Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Η υπ’ αριθ. 095 ημίονος (διήγημα του Κίμωνα Λώλου)

Posted by sarant στο 22 Οκτωβρίου, 2017


Μια και το άλλο σαββατοκύριακο έχουμε την 28η Οκτωβρίου, δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημα που έχει θέμα τον πόλεμο της Αλβανίας, ένα διήγημα που το είχα ανεβάσει πριν από οχτώ χρόνια στον παλιό μου ιστότοπο, σε εκείνη τη σύντομη περίοδο που πρόσθετα ταυτόχρονα ύλη και στον ιστότοπο και στο ιστολόγιο (τελικά, όπως το’χα προβλέψει, ετούτο έφαγε εκείνο).

Το διήγημα το έγραψε ο Κίμων Λώλος. Γεννήθηκε το 1916 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Έδεσσα, πρέπει να πολέμησε στην Αλβανία, τελείωσε Νομική και το 1950 έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε και πέθανε το 1998. Έγραψε και στα αγγλικά και στα ελληνικά. Τον είχα ανακαλύψει μέσα από περιοδικά της δεκαετίας του 1940 και έχω βάλει κάμποσα διηγήματά του στον παλιό μου ιστότοπο. Κοκκινίζοντας, ομολογώ πως δεν έχω κρατήσει σημείωση από πού πήρα το συγκεκριμένο διήγημα -υπάρχει πιθανότητα να το είχε σε βιβλίο ο συνεργάτης που το πληκτρολόγησε, ο Γιάννης Π. από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν θυμάμαι τώρα και δεν έχει και μεγάλη σημασία, μόνο που δεν μπορώ να ξανακάνω αντιπαραβολή μήπως έχει ξεφύγει κανένα λαθάκι στην πληκτρολόγηση.

Στο τέλος τέλος του διηγήματος, υπάρχουν δυο λέξεις που μπορεί να σας δυσκολέψουν, μάλιστα στην ίδια φράση: το ζαρίφικο κεφάλι της με τα νοητικά αυτιά. Ζαρίφικος (τούρκικο δάνειο, αραβικής υποθέτω αρχής) είναι ο κομψός. Τα νοητικά αυτιά είναι αυτά που νογάνε, που καταλαβαίνουν. Να θυμίσω την παλιά λαϊκή λέξη «νοητάκι», που λέγεται για το έξυπνο εξημερωμένο ζώο (και ιδίως για το άλογο, και στα παραμύθια για το άλογο με υπερφυσικές δυνάμεις).

Για να τελειώσω, εντύπωση κάνει η φράση «για νιοστή φορά», που εγώ τουλάχιστον την έχω συνδέσει με νεότερες εποχές. Κρίμα που δεν ξέρουμε πότε γράφτηκε το διήγημα (βρείτε κάτι κι εσείς!) να δούμε αν είναι η παλαιότερη λογοτεχνική ανεύρεση του όρου. Προσθήκη: Το διήγημα δημοσιευτηκε πρώτα στα αγγλικά το 1963 και μετά στα ελληνικά -σε μετάφραση του συγγραφέα- το 1967 στη Νέα Εστία. Οπότε, δεν ξενιζει και τόσο πολύ η έκφραση «για νιοστή φορά».

 

Η ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 095 ΗΜΙΟΝΟΣ

Οι Ιταλοί σπάσαν τα σύνορα στις πέντε το πρωί. Οι Έλληνες κινητοποίησαν όποιον και οτιδήποτε μπορούσε να πολεμήσει, να βαδίσει, να κουβαλήσει, να εφοδιάσει. Κι οι Ιταλοί σπρώχτηκαν πίσω στην Αλβανία. Κι ο πόλεμος κατακάθισε. Κι ήταν τρεις βδομάδες πριν από τις βροχές.

Η «υπ’ αριθ. Ε.Σ. 095 ημίονος» στρατολογήθηκε καθώς βοσκούσε κοντά στο λιοτρίβι του Κορωπιού. Ο πεταλωτής του συντάγματος ετοίμασε τους σιδερένιους μαρκαδόρους. Ο υποψήφιος ημιονηγός κουβάριασε το καπίστρι της γύρω στο χέρι του. Ο δεκανέας σήκωσε και κουλούριασε το μπροστινό δεξί της πόδι. Μα όταν ο μαρκαδόρος — Ε.Σ.— απόθεσε το καυτερό του φίλημα στο αριστερό νύχι της κι ένα λιγνό κορδόνι καπνού ανέβηκε, εκείνη έδωσε γενναίο ταρακούνημα στους δυο που την κρατούσαν, τόσο, που ο δεκανέας αναγκάστηκε ν’ αμολήσει το ποδάρι της. Κι ο πεταλωτής πισωτραβήχτηκε.

Ο μουλαράς έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει το καπίστρι. Μα κείνη κλωτσούσε του ψήλου, πηδούσε και σβουριζόταν σα μαινάδα. Κι ο μουλαράς ξαμόλησε το καπίστρι και φύσηξε να δροσίσει τη σκοινογδαρμένη παλάμη του καθώς την έβλεπε να ποδοβολεί πέρα, λεύτερη κι όμορφη στην αγριάδα της. Εκείνη σταμάτησε μόνο σαν έφτασε στο ασημοσταχτί δασάκι με τα λιόδενδρα.

Ο ταγματάρχης, που ήταν υπεύθυνος για την επίταξη για λογαριασμό του συντάγματος, νεύριασε:

– Να… το κεφάλι σου, είπε με κλειδωμένα δόντια.

– Παρακαλώ, κύριε ταγματάρχα, μη με βρίζετε, διαμαρτυρήθηκε ο μουλαράς γιατροπορεύοντας την απαλάμη του.

– Α άμε… σου. Άντε να την πιάσεις.

– Κύριε ταγματάρχα, είπα μη…

Χαστούκι του ’ρθε του μουλαρά και για μια στιγμή θάρρεψαν πως θ’ αντιπλήρωνε. Μα κράτησε την ψυχραιμία του και μοναχά έφτυσε καταγής, λοξά, με σημασία. Και τώρα το ’ξεραν πως δε θα πήγαινε να πιάσει το ζώο ακόμη κι αν ο ταγματάρχης τραβούσε πιστόλι. Αποτραβήχτηκε μ’ αξιοπρέπεια. Κι ο ταγματάρχης μετάνιωσε, κι είχε θυμό για το που έδειχνε μετάνοια.

Ο αφέντης της μούλας κινήθηκε κατά το δασάκι.

Τούτη η φορά ο πεταλωτής κι ο δεκανέας κι άλλος ένας φαντάρος διπλόδεσαν το ζώο. Κι ωστόσο εκείνη πάλι τους ζόρισε κι ο αγαναχτισμένος μουλαράς φχαριστήθηκε. Έλπιζε πως εκείνη θα ’δινε κλότσο στ’ αχαμνά του ταγματάρχη που επιστατούσε τη δουλειά από κοντά. Μα κείνη είχε κιόλας αρχίσει να τρέμει από το ζόρι και τη ματαιοπονία της. Σαν ο πεταλωτής άρχισε να πυρομαρκάρει τον αριθμό μητρώου στο νύχι της— ένα ένα ψηφίο— εκείνη άνοιξε τα πισινά της, και μικρές πιτσιλιές του νερού της τινάχτηκαν έξω με το ρυθμό των κλονικών σπασμών της.

– Θα σου πω κάτι, κύριε ταγματάρχα, είπε ο αφέντης της. Δεν τήνε λέμε Γάτα για το τίποτα. Σου δίνω το λόγο μου, θα του κάνει ντράβαλα του στρατού με το κιλό. Δεν ακούει κανένα παρά μονάχα μένα. Μα και τότε πάλι πρέπει να προσέχω τα κέφια της.

Όμως ο ταγματάρχης είχε βιάση και δε μπορούσε να κάθεται να κοσκινίζει κληρωτούς. Έδωσε στον άνθρωπο επίσημη απόδειξη κι ο άνθρωπος είπε, «Καλή νίκη, κύριε ταγματάρχα», παλάμισε χαϊδευτικά το λαιμό της Γάτας, αναρούφηξε σάμπως, έτριψε τη μύτη του, αποχώρησε.

Πάσχισαν να ημερώσουν τη Γάτα πολλές φορές στην περίοδο της ετοιμασίας — όταν δοκίμαζαν τα σαμάρια για καλή εφαρμογή, ή προβάριζαν τη συσκευασία υλικού, ή φόρτωναν τα ζώα μόνο και μόνο για να δουλέψουν τα ολοκαίνουργια σάμπως κολλαρισμένα σκοινιά και να τα κάνουν λυγερά. Τελικά δέχτηκε το σαμάρι, μα όχι φορτίο, κι ο δεκανέας την είπε πείξα δείξα και φοβέρισε πώς θα της έδινε ένα αριστερό κροσέ, γιατί ήταν ερασιτέχνης πυγμάχος.

Ύστερ’ απ’ αυτό την απαράτησαν — είχανε φούριες μ ένα σωρό δουλειές. Τη δέσανε σ’ ένα στύλο έξω από το στάβλο αφού ήταν αδιάκοπη φοβέρα όταν σταβλιζόταν με τ’ άλλα ζώα. Ο ήλιος του αθηναϊκού Νοέμβρη άναψε τη γυαλιστερή ρούσα τρίχα της κι ήταν όλη φλόγες. Και το μικρό μπόι της και η κοψιά της ήταν όχι μουλαρίσια, γιατί όλα τ’ αγκωνωτά επίπεδα και όγκοι ήταν μεταπλασμένα σε μιαν απαλή κι ωστόσο γεροδεμένη στρογγυλάδα. Και το μικρό συμμαζεμένο κεφάλι της με τα λοξά δύσπιστα μάτια και τα έξυπνα αυτιά, κι οι άμορφοι και άγρυπνοι γοφοί της που σφεντόνιζαν κλωτσιές σαν αστραπές, όλα μιλούσαν για τους ανυπόταχτους, τους πεισματάρηδες, και τους αυτοεξάρτητους που ζουν και πεθαίνουν ολομόναχοι.

Ο μουλαράς της ούτε που δοκίμασε να ’ρθει σε λογαριασμό μαζί της. Δεν της το συχωρούσε που είχε φάει χαστούκι εξαιτίας της. Απλώς την καταδίκασε ως άμαχο υλικό, κι έφτυσε καταπάνω στα καλοφτιαγμένα πόδια της, μα δεν τα πέτυχε.

– Ξέρω τι σου χρειάζεται, μουρμούρισε. Ένας αρσενικός πρώτα κι ένας τόνος ξύλο ύστερα.

Όταν το σύνταγμα κινήθηκε, ο μουλαράς τράβηξε το καπίστρι της με καταφρόνια. Τώρα νοιαζόταν μόνο για την προσωπική του άνεση, το γυλιό του, το σακίδιο, το παγούρι. Αυτά εκείνη τα δέχτηκε, φτάνει να μην αγγίζανε το πετσί της.

Σαν έφτασαν στο Σκαραμαγκά, και τα βίντσια των πλοίων βιράρησαν άλογα αξιωματικών και μουλάρια, εκείνη έκανε τέτοιο πόλεμο που έγινε θέαμα. Έτσι ή αλλιώς, κατάφεραν να περάσουν τη ζώστρα κάτω από τη λαχανιασμένη κοιλιά της και να θηλυκώσουν. Μα, αντίθετα μ’ όλα τ’ άλλα κτήνη, εκείνη δεν παράλυσε όταν τη σήκωσαν. Κλώτσησε τον αέρα, έκανε τα σκοινιά να πάνε πέρα δώθε, να στριφτούν, γλίστρησε έξω από τη ζώστρα, ολόιδια σα γάτα, και βούτηξε.

Η φανταρία στα καταστρώματα έγειρε πάνω στις κουπαστές κι έστειλε ιαχή σάμπως σε παιχνίδι ποδόσφαιρου, οι μουλαράδες τρέξανε στο χείλι της προβλήτας, κι ο καθένας την είδε να κολυμπάει στο μάκρος της προβλήτας με το ζαρίφικο κεφάλι της πάνω από το νερό. Στα ρηχά, αναδύθηκε, στάζοντας νερά, λαμποκοπώντας στο δυσμικό ηλιοφώς — θαλασσογεννημένη ζωική Αφροδίτη. Και το βρεγμένο δέρμα της ανάδειχνε τις λαστιχάτες καμπύλες της αναγλυφικά.

– Είν’ όμορφη, η βρόμα, είπε ο δεκανέας.

Ο μουλαράς της έφτυσε.

Στο ταξίδι κλώτσησε άσχημα και δάγκωσε και τους δυο γειτόνους της, δυο ειρηνικούς γίγαντες γεμάτους απαντοχή. Τελικά έκανε το πλήθος τόσο νευρικό κι ανήσυχο που αναγκάστηκαν να την αποτραβήξουν και να τη δέσουν πίσω από ένα χώρισμα του αμπαριού, μονάχη.

Στο Βόλο ο στρατός άφησε τα πλοία. Τον βιάσανε να διαβεί η Θεσσαλία, τον σπρώξανε να περάσει γρήγορα τη Μακεδονία, με άνεμο, με βροχή. Σαν ήταν να περάσει τα σύνορα και να μπει στην Αλβανία, η λίστα των άρρωστων μουλαριών με πρησμένες σαμαροπληγιασμένες ράχες ήταν ολόκληρο κατεβατό. Στην τελευταία πορεία μέσα σ’ ελληνικό έδαφος, ο ταγματάρχης τρόχασε με τ’ άλογό του πίσω μπρος στο μάκρος της φάλαγγας για μια «εν κινήσει επιθεώρησιν της καταστάσεως των κτηνών φόρτου». Φώναξε οδηγίες που θα ’τανε πολύ λογικές σε καιρό ειρήνης. Και τότε είδε τη Γάτα, φρέσκια κι ατσαλάκωτη και αχρησιμοποίητη.

– Ποια είναι η πριγκίπισσα; απαίτησε να μάθει. Μετά την αναγνώρισε και θυμήθηκε το χαστούκι και το που είχε νικηθεί από το βαρύθυμο μουλαρά της στα σημεία, στα σημεία αξιοπρέπειας. — Μπας και τη φυλάς για τη διαμετακόμιση της αφεντιάς σου, στρατιώτη;

Ο δεκανέας μπήκε στη μέση κι εξήγησε. Ο ταγματάρχης ξέσπασε:

– Δεκανέα, βάλε τον ημιονηγό να ημερώσει αυτό το γατί πρωί πρωί αύριο! Προτού περάσουμε τη μεθόριο!

– Θα τη σκοτώσω! είπε ο μουλαράς στο δεκανέα σαν ο ταγματάρχης τρόχασε πέρα. Μου στοίχισε ένα σκαμπίλι, και τώρα ο ταγματάρχης υποψιάζεται πως την καβαλάω σαν κάνουμε νυχτερινή πορεία. Μακάρι να την καβαλούσα. Θα τη σκοτώσω, κυρ-δεκανέα, σου το λέω, άμα φτάσουμε στο μέτωπο.

– Πώς, πώς. Χαρά του του στρατού να σου τήνε χρεώσει.

– Αν μπορείς ν’ αποδείξεις, κυρ-δεκανέα, ότι δική μου σφαίρα τήνε σκότωσε κι όχι του εχτρού, είπε κι εκτέλεσε θεατρικά το λοξό του φτύσιμο.

Το πρωί έβαλαν δυο χωριάτικους αραμπάδες κοντά κοντά τον ένα δίπλα στον άλλον και παγιδέψανε τη Γάτα ανάμεσα τους. Ο δεκανέας γράπωσε τη μουσούδα της. Και τότε η φτέρνα του χεριού του γνώρισε τη τρυφεράδα των ρουθουνιών της. Με τ’ άλλο χέρι του σφιχτόπιασε ένα απ’ τ’ αυτιά της. Ο μουλαράς τής κράτησε το καπίστρι τεζαρισμένο με μίσος. Ένας άλλος μουλαράς άρπαξε γοργά την ουρά της, την έφερε περίγυρα στα πισινά, την ακινήτησε. Δυο φορτωτές ήταν έτοιμοι με θεόρατα σακιά πατάτα στους ώμους. Τα βροντορίξανε στα πλευρά της, κι ένας τρίτος φορτωτής έριξε τρίτο σακί κατάκορφα, πανωσάμαρα, ενάντια στον κανονισμό. Ο σπασμός της ανταρσίας έδωσε ενέργεια στους γοφούς της, μα η κλωτσιά δεν συντελέστηκε, ήταν αργά πια, οι συνωμότες είχαν θηλιάσει και κομποδέσει τα σκοινιά με μαγική γρηγοράδα, και το βάρος του φορτίου τήνε τσάκιζε.

Κατάφεραν να την κάνουν να κινηθεί καμιά πενηνταριά μέτρα, σπρώχνοντας, τραβώντας μ’ όλη τη δύναμη τους. Μα ύστερα κείνη κάρφωσε τα νύχια της στο μονοπάτι του χωριού που οδηγούσε στον αμαξιτό — τελεία και παύλα. Οι άντρες είχαν λαχανιάσει και τώρα βλαστημούσαν και ξεφυσήματα ατμού χτυπούσαν τον πρωινό αέρα.

Οι διμοιρίες είχανε κιόλας φτάσει στον αμαξιτό, και τα μεταγωγικά τις είχαν πάρει καταπόδι, κι ο χρόνος που απόμενε ήταν λίγος. Η συνοδεία πάσχισε άλλη μια φορά να δώσει κίνηση στη Γάτα, μάταια. Μετακαλέσανε λοιπόν πίσω τρία μουλάρια από την ουρά της φάλαγγας. Καθώς οι άντρες ξεφορτώνανε τη Γάτα, ο δεκανέας έπαθε κρίση. Βλαστήμησε σαν Πειραιώτης νταβατζής και βάλθηκε να της γροθοκοπάει τη μουσούδα, της έδωσε κάνα δυο ξυστά κροσέ, η ζέστα του ανέβαινε, και σε δυο στιγμές τήνε μποξάριζε με τα όλα του, κι ο μουλαράς της να κρατάει το κεφάλι της χαμηλά με το καπίστρι για να ’ναι σίγουρος πως καμιά γροθιά δε θα πήγαινε χαμένη.

Δε σου το ’πα πως είναι άχρηστη; έλεγε και ξανάλεγε ο μουλαράς. Δε σου το ’πα;

Κι ύστερα είδαν αίμα, κι ήτανε δικό της, μα και του δεκανέα — τα ρουθούνια της και τα φαλάγγια του είχανε κοψίματα, και δεν ήξεραν ποιανού αίμα ήταν πάνω σε ποιον — μετάδοση, μεταλαβιά.

Αργότερα πέρασαν τα σύνορα, βάδισαν, σε αλβανικό έδαφος, κι ο δεκανέας βαριοκάρδισε. Θυμόταν πως εκείνη είχε φαντάξει σαν αναδύθηκε από τα νερά του Σκαραμαγκά, αστραφτερή και λαστιχάτη κι αγέρωχη σα νιόκοπη, ανέγγιχτη γυναίκα. Μα ο θυμός του ξαναγύρισε σαν βάδισαν μέσα από τις πεδιάδες της Μπίγλιστας και της Κορυτσάς και η λίστα των άρρωστων μουλαριών έγινε μακρύτερη. Και βρίσκονταν τώρα στο τέλος του αμαξιτού. Κι η νέα βροχή ήτανε κιόλας δυο ημερών γριά και καλά κρατούσε, μουσκεύοντας άντρες, κτήνη, φορτώματα, και λασπιάζοντας τ’ ορεινό μονοπάτι προς τη Βαρβάρα.

Ήταν ανέβασμα απότομο. Τις πιο πολλές φορές οι διμοιρίες κι οι μουλαράδες περπατούσαν πάνω στους φτενούς όχτους του βαθιοκομμένου μονοπατιού. Ξανά και ξανά, μεγάλες γούρνες από νερουλιασμένη λάσπη τους ανάγκαζαν να δένουν τα καπίστρια στα μπροστάρια των σαμαριών, να κεντρίζουν ή να βαράνε τα μουλάρια και να τα παρακινούν να περάσουν τις ύπουλες μεριές μοναχά τους. Οι ίδιοι τους προχωρούσαν προφυλαχτικά, πάτημα με πάτημα, σαν ακροβάτες, στα τσιγκούνικα χείλια των περασμάτων, πάνω από χαράδρες που χάσκανε. Κι ο μόνος σύνδεσμος με τα ζώα τους ήταν φωνητικός, χάι, αχά, ντέε!

Υπήρχαν λασπόλιμνες που φτάνανε ίσαμε τις κοιλιές των μουλαριών. Τα κτήνη άνοιγαν το δρόμο τους με μάχη, κόβοντας τις θάλασσες της λάσπης αδιαμαρτύρητα. Μα πότε πότε παραπατούσαν στους βυθούς και κάνανε να βουλιάξουν και τα μεγάλα τους λυπημένα μάτια σκλάβων φρενιάζανε και τα ρουθούνια τους αναρριγούσαν. Κι όποτε ξέβγαιναν από τις ενδεχόμενες αυτές παγίδες, φορούσαν φρέσκα κίτρινα καφετιά ρούχα.

Πεντακόσια μέτρα πριν από το γοργόρεμα ένα ψηλό μουλάρι σωριάστηκε. Κουβαλούσε τέσσερα κιβώτια, κάθε κιβώτιο 1500 βολιδωτά των 6,5. Ενώ το ξεφορτώνανε, η βροχή πύκνωσε και είπαν, «Βέβαια». Το νερό έτρεχε στην όψη τους καθώς ζύμωναν τη λάσπη με τις αρβύλες τους και βοηθούσαν το μουλάρι να σηκωθεί. Είχε ρίγη, κι ήθελαν να φτάσει όπως και να ’χει στη Βαρβάρα, έπρεπε να τ’ αφήσουν να βαδίσει χωρίς φόρτωμα.

Αμίλητοι κι έτοιμοι για φόνο, ρίχτηκαν πάνω στη Γάτα. Παράξενα, εκείνη δεν αντιστάθηκε. Σάμπως η πικράδα από το βρόμικο χνώτο τους, το μίσος τους για τον καθένα και το κάθε τι που ξεφεύγει τον πόλεμο, να την εξουθένωσαν. Τη φόρτωσαν αστραπή, σαν αυτόματοι φορτωτές, ταπ  ταπ, ταπ ταπ. Τα τέσσερα κιβώτια, βαριά μολύβι, ήταν πάρα πολλά για το μπόι της και το ’ξεραν. Ωστόσο εκείνη ακολούθησε τα μεταγωγικά, πρώτα δοκιμαστικά, ύστερα σταθερά. Ναι, τούτη τη φορά, ναι.

– Καιρός ήταν! φώναξε ο δεκανέας στους άντρες, θέλοντας να φανεί πολύ ευχαριστημένος.

Είδε το ζόρι που έβαζαν οι χηλές της καθώς ποδοπατούσαν τη γλιστερή γη, είδε το υπερβολικό τσίτωμα στους τένοντες. Αν, σκέφτηκε, βάλει όλα τα δυνατά της τώρα, θα της μείνουν εφεδρείες για το μεγάλο ανέβασμα. Μπορούσε κι έβλεπε τη βροχερή κατάορθη φοβέρα της αντικρινής πλαγιάς, αντίπερα πάνω από το χείμαρρο.

Πέρασαν, και το πρωτόγονο ξύλινο γιοφύρι σείστηκε. Δυο κορδέλες του μονοπατιού ψηλότερα, συναπαντήθηκαν μ’ ένα ψόφιο μουλάρι κολλημένο στο γερτό όχτο του μονοπατιού σαν απολίθωμα σε πηλό, σα μακάβρια χαλκομανία. Τα μάτια ήταν ολάνοιχτα, ρωτώντας μα όχι κρίνοντας. Το πανωχείλι, τραβηγμένο από ένα παγωμένο σπασμό πόνου, ξεσκέπαζε τα δόντια. Ποιος ξέρει, σκέφτηκε ο δεκανέας, τι επείγον υλικό κουβαλούσε στη βιάση της αντεπίθεσης, και το βάρος, η λάσπη και το ανέβασμα του θρυμματίσαν την καρδιά.

Γύρισε κι είδε η Γάτα καθώς εκείνη ανέβαινε μιαν απότομη καμπούρα του μονοπατιού. Το φορτίο της πήγε δεξιά ζερβά κι έκανε να τουμπάρει. Γρήγορα κείνη πλευροπάτησε και σταμάτησε έγκαιρα σα καλό μουλάρι με πείρα. Και κοντανάσαινε.

– Τι την έκανε να δεχτεί φορτίο σήμερα; αναρωτήθηκε ο δεκανέας. Τι;

Εκατό μέτρα ψηλότερα είδανε άλλο πτώμα. Η Πλαγιά των Νεκρών Μουλαριών, είπε μέσα του ο δεκανέας. Τώρα η Γάτα ήταν βαριά λαχανιασμένη. Πότε πότε μια τρεμούλα τρεχάριζε στα μεριά της. Μα είναι νέα, είναι νέα και γερή, βεβαίωσε τον εαυτό του ο δεκανέας. Κι ωστόσο ήθελε να μπορούσε να την ξαλάφρωνε από δυο ή ας ήταν κι ένα κιβώτιο. Περπάτησε τη ματιά του στο μάκρος της φάλαγγας των μεταγωγικών που ανέβαινε, είδε τ’ άρρωστα μουλάρια που κουβαλούσαν ασήμαντα πράματα – ένα γυλιό, ένα σακίδιο, κάνα δυο κουβέρτες, ένα αντίσκηνο. Κι είδε και κείνα με τις πρησμένες ή ματωμένες ή γεμάτες έμπυο ράχες που δεν κουβαλούσαν τίποτα, μήτε καν τα σαμάρια τους. Μετά επιθεώρησε τ’ άλλα που κουβαλούσαν τα δικά τους και επί πλέον τα φορτία των άρρωστων και των πληγιασμένων. Ήξερε πως αν μόνο ένα μουλάρι σωριαζόταν τώρα, αυτό θα σήμαινε παράτημα του φορτίου του, κι ας πάει να ήταν τρόφιμα πυρομαχικά τραυματιοφορεία. Γιατί είχε εξαντλήσει κάθε δυνατή ανακατανομή των φόρτων. Κι ωστόσο ήθελε ν’ αλαφρώσει τη Γάτα κατά δύο κιβώτια.

Και τότε ολάκερη η μονή φάλαγγα, τμήματα και κτήνη, αργοπορήθηκαν από μια πλατιά και μακριά λασπόλιμνη. Οι μουλαράδες βλαστήμησαν και ξαναείπαν την παλιά κοινοτοπία, πως δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο παρά να κόβεις τη φόρα φορτωμένου ανθρώπου, ζώου, μηχανής, που  ανηφορίζουν. Και για νιοστή φορά είπαν προσβαλμένοι: «Θα περίμενες ποτέ, μα ποτέ, όποια βουνά, να ’ναι γεμάτα λάσπη σαν πλημμυρισμένα χωράφια της Θεσσαλίας; Και παίνεψαν τα πετρώδικα ελληνικά βουνά και καταράστηκαν τα βουνά της Αλβανίας.

Τα επικεφαλής τμήματα χρειάστηκαν καιρό για να προχωρήσουν κατ’ άντρα, σα χακιά μερμήγκια, πάνω στο μόνο διαβατό όχτο – ο άλλος έδωσε σημάδια πως θα κάθιζε, όταν ένας αξιωματικός τον δοκίμασε. Και τα κτήνη ήταν στα καρφιά, μετατοπίζοντας το κέντρο του βάρους από τα καπούλια στους ώμους, από τ’ αριστερά στα δεξιά, συνέχεια. Κι η Γάτα έκανε τα πιο πολλά μετατοπίσματα.

Τέλος οι διμοιρίες περάσανε το μέρος κι οι μουλαράδες είπαν, «Στο διάολο με τις παλιοδιμοιρίες», και δέσανε τα καπίστρια στα μπροστάρια και παρακίνησαν τα μουλάρια ν’ αψηφήσουν τη λασποθάλασσα. Υπήρχε μια πιο άβαθη ζώνη κοντά στο διαβατό όχτο. Εκεί το λασπόνερο έφτανε ως τα στήθια των μουλαριών — όχι άσχημα. Τα ζώα έκαναν προς τα κει, όσο γινόταν πιο μακριά από τα βαθιά. Δεν ήταν εύκολο, γιατί ο πάτος είχε κλίση από τ’ αριστερά στα δεξιά και τους χαλούσε την ισορροπία σε κάθε βήμα τους. Μα ένστικτο και περίσκεψη κατάφεραν το κόλπο.

Σαν ήρθε η σειρά της, η Γάτα ήταν ήδη νευριασμένη από την παρατραβηγμένη στάση. Ενέργησε βιαστικά, σάμπως ν’ ανυπομονούσε να περάσει η λίμνη, να σκαρφαλώσει στο κατοπινό σκαλοπάτι της πλαγιάς, και στο κατοπινό, να φτάσει στη Βαρβάρα πάνω στη συννεφοσκουφιασμένη κορφή με μιαν ανάσα, και να ρίξει το φόρτωμά της. Ο δεκανέας κι ο μουλαράς της ανέβηκαν στον όχτο και πάσχισαν να την αργοπορήσουν, σιι σιι!, Μα κείνη δεν άκουγε.

Και τότε το πράμα συνέβηκε: Πρώτα κι αρχή, η λάσπη έφτανε ίσαμε το λαιμό της καθώς ήταν μικροδέματη. Ύστερα, δε δοκίμαζε πρώτα τον πάτο σε κάθε βήμα της πριν προχωρήσει, όπως είχανε κάνει τ’ άλλα τα μουλάρια. Παρά τράβηξε μπροστά παράτολμα και δημιούργησε λαστιχένιο κύμα που χτύπησε τον όχτο και ξαναγύρισε και τήνε κλώτσησε και την έσπρωξε στα βαθιά. Κι ήτανε τώρα κουκουλωμένη, το φορτίο της, όλα της, εξόν το πάνω μέρος του λαιμού της.

Ο δεκανέας κι ο μουλαράς βγάλανε φωνές να της δώσουνε κουράγιο. Τα μάτια της πανικοβλήθηκαν, τα ρουθούνια της άνοιξαν να σπάσουν, τ’ αυτιά της φτεροκόπησαν τον αέρα για υπομόχλιο. Απ’ τα σπασμωδικά ανεβοκατεβάσματα του κεφαλιού της κατάλαβαν πώς έβαζε προσπάθεια να κολυμπήσει. Όμως το τέρας της λασπουριάς τη ρουφούσε κάτω. Και βούλιαξε πιότερο. Κι η λάσπη της έγλειφε το κατωσάγονο. Ύστερα, το στοιχείο ησύχασε.

– Πατώνει! φώναξε ο δεκανέας ανακουφισμένα.

Έτρεξε μπροστά, με κίνδυνο, προς το μονοπάτι πέρα, και πρόφτασε την ουρά των μεταγωγικών. Τράβηξε το σουγιά του αστραπή κι έκοψε όλα τα περισσέματα από τα φορτοσκοίνια και τα μάτισε και το μάκρος ήταν αρκετό και γύρισε κι έκανε τη θηλιά.

Πρώτα αυτός, ύστερα ο μουλαράς, ρίξανε τη θηλιά καμιά ντουζίνα φορές σα ψαράδες με το πεταχτάρι, κι απότυχαν κάθε φορά. Μετά ο δεκανέας ξαναδοκίμασε και ήταν τυχερός.

– Μπας και την πνίξουμε; Το σκέφτηκες, κυρ-δεκανέα;

– Όλο κι όλο να την ξεκινήσουμε προς τα ρηχά, είπε ο δεκανέας. Μετά απλώς θα την καθοδηγήσουμε. Κιόλας τούτη εδώ δεν είναι συρτοθηλιά της κρεμάλας, βλέπεις;

Τράβηξαν το σκοινί λοξά, δοκιμαστικά, με δεν είδαν ανταπόκριση από κείνη, κι έτσι τράβηξαν δυνατότερα. Τίποτα. Είτε ήταν πολύ φοβισμένη για να κουνηθεί απ’ τον τόπο της ή ήταν αποκαμωμένη τώρα.

Περίμεναν λίγο, ύστερα τράβηξαν γερά, ύστερα τράβηξαν μ’ όση δύναμη είχαν. Άρχισαν να ιδρώνουν. Ξάφνου, η θηλιά ξεγλίστρησε πάνω από το κεφάλι της, τσακίζοντας τ’ αυτιά της, και τινάχτηκε κι έπεσε μεσολιμνής με υγρό χτύπημα στη λάσπη. Οι δυο τους έγειραν κατά πίσω σα χορευτές και μόλις που πρόφτασαν να στριφογυρίσουν στον άξονά τους, να ρίξουν το πλευρό τους πάνω στον όχτο και να γραπωθο0ν, αλλιώς θα κατρακυλούσαν τον κατήφορο.

Συμμάζεψαν τα κορμιά τους και τα μυαλά τους και μελέτησαν άλλες πλευρές. Απόρριψαν τον άλλο όχτο που ήταν πιο κοντά στη Γάτα, γιατί έτσι θα ’πρεπε να την τραβήξουν ανάμεσα από βαθύτερα ίσως μέρη. Έπειτα ήταν κι ο φόβος πως η γη εκεί θα κάθιζε. Ακόμα, απόρριψαν και τις δυο μπασιές στη λασπόλιμνη από το μονοπάτι, μπρος και πίσω, γιατί το σκοινί ήταν πολύ κοντό για κάτι τέτοιο και γιατί, κι αν ακόμα ήταν μακρύ, δε θα ωφελούσε. Γιατί η απόσταση θα σκότωνε την προσπάθεια.

Ακριβώς τότε η βροχή σταμάτησε και το σχόλιο της σιωπής ήταν γεμάτο αποτυχία και θάνατο. Ο μουλαράς έριξε ματιά πέρα από την άκρη της λίμνης, τον ανήφορο, κι είδε τη φάλαγγα των μουλαριών στο παραπάνω σκαλί της πλαγιάς όπου ίσως να ήταν άλλη παγίδα από λάσπη, κι ευχήθηκε να ήταν έτσι για να καθυστερήσουν οι άντρες και τα μουλάρια, αλλιώς θα τους κοβόταν η ανάσα, αυτουνού και του δεκανέα, ώσπου να ξαναπροφτάσουν τη φάλαγγα. Έφτυσε κι είπε:

-Πάμε.

Ο δεκανέας τον κοίταξε στα μάτια, ανεξιχνίαστος.

– Έχω άδικο πάλι, κυρ-δεκανέα;

– Θα ’ρθουμε πίσω να την πάρουμε, είπε ο δεκανέας κι έμοιασε σάμπως να φοβέρισε το μουλαρά.

– Πώς, πώς.

— Με πιότερα χέρια και σκοινιά.

Ο μουλαράς δε μίλησε. Σαν περπατήσανε στο μονοπάτι ο δεκανέας γύρισε και κοίταξε πίσω. Εκείνη ήταν ένα μοναχικό πυρρό κεφάλι που αρμένιζε στη λησμοσύνη της λασπουριάς.

Σηκώθηκε άνεμος κι έδιωξε τα σύννεφα και ξέρανε τις πλαγιές. Σαν ο στρατός έφτασε στη Βαρβάρα, ο ήλιος βγήκε μόλις προτού βουτήξει με δόξα πίσω από τη βουνοκορφή. Κι οι άντρες είπαν: «Βέβαια. Κάνει λιακάδα σαν έχουμε σκέπη, βρέχει βατράχια σαν κάνουμε πορεία. Φυσικά».

Ο δεκανέας δεν είχε δύναμη, ή δεν του πήγαινε η καρδιά, ή δεν είχε το κουράγιο να στείλει κανένα, άντρα ή μουλάρι, να σώσει η Γάτα. Έδωσε αναφορά στο λοχαγό του.

– Δεν περιμένω να κινηθούμε πριν από το μεσημέρι αύριο, είπε ο λοχαγός. Ο ταγματάρχης μάλιστα είπε, όχι πριν από το δειλινό, αν ο καιρός μείνει ανοιχτός – γιατί μια και δρασκελίσουμε το βουνό, είμαστε υπό τα βλέμματα και τα πυρά του εχθρού. Μόνο, πιστεύεις αληθινά πως θα κρατηθεί στα πόδια της ώσπου να πας εκεί;

– Είναι νέα και γερή.

– Τέσσερα κιβώτια πυρομαχικά, δεκανέα…

– Τα ζωντανά έχουν τον τρόπο τους.

– Καλά. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

Στις δέκα τη νύχτα ένας σκοπός ξύπνησε το δεκανέα. Ο δεκανέας ευχαρίστησε, ο σκοπός ξαναπήγε στο πόστο του. Ο δεκανέας είπε μέσα του: Σηκώνομαι τώρα. Και αποκοιμήθηκε.

Τα μεσάνυχτα τινάχτηκε. Άκουσε τον άνεμο να ταρακουνάει τον τενεκεδένιο γείσο της πόρτας του καταλύματος. Πονούσε σ’ όλο το κορμί του σάμπως να ’χε κοιμηθεί κάτω από σωρό από πέτρες. Ποθούσε πιότερο ύπνο. Τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του σα να ξεφλουδιζόταν, ανακάθισε, και τράνταξε το κεφάλι του γερά. Τα μάτια του ήταν ξερά κι είχαν φαγούρα.

Ξύπνησε το μουλαρά της Γάτας και δυο άλλους μουλαράδες. Συνολικά ήταν τέσσερις άντρες, δυο κουλούρες καλό σκοινί, και δυο ξεκουρασμένα μουλάρια για να αναλάβουν τα κιβώτια της Γάτας.

Έφτασαν στο μέρος με το χάραγμα της αυγής. Το κεφάλι της αρμένιζε ακόμα.

Αποφάσισαν να ενεργήσουν κι από τις δυο μεριές ταυτόχρονα, να την κάνουν να κινηθεί προς το έβγα της λίμνης σαν πλεούμενο που το τραβούν κι από τους δυο όχτους ενός ποταμού. Ο δεκανέας πήγε και δοκίμασε την αντοχή του επικίνδυνου όχτου.

– Κρατάει! φώναξε. Ο άνεμος έσφιξε το χώμα.

– Κι έπηξε τη λάσπη, σκέψου το κι αυτό! αντιφώνησε ο μουλαράς από αντίπερα.

– Θα τα καταφέρουμε, είπε ο δεκανέας. Έκαναν θηλιά με το ένα σκοινί κι έδεσαν το άλλο σκοινί στην άλλη μεριά της θηλιάς. Μοιράστηκαν σε δυο συνεργεία και, κρατώντας τις άκρες των σκοινιών, ανέβηκαν τους όχτους. Η θηλιά ταξίδεψε ανάερα πάνω από τη λίμνη και κατέβηκε στο κεφάλι της Γάτας σα βασιλική κορώνα ή σα θηλιά της κρεμάλας.
Ξάφνου ο ήλιος ξεμύτισε στα υψώματα, στην πέρα μεριά του γοργορέματος, κι έγινε τέλειο πρωί, κι είδαν τα μάτια της Γάτας. Μια πέτσα άρρωστης θολούρας τα συννέφιαζε. Σίγουρα ο άνεμος τα είχε βασανίσει ολονυχτίς, τα είχε τσούξει, τα είχε κάνει να δακρύσουν, και τώρα τα δάκρυα ήταν μια ασπροκίτρινη ουσία στα βλέφαρα. Φάνταζε άσχημη, αρρωστημένη, μπορεί κιόλας του πεθαμού από οξεία πνευμονία.

Αρχίσανε να στρίβουν τα σκοινιά για να στενέψουν η θηλιά και ν’ αποκλείσουν ξεγλιστρήματα. Στρίψανε πιότερο, σφίξανε τη θηλιά, μα όχι πάρα πολύ. Μετά τινάξανε τα σκοινιά δυο τρεις φορές, απαλά, για να της δώσουν να καταλάβει τι σκόπευαν να κάνουν και σε ποια κατεύθυνση. Μετά ο δεκανέας της μίλησε, τα σκοινιά τεζαρίστηκαν παλμικά, και:

– Έτοιμοι; Δώσ’ του! φώναξε ο δεκανέας.

Τράβηξαν, κι οι παλάμες τους ένιωσαν το τοννάρισμα από το ίδιο της το βάρος, απ’ το φορτίο της, από τα κυβικά της λάσπης πάνω της και γύρω της. Και το τράβηγμα μονάχα της τιμώρησε το σβέρκο.

Πήραν ανάσα και ξανάρχισαν. Ένας μουλαράς σήκωσε κάνα δυο φλούδια σχιστόπετρας απ’ τη θρυμματισμένη πλαγιά και τα ’ριξε στη λίμνη για να ξεσηκώσει τη Γάτα. Οι δίσκοι μπάτσισαν τη λάσπη και δε βυθίστηκαν κι ο δεκανέας τώρα κατάλαβε πόσο πολύ είχε πήξει η λάσπη.

Όμως συνέχισαν το τράβηγμα, τώρα με βιάση, σάμπως για να προλάβουν το πέτρωμα της λάσπης. Κι ύστερα από δυο ή τρεις ακόμα προσπάθειες, το τράβηγμα έγινε άγριο και τα συνεργεία χάσανε το συγχρονισμό τους.

– Δε γίνεται, είπε ο μουλαράς της Γάτας ξέπνοος.

– Αν μοναχά ξεκουνιόταν από τον πόνο της μια σταλιά.

– Δεν το μπορεί, κυρ-δεκανέα, δεν το μπορεί. Είναι μαγκωμένη για καλά.

– Λοιπόν; το συνεργείο από τον άλλο όχτο απαιτούσε να μάθει.

– Άλλη μια φορά! φώναξε ο δεκανέας.

Δοκίμασαν κι απότυχαν.

– Άλλη μια!

– Χριστέ! αντιφώνησε ο απέναντι όχτος. Θαρρείς είμαστε εργάτες με καστάνιες, κυρ-δεκανέα;

– Άλλη μια! ξεφώνισε ο δεκανέας άγρια.

Τράβηξαν, και το τράβηγμα ήταν αλύπητο, και της Γάτας ο λαιμός είχε τεζαριστεί σα να ’ταν μέρος του σκοινιού. Κι απάνω στη στιγμή γύρισε κείνη τ’ άρρωστα μάτια της κατά το δεκανέα. Ανώφελα κοπιάζεις, τ’ άρρωστα μάτια μοιάζανε να λένε, ή έτσι ένιωσε ο δεκανέας. Και παράτησαν το τράβηγμα. Κι η παύση που ακολούθησε ήταν μακρόσυρτη ενώ τα συνεργεία ξελαχάνιαζαν. Μετά, χωρίς λέξη, ξεστρίψαν τα σκοινιά αργοκίνητα, αποφεύγοντας να κοιταχτούν στα μάτια. Η θηλιά λασκάρισε, ανέβηκε στον αέρα και κοντοστάθηκε πριν ταξιδέψει πίσω μπρος προς τ’ από πού είχεν έρθει. Όμως δεν έγινε κίνηση από τη μεριά του δεκανέα. Λοιπόν οι δυο μουλαράδες στον άλλο όχτο άρχισαν να τραβούν σκοινί. Το σκοινί άφησε τα χέρια του δεκανέα, έπεσε, και γλίστρησε πάνω στην όψη της λάσπης ψελλίζοντας σουσουροψίθυρους θλίψης.

Το συνεργείο αντίπερα περπάτησε προς το μονοπάτι όπου τα δυο μουλάρια περίμεναν.

Ο δεκανέας ήθελε να μπορούσε να κάνει χρήση των μουλαριών για να τραβήξει τη Γάτα. Όμως πώς, πώς να γινόταν; Και από ποια μεριά;

– Έλα, είπε μαλακά ο μουλαράς της Γάτας. Έλα να την αποτελειώσουμε.

Ο δεκανέας δεν έβγαλε μιλιά. Ο μουλαράς περπάτησε αργά πάνω στον όχτο, κατέβηκε, μπήκε στο μονοπάτι, πήρε τ’ όπλο του από το ένα από τα μουλάρια, ξαναγύρισε. Χούφτιασε το σφαίρωμα του κλείστρου: Κρόκ κράακ. Κράακ κρόκ. Και μετά παύση θανάτου. Και μετά:

– Είναι νόμιμο τώρα, κυρ-δεκανέα; Εντάξει;

Ο δεκανέας δεν έβγαλε μιλιά.

– Είναι;

– Ναι.

Ο μουλαράς σήκωσε τ’ όπλο, σκόπευσε και πυροβόλησε, κι ο αχός πήγε του ψήλου στον τσουχτερό πρωινό αέρα, πέρασε πάνω από το γοργόρεμα, χτύπησε την πλαγιά στην πέρα μεριά της χαράδρας. Ο αντίλαλος γύρισε κατηγορητικά.

Ο δεκανέας είδε τη μαυροκόκκινη, σάμπως αυτοσφράγιστη παρακέντηση. Ένα φτενό ρυάκι αίμα, αργό και δισταχτικό, σύρθηκε κάτω σα σκουλήκι στο μηλίγγι της. Στέρεψε προτού φτάσει στην πλάτα του λαιμού της. Τα λοξά μάτια της ήταν ακόμα ανοιχτά, ούτε λυπημένα, μήτε ανακουφισμένα, απλώς απόξενα. Μετά αρχίσανε ν’ αποκοιμούνται, και το ζαρίφικο κεφάλι της με τα νοητικά αυτιά να βουλιάζει. Σιγανά.

Ο δεκανέας κινήθηκε στο μάκρος του όχτου.

Ο μουλαράς της Γάτας έφτυσε μέσα στη λίμνη. Τη φορά τούτη η φτυσιά δεν ήταν για τη Γάτα…

110 Σχόλια to “Η υπ’ αριθ. 095 ημίονος (διήγημα του Κίμωνα Λώλου)”

  1. Παναγιώτης Κ. said

    Καταπληκτική γραφή!!!
    Υποθέτω πως όσοι και όσες κατάγονται από αγροτικές περιοχές το ένιωσαν περισσότερο!

  2. Γς said

    Καλημέρα

    >Ένα φτενό ρυάκι αίμα, αργό και δισταχτικό, σύρθηκε κάτω σα σκουλήκι

    Ενα φίδι σερνόταν από το λαιμό της στην άσφαλτο Σωκράτους και Πειραιώς. Αίμα. Τρόμαξα κι έκανα πίσω

    Από μια κοπέλα που μόλις είχε χτυπήσει αυτοσχέδια βόμβα τον καιρό της χούντας

  3. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα,

    μάλλον το 1994 το έγραψε, βλ. εδώ

  4. Γιάννης Ιατρού said

    3: 1994 ==> 1964 🙂

  5. atheofobos said

    Συγκλονιστικό διήγημα!
    Δυστυχώς δεν έχει σχετικό λήμμα για τον Λώλο το Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πατάκης)
    Ένα πληρέστερο βιογραφικό για τον Λώλο εδώ:
    http://www.biblionet.gr/author/15920/%CE%9A%CE%AF%CE%BC%CF%89%CE%BD_%CE%9B%CF%8E%CE%BB%CE%BF%CF%82

  6. Παναγιώτης Κ. said

    -Τα θυμάσαι τα μουλάρια από το Μιζούρι που χρησιμοποίησε ο στρατός στην περίοδο του εμφυλίου ; ρωτάω τη μάνα μου (είκοσι χρόνων το ΄47)
    -Πως δεν τα θυμάμαι! Ήταν θηρία και σήκωναν βάρος πολύ. Ήταν όμως ντιπ χαζά. Δεν τα θέλαμε στη δούλεψή μας. Η δουλειά γινόταν καλύτερα με τα δικά μας μουλάρια έστω και αν σήκωναν το μισό βάρος απ΄ ό,τι σήκωναν τα αμερικάνικα.

  7. gpoint said

    Μου άρεσε

    Τι θα πει … κλωτσούσε του ψήλου ;;

  8. Γιάννης Ιατρού said

    3: απ΄όσο μπορεί να δει κανείς (για περισσότερα θέλει συνδρομή …) το 1963

  9. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια και για τις πληροφορίες σχετικά με τον Λώλο

    3-8: Που αυτό δεν μας λύνει ολότελα το προβλημα. Το 1963 δημοσιεύτηκε η αγγλική μετάφραση του διηγηματος (από τον ίδιο προφανώς μεταφρασμένο/ξαναγραμμένο). Αλλά η ελληνική γραφή;

    6 Τα δικά μας νογούσαν περισσότερο, ε; Ή ίσως ήταν εξοικειωμένα με τον τόπο.

  10. Γιάννης Ιατρού said

    9α: Ναι Νίκο, το σκέφτηκα κι εγώ αυτό, αλλά με την σύνδεση που έχω είναι δύσκολο να το πολυψάξω (4-5 αποσυνδέσεις σε 20′ …), Θα το κοιτάξω αργότερα (από κανένα καφενείο με γουιφι 🙂 )

  11. Καταπληκτική η διήγηση, μολονότι με κούρασε λιγάκι: Η υπερδημοτική είναι σαν την υπερκαθαρεύουσα (οι όροι δικοί μου και …τωρινοί).
    Είναι και μια μαρτυρία για το τί τραβάνε τα καϊμένα τα ζώα από …τους πολέμους των ανθρώπων!

  12. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ψάχνω μια ώρα τη (γνωστή) ασπρόμαυρη φωτό με το άλογο πιασμένο απ΄ τη ζώστρα στο γερανό του πλοίου -στον αέρα-κατά τη φόρτωση ή ξεφόρτωμα .Λιμάνι Πειραιά ή Μυτιλήνη.Μάταια, μα θα το βρουν τα σαϊνια εδώ.Να γίνει πιο γλαφυρή η σκηνή πώς ξεθηκάρωσε κι έπεσε στο νερό το ατίθασο ζώο.

  13. sarant said

    10 Ακόμα η ταλαιπωρία; Ωχ…

  14. Spiridione said

    Πρώτη δημοσίευση στα αγγλικά 1963. Δημοσίευση στα ελληνικά με μετάφραση του ίδιου του συγγραφέα στη Νέα Έστια 1967
    http://www.ekebi.gr/magazines/ShowImage.asp?file=109256&code=1526

  15. ΣΠ said

    Καλημέρα.
    Από τον τίτλο του άρθρου λείπει το «υπ'»: Η υπ’ αριθ. 095 ημίονος

  16. Γιάννης Ιατρού said

    13: Ναι, ναι…! κοίτα αυτό 🙂

  17. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Λίγο πριν ανεβεί το νήμα,είχα δει στο τουίτερ πως σε παιδικό σταθμό τα παιδάκια έκαναν ζωγραφιές σε ζωντανό άλογο Προσωπικά αυτό καθ΄εαυτό το γεγονός δε με ξεσηκώνει ως βαρβαρότητα κατά του ζώου, γιατί σ΄αυτή την ηλικία μ΄αυτές τις μπογιές παιδικής χρήσης,ζωγραφίζουν και τα ίδια τα μικρά το ένα την ποδιά του άλλου.Εξοικειωνονται με τα ζώα μπορεί να πει κανείς. Τελοσπάντων μην εκτρέψω τη συζήτηση,δεν είναι το θέμα μας.
    Διαβάζω μετά το διήγημα κι έφτασα να κλαίω με χοντρά δάκρυα πρωί πρωί.Με κατέβαλαν οι αλληγορίες. Πρώτα με ταύτισα με το ατίθασο πλάσμα, μετά το ταύτισα με τη χώρα και..τα ‘φτυσα. Μου έμεινε κόμπος.
    Πάω να το ξαναδιαβάσω να ευχαριστηθώ την αριστοτεχνική αφήγηση και να δω από τα σχόλια τα περαιτέρω ευρήματα για το δημιουργό που μας το χάρισε. Νικοκύρη, εξαιρετική πάλι η επιλογή. Ευγνώμων για την ομορφιά.

  18. Γιάννης Ιατρού said

    14: Α μπράβο Σπύρο 🙂
    η συλλογική σοφία του ιστολογίου δε συγχωρεί αυτούς που καθυστερούν να σχολιάσου 🙂 🙂

  19. ΓιώργοςΜ said

    Καλημέρα!
    Καταπληκτικό διήγημα. Μπήκα μέσα στην εικόνα και αισθάνθηκα σα να το έζησα κι εγώ.
    Απίστευτη αμεσότητα, εξαιρετική γλώσσα, τόσο οι οπτικές περιγραφές όσο και αυτές των χαρακτήρων εξαιρετικές στην ελλειπτικότητά τους.

  20. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα και για τη διόρθωση!

    Μπράβο Σπύρο και Γιάννη που το βρήκατε, κι έτσι λύθηκε και το μυστήριο πού το βρήκα εγώ (τις Νέες Εστιες τις εχει το ΕΚΕΒΙ ονλάιν).

    Αν είναι του 1967 η ελληνική γραφή/μετάφραση, δεν ξενίζει τόσο το «νιοστή φορά»

  21. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Πάνω από 60 τα ευρήματα για «Κίμων Λώλος» από το ΕΚΕΒΙ/Νέα Εστία
    http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=488&page=20&act=%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7&magazine=&content=&author=%CE%9B%CF%8E%CE%BB%CE%BF%CF%82+%CE%9A%CE%AF%CE%BC%CF%89%CE%BD&title=&p=1

  22. Γιάννης Κουβάτσος said

    Από τις αφηγήσεις που σ’ αγγίζουν βαθιά, που δεν τις ξεχνάς ποτέ και ας μην έχεις ανάλογα βιώματα. Μου θύμισε τα άλογα που είχαν εγκλωβιστεί στον πάγο και έμοιαζαν με αγάλματα στο «Καπούτ» του Μαλαπάρτε.
    Ανοησία των αξιωματικών να συμπεριφέρονται άσχημα και να χτυπούν τους φαντάρους εν καιρώ πολέμου. «Άντε, ρε κερατά, κι η πρώτη σφαίρα θα ‘ναι δικιά σου», απείλησε ένας στρατιώτης στη «Ζωή εν τάφω».

  23. Σουμελα said

    Εξαιρετικό το διήγημα, τον Κ. Λώλο ομολογώ δεν τον ήξερα.

    Στο Λονδίνο υπάρχει μνημείο για τα ζώα του πολέμου.
    https://en.m.wikipedia.org/wiki/Animals_in_War_Memorial

  24. Ριβαλντίνιο said

    Παλιά στα ατίθασα γαϊδούρια ή μουλάρια που δεν δέχονταν να κάνουν δουλειά έκαναν το εξής. Τα πήγαιναν στην παραλία και τα έβαζαν μέσα στην θάλασσα. Τα καβαλούσαν και τους έχωναν το κεφάλι μέσα στο νερό, πολλές φορές η ίδια διαδικασία μέχρι να γίνουν αρνάκια. Στα δε σκυλιά, όταν ήταν ακόμη μικρά – όχι πολύ μικρά – τα έδενες σε ένα δένδρο, έκοβες μια λιόβεργα και τα χτυπούσες ( όχι του θανατά ή να τα πληγώσεις ), έτσι χωρίς λόγο. Μετά τα φρόντιζες και τους έκανες τα χατίρια και αγαπούλες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν το σκυλί μεγάλωνε σε υπεραγαπούσε. Σε κάποιον μάλιστα του είχε πολύ μεγάλη αδυναμία ο σκύλος του. Μόνο μια φορά του γρύλισε άγρια και φοβήθηκε και λίγο στεναχωρήθηκε. Όταν έκοψε μια λιόβεργα για να χτυπήσει το άτακτο παιδί του.

  25. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας κι ἀπὸ μένα.

    Ρωμαλέα, ζωντανὴ ἀφήγηση, πρὸς τὸ τέλος σκληρή· εἰκόνα τοῦ ἀδιέξοδου, μὲ τὸ ἀτίθασο μουλάρι παγιδευμένο στὴ λασπουριὰ καὶ τὸν θάνατο νὰ φαντάζει σὰν λύτρωση. Ἡ ἀτμόσφαιρα, ἂν καὶ σχετικὰ οἰκεία ἀπὸ τὸν Ἐλύτη (Ἄξιον Ἐστί, ἡ πορεία πρὸς τὸ μέτωπο), ἐδῶ εἶναι πιὸ ἀσφυκτική. Ἂν τὴν δοῦμε ὡς ἀλληγορία, εἶναι εἰκόνα ποὺ παραπέμπει πιὸ πολὺ στὸ τέλος τοῦ Ἐμφυλίου. Μοῦ ᾿ρθαν στὸ νοῦ «Τὸ Κιβώτιο» τοῦ Ἄρη Ἀλεξάνδρου καὶ «Ἡ κάθοδος τῶν ἐννιὰ» τοῦ Βαλτινοῦ.

  26. Σουμελα said

    23 Στο μνημείο αφιερωμένο στα ζώα του πολέμου γράφει 《They had no choice》, αναρωτιέμαι οι άνθρωποι είχαν;

  27. ΣΠ said

    Μια διόρθωση στην προσθήκη (μ’ έχει πιάσει η τελειομανία μου σήμερα). Η πρώτη δημοσίευση στα αγγλικά ήταν το 1963 όχι το 1964.

  28. gpoint said

    # 24

    ξέχασες τα παιδιά που τα κρεμούσαν από το πόδι στο πηγάδι …

  29. Ριβαλντίνιο said

    @ 28 gpoint

    Για πές, δεν το ξέρω αυτό.

  30. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    27 Να το διορθώσω

  31. Θα είχα πολλή περιέργεια να διαβάσω κι το αγγλικό κείμενο. Μήπως το ´χει ο Βάταλος;

  32. 12 Έλα ΕΦΗ²

    17 Για το νηπιαγωγείο «Κοπερτί» και το μπογιατισμένο άλογο ειπώθηκαν πολλά.
    Έχοντας γνωρίσει τον Τάσο Γλ., που το έστησε, μόνο τρυφερότητα για τα παιδιά και τα ζώα ξέρω ότι έχει.

  33. Και

    PHOTOS: Today in history — October 10

  34. Γιάννης Κουβάτσος said

    Και εμένα με ενόχλησε, Έφη, η ζωγραφική πάνω στο άλογο. Θα έπρεπε να σεβόμαστε περισσότερο αυτό το περήφανο πλάσμα, να μην το γελοιοποιούμε με καρδούλες, λουλουδάκια και λοιπές σαχλαμαρίτσες. Όπως με ενοχλεί η κάθε είδους γελοιοποίηση ζώου από τους ιδιοκτήτες του, έστω κι αν δεν το κάνουν με κακή πρόθεση. Περίεργα κουρέματα στα σκυλιά, καπέλα και γυαλιά ηλίου, που δίνουν στα άμοιρα τα ζωντανά εικόνα ψωνισμένου φάσιον βίκτιμ. Τα ταλαιπωρούμε με την κακία μας, ας μην τα ταλαιπωρούμε και με την αγάπη μας.

  35. Κάποιος θα μπορέσει να εντοπίσει και να βάλει τη σκηνή με τον ελέφαντα από το «Πάρτυ» με τον Πίτερ Σέλερς.

  36. ΣΠ said

    31
    Κι εγώ ήθελα να διαβάσω το διήγημα στα αγγλικά, αλλά δεν μπόρεσα να το βρω online.

  37. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    32/33 ΕυχαριστώΣκύλε μ! Νομίζω είναι και μια ακόμη πιο παλιά και πιο θεαματική.Νομίζω ο Σπιραλ την είχε βάλει.Σα να ετοιμαζόταν να πέσει τ΄άλογο στο κενό. Κρεμασμένο/αιωρούμενο Μπορεί νάναι και η ιδέα μου.
    Πάω για άλλο κρέμασμα τώρα,σε γάμο…
    34.Γιάννη εμένα δε μ΄ενόχλησαν οι ζωγραφιές στ΄άλογο.Το ίδιο ζωγραφίζονται και μεταξύ τους νήπια.

    Με τη μούλα τη Γάτα, διάβαζα με κομμένη ανάσα το δυνατό κείμενο αλλά για το τελος ήθελα να ελπίζω πως αργά το βράδυ θα΄ρχόταν νικήτρια στην προσωρινή στάση τους κι ας ξεψύχαγε (λμτ) εκεί. Θυμήθηκα αντίστοιχη ιστορία του παππού μου,στους πολέμους του 1913 (όλο για τα Πορόγια έλεγε) όπου σήμανε συναγερμός στον καταυλισμό και ήταν ένα μουλάρι που το νόμιζαν νεκρό σε προηγούμενη μάχη και πήγε και τους βρήκε.

  38. 35 Δύτα, τόψαξα αλλά δεν έχει μεμονωμένη τη σκηνή με το ελεφαντάκι

  39. Γιάννης Κουβάτσος said

    Άλλο να ζωγραφίζονται μεταξύ τους τα νήπια και άλλο να χρησιμοποιούν ως καμβά το άλογο. Το άλογο είναι για να τρέχει περήφανο κι αγέρωχο και να το καμαρώνουμε, δεν είναι έμψυχο λούτρινο για πιτσιρίκια. Καλά κάνει η γάτα που δεν σηκώνει και πολλά-πολλά και που δείχνει τα νύχια της άμα παραγνωριστούμε. 😊

  40. sarant said

    39 Λένε πάντως ότι τα άλογα ευχαριστιούνται αυτό το χάδι και ότι το μπογιάτισμα είναι κάτι που γίνεται και σε άλλες χώρες (από το λίγο που παρακολούθησα την ιστορία)

  41. Σημειωτέον ότι το άλογο ανήκει σε ιππικό όμιλο, που συνεργάζεται με τον παιδικό σταθμό, και είναι πράο και συνηθισμένο στα χάδια.
    Επιπλέον, απ’ όσα κατάλαβα, τα παιδάκια είναι ΑΜΕΑκια και μάλλον η πρώτη τους επαφή με το τεράστιο (γι’ αυτά) αλόγατο έπρεπε να γίνει μέσω μιας ήδη γνωστής τους διαδικασίας: της νερομπογιάς.

  42. Γιάννης Κουβάτσος said

    Δεκτά όλα αυτά. Πότε θα επαναστατήσουν τα ζώα και θα μας αρχίσουν στις σφαλιάρες, μπορείτε να μου πείτε; 😊
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.bell.gr/bookdetails/8/2802/%25CE%2597%2520%25CE%2595%25CE%25BE%25CE%25AD%25CE%25B3%25CE%25B5%25CF%2581%25CF%2583%25CE%25B7%2520%25CF%2584%25CF%2589%25CE%25BD%2520%25CE%2596%25CF%258E%25CF%2589%25CE%25BD&ved=0ahUKEwiDkbfLt4TXAhVHDsAKHS6_Cd4QFghbMAY&usg=AOvVaw3S7FHE5Xs-UHSv-K-zXiK6

  43. Corto said

    Τα άλογα και τα μουλάρια, αυτοί οι αφανείς συμπρωταγωνιστές μας στους πολέμους, έχουν αποτελέσει το θέμα αρκετών διηγημάτων της νεότερης λογοτεχνίας μας. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε «το άλογο» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, «οι γάμοι της Ίρμας» του Πέτρου Πικρού, «στο άλογό μου» του Νίκου Καββαδία κλπ.
    Δακτυλογράφησα ένα σχετικό χρονογράφημα του μεγάλου μας ευθυμογράφου Τίμου Μωραϊτίνη, το οποίο αναφέρεται σε κάποια παλαιότερη επίταξη (είτε στους Βαλκανικούς, είτε κατά τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού). Με επιφύλαξη, πρέπει να πρωτοδημοσιεύτηκε το 1916. Τα σκίτσα είναι του Σταμ Σταμ.
    (Στην δακτυλογράφηση ακολούθησα την ορθογραφία του πρωτοτύπου, αλλά σε μονοτονικό).

    ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

    ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ

    Άθλιος αχαμνόων μόλις βηματίζων έσυρε το κάρρον το φορτωμένον με ένα κενόν βαρέλι. Ο αγωγιάτης πρεσβύτερος κατά είκοσιν έτη τουλάχιστον του αλόγου του, προσπαθούσε με απειλάς και ύβρεις να πείση τον τζερεμέν, όπως αποκαλούσε το ασθενικόν ζώον, να ανέβη τον ανηφορικόν δρόμον. Το ζώο όμως δεν επείθετο. Και ο αγωγιάτης ηναγκάσθη εις το τέλος να του απευθύνη ένα τελεσίγραφον όμοιον με το Ρωσσικόν το αποσταλέν προς την Βουλγαρίαν. Το τελεσίγραφον ήτο δύο-τρεις δυνατές καμτσικιές η οποίες εχαράκωσαν τα πλευρά του δυστυχισμένου τετραπόδου. Τίποτε όμως.

    http://i1126.photobucket.com/albums/l604/adogkakis/IMG_ANYPOTAKTOS2_0001_zpsgxfkbkbc.jpg?t=1508594791

    Ο αχαμνόων εννοούσε να εμμείνη εις την πολιτικήν της ουδετερότητος, την οποίαν είχε χαράξει εξ αρχής μόλις έφθασεν εις την αρχήν του ανηφορικού δρόμου και είδε τα σκούρα. Ούτε βήμα. Ο αγωγιάτης απελπισθείς παραίτησε το μαστίγιον και εσταύρωσε τας χείρας. Την στιγμήν εκείνην ενεφανίσθησαν εις το βάθος της οδού τρεις στρατιώται ένοπλοι και εις ενωμοτάρχης. Ο αχαμνόων ως να προησθάνθη κάτι κακόν έκαμε να κινηθή. Το οινοβάρελον εταλαντεύθη. Ο οδηγός ασυνήθιστος εις τοιαύτας εκπλήξεις ήρχισε να ενθουσιάζεται.
    -Α, ντε, φωφίμι! Ξύπνησες.
    Και έπιασε από το γκέμι το άλογο.
    -Ε, στάσου, πατριώτη. Εφώναξε ο ενωματάρχης. Κάνεις τάχατε πως δεν μας είδες. Τ’ άλογό σου και το κάρρο σου…
    Ο αγωγιάτης τα έχασε. Σε μια στιγμήν ευρέθη περιστοιχισμένος από πέντε ενόπλους.
    ***
    Όταν συνήλθε, ηρώτησε τον ενωμοτάρχην.
    -Τι τρέχει, καπετάνιε;
    -Τι τρέχει;…Να, επίταξις! Τι άλλο!
    Ο οδηγός εζήτησε να διαμαρτυρηθή.
    -Δεν έχει μου και μου. Τ’ άλογό σου και το κάρρο σου. Εμπρός. Πώς σε λένε;…
    -Μα αυτό είναι τζερεμές, κυρ ενωμοτάρχη. Δεν κάνει ούτε για το ζωολογικό κήπο…
    -Αυτό θα το δούμε εμείς. Εμπρός.

    http://i1126.photobucket.com/albums/l604/adogkakis/IMG_ANYPOTAKTOS2_0002_zps0badohkx.jpg?t=1508594792

    -Για πόλεμο, ο τζερεμές! Μέγας είσαι κύριε. Δεν τραβάει, κυρ ενωμοτάρχα.
    – Βρε ξέρεις τι θα πη επίταξις! Ή θέλεις να σε τσουβαλιάσω μέσα;
    Ο αγωγιάτης έκανε μορφασμόν απορίας.
    -Καλά, είπε, πάμε. Και ήρχισε να τραβά από τα ηνία το άλογο. Ο τζερεμές με τεντωμένα τα πισινά πόδια και με τα ρουθούνια ανοιχτά εφυσούσε.
    -Ντε ρε…Έκανε ο ενωμοτάρχης.
    Ούτε βήμα.
    -Πιάστε ρε παιδιά της ρόδες, εφώναξεν ο επί κεφαλής προς τους άνδρας.
    Οι στρατιώται κατέβαλλον τρομεράς προσπαθείας ωθούντες προς τα εμπρός τους τροχούς δια να βοηθήσουν το δυστυχισμένο ζώον.
    -Ίσα…Εφώναξε καρραγωγιστί ο αγωγιάτης.
    -Ίσα, εφώναξαν όλοι.
    Ούτε βήμα.
    -Δεν θέλει να πάη στον πόλεμο, πώς το θέλεις; είπε κάποιος εκ των περιέργων.
    -Και στο χέρι του είναι; απήντησε, ο ενωμοτάρχης.
    -Δεν τον πέρνει καμμιά ηλικία. Δεν πάει, είπε πάλιν ο περίεργος.
    Οι στρατιώται ήρχισαν να κουράζωνται.
    Ο ενωμοτάρχης τώρα έγινεν αυστηρότερος.
    -Βρε συ, θα τραβήξης; είπεν απειλητικώς εις το ζώον.
    Ο τζερεμές δεν το κουνούσε.
    -Ποιας απογραφής είναι; Ερώτησαν τον οδηγόν.
    -Εθνοφρουρός του ’90.
    Οι στρατιώται ήρχισαν να τον κτυπούν. Εις μάτην. Ο τζερεμές δεν εννοούσε να υπηρετήση την πατρίδα του.
    -Τι θα γίνη τώρα;
    -Απλούστατα θα κηρυχθή ανυπότακτος. Είπεν εις ειδικός.
    Ούτε απειλαί, ούτε φωναί, ούτε θωπείαι ακόμη ίσχυσαν να πείσουν τον εθνοφρουρόν να βαδίση.
    Κάποτε ο ενωμοτάρχης απέκαμε.
    -Μα δεν μου λες, μωρέ στο Θεό σου, τι διάολο άλογο είνε αυτό;
    -Ουγκαρέζος! απήντησεν ο αγωγιάτης.
    Τότε ο ενωμοτάρχης ήρχισε να φωνάζη.
    -Αμ δεν μιλάς, χριστιανέ μου, τόσην ώρα ότι είνε ξένος υπήκοος! Φυσικά. Δεν έχει καμμίαν υποχρέωσι να υπηρετήση.
    Και πτύσας τρις απήλθε.

    http://i1126.photobucket.com/albums/l604/adogkakis/IMG_ANYPOTAKTOS2_0002_zps0badohkx.jpg?t=1508594792

    Τ. ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ

  44. sarant said

    42 Εχει ένα διήγημα ο Βουτυράς, που επαναστατούν τα ζώα

    43 Ευχαριστούμε!

  45. Corto said

    43:
    Κάποιο τεχνικό λάθος έγινε με τους συνδέσμους των σκίτσων. Δοκιμάζω πάλι:

    http://i1126.photobucket.com/albums/l604/adogkakis/IMG_ANYPOTAKTOS2_0001_zpsgxfkbkbc.jpg?t=1508594791

  46. Γιάννης Κουβάτσος said

    Και το υπέροχο «Ο άνθρωπος και το άλογο» του Βρεττάκου:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://thepoetsiloved.wordpress.com/2012/12/23/%25CE%25BD%25CE%25B9%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF%2586%25CF%258C%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2582-%25CE%25B2%25CF%2581%25CE%25B5%25CF%2584%25CF%2584%25CE%25AC%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2582-%25CE%25BF-%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25B8%25CF%2581%25CF%2589%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2582-%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9-%25CF%2584%25CE%25BF/amp/&ved=0ahUKEwiu8-f0voTXAhVkDcAKHcmDCwwQFggkMAA&usg=AOvVaw1YXHTI-pTyqNOMMGJYJXTM&ampcf=1

  47. Corto said

    Τα τρία σκίτσα του Σταμ Σταμ, ελπίζω να βγουν σωστά αυτήν την φορά:

  48. Γιάννης Κουβάτσος said

    «Το παράπονο του αλόγου» του Μπρεχτ (και κάποια μεταφραστικά ζητήματα):
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://paremvasithess.wordpress.com/2013/07/21/%25CF%2584%25CE%25BF-%25CF%2580%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AC%25CF%2580%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25BF-%25CE%25B5%25CE%25BD%25CF%258C%25CF%2582-%25CE%25B1%25CE%25BB%25CF%258C%25CE%25B3%25CE%25BF%25CF%2585-%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585-%25CE%25BC%25CF%2580%25CE%25AD%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25BF%25CE%25BB%25CF%2584/&ved=0ahUKEwiYsvrNv4TXAhXmJ8AKHfq9CaUQFggkMAA&usg=AOvVaw0Av-6D1WlJ8TBiu6JX3do2

  49. Spiridione said

    Ψάχνουν να βρουν τους δικαιούχους των πνευμ. δικαιωμάτων του Λώλου για να το βάλουν ονλάιν
    http://contentdm.carleton.edu/cdm/ref/collection/CarlMisc/id/5623

  50. spatholouro said

    #49
    Βλ. και σχόλιο 8

  51. Spiridione said

    50 ναι σωστά, συμπλ. στο σχ. 8.

  52. Γιάννης Ιατρού said

    Ρε τι γίνεται στην Καρδίτσα ….

  53. sarant said

    49 Εγώ τα έβαλα έτσι άνευ δικαιωμάτων

  54. alexisphoto said

    Πολύ όμορφο κείμενο.
    Θα ταίριαζε γάντι και στις 4 Οκτωβρίου που είναι η παγκόσμια ημέρα των ζώων.
    Ευχαριστώ

  55. Μπετατζής said

    Ο Πέτρος Πικρός έχει ένα τολμηρό διήγημα (Οι γάμοι της Ίρμας) όπου η σχέση φαντάρου και φοράδας περνάει σε άλλο επίπεδο.

  56. ΓιώργοςΜ said

    Διαβάζοντας για τα καψώνια στα ζώα θυμήθηκα μια ιστορία που μου μετέφερε ο πατέρας μου.
    Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε πληροφορία πως θα γίνει κάποιας μορφής πολεμική επιχείρηση στο χωριό (βομβαρδισμός; αναζήτηση ίσως για αντάρτες; δε θυμάμαι), και όποτε συνέβαινε κάτι τέτοιο όλοι φόρτωναν τα στοιχειώδη στα ζώα κι έφευγαν στο βουνό να κρυφτούν.
    Μαζί και το σκυλί του σπιτιού, η Αραπίτσα, ένα πολύ καλόψυχο ζωντανό, το οποίο φοβισμένο ίσως από την ανακατωσούρα γρύλιζε και γάβγιζε συνέχεια.
    Ο έχων το πρόσταγμα ζήτησε από τον παπού μου να το σκοτώσει, για να μην προδώσει τη θέση τους στους Γερμανούς, αν περνούσαν κοντά.
    Του παπού μου δεν του πήγαινε να το κάνει, το λυπόταν, ούτε όμως μπορούσε να πάρει στο λαιμό του όλο το χωριό. Πήρε μια βέργα καναπίτσας (έτσι τη λέγανε τη λυγαριά στο χωριό), την έκανε θηλιά και την έστριψε γύρω από το λαιμό τού ζωντανού, μέχρι να το πιάσει απελπισία. Μετά το ελευθέρωσε, κι εκείνο εξαφανίστηκε από το φόβο του. Δεν το ξαναείδαν.

  57. Νομίζω τό’χω ξαναπεί εδώ:

    Η μάνα μου κατάγεται από ένα χωριό κοντά στου Μελιγαλά.
    Μετά τα γνωστά γεγονότα και την πλήρωση της Πηγάδας, οι αντάρτες κινήθηκαν προς Καλαμάτα.
    Κατέσχεσαν όλα τα γαδούρια του χωριού, συμπεριλαμβανομένης και της γαδάρας του παππού μου. Είπαν στους ιδιοκτήτες να τα παραλάβουν την επομένη από ένα χωριό λίγο παρακάτω. (Από εκεί θα έπαιρναν άλλα γαϊδούρια, μειώνοντας έτσι στο ελάχιστο το χρόνο στέρησης των ιδιοκτητών από τα ζά τους).
    Πραγματικά, την επομένη ξεκινά μια ομάδα απ’ το χωριό, μαζί τους και η μάνα μου, ένα κοριτσάκι 13 τότε ετών (πανέξυπνος ο παππούς,ε; τέλος πάντως, δεν μπορούσε κι αυτός να περπατήσει ένεκα τραύματος από Μικρασία).
    Φτάνουν στο ενλόγω χωριό (η Εύα, νομίζω), πάνε στο σπίτι του ΕΑΜίτη, που φύλαγε τα ζα και η γαδάρα, βλέποντας την μάνα μου, εκβάλλει ένα ουρανομήκες γκάρισμα! Είχε αφήσει γαϊδουράκι στο σπίτι, βλέπετε.
    Καβαλάει η μάναμ’ τη γαδάρα, ξεσαμάρωτη, και φεύγουν σφαίρα προς το χωριό. Στο δρόμο, περνώντας τη Μαυροζούμενα, ποτάμι της περιοχής, η γαδάρα από τη λαχτάρα της, έφυγε μπροστά κι έριξε την πιτσιρίκα στο ποτάμι.
    Η γαδάρα επέστρεψε επιτυχώς κι εξυπηρέτησε την οικογένεια για πολλά ακόμη χρόνια.

  58. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

  59. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη προς την Έλενα Ακρίτα, ο Γεώργιος Ράλλης (την είδα όταν ξαναπροβλήθηκε μετά το θάνατό του) περιέγραψε πως επιστρέφοντας από το μέτωπο, μετά την κατάρρευση, υποχρεώθηκε να πυροβολήσει το άλογό του, όταν εκείνο γλίστρησε κι έσπασε το ποδάρι του. Είχε δακρύσει, ο φουκαγάς ο Γάλλης.

  60. Γιάννης Κουβάτσος said

    Μουλάρια και άνθρωποι:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.aspromavro.net/2015/07/blog-post_30.html%3Fm%3D1&ved=0ahUKEwjnhfbH44TXAhUHkRQKHaS_AbI4ChAWCEAwCQ&usg=AOvVaw0hgWFspevBl9eM1vC08H2t

  61. Γιάννης Κουβάτσος said

    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.mixanitouxronou.com.cy/i-istoria-mias-fotografias/to-sigkinitiko-antio-ton-stratioton-sta-aloga-pou-thisiastikan-sto-pedio-ton-machon-kata-ti-diarkia-tou-a-pagkosmiou-polemou-skotothikan-8-ekatommiria-aloga-moularia-ke-gaidouria-foto/&ved=0ahUKEwjR57yH5oTXAhXGA8AKHfcsAg84HhAWCD0wCQ&usg=AOvVaw2QwWdVTKwFfnhQ_bgmk-Ig

  62. sarant said

    Eυχαριστώ για τα νεότερα!

  63. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Ο Τάκης Κόντος στο Μικρασία Τέλος έχει γράψει (ως αυτόπτης) ένα διήγημα για τα μουλάρια που σκότωσε μαζικά ο ελληνικός στρατός εγκαταλείποντας τη Μικρασία λίγο πριν την καταστροφή.

  64. ΣΠ said

    Μια ερώτηση άσχετη με το σημερινό θέμα αλλά σχετική με την θεματολογία του ιστολογίου.
    Αν κάτι είναι συμπαγές, υπάρχει λέξη που να χαρακτηρίζει αυτή την ιδιότητά του; Όπως, για παράδειγμα, λέμε διαυγές-διαύγεια, ποιο είναι το αντίστοιχο ουσιαστικό για το συμπαγές; Στα αγγλικά υπάρχει το compactness, αλλά στα ελληνικά δεν μπορώ να βρω κατάλληλη λέξη.

  65. Τα μουλάρια, κατά τον εμφύλιο, εκτός από μεταγωγικά, όταν έσφιγγαν τα πράγματα γίνονταν και μεζεδάκια, τα καημένα.
    Αλλά, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αντάρτες δεν μπορούσαν να ανάψουν πολύωρη φωτιά για να τα μαγειρέψουν, συνήθως έτρωγαν το κρέας ωμό και υπέφεραν από στομαχικά.

    Πρόσφατα, ο ρωσικός στρατός άρχισε να εκπαιδεύεται σε αρκτικές συνθήκες, χρησιμοποιώντας έλκυθρα με ταράνδους αλα ΆηΒασίλης.
    Αυτό το διάβασα σ’ ένα αμερικάνικο *αμυντικό* σάιτ, πριν κάτι μήνες.
    Η πλάκα είναι ότι στα σχόλια, αποκάτω, ένας αμερικανός χλεύασε:
    «Εμείς εδώ και χρόνια εκπαιδευόμαστε με skidoo» (τα γνωστά καγκουρομηχανάκια με σκι)
    Και του απαντάει ένας (μάλλον) ρώσος:
    «Καλώς. Κι όταν αποκλειστείτε σε χιονοθύελλα, μπορείτε να φάτε τα skidoo»

  66. Γιάννης Κουβάτσος said

    Συμπάγεια, νομίζω:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/corpora/search.html%3Flq%3D%25CF%2583%25CF%2585%25CE%25BC%25CF%2580%25CE%25AC%25CE%25B3%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B1&ved=0ahUKEwiMiNGw7ITXAhVEWRQKHfunBQkQFgg5MAQ&usg=AOvVaw3KV74i6qAFEOec-FycBs56

  67. Παναγιώτης Κ. said

    Αξίζει να θυμηθούμε ότι στις ορεινές περιοχές της χώρας, πενήντα και περισσότερα χρόνια πίσω, όπου δεν υπήρχε οδικό δίκτυο, τα υλικά για το κτίσιμο των οικοδομών μεταφέρονταν με αυτό το θαυμαστό ζώο!
    Σχεδόν σε οποιοδήποτε ορεινό χωριό και αν βρεθούμε, το σχολείο που πια, δεν λειτουργεί ως τέτοιο και έγινε πολιτιστικό κέντρο, είναι ένα αξιοπρόσεκτο κτίριο κτισμένο, συνήθως στη δεκαετία του΄30. Τα υλικά λοιπόν για το κτίσιμό του, είχαν μεταφερθεί με μουλάρια!
    Χώρια οι εκκλησιές και τα εξωκλήσια στο πουθενά!
    Έχω την εικόνα ειδικής ξύλινης κατασκευής-μια στενόμακρη αντεστραμμένη κόλουρη πυραμίδα με ανοιχτή την πάνω βάση και με πορτάκι η κάτω η πιο μικρή- που προσαρμοζόταν στα πλευρά του σαμαριού και μεταφερόταν με αυτή η άμμος. Δεν χρειαζόταν να ξεφορτώσουν το μουλάρι. Απλά άνοιγαν τα πορτάκι άδειαζε η άμμος και ακολουθούσε η επόμενη διαδρομή.
    Με τα μουλάρια γινόταν και η μεταφορά της πέτρας.
    Τα συναντούμε συχνά αυτά τα οικοδομήματα χωρίς να σκεφτόμαστε τον κόπο που κρύβεται. Πρόκειται για μικρά…θαύματα!

  68. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    @65 Διάβαζα περί Τζένγκις Χαν πως πριν γίνει μεγάλος, τον καιρό που ήταν κυνηγημένος, μια δόση που αυτός και οι σύντροφοί του ψοφάγανε της πείνας, σφάξανε ένα άλογο, φτιάξανε με το τομάρι του ένα ασκί που το γέμισαν με νερό και κομμάτια αλογίσιο κρέας και πυρώνοντας πέτρες στη φωτιά επί ώρες τις έριχναν μέσα στο ασκί μέχρι που έβρασε το νερό και μαγειρεύτηκε το κρέας.

  69. sarant said

    66 Ναι

  70. ΣΠ said

    69
    Ευχαριστώ.
    Αυτή την λέξη την βρήκα και στο Αγγλο-Ελληνικό Λεξικό Μαθηματικής Ορολογίας αλλά δεν την έχει το ΛΚΝ και δεν ήμουν σίγουρος ότι είναι σωστή.

  71. Παναγιώτης Κ. said

    @64. Συμπάγεια θα έλεγα και εγώ. Τη συμπάγεια τη λένε και συνεκτικότητα.
    Το ΛΚΝ δεν το εμφανίζει. Δεν είναι ο μοναδικός μαθηματικός όρος που δεν υπάρχει στα λεξικά. π.χ δεν υπάρχει ο όρος «αμφιμονοσήμαντος».
    Δεν θυμάμαι τον ορισμό του συμπαγούς συνόλου. Θυμάμαι όμως, κάτι σαν…σύνθημα, ότι ένα κλειστό και φραγμένο σύνολο είναι συμπαγές.

  72. NM said

    Από τις ιστορίες με άλογα στον πόλεμο μου έχει μείνει μία που μου διηγόταν ο πατέρας μου, τα όσα χρόνια προλάβαμε μαζί.
    Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, τον Απρίλη του 41, η φάλαγγα με τα αυτοκίνητα που επέβαινε δέχτηκε ένα πολύ άγριο βομβαρδισμό και πολυβολισμούς από Στούκας με συνέπεια να διαλυθούν τελείως και οι ελάχιστοι που έμειναν ζωντανοί να κινήσουν ο καθένας μόνος του με τα πόδια.
    Μετά από μια μέρα πορείας και μια μοναχική νύχτα στο ύπαιθρο, δίπλα σ’ ένα πηγάδι, τον ξύπνησε σκουντώντας τον ένα άλογο. Ηταν σελωμένο και μάλιστα στη σέλα του κρεμότανε το σπαθί του αφεντικού του και μια τσάντα με τα προσωπικά του αντικείμενα. Ταυτότητα, φωτογραφίες και γράμματα. Ανήκε σε Σέρβο αξιωματικό, όπως κατάλαβε από την ταυτότητα, μάλλον σκοτωμένο μετά από επίθεση που είχε κάνει και το άλογο να αφηνιάσει και να φύγει μακρυά.
    Ηταν διψασμένο, πεινασμένο, κουρασμένο και έψαχνε φαίνεται κάποιον άνθρωπο να το βοηθήσει.
    Ο πατέρας μου ήταν άμαθος από άλογα. Αμφιβάλω αν είχε ανέβει ποτέ σε άλογο στο παρελθόν. Το περιποιήθηκε όπως μπορούσε και μετά το καβάλησε και συνέχισαν μαζί για την επόμενη μέρα. Πήγαινε όμως πολύ αργά και έδινε και στόχο στα γερμανικά αεροπλάνα που χτυπούσαν οποιοδήποτε στόχο, ακόμα και τους πιο ασήμαντους.
    Ετσι αναγκάστηκε να το παρατήσει και να συνεχίσει μόνος του μιας και η καβαλαρία μιάς μέρας τον είχε ξεκουράσει αρκετά.
    Πήρε όμως μαζί του όσα μπορούσε από τα έγγραφα του Σέρβου, με σκοπό να τα ταχυδρομήσει αργότερα στους οικείους του μαζί με ένα γράμμα που θα τους ενημέρωνε σχετικά.
    Δεν τα κατάφερε όμως. Τα έχασε μαζί με ολόκληρο το σάκκο του στο πέρασμα ενός ποταμού που λίγο έλειψε να χάσει και ο ίδιος τη ζωή του.
    Αυτό το περιστατικό μου το έλεγε με μεγάλη στενοχώρια κι εγώ σαν παιδάκι απορούσα γιατί το θεωρούσε τόσο σημαντικό μέσα σε τόσα άλλα φοβερά μου διηγόταν γι αυτά που έζησε στον πόλεμο και ότι επακολούθησε.

  73. ΚΩΣΤΑΣ said

    Για μένα που έχω παιδικά βιώματα από αγροτοκτηνοτροφική ζωή, καταπληκτικό διήγημα! Δεν είχαμε βέβαια μουλάρι, είχαμε όμως άλογα και άλλα ζώα.

    Και μια σύμπτωση. Σιι, σιι, ήταν η λέξη που έλεγε και ο πατέρας μου, όταν ήθελε να σταματήσουν τα άλογα που έσερναν το κάρο.

  74. ΓιώργοςΜ said

    67 Υπάρχουν ακόμη (μετρημένοι ίσως στα δάχτυλα) δυσπρόσιτοι τόποι που χρησιμοποιούν υποζύγια για τη μεταφορά υλικών. Η Σαντορίνη είναι η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό. Φαντάζομαι το ίδιο ισχύει και για άλλα κυκλαδονήσια.
    Είναι απίστευτη η ικανότητα των μουλαριών και των γαιδουριών να ακροβατούν στο χείλος του γκρεμού σε στενά μονοπάτια. Ακόμη κι αν υπάρχει χώρος, ακολουθούν συνήθως την εξωτερική μεριά. Συχνά ερμηνεύεται σαν ξεροκεφαλιά αυτό, έχω την εντύπωση όμως πως είναι σωστότερη πρακτική, καθώς έτσι αφενός το φορτίο έχει μικρότερες πιθανότητες να σκαλώσει στο πλάι, αφετέρου υπάρχει περιθώριο υποχώρησης προς το εσωτερικό του μονοπατιού αν χρειαστεί.

  75. Στην Ήπειρο οι μεταφορές γίνονταν επί αιώνες με τα μουλάρια.
    Γι’ αυτό και τα παραδοσιακά πέτρινα γεφύρια έχουν ανά ένα μέτρο, περίπου, μια προεξοχή, για να πιάνονται τα πέταλά τους και να μην γλιστράνε στην βρεγμένη πέτρα

    Εδώ, στο γεφύρι της Πορτίτσας, νομό Γρεβενών, στα σύνορα με τα Ιωάννινα, πάνω από τον Βενέτικο ποταμό. Να πάτε!

    http://valiacaldadog.blogspot.gr/2009/09/blog-post_9588.html

  76. ΚΑΒ said

    Από Σχοινούσα

  77. sarant said

    74 Και σε μερικά ακόμα νησιά χρησιμοποιούνται γαϊδούρια.

    Πριν απο 20-25 χρόνια ένας φίλος έλεγε ότι για μια οικοδομή στον Προφήτη Ηλία στον Πειραιά χρειαζόταν να μεταφερθούν τα υλικά με γάιδαρο.

  78. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Πολύ όμορφο και αισθαντικό διήγημα, νάσαι καλά Νικοκύρη που ψάχνεις και τα βρίσκεις για να μας τα προσφέρεις ενώ ταυτόχρονα, αναγνώστες σαν κι εμένα μαθαίνουν αγνώστους αλλά αξιόλογους συγγραφείς.

    43 – Mπράβο Corto μετά από το σκληρό ανάγνωσμα του Λώλου, ήταν ό,τι πρέπει ο Μωραϊτίνης για να διώξει τις δύσκολες σκέψεις που άρχισα να κάνω.

  79. Είναι και τα διηγήματα στη συλλογή
    Τυφεκιοφόρος του εχθρού του Μάριου Χάκκα
    Ένα μουλάρι διηγείται
    Μουλαροπεριπέτεια

  80. sarant said

    79 Nαι μπράβο!

  81. Γιάννης Κουβάτσος said

    Και μια ιστορία-μπονζάι από τον «Θησαυρό των αηδονιών» του αγαπημένου Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου (η τρίτη):
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://educandus.forumotion.com/t1538-topic&ved=0ahUKEwjejuDYg4XXAhWIF8AKHY4VDkMQFggwMAU&usg=AOvVaw3mQqIVwtWnLi1EwRQ0sgG6

  82. Φαρμακωμενο Πιονι said

    Χαιρετω τον Νικοκυρη και τους συνιστολογους. Πρωτη φορα που σχολιαζω, μετα απο χρονια τωρα που παρακολουθω τακτικα το ιστολογιο. Τα συγχαρητηρια μου για την εξαιρετικη και σταθερα ποιοτικη δουλεια.

    Πολυ ωραιο και συγκινητικο το σημερινο διηγημα. Ενας ελαχιστος φορος τιμης για τα ζωντανα που πολεμησαν και πεθαναν μαζι με τους φανταρους.

    Να σημειωσω οτι η «συμπαγεια» ειναι μεν δοκιμος ορος, αλλα σαν εννοια δεν πρεπει να συγχεεται με την συνεκτικοτητα. Συνοπτικα, για τοπολογικο χωρο (X,τ), ο X λεγεται συνεκτικος (connected) αν δεν υπαρχουν δυο ανοιχτα, μη κενα, και ξενα μεταξυ τους υποσυνολα τετοια ωστε η ενωση τους να δινει τον X. Ο X λεγεται συμπαγης (compact) αν καθε ανοιχτο καλυμμα (δηλαδη συλλογη ανοιχτων υποσυνολων, των οποιων η ενωση ισουται με τον X) εχει πεπερασμενο υποκαλυμμα.

  83. nikiplos said

    Πραγματικά ωραίο και δυνατό διήγημα… μου άρεσε κι ο τρόπος της αφήγησης, κάπως αποστασιοποιημένος, που δεν έδειχνε απάθεια αλλά απόγνωση, έλλειψη πίστης σε κάτι καλύτερο. Τέλος πάντων, είμαι ο τελευταίος των σχολιαστών εδώ που θα έκανα κριτική σε λογοτεχνικό κείμενο, αλλά απλά λέω τι μου άφησε εμένα ως αίσθηση. Να κάτι τόσο δυνατό που δύσκολα θα περνούσε σε ταινία – θα ήταν βαρετή, και τα πλάνα άχαρα και μη θεαματικά επίσης. Αυτό για μένα – το να μην μπορεί κάτι να εικονοποιηθεί εύκολα, είναι δείγμα…

  84. sarant said

    82 Καλώς ορίσατε! Ωραίο ψευδώνυμο!

    83 Ενδιαφέρον αυτο που λες στο τέλος.

  85. Στον στρατό ήμουν οπλίτης κτηνίατρος, με PhD από Αγγλία. Οι μουλαράδες ήταν η τελευταία ειδικότητα επιλογής. Μουλαράδες κατέληγαν όσοι δεν του ήθελαν τα άλλα σώματα. Υπηρετούσα στα Γιαννιτσά σε μια μεραρχία που είχε κάποια μουλάρια. Περνούσαμε μέσα από το χωριό με τα μουλάρια. Κάποιος χωριάτης μας είπε: Εμ δεν πάτε να μάθετε δυο γράμματα μουλαράδες σας κάνουν…
    Τότε ήμουν μέλος επιτροπής εκποιήσεως »γεγηρακότων και ατιθάσων ημιόνων». »…Πρόεδρος των οποίων είναι ο Ταγματάρχης …» έγραφε ο γενικός αρχίατρος … και ο ταγματάρχης μου έλεγε: πες του γιατρού ότι είμαι πρόεδρος της επιτροπής και όχι των ημιόνων…
    Τους γύφτους όμως ποτέ δεν μπόρεσα να τους γελάσω, για την ηλικία των ζώων, την ήξεραν καλλίτερα από εμένα…

  86. ΣΠ said

    Ευχαριστώ όσους απάντησαν για την συμπάγεια. Όπως κατάλαβα από τις απαντήσεις αλλά όπως βλέπω και στο google ο όρος χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στα μαθηματικά. Πολύ σπάνια θα χρησιμοποιηθεί αλλού, όπως π.χ. η συμπάγεια ενός υλικού.

  87. Γιάννης Ιατρού said

    36/49/50 Για την αγγλική έκδοση ρίξτε μια ματιά στο «The Best American sort Stories 1964» που έχει την *αναδημοσίευση*. Εγώ με την σύνδεση που έχω αδυνατώ να το ψάξω.

  88. Βάταλος said

    Εντιμώτατοι κύριοι,

    επιτρέψατέ μοι να καταθέσω ωρισμένας ρηξικελεύθους απόψεις επί της παρούσης αναρτήσεως, που ίσως μοί στοιχίσουν νέαν πορτοκαλιάν κάρταν…

    1) Κατ’ αρχάς, αξίζουν συγχαρητήρια τω κ. Σαραντάκω διά την αλίευσιν και ανάρτησιν αυτού του διηγήματος, που – σημειωτέον – εις τα αγγλικά είναι κλάσεις ανώτερον από την ρωμέικην απόδοσιν (ακριβέστατη, κατά τα άλλα…) εις μίαν λογοτεχνίζουσαν γλώσσαν που μιμείται την Γενιάν του 30. Διά να πείσω τους κακοψύχους αναγνώστας (κλίκα Ιατρού κλπ.), αλλά κυρίως επειδή το εζήτησε (σχόλιον 31) ο ειδήμων κ. Άγγελος, αναρτώ μερικά αποσπάσματα του διηγήματος εις τα αγγλικά και τα ρωμέικα, προκειμένου να κάμη την σύγκρισιν και η «κουτσή Μαρία»…


    2) ΕΡΩΤΩ: Διατί ο κ. Σαραντάκος απέκρυψε ότι το «Mule 095» περιελήφθη εις τα καλύτερα αμερικανικά διηγήματα του σωτηρίου έτους 1964; Η αξία του διηγήματος, όπως έγραφον τότε οι Αμερικανοί κριτικοί είναι η εξής: Ο Λώλος κατώρθωσε (μέσω της λαμπράς περιγραφής του κάλλους και του ανυποτάκτου χαρακτήρος της ημιόνου Γάτας) να κάμη τους Αμερικανούς να λυπηθούν πολύ περισσότερον διά τον εν Πολέμω θάνατον αυτής της χαρισματικής μουλάρας, παρόσον θα εστενοχωρούντο, αν περιέγραφε τον θάνατον ενός ανθρώπου…

    3) Μοί προξενεί αλγεινήν εντύπωσιν (και αποδεικνύει διά πολλοστήν φοράν ότι οι πολυδιαφημισμένοι δαιμόνιοι ερευνηταί του Σαραντακείου Ιστολογίου είναι «διά τα μπάζα») ότι επί 14,5 ώρας ουδείς αναγνώστης ετόλμησε να «κράξη» τον κ. Σαραντάκον διά την λανθασμένην αναγραφήν του έτους γεννήσεως του Λώλου. Θα ήρκει έν απλούν «κλίκ» εις την περίφημον αμερικανικήν ιστοσελίδα http://www.ancientfaces.com, όπου καταγράφονται αι γεννήσεις, οι θάνατοι, οι γάμοι κλπ. ΟΛΩΝ των Αμερικανικών πολιτών. ΙΔΟΥ τί προκύπτει διά τον Κίμωνα Λώλον, με την ελπίδα ότι ο ρέκτης κ. Σαραντάκος θα σπεύση να διορθώση το λάθος του (1917 αντί 1916)

    4) Καλώ τον («μαγκιά – κλανιά και κώλος φινιστρίνι») κακόψυχον Ιατρού, να πληρώση τα 15 δολάρια που απαιτούνται και να μάς αναρτήση τα 5 πιστοποιητικά των Αμερικανικών Αρχείων διά τον Λώλον, που είναι όντως αποκαλυπτικά. Μεταξύ άλλων, θα πληροφορηθούν οι ανυποψίαστοι Σαραντάκειοι αναγνώσται αν όντως επολέμησε (και πού!..) εις τον Ελληνο-Ιταλικόν Πόλεμον (όπως υποθέτει εν τω προλόγω του ο κ. Σαραντάκος), διατί μετέφρασε το αρχαιοελληνικόν του όνομα «Κίμων» εις «Kimon» αντί του ορθού «Cimon» (προφέρεται… ˈsaɪmən και κάμνει ομοιοκαταληξίαν με το Σίμων) και πολλά άλλα που δεν αναφέρω, διά να μή κάμω «τζάμπα μάγκες» τους ερευνητάς του παρόντος Ιστολογίου

    Μετά πάσης τιμής
    Γέρων Βάταλος
    αιμύλος και σπουδαιόμυθος

    ΥΓ: Συγχαίρω ειλικρινώς τον MVP του Ιστολογίου, κακόψυχον χωροφύλακα Ιατρού, που προσεπάθησε (σχόλιον 87) να διασώση τους πολυδιαφημισμένους ερευνητάς του Σαραντακείου Ιστολογίου από το νέον στραπάτσον που τους κάμνει απόψε το Επιτελείον μας…

  89. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    85 θυμήθηκα τον παλιό δημοσιογραφίσκο που έγραψε για την τελετή παραλαβής των καινούργιων σκουπιδιάρικων ότι παρελήφθησαν τα νέου τύπου απορριματοφόρα οχήματα παρουσία του δημάρχου και των δημοτικών αρχών των οποίων τα οπίσθια ανοιγοκλείνουν αυτομάτως.
    Και γινότανε καλαμπούρι πως έκανε τα οπίσθια των δημοτικών αρχών Συμπληγάδες Πέτρες.

  90. Alexis said

    Εξαιρετικό το διήγημα, καταπληκτική η γραφή του Λώλου!

  91. Corto said

    78:
    Λάμπρο σε ευχαριστώ!
    Πιστεύω ότι οι προπολεμικοί χρονογράφοι (αν στέκει ο όρος), σαν τον Μωραϊτίνη, κατάφεραν να μας περιγράψουν την εποχή τους με έναν τρόπο μοναδικό, χωρίς την μελαγχολία που καμία φορά αναπόφευκτα διακατέχει την πιο «λόγια» συγγραφή. Είναι κρίμα που πολλά από αυτά τα κείμενα θεωρήθηκαν δεύτερης διαλογής και έμειναν στην σκιά.

  92. 43
    Ωραίο το ευθυμογράφημα του Μωραϊτίνη
    Φαίνεται όμως ότι ο ιδιοκτήτης του αλόγου δεν ήταν …γνήσιος Έλληνας!
    Να τί κάνουν οι γνήσιοι Έλληνες (διήγηση του πατέρα μου για τον πόλεμο του ’40): Είχε ένας «διάσημος χωρικός» ένα δυνατό αρσενικό άλογο. Δεν γλίτωνε με τίποτα την επίταξη. Με τίποτα; Όχι δα. Λάδωσε την αρμόδια επιτροπή, η οποία αποφάνθηκε τελεσιδίκως ότι το άλογο είναι έγκυο!

  93. Corto said

    92:
    Πάντως υποτίθεται ότι μετά τον πόλεμο τα επιταγμένα άλογα επιστρέφονταν στους ιδιοκτήτες τους και θεωρητικά, αν το άλογο σκοτωνόταν, ο ιδιοκτήτης του έπαιρνε αποζημίωση από το Κράτος. Τουλάχιστον έτσι γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο διήγημα του «το άλογο».

  94. Γς said

    Ητανε κι εκείνο το περιβόητο μουλάρι στον εμφύλιο [στον Εθνικό Στρατό μεριά].

    Επεσε και τελεύτησε το βίο του σε μια βαθιά χαράδρα της Πίνδου. Συνέχισαν όμως να του φορτώνουν διάφορα υλικά που έχαναν.

    -Πιστόλιον Μπερέτα, Χλαίνη μία. Σκελέες οκτώ. Αγνοούνται, Τι να γράψω;

    -Γράψε ότι ήσαν στο φορτίο του μουλαριού που έπεσε.

    Και κάποτε κάποιος επόπτης έκανε έλεγχο στις καταστάσεις των υλικονόμων. Και έφριξε.

    Το άτυχο μουλαράκι εφέρετο να μεταφέρει τόνους πυρομαχικών, ιματισμού κλπ, που ούτε ένα τριαξονοκό θα μπορούσε

  95. ΓιώργοςΜ said

    83 τέλος: Ίσα-ίσα, εγώ το πρώτο που σκέφτηκα είναι πως θα γινόταν εξαιρετική ταινία μικρού μήκους, με ελάχιστους ή καθόλου διαλόγους, ίσως και χωρίς μουσική. Σκοτεινή, μουντή, αγχωτική, απαισιόδοξη, με φωτογραφία όπως πχ το «Ψυχή βαθιά» ή των ταινιών του Αγγελόπουλου.
    (Αν ήταν μικρού μήκους του ίδιου του μακαρίτη του Αγγελόπουλου, ίσως να είχε τη διάρκεια μιας συνηθισμένης ταινίας, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.)

  96. Alexis said

    Καλημέρα.

    Μουλάρι είχε όλα τα χρόνια, μέχρι που πέθανε, ο παππούς μου, από την πλευρά της μάνας μου, Πόντιος στην καταγωγή.
    Για πολλά χρόνια είχε ένα μεγαλόσωμο αρσενικό που το έλεγε Κίτσο. Το χρησιμοποιούσε σαν ζώο μεταφοράς για το κάρο του. Μου είχε διηγηθεί και την εξής ιστορία:
    Κάποτε είχε πάει στη Θεσσαλονίκη με το κάρο του για δουλειές. Στο δρόμο της επιστροφής για τον Λαγκαδά (απόσταση 20 χλμ. περίπου) τον πήρε ο ύπνος. Δεν ανησυχούσε όμως γιατί το πανέξυπνο ζώο ήξερε το δρόμο και πήγαινε μόνο του. Κάποιοι Εγγλέζοι στρατιώτες που τον είδαν να κοιμάται, για να «σπάσουν πλάκα», έπιασαν σιγά-σιγά τα χαλινάρια του μουλαριού και ξαναγύρισαν το κάρο προς τη Θεσσαλονίκη. Υποθέτω ότι το περιστατικό θα συνέβη λίγο μετά την Κατοχή, όταν ήταν έντονη η παρουσία του Αγγλικού στρατού στην Ελλάδα.
    Κάποια στιγμή ο παππούς ξύπνησε και είδε έκπληκτος ότι βρισκόταν στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και με λάθος κατεύθυνση. Αφού «τα έψαλε» δεόντως στον Κίτσο, ξαναγύρισε προς τα πίσω. Στο δρόμο πέρασε πάλι μπροστά από τους στρατιώτες που μόλις τον είδαν έσκασαν στα γέλια. Τότε κατάλαβε τι είχε γίνει και συνειδητοποίησε ότι το μουλάρι ήταν αδύνατον να είχε κάνει τέτοιο λάθος από μόνο του χωρίς «έξωθεν» παρέμβαση! 🙂

  97. Alexis said

    #95: Και μεγάλου μήκους ταινία γίνεται μια χαρά. Σκέψου λίγο:
    Επίταξη του μουλαριού, περιπετειώδες φόρτωμα στο καράβι, ταξίδι με το πλοίο, αποβίβαση και πορεία προς το μέτωπο, φόρτωμα, εγκλωβισμός στη λασπόλιμνη, προσπάθειες του δεκανέα να το τραβήξει, επιστροφή μετά του δεκανέα και νέες προσπάθειες, εγκατάλειψη και τέλος.
    Όλα αυτά, αν τα «απλώσει» κανείς, και με τους κατάλληλους διαλόγους, γίνεται εξαιρετική ταινία από έναν τεχνίτη σκηνοθέτη…

  98. spiral architect 🇰🇵 said

    @97: Saving Mule Gata 😀

  99. ΓιώργοςΜ said

    97 Νομίζω πως είτε θα ήταν φλύαρη μια μεγάλου μήκους, είτε απλώς «βασισμένη στο διήγημα….». Για να σταθεί θα θέλει λεπτομέρεια στους χαρακτήρες, περισσότερες σκηνές κλπ που δεν υπάρχουν και πρέπει κάποιος να τα εφεύρει. Χώρια που θα χρειαστεί είτε δράση είτε ένα λαβ στόρι ή και τα δύο για να σταθεί εμπορικά….
    Μιας και οι μικρού μήκους ταινίες συνήθως απευθύνονται σε πολύ περιορισμένο κοινό ελλείψει διανομής (στην καλύτερη κάποια να μπει πριν από μια μεγάλου μήκους), ίσως θα ήταν ένα επεισόδιο μιας σπονδυλωτής ταινίας με 5-6 ιστορίες.
    (Έτοιμοι είμαστε! Το σενάριο σχεδόν έτοιμο, μας λείπουν μόνο παραγωγός, σκηνοθέτης, διευθυντής φωτογραφίας, ηθοποιοί, μουλάρι, και 5 ακόμη διηγήματα!)

  100. nikiplos said

    95, 97, άν ήθελα να γράψω για κάποια ταινία παρόμοιου περιεχομένου, αναμφισβήτητα θα έγραφα για τον «Ουρανό» του Τάκη Κανελλόπουλου. Εντούτοις οι περιγραφές σας αποδίδουν «δύσκολη» (και σε γύρισμα και σε θέαση) ταινία, που ενδεχομένως η βέβαιη εισπρακτική της αποτυχία να αποτρέπει και τον πιο μανιώδη να επιχειρήσει μια τέτοια μεταφορά… Πάντως εν κατακλείδι, συμφωνείτε και οι δυό με τη δυσκολία της μεταφοράς κι αυτό ήθελα κι εγώ να αποδώσω. Αυτό το δυνατό κείμενο δύσκολα εικονοποιείται.

  101. ΓιώργοςΜ said

    98 Mule Cat θες να πεις. To queue στα ταμεία θα είναι μεγαλύτερο από το queue της πρωταγωνίστριας, άραγε; 😛

  102. sarant said

    Καλημέρα!

    99 Κι εγώ σκέφτηκα ότι για ταινια μεγάλου μήκους θα έλειπε ο γυναικείος ρόλος (πλην της Γάτας βεβαίως…!)

  103. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Άλογα του Γαλλικού στρατού στο Λιμάνι της Θεσ/νίκης το 1916

  104. ΣΠ said

    102 …θα έλειπε ο γυναικείος ρόλος…

    Όπως στην ταινία Η μεγάλη απόδραση.

  105. Αιμ said

    Αν και το διάβασα χτες σήμερα μου ‘ρθε η απορία και δεν την είδα στα σχόλια : είναι δόκιμο » η ημίονος » ή ποιητική αδεία ετέθη ; Υπάρχει κατ’ αναλογία » η όνος » για την γαϊδούρα ;

  106. προμάζεμα said

    για τη «συμπάγεια» χρησιμοποιώ περιφράσεις με το συμπαγής. Αν όμως θέλω να αναφερθώ σε ιδιότητες π.χ. μηχανικές αντοχές προτιμώ τη χρήση του ισότροπος

  107. Μαρία said

    105
    Ο, η όνος
    Ο, η ημίονος

  108. sarant said

    105-107 Είχε πλασει ο Πάλλης και την όνισσα και έγινε φασαρια 🙂

  109. Μαρία said

    108
    Καλά λες https://sarantakos.wordpress.com/2017/03/20/tsimpousi/#comment-421815

  110. Αιμ said

    107, 108. Ευχαριστώ πολύ. Τι μαθαίνει κανείς !

Σχολιάστε