Τις τρεις προηγούμενες Κυριακές παρουσιάσαμε αποσπάσματα από τρία λογοτεχνικά έργα με θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή: τα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου, το Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη και την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Έκλεισε έτσι μια τριλογία.
Αν πάντως κάποιος έχει υπόψη του κάποιο καλό λογοτεχνικό κείμενο σχετικό με το 1922, ας το υποδείξει στα σχολια ή ακόμα ας το στείλει σκαναρισμένο μήπως το βάλουμε σε επόμενη Κυριακή.
Για αντίστιξη σήμερα βάζω ένα κείμενο σαφώς πιο ανάλαφρο, τον απόηχο της μικρασιατικής εκστρατείας και της ήττας στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1922, όπως την είδε ο Κώστας Βάρναλης, που περνούσε εκεί τις καλοκαιρινές διακοπές. (Ο Βάρναλης είχε επιστρατευτεί το 1915 αλλά μετά δεν κλήθηκε να υπηρετήσει, ήταν άλλωστε και σχετικά μεγάλος πια).
Το κείμενο γράφτηκε το 1935 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, όπου ο Βάρναλης δημοσίευε σε συνέχειες τα φιλολογικά του απομνημονεύματα. Σε βιβλίο εκδόθηκε το 1981 σε επιμέλεια Κώστα Παπαγεωργίου (εκδόσεις Κέδρος).
Πώς οι Αιγινήτες πιάσανε τον Κεμάλ
Τέλη Αυγούστου του 1922, απάνου στην ακμή των μπαιν-μιξτ, των νυχτερινών χορών στο «Κόρτε», των σταφυλιών και των σύκων, καθώς και της μικρασιατικής εκστρατείας, ένα απόγεμα, που φυσούσε δυνατός και πρόσχαρος μπάτης, αρχίσανε να χτυπάνε ενθουσιασμένες όλες οι καμπάνες της Αίγινας: της μητρόπολης, της Παναγίας, τ’ Αϊ-Νικόλα.
Οι φάτσες των μαγαζιών, τα μπαλκόνια των σπιτιών, των ξενοδοχείων, του δημαρχείου γεμίσανε παντιέρες, μικρές και μεγάλες, από μπλάβες έως γκρίζες. Οι βάρκες μέσα στο λιμάνι απλώσανε στην κορφή της αντένας ή στο κοντάρι της πρύμνης από μια γαλανόλευκη και στολίσανε τ’ άλμπουρά τους με κλαριά από μυρτιά ή πεύκο. Κι ανοίγοντας τα πανιά τους στο δυνατό και πρόσχαρο μπάτη στο λιμάνι, λες και τις κυνηγούσανε και τις ερεθίζανε σαν άλογα τα απανωτά κύματα των ήχων, που στέλνανε οι καμπάνες από τη στεριά.