Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Λογοτεχνικό ιστολόγιο’

Ο Σίσυφος με τα οχτώ πόδια (διήγημα του Αζίζ Νεσίν)

Posted by sarant στο 12 Μαΐου, 2024

Για το σημερινό λογοτεχνικό μας ανάγνωσμα διάλεξα ένα εύθυμο διήγημα ενός αγαπημένου συγγραφέα, του Τούρκου Αζίζ Νεσίν (1915-1995), που είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα αφού ευτύχησε να έχει μεταφραστή τον Έρμο Αργαίο (Ερμόλαο Ανδρεάδη). Στο ιστολόγιο είχαμε παρουσιάσει πριν από τέσσερα χρόνια ένα άλλο δικό του διήγημα (περιέργως, σχεδόν την ίδια ημερομηνία, τότε 10 Μαΐου).

Ο Νεσίν γεννήθηκε στη Χάλκη, στα Πριγκιπονήσια, και έζησε κυρίως στην Πόλη. Ήταν αριστερός και κυνηγήθηκε από αυταρχικά καθεστώτα στην πατρίδα του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα αφιέρωσε στη μάχη ενάντια στον θρησκευτικό φανατισμό. Είχε αρχίσει να μεταφράζει τους Σατανικούς στίχους και το 1993, ενώ συμμετείχε σε μια εκδήλωση Αλεβιτών στη Σεβάστεια (Σιβάς) ένα πλήθος φανατικών περικύκλωσε το κτίριο και έβαλε φωτιά -με 37 θύματα.

Το 1957 ο Νεσίν ίδρυσε το Ίδρυμα Νεσίν, που το προικοδότησε με τα συγγραφικά του δικαιώματα. Δέχεται κάθε χρόνο ως υπότροφους τέσσερα άπορα παιδιά και αναλαμβάνει τη στέγη, την τροφή και την εκπαίδευσή τους μέχρι την ενηλικίωση.

Τα πρώτα βιβλία του Νεσίν, όπως η συλλογή διηγημάτων Ο καφές και η δημοκρατία, τα είχα διαβάσει μικρός στην πατρική βιβλιοθήκη.

Το σημερινό διήγημα είχε δώσει τον τίτλο σε συλλογή διηγημάτων που είχε εκδοθεί το 1972 από τις εκδόσεις Διογένης, εξαντλημένο πια. Εκεί το πρωτοδιάβασα και με είχε εντυπωσιάσει. Δεν είναι ξεκαρδιστικά εύθυμο, κάθε άλλο. 

Tο διήγημα του Νεσίν έχει στα τουρκικά τον τίτλο Sekiz ayaklι Sisifus (σεκίζ = οχτώ, αγιάκ = πόδι). Ωστόσο, απ’ όσο είδα, δεν υπάρχει στα τουρκικά συλλογή διηγημάτων του Αζίζ Νεσίν με αυτό τον  τίτλο -ο Έρμος Αργαίος προφανώς διάλεξε μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του Νεσίν και δεν μετέφρασε αυτούσια μια συλλογή του. 

Για την εδώ δημοσίευση πήρα το κείμενο από το Λογοτεχνικό ιστολόγιο, που το έχει πάρει από τη  δημοσίευση του διηγήματος στην Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 143-4, Νοε-Δεκ 1966).

Ο Σίσυφος με τα οχτώ πόδια

Αυτό συμβαίνει σ’ όλους μας: Υπάρχουν τύποι ανθρώπων, που από την πρώτη γνωριμία, αισθανόμαστε απώθηση γι’ αυτούς· είτε από την ασκήμια τους, είτε από την χοντροκοπιά τους, είτε από τα χυδαία καμώματά τους, ή και για λόγους ανεξήγητους… Όταν όμως αρχίζουν να μιλούν κάτι τέτοιοι, τα πρώτα μας συναισθήματα γι’ αυτούς αλλάζουν, και με τον λόγο τους απλώνουν μπροστά μας την ομορφιά του εσωτερικού τους κόσμου. Και πίσω απ’ εκείνη τη φαινομενική ψυχρή εξωτερική τους εμφάνιση αποκαλύπτεται η κρυμμένη ζεστασιά της ψυχής τους. Και με τα έργα και τις πράξεις τους γίνονται ακόμα πιο ωραίοι.
Υπάρχουν και κάτι ζώα αντιπαθητικά, που μας προκαλούν αηδία, αποστροφή και φόβο. Όπως το φίδι, το ποντίκι, ο σκορπιός, ή σαρανταποδαρούσα… Και ποιο είναι αυτό το συναίσθημα: Καλά – καλά ούτε φόβος είναι, ούτε σιχασιά… Ίσως να ‘ναι λίγο απ’ όλα, κάτι που δεν μπορεί ακριβώς να προσδιοριστεί…
Εγώ αντιπαθώ τις αράχνες και τα έντομα αυτής της κατηγορίας. Τις σιχαίνομαι περσότερο και από τα φίδια και από τα ποντίκια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Τουρκία | Με ετικέτα: , , , , , | 95 Σχόλια »

Κύματα (χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 5 Μαρτίου, 2024

Εδώ και περίπου έναν χρόνο, από τον Φεβρουάριο του 2023, έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε περίπου τέτοιες μέρες  στον  Δημοκράτη της Μυτιλήνης,  πριν από 95 χρόνια, συγκεκριμένα στις 14 Μαρτίου 1929, με τον υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι», όπως τα περισσότερα. 

Θέμα του χρονογραφήματος δεν είναι τα κύματα της θάλασσας, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς από τον  τίτλο, αλλά διάφορες μόδες, και ειδικότερα η μόδα, που φαίνεται πως υπήρχε στη μικρή κοινωνία της Μυτιλήνης, να διοργανώνονται στους αποκριάτικους χορούς καλλιστεία για την εκλογή «μις», κάτι που όπως φαίνεται είχε προκαλέσει και καβγάδες. 

Ο Βριάρεως εδώ εκφράζει μάλλον συντηρητικές απόψεις, αλλά τέτοια ήταν η εποχή και η τοπική κοινωνία. Να σημειώσω ότι η αναφορά στο «κύμα αγραμματοσύνης» είναι απόηχος μιας συζήτησης που γινόταν εκείνη την  περίοδο στην εκπαιδευτική κοινότητα, αλλά και από τις στήλες των εφημερίδων, που είχε ξεκινήσει από τις «αποκαλύψεις» για φοβερά γλωσσικά λάθη σε γραπτά φοιτητών, αν θυμάμαι καλά -ένας ηθικός πανικός παρόμοιος με εκείνον που είχαμε ζήσει (οι παλιότεροι) με την «αρωγή και ευδοκίμηση» το 1985. Τότε ακριβώς (Δεκ. 1928-Φεβρ 1929) ο Δημήτρης Γληνός είχε δημοσιεύσει τη μελέτη του «Το κύμα της αγραμματοσύνης» (‘αγραματωσύνης’ το έγραφε) που την είχα ανεβάσει στον  παλιό μου ιστότοπο,  τη σχολίασα σε άρθρο του ιστολογίου και υπάρχει και στο  Λογοτεχνικό ιστολόγιο.

Ως συνήθως εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Εδώ έκανα μια εξαίρεση, κράτησα τη γραφή «μιςς», ίσως επειδή  έχει το σπάνιο διπλό τελικό σίγμα, ίσως γιατί έτσι τονίζονται περισσότερο τα λογοπαίγνια. Διορθώνω το «σκωληκόβρητοι» διότι δεν νομίζω να το έκανε λάθος ο παππούς μου, όπως και ένα «αιθαιρίας» που έχει πιο κάτω.

ΚΥΜΑΤΑ

Ετελείωσε λοιπόν. Όλα εφεξής θα επέρχονται κατά κύματα. Κύμα ψύχους, κύμα αγραμματοσύνης, κύμα μιςς, κύμα μασκαράδων, κύμα χορών. Όλο κύματα. Και κάθε δεσποινίς πού αναγορεύεται εκάστοτε «μιςς» θα μπορεί να λέγεται δικαίως «η κόρη των κυμάτων». Κι επα­κολουθούν κατόπιν τρικυμιώδεις συζητήσεις και έριδες και μαγκούρες έστιν ότε για κάθε εκλογήν και κατεβάζονται από κονιορτοβριθή ράφια σκωληκόβρωτοι τό­μοι αισθητικής και δημιουργούνται κα­νόνες, εξάγονται συμπεράσματα και άν­θρωποι τέως φίλοι γίνονται μιςςητοί αμοιβαίως και βρίζονται.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 96 Σχόλια »

Η γερουσία (διήγημα του Γιάννη Μαρρέ)

Posted by sarant στο 3 Δεκεμβρίου, 2023

Λίγοι θα ξέρουν τον συγγραφέα του σημερινού διηγήματος. Ο Γιάννης Μαρρές (1925-2003) γεννήθηκε στο Πολύδροσο (Σουβάλα) Παρνασσίδας, όπου ζούσε και εργαζόταν μέχρι το τέλος της ζωής του, σύμφωνα με βιογραφικό σημείωμα στο Βιβλιονέτ. Όπως βλέπετε, έγραψε κυρίως μυθιστορηματικές βιογραφίες αγωνιστών του 1821.

Το σημερινό διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 67-68, Ιούλ-Αύγ. 1960.

Εκεί το βρήκε ο φίλος μας ο Γιάννης Π. και το αναδημοσίευσε, σε μονοτονικό και  με  εκσυγχρονισμένη ορθογραφία, στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο.

Μου το  έστειλε, επισημαίνοντας  δυο εκφράσεις που εμφανίζονται στο διήγημα και που δεν τις είχε συναντήσει ξανά:

Πιαστήκαμε φίλοι εξαιτίας που κάνα δυο – τρεις πελάτες του τα ‘χανε κοπανήσει «ασυλλόιστα» μια βραδιά, κι απάνω στο μεράκι τους άρχισαν να σπάζουνε πιάτα και ποτήρια, και να φοβερίζουν —μεράκι βλέπεις είναι αυτό!— πως θα τα κάνουν όλα, λέει, εκεί μέσα «Σερβία» —στραπάτσο δηλαδή.

Αυτή την έκφραση την εξηγεί  ο συγγραφέας,  αλλά από πού βγήκε; Έκανα την υπόθεση ότι ίσως είναι ανάμνηση του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν η Σερβία είχε πράγματι ερειπωθεί.

Η δεύτερη έκφραση:

κι έτσι γλίτωσαν, κείνοι το «ματσούκι» —και θα ‘τρωγαν, λέει «όσες τρώει ο τούμπανος  τη Λαμπρή»— κι ο μπαρμπα-Στέφος δεν τους έχασε από πελάτες του. Υπολογίσιμα πράγματα όλ’ αυτά κατά τον μπαρμπα-Στέφο! Α! βέβαια! Από τότε με είχε πια «περί πολλού» και βάλε...

Εδώ σηκώνω τα χέρια ψηλά, όποιος ξέρει μας διαφωτίζει -όπως και αν ξέρει κανείς την έκφραση με τη Σερβία.

Οπότε, σκέφτηκα να βάλω ολόκληρο το διήγημα, με την ιδιότυπη γλώσσα και το κάπως τσιφορέικο ύφος και να σας το παρουσιάσω σήμερα. Ο Γιάννης Π. εξηγεί μερικές λέξεις.

Η ΓΕΡΟΥΣΙΑ

Ο μπαρμπα-Στέφος, ο ιδιοκτήτης του καφεοινοπωλείου «Τα πουλιά», μας αγαπούσε όλους σαν τα μάτια του. Ήμασταν βλέπεις οι πελάτες του. Και λέω όλους γιατί καμπόσοι απ’ τους πελάτες του ήταν να πούμε τόσο ζόρικοι, «χουϊλήδες» (1) που, ο μπαρμπα-Στέφος, αν δεν υπήρχε βέβαια η γειτονική ταβέρνα, μόλις δυο βήματα μακριά απ’ τη δική του, «θα τους βουτούσε απ’ τον γιακά και θα τους έβγαζε όξω καροτσάκι»…
Προτιμούσε όμως το δεύτερο, ο μπαρμπα-Στέφος, να καταπίνει, να χωνεύει, δηλαδή, κάτι «χοντροκοτσάνες» μερικών «παλικαράδων» πελατών του, ένεκα… Κι ας όψεται… Κι ευτυχώς η φύσις τον προίκισε με μια πελώρια κοιλιά, σωστή καταβόθρα και μπορούσε ο έρμος να χωνεύει τ’ αχώνευτα…
«Τι να κάνει κανείς —μου ‘λεγε κάθε τόσο αναστενάζοντας— ο πελάτης, βλέπεις, έχει πάντα δίκιο…» Ωστόσο καμιά φορά «το ‘δινε του διαόλου…»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αργκό, Διηγήματα | Με ετικέτα: , , | 116 Σχόλια »

Η Ραχήλ (διήγημα της Κωστούλας Μητροπούλου)

Posted by sarant στο 28 Οκτωβρίου, 2023

Σήμερα είναι Σάββατο, οπότε κανονικά θα έπρεπε να βάλουμε μεζεδάκια, ενώ αύριο είναι Κυριακή που έχει καθιερωθεί να βάζουμε λογοτεχνική ύλη.

Όμως, σήμερα είναι επίσης 28η Οκτωβρίου, επέτειος της κήρυξης του πολέμου του 1940 και αυτό με κάνει να αντιστρέψω το καθιερωμένο πρόγραμμα κι έτσι σήμερα θα βάλω ένα διήγημα και αύριο θα έχουμε τα μεζεδάκια μας. 

Το σημερινό διήγημα βέβαια δεν αναφέρεται στον  πόλεμο καθαυτόν αλλά στην Κατοχή. Το  έστειλε ο φίλος μας ο Γιάννης Π., που το ανέβασε πριν από λίγες μέρες στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο.

Η αρχική δημοσίευση είχε γίνει το 1958 στο περιοδικο Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 42. Έχει γίνει εκσυγχρονισμός της ορθογραφίας και προσαρμογή στο μονοτονικό.

Το βρήκα τυχαία σ’ ένα συρτάρι. Δεν θυμόμουνα καθόλου πότε το ‘βαλα εκεί μέσα —πάει πολύς καιρός που γίνηκαν όλ’ αυτά. Κοντά 10 χρόνια. Τότες λέγαμε «φόβος» —και ο νους μας πήγαινε στις σκοτεινές κάμαρες με τα σκεπασμένα παράθυρα. Ποτέ πιο πέρα. Ύστερα μπλέξαμε την έννοια του, με τη λέξη «πόλεμος». Περνούσε πολύς καιρός για να συνηθίσουμε μια λέξη: Τη λέγαμε μέσα μας πολλές φορές ώσπου πια τη μαθαίναμε. Ύστερα πάλι τη βαριόμασταν —και ψάχναμε για καινούργιες.
Η Ραχήλ ήταν 10 χρονώ — κι η πατρίδα της ήταν όλο παράξενα ονόματα. Ποτέ δεν καταφέραμε να τα θυμηθούμε. Εκείνη τα ‘ξερε όλα απ’ έξω —πὠς να μη τη θαυμάζουμε… Η αδελφούλα μάλιστα, καμάρωνε πολύ, κάθε φορά που εκείνη την έπαιρνε να πάνε στον κήπο. Κείνες τις ώρες, δεν ήθελε να της μιλάς —η Ραχήλ με τα παράξενα μάτια ήταν η μόνη της έγνοια— η μόνη μας έγνοια, πιο σωστά.
Με περνούσε δύο χρόνια —μα όπως ήταν ψηλή και ντελικάτη έδειχνε πιο μεγάλη. Ήταν άλλωστε πάντα, τόσο πολύ σοβαρή, σχεδόν λυπημένη. Η αδελφούλα δεν έρχονταν ακόμα στο σχολείο —μα ήταν τόση η λαχτάρα της, που η μητέρα υποσχέθηκε στην αρχή της χρονιάς να τη γράψει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Επετειακά, Κατοχή | Με ετικέτα: , , | 86 Σχόλια »

Ο ελληνο-ελβετικός πόλεμος (διήγημα του Γιάννη Ψυχάρη)

Posted by sarant στο 30 Ιουλίου, 2023

Κοιτάζω αυτές τις μέρες χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, επειδή λογαριάζω στο τέλος του χρόνου να εκδώσω τον έβδομο τόμο των χρονογραφημάτων  του, τα Φιλολογικά, που έχουν θέμα τη γλώσσα ή τη λογοτεχνία. Σε κάποιο χρονογράφημα, γραμμένο το 1953, ο Βάρναλης γράφει για τον Ψυχάρη, τον πρωτοπόρο του δημοτικιστικού κινήματος: Αλλ’ ο Ψυχάρης δε μας έδωσε μονάχα γλώσσα. Μας έδωσε και ύφος. Μας έμαθε να γράφουμε σύντομη, κοφτή και ακριβολογημένη φράση. Μας έμαθε να γράφουμε λαγαρά και τίμια και θετικά … Μερικά από τα διηγήματα του Ψυχάρη («Τα σκουλαρίκια», το «Συμπόσιο», ο «Ελληνοελβετικός πόλεμος») είναι αριστουργήματα ψυχολογίας και σατίρας!

Ο τίτλος του τελευταίου διηγήματος μού τράβηξε το ενδιαφέρον. Το αναζήτησα, και βέβαια το βρήκα στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο, όπου ο φίλος Γιάννης Π. έχει ψηφιοποιήσει αρκετά έργα του Ψυχάρη -κι έτσι το παρουσιάζω σήμερα. Ταιριάζει κιόλας, αφού προχτές είχαμε άρθρο για  το χιώτικο λεξιλόγιο -ο Ψυχάρης είχε καταγωγή από τη Χίο κι εκεί αναπαύεται η σορός του.

Είναι βέβαια διήγημα χιουμοριστικό -η Ελβετία στα νεότερα χρόνια πολέμους δεν κάνει, πόσο μάλλον με μια χώρα όχι όμορη. Είναι και διήγημα φαντασίας. Γραμμένο στα 1911, από μια παλιότερη ιδέα του Ψυχάρη, αφηγείται έναν ελληνοελβετικό πόλεμο που έγινε το 1944, για ασήμαντη  αφορμή, και κορυφώθηκε το 1950.

Ενδιαφέρον έχει βέβαια η γλώσσα του διηγήματος, που δεν θα  δυσκολεύει όσο ίσως θα παραξενεύει τον σημερινό αναγνώστη. Το ύφος του Ψυχάρη είναι γοητευτικό, αλλά λείπει από το διήγημα, νομίζω, η φροντίδα για την πλοκή. Το ίδιο ύφος, κουβεντιαστό ας πούμε, χρησιμοποιεί ο Ψυχάρης και στα γλωσσικά του δοκίμια -παράδειγμα τα Ρόδα και Μήλα, επίσης στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο.

Το αεροπλάνο ή αεροσκάφος ο Ψυχάρης, όπως θα δείτε, το λέει «αερόβατο», λέξη  που υπάρχει στα αρχαία. Δεν ξέρω αν είχε προταθεί τότε και από άλλους. Θα δείτε ότι ο Ψυχάρης  απορρίπτει την ιδέα του αεροπορικού πολέμου -και να θυμίσω ότι όταν γράφτηκε το διήγημα στα 1910 δεν είχε ακόμα χρησιμοποιηθεί η αεροπορία σε πόλεμο. Η αρχή έγινε το 1911, στη Λιβύη, στον ιταλοτουρκικό πόλεμο, από τους Ιταλούς και μετά στους Βαλκανικούς πολέμους.

Ακόμα, το θωρηκτό ο Ψυχάρης το έχει «θαρακωτό» -ανέτρεξα στο πρωτότυπο όπου υπάρχει και θωρακωτό και θαρακωτό, Υποθέτω πως «θωρακωτό» θα ήθελε να το γράψει, κι έτσι το βάζω εδώ.

Νέμτσους λέει ο Ψυχάρης τους Γερμανούς, μια λέξη που την  έχουν  και οι Σλάβοι για να τους λένε. Όταν, μετά τον πόλεμο, ο Νουμάς δημοσίευσε ένα άρθρο του ελληνιστή Γερμανού Στάινμετς, στο οποίο αυτός κατηγορούσε τους Γάλλους για νοοτροπία Σάιλοκ, επειδή ζητούσαν μέχρι το ακέραιο τις πολεμικές αποζημιώσεις που είχε  ορίσει η συνθήκη των Βερσαλιών, ο Ψυχάρης  ήρθε σε σύγκρουση με τον  Νουμά, επειδή  δημοσίευε τις απόψεις του «Νέμτσου» (κάποτε θα γράψω σχετικό άρθρο).

Την απέχθεια που έχει ο Ψυχάρης στα ελβετικά τουνέλα, τα τούνελ, του Γκοτάρντου, που θα τη συμμερίζονταν πολλοί από εκείνους που διασχίζανε με τρένο την Ελβετία στις αρχές του 20ού  αιώνα, τη συμμερίζομαι κι εγώ -όσες φορές χρειάστηκε να περάσω από τα τούνελ δεν το χάρηκα καθόλου.

 

Ο ΕΛΛΗΝΟ-ΕΛΒΕΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

     (Δημοσιέφτηκε στο Νουμά, κ. αρ. 434, 1 του Μάη, 1911.)

Αφιερώνεται της Εβγενίας Ζωγράφο

Εκείνος ο φοβερός, ο απροσμόνητος, ο πρωτότυπος πόλεμος που ακολούθησε στα χίλια εννιακόσια πενήντα, μεταξύ Ελλάδας κι Ελβετίας, αν και περιβόητος, έμεινε ακόμη αδήγητος. Δεν ξέρουνε μάλιστα οι περσότεροι ποιο να στάθηκε το πρώτο αίτιο. Εγώ εκεί βρέθηκα τότες κι έτσι το ξέρω, να σας το πω.
Λοιπόν, την τριακοστή πρώτη του Άη Δημήτρη, χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα, μέρα πέμτη ― επειδή τόντις μια πέμτη έπεφτε η τριακοστή πρώτη ― το μεσημέρι, στις δώδεκα πούντο, ένας νέος διπλωμάτης, Ρωμιός, ο Καφτανόπουλος, έφεβγε από την Αθήνα με το τρένο της Πάτρας, όπου έφτανε το βράδυ. Μπαρκαριζότανε αμέσως για τους Κορφούς κι από κει, την πρώτη του Σποριά, παρασκεβή, για το Μπρίντιζι. Στο Μπρίντιζι κατέβαινε στις τέσσερις ήμισυ το πρωί, δυο του Σποριά, σάββατο, έπαιρνε μισή ώρα υστερότερα το σιδερόδρομο που ανεβαίνει το ραχοκόκκαλο της Ιταλίας, προγεμάτιζε στη Φότζια, δειπνούσε στην Ανκώνα, έπινε καφέ με γάλα στο Μιλάνο, την αβριανή, κεριακή, τρεις του Σποριά, και την ίδια μέρα, κεριακή, τρεις ― μέρα που μας τα χάλασε όλα ― το μεσημέρι, έφαγε στη λοκάντατου σταθμού, στα σύνορα της Ελβετίας. Εννοείται πως ξακολούθησε το δρόμο σε βαγόνια ελβετικά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικισμός, Διηγήματα, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , , , | 75 Σχόλια »

Ήτον φονιάς; (διήγημα του Χρήστου Αγγελομάτη)

Posted by sarant στο 6 Νοεμβρίου, 2022

Δημοσιεύσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες λογοτεχνικά κείμενα εμπνευσμένα από τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ύστερα περάσαμε σε άλλη θεματολογία. Όμως ο φίλος μας ο Γιάννης Π., που έχει φτιάξει το καταπληκτικό Λογοτεχνικό Ιστολόγιο, με ενημέρωσε ότι έχει ανεβάσει στο Λ.Ιστ. δύο σχετικά διηγήματα, από τα οποία διαλέγω να παρουσιάσω σήμερα το πρώτο (αρχική δημοσίευση εδώ), ένα διήγημα γύρω από ένα τραγικό περιστατικό από την υποχώρηση, τον Αύγουστο του 1922. 

Ο συγγραφέας του διηγήματος είναι ο δημοσιογράφος Χρήστος Εμμ. Αγγελομάτης (1899-1979) γεννημένος στη Σμύρνη με καταγωγή από τη Χίο. Μετά την Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες -ανάμεσά τους με την Πρωία την ίδια εποχή με τον Βάρναλη. Έγραψε το βιβλίο Χρονικόν μεγάλης τραγωδίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή καθώς και άλλα ιστορικά και αθηναιογραφικά κείμενα. 

Εδώ πρέπει να ανοίξω παρένθεση. Το 1934-36 ο Ριζοσπάστης δημοσίευε σε συνέχειες τον Καλό στρατιώτη Σβέικ, του Γιάροσλαβ Χάσεκ. Στην οικογένειά μας λατρεύαμε τον Σβέικ και ο παππούς μου με τον πατέρα μου πάντοτε έλεγαν ότι η καλύτερη μετάφραση, δυστυχώς χαμένη, ήταν «του Αγγελομάτη στον Ριζοσπάστη». Και στο ιστολόγιο το έχω αναφέρει. Ωστόσο, δεν έχω βρει κανένα άλλο στοιχείο που ν’ αποδίδει τη μετάφραση του Σβέικ στον Χρήστο Αγγελομάτη. Στην εφημερίδα όνομα μεταφραστή δεν αναφέρεται. Κυκλοφόρησε και σε βιβλίο αυτή η μετάφραση αλλά δεν ξέρω αν εκεί μνημονευεται μεταφραστής. Επίσης, δεν βρίσκω πουθενά κανένα στοιχείο για συνεργασία του Χρ. Αγγελομάτη με τον Ριζοσπάστη ή με αριστερά έντυπα, οπότε αν δεν βρεθεί κάποιο άλλο στοιχείο η μαρτυρία του πατέρα μου πρέπει να θεωρηθεί αμφίβολη. Κλείνω την παρένθεση. 

Το διήγημα που θα διαβάσουμε σήμερα δημοσιεύτηκε αρχικά στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, που εκδόθηκε από τον οίκο Μ. Σαλίβερου γύρω στο 1926 (διαθέσιμο στην Ανέμη, εδώ). (Παρά τον τίτλο του δεν είχε μόνο νεους σε ηλικία συγγραφείς, αφού έχει και διηγήματα του Βουτυρά, του Στέφ. Δάφνη ή του Ξενόπουλου). Δημοσιεύτηκε με αφιέρωση στον Δ. Κόκκινο, τον μετέπειτα ιστορικό και ακαδημαϊκό. Η ορθογραφία έχει εκσυγχρονιστεί.

Ήτον φονιάς;

[Του διαλεχτού τεχνίτη Δ. Κόκκινου].

Στην ταβέρνα του μπαρμπ’-Αυγουστή σχηματιζόταν η παρέα το βραδάκι. Πέντε παλιοί συντρόφοι, αδελφωμένοι στις μπόρες, που περάσαμε τα τελευταία χρόνια, μαζευόμαστε και κουτσοπίνοντας λέγαμε τα δικά μας. Ε! τι τα θέλετε, άνθρωποι που έζησαν χρόνια στον ίδιο λόχο, που βοηθήθηκαν στη μάχη και που ίσως ο ένας να χρώσταγε τη ζωή του στον άλλο, είχαν πολλά να πουν. Πολλά, μα πάρα πολλά, τη στιγμή μάλιστα που ο πόλεμος και στους πέντε είχε χαρίσει κάτι, μιαν αγάπη, ένα αισθηματάκι και, ο πόλεμος πάλι τους το πήρε!
― Καλησπέρα μπαρμπ’-Αυγουστή.
― Καλώς τα, τα παιδιά.
Ο καλός αυτός ανθρωπάκος, από τη Νιο, με τα εβδομήντα σπαρταριστά του χρόνια, με την αιώνια νέα καρδιά, μας δεχόταν με το χαμόγελο και με την καλή λέξη στο στόμα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μικρασιατική καταστροφή | Με ετικέτα: , , , , , | 117 Σχόλια »

Μιχαήλ Μητσάκης: Θεάματα του Ψυρρή

Posted by sarant στο 3 Απριλίου, 2022

Θα διαβάσουμε σήμερα ένα αθηναιογραφικό διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη, ενός συγγραφέα που δεν τον έχουμε παρουσιάσει όσο του αξίζει στο ιστολόγιο, αν και πριν από 6 χρόνια είχαμε δημοσιεύσει ένα ακόμα αθηναιογραφικό σκίτσο του, τον Καβγά.

Ο Μητσάκης (1863; – 1916) είναι από τους λογοτέχνες μας που βασανίστηκαν από ψυχική ασθένεια και μάλιστα τελείωσε τις μέρες του στο Δρομοκαΐτειο, όπως νωρίτερα ο Βιζυηνός και αργότερα ο Φιλύρας. Έγραφε σε αρκετά βαριά καθαρεύουσα, αλλά στους διαλόγους αποτυπώνει το μάγκικο ιδίωμα της εποχής. (Σαν ενδιαφέρον γλωσσικό πείραμα, ο Μητσάκης έχει γράψει το ίδιο μικρό διήγημα σε δύο γλωσσικές ποικιλίες, καθαρεύουσα και δημοτική).

Εδώ και λίγο καιρό, ο φίλος μας ο Γιάννης Π. έχει φτιάξει στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο ένα αφιέρωμα στον Μιχ. Μητσάκη, στο οποίο συγκεντρώνει (νομίζω) σχεδόν το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου μαζί με άλλο υλικό. Αναδημοσιεύω λοιπόν σήμερα ένα διήγημα από το αφιέρωμα αυτό του Λ.Ιστ. και με την ευκαιρία σας προτρέπω να το βάλετε στους σελιδοδείκτες σας. Πριν ανοίξω το ιστολόγιο, στον παλιό μου ιστότοπο είχα τα Κείμενα Μαζί, όπου ο Γιάννης Π. ήταν ένας από τους κορυφαίους συντελεστές -τον τελευταίο καιρό σχεδόν ο μόνος. Αργότερα είχε την πολύ καλή ιδέα να φτιάξει το Λογοτεχνικό Ιστολόγιο, στο οποίο μετέφερε όλη την ύλη από τον παλιό μου ιστότοπο και άρχισε να προσθέτει κι άλλα.

Το διήγημα που θα δούμε σήμερα αρχικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αττικόν Μουσείον» έτος Γ’ αριθ. 10 (10 Σεπτεμβρίου 1890). Η εδώ ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο «ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ, τακτοποιημένα και φροντισμένα από τον Δημ. Ταγκόπουλον, Τόμος πρώτος, ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΣΕΛΙΔΕΣ», έκδοσις της εταιρείας ΤΥΠΟΣ, 1920. Έγινε μεταφορά στο μονοτονικό. Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου εκτός από την ορθογραφία του ρ. είναι και του πληθυντικού των άρθρων.

Θεάματα του Ψυρρή

Εκ του στενού, ως τουρκικής πόλεως, δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται, ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδία και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον, διαφοροτρόπως ενδυμένον, ως εν απόκρεω προχείρω, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. Κορασίδες, φέρουσαι τας στάμνας των εις χείρας, διευθύνονται συχνά, προς την πλησίον βρύσιν της πλατείας, δια να τας γεμίσουν, μαθηταί επιστρέφοντες εκ του σχολείου, οψοκομισταί, λούστροι, πλύστραι, μοδιστρούλες, εμποροϋπάλληλοι, δικηγόροι ενίοτε με δικογραφίας υπομάλλης, εξερχόμενοι του κοντινού κακουργιοδικείου, ρασσοφόροι κάποτε, βρακάδες πού και πού, στρατιωτών πηλίκια και αρβύλαι, κανέν μαύρο τσεμπέρι γραίας, ιθαγενών αθηναίων φουσκωμένα προς τα οπίσω πανταλόνια, φθάνοντα μέχρι του γόνατος και μόνον, πολύχρωμοι κνημίδες υποκάτω, εμφανίζονται, κινούνται, σπεύδουν, βραδυπορούν, διασχίζουν τον δρομίσκον, βυθίζονται εις τας λοιπάς της συνοικίας ατραπούς, λαβυρινθώδεις, στενάς επίσης αλλά ζωτικωτάτας αρτηρίας, υπηρετούσας την ερμαϊκήν ταινίαν, την Βλασσαρούν, τον Άγιον Φίλιππον, το Γεράνι, την πλατείαν της Ελευθερίας, την λεωφόρον Πειραιώς, τα μέρη του σιδηροδρόμου. Άμαξαι ή κάρρα παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακιού, με τους τροχούς των συμπιεζομένους από τα εκατέρωθεν λιθόστρωτα. Ομάδες καρπαθίων, λατόμων ως επιτοπολύ, εκ των ασχολουμένων εις τα πέριξ της πόλεως νταμάρια, επανακάμπτοντες εκείθεν, δια να αναπαυθούν και διασκεδάσουν, αύριον Κυριακήν, επιδεικνύουν λυγιζόμενα τα υψηλά των αναστήματα και την ιδιόρρυθμον αμφίεσίν των. Πλανόδιοι οπωροπώλαι οδηγούν αργά αργά τα βασταγούδια των, φορτωμένα με σταφύλια ιδίως και τις εξ αυτών, εκαβαλίκευσε το ιδικόν του εις τα νώτα, όπισθεν των κοφινίων, κι εποχείτο με τα μικρά του σκέλη ψαύοντα την γην. Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, εις χρυσοχόος εκθέτων αναμίξ επί των θαμβών υέλων του δακτυλίδια προϊστορικά, αλύσσεις παναρχαίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού και εικόνας αγίων, ταβερνιάρηδες ή κρεοπώλαι ή μανάβηδες. Ο γείτων μάγειρος, ο Τάσσος, έχει ανοικτόν το μαγειρείον του, και κάθητ’ έμπροσθεν αυτού, κοντός, χονδρός, με την μακράν ποδιάν του, τους νευρώδεις βραχίονας, οίτινες μόνου του υποκαμίσου την περίπτυξιν ανέχονται. Του καφφενείου του κυρ Πολύχρονη οι θαμώνες, στριμόνοντ’ επί του πεζοδρομίου, μόλις κρασπεδούντος την οδόν, το πολύ δύο σπιθαμών εκτάσεως, επιτελούντες θαύματα ισορροπίας, με τον κορμόν των και τους δύο πόδας της καρέγλας επ’ αυτού, τους δ’ ιδικούς των και τους δύο άλλους της, εντός του οχετού του παραρρέοντος οι πλείστοι. Μία φεσού, διήλθε προ μικρού, στολισμένη, εύσωμος, σείουσα το παππάζι της, κυμαίνουσα τα πυγαία, μεγαλοπρεπώς. Από του ενός μέρους εις το άλλο διαμείβονται συνομιλίαι, διάλογοι, συνάπτονται, αστεία πολλάκις, απευθύνονται, ανταλλάσσονται φωναί και επικλήσεις, θορυβώδεις, εύθυμοι, κραυγαστικαί συνήθως, εν οικειότητι ως οικογενειακή. Εις υψηλός λοιδωρικιώτης, επέρασεν αρτίως, φέρων περί τον αυχένα τυλιγμένον ζωντανόν αρνίον, όπερ εκράτει εκατέρωθεν διά των χειρών, άγων φαίνετ’ αυτό κάπου προς πώλησιν ο άνθρωπος. Και υπήρξε γέλως σιγηλός επί στιγμήν, και βλέμματα ειρωνικά τριγύρω, διά τον τρόπον ον εκράτει το σφακτόν, με το κεφάλι του προβάλλον παραλλήλως προς το ιδικόν του, εκ πλαγίου. Δύο κουτσαβάκηδες διήλασαν συγχρόνως, περιπλέγδην, ως μισομεθυσμένοι, την ρεπούμπλικαν στραβά, κάτω τους γύρους, τρικλίζοντες προσποιητά και επιδεικτικώς, τραγουδούντες διά λάρυγγος βραγχώδους οιδαλέου άσμα, αρτίτοκον γέννημα των ρυακίων του Ψυρρή:

Βάρα με το στυλέτο
Κι όσο αίμα τρέξη πιέτο!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθηναιογραφία, Διηγήματα, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , | 137 Σχόλια »

Το πανί του Γληγόρη (εκλογικό διήγημα του Κ. Φαλτάιτς)

Posted by sarant στο 12 Μαΐου, 2019

Μια και πλησιάζουν εκλογές, σκέφτηκα να βάλουμε ένα εκλογικό διήγημα που ανέβηκε πρόσφατα στο Λογοτεχνικό Ιστολόγιο. Βέβαια, το κατεξοχήν εκλογικό πεζογράφημα των γραμμάτων μας είναι η νουβέλα «Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -που όμως είναι πολύ γνωστό και το έχουμε άλλωστε αναλύσει και στο ιστολόγιο σε άρθρο του φίλου Μ. Πασχαλίδη.

Κατά σύμπτωση, ο συγγραφέας του σημερινού διηγήματος έχει ασχοληθεί αρκετά με την ανάδειξη του έργου του Παπαδιαμάντη -αν και έχει συνδέσει το όνομά του με ένα άλλο, σχετικά κοντινό στη Σκιάθο νησί. Πρόκειται για τον Κώστα Φαλτάιτς (1891-1944) γεννημένο στη Σμύρνη αλλά που έζησε πολλά χρόνια στη Σκύρο. Ο Φαλτάιτς άφησε εκτενές έργο στο μεταίχμιο μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας.

Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά, ανάμεσά τους και το Μπουκέτο όπου δημοσιεύτηκε και το παρόν διήγημα. Στο Μπουκέτο ο Φαλτάιτς έχει δημοσιεύσει και αξιόλογα πρώιμα ρεμπετολογικά άρθρα. Για να τα λέμε όλα, πάντως, σύμφωνα με ορισμενες πηγές επί Κατοχής εκτέθηκε ως δωσίλογος και για τον λόγο αυτό διαγράφτηκε από την ΕΣΗΕΑ αμέσως μετά την Απελευθέρωση.

 

ΤΟ ΠΑΝΙ ΤΟΥ ΓΛΗΓΟΡΗ
Ναυτικό Διήγημα

Μόνο η βάρκα του Γληγόρη, απ’ όλες τις ψαρόβαρκες δεν είχε πανί.
Στις παραμονές των εκλογών, είτε βουλευτικές ήσαν είτε κοινοτικές, οι υποψήφιοι, για να πάρουν την ψήφο του, του έταζαν ένα πανί. Αλλά όλοι τον εγελούσαν κι η βάρκα του έτσι έμενε πάντα ξυλάρμενη.
Ήταν λύπη να τον βλέπεις τον καημένο τον Γληγόρη να τραβά κουπί ώρες και ώρες για να φτάσει από τον ένα κάβο στον άλλο ή για να γυρίσει πίσω στο λιμανάκι, εκεί κάτω που οι άλλοι με το πανί τελείωναν γρήγορα και άνετα.
Τα χέρια του έμοιαζαν με χοντρά γέρικα ροζασμένα κλαδιά δέντρου, σκληρότατα και γεμάτα όγκους. Είχαν χάσει την ευαισθησία του κρύου και της ζέστης. Έπιανε με τα δάχτυλα τα αναμμένα κάρβουνα, χωρίς να καίγεται. Αυτό τουλάχιστον το καλό του είχε δημιουργήσει το ατέλειωτο τράβηγμα του κουπιού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εκλογές, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 92 Σχόλια »

Γιώργος Ιωάννου: Η μόνη κληρονομιά. Και το Λογοτεχνικό Ιστολόγιο.

Posted by sarant στο 10 Φεβρουαρίου, 2019

Τις Κυριακές βάζουμε κάτι λογοτεχνικό κι έτσι σήμερα θα δημοσιεύσω ένα αγαπημένο διήγημα ενός αγαπημένου συγγραφέα: Το διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) από την ομότιτλη συλλογή, που κυκλοφόρησε το 1974.

Είναι ένα διήγημα που πάντα με συγκινεί σαν το διαβάζω. Δυστυχώς στην περίπτωση του Ιωάννου η δοξασία για τη μόνη κληρονομιά επαληθεύτηκε -έφυγε κι αυτός πριν τα εξήντα του χρόνια, όπως όλοι οι αρσενικοί στο σόι του.

Το διήγημα αυτό το είχα δημοσιεύσει το 2008 στον παλιό μου ιστότοπο. Σήμερα δημοσιεύεται και σε μια άλλη γωνιά του ελληνόφωνου Διαδικτύου, στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο.

Το Λογοτεχνικό ιστολόγιο ξεκινάει σήμερα το ταξίδι του στον κυβερνοχώρο, όμως έχει πίσω του μια μικρή ιστορία.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανα όταν απέκτησα κι εγώ προσωπική σελίδα στο Διαδίκτυο, τον Απρίλιο του 1998, ήταν να φτιάξω έναν κατάλογο με συνδέσμους προς τα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα που υπήρχαν στο Διαδίκτυο -ελάχιστα τότε.

Σιγά σιγά, ο κατάλογος πύκνωνε, τα ονόματα των λογοτεχνών πλήθαιναν, αλλά πάντοτε τα ονόματα και τα έργα που έλειπαν ήταν πολύ περισσότερα. Έτσι, άρχισα να πληκτρολογώ ή να σκανάρω ποιήματα και σύντομα πεζά που μου άρεσαν και να τα προσθέτω στον κατάλογο.

Τα χρόνια περνούσε, η συλλογή μου όλο και πλουτιζόταν, αν και κάθε τόσο κάποιοι σύνδεσμοι έπαυαν να λειτουργούν, κάποιοι ιστότοποι καταργούνταν.

Όταν απέκτησα ιστότοπο στο όνομά μου, www.sarantakos.com, με περισσότερο διαθέσιμο χώρο, άρχισα να προσθέτω περισσότερο υλικό. Κάποια στιγμή είχα την ιδέα να ζητήσω τη βοήθεια εθελοντών, που ανέλαβαν να πληκτρολογούν κείμενα που τους έστελνα σκαναρισμένα. Την πρωτοβουλία αυτή την ονόμασα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ.

Έτσι μπορέσαμε να ανεβάσουμε πολλά εκτενή πεζά λογοτεχνικά κείμενα: Παπαδιαμάντη, Βουτυρά, αρκετά μυθιστορήματα, ανθολογίες διηγημάτων. Όπως πάντοτε συμβαίνει σε ανάλογες προσπάθειες, αρκετοί ήταν εκείνοι που εκδήλωσαν προθυμία, λίγοι ήταν οι πιο ταχτικοί συνεργάτες. Οφείλω να εξάρω ιδίως τρεις, τον Σφραγιδονυχαργοκομήτη, τη Μαρία Μ. και τον Γιάννη Π. Ο Γιάννης, μάλιστα, εφαρμόζοντας κάποιες πανέξυπνες πατέντες, μπόρεσε να επιταχύνει πολύ την ψηφιοποίηση πολυτονικών κειμένων (σε μονοτονικό φυσικά).

Τα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ λειτούργησαν όλο το 2008 και το πρώτο μισό του 2009. Σταμάτησαν για δύο λόγους. Ο ένας, ότι από τον Φλεβάρη του 2009 άρχισε να λειτουργεί τούτο εδώ το ιστολόγιο που απορροφούσε πλέον όλον τον ελεύθερο χρόνο μου. Ο άλλος, ότι ο ιστότοπος sarantakos.com είχε πια εξαντλήσει τον διαθέσιμο χώρο του. Έτσι, η πρωτοβουλία σταμάτησε -αν και κατά καιρούς έπαιρνα γράμματα επισκεπτών που δήλωναν πρόθυμοι να συμμετάσχουν.

Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια. Το ιστολόγιο στο μεταξύ συνέχισε να λειτουργεί ακατάπαυστα -την τελευταία πενταετία, όπως ξέρετε, δεν έχει περάσει μέρα χωρίς καινούργιο άρθρο. Στις αρχές του 2019, ο Γιάννης Π., ο παλιός καλός συνεργάτης, έριξε την ιδέα να μετατρέψουμε τα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ σε ιστολόγιο, κι έτσι να ξεπεράσουμε τα προβλήματα χωρητικότητας και ενδεχομένως να αρχίσουμε να προσθέτουμε και νέο υλικό.

Προς το παρόν έχει μεταφερθεί στο Λογοτεχνικό ιστολόγιο ο κύριος όγκος των κειμένων που υπήρχαν στα ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΖΙ, με εξαίρεση κάποια έργα που έτσι κι αλλιώς τα βρίσκει κανείς σε ειδικούς έγκυρους ιστότοπους όπως π.χ. τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Σε δεύτερη φάση θα μεταφερθούν επίσης άλλα λογοτεχνικά κείμενα από τον παλιό μου ιστότοπο και από το παρόν ιστολόγιο ενώ θα προστεθεί και καινούργιο υλικό -ο Γιάννης έχει κατά νου τον Βλαχογιάννη.

Η νέα μορφή επιτρέπει και σχόλια, αλλά δεν θα είναι αυτός ο βασικός χαρακτήρας του εγχειρήματος. Σκοπός είναι να μείνει ένα αποθετήριο ελληνικών λογοτεχνικών κειμένων που δεν υπάρχουν αλλού στο Διαδίκτυο.

Θα υπάρχει κάποια αλληλεπίδραση με το εδώ ιστολόγιο, με την έννοια ότι κάποια κείμενά του θα δημοσιεύονται και εδώ, ενώ και κάποια διηγηματα που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο ιστολόγιο θα φιλοξενηθούν και εκεί. Όμως είναι δυο διαφορετικά εγχειρήματα -άλλωστε το Λογοτεχνικό ιστολόγιο είναι συλλογικό και, για αντικειμενικούς λόγους, ο Γιάννης Π. θα είναι πιο κοντά στην καθημερινή διαχείρισή του.

Μετά από αυτή την απαραίτητη παρένθεση, το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου:

Η μόνη κληρονομιά

Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Θεσσαλονίκη, Κείμενα, Λογοτεχνία, Περιαυτομπλογκίες | Με ετικέτα: , , , | 145 Σχόλια »