Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Πολιτιστική’

Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας

Posted by sarant στο 17 Σεπτεμβρίου, 2020

Θα δημοσιεύσω σήμερα το δεύτερο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητο αφού βλέπω πως έχει αναδημοσιευτεί κάμποσες φορές -ωστόσο, δεν το έχω περιέργως δημοσιεύσει στο ιστολόγιο.

Το πρώτο μέρος το είχα δημοσιεύσει πριν από ενάμιση χρόνο, εδώ. Σήμερα δημοσιεύω το δεύτερο μέρος. Το αναδημοσιεύω εδώ χωρίς αλλαγές, με εξαίρεση τους τίτλους των τραγουδιών, ενώ επίσης έχω προσθέσει ορισμένα λινκ προς τα τραγούδια που εξετάζονται (σκέτα λινκ, για να μη βαρύνει το κείμενο). Προσθέτω ένα υστερόγραφο και κατά τα άλλα κάνω μόνο διευκρινιστικές αλλαγές, παρόλο που δεν υιοθετώ κατ΄ανάγκη σήμερα όσα έγραφα πριν από 35 χρόνια. Άλλαξα όμως τον τίτλο, που ήταν το βαρύγδουπο «Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου», συν τοις άλλοις κλεμμένο από τον Στάθη Δαμιανάκο. Όσο για το περιεχόμενο, ας πούμε πως οι νέοι έχουν άγνοια κινδύνου, γι’ αυτό και κάνουν πράγματα που ωριμότεροι δεν τα κάνουν -αλλά να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη για την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται οι απόψεις. Κρίμα που δεν σχολιάζει πια στο ιστολόγιο ο Spatholouro, θα είχαν ενδιαφέρον τα σχόλιά του.

 

Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας

Πολλοί παρομοιάζουν το ρεμπέτικο με το μπλουζ. Ομοιότητες ίσως υπάρχουν πολλές. Κατά τη γνώμη μας, μια απ’ τις διαφορές ανάμεσα στο μπλουζ (και γενικότερα το αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι) και στο δικό μας προπολεμικό ρεμπέτικο, διαφορά που αναντίρρητα οφείλεται στο διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στις δυο χώρες, είναι η στάση απέναντι στην εργασία. Ενώ το αμερικάνικο λαϊκό ήταν εργατικό, μαχητικό τραγούδι, στο προπολεμικό ρεμπέτικο το εργοστάσιο είναι άγνωστη λέξη. Έχουμε πολλές αναφορές σε μικρέμπορους και τεχνίτες (χασάπηδες, τσαγκάρηδες), αλλά είναι ευκαιριακές· αντιμετωπίζονται σαν άτομα (μερακλήδες) και όχι σαν τάξη. «Είμαι γω το μαναβάκι, όλο σκέρτσο και μεράκι» λέει ο Μπαγιαντέρας. Αλλού ο εργάτης υπόσχεται στην καλή του μια πλούσια ζωή:

Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου
πες της μάνας σου πως θέλω να σε κάνω ταίρι μου

«Εργάτης τιμημένος», του Τούντα.

Υπάρχουν και μερικά δείγματα διαφορετικής αντιμετώπισης, όπως «Η μόρτισσα η Κική» του Τούντα πως «μέσα στην τίμια εργατιά βρίσκεις τα πιο καλά παιδιά», όπως επίσης οι ρωμαλέοι στίχοι στον γνωστό «Θερμαστή» του Γιώργου Μπάτη, και τέλος το «περίεργο» του Μάρκου, που φυσικά δεν δισκογραφήθηκε:

Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι

(και όπου ο Μάρκος θαυμάζει επίσης τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, δηλαδή τους πολιτικούς «με πυγμή»).

Αν και εδώ οι εργάτες αντιμετωπίζονται σαν τάξη, αυτά δεν είναι παρά δείγματα του δρόμου που έμελλε ν’ ανοίξει. Ο ρεμπέτης δεν έχει προς το παρόν πλησιάσει τον εργάτη. Ο πλάνης βίος, οι μικροκομπίνες, η πιάτσα δεν συναρτώνται με το εργοστάσιο — το πολύ πολύ με την οικοδομή. Υπάρχουν και αντίθετα δείγματα, άλλωστε, τραγούδια που «υμνούν» την τεμπελιά, όπως ο πιο κάτω αυτοσχεδιασμός:

Με μαχαιρώσαν στην κοιλιά και μόνο από τεμπελιά
                γιατί αν σηκωνόμουνα δεν θα μαχαιρωνόμουνα

(Παραλλαγή στα «Λεμονάδικα»)

Μετά τον πόλεμο, αντίθετα, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Όχι μόνο η εργατιά πλησιάζει το ρεμπέτικο, αλλά, πολύ περισσότερο, ο ρεμπέτης βλέπει στον εργάτη ένα πρότυπο.

Για να γίνει αυτή η μεταστροφή πιο καθαρή θα παραθέσουμε δυο περιπτώσεις «απάρνησης» της μάγκικης ζωής· στην πρώτη, την προπολεμική, ο «Αλάνης» του Γενίτσαρη βαρεθηκε τη μαγκια, θέλει ησυχία και προσβλέπει σε πλούτη:

Γι’ αυτό τη μόρτικια ζωή θα τήνε παρατήσω
θα γίνω αρχοντόπαιδο τον κόσμο να γνωρίσω (1937)

ενώ ο μεταπολεμικός μάγκας θρηνεί που δεν μπορεί να φτάσει την απλή, τίμια ζωή του εργάτη:

Κοίτα να βρεις ένα παιδί εργατικό
να παντρευτείς κι ευτυχισμένη πια να ζήσεις
εγώ επήρα πια το δρόμο τον κακό
και δεν αξίζει ένα ρεμάλι ν’ αγαπήσεις.

(«Της αμαρτίας το σκαλί», Καλδάρας)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιουτουμπάκια, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , | 106 Σχόλια »

Ρεμπέτες, μάγκες και κοινωνία

Posted by sarant στο 18 Απριλίου, 2019

Θα δημοσιεύσω σήμερα το πρώτο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητο αφού βλέπω πως έχει αναδημοσιευτεί κάμποσες φορές -ωστόσο, δεν το έχω περιέργως δημοσιεύσει στο ιστολόγιο.

Αποφάσισα σήμερα να δημοσιεύσω το πρώτο μέρος μια και είναι αρκετά εκτενές, και κάποια άλλη στιγμή θα βάλω και το δεύτερο μέρος. Θα το αναδημοσιεύσω εδώ χωρίς αλλαγές, με εξαίρεση τους τίτλους των τραγουδιών και μια επισήμανση λάθους, ενώ επίσης έχω προσθέσει λινκ προς τα τραγούδια που εξετάζονται (σκέτα λινκ, για να μη βαρύνει το κείμενο). Χωρίς αλλαγές, παρόλο που δεν υιοθετώ κατ΄ανάγκη σήμερα όσα έγραφα πριν από 35 χρόνια. Άλλαξα όμως τον τίτλο, που ήταν το βαρύγδουπο «Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου», συν τοις άλλοις κλεμμένο από τον Στάθη Δαμιανάκο. Όσο για το περιεχόμενο, ας πούμε πως οι νέοι έχουν άγνοια κινδύνου, γι’ αυτό και κάνουν πράγματα που ωριμότεροι δεν τα κάνουν -αλλά να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη για την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται οι απόψεις. Κρίμα που δεν σχολιάζει πια στο ιστολόγιο ο Spatholouro, θα είχαν ενδιαφέρον τα σχόλιά του.

Τη σημερινή δημοσίευση την αφιερώνω στη μνήμη του Κώστα Χατζηδουλή, πρωτοπόρου μελετητή του ρεμπέτικου, που πήγε προχτές να βρει τον Τσιτσάνη και τους άλλους ρεμπέτες.

 

Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, σε τρεις συνέχειες, το 1984. Το ξαναδημοσιεύω σήμερα χωρίς να αλλάξω το παραμικρό.)

Τα δυο τρία τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο τραγούδι γνωρίζει μια πρωτοφανή όσο και στρεβλή άνθηση. Εκδίδονται δεκάδες δίσκοι με παλιές ηχογραφήσεις, αλλά και άλλοι τόσοι με επανεκτελέσεις -συχνά κακές ή άσκοπές- ενώ τα μαγαζιά με κομπανίες και τα «ρεμπετομπάρ» έχουν αποκτήσει επιδημικές διαστάσεις. Πολλοί θησαυρίζουν, πολλοί απλώς κάνουν τη δουλειά τους, μερικοί προσφέρουν αληθινά. Μέσα σ’ όλον αυτό τον «οργασμό», έχει ατονήσει η τάση για σοβαρή έρευνα πάνω στο ρεμπέτικο –τάση που υπήρχε μέχρι και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια- και οι παλιοί ρεμπέτες συχνά πεθαίνουν μέσα στη γενική αδιαφορία και οπωσδήποτε χωρίς να έχουν δώσει όσες μαρτυρίες θα μπορούσαν. Μια γρήγορη επισκόπηση των όσων έχουν κατά καιρούς γραφτεί ή ειπωθεί για το ρεμπέτικο αρκεί για να πείσει ότι, αν μη τι άλλο, επικρατεί μεγάλη σύγχυση γύρω απ’ το θέμα. Και ταυτόχρονα, πολλά δεν έχουν εξεταστεί καν, όπως ας πούμε  γλώσσα του ρεμπέτικου.

Εμείς θα προσπαθήσουμε παρακάτω να κάνουμε απλά μερικές εμπειρικές νύξεις γύρω απ’ το θέμα των αξιών και της κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου.

Το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγμένος ο ρεμπέτης της προπολεμικής περιόδου, είναι, κυρίως, το σινάφι, η ομάδα των ομοίων δηλαδή, ενώ ο χώρος στον οποίο κινείται είναι η πιάτσα. Εκεί μέσα, και μόνον εκεί, αισθάνεται οικεία ο ρεμπέτης.

Η ένταξη στο σινάφι σημαίνει αυτόχρημα την, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, απόρριψη των επίσημων θεσμών της κοινωνίας, ήδη απ’ την προεφηβική ηλικία.

Μ’ έστελνε η μανούλα μου – σχολειό για να πηγαίνω
και γω τραβούσα στο βουνό – με μάγκες να φουμέρνω

Ο Μάρκος μαθητής», Μάρκος, 1935)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιουτουμπάκια, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , | 100 Σχόλια »

Το μανιφέστο του Κόμματος της Μετριοπαθούς Προόδου εντός των Ορίων του Νόμου

Posted by sarant στο 10 Σεπτεμβρίου, 2017

Υπάρχει τέτοιο κόμμα; θα ρωτήσετε. Δεν ξέρω να υπάρχει τώρα, αλλά υπήρξε στο παρελθόν -όχι στην Ελλάδα όμως. Βέβαια, ιδρύθηκε για πλάκα, για κοροϊδία των εκλογών -για τρολάρισμα, θα λέγαμε σήμερα, αβάν λα λετρ βεβαίως διότι το κόμμα αυτό ιδρύθηκε πριν από εκατό και βάλε χρόνια, το 1911.

Και τι μας ενδιαφέρει; θα πείτε. Δικαίως θα το πείτε, αλλά ψυχή του κόμματος αυτού ήταν ένας από τους πιο λαμπρούς χιουμορίστες όλων των εποχών, ο μέγιστος Γιαροσλάβ Χάσεκ (1883-1923), ο πατέρας του Καλού Στρατιώτη Σβέικ, που περιέργως δεν του έχω αφιερώσει άρθρο του ιστολογίου. Ο Χάσεκ ήταν οικογενειακή μας αγάπη: θυμάμαι τον πατέρα μου και τον παππού μου να απαγγέλλουν από στήθους αποσπάσματά του. Τον Σβέικ τον διάβασα πρώτη φορά έφηβος και φοιτητής διάβασα και άλλα του Χάσεκ, στα ελληνικά ή τα αγγλικά, κι αργότερα αξιώθηκα να επιμεληθώ και μια μετάφραση διηγημάτων του.

Ο Χάσεκ ήταν αναρχικός και μποέμ (δυο φορές μποέμ, καθότι βοημός) και με την παρέα του ίδρυσαν το Κόμμα της Μετριοπαθούς Προόδου για να κοροϊδέψουν τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Δημοσιογράφος και διηγηματογράφος, πολέμησε στον μεγάλο πόλεμο, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ρώσους, και όπως πολλοί Τσέχοι αυτομόλησε στους Ρώσους και εντάχθηκε στην Τσεχική Λεγεώνα. Όταν όμως μετά την Οκτωβριανή επανάσταση η Λεγεώνα στράφηκε εναντίον των Μπολσεβίκων, ο Χάσεκ έφυγε (δεύτερη φορά αυτόμολος) και πήγε με τους Μπολσεβίκους. Πολέμησε στον ρωσικό εμφύλιο, κυρίως με την πένα του, και το 1920 επέστρεψε στην Πράγα, όπου πολλοί τον θεωρούσαν προδότη.

Αρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες τον Σβέικ, όμως η υγεία του είχε καταπονηθεί πολύ κι έτσι δεν μπόρεσε να τελειώσει το έργο -πέθανε πριν κλείσει τα σαράντα του χρόνια. Εκτός από το μισοτελειωμένο αριστούργημα, άφησε περίπου 1500 διηγήματα.

Πώς και θυμήθηκα τον Χάσεκ, θα πείτε. Πριν από μερικές μέρες, σε μια συζήτηση στο Φέισμπουκ, κάποιος άγνωστός μου θυμήθηκε το Κόμμα της Μετριοπαθούς Προόδου κτλ. αναφέροντας πως είχε διαβάσει το μανιφέστο του (αυτό που θα δείτε) πριν από πολλά χρόνια σε κάποιο περιοδικό. Έτσι το θυμήθηκα κι εγώ κι έψαξα τα κιτάπια μου και το βρήκα. Το διήγημα το είχα μεταφράσει από τα αγγλικά και είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 36-38 του περιοδικού Πολιτιστική, του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, το 1986.

Καναδυό χρόνια αργότερα ασχολήθηκα πιο πολύ με τον Χάσεκ, όταν επιμελήθηκα το βιβλίο «Τα μυστικά της παραμονής μου στη Ρωσία». Κακώς η Βιβλιονέτ λέει ότι είναι δική μου η μετάφραση -εγώ έκανα θεώρηση της μετάφρασης που είχε κάνει ο Λυσίμαχος Παπαδόπουλος, πολιτικός πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία, και επιμέλεια του κειμένου. Τσέχικα δεν ήξερα βέβαια, αλλά είχα νεανική άγνοια κινδύνου κι έπειτα το πρόβλημα στη μετάφραση ήταν κυρίως τα κάπως σκουριασμένα ελληνικά εξαιτίας της αναγκαστικής υπερορίας του μεταφραστή. Είχα ως βοήθημα την αγγλική μετάφραση σε πολλά από τα διηγήματα, αλλά επειδή σε κάποια σημεία είχα αμφιβολία ζήτησα τη βοήθεια του φίλου μου Γιώργου Κ. που τον είχα γνωρίσει στον στρατό. Αυτός είχε σπουδάσει στην Πράγα και ήξερε τσέχικα. Τελικά το βιβλίο βγήκε πολύ καλό, αν το βρείτε να το πάρετε.

Κατά σατανική σύμπτωση, προχτές επικοινώνησε μαζί μου ύστερα από τόσα χρόνια ο παλιός φίλος ο Γιώργος Κ., που άκουσε τον κουμπάρο του να λέει ότι διαβάζει καθημερινά το ιστολόγιό μας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Μεταφραστικά, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , | 80 Σχόλια »

Ο κόκκινος σκούφος, διήγημα του Δημήτρη Σπύρου

Posted by sarant στο 5 Φεβρουαρίου, 2012

Στο ταχτικό λογοτεχνικό κυριακάτικο ραντεβού μας θα  δημοσιεύσω σήμερα το διήγημα του Δημήτρη Σπύρου «Καφενείο ‘Ο κόκκινος σκούφος'», που αναφέρεται στον Βόλο των αρχών του 20ού αιώνα, της εποχής των πρώτων εργατικών κινήσεων αλλά και του σκανδάλου των Αθεϊκών. Ο Δημήτρης Σπύρου είναι παλιός φίλος, που είχαμε χαθεί για πολύν καιρό και τελευταία ξαναβρεθήκαμε χάρη στο Διαδίκτυο και σχολιάζει και στο ιστολόγιο πότε-πότε. Έχει κάνει την πολύ καλή κινηματογραφική ταινία «Ο ψύλλος» (1985), και ασχολείται με τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία για νέους, με την ποίηση, με πολλά τέλος πάντων (εδώ βλέπετε μερικά πράγματα γι΄αυτόν, αλλά λείπουν οι ποιητικές του συλλογές).

Με τον Δημήτρη Σπύρου είχαμε συνεργαστεί εκεί γύρω στο 1984 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πολιτιστική». Από την Πολιτιστική μπορείτε να δείτε το διήγημά του «Εκτός θέματος» και το ποίημα «Φορώντας μια γραβάτα»

Τα Αθεϊκά του Βόλου είναι τα γεγονότα που οδήγησαν στο κλείσιμο του πρωτοποριακού Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου το 1911 που είχε ενοχλήσει τον Μητροπολίτη Δημητριάδος και άλλους σκοταδιστές της τοπικής κοινωνίας,  και στην άσκηση δίωξης ενάντια στον γιατρό Σαράτση, ιδρυτή του Παρθεναγωγείου, στον διευθυντή Αλ. Δελμούζο, αλλά και σε εργάτες συνδικαλιστές του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Η δίκη έγινε τρία χρόνια αργότερα, στο Ναύπλιο το 1914 και οδήγησε σε πανηγυρική αθώωση των κατηγορουμένων, οι οποίοι εξέδωσαν τα πρακτικά της δίκης το 1915. Τα επίσημα πρακτικά, μαζί με όλο το υλικό της δίκης, κατά τη μεταφορά του κιβωτίου από το Ναύπλιο στην Αθήνα χάθηκαν και η τύχη τους αγνοείται από τότε. Ο Δ. Σπύρου, απ’ όσο ξέρω, κάτι γράφει για αυτό το χαμένο κιβώτιο. Ας δούμε όμως το διήγημά του που δείχνει, θαρρώ, ολοκάθαρα τη θητεία του συγγραφέα στον κινηματογράφο:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αθησαύριστα, Γλωσσικό ζήτημα, Εργατικό κίνημα, Λογοτεχνία, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , | 64 Σχόλια »

Τότε που ο Αγγελόπουλος έγραφε κριτικές κινηματογράφου

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2012

Δεν έχω δει όλες τις ταινίες του Αγγελόπουλου, αλλά, σε αντίθεση με τα κλισέ, δεν θυμάμαι να έχω βαρεθεί σε κάποια απ’ όσες έχω δει. Θυμάμαι ότι βυθιζόμουν στην ομορφιά των κάδρων του, κάτι που όμως νομίζω ότι χρειάζεται μεγάλη οθόνη, δεν μεταφέρεται τόσο καλά στο γιουτούμπι. Αλλά με τον κινηματογράφο έχω διακόψει τις σχέσεις μου εδώ και πολλά χρόνια, οπότε δεν θεωρώ πως είμαι ειδικός να μιλήσω, ή τέλος πάντων ικανός να πω κάτι αξιοπρόσεχτο για τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο που τόσο άδικα έφυγε χτες από τη ζωή, όχι απλώς ακόμα δημιουργικός, αλλά πάνω στην πράξη της δημιουργίας. Οπότε, θα φωτίσω μιαν άλλη πτυχή της σταδιοδρομίας του, την εποχή που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έγραφε κριτικές κινηματογράφου.

Γεννημένος το 1935, ο Αγγελόπουλος άφησε τη Νομική στο πτυχίο, και το 1961 πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει κινηματογράφο, δουλεύοντας παράλληλα για να συντηρείται. Επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα το 1964 και, όπως λέει, τον σημάδεψε ότι ενώ βάδιζε αμέριμνος τον έπιασαν και τον έδειραν κάτι αστυνομικοί. Ίσως γι’ αυτό, όταν η Τόνια Μαρκετάκη τού πρότεινε να αναλάβει την κριτική κινηματογράφου στην αριστερή απογευματινή εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή», προς γενική έκπληξη (και του ιδίου, όπως λέει) δέχτηκε, αντί να επιστρέψει στο Παρίσι.

Βρήκα μερικές από τις τελευταίες κριτικές του Αγγελόπουλου στη Δημοκρατική Αλλαγή, γραμμένες τους πρώτους μήνες του 1967. Τότε, ο Αγγελόπουλος μοιραζόταν τη στήλη της κριτικής (κάθε Τρίτη) με τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Δεν ξέρω αν τα είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους, αλλά ο Ραφαηλίδης έκρινε κυρίως αμερικάνικες και σοβιετικές ταινίες, ενώ ο Αγγελόπουλος κυρίως ευρωπαϊκές (γαλλικές και ιταλικές δηλαδή) και ελληνικές. Διάλεξα να σας παρουσιάσω αυτούσιες δυο κριτικές, μιαν επαινετική και μια αρνητική. Στο τέλος, έχω απόσπασμα από μιαν άλλη κριτική και κάποια άλλα σχετικά με δυο πράγματα που γράφτηκαν σήμερα στον αστερισμό των ελληνικών μέσων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Γιουτουμπάκια, Εις μνήμην, Κινηματογράφος, Πρόσφατη ιστορία | Με ετικέτα: , , , , | 158 Σχόλια »

Στη μνήμη του Αντώνη Στεμνή (1952-2006) και της Πολιτιστικής

Posted by sarant στο 17 Ιανουαρίου, 2010

Σαν αύριο πριν από τέσσερα χρόνια, στις 18 Ιανουαρίου 2006, πέθανε από καρκίνο ο Αντώνης Στεμνής. Ο Στεμνής (παίρνω στοιχεία από τη νεκρολογία του στον Ριζοσπάστη) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Οκτωβρίου 1952, δούλεψε από μικρός σε διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα και σπούδασε στη Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συμμετείχε στην πρώτη αντιδικτατορική φοιτητική κίνηση, την προσφυγή των 42 φοιτητών της Νομικής στο πρωτοδικείο κατά του διορισμένου από τη χούντα διοικητικού συμβουλίου του φοιτητικού συλλόγου της σχολής (1972), στις αντιδικτατορικές φοιτητικές εκδηλώσεις και διαδηλώσεις, συνελήφθη, κρατήθηκε και βασανίστηκε στην Ασφάλεια. Τις σπουδές του διέκοψε η δικτατορία με την αναγκαστική στράτευση φοιτητών το Φεβρουάριο του 1973. Από τα πρώτα στελέχη του αντιδικτατορικού φοιτητικού και του νεολαιίστικου κινήματος, μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΚΝΕ. Κρατήθηκε και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια στην ΕΣΑ Καβάλας, στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και στο ΚΕΣΑ. Πήρε ενεργό μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 και πέρασε στην παρανομία καταζητούμενος από ΕΣΑ και Ασφάλεια.

Μετά τη μεταπολίτευση, ο Στεμνής άνοιξε το βιβλιοπωλείο «Αντιπαράλληλα», που ήταν και ο τίτλος της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Αργότερα, δούλευε διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων, ενώ έγραφε διαρκώς ποιήματα. Έργα του: Αντιπαράλληλα (1974, 2η έκδ. 1976), Τραγούδια της ταξικής πάλης (1976), Ηλεκτρόνια (1976), Το μέταλλο της υπομονής (1976), Επιλογή από τη γερμανική ποίηση (1978), 26 Κουβανοί ποιητές (1982, 2η έκδ. 1982), Άνθρακας (1982), Αυτοκτονία (1982), Ακρωτήρια (1982), 50 Σοβιετικοί ποιητές (1983), Συμπαντική (μετά θάνατο, 2006).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Εις μνήμην, Λογοτεχνία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 32 Σχόλια »