Παρόλο που αυτό θεωρείται κουσούρι σε πολλούς ιντερνετικούς κύκλους, θα το παραδεχτώ, είμαι φανατικός αναγνώστης εφημερίδων: από πέντε χρονών διάβαζα τις εφημερίδες που πέφταν στα χέρια μου, κι έμεινα πιστός στην ανάγνωσή τους ακόμα κι όταν οι εφημερίδες απαγορεύονταν (στο στρατό στη δεκαετία του 1980) ή ήταν δυσεύρετες (στο εξωτερικό), ακόμα και τα τελευταία χρόνια που οι περισσότερες εφημερίδες, ιδίως οι κυριακάτικες, μετατράπηκαν σε κάτι υπερφυσικά γεμιστά τέρατα, που για να τα διαβάσεις πρέπει να σκίσεις σελοφάν, να παραμερίσεις ένθετα και να πετάξεις διαφημιστικά, σαν τη μαγείρισσα που ξελεπιάζει και καθαρίζει ψάρια. Και εξακολουθώ να αγοράζω τη χάρτινη έκδοση της εφημερίδας που προτιμώ ακόμα και τώρα που η ύλη της βρισκεται στο Διαδίκτυο.
Αν αυτός ο πρόλογος ακούγεται γνωστός, είναι επειδή τα παραπάνω (με κάποιες αλλαγές) τα είχα ξαναγράψει σε αυτό στο ιστολόγιο πέρυσι, περίπου τέτοιον καιρό. Τότε, με αφορμή την αναστολή της καθημερινής έκδοσης του Βήματος. Τώρα τα επαναλαμβάνω σε σχέση με το απειλούμενο (επικείμενο; αναπόφευκτο; αποφασισμένο; ) κλείσιμο της Ελευθεροτυπίας.