Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γιάννης Δάλλας’

Του εθνικού μας ποιητού Βαρνάλη

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2014

Σήμερα είναι της Παναγίας, είπα να βάλω κάτι λογοτεχνικό. Ύστερα θυμήθηκα μιαν ιστορία που μου είχε διηγηθεί ο πατέρας μου.

Ήταν λέει στη Μακρόνησο, και γινόταν ο επίσημος γιορτασμός του Πάσχα. Και αφού έγιναν οι συνήθεις ομιλίες, πετάχτηκε κι ένας φαντάρος και είπε: Και τώρα θα σας απαγγείλω το ποίημα «Οι πόνοι της Παναγίας, του εθνικού μας ποιητού Βαρνάλη». Κι όπως επίτηδες παρατόνισε το όνομα του Βάρναλη και ευπρέπισε τον τίτλο, ακούστηκε στη Μακρόνησο το ποίημα:

Οι πόνοι της Παναγιάς

Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στανάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
5 ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.

Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
10 πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!

Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
15 και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.

Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
20 πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.

(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).

Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς,
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
κάν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς —
25 πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;

Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
30 ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.

Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ,
35 πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.

…………………………………………………………….

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
40 που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
45 Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
50 που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
55 Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…
— Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
60 την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ποιήματα της ελληνικής ποίησης -με μια δόση υπερβολής θα λέγαμε πως και μόνο αυτό να είχε γράψει, θα έπαιρνε μια θέση στο ελληνικό Πάνθεον. Πώς μπόρεσε -άντρας αυτός- να πιάσει τόσο καλά τα αισθήματα της μάνας -και άθεος να γράψει έτσι για τη Μάνα του Χριστού;

Το ποίημα είναι παρμένο από τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Αλλά και στην άλλη μεγάλη ποιητική σύνθεση του Βάρναλη, στο Φως που καίει, υπάρχει ένα «δίδυμο» ποίημα:

Η μάνα του Χριστού

Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.

5 Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κι εγώ λαχταρήσει
10 (ήταν όνειρο κι έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ’ από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αυλή με πηγάδι…
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι…
15 νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
20 ν’ ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

25 Κι ο κατόχρονος θάνατος θα ’φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θ’ άφηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
30 για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει…
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
35 Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
40 τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιό τ’ όνομά σου!

45 Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη…
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ’ρθει το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου κι οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
50 σα ρωτήσανε: «Ποιός ο Χριστός;» τί ’πες «Νά με»!
Αχ! Δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

Όπως αναλύει ο Γιάννης Δάλλας στην υποδειγματική του έκδοση, το ποίημα μαρτυράει και την εξοικείωση του Βάρναλη με την εκκλησιαστικήν υμνογραφία. Για παράδειγμα, ο Δάλλας παραλληλίζει τη στροφή

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
40 τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

με το Εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου: Η δάμαλις τον μόσχον / εν ξύλω κρεμασθέντα / ηλάλαξεν ορώσα και με τον ύμνο του Ρωμανού του Μελωδού «και μαστοίς σοι τοις εμοίς γάλα παρέσχον».

Αλλά ας γυρίσουμε στην ιστορία του πατέρα μου, με τον «εθνικόν ποιητήν Βαρνάλη». Καθώς δεν είναι από πρώτο χέρι, ούτε από δεύτερο, δεν εγγυώμαι ότι συνέβη, μάλιστα έχω κάποιες αμφιβολίες. Θα μπορούσε να έχει συμβεί περίπου έτσι, μπορεί όμως να είναι απλώς ένας μπεντροβάτος παρηγορητικός μύθος των ηττημένων, μια μικρή νίκη για να παρηγορήσει τη μεγάλην ήττα.

Κάτι τέτοιο άλλωστε μπορεί να συμβαίνει και για μιαν άλλη ιστορία, που μου την είχε πει ο παππούς μου, ότι, λέει, τον Απρίλη του 1952, λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη, ή ίσως το 1953 στην πρώτη επέτειο της εκτέλεσής του, κάποιος ακροατής ζήτησε από την εκπομπή του ΕΙΡ που έπαιζε επιθυμίες των ακροατών, να παιχτεί κάποιο ρέκβιεμ ή πένθιμο εμβατήριο «εις μνήμην του πολυφιλήτου Νικολάου Μπελογιάννη». Μπορεί κι αυτό να έγινε, μπορεί να ήταν ιστορία παρηγοριάς…

 

Posted in Βάρναλης, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 81 Σχόλια »

Ένα γλωσσάρι για την Αληθινή απολογία του Σωκράτη

Posted by sarant στο 6 Ιουλίου, 2014

b_10616_apologia_socrates_varnalis_kraounakis_speira6_webΑπό την Πέμπτη 10 Ιουλίου και ως τις 19 του μηνός ανεβαίνει στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη δραματοποιημένη η «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» του Κώστα Βάρναλη, σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι και με τον Σταμάτη Κραουνάκη στον ρόλο του Σωκράτη. Το έργο του Βάρναλη έχει μορφή μονολόγου, οπότε έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς ακριβώς έγινε η δραματοποίηση, ωστόσο εδώ θα σταθώ περισσότερο στο κείμενο.

Το έργο του Βάρναλη εκδόθηκε στα τέλη του 1931, προς το τέλος δηλαδή της «δημιουργικής δεκαετίας», για να χρησιμοποιήσουμε τον χαρακτηρισμό του Γιάννη Δάλλα, ο οποίος ονομάζει έτσι την περίοδο 1923-1933, αν δεν κάνω λάθος, κατά την οποία ο Βάρναλης έδωσε τα σημαντικότερα έργα του, δεκαετία που ολοκληρώθηκε με τη ριζικά αναθεωρημένη δεύτερη έκδοση του Φωτός που καίει (αυτήν που ξέρει δηλαδή ο σημερινός αναγνώστης).

Βέβαια, όπως και πολλά από τα έργα της δεκαετίας αυτής (Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, Σκλάβοι πολιορκημένοι), έτσι και τα πρώτα τουλάχιστον σχεδιάσματα της «Αληθινής απολογίας» ο Βάρναλης τα σύνθεσε στη Γαλλία, στο Παρίσι ή στο φιλόξενο σπίτι του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού στο χωριό Σεν Μαρ Λα Πιλ κοντά στην Τουρ.

Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη χρησιμοποιεί το ιστορικό γεγονός της δίκης του Αθηναίου φιλόσοφου για να ασκήσει καταλυτική κριτική στην εκμετάλλευση και την ανελευθερία, χωρίς όμως να αγιογραφεί τον εξαθλιωμένο λαό. Η πρόζα του είναι εξαιρετικά δουλεμένη, ωστόσο το έργο έχει τέτοια ζωντάνια και τόση δροσιά που φαίνεται σαν να έχει γραφτεί μονομιάς. Ίσως πρόκειται για το τελειότερο δείγμα ανόθευτης δημοτικής γλώσσας στη λογοτεχνία μας, όπως και για το κορυφαίο έργο τσουχτερής, καταλυτικής σάτιρας -ενώ παράλληλα ο Βάρναλης δείχνει, χωρίς όμως να επιδεικνύει, τη σπάνια αρχαιομάθειά του.

Όπως σημειώνει ο Βάρναλης στον πρόλογο της τρίτης έκδοσης του έργου: «Η «Απολογία» γράφτηκε στα 1931 σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια στην τοτεσινή «δημοκρατία» του ιδιωνύμου, του Καλπακιού και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων, που είχανε κατακουρελιάσει τις συνταγματικές ελευθερίες του πολίτη κι είχανε διαφθείρει ολάκερο το δημόσιο βίο της χώρας και προετοιμάσει τη διχτατορία της 4ης Αυγούστου». Πράγματι, η Απολογία έχει σαφέστατο πολιτικό μήνυμα, αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρον γι’ αυτό το λόγο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Βάρναλης, Λογοτεχνία, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 92 Σχόλια »

Το ανύπαρκτο πρόβατο του Βάρναλη

Posted by sarant στο 27 Οκτωβρίου, 2013

Φιλολογικό το θέμα σήμερα, καθότι Κυριακή, και προς στιγμήν, επειδή αύριο είναι 28 Οκτωβρίου, σκέφτηκα να ανεβάσω κάποιο από τα αντιστασιακά διηγήματα που έχω στον παλιό μου ιστότοπο -αλλά μπορώ απλώς να σας παραπέμψω εκεί. Επετειακό θέμα θα έχουμε έτσι κι αλλιώς αύριο, που είναι αργία -και θα αφορά κι αυτό τον Βάρναλη όπως και το σημερινό, αλλά αυτό οφείλεται σε σύμπτωση επειδή το σημερινό θέμα δεν το διάλεξα, ήρθε από την επικαιρότητα.

Συγκεκριμένα, σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στην Αυγή, που αναδημοσιεύτηκε αρκετά, ο καθηγητής της Νομικής κ. Γιώργος Κατρούγκαλος, που όλοι μας (πλην Σώτης) τον χαρήκαμε τις προάλλες να παίρνει το αίμα μας πίσω στην εκπομπή του Πρετεντέρη, είπε πολλά σωστά πράγματα και, στη ρύμη του λόγου του, έκανε ένα λαθάκι. Το ιστολόγιο επισημαίνει το λαθάκι και θέλει να το διορθώσει, επειδή ήδη το είδα να αναδημοσιεύεται αυτονομημένο κι αυτά τα πράγματα πρέπει κανείς να τα σκοτώνει όσο είναι μικρά. Άλλωστε, το λαθάκι βρίσκεται έξω από τον τομέα της ειδικότητας του κ. Κατρούγκαλου. Εγώ στα Νομικά κάνω πολύ χειρότερα λάθη.

Όταν λοιπόν ο κ. καθηγητής ρωτήθηκε τι έχει να πει για τις διώξεις των κατοίκων στις Σκουριές, απάντησε ότι οι κυβερνώντες συκοφαντούν όποιους αγωνίζονται και ότι θέλουν ως πρότυπο για την ελληνική κοινωνία το πρόβατο του Βάρναλη, που «ήσυχα και συνετά, πάει με ‘κείνον που νικά».

Όπως καταλάβατε, η αντίρρησή μου δεν είναι στην ουσία των λεγομένων του κ. καθηγητή, αλλά στο φιλολογικό σκέλος, στο πρόβατο του Βάρναλη.

Για να διαλύσω το σασπένς από την αρχή, πρόβατο δεν υπάρχει. Ούτε στο ποίημα από το οποίο είναι παρμένος ο συγκεκριμένος στίχος, ούτε γενικά στο δημοσιευμένο σε βιβλία ποιητικό έργο του Βάρναλη. (Μία μόνο αναφορά υπάρχει σε «πρόβατα», σε ένα ποίημα της συλλογής «Ελεύθερος κόσμος»). Αυτό το λέω με βεβαιότητα, η οποία δεν πηγάζει από το γεγονός ότι θυμάμαι απέξω ολόκληρο τον Βάρναλη (δεν τον θυμάμαι, φευ), αλλά επειδή ένα από τα μικρά θαύματα του Διαδικτύου είναι κι η Ανεμόσκαλα, ο καταπληκτικός ιστότοπος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας που έχει συμφραστικούς πίνακες λέξεων (κονκορντάντσες που τις λέγαμε παλιά) για δέκα σημαντικούς νεοέλληνες ποιητές, μαζί και για τον Βάρναλη. Περιορίζεται στο εκδομένο σε βιβλία έργο τους, άρα δεν έχει τα ποιήματα που σέρνονται αδέσποτα σε περιοδικά, αν και μαθαίνω ότι έχουν σκοπό κι αυτά να τα προσθέσουν. Από την Ανεμόσκαλα λοιπόν βεβαιωνόμαστε ότι το πρόβατο του Βάρναλη δεν υπάρχει.

Έπειτα, και χωρίς την Ανεμόσκαλα ξέρουμε ότι ο στίχος δεν είναι ακριβώς όπως τον θυμάται ο κ. Κατρούγκαλος, αν και το νόημα δεν αλλάζει πολύ. Δεν είναι ήσυχα και συνετά, αλλά φρόνιμα και ταχτικά: Φρόνιμα και ταχτικά, πάω με κείνον που νικά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , | 66 Σχόλια »