Αποσπάσματα από το δεύτερο καλοκαίρι (Δημήτρης Σαραντάκος)
Posted by sarant στο 16 Δεκεμβρίου, 2018
Όπως σας έχω με πολλή χαρά ανακοινώσει, κυκλοφόρησε επιτέλους αυτές τις μέρες το βιβλίο του αείμνηστου πατέρα μου «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια«, από τις εκδόσεις Αρχείο.
Στο ιστολόγιο έχω παρουσιάσει, το 2012-13, εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο, αλλά ήθελα οπωσδήποτε να βάλω κάτι και σήμερα, για να τιμήσω και τη μνήμη του, αφού αύριο συμπληρώνονται εφτά χρόνια από τον θάνατό του.
Παρουσιάζω λοιπόν αποσπάσματα από το «δεύτερο καλοκαίρι» (το δεύτερο από τα εφτά ευτυχισμένα του βιβλίου), το καλοκαίρι του 1939. Ο πατέρας μου είναι δέκα χρονών και βρίσκεται στη Σάμο, όπου έχει μετατεθεί ο πατέρας του, ο παππούς μου δηλαδή και έχουν μετακομίσει οικογενειακώς. Εκεί δέχονται την επίσκεψη ενός αδελφού του παππού, του θείου Γιώργου, και με την ευκαιρία ο πατέρας μου διηγείται διάφορες αστείες περιπέτειες της οικογένειας και ειδικά του θείου Γιώργου.
Τον θείο αυτόν τον πρόλαβα κι εγώ -και τον έλεγα κι εγώ βεβαίως «θείο» κι ας ήταν αδελφός του παππού μου, το σημειώνω επειδή πρόσφατα είχαμε μια συζήτηση (όχι στο ιστολόγιο) για το πώς λέγεται αυτή η συγγένεια.
Εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου άφησε μουστάκι και φόρεσε μπερέ. Όχι όμως τον μπερέ των ζωγράφων και των καλλιτεχνών γενικά, σαν αυτόν που φορούσε ο κύριος Τουλ, ο διευθυντής της Τράπεζας, αλλά σαν αυτόν που φορούσαν οι ναυτικοί κι οι φορτηγατζήδες. Έτσι, απόχτησε όψη πολύ αγριωπή.
Μια μέρα ο ταχυδρόμος μάς έφερε ένα τηλεγράφημα από την Αθήνα με το οποίο ο θείος ο Γιώργος, ένας από τους αδερφούς του πατέρα μου, μας ανάγγειλε πως θα ερχόταν στο νησί για δουλειές, που θα τον κρατούσαν εδώ δυο βδομάδες. Χάρηκα πολύ σαν έμαθα πως ο θείος μου θα ’ρχόταν να μας επισκεφθεί στη νέα μας διαμονή. Τον θείο τον Γιώργο, που τα αδέρφια του τον έλεγαν Μαντράχαλο, γιατί ήταν ψηλός, ασουλούπωτος και έκανε συνεχώς ζημιές, τον αγαπούσα πολύ. Όσες φορές είχε έρθει να μας δει στο μητρικό μου νησί, μου έφερνε πάντοτε ακριβά δώρα, αλλά το κυριότερο ήταν πως ασχολιόταν μαζί μου, μου ’λεγε ιστορίες και μου μάθαινε διάφορα παιχνίδια, από εκείνα που παίζανε μικροί με τον πατέρα μου και τους θείους μου, όπως το «λουρί της μάνας», τη «μακριά γαϊδάρα» και άλλα, που διαφέρανε αρκετά από τα παιχνίδια που παίζαμε με τους φίλους μου. Με τον μπαμπά μου ήταν πολύ αγαπημένοι και ευχαριστιόμουν να τους ακούω να μιλάνε, γιατί η κουβέντα τους ήταν πάντοτε εύθυμη και γουστόζικη.
Ήρθε πράγματι και η πρώτη κουβέντα που είπε στον αδερφό του, όταν τον αντίκρισε μπαίνοντας στο γραφείο του στην Τράπεζα, ήταν:
«Φοράς μπερέ;»
Όπως του εξήγησε αργότερα, φτάνοντας στην πόλη, πήγε στη διεύθυνση που του είχανε δώσει, αλλά μπερδεύτηκε, όταν φτάνοντας κοντά στο σπίτι της Σαμαροπαΐδας, ρώτησε ένα γείτονα αν ξέρει κάποιον κύριο Σαραντάκο.
«Πώς δεν τον ξέρω, αυτόν με τον μπερέ και το μουστάκι δεν λέτε;»
«Άλλος θα ’ναι», σκέφτηκε απογοητευμένος κι αποφάσισε να τον αναζητήσει στην Τράπεζα. Έτσι, βλέποντας ασκεπή αλλά μυστακοφόρο τον αδερφό του, το πρώτο πράμα που του ’ρθε να ρωτήσει ήταν αν φορούσε μπερέ.
Ο θείος ο Γιώργος ήταν εφευρέτης. Στην πραγματικότητα δούλευε υπάλληλος στη Συρματουργία του Αγγελόπουλου, αλλά καθώς το μυαλό του έκοβε, είχε προτείνει κι είχε εφαρμόσει πλήθος βελτιώσεις στην παραγωγή, με αποτέλεσμα να κατακτήσει επίζηλη θέση στην ιεραρχία της επιχείρησης και να παίρνει πολλά λεφτά, τα οποία ξόδευε απλόχερα σε φίλους και γνωστούς. Είχε ανακαλύψει μια πολύ ισχυρή κόλλα, με βάση ξεραμένο αίμα από τα σφαγεία, για τα κόντρα πλακέ, που έφτιαχνε μια θυγατρική επιχείρηση των Αγγελοπουλαίων και τώρα προσπαθούσε να αξιοποιήσει τους δολομίτες, κάτι πετρώματα που αφθονούσαν στο νησί, για πυρίμαχες επενδύσεις στους φούρνους που πύρωναν τα σύρματα.
Αυτά τα θαυμαστά πράγματα τα άκουγα κάθε βράδυ, καθώς τα συζητούσαν ο θείος Γιώργος με τον πατέρα μου, που ήταν επίσης αυτοδίδακτος χημικός αλλά επί πλέον ήξερε καλά γαλλικά και είχε πλήθος τεχνικών βιβλίων και περιοδικών.
Όταν δεν μιλούσαν για Χημεία και εφευρέσεις, ο πατέρας μου κι ο θείος μου, θυμόντουσαν παλιές οικογενειακές ιστορίες, είτε από την εποχή που ήταν παιδιά και ζούσαν στο χωριό, είτε από τον καιρό, που, νεαροί, μένανε στον Πειραιά και αργότερα στο Παγκράτι. Στις αφηγήσεις τους κυριαρχούσε κατά κανόνα ο παππούς τους, δηλαδή ο προπάππος μου, για τον οποίον άκουγα για πρώτη φορά και που, μ’ αυτά που λέγανε, απόχτησε στα μάτια μου διαστάσεις μυθικού προσώπου, θυμόντουσαν όμως με εύθυμη διάθεση κι ένα θείο τους που τον λέγανε «μπαρμπα-Φερειπή» και τον δάσκαλό τους στο Δημοτικό, τον μπαρμπα-Δικαίο.
Φαίνεται πως ο προπάππος μου ήταν επιβλητικός άνθρωπος. Μου τον περιγράφανε ψηλό και ομορφάντρα (τον φανταζόμουνα σαν τον θείο Γιώργο). Άλλο χαρακτηριστικό του: ήταν οξύθυμος, συχνά καυγατζής, αλλά ταυτόχρονα καλόκαρδος και πονετικός.
Είχε πάρει μέρος, πολύ μικρός, στην πρώτη εξέγερση της Μάνης κατά του Όθωνα, αργότερα έκανε φυλακή και κατόπιν πήγε μετανάστης στην Αμερική.
Όπως μου εξήγησε ο πατέρας μου, στην πρώτη εξέγερση κατά του Όθωνα, οι Μανιάτες αιχμαλώτισαν ολόκληρο λόχο Βαυαρών στρατιωτών, που φορούσαν λαμπρές στολές με χρυσά σιρίτια, πηλήκια με λοφία, χρυσά κουμπιά και όλα τα σχετικά. Προσπάθησαν λοιπόν να τους πουλήσουν σκλάβους στους πειρατές της Τρίπολης και ζητούσαν «ένα σφάντζικο για ένα Βαυαρό γυμνό και δύο για ένα Βαυαρό ντυμένο». Τα «σφάντζικα» ήταν τα εικοσάρικα της Βαυαρίας, που κυκλοφορούσαν και στην Ελλάδα.
Ο προπάππος μου ήταν στη «γεροντική» του χωριού και είχε γίνει πολλές φορές «ξεβγαρτής». Καθώς αγνοούσα τι σήμαιναν οι όροι αυτοί, ο θείος ο Γιώργος μου τους εξήγησε, αλλά τελείως περιπαιχτικά. Κατ’ αυτόν «η γεροντική ήταν όλα τα χούφταλα του χωριού που δεν μπορούσαν πια να πάρουν τα πόδια τους, αλλά θέλανε να κουμαντάρουν τους άλλους» και «ξεβγαρτής ήταν το κορόιδο που έβγαζε το φίδι από την τρύπα».
Βλέποντάς με μπερδεμένον, ο πατέρας μου ανάλαβε να μου τα εξηγήσει πιο επιστημονικά. Η γεροντική ήταν η γερουσία του χωριού, με αληθινή εξουσία, που στηριζόταν στην τήρηση των εθίμων, έστω κι αν καμιά φορά η τήρηση αυτή δεν ήταν σύμφωνη με τους νόμους του κράτους. Όσον αφορά τον ξεβγαρτή, ο θεσμός γεννήθηκε από την ανάγκη να συνεχίζεται η οικονομική και κοινωνική ζωή ενός τόπου, όταν ανάμεσα σε δυο οικογένειες ξεσπούσε βεντέτα. Τότε, η γεροντική του χωριού όριζε ένα μέλος μιας τρίτης, ουδέτερης, οικογένειας, άνθρωπο με κύρος και επιβολή (όπως να πούμε ήταν ο προπάππος μου), να συνοδεύει κάποιον από τους αντιμαχόμενους όταν περνούσε αναγκαστικά από τις περιοχές που έλεγχαν οι αντίπαλοι. Ο ξεβγαρτής ήταν πάντοτε οπλισμένος και κρατούσε ένα μεγάλο, συνήθως άσπρο, ραβδί και είχε το δικαίωμα να πυροβολήσει και να σκοτώσει όποιον θα επιχειρούσε να θίξει τον άνθρωπο που συνόδευε.
(…)
Ο προπάππος μου είχε δυο παιδιά, τον παππού μου τον Δημήτρη και τη θεία Μηλιά, που παντρεύτηκε με τον μπαρμπα-Φερειπή. Δεν λεγόταν έτσι, αλλά καθώς είχε το συνήθειο να κολλάει την έκφραση «φέρ’ ειπείν», όπου ήθελε, ταίριαζε δεν ταίριαζε, του έμεινε το παρατσούκλι. Του μπαρμπα-Φερειπή του άρεσε να δίνει διαταγές στα ανίψια του, δηλαδή τον πατέρα μου και τους θείους μου, αλλά αυτά είχαν συνηθίσει από τον παππού και τη γιαγιά μου σε πιο φιλελεύθερη αγωγή και τους κακοφαινόταν. Μια φορά είχε πάει σπίτι μας όπου ήταν μονάχη της η θεία Τασία, δεκαπέντε χρονών τότε:
«Φτιάσε μου έναν καφέ βρε ανεψιά», της λέει και στρογγυλοκάθισε στο παραγώνι.
Είχαμε τότε στο σπίτι δύο μύλους του καφέ, από κείνους τους γύφτικους, τους μπρούτζινους. Ο ένας είχε καφέ κι ο άλλος πιπέρι, γιατί η γιαγιά μου τα ήθελε και τα δύο (και ο καφές και το πιπέρι) να είναι «τίμια», δηλαδή φρεσκοαλεσμένα. Πιάνει λοιπόν η Τασία από τον μύλο με το πιπέρι μια γερή κουταλιά, βάζει και ζάχαρη και τα ψήνει. Κατόπιν, πήγε το φλιτζάνι με τον «καφέ» στον μπαρμπα-Φερειπή. Αυτός τράβηξε μια γερή, θεριακλήδικη γουλιά κι αμέσως πετάχτηκε απάνω φωνάζοντας:
«Νερό, μ’ έκαψες στριγγλίτσα, τ’ είν’ αυτό που μου ’δωσες να πιω;».
Μιαν άλλη φορά ο μπαρμπα-Φερειπής ήρθε στο σπίτι καβάλα στο μουλάρι του, που δεν ήταν μόνο πεισματάρικο κι ανάποδο, σαν όλα τα μουλάρια, αλλά σκιαζόταν με το παραμικρό.
«Βρε ανιψιέ», είπε του θείου Γιάννη, που ήταν τότε μόνο έξι χρονώ και έπαιζε στην αυλή, «φέρε μου το λεβέτι σας το μεγάλο, να βράσω τον μούστο».
Ο Γιάννης πήγε στην αποθήκη και έφερε το λεβέτι, που ήταν λίγο μικρότερό του στο ύψος. Καθώς ήταν πολύ βαρύ και μεγάλο για τα χέρια του, σοφίστηκε να το σηκώσει φορώντας το σαν καπέλο ή καλύτερα σαν κάλυμμα.
Όταν το μουλάρι είδε να βγαίνει από την αποθήκη αυτό το χάλκινο πράμα, με δυο μικρά ποδαράκια να εξέχουν από κάτω και με δυο χερούλια, που χτυπούσαν στα πλευρά με βρόντο, σκιάχτηκε, πήδησε πάνω και πέταξε τον μπαρμπα-Φερειπή χάμου.
Είχε επίσης μανία να δίνει συμβουλές και οδηγίες σε όλους, είτε τις ζητούσανε είτε όχι. Μια φορά έτυχε να δει τον θείο Γιώργο, που ήταν δώδεκα χρονών, να οργώνει. Είχαμε τότε δυο βόιδα, από τα οποία το ένα είχε στη ράχη του μια πληγή από έκζεμα και όταν ακουμπούσε οτιδήποτε πάνω της, αφηνίαζε από τον πόνο.
Όταν λοιπόν το ζεύανε στο αλέτρι πρόσεχαν να μην ακουμπάει στη ράχη του το σκοινί που χρησίμευε για να κάνει το ζευγάρι να στρίβει. Όπως μου εξήγησε ο πατέρας μου, δένανε ένα σκοινί στο αριστερό κέρατο του αριστερού βοδιού και άλλο ένα στο δεξί κέρατο του δεξιού βοδιού. Ο ζευγάς κρατούσε και τα δύο σκοινιά στα χέρια του και για να στρίψει το ζευγάρι δεξιά ή αριστερά, τραβούσε το αντίστοιχο σκοινί.
Βλέπει λοιπόν ο μπαρμπα-Φερειπής τον Γιώργο να ζευγαρίζει κρατώντας μόνο το ένα σκοινί στα χέρια του και αφήνοντας το άλλο να σέρνεται στο χώμα και εξανέστη:
«Δεν καματεύουν έτσι βρε ανιψιέ», του λέει «τι διάβολο, δεν σου μάθαν οι γονιοί σου πώς καματεύουν;»
«Γιατί μπαρμπα-Δημητρό, δεν καματεύω σωστά;»
«Αφού μωρέ αφήνεις το σκοινί να σούρνεται χάμου».
«Εγώ έτσι έχω μάθει. Δεν μπορώ αλλιώς».
«Στάσου βρε χαμένε να σου δείξω».
Κι ο μπαρμπα-Φερειπής, τον παραμέρισε από το αλέτρι, το έπιασε στα χέρια του, σήκωσε από το χώμα το σκοινί που σερνόταν και ξεκίνησε να του δείξει πώς να καματεύει. Το βόιδι όμως μόλις ένοιωσε πάνω στην πληγή του να τρίβεται το σκοινί, αφηνίασε από τον πόνο, όρμησε όλο δεξιά και παρά λίγο να γκρεμίσει και το άλλο βόιδι και το αλέτρι και τον ανύποπτο μπαρμπα-Φερειπή κάτω από τη λούρα.
Ένας άλλος μπάρμπας για τον οποίο διηγιόντουσαν παρόμοιες ιστορίες ήταν ο μπαρμπα-Δικαίος. Αυτός ήταν Μεσομανιάτης, δηλαδή καταγόταν από τη Μέσα Μάνη, «όπου δεν φυτρώνει κανένα δέντρο» όπως μου ’πε ο θείος ο Γιώργος, πράγμα που με εντυπωσίασε, και ήταν δάσκαλος στο σχολειό του χωριού μας. Ήταν ακόμα μπατζανάκης του παππού μου αφού είχε παντρευτεί τη θεία Σοφία, την αδερφή της γιαγιάς. Στο σημείο αυτό κάνανε αρκετά εύθυμα σχόλια, που με μπερδέψανε πολύ, γιατί, κατά τα λεγόμενά τους, τη θεία Σοφία έπρεπε κανονικά να την παντρευτεί ο παππούς μου και ο μπαρμπα-Δικαίος να πάρει τη γιαγιά μου.
Στις επίμονες ερωτήσεις να μου εξηγήσουν γιατί και πώς, ο μεν θείος μου μού αράδιαζε κατά τη συνήθειά του διάφορα ψέματα, ο δε πατέρας μου μού διηγήθηκε μια μπερδεμένη και αρκετά μεγάλη ιστορία για την έχθρα, το «γδικιωμό» όπως τον έλεγε, που υπήρχε ανάμεσα στο σόι του παππού, τους Βασιλιάνους, και στο σόι της γιαγιάς, τους Γιωργακιάνους. Αυτά τα δύο σόγια καταγόντουσαν από δυο αδέρφια: τον Βασίλη και τον Γιωργάκη, που τον πατέρα τους, που λεγόταν Μιχαήλ, τον είχαν σκοτώσει στην Ανδραβίδα οι Φράγκοι. Τα αδέρφια καταφύγαν στη Μάνη, όπου μεγάλωσαν κι ήταν σ’ όλη τους τη ζωή μονιασμένα. Το ίδιο και τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Τα δισέγγονά τους όμως, τα χώρισε για κτηματικές διαφορές μεγάλη έχθρα, που συνεχίστηκε ώς τις μέρες του προπάππου μου, με σκοτωμούς και τραυματισμούς κι από τις δυο μεριές.
Αυτή την αιωνόβια έχθρα, ο προπάππος μου, ο Μιχάλης, σαν εκπρόσωπος των Βασιλιάνων κι ο άλλος προπάππος μου ο Δημητράκης ο Οικονομίδης, σαν εκπρόσωπος των Γιωργακιάνων, αποφάσισαν να τη σταματήσουν παντρεύοντας τα παιδιά τους, δηλαδή τον παππού μου τον Δημήτρη και τη μεγαλύτερη Οικονομίτσα, τη Σοφία. Ο παππούς μου όμως αγαπούσε τη μικρότερη Οικονομίτσα, την Ισαβέλλα, που έγινε τελικά η γιαγιά μου, ενώ τη Σοφία την παντρεύτηκε ο μπαρμπα-Δικαίος.
Σ’ αντίθεση με τον παππού μου, που ήταν καλοσυνάτος και γελαστός, ο μπαρμπα-Δικαίος ήταν απότομος και καβγατζής. Δεν του άρεσε καθόλου να κρατά στα χέρια του και να κουβαλάει το παραμικρό, είτε δέμα ήταν αυτό, είτε κοφίνι, είτε βαλίτσα. Όπως έλεγε, ήθελε να περπατάει «κουνώντας τα χέρια του». Μια φορά που ήταν να πάει στην Τρίπολη και η γιαγιά Σοφία του ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα με δυο αλλαξιές ασπρόρουχα κι ένα δεύτερο πουκάμισο, αυτός στον δρόμο για τη δημοσιά, για να πάρει το λεωφορείο, κρύφτηκε πίσω από ένα πουρνάρι και φόρεσε τα δυο σώβρακα και τις δυο φανέλες και το πουκάμισο, το ένα πάνω από το άλλο, πέταξε την άδεια βαλίτσα και πήρε το λεωφορείο, χωρίς να κρατάει τίποτα στα χέρια του.
Δεν σήκωνε επίσης παρατηρήσεις ή υποδείξεις από κανέναν και ιδίως από τη γυναίκα του. Μια Κυριακή πρωί, που ντυνόταν για να πάει στην εκκλησιά, η γιαγιά η Σοφία του έκανε παρατήρηση για ένα λεκέ από λάδι, που είδε στο πέτο του σακακιού του και του είπε να βάλει άλλο σακάκι. Ο μπαρμπα-Δικαίος έβγαλε το σακάκι με τον λεκέ, το πέταξε χάμου, πήρε το ρογί με το λάδι, κατάβρεξε μ’ αυτό το σακάκι, το ποδοπάτησε και κατόπιν το φόρεσε και πήγε έτσι στην εκκλησιά.
(Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα, ένας από τους γιους του μπαρμπα-Δικαίου είχε εκλεγεί βουλευτής και εν συνεχεία είχε γίνει Υπουργός. Στη δεξίωση όμως που έκανε επί τη ευκαιρία, δεν κάλεσε τον πατέρα του. Ο μπαρμπα-Δικαίος που το έμαθε, μπήκε στο σπίτι του γιου του, άνοιξε την πόρτα του σαλονιού και είπε στην ομήγυρη των προσκεκλημένων: «Ο γιος μου δεν με κάλεσε αλλά και γω σας έχω χεσμένους» και έφυγε αμέσως).
(…)
Αυτές και πολλές άλλες ιστορίες άκουσα εκείνες τις μέρες που είχαμε τον θείο Γιώργο μαζί μας. Εκείνο που μου έμεινε από τις συζητήσεις αυτές είναι πως για κάθε ζήτημα μπορεί να υπάρχουν δύο εκδοχές, μία σοβαρή (αυτή που μου ’λεγε ο πατέρας μου) και μια αστεία (του θείου μου), που μπορεί να ήταν καμιά φορά αντίθετη με την πρώτη, ήταν όμως συχνά πιο διασκεδαστική.
(…)
Μια μέρα, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα μου, και παρά τις αντιρρήσεις της μαμάς μου, ο θείος ο Γιώργος με πήρε μαζί του σε μια εκδρομή στα βουνά. Ξυπνήσαμε πολύ πρωί, πήραμε το λεωφορείο της γραμμής και σε δυο ώρες φτάσαμε στο Καρλόβασι, τη δεύτερη πόλη του νησιού. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μία πόλη αλλά σύμπλεγμα οικισμών: Άνω, Μεσαίο, Κάτω, Νέο Καρλόβασι και Λιμήν Καρλοβασίου. Εκεί είδα με κατάπληξη πως λειτουργούσε τραμ!
Δεν ήταν όμως σαν τα ηλεκτρικά τραμ της Αθήνας, παρά κάτι μακρόστενα βαγόνια που κυλούσαν σε σιδερογραμμές των τραμ αλλά τα σέρνανε … άλογα. Γοητεύτηκα τόσο πολύ με τα ιπποκίνητα τραμ, που ζήτησα από τον θείο μου να ανεβούμε σ’ ένα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, άγνωστο για πού. Μολονότι ο θείος μου συνήθως δεν μου χαλούσε χατίρι, αυτή τη φορά μου εξήγησε πως δεν μας έμεναν περιθώρια για τέτοιες βόλτες. Μου υποσχέθηκε όμως, πως αν γυρνούσαμε νωρίς, θα πηγαίναμε με το τραμ ώς το Μεσαίο Καρλόβασι.
Κατόπιν έψαξε στην πιάτσα των ταξί και βρήκε ένα, που δεν ήταν ιδιαίτερα πολυτελές αλλά φαινόταν πολύ γερό. Ο οδηγός, σαν έμαθε τον προορισμό μας, δεν έφερε αντίρρηση αλλά μας κοίταξε με περιέργεια, που δύσκολα κρυβόταν. Ο θείος ο Γιώργος κάθισε δίπλα στον οδηγό κι εμένα με βάλανε να καθίσω στα πίσω καθίσματα. Όταν το ταξί άρχισε να ανηφορίζει στους λόφους που χώριζαν την παραλία από τον Κέρκη, ο οδηγός δεν κρατήθηκε.
«Για να ’χουμε το καλό ρώτημα πατριώτη, τι ζητάς σ’ αυτά τα κατσάβραχα;»
Είδα στην άκρη του ματιού του θείου μου τη γνωστή παιχνιδιάρικη ρυτίδα και κατάλαβα. Ο θείος μου θα άρχιζε τα ψέματα.
Πράγματι γύρισε, κοίταξε σοβαρά σοβαρά τον οδηγό και του ’πε:
«Κρατάς μυστικό;»
«Τάφος, αφεντικό».
«Λοιπόν ψάχνω για ένα θησαυρό που έχουν θάψει εδώ κοντά, τον καιρό της Τουρκοκρατίας».
«Ο καπετάν Λαχανάς;»
«Το βρήκες», είπε ο θείος μου κουτουρού, γιατί δεν είχε ξανακούσει αυτό το όνομα.
«Μα καλά ο καπετάν Λαχανάς είχε το μπαϊράκι του στη Χώρα, στην άλλην άκρη του νησιού…»
«Μα γι’ αυτό ακριβώς τον έθαψε εδώ. Αν τον έθαβε εκεί κοντά θα τον ευρίσκανε…»
«Δίκιο έχεις. Και δεν μου λες, έχεις κανένα χάρτη, που να δείχνει πού είναι θαμμένος ο θησαυρός;»
«Έχω έναν, αλλά είναι πολύ μεγάλης κλίμακας. Θα χρειαστεί να ψάξουμε πολύ».
Ο ταξιτζής δεν ρώτησε τι είναι αυτή η μεγάλη κλίμακα αλλά αφοσιώθηκε στην οδήγηση, καθώς ο δρόμος ήταν τώρα μια σκέτη χάραξη στο φρύδι απότομων γκρεμών.
Άκουγα τον θείο μου γοητευμένος. Τα ψέματα του θείου Γιώργου ήταν κάτι σα θεσμός στην οικογένεια. Δεν τα έλεγε για να ξεγελάσει κανέναν, και στις συναλλαγές του ήταν απολύτως έντιμος, αλλά όταν ήταν στο κέφι ή όταν είχε να αντιμετωπίσει κάποιον βαρετό, καχύποπτο ή φιλοπερίεργο τύπο, κάποιο διαολάκι τον κούρντιζε και άρχιζε να αραδιάζει ψέματα. Τα έλεγε με απόλυτη φυσικότητα και τα διάνθιζε με τέτοιο πλούτο λεπτομερειών, που ο ακροατής του πειθόταν απόλυτα για την ακρίβεια των πληροφοριών που «ψάρευε».
Όταν αρραβωνιάστηκε η θεία η Τασία, βρισκόταν μόνος στο χωριό, να προσέχει το σπίτι και το χτήμα, καθώς όλοι οι άλλοι είχαν ανέβει στην Αθήνα. Σα μαθεύτηκε ο αρραβώνας της Τασίας –και μάλιστα με ξένο, και το χειρότερο, με Κρητικό– κατέφθασε η πρώτη γριά να τον ψαρέψει.
«Τι έμαθα βρε Γιώργο την αρραβωνιάσατε την Τασία;»
«Ναι, θεια Ποτούλα, την αρραβωνιάσαμε».
«Δεν σε βλέπω όμως ευχαριστημένο».
«Έ πώς να ’μαι ευχαριστημένος, που παίρνει κουτσό άνθρωπο».
«Κουτσό;»
«Απ’ το δεξί πόδι. Το έχασε στη Μικρασία. Μην κάνεις όμως κουβέντα κι αρχίσει το χωριό να μας δηγάται».
Η θεία Ποτούλα δεν έμεινε πολύ. Έφυγε βιαστική να προλάβει να πει πρώτη την συνταρακτική είδηση.
Κατέπλευσε κατόπιν η κυρά Διαμάντω. Σ’ αυτήν είπε πως την Τασία την αρραβώνιασαν με κουλό, στη θεία Ουρανία που ακολούθησε, ο γαμπρός έγινε τυφλός από το ένα μάτι και ούτω καθεξής. Την άλλη μέρα, Κυριακή, όταν συναντήθηκαν οι γριές μετά τη λειτουργία, έγινε χαμός. Κυριολεκτικά μαλλιοτραβήχτηκαν γιατί κάθε μια υποστήριζε πως ήξερε «από σίγουρη πηγή» ότι τη μοναχοκόρη των Σαραντιάνων την είχαν αρραβωνιάσει με σακάτη, αλλά δεν συμφωνούσαν ποιο μέλος έλειπε του γαμπρού. Με βεβαιότητα, του είχαν απομείνει μονάχα το κεφάλι και ο κορμός!
Μιαν άλλη φορά, μεγάλος πια, όταν όλοι είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα, στη γιορτή του θείου Μιχάλη, είχε καθίσει παράμερα στο μεγάλο σαλόνι, δίπλα σ’ έναν πληχτικό επισκέπτη, ονόματι Λάζαρο. Καθώς βρισκόταν μακριά από τα υπόλοιπα αδέρφια του, δεν μπορούσε να πάρει μέρος στην κουβέντα και στα αστεία τους και έπληττε. Ο Λάζαρος το παρατήρησε και του λέει:
«Σας βλέπω κάπως σκεπτικό κύριε Γιώργο. Σας συμβαίνει τίποτε. Με συγχωρείτε κιόλας για την αδιακρισία μου…»
«Έ, ύστερα από την περιπέτεια που περάσαμε, δεν έχω ακόμα συνέλθει».
«Ποια περιπέτεια;»
«Τότε που πέθανε ο Μιχάλης…»
«Πότε πέθανε ο Μιχάλης;», ξεφώνισε σχεδόν από την έκπληξή του ο Λάζαρος, κοιτώντας μια τον θείο Μιχάλη που κουβέντιαζε ολοζώντανος στην άλλη άκρη του σαλονιού και μια τον θείο Γιώργο.
«Δεν σου εξήγησα. Ήταν νεκροφάνεια», τον καθησύχασε εκείνος και άρχισε να του διηγείται δια μακρών, παραθέτοντας πλήθος λεπτομερειών, για το πώς, δήθεν, ο αδελφός του έπεσε ξαφνικά ξερός, πώς οι γιατροί τον θεώρησαν νεκρό, πώς τον θάψαμε και πώς, όταν συνήλθε στο σεντούκι του, κατάφερε να γίνει αντιληπτός από τον φύλακα του νεκροταφείου, και τελικά να επιστρέψει σώος στο σπίτι του.
Ο Λάζαρος τον άκουγε ενεός και, όταν ήρθε η ώρα να αποχωρήσει, χαιρέτησε τον θείο Μιχάλη με τέτοια αγάπη και τρυφερότητα που εκείνος έμεινε κατάπληκτος.
Μέρες μετά, ο Λάζαρος συνάντησε τυχαίως στον δρόμο τον μπαμπά μου, που δεν ήταν στη γιορτή.
«Αλήθεια κύριε Νίκο, τι λαχτάρα περάσατε…», άρχισε να του λέει.
«Τι λαχτάρα;», απόρησε ο πατέρας μου.
«Με τη νεκροφάνεια του Μιχάλη…»
«Τι νεκροφάνεια, μου λες τώρα. Ποιος σου τα είπε αυτά;»
«Ο Γιώργος, τις προάλλες, στη γιορτή του Μιχάλη».
«Έλα καημένε. Ψέματα σου ’λεγε», γέλασε ανακουφισμένος ο πατέρας μου.
Ο Λάζαρος έγινε μπαρούτι.
«Ψέματα; Είκοσι λεφτά της ώρας μου αράδιαζε ψέματα, σα να ήμουνα κανένα παιδάκι!»
Κάποια άλλη φορά ίσως παραθέσω κι άλλα αποσπάσματα από το δεύτερο καλοκαίρι ώστε να μη μείνει ξεκρέμαστη η ιστορία με την εκδρομή στα βουνά της Σάμου.
Ανδρεας Τ said
Καλημέρα. Πολύ όμορφες ιστορίες.
Αὐγουστῖνος said
Καλημερούδια. Μὲ γέλια ξεκινάει τούτη ἡ Κυριακή. Ἀπολαυστικὲς ἱστορίες. Σὲ καλὸ νὰ μᾶς βγοῦνε!
Ανδρεας Τ said
Δεν υπήρξαν πολλοί βουλευτές και υπουργοί από τη Μάνη με πατέρα Μεσομανιάτη, ονόματι Δικαίο. Μήπως ήταν και δημοδιδάσκαλος ο μπάρμπα-Δικαίος;
nikiplos said
Καλημέρα… πολύ ωραίο με λιτές λεπτομέρειες για έθιμα της περιοχής. Ας πούμε δεν γνώριζα τον ξεβγατζή…
nikiplos said
3@ μα το λέει πως ήταν δάσκαλος.
Πέπε said
Καλημέρα.
> > …Ο πατέρας μου είναι δέκα χρονών και βρίσκεται στη Σάμο, όπου έχει μετατεθεί ο πατέρας του, ο παππούς μου δηλαδή και έχουν μετακομίσει οικογενειακώς. Εκεί δέχονται την επίσκεψη ενός αδελφού του παππού, του θείου Γιώργου […]. Τον θείο αυτόν τον πρόλαβα κι εγώ -και τον έλεγα κι εγώ βεβαίως «θείο» κι ας ήταν αδελφός του παππού μου, το σημειώνω επειδή πρόσφατα είχαμε μια συζήτηση (όχι στο ιστολόγιο) για το πώς λέγεται αυτή η συγγένεια. Εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας μου άφησε μουστάκι και φόρεσε μπερέ. […] Έτσι, απόχτησε όψη πολύ αγριωπή.
Προς στιγμήν δεν παρατήρησα την αλλαγή της γραμματοσειράς:
Δέκα χρονών με μουστάκι και μπερέ φορτηγατζή, σίγουρα θα αγρίεψε η φάτσα του. 🙂
Πέπε said
Πολύ ωραίες ιστορίες (τώρα που τις διάβασα).
Συγγνώμη, αλλά πώς αλλιώς εκτός από θείο μπορούμε να λέμε τον αδερφό του παππού μας; Ίσως σε κάποια μέρη τον λένε μπάρμπα, αλλά σε γενικές γραμμές αυτά τα δύο είναι συνώνυμα. Άντε ας πούμε «μεγάλος θείος».
Και τον ξάδερφο του πατέρα μας, πρώτο, δεύτερο ή όσο μακρινό κι αν είναι (εφόσον «μετράμε» ακόμα τη συγγένεια), και τον ξάδερφο του παππού μας, όλους θείους τους ξέρω.
sarant said
Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!
6 🙂
Ανδρεας Τ said
@5. Ευχαριστώ δεν το είχα προσέξει. Άρα ο Νικοκύρης μακροσυγγενεύει με μεγάλη οικογένεια της Μέσα Μάνης.
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα,
Τα «σφάντζικα» ήταν τα εικοσάρικα της Βαυαρίας…
προφανώς από το zwanzig (τσβάν-τσιχ, το είκοσι στα γερμανικά, από το τβάι = δύο). Ρε τι κάνει ο Ροβιόλης 🙂
Γιάννης Ιατρού said
10: τσβάι (zwei) 🙂
ΓιώργοςΜ said
Καλημέρα!
Το προπέρσινο καλοκαίρι, που θα ήμουν εκτός δικτύου στις διακοπές, κοπιπάστωσα τα εδώ δημοσιευμένα αποσπάσματα από τα «καλοκαίρια» και τα διάβαζα το απομεσήμερο. Χαίρομαι πολύ που τυπώθηκαν.
7 Εγώ έλεγα παπούδες και γιαγιάδες τα αδέλφια των παπούδων μου, και γενικά τους συγγενείς εκείνης της γενιάς. Δεν ξέρω αν είναι οικογενειακό ή τοπικό συνήθιο· επειδή και οι δυο παπούδες μου είχαν πεθάνει πριν γεννηθώ, ίσως οι γονείς μου να τους ανέφεραν έτσι για να μη νιώθω μειονεκτικά, αλλά μάλλον δεν είναι έτσι. Θα το επιβεβαιώσω αργότερα σήμερα.
Νέο Kid said
Πολύ ωραία!
Σφάντζικο εκ του zwanzig ,προφανώς.
Μεγάλο τρολ ο Γιώργος! ( το χει τ όνομα ,μάλλον…🤪)
Ο προπάππους ο ξεβγαρτής πρέπει ναταν παλίκαρος. Υποθετω ότι ουκ ολίγοι ξεβγαρτήδες θα είχαν πάει άδικα υπέρ πιστεως και γερουσίας ( αμάν αυτές οι σπαρτιατικες καταβολές! …)
Κώστας said
7: «Άντε ας πούμε »μεγάλος θείος»».
Έτσι ακριβώς λέγεται στα γερμανικά, Πέπε: Großonkel.
Κώστας said
Καλά, πώς βγήκαν έτσι τα εσωτερικά εισαγωγικά;!
Πέπε said
@12:
Τώρα που το λες, κι εγώ είχα μάθει να λέω παππού τον αδερφό του παππού μου που είχε πεθάνει πριν γεννηθώ (κατάλαβες ποιος είχε πεθάνει…). Αλλά ήταν απλώς μια προσφώνηση, η οποία έπαιζε παράλληλα με το «θείε». Ποτέ δεν είχα την αίσθηση ότι έτσι λέγεται αυτή η συγγένεια, ούτε βέβαια είχα αμφιβολίες για το ποια ακριβώς είναι η συγγένεια. Τη γυναίκα του την έλεγα βέβαια θεία. Και τη γιαγιά μου, που ζούσε, γιαγιά.
Παναγιώτης Κ. said
@Sarant. Βρήκατε τελικά όνομα γι αυτή τη συγγένεια;
Μάλλον το «θείος» επικρατεί και στα χωριά, μπάρμπας μαζί με το όνομα όπως: μπαρμπα-Γιάννης, μπαρμπα-Μήτσος κ.λπ.
atheofobos said
Απολαυστικά αποσπάσματα από ένα Feel good βιβλίο, όπως λέμε στο χωριό μας!
Πέπε said
@14 (όχι απάντηση, απλώς εξ αφορμής):
Δεν έχω γνωρίσει οικογένειες που να υπάρχει εν ζωή προπαππούς ή προγιαγιά, αλλά υποθέτω ότι αυτούς θα τους φωνάζουν παππού και γιαγιά. Και ότι, ίσως, όταν τους αναφέρουν (προς τρίτο) λένε «ο μεγάλος παππούς, η μεγάλη γιαγιά». Εδώ το «μεγάλος» εξυπηρετεί μια πρακτική ανάγκη συνεννόησης.
Γενικότερα όμως το «μεγάλος» μοιάζει σαν μεταφραστικό δάνειο. Και στα αγγλικά και στα γαλλικά χρησιμοποιείται: grand-pere, grandfather, great grandfather. Στα ελληνικά ξενίζει, και όσοι το λένε δε νομίζω να το χρησιμοποιούν ως προσφώνηση, «καλημέρα μεγάλε θείε» (μπλιαχ).
gpointofview said
Καλημέρα
εύγεστα και εύπεπτα τα αποσπάσματα !
Κοινά σημεία με τα χωριά της Σικελίας βρήκα στα μανιάτικα έθιμα, χαρακτηριστικότερο ο ξεβγαρτής
Ωστε οι Μανιάτες είχαν αιχμαλωτίσει ένα λόχο βαυαρών χωροφυλάκων…’αρα καλά τα λέει το τραγούδι
Δύτης των νιπτήρων said
Χαχαχά, καταπληκτικό αυτό το κομμάτι, δεν θυμάμαι να το είχα ξαναδιαβάσει! Γελούσαμε τρανταχτά στο σπίτι.
Το ιππήλατο τραμ υπάρχει και σε φωτογραφίες, αλλά δε νομίζω να πήγαινε στο Άνω Καρλόβασι (που δεν υπάρχει δηλαδή, όπως δεν υπάρχει Κάτω. Υπάρχει το Παλαιό, που είναι στην κορυφή του λόφου). Πρέπει να συνέδεε το Λιμάνι, το Μεσαίο+Νέο, και τον Όρμο όπου και τα ταμπάκικα.
leonicos said
Γέλασα τόσο πολύ, που το πήρε χαμπάρι καιη Φωτεινή και ήρθε και διάβασε. Και γελάει ακόμα
Εγκάθετος ο….. πώς με είπαμε; Α, Εγκάθετος ο Ουτιδανός, του γένους των Ουτιδανών, από τη Βόρεια Ουτιδανία aka Severna Utidania
Δύτης των νιπτήρων said
Τέτοιες φάρσες έκανε και ο παππούς μου στη Μυτιλήνη, παιδί όμως: για παράδειγμα ερχόταν η θεία από το Σουδάν να δει τη γιαγιά του, κατέβαιναν στο λιμάνι η μαρίδα και της έλεγαν ότι η γιαγιά καλά είναι μεν, κουφάθηκε όμως εντελώς. Έτρεχαν μετά πάνω στο μαχαλά, προτού ανέβει η πομπή με τους συγγενείς, και έλεγαν τα ίδια για τη θεία. Φαντάζεστε τη συνάντηση των δύο ξαδερφάδων.
Α, στο δικό μου μεγάλο σόι σαφώς είναι θείοι οι αδερφοί των παππούδων.
Δύτης των νιπτήρων said
Και ας γίνω Λεώνικος να αφήσω ένα ακόμα σχόλιο που ξέχασα: ξέρουμε όντως κάτι για αυτή την αιχμαλωσία των Βαυαρών και πώς κατέληξε;
Δύτης των νιπτήρων said
24 κάτι βρήκα: https://www.huffingtonpost.gr/entry/1834-o-aynostos-polemos-maniaton-vaearon_gr_5b4c85b0e4b022fdcc5b5ea0
leonicos said
Σε μια οικογένεια που υπήρχε καποτε προγιαγιά, τη λέγανε η γιαγιά η μπι, χωρίς να ξέρω αν εννοούσαν η Β΄.
Μεταξύ των μαρτύρων του Ιεχωβά υπάρχουν σήμερα αρκετές προγιαγιάδες, επειδή πολλές κοπέλες παντρεύονται μικρές λόγω της σχετικής σπάνιος των πρόθυμων να παντρευτούν ανδρών. Μια γυναίκα σήμερα 56 ετών και μ’ εγγόνια στα δεκάξι, έχει πολύ μεγαλη πιθανότητα να δει τον εαυτό της προγιαγιά στην απίθανη για τον ρόλο αυτό ηλικία των 65
Εγκαθ… βαριέμαι να γράψω τα υπόλοιπα. Σας παραπέμπω στο 22
Γιάννης Ιατρού said
24: Ίσως από ΄δω να μάθουμε κάτι:
Παναγιώτης Κ. said
«Ξεβγαρτής» ή «ξεβγαλτής»;
Βρίσκω στο ρόλο αυτό μια αξιοθαύμαστη κοινωνική κουλτούρα !
Υπάρχει σήμερα παρόμοιος θεσμός;
Πάντως, είναι πολύ πρακτικό κάποιες διαφορές να λύνονται δια αντιπροσώπων με βάση τις προτάσεις των αντιμαχόμενων πλευρών που πολλές φορές μπορεί να είναι και αδέλφια.
Έτσι δεν θα χαλάνε τις καρδιές τους οι άνθρωποι!
Γιάννης Ιατρού said
27: λίκνο δεν έβαλα… π.χ. εδώ
Ανδρεας Τ said
@13. Δεν τα έβαζαν με τους ξεβγαρτές. Ο ξεβγαρτής ανήκε συνήθως σε μεγάλη οικογένεια (πολλά ντουφέκια). Όποιος δεν σεβόταν το ρόλο του, ήταν σαν να τα έβαζε με την οικογένεια του ξεβγαρτή και με τη γεροντική.
Κώστας said
@19: Τη γιαγιά μου τα παιδιά μου «γιαγιά» την έλεγαν κι αυτήν, εκτός οικογένειας, όμως, «προγιαγιά». Άλλωστε γιατί να χρειάζεται κάποιος άλλος όρος;
leonicos said
24
Και ας γίνω Λεώνικος
Τιμή μου
leonicos said
Το βρήκα!!!!!
Ρε, υαλό που το έχω!!!!
Τα θαυμαστικά από μένα για μένα.
Είμαι ο ξεβγρτής της Θείας από το Σικάγο.
Μάγκες, οπλοφορώ
leonicos said
Στο υαλό
προσθέστε ένα μ
όχι μπ
Γιάννης Ιατρού said
Λεώ & ξεβγαρτής της Θείας από το Σικάγο… 🙂 🙂 🙂
λές;;;
sarant said
Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα και χαίρομαι που σας άρεσε και που γελάσατε.
Το κεφάλαιο της Σάμου για κάποιο λόγο το είχα παραλείψει εντελώς όταν δημοσίευα τα 7 Καλοκαίρια, οπότε είναι εντελώς καινούργιο.
Ως προς τη συγγένεια «αδελφός του παππού», εμείς λέγαμε «θείος» και άλλοι «παππούς», αν όμως χρειαστεί να την πεις φοβάμαι πως θα πρέπει να νεολογίσεις «μεγαλοθείος». Αλλά κάτι έχω στο συρτάρι για αυτό το θέμα.
Γιάννης Κουβάτσος said
Με τον καλύτερο τρόπο τιμάς τη μνήμη του πατέρα σου, Νίκο. Θα προμηθευτώ το βιβλίο, μου αρέσει πολύ η γραφή του Δημήτρη Σαραντάκου.
ΚΑΒ said
25. Κάποιοι μάλιστα ζήτησαν και λύτρα από την κυβέρνηση προκειμένου να απελευθερώσουν τους στρατιώτες που κρατούσαν δέσμιους.
Ευχαριστούμε
Theo said
Καλημέρα!
Απολαυστικά τα αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα σου, Νικοκύρη!
Ευχαριστώ.
(Άγρια τα ήθη εκεί χάμου. Μου θύμισε μια παρατήρηση του Λάμπρου σχετικά με το σόγια το δικό του και της γυναίκας του, το φιλήσυχο και απονήρευτο θρακιώτικο και το πονηρεμένο μωραΐτικο.)
Τ’ αδέλφια των παπούδων και γιαγιάδων μου τα φώναζα θείους.
Την προγιαγιά μου που πέθανε όταν ήμουν πέντε δεν θυμάμαι πως τη φώναζα. Θυμάμαι όμως τις ανεψιές μου σε αντίστοιχη ηλικία να αποκαλούν παππού τον παππού μου και μεταξύ τους να τον αναφέρουν ως «μεγάλο παππού».
ΓΤ said
Απολαύστε μεζεδάκι γευστικότατο, μεσημέρι που είναι, στη δήλωση Κρεμαστινού στο «Βήμα» (https://www.tovima.gr/2018/12/16/politics/d-kremastinos-oi-prothypourgoi-kanoun-lathoi-alla-den-mporoun-na-xaraktirizontai-prodotes/)
Γιάννης Κουβάτσος said
40:Ακόμα μεγαλύτερο μεζεδάκι η ανιστόρητη ηθικολογία:
«Κάποια στιγμή θα πρέπει όλοι να αποφασίσουμε να αποβάλουμε τη βαλκανική νοοτροπία και να γίνουμε πραγματικοί Ευρωπαίοι»
Ποια στιγμή, γιατρέ μου, και ποιο μαγικό κουμπί να πατήσουμε;
sarant said
40 Λάθοι είμαστε, ανθρώπους κάνουμε!
Πέπε said
41:
Σπυριά βγάζω με κάτι τέτοια.
Ντροπή σ’ όποιον δεν του αρέσει που είναι Βαλκάνιος, Νοτιοανατολικοευρωπαίος, Έλληνας ή ό,τι άλλο είναι, και προτιμάει, αντί για καλός Βαλκάνιος κλπ. να γίνει αυτό που δεν είναι. Γίνε και Πολυνήσιος άμα σ’ αρέσει, αλλά μην το γενικεύεις. (Αρκεί να είσαι καλός Πολυνήσιος.)
ΓΤ said
δραστήριος τουιτεράς: ακτιτιβιστής
leonicos said
Πού πήγανε τα προηγούμενα σχολια;
Χάθηκαν όλα
Γιάννης Κουβάτσος said
43: Και μάλιστα μάς προτρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι ένας καταξιωμένος επιστήμονας μεν, αλλά που προωθήθηκε στην πολιτική ως θεράπων ιατρός του ηγεμόνα. Καθαρά …ευρωπαϊκός τρόπος. 😊
ΣΠ said
Ένα άρθρο για τους μύθους για την ελληνική γλώσσα:
https://www.oneman.gr/keimena/diabasma/opinions/ki-omws-h-ellhnikh-glwssa-den-einai-h-pio-plousia.5388425.html
Γιάννης Ιατρού said
Τα Βαλκάνια ρε σεις ανήκουν ως γνωστόν στην Αφρική, μόνο πού ΄χουν λευκούς κατοίκους. Δεν το ξέρατε; 🙂
leonicos said
Είναι δυνατόν; Πάει μιάμιση και ακόμα κοιμάστε; Δεν πιασαμε ακόμα τα 100;
Κι εσείς που ξέρετε πολλά
εξηγήστε μου τι σημαίνει βαλκάνιος που δεν πρέπει να είμαι;
Εμένα, τα κείμενα μου αποπνεόυν ακόμα Ισλάμ και Τουρκιά. Νωθω και λίγο μεσανατολίτης.
Τι πρέπει να κάνω για να διορθωθώ;
Γιατί οσοι πιάνουν ένα πόστο, λένε μ@@@ες; Είναι υποχρεωτικό; Είναι στο τζομπ ντεσκρίψιον τους; Και αν ναι, πόσο συχνά και σε ποιο ποασοστό;
Stazybο Hοrn said
47: Ένας έκτος μύθος λέει ότι γράφεις τους τίτλους για κάθε μύθο ενιαία και σωστά· καλή ώρα, όπως στο άρθρο:
– Η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι ‘καλύτερη’ από την Κοινή Νέα Ελληνική
– Η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει
– Ο μύθος της μιας ψήφου
– Η ελληνική γλώσσα είναι ‘νοηματική’
– Δεν είναι η πιο πλούσια και δεν έχει 5 εκατομμύρια λέξεις
cronopiusa said
Ευχαριστούμε για τα ανάλαφρα Αποσπάσματα από το δεύτερο καλοκαίρι
Καλή σας μέρα.
ΣΠ said
41, 43
Πάντως δεν είμαστε οι μόνοι που χρησιμοποιούμε τον όρο «βαλκάνιος», όχι μόνο με γεωγραφική, αλλά και με (αρνητική) πολιτικοκοινωνκή σημασία. Απ’ όσο ξέρω, το ίδιο συμβαίνει και με τους Σλοβένους και τους Κροάτες, που δεν θέλουν να λένε ότι ανήκουν στα Βαλκάνια.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
>>και τον έλεγα κι εγώ βεβαίως «θείο» κι ας ήταν αδελφός του παππού μου,
Θείους τους λέμε κι εμείς.
Την προγιαγιά, γρια-γιαγιά θυμάμαι να τηνε λένε όσοι είχανε και στις αναφορές των παλιών λεγότανε γρα-λαλά.
Τους έχω αγαπήσει τους Σαραντάκους. Άξιο* το πέρασμά τους από τούτη τη μικρή ζωή.
Από το «Βενετσιάνικο καθρέφτη» του ένας αόρατος σύνδεσμος καλά κρατεί μέσα μου για τον τιμώμενο σήμερα Δημήτρη- Μίμη- Σαραντάκο,πατέρα του Νικοκύρη.
Ξαναθυμήθηκα σήμερα τα αλέγρα αποσπάσματα από αυτά τα Εφτά Καλοκαίρια ευτυχίας. Όμορφη κεφάτη γραφή κι ο κόσμος που ξεδιπλώνεται δεν είναι και τόσο μακρινός.Μου ξύπνησε πάλι γλυκιές μνήμες από πρόσωπα και καταστάσεις από εκεί κάτω,τις εσχατιές των παιδικάτων μου.
Ευχαριστούμε γι΄αυτά τα όμορφα ευκολοδιάβαστα μα τόσο μεστά κι ευφρόσυνα μαζί που άφησες πίσω για εμάς τους αναγνώστες σου. Μακάρια και παντοτεινή ας είναι η μνήμη σου Μίμη Σαραντάκο.
Χαίρε Νικοκύρη με τους ωραίους παλιούς σου και τους ωραιότερους καινούργιους εδικούς σου. 🙂
*Άγιο* είχα παραπληκτρολογήσει εν πρώτοις. Μέρα μνήμης καθώς είναι,είπα να το πω κι αυτό.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Γειά σας κι ἀπὸ ᾿μένα.
Μοῦ ᾿φτιαξε τὴ διάθεση τὸ σημερινό. Εὐχαριστοῦμε Νικοκύρη. Νὰ εἴσαστε ὅλοι καλὰ καὶ νὰ θυμόσαστε τὸν πατέρα σου.
Μὲ τὰ γραφτά του φρόντισε ὁ ἴδιος νὰ κρατήσει ζωντανοὺς ἀρκετούς ἀπὸ τοὺς προγόνους, χαρίζοντας καὶ σὲ μᾶς τἢν εὐχαρίστηση νὰ μαθαίνουμε τὶς ἀνθρώπινες ἱστορίες τους.
Γιάννης Κουβάτσος said
Άσχετο: Βγαίνουν οι πατρίδες στις αγορές;
https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://www.iefimerida.gr/news/465869/o-homenidis-sto-synedrio-tis-nd-den-eho-amfivolia-oti-o-mitsotakis-tha-sarosei-tis%3Famp&ved=2ahUKEwj6jrfDvaTfAhXHmLQKHZaKDloQiJQBMAB6BAgJEAQ&usg=AOvVaw0N4nE_3Kn9kw8DM6fbOvQD&cf=1
Πέπε said
@54:
Ο Νίκος έχει ένα μπλογκ και γράφει. Σήμερα.
Δημοσιεύει ένα κείμενο του πατέρα του, και του δίνει τον λόγο. Αυτό μάς μεταφέρει μια γενιά πίσω.
Ο πατέρας του αφηγείται τα παιδικά του χρόνια. Μεταξύ άλλων, βάζει ιστορίες που διηγόταν ο δικός του πατέρας με τον αδερφό του (του πατέρα). Δίνει λοιπόν τον λόγο σ’ αυτούς τους δύο, και πάμε άλλη μια γενιά πίσω.
Οι αφηγήσεις των δύο αδερφών αφορούν τον παππού τους. Έτσι πάμε άλλες δύο γενιές πίσω.
!!!
Αρκετούς από τους προγόνους, πράγματι!
Δημήτρης Μαρτῖνος said
Μπάρμπα, συνοδευόμενο ἀπὸ τὸ μικρό του ὄνομα, λέγαμε κι ἐμεῖς τὸν ἀδελφὸ τοῦ παπποῦ (τότε ποὺ εἴχαμε). 🙂
Ἀντίστοιχα θειὰ ἢ θείτσα τὴν ἀδελφή τῆς γιαγιᾶς, π.χ. θείτσα Κατερνιώ.
Ἐπίσης μπάρμπα ἢ θεῖο καὶ θειά, θείτσα ἢ θεία, τὰ ξαδέλφια τῶν γονιῶν μας. Μπάρμπα, θείτσα καὶ θειὰ λέγαμε ὅσους ζοῦσαν στὸ νησί, ἐνῶ θεῖο καὶ θεία τοὺς Ἀθηναίους.
Τὴν προγιαγιὰ τὴ λέγαμε γιαγιά. Θυμᾶμαι τὴ γιαγιά τοῦ πατέρα μου, τὴ γιαγιὰ τὴ Στέφαινα, μιὰ μικροσκοπικὴ γριούλα, σχεδὸν τυφλή.
Τὸ κανονικό της ὄνομα, Κατερνιώ, τό ᾿μαθα μεγάλος.
Θυμᾶμαι ποὺ τῆς πηγαίναμε «σκουτελικό», ἔτσι λέγανε τὸ πιάτο μὲ τὸ φαΐ ποὺ πήγαιναν σὲ -συνήθως ἡλικιωμένους- συγγενεῖς ἢ φίλους, μὲ τὴ μάνα μου· ἐκεῖ στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
» …θυμόντουσαν όμως με εύθυμη διάθεση κι ένα θείο τους που τον λέγανε «μπαρμπα-Φερειπή»
Δὲν ἦταν οἱ μόνοι. Ἔχουμε καὶ μεῖς ἕναν μακρυνὸ συγγενὴ ποὺ τὸ συνήθιζε καὶ τὸν λέγαμε «ὁ φερειπεῖν» μὲ τὸν μακαρίτη τὸν πατέρα μου.
» …Το βόιδι όμως μόλις ένοιωσε πάνω στην πληγή του να τρίβεται το σκοινί, αφηνίασε από τον πόνο, όρμησε όλο δεξιά και παρά λίγο να γκρεμίσει και το άλλο βόιδι και το αλέτρι και τον ανύποπτο μπαρμπα-Φερειπή κάτω από τη λούρα.
Λούρα πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναβαθμίδα, ἡ στενὴ λουρίδα γῆς στὴν πλαγιά, μὲ τὸν τοῖχο ἀπὸ ξερολιθιὰ ποὺ συγκρατεῖ τὸ πολύτιμο χῶμα.
Στὰ Θερμιὰ τὴ λένε σκάλα, στὴ Νάξο τράφο, σὲ ἄλλα μέρη πεζούλα καὶ στὴ Σίφνο λουρί, νομίζω.
Μπούφος said
Καλέ, τι γουστόζικες ιστορίες! τι μορφωμένη σελίδα! είδες για να μην έχουν τηλεοράσεις οι άνθρωποι τότε; φτιάχναν κέφι με ό,τι μπορούσαν και τι καλύτερο από αθώες πλάκες σε αγαθούς χωριάτες ανθρώπους; Μακάρι και εμείς να βρίσκαμε σήμερα τέτοια σπάνια χαρίσματα..
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@Γιάννης Ιατρού (#10) Γιάννη, ἔχουμε ξανασυζητήσει καὶ παλιότερα γιὰ τὰ σφάτζικα. Μάλιστα, ἂν θυμᾶμαι καλά, τὸ Σπαθόλουρο (πόσο λείπει ἀπὸ τὸ ἱστολόγιο) εἶχε βρεῖ ἀρκετὰ ἐνδιαφέροντα πράγματα.
Γιὰ ρίξε μιὰ ματιὰ στὰ ὑπόγεια· κάτι θὰ βρεῖς. 🙂
Κουτρούφι said
#52: «με τους Σλοβένους και τους Κροάτες, που δεν θέλουν να λένε ότι ανήκουν στα Βαλκάνια.» Ειδικά οι τελευταίοι. Σήμερα, αισθάνονται πιο κοντά προς την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία.
#58. Σωστά: λουρί, στη Σίφνο. «Πίσω στ’ Αβέντου το λουρί, θερί(τ)ζει το κερά-Φλουρή» (τσάκισμα στο σκοπό «Στράτα μου της Χερρόνησος»)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
57 >>Θυμᾶμαι ποὺ τῆς πηγαίναμε «σκουτελικό»,
Μια παροιμία μας : «Αγώινάς του που περιμένει από τη γειτονιά σκουτελικό» ,που περιμένει βοήθεια από τους άλλους, δηλαδή.
«Αγώινας μου» έκφραση =αγωνία μου= η κακομοίρα γω : Έσπασα τη χέρα μου, αγώινάς μου…
58β (Τα) λούρα έλεγαν κάτω τις πέτσινες λουρίδες/ιμάντες που συνέδεαν τα «αλετρόζυγα» (σύνεργα ζεύξης των ζώων μεταξύ τους και με το αλέτρι, είτε για όργωμα είτε για αλώνισμα).
Η λούρα όμως εδώ φαίνεται να είναι η πεζούλα, η στενή λουρίδα γης που στα ορεινά μέρη και στα νησιά είναι σύνηθης κατάσταση της καλλιεργήσιμης γης.
Πάω σινε.
Δε θυμάμαι πώς λέγανε κάτω αυτόν που μεσολαβούσε να τα φτιάχνουν οι αντιμαχόμενες πλευρές. Η ορεινή γιαγιά το μελετούσε αυτό γιατί ήταν ο αδερφός της τέτοιος «μεσίτης» κυρίως για να εξομαλύνονται κλοπές αιγοπροβάτων.
Ναι!, «σάχτης» ! που τους τα έσαχνε-έφτιαχνε παναπεί.
Και ναι,πάω σινέ και Κράου…
Γιάννης Ιατρού said
60: Δημήτρη, εγώ έχω μνήμη ενός μπιτ (μπιτ κατά μπιτ που λένε), 0, 1 overflow 🙂
Αλλά το υπόγειο…. αναφέρει την ΕΦΗ, εδώ με τα σφάτζικα και τον Νίκο, στην εισαγωγή του άρθρου με Αμερικάνο του Παπαδιαμάντη, εδώ. αλλά και σέ άλλα άρθρα εδώ (πάλι για τους Βαυαρούς στη Μάνη), εδώ από σένα !! :), ίσως και σ΄ άλλα μέρη. Καλά θυμάσαι λοιπόν 🙂
sarant said
Ευχαριστώ για τα νεότερα!
Για τα σφάντζικα πρέπει να έχουμε κάνει λόγο και στα άρθρα περί νομισμάτων, αν δεν είναι στα λινκ του 63
Ανδρεας Τ said
Κάπου είχα διαβάσει (δεν θυμάμαι που) ότι μία κυρία της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών πλήρωσε τα λύτρα και απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους. Κι αν δεν κάνω λάθος την ίδια εποχή έπρεπε να ήταν λοχίας στην ανακτορική φρουρά του Όθωνα, ένα πρόγονος του μπαρμπα-Δικαίου, που αναφέρει ο Νικοκύρης σήμερα.
Μιχάλης Νικολάου said
64,
Και χριστουγεννιάτικα για τα σφάντζικα!
Μιχάλης Νικολάου said
Άκυρον, με ειδοποιούν απ΄ το κοντρόλ ότι τα έχει βάλει όλα το #63! 🙂
Παναγιώτης Κ. said
@51. Και εκεί που είχα νομίσει ότι έχω ακούσει όλα τα καλά τραγούδια ανεβάζεις το «σα ποθάνω» και παθαίνω μια…ψυχολογία καθώς έλεγε ο Μπιθικώτσης!
Η προηγούμενη μεγάλη συγκίνηση ήταν ο Αρχαγγελίτικος με την Καίτη Κουλλιά που είχε ανεβάσει η Έφη^2 πριν περίπου ένα χρόνο.
Να είστε και οι δυο καλά!
Γιάννης Ιατρού said
67: Ρε τον κιρατά ! 🙂
Antonislaw said
Καταρχας συγχαρητηρια για το αποσπασμα του βιβλιου του Δημήτρη Σαραντακου. Λαγαρος λογος, αναστορηματα περασμενα σοφα απο την κρησαρα του εμπειρου λογιου και ετσι απαλαγμενα απο μελο αναπολητισμους και ωραιοποιησεις! Σας ευχαριστουμε πολυ κ Νικο που το μοιραστηκατε μαζι μας!
-«Σα μαθεύτηκε ο αρραβώνας της Τασίας –και μάλιστα με ξένο, και το χειρότερο, με Κρητικό– κατέφθασε η πρώτη γριά να τον ψαρέψει.»
Θα ήθελα να ρωτησω διευκρινιστικα, το χειροτερο ήταν λογω αποστασης της Κρητης με την Πελοποννησο, αν καταλαβα καλα, ή υπηρχε κάποιου ειδος προκαταληψης για τους Κρητικους γαμπρούς;
53 «γρα-λαλά», Εφη νομιζω οτι πρεπει να γραφει χωρις παυλα, καθως τουλαχιστον στο Ρεθυμνο που εχω εμπειρια ειναι δύο λεξεις, οχι η γρα-λαλά αλλα η γρά λαλά, ή γρα λαλά στο μονοτονικο. Ακριβως το ιδιο για τον προπάππου θα πουμε ο γέρο παππούς, δύο λεξεις τονισμένες, και οχι ο γερο-παππούς.
62 «αγώινα του». Κρητικο ιδιωμα. Μηπως εχει σχεση με τη γνωστή εκφραση, » εγόι μου» ή ”εγόι ν-του», εγούγια ν-του» ή «ηγούγια ν-του», που σημαινει αλίμονό μου/του πχ » εγούγια ντου τ’ αμοναχού και στο φαΐ ντου ακόμα» ή «ηγούγια σου και κουρέματά σου, κακομίτση»
http://www.cretanlexiko.gr/kritikes-lexis-me-to-epsilon/
nikiplos said
Πράγματι είναι ενδιαφέρον αυτό, το πως προσφωνεί κανείς τους αδερφούς των γιαγιοπαππούδων… Εμείς τους λέγαμε θείους ή μπαρμπάδες όπως ακριβώς οι πατεράδες μας. Εντούτοις ένας τέτοιος άτεκνος, αξίωνε να τον φωνάζουμε παππού. Ήταν η εξαίρεση πάντως…
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
53 / 70
Από μνήμης (δεν έχω πρόχειρο το κιτάπι) στο τέλος του Ερωτόκριτου είναι νομίζω χωρίς παύλα:
Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα γινήκαν πλούσα / και μάνα και κερά λαλά εγίνη η Αρετούσα.
loukretia50 said
71. Νικιπλε, ακριβώς επειδή ήταν άτεκνος, μπορεί να το είχε ανάγκη!
Χχχχτήνος: στα μέρη μου είναι η γριά η βαβά, για τις σούπερ αιωνόβιες, ενώ ξέρω πως στα χωριά λέγανε τον αδελφό «λάλα». Πόθεν, αγνοώ!
loukretia50 said
73. και «βάβω» λέγονταν η γιαγιά
leonicos said
13.20 χτύπησα 46.
23.07 πάω για 73, αν δεν μπει κανένας στο μεταξύ. Και το 72 στις 22.44, πριν από ένα τέταρτο.
Έλεος κηφήνες!
Γραψτε ρε!
leonicos said
73 και 74 από τη Λουκρητία, 2 λεπτά πριν
loukretia50 said
Λεώνικε, γράψε μια ερώτηση για να απαντήσει κάποιος!
Αλλιώς θα μείνουν οι παππουδογιαγιάδες.!
Δε θυμάμαι αν έγραψα ότι ήταν απολαυστική η αφήγηση.
loukretia50 said
Και πάντα εύρισκα απολαυστικούς τους καλωσυνάτους παραμυθάδες!
Ζωντάνευαν κάθε συντροφιά, ήταν πρόσχαροι, αγαπητοί , γκαφατζήδες και συνήθως φρόντιζαν για όλους εκτός από τον εαυτό τους. Τουλάχιστον αυτοί που είχα την τύχη να γνωρίσω όταν ήμουν μικρή.
Αργότερα, αυτός ο τύπος μάλλον εξέλιπε…
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
α) Στη σημερινή ανάρτηση βρήκα ενδιαφέρον αυτό που αναφέρει και ο Πέπε (#56), δηλ. των μπλέξιμο των αφηγήσεων άλλων μέσα στην κυρίως αφήγηση κλπ.
(#77, Loucretia50: Είχα ετοιμάσει το παρακάτω για παππουδογιαγιάδες. Οπότε, επίτρεψέ μου να το υποβάλλω –χωρίς τύψεις…)
β) Ο Antonislaw (#70) κάνει κάποιες επισημάνσεις, με τις οποίες συμφωνώ:
– Στην Αν. Κρήτη χρησιμοποιείται περισσότερο η λ. γιαγιά (αντί λαλά), όπως λέει και η ΕΦΗ^2 (#53), αλλά με τονισμό τέτοιο ώστε να ακούγονται δυο χωριστές λέξεις: γρά γιαγιά (και γέρο παππούς).
(Και πράγματι #72 στην έκδοση Ξανθουδίδη του ‘Ερωτόκριτου’ γράφεται με δύο λέξεις: «…καί μάννα καί κερά λαλά ἐγίν΄ἡ Ἀρετοῦσα»).
– Την έκφραση «αγώινάς μου» δεν έτυχε να την έχω ακούσει ή διαβάσει κάπου στην Κρήτη. Μήπως πρόκειται για το «ανομής μου» = συμφορά μου!; Ή για τα πιο γνωστά «γούγια μου», «εγούγια μου» (και τις παρεμφερείς εκφράσεις-παραλλαγές που αναφέρονται στο #70) = αλίμονό μου!;
[Σχετικά βλ. Ν.Κοντοσόπουλου ‘Αντίστροφο λεξικό της κρητικής διαλέκτου’, 2006, σ.23 και του ίδιου ‘Η κρητική διάλεκτος’, 2016, σ. 82]
γ) #57 και 62: Παρ’ ότι ήξερα ότι η λ. «σκουτέλ(λ)ι» είναι πανελλήνια γνωστή, θεωρούσα ότι το «σκουτελικό», με την έννοια που λέει ο κ. Μαρτίνος «τὸ πιάτο μὲ τὸ φαΐ ποὺ πήγαιναν σὲ -συνήθως ἡλικιωμένους- συγγενεῖς ἢ φίλους», ανήκει αποκλειστικά στην κρητική διάλεκτο. Αν ο κ. Μαρτίνος έχει κάποια σχέση με την Κρήτη, έχει καλώς… Διαφορετικά, θα με ενδιέφερε να μάθω πού αλλού ακούγεται (ή ακουγόταν).
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
Διόρθωση προφανής: το μπλέξιμο
ΚΩΣΤΑΣ said
Τό ‘χει το Σαραντακέϊκο, γράφουν όλοι ωραία. Το σημερινό μού θύμισε τα παιδικά μου χρόνια. Τα βράδια, στο χωριό με τη λάμπα, μαζεύονταν οι θείοι και οι θειάδες κι όλο τέτοια μασλάτια έλεγαν. Καλά λέει και ο Μπούφος, ύστερα ήρθε το ρεύμα και οι τηλεοράσεις και αυτές οι όμορφες εποχές χάθηκαν για πάντα.
Για τα αδέλφια παπούδων και γιαγιάδων, άλλοτε και αυτούς παπούδες – γιαγιάδες και άλλοτε θείοι – θείες, έπαιζε ρόλο και η διαφορά ηλικίας.
Υπήρχε και η λέξη βάβω, αποφεύγονταν όμως ως προσφώνηση. Και παρακάτω η πιο διάσημη βάβω, η Τασιά.
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=45575
Γιάννης Κουβάτσος said
78: Όντως οι καλοί αφηγητές εξέλιπαν από τις παρέες, Λουκρητία. Τώρα πλεονάζει η μάστιγα των ανεκδοτολόγων και όσων επαναλαμβάνουν, γελώντας μόνοι τους, ετοιματζίδικα αστεία και ατάκες από το φέισμπουκ (ο τοίχος είχε τη δική του υστερία κλπ).
ΚΩΣΤΑΣ said
75 Έλεος κηφήνες!
Γραψτε ρε!
Εγκάθετε ουτιδανέ, όχι και ρε… 😉
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
73 Λου, συντοπίτισσα του Ζαχαρία Παπαντωνίου είσαι? Η γριά η βαβά μ’? 🙂
Ιερόδουλος said
82 Κώστας
Στη σημερινή αποξένωση εκτός από τηλεοράσεις και υπολογιστές, σημαντικά και τα χαπακώματα. Σε «ανεβάζουν» γρήγορα και δεν έχεις ανάγκη κανένα νταβατζή να σου φτιάχνει το κέφι…σε λίγο που θα κυκλοφορούν και άνθρωποι κανονικά ρομπότ, θα επιδίδονται οι άνθρωποι στη ρομποτεραστία και θα πέσουν και αναδουλειές στα «κορίτσια» σαν και του λόγου μου…τι χειρότερο μας περιμένει, θα δούμε…ας μη χάνουμε την ελπίδα μας. Με ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, πολλά θα φτιάξουν!
ΚΩΣΤΑΣ said
85 –> 82 Κώστας
Αν απευθύνεσαι σε μένα, γνώμη μου, να μην ανησυχείς καθόλου. Δύο πράγματα δεν θα κατορθώσει η επιστήμη. Να δημιουργήσει ζωή εκ του μή όντως και να δημιουργήσει επίσης ψυχή, συναίσθημα. Το «έρως ανίκατε μάχην» θα ισχύει ες αεί, αδικαιολόγητες οι ανησυχίες σου! 🙂
Γιάννης Ιατρού said
Καταγγέλλω πανελληνίως την σχολιάστρια του #85 ότι είναι δάκτυλος του γνωστού Λάμπρου 🙂 🙂 🙂
Corto said
«…Και δεν μου λες, έχεις κανένα χάρτη, που να δείχνει πού είναι θαμμένος ο θησαυρός;»
«Έχω έναν, αλλά είναι πολύ μεγάλης κλίμακας. Θα χρειαστεί να ψάξουμε πολύ»…»
Μία μικροπαρατήρηση από προσωπική εμμονή -χωρίς να αλλάζει κάτι ουσιαστικό στην χαριτωμένη αφήγηση:
Το αντίθετο έπρεπε να ειπωθεί: πολύ μικρής κλίμακας…
loukretia50 said
79. Στη γειτονιά έμενε μια κατάκοιτη ηλικωμένη και τα παιδιά εναλλάξ της πηγαίναμε το φαγητό που έδιναν οι μανάδες μας.
» Ποιός θα πάει τη σκουτέλα?» άκουγα συχνά, Ρούμελη, πόλη, δεκαετία 50.
Σκουτελικό, δε θυμάμαι.
Χχχτήνος : όχι, δεν είμαι από τα ορεινά, αλλά είμαστε κοντοπατριώτες!
sarant said
70 Η παλιά Ελλάδα, ιδίως τα συντηρητικά/βασιλόφρονα μέρη είχαν μια αντιπάθεια στους Κρητικούς ιδίως μετά την περίοδο 1917-20, που οι Κρητικοί χωροφύλακες ήταν πανταχού παρόντες
81 Μασλάτια, νάσαι καλά!
loukretia50 said
90. Όχι μόνο για τους Κρητικούς, ανήκουστο για την οικογένειά μου ήταν ότι ο θείος μου παντρεύτηκε …»Μακεδονίτισσα»!
κ Μπαρτζούδη, τη λάτρευα τη θεία μου!
Γιάννης Κουβάτσος said
Μασλάτια, χαλαρή κουβεντούλα. Υπάρχει και βιβλίο:
https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://www.politeianet.gr/books/9789607973436-kouziaki-theodora-idiotiki-kouzaniotka-maslatia-20406&ved=2ahUKEwiJiZaKrqXfAhUMblAKHV0_AEEQFjAAegQIBRAB&usg=AOvVaw0gedXDapTbrIIkE_7SSo1T
Μπούφος said
Ο στοδιάλοχτήνος είναι γυναίκα; έχει μπερδέψει κάποιος το φύλο του;
Pedis said
όμορφη διήγηση.
loukretia50 said
93. Πάντως εγώ συνέχεια σε άνδρα απευθύνομαι!
Άλλα κοσμητικά ξέρω για γυναίκες!
Πέπε said
Αφού αναφέρθηκαν η βάβω, η λαλά και άλλες ιδιωματικές λέξεις για τις σχέσεις συγγένειας, να αναφέρουμε και το εκπληκτικό καλύμνικο «παλιά», δηλ. γιαγιά. Το λένε και προς τρίτους (όπως μου έλεγε η παλιά μου…) αλλά και προς την ίδια, και μπορεί να είναι εξίσου τρυφερό όσο το κοινό «γιαγιά» (θέλω την παλίτσα μου).
Και ένα άλλο σχόλιο:
Οι λέξεις για τις συγγένειες δεν είναι πάντοτε οι ίδιες όταν μιλάμε στο περί ού ο λόγος πρόσωπο και όταν μιλάμε σε τρίτους γι’ αυτό το πρόσωπο. Για παράδειγμα, αναφέρθηκε ότι την προγιαγιά άλλοι τη λένε «η μεγάλη γιαγιά», άλλοι «η γρα λαλά» κλπ., αλλά την ίδια γενικά τη φωνάζουν «γιαγιά». Και βέβαια, όταν την αναφέρουν σε εντελώς τρίτα πρόσωπα, εκτός οικογενείας, μάλλον θα λένε «η προγιαγιά μου», αλλά φαντάζει μάλλον απίθανο να τη φωνάξουν ποτέ «προγιαγιά».
Το σχόλιό μου λοιπόν αφορά εκείνες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται ως άμεσες προσφωνήσεις: μαμά / μάνα, μπαμπά / πατέρα, γιαγιά, παππού, θείε, θεία.
Οι λέξεις αυτές υποκαθιστούν πλήρως το όνομα. Τον γιο του θα τον πει κανείς κάποτε «γιε μου», αλλά κατά κανόνα τον φωνάζει έτσι όπως τον λένε (ή το πολύ πολύ με κάποιο ιδιωτικό χαϊδευτικό), ενώ τον πατέρα του πάντα «πατέρα» ή όπως αλλιώς συνηθίζει η κάθε οικογένεια (μπαμπά κλπ.). Εφόσον λοιπόν χρησιμοποιούνται σαν κύρια ονόματα, ακολουθούν και τη γραμματική των κύριων ονομάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές σε γλώσσες όπου τα κύρια ονόματα δεν παίρνουν άρθρο ενώ τα κοινά ουσιαστικά παίρνουν: το daddy και κάθε παρόμοιο δεν παίρνει άρθρο.
Στα ελληνικά αυτή η διάκριση δεν υπάρχει: «ο μπαμπάς» όπως «ο Γιάννης» και όπως «ο άνθρωπος», όλα έναρθρα. Υπάρχει όμως μια άλλη: ότι τα κύρια ονόματα, αν είναι αρσενικά, παροξύτονα, σε -ος, έχουν κλητική σε -ο (Πέτρο, Γιώργο, Τάσο, Αλέκο) και όχι σε -ε όπως τα κοινά και όπως και τα κύρια που λήγουν σε -ος αλλά όχι παροξύτονα (Αλέξανδρε, Στέφανε, Δαμιανέ).
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η εξήγηση της κλητικής «θείο», που χρησιμοποιούν πολλοί. Δεν τη χρησιμοποιούν όλοι, για παράδειγμα δεν την είχαμε στην οικογένειά μου, κι έτσι επί πολλά χρόνια δεν την είχα ακούσει παρά μόνο σε φράσεις όπως «πού πα ρε θείο» (από οδηγό προς άλλον οδηγό, φροντίζοντας να μην το ακούσει ο ενδιαφερόμενος), κι έτσι φανταζόμουν ότι έχει κάτι το εγγενώς αγενές. Αργότερα όμως άκουσα αρκετούς να λένε έτσι στ’ αλήθεια τους θείους τους, με διάθεση σεβαστική, τρυφερή ή ουδέτερη, και κατάλαβα ότι δεν ισχύει αυτό που νόμιζα (δηλ. κατάλαβα ότι αν θέλουμε να είμαστε προσβλητικοί μπορούμε υπό ορισμένους όρους να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «θείος», αλλά το πώς ακριβώς θα κάνουμε την κλητική δεν αλλάζει τίποτε ως προς την έκφραση της συναισθηματικής διάθεσης).
Το ίδιο ισχύει και για το «κουμπάρο», κλητική που χρησιμοποιείται (παράλληλα προς το «κουμπάρε») μεταξύ κουμπάρων που αλληλοπροσφωνούνται κουμπάροι και όχι με τα ονόματά τους.
Ένα ακόμη σχόλιο:
Προς μεγάλη μου έκπληξη άκουσα σε αρκετά νησιά (και εδώ στην Κρήτη) να είναι εν χρήσει οι μεσαιωνικές από κάθε άποψη λέξεις «κύρης» και «(α)φέντης» για τον πατέρα. Ως τα τώρα δεν άκουσα άνθρωπο να προσφωνεί ο ίδιος έτσι τον πατέρα του, αλλά προς τρίτους λέγεται -όχι συχνά βέβαια- ακόμη και από νέους.
________
Σπουδαιολόγος (κατά το λεωνίκειον…)
loukretia50 said
93. Μπούφε, μάλλον΄έχασες επεισόδια :
Το Χχχτήνος προφυλάσσεται με προστατευτικό ξόρκι.
Το αληθινό του όνομα – τώρα είπες και φύλο και με προβλημάτισες – παραμένει μυστικό, γιατί είναι η δύναμή του.
loukretia50 said
82. Γιάννη, δεν είναι μόνο οι καλοί αφηγητές.
Αυτοί οι τύποι που ήταν αυθεντικοί, που είχαν μια καλωσύνη και αγνότητα – τολμώ να πω- που θύμιζαν μεγάλα παιδιά, που σκόρπιζαν χαμόγελα με όμορφες ιστορίες , έκαναν αστεία και αθώες πλάκες, πάντα χωρίς κακία, φοβάμαι πως έχουν εκλείψει.
Alexis said
#73, 84: Λάλας και στο Ξηρόμερο ο αδερφός αλλά σπανίζει πλέον, δεν πολυακούγεται…
Πιο συχνή είναι η ελαφρώς περιπαικτική προσφώνηση «Άι λαλάκη μ’!»
Και βάβω η γιαγιά βεβαίως…
Alexis said
Θείο και θεία θυμάμαι κι εγώ να αποκαλούσαμε τα αδέρφια του παππού και της γιαγιάς.
Πάντως το (μπαρμπα-/θεια-)+όνομα είναι γενικότερο στα χωριά και λέγεται για όλους τους έχοντες μια κάποια ηλικία.
Αντίθετα απουσιάζει εντελώς το (κυρ-/κυρά-)+όνομα το οποίο φαίνεται να είναι μάλλον αστικό.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Ναι γρα γιαγιά και γρα λαλα και γέρο παππούς, χωρίς παύλα .Η βιασύνη γαρ. Εξάλλου έχουμε το χωριό Γρα Λυγιά στα μέρη μου. Από απροσεξία το λάθος
Alexis said
379, 89: Σκουτέλα έχω ακούσει (σπανίως) να λένε στην Ήπειρο την κούπα, τη μεγάλη φλιτζάνα.
Πέπε said
Εξίσου δε απίθανο θεωρώ και το «αμπλά» (=αδελφή), που κι αυτό το έχω ακούσει στην Κρήτη, αλλά μόνο από μεγάλους και αρκετά βαριά ιδιωματικούς ομιλητές. Πάντως εξίσου δόκιμο στο παλιό ιδίωμα είναι και το κοινό «αδερφή», που μάλιστα στον πληθυντικό είναι «οι αδερφήδες» κι έτσι λύνει το πρόβλημα αμφισημίας στη γενική πληθυντικού (των αδερφών: αδερφοί ή αδερφές;).
Νίκο, δε νομίζω να έχεις γράψει άρθρο για τις λέξεις που δηλώνουν συγγένειες, ε; Πολύ ψωμί!…
Alexis said
Στο 79 σχόλιο αναφερόμουν βέβαια, δεν βλέπω το μέλλον! 😆
leonicos said
96 «κύρης» για τον πατέρα
το άκουσα δεκαετια 70 στη Ζάκυνθο σρτον Κοιλομένο από κοριτσι εικοσάχρονο περίπου, αλλά άβγαλτο εντελώς
leonicos said
Αφού σας βίτσισα,κάτι έγινε από τις 11.15 κι μετά (σχλοιο 75)
loukretia50 said
Alexis
Έχω ξαδέλφια δίδυμα, αγόρι – κορίτσι. Αυτό που θυμάμαι να διηγούνται οι ηλικιωμένες γειτόνισσες, ήταν ότι γεννήθηκε πρώτο το κορίτσι (στο σπίτι), η μαμή έτρεξε για συχαρίκια, ο πατέρας σωριάστηκε γιατί περίμενε το διάδοχο και η μικρή φώναξε «έχω και λάλα!» κι έτσι ανακάλυψαν το διάδοχο!
Πέπε said
@100:
Στην Κάλυμνο, που σε αρκετά σημεία διασώζει ήθη περασμένων γενεών, παιδάκια με λέγανε «θείε» απ’ όταν ήμουν μετά βίας τριάντα. Όταν κατάφερα να το συνηθίσω, κατάλαβα ότι είναι μια χωριάτικη φόρμα ευγένειας, και σταδιακά το καθιέρωσα κι εγώ (όχι για τους 30ρηδες βέβαια). Πλέον στα χωριά έτσι προσφωνώ ηλικιωμένους που έχω μόλις γνωρίσει ή που γνωρίζω λίγο, και διαπιστώνω ότι πάντοτε εκτιμάται, περισσότερο μάλιστα από το «κύριε» ή «κύριε Τάδε» ή «κυρ-Τάδε» που δημιουργεί μια αμήχανη και περιττή απόσταση. Και θεία αντίστοιχα για τις γυναίκες.
Δεν έχω όμως πάρει ακόμα το θάρρος να το πω σε τελείως άγνωστον (σε κάποιον λ.χ. που θα ρωτήσω για τον δρόμο).
mitsos said
Α … Πολύ ωραίο απόσπασμα …
Αν είναι έτσι όλο το βιβλίο πρέπει να το προμηθευτούμε άμεσα … Δημήτριος Σαραντάκος γαρ .
Ναι θείος και θεία ήταν η προσφώνηση του θείου και της θείας των γονιών μου
ΚΑΙ ναι
Ένας μόνο ( και ανύμφευτος ) ο θείος ο Αστυφύλακας είχε ζητήσει να τον λέμε παππού .
Θυμάμαι κι εγώ τα φοβερά αστεία του παππού που γνώρισα.
«Θάμουνα νομίζω μαθητής της Α Δημοτικού . Είχε έρθει να μας επισκεφτεί στην Κυψέλη με άδεια πέντε ημερών από την Χωροφυλακή ( όπως απαιτείτο αφού ζούσε χάρη στην παρέμβαση του ΟΗΕ και ο νοών νοείτο ). Μπαίνουμε σε λεωφορέιο για να γυρίσουμε από μια επίσκεψη στην θεία στο Αιγάλεω.
-Ξέρεις παππού η θεία μου χάρισε μια πάπια πλαστική … ( και σήκωσα την τσάντα αλλά δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τα λόγια μου κι άρχισε φωναχτα όπως πάντα με εκείνο το περιπαιχτικό ύφος που ήξερα πολύ καλά)
-Τι πλαστική ρε Μήτρο ; Αν δεν κάνει πα-πα.. Τι πάπια είναι απ αυτή που χέζουν ;
-Σιγά ρε παππού γιναμε ρεζίλι. Κουμπαράς είναι σε σχήμα πάππιας ;
– Γιατί γίναμε ρεζίλι ; (και συνέχισε ακόμα πιο φωναχτά). Αυτοί δεν χέζουν ; Τι νομίζεις ότι όλοι οι άλλοι τον έχουνε τον κώλο μόνο για να κάθονται
( τώρα ήταν που όλο το λεωφορείο έσκασε στα γέλια ) …»
…..
Ναι πολύ άγριες εποχές και όχο μόνο στην Μάνη .
Διαβάζω στο βικιπαίδεια το λήμμα «Παλούμπα»
Το χωριό πυρπολήθηκε τρεις φορές από τους Τούρκους πριν από την επανάσταση του 1821. Εκτός των άλλων δεινών όμως, το 1823, και όταν ο απελευθερωτικός αγώνας βρισκόταν στο πιο κρίσιμο στάδιο, το χωριό δέχτηκε και την επίθεση των Δεληγιανναίων. Ανάμεσα στους Δεληγιανναίους και τους Πλαπουταίους, καθώς και το γαμπρό των τελευταίων Τζιραλή, είχε αναπτυχθεί μια έχθρα από το 1818, όταν ο Δημήτρης Πλαπούτας θεωρήθηκε υπαίτιος για ένα αιματηρό επεισόδιο στην Αλωνίσταινα. Κατά την επίθεση οι Δεληγιανναίοι σκότωσαν τον Τζιραλή, πήραν σαν τρόπαιο τα όπλα του και τη φορεσιά του και ταπείνωσαν την νεόνυμφη χήρα του Βασίλω που ήταν κόρη του Γεωργάκη Πλαπούτα, κόβοντάς της τα μισά μαλλιά (τη μια πλεξούδα), παίρνοντάς της τα χρυσά φλουριά που φορούσε στο λαιμό και αναγκαζοντάς την σε αυτοτραυματισμό με το μαχαίρι του άντρα της. Λίγο αργότερα ο Δημήτριος Πλαπούτας θα έβρισκε τα μαλλιά της Βασίλως σε κάποιο σπίτι της Άκοβας και θα σκότωνε το δράστη.
Και ακόμη πιο άγρια αν ψάξει κανείς για τον Κόλλια ( Νικόλα ) Πλαπούτα
Πιο άγρια λοιπόν με την έννοια της πιο συχνής βίας. Αλλά ιστορική περιγραφή τόσο αποτρόπαιων εγκλημάτων όπως μερικών πολύ πρόσφατων (π.χ.τον τεμαχισμό ζωντανης της τρίχρονης κόρης του ή …) δεν συναντάς εύκολα ούτε στον 19ο αιώνα
…
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
96 Πέπε, Ναι αφέντης και κύρης ο πατέρας αλλά σ΄εμάς το λέγανε οι πιο παλιοί, άντε μέχρι και οι γονείς μου. Προς κεντροδυτικά, μου φαίνεται σα να έχει αναβιώσει μεταξύ και νέων ακόμη αλλά δεν ξέρω αν πράγματι το λέγανε κανονικά και το συνεχίζουνε ή το ανάστησαν. Τ΄ανήψια μου για παράδειγμα που γεννήθηκαν εκεί, έφυγαν στα χρόνια των σπουδών και ξαναγύρισαν,το καταλαβαίνουν εννοείται αλλά δε θα το πούνε στη φυσική ομιλία. Άλλο ξεδιαλλεγμένα, όπως λέμε καμιά φορά ντόπιες λέξεις αποξεχασμένες.
Η γιαγιά μου έλεγε και νενέ τη μάνα. (Πού είναι η νενέ σου).
Οι άντρες (παράξενο γιατί μόνο από άνδρες το θυμάμαι), λέγανε αμπλά την αδερφή. Προς τα δυτικά ακούγεται μάλλον περισσότερο κι αυτό.
loukretia50 said
Πέπε
Στη Δυτική Ρούμελη δε νομίζω να υπάρχει η λέξη «άμπλά» για αδελφή.
¨Ομως υπάρχει «αμπλάς»ανοιχτή πηγή, χωρίς στόμιο –
εξ ου και Άμπλιανη.
Γιάννης Ιατρού said
93/95 κλπ. Ενημερωτικά, «Ο» Μπούφος είναι στην πραγματικότητα «Μπούφα» και το έχει πει πιό παλιά (εκ του ληξιαρχείου) 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
102Αλέξης >> σκουτέλα η κούπα
«Σκουτελοβαρύχνω* σου» λέει ο ένας πότης και υψώνει την κούπα το κρασί
«κι εγώ αντιστέκομαί σου», απαντά ο άλλος και τσουγκρίζει με τη δική του. Και πίνουν και οι δυο ταυτόχρονα. Αυτό κάποτε γίνεται επαναληπτικά ως πρόκληση για πιώμα μέχρι σκνίπας.
* σου βαράω με το σκουτέλι,
(ή σκουτέλα;), δεν ξέρω διότι παρόλο σκουτέλι μόνο το πιάτο σ΄εμάς, στα δυτικά, μάλλον και η κούπα, εξ ου και αυτό το τσαλιμάκι-σκουτελοβάρεμα στην οινοποσία.
Μαρία said
103
Αμπλά στα τούρκικα προσφωνούν τη μεγαλύτερη σε ηλικία αδερφή.
108
Η προσφώνηση θείο, θεία είναι λαϊκιά. Κι εμένα με έχουν προσφωνήσει θεία σε γειτονιά της Θεσσαλονίκης, όταν ήμουν γύρω στα τριάντα. Αλλά κι εγώ έτσι προσφωνούσα τις νέες γειτόνισσες, ενώ τις γριές θείτσα και τους γέρους μπάρμπα. Το κύριε/κυρία το είχαμε για τους ξένους.
Βάβω δεν έχουμε οι Βούλγαροι αλλά μπάμπω για τη γριά και χαϊδευτικά μπάμπιτσκου.
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
114 Μαρία >>μπάμπω
και Βabo Koro , οι εξαιρετικοί!
loukretia50 said
112. Ευχαριστώ για τη διευκρίνιση, αλλά το θυμάμαι!
Μπούφος είναι, νάζια κάνει!
Σαν το ούφο καταφθάνει
Από όλους ορατό,
και δηλώνει θηλυκό
για το καταστατικό.
μια ερώτηση όταν κάνει
Μήπως ενοχλεί κι αυτό?
Αλλά εγώ αναφερόμουν στο Χχχτήνος!
Που νομίζω αρσενικό!
(ας με διαψεύσει αν θέλει!)
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
Κρόνη γεια σου με τα ωραία άσματά σου.
116 Λου, άστρο του γιαλού ,
είναι ο Χτήνος , από το Ιχτήνος 🙂 🙂
Για άλλα δε σας τάζω
γιατί νυστάζω.
Χαιρετώ σας
και καληνυχτώ σας
loukretia50 said
ΕΦΗ – ΕΦΗ
Πάντοτε είσαι πρόθυμη
Τον κόσμο να γλυκάνεις
Σου εύχομαι τα πιο όμορφα
Όνειρα να υφάνεις
Καληνύχτα σε όλους!
Κουτρούφι said
#96 και παλιός (προφέρεται παγιός) στη Σίφνο για τον ηλικιωμένο πρόγονο (πάπφου, πατέρα).
Μερικά άλλα σιφνέικα:
Εκτός από το «κυρ» χρησιμοποιείται συχνά το «μαστρο-» ασχέτως αν ο εν λόγω είναι κάποιου είδους τεχνίτης.
Σώζονται έγγραφα πριν το 1800 όπου πολύ κοινό ήταν το «μισέρ-«. Επίδραση από τη Φραγκοκρατία.
Υπάρχει και το «αφέντης». Συχνά ουδετεροποιείται και κόβεται: «Πού είναι το αφέ σου;»
gpointofview said
# 88
Κόρτο ,άλλον εσύ μπερδεύτηκες. Μεγάλη κλίμακα εννοεί π.χ. το 1: 50 000 δλ στο 1 εκατοστό του χάρτη αντιστοιχούν 500 μέτρα γης δηλαδή στοο 1 τετραγωνικό εκατοστό αντιστοιχούν 250 στρέμματα ενώ με μικρότερη κλίμακα π.χ. 1 : 1 000 στο 1 τετραγωνικό εκατοστό αντιστοιχούν 10 μέτρα και στο τετραγωνικό εκατοστό ένα οικοπεδάκι 100 τετραγωνικών μέτρων !!
gpointofview said
Και μια ρητορική ερώτηση στον φίλο βάζελο Γιάννη που μας γράφει συχνά για το «παναθηναϊκό ήθος» και για το «θέατρο του Ιβιτς» με το κουτάκι μπίρας, τι έχει να πει για χθές και το μπουκάλι που πετάχτηκε στους παίκτες του Ατρόμητου με την λήξη του παιχνιδιού ;
Γιάννης Ιατρού said
Καλημέρα.
117: ΕΦΗ,
τι Ιχτήνος; i-χτήνος συμβαδίζοντας με τη μόδα
Γιάννης Κουβάτσος said
122: Προφανώς στο παναθηναϊκό ήθος δεν περιλαμβάνονται οι αλήτες της εξέδρας. Άλλωστε ποτέ δεν είπαμε ότι οι οπαδοί του Παναθηναϊκού είναι επιστήμονες. Επίσης είναι σίγουρο ότι θα τιμωρηθεί η ομάδα, αφού δεν έχει τις πλάτες π.χ. του Ολυμπιακού, που βγήκε λάδι για τα επεισόδια στην Πάτρα.
Γιάννης Κουβάτσος said
Το 123 στο 121.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
(ρε ένα σουκού απείχα και κοντέψανε να με μουνουχίσουνε. Δεν είναι νάχεις εμπιστοσύνη πλέον πιά).
κανελόνι γεμιστό με μοσχαρίσια μάγουλα said
Αυτό το βιβλίο που λέτε μου κίνησε την περιέργεια. Θα το αγοράσω!
Υπογραφή: κανελόνι γεμιστό με μοσχαρίσια μάγουλα
(πρόκειται για γκουρμεδιά χριστουγεννιάτικη)
Christos Papadas said
ÁãáðçôÝ ìïõ Íßêï, ìðëåãìÝíïò ìå ôéòí õðï÷ñåþóåéò ìïõ áðÝôõ÷á íá åðéêïéíùíÞóù êáé íá óïõ åõ÷çèþ ÷ñüíéá ðïëëÜ ãéáôç ãéïñôÞ óïõ, áëëÜ ðïôÝ äåí åßíáé áñãÜ ãéá åõ÷Ýò. Õãåßá êáé ÷áñÜ óïõ åý÷ïìáé, êáé êÜèå êáëü óôçí ïéêïãÝíåéÜ óïõ. Óõã÷áñçôÞñéá ãéá ôçí Ýêäïóç ôïõ âéâëßïõ ôïõ ðáôÝñá óïõ. Äåí ôï ëÝù ãéá íá óå êïëáêÝøù, ï ôñüðïò ðïõ ãñÜöåé êáé åîéóôïñåß ìïõ åßíáé ðïëý åõ÷Üóñéóôïò. ÌÝóá óôéò ãéïñôÝò óêïðåýù íá áðïêôÞóù ôá éóôïñéêÜ ôïõ âéâëßá êáé ìÜëéóôá ôï «Ó÷ßæïíôáò ôéò ãñáììÝò ôùí ïñéæüíôùí» èÝëù íá ôï áðïêôÞóïõí êáé ôá âáöôéóôÞñéá ìïõ.
ÊáëÝò ãéïñôÝò íá Ý÷åôå. ×.
sarant said
Καλημέρα, ωραία συζήτηση για τις συγγένειες.
127 Χρήστο, καιρό είχα να δω αυτή την κωδικοποίηση. Μάλλον δεν διαβάζεται.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
119
Βαβυλωνία, 1836:
Νὰ ζήσῃς τζάνουμ μισὲ Μπαστιᾶ, παστουρμᾶ καϊσερλίδικο ἔχεις;
Corto said
120:
Όχι Τζι, επειδή τυχαίνει και το γνωρίζω το θέμα, δεν είναι έτσι.
Η κλίμακα 1:50000 είναι μικρότερη από την κλίμακα 1:1000.
(Όπως εξάλλου ισχύει και στα κλάσματα, δεν αλλάζει κάτι στην χαρτογραφία)
Συνεπώς η ακρίβεια προσδιορισμού μίας περιορισμένης επιφάνειας (π.χ. ολίγων τετραγωνικών μέτρων όπου θα χωρούσε ένα κιβώτιο με θησαυρό) αυξάνει όσο η κλίμακα μεγαλώνει (όσο πιο πολύ τείνουμε στο 1:1). Άρα ο πρωταγωνιστής της αφήγησης θα ψάξει πολύ εάν η κλίμακα του χάρτη είναι μικρή.
Γιάννης Ιατρού said
130: 🙂 Αλλά ρε σύ, τότε δεν διδάσκονταν τα κλάσματα, μόνο στο πανεπιστήμιο γινόταν μνεία!
gpointofview said
# 130
Επειδή και γω κάτι γνωρίζω, οι απλοί άνθρωποι τηνκλίμακα δεν την παίρνουν σαν κλάσμα αλλά σε πόσα αντιστοιχεί το 1 γιατί το 1 είναι σταθερό σε όλες. Ο συγγραφέας (οφείλει να) το γράφει όπως θα το καταλάβει ο μέσος άνθρωπος κι ο πατέρας μου που ήταν τοπογράφος έτσι το εξηγούσε στους πελάτες του.
gpointofview said
# 123
Σωστός, αλήτες υπάρχουν σε όλες τις ομάδες. Πάντως επειδή είδα το ματς οι παίκτες του Ατρόμητου δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να προκαλέσουν τους οπαδούς του ΠΑΟ εκτός από το ότι προσπάθησαν να ισοφαρίσουν αλλά ήταν άτυχοι.
Corto said
131: Σωστό και αυτό!
132: Τζι δεν υπενόησα ότι γνωρίζω παραπάνω από εσένα. Έγραψα στο σχ.88 ότι η παρατήρηση δεν αφορούσε την λογοτεχνική αξία του κειμένου. Ο συγγραφέας καλώς έγραψε ό,τι έγραψε, από εκεί και πέρα προεκτάθηκα σε τι είναι σωστό από επιστημονικής απόψεως.
Ε, πώς να το κάνουμε; Η κλίμακα 1:50000 είναι μικρότερη της 1:1000, κι ας λέει ο απλός κόσμος ό,τι θέλει.
Εξάλλου τα τελευταία χρόνια με την επιβολή της μαζικής κουλτούρας και υποκουλτούρας ο κόσμος εθίστηκε να λέει τον βορρά «πάνω» και τον νότο «κάτω», παραβιάζοντας κάθε ίχνος λογικής. Τι να κάνουμε; Να το θεωρήσουμε και αυτό σωστό, ένεκα σεβασμού στην πλειοψηφία;
Πέπε said
134 κλπ:
Ενδεχομένως ο απλός λαός 🙂 να κάνει στον νου του κάποιον συνειρμό όπως «μεγάλη κλίμακα = μεγάλη σμίκρυνση = πολλή σμίκρυνση». Όπως και να ‘χει, τι λέει το κείμενο; ότι ένας πλακατζής άρχισε να αραδιάζει φούμαρα σ’ έναν τυχαίο άγνωστό του ταξιτζή, μεταξύ των οποίων ότι έχει χάρτη για τον θησαυρό αλλά θα δυσκολευτεί γιατί είναι μεγάλης κλίμακας.
Νομίζω ότι ο απλός λαός θα καταλάβει ακριβώς αυτό που πρέπει!
Από κει και πέρα, χρήσιμο ήταν να διευκρινιστεί η ακριβής έννοια της μικρής/μεγάλης κλίμακας.
nikiplos said
134@ και στα προηγούμενα…
Ημείς οι μηχανικοί (γενικώς) μια κλίμακα την περιγράφουμε ως μεγάλη, όταν είναι μεγάλο το νούμερο (πχ 50.000). Η μικρή κλίμακα περιγράφει τοπικά χαρακτηριστικά είναι πιο λεπτομερής.
Πέρα από τους χάρτες των τοπογράφων κλπ, σε πολλά άλλα πράγματα ισχύει το ίδιο. Ας πούμε περιγράφουμε ένα τοπικό φαινόμενο και μιλάμε για μικρή κλίμακα (short scale). Αντίθετα όταν πηγαίνουμε σε πιο οικουμενικές περιγραφές μιλάμε για μεγάλη κλίμακα (large scales)…
Το αυτό και στην οικονομία γι’ αυτό και μιλάμε για μικρο και μακρο οικονομίες.
Το ίδιο και στις χρονικές περιγραφές. Χρονικός ορίζοντας μικρής κλίμακας θεωρείται ένα κοντινό γεγονός, ανάλογα το περιεχόμενο. πχ για έναν σεισμολόγο ή γεωλόγο μικρή κλίμακα είναι μήνες έως ολίγα έτη.
για έναν Ιατρό, κάποιες ώρες…
Ίσως να είναι ένα είδος συνήθειας, αλλά δεν γνωρίζω κάποιο αντικείμενο στο οποίο η μικρή κλίμακα να περιγράφει αδρομερή χαρακτηριστικά…
Νέο Kid said
Τυπικώς , είναι όπως τα λέει ο Κόρτο, μικρής κλίμακας small-scale αντικείμενο /χάρτης κλπ. σημαίνει «μικρή ,περιορισμένη εποπτεία», και ειδικότερα για χάρτη απεικόνιση αδρών λεπτομερειών και όχι πολλών λεπτομερειών.
Στην πράξη βέβαια, είναι και όπως τα λέει ο Τζη. Ακόμα και οι εξειδικευμένοι , όπως μηχανικοί και τοπογράφοι , χρησιμοποιούν πολλές φορές το «μεγάλη» λόγω του μεγάλου παρανομαστή.
Νέο Kid said
136. Ναι, είναι η δύναμη του φωνητικού συνειρμού. «Μεγάλο» υποβάλλει συνειρμικά το « το βλέπω μεγάλο» . Το ότι όσο μεγαλύτερο/λεπτομερέστερο το αντικείμενο προς απεικόνιση ,τόσο μικρότερο πρέπει να είναι το κλάσμα της κλίμακας, περνάει σε δεύτερη μοίρα για τη «μέση» αντίληψη, καθότι προϋποθέτει ανεπτυγμένη (λέμε τώρα…) κατανόηση μαθηματικών…
Corto said
135:
Πέπε συμφωνώ επί της ουσίας με αυτά που γράφεις, στο κείμενο ο πλακατζής αραδιάζει φούμαρα στον ταξιτζή, οπότε μπορεί να λεέι οτιδήποτε. Απλώς συμπληρώνω ότι κατά την γνώμη μου ο απλός λαός αγνοεί εντελώς την έννοια της κλίμακας.
Από την προσωπική μου εμπειρία, νομίζω ότι ο μέσος χρήστης ψηφιακού χάρτη καταλαβαίνει την έννοια «μεγαλώνω» την εικόνα/τον χάρτη, μεγεθύνω («ζουμάρω»), συνεπώς μεγαλώνω την κλίμακα. Αντιστοίχως «μικραίνω» την εικόνα, απομακρύνομαι από τον χάρτη («ξεζουμάρω»), συνεπώς μικραίνω την κλίμακα.
Δηλαδή η διαίσθηση του κόσμου στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι και πολύ μακρυά από το επιστημονικώς ορθόν.
Όσον αφορά τους Τοπογράφους Μηχανικούς οι έννοιες είναι απολύτως ξεκάθαρες και δεν υπάρχει καμία διαφορετική σύμβαση στην ορολογία. Ισχύει απαρεγκλίτως το επιστημονικώς ορθό (1:50000<1:1000). Αν κανείς το πει ανάποδα, απλώς θα έχει μπερδευτεί.
Corto said
136:
«Ημείς οι μηχανικοί (γενικώς) μια κλίμακα την περιγράφουμε ως μεγάλη, όταν είναι μεγάλο το νούμερο (πχ 50.000).»
Νίκιπλε υποθέτω ότι αυτό ισχύει π.χ. για τους μηχανολόγους, που μπορεί να σχεδιάζουν σε μεγέθυνση (π.χ. μία βίδα), άρα να χρησιμοποιούν κλίμακες του τύπου 50:1.
Στους Τοπογράφους όμως, μεγάλη κλίμακα πάντα είναι αυτή με τα λίγα νούμερα στον παρονομαστή.
Βεβαίως εν τη ρύμη του λόγου, μπορεί ο καθένας να πει οτιδήποτε. Αλλά σε μία αυστηρή διατύπωση, όπως σε μία μελέτη ή σε ένα τεχνικό κείμενο οι έννοιες είναι αυστηρά καθορισμένες, όπως εξάλλου και το «πάνω» και «κάτω», που προανέφερα (σχ.134).
Γιάννης Ιατρού said
Επειδή το μυαλό κάνει τον συνειρμό μεγάλο => λεπτομέρεια και το «κλίμακα» δεν το οπτικοποιεί, δεν σημαίνει πως έχει και δίκιο… Αλλά ο μηχανικός οφείλει να χρησιμοποιεί κάποια άλλη έκφραση (μεγέθυνση, λεπτομέρεια κλπ.) όταν εξηγεί κάτι σε πελάτη κλπ. που δεν καταπιάνεται με τέτοιες κλίμακες (γιατί σκάλες έχουν όλοι στο σπίτι 🙂 ).
Σωστός ο Corto, οι υπόλοιποι εκφράζουν το κοινό αίσθημα, σωστό είναι να λέγεται κι αυτό.
Νέο Kid said
141. Γιάννη , δεν είναι ακριβώς έτσι . Το όλο ( μη) ζήτημα ξεκίνησε από μια παρατήρηση του Corto πάνω σε ένα κείμενο με αποδέκτη το «κοινό αίσθημα». Ο πατήρ Σαραντάκος , μηχανικός και ο ίδιος, όπως και πλειστοι όσοι εδώ μέσα και ο Τζη που είναι μαθηματικός , σίγουρα ξέρουν/ήξεραν τι απεικονίζει ένα μεγάλο ή μικρό κλάσμα σε μια χαρτογραφική κλίμακα … δεν χρειαζόταν κάποια υπόδειξη «ορθότητας», νομίζω.
Αλλά ,όχι ως ζήτημα του τι θα γράψει κανεις σε μια τεχνική έκθεση, αλλά ως γλωσσικό ζήτημα, ως ζήτημα «παρατήρησης» του τι συμβαίνει στην κοινωνία, είναι έτσι όπως τα λέει ο Τζη κι ο Νίκιπλος.
Μη καταγηριοποιούμε λοιπόν απόψεις ως «σωστές» ή «λάθος» με γνώμονα διαφορετικά κριτήρια…
Γιάννης Ιατρού said
142: Ναι ρε Κίντο, βασικά δεν υπάρχει διαφωνία. Γι αυτό και έγραψα «εκφράζουν το κοινό αίσθημα». Ούτε τη λέξη [λάθος] χρησιμοποίησα.
Σκέφτηκα, πως επειδή μπορεί να διαβάζει και κόσμος τελείως εκτός τεχνικού/μαθηματικού πεδίου, η παρατήρηση του Corto (που δεν την εξέλαβα ως υπόδειξη) είναι χρήσιμη.
Antonislaw said
90 Σας ευχαριστω πολυ για τη διευκρινηση κ Σαραντακο σχετικα με την αιτια μη αποδοχηςτων Κρητικων απο τους Παλιολλαδιτες, μου λυσατε μια απορια ετων!
103 Να προσθεσω οτι στο Ρεθυμνο εχω ακουσει και το » ο αμπλας μου» =ο αδερφος μου.
Νομιζω οτι ο ορος » τρολαρισμα» που χρησιμοποιηθηκε απο σχολιαστες για τα ευφανταστα καλαμπούρια του Γιωργου απο το βιβλίο περαν του οτι ειναι αναχρονισμος αταιριαστος ειναι και ανακριβης, γιατι το τρολαρισμα θεωρω οτι εμπεριέχει κακοβουλια και ταυτοχρονα διαθεση αποκρυψης της πραγματικης ταυτοτητας του τρολ μεσω ψευδωνυμων στο διαδικτυο. Εκτος κι αν το τρολαρισμα εχει πλεον αποκτησει ευρυτερη και εξωδιαδικτυακη χρηση.
Νέο Kid said
144. Ναι, την έχει αποκτήσει (σωστά ή λάθος, δίκαια ή άδικα ,δεν ξέρω. Είναι άλλο ζήτημα αυτό.) αυτήν την ευρύτερη και εξωδιαδικτυακή χρήση το τρολάρισμα. Εδώ και καιρό. Η δε κακοβουλία δεν είναι πλέον ( αν δεχτούμε ότι αρχικά ήταν) απαραίτητο συστατικό. «Ο τάδε ξέρω γω ποδοσφαιριστής/πολιτικός /σελέμπριτης τρολάρει τον δείνα άλλον ποδοσφαιριστή/…/…» διαβάζουμε κατά κόρον σε καθημερινή βάση, για αθώα πειράγματα, αυτά που παλιότερα θα λέγαμε «δούλεμα» ή «καζούρα».
Ίσως χωρεί και σαραντάκειο άρθρο…
sarant said
145 Ετσι που λέει ο Κιντ. Και επιπλέον μερικά… φέικ νιουζ του Γιώργου όπως για τη νεκροφάνεια ή τον ανάπηρο γαμπρό έχουν μεγάλη ομοιότητα με τρολαρίσματα σημερινά.
Γιάννης Κουβάτσος said
144, 145:Συμμετέχοντας, ως νιάτο κι εγώ, σε συζητήσεις στις παρέες της κόρης μου, παρατηρώ ότι το τρολάρω και τρολάρισμα τείνουν να υποκαταστήσουν εντελώς τις παραδοσιακές εκφράσεις όπως με δουλεύεις; μου κάνεις πλάκα;κλπ.
MA said
για τη λου και τον μπούφο και βέβαια για το χχτήνος: δεν ξέρω αν είναι αγόρι ή κορίτσι, αλλά χτήνος, μας έχει πει, δεν είναι, απλά διαολοστέλνει το χτήνος
Θυμάμαι καλά; 😀
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
148 Α γειά σου, έτσι. Εδώ μέσα οι περισσότεροι με αποκαλούν χτήνος, εμένα που είμαι τόσο τρυφερός και ευαισθητούλης. Έχουν τραυματίσει τόσο βαθιά τον τριανταφυλλένιο ψυχισμό μου που σκέφτομαι σοβαρά όχι μόνο να αυτοκτονήσω αλλά και να μην ξανασχολιάσω στο ιστολόγιο μετά την αυτοκτονία μου.
Γιάννης Κουβάτσος said
150:Γιατί, ρε φίλε; Δεν έχει ίντερνετ στον άλλο κόσμο; Εντελώς τριτοκοσμικοί είναι εκεί πέρα; Παντοδύναμος σού λέει μετά! Άσε, μην πας. 😎
Γιάννης Κουβάτσος said
149 βέβαια, όχι 150. Μονίμως τα θαλασσώνω στην αρίθμηση.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@ΜΙΚ_ΙΟΣ (#79γ). Ἡ καταγωγὴ μου εἶναι ἀπὸ τὰ Θερμιά, τὴν Κύθνο στὸ πιό ἐπίσημο.
Ὅπως ἔχω διαπιστώσει, ἀπὸ τὴν ἐρασιτεχνικὴ ἐνεσχόλισή μου μὲ τὴν ντοπιολαλιά μας, ὑπάρχουν ἀρκετὰ κοινὰ στοιχεῖα μὲ τὴν κρητικὴ διάλεκτο.
Ὁ Νικοκύρης εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ δημοσιεύσει μιὰ συνεργασία μου γιὰ τὴ θερμιώτικη ντοπιολιά.
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@152. Ἡ δημοσίευση γιὰ τὴ θερμιώτικη ντοπιολαλιά:
https://sarantakos.wordpress.com/2017/07/20/thermia/
Triant said
Περί κλίμακος: Για ευκολία θυμάμαι (και εξηγώ όταν χρειάζεται) ότι μικρή κλίμακα -> τα βλέπω μικρά και μεγάλη κλίμακα -> τα βλέπω μεγάλα.
Στο άλλο χέρι, πολλοί (ακόμα και μηχανικοί) μπλέκουν την τιμή του κλάσματος (την κλίμακα δηλαδή) με τον παρονομαστή του.
Το πως μία τέτοια ωραία διήγηση μπορεί να οδηγήσει σε αυτή την αντιπαράθεση, συνοψίζεται στην σοφή παροιμία «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι» 🙂
Αγγελος said
Διάβασα το μήνυμα 127 του Χρήστου Παπαδά (ανοίγοντάς το στο Word, σώζοντάς το ως απλό κείμενο με κωδικοποίηση Windows (Western Europe), κλέινοντάς το και ξανανοίγοντάς το με κωδικοποίηση Greek (ISO)) και λέει τα εξής:
«Αγαπητέ μου Νίκο, μπλεγμένος με τιςν υποχρεώσεις μου απέτυχα να επικοινωνήσω και να σου ευχηθώ χρόνια πολλά γιατη γιορτή σου, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για ευχές. Υγεία και χαρά σου εύχομαι, και κάθε καλό στην οικογένειά σου. Συγχαρητήρια για την έκδοση του βιβλίου του πατέρα σου. Δεν το λέω για να σε κολακέψω, ο τρόπος που γράφει και εξιστορεί μου είναι πολύ ευχάσριστος. Μέσα στις γιορτές σκοπεύω να αποκτήσω τα ιστορικά του βιβλία και μάλιστα το «Σχίζοντας τις γραμμές των οριζόντων» θέλω να το αποκτήσουν και τα βαφτιστήρια μου.
Καλές γιορτές να έχετε. Χ.»
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@ 155. Νικοκύρη, ἐσὺ κάνεις ὁμιλίες καὶ ἡ συλλογικὴ σοφία τοῦ ἱστολογίου* δουλεύει, ἀποκρυπρυπτογραφώντας μηνύματα ποὺ ἀπευθύνονται σὲ σένα.
*ὁ Ἄγγελος ἐν προκειμένῳ
Φαίνεται πώς, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ «ὑπόγεια τοῦ χωροφύλακος», τὸ ἱστολόγιο διαθέτει καὶ Μπλέτσλυ Πάρκ. 🙂
Πέπε said
@154:
Δε νομίζω ότι μηχανικοί και παρόμοιοι θα έκαναν ένα τέτοιο χονδροειδές λάθος. Άλλη εξήγηση πρέπει να υπάρχειι, όπως λ.χ. (ίσως) να μην ταυτίζουν άμεσα το «μικρή-μεγάλη κλίμακα» με το «μικρό-μεγάλο κλάσμα» αλλά με το αντίστροφό του.
(Θέλω να πω, αν αντί για τη λέξη κλίμακα είχε επικρατήσει να λέμε κλάσμα ή νούμερο, αποκλείεται κι ο πιο αφηρημένος μηχανικός να το μπέρδευε. Ξέρει ποιο κλάσμα είναι μεγαλύτερο, άρα κάτι άλλο είναι που δεν ξέρει με την ίδια ετοιμότητα.)
ΣΠ said
Από το Merriam-Webster
small-scale
adjective
\ˈsmȯl-ˈskāl\
1 : small in scope especially : small in output or operation
2 of a map : having a scale (such as one inch to 25 miles) that permits plotting of comparatively little detail and shows mainly large features
Μπούφος said
146 Sarant
ποιος τρόλαρε εδώ μέσα; δεν αντελήβην κάτι… μήπως εννοείται το «κανελόνι το γεμιστό με τα μοσχαρίσια μάγουλα»; είναι καλό παιδί, κολλητό μου!
sarant said
155 Ευχαριστώ Άγγελε. Εγώ από τη συγκινηση που είδα την παλιά κωδικοποιηση ύστερα από τόσα χρόνια, δεν σκέφτηκα να κάνω αυτό το απλό
159 Τρολάρισμα χαρακτηρίστηκαν τα αστεία που έκανε ο θείος μου ο Γιώργος πριν από 80 χρόνια.
loukretia50 said
149. Μιλώντας για πειράγματα χωρίς κακία, νομίζω πως αυτό ταιριάζει στην περίπτωσή σου,
( τώρα αν χαρακτηριστεί τρολιά…)
Χχχχτήνος ευαισθητούλι μας , που σε κακοκαρδίσαν
την τρυφερούλα σου καρδιά με σπόντες τη ραγίσαν!!
Δώσε τ΄ονοματάκι σου το τριανταφυλλένιο
Κι ας πάνε στον οξαποδώ αν πουν δεν είναι σένιο!
Btw,
Βρήκα το σχετικό ξόρκι – αντίδοτο, επίτηδες παραπλανητικό , για να μην κινδυνεύεις από τους κακεντρεχείς, αρκεί να μην το χρειάζεσαι κάθε φορά! Μπορείς απλά να πέσεις στη χύτρα!
-«Μπα –που- κακό- να- μη- σε- βρει ,
Ωραία κοιμωμένη
Κι η τρυφερή καρδούλα σου
ναναι προστατευμένη!»
(Ποιος λέει πως δεν είσαι συ
«Χχχτήνος» μασκαρεμένη!!!)
———————————————————————-
Αυτά, επειδή μου την έφερες ότι σε πρόσβαλα!
Το παρανόμι διάλεξες
«Βρυχώμενος με μένος»,
για να νομίζουν πως εσύ
είσαι διαβολεμένος
Κι αν «Χχχτήνος» σε αποκαλούν,
κρυφογελάς ασμένως
από το παρασκήνιο,
τάχα αδικημένος.
ΛΟΥ
Ποιος φταίει που κατέληξες
(δήθεν) ευνουχισμένος?
ΜΙΚ_ΙΟΣ said
@149, 150 !!!
@152, 153: Ευχαριστώ πολύ κ.Μαρτίνο! Διάβασα τη σχετική με την θερμιώτικη ντοπιολαλιά δημοσίευση. ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ! Και τα σχόλια, στην πλειονότητά τους, ενδιαφέροντα και απολαυστικά. Άφθονο γλωσσολογικό υλικό – και σε σχέση με την κρητική διάλεκτο…
Δημήτρης Μαρτῖνος said
@162β. Μὲ τὴ σειρά μου εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλά σας λόγια.
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
161 🙂
Άμα θες το ονοματάκι μου άλλη φορά να μην τρέχεις στις Ολλανδίες 🙂
ΕΦΗ - ΕΦΗ said
149 Δγιάλο >>Έχουν τραυματίσει τόσο βαθιά τον τριανταφυλλένιο ψυχισμό μου
Η καρδιά του Χτήνους.
loukretia50 said
Επιλεκτική και κτητική η φίλη μου η μαρμάγκα!
Μου επέτρεψε να πικράνω το Χχχτήνος και δε μ΄αφήνει να κάνω αφιέρωση!
Γιάννης Ιατρού said
164: Το Χτήνος αγανακτεί και μένιεται 🙂 για τις ψευδείς κατηγορίες 🙂 🙂 🙂
Γιάννης Ιατρού said
167: ..μαίνεται… 🙂
loukretia50 said
Για τρυφερούληδες μόνο…
Blackmore’s Night – Fool’s Gold
Παιδική χορωδία https://youtu.be/A86wOqWGp0I
Χρήστος Π. said
155 Σας ζητώ συγγνώμη για την ανόητη κίνησή μου να στείλω προσωπικό μήνυμα και ευχές στο Νίκο, κάνοντας απλώς «reply» από το
προσωπικό μου λογαριασμό όπου μου ήλθε το άρθρο του Νίκου. Λίγο η άγνοια, λίγο η κούραση και αφηρημάδα της στιγμής…
sarant said
170 Ναι, έτσι εξηγείται -δεν πειράζει Χρήστο, καλές γιορτές να έχουμε!
ΣτοΔγιαλοΧτηνος said
Καληνύχτες.
Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Αναμνήσεις από τη Σάμο - Χάρης Μεταλλίδης said
[…] τη σημερινή. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε […]