Στο ιστολόγιο αγαπάμε τις ντοπιολαλιές και τακτικά δημοσιεύουμε άρθρα με λέξεις από διάφορες περιοχές της χώρας (πλήρης κατάλογος, στο τέλος του άρθρου). Σήμερα δημοσιεύω μια ακόμα εργασία της σειράς αυτής, μια από τις πληρέστερες που έχουμε δημοσιεύσει, εξαιρετικά τεκμηριωμένη και πλουσιότατη, ακόμα και με εικονογράφηση, από τη φίλη μας Μαρία Κορμπίλα, μια μελέτη αφιερωμένη στη ντοπιολαλιά της Σαλαμίνας. Eιλικρινά, πρόκειται για υποδειγματική δουλειά.
Χωρίς άλλα εισαγωγικά, δίνω αμέσως τον λόγο στη φίλη μας
Η κουλουριώτικη ντοπιολαλιά
Εκ Σαλαμίνος ορμώμενη -νησί ένδοξο για την ιστορική ναυμαχία του 480 π.Χ. και γνωστό για τη φράση «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη»- άδραξα την προτροπή προς τους φίλους του ιστολογίου να στείλουν άρθρα με το λεξιλόγιο της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ώστε να παραθέσω λέξεις και φράσεις του τόπου μου.
Αν και η Σαλαμίνα εντάσσεται γεωγραφικά από τους γλωσσολόγους σε αυτό που λέμε «ζώνη του -ίντα», δεν έχει καμία ομοιότητα με τα γλωσσικά ιδιώματα των νησιών του νοτίου Αιγαίου και της Κρήτης. Είναι πολύ κοντά στην Αθήνα γεωγραφικά και περιβάλλεται από την Ελευσίνα, τη Μάνδρα, τον Ασπρόπυργο και τα Βίλια, δηλαδή από πόλεις και χωριά με αρβανιτόφωνους πληθυσμούς, αλλά και από την πόλη των Μεγάρων, που έχει ομιλητές της Κοινής Νέας Ελληνικής.
Τα αρβανίτικα είχαν μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Σαλαμίνας, τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα. Η διαδικασία όμως αυτή σίγουρα θα είχε αρχίσει νωρίτερα. Πάντως η γλωσσική ταυτότητα των Σαλαμινίων κατά τους χρόνους του 18ου αιώνα ήταν ελληνική και η καταγωγή των περισσοτέρων αθηναϊκή, όπως αποδεικνύεται από δικαιοπρακτικά έγγραφα (βλ. Π. Βελτανισιάν, «Η γλωσσική ταυτότητα των Σαλαμινίων μέσα από στοιχεία λαϊκού λόγου και φωνολογικά φαινόμενα που απαντούν σε δικαιοπρακτικά έγγραφα από τη Σαλαμίνα, 18ος αι.-μέσα 19ου αι.» στο academia.edu)
Από την προαναφερθείσα εργασία του Π. Βελτανισιάν μαθαίνουμε ότι κατά τον 17ο και 18ο αιώνα επικρατούσαν τα ελληνικά, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα τα αρβανίτικα απέκτησαν μεγάλη απήχηση στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Σαλαμίνας και τελικά υπερίσχυσαν στον προφορικό λόγο -μέχρι την σταδιακή εξαφάνισή τους από τα χρόνια περί το 1960 και έως σήμερα. Τα ελληνικά της Σαλαμίνας ήταν συγγενικά με το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα, το οποίο στην Αθήνα κατά τον 19ο αιώνα υποχώρησε έναντι των λεγομένων Νέων Αθηναϊκών.
Οπωσδήποτε και κατά τον 20ό αιώνα οι ντόπιοι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν έντονα το αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα στον προφορικό τους λόγο. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, η οποία απεβίωσε το 1973, να δυσκολεύεται να ομιλεί τη νεοελληνική και συχνά είχα ανάγκη διερμηνέα για να καταλάβω τι μου έλεγε. Η επόμενη γενιά απέφευγε να ομιλεί τα αρβανίτικα, ενώ κατανοούσε τα λεγόμενα και απαντούσε στη νεοελληνική. Εκεί είχαμε ανάμειξη των δύο γλωσσικών μορφών και τότε παρήχθησαν νέες λέξεις ή και φράσεις προερχόμενες από ένωση αυτών. Και οι μεγαλύτεροι, όπου δεν ήξεραν την αρβανίτικη λέξη, χρησιμοποιούσαν τη νεοελληνική με αρβανίτικη κατάληξη. Μετά έχουμε παράλληλη χρήση νεοελληνικού και αρβανίτικου λεξιλογίου, ενώ στη συνέχεια το αρβανίτικο στοιχείο χάθηκε. Αξίζει να σημειωθεί πως οι παλιοί Κουλουριώτες τονίζουν μετ’ επιτάσεως πως δεν μιλούν αλβανικά αλλά αρβανίτικα!
Οι νεότεροι δεν ξέρουν πια σχεδόν καθόλου αρβανίτικα. Όμως, μέχρι τις μέρες μας, έχουν παραμείνει λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται ακόμα κι από νέα παιδιά που συχνά συνδυάζουν αρβανίτικα με νεοελληνικά, όπως το «άντε γκρού» (=άντε σήκω) ή ακόμα και με αγγλικά ως λογοπαίγνια, όπως π.χ. «Let’s βέμι!» (=Let’s go!). Επίσης, συχνά ακούγονται ανάμεσα σε νέους, αλλά και σε μεγαλύτερους σε ηλικία, κάποιες φράσεις όχι και τόσο σεμνές που όμως γίνονται αποδεκτές με κάποιο πονηρό μειδίαμα και σχεδόν πάντα χωρίς παρεξήγηση. Οι πλέον συνήθεις είναι: «άνα μούνου» (=φάε μου το σκ@τό) και το «φάε μου το μούτι» (=φάε μου το σκ@τό). Κοινολεκτούμενη είναι σε όλες τις ηλικίες άνω των 15 η προσφώνηση «μο». Ακούγονται δηλαδή φράσεις όπως: «Μο, έλα έδω!» ή «Μο νάααα, λιψρ!» (=Βρε, άντε να χαθείς!).
Εκτός από τα αρβανίτικα στοιχεία, η ελληνική γλώσσα της Σαλαμίνας διατηρεί ακόμα ορισμένους ιδιωματισμούς. Κάποιες λέξεις και φράσεις της ντοπιολαλιάς προέρχονται από την ορολογία των ναυτικών και των ψαράδων, γεγονός αναμενόμενο καθώς η αλιευτική δραστηριότητα του νησιού μέχρι και τον 20ό αιώνα ήταν σημαντική και ευρύτερα γνωστή, ώστε μάλιστα εξυμνήθηκε σε παλιά αστικά λαϊκά τραγούδια (όπως «Τα κουλουριώτικα γριγριά» του Μανώλη Χρυσαφάκη, ηχογραφημένο το 1937, η «Ψαροπούλα» ή «Καπετάν Ανδρέας Ζέππος» του Γιάννη Παπαϊωάννου, ηχογραφημένο το 1946, «Του γριγρί τα ψαραδάκια» του Τούντα, ηχογραφημένο με τον Νούρο το 1930 και με τον Παπασίδερη το 1931, όπως και άλλα παρεμφερή). Επισημαίνεται ότι οι λέξεις της ναυτικής ορολογίας χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία και στον καθημερινό λόγο των Κουλουριωτών. Παρομοίως με μεταφορική έννοια χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις που προέρχονται από τοπικούς θρύλους. Μία άλλη κατηγορία λέξεων σχετίζεται με στοιχεία της ντόπιας λαογραφίας (θρησκευτικές εορτές, τοπική αρχιτεκτονική, μαγειρική κλπ). Τέλος στο ιδίωμα του νησιού παρατηρούνται επίσης και μερικές γραμματικές διαφοροποιήσεις από την κοινή νέα ελληνική, κυρίως ως προς την κλίση κάποιων ρημάτων και ουσιαστικών.
Θα παραθέσω λοιπόν κάποιες λέξεις και φράσεις που έχω ακούσει να χρησιμοποιούνται ακόμα στις μέρες μας -μερικές ίσως σπανιότερα- ελπίζοντας να κεντρίσω όποιον γνωρίζει περισσότερα να συνεισφέρει στον εμπλουτισμό της ντοπιολαλιάς της Κούλουρης. Όσα παραθέτω προέρχονται από δικά μου ακούσματα, συζητήσεις και διάφορες διηγήσεις παλαιοτέρων γνωστών και συγγενών, ενώ συγχρόνως έγινε και διασταύρωση της σημασίας τους από γραπτά κείμενα. Όπου κατέστη δυνατόν, δίνεται η ετυμολογία, ενώ η επεξήγηση των λέξεων ή των φράσεων συνοδεύεται από φωτογραφίες ή από σχετικά αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων και γραπτών πηγών.
Συμβουλεύτηκα επίσης την, εξαντλημένη σήμερα, λεξικογραφική δουλειά του συντοπίτη μου Τάσου Καραντή, Το Κουλουριώτικο γλωσσάρι (2001), που αποτέλεσε μια πρώτη καλή προσπάθεια συλλογής και παρουσίασης του σχετικού υλικού. Ας αναφερθεί ακόμη ότι στοιχεία του τοπικού ιδιώματος παρουσιάζονται και σε λογοτεχνικά έργα συγγραφέων κουλουριώτικης καταγωγής, όπως οι Δημήτρης Μπόγρης, Γιάννης Μαγιάτης και Χρήστος Σ. Μυλωνάς, καθώς και στο βιβλίο «Σαλαμινίων συνταγές από τους μαθητές μας» που εξέδωσε η Ένωση Συλλόγων Γονέων Σαλαμίνας το 2007.
αγάντα – βόγα: κίνηση βάρκας με κουπιά.
Αγάντα: βάλε δύναμη
Βόγα: κίνηση προς τα εμπρός
(α)κλατσάδες (οι): τσακιστές πράσινες ελιές. Ηχοποίηση. Η λέξη προήλθε από τον ήχο «κλατς» που έκαναν καθώς τις τσάκιζαν ανάμεσα σε δυο πέτρες ή με μια πέτρα ή βότσαλο πάνω σε μάρμαρο. (Προφορική μαρτυρία των Κ.Ζ και Κ.Ρ.)
απάωρος -η: κάποιος που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, κουτός ή αφελής.
«Μην του δίνεις σημασία –είναι απάωρος».
άτρα – βίτρα: από πολύ παλιά, εδώ και πολλά χρόνια. Παλαιόθεν. Για παράδειγμα:
–Πόσα χρόνια είστε εδώ;
-Ουουου, άτρα -βίτρα.
αχιουβάδες: αχιβάδες
βένια: δοκάρι από κέδρο (βλέπε λιακωτό).
γιαλέγκα (τα) ή γιαλέγκοι (οι): γυάλινοι βόλοι, γκαζάκια, μπίλιες. «Το σκοτάδι, που ήρθε γρήγορα, δεν βοήθαγε να συνεχίσουνε το παιχνίδι με τους βώλους και τα γιαλέγκα στις μικρές επίπεδες και στεγνές επιφάνειες του χωμάτινου γιαλού» (Μυλωνάς Σ. Χρήστος, Χριστουγεννιάτικο της Κούλουρης, Σαλαμίνα, Νοέμβριος 2015).
γκόγκλες (οι): χειροποίητο ζυμαρικό με νερό, αλεύρι σαν μικροί σβώλοι που περιχύνονται με καυτό λάδι ή και μυζήθρα.
ζάφτι: εξουσία, υποταγή. Κάνω ζάφτι: ελέγχω, υποτάσσω.
ζάφτι (τό) δημ. (τουρκ.) κ. ζάπι μ. ἐν τῇ φρ. κάμνω ζάφτι, καταβάλλω, δαμάζω, ἐπιβάλλομαι χειραγωγώ, ἔχω τινὰ ὑποχείριον : μεγάλωσαν τὰ παιδιά μου καὶ δὲν τὰ κάνω ζάφτι. (Μέγα Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ, Τόμ. Δ’.)
κακατσίθρες (οι): καυκαλίθρες. Προφανής τσιτακισμός.
καραβίνα (η): βόλτα των παιδιών, κρεμασμένων στα πλαϊνά των φορτηγών (στη ζούλα).
Ρήμα : καραβίνω= κρέμομαι.
καρκαλέτσι (το): ακρίδα. Υπάρχει και επώνυμο Καρκαλέτσης.
καρτεράδες (οι): ψάρεμα με δίχτυα σε περάσματα ψαριών. Ετυμ.: < καρτέρι< αρχ. καρτερώ(-έω).
κατσάρι (το): παντόφλα που έχει προέλθει από παλιό παπούτσι, του οποίου έχουμε πατήσει το πίσω μέρος (φτέρνα) και έχει γίνει παντόφλα. Ετυμ: ίσως από το τσόκαρο< τσάκαρο < κάτσαρο (κατά προληπτικήν αφομοίωσιν και αντιμετάθεσιν συλλαβών < κατσάρι (υποκορ. του κάτσαρο με την κατάληξ. -ιον) (Γ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, 1955).
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »