Εδώ και περίπου έναν χρόνο, από τον Φεβρουάριο του 2023, έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ.
Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου.
Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, περίπου 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Οκτώβριο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα».
Το σημερινό κείμενο διαφέρει από τα περισσότερα της σειράς. Καταρχάς, δεν το είχε καταγράψει ο Καλάργαλης, αλλά βρήκα το απόκομμα στο τετράδιο του παππού μου. Έπειτα, είναι αρκετά εκτενέστερο από τα συνήθη χρονογραφήματα του Βριάρεω -και δεν έχει θέμα τη Μυτιλήνη, αλλά αναμνήσεις από τη Μάνη, τη γενέτειρα του παππού μου. Το έχει συμπεριλάβει και ο πατέρας μου στο βιβλίο του «Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης».
Ο Βριάρεως περιγράφει την επίσκεψη σε μια σπηλιά στην ανατολική Μάνη (περιέργως γράφει για δυτική Μάνη, μάλλον από παραδρομή). Το περίεργο είναι ότι το όνομα της σπηλιάς, Άστιφος, δεν είναι γνωστό στο παντεποπτικό Γκουγκλ. Αλλά και το χωριό που κοντά του βρίσκεται η σπηλιά, η Κόζια, είναι σήμερα ερειπωμένο, όπως βρήκα -από εκεί η φωτογραφία.
Eπίσης, σε αντίθεση με τα περισσότερα χρονογραφήματα που έχουμε παρουσιάσει εδώ, τούτο είναι γραμμένο σε κανονική δημοτική. Πάνω στο απόκομμα της εφημερίδας, ο παππούς μου έχει σημειώσει με μολύβι 6/9, οπότε εικάζω ότι δημοσιεύτηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1928.
ΑΣΤΙΦΟΣ
Θα ’πρεπε ν΄ αφιερώσει κανείς τη μισή του ζωή για να εξακριβώσει θετικά αν η λέξις Άστιφος πρέπει να γράφεται με γιώτα ή με ύψιλον ή με ένα άλλο οποιοδήποτε ί. Στην ελληνική γλώσσα, βλέπεις, αυτός ο φθόγγος εκφράζεται με έξι σημεία, απλά ή σύνθετα. Κι έτσι, αντί να χάνεται κανείς στους γραμματικούς λαβυρίνθους, προτιμά να πλανηθεί στον αληθινό λαβύρινθο μιας από τις μεγαλοπρεπέστερες σπηλιές της Ελλάδος, που λέγεται Άστιφος.
Αρκεί να βρίσκεται σ’ ένα χωριουδάκι της Δυτικής Μάνης, στην Κόζια, και να’ χει γερά ποδάρια κι ένα ταγάρι τρόφιμα. Τα τελευταία μπορεί να τα προμηθευτεί από τους χωριάτες που είναι πάντα πρόθυμοι να σ’ εφοδιάσουν με ό,τι τρόφιμο βρίσκεται, θεωρώντας προσβολή την εκ μέρους σου προσφοράν αντιτίμου.
Κι αυτά τα τρόφιμα θα ’ναι ψωμί μαύρο από «σμιγάδι» (στάρι και κριθάρι μαζί) χοιρινά λουκάνικα και «σύγγλινα» (καπνιστό κρέας διατηρημένο σε λίπος=γλίνα) και τουλουμίσιο τυρί σε φέτες -που να τρως και να γλύφεις τα δάχτυλά σου. Αν είναι σαρακοστή, ελιές και μόνο ελιές.
Γιατί ο Μανιάτης είναι ο πιο θρήσκος Έλληνας, κι είναι καλύτερα να φας… ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά αρτυμένο φαΐ τη σαρακοστή.