου εκεί – πήγαν Πειραιά) Είναι ακόμα πιο ιδιότροπα σαν επιλογές λέξεων (όπως και οι άνθρωποι). Έρεβος

  76. sarant said

    73 Aλέξη δίκιο έχεις και καλά έκανες που πρόσθεσες το λινκ -ωστόσο υπάρχει μια διαφορά, οι λέξεις από το Ρουμλουκι είναι δικό μου άρθρο, με βάση βιβλίο, όχι συνεργασία φίλου όπως τα άλλα.

  77. 47, 48, 52, 57, «γουστερίτσα»
    #παρ’ ημίν λέγεται και μπουστιρίκα. Είναι νομίζω το Lacerta viridis ή κάποιο αδερφάκι του, διότι παρουσιάζεται και με χρώμα ανοιχτό καφέ (ίσως να προσαρμόζει το χρώμα του ανάλογα με το περιβάλλον). Είναι ήμερο. Το παίρναμε εύκολα στα χέρια μας. Μια ανοιξιάτικη μέρα κάποιος μάζεψε 3-4 μπουστιρίκες μέσα σε ένα κουτί από τσιγάρα (θυμάστε το 7/άρι;) και όταν μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής για να μας κάνει μάθημα, τις αμόλυσε στο πάτωμα. Κατευθύνθηκαν ίσια προς την έδρα! «Τί είναι βρε αυτά; Μαζέψτε τα, θα μας φάνε»!

  78. Χρίστος Δάλκος said

    59 «Δεν βλέπω γιατί δεν μπορεί μια δάνεια λέξη, χωρίς ετυμολογική διαφάνεια, να παρουσιάσει παραλλαγες.» Σ’ αὐτό, Νίκο, δέν θά διαφωνήσω, θά ἐπισημάνω ὅμως ὅτι, στήν περίπτωση ὅλων αὐτῶν τῶν ζούμπερων τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, συμπεριλαμβανομένων καί λέξεων ὅπως «σαύρα» ἤ «σαλαμάνδρα», παρατηρεῖται αὐτό τό φαινόμενο τῆς εὐρείας πολυτυπίας (στήν Κάτω Ἰταλία, προκειμένου περί τῆς σαλαμάνδρας, τό κάθε χωριό ἔχει τόν δικό του τύπο!). Εἶναι προφανές ὅτι ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ παλαιά πολυδιάσπαση. Καί ἡ ὑπόθεση εἶναι: μήπως σέ προϊστορικές ἐποχές, ὅταν ἐκφέρονταν οἱ πρῶτοι ψίθυροι τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ πολυδιάσπαση αὐτή ἦταν ὁ κανόνας; Καί μήπως τό ἀ.ἑ. σκορδύλος εἶναι ἕνα μικρό, μαρτυρούμενο θραῦσμα τῆς πολυδιασπασμένης ρίζας πού ὑπόκειται τῶν κροκόδειλος, κορκόδειλος, κοσκόρδειλας κ.λπ.; Θά μοῦ πῇς ὅτι, καί ἔτσι νά εἶναι, δέν μποροῦμε νά ἐντάξουμε σ᾿ αὐτό τό σχῆμα -ὅπως θά μπορούσαμε, ἐνδεχομένως, νά τό κάνουμε μέ τύπους ὅπως σκουδαρέ, σκουdουλάδι, κ.λπ.-, τήν γουστερίτσα / σκουdουρίκα κ.τ.τ., λόγῳ τοῦ ὅτι ἐμφανίζει τό σλαβικό, θεωρούμενο, ἐπίθημα -ίτσ-α. Δέν θά ἀναφερθῶ ἐδῶ στίς ἀπόψεις τοῦ Γεωργακᾶ -πού ἀποδεικνύει τήν προέλευση τοῦ ἐπιθήματος -ίτσ-ι ἀπό τό -ίκι(ο)ν. Θά ἀναφερθῶ ὅμως στόν Φαίδωνα Κουκουλέ, ὁ ὁποῖος δέχεται οὐράνωση (τσιτακισμό) τοῦ k πρό τοῦ a, καί μάλιστα ὡς συνήθη. Στό ἄρθρο του «Ἐτυμολογικὰ καὶ σημασιολογικά» (Ἀθηνᾶ 59 [1955], σ. 194), ἀναφερόμενος στό καρπαθιακό καί ροδίτικο τσαμπάλι (= εἶδος κουδουνιοῦ), παρατηρεῖ: «Ἁπλούστατα πρόκειται διὰ τὸ καμπάνι, ἤτοι μικρὰν καμπάναν, μικρὸν κώδωνα, τροπῇ τοῦ φθόγγου κα εἰς τσα, συνήθει εἰς τὴν νέαν Ἑλληνικήν· πβ. κάρυκας – τσάρουκας, καμμύω – τσαμμυῶ». Ὁ ἴδιος ἐπιστήμονας, ἀλλοῦ, προκειμένου περί τοῦ ἰκαριώτικου τύπου τοῦ «καλικάντζαρος» καλιτσάdερος, παρατηρεῖ: «καλλιτσάντερος (Ἴκαρος, κατὰ τσιτακισμὸν καὶ τροπὴν τοῦ α εἰς ε διὰ τὸ ὑγρόν)». Δεδομένου, λοιπόν, ὅτι ἡ λέξη «γουστερίτσα» παρουσιάζει σέ ἀρκετές περιπτώσεις τό ἐπίθημα -ίκ-α (σκοdερίκα, σκοdιρίκα, σκουdιρίκα, σκουdουρίκα, σκουdαρίκα, σκουdρίκα, bουστιρίκα), δέν θεωρῶ ἀπίθανο νά ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν ἕνα «πρωτοβαλκανικό» ἐπίθημα πού τά ἴχνη του ἀνευρίσκονται τόσο στήν ἑλληνική, ὅσο καί στίς σλαβικές γλῶσσες. Ἐγώ ἔχω ἐπισημάνει πάνω ἀπό ἑκατό παραδείγματα τσιτακισμοῦ πρό τοῦ a (ὡρισμένα ἀπό τά ὁποῖα σοῦ ἔχω ἀποστείλει), καί, ἄν θέλῃς, μπορῶ νά τά παρουσιάσω πιό ἐκτεταμένα στό ἱστολόγιό σου. Ἐδῶ δέν τό κάνω γιατί δέν θέλω νά κάνω κατάχρηση τοῦ χώρου καί τῆς εὐγένειάς σου. Οὕτως ἤ ἄλλως, ὅμως, θεωρῶ ὅτι πρέπει νά ἀνοίξῃ συζήτηση γι’ αὐτά τά ζητήματα, ὄχι ὅμως μέ εἰρωνεῖες μεταξύ τυροῦ καί ἀχλαδίου.

  79. odinmac said

    Εδώ μια πολύ ωραία εκπομπή από την σειρά «μουσικές του κόσμου» της ΕΡΤ για την Ικαρία:

  80. B. said

    79: Πολύ ωραία η σκηνή όπου ο με παραμορφωμένα χέρια βιολιστής Τσεπέρκας (χρόνια μακαρίτης πια) εξηγεί ένα μέρος της ικαριακής στάσης ζωής.

  81. Πέπε said

    @79:
    Αποθέωση της κλισεδολογίας.

    Ξεκινώντας από τον τίτλο, «Η Ικαρία στις μουσικές του κόσμου», το πράγμα αρχίζει να δείχνει: η Ικαρία δεν έχει μουσική. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο νησί με τόσο μεγάλο βαθμό απουσίας οποιουδήποτε ίχνους ντόπιας λαϊκής μουσικής παράδοσης. Υπάρχει ο Ικαριώτικος, και τέλος. Άντε να προσθέσουμε και 3-4 τοπικά τραγούδια που ανασύρθηκαν, άγνωστο από πού, και έγιναν σουξέ την τελευταία 15ετία: τα ικαριώτικα κάλαντα, την Αμπελοκουτσούρα, και καναδυό άλλα.

    Βέβαια είναι αλήθεια ότι με τον Ικαριώτικο συμβαίνει όντως κάτι το «ιδιαίτερο». Όμως, πρώτον: αυτό το «ιδιαίτερο» είναι χορευτικό φαινόμενο, όχι μουσικό. Ως μουσική ο Ικαριώτικος δεν παύει να είναι ένα και μόνο κομμάτι, έστω με τις παραλλαγές του. Αξιόλογο, επουδενί δε θα ήθελα να το υποτιμήσω μουσικά, αλλά απελπιστικά λίγο για να συμποσούται σ’ αυτόν όλο το ρεπερτόριο ενός μεγαλούτσικου νησιού. Δεύτερον: το «ιδιαίτερο», με τις εκατοντάδες χορευτών που ενώνονται σ’ έναν κύκλο (σε μια μάζα μάλλον) εκστασιασμένοι, προσπαθώντας απελπισμένα να live your myth, είναι η πλήρης καταστρατήγηση του πώς χορεύεται κανονικά ο Ικαριώτικος και ο κάθε παραδοσιακός χορός: ταπεινά, μετρημένα, με άπλα και άνεση, και με κάποιο νόημα. Είναι κοινός τόπος στην Ικαρία ότι οι μερακλήδες, ιδίως οι γέροι, δεν πατάνε στα πανηγύρια από τότε που αυτά γιγαντώθηκαν, γιατί απλούστατα δεν μπορούν να χορέψουν. Εξόριστοι στον τόπο τους λοιπόν (σ’ έναν τόπο που ήταν μάλιστα και προορισμός εξορίστων παλιότερα!).

    Μια κυρία στην εκπομπή το λέει κάπου αυτό, και το αντιδιαστέλλει με το πώς ήταν το παλιό παραδοσιακό τυπικό του χορού. Όμως αυτά που λέει είναι επιφανειακά: ο πρώτος έκανε αυτό, ο δεύτερος εκείνο – ΔΕΝ ισχύουν. Αν ψάξει κανείς σαρωτικά σε πολυάριθμους ηλικιωμένους πληροφορητές, θα διαπιστώσει ότι είτε δε θυμούνται να υπήρχε ποτέ όσο ζούσαν συγκεκριμένο τυπικό, είτε ο καθένας θυμάται και άλλο. Ο πρώτος ήταν πάντα άντρας – όχι, μπορούσε να είναι και γυναίκα – όχι, ήταν μόνο άντρες και οι γυναίκες χόρευαν αργότερα χώρια – ο πρώτος είναι άντρας και χορεύει για τη δεύτερη που είναι γυναίκα – όχι, ο πρώτος χορεύει για πάρτη του και δεν κοιτάει τι είναι ο δεύτερος… Άμα υπάρχουν τόσο πολλές γνώμες, ανεξάρτητα από το αν προέρχονται από το ίδιο χωριό ή από γειτονικά ή από απομακρυσμένα χωριά, το αντικειμενικό συμπέρασμα είναι ότι αν ποτέ υπήρχε τυπικό, όπως υπάρχει ή υπήρχε σ’ όλη την Ελλάδα για τους τοπικούς χορούς, αυτό καταλύθηκε εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Έκτοτε, απλώς χορεύουν.

    Ένα βιβλίο όχι πολύ παλιό, του ’60, αποθησαυρίζει σε καμιά 300ριά σελίδες δημοτικά τραγούδια της Ικαρίας (στίχους, όχι μουσική) συγκεντρωμένα αν δεν απατώμαι παλιότερα, μέσα σε διάστημα δεκαετιών. Σήμερα ούτε ένα από αυτά δεν είναι γνωστό, όχι μόνο στο κοινό των μεγάλων πανηγυριών αλλά ούτε καν στις μνήμες των υπερηλίκων. Η μουσική τους έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.

    Ο Σίμων Καράς, που γύρισε όλη την Ελλάδα μαζεύοντας μουσικές και έβγαλε καμιά εικοσαριά δίσκους διαμάντια, από την Ικαρία δεν έβγαλε δίσκο. Η γυναίκα του είναι Καριωτίνα: δεν υπήρχε άλλος τόπος όπου να μπορεί τόσο εύκολα να πάει παντού και να βρει τους πάντες, και όμως ενώ θα περίμενε κανείς ότι ο ικαριώτικος δίσκος θα ήταν πρώτος και καλύτερος, έβγαλε μόνο μια πλευρά (6-7 κομμάτια, μαζί με άλλα τόσα σαμιώτικα στην άλλη) ηχογραφημένα όχι επιτόπου αλλά από τη δική του ορχήστρα-χορωδία στην Αθήνα. Γιατί; Γιατί ο Σίμων Καράς πήγε στην Ικαρία, γέμισε δεν ξέρω πόσες ώρες μπομπίνες, και ανάμεσα σ’ όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτε που να είναι στοιχειωδώς εκδόσιμο.

    Μετά, είναι τα ευρωπαϊκά: χοροί όπως το φοξ, το βαλς, η πόλκα, μαζί με τα αντίστοιχα τραγούδια (ελληνικά ελαφρά ή ξένα οργανικά), εισέβαλαν στην Ελλάδα και διείσδυσαν στις τοπικές παραδόσεις σ’ ένα σωρό μέρη. Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη αυτό, πρέπει να ξεκίνησε τουλάχιστον στον μεσοπόλεμο, και να κράτησε μερικές δεκαετίες. Κι εδώ στην Κρήτη τα χόρευαν, και στις Κυκλάδες, και σε αρκετά από τα 12νησα, και αλλού. Τα έπαιζαν οι τοπικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες, στις ίδιες περιστάσεις όπου έπαιζαν και τα παραδοσιακά τους τραγούδια (όσο οι παραδόσεις ήταν λειτουργικές, κανείς δεν καθόταν να ξεχωρίσει αν κάτι είναι παραδοσιακό ή ξένο, αυτά τα ταξινομικά ήρθαν αργότερα από τους γραμματιζούμενους). Σε μερικά μέρη άφησαν έναν απόηχο που ακούγεται ακόμη, π.χ. στην Τζια και στην Ανάφη ακόμη χορεύουν πόλκα στα πανηγύρια. Πουθενά όμως δεν επέδρασαν τόσο όσο στην Ικαρία, όπου τα ευρωπαϊκά εκτόπισαν κάθε άλλη μουσική μορφή (με μία εξαίρεση, είπαμε, τον Ικαριώτικο) τόσο ριζικά ώστε και οι γεροντότεροι ακόμη να νομίζουν ότι ήταν από πάντα και ότι ποτέ δεν είχε υπάρξει τίποτε άλλο.

    Θα μπορούσα να συνεχίσω αραδιάζοντας ένα σωρό άλλες πτυχές του φαινομένου. Όλα κατατείνουν στο ίδιο συμπέρασμα: ότι στην Ικαρία δεν υπάρχει μουσική παράδοση. Κι όμως, υπάρχει ένας πολύ ισχυρός μύθος περί του ακριβώς αντιθέτου. Αυτό τον μύθο υπηρετεί η εκπομπή. Ο εναλλάκτικ τουρίστας, γκρούβαλος ή μη, δεν έχει τα δεδομένα -κι ούτε τον νοιάζει- να διαπιστώσει αν ο μύθος ισχύει ή όχι. Οι Ικαριώτες φυσικά σε αρκετό βαθμό έχουν συνείδηση της πραγματικότητας.

    Γνωρίζοντας όλα αυτά, δεν μπορώ να βλέπω να προβάλλονται τέτοια ανυπόστατα, «η Ικαρία στις μουσικές του κόσμου».

    (Αν άκουσα και μια αλήθεια στην εκπομπή, είναι ότι στην Ικαρία υπάρχει ισχυρή παράδοση στη συλλογικότητα και τον κοινοτισμό. Αυτό, μάλιστα. Τα περί μουσικής, όχι.)

  82. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @81. Πόλκα χόρευαν καὶ στὰ Θερμιά, πρὶν ἀπὸ καμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια, κάποιοι ἄνθρωποι μεγάλης ἡλικίας τότε· οἱ πιὸ πολλοὶ μᾶς ἔχουν ἀφήσει. Δὲν ξέρω τὶ γίνεται σήμερα· δὲν πάω πιὰ στὰ πανηγύρια, παρὰ μόνο σπάνια καὶ ὄχι τὸ καλοκαίρι. Δυστυχῶς τὸ σκυλονησιώτικο ἔχει γίνει καθεστώς καὶ δὲν τὸ ἀντέχω.

  83. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @82.(Συνέχεια) Ἂν δὲν κάνω λάθος, πόλκα εἶναι ὁ σκοπὸς ἀπὸ τὸ «Τζιώτικο ραβαΐσι» ποὺ παίζεται ἀκόμα στὴ Τζιά. Παλιότερα ὁ σκοπὸς αὐτὸς παιζόταν καὶ στὰ Θερμιὰ τὶς Ἀπόκριες, στὴν τσαμπούνα. Θυμᾶμαι καὶ κάποια λόγια:

    Σὰ δὲν ἤξερες
    νὰ βράσεις μακαρόνια
    τί τὸν ἤθελες
    τὸν ἄντρα μὲ γαλόνια.

  84. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @82,83.Ἕνα-ἕνα τὰ θυμᾶμαι. ‘Υπῆρχε καὶ ἀντρικὴ κόμωση ποὺ λεγόταν πόλκα. Ἄφηναν τὰ μαλλιὰ νὰ μακρύνουν καὶ τὰ τύλιγαν ρολὸ γύρω-γύρω, στὶς ἄκρες. Στὴ Δρυοπίδα ἀκολουθοῦσε αὐτὴ τὴ μόδα ὁ μπαρμπα-Λιμπέρης, παλιὸς μιναδόρος* στὰ μεταλλεῖα, ἀπὸ τὴ γενιά τῶν παπούδων μου. Φυσικὰ χόρευε καὶ πόλκα ἤ πόρκα μὲ τὴν τροπὴ τοῦ «λ» σὲ «ρ», ὅπως συνηθίζεται στὶς Κυκλάδες.

    *μιναδόρος: αὐτὸς ποὺ ἔβαζε φουρνέλα

  85. B. said

    83, 84: Στα καθ’ ημάς «μπόρκα» – εδώ ένα βιντεάκι που (μετά το 5.02′) μια χορευτική ομάδα στην Κρήτη χορεύει «καριώτικη μπόρκα» ή «σκούπα» στην οποία όποτε ακουστεί το παράγγελμα «σκάτζα ντάμα» αλλάζει το ζευγάρι (κι όποιος μείνει μόνος του χορεύει με τη σκούπα).

  86. B. said

    Σχολιασμένη/υπομνηματισμένη εκδοχή του άρθρου με τη βοήθεια των σχολιαστών του σαραντάκειο ιστολογίου μπορείτε να διαβάσετε στο https://rovithe.blogspot.gr/2017/10/blog-post.html

    Μια φίλη μου πρότεινε να προσθέσω τη λέξη «παραβάτης» με την έννοια τεμπέλης, χαραμοφάης, που είναι επίσης πολύ χαρακτηριστική.

  87. Πέπε said

    @82, 83, 84:

    Δημήτρη, το Τζιώτικο Ραβαΐσι (που -κι αυτό!!!- έχει ξανασυζητηθεί εδώ) είναι στον σκοπό του Κάτω στον γιαλό. Το Κάτω στον γιαλό στα περισσότερα νησιά χορεύεται συρτό, αν και υπάρχουν μαρτυρίες ότι κάπου ήταν και πόλκα παλιότερα. Στην Τζια και -με μια πολύ μικρή επιφύλαξη- και στα Θερμιά για συρτό το ξέρω.

    Το «σαν δεν ήξερες να βράσεις μακαρόνια», στον ίδιο σκοπό, το έχω ακούσει κατ’ επανάληψιν να παίζεται σε τσαμπουνογλέντια. Μάλλον προέρχεται από τις νεανικές αναμνήσεις του Φραγκίσκου Τζιωτάκη (Θερμιώτης βιολιτζής, τσαμπουνιέρης, τραγουδιστής και ακάματος γλεντιστής, μαχίμι γύρω στα 90), από τον οποίο το έχουν ξεσηκώσει και οι τσαμπουνιέρηδες της νέας γενιάς. Πάρε μερικά ακόμα στιχάκια:

    Σα δεν ήξερες να βράσεις μπακαλιάρο
    τι τον ήθελες τον άντρα με κολάρο;

    Σα δεν ήξερες χορό
    ίντα γύρευες εδώ;

    Στην Τζιώτικη πάλι πόλκα, που είναι σε άλλο σκοπό, λένε κι ένα στιχάκι «πόλκα τα ‘χεις τα μαλλιά».

    @85:
    !!!!!!!!!!!!!!!!!
    Πού πάτε και τα βρίσκετε! Δεν ήξερα ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα στο ΥΤ. Έπαιζα κι εγώ σ’ αυτή την παράσταση (λαούτο και τσαμπούνα.)

  88. Γειά σας από Ρόδο!! Μήπως ξέρετε τι σημαίνει »μπουσουνιέρα» ;; Αναφέρεται στο τραγούδι συμπεθέρα.

  89. […] Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017 […]

  90. […] Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017 […]

  91. […] Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017 […]

  92. […] η ρεβυθιά) και που είχαμε φιλοξενήσει  παλιότερα άρθρο του για τις λέξεις της Νικαριάς, ο κατά κόσμον Βασίλης Δουρής, δημοσίευσε στο […]

  93. […] Λέξεις της Νικαριάς (μια συνεργασία του Ροβιθέ), 10/2017 […]

Σχολιάστε