Πριν από μερικές μέρες, στην καθιερωμένη εκδήλωση της Ακαδημίας Αθηνών, ο απερχόμενος Πρόεδρος κ. Αντώνης Κουνάδης, παραδίδοντας την (ετήσια) προεδρία στον νέο πρόεδρο κ. Στέφ. Ήμελλο, έδωσε διάλεξη, όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιστάσεις στην Ακαδημία Αθηνών.
Για όσους δεν τον γνωρίζουν, ο κ. Αντώνης Κουνάδης, γεννημένος το 1937, ήταν στα νιάτα του δισκοβόλος και μάλιστα πολύ καλός· είχε πάρει χρυσά μετάλλια σε πανελλήνιους και βαλκανικούς αγώνες και για μια περίοδο είχε την πέμπτη επίδοση στον κόσμο. Διετέλεσε και πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ επί δικτατορίας, από τον Φεβρουάριο του 1973 έως το 1974. Αργότερα έγινε καθηγητής στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ και μετά ακαδημαϊκός, από το 1999, στην τάξη των Θετικών Επιστημών (Εφηρμοσμένων Θετικών Επιστημών: Στατικής- Δυναμικής, Ανάλυσης- Έρευνας των Τεχνικών Κατασκευών). Αναμφισβήτητα πλούσια και ζηλευτή σταδιοδρομία.
Ωστόσο, το θεμα της διάλεξης του κ. Κουνάδη δεν ήταν κάποιο περίπλοκο και προχωρημένο θέμα των επιστημών του πολιτικού μηχανικού, ας πούμε για τις γέφυρες που (αν δεν σφάλλω) αποτελούσαν τον τομέα ειδικότητας του. Κατά περίεργο τρόπο, αυτός ο κορυφαίος πολιτικός μηχανικός, στην πιο επίσημη διάλεξη της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας, επέλεξε να μιλήσει με θέμα: «Η καταγωγή της ελληνικής γλώσσης, προφορικής και γραπτής.»
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο κ. Κουνάδης έχει μιλήσει, σε επίσημες εκδηλώσεις της Ακαδημίας, για θέματα γλώσσας. Προσωπικά, θυμάμαι 5 ή 6 τέτοιες διαλέξεις του -και το αστείο είναι πως τα κείμενα των διαλέξεων αυτών, όταν δημοσιεύονται στους τόμους με τα πεπραγμένα της Ακαδημίας, δημοσιεύονται στον τόμο των Θετικών Επιστημών, αφού εκεί ανήκει ο κ. Κουνάδης!
Με τη γλώσσα, βλέπετε, συμβαίνει αυτό το παράδοξο: θεωρείται ευρέως ότι, επειδή όλοι τη μιλάμε, όλοι είμαστε ειδικοί. Αν εγώ βγω και κάνω διάλεξη περί νανοτεχνολογίας ή κβαντομηχανικής, θα με πάρουν -και δικαίως- με τις πέτρες, όμως ο κάθε μηχανικός, ψυχίατρος, μουσικοσυνθέτης, δημοσιογράφος ή ταξιτζής θεωρεί πως έχει το ελεύθερο να ξεστομίζει θέσφατα για τον πλούτο της Τρισχιλιετούς όπου και όπως τού καπνίσει.
Αλλά από συζητήσεις μέσα στο ταξί ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν υπάρχουν μεγάλες απαιτήσεις επιστημοσύνης. Με έναν ακαδημαϊκό όμως το θέμα σοβαρεύει. Αν μη τι άλλο, διακυβεύεται το κύρος της Ακαδημίας.
Και το κακό είναι ότι στις γλωσσικές ομιλίες του ο κ. Κουνάδης προβάλλει απόψεις εντελώς αντιεπιστημονικές, που προσβάλλουν βάναυσα τις αρχές της γλωσσολογίας. Κάποτε είχε ισχυριστεί ότι η ελληνική γλώσσα έχει 5.000.000 λέξεις και 90.000.000 λεκτικούς τύπους. Είχαμε τότε γράψει άρθρο και στη συνέχεια, αρκετοί φίλοι του ιστολογίου, είχαμε στείλει γράμμα στις εφημερίδες, για να διαμαρτυρηθούμε για τον εξωφρενικό ισχυρισμό.
Κι όταν αργότερα ο κ. Κουνάδης δημοσίευσε το ίδιο ή παρεμφερές κείμενο σε περιοδικό, ο αείμνηστος Δημήτρης Μαρωνίτης του αφιέρωσε δύο δηκτικότατες επιφυλλίδες και, το χειρότερο, ο ίδιος ο (μόνιμος, και όχι εκ περιτροπής) Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας, ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, έστειλε επιστολή στην εφημερίδα με την οποία ρητά αποδοκίμασε τις αντιεπιστημονικές απόψεις του κ. Κουνάδη: Αλλο ένας αναρμόδιος για τη γλώσσα Ακαδημαϊκός, άλλο η Ακαδημία, έγραψε ο κ. Πετράκος, που είναι αρχαιολόγος κλασικός φιλόλογος, για να καταλήξει: Ο κόπος του αδαούς δεν έχει καμιά αξία.
Κι έτσι, δεν είναι έκπληξη ότι και στην πρόσφατη ομιλία του ο κ. Αντώνης Κουνάδης υποστήριξε και πάλι θέσεις αντιεπιστημονικές. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ το πλήρες κείμενο της ομιλίας του. Ας δούμε πώς αρχίζει:
Η προβληθείσα τον 18ο αιώνα άποψη ότι η Ελληνική γλώσσα ανήκει στην Ινδοευρωπαική οικογένεια γλωσσών, καθώς και η άποψη ότι το Ελληνικό αλφάβητο είναι Φοινικοσημιτικής προελεύσεως απετέλεσαν αντικείμενα συνεχιζομένων μέχρι σήμερα εντόνων συζητήσεων και αμφισβητήσεων.
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν «έντονες συζητήσεις και αμφισβητήσεις» ούτε για την ινδοευρωπαϊκή θεωρία ούτε για την φοινικική προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου. Και τα δύο είναι βασικές και θεμελιώδεις αρχές της γλωσσολογίας, τις οποίες δέχονται όλοι ανεξαιρέτως οι γλωσσολόγοι. Οι μόνοι που τις αμφισβητούν είναι διάφοροι ερασιτέχνες εθνικιστές «μελετητές» της γλώσσας που γράφουν σε περιθωριακά περιοδικά.
Είναι βέβαια θετικό ότι ο κ. Κουνάδης δεν ταυτίζεται απόλυτα με τους αγύρτες παραγλωσσολόγους, δηλαδή δεν αρνείται κατηγορηματικά την ινδοευρωπαϊκή θεωρία και τη φοινικική προέλευση του αλφαβήτου, όπως οι ελληνοβαρεμένοι των περιθωριακών περιοδικών. Δεν φτάνει ως εκεί αλλά προσπαθεί να θολώσει τα νερά, παραθέτοντας έναν αχταρμά από αλήθειες, μισές αλήθειες και ψέματα, ώστε να δημιουργήσει στον αναγνώστη ή τον ακροατή την εντύπωση πως πρόκειται για ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, ένα ζήτημα για το οποίο οι γνώμες των επιστημόνων διίστανται, επομένως είτε η άρνηση είτε η αποδοχή της φοινικικής προέλευσης ή της ΙΕ θεωρίας έχουν την ίδια βαρύτητα.
Προβληματιζόμουν αν θα σχολίαζα το, όχι πολύ καλογραμμένο πρέπει να πω, κείμενο του κ. Κουνάδη, όταν ο φίλος μας ο Άγγελος, σε σχόλιό του, μας πρόσφερε μια εκτενή κριτική του κειμένου -και με απάλλαξε από τον κόπο.
Οπότε, θα παραθέσω χωρίς δικά μου σχόλια την κριτική του Άγγελου και στη συνέχεια θα κλείσω επισημαίνοντας δύο ψεματάκια που εντόπισα τυχαία σε δύο επιμέρους σημεία της διάλεξης του κ. Κουνάδη.
Η κριτική του Άγγελου:
Τις απόψεις του Κουνάδη τις έχουμε επανειλημμένα αναφέρει και σχολιάσει εδώ, αλλά πρώτη φορά διάβασα ολόκληρη ανακοίνωση δική του. Και πρέπει να πω ότι έφριξα με την προχειρότητά της. Περισσότερο παρά άρθρο επιστήμονα, θυμίζει κάποια stream-of-consciousness σεντόνια που διαβάζουμε στο Διαδίκτυο.
Ήδη στην πρώτη φράση της Εισαγωγής διακηρύσσει ότι «η προβληθείσα τον 18ο αιώνα άποψη ότι η Ελληνική γλώσσα ανήκει στην Ινδοευρωπαική οικογένεια γλωσσών, καθώς και η άποψη ότι το Ελληνικό αλφάβητο είναι Φοινικοσημιτικής προελεύσεως απετέλεσαν αντικείμενα συνεχιζομένων μέχρι σήμερα εντόνων συζητήσεων και αμφισβητήσεων», ενώ βεβαίως μόνον ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του τις αμφισβητούν. Αμέσως μετά σεμνύνεται ότι «εστηλίτευσ[ε] τις ολέθριες νομοθετικές παρεμβάσεις στη γλώσσα μας με τον ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό ως Εκπαιδευτικών Μεταρρυθμίσεων»! Αλλά τουλάχιστον μας υπόσχεται ότι θα χύσει «περισσότερο φως στα δύο αυτά περίπλοκα και σκοτεινά ακόμη θέματα βάσει και των νεοτέρων ευρημάτων και των εξελίξεων στην ανθρώπινη αρχαιογενετική (αDNA) και την πληθυσμιακή γενετική.» Και διαβάζουμε παρακάτω με ενδιαφέρον.
Αλίμονο, αμέσως μετά πάμε στον Κρατύλο, το (πανηγυρικώς λυμένο) ζήτημα αν οι λέξεις υπάρχουν «φύσει ή νόμω» και τον εντελώς αστήρικτο ισχυρισμό ότι «Η Ελληνική γλώσσα είναι κατ’ εξοχήν εννοιολογική ή νοηματική, δηλαδή υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ ονομάτων–λέξεων και της ετυμολογικής σημασίας τους», που (όχι ακριβώς έτσι) τον αποδίδει και στον Χάιζενμπεργκ. Θα είχα περιέργεια να δω τι ακριβώς είπε επ’αυτού ο μεγάλος φυσικός — ίσως μας το βρει κάποιος.
Και μπαίνουμε στο πρώτο μέρος της ανακοίνωσης, «Tο Ελληνικό αλφάβητο και τα φοινικικά σύμφωνα». Για την «υπάρχουσα» [sic: όχι ‘κρατούσα’!] άποψη περί της καταγωγής του Ελληνικού αλφαβήτου από τα «φοινικικά γράμματα», ο συγγραφέας σημειώνει «ότι την άποψη αυτή οι “Φοινικιστές” εστήριξαν κυρίως στη γνωστή ρήση του Ηροδότου» κλπ. — παραβλέποντας την καταφανή ομοιότητα των σχημάτων, των ονομάτων και της σειράς των γραμμάτων των δύο αλφαβήτων. Ως αντίβαρο, αναφέρει ότι ο Διόδωρος ο Σικελιώτης «διευκρινίζει ότι τα λεγόμενα «Φοινίκεια γράμματα» δεν είναι εφεύρεσις των Φοινίκων, αλλά διασκευή άλλων γραμμάτων, δηλαδή των Ελληνικών-Κρητικών.» Ο Διόδωρος βέβαια, που δεν εγνώριζε τα «Ελληνικά-Κρητικά» γράμματα (ποια είν’ αυτά άραγε; η Γραμμική Β’; η Γραμμική Α’;), δεν λέει τίποτε τέτοιο: στο παράθεμα που δίνει ο Κουνάδης, λέει ότι άλλοι λένε («φασί») πως οι Φοίνικες δεν εφηύραν εξαρχής τη γραφή τους, παρά μόνον άλλαξαν τα σχήματα των γραμμάτων.
Και τώρα έρχεται το πιο κουφό: «Βάσει ιστορικών δεδομένων, επιγραφών και πολλών αναφορών σε (γνωστά) κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων έχει γίνει δεκτό από την διεθνή επιστημονική κοινότητα ότι η Ελληνική (αλφαβητική) γραφή υπήρχε πιθανότατα πριν από την εποχή του Τρωϊκού πολέμου( δεν εννοούμε την γραμμική Α’ ή Β’ ούτε βεβαίως την αρχαιότερη Κρητική μέσω ιδεογραμμάτων ιερογλυφική γραφή). Ωστόσο [sic – πού βλέπετε αντίθεση;], η Ελληνική (αλφαβητική) γραφή φαίνεται ότι βάσει ιστορικών πηγών υπήρχε πριν από τους χρόνους του Ομήρου.» Επιγραφές σε ελληνικό αλφάβητο πριν από τους υποτιθέμενους χρόνους του Ομήρου φυσικά δεν υπάρχουν (ο ίδιος ο Κουνάδης αναγνωρίζει πάρα κάτω ότι «η αρχαιότερη αλφαβητική επιγραφή χαραγμένη σε πήλινο αγγείο στην «Οινοχόη του Διπύλου» είναι του Η΄π.Χ. αι.:»): τα «ιστορικά δεδομένα» είναι η πασίγνωστη μνεία πινακίδας με γραπτό μήνυμα στην Ιλιάδα (Ζ 169, που αποδεικνύει απλώς ότι όποιος συνέθεσε αυτούς τους στίχους ήταν εξοικειωμένος με την ιδέα της γραφής, όχι ότι ήξερε να γράφει ο ίδιος ή ότι η περί ης ο λόγος γραφή ήταν το ελληνικο αλφάβητο), μια γνώμη του Πορφύριου (του 3ου αι. μ.Χ.!) για το πώς συντέθηκαν τα ομηρικά έπη, κι ένας μύθος που αναφέρει ο Απολλόδωρος (τον 2ο αι. π.Χ.!)
Ο συγγραφέας επικαλείται επίσης μια ανακοίνωση άλλων ερευνητών που την παρουσίασε ο ίδιος στην Ακαδημία το 2017, η οποία «καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το τέλος του Τρωικού Πολέμου χρονολογείται προ του 1200 π.Χ.», χρονολογία που «υποδηλοί την ύπαρξη γραφής κατά τους χρόνους του Τρωικού Πολέμου»! Αυτό που εννοεί είναι ότι αν όντως ο Τρωικός πόλεμος έγινε πριν από το 1200 π.Χ και αν όντως, όπως προκύπτει από το μύθο του Βελλερεφόντη, υπήρχε ελκηνική γραφή τότε, βεβαίως δεν μπορεί αυτή να προέρχεται από την φοινικική γραφή, η οποία εμφανίζεται αργότερα. Είναι πάντως εντυπωσιακή προχειρότητα να λες ότι μια χρονολογική εκτίμηση για τον Τρωικό Πόλεμο «υποδηλοί» την ύπαρξη γραφής στον καιρό του, έστω κι αν δεν εννοείς ακριβώς αυτό.
Για να μην είμαι μόνον αρνητικός, ας προσθέσω ότι ο Κουνάδης καταλήγει λέγοντας «Βεβαίως το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό ελλείψει αποδείξεων, διότι οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν αρκούν. »
Ακολουθούν δυο παράγραφοι με γνώμες του Έβανς και ενός Ρενέ Ντυσσώ ότι το φοινικικό αλφάβητο προέρχεται κατά τον πρώτο από την κρητική γραφή (εικασία όχι παράλογη a priori, αλλά που δεν νομίζω πως έχει πείσει πολλούς), κατά δε τον δεύτερο από τους Έλληνες, «οίτινες είχαν διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητο-Μυκηναϊκής γραφής» (με παραπομπή σε βουλγαρικό δημοσίευμα του 1953), και με την περίεργη παρατήρηση ότι το φοινικικό δεν έχει τα σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ (θα έλεγα ότι το να μην έχει Ξ και Ψ μάλλον προτέρημα είναι, και είναι μυστήριο γιατί τελικά τα υιοθέτησαν οι Έλληνες).
Υπάρχει και μία μνεία του «Κέντρο[υ] του Πανεπιστήμιου Irvain TLG(Thesaurus Linguae Grecae)» — άλλο ένα εντυπωσιακό δείγμα προχειρότητας, με το ενδεχόμενο ελαφρυντικό η ανακοίνωση να εκφωνήθηκε προφορικά και να την κατέγραψε άλλος — μια γνώμη του Πλουτάρχου ότι είναι «αφελής» η άποψη ότι το γράμμα “άλφα” είναι Φοινικικό εκ του «Αλεφ» που ονόμαζαν τον βούν, και μια παραπομπή, εν έτει 2019 μ.Χ., στο Μέγα Ετυμολογικόν! Τέλος, μια σωστή αλλά άσχετη παρατήρηση για την ποικιλία των αρχαίων ελληνικών αλφαβήτων.
Ερχόμαστε τώρα στην πινακίδα του Δισπηλιού, στο όστρακο των Γιούρων «με Ελληνική επιγραφή του 5.500 π.Χ. στην οποία διακρίνονται ευκρινώς τα γράμματα Α Υ Δ χωρίς βεβαίως να είναι γνωστή η φωνητική τους αξία» (εμ τότε πώς ξέρουμε ότι η επιγραφή είναι ελληνική;) κι ένα όστρακο από τα Πιλικάτα της Ιθάκης «στο οποίον υπάρχουν χαραγμένα συμβολικά σχήματα παρόμοια με αυτά των Γραμμικών Γραφών Α’ και Β’» (και λοιπόν;) Αλλά αυτά τα αντιπαρέρχεται γρήγορα ο συγγραφέας και καταφεύγει στη γνώμη του Μιστριώτη και άλλων διαπρεπών φιλολόγων, ότι δεν μπορούσαν να έχουν συντεθεί και διατηρηθεί επί αιώνες τα ομηρικά έπη χωρίς να υπάρχει κάποια γραφή. Αν δεν κάνω λάθος, το ίδιο υποστήριζε και ο Κορδάτος, σε μια εποχή που δεν είχε διαβαστεί ακόμα η Γραμμική Β’, και είναι λογική εικασία. Αλλά από πού κι ως πού πρέπει αυτή η γραφή να ήταν μια πρώτη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου, τη στιγμή που ξέρουμε ότι στον κόσμο του Ομήρου, δηλαδή στον κόσμο που περιγράφει ο Όμηρος, υπήρχε άλλη γραφή της ελληνικής γλώσσας; Και πάντως λίγο πιο κάτω, αφού επαναλαμβάνει ο συγγραφέας ότι «Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες [ποιες;] με κείμενα αρχαίων ιστορικών και συγγραφέων (μεταγενέστερα της εποχής του Ομήρου) τα οποία υποστηρίζουν ότι υπήρχε γραπτή Ελληνική γλώσσα (διάφορος της Γραμμικής Β’) περί το 1200 π.Χ., δηλαδή πριν από το Φοινικικοσημιτικό Συλλαβάριο», έχει την εντιμότητα τα ομολογήσει ότι «Ωστόσο, τεκμήρια (π.χ. επιγραφές) για την ύπαρξη Ελληνικής γραφής που ανάγεται σ’ αυτήν την περίοδο δεν υπάρχουν.»
Εδώ θα έπρεπε φυσιολογικά να τελειώνει το Α’ μέρος (για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου), αλλά ακολουθούν διάφορα (βάσιμα, αλλά άσχετα με το προκείμενο) εγκώμια για την εκφραστική τελειότητα της ελληνικής, τον επηρεασμό των δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών από αυτήν, την εφεύρεση τόνων και πνευμάτων από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τέλος η παρατήρηση, που αποδίδεται στον Adrados («εν συνεχεία άλλων», βέβαια, και με βιβλιογραφική παραπομπή αμέσως πριν στο αρχικό άρθρο-βόμβα των Βέντρις και Τσάντουικ — άλλο ένα εντυπωσιακό δείγμα προχειρότητας) ότι «Τα Μυκηναϊκά[ …] ήταν ελληνικά, γραμμένα με την βοήθεια μίας αρχαίας συλλαβικής γραφής που στην συνέχεια ξεχάστηκε. » Και κλείνει με την προσδοκία ότι «στο μέλλον νεώτερα ευρήματα θα φέρει σε φως η αρχαιολογική σκαπάνη.» Οψόμεθα!
Το δεύτερο μέρος, το σχετικό με την καταγωγή των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας, που μας υπόσχεται νέο φως από την αρχαιογενετική, θα έπρεπε να είναι πιο ενδιαφέρον, αλλά δυστυχώς είναι λίγο χαώδες.
Ισχυρίζεται ο Κουνάδης ότι ο Franz Bopp «έχει υποστηρίξει ότι τα Σανσκριτικά στηρίζονται στα Ελληνικά και όχι το αντίστροφο», αλλά η παραπομπή του είναι δυστυχώς σε έργο της μακαρίτισσας Άννας Τζιροπούλου, και χρειάζομαι κάτι σοβαρότερο για να πεισθώ ότι ο μεγάλος γλωσσολόγος είπε τέτοια μπαρούφα (πιθανότατα είπε ότι τα σανσκριτικά μαρτυρούνται αρκετά αργότερα από τα ελληνικά, πράγμα βεβαίως αληθινό.) Στην ίδια παραπέμπει ο συγγραφέας και για τον ισχυρισμό του Μαξ Μύλλερ που επίσης επικαλείται, ότι δηλαδή «συγκρίνοντας καλά την σανσκριτική με την αρχαία ελληνική, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι επιπλέον, όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι είναι ανώτεροι και μεγαλύτερης αξίας». Να μίλησε ο άλλος μεγάλος ινδολόγος για «συντακτικούς και γραμματικούς τύπους ανώτερους και μεγαλύτερης αξίας» μου φαίνεται κάπως απίθανο, όσο κι αν η νοοτροπία ήταν διαφορετική στην εποχή του. Μήπως εννοούσε «μεγαλύτερης αξίας για την αποκατάσταση της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής» και το διέστρεψε το χαλασμένο τηλέφωνο;
Ότι το πρόβλημα της «κοιιτίδας της Πρωτοινδοευρωπαϊκής πληθυσμιακής ομάδος, η οποία διάδωσε την Ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία» παραμένει ανοιχτό, είναι αναμφισβήτητο. Ο συγγραφέας επικαλείται για διάφορα τον Renfrew, εν συνεχεία τον Mallory, καταλήγει όμως κλίνοντας υπέρ της θεωρίας της Μαρίας Gimbutas. Φυσικά, κανένας από τους τρεις αυτούς (και κανένας σοβαρός γλωσσολόγος, θα προσέθετα) δεν αμφισβητεί ούτε την ύπαρξη της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας, ούτε το ότι η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνεται σ’αυτήν! Το μόνο καινούργιο που μας πληροφορεί ο Κουνάδηςείναι ότι, όπως του είπαν και ο Mallory και ο γενετιστής του Χάρβαρντ Ι. Λαζαρίδης, δεν έχει γίνει (ελλέιψει και δεδομένων) αρκετή γενετική έρυνα για την προέλευση και τη χρονολόγηση των πληθυσμών που έφεραν την πρωτοελληνική γλώσσα στον ελλαδικό χώρο, αλλά ελπίζεται ότι «μετά από ένα–δυο χρόνια θα υπάρξουν γενετικά ευρήματα αDNA, διότι έχει γίνει εφικτή η μελέτη του αDNA και σε σχετικώς θερμά κλίματα.» Αμήν! Μακάρι!
Στα «Συμπεράσματα» τονίζεται (σωστά) ότι «ο όρος Ινδο-Ευρωπαίοι είναι καθαρά γλωσσικός και δεν υποδηλοί οποιοδήποτε φυλετικό τύπο ανθρώπου.», αλλά από κει ο συγγραφέας συνάγει ότι «Καιρός είναι πλέον η παλιά Ινδο-Ευρωπαϊκή υπόθεση να αφαιρεθεί από τα σχολικά βιβλία.»!!! Αυτό ακριβώς πριν ομολογήσει ότι «η ένταξη της πρωτο-Ελληνικής στην Ινδο-Ευρωπαϊκή ομογλωσσία δεν αμφισβητείται». Ε, αν δεν αμφισβητείται, δεν είναι σωστό να διδάκεται (χωρίς βεβαίως αβάσιμες φυλετικές προεκτάσεις) στα σχολεία; Όσο για το ελληνικό αλφάβητο, το συμπέρασμα είναι ότι «ΑΝ υπήρχε γραφή κατά τους χρόνους του Τρωικού πολέμου (δηλ. πριν το 1200 π.Χ.) η υπόθεση ότι οι Έλληνες πήραν το σύστημα γραφής (συλλαβάριο) από τους Φοίνικες κλονίζεται, στερούμενη αξιοπιστίας.» και ότι«Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις βάσει ιστορικών πηγών και αρχαιολογικών ευρημάτων […] ότι το Eλληνικό αλφάβητο είναι πολύ αρχαιότερο [από τον 8ο αι. π.Χ.], αναγόμενο πιθανότατα στα χρόνια του Τρωικού πολέμου (Μιστριώτης , Απολλόδωρος, κ.α.), πολύ δε πιθανότερο είναι τα ομηρικά έπη να είχαν παραδοθεί γραπτά (Μιστριώτης, Τζ. Χάιγκετ, Χ. Μπλάνκ, Ζακλίν Ντε Ρομιγύ).» Ε, πολύ κακό για το τίποτα! Η κατακλείδα της ανακοίνωσης τέλος είναι ένα εγκώμιο της ελληνικής γλώσσας χωρίς καμία σχέση με την προέλευση της ίδιας και του αλφαβήτου της.
Θα μπορούσα να τελειώσω εδώ, μια χαρά τα γράφει ο Άγγελος, αλλά θέλω να αναδείξω δύο ψεματάκια, δυο μικρές ανακρίβειες που υπάρχουν σε δυο ασήμαντα κατά τα άλλα σημεία του κειμένου του Αντ. Κουνάδη. Όχι σε περισσότερα, διότι θα έπρεπε να γράψουμε βιβλίο -αφού, ως γνωστόν, η ανασκευή της αναλήθειας χρειάζεται πολλαπλάσια προσπάθεια και έκταση από την κατασκευή της.
1. Το ψεματάκι για τον Πλούταρχο
Γράφει ο κ. Κουνάδης:
Ο Πλούταρχος (Προβλήματα 737) θεωρεί αφελή την άποψη ότι το γράμμα “άλφα” είναι Φοινικικό εκ του «Αλεφ» που ονόμαζαν τον βούν (θεωρούμενον πρώτον εκ των αναγκαίων).
Αν όμως ανατρέξουμε στον Πλούταρχο, θα δούμε ότι δεν τα λέει έτσι όπως ισχυρίζεται ο κ. ακαδημαϊκός:
Στα Συμποσιακα, βιβλίο 9, πρόβλημα 2, οι συμπότες συζητάνε γιατί το γράμμα Α είναι πρώτο στο αλφάβητο.
Και λέει κάποιος στον Πλούταρχο: δεν θα υποστηρίξεις εσύ, που είσαι Βοιωτός, τον Κάδμο, ο οποίος λέγεται ότι έβαλε πρώτο το άλφα επειδή είναι η φοινικική λέξη για το βόδι, το οποίο, όπως λέει και ο Ησίοδος είναι το πιο αναγκαίο από τα υπάρχοντα;
Όχι, απαντάει ο Πλούταρχος, αντί να συμφωνήσω με τον παππού του Διονύσου (τον Κάδμο) θα συμφωνήσω με τον δικό μου παππού, τον Λαμπρία, ο οποίος έλεγε ότι από τους έναρθρους φθόγγους ο πρώτος που προφέρεται φυσιολογικά ειναι το Α κτλ κτλ.
Ας δούμε και το πρωτότυπο:
Παυσαμένου δὲ τοῦ Πρωτογένους, καλέσας ἔμ’ ὁ Ἀμμώνιος ‘οὐδέν’ ἔφη ‘σὺ τῷ Κάδμῳ βοηθεῖς ὁ Βοιώτιος, ὅν φασι τὸ ἄλφα πάντων προτάξαι διὰ τὸ Φοίνικας οὕτω καλεῖν τὸν βοῦν, οὐ δεύτερον οὐδὲ τρίτον, ὥσπερ Ἡσίοδος (OD 405), ἀλλὰ πρῶτον τίθεσθαι τῶν ἀναγκαίων;’
‘οὐδέν’ ἔφην ἐγώ· ‘τῷ γὰρ ἐμῷ πάππῳ βοηθεῖν, εἴ τι δύναμαι, δίκαιός εἰμι μᾶλλον ἢ τῷ τοῦ Διονύσου. Λαμπρίας γὰρ ὁ ἐμὸς πάππος ἔλεγεν πρώτην φύσει φωνὴν τῶν ἐνάρθρων ἐκφέρεσθαι διὰ τῆς τοῦ ἄλφα δυνάμεως· τὸ γὰρ ἐν τῷ στόματι πνεῦμα ταῖς περὶ τὰ χείλη μάλιστα πλάττεσθαι κινήσεσιν, ὧν πρώτην ἀνοιγομένων τὴν ἄνω διάστασιν οὖσαν ἐξιέναι τοῦτον τὸν ἦχον……..
Μ’άλλα λόγια ο Πλούταρχος θεωρεί δεδομένο ότι το ελληνικό αλφάβητο το έφερε από τη Φοινίκη ο Κάδμος και ότι το Α λέγεται ‘άλφα’ επειδή στα φοινικικά λέγεται ‘άλεφ’, τουτέστι ‘βόδι’. Αυτό που αμφισβητεί (και δικαίως — η εξήγηση του Λαμπρία είναι πολύ πιο πειστική) είναι ότι το Α είναι πρώτο στη σειρά διότι το βόδι είναι το πιο αναγκαίο αγαθό σε μιαν αγροτική κοινωνία!
Επομένως, αναληθής ο ισχυρισμός του κ. Κουνάδη.
2. Το ψεματάκι για τον Will Durant
Γράφει ο κ. Κουνάδης:
Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του Αμερικανού ιστορικού/φιλοσόφου, συντάκτη της παγκόσμιας ιστορίας πολιτισμού, William Durant: «Οι Φοίνικες δεν ήσαν οι εφευρέται του αλφαβήτου, το κυκλοφόρησαν μόνο από τόπο σε τόπο. Το επήραν από τους Κρήτες και το μετέφεραν στην Τύρο, στην Σιδώνα, στην Βύβλο και άλλες πόλεις της Μεσογείου. Υπήρξαν οι «γυρολόγοι» και όχι οι εφευρέται του αλφαβήτου».
Το απόσπασμα αυτό υπάρχει πράγματι στον Durant, αλλά ο κ. Κουνάδης το έχει πετσοκόψει, για να υποβάλει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι ο Ντιούραντ αμφισβητεί τη φοινικική προέλευση του αλφαβήτου. Συγκεκριμένα, παραλείπεται η συνέχεια της παραγράφου: By the time of Homer the Greeks were taking over this Phoenician—or the allied Aramaic—alphabet, and were calling it by the Semitic names of the first two letters (Alpha, Beta; Hebrew Aleph, Beth).
O Durant, δηλαδή, δεν αρνείται καθόλου ότι το ελληνικό αλφάβητο έχει φοινικική προέλευση, απλώς υποστηρίζει -όπως είναι και λογικό- ότι δεν το επινόησαν οι Φοίνικες το αλφάβητο.
Το ίδιο το λέει και πιο αναλυτικά στον 2ο τόμο, που είναι αφιερωμένος στην Ελλάδα:
Greek tradition attributed the introduction of writing into Greece to Phoenicians in the fourteenth century B.C., and we know nothing to the contrary. The oldest Greek inscriptions, dating from the eighth and seventh centuries, show a close resemblance to the Semitic characters on the ninth-century Moabite stone. These inscriptions were written, in Semitic fashion, from right to left; sixth-century inscriptions (e.g., at Gortyna) were made alternately from right to left and from left to right; later inscriptions are from left to right throughout, and certain letters are turned around accordingly…..
The Semitic names for the letters were adopted with minor modifications; but the Greeks made several basic changes. Above all, they added vowels, which the Semites had omitted; certain Semitic characters denoting consonants or breathings were used to represent a, e, i, o, and ü.
Τα δυο ψεματάκια που επισήμανα δεν είναι τόσο χοντρά. Δείχνουν όμως τον τρόπο με τον οποίο παραμορφώνει, παρερμηνεύει και πετσοκόβει ο κ. Κουνάδης ακόμα και τα δευτερεύοντα στοιχεία -και δείχνει, βέβαια, και την άκρα αναξιοπιστία των κειμένων του και τον αντιεπιστημονικό τρόπο εργασίας του.
Τέτοιες διαλέξεις, πρόχειρα και αμέθοδα γραμμένες, ρηχές και αντιεπιστημονικές, είναι ντροπή για την Ακαδημία Αθηνών -το μόνο καλό είναι ότι πλέον δεν θα τις εκφωνεί ο πρόεδρός της.
Υστερόγραφο: Αξίζει να προσθέσω ένα σχόλιο που έκανε στο Φέισμπουκ (!) ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, που μόλις τώρα το πληροφορήθηκα διότι το είχε αναρτήσει σε έναν τοίχο που δεν παρακολουθώ. Είναι χαρακτηριστική η διαφορά προσέγγισης του συντηρητικού επιστήμονα από τον συντηρητικό ερασιτέχνη.
Το άρθρο αυτό, από το κείμενο ομιλίας τού αξιότιμου Ακαδημαϊκού και Ομότιμου Καθηγητή τού ΕΜΠ στην έδρα Στατικής και σιδηρών γεφυρών κ. Αντ. Κουνάδη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι στο μεγαλύτερο μέρος και στις κύριες απόψεις του έρχεται σε σύγκρουση με βασικές θέσεις και διδάγματα τής επιστήμης τής Γλωσσολογίας, τόσο τής Ιστορικοσυγκριτικής όσο και τής Θεωρητικής (Γενικής). Αυτό είναι αναμενόμενο όταν ένας μη ειδικός, με ικανότητες επιστημονικές στον κλάδο του, αποτολμά να εισέλθει σε ειδικά θέματα άλλης επιστήμης με όπλο την αγάπη του προς τη γλώσσα μας και με αγαθές αναντιρρήτως προθέσεις. Ως γλωσσολόγος είναι σίγουρο ότι θα υπέπιπτα στις ίδιες σοβαρές πλάνες, αν επιχειρούσα να ομιλήσω περί … στατικής και δη και σιδηρών γεφυρών.
Το να μιλάει κανείς το 2019 περί αυτόχθονης προέλευσης τού ελληνικού αλφαβήτου, άνευ επιρροών εκ τού βορειοσημιτικού (φοινικικού) συμφωνογραφικού και οιονεί συλλαβογραφικού αλφαβήτου, αγνοώντας σε τί καίριο και καθοριστικό συνίσταται η προσφορά των Ελλήνων στη δημιουργία ενός πραγματικού αλφαβήτου είναι τουλάχιστον αναχρονιστική προσέγγιση και επανάληψη απόψεων που έχουν υποστηριχθεί με πάθος κυρίως από τον κ. Κωνσταντίνο Πλεύρη.
Το ίδιο ισχύει και με την ευκολία απόρριψης τής Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής θεωρίας, χωρίς την οποία καταρρέουν τα θεμέλια τής επιστημονικής ετυμολογίας και τού ελληνικού λεξιλογικού θησαυρού (Λεξικά Frisk, Chantraine, Beekes, και όλων των ειδικών τής ετυμολογίας αλλά και τού εγκυρότερου ερμηνευτικού λεξικού τής αρχαίας Ελληνικής των Liddell-Scott) και περιφρονούνται τα διδάγματα και τα επιστημονικά δημοσιεύματα των μεγάλων Ελλήνων γλωσσολόγων, των Γ. Χατζιδάκι, Γ. Αναγνωστόπουλου, Ν. Ανδριώτη, Μ. Τριανταφυλλίδη, Γ. Κουρμούλη, Αγαπ. Τσοπανάκη και όλων ανεξαιρέτως των πανεπιστημιακών καθηγητών τής Γλωσσολογίας.
Στο πρόσφατο βιβλίο μου «Το ελληνικό αλφάβητο» αναλύω εις βάθος και επιστημονικά τα θέματα που αφορούν στο ελληνικό αλφάβητο, στα δε βιβλία και τα λεξικά μου εξηγώ τις αρχές τής ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, μιας θεωρίας χωρίς την οποία δεν ερμηνεύονται οι μεγάλες ομοιότητες, λεξιλογικές, γραμματικές και συντακτικές, των συγγενών γλωσσών (ελλην. δίδωμι – σανσκριτ. dadami, ελλην. ἄγω – λατ. ago – σανσκρ. ajami, ελλην. ἐστὶ – λατ. est – σανσκρ. asti – γερμ. ist – αγγλ. is, ελλην. δύο -λατ. duo – σανσκρ. dva – γερμ, zwei – αγγλ. two κ.λπ.).
Ένας σεβασμός προς επιστήμες όπως η Γλωσσολογία, η Φιλολογία, η Ιστορία και άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες από επιφανείς στην ειδικότητά τους επιστήμονες όπως ο Ακαδημαϊκός καθηγητής κ. Κουνάδης, σεβασμός προερχόμενος από τον Ναό τής Επιστήμης που είναι εξ ορισμού η Ακαδημία, θα αποτελούσε σημαντικό μήνυμα για την επιστήμη και τους επιστήμονες γενικότερα στη χώρα μας.