Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο γείτονας με το λαγούτο (αθηναϊκό διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 23 Οκτωβρίου, 2022


Τις προηγούμενες Κυριακές είχαμε θέματα από τη μικρασιατική καταστροφή με την ευκαιρία της επετείου των 100 χρόνων. Το σημερινό διήγημα έχει απλώς ήρωα Μικρασιάτη, ή, όπως τον λέει ο Παπαδιαμάντης, Τουρκομερίτη.

Είναι ένα από τα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, με σκηνές από τη ζωή της φτωχολογιάς της Αθήνας στο γύρισμα του 20ού αιώνα (γράφτηκε το 1900). Παρόλο που δεν έχει θέμα χριστουγεννιάτικο, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σκριπ στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της, στις 25 Δεκεμβρίου 1900. Μάλιστα, είναι ένα από τα λίγα παπαδιαμαντικά διηγήματα του οποίου η πρώτη δημοσίευση ήταν ανεύρετη όταν ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος έκανε την κριτική του έκδοση -δεν ξέρω αν έχει βρεθεί στη συνέχεια, πάντως στην Εθνική Βιβλιοθήκη το φύλλο της 25/12 δεν υπάρχει, ενώ στο φύλλο της προηγούμενης μέρας βλέπουμε την αναγγελία του διηγήματος.

Πέρα από τον «γείτονα με το λαγούτο», τον τουρκομερίτη Βαγγέλη, οι άλλοι πρωταγωνιστές του διηγήματος είναι όλες γυναίκες, που νοικιάζουν ετοιμόρροπα δωματιάκια σε μια κοινή αυλή. Ο Παπαδιαμάντης μεταφέρει τους μικροκαβγάδες τους με οξυμένο αυτί -θυμίζει, από την άποψη αυτή τις Κουκλοπαντρειές, ένα άλλο αθηναϊκό διήγημα.

Ο Παπαδιαμάντης έμεινε πολλά χρόνια στου Ψυρρή, στην οδό Αριστοφάνους. Η μάντρα με τις κάμαρες του σημερινού διηγήματος βρίσκεται, σύμφωνα με το διήγημα, σε μια μικρή πάροδο ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση. Εδώ εννοείται η βρύση του Τάτση (δηλαδή του Τάκη, αν σκεφτούμε τον παλαιοαθηναϊκό τσιτακισμό) που βρίσκεται στη σημερινή οδό Τάκη, εκεί κοντά. Η Βλασαρού, όπου μετακόμισε ο Βαγγέλης, είναι εκκλησία και γειτονιά που απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε στη δεκ 1930 με τις ανασκαφές της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς.

Έχει ενδιαφέρον ότι ο Βαγγέλης τραγουδάει «κουτσαβάκικα» τραγούδια. Οι φίλοι του ρεμπέτικου θα αναγνωρίσουν στίχους αδέσποτων και παραδοσιακών τραγουδιών. Επίσης, χρησιμοποιεί και μερικές τουρκικές παροιμίες, αλλά τις εξηγεί αμέσως πριν ή μετά.

Σημειώνω ότι την εποχή εκείνη οι δάσκαλοι (και γενικώς οι δημόσιοι υπάλληλοι) δεν ήταν μόνιμοι, κι έτσι ήταν χρήσιμο ή και απαραίτητο για τον διορισμό το λάδωμα κάποιου, οπως αναφέρεται και στην κατακλείδα του διηγήματος.

Εξηγώ μερικές λέξεις στο τέλος. Το κείμενο το έχω πάρει από τον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών.

Μπορείτε επίσης να ακούσετε το διήγημα, εδώ.

 

Ὁ Γείτονας μὲ τὸ λαγοῦτο (1900)

Ὁ νέος νοικάρης ποὺ εἶχεν ἐνοικιάσει τὴν κάμαραν τὴν μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, εἶχεν ἕνα μεγάλο λαγοῦτο, μακρύ, πλατύ. Ἔκυπτε διὰ νὰ ξεκλειδώσῃ τὴν θύραν του, κρατῶν ὑπὸ μάλης τὸ λαγοῦτο, τὸ ὁποῖον ἔψαυε τὸ ἔδαφος.

Ποτὲ δὲν ἤρχετο ὡρισμένην ὥραν εἰς τὸ δωμάτιόν του. Πότε πολὺ ἐνωρίς, πότε πολὺ ἀργά, ἄλλοτε ἔλειπεν ὅλην τὴν νύκτα κ᾽ ἐκοιμᾶτο τὴν ἡμέραν. Πότε ἦτον νηστικός, πότε ἐφαίνετο νὰ εἶναι «ἀποκαής»*. Δὲν εἶναι βέβαιον ἂν ἔπινε χασίς, φαίνεται ὅμως ὅτι ἔπινε πολὺ ρακί. Ἦτον Τουρκομερίτης. Ὠνομάζετο Βαγγέλης.

Τὰ ἄλλα οἰκήματα, ἓξ-ἑπτὰ δωμάτια χαμόγεια, εἰς γραμμήν, ὅλα παμπάλαια, τρῶγλαι, ἄλλα χωρὶς παράθυρα, ὅλα σχεδὸν μὲ σαθροὺς τοὺς τοίχους, κατείχοντο ἀπὸ διαφόρους. Ὑπῆρχον δύο ἢ τρεῖς μπεκιάρηδες, μία οἰκογένεια μὲ πέντε ἢ ἓξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζῶσα κατὰ τὸ φαινόμενον ὁλομόναχη· καὶ τὸ μέσα δωμάτιον εἰς τὸν μυχὸν τῆς αὐλῆς κατεῖχεν ἡ σπιτονοικοκυρὰ κυρα-Γιάνναινα, χήρα μὲ τὴν κόρην της, τὴν Δημητρούλαν. Ἡ μάνδρα μὲ τὰ πενιχρὰ οἰκήματα ἔκειτο εἴς τινα πάροδον, ἀνάμεσα στοῦ Ψυρρῆ καὶ στοῦ Τάτση.

Ὅταν ἐπαρουσιάσθη εἰς τὴν σπιτονοικοκυρὰν ὁ Βαγγέλης διὰ νὰ ἐνοικιάσῃ τὸ δωμάτιον, ἐπαρουσιάσθη ὡς μπεκιάρης καὶ ὡς μέλλων νὰ ζῇ μοναχός του. Ὕστερ᾽ ἀπ᾽ ὀλίγας ἡμέρας τῆς λέγει ἔξαφνα, ὅτι ἔχει μίαν γυναῖκα καὶ σκέπτεται νὰ τὴν φέρῃ ἐδῶ. Ἡ κυρα-Γιάνναινα ἀμέσως ὑπώπτευσεν, ὅτι θὰ εἶχε καμμίαν «λεγάμενη».

― Αὐτὰ δὲν τ᾽ ἀκούω ἐγώ, τοῦ λέγει· ἐσὺ μοῦ εἶπες πὼς εἶσ᾽ ἐργένης· γιὰ ἐργένη σ᾽ ἔβαλα. Ἂν ἐννοῇς νὰ μοῦ φέρῃς ἐδῶ καμμιὰ παστρικιά, πολὺ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἀδειάσῃς τὴν κάμαρα… σὰν τελειώσῃ ὁ μήνας ποὺ ἔχεις πληρώσει.

Τὴν νύκτα, ὅταν ἤρχετο κάποτ᾽ ἐνωρίς, πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, συνήθως δὲν εἶχεν ὕπνον. Ἤναπτε τὸ φῶς, ἐπεριπάτει, ἐξηπλώνετο στὸ κρεβάτι κ᾽ ἐλιανοτραγουδοῦσε ἢ τούρκικα ἢ ντόπια κουτσαβάκικα:

Βασίλω μ᾽, κάτσε φρόνιμα,
σὰν τ᾽ ἄλλα τὰ κορίτσια…
Ρήνα μου, Κατερίνα, μὴ φαρμακώνεσαι,
σοῦ δίνω τὸ βοτάνι…

Εἶτα ἐμονολόγει ἐπὶ ὥραν πολλήν, ὀλίγας δὲ ἀπεσπασμένας φράσεις κατώρθουν ν᾽ ἀκούουν οἱ γείτονες.

― Μωρὲ κόσμος, ντουνιάς!… μπεκιάρης, σοῦ λέει ὁ ἄλλος… Μὴν ἔχεις, λέει, καμμιὰ λεγάμενη;… Σ᾽ ἐρωτῶ ἐγώ, κυρά μου, τί ἔχετε σεῖς, καὶ τί κάνετε σεῖς;… Ὁ κόσμος εἶναι τροχός, ρόδα ποὺ γυρίζει, κυρά μου… μποὺ ντουνιὰ τσὰρκ φιλέκ*!… Ἔννοια σου, ἐγώ, μωρή, δὲ σ᾽ ἀφήνω, δὲ σ᾽ ἀπαρατάω· ἐσκὶ ντὸς ντουσμὰν ὀλμάς*!… Παλιὸς φίλος, ὀχτρὸς δὲ γένεται. Ἔννοια σου, κ᾽ ἡ τιμὴ τιμὴ δὲν ἔχει… Εἶναι τιμημένες, λέει, τιμημένες, κυρά μου… Κ᾽ ἔχει τιμολόγιο, μαθές, ἡ τιμή; Μιὰ γροσάρα, ἕνα μπεσλίκι*, ἕνα ἑξάρι, ἕνα εἰκοσάρι, μιὰ λίρα, ὣς πόσα ἔχει; Ἕνα λιμοκοντόρο, ἕνα διπλό, ἕνα τάλλαρο, ἕνα εἰκοσιπεντάρικο, ἕνα κατοστάρικο, παραπάνω, πόσα ἔχει;… Νὰ σοῦ πῶ ἐγὼ πόσα ἔχει… Ἑκατὸ χιλιάδες χάρτινες δραχμὲς ἡ ἀρχόντισσα τῆς Ἀθήνας, ἑκατὸ χιλιάδες λίρες ἡ ἀρχόντισσα τῆς Πόλης, ἡ πιὸ μεγάλη χανούμισσα, ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα… Αὐτὸ εἶναι τὸ τιμολόγιο!…

Ἐπί τινα λεπτὰ ἔπαυε ν᾽ ἀκούεται ἡ φωνή του. Εἶτα καὶ πάλιν ἤρχιζε νὰ μονολογῇ:

―Ἔχουν ἀξία ὅλα τ᾽ ἄλλα πράγματα, κυρά μου, εἰς ἕναν κόσμο, ποὺ μόνον οἱ παράδες ἔχουν τιμή;… Ἄχ! κεφάλι, κεφάλι, ποὺ θέλεις χτύπημα στὸν τοῖχο αὐτὸν τὸν ραγισμένο, στὸ ντουβάρι, αὐτὸ τὸ μουχλιασμένο, τὸ βρώμικο… Πότε θὰ βάλῃς γνώση;… Ἔπρεπε νὰ ζῇ διακόσια, πεντακόσια χρόνια ἕνας ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ καλὰ τὸν κόσμο… Σὰν ξαναγένω νύφη, ξέρω καὶ καμαρώνω… Καλὰ τὸ λὲν οἱ Ἀγάδες ἐκεῖ πέρα-μωρέ, ποῦ εἶστε, τ᾽ ἅγια χώματα;… Τοῦ Ρωμιοῦ ἡ γνώση ὕστερα ἔρχεται… Γιουννανὶν ἀκὶλ σονραντὰν γκελίορ*!

Μίαν πρωίαν ἡ κυρα-Γιάνναινα, καθὼς ἐξῆλθε πρωὶ-πρωί, εἶδε νὰ ξεμυτίζῃ ἀπ᾽ τὴν πόρτα τοῦ Βαγγέλη ἕνα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, μὲ κάτι κορδέλες καὶ φιόγκους στὰ μαλλιά, ν᾽ ἀνεμίζῃ ἕνα φουστανάκι, καὶ νὰ γλιστράῃ εἰς τὸ χαλικόστρωτον τῆς αὐλῆς ἔδαφος καὶ νὰ φεύγῃ ὡς ἀστραπή. Τῆς ἐφάνη νὰ ἦτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδὸν γριούλα.

Τότε ἔκαμεν αὐστηρὰς παρατηρήσεις εἰς τὸν Βαγγέλην. Αὐτῆς δὲν τῆς χρειάζονται τὰ τοιοῦτα. Δὲν ἀνέχεται νὰ κακοσυστηθῇ στὴ γειτονιὰ τὸ σπίτι της. Καὶ θὰ τῆς κάμῃ τὴν χάρη νὰ τῆς ἀδειάσῃ τὴν γωνιά.

Ἡ νοικάρισσα, ἡ Κατερνιὼ ἡ Πολίτισσα, κάτοχος τοῦ δευτέρου δωματίου, καθὼς ἔμβαινες ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, ἦτον θαρρετὴ κ᾽ ἐλεύθερη γυναίκα. Εἶχεν ἀρχίσει νὰ χωρατεύῃ ὀλίγον μὲ τὸν Βαγγέλην, ἄκακα νὰ τὸν πειράζῃ. Μίαν πρωίαν, καθὼς ἔβγαινεν ἐκεῖνος μὲ τὸ λαγοῦτο ἀπὸ τὴν κάμαρη, τοῦ ἥρπασε μὲ θάρρος τὸ λαγοῦτο, τὸ ἀκούμβησεν ἐπὶ τοῦ βραχίονός της, κ᾽ ἐδοκίμαζε μὲ τὸ πλῆκτρον νὰ βγάλῃ φωνάς.

―Ἔ! καημένε, κὺρ Βαγγέλη!… δὲν εἶσαι καὶ σύ, κανένας μερακλής… δὲν σ᾽ ἀκούσαμε καμμιὰ βραδιὰ νὰ μᾶς παίξῃς κ᾽ ἐδῶ τίποτα… Εἶναι καμπόσοι βιολιτζῆδες τόσο μερακλῆδες, ποὺ καλύτερα παίζουν μονάχοι τους, ὅταν τοὺς ἔρχεται τὸ κέφι, παρὰ ὅταν τοὺς δίνουν οἱ ἄλλοι παράδες.

―Ἡσύχασε, κυρά μου, κι ὁ λύκος τὴ φωλιά του δὲν τὴ μολύνει ποτέ!… Ἐδῶ ἡ κυρα-Γιάνναινα, δὲν τῆς ἀρέσουν τὰ παιγνίδια, μήτε τὰ λαλούμενα.

Ἡ Κατερνιὼ ἔβαλε τὸ λαγοῦτο πλάγιον ἐπὶ τοῦ στέρνου της, κ᾽ ἔκαμνε τάχα πὼς τὸ παίζει.

― Ἄφησέ το, κυρά μου, μὴ τὸ καταπιάνεσαι!… Δὲν εἶναι γιὰ τὰ χεράκια σου…

Ὅταν ὁ Βαγγέλης, τὴν νύκτα τῆς ἰδίας ἡμέρας, εὑρέθη ὅτι εἶχε πίει πολὺ ρακὶ καὶ κρασί, τότε ἐνθυμήθη τὴν πρωινὴν μικρὰν σκηνὴν μὲ τὴν Κατερνιώ, τὴν ζωντοχήραν, καὶ φαίνεται ὅτι ἔδωκε τὴν ἑρμηνείαν, τὴν ὁποίαν ἤθελε νὰ δώσῃ σύμφωνα μὲ τοὺς καπνοὺς τῆς ὥρας ἐκείνης.

Ἐπανῆλθε διὰ νὰ κοιμηθῇ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Καθὼς ἐμβῆκεν ἀπὸ τὴν αὐλόπορταν, ἐστάθη παρὰ τὴν δευτέραν θύραν καὶ κατ᾽ ἀρχὰς ἐγρουτσάνισε δύο ἢ τρεῖς φθόγγους μὲ τὸ πλῆκτρον ἐπὶ τοῦ λαγούτου, εἶτα μὲ τοὺς ὄνυχας ἤρχισε νὰ γρουτσανίζῃ καὶ τὴν σανίδα τῆς θύρας.

― Ἄνοιξε, Μαριώ μ᾽, τὴν πόρτα!… Ἔ! Κατερνιώ μ᾽! ἄνοιξε.

Ἡ Κατερνιώ, ἢ ἐκοιμᾶτο, ἢ ἔξυπνη ἦτο, δὲν ἔδωκεν ἀπάντησιν. Ὁ Βαγγέλης ἤρχισε νὰ μονολογῇ ἔξωθεν τῆς θύρας:

― Ξένοι στὰ ξένα, κυρά μ᾽! ξενάκια ὅλοι εἴμαστε. «Ποῦ νὰ καθίσω, νὰ ξενυχτίσω;»… Ἄχ! εἶναι κακὸς ὁ κόσμος, κυρά μ᾽! δὲν μπορεῖ νὰ πῇ κανεὶς τὸν πόνον του!… Σεβντάς, ἄχτι, καημός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά ᾽μ!… «Σ᾽ ἀφήνω τὴν καλὴ νυχτιά, πέσε γλυκὰ κοιμήσου! καὶ στ᾽ ὄνειρό σου!…»

Οὔτε φωνή, οὔτε ἀκρόασις. Ὁ Βαγγέλης ἀπεχώρησεν· ἤνοιξε τὴν ἰδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ᾽ ἔμεινεν ἄγρυπνος, μονολογῶν, μορμυρίζων καὶ σιγοτραγουδῶν, ὣς τὸ πρωί.

Εἶτα ἐκοιμήθη ἕως τὸ μεσημέρι. Ὅταν ἐξύπνησεν, ἤκουσε τὴν Κατερνιὼ ἀπ᾽ ἔξω νὰ διακωδωνίζῃ πρὸς τὰς ἄλλας γειτονίσσας τὸ συμβὰν τῆς νυκτός, ὡς κωδωνοφόρος ἀρετή, εἶδος κροταλίου. Καὶ πάλιν, ἂν ἦτο βεβαία ὅτι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶχεν ἀκούσει, εἶναι ἀμφίβολον ἂν θὰ ἔλεγε τίποτε.

Ἀλλ᾽ ἡ ὑπόληψίς της, βλέπετε, καὶ τὸ «ὁ κόσμος εἶναι κακός», τὴν ἔκαμνον νὰ θορυβῇ.

Ὁ Βαγγέλης ἀπὸ τὸ δωμάτιόν του ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς Κατερνιῶς, ἥτις διεμαρτύρετο λέγουσα:

― Καὶ ποιὰ εἶμ᾽ ἐγώ!… Θάρρεψε πὼς ἤμουν καμμιὰ σὰν τὰ μοῦτρά του, ὁ χαμένος!… Ἂν δὲν τοῦ σπάσω τὸ κεφάλι του, νὰ τὸ κάμω μακρουλὸ καὶ κούφιο καὶ πλακαρό, σὰν τὸ λαγοῦτό του, νὰ μὴ μὲ λένε Κατερνιώ.

Ὁ ὀργανοπαίκτης, αἰσθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δὲ καὶ φόβον κ᾽ ἐντροπήν, δὲν ἐξῆλθεν ὣς τὸ βράδυ. Σὰν ἐνύκτωσε καὶ δὲν ἤκουε πλέον φωνάς, οὔτε πατήματα ἔξωθεν τῆς θύρας του, ἀπετόλμησε νὰ ἐξέλθῃ.

Ἡ κυρα-Γιάνναινα, ἡ ὁποία, φαίνεται, τὸν παρεμόνευε, τὸν σταματᾷ καὶ τοῦ λέγει:

― Αὔριο, τὸ δίχως ἄλλο, νὰ βρῇς κάμερα, νὰ κουβαλιστῇς!… Ἂς μὴν ἐτελείωσε κι ὁ μήνας!… καλύτερα ἔχω νὰ σοῦ δώσω πίσω τὰ λεπτά, ὅσα κάνει γιὰ τὶς μέρες τοῦ μηνὸς ποὺ μένουνε. Δὲν θέλω ἐγὼ ἱστορίες μὲς στὸ σπίτι μου, ἀκοῦς;…

― Νὰ βρῶ κάμερα καὶ φεύγω, κυρά!…

Δὲν ἐπρόφθασε νὰ τελειώσῃ τὸν λόγον, καί, πάτ, κιούτ! τοῦ ἔρχονται δύο κατακεφαλιὲς ἐκ τῶν ὄπισθεν. Ἡ Κατερνιώ, μὲ ἐλαφρὸν βῆμα, εἶχε πλησιάσει ἐκ τῶν νώτων, κ᾽ ἐννοοῦσε νὰ ἐκδικηθῇ διὰ τὴν προσβολήν.

― Φχαριστῶ, κερά μου… μὴ χερότερα!

Ὁ Βαγγέλης ἐφυλάχθη, προέτεινε τὸ λαγοῦτο ὡς ἀσπίδα καὶ ἡ ὀργίλη γυνὴ δὲν ἐπρόλαβε νὰ τοῦ καταφέρῃ ἄλλην.

― Θέλησα νὰ σοῦ κάμω μιὰ πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τὸ ζήτησες… εἶπες, γιατί νὰ μὴν παίζω ὅταν εἶμαι μονάχος, ὅπως κάνουν οἱ μερακλῆδες. Ἐγὼ σοῦ εἶπα, μὲ τὸ λαγοῦτο νὰ μὴν καταπιάνεσαι.

Ἄπορον πῶς εἶχε τόσην ἑτοιμότητα. Ἴσως νὰ εἶχε προμελετήσει τὴν ἀπόκρισιν ταύτην, κατὰ τὰς ὥρας τῆς μοναξίας.

Τὴν νύκτα δὲν ἐπανῆλθεν ὁ Βαγγέλης καὶ καθ᾽ ὅλην τὴν ἐπιοῦσαν, εἴτε ἠρεύνα εἴτε ὄχι διὰ νὰ εὕρῃ δωμάτιον, δὲν ἐφάνη. Τὴν ἑσπέραν, ἀφοῦ ἐνύκτωσε, παρουσιάζεται ἔξαφνα μία γυνή, ἄγνωστος εἰς τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ, εὑρίσκει τὴν σπιτονοικοκυρὰν καὶ τὴν κόρην της ἐν ὑπαίθρῳ εἰς τὴν αὐλὴν καὶ λέγει «καλησπέρα».

Εἶτα ἐρωτᾷ:

―Ἐδῶ κάθεται ὁ Βαγγέλης, ὁ λαουτιέρης;

Ἡ κυρα-Γιάνναινα ἀργὰ-ἀργὰ ἀπήντησεν:

―Ἐδῶ κάθεται, μὰ αὔριο θὰ φύγῃ, θὰ κουβαλισθῇ.

― Ἀπόψε θὰ ἔρθῃ;

― Δὲν ξέρω.

― Γιατί; Πῶς γίνεται, νὰ μὴν ἔρθῃ νὰ κοιμηθῇ;

― Δὲν ξέρω, χριστιανή μου· δὲν ἔχω τὴν ἔννοια του.

― Δὲν εἶσαι τουλόου σου, ἡ σπιτονοικοκυρά; Καὶ πῶς γίνεται νὰ μὴν ξέρῃς; Τρέχει, μαθές, τίποτε;

― Κάτι πολλὰ ρωτᾷς, κυρά, μᾶς σκότισες, εἶπε λαβοῦσα τὸν λόγον ἡ Δημητρούλα, ἡ κόρη τῆς Γιάνναινας.

― Σώπα σύ, τὴν ἐπέπληξεν ἡ μάννα της.

― Θέλω νὰ τὸν περιμένω ἐδῶ, ὣς ποὺ νά ᾽ρθῃ, εἶπεν ἡ ξένη,

Αἱ γυναῖκες δὲν ἀπήντησαν.

―Ἐγὼ εἶμ᾽ ἐξαδέλφη του, προσέθηκεν ἡ νεωστὶ ἐλθοῦσα.

― Δὲν μᾶς μέλει πὼς εἶσαι ξαδέρφη του, ἐμορμύρισεν ἡ Δημητρούλα.

― Τί εἶπες, κυρά;

― Τίποτε.

― Λοιπόν, σᾶς πειράζει τίποτε, νὰ καθίσω ἐδωδὰ νὰ τὸν περιμένω;

Ἡ Γιάνναινα ἔσεισε τοὺς ὤμους.

― Ποιὰ εἶναι ἡ κάμαρή του, σᾶς παρακαλῶ;

Ἡ Γιάνναινα διὰ χειρονομίας τῆς ἔδειξε τὴν θύραν τοῦ δωματίου τοῦ ὀργανοπαίκτου. Ἡ ξένη ἐλθοῦσα ἐκάθισεν ἐκεῖ, εἰς τὸ κατώφλιον.

― Μαμά, πές της νὰ πάῃ ἀπὸ κεῖ πού ᾽ρθε, ὑπέβαλεν ἡ Δημητρούλα εἰς τὴν μητέρα της· ἐμεῖς τὸν ἔχουμε γιὰ διώξιμο αὔριο, καὶ θὰ μᾶς κουβαλᾷ ἐδῶ τὶς ξαδέρφες του!…

Ἡ γραῖα ἦτον συλλογισμένη.

― Μὰ δὲν ἐτελείωσε ὁ μήνας γιὰ νὰ κλείσῃ τὸ νοίκι… Τί νὰ κάμω, ξέρω κ᾽ ἐγώ;… Θέλεις νὰ τρέχουμε στὶς ἀστυνομίες;… Ὅποιος ἔχει κάμαρες καὶ νοικιάζει, τὸν μπελά του βρίσκει… ἔχει νὰ κάμῃ μὲ λογιῶν-λογιῶν ἀνθρώπους, κορίτσι μου…

Ἡ νεωστὶ ἐλθοῦσα ἐκράτει μικρὰν δέσμην, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τέως ἡ Γιάνναινα καὶ ἡ κόρη της, ἐπειδὴ ἡ ξένη τὴν εἶχεν ἀποθέσει, κατὰ συγκυρίαν ἴσως καὶ χωρὶς νὰ ξεύρῃ, ἀκριβῶς πλησίον τῆς κλειστῆς θύρας τοῦ Βαγγέλη. Εἶτα, ὅταν ἐκάθισεν εἰς τὸ κατώφλιον, ἐτράβηξε τὴν δέσμην ταύτην πλησιέστερον πρὸς ἑαυτήν.

Ἡ Δημητρούλα εἶδε τὸ κίνημα, κ᾽ ἐψιθύρισεν εἰς τὴν μητέρα της.

Τότε ἡ Γιάνναινα:

― Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, κυρά, ἐφώναξε· βλέπω κ᾽ ἔχεις ροῦχα· μὴν εἶσαι γιὰ ξενύχτι ἀπόψε ἐδῶ;… Δὲν ἔχουμε κανένα χάνι ἐμεῖς!… Ἀλλοῦ νὰ κοπιάσῃς!… Τὸν ἐξάδερφό σου, τί τὸν ἔχεις, τὸν ἔχουμε γιὰ ξύσιμο αὔριο…

Ἡ γυνὴ μετά τινα σιωπὴν ἀπήντησε:

― Δὲν ξέρω κ᾽ ἐγώ, ἂν θὰ κοιμηθῶ ἀπόψ᾽ ἐδῶ ἢ ὄχι!… Ὁ ἴδιος θὰ μοῦ πῇ… Ἐγὼ τά ᾽χω ἀλλοῦ τὰ ροῦχά μου… Αὐτὰ ποὺ βλέπεις δὲν εἶναι ροῦχα… Νὰ τὸν ἰδῶ μόνον καὶ μπορεῖ νὰ μὲ ὁδηγήσῃ ἀλλοῦ νὰ φύγω…

― Δὲν εἶναι ροῦχα, ἀμμή, τί εἶναι; ἐφώναξεν ἡ Δημητρούλα.

Ἡ ξένη δὲν ἀπήντησεν εἰς τοῦτο, μόνον ἐπέφερεν:

―Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ σᾶς παραβαρύνω, κυρά· ἐγὼ δὲν εἶμαι κακὴ γυναίκα. Λυποῦμαι ἂν δὲν τά ᾽χετε καλὰ μὲ τὸ Βαγγέλη, ἀλλὰ τί φταίω ἐγώ;

Πράγματι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ὡς δέσμη ἦσαν τέσσαρες ἢ πέντε ὄρνιθες καὶ πετεινοί, δεμένοι ἀπὸ τοὺς πόδας, καὶ τυλιγμένοι εἰς μέγα πλατὺ ράκος. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη ὁ κλωγμὸς τῶν ὀρνίθων.

― Μαμά, κόττες ἔχει! εἶπεν ἡ Δημητρούλα.

― Ἄ! ἦρθες, βλέπω, μὲ τὶς κόττες σου, κυρά.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐφάνη εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὴν ἀσθενῆ ἀνταύγειαν τοῦ νυσταλέου φανοῦ τοῦ δρομίσκου ἡ σκιερὰ μορφὴ τοῦ Βαγγέλη, εἰσελθόντος ἀπὸ τὴν αὐλόπορταν.

― Ἄ! καλῶς σὲ ηὗρα, ἐξάδερφε, ἐφώναξεν ἡ ξένη, πάραυτα ἀναγνωρίσασα αὐτόν.

Ὁ Βαγγέλης μὲ λίαν ταπεινὸν ἦθος καὶ τρόπον ἐξηγήθη δι᾽ ὀλίγων λέξεων ὅτι ἡ ἐλθοῦσα εἶναι πράγματι ἐξαδέλφη του, ὅτι ἠναγκάσθη νὰ ξενοικιάσῃ τὸ δωμάτιον, ὅπου ἐκατοικοῦσεν, ἐπειδὴ εἶναι διὰ ταξίδι, αὔριον ἢ μεθαύριον, καὶ ἡ σπιτονοικοκυρά της εἶχε σπεύσει νὰ τὸ προενοικιάσῃ, ὅτι τὰ ροῦχά της δεμένα τὰ ἔχει ἀφήσει εἰς φιλικὴν οἰκίαν καὶ ὅτι, ἀφοῦ κι αὐτός, ἅμα εὕρῃ δωμάτιον θὰ μετοικήσῃ, ἂς ἐπιτρέψῃ ἡ κυρα-Γιάνναινα νὰ μείνῃ κ᾽ ἡ ἐξαδέλφη του μίαν νύκτα ἐδῶ· ἐὰν πάλιν ἡ κυρα-Γιάνναινα ἐπιμένῃ ὅτι πρέπει νὰ φύγῃ αὐτός, πρὶν τελειώσῃ ὁ μήνας, αὔριον, χωρὶς ἄλλο, θὰ εὕρῃ δωμάτιον καὶ θὰ φύγῃ, κι αὐτὸς κ᾽ ἡ ἐξαδέλφη του. Μιὰ βραδιὰ εἶν᾽ αὐτή.

Ἡ Γιάνναινα σχεδὸν συνεκινήθη ἀπὸ τὸν ταπεινὸν τρόπον τοῦ Βαγγέλη, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ δείξῃ· ἴσως ἐπειδὴ ἐνόμιζεν ὅτι δὲν ἁρμόζει εἰς μίαν οἰκοκυράν, ὁποὺ ἔχει σπίτια κ᾽ ἐνοικιάζει, νὰ φαίνεται δεικνύουσα συμπάθειαν πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα», καθὼς κάμνουν ἄλλαι γυναῖκες τοῦ δρόμου.

― Τί νὰ κάμουμε, πλέον!… εἶπε μὲ στρυφνὸν τρόπον.

Ἀλλ᾽ ὁ τρόπος αὐτὸς δὲν ἤρεσεν εἰς τὸν Βαγγέλην, ὅθεν οὗτος ἔσπευσε νὰ προσθέσῃ:

― Ξέρεις, ἀπ᾽ τὸ νόμο δὲν ἔχεις κανένα δικαίωμα, τὰ γνωρίζω ἐγὼ αὐτά, ἂς εἶμαι καὶ Τουρκομερίτης… Ὅσο δικαίωμα ἔχω ἐγὼ νὰ ἐξετάζω ποιοὶ καὶ πόσοι ἔρχονται στὸ σπίτι σου καὶ τί τοὺς ἔχεις, ἂν εἶναι γενιά* σου ἢ ὄχι, ἄλλο τόσο ἔχεις καὶ σὺ νὰ ἐξετάζῃς ποιὸν μπάζω στὴν κάμαρα, ἀφοῦ τὸ νοίκι σοῦ τό ᾽χω πληρωμένο. Μπορεῖς μόνον ἔξωση νὰ μοῦ κάμῃς, μὲ προθεσμία… Μὰ ἐγὼ σὲ παρακαλῶ μὲ τὸ γλυκό, ἐπειδὴ πλιότερο ψωμὶ τρώεται μὲ τὸ μέλι, ποὺ λέγει ὁ λόγος, γιὰ νά ᾽μαστε ἐξηγημένοι φιλικῶς… Κι ἂν ἐσφάλαμε πάλι κ᾽ ἐμεῖς, συμπαθᾶτέ μας καὶ Θεὸς σχωρέσ᾽ σας.

Ἡ ξένη, ἡ νεοφερμένη, ὅσον ὀλίγον καὶ ἂν τὴν εἶδεν ἡ Γιάνναινα εἰς τὸ σκότος, εἰς τὴν ἀνταύγειαν τοῦ φανοῦ τῆς ὁδοῦ, καθὼς ἦτον ἀνοικτὴ ἡ αὐλόπορτα, δὲν ἦτον, ἦτο βεβαία ἡ Γιάνναινα, ἡ ἰδία μὲ τὴν γυναικούλαν ἐκείνην, τὴν μισόγριαν καὶ σουφρωμένην, ποὺ εἶχεν ἰδεῖ νὰ βγαίνῃ ἕνα πρωί, μὲ ἀνεμίζον τὸ φουστανάκι της, ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ Βαγγέλη. Ἐν τούτοις, οὔτε αὐτή, οὔτε ἡ Δημητρούλα, ἡ κόρη της, οὔτε οἱ δύο νοικάρισσες, ἐπίστευσαν εἰς τὴν ἐξαδερφοσύνην της.

Ἐγκατεστάθη μέσα εἰς τὸ χαμόγειον τοῦ Βαγγέλη, καὶ δὲν ἔφυγεν οὔτε τὴν ἐπιοῦσαν, οὔτε τὴν μεθεπομένην, οὔτε τὴν ἄλλην ἡμέραν. Πάντοτε ἔλεγε πὼς θὰ φύγῃ αὔριον, καὶ τὸ αὔριον δὲν εἶχε ποτὲ τελειωμόν. Ὡμιλοῦσε διὰ τὰ ροῦχά της, διὰ τὰ ἔπιπλά της, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀκουμβημένα προσωρινῶς εἰς ἕνα σπίτι, καὶ θὰ πάῃ νὰ τὰ πάρῃ, καὶ ποῦ νὰ τὰ βάλῃ, καὶ ποῦ νὰ τὰ κουβαλᾷ… καὶ θὰ φύγῃ αὔριον διὰ ταξίδι… Τὰ ἴδια ἐπεβεβαίωνε καὶ ὁ «ἐξάδελφός» της ὁ Βαγγέλης.

Ἡ κυρα-Γιάνναινα καθημερινῶς σχεδὸν τοῦ ὑπενθύμιζεν ὅτι πρέπει νὰ εὕρῃ δωμάτιον νὰ φύγῃ· ἐτελείωσεν ὁ μήνας, ὁ προπληρωμένος, καὶ σὰν ἤρχισεν ὁ δεύτερος, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ λαγοῦτο ἐδικαιολογεῖτο λέγων ὅτι δὲν πληρώνει, ἐπειδὴ θὰ μετοικήσῃ, καὶ ἐπιφυλάσσεται νὰ πληρώσῃ μόνον τὶς μέρες, ὁποὺ θὰ ἔκαμνεν νὰ δίδῃ, τὴν ἡμέραν, καθ᾽ ἣν ἔμελλε νὰ μετακομισθῇ εἰς ἄλλο οἴκημα.

Κατ᾽ εὐτυχίαν τὸ δωμάτιον εἶχεν ἓν μικρὸν ὑπόγειον, πολὺ ρηχόν, μισὸ μπόι τὸ βάθος, μὲ μίαν κλαβανήν. Ἐκεῖ κάτω ἔβαλεν ἡ ξένη τὶς κόττες της, νὰ κατιάσουν*. Εἶπεν ὅτι ὀνομάζεται κυρα-Σταυρούλα. Ἐκεῖθεν κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα καὶ κάθε πρωί, σχεδὸν πᾶσαν ὥραν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας, ἐλαλοῦσαν βραχνοὶ καὶ μεγαλόστομοι οἱ δύο πετεινοί. Σχεδὸν δὲν ἄφηναν κανέναν νοικάρην νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνον, τόσον δυνατὰ καὶ τόσον συχνὰ ἐλαλοῦσαν. Κ᾽ οἱ κόττες ἀνάμεσα ἐκακάριζαν. Κ᾽ οἱ δύο πετεινοὶ μὲ τὶς τρεῖς κόττες ἐτρέφοντο κ᾽ ἐπάχυναν καλὰ ἐκεῖ μέσα.

Ἡ κυρα-Σταυρούλα δὲν τὰς ἄφηνε ποτὲ νὰ ἐξέρχωνται εἰς τὴν αὐλήν. Κ᾽ ἡ ἰδία δὲν ἐξήρχετο ποτὲ νὰ κάμῃ τρία βήματα ὣς τὴν αὐλόπορταν, διὰ νὰ ψωνίσῃ τίποτε ἀπὸ κανένα γυρολόγον ἢ μανάβην, χωρὶς νὰ κλειδώσῃ καλὰ τὴν θύραν, καὶ νὰ βάλῃ τὸ κλειδὶ εἰς τὴν τσέπην της.

Αἱ τέσσαρες γυναῖκες, ἡ σπιτονοικοκυρὰ μαζὶ μὲ τὴν κόρην της, ἡ Κατερνιὼ ἡ ζωντοχήρα, κ᾽ ἡ κυρα-Μήτραινα, ἡ μήτηρ τῆς μισῆς δουζίνας παιδιῶν, ἔκαμαν μέγαν συνασπισμὸν καὶ σταυροφορίαν ἐναντίον τῆς Σταυρούλας. Δὲν ἐπίστευον εἰς τὴν ἐξαδερφοσύνην της, τὴν ἐσκυλόβριζαν, τὴν ἔλεγαν ὅτι εἶναι κι αὐτὴ μιὰ «ἀπὸ κεῖνες». Δὲν τὴν ἄφηναν νὰ προκύψῃ εἰς τὴν θύραν, χωρὶς νὰ ζητήσουν νὰ εὕρουν ἀφορμὴν καυγᾶ ἐναντίον της. Τέλος ἀπαιτοῦσαν νὰ ξεκουμπισθῇ, νὰ τοὺς ἀδειάσῃ τὴν γωνιά, νὰ ξεβρωμήσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ αὐτὴ κ᾽ οἱ κόττες της.

Ὁ ἐξάδελφός της, πότε ἤρχετο τὴν νύκτα, πότε ἔλειπεν. Αὐτὴ τοῦ ἔκαμνε παράπονα κατὰ τῆς οἰκοκυρᾶς καὶ τῶν γειτονισσῶν.

― Τί κόσμος εἶν᾽ αὐτός, καλέ;

Ὁ Βαγγέλης πότε ἐμορμύριζεν ἐναντίον των, πότε ἐσιώπα. Συνήθως εἶχε τὸ λαγοῦτο ὑποκάτω ἀπὸ τὴν μασχάλην του, καθὼς ὑποκάτω ἀπὸ τὰ σκέλη του ὁ σκύλος τὴν οὐράν.

Μίαν ἑσπέραν, ὅτε ἔγινε ραγδαιοτάτη καὶ διαρκὴς βροχή, ἡ στέγη ὅλων τῶν σαθρῶν χαμογείων διέρρευσε. Τὸ πάτωμα ἔγινε λίμνη. Ὅλων τὰ ὀθόνια ἐβράχησαν. Ὁ Βαγγέλης ἔλειπε τὴν νύκτα. Ἦλθε τὸ πρωί, εὑρίσκει τὸ στρῶμα καὶ τὰ σκεπάσματα τῆς κλίνης ὅλα βρεγμένα, καὶ ἀρχίζει πικρὰν ἐπίπληξιν κατὰ τῆς ἐξαδέλφης του.

― Μήπως καὶ τὰ δικά μου δὲν θὰ βράχηκαν τάχα, ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται; εἶπε μεγαλοφώνως, ἴσως διὰ νὰ τὴν ἀκούουν ἔξω, ἡ Σταυρούλα. Νά, καὶ τὸ παπλωματάκι μου, κοίτα, πῶς ἔγινε!

Εὑρέθη νὰ ἔχῃ πάπλωμα, ἐνῷ ὅταν ἐπρωτοῆρθε δὲν εἶχεν ἄλλο τίποτε παρὰ τὶς κόττες. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ὁ ἐξάδελφός της τῆς εἶχε φέρει ἀπὸ ἄγνωστον μέρος, ἐν τῷ μεταξύ, αὐτὸ τὸ πάπλωμα.

Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἤρχισε μεγάλη γρίνια καὶ φαγούρα μεταξὺ τοῦ Βαγγέλη καὶ τῆς ἐξαδέλφης του. Τὴν ἄλλην ἡμέραν τὴν παρεκάλεσεν ἀποτόμως νὰ φύγῃ, τέλος πάντων, ἐπειδὴ κι αὐτὸς θέλει νὰ φέρῃ ἐδῶ «τὴν γυναῖκά του», νὰ ζήσῃ σὰν ἄνθρωπος, νὰ νοικοκυρευθῇ.

Τότε ἡ Σταυρούλα, παραδόξως, ἐπεκαλέσθη τὴν ὑποστήριξιν τῶν ἄλλων γυναικῶν, τῶν τέως ἀσπόνδων πολεμίων της. Σὰν ἤκουσαν ἐκεῖναι ὅτι τὴν διώχνει, διὰ νὰ φέρῃ τὴν «λεγάμενη», (ἡ ὁποία, καθὼς ἐσυμπέραινε μετὰ μεγάλης πιθανότητος ἡ Γιάνναινα, θὰ ἦτον αὐτὴ ἐκείνη τὴν ὁποίαν εἶχεν ἰδεῖ νὰ προβάλῃ μίαν πρωίαν ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ Βαγγέλη), ἔγιναν «τὸ ἕνα τους» μαζὶ μὲ τὴν Σταυρούλαν, κ᾽ ἐκήρυξαν πόλεμον κατὰ τοῦ Βαγγέλη καὶ τῶν σχεδίων του. Τώρα διὰ πρώτην φορὰν ἐπηγγέλλοντο ὅτι ἐπίστευον εἰς τὴν συγγένειαν τῆς Σταυρούλας.

― Ἀκοῦς! νὰ διώχνῃ, ὁ πρόστυχος, τὴν ἐξαδέλφη του, γιὰ νὰ μᾶς κουβαλήσῃ ἐδῶ τὴν παλιοπατσαβούρα!…

Ὅθεν, μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας, ὁ λαγουτιέρης, βλέπων ὅτι «οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται», ἐμάζωξε τὰ ροῦχά του, ἐπῆρε τὴν κασσελίτσαν του στὸν ὦμον, τὸ λαγοῦτό του ὑπὸ τὴν μασχάλην, κ᾽ ἐπῆγε νὰ βρῇ, «τὴν γυναῖκά του, νὰ νοικοκυρευθῇ».

Τώρα ἔμεινεν ἡ Σταυρούλα κυρίαρχος τοῦ δωματίου. Ἡ εἰρήνη ἐφαίνετο πλέον βεβαία ἐντὸς τῆς αὐλῆς. Πλὴν ἀμέσως, τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἡ Γιάνναινα κ᾽ ἡ κόρη της, ἡ Μήτραινα, ἡ Κατερνιώ, ὅλαι εὑροῦσαι ὡς πρόφασιν τὸ σκούπισμα τῆς αὐλῆς, τὸ λάλημα τῶν πετεινῶν, ἢ ὁτιδήποτε, ἤρχισαν πάλιν σφοδροτάτην καταφορὰν ἐναντίον τῆς ξένης.

Ποτὲ αὐτὴ δὲν ἤκουσε τ᾽ ὄνομά της. Ὅλα τὰ παρεγκώμια, ὅσα δὲν ὑπῆρχον εἰς κανὲν ἐκδεδομένον λεξικόν, τῆς ἔρριπτον κατάμουτρα.

―Ἡ κοτταρού, ἡ κοκοτταρού, ἡ κοκουρού!… ἡ χαρχαλού, ἡ πετειναρού!… ἡ μουρλουλού, ἡ ζουρλουλού!…

Καὶ ὅλος ὁ ἀτελείωτος ὁρμαθὸς τῶν εἰς «ού».

Τὴν παρίστων μόνον ὡς ἀποτυχοῦσαν ἐρωμένην τοῦ λαγουτιέρη, ἡ ὁποία δὲν μπόρεσε νὰ τὸν βαστάξῃ πλησίον της, κ᾽ ἐκεῖνος τῆς ἔφυγε… καὶ καλὰ ποὺ ἔκαμε!

Ἐν τοσούτῳ, μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας, φθίνοντος Σεπτεμβρίου ἡ Σταυρούλα ἄδειασε τὸ δωμάτιον, καὶ φαίνεται ὅτι ἀνεχώρησε πράγματι ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὶν φύγῃ οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχον ἀκουσθῆ εἰς τὴν αὐλήν. Ὀλίγον μετὰ τὴν ἀναχώρησίν της συναντᾷ ὁ Βαγγέλης πλησίον εἰς τὴν Βλασσαρού, ὅπου μετῴκησεν, ἕνα ἀπὸ τοὺς νοικάρηδες τῆς κυρα-Γιάνναινας καὶ τοῦ λέγει:

―Ἡ δασκάλα πῆρε τὸν διορισμό της, καὶ μᾶς ἔφυγε… πάει στὰ χωριὰ τοῦ Βόλου… Εἶδες δά, κ᾽ ἐκείνη ἡ Γιάνναινα, κ᾽ οἱ ἄλλες ἐκεῖ, τί κόσμος! Πῶς τὴν ἐσκυλόβριζαν ἄδικα τὴν καημένη.

Τότε μόνον διὰ πρώτην φορὰν ἠκούσθη ὅτι ἡ «πετειναροὺ» ἦτο δασκάλα. Ὁ ἄνθρωπος ἀκούσας εἶπεν ἀφελῶς μέσα του:

― Ἄ! ἦτον δασκάλα!… Γι᾽ αὐτὸ εἶχε τοὺς κοκόρους! Σὲ κανένα Τμηματάρχη θὰ τοὺς κουβάλησε.

 

Λέξεις

αποκαής: ο μέθυσος που με λίγη ποσότητα αλκοόλ ξαναμεθάει αμέσως, η μεταφορά από τον φούρνο.

λιμοκοντόρος: χαρτονόμισμα της μιας δραχμής

μπεσλίκι: νόμισμα των 5 γροσιών (μπες = 5 στα τούρκικα)

γενιά σου: συγγενής σου

να κατιάσουν: να κατακλιθούν, προκειμένου για κότες

Advertisement

98 Σχόλια προς “Ο γείτονας με το λαγούτο (αθηναϊκό διήγημα του Παπαδιαμάντη)”

  1. Καλημέρες, ώσπου να το διαβάσουμε.

  2. Ωραίο, δεν το ήξερα. Κάτι αστερίσκοι στις τουρκικές φράσεις έχουν ξεφύγει, αλλά βέβαια τις μεταφράζει ο ίδιος αμέσως μετά.

  3. Α. Σέρτης said

    «κλαβανή»/»οθόνια»
    Τόσο αυτονόητη θεωρήθηκε η σημασία τους, ώστε δεν μπήκαν ως λήμματα στο Γλωσσάρι του Γ΄ τόμου των Απάντων;

  4. Πέπε said

    Απίστευτο ότι η δήθεν αυστηρότητα των τότε ηθών δικαιολογούσε, αδιαπραγμάτευτα μάλιστα, τόσο ακραία παρέμβαση στα ιδιωτικά άγνωστων ανθρώπων. Τι δυστοπία…

  5. atheofobos said

    Το σημαντικό αυτού του διηγήματος, μάλλον από τα πιο αδιάφορα του μεγάλου μας διηγηματογράφου, είναι η περιγραφή ενός κλασσικού αθηναϊκού σπιτιού που δεν υπάρχει πλέον σήμερα.
    Μέχρι τα τέλη της 10ετιας του 50 θυμάμαι την ύπαρξη σπιτιών στην Αθήνα, σαν αυτό του διηγήματος.
    Στο ποστ μου ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ
    http://atheofobos2.blogspot.com/2018/03/blog-post_9.html
    έχω μεταφέρει μερικά αποσπάσματα από μια διπλωματική εργασία φοιτητριών του ΕΜΠ με στοιχεία που έχουν πάρει από μελέτη του Άρη Κωνσταντινίδη που τα περιγράφει:
    Στα σπίτια με αυλή, ή απλά «αυλές», όπως ονομάζονταν τα σπίτια αυτά, βρίσκουμε τρεις παραλλαγές τοποθέτησης αυλής και δωματίων. Ο κλειστός όγκος των δωματίων στο βάθος με την αυλή μπροστά, ο κλειστός όγκος των δωματίων στην μια πλευρά της μεσοτοιχίας σχηματίζοντας σχήμα Γ, με την αυλή στην απέναντι πλευρά και τέλος, ο κλειστός όγκος των δωματίων και στις 2 μεσοτοιχίες ή και στην όψη του οικοπέδου προς το δρόμο σχηματίζοντας σχήμα Π με την αυλή στο εσωτερικό του Π

  6. Stelios Kornes said

    Καλημερα. Ωραιο το διηγημα, με φαρμακερο τελος. Τι σημαινε το ονομα της εφημεριδας «Σκριπ»; Αυτο που γραφει η βικιπαίντια, ενα υποκαταστατο νομισματος;

  7. Α. Σέρτης said

    «Ρηνούλα κάτσε φρόνιμα»

  8. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    3 Δεν έχεις άδικο. Αφού εξηγεί το «να κατιάσουν»

    6 Ναι, αρχικά ήταν σατιρική εφημερίδα. Σκριπ ήταν τα χρεώγραφα που διακωμωδήθηκαν στη χρεοκοπία του 1893.

  9. Λάμπας said

    «Ἂν ἐννοῇς νὰ μοῦ φέρῃς ἐδῶ καμμιὰ παστρικιά» : άρα μύθος η άποψη ότι η λέξη απέκτησε τη γνωστή αρνητική σημασία μετά το 1922, επειδή τάχα οι προσφύγισσες, που θεωρούνταν από τους ντόπιους χαλαρών ηθών, πλένονταν πιο συχνά, ως πιο πολιτισμένες. Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι οι πόρνες, για ευνόητους λόγους, έπρεπε να είναι καθαρές, εξ ου και «παστρικιές».

  10. Λάμπας said

    6. «Όπως η Αργεντινή το 1891 χρεοκόπησε δολίως και ανέστειλε τις κρατικές πληρωμές της δίνοντας στους δανειστές της, αντί για χρήματα, αποδείξεις τίτλων νέου δανείου, έτσι και ο Σωτηρόπουλος (πρωθυπουργός), ύστερα από συμφωνία με τον αγγλικό τραπεζικό οίκο Χάμπρο, που θα έδινε δάνειο από 4.000.000 λίρες, κεφαλαιοποίησε τα τοκοχρεολύσια των δανείων 1881,1884,1889 και 1890 που ήταν σε χρυσό και έδωκε προσωρινές αποδείξεις που λέγονταν Scrips στους δανειστές ώσπου να εκδοθούν οι οριστικοί τίτλοι. Η λέξη σκριπ ήταν τότε στα στόματα όλων και ο Ευάγγελος Κουσουλάκος έβγαλε στην αρχή με τον τίτλο Σκριπ, σατιρική εφημερίδα που αργότερα έγινε ημερήσια πολιτική.»
    Γ.Κορδάτος «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας» Νεότερη τ.Δ΄, σελ.523-524

  11. sarant said

    9 Λοιπόν, καλή επισήμανση αυτή. Το «παστρικιά» προϋπήρχε του 1922.

    10 Α μπράβο.

  12. Παναγιώτης Κ. said

    9. Ουσιαστική παρατήρηση!

  13. Πάντοτε ευδιάβαστος ο Παπαδιαμάντης ! Δεν ξέρω τι εντύπωση άφησε το διήγημα όταν δημοσιεύθηκε γιατί για τον Βαγγέλη ξεκίνησε και με την δασκάλα συνεχίστηκε και τελείωσε, μου φαίνεται ασυνήθιστο την εποχή του

  14. Παναγιώτης Κ. said

    Μερικές ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες παρουσιάζουν τον λαϊκό τύπο κατοικίας για ενοικίαση , στις γειτονιές της Αθήνας.
    Για παράδειγμα, στην ταινία «Γάμος αλά Ελληνικά», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και αρκετές άλλες.
    Υπάρχει μια ταινία ασπρόμαυρη, γυρισμένη στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 με τίτλο «καημοί στη φτωχογειτονιά» λίγο γνωστή. Η κατοικία είναι στον Βύρωνα. Την αναφέρω διότι έπαιξε σε αυτή κάποιος γνωστός μου όπως γνωστή ήταν και η ιδιοκτήτρια του σπιτιού.

  15. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ἂν δὲν τοῦ σπάσω τὸ κεφάλι του, νὰ τὸ κάμω μακρουλὸ καὶ κούφιο καὶ πλακαρό, σὰν τὸ λαγοῦτό του >>>>> (..Καλό μοῦ φαίνεται ὡς συμπλήρωμα στό…) «Από τον κόλαφο στο σουλτάν μερεμέτ: οι 50 αποχρώσεις του ξυλοδαρμού»

  16. sarant said

    14 Μπράβο, αυτές. Και η Αυλή των θαυμάτων βέβαια σε τέτοιο περιβάλλον αναφέρεται

    Θα λείψω για λίγο ή πολύ.

  17. Georgios Bartzoudis said

    «τὸ δωμάτιον εἶχεν ἓν μικρὸν ὑπόγειον, πολὺ ρηχόν, μισὸ μπόι τὸ βάθος, μὲ μίαν κλαβανήν».

    # Γκλαβανή=καταπακτή (και) Μακεδονιστί. Δεν ξέρω αν έχει σχέση με τη λέξη γκλάβα=το (κοινώς λεγόμενο) νιονιό. Επίσης (Μακεδονιστί), παστρικός-παστρικιά-παστρικό=καθαρός-ή-ό [και τίποτα παραπάνω ή παρακάτω]. Και πάστρα=η καθαριότητα, και πάστρεψε ή ξεπάστρεψε= «καθάρισε» (τουτέστιν φόνευσε) κάποιον.

  18. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @11. Καί βέβαια τό «παστρικιά» προϋπήρχε τοῦ 1922, μέ τήν σημασία τῆς πόρνης (ἀφοῦ καλοπλυμένη θά ἔπρεπε νά ἦταν ἡ ἐκδιδόμενη). Ὡς ἑτοιμοπαράδοτο κακωνύμιο τό κολλοῦσαν εὔκολα καί φαρμακερά σέ γυναῖκες τῆς προσφυγιᾶς καί ἐπειδή αὐτές πλυνότανε συχνά (θυμίζω πληροφορία ἀπό τοῦ Κοτζιούλα τά μέρη..) καί ἐπειδή ἤθελαν νά ὑπαινιχθοῦν πώς ἦταν ἀμφιβόλου ἠθικῆς.

  19. Κουτρούφι said

    Ρήνα μου, Κατερίνα, μὴ φαρμακώνεσαι,
    σοῦ δίνω τὸ βοτάνι…κι ελευθερώνεσαι

  20. Καλημέρα. Ωραίος ο Ππδ, ευχαριστούμε Νικοκύρη.
    Σωστός και ο Λάμπας, προφανώς οι Σμυρνιές ήρθαν και κούμπωσαν πάνω σε υπαρκτό χαρακτηρισμό (ο οποίος φανερώνει πολλά για τον ελληνικό λαό της εποχής και τη σχέση του με τον μιαρό σάπωνα).
    Από την άλλη, βλέπουμε ότι το 1900 στη λαϊκή γλώσσα είχε υποχωρήσει το μιλιούνι και είχε υπερισχύσει το εκατομμύριο.

  21. sxoliastis2020 said

    Ευχαριστούμε για τον Παπαδιαμάντη. Πάνω απ’ όλα η ανθρωπιά του πάντοτε συγκινεί.

    «Τοῦ Ρωμιοῦ ἡ γνώση ὕστερα ἔρχεται…»(Γιουννανὶν ἀκὶλ σονραντὰν γκελίορ*)

    Σοφοί οι Τούρκοι!

  22. Spiridione said

    Ο Οικοδομικός Κανονισμός του 1955 διαμόρφωσε τις πόλεις με το συνεχές σύστημα για τα αστικά κέντρα, με τη διαμόρφωση ενιαίων όψεων στο μέτωπο του δρόμου, το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα για τα προάστια και το ασυνεχές και των πτερύγων για
    τους οικισμούς.
    Σύστημα των πτερύγων στον ΓΟΚ του 1955:
    Σύστηµα πτερύγων, καθ’ ο επιτρέπεται η κατασκευή κτιρίων εν γένει, κατά σειράν παρά τα πλάγια ή το οπίσθιον ή και το πρόσθιον όριον του οικοπέδου, εξυπηρετουµένων από απόψεως επικοινωνίας, φωτισµού και αερισµού εξ ακαλύπτων τµηµάτων του οικοπέδου

  23. Καλημέρα
    Σχετικά με τα δωμάτια στην αυλή υπάρχει εικόνα και απ’ την Κάλπικη λίρα (ο ασπριτζής και η συνέχεια) αλλά πολύ καλά φαίνεται (αφού όλη η ταινία είναι γυρισμένη εκεί) στο Οι κυρίες της αυλής.

  24. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  25. Πουλ-πουλ said

    Ὅλα τὰ παρεγκώμια, ὅσα δὲν ὑπῆρχον εἰς κανὲν ἐκδεδομένον λεξικόν, τῆς ἔρριπτον κατάμουτρα.
    ―Ἡ κοτταρού, ἡ κοκοτταρού, ἡ κοκουρού!… ἡ χαρχαλού, ἡ πετειναρού!… ἡ μουρλουλού, ἡ ζουρλουλού!…
    Καὶ ὅλος ὁ ἀτελείωτος ὁρμαθὸς τῶν εἰς «ού».

    Να, ένα ωραίο θεματάκι, Νικοκύρη.

  26. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα.
    Ωραίος ο κυρ-Αλέξανδρος, όπως και να το κάνεις. Σαφώς συμπάσχων με τον μπεκιάρη Βαγγέλη το λαουτιέρη, τον ξενύχτη, που “συνήθως εἶχε τὸ λαγοῦτο ὑποκάτω ἀπὸ τὴν μασχάλην του, καθὼς ὑποκάτω ἀπὸ τὰ σκέλη του ὁ σκύλος τὴν οὐράν”, αλλά και ως αγάπη καταδική, προστάτισσα (“δὲν εἶναι γιὰ τὰ χεράκια σου”// “προέτεινε τὸ λαγοῦτο ὡς ἀσπίδα”), καθώς και για προοίμιο περιπτύξεων (με κορδελοφιογκάτη, υπηρετριούλα, ίσως, ένα βράδυ), ή εναυστήριο για άλλη τέτοια “ἑρμηνείαν” “σύμφωνα μὲ τοὺς καπνοὺς τῆς ὥρας”, καθότι και “αποκάης”.(άλλως “μανάλι, δαυλί”), επιρρεπής στο να τα τσούζει (τα οινοπνεύματα) . Χαρακτήρα διά του οποίου καταγγέλλει την επίφαση τιμής σε μια γυναικοκρατούμενη μάντρα με ενοικιαζομενα χαμόγεια, όπου οι κατά σύμβαση “τιμημένες” συνασπίζονται ενάντια σε κατά το δοκούν “λεγάμενες” ή κάποιον σαν “τουλόου” του, έναν “χαμένο” ο οποίος διακωδωνιζόμενος, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να λουφάξει, τουλάχιστον για όσο γλωσσοκοπανιέται “ὡς κωδωνοφόρος ἀρετή, εἶδος κροταλίου”, η αισχρότης του να κρούσει τη θύρα την κλειστή Κυρίας, ασχέτως αν αυτή ήταν πρώτη που ψευτόπαιξε με το “μακρουλὸ καὶ κούφιο καὶ πλακαρό” του χορδοφόρο. Θύρα την οποία ανοίγει με “Ἑκατὸ χιλιάδες χάρτινες δραχμὲς ἡ ἀρχόντισσα τῆς Ἀθήνας, ἑκατὸ χιλιάδες λίρες ἡ ἀρχόντισσα τῆς Πόλης, ἡ πιὸ μεγάλη χανούμισσα, ἕνα ἑκατομμύριο λίρες ἡ ἑφτακρατόρισσα, δέκα ἑκατομμύρια ἡ Σουλτάνα… Αὐτὸ εἶναι τὸ τιμολόγιο!”. Ενώ ένας Τμηματάρχης, για ν’ ανοίξει την πόρτα ενός τιμημένου σχολειού (π.χ. χωριού στο Βόλο) σε μία “κοττοπόνηρη” δασκάλα, αρκείται σε…τρεις όρνιθες και δύο πετεινούς, σαφώς το ίδιο ‘γραμματικούς” (οι οποίοι επιπροσθέτως, όπως φαίνεται, άμα καλοπερνούν, έστω και ως τρόφιμοι, έγκλειστοι ή σώγαμπροι, καθόλου δεν τσακώνονται κι ας λέει η παροιμία)..
    Το μόνο για το οποίο μπορείς, ενδεχομένως, να διαφωνήσεις με το Βαγγέλη, είναι ότι όχι πεντακόσια αλλά ούτε χίλια χρόνια-καί δεν φτάνουν σ’ έναν άνθρωπο “γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ καλὰ τὸν κόσμο”. Διότι όσο πιο πολλά μαθαίνεις τόσο και περισσότερα εννοείς πως αγνοείς. Και όσες ζωές να ζήσεις. στο τέλος πάντοτε θα ισχύει το “στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα” ή “σὰν ξαναγένω νύφη, ξέρω καὶ καμαρώνω”.

  27. 25# Να τοποθετηθεί πάραυτα η μουρλοΛού 🙂

  28. Στέλιος said

    Ο τουρκομερίτης πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν ήταν μόνο ο Μικρασιάτης. Αν θυμάμαι καλά το διάλογο Ίωνα Δραγούμη και Γ.Σκληρού στον Νουμά, ο Δραγούμης με καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς γράφει «είμαι τουρκομερίτης» και ο πόντιος Σκληρός απαντά «κι εγώ τουρκομερίτης είμαι»

  29. Spiridione said

    Αν πάτε στο μπαρ TAF στο Μοναστηράκι μπορείτε να δείτε ένα τέτοιο κτίριο, διόρωφο (αν και λέει κατασκευάστηκε αρχικά σαν κρατητήρια, και μετά χρησιμοποιήθηκε για κατοικίες)

  30. Χαρούλα said

    Δεν είχα ξανακούσει διήγημα. Μετά την ανάγνωση, προσπάθησα να ακούσω. Μου φάνηκε άχρωμο. Εντελώς επίπεδο.
    Ενω το διήγημα που διάβασα μου γέννησε ζωντανές εικόνες.
    Δηλαδή μ´άρεσε πολύ! Άλλο ένα ευχαριστώ Νικοκύρη.

    Επίσης δεν ήξερα πως «ὁ λύκος τὴ φωλιά του δὲν τὴ μολύνει ποτέ»(το βρήκα και μαγαρίζει). Ενδιαφέρον.

  31. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    @28. Πολύ ἐνδιαφέρον σχόλιο! Ἄλλη εἶναι ἡ Τουρκιά μέχρι τούς Βαλκανικούς Πολέμους καί Ἀνατολίτης εἶναι ὁ Μικρασιάτης (καί βάλε..) τοῦ Βυζάντιου.

  32. Πέπε said

    Δε νομίζω να έχω ακούσει ποτέ τη δήθεν πληροφορία ότι το «παστρικές» συνδέεται με τις πρόσφυγες. Μήπως συγχέετε με το άλλο; Ότι επειδή οι Μ/ασιάτισσες (ή ίσως ειδικά οι Σμυρνιές, από τη μεγάλη πόλη, πολύ πιο σύγχρονες γυναίκες από τις εδώ) ασχολούνταν περισσότερο με την καθαριότητά τους, τις έλεγαν με χαρακτηρισμούς που (είτε ήταν η λέξη «παστρικες» είτε άλλη) εσήμαινε πόρνες;

  33. leonicos said

    Τί να σχολιάσουμε

    Όλα τα είπαν οι προλαλήσαντες

    Ωραία τα τραγούδια

  34. BLOG_OTI_NANAI said

    «―Ἡ κοτταρού, ἡ κοκοτταρού, ἡ κοκουρού!… ἡ χαρχαλού, ἡ πετειναρού!… ἡ μουρλουλού, ἡ ζουρλουλού!…»

  35. GeoKar said

    #29: 👍🤝👍🤓

  36. BLOG_OTI_NANAI said

    Να περνάει η ώρα:

  37. BLOG_OTI_NANAI said

    «δεν ξέρω αν έχει βρεθεί στη συνέχεια»

    Όπως φαίνεται, τουλάχιστον το 1994 είχε βρεθεί. Έχει όλες τις φωτοτυπίες στο βιβλίο αυτό:

  38. Πισμάνης said

    Οδός Αριστοφάνους, Βρύση Ψυρρή, οδός Τάκκη, Βρύση Τάτση, όλα μαζί σέ χάρτη τού 1868 (~ πάνω αριστερά). Η ρυμοτομία παραμένει εντυπωσιακά ίδια μέ ελάχιστες διαφοροποιήσεις.

  39. BLOG_OTI_NANAI said

    Να περνάει η ώρα αρ.2:

  40. Theo said

    Καλημέρα,

    Πάντα επίκαιρος ο κυρ Αλέξανδρος με την εύστοχη κοινωνική κριτική και το χιούμορ του 🙂

    @34, 36, 37, 39:
    Πολύ χρήσιμα τα σχόλια και τα νεότερα της έκδοσης Τριανταφυλλόπουλου ευρήματα!
    Θερμές ευχαριστίες 🙂

  41. sarant said

    Ευχαριστω για τα νεότερα σχόλια και τις πολύ χρήσιμες προσθήκες

    23 Α μπραβο, αυτή η ταινία είναι η καλύτερη

    37 Μάλιστα, άρα το βρήκε ο Δημητρακόπουλος

    38 Ωραίος ο χάρτης!

  42. Σ’ αφήνω την καλή νυχτιά (Παραδοσιακός Ζεϊμπέκικος της Ιωνίας)

    Σ΄ αφήνω την καλή νυχτιά , όμορφο πορτοκάλι
    και στο καλό ξημέρωμα θ’ ανταμωθούμε πάλι
    Δεν υποφέρω , δεν βαστώ
    τον εδικό σου χωρισμό.

    Σ΄ αφήνω την καλή νυχτιά , στρώσε γλυκά κοιμήσου
    και στο όνειρό σου να με δεις ,σκλάβο και δουλευτή σου.

    Δεν υποφέρω , δεν βαστώ
    τον εδικό σου χωρισμό.

    Αφήνουμε καληνυχτιά , απ΄ της καρδιάς τα βάθη
    με το τραγούδι το παλιό που ακόμα δεν εχάθη.

    Γλεντάτε νέοι τον ντουνιά
    ώσπου να ‘ρθούν τα γηρατειά.

    (Περιέχεται στο CD «Δημοτικοί σκοποί και τραγούδια» με το Μουσικό Εργαστήρι του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
    Το βρήκα στο YouTube)

    Καλησπέρα!`

  43. Γιώργος Κατσέας, Θεσσαλονίκη said

    Ἀσυνήθιστες χρήσεις δύο συνηθισμένων λογίων λέξεων τοῦ καθημερινοῦ μας λεξιλογίου:
    –τὴν ὁποίαν δὲν εἶχεν ἰδεῖ [τέως] ἡ Γιάνναινα
    –ἡ στέγη ὅλων τῶν σαθρῶν χαμογείων [διέρρευσε]

  44. Ποῦ νὰ καθίσω, νὰ ξενυχτίσω;

    Ιωάννη Βηλαρά, Το πουλάκι

    Πουλάκι ξένο,
    Ξενητεμένο,
    Κυνηγημένο
    Πού νά σταθώ.
    Πού νά καθήσω,
    Να ξενυχτίσω
    Νά μη χαθώ ;
    Βραδιάζει μέρα
    Σκοτάδι παίρει
    Καί δίχως ταίρι
    Πώς να βρεθώ ;
    Πώς νά φωλιάσω
    Σέ ξένο δάσος
    Ν ’ άποσυρθώ ;
    ‘Η μέρα φεύγει
    ‘Η νύχτα βιάζει,
    Νά ησυχάζει
    Κάθε πουλί.
    Κι εγώ στενάζω
    Τό ταίρι κράζω.
    Ξένο πουλί

    https://lekythos.library.ucy.ac.cy/bitstream/handle/10797/26517/Poiitikos%20Anthon%20Zakinthos_1886-1887_Arithmos%206.pdf?sequence=6&isAllowed=y

  45. sarant said

    44 Μπράβο, του Βηλαρά!

  46. Α. Σέρτης said

    34
    Ενδιαφέρον το κείμενο του Τριανταφυλλόπουλου

    Για το «οσουρλουλού» του Π. Σούτσου δεν έχει υπόψη του πώς το γράφει ο αδερφός του Α. Σούτσος («Λοιπόν μην κουδουνίζετε καθείς με την αράδα/τα σουρλουλού και μουρλουλού τα δίχως νοστιμάδα») και υποθέτει διάφορα για το έξτρα «ο».

    Κοντινό στη «σουρλουλού» μού μοιάζει και η «σουρλάντα»: γυρίστρα (σουρλάντα τω σοκακιώ), σουρλουλού (Λαϊκό τραγούδι: σουρλάντα και μπουρλάντα/σαν αγαπάς νταγιάντα) (Κονδυλάκης, Εκλογή από το έργο του, τ. 2, 1961), που τη συναντάμε και ως «ζουρλάντα» («Ζουρλάντα και μουρλάντα/Η οκά έχει σαράντα»,(Κ. Μπίρης, «Ο καραγκιόζης», 1952)

  47. BLOG_OTI_NANAI said

    40: Να’ σαι καλά Theo 🙂

  48. Σκληρή απεικόνιση της ζωής των γυναικών (και στο αστικό περιβάλλον), με όλη όμως την ανθρωπιά, τρυφερότητα και κατανόηση που έχει πάντα το παπαδιαμαντικό βλέμμα. Παρατηρητής δεινός της γυναικείας συμπεριφοράς (και ψυχοσύνθεσης), ανατέμνει τον μικρόκοσμο της αυλής, εκεί όπου περιορίζεται να πρωταγωνιστεί η γυναίκα ενσαρκώνοντας, μοιραία, τις προσδοκίες που επιβάλλει σ’ αυτήν ο αμείλικτος κοινωνικός έλεγχος: ραδιούργα, δειλή, κακεντρεχής, σκληρή και εγωκεντρική (ιδιοτελής και στην αλληλεγγύη ακόμη),ευάλωτη και εκτεθειμένη σε κάθε επίθεση, κριτική, αναποδιά της τύχης, ανίκανη να σπάσει τα νήματα που κινούν την ύπαρξή της…
    Σε αυτή την αυλή και ως «Σπύρος Βεργωτής», «καθήμενος εις το παράθυρον και θεώμενος και ακούων τα τελούμενα»: «Δεν ήτο δρόμος, ήτο αυλή, παμπάλαιος, ευρεία, ακανόνιστος, με τους τοίχους υψηλούς αλλ’ ανίσου ύψους, περιβάλλουσα μίαν των παλαιοτέρων οικιών παρά την ανέρπουσαν εσχατιάν της αρχαίας πόλεως…»
    https://sarantakos.wordpress.com/2017/02/26/ppd-3/

  49. Ἄ! ἦτον δασκάλα!… Γι᾽ αὐτὸ εἶχε τοὺς κοκόρους! Σὲ κανένα Τμηματάρχη θὰ τοὺς κουβάλησε.

    Κατά τη Μ. Γκασούκα ο Παπαδιαμάντης αντιμετωπίζει με φανερή «προκατάληψη» στο έργο του τις δασκάλες – που είναι και οι μόνες μορφωμένες γυναίκες- και αμφισβητεί ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο παίρνουν τα πτυχία τους…
    https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/5344?lang=el#page/204/mode/2up
    (σελ. 204)

  50. Λεύκιππος said

    Κλασικός Παπαδιαμάντης. Διαβάζεται ευχάριστα.

  51. 48.
    Λάθος μου: Βεργουδής!

  52. BLOG_OTI_NANAI said

    48: Εδώ βλέπουμε ότι οι γυναίκες υιοθετούν τις καθιερωμένες πατριαρχικές αξίες του κοινωνικά ισχυρού. Καταδικάζουν τις ανύπαντρες μητέρες και τις «πονηρές» ζωντοχήρες. Το ίδιο σκληρά σχολιάζονται οι «ανήθικες» και από τους άντρες, οι οποίοι όμως τις επιθυμούν, οι γυναίκες το ξέρουν και τις αντιπαθούν περισσότερο. Βεβαίως και οι άντρες δέχονται κριτική, για τα πάθη τους (ποτό, τζόγο), αν είναι τεμπέληδες, αν αποτυγχάνουν στις προσπάθειες τους για οικονομική ανεξαρτησία.
    Γι’ αυτό ο κόσμος κουράστηκε από τις γειτονιές και τα χωριά λόγω του κοινωνικού ελέγχου και το μάτι του κόσμου το οποίο βαρέθηκε να πέφτει επάνω του και όταν άρχισε να μαζεύεται στις πόλεις είδε την θετική πλευρά της ανωνυμίας.. Πάντα αναφέρεται το πόσο στενές ήταν οι σχέσεις αλληλοβοήθειας στις μικρές κοινότητες, αλλά αυτό γίνεται με ωραιοποιημένο τρόπο καθώς οι μικρές κοινωνίες έχουν ασφυκτικούς κανόνες. Οι άνθρωποι απόλαυσαν την ανωνυμία των πόλεων. Εκεί μπορούσαν να καταφεύγουν οι άνθρωποι με τα «κουσούρια», τα πάθη ή τις ιδιαιτερότητες τους. Κάποιος που είχε κάποτε φυλακιστεί, μια ανύπαντρη μητέρα κ.λπ., μπορούσε ευκολότερα να χαθεί στην ανωνυμία της πόλης. Επίσης, μέχρι σήμερα στις στατιστικές οι ομοφυλόφιλοι κ.λπ. παρουσιάζουν τουλάχιστον διπλάσια ποσοστά στις μεγάλες πόλεις καθώς γλυτώνουν από το μάτι του κόσμου, ακόμα κι αν δεν δέχονται σήμερα υβριστικές επιθέσεις παλαιού τύπου.

    Το εντυπωσιακό βεβαίως είναι ότι οι άνθρωποι δεν άλλαξαν τόσο. Μόλις χτίστηκαν οι διαδικτυακές κοινότητες, τα σόσιαλ μίντια, όλες οι παθογένειες αναβίωσαν σαν να μην πέρασε μια μέρα. Επιθέσεις «ηθικών» ενάντια σε «ανήθικους», και εννοείται, οι παθογένειες αγγίζουν όλες τις ιδεολογικές πλευρές το ίδιο. Όπως λοιπόν παλιά, έτσι και τώρα, πίσω από την ανωνυμία του πληκτρολογίου τα πάθη της παλιάς γειτονιάς αναβίωσαν. Και εννοείται, όταν κάποιος παρατηρήσει προσεκτικά, το #metoo δεν άλλαξε τίποτα. Καμία αλλαγή δεν γίνεται τόσο γρήγορα. Επειδή μελετάω το φαινόμενο, το μόνο που έχει αλλάξει είναι οι μηχανισμοί φίμωσης και αυτοφίμωσης ή αυτολογοκρισίας με κάποιες προϋποθέσεις, διότι κάποιος απλά φοβάται τον κοινωνικό έλεγχο της μεγάλης διαδικτυακής «γειτονιάς» που θα τον κατακρίνει αν πει αυτό που όντως σκέφτεται.

  53. 51α.
    Και πώς μπορούν να είναι «ανώνυμες» την εποχή εκείνη σε αυτόν τον ασφυκτικό μικρόκοσμο – «καταφύγιο»; Με ποιες διεξόδους; Έχουν χάσει τα ερείσματα της προηγούμενης αγροτικής ζωής, αλλά δεν αποφεύγουν τον κοινωνικό έλεγχο…
    52β
    Κι όμως, όλοι οι κανόνες, (στα στάδια της ηθικής μας εξέλιξης, που λέει και ο Κόλμπεργκ) προτού εσωτερικευτούν και γίνει συνείδηση η αναγκαιότητά τους, περνούν από την καταπιεστική διαδικασία του εξωτερικού περιορισμού και ελέγχου (που μπορεί να θεωρηθεί ως μια δύσκολη μεταβατική κατάσταση). Το πέρασμα από την ετερονομία στην αυτονομία, φυσικά, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες (μόρφωση, ερεθίσματα, ευαισθητοποίηση κ.ά.)

  54. 53.
    51α–>52α

  55. sarant said

    49 Τα άλλα που επισημαίνει η Γκασούκα ισχύουν -αλλά μόνο δασκάλες διορίζονταν με πεσκέσια; Όχι δάσκαλοι;

  56. BLOG_OTI_NANAI said

    53: Σωστά. Πεποίθηση μου πάντως είναι ότι ολοκληρωτική αυτονοομία δεν θα υπάρξει ποτέ. Αυτονομία θα υπάρξει και μάλιστα με μεγάλη ευκολία απέναντι στις εξωομάδες και ήδη υπάρχει. Από τη στιγμή όμως που ο καθένας μας με τις πολλαπλές του ταυτότητες (γονέας, σύζυγος, γείτονας, μέλος συλλόγων, κόμματος κ.λπ.) επιθυμεί να ανήκει, επιθυμία που έχουν συλλάβει χιλιετηρίδες πριν οι φιλόσοφοι μας, οι ενδοομάδες θα ασκούν είτε μικρή είτε μεγαλύτερη πίεση συμμόρφωσης ώστε να αμβλύνουν τις μεγάλες διαφορές και να διατηρείται η συνοχή της ομάδας.
    Στην πράξη, όλοι θα κρατούν κάποιες σκέψεις και πράξεις για τον εαυτό τους, θα κάνουν υποχωρήσεις προκειμένου να ισορροπήσουν την ανάγκη τους για ελευθερία με την ανάγκη τους για ένταξη και το ανήκειν.

  57. 55.
    Αναμφίβολα, απλώς εγώ έκανα τον συνειρμό, αναπόφευκτα: βλέπουμε ότι η μόρφωση της δασκάλας δεν της προσφέρει κανένα πλεονέκτημα, καμιά διαφυγή από τα δεινά των γυναικών της αυλής (ανακαλύπτουμε με έκπληξη ήρωες και αναγνώστες την επαγγελματική της ιδιότητα) και, απανωτά, έρχεται και το τελικό σχόλιο (και μας αποτελειώνει!)

  58. loukretia50 said

    Στα νησιώτικα κυκλοφορούν διάφορες παραλλαγές του τραγουδιού που ανέφερε η Εύα, οι στίχοι διαφέρουν αλλά παραμένει ένα ταξίμι για μελωδική καληνύχτα κι ένα νοσταλγικό ταξίδι στην Ανατολή.

    Την «Καληνυχτιά» ή «Καλονυχτιά», ευχή και τρυφερό αποχαιρετισμό, τη συναντάμε στην ΄Ηπειρο ή στην Κέρκυρα , αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, σαν τίτλο πολύ όμορφου παραδοσιακού.
    Συνήθως χορεύεται τσάμικο, ή δε χορεύεται – είναι της τάβλας.
    Έχω ακούσει να το θεωρούν σαρακατσάνικο.
    Τι γνώμη έχει ο Voulagx και οι λοιποί βόρειοι?

    Υπάρχουν και προσεγμένες διασκευές https://youtu.be/Vc96O0U5yFQ όπως αυτή του Δ.Υφαντή.
    ————————-
    «Σ΄αφήνω την καλονυχτιά» – εδώ αναφέρεται σαν Πωγωνίσιο και το ερμηνεύει ένα πολύ νέο κορίτσι

    Όσο για το άλλο πανέμορφο τραγούδι «Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο » το ήξερα σαν τρυφερό νανούρισμα, μάλλον επειδή ήταν πολλοί οι ξενιτεμένοι στην οικογένεια.
    Αγνοούσα ότι οι στίχοι είναι του Βηλαρά.

    Εδώ από τη Χαρούλα https://youtu.be/7HjrqXCTsUY πριν γίνει της καρδιάς σας!

    ΥΓ Παπαδιαμάντης είπατε? Ναι, μεγάλος φυσικά.
    Απλά βαρέθηκα να λέω τα ίδια!

  59. Πέπε said

    44
    Να πούμε βέβαια ότι ο γείτονας με το λαούτο μάλλον δε διάβαζε Βηλαρά. Το «Πουλάκι ξένο» έχει μελοποιηθεί σε τσάμικο κι έχει περάσει ως δημοτικό (μαζί με τη Βοσκοπούλα και άλλα, ακόμη και με κάποια του Σολωμού!). Αυτά τα τραγούδια παίζοντια, τραγουδιούνται, ακούγονται και χορεύονται από ανθρώπους που συνήθως αγνοούν την πραγματική τους πατρότητα, ενώ όσοι τη θυμούνται συνήθως αγνοούν ότι εκτός από ποιήματα έχουν και μια παράλληλη ζωή ως τραγούδια.

    Εδώ βλέπουμε στην ετικέτα ότι αποδίδεται στον ίδιο τον Παπασιδέρη, που το τραγουδάει. Αυτό προφανώς δηλοί ότι ο Παπασιδέρης το νόμιζε για δημοτικό, αδέσποτο, και είπε να το καπαρώσει, και ότι κανείς από τη δισκογραφική δεν του είπε «μα τρελάθηκες; Θα μπλέξουμε!»

  60. Πέπε said

    Πιάσε κόκκινο Λουκρητία!

    Το ίδιο με τον Παπασιδέρη τραγουδάει και η Χαρούλα. Εντυπωσιακή εκτέλεση πρέπει να πω! Άσε που είναι ίσως η μοναδική φορά στη ζωή μου που βλέπω τραγουδίστρια να παίζει στ’ αλήθεια ντέφι καθώς τραγουδάει, κι όχι απλώς να κρατάει τον ρυθμό (εδώ η Αλεξίου, πέρα από το να τραγουδάει, κάνει και ό,τι θα έκανε ένας κρουστός που να έχει προσληφθεί ως ένα ακόμη απαραίτητο μεροκάματο). Όπως οι κιθαρίστες ή μπουζουξήδες που είναι μαζί και τραγουδιστές, και όχι όπως οι τραγουδίστριες που μαζί κρατάνε κι ένα ντέφι.

  61. Corto said

    Για όσους τυχόν δεν το έχουν υπόψιν, στο παρακάτω βίντεο υπάρχει ένα απόσπασμα από την ταινία «η ανθοπώλις των Αθηνών» (1945), μία τις ελάχιστες και δυσεύρετες (κάποιες μάλιστα εξαφανισμένες) ταινίες όπου έπαιξε ο μεγάλος μας κωμικός Κυριάκος Μαυρέας. Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρον τεκμήριο αστικής λαογραφίας. Η παρατήρηση για τις «ξαδέρφισσες» από τον ιδιοκτήτη στον υποψήφιο νοικάρη είναι ενδεικτική του στερεότυπου της εποχής:

  62. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    50+30
    «Διαβάζεται ευχάριστα» (ΒΕΒΑΙΑ!), αλλά ακουστικά χάνει πολύ (επιπεδώνεται, όπως λέει και η Χαρούλα).
    Και, νομίζω, η αναγιγνώσκουσα παρερμήνευσε το «η στέγη όλων των σαθρών χαμογείων διέρρευσε» (δηλ. άρχισαν να στάζουν όλες οι στέγες, καταλαβαίνω) σε «να καταρρεύσει η στέγη».

    >> ὡς κωδωνοφόρος ἀρετή, εἶδος κροταλίου.
    Κωδωνοφόρος λεγόταν γενικά ο κροταλίας, τότε –λογικό κατά μία έννοια. Αλλά η αρετή, πού κολλάει ως «είδος»; Καμιά ιδέα;

  63. ΚΩΣΤΑΣ said

    Ο γλυκύτατος πάντα κυρ-Αλέκος μας!

    @55 Νικοκύρης και συναφή…

    Περί δασκάλων… κλπ, απόσπασμα από χρονογράφημα του Αριστοτέλη Κουρτίδη στο περιοδικό «Κλειώ» τον Αύγουστο του 1887:

    ΩΣ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ ΕΞΟΡΙΖΟΜΕΝΟΙ
    {…} Αν όμως όλοι διασκεδάζωσιν, υπάρχουν ατυχή τινά όντα, άτινα κάθηνται επί ανημμένων ανθράκων, κατά τον μήναν τούτον. Τα άτομα αυτά είναι οι διδάσκαλοι, οι είλωτες της πολιτείας, οι παρίαι της δημοσίας υπηρεσίας. Κατά τον μήναν τούτον διορίζονται, μετατίθενται ή απολύονται οι ανά τας πόλεις, τας κώμας και τα χωρία διδάσκαλοι και διδασκάλισσαι από των γυμνασιαρχών μέχρι των επιστατών.
    Και συρρέουσι πάντες εις Αθήνας και καταπλημμυρούσι τους διαδρόμους και την αυλήν του Υπουργείου καθηγηταί με υψηλόν πίλον και γραμματοδιδάσκαλοι με απότριπτα και κεκηλιδωμένα επανωφόρια, και διδασκάλισσαι με τας γραίας μητέρας των, γυναίκας του λαού, φορούσας τσεμπέριον ή φέσιον και φέρουσι εις ενέργειαν βουλευτάς και εκλιπαρούσι και ολοφύρονται όπως απαλλαγώσι του θανατηφόρου κτυπήματος. {…}

  64. 62 Μήπως ήταν ερπετή; Αν το άρθρο που έχει ο Μπλογκ στο #37 έχει και την υπόλοιπη σελίδα του Σκριπ, θα μπορούσαμε να δούμε αν πρόκειται για παρανάγνωση. Βέβαια ενδέχεται την παρανάγνωση να την έκανε ο τυπογράφος από το χειρόγραφο, όχι ο εκδότης του διηγήματος.

  65. Πέπε said

    62
    Έλα ντε; «Αρετή η κωδωνοφόρος» μοιάζει ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ζωολογικό όνομα είδους, ιδίως αν υποθέσουμε ότι το «αρετή» ήταν ευφημισμός γι’ αυτό το τρομερό φίδι, αλλά δε βρίσκω πουθενά -ούτε λ.χ. στον Βίο των Ζώων, 1932- να λέγονταν ποτέ οι κροταλίες αλλιώς εκτός από κροταλίες. (Ή μάλλον βρήκα «σείστρουροι», που δε μας καλύπτει.) Ένα δε από τα διάφορα είδη των δύο γενών λέγεται «κροταλίας ο φρικαλέος», άρα δε φαίνεται να υπήρχε και μεγάλη διάθεση για ευφημισμούς.

    _______________

    Και κάτι για την ουσία του Παπαδιαμάντη:

    Κάναμε αυτό τον καιρό στο σχολείο το Μοιρολόγι της Φώκιας. Συζητώντας για την άσκηση περίληψης, φτάσαμε στη συνειδητοποίηση ότι η καθαυτού υπόθεση είναι στοιχειώδης και βγαίνει με τρεις λέξεις, «πνίγηκε ένα παιδί» – άρα η ιστορία δεν έγκειται στην υπόθεση. Η δε κεντρική ιδέα είναι το «σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό…», αυτό και μόνο.

    Εδώ λοιπόν, στον Γείτονα με το Λαγούτο, η υπόθεση δεν είναι ούτε καν τόση. Δεν υπάρχει ολωσδιόλου υπόθεση. Υπάρχουν βέβαια ανθρώπινοι τύποι, και ήθη της εποχής. Από γεγονότα όμως, μόνον απλά παραδείγματα, ισοδύναμα με τυχόν άλλα που θα μπορούσε να έχει επιλέξει ο Ππδ. αντί γι’ αυτά που έβαλε.

    Δεν είναι τρομερό τι δυνατές αφηγήσεις μπορούν να βγουν από μηδέν πρώτη ύλη, άμα ο άλλος είναι μάστορας; Σε αντίθεση π.χ. με καταναλωτική λογοτεχνία του τύπου που «διαβάζεται απνευστί» επειδή η πρώτη ύλη είναι τέτοια ώστε να σε κρατάει σε διαρκές σασπένς, αλλά από ουσία τίποτα!

    Θα έλεγα ότι η καθαρή τέχνη του Παπαδιαμάντη σ’ αυτές τις ιστορίες φανερώνεται. Όταν δε γίνεται τίποτα.

  66. 65 Έλεγε ο Τσέχοφ, δώστε μου ένα τασάκι και θα σας το κάνω διήγημα.

  67. loukretia50 said

    Μόνο ως «ερπετή» βγαίνει νόημα.

    Και με την ευκαιρία :
    Μπορεί μια τέτοια λέξη να εμπνεύσει ποιήτρια?
    «Η ερπετή καρδιά μου
    πετάει τη διχασμένη γλώσσα της
    στο φεγγάρι…»
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

    Ας θυμηθούμε τη Σαπφώ

    «Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ὀ λυσιμέλης δόνει,
    γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον.»
    ΣΑΠΦΩ: απ. 130 Lobel-Page

  68. Πέπε said

    > Το κείμενο το έχω πάρει από τον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών.

    Ο ιστότοπος έχει και μια σελίδα «Ο Παπαδιαμάντης μεταφραστής». Μου κάνει εντύπωση που δε βλέπω εκεί τον «Αόρατο» (=«Αόρατο άνθρωπο»).

    https://papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/metafrastiko-ergo/a-p-metafrazon

    https://kichli.com/book/o-aoratos/

  69. BLOG_OTI_NANAI said

    Αν και δεν φαίνεται καλά, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο είναι και τσαλακωμένο το φύλλο, μοιάζει να λέει «αρετή»:

  70. BLOG_OTI_NANAI said

    Αν έδινα μια ερμηνεία, θα έλεγα ότι:
    – Κωδωνοφόρος αρετή, κροταλίας: δηλ. αρετή που διατυμπανίζεται μεν, αλλά φιδίσια, υποκριτική, διότι ήθελε το ερωτικό παιχνίδι, αλλά προτιμούσε να πληγώσει τον μουσικό ώστε να είναι σύμφωνη με την κοινωνική ηθική.

  71. 62, 64, 65, 70
    Εγώ το καταλαβαίνω ως κροτάλιον, κρουστό όργανο (άσχετο με τα ερπετά). Και η αρετή, εδώ, πρέπει να είναι θορυβώδης, κρουστή, να κάνει φασαρία για να την ακούσουν όσοι κακόπιστοι είναι έτοιμοι να κακολογήσουν την Κατερινιώ (χήρα, Πολίτισσα, «ελεύθερη») για τα καμώματα του Βαγγέλη…

  72. 67
    Αγαπημένοι στίχοι της Σαπφώς! (Για μένα, η πιο πετυχημένη απόδοση του αισθήματος…)
    Ωραίο και το τραγούδι που μας έβαλες πιο πάνω Λου! (Παρεμπιπτόντως, σήμερα διάβασα και ένα άλλο παπαδιαμαντικό, που δεν το ήξερα, με μία Λουκρητία!)

  73. BLOG_OTI_NANAI said

    Σχόλιο 37: «πειθόμαστε ότι ο ισχυρισμός του Βαλέτα πως αναδημοσιεύει από το Σκριπ δεν μπορεί να αληθεύει»

    Από ώρα ήθελα να το αναφέρω αυτό. Δηλαδή έλεος. Ο Βαλέτας κάθεται και γράφει παραμύθια χωρίς να έχει το Σκριπ; Διότι αν ο Δημητρακόπουλος έχει κάνει αντιπαραβολή και βλέπει ότι το κείμενο του Βαλέτα διαφέρει πολύ από αυτό του Σκριπ, άρα Βαλέτας λέει ψέματα. Τι στην ευχή φιλολογική/επιστημονική συμπεριφορά είναι αυτή;

  74. loukretia50 said

    Θυμήθηκα μια έκφραση που άκουγα μικρή «θα μας κρεμάσουν κουδούνια» , για τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση , δικαίως ή αδίκως – σε μια κλειστή κοινωνία, όπου το φαίνεσθαι μετρούσε πολύ.
    Μετά εκσυγχρονιστήκαμε κι έγινε ίματζ.

    Δε νομίζω όμως ότι ήταν αυτονόητο πως ο «κωδωνοφόρος » είναι κροταλίας, δεν ήταν είδος ευρύτερα γνωστό. Πιο πολύ με την οχέντρα παρομοίαζαν τη φαρμακόγλωσσα.

    Βέβαια αν υποθέσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης έγραψε όντως «αρετή» – πολύ αμφιβάλλω!- μπορεί να εννοούσε ότι στο όνομα της αρετής εκείνη θορυβεί και είναι επικίνδυνη σαν κροταλίας.

  75. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα, και σήμερα έγιναν πολλά ουσιαστικά σχόλια

    70 Κι εγώ έτσι το καταλαβαίνω. Αρετή λοιπόν αλλά φιδίσια

    65 Πολύ σωστό σχόλιο

    59 Εγώ θεωρώ ότι είναι μέγας έπαινος στον Βηλαρά το ότι θεωρήθηκε δημοτικό

  76. Κουτρούφι said

    #44, #58, #59 κλπ
    Το «Πουλάκι ξένο» περιέχεται στη συλλογή Α. Ν. Σιγάλα (1880) χωρίς να αναφέρεται ότι το ποίημα είναι του Βηλαρά. Η συλλογή αυτή περιέχει «Τετρακόσια άσματα τονισθέντα υπό του εκ Θήρας μουσικοδιδασκάλου Αντωνίου Ν. Σιγάλα» και είναι στο βυζαντινό σύστημα. Δεν ξέρω αν η μουσική που καταγράφει ο Σιγάλας αντιστοιχεί στην μουσική των ηχογραφήσεων. Η συλλογή βρίσκεται στην ανέμη: https://anemi.lib.uoc.gr/?lang=el

  77. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Μου άρεσε πάρα πολύ το διήγημα! Γέλασα με τη σκηνή διακόμισης των πουλερικών κι όσο για το απρόσμενο τέλος μ΄άφησε χάσκοντας! Μέγας ει κυρ Αλέξανδρε, ακόμη μια φορά! Ευχαριστίες.
    Ο άνδρας με το λαγούτο είναι η ίσκα (το προσάναμμα) για να φωτιστεί μαζί του όλος ο μικρόκοσμος της αυλής. Χαρακτήρες που κρατούν τη διαχρονικότητά τους, (βγάλε τα κοτερικά 🙂 και την ωμή «δικαιωματική»! παρεμβατικότητα της σπιτονοικοκυράς), με γνώριμους αυτούς τους πρόσκαιρους συνασπισμούς στις λαϊκές, και όχι μόνο, μικροκοινωνίες που μπορεί να γυρίσουν στο αντίθετο στο φιτς φιτίλι. Η περιγραφή της «υποδοχής» της ξαδέλφης από τις υπόλοιπες γυναίκες, εντάσσεται στο, καθόλου κολακευτικό, παλιό στερεότυπο «όταν μπαίνει καινούργια κότα στο κοτέτσι, ορμούν όλες μαζί και την τσιμπούν «.
    Και στην Καγκελόπορτα του Α.Φραγκιά περιγράφεται τέτοια αυλή, με τα δωμάτια ένα γύρο.

    >>Ἡσύχασε, κυρά μου, κι ὁ λύκος τὴ φωλιά του δὲν τὴ μολύνει ποτέ
    Μολεύει λέμε κάτω και μολεμένο το μολυσμένο. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα ζώα κρατούν καθαρή τη φωλιά τους ή τουλάχιστον το μέρος που κοιμούνται ή γεννούν τα μικρά τους από ένστικτο υγιεινής προστασίας.

  78. 76.
    Η Ανθολογία του Πολίτη περιέχει το ποίημα με περισσότερες στροφές.
    http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/logotexnia/A-poulaki.htm
    (Εδώ διαβάζουμε, επίσης:O Ιωάννης Βηλαράς έζησε στα Γιάννενα την εποχή του Αλή πασά και ήρθε σε επαφή με τους λαϊκούς ανθρώπους και τη δημοτική ποίηση όπου το θέμα της ξενιτιάς είναι κυρίαρχο.)

  79. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    ΚΟΣΜΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΕ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥΣ ΚΩΔΙΚΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
    ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
    (…)
    σελ.170
    Η Ιερά Μονή Φιλοθέου
    Στο χργφ Φιλοθέου 130 υπάρχει σε στίχους το τραγούδι «Πουλάκι ξένο ξενιτεμένο», του Ι. Βηλαρά. (…)
    Σύμφωνα με την προφορική παράδοση ο ρυθμός του είναι τσάμικος, και τραγουδιέται σε ήχο πλάγιο β ́. Στο έντυπο βιβλίο «Συλλογή Εθνικών Ασμάτων »,του Αντωνίου Σιγάλα, του έτους 1880, μας παραδίδεται το ίδιο τραγούδι σε βυζαντινή σημειογραφία μελοποιημένο σε ήχο πλ. του δ ́.

    Click to access GRI-2021-31019.pdf

  80. 71.
    … κι εδώ βλέπω (αν το βλέπω καλά) ότι το κροτάλιο (χωρίς ν) το δίνει ως συνώνυμο του κροτάλου.
    https://books.google.gr/books?id=o05LAAAAcAAJ&pg=RA1-PA232&lpg=RA1-PA232&dq=%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BF&source=bl&ots=6qC6APqikx&sig=ACfU3U1rv4seSYNpk_8ujd3Xg5dA8tG-1g&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwj3yKOskPf6AhXFC-wKHbzCAAgQ6AF6BAgIEAM#v=onepage&q=%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BF&f=false

  81. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Η Βλασαρού, όπου μετακόμισε ο Βαγγέλης, είναι εκκλησία και γειτονιά που απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε στη δεκ 1930 με τις ανασκαφές της αρχαίας και της ρωμαϊκής αγοράς.

    Η λευκή εκκλησία στη μέση είναι η Παναγία η Βλασσαρού, στις 25 Μαϊου 1931, την πρώτη μέρα των ανασκαφών
    https://www.mixanitouxronou.gr/i-teleftees-fotografies-apo-ti-chameni-gitonia-tis-athinas-kato-apo-tin-akropoli-to-vrisaki-katedafistike-to-1931-mazi-me-tin-panagia-tin-vlassarou-gia-na-erthoun-sto-fos-simantikes-archeotites/
    Φωτό από την ανασκαφή
    https://agora.ascsa.net/research?q=&t=image;v=icons

  82. Πέπε said

    71, 80
    Μα βέβαια! Το κροτάλιον, του κροταλίου, και όχι ο κροταλίας, του κροταλίου! Το #71 δεν το είχα δει, τώρα που το βλέπω μού φαίνεται προφανές. Όσο για το #80, ούτε εγώ είμαι βέβαιος ότι αυτό γράφει (το ι δεν είναι ίδιο με τα ι σε άλλα σίγουρα σημεία), αλλά δε νομίζω να εξαρτάται από τη σωστή ανάγνωση ενός ελληνολατινικού λεξικού του 1500 η ύπαρξη ενός προφανούς υποκοριστικού…

  83. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    80, 82 Κρόταλιο ολότελα λέει !(τρισύλλαβο) 🙂

    Εύγε Εύα!

  84. sxoliastis2020 said

    Τώρα που βρήκα χρόνο και το ξαναδιάβασα, πρόσεξα και μια «σπάνια» λέξη: «ἐξαδερφοσύνη»!

  85. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    80, και τώρα που μας διαφώτισες, να κι ένα καθαρό «κροτάλιον» -που είναι άλλο λέει από το κρόταλον !
    Τα όργανα παρά τοις Αρχαίοις διηρούντο εις έγχορδα, εμπνευστά και πληκτά. (…)
    Τα π λ η κ τ ά εκαλούντο τύμπανον, κύμβαλον, κροτάλιον, κώδων, κρόταλον και
    σείστρον
    https://lekythos.library.ucy.ac.cy/bitstream/handle/10797/22612/Ethniki%20vivliothiki_vol%207_1872-73_Filladion%20A.pdf?sequence=1&isAllowed=y

  86. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Α!!
    Κροτάλιον υποκορ. του κρόταλου και
    κροτάλια (τα), τα σκουλαρίκια από μαργαριτάρι!
    https://books.google.gr/books?id=xVdTAAAAcAAJ&pg=PA711&lpg=PA711&dq=%CE%9A%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%BD+%CE%BA%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD&source=bl&ots=10HAx0mVWw&sig=ACfU3U3RNdiM9CW_yYnh0D2s-GV1KtNvHw&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwjn2vnNp_f6AhWmNOwKHQLkCNgQ6AF6BAgfEAM#v=onepage&q=%CE%9A%CF%81%CE%BF%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%BD%20%CE%BA%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD&f=false

  87. 85.
    Μπα; Θα είναι κάνα μικρό κρόταλο, λοιπόν. (Πώς τα βρίσκετε, απορώ. Εγώ γκουγκλίζοντας βρήκα μόνο το ελληνολατινικό. Κι έχω και τις ανασφάλειές μου -τις φιλολογικές, εκτός των άλλων- πρέπει να το δω γραμμένο!)

  88. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    b r e lo q u e , κροτάλιον, παίγνιον.
    -κοσμήματα μικρας αξίας, κ. κρεμασίδια.
    file:///C:/Users/User/Downloads/OLD%20443.89%20%CE%9A%CE%9F%CE%9D.pdf

    Πάει μακριά η βαλίτσα και νυστάζω 🙂
    Βγάνω τα κροτάλια μου και πάω να θέσω 🙂

    Καλήν αργατινή, που λέγαμε παλιά στο χωργιό.

  89. 86.
    Α, ωραία και τα κροτάλια! Αλλά πιο πολύ με άρεσε το «κρόταλιο ολότελα λέει», το τρισύλλαβο 🙂 (ωραία που τα λες)

  90. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Πριν κλείσω το λαπτόπι,
    84 >> εξαδερφοσύνη
    ήθελα κι εγώ να το σχολιάσω και το ξέχασα. Παιχνιδιάρικο, θα το λέω!
    όπως και
    >>ἑφτακρατόρισσα, η αυτοκρατόρισσα !!

  91. Alexis said

    Ωραίο το διήγημα και τα σχόλια.
    Αν και δεν τα διάβασα όλα ακόμα…

    Καλημέρα.

  92. Alexis said

    Η εικόνα της αθηναϊκής αυλής είναι παρούσα σε πολλές παλιές ελληνικές ταινίες.
    Να θυμίσω επίσης και τα: «Αλίμονο στους νέους» και «Της κακομοίρας» («Ο μπακαλόγατος»).

    #14: Το «Γάμος αλά ελληνικά» δεν είναι σ’ αυτή την κατηγορία. Διαδραματίζεται σε διαμέρισμα και μάλιστα διακωμωδεί τη στενότητα του χώρου σ’ αυτό το νέο, τότε, τύπο κατοικίας.

  93. konstantinos said

    Υπήρχε και η ταβέρνα κοτταρού στα Σεπόλια, σε υπόγειο πολυκατοικίας, που είχε μέσα και ζωντανές κότες μέχρι το 2005-2010! (υποθέτω ότι θα είχε ξεμείνει στο ίδιο σημείο που ήταν πριν χτιστεί η πολυκατοικία)

    Από τις μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη λείπει και ο Αντίχριστος του Νίτσε.

  94. BLOG_OTI_NANAI said

    Μια ερμηνεία που βρήκα, περιλαμβάνει τα «κροτάλια» ως «ενώτια» δηλ. σκουλαρίκια (από ηλ. λεξικό ΠΑΠΥΡΟΥ) που παραπέμπουν στις γυναίκες και ταυτόχρονα η λέξη υπονοεί και το φίδι:

  95. sarant said

    Καλημέρα από εδώ!

    81 Α μπράβο!

    84 Κι έλεγα, θα την προσέξει κανείς

    94 Χμμμ… Δεν είναι απαραίτητη θαρρώ η συσχέτιση με τα σκουλαρίκια

  96. BLOG_OTI_NANAI said

    95γ: Συμφωνώ.

    Η «εξαδερφοσύνη» απ’ ότι βρίσκω, δεν χρησιμοποιείται αλλού από τον Ππδ, μόνο στο «Ο γείτονας με το λαγούτο».
    Από εκεί και πέρα η λέξη εμφανίζεται μερικές φορές ακόμα ως «ξαδερφοσύνη», δύο φορές στα 1905, στα 1924 και στα 1943, όλες μεταγενέστερες από αυτή του Ππδ.

    Μία φορά βλέπω τη λέξη να περνάει και στο λεξικό Δημητράκου:

  97. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Η ξαδερφοσύνη, που νοείται ως ανάλογος σχηματισμός της αδελφοσύνης (που κυριαρχεί με άλλο νόημα, όχι τη συγγένεια) με πήγε σε άλλο συγγενικό :την κουμπαροσύνη.
    «Αλλάξανε τα στέφανα προς την κουμπαροσύνη» έκφραση που αφορά την περίπτωση όπου ο,η κουμπάρος-α , παίρνει τη θέση του γαμπρού ή της νύφης!
    Ως φαίνεται δεν είναι και σπάνιο ώστε δημιούργησε παροιμιακή έκφραση.
    Στα μέρη μου, το λέμε, και συνήθως όχι κυριολεκτικά (ευτυχώς!) 🙂

  98. Spiridione said

    Για τη λογοτεχνία «της αυλής» ένα άρθρο εδώ, με διάφορα αποσπάσματα από τη Μενεξεδένια Πολιτεία και τη Χαμοζωή.
    https://www.oanagnostis.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CF%85%CE%BB%CE%AD%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B8%CE%B1%CF%85%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD/
    Έργο – σταθμός για το συγκεκριμένο είδος είναι βέβαια το Φιντανάκι (1921)
    https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/greek_history/item.html?iid=46
    Δεν ξέρω αν είχαν προηγηθεί και επιθεωρήσεις με τέτοια θεματολογία.
    Αλλά μάλλον το πρώτο έργο, θεατρικό, που υπάρχει το στοιχείο της αυλής, είναι οι «Κούρδοι» του Γιάννη Καμβύση (1897), το οποίο πρέπει να έχει ενδιαφέρον και δεν υπάρχει δυστυχώς κάπου ονλάιν.
    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%B9_%CE%9A%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B4%CE%BF%CE%B9
    Επίσης ο Δ. Βουτυράς είχε δημοσιεύσει το 1921 ένα διήγημα «Το σπίτι με τους πολλούς νοικαραίους».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: