Τα φιστίκια, Αιγίνης, αράπικα ή άλλα, είναι από τα πιο συχνά συνοδευτικά της μπίρας, όπως περίπου στη φωτογραφία, ιδίως αλατισμένα -και, όπως υπονοεί η φωτογραφία, άπαξ και τα αρχίσεις πολύ δύσκολα τα σταματάς.
Όμως εμείς εδώ δεν εδεσματολογούμε, λεξιλογούμε -κι όπως ίσως θα καταλάβατε από τον τίτλο, θα συζητήσουμε εδώ το ύψιλον με το οποίο πολλοί γράφουν τις λέξεις αυτές, και κάποιες άλλες, παρόλο που ούτε δικαιολογείται ούτε ετυμολογικά ούτε στα λεξικά εμφανίζεται -γι’ αυτό και το λέω «επίμονο».
Παρεμπιπτόντως, ο ιστότοπος απ’ όπου δανείστηκα τη συνοδευτική φωτογραφία, είχε στη λεζάντα «Μπύρα με φιστίκια», ισοπαλία δηλαδή.
Στην ορθογραφία της μπίρας έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο παλιότερα, από το οποίο ξεσηκώνω τα εξής:
Η λέξη «μπίρα» όταν ήμουν μικρός γραφόταν «μπύρα» στις διαφημίσεις, μπύρα πάνω στα μπουκάλια της μπίρας, μπύρα στις περισσότερες εφημερίδες. Αυτή η γραφή με ύψιλον δεν στηρίζεται πουθενά και προσωπικά δεν ξέρω ποιος την εισηγήθηκε ούτε γιατί έριξε τόσο επίμονες ρίζες. Τη λέξη τη δανειστήκαμε από τα ιταλικά, όπου είναι birra, στα γαλλικά είναι bierre, στα αγγλικά είναι beer, στα γερμανικά Bier, πουθενά δεν υπάρχει κάποιο y, να πεις ότι μεταφέρθηκε στο ελληνικό ύψιλον. Πιθανότερο φαίνεται ότι γράφτηκε με υ, μπύρα, από την οπτική επίδραση της λ. ζύθος, που ήταν το ελληνοπρεπές αντίστοιχο της μπίρας.
Δεν είμαι πάντως βέβαιος ότι η αρχική γραφή ήταν «μπύρα». Ο Παπαδιαμάντης τουλάχιστον, στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του «Γλώσσα και κοινωνία», που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στην εφημ. Αλήθεια το 1907, διαφωνώντας με τον τύπο «Βιέννη» για την αυστριακή πρωτεύουσα, γράφει: «Ενθυμούμαι προ είκοσι ετών, εις του Μπερνιουδάκη, επίναμεν μπίρα της Βιέννας», γράφει δηλαδή τη μπίρα με γιώτα. Πολλά χρόνια παλιότερα, στην «Επιτομή λεξικού της παλαιάς ελληνικής γλώσσης εις την σημερινήν» του Ψύλλα (1836) διαβάζω ότι βύνη είναι «το τριμμένον κριθάρι δια την μπίραν». Έτσι γράφεται η λέξη και στο δράμα «Ιωάννης Μίλτων» του Ρηγόπουλου (1874) από όπου το αμαρτωλό απόσπασμα: «Ημείς, mon cher, χορούς, δείπνα, χαρτοπαίγνια, έρωτας, εταίρας, μπίραν, κονιάκ, μάλαγαν, κιουρασσό, βορδώ, σαμπάνια και ενίοτε, κυνήγια και ιπποδρομίας». Και σε άπταιστη καθαρεύουσα ο Ξαβέριος Λάνδερερ δίνει το 1871 οδηγίες «εις τους βουλομένους κατασκευάσαι μπίραν».
Θέλω να πω, δεν είναι μαλλιαρός ο τύπος «μπίρα», όμως κάποια στιγμή, πιθανώς περί το 1900, εκτοπίστηκε σχεδόν από τον τύπο «μπύρα». Για παράδειγμα, στα χρονογραφήματα του Κονδυλάκη το βρίσκουμε πάντα γραμμένο με ύψιλον. Τα λεξικά από παλιά το γράφουν «μπίρα» (έτσι το λεξικό της Πρωίας το 1933, ενώ ο Δημητράκος γράφει και τους δυο τύπους) ενώ και τα σημερινά λεξικά, τη γραφή «μπίρα» προκρίνουν, όμως η πιάτσα χρησιμοποιεί περισσότερο τον τύπο «μπύρα» ίσως επειδή σχεδόν όλες οι ζυθοβιομηχανίες τον προτιμούν πάνω στα μπουκάλια τους. Κάποιος έλεγε ότι το Υ θυμίζει το σχήμα του ποτηριού της μπίρας -όχι όμως του ποτηριού της φωτογραφίας!
Και στα φιστίκια αφιερώσαμε άρθρο πριν από καμιά εικοσαριά μέρες, αν και στην ορθογραφία τους δεν σταθήκαμε πολύ. Είχαμε όμως γράψει:
Η λέξη πιστάκιον είναι δάνειο από κάποια ανατολική γλώσσα, ίσως τα περσικά. Μέσω των λατινικών (pistacium) πέρασε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Η νεοελληνική λέξη, φιστίκι, είναι δάνειο από τα τουρκικά (fıstık), και αυτό με τη σειρά του από το αραβικό fustuq και από το περσικό pistag. Σε μερικά λεξικά θα δείτε ότι το φιστίκι είναι αντιδάνειο, διότι, τάχα, η αραβική λέξη είναι δάνειο από το πιστάκιον, αλλά πιθανότερο είναι αραβικά και ελληνικά να έχουν αντλήσει και τα δυο από κοινή πηγή. Στα ποντιακά το λένε φουστούκι.