Θα δημοσιεύσω σήμερα το δεύτερο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητο αφού βλέπω πως έχει αναδημοσιευτεί κάμποσες φορές -ωστόσο, δεν το έχω περιέργως δημοσιεύσει στο ιστολόγιο.
Το πρώτο μέρος το είχα δημοσιεύσει πριν από ενάμιση χρόνο, εδώ. Σήμερα δημοσιεύω το δεύτερο μέρος. Το αναδημοσιεύω εδώ χωρίς αλλαγές, με εξαίρεση τους τίτλους των τραγουδιών, ενώ επίσης έχω προσθέσει ορισμένα λινκ προς τα τραγούδια που εξετάζονται (σκέτα λινκ, για να μη βαρύνει το κείμενο). Προσθέτω ένα υστερόγραφο και κατά τα άλλα κάνω μόνο διευκρινιστικές αλλαγές, παρόλο που δεν υιοθετώ κατ΄ανάγκη σήμερα όσα έγραφα πριν από 35 χρόνια. Άλλαξα όμως τον τίτλο, που ήταν το βαρύγδουπο «Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου», συν τοις άλλοις κλεμμένο από τον Στάθη Δαμιανάκο. Όσο για το περιεχόμενο, ας πούμε πως οι νέοι έχουν άγνοια κινδύνου, γι’ αυτό και κάνουν πράγματα που ωριμότεροι δεν τα κάνουν -αλλά να ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη για την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται οι απόψεις. Κρίμα που δεν σχολιάζει πια στο ιστολόγιο ο Spatholouro, θα είχαν ενδιαφέρον τα σχόλιά του.
Ρεμπέτικο, εργασία, οικογένεια και έρωτας
Πολλοί παρομοιάζουν το ρεμπέτικο με το μπλουζ. Ομοιότητες ίσως υπάρχουν πολλές. Κατά τη γνώμη μας, μια απ’ τις διαφορές ανάμεσα στο μπλουζ (και γενικότερα το αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι) και στο δικό μας προπολεμικό ρεμπέτικο, διαφορά που αναντίρρητα οφείλεται στο διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος στις δυο χώρες, είναι η στάση απέναντι στην εργασία. Ενώ το αμερικάνικο λαϊκό ήταν εργατικό, μαχητικό τραγούδι, στο προπολεμικό ρεμπέτικο το εργοστάσιο είναι άγνωστη λέξη. Έχουμε πολλές αναφορές σε μικρέμπορους και τεχνίτες (χασάπηδες, τσαγκάρηδες), αλλά είναι ευκαιριακές· αντιμετωπίζονται σαν άτομα (μερακλήδες) και όχι σαν τάξη. «Είμαι γω το μαναβάκι, όλο σκέρτσο και μεράκι» λέει ο Μπαγιαντέρας. Αλλού ο εργάτης υπόσχεται στην καλή του μια πλούσια ζωή:
Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου
πες της μάνας σου πως θέλω να σε κάνω ταίρι μου
«Εργάτης τιμημένος», του Τούντα.
Υπάρχουν και μερικά δείγματα διαφορετικής αντιμετώπισης, όπως «Η μόρτισσα η Κική» του Τούντα πως «μέσα στην τίμια εργατιά βρίσκεις τα πιο καλά παιδιά», όπως επίσης οι ρωμαλέοι στίχοι στον γνωστό «Θερμαστή» του Γιώργου Μπάτη, και τέλος το «περίεργο» του Μάρκου, που φυσικά δεν δισκογραφήθηκε:
Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι
όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι
(και όπου ο Μάρκος θαυμάζει επίσης τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, δηλαδή τους πολιτικούς «με πυγμή»).
Αν και εδώ οι εργάτες αντιμετωπίζονται σαν τάξη, αυτά δεν είναι παρά δείγματα του δρόμου που έμελλε ν’ ανοίξει. Ο ρεμπέτης δεν έχει προς το παρόν πλησιάσει τον εργάτη. Ο πλάνης βίος, οι μικροκομπίνες, η πιάτσα δεν συναρτώνται με το εργοστάσιο — το πολύ πολύ με την οικοδομή. Υπάρχουν και αντίθετα δείγματα, άλλωστε, τραγούδια που «υμνούν» την τεμπελιά, όπως ο πιο κάτω αυτοσχεδιασμός:
Με μαχαιρώσαν στην κοιλιά και μόνο από τεμπελιά
γιατί αν σηκωνόμουνα δεν θα μαχαιρωνόμουνα
(Παραλλαγή στα «Λεμονάδικα»)
Μετά τον πόλεμο, αντίθετα, η εικόνα αλλάζει ριζικά. Όχι μόνο η εργατιά πλησιάζει το ρεμπέτικο, αλλά, πολύ περισσότερο, ο ρεμπέτης βλέπει στον εργάτη ένα πρότυπο.
Για να γίνει αυτή η μεταστροφή πιο καθαρή θα παραθέσουμε δυο περιπτώσεις «απάρνησης» της μάγκικης ζωής· στην πρώτη, την προπολεμική, ο «Αλάνης» του Γενίτσαρη βαρεθηκε τη μαγκια, θέλει ησυχία και προσβλέπει σε πλούτη:
Γι’ αυτό τη μόρτικια ζωή θα τήνε παρατήσω
θα γίνω αρχοντόπαιδο τον κόσμο να γνωρίσω (1937)
ενώ ο μεταπολεμικός μάγκας θρηνεί που δεν μπορεί να φτάσει την απλή, τίμια ζωή του εργάτη:
Κοίτα να βρεις ένα παιδί εργατικό
να παντρευτείς κι ευτυχισμένη πια να ζήσεις
εγώ επήρα πια το δρόμο τον κακό
και δεν αξίζει ένα ρεμάλι ν’ αγαπήσεις.
(«Της αμαρτίας το σκαλί», Καλδάρας)