Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Η Νοσταλγία του Γιάννη, ένα αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη (;)

Posted by sarant στο 15 Ιουλίου, 2012


Το σημερινό άρθρο το παρουσιάζω με αρκετή συγκίνηση, διότι πρόκειται να διαβάσετε ένα διήγημα που κατά πάσα πιθανότητα (το τονίζω) είναι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυθεντικό ή ελαφρώς διασκευασμένο, που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο, δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά έκδοση των Απάντων του, ούτε τη μνημειώδη τελευταία έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (εκδ. Δόμος)· δηλαδή πρόκειται για ένα αθησαύριστο διήγημα, που οι παπαδιαμαντολόγοι ήξεραν την ύπαρξή του αλλά έως τώρα ελάνθανε.

Φωτογραφία της δημοσίευσης

Βέβαια, επειδή μου αρέσει να σκαλίζω παλιά χαρτιά και να βγάζω στην επιφάνεια άγνωστα ή δυσεύρετα λογοτεχνικά κείμενα, οι ταχτικοί αναγνώστες του ιστολογίου, ιδίως των κυριακάτικων δημοσιεύσεων, ίσως θυμούνται κι άλλα αθησαύριστα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί εδώ, όπως ένα ποίημα του Βάρναλη ή πολλά του Λαπαθιώτη (παράδειγμα). Αλλά με τον Παπαδιαμάντη το πράγμα διαφέρει· επειδή ακριβώς έχουν πάνω του εργαστεί πολλοί και δεινοί φιλόλογοι, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο φαινόμενο να βγαίνει στην επιφάνεια άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη.

Για την ακρίβεια, τις τελευταίες δεκαετίες ένα μόνο άγνωστο διήγημα έχει φανερωθεί, το Γιαλόξυλο, που το ανακάλυψε ο Β. Τωμαδάκης το 2007 και αρχικά είχε δημοσιευτεί στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημ. Πατρίς (25.12.1905). Επομένως, το αθησαύριστο που θα διαβάσετε, αν επιβεβαιωθεί, θα είναι το δεύτερο του είδους· κι αν πάρουμε υπόψη μας τη θέση του Παπαδιαμάντη στη γραμματεία μας, το σημερινό εύρημα δεν είναι μικρό πράμα και αισθάνομαι ότι αποτελεί το κόσμημα της συλλογής μου των αθησαύριστων, έστω κι αν το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερά του. Παπαδιαμάντης είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε. (Επειδή αναγκαστικά θα πω πολλά, αν θέλετε μπορείτε να τα παραλείψετε και να πάτε κατευθείαν στο διήγημα).

Το διήγημα λέγεται «Η νοσταλγία του Γιάννη». Ο τίτλος είναι γνωστός. Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων (από τις εκδόσεις Δόμος), ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα διηγήματα που παραμένουν ανεύρετα ενώ ξέρουμε την ύπαρξή τους από άλλες πηγές. Ένα από αυτά είναι και η Νοσταλγία του Γιάννη, που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αλήθεια, στις 25 και 26 Απριλίου 1906, της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως. η Αλήθεια εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1905 και ο Παπαδιαμάντης ήταν ταχτικός συνεργάτης της (όπως μαθαίνουμε από διαφημιστικές αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που σημαίνει ότι αν βρεθεί σώμα εκείνης της εποχής τίποτα δεν αποκλείει, στους 20 μήνες δημοσιεύσεων που δεν έχουν βρεθεί, να βρεθούν όχι ένα, αλλά πολλά ακόμα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…

Για τη Νοσταλγία του Γιάννη, το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν μια μαρτυρία σε περιοδικό του 1938, ότι ο Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του αποκόμματα του διηγήματος.

Το δικό μου εύρημα, αν υποτεθεί ότι αφορά το ίδιο διήγημα, δεν το βρήκα στην Αλήθεια, αλλά σε μια μεταγενέστερη πηγή, στο περιοδικό Οικογένεια, σε τεύχος του 1928. Η Οικογένεια ήταν λαϊκό περιοδικό που έβγαινε από το 1926 έως το 1934 (νομίζω). Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν, σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, που κράτησε περίπου ως το 1933, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν κάπως λαϊκότερη και αισθηματικότερη από το Μπουκέτο, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη (ενώ σε άλλες εποχές δημοσίευε απλώς μεταφρασμένη γαλλική λογοτεχνία χαμηλών αξιώσεων). Με το Μπουκέτο και την Οικογένεια έχουν συνεργαστεί πυκνά δυο αγαπημένοι μου λογοτέχνες, ο Ν. Λαπαθιώτης και ο Γ. Κοτζιούλας, ο οποίος μάλιστα επί σειρά ετών δούλευε κιόλας διορθωτής και μεταφραστής στα δυο περιοδικά (δείτε εδώ αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη).

Αλλά παρασύρθηκα, οπότε επιστρέφω στον Παπαδιαμάντη. Η δημοσίευση της Νοσταλγίας στην Οικογένεια δεν με παραξενεύει. Στο Μπουκέτο, το αδελφό περιοδικό, είχαν δημοσιευτεί στη δεκαετία του 1930 αρκετά τότε ανέκδοτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και μάλιστα η πρόσφατη ανακάλυψη αυτών των δημοσιεύσεων προκάλεσε έναν μικρό φιλολογικό καβγά, διότι ο Φ. Δημητρακόπουλος θεώρησε ότι οι αποκλίσεις των δημοσιεύσεων αυτών ως προς τα Άπαντα διασώζουν αυθεντικές γραφές του Παπαδιαμάντη ενώ ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος υποστήριξε (πειστικά κατά τη γνώμη μου) ότι οι αλλαγές οφείλονται στον επιμελητή του Μπουκέτου. Ή έτσι ή αλλιώς πάντως, τα έντυπα του Θεοδωρόπουλου ενδιαφέρονταν για το έργο του Παπαδιαμάντη.

Σε προηγούμενο τεύχος της Οικογένειας είχε δημοσιευτεί το (γνωστό) διήγημα του Παπαδιαμάντη «Οι δυο δράκοι», που τότε ήταν ανέκδοτο. Από την αντιπαραβολή με την πρώτη δημοσίευσή του βλέπουμε ότι η μεταφορά είναι πιστή έξω από ένα-δυο λαθάκια. Επίσης, η Οικογένεια την ίδια εποχή δημοσίευε, σε πολλές συνέχειες, το μυθιστόρημα «Ο Μαξιώτης» του Χολ Κέιν σε παπαδιαμαντική μετάφραση, αν και αγρίως διασκευασμένη. Όλα αυτά τα λέω για να τεκμηριώσω την υπόθεση ότι οι εκδότες του περιοδικού είχαν πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές του παπαδιαμαντικού έργου· άλλωστε, αγόραζαν «παλιά χαρτιά» και το διαφήμιζαν στα περιοδικά τους.

Κατά τη γνώμη μου, δεν χωράει αμφιβολία πως το διήγημα που θα διαβάσετε είναι του Παπαδιαμάντη, αν και δεν αποκλείω να έχει γίνει επέμβαση σε μερικά σημεία από τον επιμελητή του περιοδικού (να είναι ο Κοτζιούλας;) Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης στα άλλα του διηγήματα δεν γράφει «του μαγαζιού», όπως εδώ, αλλά «του μαγαζείου». Τέλος πάντων, στο τέλος παραθέτω πολλές ενδείξεις υπέρ και κατά της αυθεντικότητας του κειμένου, δείτε τις αν έχετε αντοχή. Επαναλαμβάνω πάντως ότι κατά τη δική μου εκτίμηση το διήγημα είναι αυθεντικό του Παπαδιαμάντη, με εξαίρεση λίγα σημεία όπου ίσως έχει επέμβει μεταγενέστερο χέρι. Αλλά δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος για τέτοιες εκτιμήσεις.

Το κείμενο το μεταγράφω σε μονοτονικό: και για πρακτικούς λόγους και επειδή πιστεύω ότι έτσι πρέπει να μεταγράφεται ο Παπαδιαμάντης (αν θέλετε το συζητάμε). Διατηρώ όμως κατ’ εξαίρεση την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Βέβαια, στην έκδοσή του ο Τριανταφυλλόπουλος έχει (και σωστά) εκσυγχρονίσει ενμέρει την παπαδιαμαντική ορθογραφία, οπότε π.χ. γράφει «ρέμα», ενώ ο Παπαδιαμάντης είχε θαρρώ στις πρώτες δημοσιεύσεις «ρέμμα», όπως και στο παρόν διήγημα. Θέλω να πω, ας μη δίνουμε μεγάλο βάρος στην ορθογραφία, δεν δείχνει κάτι για την αυθεντικότητα του κειμένου. Την πληκτρολόγηση την έκανε η Κατερίνα Περρωτή που την ευχαριστώ θερμά. Δεν κάνω καμιά διόρθωση στο κείμενο, π.χ. στη στίξη, επίσης κατ’ εξαίρεση.

Θα μπορούσα να δημοσιεύσω το διήγημα σε κάποιο από τα έντυπα με τα οποία συνεργάζομαι, αλλά προτίμησα το ιστολόγιο για δύο λόγους. Αφενός διότι εγώ δεν θεωρώ τη δημοσίευση στον Ιστό κατ’ ανάγκη υποδεέστερη της έντυπης δημοσίευσης· και αφετέρου διότι έκρινα ότι την έντυπη ανακοίνωση του διηγήματος, εφόσον βέβαια εκτιμήσει ότι όντως είναι παπαδιαμαντικό, έπρεπε να την κάνει ο άνθρωπος που τόσο μόχθησε επί δεκαετίες για να αναδείξει το έργο του Παπαδιαμάντη, ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, που άλλωστε έχει το δικό του οξύτατο αισθητήριο και τα δικά του εργαλεία για να κρίνει αν ένα κείμενο είναι του Παπαδιαμάντη ή όχι. Λοιπόν, έστειλα το σκαναρισμένο κείμενο σε ηλεμήνυμα στη Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, που θα το μελετήσει μαζί με τον πατέρα της και θα το δημοσιεύσουν σε κάποιο έντυπο, που ακόμα δεν ξέρω ποιο θα είναι.

Είπα πιο πάνω, κάπως αφυψηλού, ότι το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερα του Παπαδιαμάντη, είναι όμως αρκετά ενδιαφέρον. Αν είχα μια βδομάδα καιρό να το μελετήσω θα μπορούσα να γράψω πολλά, αλλά επειδή πνίγομαι με άλλα και επειδή την ανάλυση θα την κάνουν άλλοι αρμοδιότεροι, θα είμαι σχετικά σύντομος. Πάντως, η περιγραφή του οργανοπαίχτη και του πανηγυριού παραπέμπει στην ευδιάκριτη ομάδα των «γλεντζέδικων» διηγημάτων του Παπαδιαμάντη (σαν την Τρελή βραδιά, αλλά και πολλά άλλα), ενώ ο καημός των ζώων που έχασαν τον αφέντη τους θυμίζει το διήγημα «Ο Γαγάτος και τ’ άλογο», όπου και πάλι υπάρχει ένα άλογο που δουλεύει σε αλογόμυλο, όπως εδώ.

Η μορφή του Γιάννη του Λιοσαίου, του γέρου με τα παιδιάστικα φερσίματα, που πιότερο νοιάζεται για τα μουλάρια του παρά για τους ανθρώπους, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Κι αλλού στον Παπαδιαμάντη βρίσκουμε μορφές ανθρώπων που δεν έχουν συγγενείς, ούτε πολλές παρτίδες με τους άλλους ανθρώπους, αλλά αγαπούν πολύ τα ζώα τους (πρόχειρα σκέφτομαι τον Στάθη Μπόζα της Γλυκοφιλούσας ή τον πάτερ Νικόδημο του Βαρδιάνου), αλλά νομίζω ότι εδώ αυτό το χαρακτηριστικό διαγράφεται πολύ πιο καθαρά. Από τα πρόσωπα που κατονομάζονται, υπάρχει ένα, ο Σαραφιανός, που μνημονεύεται και σε άλλα έργα του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα δεν είναι μεγάλο (περί τις 1280 λέξεις), όμως δεν είναι και από τα μικρότερα του Παπαδιαμάντη (Η Νώενα έχει κάτω από 500 λέξεις, το Νάμι περί τις 750). Το τραγούδι που παραθέτει ο Παπαδιαμάντης δεν το έχω ξανακούσει και δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό, όποιος ξέρει κάτι περισσότερο ας πει.

Είπα ήδη πολλά, οπότε σταματάω και παραθέτω το διήγημα. Στο τέλος έχω μερικά σχόλια γλωσσικά ή μάλλον σημειώσεις συσχέτισης λέξεων και φράσεων του κειμένου με άλλα έργα του Παπαδιαμάντη. Μπορεί να μη συμμεριστείτε τη συγκίνησή μου, πάντα αυτός που βρίσκει κάτι το θεωρεί πολύ σημαντικό, αλλά πάντως διαβάζετε κάτι που ελάχιστοι (εν ζωή) έχουν διαβάσει.

(Προσθήκη: Ένας καλός φίλος έφτιαξε pdf με το διήγημα, που μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ)

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

– Δε μ’ λες Σαραφιανέ, τι κάνουν εκείνα τα μ’λάρια τ’ Γιάννη τ’ Αργαστιώτη;

Την ερώτησιν αυτήν απηύθυνε περιοδικώς ο Γιάννης ο Λιοσαίος εις τον Σαραφιανόν, τον φαιδρόν και ανοικτόκαρδον καταστηματάρχην  του ωραίου, σχεδόν εξοχικού μαγαζιού, του γερω Θωμαδάκη. Ο γέρων ήτο πατήρ του Σαραφιανού και ως μαγαζί εχρησίμευεν όλον σχεδόν το υπόγειον της ευρυχώρου οικίας, συνεχομένης με μέγα κήπον και αυλήν, παρά την εσχατιάν του χωρίου, και εχούσης προ αυτής μικράν πλατείαν με δύο τεραστίας πλατυφύλλους μωρέας.

Ο Σαραφιανός επροσπάθει με διαφόρους τρόπους να διασκεδάζη τας περιοδικάς ταύτας νοσταλγίας του μπάρμπα-Γιάννη του Λιοσαίου. Του προσέφερε τσιγάρον με καπνόν και με ολίγην μπαρούτην – όσον δια να γείνη ακίνδυνος μικρά έκρηξις, ικανή να τσιροφλίση τας τρίχας του μύστακος· τον εφίλευε τουρσί από ακρόδρυα  «πιμπιράμφον», στυφά και ευώδη υπόξινα, τον εκέρνα εντόπιον ρακί, και του έβαζε κρασί, όσον ήρκει δια να κάμη κέφι ο μπαρμπα-Γιάννης. Διότι ευκόλως έπαιρνε φωτιά. Με δυο ποτήρια ήταν ικανός να φουσκώση την γκάιδα και ν’αρχίση να χορεύη ολομόναχος τον βουκολικόν, υποκάτω από τας ολοπράσινας μωρέας, κατέμπροσθεν του μαγαζιού.

Είνε αληθές ότι, όσον εύκολα ευθυμούσε, τόσον γρήγορα εχόλιαζε. Μέσα εις την ολοφούσκωτην γκάιδαν έπλεεν η ευθυμία, εις τον πάτω της γκάιδας, αντηχούσης με γογγυσμό, η δυσθυμία εφώλευεν. Εις όλην την ζωήν του σχεδόν, άλλο επάγγελμα δεν είχεν, ειμή να είνε παραγυιός – κοπέλλι – του Γιάννη του Αργαστιώτη, του μυλωνά. Αλλά διά την ακρίβειαν,  παραπάνω από 15 φορές υπήρξε παραγυιός του, και παραπάνω από 15 φορές του έφευγε μέσ’ στη μέση και τον άφηνε μάρμαρο. Ήτο στραβόξυλον. Εις το γόνα το έτρωγε το ψωμί.

Εις την ελαχίστην αφορμήν εθύμωνεν, εγκατέλειπε την εργασίαν κι’ έφευγεν.
Ήτο αυτός 15 χρόνια γεροντότερος από τον αφεντικό του, νέον άνθρωπον και πατέρα τέκνων· αυτός ήταν άγαμος, απόκληρος, ακτήμων. Δεν είχε «στον ήλιο μοίρα».
Τότε, αφού το δαιμόνιον της μελαγχολίας εξεθύμαινε κάπως, μετά μίαν ή δύο ημέρας επέρνα από το μαγαζί του Σαραφιανού και με θλιβερόν τόνον τον ηρώτα:

– Δε μ’ λες, τι κάνουν εκείνα τα μ’λάρια τ’ Γιάννη τ’ Αργαστιώτη;

 ***

Βεβαίως τα επονούσεν ο μπαρμπα-Γιάννης τα μουλάρια εκείνα. Κι’ εκείνα τον εγνώριζαν και τον εκτιμούσαν πολύ. Ήσαν ο Αράπης, εν αλογάκι μαύρον, πολύ τρελλόν, και το οποίον δεν εδέχετο άλλον άνθρωπον πλησίον του, ειμή τον αφέντην και τον Λιοσαίον. Η Μούλα μεγαλόσωμος, ρωμαλέα με κοκκινωπόν τρίχωμα, και το Μελαψί, το χαϊδευμένον της κυράς του. Όλα ήσαν πολυβασανισμένα από την βαρείαν και μονότονον εργασίαν του αλογομύλου και ήσαν νευροπαθή και οξύχολα, όσον και ο Γιάννης ο Λιοσαίος.

 ***

      Μιαν χρονιάν, τας ημέρας του Πάσχα, και πάλιν ο Γιάννης είχε δραπετεύσει από τον μύλον.  Ο Σαραφιανός τού έλεγε:

– Δεν κάθησες τουλάχιστον να φας τ’ αρνί;

– Δεν με μέλλει για τ’ αρνί, απήντησεν ο Λιοσαίος. Λυπάμαι εκείνα τα ζα…

Την Δευτέραν και Τρίτην του Πάσχα, ακόμη και την Παρασκευήν της Ζωοδόχου Πηγής, οπότε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, και την Κυριακήν του Θωμά, ότε η εκκλησία ψάλλει «Σήμερον έαρ μυρίζει και καινή κτίσις χορεύει» ο Γιάννης ο Λιοσαίος εχόρευε κι’ επήδα με την γκάιδα του, έξωθεν του μαγαζιού τού Θωμαδάκη, υπό το πυκνόν των μωρεών φύλλωμα. Και την ημέραν του Αγίου Γεωργίου – «ανέτειλε το έαρ δεύτε ευωχηθώμεν…» –  είχε γίνει μεγάλη σύναξις, υπό τα πελώρια δέντρα, ανδρών και παιδίων και μικρών κορασίων, δια ν’ απολαύσουν το θέαμα των αιπολικών χορών του Γιάννη και ολίγων άλλων αγροδιαίτων νέων και πανηγυριστών, κατελθόντων την δείλην από το βουνόν, όπου είχεν εορτασθή εις το εξωκκλήσιόν του ο Άγιος.

Ο Λιοσαίος όλος ένθους, εφύσα δαιμονιωδώς τον βαρύαυλον, εκβάλλων διατόρους βαρείς ήχους κι’ εγούρλωνε εκστατικά τα όμματα, αι παρειαί του και το στόμα του είχαν γίνει ένα με την γκάιδαν. Έψαυε με την πλάτην του τον κορμόν του δέντρου, αντεστήλωνε τον ένα του πόδα, έκαμπτε τον άλλον, κι’ επάλλετο όλος, σύμφωνα με τον ρυθμόν του μέλους, συνοδεύων τον εύθυμον πηδηκτόν χορόν των νεαρών σατυρίσκων του βουνού:

      Της μικρής ξανθής τα νάζια
      μώβαλαν πολλά μαράζια
Στο βουνό, στο μετερίζι,
Σκύβ’ η Αθούσα βοτανίζει,
κι’ η ποδιά της ανεμίζει…

Τα παιδιά, οι θεαταί της ψυχαγωγίας αυτής επευφήμουν, άλλα με παιδικήν ειρωνίαν και άλλα με αφελή θαυμασμόν τον χορόν και την μουσικήν ταύτην. Ο Σαραφιανός έφερνε γύρους ανάμεσα εις τον χορόν και τον όμιλον, έδιδε κέρματα εις τους χορευτάς κι’ έρριχνε πειράγματα εις τον Λιοσαίον.

– Ώμορφα, ώμορφα Γιάννη· κύτταξε μη σκάση η γκάιδα και τότε τι θα γίνουμε!

Αίφνης, την ώραν της δύσεως του ηλίου, μακρυνός θόρυβος ακούεται. Φαιδρά άσματα, των οποίων η ηχώ ήρχετο έξωθεν από τα λειβάδια, πλησιάζουσα ολονέν, άλλη πολυάριθμος παρέα, κατέρχεται από το βουνόν, επιστρέφουσα από την πανήγυριν του Αγίου Γεωργίου. Οι νέοι οι αποτελούντες αυτήν άλλοι πεζοί, άλλοι οχούμενοι επί οναρίων, φαιδροί, στεφανωμένοι με ρόδα και με παπαρούνες, με κλάδους πλατάνων και με φτέρες, πλησιάζουν εις τας δύο μωρέας, χαιρετίζουν, και άλλοι κάθηνται εις τους σανιδένιους πάγκους, άλλοι με ελεύθερον τρόπον πιάνονται εις τον ίδιον χορόν, της παρέας του Γιάννη του Λιοσαίου.

Ο είς τούτων βιάζει με θάρρος τον Γιάννη να πιασθή ο ίδιος εις τον χορόν, χωρίς ν’ αφίση την γκάιδαν, και με την δεξιάν χείρα να κρατή το όργανόν του, με την αριστεράν να κρατήται από την χείρα του ιδίου, όστις ετάχθη αυτός δεύτερος, και να τον «βγάλη στον κάβο» ήτοι να σύρη τον χορόν.

Ο Γιάννης γελών, εφιλοτιμήθη ν’ ανταποκριθή εις την ιδιοτροπίαν του ευθύμου νέου, κι επροσπάθει όπως ηδύνατο να φυσά την γκάιδα και να χορεύη άμα.

Αλλά μόλις έκαμε δύο γύρους, είς άλλος από τους πανηγυριστάς, τους νεωστί ελθόντας, όστις δεν έλαβε μέρος εις τον χορόν, επλησίασεν τον Λιοσαίον και του ωμίλησε με σιγανή φωνήν.

 ***

Αίφνης ο Γιάννης, αφήσας την χείρα του χορευτού, πετά την γκάιδαν κάτω, τρέχει και γίνεται άφαντος κατά τα λειβάδια. Οι παρεστώτες προς στιγμήν έμεινον άφωνοι από την έκπληξιν.

 ***

      Τι είχε συμβεί;

– Τι του είπες Γιώργη; είπεν εκείνος εκ των πανηγυριστών, όστις είχε βιάσει τον Λιοσαίον να πιασθή εις τον χορόν, προς τον άλλον, τον ομιλήσαντα εις το ους του Γιάννη.

– Του είπα τι εμάθαμε στον δρόμο.

– Και τι σ’ έμελλε;… Να τώρα μας χάλασες την διασκέδασι.

– Ημείς είδαμε και πάθαμε να τον βάλουμε στο καντίνι, είπε γελών ο Σαραφιανός. Είτα επέφερε:

– Μα τι τρέχει;

 ***

      Κατ’ εκείνην την στιγμήν ο Γιάννης ο Λιοσαίος είχε διατρέξει τα λειβάδια, τον πρώτον κάμπον έξω του χωριού, έφθασεν εις τα Βουρλίδια, την κοιλάδα, τρέχων το ρέμμα-ρέμμα, και ήρχισε να τρέχη εις το βουνόν τον ανήφορον. Όταν έφθασε εις τα μέρη εκείνα, τα λίαν γνωστά εις αυτόν, ήρχισε να συρίζη έν σύριγμα το οποίον εφαίνετο να απευθύνεται εις κάποιον ζων πλάσμα.

Είτα μετά το σύριγμα εφώναζε:

– Μούλα! ε, μούλα! σ σ σ σ σ, ε, Μούλα!

Μικρόν παραπονετικόν χρεμέτισμα απήντησεν εις την πρόσκλησιν ταύτην. Ο Γιάννης έτρεξε, και μετ’ ολίγον εντός μικράς χαράδρας εύρε δύο ζώα, τα οποία εφαίνοντο ότι αρτίως είχαν σταματήσει, ύστερ’ από βιαστικόν περπάτημα. Ήσαν κάθιδρα και ασθμαίνοντα.

Εδέχθησαν τον Γιάννη μετά προφανούς χαράς, τείναντα τας κεφαλάς και τους λαιμούς των εις θωπείαν.

Ήσαν η Μούλα και το Μελαψί, και τα δύο εκ των ζώων του αλογομύλου.

 ***

      Ιδού τι είχεν ειπεί ο Γιώργης εις τον Λιοσαίον.

– Τι κάθεσαι Γιάννη; Η Μούλα επηλάλησε… Έρριξε μια γυναίκα κάτω.

Ο Γιάννης δεν εζήτησε πλατυτέραν εξήγησιν, ήξευρεν ότι ο Γιάννης ο Αργαστιώτης μ’ όλην την οικογένειάν του, και με τα τρία μουλάρια του, ήτο πρώτος εις όλα τα πανηγύρια και πόσο μάλλον δεν θα επήγαινεν εις τον Άι-Γιώργη, του λεβέντη και καβαλλάρη την εορτήν; Ηννόησε λοιπόν ότι η Μούλα αναγκασθείσα να δεχθή ακουσίως βάρος ανθρώπων είχε ρίξει το φορτίον της και είχεν αποσκιρτήσει.

Δεν τον έμελλε τον Γιάννη διά το ανθρώπινον φορτίον, το οποίον είχε απορρίψει με μικρόν άλλως κίνδυνον το ζώον, τον έμελλε δια την Μούλαν, δια τον Αράπη και το Μιλαψί. Γι’ αυτό έτρεξε, έφθασε και ωδήγησε εις τον σταύλον των τα ζώα. Από τότε ο Γιάννης επανήλθε εις τον αλογόμυλον.

ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Γλωσσικά σχόλια στο κείμενο

Τα σχόλια που ακολουθούν έχουν κυρίως σκοπό να συσχετίσουν χαρακτηριστικές λέξεις και φράσεις του κειμένου με άλλα έργα του Παπαδιαμάντη, σαν νύξεις για την αυθεντικότητα του κειμένου. Βέβαια, αν μια έκφραση του διηγήματος δεν υπάρχει στο υπόλοιπο παπαδιαμαντικό έργο, αυτό δεν είναι αντένδειξη για την αυθεντικότητά του· ούτε είναι ασφα+λής ένδειξη αυθεντικότητας η χρήση κάποιων κοινών παπαδιαμαντικών τόπων.

* Δε μ’ λες: έτσι το βρίσκουμε γραμμένο στη Γυνή πλέουσα

* μ’λάρια: έτσι το βρίσκουμε γραμμένο στο Χριστό στο κάστρο

* Σαραφιανός: αναφέρεται και σε άλλα σκιαθίτικα διηγήματα του Ππδ. Στο «Για την περηφάνια» υπάρχει αναφορά στο «μαγαζί του Σαραφιανού»

* μαγαζιού: η χρήση αυτού του τύπου είναι ένδειξη διασκευής· ο Ππδ. έχει πάντοτε «μαγαζείου» αν και συνήθως κρατάει τον δημοτικό τύπο «μαγαζί» και τα «μαγαζιά».

* νοσταλγίαι: στον πληθυντικό, δεν υπάρχει στον Ππδ.

* μωρέας κατέμπροσθεν του μαγαζιού: πρβλ. πελωρία μορέα κατέμπροσθεν της απλωταριάς στον «Θάνατο κόρης»· γενικά η μουριά είναι πανταχού παρούσα στον Ππδ αλλά αυτό δεν λέει και πολλά αφού ήταν συχνότατο μοτίβο της εποχής.

* γκάιδα: αρκετές φορές στον Ππδ.

* διά να κάμη κέφι πρβλ. «έκαμνε κέφι» («Τα χέλια») και «έκαμε τόσον κέφι» («Τα συχαρίκια»)

* επροσπάθει: Ο Ππδ. χρησιμοποιεί αδιάφορα είτε αυτό τον τύπο είτε τον «προσεπάθει».

* παραγιός-κοπέλι: το να παρατίθενται μαζί, σαν συνώνυμα, είναι ισχυρή ένδειξη αυθεντικότητας, πρβλ. «το κοπέλι που είχε, τον παραγυιόν του»  (Αγάπη στον κρεμνόν), ή «οι παραγυιοί, τα κοπέλια των αιγοβοσκών» στα Ρόδινα ακρογιάλια

* μέσ’ στη μέση (έφυγε, τον άφησε): η έκφραση υπάρχει στον Ππδ. π.χ. Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μια δουλειά, κι ύστερα σ᾽ αφήνουν μες στη μέση! (Λαμπριάτικος ψάλτης) και στον Πανταρώτα «μίαν πρωίαν του έφυγε και τον άφησε ‘μες στη μέση’».

* τον άφηνε μάρμαρο: δεν υπάρχει στον Ππδ.

* στραβόξυλον: δεν υπάρχει στον Ππδ. με τη μεταφορική σημασία (υπάρχει μόνο με την κυριολεκτική, σε ναυπηγικά συμφραζόμενα).

* εις το γόνα το έτρωγε το ψωμί· το «γόνα» είναι ο παπαδιαμαντικός τύπος, αλλά η έκφραση δεν υπάρχει στο έργο του Ππδ. Όμως, είναι καταγραμμένη ως σκιαθίτικη έκφραση στο έργο του Ρήγα (Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός) Σημαίνει ότι κάποιος δεν είναι άξιος εμπιστοσύνης, ότι εύκολα μετατρέπεται σε εχθρό. Επειδή δεν είναι διαδεδομένη έκφραση, αποτελεί ισχυρή ένδειξη.

* στον ήλιο μοίρα: Υπάρχει σε τέσσερα διηγήματα, τη μια φορά σε εισαγωγικά. Αλλά είναι γνωστή περίπτωση, αν κάποιος ήθελε να κατασκευάσει διήγημα σε ύφος παπαδιαμαντικό θα την χρησιμοποιούσε.

* δαιμόνιον της μελαγχολίας: πρβλ. δαιμόνιον της πολυπραγμοσύνης στον Βαρδιάνο.

* οξύχολα: δυο φορές οξύχολος σε άλλα διηγήματα (παράξενος, δριμύς, οξύχολος· θυμώδης, οξύχολος, δριμύς),

* νευροπαθής: η λέξη, που είναι σχετικά καινούργια (1870 πρώτη καταγραφή) υπάρχει στον Πανδρολόγο

* χαϊδευμένον αντί για χαϊδεμένον, αυτός είναι ο παπαδιαμαντικός τύπος, τρεις φορές σε άλλα διηγήματα.

* επονούσε με τη σημ. αγαπούσε, δυο φορές στον Ππδ.

* εχόρευε κι επήδα: πλάι-πλάι τα δυο ρήματα και στο Κουκούλωμα, και με την αντίστροφη σειρά στους Χαλασοχώρηδες.

* αιπολικοί χοροί πρβλ. αιπολικόν άσμα στα Ρόδινα ακρογιάλια. Αιπόλος είναι ο γιδοβοσκός.

* πανηγυριστές, πολύ συχνή λέξη στον Ππδ. αλλά ίσως αναμενόμενη

* χαρακτηριστική λέξη είναι το «αγροδίαιτοι νέοι» που το βρίσκουμε ακριβώς έτσι στα Μαύρα κούτσουρα ή «και οι άλλοι αγροδίαιτοι» στον Βαρδιάνο· ισχυρή ένδειξη.

* ένθους, υπάρχει στον Κοσμολαΐτη

* εκστατικά τα όμματα:  εκστατικά μάτια στο Άνθος του γιαλού

* δέντρου, δέντρων: αν και συνήθως ο Ππδ. γράφει «δένδρου, δένδρων», έχει χρησιμοποιήσει και τον δημοτικότερο τύπο, π.χ. στη Συντέκνισσα.

* των νεαρών σατυρίσκων του βουνού πρβλ. οι σατυρίσκοι της αγέλης του Φοραμπάλλα στο διήγ. «Κοινωνική αρμονία», για νεαρούς μόρτηδες

* με αφελή θαυμασμόν, ίδια έκφρ. στους Εμπόρους των εθνών

* τι θα γίνουμε: σαν προειδοποίηση για κακή εξέλιξη η έκφρ. υπάρχει στην Τύχη απ’ την Αμέρικα

* φαιδρά άσματα, ίδιο στην Υπηρέτρα

* να τον «βγάλει στον κάβο»: αυτούσια η έκφρ. δεν βρίσκεται στο παπαδιαμαντικό έργο, αλλά η λ. κάβος με τη σημασία του πρώτου που σέρνει τον χορό υπάρχει στους Χαλασοχώρηδες (και οδηγών αυτός τον κάβο ήρχισε τον χορόν).

* «βιάζει» με τη σημασία της έντονης παρακίνησης, συχνό στον Ππδ. χωρίς να αποτελεί ισχυρή ένδειξη

* παρεστώτες, αρκετές φορές στον Ππδ

* είδαμε και πάθαμε: υπάρχει (κι επάθαμε) στα Χριστούγεννα του τεμπέλη

* τον έβγαλαν στο καντίνι: δεν υπάρχει στον Ππδ.

* είτα επέφερε: συχνό στον Ππδ.

* εις τα Βουρλίδια, την κοιλάδα: σε άλλα τέσσερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε το τοπωνύμιο, τη μια φορά με επισήμανση ότι πρόκειται για «βαθεία κοιλάδα».

* το ρέμα-ρέμα: τουλάχιστον σε πέντε παπαδιαμαντικά διηγήματα, π.χ. στη Φόνισσα, Κατήλθε πάλιν το ρέμα-ρέμα εις τα οπίσω. Ισχυρή ένδειξη.

* αλογόμυλος: υπάρχει στον Γαγάτο και στα Φραγκλέικα

* η Μούλα επηλάλησε: το ρήμα αυτό, για υποζύγιο που ξεφεύγει τρέχοντας, υπάρχει στα Δαιμόνια στο ρέμα. Επίσης στον Γαγάτο ως μεταβατικό.

* πλατυτέραν εξήγησιν: δεν βρήκα την έκφραση στον Παπαδιαμάντη, υπάρχει πάντως σε εκκλησιαστικά κείμενα.

* είχεν αποσκιρτήσει: με τη σημασία του ζώου που φέυγει από τον αφέντη του, υπάρχει στο Όνειρο στο κύμα (για κατσίκια).

123 Σχόλια to “Η Νοσταλγία του Γιάννη, ένα αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη (;)”

  1. Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.

  2. τουκ α προ

  3. enthemata said

    Εύγε, ακάματε και χαλκέντερε, εργάτη του πνεύματος! Εύγε και πάλι εύγε, Νίκο!

  4. bernardina said

    Ξέρεις τη φράση «ρίγη συγκίνησης». Ε, αυτό!
    Δεν ξέρεις πόσο σε ζηλεύω (με την καλή έννοια 😀 ) και πόσο χαίρομαι για το διαμαντάκι που έφερες στο φως. Πάντα τέτοια, Νίκο!

    (Αλήθεια, τι σημαίνει πιμπιράμφον;)

  5. JS said

    Κάτι πολύ απλό που εσείς, οι περί τα λογοτεχνικά τυρβάζοντες θα γνωρίζετε:
    Υπάρχει καμιά αναλυτική μέθοδος σύγκρισης κειμένων που να αποφαίνεται αν ένα κείμενο ενός συγγραφέα είναι η όχι αυθεντικό;
    Σίγουρα θα πρέπει να υπάρχει κάτι σχετικό. Το φαντάζομαι να βασίζεται στην απόσταση d(A,B) μεταξύ δύο κειμένων A και Β, η οποία να ορίζεται από τη δομή τους (διαφορές μήκους φράσεων, λέξεων, χρήσης ρημάτων, επιρρημάτων, κλπ. κλπ). Αν μπορεί μια τέτοια απόσταση να οριστεί τότε θα είναι πολύ εύκολη η ταξινόμηση όλων των έργων ενός συγγραφέα, στην οποία ταξινόμηση τα μη αυθεντικά έργα του θα ξεχωρίζουν. Μια Ανάλυση Κυρίων Συνιστωσών λ.χ. όπου οι ομάδες των αυθεντικών και μη έργων του να είναι διακριτές σε δύο ή τρείς διαστάσεις.
    Ευχαριστώ

  6. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και τα καλά σας λόγια!

    5: Καλή ερώτηση. Κατά καιρούς έχω ακούσει για αλγόριθμους τέτοιους που λες, αλλά νομίζω ότι κάθε φορά φτιάχνονται ad hoc για τον κάθε συγκεκριμένο συγγραφέα δηλαδή, Πάντως, και για τους αρχαίους συγγραφείς δεν υπάρχει ομοφωνία σε όλες τις περιπτώσεις ψευδεπίγραφων.

  7. Νέο Kid Στο Block said

    Νίκο, είσαι τυχερός άνθρωπος! Πολύ τυχερός! Μόνο οι τυχεροί γίνονται τυμβωρύχοι σε τούτη την πλάση. Αλλά όχι τυμβωρύχοι που σκυλεύουν για να πλουτίσουν, αλλά από τους άλλους που ανασταίνουν νεκρούς. «Μπορεί να μη συμμεριστείτε τη συγκίνησή μου, πάντα αυτός που βρίσκει κάτι το θεωρεί πολύ σημαντικό, αλλά πάντως διαβάζετε κάτι που ελάχιστοι (εν ζωή) έχουν διαβάσει.» Μπορώ λίγο να συμμεριστώ τη συγκίνησή σου, είχα και γώ κάποτε ανακαλύψει ένα μικρό διαμάντι του παρελθόντος (όχι λογοτεχνικό και καθόλου άξιο αναφοράς ,ούτε γενικού ενδιαφέροντος, ήταν και σε μια «άλλη» ζωή που λες και σύ) .
    Τι μεγάλο πράμα που πρέπει να είναι το να στέκεσαι πρώτος μπροστά στο παλίμψηστο του Αρχιμήδη ή στον πάπυρο Rhind ή στις πινακίδες Plimpton ή στη στήλη της Ροζέτας ή στο μπαούλο του Πεσσόα!
    «Αναλογίζομαι καμιά φορά, με μια απόλαυση μελαγχολική πως αν κάποια μέρα, σ’ένα μέλλον στο οποίο εγώ πλέον δεν θα ανήκω, αυτές οι γραμμές που γράφω γνωρίσουν επαίνους και εγκώμια, θα έχω επιτέλους αποκτήσει ανθρώπους, μια οικογένεια αληθινή για να γεννηθώ και να αγαπηθώ στους κόλπους της. Προτού όμως γεννηθώ εκεί, θα έχω προ πολλού πεθάνει. Θα βρω κατανόηση μόνο ως είδωλο του εαυτού μου, όταν πια η ανθρώπινη θέρμη δεν μπορεί να αποζημιώσει το νεκρό για τη στοργή που στερήθηκε στη ζωή του.
    Μια μέρα ίσως καταλάβουν πως εκπλήρωσα, όπως κανένας άλλος, το εγγενές μου καθήκον να ερμηνεύσω ένα κομμάτι του αιώνα μας, κι όταν το καταλάβουν, θα γράψουν πως στον καιρό μου κανείς δεν με κατάλαβε, πως έζησα δυστυχισμένος μέσα στη γενική αδιαφορία και κρυάδα, και πως είναι μεγάλο κρίμα που μου συνέβη αυτό. Κι εκείνος που θα το γράψει αυτό, δεν θα μπορέσει να κατανοήσει τον ομόλογό μου της μελλοντικής εποχής, όπως κι εγώ δεν βρίσκω ανταπόκριση σ’αυτούς που με περιστοιχίζουν. Γιατί οι άνθρωποι μαθαίνουν μόνο για λογαριασμό των προγόνων τους, που έχουν ήδη πεθάνει. Μόνο στους νεκρούς ξέρουμε να διδάσκουμε τους αληθινούς νόμους της ζωής.»
    (Από «Το Βιβλίο της Ανησυχίας, του Μπερνάρντο Σουάρες, βοηθού λογιστή στη Λισαβώνα» του Φερνάντο Πεσσόα / Μετάφραση:ANNY ΣΠΥΡΑΚΟΥ, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ) (εννοείται οτι τυχόν μικρολαθάκια στη μεταφορά του κειμένου, βαραίνουν αποκλειστικά εμένα.)

    Μου φάνηκαν πολύ ταιριαστά (θα τολμούσα-με όσο θράσος και αυθαιρεσία θέλει να μου αποδοθεί- να πω ότι θα μπορούσε να τα έχει γράψει και ο Παπαδιαμάντης) τα αυτοβιογραφικά λόγια ενός από τα πάμπολλα alter ego («ετερώνυμους») του Πεσσόα.
    Στο πρόσωπό σου (μεταξύ αρκετών άλλων ασφαλώς) ο Παπαδ. έχει «..επιτέλους αποκτήσει ανθρώπους , μια οικογένεια αληθινή για να γεννηθώ και να αγαπηθώ στους κόλπους της. ..»
    Ευχαριστούμε!

  8. Kαλά, Νίκο, αν δεν «πνιγόσουν με άλλα», πόσα θα έγραφες; Και τον θυμάσαι όλο τον Παπαδιαμάντη απέξω, ή υπάρχει concordance («ταμιείον» λέγεται, νομίζω, στα ελληνικά, αλλά μόνον οι θεολόγοι θα το καταλάβαιναν) του έργου του; Πάντως είσαι απίστευτος!

  9. sarant said

    7-8: Α, ευχαριστώ πολύ, με κάνετε και κοκκινίζω!

    8: Άγγελε, παπαδιαμαντική κονκορντάνς δεν υπάρχει παρά μόνο για κύρια ονόματα και για δύσκολες λέξεις. Υπάρχει όμως το έργο του ονλάιν (papadiamantis.org), οπότε με το γκουγκλ βρίσκεις ό,τι θέλεις -πρέπει βέβαια να ξέρεις τι και πώς θα ψάξεις. Πάντως, μερικά τα θυμόμουν κι εγώ 🙂

  10. greekemigrant said

    Θερμα ευχαριστώ!!! Με απόλυτο σεβασμο στη δουλειά σου!

  11. Αρκεσινεύς said

    Νίκο, συγχαρητήρια και λίγο είναι.

    Επικροτώ και συνακολουθώ όλους που έγραψαν για όσα έγραψαν.

    Το διήγημα βέβαια δεν είναι το καλύτερο, αλλά το ευχαριστήθηκα.

    Οι πανηγυριστές παναϋριώτες στ’ αμοργιανά. Σε καμιά δεκαριά μέρες, αν θυμάσαι (-στε). Φέτος μετά από πολλά χρόνια θα είμαι εκεί.

  12. tourlot said

    Καλημέρα κι ευχαριστούμε. Η φωτογραφία της δημοσίευσης είναι μικρή και δεν μπορεί κάποιος να διαβάσει από κει κάποια αποσπάσματα του διηγήματος. Αν γινόταν να ανεβεί σε κανονικό μέγεθος κάποια στιγμή να την νταουνλοντάρουμε, αν λέω αν…διότι είμαστε ήδη ευγνώμονες.

  13. Τσούρης Βασίλειος said

    Θερμά συγχαρητήρια κι από μένα. Το «δέσιμο» των ανθρώπων με τα ζώα τους είναι πολύ μεγάλο και το έχουμε ζήσει όλοι στα χωριά που μεγαλώσαμε…
    Τι ωραία θα ήταν στην εφημερίδα να βλεπαμε διαφορετική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη γιατί απ΄όσο ξέρω υπάρχουν μόνο μία ή δύο…

  14. sarant said

    12: Η φωτογραφία επίτηδες είναι σε μικρό μέγεθος, αρκετό για να πιστοποιείται η δημοσίευση αλλά όχι αρκετό για να διαβάζεται γιατί ακόμα δεν έχει γίνει η έντυπη ανακοίνωση του διηγήματος.

  15. sarant said

    13: Δύο φωτογραφίες υπάρχουν οπότε δεν θα μπορούσε να μπει κάποια άλλη, άγνωστη.

  16. ΣοφίαΟικ said

    6: Ίσως το λογισμικό που χρησιμοποιο΄ν τα απνεπισ΄τημια για να πια΄σουν τους αντιγραφείς; Βέβαια ατό κοιτάζει για ολόκληρες φράσεις ίδιες, όχι για ύφος και μορφή.

  17. Immortalité said

    Νίκο διάβασα τον πρόλογό σου αλλά το διήγημα το αφήνω για το βράδυ. Να έχω χρόνο. Μπράβο και πάλι μπράβο! Όχι μόνο για την ανακάλυψη αλλά και για τον τρόπο που τη διαχειρίστηκες. Είσαι πολλώ λογιώ σπουδαίος!

  18. Αρκεσινεύς said

    «εις τον πάτω της γκάιδας». Νίκο, πώς δικαιολογείται η ορθογραφία; Κατά το πάτωμα;

  19. Κατερίνα Περρωτή said

    18. Γράφει και «του γέρω»! Θα έχουν την ίδια δικαιολόγηση υποθέτω!

  20. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα.

    18: Δεν δικαιολογείται, δεν το έχω ξαναδεί αλλού και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είναι του Παπαδιαμάντη, μπορεί απλώς να είναι τυπογραφικό λάθος, μπορεί ο στοιχειοθέτης να σκεφτόταν «κάτω». Ο Ππδ. χρησιμοποιεί συχνά τη λ., «πάτος», «στον πάτο» αλλά τη γράφει κανονικά.

  21. sarant said

    19: Όχι, ο τύπος «του γερω-τάδε» δικαιολογείται (υποτίθεται) από το «γέρων» και συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Στα Άπαντα, ο Τριανταφυλλόπουλος εκσυγχρονίζει σε «γερο-τάδε»

  22. Αρκεσινεύς said

    «είχε γίνει μεγάλη σύναξις, υπό τα πελώρια δέντρα, ανδρών και παιδίων και μικρών κορασίων, δια ν’ απολαύσουν το θέαμα των αιπολικών χορών του Γιάννη και ολίγων άλλων αγροδιαίτων νέων και πανηγυριστών».

    Γιατί απουσιάζουν οι γυναίκες;
    Γιατί δεν ειναι αναμενόμενο το «αγροδιαίτων νέων». Νομίζω πως το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για «Τα μαύρα κούτσουρα». Η λ. αφού απαντάται μάλιστα σε εκκλησιαστικό, ήταν οικεία στον Π.

  23. sarant said

    22: Κακή διατύπωση δική μου. Εννοούσα ότι το «πανηγυρισταί» θα το έγραφε οποιοσδήποτε είχε να περιγράψει μια τέτοια σκηνή, Ενώ το «αγροδίαιτοι» είναι πιο χαρακτηριστική παπαδιαμαντική λέξη και βλέποντάς την έχουμε ένδειξη πως το κείμενο είναι δικό του.

  24. Κατερίνα Περρωτή said

    22.Οι γυναίκες απουσιάζουν γιατί κάθονται στα σπίτια τους και περιμένουν τον άντρα τους! Τι δουλειά έχουν να τρέχουν στα πανηγύρια όπου υπάρχει πάντα η περίπτωση να …ξενοκοιτάξουν και να’χουμε δράματα?! Τα μικρά κορίτσια από την άλλη πρέπει να κυκλοφορήσουν -με μέτρο- για να’ρθουν τα προξενιά την επομενη μέρα!!!

  25. Νίκο θερμά συγχαρητήρια κι από μένα! Και χίλια ευχαριστώ για το μεγάλο αυτό δώρο που μας έκανες!

    Και φυσικά, όπως πολύ σωστά επισημαίνει κι η Ιμμόρ, ενδεικτικός του χαρακτήρα σου και του ήθους σου ο τρόπος που χειρίστηκες το όλο θέμα. Εύγε!

  26. @24: Κατερίνα μπράβο και σε σένα για την πληκτρολόγηση!

  27. Κατερίνα Περρωτή said

    26. Στέλιο μια απλή αντιγραφή έκανα εγώ! Ευχαριστώ πάντως!

  28. @27: Χιτς μπιρ σέι ντε(γ)ίλ! 🙂

  29. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ και για τα νεότερα!

    28: Ορίστε, συνεννοούνται συνωμοτικά και δεν τους καταλαβαίνουμε 🙂

  30. cchris74 said

    Νίκο ένα μπράβο και απο εμένα! Μόνο με δουλειά χτίζονται τα ονόματα και εσύ δουλεύεις πολύ.

  31. Νέο Kid Στο Block said

    Άνδρον της Μ.Ι.Τ γέγονε παρ’υμίν!!
    ΕΣΧΩΩΩΣ!!

    (ξέρω οτι το Άντρο ήταν πάντα Άντρο, αλλά το «Άνδρον» είναι πιο χάι, όσο να πείτε.. ) 🙂

  32. Νίκος Μαστρακούλης said

    Θερμά συγχαρητήρια, όμορφοι και γόνιμοι οι δρόμοι που βαδίζεις! Χίλια μπράβο, μας κάνεις όλους πλουσιότερους!

  33. nikos__alfa said

    Αγαπητέ Νικοκύρη θερμά συγχαρητήρια και ευχαριστούμε! 🙂

    Γιατί όμως να έχουμε αμφιβολίες για την πατρότητα του διηγήματος;
    Εάν υπήρχε αμφισβήτηση το 1928 με τη δημοσίευση στο «Οικογένεια», αυτήν που ανακάλυψες, δεν θα είχε ξεσπάσει θόρυβος, αντιδικίες, συγκρούσεις στον τύπο της εποχής, που κάποιος ευδιάκριτος απόηχος θα έφθανε και σ εμάς σήμερα;

  34. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα και με την ευκαιρία να βάλω και μια απορία μου.

    Έχει κανείς καμιά ιδέα τι να είναι ο «πιμπιράμφος», στη φράση: τον εφίλευε τουρσί από ακρόδρυα «πιμπιράμφον», στυφά και ευώδη υπόξινα,

    Στο απέναντι Πήλιο φτιάχνουν τουρσί από βλαστάρια αγριοφιστικιάς, τα λεγόμενα τσιτσίραβλα, που είναι εξαίρετος τσιπουρομεζές. Αλλά ο πιμπιράμφος;

  35. sarant said

    33: Δεν νομίζω να ήταν ποτέ τόσο επίκαιρο θέμα ο Παπαδιαμάντης. Θέλω να πω, όταν στο Μπουκέτο περίπου την ίδια εποχή δημοσιεύτηκαν διηγήματα του Ππδ. με επεμβάσεις (μικρές, μη νομίσεις ότι έγιναν αγνώριστα) και με έναν αλλαγμένο τίτλο δεν νομίζω να το σχολίασε κανείς.

  36. Αρκεσινεύς said

    Κατερίνα, κι από μένα ευχαριστώ για τη συμβολή σου, έστω τη μικρή, όπως την παρουσιάζεις.

    Οι παντρεμένες να μην ξενοκοιτούν, τα κορίτσια να είναι ελεύθερα, οι άντρες αν έτσι βρίσκουν ευκαιρία και τσιλημπουρδούν σε κανένα σοκάκι;
    Όχι δα και την άλλη μέρα. Πρέπει να μάθουν αν υπάρχει και πόση προίκα. Αυτή …προηγείται. Όχι βιαστικές δουλειές!

  37. Αρκεσινεύς said

    34.Νίκο, εμένα μου κάνει εντύπωση και η αιτιατική που χρησιμοποιείται. Εγώ θα περίμενα γενική.

  38. nikos__alfa said

    Φυσικά θα το έχεις σκεφθεί 100 φορές το ζήτημα, αλλά από τον τρόπο
    δημοσίευσης (και φωτο Ππδ) τουλάχιστον οι εκδότες δεν φαίνεται να έχουν καμία αμφιβολία και κανένα φόβο πως θα αμφισβητηθεί κάτι!
    Εν πάση περιπτώσει, ως λουρκίζων και απλός …ανθυποσχολιαστής στο εξαίρετο ιστολόγιο σας, έκανα μια υπόθεση, ίσως όπως φαίνεται, τραβηγμένη για τα δεδομένα της εποχής.

  39. Κατερίνα Περρωτή said

    35. Θα ήταν γνωστή η προίκα του κάθε κοριτσιού! Τότε, δεν χρειάζονταν να κυκλοφορήσουν, θα μου πεις!!!!

    Εμένα μου κάνει εντύπωση που η λέξη είναι σε εισαγωγικά. Μήπως έτσι έλεγαν στο χωριό τα ακρόδρυα? Δε φαντάζομαι να έλεγε η νοικοκυρά …Θα ήθελες λίγα ακρόδρυα τουρσί? Αλλά η πτώση? Βλακείες μάλλον λέω!

  40. ΠΑΝΟΣ said

    Μπράβο,Νίκο!
    Δεν μπορώ ,όμως,να μην σκεφτώ ότι μόνον οι ανησυχούντες γιά τη γλώσσα (όχι,απαραιτήτως,καραδεξιοί ή γερμανοτσολιάδες) μπορούν σήμερα να διαβάσουνΠαπαδιαμάντη,λόγω γλώσσας ,μα και πολλούς άλλους συγγραφείς τού παρελθόντος,γιά να μην πω και τού παρόντος…Η γλώσσα ,ναι,χίλιες φορές ναι! ,εξελίσσεται.Δεν θα έπρεπε, όμως ,να την διδασκόμαστε στα σχολεία ,ευρύτερα ,βαθύτερα και σφαιρικότερα.Αρκεί από το προνήπιο έως και το πανεπιστήμιο να διδασκόμαστε (γλωσσικώς) «δώσε μου το ποτήρι με το νερό»;.Φτάνει αυτό; Εγώ το έμαθα από την μάνα μου αυτό,όχι από τούς δασκάλους.Ως πολύ παλιότερος ,άααλλα έμαθα απ’ αυτούς και μπορώ να διαβάζω ανέτως Παπαδιαμάντη και άλλους πολλούς.Βέβαια, να προσθέσω, ότι δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η γλώσσα εξελίσσεται εντελώς από μόνη της,σαν αυτόνομο,μεταφυσικό ον,άνευ επεμβάσεων.Γίνονται και σκληρότατες μάλιστα,όχι πάντοτε για καλό…Πολύ παλιότερα, που διάβαζα τα έντυπα που εξέδιδε το ΚΚΕ,παρότι ήσαν γραμμένα στην γλώσσα τής «φαρδιάς και πλέριας κατανόησης»,μού ήταν απολύτως αδύνατον να κατανοήσω τα πάντα εκεί μέσα!
    (Σαν προβληματισμό θέτω τις σκέψεις αυτές,όχι εχθρικά,ούτε συντηρητικο-δεξιο-χριστιανικά.Κάθε άλλο!).

  41. Κατερίνα Περρωτή said

    Αλλα και πάλι τα «τσιτσίραβλα» που λέει ο Νίκος ταιριάζουν ηχητικά με τα «πιμπίραμφα»!!!!

  42. sarant said

    39: Τα ακρόδρυα είναι γενική ονομασία για τους καρπούς που έχουν ξυλώδες περίβλημα όταν ξεραθούν (μύγδαλα, καρύδια, φιστίκια κτλ.) Στο χωριό θα έλεγαν τον κάθε καρπό χωριστά.

    40: Πάνο, ο Ζουμπουλάκης είχε προτείνει στο τελευταίο παπαδιαμαντικό συνέδριο να μεταγλωττιστεί ο Παπαδιαμάντης και να εκδίδεται αντικριστά. Κάποτε αυτό θεωριόταν ιεροσυλία, αλλά η γλώσσα εξελίσσεται και η απομάκρυνση από τις παλιότερες μορφές ισχύει και για τη δημοτική π.χ. του Σολωμού, που δεν είμαι βέβαιος ότι διαβάζεται χωρίς γλωσσάρι.

    Για το «πλέρια» νομίζω ότι έχει στιγματιστεί άδικα. Ασφαλώς δεν είναι μόνο ή κυρίως λέξη των κουκουέδων ή των ψυχαρικών. Μαβίλης, Θεοτοκάς, Δημαράς, Τερζάκης και τόσοι άλλοι αυτόν τον τύπο χρησιμοποιούσαν. Δεν σου λέω Παλαμάς και Καζαντζάκης γιατί θα πεις ήταν μαλλιαροί.

    Πάντως, έτσι χάριν παιδιάς έκανα μια καταμέτρηση με το ψαχτήρι της Εθνικής Βιβλιοθήκης στους Ριζοσπάστες της περιόδου 1975-1983 και οι τύποι του «πλήρης» επικρατούν με αναλογία 10:1 ως προς τους τύπους του «πλέριος», ενώ το μεταφορικό «φαρδύς» είναι σχεδόν ανύπαρκτο. Στα χρόνια ως το 1936 βέβαια, ή μάλλον από το 1928 έως το 1936 πράγματι θα βρεις πάρα πολλά πλέρια και φαρδιά στον Ριζοσπάστη, όπως θα βρεις σε όλες τις εφημερίδες της εποχής τύπους που ξενίζουν σήμερα [Πάντως δεν σε είχα για τόσο παλιόν, να διαβάζεις εφημερίδες της δεκ.. του 1930 🙂 ]

    Συμφωνώ βέβαια ότι σήμερα ξενίζει το «πλέριος». Μπορεί να γράψω κάτι κάποτε.

  43. ppan said

    Συγχαρητήρια κι ευχαριστώ!! Κι εγώ το φυλάω για να το διαβάσω μετά όπως η Ιμόρ

  44. JS said

    5, 6β, 16:
    Κάτι πρέπει να υπάρχει, αλλά όπως συμβούλευα τους φοιτητές μου, καλύτερα να δώσουμε στη γκλάβα μας λίγο χρόνο μπας και κατεβάσει ανεπηρέαστα καμιά καλή ιδέα και μετά βλέπουμε στη βιβλιογραφία πως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα.
    Ετσι Σοφία και Νικοκύρη θα προσπαθήσω να φτιάξω μια μέθοδο που θα υπολογίζει την πιθανότητα ένα κείμενο (το σημερινό εν προκειμένω) να είναι αυθεντικό.
    Η μόνη βοήθεια που θα ήθελα είναι ποια κριτήρια για να γραδάρω την ταυτότητα ενεός συγγραφέως στο κείμενο; Όχι βέβαια αυτά που ανάφερα στο #5 ενδεικτικά. Για πεστε μου ποια μετρήσιμα χαρακτηριστικά ενός κειμένου αλλάζουν πολύ από συγγραφέα σε συγγραφέα, αλλά λίγο στα έργα του ιδίου συγγραφέως;

    Αυτά! Και να ορίσετε την τριμελή εξεταστική επιτροπή της πτυχιακής μου.
    Εξεταστική Σεπτεμβρίου, έ;

  45. Antonis said

    Ίσως είναι η καλλιτερη ιστοσελίδα που έχω ανταμώσει… Συγχαρητήρια!

  46. ΠΑΝΟΣ said

    # 42
    Νίκο,γιά την μεταγλώτισση έχω πολλές ενστάσεις,έως «αποκλείεται».Πιό απλό βρίσκω να διδάσκεται,η απλή καθαρεύουσα μαζί με τα αρχαία,αττικά κείμενα τα οποία ,ως επί το πολύ,είναι προσεγγίσιμα και εφόσον γίνεται καλά η διδασκαλία.Τονίζω:να διδάσκεται.Γιά μάθηση.Είναι κακό η μάθηση;Τα απλά τα μαθαίνουμε,στους δρόμους ,στο σπίτι,από τον μπακάλη,στο περίπτερο,από την μάνα μας,δεν χρειάζεται η διδασκαλία. Αυτές τις απόψεις υποστηρίζω.
    Έχουν ήδη μεταγλωτιστεί κείμενα ,όπως π.χ, η Πάπισσα Ιωάννα τού Ροΐδη και το αποτέλεσμα διόλου δεν μ’άρεσε.Άσε που διαβάζω το πρωτότυπο,οπότε οι γεύσεις τού ύφους και τα αρώματα τής γλώσσας είναι διαφορετικά,δίχως συντηρητικά.Πολύ πιό εύγευστα.Στο τέλος-τέλος όποιος θέλει να μεταφράζει τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ,ας γράψει δικά του κείμενα,εξίσου ωραία,σ’ όποια γλώσσα γουστάρει.(Δεν μιλάω γιά μη μετάφραση αρχαίων,αυτά παραείναι μακρινά).
    Τα κείμενα δεν είναι μόνον η ουσία των λεγομένων.Είναι και άλλα νοστιμώτατα πράγματα.Ύφος,ποιές λέξεις χρησιμοποιεί και διαλέγει ο συγγραφέας,διάταξη λέξεων, συντακτικό,χρόνοι.ακόμη και κόμματα και τελείες και τόσα άλλα ,που αναδεικνυουν το κείμενο.Αρκεί η ουσία; Λέω μιά φράση: όλοι κάποτε θα πεθάνουμε.Αρκεί;Αυτό είναι η ουσία.Παραλύουμε,όμως; Όχι.
    Το «μαλλιαροί» δεν θα το χρησιμοποιούσα ποτέ,αλλίμονο!! Άλλωστε μαλλιαρός είμαι κι εγώ ,κατά κάποιαν έννοια.Απλώς έχω διδαχτεί κάπως καλά τη γλώσσα.Δεν μού είναι γενικώς ξένη.Διδάχτηκα,έμαθα.Δεν είναι κακό.Αυτό,λέω.
    Τα κείμενα τού ΚΚΕ (μιλάω γιά ’75-’85) δεν μού ήσαν ακατανόητα λόγω αγνώστων λέξεων,αλλά εξαιτίας τού συντακτικού και τής ξύλινης γλώσσας.Τα αρνιοταν το είναι μου.
    Εννοείται ότι το «φαρδιά και πλέρια» τα χρησιμοποίησα επιθετικο-ειρωνικά.Ασφαλώς δεν τα χρησιμοποιούν σήμερα.

  47. gpoint said

    Συγχαρητήρια για την δημοσίευση. Κι εγώ πιστεύω πως θα έπρεπε να υπάρχει ένας τρόπος να διδάσκεται ο Παπαδιαμάντης στα σχολεία, Αλλα κείμενα του σε μεταγλώττιση και άλλα σε άλλες τάξεις στο πρωτότυπο μα τα τριάντα χρόνια που πέρασα στην εκπαίδευση δεν συνηγορούν για τέτοιες τομές, μόνο μέχρι καναδυό κείμενα για να καλύψουν το θέμα τους παίρνει. Εδώ δεν διδάσκουν ούτε τον Κ.Ο.Κ. ή στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, ο Παπαδιαμάντης ή ο Ομηρος θα τους μάραινε…Διδάσκουν όμως 12 συναπτά έτη θρησκευτικά και ο απόφοιτος λυκείου όταν πάει εκκλησία κοιτάζει τους διπλανούς του για να καταλάβει πότε πρέπει να κάνει τον σταυρό του !!

  48. Νίκο, τι ωραία βόμβα μεγατόνων είναι αυτό;
    Είχα πάρει τα βουνά από το πρωί και το βλέπω τώρα.
    Θα το διαβάσω αμέσως, αλλά θεώρησα ότι πρώτα έπρεπε να σ’ ευχαριστήσω.
    Για αθησαύριστο του Παπαδιαμάντη μιλάμε!

  49. sarant said

    45-48: Ευχαριστώ πολύ!

    46: Κι εμένα δεν μ’ άρεσε η μεταγλώττιση της Πάπισσας Ιωάννας κι έγραψα και άρθρο. Ωστόσο, αν μπει αντικριστά και το πρωτότυπο κείμενο, μόνο κέρδος βλέπω.

  50. […] Το σημερινό άρθρο το παρουσιάζω με αρκετή συγκίνηση, διότι πρόκειται να διαβάσετε ένα διήγημα που κατά πάσα πιθανότητα (το τονίζω) είναι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυθεντικό ή ελαφρώς διασκευασμέ…  […]

  51. cchris74 said

    40,42. Μια πρόταση θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή ενός μαθήματος πχ»μεσαιωνικά ελληνικά» σε όλο το γυμνάσιο σε συνδιασμό με την κατάργηση των αρχαίων. Τα αρχαία ελληνικά θα μπορούσαν να ξεκινούν στο λύκειο. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά θα μάθαιναν τα στάδια εξέλιξης της γλώσσας πιο ομαλά (αφού πιο εύκολα περνάς απο τα νέα στα μεσαιωνικά ελληνικά παρα στα αρχαία) και σίγουρα θα ήταν σε θέση απο το γυμνάσιο και μετά να διαβάζουν Παπαδιαμάντη χωρίς βοηθήματα και μεταφράσεις.

    Γιατί όταν διαπιστώνουμε μια εκπαιδευτική ανάγκη -πχ την εύκολη ανάγνωση και κατανόηση του Παπαδιαμάντη- να προτείνουμε ως λύσεις τις μεταφράσεις(τα «λυσάρια») και όχι προτάσεις βελτίωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος; Νομίζω οτι πρέπει να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε τα παλιά ελληνικά ως γερμανικά και ιταλικά.

  52. Νίκο. Η λέξη ρέκτης, βρίσκει στο πρόσωπό σου, το απόλυτο νόημά της.

    Θέλω αυτή τη στιγμή, αμέσως μετά την ανάγνωση του διηγήματος, να διατυπώσω κάποιες σκέψεις μου.
    Κατ’ αρχήν διευκρινίζω ότι δεν επιχειρώ να κάνω κάποια αισθητική αποτίμηση.
    Δεν γνωρίζω πότε γράφτηκε (το πότε δημοσιεύτηκε είναι τελείως διαφορετικό). Εντελώς αυθαίρετα, σχημάτισα την εντύπωση, ότι η «Νοσταλγία του Γιάννη», είναι το διήγημα που μας προαναγγέλλει τον «Ξεπεσμένο δερβίση».
    Φορέας που συνδέει την επαρχία με το άστυ, είναι η μουσική. Γκάιδα στην πρώτη περίπτωση, το γλυκύ και πράον νάι στη δεύτερη περίπτωση.
    Ο Γιάννης Λιοσαίος άγαμος, απόκληρος, ακτήμων. Ο δερβίσης άστεγος, ανέστιος, φερέοικος.
    Και στα δυο διηγήματα έχουμε τη μέθεξη μέσω της μουσικής.
    Ο ίδιος ο Λιοσαίος «…ευκόλως έπαιρνε φωτιά. Με δυο ποτηράκια ήταν ικανός να φουσκώση τη γκάιδα και ν’ αρχίση να χορεύη ολομόναχος τον βουκολικόν…Είναι αληθές ότι, όσον εύκολα ευθυμούσε, τόσον γρήγορα εχόλιαζε. Μέσα εις την ολοφούσκωτη γκάιδα έπλεεν η ευθυμία, εις τον πάτω της γκάιδας, αντηχούσε με γογγυσμό, η δυσθυμία εφώλευεν…».
    Όσο για το δερβίση το νάι ήταν η απόληξη του σώματός του, της ψυχής του, της σκέψης του.
    Εδώ η μουσική, ξεχνάμε ότι είναι τέχνη. Γίνεται ανθρώπινος λυγμός, μαζί με το τραγούδι: «Φωνή μετάρσιος, πραεία, μειλιχία, άδολος, λιγεία. Αναβαίνουσα, αναρριχωμένη, ελισσομένη, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον…»

    Αλλά βλέπω πως γίνεται σεντόνι και πρέπει να σταματήσω…Άσε που τελώ υπό την μέθη της ανάγνωσης του διηγήματος και πρέπει να ξεθολώσω…

    Σ’ ευχαριστώ Νίκο για το μεγάλο δώρο σου…

    Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ, που έλεγε κι ο ξεπεσμένος δερβίσης.

  53. Είσαι εκπληκτικός. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες

  54. sarant said

    51: Όταν είχε καταργηθεί η διδασκαλία των αρχαίων στο γυμνάσιο, διδασκόταν ένα μάθημα Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, μου λένε, και μου λένε οτι ήταν καλό.

  55. cchris74 said

    54. Σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον, όμως αυτό που εννοώ είναι ένα μάθημα γλώσσας με σκοπό την εξοικίωση των μαθητών με τη γλώσσα της εποχής 10ου-19ου αιώνα…καμιά ιστορική γραμματική ή αυτή της καθαρεύουσας του Τζάρτζανου…κάπως έτσι. Βέβαια δεν είμαι εκπαιδευτικός, το εκφράζω όπως το σκέπτομαι. Επίσης σίγουρα θεωρώ απαραίτητα τα αρχαία αλλά στο λύκειο. Φυσικά όλα τα παραπάνω θα είχαν το νόημα να δώσουν τη δυνατότητα στους μαθητές να μπορούν να καταλάβουν τα σημαντικά έργα της τότε εποχής και τίποτα άλλο, διότι για να καταλάβεις μια εποχή πιστεύω πρέπει να καταλαβαίνεις και να νιώθεις τη γλώσσα της.

    Στο διήγημα μου έκανε, εκτός των άλλων, εντύπωση η χρήση της λέξης «κοπέλλι» ως παραγιός, βοηθός. Στην Κρήτη νομίζω κοπέλι λένε μόνο το αγόρι. Επίσης ήξερα οτι το κοπέλι γράφεται με ένα «λ» και προέρχεται απο το ιταλικό copelo, γιατί ο Παπαδιαμάντης το γράφει με δύο, έχει καμιά άλλη μεσαιωνική προέλευση;

  56. Τί να πρωτοείπεις; συγχαίρω σας!
    «Θησαυρίζω», I treasure, ένα δροσερό
    παπαδιαμαντικό upskirt 🙂
    ….σκύβ’ η Αθούσα βοτανίζει,
    κι’ η ποδιά της ανεμίζει…


    Αν δεν είναι ,πάντως, του Παπαδιαμάντη,
    σίγουρα πρόκειται για παπαδιαμαντογενές.
    Από λίκνο Καθημερινής, του Παντελή Μπουκάλα
    για τα καβαφογενή
    http://wwk.kathimerini.gr/kath/edition/1999/22-06-1999.pdf σελ. 12
    Στον τόμο «Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη» εκδ. Κέδρος, 1991, ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος είχε συλλέξει παπαδιαμαντογενή κείμενα του Bάρναλη, του Kαραγάτση, του Λαπαθιώτη κ.ά

  57. Μαρία said

    54

    Όταν η χούντα γλωσσολογεί

    Τι ξετρύπωσες πάλι, ρε θηρίο! Θα το διαβάσω αργότερα με τη δροσιά.

  58. Πολύ δυνατό. Πολύ δυνατός.

    Γιάννης

  59. Έχασα κάποιο χρόνο μέχρι να σου γράψω κάτι γιατί έψαχνα την «Ιστορία της ελληνικής γλώσσας» του Δημήτρη Τομπαΐδη, να σκανάρω και να βάλω εδώ το εξώφυλλο. Δεν τη βρήκα. Ήταν το βιβλίο για το οποίο κάνεις λόγο στο 54.

    Γιάννης

  60. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα!

    Ναι, είχαμε συζητήσει λίγο για το βιβλίο του Τομπαΐδη.

  61. cchris74 said

    Ε όχι και χουντικό βιβλιο! Είπαμε να μην ξεχνάμε την ιστορία μας όχι να εθνικίζουμε.

  62. ppan said

    Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε την Εγκυκλοπαίδεια του Κομμητά 🙂

  63. sarant said

    61: Μπερδεύτηκες Κρις. Το βιβλίο του Τομπαΐδη, που ΔΕΝ είναι χουντικό, δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου στο οποίο λινκάρει το 57, αλλά είχε συζητηθεί στα σχόλια (όπου, όπως έχεις διαπιστώσει, η συζήτηση μπορεί να ξεστρατίσει). Το βιβλίο που λέμε χουντικό είναι η Εθνική γλώσσα. Και είναι ασφαλώς χουντικό, καραχουντικό μάλιστα.

  64. συγχαρητήρια γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀνακάλυψι! εὐχόμεθα νὰ τὸ ἰδοῦμε καὶ σὲ πολυτονικό!

  65. cchris74 said

    Α οκ, είπα και ‘γω; καλό βράδυ σε όλους απο εμένα και πάλι μπράβο Νίκο για το σημερινό διήγημα.

  66. 55 Ο Γιάννης προσεκολλήθη το πρώτον, ως κοπέλλι, πλησίον του γέρο- Στριαριώτη, ενός γεωργοκτηµατίου, εθήτευσεν, εδούλευσεν, έκαµε
    κλέµµατα και αρπάγµατα.

    Click to access ta-meta-thanaton-xoleriasmenh.pdf

    ….
    56
    upskirt = φουστανέμισμα (για την αμαρτάνουσα)
    φουσταπάνωμπάνισμα (για τον αμαρτάνοντα)

  67. cronopiusa said

    Ευχαριστούμε κύριε Σαραντάκο

    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Στα μάτια τα ψιχαλιστά

    Η εκπομπή του 3ου Γυμνασίου Βόλου στην ΕΡΑ για τον Παπαδιαμάντη.

  68. cronopiusa said

    Ευχαριστούμε κύρια Περρωτή

    ΜΑΛΑΜΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ – ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ

  69. Συγχαρητήρια γιὰ τὴν ἀνακάλυψη (ποὺ ἀποδείχτηκε νὰ εἶναι κατὰ πολὺ σημαντικότερη ἀπ᾿ ὅσο μὲ ἀφήσατε νὰ πιστέψω στὸ ἠλεμήνυμα ποὺ μοῦ στείλατε).

    Νὰ ἐπισημάνω πάντως, ὅτι, ἂν καί εἶναι ὄντως ἀναγκαῖο νὰ γίνεται μιὰ κάποια ἑνοποίηση ὀρθογραφίας σὲ κείμενα ὅπως αὐτὰ τοῦ Παπαδιαμάντη, δημοσιευμένα ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, χωρὶς ἰδιαίτερο σεβασμὸ στὴν ὀρθογραφία τοῦ συγγραφέα, εἶναι τουλάχιστον παράξενο νὰ μονοτονίζονται κείμενα γραμμένα στὴν καθαρεύουσα.

  70. Κατερίνα Περρωτή said

    68. Είστε πολύ ευγενική!

  71. Πάντως, από αναφορές σε κόπο τρίτων (attribution, ντε…) πάσχουν εκεί στο papadiamantis.org.

  72. Νίκο, θερμά συγχαρητήρια για την ανακάλυψη και τη δημοσίευση! Πάντα τέτοια.

  73. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα σχολια και τα καλά λόγια!

    71: Γιατί το λες αυτό;

    69: Καταλαβαίνω την άποψη, αλλά δεν ξέρω αν θα συμφωνήσω. Για να το τραβήξουμε λίγο αυτό που λες, θα έπρεπε να πολυτονίζεται και το κάθε καθαρευουσιάνικο στοιχείο σε ένα σημερινό κείμενο, π.χ. αν κάποιος γράψει «σταγών εν τω ωκεανώ».

  74. 73β Ένα χρόνο -παρά δεκαπέντε μέρες- κυνηγούσα το τρυγόνι. Θα τους καθόταν καλά να τσέκαρα την απαγόρευση embedωσης εκεί στην εταιρεία; Τέλος πάντων…

  75. sarant said

    74: Εσύ όμως δεν είσαι κακός 🙂

  76. Κατερίνα Περρωτή said

    Και καλά έκανα την αντιγραφή!… Μα έλα που ο δάσκαλος μου έβαλε θέμα » κέσσκε σσιμντίκι ακλ’μ ολσάιντι» τι να γράψω μου λέτε? Αααα λέει να γράψω κι όλα τα Κέσσκε μου! Έλεος!

  77. Καμιά πληροφορία για το δημώδες.
    Ούτε για το πιμπιράμφον. Λες να είναι σύνθετη λέξη και το πρώτο συνθετικό να είναι από το ρήμα πίμπρημι που σημαίνει (και) φλογίζομαι, να ήταν δηλαδή καυτερό το τουρσί; Μπα, δε νομίζω.

    Λόγω του ότι έγραψα βιαστικά το σχόλιο 52, για να επιστρέψω στην Αθήνα πριν με πιάσει η κίνηση της κυριακάτικης επιστροφής, μια φράση μου ίσως δημιουργεί σύγχυση. Λέγοντας ότι «Η Νοσταλγία του Γιάννη» είναι το διήγημα που μας προαναγγέλλει τον «Ξεπεσμένο Δερβίση» , εννοώ ότι καθώς διάβαζα το διήγημα τέτοιοι συνειρμοί μου δημιουργήθηκαν. Τελείως αυθαίρετα, έκανα μια δική μου διευθέτηση του χρόνου. Δεν υπονοούσα λοιπόν σε καμιά περίπτωση, ότι Η Νοσταλγία του Γιάννη, που δημοσιεύτηκε το 1906, γράφτηκε πριν τον Ξεπεσμένο Δερβίση που δημοσιεύτηκε το 1895.

  78. sarant said

    77: Δεν το έλεγξα, δίκιο έχεις, είναι αναχρονισμός.

  79. Νίκος Δ. said

    Μπράβο για μια ακόμη καλή δημοσίευση! Ευχαριστώ!

  80. Συγχαρητήρια, κύριε Σαραντάκο.
    Εξηγήστε μας όμως λίγο περισσότερο την άποψή σας για τη χρήση μονοτονικού στα κείμενα του Παπαδιαμάντη…

  81. Καλημέρα, και μπράβο Νίκο, και συγχαρητήρια!
    Με παραξενεύει λίγο η λέξη «νοσταλγία» στον τίτλο.

  82. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα σχόλια και τα καλά λόγια!

    Για το μονοτονικό στον Παπαδιαμάντη: Γιατί όχι; Ο Παπαδιαμάντης δημοσίευε τα κείμενά του στις εφημερίδες της εποχής, με τις ορθογραφικές συμβάσεις της εποχής.
    Όπως όλοι οι νεότεροι εκδότες του Ππδ. εκσυγχρονίζουν την ορθογραφία στις άλλες της πτυχές (και δεν γράφουν, έστω, «είνε» αλλά «είναι») μπορούμε να εκσυγχρονίσουμε και τον τονισμό. Το μόνο πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι στην καθαρεύουσα δημιουργούνται περισσότερα ομόγραφα, π.χ. στο κείμενο που βλέπετε υπάρχει το «εν» (= ένα) και το «εις» (= ένας). Αυτά θα τα ξεχωρίσουμε τονίζοντάς τα, π.χ. είς ταξιδιώτης αλλά εις την πόλιν.

    Ένα άλλο πρόβλημα, που δεν είναι του μονοτονικού ακριβώς, είναι η υπογεγραμμένη σε μερικές σπανιότατες δοτικές. Θα ζήσουμε μ’ αυτό.

  83. 82 Ἂν στὶς ὅψιμες δημοσιεύσεις δὲν διατηροῦνται τὰ εἶνε, συνειθίζω, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ μὴν διατηρήσουμε τὴν πολυτυπία. Ἂν ἀκόμα στὰ χειρόγραφα ποὺ σώζονται ὐπάρχει πολυτυπία, τέτοια ποὺ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ βασιστοῦμε σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα γιὰ νὰ ἐφαρμόσουμε ἑνιαῖο σύστημα σ᾿ ὅλο τὸ ἔργο, τότε, ναί, ὁ ἐκσυγχρονισμὸς τῆς ὀρθογραφίας, σ᾿ ἕνα βαθμό, εἶναι ἀναγκαῖος καὶ μοναδική λύση.

    Ὅσο γιὰ τὸ μονοτονισμό: εἶναι λογικὸ νὰ μονοτονίσουμε κείμενα τῆς προφορικῆς παράδοσης (δημοτικὰ τραγούδια), ἢ τὸν Ἐρωτόκριτο, τὴν Ἐρωφίλη κλπ (χωρὶς νὰ εἶναι ὁ πολυτονισμός τους παράλογος, καθὼς δὲν τίθεται θέμα ὀρθογραφίας τοῦ συγγραφέα, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Σολωμοῦ).

    Εἶναι ἀποδεκτὸ νὰ μονοτονιστοῦν κείμενα γραμμένα στὴ δημοτική, καὶ σχετικὰ σύγχρονα.

    Ἀλλὰ δὲν ἔχει κἀμμία λογικὴ ὁ μονοτονισμὸς κειμένων γραμμένων στὴν καθαρεύουσα, καθώς, λίγο-πολύ, καθαρεύουσα χωρὶς πολυτονικὸ δὲν νοεῖται (μὲ μία ἐξαίρεση). Ἡ ἰδεολογία ποὺ δημιούργησε τὴν καθαρεύουσα εἶναι ἡ ἴδια ποὺ διατήρησε τὴν ἱστορικὴ ὀρθογραφία καὶ τὸ πολυτονικὸ. (Δὲν λέω ποὺ μᾶς τὰ φόρτωσε, γιατὶ θὰ μοῦ ποῦν ὅτι ἀντιφάσκω !)

    Ὅσο γιὰ τὰ καθαρευουσιάνικα στοιχεῖα, νομίζω ὅτι εἶναι λογικὸ νὰ προσαρμόζονται στὸ σύστημα τοῦ καθενός, ἐφόσον ἔχουν ἐνταχθεῖ στὴ γλῶσσα ποὺ μιλᾶμε καὶ γράφουμε. Τὸ «λόγῳ» μὲ ὑπογεγραμμένη σὲ μονοτονικὸ κείμενο εἶναι μᾶλλον ὑπερβολή.

  84. sarant said

    83: Χειρόγραφα του Ππδ. λίγα έχουν σωθεί. Όμως δεν νομίζω πως ο Τριανταφυλλόπουλος εκσυγχρόνισε μόνο περιπτώσεις που παραδίνονταν με πολυτυπία.

    Όσο για τον μονοτονισμό παλιότερων κειμένων, πού θα τραβήξεις τη γραμμή; Θα μονοτονίσεις τον Πατούχα; Αν όχι γιατί; Την Ερόικα; Τη Χάλκινη εποχή του Ρούφου;

    (Αυτά δεν τα ανάφερα τυχαία, την Ερόικα την εκδώσανε πρόσφατα μονοτονισμένη από το Βήμα και τη Χάλκινη εποχή από την Εστία. Ωστόσο, η έκδοση της Εστίας, παρότι από κανονικόν εκδοτικόν οίκο και επαυξημένη, είχε λάθη στον μονοτονισμό. Δεν αρκεί το μηχανάκι, θέλει και ανθρωπάκι).

    Τέλος, αν και δεν επιμένω φορτικά για τον Ππδ, απλώς την άποψή μου εκφράζω, να σημειωθεί ότι ο Ππδ. ήταν νομοταγής και επομένως θα δεχόταν την αλλαγή του τονισμού.

  85. 84 Ἐγὼ δὲ θὰ μονοτόνιζα κανένα – ἐννοοῦσα ὅτι κείμενα τοῦ ᾿70… τρώγωνται σὲ μονοτονικό.

    Ὁ Παπαδιαμάντης μπορεῖ νὰ δέχονταν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τονισμοῦ, ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δὲν πιστεύω πὼς ὑπῆρχε περίπτωση νὰ γίνει ὅσο ζοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης, καὶ εἶναι ἀμφίβολο ἂν ὁ Παπαδιαμάντης θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἂν ζοῦσε ὄταν ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ τονισμοῦ. Ἡ γλῶσσα του, πρωτίστως, θὰ ἦταν πολὺ διαφορετική.

    Ἄλλωστε, ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε ὅταν ἔζησε, καὶ ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ἔγραψε ὅπως (καὶ ὄ,τι) ἔγραψε. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐφαρμογὴ σημερινῶν συνηθειῶν πάνω στὰ κείμενά του εἶναι, γιὰ μένα, παράλογη. Ὄχι, βέβαια, ὅσο παράλογες ἦταν οἱ ἐπεμβάσεις στὸν Τομ Σώγιερ, καθὼς ἡ ἀλλαγὴ τῆς ὀρθογραφίας δὲν ἐπηρεάζει τὸ κείμενο καθαυτό.

  86. sarant said

    Εγώ πάντως που έχω μονοτονίσει μπόλικον Παπαδιαμάντη (αν ο Θεός είναι πολυτονιάτης, θα βρεθώ στο καζάνι του έβδομου υπόγειου) μία φορά θυμάμαι να συνάντησα πρόβλημα, στο επεισόδιο του Αννίβα Βελμίννη, που είχε ένα τέχνη με υπογεγρ. και χωρίς άρθρο μπροστά -και έβαλα προσγεγραμμένη, αλλά αν δεν ξέρεις αρχαία το απόσπασμα δεν το καταλαβαίνεις.

  87. ppan said

    Συμφωνώ ότι η υπογεγγραμμένη είναι που δημιουργεί προβλήματα σε τέτοιες περιπτώσεις

  88. 86-87 Ὅπως τοῦ Καβάφη, ὁ τίτλος Ἡδονῇ.

  89. Ηλεφούφουτος said

    Καθυστερημένα συγχαρητήρια κι από μένα, Νικοκύρη!
    Ιστορική η μέρα για το ιστολόι, πρέπει να κεράσεις κουίζ και τσιτσίραβλα.

    Για το θέμα που τίθεται σχετικά με το θέμα της γλωσσικής παιδείας των ελληνοπαίδων και την προσέγγιση του Ππδ θα πω μόνο ότι στα δικά μου σχολικά χρόνια κάναμε Ππδ στη Γ’ Γυμνασίου, χωρίς να έχουμε διδαχτεί καθόλου Αρχαία, και στην Α’ Λυκείου, όπου τ Αρχαία μόλις είχαν αρχίσει να μας τα μπήγουν απ το χωνί (αναφέρομαι στην υπερβολική ποσότητα ύλης, καθώς όλη σχεδόν η γραμματική και το συντακτικό έπρεπε να καλυφθεί σε μία τάξη), και κανένας δεν θυμάμαι να παραπονιόταν ότι δεν καταλαβαίνει.
    Αν κάτι άλλαξε πιστεύω πως είναι η εξοικείωση με την ιδέα πως υπάρχουν διάφορες μορφές Ελληνικής πέρα από τον οδοστρωτήρα της τηλεοπτικής τοιαύτης (συν κάποια άλλα πράγματα αλλά να μην αρχίσω τη γκρίνια, μέρα που ‘ναι 🙂 ).
    Καταλάβαινα π.χ. ήδη από μικρός την απλή καθαρεύουσα, παρ’ όλο που δεν θα ήμουν σε θέση να φτιάξω ούτε μία πρόταση σε αυτήν.
    «Εξοικείωση» θα ήταν για μένα η λέξη-κλειδί ως προς τον επιθυμητό μαθησιακό στόχο στη διδασκαλία Αρχαίων, λογίας, παλαιοδημοτικής, διαλέκτων κλπ., όχι αναπαραγωγή πιθανών κι απίθανων γραμματικών τύπων. Όλ αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι δημόσια εκπαίδευση υπάρχει και δεν τελεί υπό διάλυση και απαξίωση όπως σήμερα.

    Το προτιμώ το πολυτονικό στις εκδόσεις του Παπαδιαμάντη αλλά στα ηλεκτρονικά θα είχε νόημα να δημοσιεύεται μονοτονισμένος για διευκόλυνση των αναζητήσεων.

  90. Κάτι συμβαίνει με την Α(ν)θούσα και τους ανέμους. Πότε στα βουνά και πότε στις θάλασσες.
    Η μετανάστις, κεφ. Θ, ξεκινάει ως εξής:

    Η ΑΝΘΟΥΣΑ
    Κατόπιν τῆς σφοδρᾶς λαίλαπος, ἣν διηγήθημεν ἐν τοῖς προηγουμένοις, ἐπῆλθε γαλήνη, καὶ ταύτην διεδέχθη ἡ συνήθης κατὰ τὸ φθινόπωρον ἀκαταστασία τῶν μικρῶν ἀνέμων. Εὑρίσκοντο μεταξὺ τῆς Σικελίας καὶ τῆς ἀπέναντι ἠπείρου, καὶ αἴφνης ὁ ἄνεμος ἔπνευσε σφοδρὸς ἀπ᾽ ἀνατολῶν. Ὁ πλοίαρχος ἠναγκάσθη νὰ ποδίσῃ*, καὶ ἐλθὼν προσωρμίσθη εἰς μικρόν τινα ἐπὶ τῆς Σαρδινίας ὅρμον.

  91. sarant said

    Ευχαριστώ και για τα νεότερα!

  92. Zoumias said

    Ανατρίχιασα! Συγχαρητήρια!!

  93. spiral architect said

    Άσχετo-σχετικά:
    – Πολυτονικές αναζητήσεις κάνει ο γούγλης;
    – Αν κάνεις αναζήτηση (συνήθως άτονα, αλλά και με τόνο) για ένα πολυτονικό κείμενο, θα το βρει;
    (μιας και το’ χετε ψάξει περισσότερο) 🙄

  94. sarant said

    92: Ευχαριστώ!

    93: α) Κάνει β) Δεν θα το βρει.

  95. 93 δες διαφορά ποιούμεν και ποιοῦμεν
    πολυτονικά αποτελεσματα σου βγάζει
    και στο πρώτο, (από μακριά φαίνονται μονοτονικά,
    μάλλον ζήτημα γραμματοσειράς), αλλά για να τα βρεις πρέπει να μονοτονίσεις.

  96. sarant said

    93: Μιχάλη, μην τα μπερδεύεις, αυτά που βγάζεις στην πρώτη σου αναζήτηση δεν είναι από τον Ιστό, είναι από τα google books, σκαναρισμένα βιβλία, πολυτονικά βέβαια. Αν θες, πειραματίσου σε έναν πολυτονικό ιστότοπο, να δεις αν η μονοτονική αναζήτηση βρίσκει πολυτονικό κείμενο.

  97. εἶνε, είνε

  98. sarant said

    97: Εμένα δεν μου βγάζει τίποτε από αυτά. Προφανώς παίζει ρόλο η χώρα στην οποία βρίσκομαι.

  99. Συγχαρητήρια θερμά κύριε Σαραντάκο! (αλήθεια με την Κλητική των δευτεροκλίτων επωνύμων τί κάνουμε; Έχω ένα θέμα γιατί κανονικά πρέπει να πω «Σαραντάκε»)

  100. sarant said

    99: Ευχαριστώ! Το θέμα της κλητικής των επωνύμων είναι ακανθώδες. Πάντως, στην οικογενειακή μας παράδοση λέμε «Σαραντάκο».

  101. las artes said

    σωστή η παρατήρηση. Αλλά να τον διαβάσεις τον Παπαδιαμάντη, έστω και τώρα: θα το …ευχαριστηθείς!

  102. las artes said

    Σε κάποια γιορτή ήρθε σαν δώρο να γεμίσει το κενό, το βιβλίο με τίτλο «Τα σκοτεινά παραμύθια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη». Εκεί νόμισα πως βρήκα υπαινιγμούς που απαντούσαν σε όλων των ειδών τις άκυρες ερωτήσεις, όπως ας πούμε στο γιατί μαζευόμασταν τα βράδια μπροστά στο κλειστό σχολείο του χωριού και σχεδόν τρομαγμένοι λέγαμε για τον δρόμο προς την Παναγία (δηλαδή το νεκροταφείο) ή τη μυθική Γουρούνα.

  103. […] αφέντη του, υπάρχει στο Όνειρο στο κύμα (για κατσίκια). sarantakos Share this:TwitterFacebookDiggRedditLike this:LikeBe the first to like […]

  104. […] τον χορό, είμαι ο πρώτος χορευτής». Στο αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη που παρουσίασα πρόσφατα, ένας πανηγυριστής προσπαθεί […]

  105. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    Διαβάζω στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι κυκλοφόρησε από την «Ερατώ» «Η Νοσταλγία του Γιάννη», με δική σου επιμέλεια (πώς αλλιώς, βέβαια…). Εύχομαι καλοτάξιδη, μια ανάσα στις μίζερες ημέρες μας!

    (Δεν θα υπάρξει νεώτερη παρουσίαση της έκδοσης;)

  106. Γιώργος Λυκοτραφίτης said

    …α! και για να είμαι δίκαιος, ο σύνδεσμος μού κοινοποιήθηκε από την Γιώτα Κριτσέλη, που δεν δουλεύει μόνο για τις δικές της εκδόσεις!

  107. sarant said

    105: Σε ευχαριστώ. Για την ακρίβεια, το βιβλίο θα βγει προς το τέλος της εβδομάδας, οπότε και θα παρουσιαστεί.

  108. […] Πηγή: sarantakos.wordpress.com […]

  109. Κύριε Σαραντάκο γειά σας απο τη θαλασσογέννητη Λίμνη της Ευβοιας. Ο Νίκος Τριανταφυλλόπουλος έγραψε στο τελευταίο φύλλο του Πανευβοικού Βήματος στη Χαλκίδα για το βιβλίιο σας. Συγχαρητήρια για την ανακάλυψή σας. Μπορώ νασας στείλω το απόκομμα αν θέλετε.

    Γιάννης Φαφούτης Φωτογράφος – Ερευνητής
    Λίμνη Ευβοίας

  110. sarant said

    Γεια σας κύριε Φαφούτη. Αυτονόητα το κείμενο του κ. Τριανταφυλλόπουλου πολύ μ’ ενδιαφέρει και θα σας χρωστάω χάρη αν μπορείτε να στείλετε το απόκομμα.

    Αν εννοείτε σκαναρισμένο, η ηλεδιεύθυνση είναι sarant@pt.lu

  111. Πέπε said

    Καλημέρα σας και χρόνια πολλά!

    Αν και η σημερινή ανάρτηση πάλι Παπαδιαμάντη έχει, εγώ γράφω σ’ αυτή την προπέρσινη, γιατί μόλις χτες αγόρασα τη Νοσταλγία του Γιάννη για χριστουγεννιάτικο δώρο και εννοείται ότι έκατσα πρώτα και τη λαθρανάγνωσα. Φαίνεται πως όταν έγινε η παρούσα ανάρτηση δεν ήξερα ακόμη το ιστολόγιο, γιατί αλλιώς θα την είχα διαβάσει. Ή απλώς μου διέφυγε.

    Πρώτα απ’ όλα, Νίκο, τα αυτονόητα θερμότατα συγχαρητήρια για το τόσο εξαιρετικό προνόμιο που σου έτυχε (έτυχε; πέτυχε! ).

    Ένα σημείο που μου χτύπησε τη χορδή είναι το γεγονός ότι ο ήρωας είναι γκαϊτατζής και μάλιστα παίζει την γκάιντα του καθ’ όλη τη διάρκεια του κεντρικού μέρους της ιστορίας. Δεν υπάρχει σήμερα γκάιντα στη Σκιάθο, ούτε αλλού στις Σποράδες ούτε σχεδόν πουθενά στο Αιγαίο, αλλά ούτε και μαρτυρείται όσο ξέρω να παιζόταν παλιότερα. Ούτε για τα απέναντι μέρη, Πήλιο, «ηπειρωτιή» Μαγνησία, Β. Εύβοια κλπ. έχω ακούσει ποτέ τίποτε. Το πλησιέστερο μέρος που να υπάρχουν σχετικές πληροφορίες για πριν από λίγες δεκαετίες είναι τα χωριά της λίμνης Πλαστήρα στην Καρδίτσα, κι εκεί υπολειμματικά και μεμονωμένα. Γενικά η γκάιντα σήμερα είναι ταυτισμένη με τη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως Θράκη και κάποια σημεία της Μακεδονίας.
    Έχουμε λοιπόν μια σπάνια και σημαντική (υπό μια ορισμένη οπτική) μουσικολογική μαρτυρία. Ωστόσο διάβασα στα σχόλια ότι τη λέξη (και μάλιστα «γκάιδα») την έχει ξαναχρησιμοποιήσει ο Ππδ, και δη στον Βαρδιάνο στα Σπόρκα. Θα τα ξαναδιαβάσω γιατί δεν το θυμάμαι, αλλά τόσο ειδική και εκτενή αναφορά όσο εδώ δεν πιστεύω να έχει.
    Βέβαια σε μερικά μέρη λένε γκάιντα και την τσαμπούνα, παρόμοιο όργανο που είναι των νησιών. Ο Ππδ δε δίνει λεπτομέρειες ώστε να καταλάβουμε αν η γκάιδα του Γιάννη είναι κανονική γκάιντα ή τσαμπούνα. Μόνο η λέξη «βαρύαυλος», που λέει κάπου, κάπως περισσότερο παραπέμπει σε γκάιντα, καθώς η γκάιντα έχει τον ένα από τους δύο αυλούς της σε πολύ μπάσο (βαρύ) τόνο, ενώ η τσαμπούνα όχι. Πάντως έχω να παρατηρήσω ότι βαρύαυλος είναι παράδοξη ελληνική λέξη για να πει κανείς την γκάιντα (το αναμενόμενο θα ήταν άσκαυλος: η ύπαρξη ασκού είναι τόσο εξόφθαλμο χαρακτηριστικό του οργάνου ώστε το αν οι αυλοί είναι βαρείς ή οξείς περνάει σε δεύτερη μοίρα), ενώ τυπικά βαρύαυλος είναι το φαγκότο, η μπάσα εκδοχή του όμποε – όργανο με απόλυτα διαφορετική εμφάνιση από την γκάιντα και με ελάχιστα κοινά σημεία στον ήχο, ακόμη και για κάποιον που δεν ξέρει καλά τα όργανα της κλασικής ορχήστρας όπως το όμποε. Θα υποψιαζόμουν μήπως κι εδώ υπάρχει παρανάγνωση του στοιχειοθέτη.

    Κάτι άλλο:

    Δεν ξέρω αν σχολιάστηκε ήδη ο περίεργος τίτλος: ποια νοσταλγία; Ναι μεν ο Γιάννης όλο φεύγει από τη δουλειά κι όλο ξαναγυρίζει, αλλά τη νοσταλγία, όπως την εννοούμε συνήθως, δεν τη λες και κυρίαρχο στοιχείο της ιστορίας!

    Και του χρόνου.

  112. sarant said

    111: Πέπε, χρόνια πολλά και να είσαι καλά για το ωραίο σχόλιο! Το τραγούδι που καταγράφει ο Ππδ. για την Αθούσα σου λέει τίποτα;

    Δεν έχεις άδικο και για τον τίτλο, περίεργος είναι: νοσταλγία για τα μουλάρια ίσως.

  113. Πέπε said

    Όχι. Στα προλεγόμενα είδα τη φράση «το τραγούδι παραμένει μέχρι στιγμής αταύτιστο» και είπα μέσα μου «ωπ, εδώ είμαστε!», αλλά όταν έφτασα στο ψητό είδα ότι τελικά δεν.

  114. sarant said

    Σκληρό καρύδι!

  115. […] πληροφοριες για το διήγημα εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2012/07/15/nostalgiagianni/ https://sarantakos.wordpress.com/2014/10/26/nostalgiagianni-2/ […]

  116. […] «Η Νοσταλγία του Γιάννη, ένα αθησαύριστο διήγημα του Παπαδιαμάντη» Νίκος Σαραντάκος στο sarantakos.wordpress.com >> […]

  117. 1. «πανηγυριστές», παραπέμπει στο σημερινό «καρναβαλιστές», που μου κάθεται στο στομάχι…

    2. Το Παπαδιαμάντη τον πρωτοσυνάντησα το 1960, στην πρώτη γυμνασίου, στην Σταχομαζώχτρα. Κανείς από εμάς τότε δεν συνάντησε ιδιαίτερα προβλήματα στην κατανόηση της γλώσσα. Γιατί άραγε σήμερα να χρειάζεται μεταγλώττιση;

  118. Γ-Κ said

    «Ημείς είδαμε και πάθαμε να τον βάλουμε στο καντίνι, είπε γελών ο Σαραφιανός.»

    Το καντίνι (με την έννοια που έχει εδώ) έχει συζητηθεί; Εδώ δε φαίνεται να σημαίνει «καλοντυμένος», αλλά «μερακλωμένος».

  119. hooligan66 said

    Σ ευχαριστώ πολύ! Εξαιρετική δουλειά!

  120. sarant said

    Να είστε καλά!

  121. Χυτήρης Λουκας said

    Η έκφραση «να τον βγάλει στον κάβο»,βρίσκεται στα «ρόδινα ακρογιάλια», τέταρτος τόμος σελίδα 278 του Δρόμου, με την ίδια σημασία.

  122. sarant said

    121 Eυχαριστούμε!

  123. […] του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που το παρουσίασα εδώ στο ιστολόγιο πρώτα και ύστερα, το 2014, το εξέδωσα σε βιβλίο από τις  […]

Σχολιάστε