Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ντερλίκωσε, έφαγε τον άμπακο, έφαγε τον περίδρομο: Οι 50 αποχρώσεις του υπερβολικού φαγητού κατά τον Κλεάνορα

Posted by sarant στο 18 Απριλίου, 2024


Στο ιστολόγιο βάζουμε πότε-πότε άρθρα «καταλογογράφησης» όπως τα λέω, όπου βρίσκουμε συνώνυμες (ή περίπου) εκφράσεις με τις οποίες μπορεί να περιγραφτεί μια κατάσταση. Καθώς είμαι επιρρεπής στα κλισέ, τα άρθρα αυτά τα ονομάζω «Οι 50 αποχρώσεις….»

Ήδη έχουμε δημοσιεύσει 9 τέτοια άρθρα καταλογογράφησης, για τις 50 αποχρώσεις του χρήματοςτης μέθης, της αποτυχίας, του θανάτουτης κατάπληξης, της υπερβολικής ταχύτηταςτου ξυλοδαρμού ,της οξείας σωματικής ανάγκης, της παραφροσύνης και, πριν από ενάμιση μήνα, της αντρικής αυτοϊκανοποίησης. Συμβολή σε αυτή την καταλογογράφηση έχει ο φίλος μας ο Κλεάνωρ, που έχει ετοιμάσει τρία από αυτά τα άρθρα.

Τέσσερα με  το σημερινό,  που μου το έστειλε πριν από λίγο καιρό, κατάλογος εκφράσεων και λέξεων για ένα θέμα που μας έχει έτσι κι αλλιώς απασχολήσει στο ιστολόγιο παλιότερα (δείτε πχ εδώ για τον άμπακο και τις παραφυάδες του αλλά και παλιότερα, για την παροιμιώδη  πλέον  φράση «μαζί τα φάγαμε».

Άλλωστε, ακριβώς από αυτό το τελευταίο άρθρο, που έχει έναν  μικρό κατάλογο με συνώνυμα, πήρε ο Κλεάνωρ το έναυσμα για να επιχειρήσει να «πεντηκοστίσει» τον κατάλογο, αντλώντας μάλιστα υλικό  και από δικά σας σχόλια.

Οπότε, να αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο στη μνήμη του Θεόδωρου Πάγκαλου.

Πρόσθεσα μία έκφραση και δύο σχόλια σε αγκύλες. Κάποιες από τις εκφράσεις λέγονται και για το υπερβολικό πιοτό, αλλά αυτό δεν πειράζει αφού λέγονται ασφαλώς και για το φαγητό.

Προς το παρόν είμαστε μόλις πάνω από τα 50 λήμματα στον κατάλογό μας, αλλά δεν έχω αμφιβολία ότι με τη  βοήθειά σας  θα πλησιάσουμε ή και θα ξεπεράσουμε τα 100.

1) Έγκωσα

2) Έσκασα/Έφαγα του σκασμού

3) Φούσκωσα

4) Την έκανα ταράτσα

5) Την έκανα μπαούλο

6) Την έκανα βουτσί/ντούζι

7) Την τήλωσα/Τηλώθηκα

8) Τέντωσα στο φαγητό

9) Πέθανα στο φαγητό

10) Κατέβασα γατοκέφαλα (μεγάλες μπουκιές)

11) Κορέστηκα

12) Αποθήκευσα

13) Έφαγα και τα μαχαιροπήρουνα

14) Τραπεζοπροσκύνησα

15) Άλωσα την κουζίνα

16) Έφαγα σαν λύκος

17) Ξεκοιλιάστηκα

18) Παράφαγα

19) Ξεκωλιάστηκα στο φαγητό

20) Ξεσκίστηκα στο φαγητό

21) Έφαγα σαν (μ)πούστης [ Ο Βάρναλης, θαρρώ, είχε πει: Έφαγα σαν εθνικόφρων πολιτευτής ]

22) Το πήγα εισπνεόμενο/Το πήγα με συνταγή πνευμονολόγου (το φαγητό)

23) Έπαιξα στα Σαγόνια του Καρχαρία

24) Μπέτωσα

25) Έφαγα τον αγ(κ)λέο(υ)ρα

26) Έφαγα τον άμπακο

27) Έφαγα το καταπέτασμα

28) Έφαγα τον περίδρομο

29) Έφαγα σαν να μην υπάρχει αύριο

30) Έφαγα τον αχώνευτο

31) Έφαγα τον αβλέμονα

32) Καταβρόχθισα

33) Χλαπάκιασα

34) Γουρούνιασα

35) Σαβούρωσα

36) Ντερλίκωσα

37) Σμπλούνιασα

38) Φαρμάκωσα

39) Πλήρωσα γαστέρα

40) Έκανα Πάσχα

41) Στάνιαρα

42) Ρούπωσα

43) Τα τσάκισα όλα

44) Έγινα μπράσκα/πρίσκα από το φαγητό [Να μας πείτε κι εσείς, αλλά μπράσκα θαρρώ πως είναι ένα είδος φρύνου, που μοιάζει πρησμένος]

45) Δεν μπορώ να το γυρίσω (το φαγητό εντός της κοιλιάς)

46) Στούμπωσα

47) Μασαμπούκιασα/Έριξα τρελή μάσα

48) Την τέζαρα

49) Την πέτσωσα

50) Την τσίτωσα

51) Πρήστηκα

52) Έφαγα με τέσσερις μασέλες

 

 

155 Σχόλια to “Ντερλίκωσε, έφαγε τον άμπακο, έφαγε τον περίδρομο: Οι 50 αποχρώσεις του υπερβολικού φαγητού κατά τον Κλεάνορα”

  1. ΓιώργοςΜ said

    Καλημέρα!

    Να προσθέσω το απαραίτητο βίδδεον (αν δεν με πρόλαβαν)

  2. LandS said

    la grande bouffe trailer – YouTube

  3. Καλημέρα

    έφαγε σαν Γαργαντούας (και ταβέρνα στους Δελφούς)

  4. ΓΤ said

    τυλώνω —> την τύλωσα

  5. Νέο Kid said

    Στην Κύπρο όλοι λένε : Έσπασα! (Σκέτο ή έσπασα στο φαΐ)

  6. atheofobos said

    Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του πρόσφατα αποδημήσαντος Δημήτρη Φύσσα με τον προφητικό τίτλο Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει, διαβάζω στην  σελίδα 176 :

    Ακούει με μανία φρι τζάζ: όσο πιο φρι, αμελωδική και άρρυθμη, τόσο πιο πολύ της αρέσει· πως λέει ο Νίκος Σαραντάκος στο «Φρι τζαζ στα Φιλιατρά»

    Ευνόητα λοιπόν γουγκλάρω για να δω τι είναι το «Φρι τζαζ στα Φιλιατρά» και ευτυχώς βρίσκω αμέσως το παρακάτω ποστ Για μια πορεία και άλλα διηγήματα, Νίκος Σαραντάκος https://anagnosi.blogspot.com/2014/10/ στο οποίο διαβάζω ότι: Στον αντίποδα, κι αυτό διαφορετικό απ τα υπόλοιπα, είναι το ξεκαρδιστικό «Φρη τζαζ στα Φιλιατρά», που σε γ ενικό σατυρίζει το κουλτουριάρικο πνεύμα της εποχής, με τις άπειρες εκδηλώσεις, εισηγήσεις, πολιτιστικούς συλλόγους κλπ. Και από άποψη δομής θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαφέρει, εφόσον συναντιούνται τρεις παράλληλες μίνι υποθέσεις: του αγχωμένου δημοσιογράφου που ψάχνει θέμα για την εφημερίδα, του φευγάτου μουσικοσυνθέτη που θεωρεί λαϊκίστικα τα ζεϊμπέκικα που λανσάρουν τα κόμματα στα φεστιβάλ τους, του εκπρόσωπου του πολιτιστικού συλλόγου… Φιλιατρών που ψάχνει χορηγό κι ως εκ τούτου… πρωτοποριακή εκδήλωση! Έτσι καταλήγει στη… Φρη τζαζ! (ο αρμόδιος ξανακοίταξε το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, κάτι μουρμούρισε, πήρε ένα κόκκινο μαρκαδόρο, πέρασε μ΄ένα χι και διέγραψε την πρόταση «Συναυλία έντεχνου τραγουδιού», έγραψε δίπλα με στυλό μαύρο και με τα όμορφα στρογγυλά του γράμματα «συναυλία φρι τζαζ», μετά διόρθωσε στο «φρι» το γιώτα σε ήτα, χαμογέλασε. «Έτσι, μάλιστα∙ αυτό είναι ένα ευπρόσωπο πρόγραμμα»).

  7. Πουλ-πουλ said

  8. ΓΤ said

    @6

    σατυρίζει —> σατιρίζει

  9. Alexis said

    Καλημέρα.

    Δύο μικρές παρατηρήσεις:

    1. Το ν. 50 στο Ξηρόμερο λέγεται απλά «τσίτωσα» (=χόρτασα)
    2. Το ν. 1 δεν σημαίνει ακριβώς έφαγα πάρα πολύ, αλλά έφαγα κάτι και με χόρτασε, μου έκοψε την όρεξη.
  10. Χαρούλα said

  11. Alexis said

    Να μας πείτε κι εσείς, αλλά μπράσκα θαρρώ πως είναι ένα είδος φρύνου, που μοιάζει πρησμένος

    Δεν έχω ακούσει τη μπράσκα αλλά ξέρω τον μπρασκίλα (κοιλαράς, χοντρός)

  12. Χαρούλα said

    Έφαγε ένα νταντάνι. 

  13. Alexis said

  14. atheofobos said

    Τις παρακάτω εκφράσεις δεν τις έχω ξανακούσει ποτέ.

    Την έκανα βουτσί/ντούζι

    Το πήγα εισπνεόμενο/Το πήγα με συνταγή πνευμονολόγου (το φαγητό)

    Σμπλούνιασα

    Δεν μπορώ να το γυρίσω (το φαγητό εντός της κοιλιάς)

    Το Στούμπωσα μάλλον αναφέρεται με πρόβλημα στην τελική κατάληξη του φαγητού παρά στην πρόσληψη του!

    8

    Δεν διορθώνω κείμενα που αντιγράφω.

  15. ΓΤ said

    14β

    Μα ασφαλώς. Εννοούμε πώς το έγραψε ο Σαραντάκος…

  16. leonicos said

    Οπότε, να αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο στη μνήμη του Θεόδωρου Πάγκαλου.

    Ο τεθνεώς δεδικαίωται. Ο ζωντανός δε δικαίωται

    (μη δω διαρθώσεις των ελληνικών μου)

  17. Alexis said

    Η μάνα μου όταν μικροί τρώγαμε πολύ και με λαιμαργία συνήθιζε να λέει «Ήρθε Κατοχή» ή «‘Ηρθε το ’41»

  18. Παναγιώτης Κ. said

    Έχουμε και τον επιστημονικό όρο για το…non stop… μάννεμα: γαστρικός φόρτος.
    (μαννεύω στα μαστορίστικα σημαίνει τρώω. Υποθέτω ότι προέρχεται από το μάννα…)

    Μιας και αναφέρθηκε ο Πάγκαλος, να θυμίσουμε το εξής σχόλιο που είχε κάνει: Εγώ, είπε για τον εαυτό του, είμαι καλοφαγάς ενώ ο Βενιζέλος είναι βουλιμικός.

    Και ο Τσαρούχης είπε κάτι σχετικό: «Οι Έλληνες δεν τρώνε όσο πεινάνε, αλλά όσο θα πεινούσαν οι κάτοικοι του Μεσολογγίου και του Σουλίου. Τρώνε εις μνήμην αυτών» .

  19. Παναγιώτης Κ. said

    17.Για τα παιδιά και τους νέους είπαν: Καλύτερα να τους ντύνεις και να τους στολίζεις παρά να τους ταΐζεις… 🙂

  20. Παναγιώτης Κ. said

    Δύο ιδιωματικές λέξεις για τον λαίμαργο: λήξουρος, πιστόβλιακος.

  21. Peter G said

    5. Στην Κύπρο, επίσης: Έφα’εν τον καρατέλλο, από το Ιταλικό caratello ή carratello, το βαρέλλι. Απ’ ο,τι αντιλαμβάνομαι, η λέξη χρησιμοποιείται και στην Κέρκυρα, μα δε ξέρω αν υπάρχει ανάλογη έκφραση.

  22. atheofobos said

    15

    Ο Σαραντάκος αθώος του αίματος!

    Το κείμενο αναφέρεται στο διήγημα του Σαραντάκου και το έχει γράψει η Χριστίνα Παπαγγελή.

  23. Faltsos said

    Προσθήκη: Μπούκωσα

    Δεν το λέω εγώ, ο μικρός μου γιος το είχε πει.

    Ήταν στα 3-4. Μας ενημερώνει η γιαγιά:
    – Να ξέρετε ότι τον τάισα.
    και ο μικρός:
    -Δεν με τάισες, με μπούκωσες.

    Εντάξει, έχει μια διαφορά, προς το στιγμιαίο. Αλλά μικρό παιδί ήταν 🙂

  24. leonicos said

    ΕΝΣΤΑΣΗ*

    Χωρίς παρεξήγηση. Τα σχόλια μου, όταν είναι δυσάρεστα, να εκληφθούν σαν αστεία

    Θα πρόσθετα το ‘μπακάνιασα’ αν ακι το έχω ακουσει κυρίως για υπερβολικό νερό. Μπακάνιασες και δεν μπορείς να φας

    *1) Έγκωσα 1) Έγκωσα Δεκτό, αλλά δεν σημαίνει πάντα ‘έφαγα υπερβολικά’ αλλά έφαγα κάτι που μου προκαλεί αρνητισμό. Π.χ. Αυτό το γλυκό σε γκώνει (και μπορεί να είναι ένα κουταλάκι)

    2) Έσκασα/Έφαγα του σκασμού

    3) Φούσκωσα

    4) Την έκανα ταράτσα

    5) Την έκανα μπαούλο

    *6) Την έκανα βουτσί/ντούζι ———άγνωστο, παρατραβηγμένο

    7) Την τήλωσα/Τηλώθηκα

    *8) Τέντωσα στο φαγητό ——— απλό εύρημα του ποιητού· δεν λέγεται

    *9) Πέθανα στο φαγητό——— απλό εύρημα του ποιητού· δεν λέγεται

    *10) Κατέβασα γατοκέφαλα (μεγάλες μπουκιές) δεν σημαίνει ‘έφαγα υπερβολικά’. Περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο έφαγε

    *11) Κορέστηκα τροπ σοφιτικέ. Δεν λέγεται. Επέρχεται κορεσμός όταν φας πολύ, αλλά τα διαλύματα κορένυνται

    *12) Αποθήκευσα——— απλό εύρημα του ποιητού· δεν λέγεται. Και πάλι δεν σημαίνει ‘έφαγα υπερβολικά’ αλλά καλά.

    *13) Έφαγα και τα μαχαιροπήρουνα —- το έχω ακούσει, σαχλό. Εντούτοις μπορείς να φας και τα μαχαιροπήρουνα ακριβώς επειδή ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ πολύ φαγητό

    *14) Τραπεζοπροσκύνησα —– σαχλό

    *15) Άλωσα την κουζίνα——— απλό εύρημα του ποιητού· σαχλό

    *16) Έφαγα σαν λύκος  ——- δείχνει το τρόπο κα όχι την ποσότητα απαραιτήτως

    17) Ξεκοιλιάστηκα

    18) Παράφαγα

    *19) Ξεκωλιάστηκα στο φαγητό —— σαχλό μέχρι βλακώδες. Απόδειξη του αυταπόδεικτου ότι καθένας μπορεί να πει μια μαλακία: Μου έφυγε ο κώλος, ο βώλος, ο πόλος, ο χόλος, ο ρόλος από το φαΐ. Επίσης καποιος που θα πει ‘Ξεκωλιάστηκα’ δεν θα πει ‘φαγητό’ αλλά ‘φαΐ’.

    20) Ξεσκίστηκα στο φαγητό —- στο φαΐ

    21) Έφαγα σαν (μ)πούστης 

    * 22) Το πήγα εισπνεόμενο/Το πήγα με συνταγή πνευμονολόγου (το φαγητό) ΜΠΟΥΡΔΑ

    * 23) Έπαιξα στα Σαγόνια του Καρχαρία—- σαχλό

    *24) Μπέτωσα  Βάλε κι άλλα… μπούριασα, γκούριασα (προσθέτε μαλακίες ελευθέρως)

    25) Έφαγα τον αγ(κ)λέο(υ)ρα

    26) Έφαγα τον άμπακο / άμπακα

    27) Έφαγα το καταπέτασμα

    28) Έφαγα τον περίδρομο

    * 29) Έφαγα σαν να μην υπάρχει αύριο —- σαν να μην υπάρχει μέλλον, σαν να μην υπάρχει αιωνιότητα (προσθέτε μαλακίες κατά βούλησιν)

    * 30) Έφαγα τον αχώνευτο ΜΠΟΥΡΔΑ

    *31) Έφαγα τον αβλέμονα  Αν υπάρχει, πρέπει να είναι παραλλαγή του αγλέορα

    * 32) Καταβρόχθισα τρόπος και όχι ποσότητα

    *33) Χλαπάκιασα τρόπος και όχι ποσότητα

    *34) Γουρούνιασα——— απλό εύρημα του ποιητού·

    *35) Σαβούρωσα  τρόπος και όχι ποσότητα

    *36) Ντερλίκωσα Δεν σημαίνει αυτό. Σημαίνει απλώς έφαγα απαξιωτικά. Αυτός ντερλικώνει και φεύγει και δεν λέει ούτε γεια.  

    * 37) Σμπλούνιασα  άγνωστο σε μενα

    *38) Φαρμάκωσα κα΄τι ανάλογο με το ντερλικώνω. Απαξιωτικό του τ΄ρωω

    *39) Πλήρωσα γαστέρα——— απλό εύρημα του ποιητού

    *40) Έκανα Πάσχα σημαίνει φάγαμε καλά, ικανοποιητικά, όπως το Πάσχα, όχι όμως υπερβολικά

    *41) Στάνιαρα ΛΑΘΟΣ Σημαίνει πεινούσα τόσο που δεν ένιωθα καλά, ένιωθα εξάντληση, αλλά έφαγα και συνήλθα

    * 42) Ρούπωσα άγνωστο και κατανόητο

    *43) Τα τσάκισα όλα.   Όλα, αλλά δεν λέει ότι ήσαν πολλά.

    *44) Έγινα μπράσκα/πρίσκα από το φαγητό [Να μας πείτε κι εσείς, αλλά μπράσκα θαρρώ πως είναι ένα είδος φρύνου, που μοιάζει πρησμένος] άγνωστο σ’ εμένα

    * 45) Δεν μπορώ να το γυρίσω (το φαγητό εντός της κοιλιάς) ΜΠΟΥΡΔΑ

    46) Στούμπωσα

    47) Μασαμπούκιασα/Έριξα τρελή μάσα

    48) Την τέζαρα

    49) Την πέτσωσα

    50) Την τσίτωσα

    51) Πρήστηκα

    *52) Έφαγα με τέσσερις μασέλες λέει τρόπο όχι ποσότητα

  25. Λεύκιππος said

    Διαβάζοντας την παρούσα ανάρτηση, είναι ευκαιρία να αρχίσεις δίαιτα. Σε χορταίνει ή μάλλον σε γκώνει.

  26. leonicos said

    Και μια και άρχισα τις ενστάσεις, ας κάνω άλλη μία

    115 Χτες, Σέρτης

    Κανονικό «μεζεδοπωλείο» άνοιξε η Αχτσιόγλου (που δεν έμεινε απαρατήρητο από τον δημοσιογράφο!) με τα «ελληνικά» της:

    «Απόψεις που βρίθουν σεξισμό, άγνοια της κοινωνικής πραγματικότητας, μισογυνισμό.»

    Με την Αχτσιόγλου δεν έχω καμιά σχέση, αν και θα ήθελα γιατί είναι κάτι παραπάνω από γυναικάρα, στα 39 της…. την πρωτάκουσα ως αντίπαλο του Κασσελάκη, και δεν έχω καμιά πρόθεση να την υπερασπιστώ. {τα προαναφερθέντα περί γυναικάρας ισχύουν}

    αλλά δεν κατάλαβα το ‘μεζεδοπωλείο’

    Γνωρίζω βεβαίως ότι όλοι μας προ ετών και οι αρτηριοσκηρωτικοί ακόμα, συντάσσουν το βρίθω με γενική. Πλην ομως η γλωσσική πραγματικότηα έχει αλλάξει.

    Ας το μάθουν και οι δημοσιογράφοι

  27. ΓΤ said

    22

    Έχω κοιμηθεί λίγο. Ευχαριστώ για τη διόρθωση 🙂

  28. Χρηστάρας said

    «Έγινα βιτούλ'» ή βετούλι. «Έγινα σιτευτός». Έφαγα (και μοιάζω) με καλοθρεμμένο ζώο (ίσως προς σφαγή).

    Υπάρχουν και τα πειραχτικά ή αυτοσαρκαστικά σχόλια σχετικά με την πολυφαγία. «Δεν έχουμε και σόδα!». «Έμπασα και αναρρώνω!».

  29. Χρηστάρας said

    28. Διορθώνω: Έφαγα σαν καλοθρεμμένο ζώο.

  30. Alexis said

    #24: Ένσταση επί των… ενστάσεων:

    -Γουρούνιασα: υπαρκτό, λέγεται, το έχω ακούσει και σε τηλεοπτικό σήριαλ

    -Δεν μπορώ να το γυρίσω: επίσης υπαρκτό, το έχω ακούσει

    -Έφαγα σα να μην υπάρχει αύριο: επίσης ζωντανό. Όπως αντίστοιχα και το «έφαγα σαν πούστης/κοιμήθηκα σαν πούστης/τρέχω σαν πούστης κλπ.»
    Βέβαια κανονικά και οι δύο αυτές εκφράσεις δεν είναι εκφράσεις του φαγητού, αλλά είναι αυτόνομες και λέγονται για ο,τιδήποτε γίνεται μετά μανίας και σε υπερβολικό βαθμό.

  31. Τζένη said

    Καλησπέρα!Εμείς στο χωριό μου (ορεινό χωριό Τρικάλων) χρησιμοποιούμε πολύ το «μπράσκα» και εννοούμε ένα συγκεκριμένο είδος τεράστιου βατράχου. Θυμάμαι, όταν ήμασταν παιδιά, να μας συμβουλεύουν να προσέχουμε να μην μας κατουρήσει η μπράσκα, γιατί θα βγάλουμε σπυριά!

  32. Τα χρόνια του ’50, στα Σφακιά (αφήγηση της μητέρας μου που είχε περάσει στην Κρήτη μερικά καλοκαίρια), υπήρχε ένας τύπος, φούρναρης ίσως και ταβερνιάρης (η οικογένειά του εξακολουθεί να έχει μια φίρμα με παξιμάδια τα οποία είναι και πολύ νόστιμα: Ντουρουντούς) ο οποίος ήταν θεόρατος. Έτρωγε ξερωγώ ένα αρνάκι στην καθισιά του, που λέει ο λόγος, και τελειώνοντας πέταγε ένα: «Ετσαδά ελαφρά πρέπει να τρώμε».

  33. voulagx said

    Σχετικά με την μπράσκα, όρα λίνκ: https://imgur.com/1r1kXQm
    από το Λεξικό Βλαχικής του ΝΙκολαΐδη, ίσως βγει καμιά άκρη.

  34. michaeltz said

    Καλημέρα

    Το «έφαγα με 4 μασέλες» δεν το έχω ακούσει ποτέ. «Έφαγα με 10 μασέλες» λένε στα μέρη μου.

    Έχω ακούσει και το «Φάγαμε και τα πιάτα»

  35. nikiplos said

    Καλημέρα,

    Ο παππούς μου χρησιμοποιούσε την έκφραση «είμαι σαν το γκαστρωμένο φίδι», για να περιγράψει ότι είχε φάει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να κουνηθεί.

    και «το τερμάτισα» λέμε

  36. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    4 Πολύ συγκινήθηκα όταν το είδα, μετά που είχε πεθάνει ο Μήτσος.

    Το διήγημα μπορεί να το ανεβάσω εδώ καποια μερα 🙂

    15-22 Εγώ (αντ)έγραψα την ανορθογραφία του 4, όχι του 6.

    26 Ακόμα καλύτερα, βρίθει από…

    31 Α μπράβο, αυτό ξέρω κι εγώ

    32 Παράγγελνε στο τέλος κι ένα γιαουρτάκι μήπως;

  37. Ioannis Mattos said

    Και, έριξα γκαβές (γκαβές μάσες, δηλαδή τόσο γρήγορα, που ούτε καν έβλεπα τι τρώω)!

  38. Spiridione said

    Παραπλήσια φράση, αυτός έχει ταινία.

    Για τον αβλέμονα Νικοκύρη επίσης υπάρχει ειδικό άρθρο, όπου και η ετυμολόγηση του κ. Καραποτόσογλου https://sarantakos.wordpress.com/2017/08/25/avlemonas/#comment-451355

    Από το ίδιο άρθρο θυμήθηκα αυτό το άρθρο του Παντελίδη «δρόλυκος – δρολύκιν». Δρόλυκος υπάρχει στον Πτωχοπρόδρομο = αδηφάγος, και σήμερα ιδιωμ.: Να φάγης τον δρόλυκον και ρήμα δρολυκώνω = τρώγω κατά κόρον.

    Το άρθρο έχει ενδιαφέρον, γιατί έχει και κάποιες ιδ. φράσεις για το θέμα της αδηφαγίας, όπως π.χ. τρώγει σαν λύκος αλλά και τρώει το λύκο και εμπήκε ο λύκος στ’ άντερά του, τρώγει έναν καταραμένον, έφαεν τον Άρειον, έφαεν την φάουσαν (Κύπρος), τρώγει ή πίνει την ποταμοθάλασσα (Κεφαλ.), έφαεν έναν κόσμον (Κρήτη).

    https://sci-hub.se/https://doi.org/10.1515/bz-1929-0142

  39. sarant said

    38 Μπράβο, ωραίος. Ο Άρειος είχε πεθάνει από εντερική ασθένεια ή κάτι τέτοιο (προφανώς επειδή ήταν αμαρτωλός)

  40. Spiridione said

    39. Ναι, μπράβο, να και το λήμμα του ΙΛΝΕ:

    1) Ὁ γνωστὸς αἱρεσιάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας διδάσκων ὅτι ὁ Χριστὸς εἰναι κτίσμα τοῦ Πατρός, ἄνθρωπος θεοφόρος καὶ οὐχὶ θεὸς σαρκοφόρος, ἔχων φύσιν διάφορον τῆς τοῦ Πατρός, τοῦ ὁποίου τὴν διδασκαλίαν κατεδίκασεν ἡ κατὰ τὸ ἔτος 325 συνελθοῦσα ἐν Νικαίᾳ πρώτη οἰκουμενικὴ σύνοδος. ᾿Εν τῇ λαϊκῇ παραδόσει ὁ Ἄρειος παρίσταται ὡς ἄνθρωπος πονηρότατος καὶ στωμύλος, σκεῦος τοῦ διαβόλου ἐπιτήδειον νὰ δημιουργῇ σκάνδαλα, διὸ καὶ ἐτιμωρήθη φρικωδῶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν πονηρίαν καὶ κακίαν του, διότι ὑπέστη ἐν τῷ ἀποχωρητηρίῳ φρικτὴν διάρρηξιν τῆς κοιλίας καὶ ἔκχυσιν τῶν ἐντέρων σύνηθ.: Ξέρεις τί πρᾶμα εἶν᾿ αὐτὸς ὁ Ἄρειος! Πάρ. Ἁμὸν Ἄρειος πολλὰ διεστραμμένος ἔν᾽ Πόντ. || Φρ.Ἔχει τοῦ Ἀρείου τὴ γλῶσσα (ἐπὶ τοῦ στωμύλου) Πελοπν. Νὰ ρέψῃ σὰν τὸν Ἄρειο καὶ νὰ σκουληκοβρομήξῃ! | (ἀρὰ) Ἀθῆν. Νὰ πάθῃ σὰν τὸν Ἄρειο! Πελοπν. (Λακων.) Νὰ πέσουν τ᾽ ἄντερά του σὰν τοῦ Ἀρείου! ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,27. Νὰ ρέψ’ σὰν τοὺν Ἄρειου! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἄ τρέμῃς σὰν τὸν Ἄρειο! (᾿ὰ=νὰ) Σύμ. Νὰ ξιράσ’ τ’ ἄdιρα τ’ σὰν τοὺν Ἄρειον! (νὰ ξεράσῃ τ᾽ ἄντερά του κτλ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Νὰ ρέψερε τζαὶ νὰ πάθερε σὰν τὸν Ἄρειε! (νὰ ρέψῃς καὶ νὰ πάθῃς σὰν τὸν Ἄρειο) Τσακων. β) Ἄνθρωπος πανοῦργος, κακός, πείσμων Θρᾴκ. Μακεδ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ.: Αὐτὸς εἶνι ἕνας Ἄρειους, Θιὸς νὰ φ’λάῃ! Μακεδ. Ἄρειε, ἑωσφόρε, ντ’ ἔποικες! (τί ἔκανες;) Κερασ.

    2) Ὁ ἀντίχριστος, ὁ διάβολος Πόντ. (Ἀμισ.): Ἀνάθεμα τὸν Ἄρειο σ’! Ἀμισ.

    3) Τύραννος Σκῦρ.: Μὲ παιδεύ’ σὰν Ἄρειος.

    4) Δαίμων τῆς βουλιμίας, τῆς ἀκορέστου πολυφαγίας (λησμονηθείσης τῆς ἀρχικῆς αἰτίας τῆς διαρρήξεως τῆς κοιλίας τοῦ Ἀρείου ἐνομίσθη αὕτη ὡς ἀποτέλεσμα ὑπερβολικῆς πολυφαγίας ἐκ δαιμονικῆς ἐπιδράσεως προερχομένης, πβ. τὰς φρ. κοντεύω νὰ σκάσω ἀπὸ τὸ πολὺ φαεῖ, ἔφαγα πολὺ καὶ θὰ σκάσω κττ.) Κύπρ.: Φρ. Φάουσαν νὰ φάῃ, ἔει Ἄρειον ’πάνω του (ἐπὶ πολυφάγου) Κύπρ. Ἄρειον ’πάνω σου, πόσες φολὲς νὰ φάῃς! (Ἄρειον ἔχεις ἐπάνω σου κτλ.) αὐτόθ. β) Ἐπιθετικ. ὁ λίαν λαίμαργος, ὁ ἀκόρεστος Κύπρ.

    5) Οὐδ. ἀρατικῶς, στόμα (εἰς τὴν σημασιολογικὴν ταύτην χρῆσιν συνετέλεσε καὶ ἡ παράδοσις περὶ τῆς ἐκτάκτου στωμυλίας τοῦ ’Αρείου) Σῦρ.: Φρ. Δὲν παύει πεˬὰ τὸ Ἄρειό του! (ἐπὶ φλυάρου).

    6) Οὐδ. ἐπιθετικ., διαβολικόν, σατανικὸν Θήρ. Μύκ.: Φρ. Ὁ δεῖνα ἔγινε Ἄρειο τελώνιο (ἀπῆλθε δρομαίως, ἔγινεν ἄφαντος) Μύκ. Πβ. τελώνιο.

  41. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Η συμβολή μου στα 6+ μύρια: Καρχαρώνω. Όποιος θέλει να κάνει χρήση να ζητήσει ΙΒΑΝ.

    https://www.slang.gr/definition/19364-krokodeiliazo#comment-108427

  42. sarant said

    40 Τη γλώσσα τη φτιάχνουν οι νικητές 🙂

  43. sk said

    Αυτό θα ήταν τέλειο για τις 6 Μαΐου, διεθνή μέρα κατά της δίαιτας.

  44. zgrisp said

    Εγώ θυμάμαι τη νόνα μου τη Ζακυνθινιά που έλεγε για κάποιον που έτρωγε ….τον άμπακο ότι «έφαγε και τα ταβλομέσαλα» (= και τη μεσάλα τση τάβλας = και το τραπεζομάντηλο)!

  45. ΓΤ said

    από Πόντια αμαρτία: μπαμπακώνω σαν καρτάλι

    Αρκαδία: ξεμπακιάζομαι

  46. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Ο Πέπε σίγουρα θα θυμάται τη διήγηση στο Να σου κάμω την ιστορία μου για εκείνον τον φαγανότατο κουρέα που έβαλε στοίχημα με τους ιταλούς και το κέρδισε τρώγοντας μια μαούνα στην καθισιά του και γυρεύοντας κι άλλο.

  47. konstantinos said

    Μπακάνιασα

  48. aerosol said

    Μάκιασα.
    Το μπακάνιασα του Λεόνικου το έχω όντως ακούσει, και μάλιστα για φαγητό, όχι νερό.

    #42
    Πού και πού φτιάχνω γλώσσα στο τηγάνι. Βρε λες να είμαι νικητής;!

  49. Θρασύμαχος said

    Λέγεται και «τρώω σαν γλάρος», αλλά δεν είμαι σίγουρος αν σημαίνει τρώω πολύ ή τσιμπολογώ βιαστικά

  50. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    49,«τρώω σαν γλάρος»,
    μεγάλες μπουκιές στα γρήγορα, αμάσητες, άτσαλα

  51. LandS said

    39. Ο Άρειος δεν ήταν αμαρτωλός, ήταν αιρετικός. Οι αμαρτωλοί συγχωρούνται αν μετανοήσουν.

  52. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    45, Ξεθηκιάστηκα (Κρήτη)

  53. Αλφα_Χι said

    Γέμισα τη μπάκα.

  54. constantinalexopoulos said

    Έφαγε τον αγλέορα.

  55. sarant said

    43 Υπάρχει και τέτοια μέρα;

    49 Θαρρώ το δεύτερο

    51 Καλά λες

  56. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    44 >>έφαγε και τα ταβλομέσαλα» , υπάρχει και …χειρότερο 🙂

  57. Το έγκωσα που έβαλες πρώτο-πρώτο είναι τελευταία μόδα:

  58. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    «Την έκαμα καλή», ήταν η προσφιλής έκφραση του πατέρας μου (συνοδευόταν με το κλασικό κυκλικό τρίψιμο του στομαχιού). Γενικά το λέγαμε/λέμε και σε αφήγηση, βγήκαμε (στο τάδε μαγαζί, μεζεδάδικο κλπ) και την κάναμε καλή.

    Εκτός από τη μπράσκα/το βάτραχο, κάτω λέμε βράσκα ή βρασκί το φαρδύ ,μέτριου μεγέθους πιθάρι

  59. LandS said

    Ενώ το «φάγανε και τα πόμολα» αναφέρεται σε διαφορετικό φαγοπότι.

  60. ΓΤ said

    «Το μεγάλο φαγοπότι» (Φερέρι)

  61. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    -Την κάναμ(ν)ε ασκί (το λέμε και για τα οικόσιτα όταν παραφάνε και τουρλώνουν οι κοιλιές τους) το ίδιο και
    -Την κάναμ(ν)ε μπάλα

    -Ξεμασελιαστήκανε

    -Ανάψαν τα πιρούνια (ή πήραν φωτιά…)

    -Γουρουνιάζουμε, το λέμε κι όταν ξεστρατίζουμε και τρώμε πχ γλυκά θερμιδοπλημμυρισμένα, ως παρασπονδία στην πιο προσεκτική διατροφή (όχι κατ΄ανάγκην σε μεγάλη ποσότητα)

  62. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    -Χορτάτος ίσαμε το λαιμό

    Έχουμε και τη μικρή ιστορία, όπου ένας κρητικός στην Κρήτη 🙂 περνά εκτάκτως από το σπίτι των συντέκνων του, τους βρίσκει στο τραπέζι και του λένε φυσικά να κάτσει μαζί τους να φάει, αυτός λέει δε θέλω, μα κάτσε να πιούμε ένα κρασί, είμαι ίσαμε το λαιμό εκείνος, επιμένουν αυτοί και τελικά κάθεται κι αρχίζει και δε λέει να σταματήσει, ντερλικώνει το μισό τραπέζι οπότε η συντέκνισσα δεν κρατήθηκε και λέει, ε μπρε σύντεκνε και πόσα δεν ήβαλες από το λαιμό και πάνω!

  63. sarant said

    57 Ναι, είναι.

    59 Ακριβώς. Όπως και της Παναγιάς τα μάτια.

  64. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Θυμίζω και την παραδαρμένη=κοιλιά.

  65. 45 Το οποίο καρτάλι είναι το όρνιο.

    Πατήθετέ με και θα θκάσω (πατήσετέ με και θα σκάσω) έλεγε κοροϊδευτικά η γιαγιά μου (όταν κάποιος είχε φάει πολύ, έπρεπε κάποιος να τον πατήσει για να κυκλοφορήσει το φαΐ) 🙂

  66. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    58+61. Φυσικά, ζωντανή και σήμερα η έκφραση ‘την εκάναμε καλή’ (και επί φαγητού), αλλά εδώ στα ηρακλειώτικα λέμε συχνά και ‘την εκάναμε ελεεινή!’.🙂 [κάπως λέγεται αυτό το σχήμα…]
    Μια άλλη έκφραση – περιορισμένης εμβέλειας όμως – είναι: ‘Εγεμίσαμε αλύπητα τα στομάχια μας!’

  67. ofakiris said

    Αφιερωμένο στους Πάγκαλους όλων των εποχών

    Είναι νύχτα και τ’ αστέρια μάτια σαν ορχήστρα μας κοιτάνε
    και όλα μας τα χρόνια σαν πληγές από μαστίγιο πονάνε
    είδα ανθρώπους σε τραπέζια να τρώνε με δεκαοχτώ μασέλες
    μα είδα και στην Αθήνα τους Ευρωπαίους να φοράνε φουστανέλες

    Κι όλα μοιάζουν μαγικά, είναι μαζικά και διαρκώς αμερικανικά

    Και το ψέμα σαν τιμάριθμος ψηλώνει μα το αυτί σου κατεργάρη δεν ιδρώνει

    Στίχοι:   Γιάννης Μαρκόπουλος
    Μουσική:   Γιάννης Μαρκόπουλος

    1.Γιώργος Νταλάρας & Γιάννης Μαρκόπουλος

  68. dryhammer said

    Χιαστί, σκουρδουλιάζω – με ένα καλό όρισμό εδώ https://www.slang.gr/lemma/24085-skourdouliazo

  69. Costas X said

    «Εμαγκούνιασα», από Κέρκυρα. «Μαγκουνιάζω», από το παλιό κορφιάτικο «μαγκούνι», »δηλητήριο», από το αρχ. δωρ. «μάκων», «δηλητηριώδες φυτό», βλ.»μήκων η υπνοφόρος».

  70. sarant said

    Ωραία και τα ιδιωματικά!

  71. leonicos said

    69 μήκων η υπνοφόρος, η άσπρη παπαρούνα, το όπιο

    Η κόκκινη γνωστή μας είναι μήκων η ροιάς

  72. leonicos said

    71 Σα ν’ ακούω τον Φασίολο να τα λέει.

    Ξέρετε ποιος είναι οΦασίολος;

  73. leonicos said

    58 Εκτός από τη μπράσκα/το βάτραχο, κάτω λέμε βράσκα ή βρασκί το φαρδύ ,μέτριου μεγέθους πιθάρι

    ετυμολογικά το ένα από το άλλο δεν θα είναι; Μάλλον

  74. Costas Papathanasiou said

    Καλησπέρα.
    Πλάκα έχει αυτή η φαγανιστική συγκομιδή, παρότι το βραδινό βαρυστομάχιασμα δεν συνιστάται.
    Παρεμφερείς εκφράσεις:
    Έφαγα με το παραπάνω (βλ. παράφαγα), την έκανα τούμπανο/ τουμπάνιασα, (την) τιγκάρισα, έφαγα και το σερβίτσιο (βλ. “..και τα μαχαιροπίρουνα”), έφαγα σα ζώο, καλοταγίστηκα, θαραπεύτηκα/θαραπαύκα, έφαγα με την ψυχή μου, λιάνισα φαΐ για δέκα, βρήκε το φαΐ τον μάστορή του.
    Σχετική και η φράση “τρώει έναν γκερεμέ” ( = “πολύ, χωρίς σταματημό” βλ. και σχ.49,50 ).
    Για τις μεγάλες φαγάνες υπήρχε και η ωραία έκφραση “κατελούν τον Άδη με τα σάβανα” (κάνουν θραύση, μεγάλη σπατάλη, τρώνε πολύ), η οποια μοιάζει με επανανάλυση της “αδηφαγίας”, οπότε, με τη σειρά μας, μπορούμε να την επανερμηνεύσουμε, ως μέθοδο αθανασίας ή χαρο-κοπιού.
    Και ένα γαστριμαργικό γνωμικό :
    “Διαίτης Φάρμακον”
    Σε ντερλικατέσεν πάω/ και τον άμπακο θα φάω
    (ώστε να μην κάνω μπάκα),/ με σοφία και τσάκα τσάκα,
    -όπως η Αθηνά μια γλαύκα-/ για να λέω “Θαραπαύκα!”

  75. xar said

    Μια φράση που είχαμε στην παρέα μας για το πολύ φαΐ (δεν ξέρω αν λέγεται και ευρύτερα) ήταν: είμαι στη φάση της μέντας.

  76. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    66, τη γέμισα:

    (είχε ντολμαδες με κληματόφυλλα και χοχλιους με κολοκυθακια κι εκατσα και τη γεμισα)

  77. sarant said

    74 Ωραίο το στιχούργημα

    Το «έναν γκερεμέ» σημαίνει «συνεχώς, αδιάκοπα».

    Είχαμε σημειώσει παλιότερα:

    …. στη φράση «ένα γκερεμέ»: συνεχώς, διαρκώς, αδιάκοπα. Το επίρρημα αυτό ακούγεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, σχεδόν πανελλήνιο είναι. Π.χ. «Του το λέω, ένα γκερεμέ!» Και σε κάποιο διήγημα του Παπαδιαμάντη, λέει κάποια γυναίκα «Σ’τα’λεγα, ένα κιριμέ!» Όπως σημειώνει ο Κ. Καραποτόσογλου στο Ετυμολογικό γλωσσάρι του Παπαδιαμάντη, προέρχεται από το τουρκικό ρ. görmek το οποίο σημαίνει μεν «βλέπω, παρατηρώ» αλλά όταν χρησιμοποιείται ως βοηθητικό ύστερα από γερούνδιο άλλου ρήματος δίνει την έννοια της συνεχούς δράσης.

  78. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    75, >>είμαι στη φάση της μέντας

    χαχα και αχ,αχ, μου θυμισες εναν καλο φιλο που τον χασαμε παρακαιρα, ειχε καθιερωσει τη μαστιχα/ποτό στο τελος του ταβερνοφαγητού (εφερνε παντα και μαζί του μην και τυχαινε να μην εχει το μαγαζί) οπότε κατι φορές αχαλινωτης κραιπαλης λεγαμε, δε χορταινουμε που δεν χορταινουμε, φέρε τη μαστίχα!

  79. leonicos said

    Έχει ταινία, για κείνον ου τρώει ασταμάτητα

  80. Costas X said

    75. Από το συγκεκριμένο σκετς, για το χλαπάκιασμα στην δική μου παρέα λέμε το «the eggs on top» ! 🙂

  81. Αλφα_Χι said

    κοιλιοδουλιάζω

  82. dryhammer said

    77 (74). Σ’ ένα καρδαμυλίτικο παραμύθι (που ψάχνω και δεν το βρίσκω) ο γέρο Βασιλιάς «πριν ταξιδέψει για κείνα τα νερά» αφήνει στους τρεις γιούς του «ένα γκερεμέ» να πάνε και να… κλπ κλπ [έχει και Δράκο]. Εδώ υποθέτω πως εννοείται με τη σημασία της απαράβατης εντολής – ευχής και κατάρας – που πρέπει συνεχώς να έχουν την έγνοια να τηρήσουν/ακολουθήσουν.

  83. sarant said

    82 Ναι, μπορεί. 

  84. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    73 >> μπράσκα- βράσκα ή βρασκί … ετυμολογικά το ένα από το άλλο δεν θα είναι;

    Λεώνικε, βρήκα μια (κάποια) ετυμολογία για το βρασκί.
    Είχα ξεχάσει την οπή στη βάση του πήλινου δοχείου το οποίο, σπίτι μας, χρησίμευε για τις «χωνευτές» ελιές, τις θρούμπες δηλαδή, τις αλατίζαμε κατά στρώματα και στράγγιζαν σιγά σιγά τα ζουμιά τους.

    Βρασκί (το) (ουσ ): πήλινο πλατύστομο δοχείο με οπή στο κάτω μέρος, το οποίο χρησίμευε για το μούσκεμα ζωοτροφών (π χ ρόβι, βίκος, κουκιά κτλ )
    «βάλε ρόβι στο βρασκί να το βρέξεις, να το δώσομε τω βουγιώ»
    Ετυμ. Πιθανόν από το φλασκί, με την τροπή του -φλ- σε -βρ-
    https://michaliskassotakis.gr/wp-content/uploads/2021/05/kassotakis_lexiko_2021_print.pdf

    Βρασκάκι
    https://www.cretanethnologymuseum.gr/imke/html/gr/11011.html

    [Λεξικό Κριαρά]βρασκί το, βλ. φλασκί.
    https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?page=186&lq=%CE%B2&sin=all

  85. ΓΤ said

    Σάκης Κεχαγιόγλου, Η Αθώωση, Αθήνα, «Φερενίκη», 2024.

  86. Μαρία said

    77, 82 Στο τουρκογαλλικό λεξικάκι μου βλέπω οτι υπάρχει το ρήμα gerekmek = πρέπει, είναι αναγκαίο, σημασία που ταιριάζει με τη χιώτικη.

  87. leonicos said

    84 Έφη Έφη σ’ ευχαριστώ

    Θα ήθελα να σου γράψω ότι είσαι υπέροχη, αλλά δεν το γράφω για να μην το διαβάσει ο Σαραντάκος

  88. Πέπε said

    Για την μπράσκα έχει γίνει εξαντλητική συζήτηση παλιότερα, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να απομνημονεύσω τον τρόπο που γκουγκλάρουμε μια λέξη στο περιεχόμενο συγκεκριμένου σάιτ. Γενικά σημαίνει τον φρύνο (δε νομίζω είδος φρύνου, μάλλον τη γενική κατηγορία – ποιος χέστηκε για τα επιμέρους είδη ώστε να τα ονοματίζει και ξεχωριστά;), κατά τόπους όμως η λέξη σημαίνει και άλλα ζούμπερα.

    @31 (Τζένη):

    Θυμάμαι, όταν ήμασταν παιδιά, να μας συμβουλεύουν να προσέχουμε να μην μας κατουρήσει η μπράσκα, γιατί θα βγάλουμε σπυριά!

    Πράγματι, έτσι λένε για τον φρύνο. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, την ύπαρξη όμως της φήμης την επιβεβαιώνω.

  89. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ο (γ)κερεμές, σαν να μου ήταν γνωστός, αλλά πάλι δεν θυμόμουν. Βέβαια μοιάζει με τον τζερεμέ, οπότε ίσως αυτό να μου μενε.
    Κοίταξα στον Βασ. Ορφανό (Τουρκικά δάνεια στα αλληνικά της Κρήτης:

    ένα γκερεμέ (επιρρ. φρ.) [éna g̃eremé] & ένα
    κερεμέ [éna k̃eremé] (Πάγκ., Ξανθιν., Γαρ.,
    Κριτσπ
    ., ΙδομΒ
    ., ΤσιρΒ
    .) : 1. άφθονα, αφειδώς·

    1. αδιάκοπα.
      [< görmek (Καραποτόσογλου), βλ. σημείωση
      (Συντ.)]
      {Ο Τσιριγωτάκης έχει ως κεφαλή λήμματος τη
      λ. κερεμέ. Ο Πάγκαλος και ο Ξανθινάκης ετυμο-
      λογούν από τη λ. kerem ( ,)كرمη οποία έχει περά-
      σει στα ελληνικά ως κερέμι ‘γενναιοδωρία, αγα-
      θότης’ (Μπόγκας, 174· Κουκκίδης, 41). Ο τ. (γ)
      κερεμέ, που τον βρίσκουμε μόνο στη φρ. ένα (γ)
      κερεμέ (που λέγεται και σε άλλες περιοχές της
      Ελλάδας), πρέπει να έχει διαφορετική προέλευ-
      ση, ίσως από κάποια αντίστοιχη τουρκική έκ-
      φραση. Για τις ετυμολογίες που έχουν προταθεί
      γράφει αναλυτικά ο Κ. Καραποτόσογλου (“Δυ-
      σετυμολόγητα της νέας ελληνικής”, Βυζαντινά
      15 (1989), 286-287). Ο ίδιος προτείνει ως έτυμο
      την έκφρ. bir görmek ‘βάζω σε ίση μοίρα, εξο-
      μοιώνω’, όταν η φρ. χρησιμοποιείται με τη σημ.
      ‘ίσα κι όμοια’, ενώ συσχετίζει τη σημ. ‘συνεχώς,
      αδιάκοπα’ με τη χρήση του ρ. görmek )كورمك(
      ‘βλέπω, παρατηρώ’ ως βοηθητικού ύστερα από
      γερούνδιο σε -e/-a, που δηλώνει συνεχή δράση,
      πβ. με το γερούνδιο του ρ. etmek ‘κάνω’: ede
      görmek «persister à faire» (Meynard, B 217).}
      ένα κερεμέ, βλ. ένα γκερεμέ
  90. Μαρία said

    88 Έφτασε https://sarantakos.wordpress.com/2014/11/27/peskandritsa-2/#comment-255385

    Γούγλαρα: μπράσκα στο site:sarant………

  91. sarant said

    88 Μπορείς να δώσεις την εντολή

    μπράσκα site:sarantakos.wordpress.com

    Ή να πας στην advanced search του γκουγκλ και να ορίσεις ότι θέλεις αποτελέσματα από αυτό το σάιτ.

    Βλέπω πως την έχουμε συζητήσει πεντέξι φορές.

  92. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    82, Dry, μια λέξη για την εντολή, τελευταία επιθυμία, διαθήκη είναι το βασιέτι.

    Μια φίλη μου μου έλεγε για το βαγιέτι του πεθερού της ( από την περιοχή Σφακίων) κι εννοούσε την διαθήκη του.

    Από τον Ορφανό και πάλι:
    βασιγέτι, το [vasi(ʒ/j?)éti] & βασιέτι [vas(i/j?)éti]
    & βαστέτι [vastéti] & βαστγέτι [vastjéti] & βα-
    σεγέτι [vase(j/ʒ?)éti] (Παπ., Πιτ., Κονδ., Ξαν-
    θιν., Γαρ., Ροδ., Αποστ., Τσιρ., Κριτσπ
    ., ΙδομΒ
    .,
    Κασσ., Ξεν.) : 1. η διαθήκη· 2. τελευταία επιθυ-
    μία μελλοθάνατου (μόνο στον ΙδομΒ
    .).
    < vasiyet (Παπ.)
    {Η λ. vasiyet σημαίνει ‘εντολή, παραγγελία, τε-
    λευταία θέληση, προφορική διαθήκη’ – η δι-
    αθήκη ως έγγραφο λέγεται vasiyetname, βλ.
    Χλωρός Β 1941.}

    87 🙂

  93. Πέπε said

    *41) Στάνιαρα ΛΑΘΟΣ Σημαίνει πεινούσα τόσο που δεν ένιωθα καλά, ένιωθα εξάντληση, αλλά έφαγα και συνήλθα

    Έτσι το ξέρω κι εγώ. Άσε που δεν έχει ειδική σχέση με το φαγητό: αν το πρόβλημά σου είναι η εξάντληση από την πείνα, στανιάρεις τρώγοντας. Αν έχεις άλλης φύσεως προβλήμαα, στανιάρεις με τους αντίστοιχους τρόπους. Θεωρώ πολύ εύστοχα τον ορισμό και το παράδειγμα του σλανγκ.γκρ:

    Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
    Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.

    Και για το φαρμάκωσα έχω ένσταση. «Να φαρμακώσω μια μπουκιά ψωμί» σημαίνει, όπως το αντιλαμβάνομαι, «να φάω κι εγώ ο χριστιανός έστω κάτι ελάχιστο, δεν το δικαιούμαι δηλαδή;»

  94. leonicos said

    88 Πέπε

    Πράγματι, έτσι λένε για τον φρύνο. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, την ύπαρξη όμως της φήμης την επιβεβαιώνω.

    σο ντου άι

  95. leonicos said

    93 Πέπε

    Για το ‘στάνιαρα’ συμφωνώ με επιφύλαξη αν σημαίνει ‘συνήλθα’ γενικώς αλλά ειναι θέμα χρήστη

    Για την συμπλήρωση στο φαρμακώνω, συμφωνω απόλυτε

  96. Stavroula said

    Έφαγα σαν βόδι, έκανα κτηνωδία, την τίλιασα.

  97. Πέπε said

    Μονάντερος: αδύνατος αλλά τρώει εντυπωσιακά πολύ, και απορείς πού το βάζει.

    Λίγο αναξήγητη έκφραση βέβαια. Με ένα έντερο δεν παχαίνεις; Ίσως με μια καλή έρευνα στα αρχεία του προεπαναστατικού Ναυπλίου να βρεθεί η εξήγηση.

  98. spyridos said

    88
    Προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Οι φρύνοι είναι ακίνδυνοι.

    97
    Μονάντερος. Έχει βάση.
    Κοντύτερο έντερο, μικρότερη διαδρομή, προσλαμβάνει λιγότερα θρεπτικά συστατικά.

  99. Πέπε said

    Ο Μαν. Μαυρολέων, στο «Να σου κάμω την ιστορία μου» που το μνημονεύω συχνά-πυκνά, έχει μια ωραία ιστορία πολυφαγίας. Επί Κατοχής και μαύρης πείνας ένας Κασιώτης, που και στους καλούς καιρούς φημιζόταν για την ικανότητά του να τρώει εξωφρενικές ποσότητες, καταφέρνει έναν Ιταλό αξιωματικό να βάλουν στοίχημα πόσο μπορεί να φάει. Σαν σε παραμύθι, του στρώνουν μία τάβλα μέχρι απέναντι και τον παρακολουθούν εμβρόντητοι να την αδειάζει μεθοδικά, τρώγοντας όσα δεν είχε φάει σ’ όλη την Κατοχή, ενώ παράλληλα τους πετάει και διάφορα δουλέματα σε σπαστά ιταλοελληνικά. Αφού ρημάξει όλη την τάβλα, ζητάει κι άλλο. Ο ιταλικός στρατός κατοχής πλερώνει μόνο και μόνο για ν’ απολαμβάνουν το απίστευτο θέαμα. Μετά από τόνους φαγητό, του λένε «μα μη μου πεις ότι ακόμα πεινάς!» και απαντάει «όχι, καλά ήτανε, αλλά γλυκό δεν έχει;»

  100. Πέπε said

    Φυσικά, φαγάδες υπάρχουν σ’ όλη την παγκόσμια ιστορία της κωμωδίας: λογοτεχνικής, θεατρικής, κινηματογραφικής κλπ. Προς το παρόν θα θυμηθώ τον Σπίθα του Μικρού Ήρωα και τον Άβερελ Ντάλτον. Πότε θα φάμε ρε παιδιά;

  101. Το στανιάρω το είχα μάθει μικρός στην φάση που καινούργια ξύλινη βάρκα αφήνεται στο νερό μισοβουλιαγμένη, για να «στανιάρει«, δηλαδή να φουσκώσει και να σφίξουν οι αρμοί. Οι γνώστες βαρκαδόροι ας επιβεβαιώσουν.

  102. Ναι, Μιχάλη, λέγεται. Γενικά το στανιάρω σημαίνει έρχομαι στα ίσα μου, όποια και νάναι αυτά !

  103. ΓιώργοςΜ said

    100 Δεν το έχει βάλει κανείς ακόμη;

  104. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Καλημέρα!

    103. Και αυτό

  105. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ναι, για να στανιάρουν/να σφίξουν (φουσκώνει το ξύλο), μπαίνανε στο νερό τα ξύλινα βαρέλια, τα στυλάρια των σκαλίδων κλπ

    Τζη, να βάλεις σε γλάστρες τα μποστανικά σου, θα γίνουν, Φέτος είδα, φοβερά μπρόκολα σε γλάστρες και μάλιστα επίτηδες μάλλον τα είχαν εκεί φυτέψει (ήταν σε άκρες λαχανόκηπου). Ολα γίνονται και σε γλάστρες, μην το βάζεις κάτω .
    Εχω σπόρους κολοκύθας χοκάιντο αν θες, εύκολο φυτό, θα πιάσει το φράχτη κάπου, δίχως πολλή περιποίηση,μόνο νερό.

    Καλημέρα!

  106. leonicos said

    στανιάρουν

    όντως, στανιάρει πρέπει βασικά να σημαίνει ‘σφίγγει, στερεοποιείται

  107. ΓιώργοςΜ said

    105 Συμφωνώ και επαυξάνω. Χρόνια φυτεύω λαχανικά σε ντενεκέδες από φέτα, φέτος κάτι ξεφυτρωμένες πατάτες που ήδη είναι μισό μέτρο φυτά! Και ντομάτες και άλλα λαχανικά, πολλά δεν έχουν απαιτήσεις για μεγάλο ριζικό σύστημα. Μάλιστα καλύτερα πρώιμα ή όψιμα για τα ντοματοπίπερα, πέρσι ο καύσωνας τα ρήμαξε, ακόμα και στο χωριό, στο χώμα…

  108. leonicos said

    101 και 105 το 106

    Βαρκαδόρος δεν είμαι, αλλά αυτό που λες το επιβεβαιώνει.

    αλλωστε η ρήση κάνει τη σημασία και όχι το λεξικό. Αν κι ετυμολογικά, από το ίστημι θα έχει ΄ρθει, από αντιδάνεια διαδρομή

  109. ΓιώργοςΜ said

    106 κλπ Έχει δώσει και ουσιαστικό, το στανιό: Ή με το καλό, ή με το στανιό (=με το ζόρι).

    Είχε γίνει και διαφημιστική καμπάνια με αρκετές διαφημίσεις γύρω από τη λέξη (μάλιστα μεταγλωττισμένες από τα Αγγλικά).

  110. Alexis said

    #102: Εξ ου και το φανταρίστικο «στανιάρω», π.χ. «πάρε 5 μέρες φυλακή να στανιάρεις» (=να ‘ρθεις στα ίσα σου)

    #99: Η γιαγιά μου έλεγε τον εξής μύθο:
    Ήταν λέει ένας ψηλός και πολύ αδύνατος, που έτρωγε όμως απίστευτες ποσότητες φαγητού, σε σημείο που στην ευρύτερη παρέα του όλοι απορούσαν για το «πού το βάζει». Κάποια μέρα γνωστοί και φίλοι βάζουν στοιχήματα για το αν μπορεί να φάει μόνος του ένα ολόκληρο καρπούζι. Τον φωνάζουν και του λένε «μπορείς να φας μονοκοπανιά αυτό το καρπούζι;» Το κοιτάει αυτός και λέει «θα σας πω σε μια ώρα». Εξαφανίζεται για μια ώρα και όταν επιστρέφει τους λέει «ναι μπορώ να το φάω». Κάθεται κάτω και το περιδρομιάζει το καρπούζι και όλοι φυσικά έχουν τρελή απορία για το τι έκανε αυτή τη μία ώρα που έλειπε. «Εντάξει» του λένε «μπορείς να μας πεις τώρα πού πήγες και τι έκανες στη μία ώρα που έλειπες;»
    «Πετάχτηκα μέχρι το σπίτι» λέει αυτός. «Εκεί είχα ένα ίδιο καρπούζι κι έκατσα και το ‘φαγα. Και λέω, αφού έφαγα αυτό άρα μπορώ να φάω και το άλλο»

  111. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Το στανιό, να σχετίζεται με το στανιαρω; Σαν ιταλικό μου φαίνεται εμένα της άσχετης.

    110β, χα! Ωραίο!

  112. Πέπε said

    110:

    Χαχαχα!

    111 κλπ.:

    Το σλανγκ λέει «Ίσως από το ιταλικό stagnare=κολλάω, κλείνω ερμητικά». Εφόσον λοιπόν η αρχική ελληνική σημασία είναι αυτή με το φούσκωμα και τη στεγανοποίηση των σανίδων σε βάρκες κλπ., μάλλον το «ίσως» επιβεβαιώνεται.

    46:

    Αυτό τώρα το βλέπω! Από τις τρεις και τέταρτο χτες το μεσημέρι ο Χτήνος είχε προβλέψει ότι θα θυμηθώ την ιστορία που όντως θυμήθηκα χτες το βράδυ αργά κατά τη μία (#99)! Πόσο προβλέψιμος έχω καταντήσει…

  113. Καλημέρα

    Τώρα που φεύγω έπεσε ο αέρας αλλά δεν ράντισα τις κληματαριές ούτε φέτος και θα τις φάει η φυλλοξήρα σε λιγο΄. {αατ’ατες βάζψω σε γλάστρες, να μην έχω πολύ ψάξιμο, οι ντομάτες δεν έχουν απόδοση καλή.

    Από τα (ερασιτεχνικά) ιταλικά μου, Εφη, στάνιο είναι κάποιο μέταλλο μάλλον ο χαλκός

  114. Πέπε said

    Το e-ΛΚΝ δεν έχει το στανιάρω. Για το στανιό λέει: «μσν. στανιό ίσως < αρχ. ἀσθενῶς `χωρίς δύναμη΄ με νέα ανάλυση α- 1 σθενώς και ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ή < στενεύω `ζορίζω΄»

    Το Χρηστικό για μεν το στανιάρω επιβεβαιώνει το ιταλ. stagnare του σλανγκρ, ενώ για το στανιό λέει απλώς ότι προέρχεται από το μεσαιωνικό στανιό (όλα τα λήμματα από σταν-).

    Συγγνώμη τώρα αλλά μου τη δίνουν αυτές οι ετυμολογήσεις. Δηλαδή να πρέπει να ανοίξω μεσαιωνικό λεξικό για να βρω ότι προέρχεται από το ελληνιστικό στανιό, και μετά στο ελληνιστικό λεξικό ότι προέρχεται από το κλασικό αρχ. στανιό < ομηρικό στανιό; Κι αν κάποιος άλλος λεξικογράφος έχει την άποψη ότι το σημερινό (19.4.2024) στανιό προέρχεται από το χτεσινό (18.4.2024) στανιό, την κολοκυθιά θα παίζουμε;

  115. Spiridione said

    114. Στο Λεξ. Κρ. λέει αβέβ. ετυμ. Κατά Αλεξ. Στ. από το υστελατ. stagnum ή το βεν. stagno, κατά Κοραή από το επίθ. στενικός ή στενός, κατά Ξανθ. από το αρχ. σθένος/ασθενής/ασθενώς, κατά Χατζιδ. από τη μτχ. ενεστ. ιστάμενος, κατά Χατζ. από το στενεύω, κατά Trapp από τη φρ. εις τα άνευ.

  116. sarant said

    114-115 Ο Μπαμπινιώτης για το στανιάρω λέει ό,τι και οι παραπάνω.

    Για το στανιό έχει εκτενή ανάλυση όπου παραθέτει διάφορες θεωρίες.

    Το βέβαιο, λέει είναι ότι ο μεσαιωνικός τύπος είναι ‘στανέο’, τον οποίο παράγει με επιφύλαξη («πιθ.») από το βεν. stagnon/stangon «διστακτικός, απρόθυμος» που ανάγεται στο μεσν λατ. stagnum «απόρριψη, μη συγκατάθεση», το οποίο είναι ίδιας ρίζας με το στανιάρω!

    Σηκώνει άρθρο, δηλαδή.

  117. ΓιώργοςΜ said

    116 Σηκώνει άρθρο, δηλαδή.

    Η σκέψη ολόκληρη: Σηκώνει άρθρο, δηλαδή, το στανιό μου μέσα…. 😛

  118. Pedis said

    Το παιδεύετε. Αν το ελληνικό στανιάρω προέρχεται από το ιταλικό ρήμα stagnare, τότε έχει να κάνει με μία από τις χρήσεις του σχετικά με τη στεγανοποίηση των βαρκών (που έχει περάσει άλλωστε αυτούσια στα ελληνικά. Έτσι, όταν τρως πολύ, η κοιλιά τεντώνεται και σφίγγει κατά έναν τρόπο). Υπόψην ο stagnaro στα ρωμαϊκά ιταλικά είναι ο υδραυλικός, όχι ο μηχανουργός ή έστω ο καλαφάτης στα κανονικά της rai. Αν όμως το στανιάρω δεν είναι από την ιταλική λέξη, τότε πολύ πιθανά 😎 θα είναι από την αυθεντική και ελληνικότατη «στάνη», εκεί που γίνονταν παλιά τρικούβερτα γλέντια. Τρικούβερτα επειδή έτρωγαν σαν σε κουβέρτες τυλιγμένοι. Και κουβέρτες από το ιταλικό coperta, διότι ήταν καλυμμένοι από φαϊ. Ικανοποιημένοι; Πέπε; 😛

  119. Πέπε said

    118

    Ολοφάνερα η δεύτερη εκδοχή (στάνη). Αϊ μιν, το πράμα μιλάει μόνο του.

    Μόνο μια λεπτομέρεια: «στάνη, εκεί που γίνονταν παλιά τρικούβερτα γλέντια» > τι παλιά; πού παλιά; Στο προεπαναστατικό Ναύπλιο!

  120. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    100

    -Αμίγο, πώς λέγεται αυτή η πεντανόστιμη κρούστα γύρω από τα φριχόλες?

    -Λέγεται πήλινος κεσές, αφεντικό.

    ——–

    113# Τζη, στάνιο είναι ο κασσίτερος, ράμε ο χαλκός.

  121. sarant said

    117 🙂

    119 «Η συμβολή του προεπαναστατικού Ναυπλίου στην ελληνική φρασεολογία»

    120 Κουακοκομεκίκι

  122. Καλημέρα,
    Σχετικά με το στανιάρω. Συμφωνώ με το 111 του Πέπε: «stagnare=κλείνω ερμητικά» Έτσι το ξέρω εγώ. Κλείνω τα ανοίγματα (σε σκάφη -εκεί το πρωτοέμαθα- σε βάρκα, σε βαρέλι). Ακόμα και του στομαχιού (=πείνα)!

  123. 120 Δεν το θυμάσαι καλά!

    -Και πώς λέγεται η παννόστιμη κρούστα γύρω από τα τορτίγιας;

    -Λέγεται πήλινος κεσές, αμίγκο.

    (Από τις ατάκες που μαθαίνεις απέξω!)

  124. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    123# Είμαι σίγουρος για τα πεντανόστιμη/φριχόλες/αφεντικό. Μπας κι υπάρχει και δεύτερη μετάφρα? Εκτός πια κι έχω φυράνει τόσο πολύ 🙂

  125. Spiridione said

    123. 124. Κι εγώ τορτίγιας θυμάμαι. Φριχόλες λέξη πρώτη φορά τη βλέπω 🙂 για το παννόστιμη / πεντανόστιμη δεν έχω γνώμη!

  126. Spiridione said

    Μαρμάγκα διπλό σχόλιο.

  127. Spiridione said

    Μαρμάγκα δύο ίδια σχόλια.

  128. Σίγουρα δεν λέει αφεντικό. Τους έχουν αιχμάλωτους/ομήρους τους Ντάλτον κάτι μεξικάνοι ληστές, και με αυτούς γίνεται ο διάλογος.

    Βέβαια μπορεί να είναι διαφορετική μετάφραση, και δυστυχώς δεν έχω το τεύχος!

  129. Μαρία said

    123 κλπ https://sarantakos.wordpress.com/2020/07/13/panair/#comment-666620 Χτήνος διορθώνει Πέπε που έβαλε στο στόμα του Άβερελ τη λέξη μεζέ 🙂

  130. Spiridione said

    116. Συμπληρωματικά, ο Στ. Αλεξίου είχε υποστηρίξει από το 1976 αυτήν την ετυμολόγηση.

    Εδώ μία μεταγενέστερη αναφορά του στο άρθρο του «Ετυμολογικά Παράδοξα» στα Πεπραγμένα του Θ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (2005):

    Ανιστόρητες και ατεκμηρίωτες είναι και οι ετυμολογήσεις της λέξης στανιό από υποθετικά και ανύπαρκτα στην πραγματικότητα δήθεν αρχαία επιρρήματα στενεώς, σθενέως, ισταμεναίως! Στην πλήρη αποτυχία οδήγησε κυρίως η έμμονη ιδέα ότι στανιό = «βία», με το στανιό = «διά της βίας». Πρώτοι ο Λίνος Πολίτης και ο Erich Trapp είδαν ότι οι μεσαιωνικές εκφράσεις στανέο μου, ιστανέο μας, εσήμαιναν «παρά τη θέλησή μου», «παρά τη θέλησή μας», («gegen jemandes Willen»). Δείγματα απαντούν από τον 12ο αιώνα και πέρα.

    Στον Διγενή του Εσκοριάλ, έκδοση Αλεξίου (βλ. σημ. 34), στ. 361, και στην Αχιλληίδα, έκδοση Hesseling, Ι 1348, διαβάζομε αντιστοίχως:

    Στανέο μου ουδέν μου εμίλησαν, τινάς μη το καυχάται.

    «Ας μην καυχήσει κανείς ότι μου απέτεινε τον λόγο αν εγώ δεν το επέτρεπα». (Πβ. και στανέου του, Διγ. στ. 788).

    Επήρες και ιστανέο μας κρυφά την αδελφήν μου.

    «πήρες την αδελφή μας χωρίς τη συγκατάθεσή μας»

    Είναι φανερή η αναλογία με τον μεσαιωνικό λατινικό όρο stagnum – estagnum – stannium, ( επίθ. stagneus), που εσήμαινε ακριβώς το ίδιο πράγμα: «άρνηση, μη συγκατάθεση, απαγόρευση». Πρόκειται για βασικό οικονομικό όρο του 13ου αιώνα: stagnum ή bannum vini κατά τον Du Cange ήταν η «απαγόρευση πωλήσεως οίνου». Η αρχική αυτή σημασία «μη παροχή άδειας, άρνηση, απαγόρευση» διατηρείται σαφέστατα στην Ερωφίλη. Ο βασιλιάς, προσποιούμενος ότι παύει την άρνησή του στη σχέση της κόρης του με τον Πανάρετο και ότι δίνει τελικά τη συγκατάθεσή του (Ε 363) λέγει:

    ας είναι το όχι θέλημα κι όρεξη το στανιό μου.

    Δηλαδή «ας γίνει τώρα επιθυμία μου η προηγούμενη άρνησή μου». Υπάρχουν και άλλα δείγματα εισαγωγής μεσαιωνικών λατινικών οικονομικών όρων. Επεσήμανα το σαφώς λατινικό πρεκάτσο. Στην Πανώρια του Χορτάτση (έκδοση Κριαρά, Γ 330) διαβάζομε την αμφίσημη άσεμνη πρόταση του Γιαννούλη προς τη Φροσύνη να του παραχωρήσει την καλαμιά της για βοσκή:

     με το πρεκάτσο σου κ ‘ εσύ και με τσι πλερωμές σου.

     Είναι χωρίς αμφιβολία ο λατινικός όρος precatio, που εσήμαινε «αίτημα πληρωμής και πληρωμή, καταβολή ενός χρηματικού ποσού». Στο συγκεκριμένο χωρίο νοείται ακριβέστερα η «παραχώρηση μιας έκτασης γης έναντι ενός τέλους». Είναι παράλληλο του επίσης λατινικού όρου roga, «μισθοδοσία», που και αυτός εισήχθη ως ρόγα στα μεσαιωνικά ελληνικά. Η έμμονη ιδέα για τον λαϊκό χαρακτήρα των κειμένων εμπόδιζε την αναγνώριση στοιχείων της επίσημης γλώσσας όπως τα παραπάνω.

    Τα γραπτά λατινικά των μέσων χρόνων δεν ήταν εντελώς νεκρά. Συνδέονταν με τις ζωντανές ρωμανικές γλώσσες, από τις οποίες η γραπτή έπαιρνε λέξεις προσαρμόζοντας τη μορφή τους στο λατινικό τυπικό. Άλλα στοιχεία περνούσαν από τα γραπτά λατινικά με την καθημερινή χρήση, στον προφορικό λόγο. Με το stagnum, «άρνηση» που είδαμε, συγγενεύει το παλιό βενετικό επίθετο stagno και τα παράγωγά του, που κατά τον Boerio εσήμαιναν, μεταξύ άλλων, «troppo cauto, riserbato» , δηλαδή «υπερβολικά επιφυλακτικός, διστακτικός». Έτσι στανιό στεφάνι στον Ερωτόκριτο (Γ 1142) είναι «γάμος με επιφύλαξη, με ένσταση του νυμφευόμενου». (Η έκφραση με το στανιό είναι πολύ νεώτερη, δεν απαντά στα βυζαντινά και κρητικά κείμενα). Η προφανής ρωμανική προέλευση του στανιό θα γίνει αργά ή γρήγορα δεκτή, όπως συνέβη και με την ετυμολόγησή μου του κρητικού σιργουλεύω από το επίσης μεσαιωνικό λατινικό circulare. Ο Χρ. Χαραλαμπάκης έχει δεχθεί την ετυμολόγηση αυτή του σιργουλεύω, όπως και ο Στέφ. Κακλαμάνης στη μνημονευθείσα έκδοση του Κατσούρμπου, στο Γλωσσάριο. Στην ετυμολόγησή μου του στανιό παραπέμπουν επίσης ο A. van Gemert (Φαλιέρου, Ερωτικά όνειρα, 1980) και ο Η. Eideneier (Ptochoprodromos, 1991) στα Γλωσσάρια. Ο Χρ. Χαραλαμπάκης τη θεωρεί «αρκετά πειστική» (βλ. σημ. 40).

  131. sarant said

    126-7 –> 130 Ωραιότατο σχόλιο!

    Μπράβο, άρα του Αλεξίου η πατρότητα

    128 και πριν Πρέπει να βρω αυτό το επικό τεύχος και να το παρουσιάσω .

  132. Spiridione said

    Και ένα σχόλιο από τον Dr Moche κάπου στο ίντερνετ

    Η μεσαιωνική λέξη στανιό έχει προκαλέσει πολλές ετυμολογικές δυσκολίες και στο παρελθόν διατυπώθηκαν διάφορες προτάσεις, ως επί το πλείστον άστοχες. Επί παραδείγματι, η παραγωγή από αρχ. επιρρήματα σε -ῶς (π.χ. ἀσθενῶς,*στενεῶς, *σθενεῶς· ο Χατζιδάκις το παρήγε από τύπο ἱσταμένως > *(ἱ)σταμ(ε)ναίως) προσκρούει τόσο στο γεγονός ότι οι περισσότεροι τύποι είναι τεχνητοί όσο και στο γεγονός ότι οι πρώτες μεσαιωνικές μορφές τού επιρρήματος (στανέο / στανέου) δείχνουν καθαρά ότι δεν προέρχεται από αρχαία επιρρήματα σε -ῶς. Ακόμη, οι φωνητικές αλλοιώσεις που προϋποθέτουν οι παραπάνω αναγωγές είναι εξαιρετικά πολύπλοκες και δεν υποστηρίζονται από παράλληλους τύπους.

    Σύμφωνα με την καλύτερη πρόταση, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η λ. πρωτοαπαντά με τη σημασία «απρόθυμα, παρά τη θέληση κάποιου» και ότι συνοδευόταν από προσωπική αντωνυμία (π.χ. στανέο μου / του κτλ.), θα πρέπει να αναζητηθεί η αρχή της στον μεσαιωνικό λατινικό τύπο stagneo (αφαιρετική πτώση)ο οποίος ανάγεται στο λατ. stagnum «σταμάτημα – απαγόρευση». Από αυτόν μπορούμε να εξηγήσουμε τους μεσαιωνικούς τύπους στανέο / στανέου, ο δε τύπος στανιό έχει μάλλον την αφετηρία του στο βενετικό stagnon «διστακτικά, επιφυλακτικά, απρόθυμα» (πβ. κ. μουρλός < βεν. murlon, ζουρλός < βεν. zurlon, βλ. ΕΛΝΕΓ).

  133. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    129# Τισισύ ρε πιδίμ!! 🙂

  134. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    131β# Μπα, έχει πολύ καλύτερα, πρόχειρα θυμάμαι τη Μαμά Ντάλτον και το Σύρματα στα λιβάδια.

  135. # 131

    Αν ξέρω τον τίτλο…έχω σχεδόν όλα τα παλιά ΛΛ (πρέπει και τα δυο που λέει το χτήνος

  136. Επίσης η φράση που έλεγε ο Αβερελ ληταν ό,ι έπιασε από το «Κόμε σε κόμε άκι ;¨

  137. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    136# ?Cuando se come aqui? Πότε τρώνε εδώ?

  138. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    130, μωρέ μπράβο! Έπος με το στανιό!
    >>Είναι παράλληλο του επίσης λατινικού όρου roga, «μισθοδοσία», που και αυτός εισήχθη ως ρόγα στα μεσαιωνικά ελληνικά.

    Να και η ρόγα, που τη βρίσκουμε πολύ, στα κείμενα του ΄21 (μισθοδοσίες των πολεμιστών)

    Στανικώς λέμε κάτω, παράλληλα με το στανιό.
    «Αν το κάνεις στανικώς, καλλιά να μην το κάμεις καθόλου, το κορφολόι θέλει όρεξη να γενεί ΄πιτήδειο».

  139. sarant said

    132 Α μπράβο

    134 Ναι, κι αυτά αξίζουν.

  140. andreoupro said

    Ένα ευχαριστώ για το ενδιαφέρον κειμενάκι. Ας προσθέσω έτσι για το καλό άλλα τρία κυπριακά:

    Εκάμαμεν την αμπέλιν

    Έφαεν το ούτσιαλιν του (μάλλον τουρκική) – κυρίως σε γ’ πρόσωπο η έκφραση.

    Έφαεν τα ντερα του.

  141. Πέπε said

    Οι μεταφρασεις είναι όσες και οι αναγνώστες, καθότι είμαι πολύ βέβαιος για τη λέξη «μεζές».

    Ελληνικοί Λούκι Λουκ έχουν βγει σε δύο σειρές:

    Αδελφοί Στρατίκη, εκδόσεις. Εμφάνιση κανονικού περιοδικού αλά παλαιά, δηλαδή σαν τετράδιο: τετρασέλιδα φύλλα που διπλώνουν στη μέση και πιάνονται με συρραπτικό. Στο εσώφυλλο και το μέσα του οπισθόφυλου, καθώς και στο πρώτο-τελευταίο φύλλο, είχε άλλες γουέστερν ιστορίες, σε κανονικό κείμενο (όχι κόμιξ), είτε σύντομα διηγήματα είτε μεγαλύτερα σε συνέχειες. Και καμιά φορά δεν ήταν καν γουέστερν, εκεί λ.χ. έχω διαβάσει τον Μαύρο γάτο του Πόε.

    Μαμούθ Κόμιξ. Εμφάνιση σύγχρονου περιοδικού, με ράχη. Είτε χωρίς άλλη ύλη εκτός από την ιστορία του Λούκυ Λουκ, είτε, καμιά φορά, με μια σελίδα στο τέλος με εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες και αυθεντικές φωτογραφίες σχετικά με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις της εκάστοτε ιστορίας (π.χ. έχω δει φωτογραφία του πραγματικού, υποτίθτεται, σαλούν όπου ο δικαστής Ρόι Μπιν σέρβιρε νόμο και παγωμένη μπίρα).

    Στη Μαμούθ πρέπει να έχουν περάσει πολλοί μεταφραστές, γιατί εκεί είναι που έχουμε δει, μερικές φορές, την Ντόλη να γίνεται «ο Ντόλης». Που, είπαμε, είναι μεν πιο πιστό στο ορίτζιναλ αλλά δε χωνεύεται με τίποτα.

    Εν πάση περιπτώσει η ιστορία με τον πήλινο κεσέ είναι οι «Τηγανίτες για τους Ντάλτον».

    Αφοί Στρατίκη:

    Μαμούθ κόμιξ:

  142. aerosol said

    #123 & 141
    Έχω το παλιό, του Στρατίκη, αλλά όχι πρόχειρο. Κλασσική ατάκα το «πήλινος κεσές, αμίγκο».
    Προσωπικά δεν θυμάμαι πως η ερώτηση πήγαινε όπως την έβαλε ο Δύτης στο 123. Είμαστε σίγουροι;
    Με τη σωστή παρέα, ακόμα μπορεί να ρωτήσω «κουακομεκικί;»!

  143. Spiridione said

    Το ελληνικό δεν το βρίσκουμε, ας βάλουμε το πρωτότυπο.

    Έχεις δίκιο πάντως ο Χτήνος, μιλά για frijoles το πρωτότυπο

    https://archive.org/details/LuckyLuke31TortillasPourLesDalton/page/n9/mode/2up

  144. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Μάλλον άσκημα τα πήγα και πρέπει να το κοιτάξω.

    Αντιγράφω από τη μτφρ Μαμουθκόμιξ:

    Πώς λέγετε (sic) αυτή η πανόστιμη κρούστα γύρω από τα φριζόλες (sic)?

    Λέγεται πήλινος κεσές, αμίγκο.

  145. Χμ… άρα κι εγώ που το θυμόμουν πολύ καλά έχασα τις φριζόλες.

  146. sarant said

    143 Πέντε λεπτά γελάω που το διαβάζω

  147. # 137

    Λογικά ναι, αλλά το θυμάμαι γραμμένο όπως το έγραψα !!

  148. # 147

    Το τσέκαρα και θυμόμουνα λάθος !!

  149. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Από δω, στα ελληνικά το Λούκυ Λουκ (κι άλλα περιοδικά)

    http://users.sch.gr/vasanagno/comics.html

    https://users.sch.gr/vasanagno/php/comics.php?x=14&b=16

  150. Καλημέρα κι από δω

    149 Ο Βασίλης έχει θησαυρό μαζεμένο (το ξέρω από παλιά κι έχω αναφέρει -όπως κι άλλοι – πολλές φορές το αποθετήριό του -ήμασταν συμφοιτητές)

  151. Ελευθεριος Μιχαηλ said

    Μπαζωσα

  152. aerosol said

    #141
    Τελικά πιστεύω πως στο παλιό, του Στρατίκη, ισχύει το «και πώς τον λένε αυτό τον ωραίο μεζέ;». Σίγουρα δεν αναφέρονται φριζόλες. Και η απάντηση δεν ξεκινούσε με «λέγεται».
    Πέπε, σωστός για αυτό, σωστοί οι άλλοι για τη Μαμούθ.

  153. # 137, 147, 148

    Τώρα που το διάβασα όλο το τεύχος του γιού μου είμαι σίγουρος πως σε άλλη έκδοση -όχι Μαμούθ κόμικς- έλεγε κόμε σε κόμε άκι, έλεγε τάκος και όχι φριζόλες και την κομπανία μαριάσι κιόχι μαριάκι (μαριάτσι πρέπει νάναι το σωστό). Εχει πολλές διαφορές από το τεύχος που είχα διαβάσει εγώ

  154. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    -Την κάναμε κόπανο, μόλις τ΄ακουσα σε φυσική κουβέντα με κρητικούς, και, διάολε, πώς την ξέχασα. Πολύ συνηθισμένη!

  155. Πέπε said

    153

    Τώρα που το διάβασα όλο το τεύχος του γιού μου είμαι σίγουρος πως σε άλλη έκδοση -όχι Μαμούθ κόμικς- έλεγε κόμε σε κόμε άκι…

    Λέμε για την παραφθορά του Άβερελ ή για το κανονικό ισπανικό; Το κανονικό είναι στάνταρ «κουάντο σε κόμε ακί». Του Άβερελ εγώ εν το θμάμαι έτσι, θυμάμαι ένα εντελώς χαλασμένο μονολεκτικό, κουακομεκικί, κάπως έτσι. Μάλιστα μπορεί και να μην ήταν σταθερό αλλά να απομακρυνόταν σταδιακά όλο και περισσότερο από το κανονικό, κάθε φορά που το ξανάλεγε.

    …έλεγε τάκος και όχι φριζόλες…

    Εδώ συμφωνώ. Τάκος θυμάμαι κι εγώ, και σίγουρα όχι φριζόλες. Πάντως το σωστό θα ήταν φριχόλες. Πάντως είναι πιθανό να θυμάμαι καλύτερα αυτό που πρωτοδιάβασα μικρός παρά αυτό που έχω δει πιο πρόσφατα.

    …και την κομπανία μαριάσι κιόχι μαριάκι (μαριάτσι πρέπει νάναι το σωστό)

    Μαριάτσι είναι το σωστό, αλλά στο τεύχος δε θυμάμαι πώς το είχα δει.

    Νομίζω ότι τελικά επιβεβαιώνεται ότι οι μεταφράσεις είναι όσες και οι αναγνώστες…1

Σχολιάστε