Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Ο διάλος να ‘μπει μέσα σου και να ‘ναι και τσαγκάρης (ένα διήγημα του Dryhammer)

Posted by sarant στο 9 Μαΐου, 2021


Κι άλλες φορές έχουμε παρουσιάσει κείμενα του φίλου μας του Ξεροσφύρη: ταξιδιωτικά αφηγήματα από τον καιρό που έκανε στα καράβια και ειδικότερα από τα ταξίδια του στο Μούρμανσκ και στην Κίνα, μετά δυο ευτράπελες διηγήσεις του συστεγασμένες με άλλη μία του Δημήτρη Μαρτίνου, πρόπερσι ένα διήγημα πολιτικής φαντασίας και πέρυσι δυο ιστορίες της τρικυμίας και της παλίρροιας., κι ύστερα, τον Σεπτέμβρη, άλλες τρεις ιστορίες από το πρωί ως αργά το απόγευμα.

Το σημερινό διήγημα γράφτηκε κατά κάποιο τρόπο κατά παραγγελία -δική μου παραγγελία. Πριν από είκοσι περίπου μέρες, σε ένα άρθρο για την έκφραση «να μπεις στα παπούτσια του», η συζήτηση αναπόφευκτα ξεστράτισε κι έφτασε στα καλαπόδια, που τα χρησιμοποιούσαν οι παλιοί μαστόροι τότε που τα παπούτσια γίνονταν επί παραγγελία, εξατομικευμένα. Εκεί λοιπόν ο φίλος μας ο Ξεροσφύρης έκανε ένα πολύ ωραίο σύντομο σχόλιο, για τον πατέρα του, που ήταν τσαγκάρης, και για τα καλαπόδια του. «Πολύ ωραίο σχόλιο, υλικό για διήγημα!» σχολίασα κι εγώ. Ο Ξεροσφύρης στην αρχή έδειξε κάποιο δισταγμό, αλλά λίγες μέρες μετά μου έστειλε με μέιλ «το παραγγελμένο». Και αφού πέρασαν οι γιορτές, με πολλή χαρά αλλά και συγκίνηση (και καμάρι) το δημοσιεύω.

Σημειώνω ότι την έκφραση του τίτλου την ξέρω με παραλλαγή: Ο διάολος να’μπει μέσα σου και να’ναι και θηλυκός [για να γεννήσει κι άλλους]

Ο διάλος να ‘μπει μέσα σου και να ‘ναι και τσαγκάρης

«Ο διάλος νά ‘μπει μέσα σου και νά ‘ναι και τσαγκάρης» είπε ο τρίτος του λαδά που άλλο τού ‘πε κι άλλο έφερε.

«Γιατί τσαγκάρης μαστροΠαναγιώτη;»

«Για να σου κοπανά όλη μέρα με το σφυρί. Άντε μαλάκα πίσω και φέρε μου…»

 

Κι όλη μέρα από τη γωνιά ακόμα άκουγες το ντάκα ντούκα του σφυριού που έβγαινε από το τσαγκαράδικο κι όσο πλησίαζες δυνάμωνε. Ήτανε η σταθερή μουσική υπόκρουση που συνόδευε κάθε δραστηριότητα μέσα και γύρω από το μαγαζάκι. Πλησιάζοντας άκουγες κουβέντες. «Όλοι οι άεργοι κι οι ακαμάτες εδώ έρχονται» έλεγε ο μαστρο Κώστας, και μπαίνοντας από την πόρτα σου χτύπαγε η μυρωδιά της βενζινόκολλας, ανάμικτη με τσιγαρίλα και αψιά μυρωδιά από πετσί (και ολίγη ποδαρίλα) που τη γλύκαινε κάπως η τσίκνα από το σουβλάκι στα κάρβουνα του διπλανού σουβλατζήδικου.

Το μαγαζάκι δεν ήτανε πιο μεγάλο από το σαλόνι ενός αυτοκινήτου, κάτω από μια σκάλα που οδηγούσε στο γραφείο ενός δικηγόρου κι αργότερα ενός βουλευτή, έτσι που τα βήματα στα ξύλινα σκαλοπάτια να ακομπανιάρουν τις σφυριές από κάτω. Μ΄ αυτές τις  μουσικές, παρόλο που το μαγαζάκι απείχε ούτε 10 μέτρα από τον κεντρικό εμπορικό δρόμο, έπρεπε να γίνει καυγάς για να ακουστεί κάτι από κει, κι ας ήταν γεμάτος κόσμο που ψώνιζε, συναντιόταν ή απλά σουλατσάριζε -καθότι ο κεντρικός δρόμος με τα μαγαζιά, κλειστός για τα αυτοκίνητα τις εργάσιμες ώρες τους, λειτουργούσε και σαν νυφοπάζαρο. Η πρόσοψή του ήτανε μια σκονισμένη τζαμαρία με την πόρτα στα δεξιά, αριστερά ήταν η σκάλα, με ένα ξεθωριασμένο ριχτάρι  περασμένο ψηλά σ΄ένα σύρμα, που εκτελούσε χρέη κουρτίνας. Στο άνοιγμα της πόρτας δυό καρέκλες πρώην ψάθινες και μετά πλεγμένες με πλαστικό μακαρόνι, στη γωνιά μια κρεμάστρα του τοίχου να χωρά δυο τρία ρούχα και μια ομπρέλα και δίπλα, φάτσα στην πόρτα μια καρέκλα ακόμα που παρέμεινε ψάθινη και δατς όλ. Σ΄ εκείνη την καρέκλα ακούμπησα την τσάντα μου όταν σχόλασα από την πρώτη δημοτικού το ‘70  και εκεί άφηνα και το κράνος του μηχανακιού όταν μέχρι το ’87 πήγαινα να τον πάρω για να πάμε σπίτι όποτε ήμουνα στη Χίο. Άμα καθότανε τρείς βρίσκανε τα γόνατά τους μεταξύ τους, κι άμα ήτανε κάνας ψηλός μπορεί και να ‘βρισκε κι εκείνος στον πάγκο που ήτανε απέναντι από τις δυό καρέκλες. Όλη η ρεσεψιόν και το λόμπι μαζί ήταν όσο το πλάτος της πόρτας. Αριστερά, στο χώρο που όριζαν τα δυό σταθερά κομμάτια της τζαμαρίας, μήκους δυόμισι πόρτες όλη μαζί, κυριαρχούσε ο πάγκος –ιδιοκατασκευή-, χαμηλός γεμάτος εργαλεία και σύνεργα και καρφάκια, πολλά καρφάκια σε διάφορους τύπους και μεγέθη, ταιριασμένα σε ανοιχτά κουτάκια, από κονσέρβες χωρίς καπάκι κι αργότερα από πλαστικά καπάκια από σπρέι που ήταν κυλινδρικά και δεν είχαν χείλος, διαταγμένα με βάση τη συχνότητα χρήσης του κάθε είδους. Ανάμεσα πάγκο και τζαμαρία είχε ένα στενό πέρασμα και ένα μικρό πάγκο με ράφια ανοιχτά γεμάτο διάφορα κουτάκια, μπουκαλάκια, μπετονάκια, λίμες και στο πάτωμα κάτω από τον μικρό πάγκο, το μαστέλο, όπως έλεγε ένα κουβά από μπογιά γεμάτο με νερό που μούλιαζε τα πετσιά κι ένα κασελάκι με εργαλεία που σπάνια χρησιμοποιούσε. Πίσω από τον πάγκο και πριν το κούφωμα της σκάλας ήταν η καρέκλα του. Μια χαμηλή καρέκλα με κομμένα πόδια ώστε να κάθεται και τα γόνατα να είναι λίγο πιο ψηλά από τη μέση. Το κούφωμα κάτω από τη σκάλα ήταν κάτι σαν αποθήκη με κομμάτια από δέρμα σε ρολό με χαρτί ανάμεσα, κούτες με ανταλλακτικά (τακούνια, άντυτες μονοκατοικίες, λάμες για καμάρες, κι άλλα χρήσιμα κι αχρείαστα) και σε σακούλες ή εφημερίδες (παλιότερα) τα άφτιαχτα παπούτσια. Αριστερά όπως καθόταν το σιδεροκαλάποδο. Το αμόνι του, ένα σίδερο σχήματος Γ με το ποδάρι σφηνωμένο σε ξύλο και την πλατιά γλώσσα που έμπαινε μέσα στο παπούτσι για νάχει κόντρα στο σφυροκόπημα. Κάπου υπήρχε κι ένα κανονικό σιδεροκαλάποδο με τρία Γ σε ορθή γωνία, αλλά αυτό έπρεπε να το έχεις στα πόδια σου πάνω και να χτυπάς για αυτό έβαλε ένα σιδερά να του φτιάξει το άλλο. Από τη μεριά του τοίχου είχε ένα μικρό κενό δίπλα στον πάγκο όπου έβαζε όρθια τα μεγαλύτερα κομμάτια σολόδερμα (τα πετσιά) και τα φύλλα λάστιχο και κρεπ για τα τακούνια. Τα μικρότερα κομμάτια ήταν σ’ ένα χαμηλό ράφι που έπιανε όλο τον πάγκο από κάτω στο ύψος που να μπορεί να ακουμπάει τα πόδια του σαν διάλειμμα. Στον τοίχο, από λίγο πιο πάνω από τον πάγκο και μέχρι λίγο κάτω από το ταβάνι είχε ράφια, σανίδες δηλαδή πάνω σε γωνιές καρφωμένες στον τοίχο, που έφταναν στα όρια του πάγκου εκτός από τα δύο πιο ψηλά που συνέχιζαν κι έκαναν γωνιά φτάνοντας μέχρι εκεί που άνοιγε η πόρτα. Τα ράφια γέμιζαν κι άδειαζαν από τα διορθωμένα παπούτσια αρχικά τυλιγμένα σε εφημερίδα με λαστιχάκι, που πήγαινα και τις αγόραζα με το κιλό από το παλιό πρακτορείο τύπου με κομμένη την «ετικέτα» της πρώτης σελίδας με την ημερομηνία και τον αριθμό φύλλου και τα λαστιχάκια [μου διαφεύγει το νούμερο] σε πακέτα μισόκιλα, υπόλευκα με πούδρα για να μη στεγνώνουνε και σπάνε. Αργότερα ήρθε η νάιλον σακούλα όπου ο καθένας τά ‘παιρνε στην σακούλα που τά ‘φερε που έγραφε τ’ όνομά του κι όταν ήταν έτοιμα και την τιμή. Όταν έπεφτε πολλή  δουλειά ή ειδικοί λόγοι (πχ κατέβαιναν από χωριό με το λεωφορείο) και τη μέρα παράδοσης. Το όνομα γραφόταν και πάνω στο ένα παπούτσι, συνήθως στο κομμάτι ανάμεσα στη σόλα και το τακούνι που δεν πατιέται και σπανιότερα στον πάτο ή στη φόδρα, αν ήταν να αλλαχτεί κι εκείνο το κομμάτι.

Ο πάγκος δεν αγγιζόταν από άλλον εκτός από τον ίδιο, επί ποινή θανάτου, όποιος κι ό,τι κι αν ήταν αυτός. Κάτι που το συνάντησα και σεβόμουνα σε όλους τους μαστόρους και «μαστόρους» που έτυχε να συναναστραφώ στη ζωή μου. Και το στυλό να ήθελες να πάρεις, έπρεπε να στο δώσει ο ίδιος. Ακόμα και άλλοι τσαγκάρηδες που για κάποιο λόγο περνούσαν από το μαγαζάκι, αν ήθελαν κάτι πχ να κόψουν ένα σπάγκο ή τους τον έκοβε ο ίδιος ή ζητούσαν το εργαλείο που τους το έδινε στο χέρι και του το επέστρεφαν στο χέρι του για να το βάλει στη θέση του. Δεν το ακουμπούσαν πίσω στον πάγκο μετά τη χρήση. Σ’ εκείνον τον πάγκο με το χείλος γύρω γύρω από πηχάκι 3- 4 πόντους όλα είχαν τη θέση τους, παρόλο που στο μάτι του άσχετου φαινόταν να είναι ανάκατα. Αυτή τη θέση την καθόριζε η συχνότητα χρήσης του κάθε εργαλείου ή αναλώσιμου σε σχέση  και με το χέρι που το χρησιμοποιούσε. Μπροστά του ήταν οι φαλτσέτες, κι όχι εκείνα τα κοπίδια με αφαιρούμενα κομμάτια της λάμας που λένε κάποιοι τώρα φαλτσέτες, αλλά ατσάλινο έλασμα με αρχικό μήκος 25-30 πόντους που με το λιμάρισμα μίκραινε σιγά σιγά σαν τα μολύβια με το ξύσιμο, μέχρι που πια δεν πιανόταν και κάποιες από αυτές κατέληγαν στα εργαλεία του σπιτιού, αντί για τα σκουπίδια. Στο πίσω μέρος έγραφε στη λάμα και το όνομα του κατασκευαστή.  Θυμάμαι εκείνες που στένευαν στο τέλος (μάλλον για να μπαίνουν σε κάποια λαβή) κι έγραφαν ISTAMBUL PAPAZOGLU και κάποιες που πίσω στρογγύλευαν κι έγραφαν SALONIKA. Στο γείσο του πάγκου μπροστά του είχε κι ένα φάλτσο κόψιμο για να ακουμπά τη φαλτσέτα να την τροχίζει με τη λίμα. Κι οι λίμες ήταν επίσης συγκεκριμένες. Προτιμούσε τις τριγωνικές το πιο μεγάλο μέγεθος, για να ‘χουν επιφάνεια. Δε συμπαθούσε τις πλακέ, που αγόραζε μόνο αν τα ειδικά μαγαζιά της Χίου δεν είχαν τρίγωνη. Μ΄ έστελνε σ΄ ένα συγκεκριμένο να πάρω «μια λίμα του μπαμπά μου» κι ο μαγαζάτορας έλεγε «Εκείνος παίρνει το βαρύ του Νίκολσον, κάτσε να δώ αν έχω» και στο δρόμο διάβαζα στη βάση της NICHOLSON DENMARK  με τα πρώτα μου αγγλικά. Τις φαλτσέτες πήγαινε και τις έπαιρνε πάντα ο ίδιος για να τις ελέγξει λυγίζοντάς τις ελαφρά και χαράζοντας στο ξύλο του πάγκου του πωλητή μια γραμμή 2-3 πόντους. «Στην επιδιόρθωση δουλεύεις λάστιχα και πετσιά πιο χοντρά για σιόλες, και θέλεις άλλη φαλτσέτα πιο στάνια από του καινούργιου που κόβεις φόντια» (τα πάνω του παπουτσιού πριν γίνουν παπούτσι) και «Το λάστιχο του τακουνακιού έχει αμμουδάκι μέσα και χάνει τον αθέρα του το μαχαίρι και θέλει όλο τρόχισμα». Παλιά είχε ένα φίλο σιδερά («ατσίγγανο») και του έδινε τις λίμες που η «κόψη» τους ήταν άπιαστη  αφού εκείνος δούλευε το πλατύ μέρος τους κι ήταν ότι πρέπει για τομές με τη λίμα. Από κείνον έχω ένα σφυράκι που το κεφάλι του είναι από λίμα (διακρίνονται κάποιες ρίγες) –καθότι ατσίγγανος που άναβε καμίνι κι όχι εφαρμοστής όπως οι τωρινοί σιδεράδες του τροχού και της ηλεκτροκόλλησης – και το χεράκι του από ένα κομμάτι ξεφλουδισμένο κλαδί της συκαμινιάς που φυτρώνει  έξω από την πόρτα μου, σφηνωμένα μεταξύ τους με ένα καρφί τετράγωνο χειροποίητο του κάρου χωρίς κεφάλι.

[Περιττό να πω πως τό ‘χω πιο πάνω κι απ΄ τα ‘κονίσματα.]

 

Όταν σχολούσε, απάνω στις φαλτσέτες ακουμπούσε ένα δερμάτινο δαχτυλίδι, που έπιανε σχεδόν όλη τη δεύτερη φάλαγγα του αντίχειρα και που του προστάτευε το δάχτυλο από την τριβή με την φαλτσέτα καθώς έβαζε ζόρι στο κόψιμο «Ο αρρεβώνας μου με τη δουλειά», κι ήταν το πρώτο που φορούσε μόλις κάθιζε πίσω από τον πάγκο. Δεξιότερα από τις φαλτσέτες ήταν δυό σφυριά (κι ένα πιο μεγάλο με κοντό χέρι στο κάτω ράφι του πάγκου ακριβώς κάτω από τ’ άλλα) κι ακόμα πιο δεξιά οι τανάλιες με πλατύ πιάσιμο για να πιάνει και να τραβάει το δέρμα χωρίς να το σημαδεύει. Πίσω από τις φαλτσέτες είχε ένα δυό κομματάκια από τζάμι ψιλό που έξυνε το πετσί για να το αγριέψει και να πιάνει η κόλλα, μια ράσπα και δυό κομμάτια από ξύλο με τετράγωνη διατομή που στο πάνω μισό είχε τυλίξει και κολλήσει σμυριδόπανο για τα φινιρίσματα στα τακούνια.   Αριστερά είχε το κουτάκι με την βενζινόκολλα κι απάνω του το πινέλο και δίπλα ένα καπάκι από κουτί κόλλας για τασάκι και το πακέτο τα τσιγάρα με το τσακουμάκι που μετά έγινε bic. Άμα άδειαζαν δυό τρία bic, τα πήγαινα σ’ ένα μαγαζάκι πιο κάτω και τα ξαναγέμιζαν με μια πατέντα με καρφίτσα και άντεχαν πεντέξι γεμίσματα και αλλαγή πέτρας μέχρι που το πλαστικό περίβλημα άρχιζε να κάνει ρωγμές και τότε πια πετιόταν.

[Αυτοί οι αναπτήρες ήταν σαν τις γάτες. Τα φτιάχνανε για μια χρήση αλλά είχαν 6-7 «ζωές»]

Πιο αριστερά είχε κάποια εργαλεία πιο ειδικών χρήσεων όπως μια πένσα, ένα άλλο σφυρί, και ένα κουτάκι από κόλλα πού είχε γίνει καμινέτο οινοπνεύματος με μια τρύπα στο καπάκι απ’ όπου έβγαινε ένα φιτίλι που σκεπαζόταν για να σβήσει και να μην εξατμίζεται με ένα καπάκι από μπουκαλάκι βερνικιού. Τον υπόλοιπο πάγκο καταλάμβαναν άπειρα κουτάκια, χωρίς καπάκι πάντα, με κάθε είδους καρφάκια, από κουτιά της  NIVEA για τα πιο χρειαζούμενα μέχρι τα καπάκια των σπρέι για τα όχι και τόσο συχνής χρήσης. Στον τοίχο αριστερά του, σ’ ένα καρφί στο ύψος των ματιών του, κρεμούσε το ρολόι του χεριού που κούρδιζε κάθε πρωί και το φορούσε μόνο το Σαββάτο το βράδυ για μην σταματήσει την Κυριακή. Η πρόσοψη του πάγκου από τη μεριά των επισκεπτών ήτανε καλυμμένη με ένα φύλλο πεπιεσμένο χαρτόνι με βαμμένη την έξω μεριά (το ‘χω δει να καλύπτει και τοίχους ολόκληρους σε διάφορα εργαστήρια) ενώ από τη μεριά του στο χώρο εκατέρωθεν των ποδιών κρέμονταν από καρφάκια  διάφορα εργαλεία για ειδικούς σκοπούς το καθένα. Στη μέση του πάγκου, ανάμεσα στα πόδια του είχε φτιάξει ένα συρτάρι πιο μακρύ παρά πλατύ με  ένα χαλκά μπρούτζινο για να ανοίγει, την «κάντερα» ή «καντεράκι». Εκεί φύλαγε ένα κουτάκι όπως των καρφακιών με κέρματα για ρέστα και petty cash, αναπτήρες, κάποια μικρά χαρτονένια πατρόν για κομμάτια που έκοβε από μεγαλύτερα «τα στάμπα», και στο βάθος πακέτα από τσιγάρα κασετίνα του Ματσάγγου, με διάφορα ψιλολόγια, γουρουνότριχες για ράψιμο δερμάτων, σπάγκο, κερί, αγκράφες για πέδιλα κι άλλα μυστηριώδη που δεν κατάλαβα ποτέ τί ήταν και πού έμπαιναν αλλά που μεγαλώνοντας πιστεύω πως ήταν από κείνα που κρατάς πιστεύοντας πως κάποτε θα τα χρειαστείς.

[Ποτέ! Μόνο αφού τα πετάξεις.]

 

Κάθε μεσημέρι, από την πρώτη δημοτικού μέχρι την τρίτη λυκείου, μετά το σχολείο πήγαινα από το μαγαζάκι και περίμενα να σχολάσει για μεσημέρι, να ανηφορίσουμε μαζί για το σπίτι. Συχνά με έστελνε για ψώνια δικά του ή του σπιτιού, μετά από εκπαίδευση να προσέχω πάντα τη ζυγαριά και να κάνω κι εγώ το λογαριασμό μαζί με τον πωλητή αφού τα είχα καλά με τα μαθηματικά, συνήθεια που είναι πια αδύνατο να αλλάξει. Ήταν η πρό σούπερ μάρκετ εποχή, τότε που από άλλο μπακάλη έπαιρνες φέτα κι από άλλον κασέρι, όποιον είχε «το καλό», χώρια που κάποιοι ήταν πελάτες κι είχαν προβάδισμα

[συχνά βλαστημώντας για την ποιότητα ή/και την τιμή, οπότε περιορίζονταν η γκάμα των ειδών που  αγοράζονταν από αυτούς].

Αν προστεθούν οι σχολικές αργίες και διακοπές, που κατέβαινα πιο νωρίς, πέρασα πολύ χρόνο στο μαγαζάκι και μπόρεσα να ρωτήσω για πολλά και διάφορα, για τη δουλειά, τον ίδιο (όσο μ’ έπαιρνε) και να γνωρίσω και κάποιους «θαμώνες» και πελάτες. Συνθέτοντας αποσπάσματα από κουβέντες και ιστορίες δικές του, από τη μάνα μου, από τρίτους, παλιούς γνωστούς και φίλους του, έβγαλα στο περίπου το δικό του βίο και πολιτεία, συνυφασμένη πάντα με τη δουλειά του.

 

Ο μαστροΚώστας, ο «Καρδαμυλίτης» όπως τον ήξεραν στην αγορά, γεννήθηκε το 1915 στα Καρδάμυλα της Χίου, από πατέρα ναύτη (και αγρότη) και μητέρα «οικιακά» (και ολίγο χωράφι). Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά που επέζησαν της βρεφικής ηλικίας και πιθανά η πέμπτη ή έκτη γέννα της μάνας του. Αγρίμι κι ατίθασος πήγε σχολείο εκεί μέχρι και την ογδόη γυμνασίου όπου παράτησε το σχολείο και κατέβηκε στη Χώρα με το πηλίκιο με την κουκουβάγια να μάθει τέχνη.

[Έλεγε, πως τον έβγαλε στο μάθημα ο καθηγητής των γαλλικών κι ενώ το είπε σωστά του μίλησε άσκημα πως τα είπε λάθος για να μην τον περάσει. Εδώ να πούμε ότι ο συγκεκριμένος καθηγητής, ήταν περιώνυμος και εκτός Καρδαμύλων, πως για να τους περάσει και να πάρουν απολυτήριο γυμνασίου για να μπορέσουν να γίνουν καπετάνιοι, είχε απαιτήσεις σε χρήματα , σε είδος, με μανάδες κι αδερφές να πηγαίνουν να του κάνουν το σπίτι – μέχρι και στο κρεβάτι του ψιθυρίζονταν- για το έρμο το απολυτήριο. Ψέματα κι αλήθεια, του πέταξε το βιβλίο στη μούρη κι έφυγε]

Πήγε σε κάποιο μάστορα και πριν ακόμα το στρατό είχε γίνει παπουτσής να φτιάχνει καινούργια. Το μόνο που δεν έμαθε ήταν να κόβει και να γαζώνει τα δέρματα για τα φόντια, γιατί αυτό απαιτούσε ακόμα 1 χρόνο μαθητεία με μεροκάματο μαθητευόμενου κι εκείνος ήθελε ανεξαρτησία -και μεροκάματο μάστορα.  Στο στρατό ’36 με ’39, που τον έκανε στη Χίο, στους στρατώνες στην πόλη,  επειδή έφτιαχνε παπούτσια στους αξιωματικούς και τις γυναίκες τους, τον έστειλαν σε λόχο ανεπιθύμητων, «στο λόχο τουμπεκί», που έκαναν θητεία-εκτόπιση για να μη μπορεί να μετατεθεί αλλού εκτός συντάγματος και για να μην συγχρωτίζεται πολύ πολύ με τους ποινικούς τον έβαλαν «καντινιέρη» όπως λέγανε τότε τους καψιμιτζήδες. Ιστορίες διάφορες από τη ζωή των ποινικών, ρεμπέτες αληθινοί με όλα τα συμπαρομαρτούντα και επαφή με τα τραγούδια τους. Στην Αλβανία δεν πήγε η κλάση του, ίσα που έφτασε πιο πάνω από τη Λαμία όταν κατέρρευσε το μέτωπο.

[Ο λόχος τουμπεκί πήγε και δε γύρισε κανένας γιατί δεν άντεξαν στη κακουχία και γιατί ο διοικητής του23ου Συντάγματος (ο περιβόητος Ν. Ρόκκος που λέγανε στη Χίο πως έβαζε το άλογο η/και το σπαθί του τιμωρία)  όπως λένε έδινε αλλοπρόσαλλες εντολές].

Κατοχή στο χωριό,  από τους λίγους άνδρες που έμειναν μιας κι οι πολλοί ήταν μπαρκαρισμένοι όταν τους βρήκε ο πόλεμος, επιβίωση μέσω εργασιών και ανταλλαγών, είχε προλάβει να πάρει κάποια πετσιά και δέρματα από τα ταμπάκικα πριν τα επιτάξουν, διαγούμισμα στα ξωκλήσια για να κάνουν με τα  ‘χτωήχια (και τα βαγγέλια;) τσιγαρόχαρτο [λεπτό φίνο ριζόχαρτο έστω και τυπωμένο].

Το ’42 χάνει τη μητέρα του από έλλειψη φαρμάκων, «οι ξεσκισμένοι τά ‘χανε και τά ‘χανε κρυμμένα» και μετά από 6 μήνες τον πατέρα του από επιπόλαιο χτύπημα, αλλά κυρίως από τη στεναχώρια του για τη γυναίκα του «Εγώ γρήγορα θα πάω να τη βρω την κυρά μου» κι αφού χτύπησε το πόδι του «Ξαπολάτε με, να πάω στην Ερείνη». Μετά τον πόλεμο θέλει να φύγει στην Αμερική που είχε και συγγενείς,  αλλά με τα χαρτιά που είχε αδύνατον. Κομμουνιστής από το ’34, με τα αρχεία της ΚΟΒΑς των Καρδαμύλων από το ’35, δεν του βρίσκαν τίποτα για να τον δέσουνε αλλά μέχρι και το λόχο τουμπεκί θυμήθηκαν για να μη μπορεί να φύγει. Για τη θάλασσα δεν ήτανε, κι ας είχε φυλλάδιο με ήδη ναυτολόγηση σε καΐκι για να πάει μετά σε ποντοπόρο, όπως κάθε αγόρι στα Καρδάμυλα μα και γιατρός να ‘τανε,  κι είχε κι αφησμένη κάταρα ο πατέρας του να μην γίνουν τα παιδιά του ναυτικοί.

[Για το βαπόρι δεν είχε θέμα με τα χαρτιά, γιατί το συγχωριανός υπερίσχυε παντός αμαρτήματος και κάπου θα τονε μπαρκάρανε].

Έτσι αφοσιώθηκε στην τέχνη του.

 

Τα χρόνια εκείνα, τα μαγαζιά που πουλούσαν παπούτσια τα έφτιαχναν στα δικά τους εργατικά, στα συνεργεία τους. Το σχεδίαζαν σ΄ ένα χαρτί προσαρμοσμένο στο καλαπόδι, καμιά φορά και πάνω στο καλαπόδι κι ύστερα το έβγαζαν στο χαρτί, έφτιαχναν τα πρώτα κομμάτια από τα οποία θα αποτελείτο πάνω στο νούμερο του καλαποδιού, και μετά με τον παντογράφο έφτιαχναν πατρόν για δεξί-αριστερό και για τα διάφορα νούμερα. Αυτά τα πατρόν κόβονταν σε χαρτόνι, γινόταν δηλαδή τα στάμπα με τα οποία κόβονταν τα αντίστοιχα κομμάτια από δέρμα, λεπτύνονταν όπου ήθελε, και φοδραριζόταν και γαζώνονταν για να γίνει το φόντι, το πάνω μέρος του παπουτσιού. Από κει και μετά πήγαινε στο εργατικό κι ο μάστορας με τους καλφάδες παραδίνανε τακίμια παπουτσιών. Το τακίμι (η γκάμα θα λέγαμε σήμερα) αποτελείτο από 1 ζευγάρι Νο 34, 2 Νο 35, 3 Νο 36, 3 Νο 37, 2 Νο 38 κι 1 Νο 39. Αντίστοιχα στα αντρικά από 40 ως 45. Η παράδοση και η πληρωμή γινόταν Σαββάτο απόγευμα-βράδυ κι από Δευτέρα φτου κι απ΄ την αρχή. Δευτέρα πρωί μέχρι να ετοιμαστούν τα καινούργια φόντια το εργατικό περίμενε κι είχε τσαγκαροδευτέρα.  Τα παπουτσήδικα διαιρούνταν στα μαγαζιά με τα παπούτσια πολυτελείας, τα μοντέρνα, που ήτανε σε εμπορικό δρόμο και τα μαυροπαπουτσήδικα που πουλούσαν παπούτσια καθημερινά, πιο φτηνά και πιο χοντροκαμωμένα,  αποκλειστικά σε μαύρο χρώμα και που ήταν σε παρόδους. Έτσι και οι τεχνίτες διαιρούνταν σε τσαγκάρηδες και μαυροπαπουτσήδες. Άλλη κατηγορία ήταν οι παντοφλάδες που διέφεραν και τα υλικά που δούλευαν.

Ο μαστροΚώστας από τις αρχές της δεκαετίας του 50 έφυγε από το εργατικό των μαγαζιών κι έφτιαχνε παπούτσια, για τα μαγαζιά πάλι, αλλά μόνος του, μέ ή χωρίς βοηθό με το κομμάτι. Πρέπει να ήταν καλός γιατί υπήρξαν περίοδοι  που έφτιαχνε για δυό μαγαζιά (ανταγωνιστικά) και τα αφεντικά τους στράβωναν που τον βλέπανε να πολεμά κι αλλουνού, αλλά δουλειά του δίνανε πάντα και καλοπληρωμένη. Οι σαρακοστές ήταν περίοδος σκληρής δουλειάς και νυχτεριού ακόμα για να βγουν οι παραγγελίες ενόψει Χριστουγέννων και Πάσχα. Τότε νοίκιαζε ένα χώρο πάνω από κάποιο μαγαζί (από αυτούς που σήμερα θα γινόταν γραφείο) «το παταράκι», όπου το ένα δωμάτιο ήταν το εργαστήριο και στο άλλο έμενε. Η περίοδος μετά τα Χριστουγεννόσκολα και μετά το Πάσχα ήταν περίοδος διακοπών όπου γλεντούσε με τα έτοιμα. Το ’63 παντρεύεται (ήδη 48+) και το ‘64 γίνεται πατέρας. Το ’68 στα πλαίσια της χουντικής ανοικοδόμησης το παταράκι κατεδαφίζεται και μένει επαγγελματικά άστεγος. Μπαίνει ξανά σε εργατικό μαγαζιού σ΄ ένα υπόγειο, που μετά έγινε το εργαστήριο του ζαχαροπλαστείου που άνοιξε από πάνω, αλλά σύντομα (’69) τα εργατικά σταματάνε παντού γιατί άνοιξαν εργοστάσια στην Αθήνα και τα μαγαζιά αγοράζουν από κει, κι από κατασκευαστές γίνονται έμποροι. Είχε και δάνειο για το σπίτι που έφτιαξε (προέκταση του προικώου) που το σταμάτησε όταν βγήκε στην ανεργία.

[και το ξεπλήρωσα εγώ όταν μπαρκάρησα το ‘94]

Μόνη  λύση που είδε ήταν να γυρίσει στην επιδιόρθωση, δηλαδή από τσαγκάρης να γίνει μπαλωματής.

 

Τότε ήτανε που έπιασε και το μαγαζάκι. Αυτό συνέπεσε χρονικά με την αρχή της μαθητικής μου σταδιοδρομίας και καθώς το σχολείο βρισκόταν στη διαδρομή από το σπίτι προς το μαγαζάκι και πιο κοντά σ΄ εκείνο, έγινε ο σταθμός πριν το σπίτι, εκτός αν έβρεχε που ερχόταν ένας γείτονας με το κλειστό φορτηγάκι της δουλειάς και μας φόρτωνε μαζί με την κόρη του στην κλούβα πίσω  κι ερχόμουνα σπίτι.

[Ο Δημήτρης ο «Χότζας» της ομώνυμης ταβέρνας, πατέρας του Γιάννη του «Χότζα» που την έχει τώρα – και την έκλεισε μετά από 130 χρόνια, με το πρώτο λοκντάουν].

Η επιδιόρθωση αποδείχτηκε καλή κίνηση. Η δουλειά δεν έλειπε ποτέ γιατί οι μόδες αλλάζουν, αλλά το τακούνι και η σόλα πάντα θα φθείρονται και θα αντικαθίστανται, ιδίως όταν το παπούτσι δεν ήταν φτηνό να πετιέται εύκολα. [Το καλό παπούτσι και το αντρικό δεν ήταν ποτέ φτηνά]

Επειδή η πραγματική τέχνη του ήταν στην κατασκευή, μπορούσε να κάνει μετατροπές και προσαρμογές μαζί με τις αλλαγές της μόδας.  Έτσι όταν ήρθε η μόδα στο γυναικείο παπούτσι με τους χοντρούς πάτους και τακούνια, σαν τα παπούτσια εργασίας των πορνοστάρ, του έφερναν από γόβες μέχρι μπότες και τους άλλαζε πάτους και τακούνια και τα έκανε «φελλά». Αργότερα ήρθαν οι «μονοκατοικίες», αυτά που λένε πλατφόρμες. Ξήλωμα τα φελλά και μετατροπή σε μονοκατοικία. Μετά πέρασε η μόδα και ξανάγιναν γόβες  με λεπτό τακούνι. Υπήρξε καλό κλασσικό παπούτσι που πέρασε από όλα τα στάδια του custom από γόβα μέχρι να ξαναγίνει γόβα, ιδίως όσα ήταν βολικά στο πόδι της κατόχου και ήταν πάντα στη μόδα. Γι αυτό στο πάνω ράφι είχε καλαπόδια γυναικεία με κλίσεις για διάφορα ύψη τακουνιού σε σχέση με τη σόλα για να προσαρμόζει την μετατροπή. Αυτό που δεν αλλάζει εύκολα στο παπούτσι ήταν το αρχικό καλούπι του στη διαφορά ύψους σόλας-τακούνι, απλά αυξάνεται ή μειώνεται το ύψος και των δύο και γεμίζει ή αδειάζει ο μεταξύ τους χώρος. Εκείνα που φτιάχτηκαν για μονοκατοικία και μετά ήθελαν να γίνουν γόβες με τακουνάκι υπόφεραν στη σταθερότητα και συχνά έσπαγαν στη μέση. Το ίδιο και με ορισμένα πεδιλοειδή που δεν υπήρχε αρκετό φόντι για να δένει το μπρος με το πίσω. Εκεί τα ξήλωνε και έβαζε ένα καμπύλο μεταλλικό έλασμα στην καμάρα που τα σταθεροποιούσε. Τα πιο καλά κι όσα είχαν φτιαχτεί για τέτοια το είχαν από κατασκευής αλλά και σ΄ αυτά ακόμα έσπαγε από άτσαλο βάδισμα, ιδίως στα λιθόστρωτα των χωριών, ή έπεφταν θύματα στο βωμό του πανηγυριού. Υπήρχαν και οι κρυφές επιδιορθώσεις, όπως να βάλουμε κάτι σαν προσθήκη κάτω από τη σόλα στη μια μεριά για να ισορροπήσει το στραβό πόδι, «Αφού είναι τα ποδάρια τος σαν τις  ζεύγλες του μαγγάνου, τι το θένε το ψηλοτάκουνο στιλέτο;»,  άνοιγμα στο καλαπόδι πάνω στο κότσι, «Άμα έχεις κότσι και θέλεις μυτερή γόβα, παίρνε τη ένα νούμερο πιο μεγάλο να μη σου χτυπά κι έλα να σου βάλω μισό πατάκι από μέσα πίσω να μη σου βγαίνουνε, αλλιώς ψάχνε για πιο φαρδιά καλούπια και βάλε πάτο αν χρειαστεί» ή το σύνηθες «Φόρα τα καθιστή και με το κόκκαλο γιατί άμα γυρίσει στη φτέρνα θα σου κάνει πληγή και μπορεί και να μη φτιάχνεται το παπούτσι». Φυσικά εκείνος τά ‘λεγε κι εκείνος τά ‘κουγε, μέχρι που πέφτανε κάτω ή πληγιάζανε και ζητούσαν βοήθεια. Πάντα όμως μετά. Όταν άρχισαν οι μικρές να φοράνε ολόισια παπούτσια όπως τα πάνινα του μπάσκετ και κάτι μοκασίνια και  εσπαντρίγιες χωρίς τακούνι «Θα ρημάξουνε τα ποδάρια τους και δεν θα ξέρουνε γιατί. Η φτέρνα πρέπει να είναι τουλάχιστο ένα δυό πόντους πιο πάνω από τα δάχτυλα για μοιράζει σωστά το βάρος. Και το παπούτσι πρέπει να ‘χει καμάρα. Δες τα αντρικά. Ακόμα και τα τσαρούχια έχουνε καμάρα και λίγο τακούνι. Θα τους πονάνε τα ποδάρια τους, δε θα μπορούνε να πορπατήσουνε και θα ‘ναι ακόμα κοριτσάκια». Εγώ σκεφτόμουνα πως έπιασε τη γκρίνια της ηλικίας. Τι ξέρει εκείνος από μοντέρνο παπούτσι μετά από 50+ χρόνια στη δουλειά; Κι εγώ μετά κατάλαβα.

 

Και το καινούργιο το παράτησε; Αυτό εγκαταλείφθηκε σιγά σιγά μόνο του. Του είχαν μείνει κάποιοι άντρες πελάτες με ιδιότροπα πόδια, με κότσια, με περίεργα σχήματα και κάλους σε διάφορα σημεία πχ στην πατούσα, που τα καλαπόδια τους τα είχε κρατημένα στο πιο ψηλό ράφι του τσαγκαράδικου  όπου έβλεπα αντρικά καλαπόδια με διάφορες τσόντες από δέρμα και χαρτόνι σε διάφορα σημεία ώστε να ταιριάζουν με την ιδιοτροπία του κάθε ποδιού. Οι γυναίκες δεν έφτιαχναν κατά παραγγελία. Υπήρξε και ζευγάρι με άνισα πόδια όπου η τέχνη ήταν να είναι ίδια απέξω και άνισα μέσα για να εφαρμόζουν καλά και στα δυό πόδια. [Τα πόδια, όπως και ό,τι έχει ο άνθρωπος σε ζευγάρι, σχεδόν ποτέ δεν είναι 100% ίδια μεταξύ τους, αλλά συνήθως οι διαφορές είναι μικρές και ανεπαίσθητες. Πάντως υπάρχουν. Γι αυτό δοκιμάζετε και τα δυό παπούτσια  κι όχι μόνο το δεξί που σας φέρνει ο πωλητής κι είναι πιο ανοιγμένο από τις πρόβες]

Το μεγαλύτερο ήταν ένα Νο 46 που με προσθήκες σε μύτη, φτέρνα, κότσι και κουτουπιέ είχε γίνει 48 για ένα πανύψηλο μανάβη (ήμουνα και πιτσιρικάς και μου φαινότανε πια πως έσκιαζε τον ήλιο -όχι πάνω από 1,92 αλλά με ποδάρα).Το μικρότερο ήταν ένα Νο 40 για τον άντρα μιας θείας μου που είχε έξτρα προσθήκη στον κουτουπιέ στα όρια του 42. Για κείνον μού ‘λεγε πως το κανονικό του ήταν 38,5 αλλά είχε «το ποδάρι σαν φραντζόλα» και του έφτιαχνε το παπούτσι στο μεταποιημένο 40άρι για λόγους αισθητικής. «Να μην είναι πιο ψηλό παρά μακρύ». Σ’ εκείνο με τον κάλο στην πατούσα είχε μια τσοντίτσα μεγέθους κέρματος στο ανάλογο σημείο και τα έφτιαχνε με διπλό πάτο ώστε στον πρώτο να έχει τρύπα που να χωνεύει μέσα ο κάλος, χωρίς να πατιέται και με προσοχή στην κατά μήκος και πλάτος εφαρμογή για «να μην παίζει το ποδάρι μες στο παπούτσι και βρίσκει ο κάλος. Να μπορεί να πορπατεί ο άθρωπος, όχι να στέκεται μονάχα».  Αλλά με την πάροδο του χρόνου, όλο και λιγόστευαν. Ο ψηλός μανάβης σώθηκε όταν ήρθαν τα αθλητικά για μπάσκετ που είχε μεγάλα νούμερα και κράτησε τα χειροποίητα για «καλα» .  Άλλοι τα ζήτησαν και τα πήραν όταν έφυγαν εκτός Χίου για Αθήνα και Πειραιά ή πήγαν εκεί που δεν τα χρειάζονταν πια. Σιγά σιγά έκλειναν και τα μαγαζιά που πουλούσαν δέρματα κλπ για καινούργια κι όσοι λίγοι μείνανε να φτιάχνουν παράγγελναν κάποια πράγματα από Αθήνα ή κατέβαιναν κάνα δυό φορές το χρόνο οι ίδιοι και ψώνιζαν. Σε κάποιον από αυτούς πήγαινε στο τέλος τα καλαπόδια του θείου μου για να του φτιάξουν παπούτσια και μετά τα έπαιρνε πίσω.  Έτσι δεν μπόρεσα ούτε κι εγώ να έχω ένα ζευγάρι από τα χέρια του κι ας τον σταύρωνα χρόνο καιρό να μου φτιάξει.

 

Επειδή το μαγαζάκι, όπως και το παταράκι, ήταν στο κέντρο της αγοράς ήταν πέρασμα και κάποτε και στέκι για διάφορους θαμώνες. Περνούσαν συγχωριανοί όποτε κατεβαίνανε, φίλοι, συγγενείς αλλά και διάφοροι άσχετοι γνωστοί που ήθελαν να περάσουν την ώρα τους. Παράγγελναν καφέ, άφηναν τα ψώνια τους κι άρχιζε ο καθένας να λέει τα δικά του. Ήταν τέτοια και η φύση της δουλειάς που μπορούσαν να μιλάνε ενώ δουλεύουν. Αυτό ευνοούσε και τη διακίνηση ιδεών που σε συνδυασμό με τα πολυπρόσωπα εργατικά των παλιότερων εποχών είχε αποτέλεσμα τους  πολλούς αριστερούς τσαγκάρηδες [σαν τους αναρχικούς ρολογάδες της Ελβετίας].

Συνήθως ήθελε παρέα αρκεί να μην ενοχλούν τους πελάτες, ή να μην τον ζαλίζουν λέγοντας πράματα που δεν ενδιέφεραν απλά για να μιλάνε. Τότε άλλαζε σφυρί κι έπιανε εκείνο πού έκανε πιο πολύ φασαρία ή χτυπούσε πιο δυνατά και σε λίγο φεύγανε με σκοτισμένο κεφάλι. Έχω γνωρίσει κόσμο και κοσμάκη σαν επισκέπτες ή πελάτες κι έχω ακούσει πολλές ιστορίες και κουτσομπολιά μέσα κει. Από διευθυντή τράπεζας που έφερε τα παπούτσια του αρωματισμένα για να σκεπάσει προφανώς την μυρωδιά κι αναγκάστηκε ο πατέρας μου να τα έχει μια μέρα κρεμασμένα απέξω γιατί φλομώσαμε, μέχρι συνταξιούχο που πήγε εκδρομή στη Μόσχα (μέσω κόμματος;) κι ήρθε κι άλλος ένας γερο-τσαγκάρης από παρακάτω για να «μυρίσουνε σφυρί και δρεπάνι» και να ακούσουνε τα ωραία που τους διηγιόταν από κει που τους πηγαίνανε. [Όταν το ’90 μετά την κατάρρευση έβγαιναν διάφορα στη φόρα, η μάνα μου με εξορίες και ταλαιπωρίες, έλεγε πως εκείνος πέθανε νωρίς –είχε διαβάσει και το Μίσσιο].

Από αυτά που μου μείνανε ήταν όταν μια πελάτισσα, ευειδής στα μετεφηβικά μου μάτια, για να του δείξει το πρόβλημα στο παπούτσι που φορούσε, αντί να καθίσει να το βγάλει και να του δώσει να δει τι τρέχει, σήκωσε το πόδι και το ακούμπησε στον πάγκο φορώντας φούστα. Την κοίταξε από κάτω μέχρι πάνω και της είπε να τα φέρει να της τα φτιάξει. Όταν έφυγε τον ρώτησα «τελικά τι ήθελε;». «Ήθελε να ‘μαι 20 χρόνια  πιο νέος, αυτό ήθελε». Ήτανε πια σχεδόν 70άρης.

 

Είχαμε και τις δικές μας κουβέντες για διάφορα που, αναλόγως με τη διαφορά ηλικίας μας, μισό αιώνα κοντά, ήταν αρκετά διαλλακτικός με τον αψίκορο κι αντιρρησία πιτσιρικά. Έλεγα πως μετά τις σπουδές, που ήμουνα πια 23 και πιο κατασαλαγιασμένος θα καθόμαστε να κουβεντιάσουμε σαν άντρες κι όχι άντρας με παιδάκι για πολλά και διάφορα, κοινωνικά, πολιτικά και τόσα άλλα, να ρωτήσω κι όσα δίσταζα πιο μικρός. Δεν πρόλαβα. Ήρθε το πρώτο έμφραγμα και όταν μετά από κάνα μήνα ένιωσε έτοιμος μια Παρασκευή βράδυ να πάει τη Δευτέρα να ξαναπιάσει δουλειά ήρθε και το δεύτερο και ξημερώνοντας 14 Φλεβάρη, το σφυράκι σταμάτησε να χτυπά.

Του θείου μου του έδωσα τα καλαπόδια του όταν άδειασα το μαγαζάκι.

125 Σχόλια to “Ο διάλος να ‘μπει μέσα σου και να ‘ναι και τσαγκάρης (ένα διήγημα του Dryhammer)”

  1. LandS said

    Ο διάολος να’μπει μέσα σου και να’ναι και θηλυκός [για να γεννήσει κι άλλους]

    Έτσι την έλεγε ο πατέρας μου. Ένας Ληξουριώτης φίλος μου την έλεγε (έλεγε, γιατί πριν δυόμιση χρόνια μου έφυγε και αυτός)
    «Μπα που χίλιοι διαόλοι να μπουν μέσα σου και ναναι ούλοι τσου θηλυκοί και να γεννάνε»

  2. ndmushroom said

    Εξαιρετικό για άλλη μια φορά, Ξεροσφύρη!
    Ευχαριστούμε!

  3. mazianos said

    Νοσταλγικό και γεμάτο εικόνες.👍

  4. dryhammer said

    Καλημέρα!
    Ξεκίνησα για περιγραφή του μαγαζακιού και της δουλειάς και μου βγήκε μνημόσυνο του πατέρα μου. Δε βάστηξα να το διαβάσω για «χτένισμα», κι έτσι μου φαίνεται τώρα ατελές και μισό. Συγγνώμη γι αυτό, και που είναι τόσο προσωπικό.
    Ευχαριστώ από καρδιάς το Νικοκύρη για τη φιλοξενία και όσους σχολιάσουν.

    [Από τις 12 ως τις 7 θα λείπω, για το τρίτο μεροκάματο του 2021. Ελπίζω να σπάσω το ρεκόρ του 2020 που ήταν 5. Ότι προκύψει θα το συζητήσω πριν τις 12 και μετά τις 7]

  5. Ωραίο. Και στα εκατό. 🙂

  6. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα κι απ΄εδώ

    Ξεροσφύρη, τι μεροκάματο; Κι αυτό το ωραίο που έγραψες κι ετούτη τη φορά; Μεροκάματο και μάλιστα με υπερωρίες, απλήρωτες…

    ΥΓ: τι ρε συ, 7ωρα δουλεύετε εκεί; 🙂

  7. İstanbul Papazoğlu… 🙂

  8. dryhammer said

    6. Ταμείο σε εστιατόριο τις ώρες αιχμής (δηλωμένο εξάωρο)

    Η δουλειά για λεφτά είναι, ως γνωστόν, πορνεία. Ό,τι κάνεις από κέφι είναι έρωτας. [Το κακό είναι άμα είσαι φτηνή πουτάνα, με το συμπάθιο Κυριακάτικα]

  9. Καλές οι πληροφορίες για τα νούμερα. Νόμιζα πως οι ΄Έλληνες έχουν μόνο 42.

  10. Costas X said

    Καλημέρα !

    Πολύ όμορφο το διήγημα του κ. Dryhammer !
    Ευτυχώς τα πρόλαβα κι εγώ αυτά τα τσαγκάρικα, μικρός στην Κέρκυρα, και θυμήθηκα την ορολογία, τους ήχους και τις μυρωδιές! Να θυμήσω και τα «πεταλάκια» που έβαζαν στη μύτη της σόλας και στο τακούνι γιά να μην φθείρονται.

    Είχα και θείο τσαγκάρη, έχω γράψει και άρθρο γι’ αυτόν, κυρίως για την ιδιότητά του ως μουσικού και δασκάλου μουσικής. https://www.corfuhistory.eu/?p=15334
    Εδώ μερικά αποσπάσματα σχετικά με την τσαγκαρική τέχνη :

    «Ο Γιώργος Κούρκουλος γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1920 στην συνοικία Πόρτα Ρεμούντα της πόλης της Κέρκυρας, όπου έζησε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.[…]
    Αφού τελείωσε έτσι το Δημοτικό, ίσως και κάποια τάξη του Γυμνασίου, οι ιδιοκτήτες και δάσκαλοι της σχολής είπαν στους γονείς του ότι θα ήταν καλύτερα να μάθει κάποια τέχνη. Έτσι πηγαίνει να εργαστεί ως βοηθός στον τσαγκάρη και στενό φίλο της οικογένειας Αλέξανδρο Φίλιππα. Εκεί θα μάθει καλά την τέχνη της επιδιόρθωσης και της υποδηματοποιίας.[…]
    Τον Οκτώβριο (1940) αρχίζει ο πόλεμος, οι στερήσεις και οι βομβαρδισμοί.[…]
    Μέσα στον πανικό ο Γιώργος εξαφανίζεται και η οικογένεια φοβάται γιά το χειρότερο. Αυτός όμως ευτυχώς κατάφερε να φτάσει στο χωριό Σκριπερό, όπου είχε κάποιους συγγενείς, και να βιοπορίζεται ασκώντας την τέχνη του τσαγκάρη.[…]
    Ως έμπειρος πλέον τεχνίτης, ανοίγει το δικό του τσαγκάρικο στο νούμερο 23 της οδού Γκίλφορδ στην Πόρτα Ρεμούντα, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκε και στο σχολείο που παράτησε. Δεν αρκείται μόνο στις επιδιορθώσεις, αλλά κατασκευάζει και κομψότατα παπούτσια, ακόμα και γυναικείες γόβες, κατά παραγγελία. Την εποχή που όλοι έπρεπε να παραγγέλνουν αλλά και να επισκευάζουν τα παπούτσια τους, η δουλειά αυτή του απέφερε ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Συνεχίζει όμως ανελλιπώς να συμμετέχει στις δραστηριότητες της Φιλαρμονικής.[…]
    Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εξαπλώνεται το έτοιμο παπούτσι, με αποτέλεσμα να μειωθούν πολύ οι παραγγελίες και οι επιδιορθώσεις. Το τσαγκάρικο δεν αποδίδει, και ο μισθός της Φιλαρμονικής είναι πενιχρός. Ο Κούρκουλος αποφασίζει, στο ίδιο μικρό μαγαζάκι της οδού Γκίλφορδ στην Πόρτα Ρεμούντα, να ανοίξει εμπόριο ψιλικών, που εκείνη την εποχή ήταν κυρίως είδη ραπτικής.[…]»

  11. Καλημέρα κι από δω
    Ωραίος. Πολλές αναμνήσεις και στοχασμοί.
    Εγώ σε μικρό χωριό μεγάλωσα, αλλά είχαμε δυο τσαγκάρηδες. Και μέσα στο «διάφοροι άσχετοι γνωστοί που ήθελαν να περάσουν την ώρα τους» ήμουνα κι εγώ. Ήταν στη φάση που τα παπούτσια ήταν κυρίως έτοιμα κι οι τσαγκάρηδες περισσότερο μπαλωματήδες πια. Πέρναγα ώρες πότε στον έναν και πότε (κυρίως) στον άλλον. Που ήταν πρώην νυχτοφύλακας κι έτσι τον ξέραμε και τον λέγαμε. Που ήταν βασιλοχουντικός κι έλεγε διάφορες ιστορίες και ανδραγαθήματα άλλα αλήθεια, άλλα ψέματα αλλά χαζολογάγαμε κι εγώ κι άλλη μαθητάδες. Απ’ αυτόν κι ένα ζευγάρι φτιαχτά παπούτσια (ημιάρβυλα) που μου τάφτιαξε όταν ήμουν φοιτητής, τους άλλαξα σόλα κάποια στιγμή και τάχα μέχρι πρόσφατα, με την τελευταία μετακόμιση μάλλον πήγαν σε κόκκινο κάδο.

    «Τα πόδια, όπως και ό,τι έχει ο άνθρωπος σε ζευγάρι, σχεδόν ποτέ δεν είναι 100% ίδια μεταξύ τους, αλλά συνήθως οι διαφορές είναι μικρές και ανεπαίσθητες. Πάντως υπάρχουν». Επειδή το να πεις κάτι τέτοιο στον πελάτη (και να το καταλάβει) είναι δύσκολο, σε μας είχαν βγάλει πως ο τσαγκάρης δεν γίνεται να κάνει ίδια τα δυο παπούτσια σ’ ένα ζευγάρι, γιατί θα τον χωρίσει η γυναίκα του (κι ας ήταν μπεκιάρηδες και οι δυο τσαγκάρηδες που λέγαμε).

  12. Καλημέρα

    Ενδιαφέρον το ανάγνωσμα, είχα προλάβει τους τσαγκάρηδες-μπαλωματήδες στην γειτονιά, πολύ κοντινές οι περιγραφές μ’ αυτά που θυμάμαι. Ημουνα και τακτικός πελάτης αφού έπαιζα μπάλλα με τα καθημερινά παπούτσια μέχρι που είδαν κι απόειδαν οι γονείς μου να πληρώνουν τσαγγαράδικκες επισκευές και μου πήραν ποδοσφαιρικά από του Βγενόπουλου, οδός Θεμιστοκλέους (μια ζωή με τον βάζελο η οικογένεια είχανε κι ένα ξιφομάχο τότε)
    Οντως οι μπαλωματήδες είχανε μικρά μαγαζιά και φιάχνανε που και που κάνα καινούργιο σ’ όσους επέμεναν ακόμα, μέσα δεκαετίας του 50 που κυριαρχούσε πλέον το βιομηχανικό παπούτσι στην Αθήνα με τα μεγάλα καταστήματα Σεβαστάκης, Πετρίδης κ.λ.π.
    Σήμερα τακούνι-εξπρές…
    Το άντυτες μονοκατοικίες δεν το κατάλαβα, τι είναι αυτή η μονοκατοικία ;

  13. Reblogged στις anastasiakalantzi50.

  14. LandS said

    4
    Προσωπικό ξεπροσωπικό είναι πάρα πολύ ωραίο.
    Εξαιρετικό.

    Μου άρεσε πολύ που περιγραφή του μαγαζακιού έγινε αφορμή να δούμε την «ταινία» των αλλαγών μιας εποχής, από την αρχή της μέχρι το τέλος της, σε επαρχιακή πόλη.

    Και χάρηκα πάρα πολύ το τρόπο που ζωγραφίστηκαν αυτές οι εικόνες.

    Μικρός είχα γνωρίσει παρόμοια μπαλωματάδικα στην Αθήνα και στον Πειραιά. (Τα πρώτα χρόνια στη Νέα Σμύρνη και στον Βουρλοπόταμο η επικοινωνία ήταν μόνο με Αθήνα. Μετά, στο δικό μας στο Καλαμάκι, ο Πειραιάς ήταν πιο συχνός)
    Είχαμε και πλανόδιους αλλά αυτοί μόνο για «πέταλα» στις μύτες και στα τακούνια ήταν άξιοι. Όταν ασφαλτοστρώθηκαν οι δρόμοι και αρχίσαμε τις γλίστρες, τέλειωσαν και αυτοί.
    Ο αδερφός μου πάντως, ακόμα και του καλύτερου τεχνίτη της Αθήνας τα μπαλώματα στις σόλες τα έβγαζε και τα πετούσε. Έλεγε ότι ήταν σα να πάταγε κουτσουλιές με αυτά.

  15. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ τον Ξεροσφύρη για το θαυμασιο αφήγημα και εσάς για τα πρώτα σχόλια!

    11 Ωραία αυτή η ιστορία με τη γυναίκα που θα τους χωρίσει.

  16. dryhammer said

    12. Τα παπούτσια με πλατφόρμες – που τα λέγανε μονοκατοικίες, δεν ήταν πάντα φελένια.

    Αυτό που κάνει την πλατφόρμα στη φοτό είναι μονοκόμματο πλαστικό που ντύνεται ανάλογα, με πανί εδώ, με δέρμα όπως το πάνω μέρος κλπ

  17. Το ένα φέρνει το άλλο. Και θυμήθηκα:
    Στην Αθήνα (ή από την Αθήνα) τα υλικά οι τσαγκαράδες τα προμηθεύονταν απ’ του Ψυρρή, Βύσσης, Μιαούλη και τέτοια. Εκεί που σήμερα είναι τα διάφορα μαγαζιά για φαΐ. Κάτι είχα χρειαστεί κι εγώ και με παρέπεμψαν εκεί. Τότε είχαν εκεί μαγαζιά και οι διάφορες εταιρίες που έφτιαχναν δέρματα όπως το βυρσοδεψείο του Σουρλάγκα από τη Μυτιλήνη (που ήταν «το μεγαλύτερο το Βαλκανίων» και σήμερα ρημάζει για να μην βάλει φίλτρα και να μην πάρει μέτρα προστασίας).

    Και θυμάμαι επίσης και μια αφίσα του Φαρσακίδη. Μ’ έναν Ριζοσπάστη σε τσαγκαράδικο. Που χρόνια στόλιζε τους τοίχους μου εκεί που διάβαζα. Τη βρήκα! αλλά βέβαια είναι στο φόντο από κάποια λήψη.

  18. dryhammer said

    16. Συνέχεια…
    Η μονοκατοικία αντικαθίσταται με τακούνι και το παπούτσι γίνεται γόβα κι αντίστροφα [αλλά θέλει καινούργια σόλα ως πίσω κι όχι μισή – μετζασόλα – όπως στο σόλιασμα]

  19. nikiplos1 said

    Καλημέρα. Κατάλαβα γιατί ο νικοκύρης είπε τη φράση «με καμάρι», γιατί πραγματικά το διάβασα, το ρούφηξα όλο, και ήτανε τέλειο. Ήταν από τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Ξεροσφύρη σε ευχαριστούμε.
    Περισσότερο μου άρεσε η διάρθρωση του άρθρου: περιγραφή του χώρου εργασίας, λιτό βιογραφικό, διανθίσματα από την ζωή εκείνης της εποχής, οι συνέπειες της ζωής και της πολιτικής κατάστασης σε ανθρώπους σαν και αυτόν, και στο τέλος φυσικά ο επίλογος. Η εποχή που προσπερνάει την τέχνη και την μαστοριά και επιβάλλει με τον δικό της αδυσώπητο τρόπο μία εξέλιξη βασισμένη σε ξένες νόρμες.

    Οικείος σε εμένα ο ιερός χώρος του μάστορα. Κάτι πρέπει να έτρεχε με τους τσαγκάρηδες γιατί και τον αδερφό του παππού μου καίτοι από δεξιά και βασιλόφρονα οικογένεια ως τσαγκάρη τον είχαν κάνει κομμουνιστή. «Ευτυχώς» οι Γερμανοί και το Νταχάου «έλυσαν» την οικογένεια από την υποχρέωση να απολογηθεί για το μαύρο της πρόβατο.

  20. sarant said

    17 Για τον Σουρλάγκα, βεβαια υμνητικό
    https://nealesvou.gr/istoria-tou-ergostasiou-sourlagka-se-ena-imerologio/

  21. Αγγελος said

    Ωραιότατο, Ξεροσφύρη. Ναι, μνημόσυνο του πατέρα σου είναι — και πολύ καλά έκανες και το ‘γραψες!
    Παπουτσήδες που να φτιάχνουν παπούτσια εξαρχής δεν πρόλαβα στην Αθήνα — από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τα παπούτσια τα αγοράζαμε έτοιμα. (Μοδίστρα θυμάμαι, αλλά πολύ αμυδρά, να φέρνουμε στο σπίτι. Και θυμάμαι και τη λέξη πρετ-α-πορτέ, που δεν χρησιμοποιείται πια, αφού όλα τα ρούχα είναι έτοιμα να τα φορέσεις, άντε με λίγο φτιάξιμο στο στρίφωμα 🙂 ) Αλλά τσαγκάρηδες που να επισκευάζουν παπούτσια σαφώς ήξερα, σε μαγαζάκια «μεγέθους σαλονιού αυτοκινήτου», ακριβώς όπως τα περιγράφεις!
    Ο πατέρας σου ήταν συνομήλικος με τον δικό μου, ο οποίος επίσης έβγαλε το Δημοτικό στη Χίο (στη Χώρα όμως, όχι στα Καρδάμυλα) και επίσης έκανε στρατιωτικό σε λόχο ανεπιθύμητων, ως αριστερός εκείνος (ή και εκείνος, αν και έτσι που το παρουσιάζεις, του δικού σου μάλλον χάρη του κάνανε που τον έβαλαν εκεί 🙂 ). Ωστόσο, ίσως είναι ανακριβές το «Στο στρατό ’36 με ’39» που γράφεις· η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ συντομότερη τότε, ή όχι; Και μου κάνει εντύπωση ότι δεν τον έστειλαν στο μέτωπο, εκτός αν είχε λόγους υγείας ή κρίθηκε πιο χρήσιμος στην πατρίδα ως παπουτσής — σαφώς η κλάση του επιστρατεύτηκε το Σαράντα.

  22. Στεφανία said

    Το κουραστικότατο και άτεχνα γραμμένο αυτό αφήγημα περιέχει ένα τραγικό λάθος που το αποδυναμώνει εντελώς στην υπόληψη όσων έχουν στοιχειώδη σχέση με την Αριστοτελική Λογική. Γράφει ο κ. Ξεροσφύρης: «Στην Αλβανία δεν πήγε η κλάση του, ίσα που έφτασε πιο πάνω από τη Λαμία όταν κατέρρευσε το μέτωπο.»

    ΡΩΤΑΜΕ τον «ψείρα» με τα λάθη των άλλων, κ. Σαραντάκο: Πώς σάς ξέφυγε μιά τέτοια ολκής γκάφα, αγαπητέ κύριε Νίκο; Όπως επισημαίνει και ο σοφός Νέστωρ του Ιστολογίου κ. Άγγελος στο σχόλιο 21, βεβαιότατα και κλήθηκε να πολεμήσει το 1940 η κλάσις των γεννηθέντων το σωτήριον έτος 1915, όπως ο τσαγκάρης πατήρ του κ. Ξεροσφύρη.

    Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο κύριος Ξεροσφύρης δεν μπορεί να ξεχωρίσει δυό γαϊδουριών άχυρα: Προφανώς, ο τσαγκάρης πατήρ του την σκαπούλαρε από τον Πόλεμο το 1940, επειδής ήτο φακελωμένος κομμουνιστής. Ως γνωστόν, ο κρετίνος ο Μεταξάς δεν έστελνε στο μέτωπο τα κομμούνια, επειδή φοβόταν μή συμμαχήσουν με τον εχθρό και σαμποτάρουν το Στράτευμα όπως έπραξαν κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία του 1919-22

    ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΔΑΓΜΑ: Ας σπεύσει να διορθώσει το παρόν αφήγημα ο κ. Ξεροσφύρης, διότι γελάει το Πανελλήνιον με την ασχετοσύνη που τον δέρνει. Κι όπως έλεγε ο αγαπημένος του, Λένιν, «το γελοίο σκοτώνει»

  23. sarant said

    22 Καλώς τη Στεφανία στο κύκνειο άσμα της!

  24. sarant said

    Φίλος μου επισημαίνει «το άρθρο του Χόμπσμπαουμ για τους τσαγκάρηδες, και τον κρίσιμο ρόλο τους στα επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα».

  25. #22

    Σύμφωνα με τις συνήθειες του πρώτου διδάξαντος η…Στεφανία δεν πρόσεξε πως ο πατέρας για να φτάσει μέχρι την Λαμία θα πει πως στρατεύτηκε τον Μάρτη του 41 και ως γνωστόν ο Μεταξάς είχε πάει να παίξει κουμκν με τον Αγιο Πέτρο από τον Γενάρη – κατά πολλούς τον φάγανε με μπόλικη σουλφαμίδα οι γιατροί…

  26. Πέπε said

    @22, 23
    Αυτό θα το κρατήσουμε εδώ να μας στολίζει τη σελίδα;

    Φίλε Ξηροσφύρη, δεν το διάβασα ακόμη λόγω δηλωμένης δυσκολίας να διαβάζω λογοτεχνία με τυπογραφική εμφάνιση ιστοσελίδας, αλλά από τα σχόλια μου τρέχουν τα σάλια. Επιφυλάσσομαι για ώρες πλήρους ησυχίας.

  27. Πουλ-πουλ said

    https://www.politeianet.gr/books/9789604363087-lindqvist-john-ajvide-oxu-ase-to-kako-na-mpei-69930

  28. Triant said

    Βρε Ξεροσφύρη, πως το κάνεις και ότι γράφεις διαβάζεται μονορούφι;
    Πολύ συγκινητικό..

    Θυμήθηκα ότι μικρός είχα κάτι παπούτσια που τους είχαμε αλλάξει δυό φορές τακούνια και μια σόλες γιατί δεν είχανε πάθει τίποτα κατά τα άλλα. Τα λέγαμε Ισπανικά γιατί η μάρκα ήταν Sebago 🙂
    (Τα κράτησα τόσο πολύ γιατί άργησα πολύ να ψηλώσω, μέχρι τα 16 είχα μείναι στάσιμος – ο πιο κοντός στην τάξη)

  29. voulagx said

    Ωραίος ως συνήθως ο Ξεροσφύρης.
    Οι τυπογράφοι και οι τσαγκαράδες ήταν όλοι κόκινοι, λέγανε τότε.

  30. Μπράβο Ξεροσφύρη! Ολοζώντανο, σαν να πήγαμε κι εμείς εκεί για κάποια επιδιόρθωση. Από τα σφυριά του μαγαζιού και το παρανόμι; Κι όλα αυτά τα εργαλεία και τα υλικά τι τα έκανες όταν έκλεισε το μαγαζί;

  31. Μυλοπέτρος said

    Ξεροσφύρη
    Με συγκίνησες. Τα παπούτσια τα δικά μας τα έφτιαχνε ο Αρακάς. Φίλος του πατέρα μου.
    Απογοητεύτηκα όμως. Διαπίστωσα ότι γίναμε τρεις. Μα γίνονται αυτά ανάμεσα σε Χιώτες;

  32. Πολύ ωραίο!

    Να ρωτήσω κάτι:
    «πήγαινα και τις αγόραζα με το κιλό από το παλιό πρακτορείο τύπου με κομμένη την «ετικέτα» της πρώτης σελίδας με την ημερομηνία και τον αριθμό φύλλου»
    Γιατί να κόβουν την ετικέτα;

  33. phrasaortes said

    Πολύ ωραία ιστορία, ο τσαγκάρης της γειτονιάς μας είναι δίπλα σε μπογιατζίδικο, οπότε μάλλον κάτι παίζει με τις έντονες μυρωδιές και την τέχνη της υποδηματοεπισκευαστικής.

    Ελαφρώς άσχετο, αλλά με αφορμή τον θάνατο του Θεόδωρου Κατσανέβα, διάβασα για την ελληνική εκδοχή του φαινόμενου Στρέιζαντ (ή Στράισαντ). Μπλέχτηκε και η ηρωική ελληνική δικαιοσύνη, αλλά μάλλον τα θαλάσσωσε. Ενδιαφέρον θέμα πάντως.

    https://web.archive.org/web/20140222040545/http://www.thepressproject.net/article/56330/How-a-Greek-politician-is-attempting-to-rewrite-history-by-suing-Wikipedia-the-online-encyclopedia-he-doesnt-understand

    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B9%CE%BA%CE%B9%CF%80%CE%B1%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B1:%CE%95%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5_%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B9_Diu

  34. nessim said

    Απολαυστικό, κυριακάτικο δώρο θάλεγα, ευχαριστούμε!
    Άσε που μου θύμισε τον κ. Γιώργο, τσαγκάρη στην Ζ. Πηγή στο Βύρωνα που μου έφτιαχνε παπούτσια, και ακόμα θυμάμαι την διαδικασία της αποτύπωσης της «κάτοψης» της πατούσας σε χαρτί, τις «γεωδαιτικές» μετρήσεις σε διάφορα σημεία, κλπ που αισθανόμουν πολύ σπουδαία.
    Τέλος, έμαθα επιτέλους από πού βγαίνει αυτή η τσαγκαροδευτέρα!

  35. aerosol said

    Τώρα… δεν ξέρω αν αυτό ήταν ακριβώς διήγημα. Ξέρω πως μου άρεσε και πως με έκανε να βλέπω τις εικόνες σα να ήμουν μπροστά -όπως όλα του Ξεροσφύρη.
    Κι όπως πάντα θέλω κι άλλο!

    #28
    Κλασική μάρκα τα Sebago, ήταν γερά και καλά. Βλέπω πως υπάρχουν ακόμα, αλλά στη σελίδα τους λέει πως είναι αμερικάνικα, από την πολιτεία του Maine.

  36. angelos said

    Ωραιος Dry. Να ζησεις να τον θυμασαι, φιλε μου.

    (Αυτο με το γεμισμα των αναπτηρων, μου θυμισε οικογενειακη ατακα, απο εκδρομη πριν κοντα 40 χρονια, καπου που δεν θυμαμαι πια, οπου ειδαμε πινακιδα «ΓΕΜΙΖΩ ΑΝΑΠΤΗΡΕΣ ΠΛΑΣΤΙΚΕΣ» 🙂 )

  37. Α το ξέχασα, το ξαναγέμισμα των αναπτήρων μποι ήταν πολύ απλό, το έκανα μόνος μου με μια πυρωμένη καρφίτσα αρχικά -μόνο την μύτη ίσα ισα να ανοίξει τρυπίτσα και μετάέσπρωχνα την καρφίσα να κλείσει την τρύπα. Πιο δύσκολη ήταν η αλλαγή τσακμακόπετρας που απαιτόύσε βγάλσιμο της μεταλλικής περίφραξης, αφαίρεση του οδοντωτού τροχού, να βρεις την σούστα που πεταγότανε με χίλια και να την συμπιέσεις μέσα με την πέτρα και να σφαλίσεις τον τροχό, πράγμα που γινότανε μόνο αν δεν τα είχες πετσικάρει από άγριες κινήσεις

  38. Bασίλης Φίλιππας said

    Πολύ ωραίο και συγκινητικό κείμενο … μια ιστορία της τέχνης και της αλλαγής των εποχών (και των πελατών) με πολύ ζωντανή περιγραφή του χώρου… σε μένα έφερε και τις μυρωδιές και τους ήχους από τους τους χώρους που δούλευαν οι παλιοί τσαγκάρηδες του τόπου μου όταν προσπαθούσα να καταγράψω το λεξιλόγιό του πριν χαθεί για πάντα. Είναι απίστευτο πως η μνήμη μπορεί με το καλύτερο ερέθισμα να φέρει ζωντανές οσμές σαν αυτές του τσαγκάρικου ή του φρεσκοψημένου ψωμιού όταν βγαίνει από τον φούρνο…
    Να πω ότι και στη Λευκάδα υπήρχαν οι κατάρες «νάμπ(ει) ο δ(γ)ιάολος μέσα σου και νάναι γκαστρωμένος» ή «νάμπει ο ο διάολος (ή ο διάουλος) μέσα σου και νάναι αβγωμένος» (η τελευταία των ψαράδων από τα αβγά των ψαριών).

  39. Ηλίας Φωλιάς said

    Υπέροχο από την αρχή ως το τέλος. Ευχαριστώ που μοιράστηκες
    μαζί μας τόσο γλυκές αναμνήσεις.

  40. Spiridione said

    24.
    https://sci-hub.se/https://doi.org/10.1093/past/89.1.86
    11-12 από τους εκτελεσμένους της Καισαριανής ήταν τσαγκάρηδες. Και στον μεσοπόλεμο ήταν από τους κλάδους που είχαν μεγάλη διείσδυση οι αρχειομαρξιστές – και απ’ τους πιο εκρηκτικούς χώρους.
    Εδώ ένα απόσπασμα από τη μελέτη του Κ. Παλούκη για τον αρχειομαρξισμό:
    … Συνεπώς, μια τέταρτη παράμετρος της εργατικής βίας αφορά τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ίδιων των κοινωνικών στρωμάτων που πρωταγωνιστούσαν σε αυτές τις συγκρούσεις, όπως μόλις αναφέραμε τους ανάπηρους πολέμου. Για παράδειγμα, οι υποδηματεργάτες ήταν πάντα οπλισμένοι με σουγιάδες εξαιτίας της φύσης της εργασίας τους στοιχείο που προφανώς καθόρισε πολιτισμικά τη συμπεριφορά τους. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι πολλές ήταν οι ειδήσεις σε εφημερίδες για εγκλήματα τιμής με πρωταγωνιστές υποδηματεργάτες.154 Υποδηματεργάτες εξίσου και από τις δύο αριστερές παρατάξεις ήταν οι πρωταγωνιστές των αιματηρών επεισοδίων που οδήγησαν στον θάνατο του Γ. Λαδά, ενώ ο τόπος των αψιμαχιών ήταν η οδός Αθηνάς, δηλαδή μία παράλληλος από την οδό Αιόλου, τον δρόμο των τσαγκάρηδων.155 Επίσης, υποδηματεργάτες ήταν οι κομματικοί που ξυλοκόπησαν τον αρχειομαρξιστή ανάπηρο πολέμου Βερούχη στην Καισαριανή.156 Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης ήταν υποδηματεργάτης και ήταν ο αρχηγός της ομάδας κρούσης του ΚΚΕ. Αντίστοιχα, υποδηματεργάτης ήταν ο Πέτρος Ανδρώνης ο οποίος θεωρούταν ένας από τους «πιστολάδες» του αρχειομαρξισμού. Με λίγα λόγια πολλοί από τους πρωταγωνιστές στις συγκρούσεις εξίσου και από τις δύο οργανώσεις ανήκαν σε αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο.
    Εξάλλου όπως είδαμε πιο πάνω οι πρώτες συγκρούσεις κομματικών και αρχειομαρξιστών
    έλαβαν σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα πρώτα μέσα στα υποδηματεργατικά σωματεία.
    Ένα άλλο στοιχείο που ίσχυε για τους υποδηματεργάτες της Αθήνας ήταν η μανιάτικη
    καταγωγή ενός σημαντικού κομματιού τους. Πολλές συγκρούσεις ερμηνεύονταν ήδη από
    συγχρόνους τους ως «μανιάτικη εκδίκηση». Αυτό το επιχείρημα χρησιμοποίησε, όπως
    είδαμε, η αρχειομαρξιστική ηγεσία για να «αποπολιτικοποιήσει» την δολοφονία του Λαδά
    ώστε να μην υπάρξουν αντεκδικήσεις….

  41. Εξαιρετικός Ντράι, μπράβο!
    Ένα σωρό συγκινητικές λεπτομέρειες…Αχ οι ξαναγεμισμένοι μπικ με τις καρφίτσες, τους πρόλαβα στην τσέπη μου. Κι άμα πω ότι η μυρουδιά του τσαγκαράδικου είναι, μαζί με της βενζίνης και του μπαρουτιού, από τις παιδιόθεν αγαπημένες μου, θα θεωρηθώ ανώμαλος? Ας…
    (Κάποτε στο σλανγκ σου είχα πει μπας κι έγραφες τπτ για την επαγγελματική τσαγκαράδικη αργκό, αλλά δεν).

  42. Μαρία said

    Μπράβο, Ντράι. Κέντημα οι περιγραφές σου, γι’ αυτό και το διάβασα παρόλο που έχω το ίδιο πρόβλημα με τον Πέπε.
    Κι οι δικοί μου γονείς ήταν του ’15.

  43. sarant said

    Δυο σχόλια από το Φέισμπουκ:

    1) «Διαλ’ εμπα μεσα σου», που λεμε για να προσβαλουμε καποιον…
    Ωραιοτατο ηταν. Εχοντας προλαβει και τσαγκαρηδες/μπαλωματηδες, και την μυρουδια της βενζινοκολλας, μου θυμισε κι’αυτο τοσα και τοσα.

    2) Μου θύμισε κάποιες εκδόσεις για τα επαγγέλματα που χάνονται. Εξαιρετικά λεπτομερής και γλαφυρή περιγραφή, σου αφήνει μια αίσθηση ότι έμαθες αρκετά για το επάγγελμα του τσαγκάρη (σαν να υποδύεσαι το ρόλο) αλλά και (παρενθετικά) τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μιας εποχής, που την έζησα σαν έφηβος, φοιτητής και ελεύθερος επαγγελματίας στη συνέχεια και μιλώ για την περίοδο 1965-1985.
    Μου άρεσε επίσης (ίσως έπρεπε να το βάλω πρώτο) το λογοτεχνικό στυλ γραφής, που παραπέμπει σε μια συγγραφική ωριμότητα, σε έδαφος εξαιρετικού ταλέντου.
    Συγχαρητήρια.
    Εντυπωσιάστηκα.

  44. sarant said

    33 Και εδώ

    Ο κ. Κατσανέβας, το όνειδος και η Βικιπαίδεια

    32 Μάλλον οι επιστροφές υπολογίζονταν με βάση το απόκομμα αυτό

  45. phrasaortes said

    44. Μερσί μποκού για τον λίνκο! Δεν το είχαμε ανακαλύψει τότε το ιστολόγιο, ούτε καν φέησμπουκ είχα εκείν’τα χρόνια…

  46. Ως τσαγκαροπαίδι, το εκτίμησα ιδιαίτερα και το απόλαυσα.

    Κρατώ σε ένα κασελάκι τα σύνεργα του πατέρα μου, με τα σφυριά, το μασάτι που ακόνιζε τις φαλτσέτες, το σουβλί, το κερί και τον σπάγκο για το ράψιμο του βάρδουλου στη σόλα, το αμόνι με τα τρία Γ (μπαρμπα-Γιάννη το έλεγαν στην τσαγκαρική), τα προκάκια (τενκς και σπράγκιες σαν χοντρές καρφίτσες) τις λίμες, τα σπασμένα τζαμάκια για το ξύσιμο του πετσιού και τόσα άλλα.

    Διατηρώ ακόμη και περιποιούμαι ένα ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια που είχε φτιάξει για τον εαυτο του, πριν 60 χρόνια!

    Θυμάμαι τον εαυτό μου πιτσιρικά να μαθαίνει την προπαίδεια και τον πατέρα μου καθισμένο στην καρέκλα με τα κομμένα πόδια και σκυμμένο στον πάγκο του να δουλεύει.

    Δημιουργώ ευκαιρίες για να επισκέπτομαι σύγχρονα τσαγκαράδια με σκοπό να εισπνέω τις μυρωδιές.

    Σε ευχαριστώ που μου έδωσες τη ευκαιρία να κάνω ένα σύντομο μνημόσυνο και στον δικό μου πατέρα, μολονότι η γιορτή της μητέρας σήμερα…

  47. ΣΠ said

    Μπράβο Ξεροσφύρη! Θαυμάσιο αφήγημα. Γεμάτο λαογραφικά στοιχεία αλλά και αγάπη και θαυμασμό για τον πατέρα σου. Τον τίμησες όπως του έπρεπε τον μαστρο-Κώστα.
    Φαίνεται να ξέρεις πολλά για την τέχνη του τσαγκάρη. Την έχεις ασκήσει ποτέ;

  48. sarant said

    46 Ωραίο σχόλιο! Κι έχει και το μασάτι, γνωστό και από το ρεμπέτικο του Μάρκου για τον χασάπη.

  49. ΣΠ said

    Στον τίτλο το «να ‘μπει» χρειάζεται απόστροφο; Υποθέτω ότι είναι από το «να έμπει» και η απόστροφος είναι για να δηλωθεί ότι τονίζεται στο «να». Χωρίς απόστροφο θα τονιζόταν στο «μπει». Είναι έτσι ή λέω μπούρδες;

  50. 32 Δεν έχω δει αν απάντησε κι άλλος: Οι εφημερίδες που δεν πουλιόνται επιστρέφονται. Ο εφημεριδοπώλης δεν έχει ζημιά από εμπόρευμα που θα του μείνει αμανάτι. Και στην Αθήνα μεν επιστρέφονται στο πρακτορείο και πουλιόνται για χαρτί με το κιλό αλλά στα νησιά σίγουρα και σε κάποια πιο μακρινά μέρη ίσως δεν συνέφερε η μεταφορά. Έτσι, από κάθε απούλητη εφημερίδα, το τοπικό πρακτορείο έκοβε την ημερομηνία (κι ένα κομμάτι απ’ τον τίτλο) κι αυτό επέστρεφε στα κεντρικά σαν απόδειξη πως αυτές ξεμείνανε.
    Στο Πλωμάρι, τότε, το τοπικό βιβλιοπωλείο ήταν και υποπρακτορείο τύπου. Κι έστελνε πακέτα με εφημερίδες στα γύρω χωριά (σήμερα σε κανένα, πια). Η αποστολή γινόταν με τα λεωφορεία της γραμμής. Και στον οδηγό ή τον εισπράκτορα που αναλάμβανε να πετάξει έξω απ’ το λεωφορείο το πακέτο με τις εφημερίδες της ημέρες (κι αν έβρεχε να δεις χαμός) δινόταν για αμοιβή μια εφημερίδα της προτίμησής του. Κι όπως καταλαβαίνετε, η εφημερίδα αυτή ήταν με κομμένη τη σχετική ετικέτα 🙂

  51. Μαρία said

    49
    Να έμπει. Με αφαίρεση: νά ‘μπει ή να ‘μπει* ανάλογα με το πώς τονίζει κανείς (θά ‘ρθω αλλά θα ‘ρθω*). Η απόστροφος, για να δηλωθεί η αφαίρεση .
    *Με λογικό τονισμό: να ‘μπεί, θα ‘ρθώ.

  52. sarant said

    49-51 Όπως λέει η Μαρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο στίχος «Αν είναι νάρθει θε ναρθεί αλλιώς θα προσπεράσει», όπου το πρώτο θα γραφτεί να ‘ρθει και το δεύτερο να ρθει (ή να ‘ρθεί).

  53. Spiridione said

    51. 52. Ο Σταύρος ρωτά αν παίρνει απόστροφο. Κι εγώ το ήξερα χωρίς απόστροφο. Και το ΛΚΝ έτσι το έχει.

  54. Μαρία said

    52
    Το πρώτο νά ‘ρθει, το πληκτρολόγιο σου έφαγε τον τόνο 🙂

  55. Μαρία said

    53
    Με τη διαφορά οτι το ΛΚΝ αναφέρεται σε τύπους της κοινής κι όχι σε ιδιωματικούς π.χ. να έμπω

  56. Οπως είναι γνωστόν η ομάδα του Κούγια, η Α.Ε. Λάρισσα, υποβιβάσθηκε…

    Ο Λούγιας είχε δηλώσει πως πήρε δανεικόύς από τον ΟΣΦΠ για να μην είναι πρώτο φαβορί για τον υποβιβασμό

    Οπβς θα έγραφε ο δικός μας Μιχάλης…κούγια που τον κούγιαγε !!!

  57. Γιάννης Ιατρού said

    Ο Θεός φύλαξε και δεν έκανε κάνα διδακτορικό ο Ξεροσφύρης… Δεν θά ‘βρισκε δουλειά ούτε για δείγμα!

  58. @ 32 Δύτης Των Νιπτήρων

    >>«πήγαινα και τις αγόραζα με το κιλό από το παλιό πρακτορείο τύπου με κομμένη την «ετικέτα» της πρώτης σελίδας με την ημερομηνία και τον αριθμό φύλλου»
    Γιατί να κόβουν την ετικέτα;

    Δεν ξέρω αν το απάντησε άλλος φίλος. Πράγματι έκοβαν την ημερομηνία που την έστελναν στο κεντρικό πρακτορείο στην Αθήνα ώστε να φαίνεται πόσα φύλλα πούλησαν κανονικά,π.χ. 1,50 δραχμές το φύλλο, ενώ τα κομμένα τα πουλούσαν επί τόπου με την οκά / κιλό για χαρτί, χωρίς να χρειάζεται να τα επιστρέψουν στην Αθήνα.

  59. ΣΠ said

    51, 52
    Με μπερδέψατε.

    Μαρία: τόνος στην 1η συλλαβή: νά ‘μπει, τόνος στην 2η συλλαβή: να ‘μπει.
    Νικοκύρης: τόνος στην 1η συλλαβή: να ‘μπει, τόνος στην 2η συλλαβή: να μπει ή να ‘μπεί.

    Τι ισχύει, βρε παιδιά;

  60. ΣΠ said

    59
    Αντί για τόνος έπρεπε να γράψω τονισμός.

  61. 50, 58 Ευχαριστώ!

  62. ΣΠ said

    22
    Α, εμφανίστηκε η Στεφανία. Γι’ αυτό το ιστολόγιο έπεσε σήμερα στην 624η θέση της Αλέξαινας.

  63. Spiridione said

    55. Οκ, θεωρούσα ότι σε τέτοιες περιπτώσεις που έχουμε ίδια μορφή λέξης βάζουμε αποστρόφους όπως στην κοινή.

  64. Μαρία said

    59
    Ο Νικοκύρης σε μπέρδεψε με τα εναλλακτικά του, που δεν ισχύουν.
    Ανέβασμα του τόνου στο να μετά την αφαίρεση του ε: νά ‘ρθει/νά ‘μπει. Κατέβασμα του τόνου στη λήγουσα των ρημάτων να ‘ρθει/να ‘μπει.
    Αν είχαμε ένα λογικό μονοτονικό που δεν θα άφηνε άτονες λέξεις που τονίζονται, στη 2η περίπτωση θα έπρεπε να γράφουμε να ‘ρθεί/να ‘μπεί.

  65. sarant said

    59-60 H Μαρία εφαρμόζει το μονοτονικό αλά Πετρούνια. Γι αυτό τονίζει το «νά». Και το δικό μου «να ‘ρθεί» όμως είναι παρεκκλιση από τους κανόνες του μονοτονικού.

  66. 49 κε Γι’ αυτό κι εγώ όταν έχει έκθλιψη με τονισμό κάνω κράση (καλά τα λέω; ), τα γράφω σαν μια λέξη: θάθελα, νάμπει, νάρθει κλπ (αλλά να ρθει ή να μπει).

  67. Μερικές παροιμίες σχετικές «ψίδια με τις σόλες και πέταμα» για κάτι που είναι ολόκληρο για τα σκουπίδια.
    «Αν δεν αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις» για τον κόπο που έχουν οι δουλειές.
    «Του’ βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι» και «Δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι δε χωράνε».
    «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο» και αν δε σου κάνει «Του δίνεις τα παπούτσια στο χέρι» !

  68. dryhammer said

    Επιστρέψας, θα πιάσω ένα ένα εκείνα τα σχόλια για τα οποία έχω κάτι να πώ.

    21. Για τα ακριβή της θητείας του, εκτός από περιγραφές συμβάντων στο λόχο τουμπεκί, δεν έχω στοιχεία παρά μόνο ό,τι θυμάμαι από τις -αποσπασματικές- διηγήσεις του.

    30. Εργαλεία κλπ σκουριάζουν από τότε κάπου στην αποθήκη. Ίσως κάποια στιγμή τα μαζέψω να τα δώσω σε κάνα μουσείο γιατί δεν υπάρχει άλλη προοπτική.

    32. Όπως τα είπαν παρακάτω για τις επιστροφές των εφημερίδων. Θυμήθηκα πως την ετικέτα τη λέγανε «κουπόνι».

    37. Ο τύπος που γέμιζε τους αναπτήρες έπιανε με πένσα την καρφίτσα ίσα να προεξέχει η μύτη της και έκανε την τρύπα που μετά την ξανακάρφωνε και την έσπαγε.

    46. Να σημειώσω πως το μασάτι (που το παράλειψα στο κείμενο) ήταν από πέτρα κι όχι από μέταλλο όπως αυτά των χασάπηδων.

    49 κε. Εγώ γράφω σα να τα διηγούμαι μεγαλόφωνα, οπότε γράφω νά ‘μπει με το «να» τονισμένο όπως όταν γράφω πχ «καί κερατάς καί δαρμένος» βάζω τόνο στο «και». Άλλωστε η πρώτη διόρθωση είναι να το διαβάσω φωναχτά να δω πως ακούγεται. [Στο παρον ούτε αυτό δεν έκανα, μόλις το τέλειωσα τό ‘στειλα και το ξαναδιάβασα σήμερα]

    Να ξαναευχαριστήσω το Νικοκύρη για τη φιλοξενία και όλους για τα σχόλια.

  69. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Δεν ξέρω αν μπορούμε να το πούμε ‘διήγημα’ αυτό το όμορφο, βιωματικό, πλούσιο πραγματολογικά και φορτισμένο –δικαιολογημένα – συναισθηματικά κείμενο του «Ξηροσφύρη», αλλά εγώ το χάρηκα!
    Μπράβο στον δημιουργό – ευχαριστίες στον οικοδεσπότη!

    Στο Ηράκλειο, μέχρι πριν καμιά 15αριά χρόνια, υπήρχε τσαγκάρης-επιδιορθωτής παπουτσιών, όπως τον περιγράφει ο Dryhammer. Με το χαρακτηριστικό ’’δερμάτινο δαχτυλίδι, που έπιανε σχεδόν όλη τη δεύτερη φάλαγγα του αντίχειρα και που του προστάτευε το δάχτυλο από την τριβή με την φαλτσέτα καθώς έβαζε ζόρι στο κόψιμο «Ο αρρεβώνας μου με τη δουλειά»’’ (οικεία εικόνα και τι όμορφη μεταφορά!).
    Σήμερα συνεχίζει ο γιός του -πανάξιος διάδοχος, εξαιρετικός μάστορας- που δουλεύει με παραδοσιακά –σχεδόν- εργαλεία και μεθόδους. Έχει κρατήσει πολλά εργαλεία του πατέρα του, τα οποία έχω φωτογραφήσει, με απώτερο σκοπό να ασχοληθώ –κάποτε! 🙂 – με τα ετυμολογικά τους, που έχουν αρκετό ενδιαφέρον… [Βλ. και σχ. 38+41]

    Ένα μικρό δείγμα (αλλά από το σχετικό Μουσείο στον ‘Αρόλιθο’, λίγο έξω από την πόλη)

    Και δυο ρεμπέτικα, τιμής ένεκεν!
    – Τα τσαγκαράκια, του Μ. Βαμβακάρη (κάπως ιδιόμορφος…): https://youtu.be/MX6k7GJO1kc
    (…γι’ αυτό κι η πελατεία μου ποτέ δεν κόβει ρόδα) !

    – Τσαγκαράκι, του Κ. Σκαρβέλη: https://youtu.be/GaMMLOUaYAE
    (… και το σφυρί νά ’ναι καλά και το κατσαμπροκάκι) ! [Ο τόνος στο «νά» δεν βλάφτει! 🙂 ]

  70. Stelios Kornes said

    Εξαιρετικο το κειμενο – μου αρεσε πολυ και μου θυμισε και εναν τσαγκαρη που δουλευε παλιοτερα εδω στη γειτονια μου, τον κυρ Νικο. Καλοκαρδος ανθρωπος, σε ολους αγαπητος και καλος τεχνιτης. Το μαγαζακι του αλλαξε 3 θεσεις μεσα σε 20 χρονια που τον ηξερα εγω και πηγαινε ο ανθρωπος παντοτε απο μικρουλα τρυπα σε ακομη μικροτερη. Η τελευταια του θεση ηταν κατω απο μια εξωτερικη σκαλιτσα μονοκατοικιας και θυμαμαι πως απορουσα, καθως δυσκολα στεκοταν ορθιος κανεις εκει μεσα…

  71. ΚΩΣΤΑΣ said

    Ξεροσφύρη, ωραιότατο. Το απόλαυσα, κυρίως τη ζωή και τη δράση του πατέρα σου, του έκανες το καλύτερο μνημόσυνο. Σε ευχαριστούμε.
    Ευχαριστίες και στον Νικοκύρη.

  72. Κουτρούφι said

    Μπράβο και από μένα!
    Θυμήθηκα πάλι τα Καρδάμυλα που ήμουνα φαντάρος πριν ένα τέταρτο του αιώνα…
    Μια ερώτηση:
    «που τον βλέπανε να πολεμά κι αλλουνού»
    Εδώ το «πολεμά» έχει την έννοια του «δουλεύει» ή «ασχολείται». Η χρήση του «πολεμώ» με αυτήν την έννοια είναι κοινή σε όλη την Ελλάδα ή εντοπίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές; (Την έχουμε και εμείς στη Σίφνο)

  73. Μαρία said

    65
    Όχι, ρε συ.
    δ) Οι μονοσύλλαβες λέξεις, όταν συμπροφέρονται με τους ρηματικούς τύπους μπω, βγω, βρω, ‘ρθω σε όλα τα πρόσωπα και τους αριθμούς και προφέρονται εμφατικά, π.χ. θά ‘ρθω (προφέρουμε δυνατότερα το θά), θά ‘ρθεις, αλλά θα ‘ρθεις (προφέρουμε δυνατότερα το ‘ρθεις).
    http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2334/Grammatiki-Neas-Ellinikis-Glossas_A-B-G-Gymnasiou_html-apli/index_B_03.html

    Κι αφού ο Ντράι τονίζει νά ‘μπει, να διορθώσεις πάραυτα τον τίτλο 🙂

    Το οτι όμως μπερδεύεστε δείχνει ξεκάθαρα τον παραλογισμό.

  74. Μαρία said

    72
    «Πρέπει να ήταν καλός γιατί υπήρξαν περίοδοι που έφτιαχνε για δυό μαγαζιά (ανταγωνιστικά) και τα αφεντικά τους στράβωναν που τον βλέπανε να πολεμά κι αλλουνού, αλλά δουλειά του δίνανε πάντα και καλοπληρωμένη.»
    Εμένα μου φαίνεται περίεργη η γενική αλλουνού αντί αλλού που θα περίμενα ή έστω σ’ αλλουνού.

  75. Αφώτιστος Φιλέλλην said

    4. Πολυ καλο και ενδιαφερον κειμενο, ειναι αυτο που λεμε μικροιστορια.

  76. dryhammer said

    74. Αν έγραφα «να πολεμά κι αλλουνού (μαγαζιού ή μαγαζάτορα) παπούτσια» θα έστρωνε;

  77. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Καλησπέρα.

    Φίλε, Ξεροσφύρη, μὲ συγκίνησες.

    Μ᾿ ἔκανες νὰ μυρίσω τὴν μυρωδιὰ τοῦ τσαγκαράδικου. Αὐτὴ ἡ ρουφιάνα, ἡ βενζινόκολλα τί ὡραῖα ποὺ μύριζε! Δὲν σοῦ ᾿κανε καρδιὰ νὰ ξεκολλήσεις ἀπὸ ᾿κεῖ.

    Ἔτσι καὶ μὲ τὸ σημερινὸ γραφτό σου. Δὲν ἤθελα νὰ τελειώσει.

    Πρῶτα ἡ ἐξαιρετικὰ λεπτομερὴς περιγραφὴ ποὺ σ᾿ ἔβαζε στὸ χῶρο. Μὲ τὸ χαρμάνι ἀπὸ τὶς μυρωδιές του. Μὲ τὴν ἀναρχικὴ τάξη ἐργαλείων καὶ ὑλικῶν. Μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ διπλανοῦ γόνατο μὲ γόνατο.

    Μετὰ ἡ ἀνιστόρηση τῆς ζωῆς τοῦ μαστροΚώστα.

    Μιὰ πορεία ποὺ ἀκολούθησαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενιᾶς του. Χωριό, φτώχια, πόλη, μαθητεία, τέχνη, δουλειά. Πόλεμος, Κατοχή, Ἐμφύλιος, διωγμοὶ γιὰ ὅσους ἐντάχτηκαν στὴν Ἀριστερά.

    Καὶ ἡ πίκρα γιὰ τὸν πρόωρο χαμό. Γιὰ ὅσα δὲν πρόλαβες νὰ πεῖς ἄντρας μ᾿ ἄντρα.

    Τοῦ τά ᾿πες σήμερα.

    Καὶ τυχεροὶ ἐμεῖς ποὺ τ᾿ ἀκούσαμε.

  78. dryhammer said

    74. Θυμήθηκα ένα περιστατικό με ένα μαγαζάτορα [τσιφούτη κι ελεεινό σαν άτομο, από πολλές απόψεις] που τον κάλεσε να τον επιπλήξει που ενώ κυρίως έφτιαχνε για κείνον, είχε πάρει κι ένα τακίμι για τον ανταγωνιστή. Κλασσικά για τέτοιο άτομο, του μίλησε με αναφορές στο ευαγγέλιο. «Δεν μπορείς να δουλεύεις καί για το Χριστό καί για το Μαμμωνά» για να εισπράξει την απάντηση: «Ο Χριστός μου δίνει τη φασολάδα. Άσε και το Μαμμωνά να στάξει από πάνω λιγάκι λαδάκι»

  79. Μαρία said

    76
    Αν αυτό εννοείς, άψογο 🙂
    78
    Ωραίος.
    Στην παραλία των Καρδαμύλων είχαμε μείνει πριν εικοσπενταριά χρόνια σ’ ένα ξενοδοχείο που το είχαν χτίσει Ελληνοαμερικάνοι, για ν παραθερίζουν, και το εκμεταλλευόταν ξενοδόχος απ’ την πόλη της Χίου. Υπάρχει ακόμα;

  80. dryhammer said

    79 τέλος. Υπάρχει, αλλά δεν ξέρω τα ιδιοκτησιακά του και τα ρέστα [Δεν διατηρώ επαφές με το χωριό…]

  81. Γιάννης Ιατρού said

    69: Το όμορφο και ενδιαφέρον όταν βλέπει κάποιος αυτά τα παλιά εργαλεία είναι πως είναι κατά μεγάλο βαθμό αυτοσχέδια, με την έννοια πως ο κάθε τεχνίτης τα έχει προσαρμόσει στις δικές του δεξιότητες/δυνατότητες και στα προϊόντα που επεξεργάζονταν.

    62: Κάτι τέτοια σαμποτάζ μας καθυστερούν λίγο Σταύρο, αλλά δεν μασάμε. Το δίχτυ θέλει μπάλωμα 😎, αλλά που να τα προφτάσεις όλα😉

  82. Ο κρατικός νομοθέτης απαγορεύει να γράψουμε και το «θά ρθώ, λέω». Καλά, ακόμα δεν έχουν μάθει τη γραμματική αυτοί οι άνθρωποι; Δεν μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις πραγματικών ομιλητών;

  83. 72 Εσύ που τα πολεμάς αυτόν τον καιρό; (θα μπορούσε να σε ρωτήσει κάποιος χωριανός μου – απ’ το από πάνω νησί – για να του πεις με τι ασχολείσαι, που δουλεύεις αυτόν τον καιρό).

    69 Ένα παρόμοιο μουσείο υπάρχει και στην Αγιάσο. Έχουν μαζέψει πολλά εργαλεία από διάφορους τεχνίτες και τα έχουν βάλει σε ομάδες με καρτέλες με τις ονομασίες του καθενός. Του γύφτου, του τσαγκάρη, του μαραγκού, του αλμπάνη κλπ. Βέβαια, θα προτιμούσα νάταν απλωμένα αυτά στο διπλό (τουλάχιστον) χώρο!

  84. dryhammer said

    83α. Για να πάρει την απάντηση «Βολοδέρνω με …»

  85. Σχετικά με τις εφημερίδες, λέγεται ότι ο Ωνάσης έδωσε σε κάποιον την ιδέα (που απεδείκνυε το επιχειρηματικό του δαιμόνιο) να αγοράζει με το κιλό τις απούλητες εφημερίδες και να τις στέλνει στους Έλληνες ναυτικούς των ποντοπόρων πλοίων, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, μπαγιάτικες θα τις διάβαζαν.

  86. leonicos said

    Συγκινησιακά φορτισμένο, ειλικρινές, υπέροχο

    Θέλει πέντε διαβάσματα βέβαια

    αλλά ειναι γοητευτικό

  87. leonicos said

    Γύφτο λέγανε και στην Αρτοτίνα τον σιδερά, ολονότι ήταν ντόπιος

  88. sarant said

    73 Στέκομαι διορθωμένος.

  89. Πέπε said

    @73
    Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του ισχύοντος μονοτονικού και την κοινή λογική, θα έπρεπε να ισχύει το αντίστροφο.

    «Έρθει» / «*ερθεί» είναι δισύλλαβες λέξεις. «Να» είναι μονοσύλλαβη λέξη. Άρα:
    -το «να» δεν έχει κανένα λόγο να τονίζεται
    -το «έρθει» τονίζεται μεν, όταν όμως γίνει «’ρθει» ο τόνος χάνεται αφού χάνεται το φωνήεν που τον κουβαλάει
    -το «*ερθεί» τονίζεται ακόμη κι αν γίνει «’ρθεί»

    και άρα θα έπρεπε να γράφουμε: «Αν είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί».

    Στο [θάρθει] το «’ρθει» γίνεται εγκλιτικό. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι λόγος να σημειωθεί ο τόνος του εγκλιτικού πάνω στην προηγούμενη λέξη, εφόσον αυτή είναι μονοσύλλαβη: δε γράφουμε «θά ‘λεγα», «τό ‘φαγα», ακριβώς όπως δε γράφουμε «τον νού σου». Θα μπορούσαμε να τα γράφαμε όλα αυτά αν ίσχυε άλλο σύστημα με συνολικά διαφορετική αντιμετώπιση των μονοσυλλάβων, εδώ όμως είναι σκέτη παραφωνία. Είναι λίγο σαν να λέμε «οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται εκτός από τα Σαββατοκύριακα».

    Χώρια απ’ όλο αυτό, η διατύπωση «προφέρουμε δυνατότερα το θά» είναι απαράδεκτη.

    Τώρα, ανεξάρτητα από το πώς το γράφουμε, το «θαρθω» / «ναρθω» είναι οι μόνες περιπτώσεις όπου στην πραγματικά κοινή γλώσσα έχουμε δύο ισοδύναμες επιλογές για το πού θα προφέρουμε τον τόνο. Για τα άλλα τρία ο μόνος κοινός τύπος είναι προφέροντας τονισμένο το ρήμα (μπω, βγω, βρω), άρα θεωρώντας το κανονικό πλήρη τύπο που δεν έχει υποστεί καμία αφαίρεση. Οι τύποι με τονισμένο το θα ή το να υπονοούν μια αφαίρεση (‘μπω, ‘βγω, ‘βρω με απόστροφο), δηλαδή θεωρούν ως πλήρεις τύπους το έμπω, έβγω, έβρω (εύρω), που είναι ιδιωματικοί. Οι αντίστοιχοι αόριστοι οριστικής είναι ήμπα, ήβγα, ηύρα, υπαρκτοί μεν αλλά σαφώς εκτός ΚΝΕ.

  90. ΣΠ said

    89
    Οπότε, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, «νά ‘μπει» όταν ο τονισμός είναι στο «να», «να μπει» (χωρίς τόνο και χωρίς απόστροφο) όταν ο τονισμός είναι στο «μπει».

  91. Μαρία said

    90
    Οι ισχύοντες κανόνες δεν διαθέτουν τύπο μπει με απόστροφο βλ. σχ. 55. 🙂

  92. Spiridione said

    90. Εγώ καταλαβαίνω ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες: ‘νά μπει’ όταν ο τονισμός είναι στο να, και ‘να μπει’ όταν ο τονισμός είναι στο μπει. Η απόστροφος δεν έχει καμία σημασία, βλ. το παράδειγμα από τη σχολική γραμματική: «αλλά θα ‘ρθεις (προφέρουμε δυνατότερα το ‘ρθεις)».

  93. Μαρία said

    92
    Ναι, βρε Σπύρο, η απόστροφος δεν επηρεάζει τον τονισμό. Απλώς τύπος ‘μπει για την κοινή νεοελλ. δεν υπάρχει, μόνο μπει.

  94. Spiridione said

    93. Πώς δεν επηρεάζει η απόστροφος τον τονισμό; βλ. κανόνα υπ’ αριθ. 1. Ο καν. 2δ έρχεται σε αντίθεση με τον καν. 1 (το ‘θα ‘ρθεις’ κανονικά βάσει του καν. 1 θα έπρεπε να ήταν ‘θα ‘ρθείς’), αλλά υπερισχύει ως ειδικότερη διάταξη θα έλεγα 🙂

  95. Μαρία said

    93
    Όχι, δεν υπάρχει αντίθεση, γιατί έχουν προβλέψει την εξαίρεση. Πιάσ’ τ’ αυγό …
    1) Τόνο παίρνει κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η λέξη παρουσιάζεται ως μονοσύλλαβη ύστερα από έκθλιψη ή αποκοπή, όχι όμως όταν έχει χάσει το τονισμένο φωνήεν από αφαίρεση, π.χ. ούτ’ αυτός, κόψ’ τον, αλλά θα ‘θελε, μου ‘πε.

  96. Spiridione said

    95. Άρα, εξ αντιδιαστολής, παίρνει τόνο όταν έχει χάσει άτονο φωνήεν από αφαίρεση, εκτός αν εμπίπτει στην ειδική διάταξη του 2δ (μπω, βγω, βρω, ‘ρθω). Χάος

  97. ΣΠ said

    91-94
    Στο 49 ρώτησα: «Στον τίτλο το «να ‘μπει» χρειάζεται απόστροφο;» Η απάντηση είναι ότι δεν χρειάζεται απόστροφο αλλά χρειάζεται τόνο στο «να» αφού μάλλον εκεί είναι ο τονισμός. Αν πάλι θεωρήσουμε ότι έχουμε τον διαλεκτικό τύπο «έμπει» με έκθλιψη, τότε χρειάζεται απόστροφο αλλά όχι τόνο λόγω του κανόνα 1. Οπότε είναι σωστά στον τίτλο.

  98. Μαρία said

    97
    Το έμπει όταν γίνεται ‘μπει παθαίνει αφαίρεση. Ξαναδές το 51 και το 95 και μην ασχολείσαι άλλο με τους παραλογισμούς.

  99. ΣΠ said

    98
    Εντάξει αφαίρεση, όχι έκθλιψη που έγραψα. Τα υπόλοιπα όμως είναι σωστά. Το λινκ που έβαλες στο 73 τα εξηγεί, αν και χρειάζεται κάποια προσπάθεια να τα ξεδιαλύνεις.

  100. Μαρία said

    99
    Σωστά τα υπόλοιπα. Τα έγραψα απ’ το 51 🙂
    Κανόνες παράλογοι με εξαιρέσεις και υποπεριπτώσεις αντί του μοναδικού που θα έπρεπε να ισχύει: βάζουμε τόνο στη συλλαβή που τονίζουμε, όταν μιλάμε χωρίς έμφαση.

  101. spyridos said

    Μπράβο Ξεροσφύρη.
    Δεν είμαι αντικειμενικός κριτής.
    Και κακογραμμένο να ήταν (που κάθε άλλο), πάλι θα μου άρεσε.
    Με παππού τσαγκάρη και πατέρα ράφτη ταυτίζομαι πάρα πολύ για να μπορέσω να το κρίνω ουδέτερα.
    Να είσαι καλά να μας δίνεις και σε ευχαριστούμε.
    Και εσένα Νικοκύρη που με τη δουλειά σου έχεις ανεβάσει αυτό το ιστολόγιο σε ύψη που η Αλέξαινα δεν μπορεί να τα μετρήσει.

    Προτιμώ να πάω στα επιμέρους. Τίποτα ουσιαστικό δηλαδή.

    Πέρασαν 18 χρόνια από τον θάνατο του παππού μου μέχρι να αφήσει η μάνα μου να δώσουμε τα καλαπόδια και τα εργαλεία.

    «Ο πάγκος δεν αγγιζόταν από άλλον εκτός από τον ίδιο, επί ποινή θανάτου, όποιος κι ό,τι κι αν ήταν αυτός. Κάτι που το συνάντησα και σεβόμουνα σε όλους τους μαστόρους και «μαστόρους» που έτυχε να συναναστραφώ στη ζωή μου.»
    Χα, οι ραφτάδες έχουν και κάτι τεράστια ψαλίδια αλλά και φαλτσέτες.

    Μου θύμισες τον Δημήτρη Χατζή στον Πύργο της Τήνου που φτιάχνει στη φωτιά τα εργαλεία για τους μαρμαροτεχνίτες και τους μαθητές της σχολής. Κάθε τεχνίτης έχει τα δικά του παραγγέλνει και κάποια εξειδικευμένα και τα κρατάει γι όλη του τη ζωή.

    Εκεί γύρω στο 2000 βρήκα στο κέντρο της Κολωνίας (στη γειτονιά με τα ακριβότερα μαγαζιά) έναν Ιταλό τσαγκάρη
    που έφτιαχνε παπούτσια παραγγελία. Το εργαστήριο στο βάθος κανονικό τσαγκαράδικο και εκείνος, τα χέρια του, η ματιά του,
    η στάση του, τσαγκάρης. Το σφυράκι να χτυπάει.
    Το μαγαζί όλο μπροστά σούπερ ντελούξ με όμορφα φτιαγμένα παπούτσια για μόστρα.
    Ράφια με δέρματα, φωτισμός όλα πλούσια.
    Το είχα καημό να φορέσω τόσο όμορφα παπούτσια, αγάπησα και τα πόδια μου μετά που κόντεψα να χάσω το ένα,
    ήταν και τα οικονομικά μου καλά τότε, παράγγειλα ένα ζευγάρι με δέρμα που το χάιδευες και τραγουδούσε.
    Η τιμή ήταν ακριβώς αυτή που θα έπρεπε να παίρνει κάθε τεχνίτης για τις ώρες δουλειάς του.
    Τους άλλαξα δυό φορές τους πάτους που είχαν διαλύσει, μέχρι που πρόπερσι ξαναχάλασαν οι πάτοι αλλά το δέρμα και οι ραφές
    των παπουτσιών είναι σαν καινούργια. Και τα έχω φορέσει και σε χιονισμένους δρόμους με αλάτι.

    @12
    «από του Βγενόπουλου, οδός Θεμιστοκλέους (μια ζωή με τον βάζελο η οικογένεια είχανε κι ένα ξιφομάχο τότε)»

    Η οικογένεια Βγενόπουλου έιχε και το 50 ξιφαθλητή;

    @40
    Μεταπολεμικά υπήρχε μια καχύποπτη αντιμετώπιση των τσαγκαράδων από το ΚΚΕ.
    Κάθε τσαγκάρης ήταν «ύποπτος για τροτσκισμό».
    Ο παππούς μου ήταν ορθόδοξα κομματικός μέχρι τέλους (και Μανιάτης).

  102. Spiridione said

    97. Όχι, λάθος. Αν θες να το τερματίσουμε, το μπω υπάγεται στην εξαίρεση το κανόνα 2δ είτε έχει απόστροφο είτε όχι, είτε έχει γίνει αφαίρεση είτε όχι. Και αυτό φαίνεται από το ότι ο κανόνας 2δ καλύπτει και την περίπτωση έμφασης στο να και την περίπτωση έμφασης στο μπω.

  103. Λοζετσινός said

    Αγαπητέ κ. dryhammer
    σήμερα και τι δεν μου θύμησες!

    Έζησα πριν 50 χρόνια όλα αυτά που περιγράφεις στο χωριό με τον μοναδικό τσαγκάρη του χωριού τον μπάρμπα Τσιάβο. ( Σταύρο)
    Περίμενα βέβαια διαβάζοντάς σε να δω τις λέξεις
    τσίτες(καρφιά) με τετράγωνο σώμα και στρογγυλό κεφάλι σε διάφορα μεγέθη
    φόλες
    Ψίδια
    Κηρωμένος σπάγγος ( από μελισοκέρι)
    σεβρά (καμιά σχέση με την συνθήκη των Σεβρών) φατσούλα γέλιου εδώ
    τσαραγκοσούλια ή τσαγκαροσούβλια ( από ατσαλένιες παλιές ομπρέλες κομμάτια σε ξύλο αγριολεφτοκαριάς και τροχισμένα με λίμα στην αρχή και στις μαυρόπλακες μετά)
    κρεπ
    Λάστιχα από αυτοκίνητα τροχισμένα για σόλες αθάνατες σε πέδιλα και παπούτσια, δεν σώνονταν ποτέ! (βέβαια μύριζαν αλλά αυτό ήταν δευτερεύον)
    Μέχρι πριν από 20 χρόνια του πήγαινα τους αναπτήρες bic και τους γέμιζε αφού τους τρύπαγε με την καρφίτσα (ότι περίσσευε από την καρφίτσα το έσπαγε στο τέλος στο κάτω μέρος, μετά βρήκε τρόπο και τους γέμιζε από πάνω, χωρίς καρφίτσα)
    Εννιά παιδιά μεγάλωσε με φτώχεια μεγάλη
    Του μαζεύαμε τις άδειες μπαταρίες για το ραδιόφωνο κι αυτός τις έβαζε να τις βλέπει ο ήλιος και φορτίζανε λίγο και άκουγε δημοτικά τραγούδια στο δικό του ραδιόφωνο.
    Όταν δεν είχε ήλιο τις έβραζε λίγο και φορτίζανε για κάποιο χρονικό διάστημα (οι φυσικοί του ιστολογίου να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό).
    Μετά τον θάνατό του (πριν 15 χρόνια περίπου) ένας από τους γιούς του μού έδωσε ένα σουβλί(ατσαλένιο) και μιά φαλτσέτα ,. η φαλτσέτα σκούριασε και την πέταξα αλλά το σουβλί τόχω ακόμα
    Τον έχω φωτογραφίσει σε ασπρόμαυρο φιλμ και σήμερα βρήκα τις φωτογραφίες του.
    Αγόραζε φαλτσέτες από τον Συρμακέση (Ανεξαρτησίας στα Γιάννινα αλλά πριν λίγα χρόνια πέθανε κι αυτός) και τις τρόχαγε λοξοτομημένες γιατί έπαιρνε πατρόν ώς δεξιόχειρας.

    dryhammer ξαναγράψε!

  104. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Από την καρδιά μου σε συγχαίρω και σ΄ευχαριστώ Dray! Από τα πιο ωραία σου αλλά μάλλον θα το ξεπεράσεις στο επόμενο, όπως πας! 🙂 .
    Εικόνες, μυρωδιές, άλμα στο χρόνο και πολλή, πάρα πολλή, συγκίνηση.
    «Σ΄ εκείνη την καρέκλα ακούμπησα την τσάντα μου όταν σχόλασα από την πρώτη δημοτικού το ‘70 και εκεί άφηνα και το κράνος του μηχανακιού όταν μέχρι το ’87 πήγαινα να τον πάρω για να πάμε σπίτι όποτε ήμουνα στη Χίο.» Μου έφερες δάκρυα.
    Αντίστοιχη στις δικές μου μνήμες, στο μπακάλικο-καφενείο μας, η ψάθινη καρέκλα πίσω απ το τεζ(ι)άκι με το βενζινέ (επιτραπέζια ζυγαριά) και τα «δράμια», με μπροστά της τ΄άσπρο-πορσελάνινο πομολάκι του συρταριού που ρίχναμε τα λεφτά, χάρτινα και κέρματα, μια ζωή όλα χύμα κι αμέτρητα* μέσα.
    *δηλαδή κανείς δε μέτραγε ποτέ τί λεφτά είχε συνολικά, μόνο όσα χρειαζόταν είτε για να δώσει ρέστα είτε για κάποια άλλη δοσοληψία κι όχι επειδή ήταν πολλά,αντίθετα. Λίγα, αλλά γεννούνε, έλεγε ο παππούς μου.

  105. # 89

    το σωστ΄ουν, σωστούν. το δ’ οστούν, κόκκαλο !

    Γράφεις νάρθει και ναρθεί και ξεμπλέκεις για το πως θα το τονίσεις χωρίς να λύσεις την διαφοροεξίσωση

    Μη λιποθυμίσεις !

  106. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Η γιαγιά μου η ορεινή είχε έναν αδελφό τσαγκάρη που τον πρόλαβα λίγο, στα πολύ παιδικάτα μου, αλλά μου ήταν τόσο αγαπημένος που τον θυμάμαι πολύ γλυκά και έντονα.Φιγούρα στα μέσα του ΄60. Το καλοκαίρι ανέβαινε στα ορεινά με όλη την τσαγκαρική του συρμαγιά κι όταν το φθινόπωρο κατέβαινε σ΄εμάς στο γιαλό, είχε το γάιδαρο φορτωμένο με τα τσαγκαρικά και το μουλάρι με τα λαχταριστά φρούτα «από τ΄αόρι». Ξεφόρτωνε πετσιά και καλαπόδια κρεμασμένα σε αρμαθιές και το ξυλοκάσελο με τα σουβλιά και τα ψιλά σύνεργα, από το σαμάρι. Σε πέτσινες πολυκαιρισμένες τσάντες, είχε τα υπόλοιπα. Εντόπιζα τη μεταλλική γλώσσα του «μπαστουνιού» τού σφηνωμένου σε βαρύ κούτσουρο, να ξεπροβάλλει. Δε θυμάμαι πια πώς το έλεγε αυτό το βασικό εργαλείο-αμόνι. Πατούνα τη διαβάζω τώρα, αλλά αλλιώς την έλεγε εκείνος.
    Δεν είχε ιδιαίτερο χώρο αυτός ο πρωτόγονος νομάδας-τσαγκάρης. Σε μιαν άκρη του μαγερειού, πιο κει από το μεγάλο τζάκι ,δίπλα σε μια εσωτερική πέτρινη σκάλα με 3-4 απλωτά σκαλοπάτια,που οδηγούσαν σε μια παραμυθένια αποθήκη-καμαρούλα με χίλια καλούδια, οργάνωνε τον πάγκο του σ΄ένα γερό χοντροτράπεζο κι ένα σκαμνί χωρίς πλάτη(έτσι κι αλλιώς είχε τοίχο πίσω του).
    Εγώ καθόμουν και συντρόφευα τον μπαρμπα-Κωστή «επί το έργον» (κάτι αρβυλοπάπουτσα θυμάμαι μόνο να πιλατεύει) καθώς μασούλαγα τα τραταρίσματα, αφράτα καρύδια και ξερά σύκα συνήθως, της θεια Ζαχαρένιας, της κυράς του, στις λαξευμένες αυτές σκαλούνες, μαζί και δίπλα στα σύνεργα.
    Μύριζε κόλλα και πετσί και κυδώνια που κρέμονταν πιο μέσα. Αυτή η γωνιά ήταν απέναντι από την μεγάλη καμαρωτή πόρτα για να έχει φυσικό φως και όχι μακριά από το τζάκι για να ζεσταίνεται τις χειμωνιάτικες μέρες.
    Το σπίτι αυτό μετά από χρόνια πουλήθηκε σε ξένους. Στην ανοιχτή πάντα πόρτα έχουν εφαρμόσει ένα κιγκλίδωμα με ελλειψοειδή σχέδια ώστε να φαίνεται το μέσα. Δεν είδα να σώθηκε κάτι από το τσαγκάρικο, μόνο τα πήλινα πιθάρια της αποθηκούλας έχουν σύρει σε εμφανές σημείο , όταν τρύπωσα και κούρνιασα ένα δευτερόλεπτο στα πετρινα σκαλιά με μια αχτίνα ήλιου, μεσημεράκι που πέρασα από κει, πριν δύο ακριβώς χρόνια, στις εκλογές.

  107. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    105 Ν΄αρθεί το να ΄ρθει 🙂
    Καλημέρα Τζη !

  108. 84 Έτσι. Ή και χωρίς με… 🙂

  109. Καλημέρα δεν είπα. Φεύγωωωωω

  110. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    109 τεστ έκανες; 🙂
    Καλημέρα!

  111. ΚΑΒ said

    Τώρα το διάβασα και μου άρεσε. Δεν έχω αναμνήσεις, αν και είχα θείο τσαγκάρη.

    Ο θείος μου λοιπόν ο Νικήτας, αδερφός της μάνας μου, έμαθε την τσαγκαρική, αλλά στην 11μελή οικογένεια στην οποία ανήκε δεν είχε μιαν άκρη για να στήσει το εργαστήρι του (εδώ τα 7 αγόρια δεν είχαν χώρο για να κοιμηθούν). Ζήτησε λοιπόν από έναν συγγενή να του δώσει μιαν άκρη σε γειτονικό χωράφι να χτίσει ένα δωμάτιο. Πράγματι με τη βοήθεια όλων χτίστηκε το δωμάτιο και ήταν έτοιμος ο θείος μου να ξεκινήσει την τέχνη του, αλλά τα όνειρά του και ο ζήλος του έμειναν μετέωρα, όταν ο ιδιοκτήτης του χωραφιού που με πολλή ευχαρίστηση είχε συγκατατεθεί στο να δοθούν καμιά 10ριά τετραγωνικά για να χτιστεί τ’ αργαστήρι, πήρε πίσω τον λόγο του. Ο θείος μου τελικά βολεύτηκε στην άκρη μιας αποθήκης, μετά παντρεύτηκε και έφυγε σε διπλανό χωριό κι εκεί άνοιξε κανονικό τσαγκαράδικο. Όλα αυτά προτού γεννηθώ.
    Ο συγγενής, τον γνώρισα, κάποια στιγμή πέθανε και η συνέχεια είναι λίγο φρικιαστική. Λέγανε ότι είχε βρικολακιάσει, ότι γύριζε τις νύχτες στο χωριό πάνω στο μουλάρι. του. Όταν τον ξέθαψαν ήταν άλιωτος, και πάλι μετά νέο ενταφιασμό συνέχισε να παραμένει ολὀκληρος, η τοποθέτηση σε άλλον τάφο δεν έφερε αποτέλεσμα, ούτε οι δεσποτικές ευχές που διαβάστηκαν πάνω στον τάφο. Τελικά δεν ξέρω τι έγινε. Ποια άραγε να ήταν η αιτία;

  112. nikiplos said

    111@ τέλος: Μουμιοποίηση. Το πως και πότε γίνεται αυτή, δεν γνωρίζω. Ξέρω ότι αν συντελεστεί, 100 δεσποτάδες να τον διαβάζουν, δεν λιώνει. Έχουν βρεθεί αρκετοί πάντως έτσι. Ίσως να παίζουν ρόλο και τίποτε φάρμακα που έπαιρνε, λίγο πριν αποδημήσει, ιδίως αν ήταν τίποτε χημειοθεραπείες κλπ.

    Συνέβη στον αδερφό της γιαγιάς μου, μεγαλομπάρμπα μου ας πούμε. Πριν πεθάνει είχε καρκίνο και του έκαναν ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες, που βέβαια αρχές 80ς ήταν χαμηλού προφίλ αλλά και αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Μάλλον του τα έκαναν για να μην πούν ότι δεν είχαν κάνει τίποτε. Ήμουν μπροστά στο ξέθαμα, γιατί ήταν βίτσιο του πατέρα μου να είναι παρόν σε τέτοια, αφού οι υπόλοιποι συγγενείς φοβόντουσαν, αποτροπίαζαν κλπ, και μια φορά του είχα κάνει παρέα κι έπεσα σε αυτόν. Δεν είχε λιώσει καθόλου. Είχε μείνει σαν άγαλμα ο γέρος κι επειδή ήταν κοτσονάτος και πανύψηλος, σαν αδριάντας ας πούμε. Τον έβαλαν σε καρότσι οικοδομικό οι εργάτες και τον πήγαν (όρθιο), σε μια περίεργη πομπή περίεργων και σταυροκοπιούντων, μέσα στο νεκροταφείο για 200 μέτρα στους «άλιωτους». Επειδή ακριβώς ήμουν παρόν και το είδα, το θυμάμαι ακόμη πολύ έντονα.

  113. nikiplos said

    ήμουν παρών βέβαια κι όχι παρόν… 🙂

  114. dryhammer said

    111-112. Τα παλιότερα χρόνια αν συνέβαινε κάτι τέτοια στη Χίο, φάσκιωναν το πτώμα και το στέλνανε για θάψιμο στη Σαντορίνη, όπου το χώμα, πλούσιο σε θειάφι λόγω του ηφαίστειου, έλιωνε τα πάντα. [Ήτανε και κατάρα «Που να σε πάνε στη Σαντορίνη»]

  115. Παναγιώτης Κ. said

    Σήμερα το διάβασα και μαζί με αυτό και όλα τα σχόλια.
    Μας ταξίδεψε!
    Του Dry και το σχόλιο #103 τα βρήκα συμπληρωματικά.
    Περιμένουμε το επόμενο διήγημα!

    @103. Ξέρεις το όνομα του Συρμακέση που χάθηκε πριν από λίγα χρόνια;

  116. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    104+106, ΕΦΗ
    Τι ωραία σχόλια!
    Με μπέρδεψες λίγο με τον «βενζινέ»! Έτσι λέγατε τη ζυγαριά; με έλξη από… ‘βενζίνη’;; 🙂 Βεζινέ, την (τον) ήξερα!

    >> Δε θυμάμαι πια πώς το έλεγε αυτό το βασικό εργαλείο-αμόνι. Πατούνα τη διαβάζω τώρα, αλλά αλλιώς την έλεγε εκείνος.
    Εδώ το έχω ακούσει σιδερόποδο,το ή σιντερόποδας,ο ή και ‘μπαρμπαλιάς’ (μάλλον χαϊδευτικό 🙂 ). Δες και http://paradosiakaepagelmata.wikidot.com/sel12

  117. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    116# Έχω πολύ καιρό να σπαμάρω, ε?
    https://www.slang.gr/definition/28629-mparmpalias

  118. Γιάννης Ιατρού said

    116: venzine πιθανώς όνομα κατασκευαστού/προέλευσης

  119. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    < τρκ vezne=ζυγαριά.

  120. sarant said

    Με προλάβατε. Βεζινές κανονικά, έτσι και στη Μυτιλήνη. Όπως τα λέει ο Χτήνος.

  121. Μαρία said

    Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα, Αθήνα 1931
    Του παπουτσή, σ.330 κεξ του βιβλίου
    https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/9/7/a/metadata-01-0000133.tkl?dtab=m&search_type=simple&search_help=&display_mode=overview&wf_step=init&show_hidden=0&number=10&keep_number=&cclterm1=&cclterm2=&cclterm3=&cclterm4=&cclterm5=&cclterm6=&cclterm7=&cclterm8=&cclfield1=&cclfield2=&cclfield3=&cclfield4=&cclfield5=&cclfield6=&cclfield7=&cclfield8=&cclop1=&cclop2=&cclop3=&cclop4=&cclop5=&cclop6=&cclop7=&isp=&search_coll%5Bmetadata%5D=1&&stored_cclquery=&skin=&rss=0&lang=el&ioffset=1&offset=1

  122. GeoKar said

    Θαυμάσιο, γλαφυρό, συγκινητικό 👍👍👍👍 Θερμές ευχαριστίες κ για την …παραγγελία κ, πολύ περισσότερο, για την ανάρτηση!

    Κι ας μην ξεχνάμε κ το «ρητό» των οικονομικών πως όταν η οικονομία είναι σε κρίση, οι μπάλωματήδες εχουν πολλή δουλειά. Όταν πάει καλά, έχουν οι παπουτσήδες. Δείτε σχετικά κι αυτό (αν κ παλιότερο): https://www.avgi.gr/koinonia/221236_tsagkaris-epaggelma-tis-krisis-i-se-krisi

  123. ΣΠ said

    73
    Ο Γ. Μπαμπινιώτης διαφωνεί με την σχολική γραμματική.

  124. loukretia50 said

    Θαυμάσιο Dry, νομίζω το καλύτερο, αλλά μόνο απ΄τα δημοσιευμένα μέχρι τώρα.
    Ελπίζω να αποφασίσεις να ξεδιπλώσεις και ιστορίες που προς το παρόν είσαι απρόθυμος να μοιραστείς.
    Είναι πολύτιμο το άλικο μελάνι!
    Και μέχρι να νοιώσεις έτοιμος, καλοδεχούμενες οι χιουμοριστικές πινελιές και τα έξυπνα λογοπαιχτικά σου τερτίπια που ανεβάζουν σε άλλο επίπεδο κάθε απλή αφήγηση.

    Μικρή αφιέρωση για σένα,
    Santy man’s life, μια πολύ παλιά μπαλλάντα από αγαπημένο μου τροβαδούρο.
    Η λέξη του τίτλου είναι πολυταξιδεμένη κι έχει συνδεθεί από παλιά με τους ανθρώπους του μόχθου, κυρίως όμως με τους ναυτικούς.
    Τα τραγούδια «Shanty/ shanties» έκαναν το γύρο του κόσμου.

    Κι εδώ άλλο ένα, με ιστορία με κέλτικες επιρροές που φθάνει μέχρι τη Νέα Ζηλανδία, τουλάχιστον δύο αιώνες πίσω, .
    Ο Μέλβιλ σίγουρα το ήξερε.
    Σήμερα έγινε χιτάκι (και ) από Ιρλανδούς.
    Νομίζω εσύ καταλαβαίνεις πόση φρίκη χωράει σ΄ένα χαρωπό ρυθμό
    Wellerman

    Θα άξιζε ένας ναυτικός να γράψει κάτι για τα
    shanties/ chanties, ιστορίες και ετυμολογία.

  125. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    116 κε >>βεζινές
    Χμ, λέτε να μπερδεύτηκα;
    Η μάνα μου, τ΄ανάποδο, έλεγε βεζίνα τη βενζίνη. Σίγουρα. Το βε(ν)ζινέ δεν ορκίζομαι τώρα. Να έβαλα ν χάριν …αιμάτωσης; 😦
    Έτσι (θα) γίνονται οι παραφθορές.
    Έχουμε αυτές τις μέρες φασαρίες και καθημερινά δρομολόγια στη θεια μου,91, και να τη βάλω να το πει να δω για την τρύπα της μνήμης (μου).

Σχολιάστε