Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Κώστας Καρυωτάκης’

Κηδείες…

Posted by sarant στο 19 Σεπτεμβρίου, 2022

Σήμερα γίνεται η κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ της Μεγάλης Βρετανίας, 11 μέρες μετά τον θάνατό της. Προηγουμένως, η σορός της είχε εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα πρώτα στο Εδιμβούργο και μετά στο Λονδίνο, στο Γουεστμίνστερ, ενώ σήμερα θα ταφεί στο παλάτι Ουίνδσορ.

Κατά σύμπτωση, τον θάνατο της Ελισάβετ ακολούθησαν αλυσιδωτά τρεις ακόμα απώλειες εγχώριων προσωπικοτήτων, γνωστών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, του Δημήτρη Παντερμαλή, του Κώστα Καζάκου και της Ειρήνης Παπά -συνομήλικης της εστεμμένης.

Είχαμε λοιπόν πολλές κηδείες αυτές τις μέρες. Το θέμα δεν είναι ευχάριστο, κι έτσι ίσως εξηγείται ότι ενώ επί δεκατρία χρόνια έχουμε γράψει αποχαιρετιστήρια άρθρα για όχι λίγες προσωπικότητες που έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο, για τη λέξη «κηδεία» δεν έχουμε δημοσιεύσει άρθρο.

Να διορθώσουμε λοιπόν αυτή την παράλειψη με το σημερινό άρθρο.

Η κηδεία είναι λέξη αρχαία, αλλά η σημασία της έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες. Προέρχεται από το ρήμα κηδεύω, το οποίο, με τη σειρά του, ανάγεται στο κήδω-κήδομαι.

Το ενεργητικο ρήμα κήδω σήμαινε «χτυπάω, βλάπτω». Ας πούμε στο Ε της Ιλιάδας (στ. 404) λένε για τον Διομήδη ότι «τόξοισιν έκηδε θεούς», δηλ. τραυμάτιζε με τα βέλη του τους θεούς. Αλλά το μέσο κήδομαι, απεναντίας, σήμαινε «φροντίζω κάποιον, νοιάζομαι για κάποιον». Από εκεί άλλωστε είναι και ο κηδεμών, κηδεμόνας σήμερα, που ανάμεσα στις σημασίες του είχε και τη σημερινή.

Το ρήμα «κηδεύω», από το «κήδω» με παραγωγικό τέρμα «-εύω» είχε επίσης αρχική σημασία «φροντίζω, μεριμνώ», αλλά στη συνέχεια πήρε τη σημασια «νυμφεύομαι» (παντρεύομαι, αλλά για άντρα), συμπεθεριάζω. Στον Προμηθέα Δεσμώτη, υπάρχει ο γνωμικός στίχος (890): ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ, που ο Γρυπάρης τον μεταφράζει «πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς μ’ όμοιους του να συμπεθεριάζει».

Παρομοίως, η αρχική σημασία της λέξης «κηδεία» είναι η συγγένεια από γάμο, η συγγένεια εξ αγχιστείας που λέμε σήμερα. Ο Αριστοτέλης, ας πούμε, λέει στα Πολιτικά για συγγενείς «ή προς αίματος ή κατά … κηδείαν», ενώ πιο κάτω, όταν γράφει » κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις» εννοεί συμπεθεριά, παντρειές -όχι βεβαια κηδείες με τη σημερινή σημασία!

Ωστόσο, ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια εμφανίζεται η σημερινή σημασία, «τελετή της ταφής» για την κηδεία ενώ το ρήμα «κηδεύω» είχε πάρει (και) τη σημασία «τελώ την ταφή» ήδη από την κλασική εποχή. Ας πούμε, στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή εμφανίζεται η Ηλέκτρα να θρηνεί τον Ορέστη (που υποτίθεται ότι είχε σκοτωθεί στα ξένα και μόνο τις στάχτες του έφεραν στην πατρίδα) και να του λέει «εν ξένησι χερσί κηδευθείς τάλας» (στ. 1141), από ξενα χέρια κηδεύτηκες κακόμοιρε.

Φαίνεται παράξενο, που συνυπήρχαν για ένα διάστημα στην ίδια λέξη δυο σημασίες που φαίνονται διαμετρικά αντίθετες, ο γάμος και η κηδεία, αλλά το κοινό στοιχείο είναι η φροντίδα που χρειάζεται για την τελετή. Αν είχε δηλαδή διατηρηθεί αυτή η συνύπαρξη των σημασιών, η γνωστή αγγλική κωμωδία θα μπορούσε να αποδοθεί «Τέσσερις κηδείες και μια κηδεία», αλλά βέβαια υπερβάλλω διότι η αρχαία κηδεία δεν ήταν η γαμήλια τελετή αλλά το συμπεθεριό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ποίηση, Τραγούδια | Με ετικέτα: , , , , , | 140 Σχόλια »

Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης (του Γιώργου Ιωάννου)

Posted by sarant στο 6 Ιανουαρίου, 2019

Μεθαύριο, στις 8 Ιανουαρίου, συμπληρώνονται 75 χρόνια από την αυτοκτονία του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Κάθε χρόνο, τη μέρα εκείνη ή την κοντινότερη Κυριακή, το ιστολόγιο συνηθίζει να δημοσιεύει ένα άρθρο σχετικό με τον ποιητή, παρουσιάζοντας είτε κάποιο άγνωστο κείμενό του είτε στοιχεία για τη ζωή του. Στη φετινή δημοσίευση αλλάζω κάπως τακτική, αφού δημοσιεύω ένα αρκετά γνωστό κείμενο για τον Λαπαθιώτη, γραμμένο από τον επίσης αγαπημένο Γιώργο Ιωάννου.

Ένας από τους λόγους της σημερινής δημοσίευσης είναι ότι σχετικά πρόσφατα το εξαιρετικό αυτό κείμενο του Ιωάννου ανέβηκε διασκευασμένο σε θεατρικό μονόλογο, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, με έξοχη ερμηνεία του Αντώνη Γκρίτση στο Μπιζού ντε καντ. Πρόσφατα συνάντησα τον ηθοποιό που μου έστειλε και ένα ωραίο φυλλάδιο για την παράσταση, όπου υπήρχε και ενδιαφέρον κείμενο του Δημήτρη Παπανικολάου, που μπορείτε να το βρείτε εδώ. Το κείμενο του Παπανικολάου αναλύει και φωτίζει το αφήγημα του Γ. Ιωάννου, οπότε σας συνιστώ να το διαβάσετε μετά.

Από τη δημοσίευση του πεζογραφήματος του Ιωάννου έχουν περάσει 35 χρόνια, ο ίδιος δεν βρίσκεται πια στη ζωή -μάλιστα πέθανε αναπάντεχα δυο χρόνια μόλις μετά- και η περιοχή που περιγράφεται, η γειτονιά του Λαπαθιώτη, πίσω από το Μουσείο, έχει αλλάξει κι αυτή. Το σπίτι του Λαπαθιώτη μένει, μένει να ρημάζει…

Η φωτογραφία του σπιτιού είναι εκείνη που συνόδευε την αρχική δημοσίευση στη Λέξη.

Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν υπήρξε, βέβαια, γείτονάς μου την εποχή που ζούσε. Αυτό έγινε – δηλαδή «έγινε» – πολύ αργότερα, όταν εγώ πήρα των ομματιών μου και εγκαταστάθηκα οριστικά στην Αθήνα και μάλιστα, χωρίς να το καταλάβω, πάνω σ΄ αυτά τα ίδια χώματα με τα ίχνη από τα πατήματα και τα παραπατήματά του.

Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να είμαστε στην ίδια γειτονιά επί δεκάξι χρόνια, εφόσον τόσο ήμουν εγώ, όταν αυτός, πενηνταπεντάρης πια, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944, μέσα σ΄ αυτό το πατρικό του σπίτι της οδού Κουντουριώτου – Κουντουριώτου και Οικονόμου – στα Εξάρχεια, απ΄ όπου περνώ πολλές φορές τη μέρα και πάντοτε τον μνημονεύω. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να λείψω από αυτό το δημόσιο σαραντάχρονο μνημόσυνό του.

Φοβούμαι πως αν καθόμασταν από τότε κοντά, θα τον θυμόμουν τώρα μόνο στα τελευταία του, απάνω στη μεγάλη καταρράκωση και τον παρατημό του, γιατί όταν είναι κανένας πολύ μικρός, δεν ξέρει να προσέξει, ενώ όταν είναι έφηβος, ξαφνικά ανακαλύπτει τα πάντα, ιδίως τα παράξενα φαινόμενα, και εύκολα ερεθίζεται η φαντασία του. Θα τον θυμόμουν, λοιπόν, κι εγώ στα τελευταία του, όπως κυρίως τον θυμούνται ακόμη μερικοί σ΄ αυτή τη γειτονιά.

Πάντως, από αυτό το σπίτι, όπου κατοικώ τώρα, της οδού Δεληγιάννη 3, δεν θα ήταν δυνατό να γειτονεύω μαζί του, γιατί τότε βρισκόταν στο χώρο αυτό η ξακουστή ταβέρνα του Γιώργη του Μιχαλάκου του κουλού, απόπου ο Λαπαθιώτης περνούσε συχνά, για να πιει κρασί με την παρέα του ή να δεχτεί κανένα ευγενικό κέρασμα, στα τελευταία του, όταν είχε πια καταπέσει. «Για τον ποιητή!»

Θα υπήρχε, λοιπόν, κάποια άλλη οπτική γωνία, κάποια διαφορετική σχέση και συνάφεια ή μάλλον δεν θα υπήρχε και πάλι τίποτα, μα θα ήταν πάντα, αυτό, που είναι και τώρα : ο Λαπαθιώτης να διαγράφει τα τελευταία στάδια του κύκλου του σ΄ αυτή τη γειτονιά, κι εγώ δεκάξι χρονών έφηβος στη Θεσσαλονίκη, τρομοκρατημένος και τσαλαπατημένος, ζώντας μέσα στον εφιάλτη της Κατοχής και της άλλης καταπίεσης, να διαβάζω ό,τι έβρισκα μπροστά μου από τα κείμενά του, είτε σε παλιούς τόμους του «οικογενειακού» περιοδικού «Μπουκέτο», είτε στα τεύχη του περιοδικού της Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού». Και βέβαια, όχι μονάχα Λαπαθιώτη, αλλά όλο το σύμπλεγμα.

Μόνον ανίδεοι και ξιππασμένοι μπορούν σήμερα να λένε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας μέτριος ή και ασήμαντος ποιητής του μεσοπολέμου, κι αυτό γιατί δεν μπορούν να δουν άλλο τίποτε παρά μονάχα τα ποιήματά του, και μάλιστα αυτά τα δημοσιεύσιμα, ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν ένας δυνατός αισθησιακός ποιητής και προπαντός μια πνευματική προσωπικότητα. Η ποίηση του Λαπαθιώτη βρίσκεται στα ανέκδοτα τολμηρά ποιήματά του.

Τον Λαπαθιώτη, λοιπόν, τον είχα προσέξει ως όνομα και ως ποιητή προτού αυτοκτονήσει, διαβάζοντας τα ποιήματα της χρυσής του εποχής, της γύρω από το τριάντα, τον καιρό που αυτός πέθαινε. Και σίγουρα γι΄ αυτό η είδηση της «ξαφνικής» αυτοκτονίας του μού έκανε εντύπωση, αναφερόταν σε ποιητή που με είχε συγκινήσει. Και λίγο αργότερα γι΄ αυτό ακριβώς καταλάβαινα πολύ καλά όλες τις νύξεις και τους υπαινιγμούς, που γίνονταν μέσα στη χριστιανική κίνηση, όπου είχα καταφύγει κι εγώ, επειδή κάτι είχα γευτεί από την «ολέθρια» ποίησή του. Φαίνεται ότι μερικοί από κείνους τους νεοχριστιανούς σαγηνεύονταν από το έργο του και μπαίνανε σε πειρασμό σκεπτόμενοι τη ζωή του, γι΄ αυτό και τον ξορκίζανε έτσι. Αλλά δεν πρόκειται εδώ να εξιστορήσω αυτά. Εδώ πρόκειται να ξαναπώ πόσο πιο δυνατή προσωπικότητα από πολλούς άλλους παρόμοιους ήταν ο Λαπαθιώτης, πόση σπουδαία και ξεχωριστή σημασία έχει αυτό και πόσο όλοι αυτοί με τις πανεπιστημιακές μεζούρες στο χέρι δεν μπορούν κάτι τέτοια να τα «πιάσουν». Κάθε τόσο ρίχνουν στη μέση διάφορους ποιητές της εποχής του και της παρέας του, λέγοντας ότι ο Λαπαθιώτης είναι πιο αδύνατος από αυτούς, ανυπόφορα αισθηματικός σε μερικά, ακόμα και σαλιάρης. Ναι, όλοι αυτοί έχουν δίκαιο στα σημεία, αλλά όχι στο σύνολο.

Και εγώ άλλοτε είχα πέσει σ΄ αυτή τη λούμπα, όταν είχα γίνει ένας λογοκρατούμενος οπαδός της θεωρητικής γραμμής της γενιάς του τριάντα, η οποία ήταν μια σπουδαία γενεά, αλλά κάπως πονηρή και άκαρδη. Έβλεπα τον Λαπαθιώτη σαν ένα σαχλό αισθηματικό ποιητή και για πολλά κείμενά του ακόμα έτσι τον βλέπω. Το ενδιαφέρον μου γι΄ αυτόν ξαναζεστάθηκε, από τότε που διάβασα μερικά από τα τολμηρά ποιήματά του, που ακόμα κι εκείνη την έκδοση Δικταίου, με τις εισαγωγές της, είχαν κάνει υποφερτή. Ερωτικά κείμενα πρώτης γραμμής, που αληθινά διεγείρουν.

Τώρα αποδεικνύεται ότι είχα πρωτοβρεθεί στη γειτονιά του Λαπαθιώτη, όταν γνώρισα τον Δικταίο και πέρασα καλεσμένος από το σπίτι του, Καλλιδρομίου 74Α, μια Κυριακή πρωί του 1955. Εντούτοις, ο Δικταίος, που θα μπορούσε να ισχυριστεί κι αυτός ότι ήταν γείτονας του προστάτη του Λαπαθιώτη, και μάλιστα σε εποχή πολύ κοντινότερη προς το θάνατό του, δεν μού είχε κάνει νύξη γι΄ αυτή τη γειτνίαση, ούτε και στην εκτενή και ιδιωτικής συχνά φύσεως εισαγωγή του λέει κάτι σχετικό.

Ενώ σε μένα έχει κάνει σπουδαία, συνταρακτική μπορώ να πω, εντύπωση η γειτνίαση και συχνά, καθώς περνώ μέσα στα μισοσκότεινα έξω από το σπίτι του Λαπαθιώτη, συλλογίζομαι πως ευχαρίστως θα κατοικούσα κι εγώ μέσα σ΄ αυτό το ξεφλουδισμένο από το σουβά του αρχοντικό, αν το επισκεύαζαν κάπως, το «αναπαλαίωναν», όπως λένε, και μου το πρότειναν. Τότε η γειτνίαση θα μετατρεπόταν σε συγκατοίκηση. Δεν φοβούμαι εγώ τα φαντάσματα και μακάρι να υπήρχαν.

Στην ανακάλυψη του σπιτιού του Λαπαθιώτη, και ότι οπωσδήποτε αυτό πρέπει να είναι, οδηγήθηκα από τη διαίσθησή μου, λίγον καιρό μετά την εγκατάστασή μου στη γειτονιά, το 1971. Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια, που τόσο συνηθίζονταν κάποτε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σουβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εντούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει με ετοιμόρροπο. Κάτω από το σουβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν. Η πτώση του σουβά πιθανώς να επισπεύσθηκε και από τους όλμους, που άφθονοι έπεσαν κατά τα Δεκεμβριανά στην περιοχή, αφήνοντας τα ίχνη τους σε πολλά σημεία. «Σημεία και τέρατα!…»

Ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε μέσα σ΄ αυτό το σπίτι, εννιά περίπου μήνες πριν από την απελευθέρωση. Αν έκαμνε λίγο κουράγιο ακόμη, θα μπορούσε να είχε ζήσει και τον τρόμο των Δεκεμβριανών, καθώς και  τον Εμφύλιο. Και ποιος τη χάρη του, τότε… Όλη αυτή η παρέα ξεκληρίστηκε από τον πόλεμο. Ο Τέλλος Άγρας πήγε από αδέσποτη σφαίρα, που άρπαξε τις τελευταίες μέρες της Κατοχής, ενώ ο Μήτσος Παπανικολάου, «ένας από τους πιο δυσειδείς ανθρώπους, που είδε στη ζωή του», όπως με καλοσύνη γράφει ο Δικταίος, πέθανε «φυσιολογικά» από πείνα και κατάπτωση εξαιτίας της ηρωίνης. Στο αφιέρωμα που του έκανε κάποτε ένα γνωστό περιοδικό, δημοσιεύονται ξεδιάντροπες αναμνήσεις πνευματικών ανθρώπων, όπου λένε πώς θυμούνται τον Παπανικολάου να σέρνεται ζητιάνος στους δρόμους, τυλιγμένος με τσουβάλια και πρησμένος ολόκληρος. Δεν ήταν μόνο ανεπρόκοποι, μα έπαιρναν και ναρκωτικά, ακόμα και ηρωίνη. Και αυτός και ο Λαπαθιώτης. «Αυτά δεν βγαίνουν σε καλό», διακηρύττει ο αυστηρός φύλακας της ηθικής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε παλαιότερο άρθρο του για το Λαπαθιώτη.

Το σπίτι του Λαπαθιώτη φέρει πια κάτι, που σε βάζει σε υποψία. Έγιναν μέσα και γύρω του χίλια δυο και του έβγαλαν στην επιφάνεια πυκνές ζαρωματιές και σημάδια. Σαν βαρυφορτωμένο από πείρα αρχοντικό πρόσωπο. Πάντως, εγώ για τις υποψίες μου ως προς το περίεργο αυτό σπίτι βεβαιώθηκα από μια κουβέντα που είχα κάποτε με τον ποιητή και εκδότη Νίκο Καρύδη. Με κάποια αφορμή, άρχισε να μου διηγείται πώς λίγο μετά την αυτοκτονία κλήθηκε και μπήκε ως εκτιμητής της βιβλιοθήκης μέσα στο σπίτι του Λαπαθιώτη. Εγώ αντί να ακούω αυτή την ενδιαφέρουσα διήγηση, τον ρωτούσα επίμονα : «Είναι αυτό που βρίσκεται στην Οικονόμου και Κουντουριώτου γωνία; Αυτό το μεγάλο ρεπιασμένο σπίτι;» «Ναι!», μού είπε ο Καρύδης και ησύχασα. Αυτό ήταν! Τώρα, που επρόκειτο να κάνω αυτό το σημείωμα, πήγα στον «Ίκαρο» και τα ξαναείπαμε. Θα τα αφηγηθώ παρακάτω.

Αδράνησα πάρα πολύν καιρό να κάνω κάτι για το σπίτι, κι αν πάθει τίποτε, φοβούμαι ότι εγώ θα φταίω περισσότερο. Πριν από μερικούς μήνες ένα μικρό βυτιοφόρο, από αυτά που μοιράζουν πετρέλαιο, αναποδογύρισε ακριβώς έξω από την εξώπορτα του Λαπαθιώτη. Τα πετρέλαια πήραν την κατηφόρα και έφτασαν ως τη Σπυρίδωνος Τρικούπη. Έφριξα όταν τα είδα. Το πρώτο που θα καιγόταν, θα ήταν το σπίτι του ποιητή. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, εγώ δεν θα ένιωθα καμιά ευθύνη για τη φωτιά, το σπίτι όπως και νά ΄ταν, διατηρητέο ή όχι, θα πέθαινε, αλλά θα ένιωθα τύψεις, γιατί θα είχε χαθεί, χωρίς να έχει τιμηθεί εκεί ο Λαπαθιώτης και η μαρτυρική ζωή του, και χωρίς να έχει μεταβιβασθεί κάτι από την ατμόσφαιρά του στους μεταγενέστερους, που περνούν απέξω ανίδεοι. Αλλά και μέσα του κατοικούν ανίδεοι και από αυτούς το σπίτι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή και φθείρεται. Είναι κάτι οικογένειες από τα χωριά της Πίνδου ή των Αγράφων, που περιέργως έχουν ιδρύσει κάτι σαν παροικία στη γειτονιά μας και ενοικιάζουν πολλά από τα παλιά αυτά σπίτια, που αφθονούν στην περιοχή. Σε ένα υπόμνημά μου που έδωσα στο Υπουργείο Πολιτισμού, για να κηρυχθεί το σπίτι διατηρητέο, τα αναφέρω όλα.

Ορισμένοι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής με τους οποίους συνομίλησα θυμούνται το σπίτι πολύ ωραίο κάποτε, με κήπο περιποιημένο, στάβλο για τα άλογα της άμαξας, υποστατικό για τους υπηρέτες. Τώρα όμως είναι το πιο απεριποίητο σπίτι της περιοχής. Οι παλαιοί αυτοί κάτοικοι θυμούνται και κάτι σπουδαιότερο. Θυμούνται καλά τον ίδιο τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Λίγο μετά από κείνη τη συζήτηση με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, πήρα θάρρος και άνοιξα το θέμα σε μια βραδινή συναναστροφή στο σπίτι του νοικοκύρη μου Γιώργου Τσάπρα. Αμέσως διαπίστωσα πως ένας από τους συνδαιτημόνες, ο κύριος Κίμων Μαντέλλος, πρώην ανώτερος αξιωματικός του στρατού, θυμόταν πάρα πολύ καλά τον Λαπαθιώτη, γνωριζόταν μαζί του μάλιστα, και είχε αρκετά πράγματα να πει γι΄ αυτόν. Και μια κυρία επίσης, που τώρα είναι βαριά άρρωστη, ήξερε πολλά για τον ποιητή, καθώς και για την οικογένειά του. Λίγο αργότερα, είχα την κακή έμπνευση να μιλήσω γι΄ αυτές τις ανακαλύψεις μου σε ορισμένους παράγοντες της τηλεόρασης. Ήθελα κάτι να γίνει για τη μνήμη του Λαπαθιώτη και για το σπίτι του. Το αποτέλεσμα το είδα λίγους μήνες μετά, ξαπλωμένος και μπανταρισμένος με γύψους στο κρεβάτι μου στο ΚΑΤ. Οι παλαιοί κάτοικοι της γειτονιάς δεν είχαν δεχτεί να παρουσιαστούν στο φακό και αντί γι΄ αυτούς μιλούσε ο Δικταίος, ο οποίος παρ΄ όλο που είχε βοηθηθεί στα πρώτα του βήματα από τον ποιητή και ήταν επιμελητής του τόμου με τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, δεν συμπαθούσε και πολύ τον ποιητή και προπαντός τον κύκλο του, όπως άλλωστε φαίνεται και στην εισαγωγή του τόμου. Εκείνο το βράδυ η κατάστασή μου χειροτέρεψε. Μέσα στην ταραχή μου, πήρα την απόφαση πως εγώ ο ίδιος έπρεπε κάποτε να κάνω κάτι.

Όταν μου δινόταν η ευκαιρία, συζητούσα με τη γειτονιά, τους παλαιούς κατοίκους. Κι έτσι το δεύτερο για το οποίο βεβαιώθηκα, ήταν ότι από άποψη εδαφικής επαφής ήμουν πολύ κοντινότερος με τον Λαπαθιώτη, απ΄ ό,τι μέχρι τότε νόμιζα. Το σπίτι στο οποίο συνεχώς αφότου ήρθα μένω, και μάλιστα στο ισόγειο, χτίστηκε επάνω στο οικόπεδο της ταβέρνας του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού, η οποία ήταν στέκι του Λαπαθιώτη και της παρέας του. Στέκι για τις ανάγκες του στη γειτονιά, βέβαια. Για την ακρίβεια, το σπίτι μας είναι χτισμένο πάνω στον κήπο της ταβέρνας, που είχε, λέει, εξαίσια δέντρα, λεύκες και ιτιές, και όπου οι θαμώνες όλους τους ζεστούς μήνες εκάθονταν, μια και το οίκημα που βρισκόταν κάτω από τη διπλανή μας τώρα πολυκατοικία ήταν μικρό, για το χειμώνα μόνο κατάλληλο. Αφού και τα πολλά βαρέλια του μαγαζιού ήταν στεγασμένα κάτω από ένα ανοιχτό υπόστεγο στην αυλή. Το κρασί, πάντως, ήταν από το Κορωπί.

Πολλές φορές τη νύχτα, καθώς κάθομαι κλεισμένος μέσα και δουλεύω ή στοχάζομαι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα γέλια, τις χαρές, τα αστεία, τους χορούς και τις γλυκιές φιλικές ματιές, που διασταυρώθηκαν επί δεκαετίες σ΄ αυτούς τους βουβούς τώρα χώρους και σχεδόν απορώ με τη ματαιότητα των εγκοσμίων και τη μουγγαμάρα των στοιχείων της ύλης, που είναι βέβαια αυτά τα ίδια με τότε. Τίποτε!

Αν ήμουν κανένας σαχλαμάρας, θα είχα ίσως κι εγώ κάποια αναπαράσταση της τότε εικόνας εδώ, με τον Λαπαθιώτη να κουτσοπίνει με την παρέα του, πάνω στο χωρίς τραπεζομάντηλο τραπέζι, και τους γεροδεμένους μάγκες της καρδιάς του πιο εκεί να χορεύουν. Αλλά όχι. Να λείπουν από μας οι φενακισμοί. Αυτά τα αφήνω στους κακόγουστους φιλολόγους, που διέπρεψαν φέτος σε καβαφικές αναπαραστάσεις και σαρκασμούς. Πάντως, αληθινή εικόνα της περίφημης αυτής ταβέρνας και της αυλής μπορεί να πάρει κανείς από την ταινία του Κακογιάννη «Στέλλα», η οποία γυρίστηκε ακριβώς εδώ πάνω. Βέβαια, η ταβέρνα για τις ανάγκες της ταινίας είχε λάβει το όνομα «Παράδεισος», αλλά ήταν αυτή η ίδια του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού. Όλη η γειτονιά θυμάται τη Μελίνα και τον Φούντα.

Μέσα στις συζητήσεις ή μάλλον τις αναζητήσεις μου αυτές, άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται και η μορφή του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος καθόταν – άκουσον! άκουσον! – στον ίδιο δρόμο με τον Λαπαθιώτη, στην οδό Κουντουριώτου δηλαδή, αλλά λίγο παρακάτω. Στη γωνία Κουντουριώτου και Νοταρά, δεξιά ανεβαίνοντας. Εκεί έμενε η οικογένειά του όταν κι αυτός, ή μάλλον πρώτος αυτός, αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928. Ο Καρυωτάκης πρέπει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της γειτονιάς, να ήταν πολύ φίλος του Λαπαθιώτη. Ερχόταν συχνά στο σπίτι και πήγαινε μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου. Πάντα μαζεμένος και πολύ συμπαθής.

Πέρσι το καλοκαίρι, όταν πια βεβαιώθηκα για το απίστευτο, ότι το σπίτι του Λαπαθιώτη δεν έχει κηρυχθεί διατηρητέο, έγραψα μια αναφορά στο Υπουργείο Πολιτισμού, με ημερομηνία 13.6.83. Επειδή όμως δεν έπαιρνα απάντηση και στο σπίτι του Λαπαθιώτη ήδη είχαν εμφανισθεί ένα γύρω πωλητήρια, έκανα μια δεύτερη αναφορά (13.9.83), ύστερα και από συνομιλία με τον δημοτικό σύμβουλο κύριο Γιώργο Βερνίκο, προς το Δήμο Αθηναίων, όπου βεβαίως σημείωνα πως για το ίδιο θέμα είχα κάνει αναφορά και στο Υπουργείο Πολιτισμού. Από το Δήμο μου απάντησαν αμέσως, γράφοντάς μου και συγχαρητήρια για το ενδιαφέρον μου. Έλεγαν ότι θα εξετάσουν το θέμα. Αλλά εκεί που δεν το περίμενα πια, έλαβα και από το Υπουργείο Πολιτισμού μια απάντηση, κοινοποίηση μάλλον, με ημερομηνία 28.12.83, όπου γράφουν ότι το θέμα παραπέμπεται στη Γραμματεία του Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδος. Από τότε δεν έχω καμιά άλλη πληροφορία, αλλά αυτό οφείλεται και σε δική μου αμέλεια, γιατί δεν πήρα στο τηλέφωνο να ρωτήσω. Κατά βάθος, αισιοδοξώ πως κάτι θα γίνει. Δεν είναι δυνατό… Πάντως, από το έγγραφο του Υπουργείου έμαθα τα ονόματα των σημερινών ιδιοκτητών του σπιτιού. Παρακάτω, θα παραθέσω την αναφορά μου, αυτήν μάλιστα που έστειλα στο Δήμο, γιατί είναι κάπως πληρέστερη. Συγκεφαλαιώνει πολλά από αυτά, που μέχρι τώρα είπαμε :

            «Κύριε Δήμαρχε, ονομάζομαι Γιώργος Ιωάννου και είμαι συγγραφέας. Κατοικώ στην περιοχή Εξαρχείων και έτσι καθημερινά παρατηρώ τη φθορά και τους κινδύνους που διατρέχει ένα ιστορικό και ωραίο σπίτι της ίδιας περιοχής. Πρόκειται για το σπίτι του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη γωνία των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου στα Εξάρχεια.

             Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1889-1944) υπήρξε σημαντικός ποιητής, ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος και πολιτιστικός παράγων εξαιρετικά υπολογίσιμος στον καιρό του. Εξετιμάτο ιδιαιτέρως από τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη και αποτελούσε πνευματική ομάδα με τους, επίσης σημαντικούς ποιητές, Τέλλο Άγρα και Μήτσο Παπανικολάου.

             Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας Λαπαθιώτης, υπήρξε στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών. Γι΄ αυτό και το σπίτι, παρά τις διάφορες φθορές του, διακρίνεται από μια ιδιαίτερη αρχοντιά. Οι παλαιοί γείτονες διηγούνται ότι το σπίτι αυτό γνώρισε μεγάλες κοινωνιές δόξες και τιμήθηκε με επισκέψεις πρωθυπουργών και ανωτάτων αρχόντων της εποχής. Εξάλλου συχνά αναφέρεται στην ποίηση του Ναπ. Λαπαθιώτη. Εδώ, το 1944, επί Κατοχής, αυτοκτόνησε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.

             Σήμερα το σπίτι κατοικείται από φτωχές οικογένειες, προερχόμενες από τα μέρη της Πίνδου, που το ενοικιάζουν κατά δωμάτιο. Φοβούμαι μήπως κάποια στιγμή καταστραφεί από πυρκαγιά. Αφήνω τους άλλους κινδύνους.

             Πιστεύω πως, αν ξαφνικά επέλθει κάποια καταστροφή του σπιτιού, θα είναι ντροπή για όλους μας και τότε θα σηκωθούν να φωνάζουν όλοι αυτοί που, ενώ το ξέρουν,  τώρα σωπαίνουν.

             Προτείνω, λοιπόν – και παρακαλώ θερμότατα – να κηρυχθεί από το Δήμο διατηρητέο και το σπίτι αυτό, να επισκευασθεί, και μετά την αποπεράτωση των εργασιών να γίνει Πολιτιστικό Κέντρο των Εξαρχείων, μιας περιοχής που δεν έχει τέτοιο Κέντρο, ενώ έχει τόση ανάγκη, όπως γνωρίζετε.

             Προ μηνών έκανα παρόμοια αναφορά και προς το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Τώρα επισπεύδω, διότι γύρω από το σπίτι εμφανίσθηκαν επιγραφές που γράφουν ότι «Πωλείται» και δίνουν τον αριθμό τηλεφώνου (…)».

             Πράγματι, μέσα στα ποιήματα του Λαπαθιώτη όχι μόνο αναφέρεται το σπίτι, αλλά φέρεται συνδεδεμένο με τη μητέρα του. Σπίτι και μητέρα ήταν για τον ποιητή ένα σύνολο, ένα σώμα, μια ύπαρξη. Και όταν εκείνη εξέλιπε, ο ποιητής νιώθει το σπίτι εχθρικό και ξένο :

Το σπίτι μου δεν έχει πια καρδιά·
το σπίτι μου με τυραννεί σαν ξένο·
το σπίτι μου μια πλάκα είναι βαριά,
που με πνίγει – και μόλις ανασαίνω.

Την ίδια μέρα που έφυγες Εσύ,
κι αυτό, με μιας, μου πήρε τη στοργή του :
Μητέρα, αν ήξερες πώς με μισεί,
γιατί μ΄ άφησες μόνο στην οργή του;

Από τη γειτονιά μου είπαν ότι η μάνα του Λαπαθιώτη ήταν μια πολύ ωραία αρχοντική γυναίκα κι ότι ο ποιητής της έμοιαζε. Έτσι πρέπει πάντα. Τέτοιο σπίτι και τέτοιος ποιητής θέλει μια ωραία αρχοντική μάνα. Ακόμα κι αν δεν την θυμούνταν, έτσι θα έλεγαν. Και θα ήταν σωστό.

Συζήτησα, για να κάνω αυτό το κείμενο, με τον κύριο Κίμωνα Μαντέλλο, πρώην ανώτερο αξιωματικό, όπως είπα, και βοηθό στρατιωτικό ακόλουθο στην πρεσβεία μας στη Σόφια, καθώς και με τον κύριο Κώστα Καρατζά, συνταξιούχο των Σιδηροδρόμων και ανεψιό, από τη μητέρα του, του ζωγράφου Νικολάου Γύζη. Για την εσωτερική εικόνα του σπιτιού του Λαπαθιώτη αμέσως μετά την αυτοκτονία του, μου μίλησε ο ποιητής και διευθυντής των εκδόσεων «Ίκαρος» κύριος Νίκος Καρύδης και για την ταβέρνα του Γιώργη Μιχαλάκου μου είπε μερικά χαρακτηριστικά ο πάλαι ποτέ συνάδελφός μου φιλόλογος κύριος Κώστας Μιχαλάκος, νεώτερος εμού, αλλά συγγενής του ιδιοκτήτη της ταβέρνας.

Ο ταβερνιάρης Γιώργης Μιχαλάκος πέθανε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, η γυναίκα του όμως είναι εν ζωή. Πιστεύω πως αν βρισκόταν παλιότερα κανένας λόγιος με μεράκι και άνοιγε εγκαίρως συζητήσεις με αυτόν τον σπουδαίο μαγαζάτορα, πολλά θα είχε να μάθει για τις φιλολογικές παρέες της εποχής – όχι μόνο του Λαπαθιώτη. Αλλά αυτά συνήθως περιφρονούνται από τους κοντινούς λογίους, δηλαδή της αμέσως επόμενης γενιάς και κρίνονται ως μη σπουδαία, διότι η κάθε γενιά κατά κανόνα δημιουργεί διαφορές και αντιζηλίες με τις κοντινές της, την προηγούμενη και την επόμενη.

Οι Λαπαθιώτηδες ήταν πλούσιοι και αριστοκράτες, όχι μόνο για τη γειτονιά, αλλά και για την Αθήνα. Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας, είχε καταλάβει γρήγορα ανώτερες θέσεις στο στράτευμα και για ένα σύντομο διάστημα την εποχή της επανάστασης στο Γουδί, το 1909, διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Έκτοτε παρέμεινε βενιζελικός και μάλιστα έλαβε μέρος στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916. Εκεί τον ακολούθησε και ο ποιητής, πράγμα που παρουσιάζει, νομίζω, κάποιο ενδιαφέρον. Όσον αφορά το σπίτι για το οποίο μιλάμε, αυτό υπέστη μία εξονυχιστική έρευνα από τους αντιβενιζελικούς.

Η γειτονιά, πάντως, ακόμα θυμάται τον γέρο Λαπαθιώτη ως διοικητή της Σχολής Ιππικού, που είχε τις εγκαταστάσεις της στο σημερινό «Πανελλήνιο Γυμναστήριο», στο Πεδίον του Άρεως, πολύ κοντά στο σπίτι. Σε ορισμένες μέρες, γιορτές εθνικές ή θρησκευτικές, επίλεκτα τμήματα ιππέων της Σχολής, με τη σημαία και τις σάλπιγγες, έκαμναν παρέλαση εμπρός από το σπίτι του αρειμάνιου στρατηγού, ο οποίος τους χαιρετούσε από το μεγάλο μπαλκόνι, στην πλευρά της οδού Οικονόμου. Ο ποιητής στεκόταν παράμερα, αλλά ο καθείς μπορεί να φαντασθεί τη συγκίνησή του, καθώς περνούσαν από μπροστά τους οι απαστράπτοντες από λεβεντιά ιππείς. Ο πατέρας του είχε όνειρα μεγάλα γι΄ αυτόν. Το όνομα Ναπολέων δεν μπορεί να δόθηκε τυχαία στο μοναχογιό!

Δυστυχώς, οι μνήμες της γειτονιάς είναι πολύ πυκνές για την εποχή της καταρράκωσης του ποιητή και πολύ αμυδρές για τα προηγούμενα καλά χρόνια. Πάντως, θυμούνται το γέρο στρατηγό, που συνήθιζε να παίρνει το καφεδάκι του σ΄ ένα καφενείο στο Πεδίον του Άρεως, πίσω, λέει, από το εκκλησάκι – ποιο από τα εκκλησάκια, δεν κατάλαβα. Εκεί τη νύχτα γίνονταν μεγάλες καντάδες από τους νεαρούς της γειτονιάς, οι οποίοι, βέβαια, τραγουδούσαν και μέσα στους δρόμους των Εξαρχείων. «Η γειτονιά είχε πολλούς κανταδόρους. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς», μού είπε ο κύριος Κ. Καρατζάς, 86 χρονών σήμερα. Σε κάτι τέτοιο θα αναφέρεται και το ποίημα του Λαπαθιώτη «Νοσταλγία» :

Ήρθε προς τα μεσάνυχτα,
στο δρόμο, μια παρέα
και μου σιγοτραγούδησε
τόσο γλυκά κι ωραία,

που η σκέψη μου όλη ρίγησε
και ξέφυγε από μένα,
και πήγε πάλι στα παλιά
και τα λησμονημένα…

Και η γειτονιά όμως νοσταλγεί τώρα εκείνη την εποχή. Ήταν, λέει πολύ ωραία εδώ.

Άλλες μνήμες, μάλλον απ΄ τις παλιές, αναφέρονται στον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, χωρίς όμως να μπορούν να ξεβράσουν κανένα χαρακτηριστικό του στιγμιότυπο. Τον θυμούνται να πηγαίνει συχνά στου Λαπαθιώτη ή να έρχεται μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου.

Όσο ζούσαν οι γονείς του Ναπολέοντα, το σπίτι το κρατούσαν όλο μόνοι τους. Αλλά από κάποια εποχή και πέρα το σπίτι απέκτησε και ενοικιαστές. Στο πρώτο πάτωμα κατοικούσε ο ναύαρχος Παπαβασιλείου, που είχε και ένα γιο στο βασιλικό ναυτικό. Ο ναύαρχος Παπαβασιλείου ήταν εκείνος που παρέλαβε και οδήγησε στην Ελλάδα το καταδρομικό «Έλλη» από την Αμερική. Το γεγονός αυτό είχε κάνει τεράστια εντύπωση στη γειτονιά. Ο κύριος Καρατζάς, που κατοικούσε απέναντι, είχε πάει στο σπίτι του ναυάρχου, αλλά στο σπίτι των Λαπαθιώτηδων όχι. Και οι άλλοι γείτονες το ίδιο. Τον καιρό που ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε στο σπίτι δεν υπήρχε ενοικιαστής, εκτός ίσως από κάποιον γεροδεμένο λαϊκό τύπο, φιλοξενούμενο μάλλον του ποιητή. Αλλά και γι΄ αυτόν ακόμα μπορεί να έχει κανείς αμφιβολίες, αν έμενε μόνιμα εδώ ή ερχόταν μόνο την ημέρα για καμιά εξυπηρέτηση.

Στάθηκε αδύνατο να μάθω από τους γείτονες κάτι συγκεκριμένο για τους έρωτες του Λαπαθιώτη. Όλοι, βέβαια, κάτι είχαν ακούσει, όπως είχαν ακούσει και για τα ναρκωτικά, αλλά κανένας δεν είχε κάτι το συγκεκριμένο να πει, κάποιο πρόσωπο, κάποιο περιστατικό, κάποιο σκάνδαλο εδώ στη γειτονιά, την εποχή εκείνη. Και ουδείς άκουσε τίποτε για τον εκ Μενιδίου Κώτσο Γκίκα. Ήταν εξαιρετικά συμπαθής ο Λαπαθιώτης εδώ στη γειτονιά και πολύ προσεκτικός. Είχε επίσης τη φήμη του ανθρώπου που βοηθάει τους δυστυχισμένους – τους βοηθάει οικονομικά. Και έτσι όποιος και να μπαινόβγαινε στο σπίτι του, όσο άλλου ρυθμού και αν ήταν, δεν προκαλούσε λόγω της διάχυτης για τον ποιητή συμπάθειας τα σχόλια της γειτονιάς. Πρόβλημα παρουσιαζόταν καμιά φορά, όταν έρχονταν, λέει, τη νύχτα κάτι μεθυσμένοι λαϊκοί τύποι και φωνάζαν διάφορες χυδαιότητες κάτω από τα παράθυρά του, στην ησυχία της βραδιάς. «Δεν τους έδινε πλέον λεφτά, γι΄ αυτό φωνάζαν». «Και τι έκαμνε ο Λαπαθιώτης;» ρώτησα εγώ. «Φερόταν σαν κύριος, ούτε έβγαινε ούτε τους απαντούσε». Τι να προσθέσει κανείς;

Ήταν, λοιπόν, πολύ συμπαθής ο Λαπαθιώτης και εξαιρετικά αγαπητός στη γειτονιά. Η γυναίκα του ταβερνιάρη Γιώργη Μιχαλάκου μού μήνυσε με το φίλο μου, ότι ο άντρας της τής μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ευγενικότατο κύριο Λαπαθιώτη. Αυτός ο ίδιος ταβερνιάρης είχε δηγηθεί σε έναν από τους κυρίους, που μου μίλησαν για το Λαπαθιώτη και ο οποίος με παρακάλεσε να μην προσδιορίσω τις πληροφορίες του, ότι κάποτε, όταν πέθανε ξαφνικά κάποιος, που κατοικούσε στην κοντινή οδό Ιουστινιανού, αφήνοντας τρία ορφανά, ο Λαπαθιώτης πέρασε από το σπίτι τους τη νύχτα και τους άφησε κρυφά ένα σημαντικό ποσό κάτω από την πόρτα τους. Δεν ξέρω πώς το είχε μάθει ο ταβερνιάρης, αλλά ίσως πρέπει να σκεφθούμε ότι οι ταβερνιάρηδες όλα τα μαθαίνουν. Δεν ήταν, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης μόνον ο ωραιοπαθής εστέτ, που πράγματι ξεχωρίζει σε διάφορα κείμενά του.

Ένας από τους φίλους του μου είπε ότι ο Λαπαθιώτης είχε ερωτευθεί μία κοπέλα της γειτονιάς. Ήταν μία ξανθούλα, που την έλεγαν Λένα και κατοικούσε στο σπίτι που βρίσκεται στη γωνία των οδών Οικονόμου και Καλλιδρομίου, δηλαδή στην ταβέρνα απέναντι. Η κοπέλα, που κατοικούσε μαζί με την αδερφή της, έβγαινε πότε πότε στη χαμηλή ταράτσα να ταΐσει κάτι περιστέρια και την έβλεπαν από την ταβέρνα οι θαμώνες και ιδιαίτερα ο Λαπαθιώτης, που, όπως είπαμε, την είχε ερωτευθεί. Αλλά ήταν Κατοχή, η κοπέλα αρρώστησε από φυματίωση, και σε λίγο πέθανε. Ο ποιητής ήταν απαρηγόρητος. Πήγε στην κηδεία, μα στεκόταν κάπως μακριά από τον κόσμο, που ήταν κυρίως άνθρωποι της γειτονιάς. Ήταν άλλωστε κουρελιασμένος, όπως μου είπε ο αφηγητής μου, και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος, που δεν ήθελε να πλησιάσει. Μόνο όταν την κατέβασαν στον τάφο, ο ποιητής πλησίασε και είπε μερικούς συγκινητικούς στίχους. «Ομόρφυνες το φέρετρο!», θυμάται ο αφηγητής μου πως είπε. Και από το βούρκωμά του υποθέτω, πως η κοπέλα αυτή δεν ήταν ξένη προς τον αφηγητή μου, αλλά ίσως στενή συγγενής του. «Ομόρφυνες το φέρετρο!». Στο γυρισμό από το νεκροταφείο, βρήκα, μου λέει, το Λαπαθιώτη στο ταβερνάκι να πίνει. Η ιστορία αυτή μολονότι πολύ μελοδραματική και «λαπαθιωτική», φαίνεται πως είναι γνήσια. Την άκουσα πριν από μερικά χρόνια από τον αφηγητή μου και την ξανάκουσα τώρα, πάντα με πολλή συγκίνηση εκ μέρους του. Τότε μάλιστα θυμόταν περισσότερους στίχους. Εκείνο όμως που δεν νομίζω, είναι πως πρόκειται για ιστορία έρωτος. Συμπάθεια ίσως, φρεναπάτη ίσως, υποβολή μπορεί, αλλά κανονικού έρωτος όχι. Δεν πρόκειται να υποστηρίξω αηδίες σαν αυτές που είδαμε να λέγονται για τον Καβάφη· ότι στα νεανικά του χρόνια είχε περιπέτειες με γυναίκες και κατόπι άλλαξε. Όπως και νά ΄ναι πάντως, είναι συγκινητικό για το Λαπαθιώτη.

Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να πουλάει ή να μοιράζει με ευκολία τα χρήματα και τα υπάρχοντα της οικογενείας του. Όσο κι αν ήταν πολλά, κάποτε πήραν να σώνονται. Ο ίδιος ποτέ δεν κέρδισε ούτε πεντάρα. Είχε από πάνω και το πάθος των ναρκωτικών, είχε και τις κλεψιές των διαφόρων τύπων. Κάποτε κατέφθασε στην ταβέρνα φορώντας μες στο κατακαλόκαιρο μόνο μια παλιά καμπαρντίνα και αποκάτω ολόγυμνος. Κάποιος του είχε κλέψει όλα του τα ρούχα. Τα βιβλία όμως κανείς δεν του τα έκλεβε και παρ΄ όλο που πούλησε κι ο ίδιος έναν αριθμό, ανεξακρίβωτο βέβαια, εν τούτοις μέσα στο γυμνό και πανάθλιο σπίτι του βρέθηκε, μετά το θάνατό του, μια τεράστια και λαμπρή βιβλιοθήκη. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν με τα κάρα οι κληρονόμοι τα βιβλία του. Είχε αγανακτήσει όλη η γειτονιά». Τι έγιναν αυτά τα βιβλία; Ποιοι και πόσοι ήταν οι κληρονόμοι του;

Αλλά η κατάρρευση του Λαπαθιώτη είχε αρχίσει πριν από τον πόλεμο. Με τον πόλεμο και τη φριχτή πείνα στην Αθήνα τα πράγματα απόγιναν. Ο ποιητής ερχόταν στην ταβέρνα μόνο για λίγο κρασί. Ο ταβερνιάρης, που ήξερε το δράμα του, αλλά και τα παλιά μεγαλεία του, δεν τον άφηνε να πληρώσει. Οι παρέες των νεαρών της γειτονιάς τού έστελναν με τρόπο κρασί στο τραπέζι : «Για τον ποιητή!». Ο Λαπαθιώτης δεν έπινε πολύ.

Για το ξεπούλημα των βιβλίων έστελνε άλλους, τους οποίους προφανώς καθοδηγούσε. Το 1943, όταν πρωτάνοιξε ο εκδοτικός οίκος «Ίκαρος», στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 10, σε ένα κατάστημα που πουλούσε γραφομηχανές, οι οποίες όμως τότε δεν παρουσίαζαν καμία κίνηση. Ο «Ίκαρος» είχε για τα βιβλία του τη δεξιά βιτρίνα του μαγαζιού. Εκεί άρχισε να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας λαϊκός τύπος, με βιβλία για πούλημα υπό μάλης, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου λαϊκά, αλλά ένα κι ένα. Ο «Ίκαρος» αγόραζε τα εκλεκτά βιβλία. Αλλά πάντα υπήρχε το μυστήριο, από ποια βιβλιοθήκη προέρχονται. Ώσπου κάποια μέρα αποκαλύφθηκε το μυστικό : τα βιβλία προέρχονταν από τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη!

Και η αποκάλυψη έγινε ως εξής : μετά το θάνατο του Λαπαθιώτη και την κηδεία του, που έγινε, ως γνωστό, με έρανο, έπρεπε να ορισθούν εκτιμητές για τη βιβλιοθήκη του, που μετά το σπίτι ήταν το μόνο αξιόλογο κατάλοιπο. Και έτσι ο άνθρωπος, που πήγαινε τα βιβλία στον «Ίκαρο», κληρονόμος προφανώς, πρότεινε ως εκτιμητή από μέρους του τον κύριο Νίκο Καρύδη, τον οποίο γνώριζε από τις μεταβάσεις του στο βιβλιοπωλείο.

Το σπίτι ήταν γυμνό από έπιπλα και πολύ βρώμικο. Ο Νίκος Καρύδης δεν είχε γνωρίσει τον ποιητή. Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος του ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες, κρεμασμένες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απόπου περνούσες σ΄ ένα μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χωρίσματα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική κυρίως γλώσσα. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία – ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν οι κληρονόμοι τη βιβλιοθήκη του. Είχε αγανακτήσει η γειτονιά». Ο κύριος Ναπολέων! «Κανείς δεν ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του». Είναι εφτάψυχα τα βιβλία, εμείς να δούμε τι θα απογίνουμε. «Όλοι οι παλιοί εξέλιπαν πια, μόνο εγώ απόμεινα». Ο κύριος Κώστας! Καμιά μέρα θα γκρεμίσουν και το σπίτι ή θα το κάψουν. Κανείς δεν άκουσε την πιστολιά! Ούτε πρόκειται ν΄ ακούσει.

Πικρή αλλά γνωστή πια η μοίρα του γείτονά μου Λαπαθιώτη. Η μοίρα του γείτονά του όμως άγνωστη. Ο κύριος Γιώργος!

Περιοδικό «η λέξη», τεύχος 33, Μάρτιος – Απρίλιος 1984, σ. 204-216.

 

Όπως βλέπετε, ο Ιωάννου για να γράψει το κείμενό του έκανε επιτόπια πρωτογενή έρευνα, συλλέγοντας μαρτυρίες πολύτιμες αν και όχι αναγκαστικά αξιόπιστες. Να σημειώσω (και καλώ τους συν-λαπαθιωτιστές να με διορθώσουν αν κάνω λάθος) πως δεν έχω υπόψη μου άλλη πηγή να αναφέρει φιλία, στενή κιόλας, ανάμεσα στον Λαπαθιώτη και στον Καρυωτάκη. Βέβαια, ο Λαπαθιώτης έχει γράψει μια παρωδία a la maniere de Καρυωτάκη, το 1938. Ενδεικτικό επίσης είναι ότι αφιέρωσε ένα πεισιθάνατο πεζοτράγουδό του «Στη γοητεία της σκιάς του Κώστα Καρυωτάκη» (ένα απόσπασμα εδώ), αλλά από αυτά δεν τεκμαίρεται προσωπική σχέση.

Posted in Επετειακά, Λαπαθιώτης | Με ετικέτα: , , , , , , , | 176 Σχόλια »

Η Μαρία Πολυδούρη βγαίνει απ’ τη σκιά του Καρυωτάκη

Posted by sarant στο 23 Μαρτίου, 2014

polyd 21-2--15-thumb-large

Προχτές, που ήταν η Παγκόσμια μέρα ποίησης, είχαμε ανάρτηση με ποιητικό θέμα, κατά σύμπτωση συνεχίζουμε και σήμερα, μια και το φιλολογικό θέμα της Κυριακής θα είναι κι αυτό αφιερωμένο σε μια ποιήτρια, με αφορμή την κυκλοφορία ενός πολύ σημαντικού βιβλίου.

Συγκεκριμένα, τον προηγούμενο μήνα κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Εστία, σε φιλολογική επιμέλεια και επίμετρο της Χριστίνας Ντουνιά, το βιβλίο «Τα ποιήματα» της Μαρίας Πολυδούρη, της ποιήτριας που πέθανε φυματική το 1930 σε ηλικία 28 χρονών, και που είναι γνωστή κυρίως σε σχέση και για τη σχέση της με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.

Ειδική στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου, η Χριστίνα Ντουνιά έχει κάνει κι εδώ υποδειγματική δουλειά. Πέρα από τη συγκέντρωση αρκετών ποιημάτων που είχαν μείνει είτε ανέκδοτα είτε αθησαύριστα και που είναι άγνωστα στον σημερινό αναγνώστη, αφού δεν συμπεριλήφθηκαν ως τώρα σε καμιά έκδοση ποιημάτων της Πολυδούρη, ιδιαίτερη αξία έχει το πλούσιο επίμετρο, στο οποίο η Ντουνιά θέτει το ερώτημα «Γιατί η Πολυδούρη;» και δίνει πειστικές απαντήσεις. Αντιγράφω τις πρώτες αράδες:

Η Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα. Στην καρδιά του δύσκολου και αντιφατικού Μεσοπολέμου, η ζωή και το έργο της αντανακλούσε διπλά -ως τέχνη και ως πραγματικότητα- την αισθητική πρόταση του Ε.Α.Πόε: «ο θάνατος μιας όμορφης γυναίκας είναι, αναμφίβολα, το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο». Ενώ όμως σε αυτή τη μακρινή εποχή η ζωντανή ακόμα παρουσία της έδινε μια υποβλητική γοητεία στους στίχους της, το ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορεί η φωνή της να ακουστεί και σήμερα, αν μπορεί να γίνει μέρος της σύγχρονης ποιητικής μας γλώσσας. (…) Με άλλα λόγια, μπορούμε σήμερα να συναντήσουμε την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη και η συνάντηση αυτή να έχει τα χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής ποιητικής εμπειρίας;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 103 Σχόλια »

Τα 100 καλύτερα βιβλία

Posted by sarant στο 20 Ιανουαρίου, 2014

Ανακοινώθηκαν πριν από μερικές μέρες, και συζητήθηκαν αρκετά στη μπλογκόσφαιρα, τα αποτελέσματα μιας «έρευνας», έτσι την ονομάζουν οι διοργανωτές της, που είναι ο ιστότοπος bookpress.gr και το βιβλιοπωλείο Πολιτεία, με θέμα «Τα 100 καλύτερα βιβλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Τα πλήρη αποτελέσματα της έρευνας μπορείτε να τα βρείτε στον ιστότοπο του διοργανωτή, εγώ εδώ θα μεταφέρω τα σημαντικότερα στοιχεία. Είπα ήδη ότι τα αποτελέσματα συζητήθηκαν αρκετά, αλλά σκέφτηκα πως δεν βλάφτει να τα συζητήσουμε κι εδώ, αφού μάλιστα το ιστολόγιο, σύμφωνα με την προμετωπίδα του είναι «για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και όλα τ’ άλλα». Μάλιστα, στην αρχή είχα σκεφτεί να βάλω χτες το σημερινό άρθρο, μια και τα λογοτεχνικά τα θέματα συνήθως τα βάζουμε τις Κυριακές, όμως τελικά προτίμησα να το δημοσιεύσω σήμερα, αφού δεν είναι αμιγώς φιλολογικό, θαρρώ, το θέμα -κι έπειτα, κάποιοι φίλοι του ιστολογίου δεν έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο κυριακάτικα.

Λοιπόν, όπως μπορείτε να δείτε στη σελίδα που παραπέμπω, οι διοργανωτές της «έρευνας» (το βάζω σε εισαγωγικά επειδή δεν ξέρω αν θα διάλεγα αυτή τη λέξη) ζήτησαν από 120 λογοτέχνες να δηλώσουν «να δηλώσουν τα 20 βιβλία [της νεοελληνικής λογοτεχνίας] που αξιολογεί ο καθένας ως τα καλύτερα, σύμφωνα πάντα με τις αναγνωστικές προτιμήσεις τους, την κρίση τους για την επιρροή που άσκησαν ή άλλα κριτήρια που καθορίζουν τις επιλογές τους. Στα βιβλία αυτά μπορούσαν να περιλαμβάνονται τίτλοι πεζογραφίας, μυθιστορήματα ή διηγήματα, ποιητικές συλλογές (μεμονωμένες, συγκεντρωτικές ή άπαντα) και θεατρικά έργα».

Με τον όρο «νεοελληνική λογοτεχνία» οι διοργανωτές εννοούσαν βιβλία «των δύο τελευταίων αιώνων (1813-2013)». Απ’ όσο ξέρω, το 1813 δεν είναι κάποιο ορόσημο, απλώς απέχει 200 χρόνια από σήμερα (δηλαδή απείχε όταν έγινε η έρευνα).

Λοιπόν, οι 120 λογοτέχνες επιλέξανε τα εξής 100 βιβλία, που δίνονται με αλφαβητική σειρά βάσει του επωνύμου του συγγραφέα τους, και όχι με σειρά ψήφων επειδή, όπως λένε οι διοργανωτές, δεν θέλησαν να θέσουν συγγραφείς και βιβλία σε «ανταγωνισμό», αλλά «να καταδειχτούν προτιμήσεις, επιρροές, τάσεις, τροφοδοτώντας τη συζήτηση που αφορά το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας»:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βιβλία, Λογοτεχνία, Σφυγμομετρήσεις | Με ετικέτα: , , , , | 157 Σχόλια »

Δυο ποιητές περιγράφουν τον θάνατό τους

Posted by sarant στο 21 Οκτωβρίου, 2012

Το «Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι» είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Κώστα Ουράνη (1890-1953), ίσως το γνωστότερο, που απόκτησε μια δεύτερη νεότητα όταν το μελοποίησαν τα Διάφανα Κρίνα.  Βέβαια, ο Ουράνης έχει δυο πολύ γνωστούς στίχους, από άλλα ποιήματα, το «Οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε» και κυρίως το  «Αν είναι νάρθει θε ναρθεί αλλιώς θα προσπεράσει», που έχει γίνει παροιμιώδες χωρίς να θυμόμαστε τον ποιητή του, αλλά ως ποίημα το «Θα πεθάνω…» νομίζω ότι είναι γνωστότερο. Φυσικά, κι άλλοι ποιητές έχουν γράψει για τον θάνατό τους και περιγράψει τον θάνατό τους, είναι ένα από τα βασικά θέματα της ποίησης.

Να δούμε το ποίημα:

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μες την κρύα μου κάμαρα όπως έζησα: μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τους γνώριμους θόρυβους που σκορπάει ο δρόμος.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου, θε να ‘ρθει ο αστυνόμος,
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε πότε χαρτιά,
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε…».
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «Μ’ αυτός έχει πεθάνει!».

Μια στιγμή θ’ απομείνουνε τα χαρτιά τους κρατώντας,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι
θε να πουν: «Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα εζούσε…»
και βουβοί στο παιχνίδι τους θα βαλθούνε και πάλι.

Κάποιος θα ‘ναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψei
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένην,
νέος γνωστός στους κύκλους μας, που κάποτε είχε εκδώσει
μια συλλογή ποιήματα πολλά υποσχομένην».

Κι αυτή θα ‘ναι η μόνη του θανάτου μου μνεία.
Στο χωριό μου θα κλάψουνε μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσσιους παπάδες,
όπου θα’ ναι όλοι οι φίλοι μου – κι ίσως ίσως οι οχτροί μου.

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη, στο πολύβοο Παρίσι·
και μια Κέττυ, θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην,
θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Κριτική μεταφράσεων, Μελοποιημένη ποίηση, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 85 Σχόλια »

Ο μαστροπός λαός του Ρώμου Φιλύρα

Posted by sarant στο 5 Αυγούστου, 2012

Είναι πολύ συνηθισμένο ποιητές να απευθύνονται σε ποιήματά τους σε ομοτέχνους τους -έχει μάλιστα βγει και ανθολογία ποιημάτων που γράφτηκαν «από ποιητές για ποιητές» (με τον θαυμάσιο υπότιτλο «Χειραψία πάνω από την άβυσσο»).

Άλλοτε ο ποιητής αφιερώνει στον ομότεχνό του ολόκληρο το ποίημα, όπως π.χ. ο Κοτζιούλας στη Μαρία Πολυδούρη,  ή όπως διάφοροι ποιητές για τον Λαπαθιώτη, άλλοτε πάλι μέσα στο ποίημα υπάρχει ένας στίχος ή μια στροφή που μνημονεύει τον ομότεχνο.

Παράδειγμα ποιήματος αυτής της δεύτερης κατηγορίας είναι το πολύ γνωστό ποίημα «Υποθήκαι» του Κώστα Καρυωτάκη:

Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.

Στο καταληκτικό τετράστιχο του ποιήματος, ο Καρυωτάκης απευθύνεται σε έναν βασανισμένο ομότεχνό του, βασανισμένος προς βασανισμένο δηλαδή:

Ασε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , | 53 Σχόλια »