Την ιδέα για το σημερινό άρθρο την πήρα από τα μεζεδάκια του Σαββάτου. Είχαμε εκεί συζητήσει κάτι που έγραψε ο αρθρογράφος της Καθημερινής, ο Σάκης Μουμτζής, και στα σχόλια έγινε αναφορά στο πρόσωπό του. Και τότε σκέφτηκα πως οι περισσότεροι που συναντάμε σήμερα το επώνυμο «Μουμτζής» δεν ξερουμε τη σημασία του.
Ξέρουμε βέβαια ότι οι λέξεις που σχηματίζονται με το επίθημα -τζής δηλώνουν κατά κανόνα επαγγελματικά ουσιαστικά. Ξέρουμε επίσης ότι το επίθημα αυτό είναι δάνειο από τα τουρκικά, ci/cι, όπως και το αδελφάκι του, το -τσής (από το çi, çι). Βέβαια, στην ελληνική γλώσσα το επίθημα, ενώ στην αρχή μάς ήρθε ενωμένο σε τουρκικά δάνεια, πολύ γρήγορα αυτονομήθηκε και χρησιμοποιείται με λέξεις όχι τουρκικής προέλευσης, και μάλιστα το βρίσκουμε ενωμένο ακόμα και με ακρώνυμα, ενώ προσφέρει επίσης έναν εύκολο τρόπο για ευκαιριακούς σχηματισμούς.
Έτσι, ενώ π.χ. ο boyacι μας ήρθε δανεικός ως μπογιατζής, μετά στα ελληνικά φτιάξαμε τον κουλουρτζή (με ελληνικής ετυμολογίας κεφαλή), τον λατερνατζή (με δάνεια λέξη συμμορφωμένη), τον γκολτζή (με ασυμμόρφωτη δάνεια λέξη), τον πασοκτζή ή τον αεκτζή (με ακρώνυμο), τον προπατζή ή προποτζή (με συντομομορφή) ή τον εσπατζή (νεολογισμός της αργκό για τα προγράμματα ΕΣΠΑ) και άλλα αμέτρητα.
Όμοια παραγωγικό έχει φανεί και ένα άλλο τουρκικό επίθημα, το -λίκι, που επίσης παντρεύεται με κεφάλια κάθε λογής, και δίνει ποικίλες λέξεις, από το αντριλίκι και το δημοσιοϋπαλληλίκι έως το χαϊλίκι και το ατενσιοχοριλίκι.
Αλλά τα λίκια θα τα δούμε σε άλλο άρθρο, σήμερα μιλάμε για τους τζήδες.
Τζήδες είναι αμέτρητοι, και μπορούμε να φτιάξουμε (ή, να προβλέψουμε ότι θα φτιαχτούν) κι άλλοι πολλοί. Όμως στο σημερινό άρθρο, παίρνοντας έμπνευση από τον Σάκη Μουμτζή, θα ασχοληθώ με λέξεις τουρκικής ετυμολογίας που δηλώνουν επαγγελματικά ουσιαστικά, που υπάρχουν ως επώνυμα, και που συνήθως η σημασία τους δεν είναι φανερή για τον μέσο ομιλητή της γλώσσας μας.
Δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ ο Μπογιατζής (αφού η λέξη υπάρχει στη γλώσσα και όλοι ξέρουν τι σημαίνει) ούτε ο πατωματζής ή ο φορτηγατζής (αφού είναι ελληνικής ετυμολογίας ως προς την κεφαλή της λέξης και κυρίως αφού δεν υπάρχει και αντίστοιχο επώνυμο). Διότι, θα το έχετε προσέξει, τα επώνυμα που έχουν το επίθημα -τζής προέρχονται από επαγγελματικά ουσιαστικά που υπήρχαν τον καιρό της τουρκοκρατίας (πολλά από τα οποία αφορούν επαγγέλματα που έχουν χαθεί πλέον) και όχι νεότερα επαγγέλματα. Ο σημερινός φορτηγατζής έχει επώνυμο, λέγεται Παπαδόπουλος ας πούμε, κι έτσι δεν υπάρχει πιθανότητα να σχηματίσει επαγγελματικό επώνυμο, όπως ο Αραμπατζής του 1780.
Από την άλλη, ο Μουμτζής παίρνει επάξια θέση στον κατάλογό μου διότι δεν είναι φανερό τι επάγγελμα έκανε, δεν έχει επιβιώσει η λέξη στα νέα ελληνικά, τουλάχιστον στην κοινή. Και όχι, δεν έφτιαχνε μούμιες. (Διαβάστε παρακάτω αν έχετε περιέργεια).
Βέβαια, εκτός από τους τζήδες υπάρχουν και οι τσήδες, και μάλιστα στα ελληνικά, σε μερικές περιπτώσεις τα δυο επιθήματα εναλλάσσονται, π.χ. Παοκτσής και Παοκτζής. Οι τσήδες πάντως είναι λιγότεροι, ενώ κάποτε το -κτσής τρέπεται σε -ξής, π.χ. Τουφεκτσής –> Τουφεξής. Ίσως σε επόμενο άρθρο να δούμε και αυτούς.
Πολλοί τζήδες και τσήδες βέβαια εξελλήνισαν τα ονόματά τους ή ωθήθηκαν να τα εξελληνίσουν ή τους τα εξελλήνισε κάποιος δάσκαλος ή πρόεδρος κοινότητας ή ενωμοτάρχης ή ληξίαρχος χωρίς να τους ρωτήσει. Έτσι εξηγούνται μερικά κάπως κωμικά καθαρευουσιάνικα επώνυμα όπως Οπλοποιός (Τουφεξής θα ήταν), αλλά βέβαια αυτό αφορά όλα τα τουρκογενή επώνυμα και όχι μόνο τους τζήδες.
Τέλος πάντων, στην αρχή είχα πει να μη συμπεριλάβω επώνυμα σε -τζής που υπάρχουν ως λέξεις και στη σημερινή γλώσσα, όπως Καφετζής ή Μπογιατζής, αλλά για λόγους πληρότητας τελικά τα συμπεριέλαβα και αυτά.
Σημειώνω επίσης ότι θα παραθέσω μόνο τον τύπο σε -τζής, παρόλο που υπάρχουν και πολλοί παράγωγοι, π.χ. Αμπατζόγλου, Αμπατζόπουλος, κτλ. Μόνο σε περιπτώσεις που ο τύπος σε -τζής είναι πολύ σπάνιος παραθέτω και παράγωγους.
Χρησιμοποίησα την εργασία του Μαν. Τριανταφυλλίδη «Τα οικογενειακά μας ονόματα» και το βιβλίο «Ελληνικά επώνυμα τουρκικής προέλευσης» του Δημ. Τομπαΐδη. Έβαλα και καναδυό που δεν τα είχαν τα βιβλία αυτά.
Σταμάτησα στους 75 τζήδες επειδή ο αριθμός ήταν στρογγυλός. Αν προσπαθούσα κι άλλο μπορεί και να πλησίαζα τους 100, ακόμα και να τους ξεπερνούσα, αλλά ίσως αυτό γίνει με τα σχόλιά σας.
Βέβαια, για να γίνει η δουλειά μας σωστά, θα πρέπει να βρούμε: επώνυμα που προέρχονται από επαγγελματικά ουσιαστικά σε -τζής, που να ξέρουμε από ποια τουρκική λέξη προέρχονται και να ξέρουμε και τη σημασία τους. Δεν αρκεί δηλαδή να αποδελτιώσουμε τον τηλεφωνικό κατάλογο αναζητώντας επώνυμα σε -τζής.
Τέλος πάντων, ορίστε οι 75 τζήδες που βρήκα:
- Αβτζής. Ο αβτζής ήταν ο κυνηγός και επίσης ο δεινός σκοπευτής. Στα τουρκικά avcι. Γεια σου Σιδέρη! (ιδιωτικό μήνυμα).
- Αλτιντζής. Από τουρκ. altιncι, ο χρυσοχόος.
- Αμπατζής. Από τουρκ. abacι, αυτός που έφτιαχνε ή πουλούσε αμπάδες, χοντρό μάλλινο ύφασμα.
- Αραϊτζής. Από τουρκ. arayιcι, που σημαίνει ερευνητής, αλλά και «αυτός που ψάχνει». Δήλωνε τον ρακοσυλλέκτη, αυτόν που έψαχνε τα πεταμένα πράγματα για να βρει χρήσιμα είδη.
- Αραμπατζής, από τουρκ. arabacι, o αμαξάς αλλά και ο αμαξοποιός.
- Αριτζής. Ο μελισσοκόμος, από τουρκ. arιcι.
- Βογιατζής, συχνότερα εξελληνισμένο (και σε παράγωγα), και σπανιότερα Μπογιατζής, ίσως για να διακρίνεται το επάγγελμα από το επώνυμο. Από τουρκ. boyacι.
- Γεμιτζής. Ο ναυτικός, ο ναύτης, από τουρκ. gemici.
- Γεωργαντζής. Κατά τον Τριανταφυλλίδη, από το τουρκ. yorgancι, αυτός που φτιάχνει ή πουλάει γιοργάνια, δηλαδή παπλώματα, ο παπλωματάς. Η λέξη όμως γράφεται παρετυμολογικά, σαν να προέρχεται από το Γεώργιος.
- Γιαγτζής (και Γιαγτζόγλου κτλ.) από τουρκ. yagcι, ο έμπορος ελαίων και λιπών, αλλά και ο λιπαντής.
- Γιαζιτζής, ο δημόσιος γραφέας, ο γραμματικός, από τουρκ. yazιcι.
- Γιαπιτζής. Ο χτίστης, από τουρκ. yapιcι. Λέμε βέβαια γιαπί εννοώντας την ημιτελή οικοδομή, αλλά στα τουρκικά έτσι λέγεται και η τελειωμένη.
- Γκαϊτατζής. Αυτός που παίζει γκάιντα, από τουρκ. gaydacι.
- Δεβετζής. Ο καμηλιέρης, από τουρκ. deveci, deve η καμήλα.
- Δεμερτζής, Δεμιρτζής. Ο σιδεράς, από τουρκ. demirci.
- Δουατζής. Ο ευχέτης, ο πιστός υπηρέτης ενός ισχυρού, από τουρκ. duacι.
- Εσκιτζής, ο παλιατζής, από τουρκ. eskici.
- Ζουρνατζής, από τουρκ. zurnacι, αυτός που παίζει τον ζουρνά.
- Καζαντζής, αυτός που φτιάχνει καζάνια, από τουρκ. kazancι.
- Καλαϊτζής, ο γανωματής, από kalaycι, (πρβλ. το καλάι).
- Καλιοντζής, ο ναυτικός του πολεμικού ναυτικού, από τουρκ. kalyoncu.
- Κανταρτζής, που ζυγίζει με το καντάρι, από τουρκ. kantarcι.
- Καρατζής, ο ληστής, από τουρκ. karacι.
- Κατιμερτζής, αυτός που φτιάχνει ή πουλάει κατιμέρι, ένα είδος γλύκισμα με φύλλο, από τουρκ. katmercι.
- Κατιρτζής, ο μουλαράς, από τουρκ. katιrcι.
- Καφετζής, ο καφετζής βεβαίως. Το τουρκικό είναι kahveci.
- Καφταντζής, από τουρκ. kaftancι, ο ιματιοφύλακας.
- Κεμεντσετζής, αυτός που παίζει τον κεμεντζέ, είδος λύρας. Από τουρκ. kemençeci.
- Κερεστετζής, ο έμπορος δομικής ξυλείας (κερεστέ), από τουρκ. keresteci.
- Κιομουρτζής, Κιουμουρτζής. Ο καρβουνιάρης, από τουρκ. kömürcü.
- Κουγιουμτζής, Κοεμτζής. Ο χρυσοχόος, από τουρκ. kuyumcu.
- Κυρατζής ή Κιρατζής. Ο αγωγιάτης, απο τουρκ. kiracι, που είναι ο μισθωτής.
- Λαγουμιτζής, αυτός που φτιάχνει λαγούμια. Υπάρχει και ως επώνυμο, πέρα από τον ιστορικό Λαγουμιτζή της πολιορκίας της Αθήνας που είχε άλλο επώνυμο και πήρε αυτό το παρατσούκλι από την αξιοσύνη του.
- Λουλετζής, από τουρκ. lüleci, ο κατασκευαστής ή πωλητής καπνοσυρίγγων, λουλάδων.
- Μαδεμτζής, από τουρκ. madenci, ο μεταλλωρύχος.
- Μεζαρτζής, ο νεκροθάφτης, από τουρκ. mezarcι.
- Μεϊχανετζής/Μεϊχανετζίδης, ο κάπελας, από τουρκ. meyhaneci.
- Μουμτζής, που μας έδωσε και αφορμή για το άρθρο, ο κηροποιός, από τουρκ. mumcu.
- Μπακιρτζής, ο χαλκωματάς, μπακιρτζής άλλωστε, απο τουρκ. bakιrcι.
- Μπαλτατζής, από τουρκ. baltacι, που μπορεί να σημαίνει τον κατασκευαστή ή έμπορο μπαλτάδων, αλλά πιο συχνά σημαίνει τον ξυλοκόπο.
- Μπαλτζής. Ο μελάς, ο πουλητής μελιού, από το balcι.
- Μπασματζής (και Βασματζής εξελληνισμένο), από το basmacι, o κατασκευαστής ή πουλητής μπασμάδων, που ήταν σταμπωτά βαμβακερά υφάσματα.
- Μπερντετζής/Μπερντετζόγλου, ο κατασκευαστής ή πουλητής μπερντέδων, κουρτινών, από τουρκ. perdeci.
- Μπιλιουρτζής, ο έμπορος ή τεχνίτης κρυστάλλινων ειδών, από το τουρκ. billûrcu.
- Μποζαντζής (και Ποζαντζής), αυτός που φτιάχνει ή πουλάει μποζά, ένα ποτό με βάση το κεχρί, από τουρκ. bozacι.
- Μποσταντζής. Ο κηπουρός, bostancι.
- Μπρισιμιτζής (Βρισιμιτζής, Μπιρσιμιτζής). Αυτός που πουλάει (ή φτιάχνει) μπρισίμια, δηλ. μεταξωτές κλωστές, από τουρκ. ibrişimci.
- Νταβουλτζής (και Ταβουλτζής κτλ.) Ο νταουλιέρης, από τουρκ. davulcu.
- Παζαρτζής, ο έμπορος σε παζάρι, από τουρκ. pazarcι.
- Παστιρματζής/παστουρματζής, ο έμπορος ή παρασκευαστής παστουρμά, από τουρκ. pastιrmacι.
- Πεστεμαλτζής (Πεστεμαλτζόγλου). Αυτός που πουλάει ή φτιάχνει πεστεμάλια, δηλ. λουτροπετσέτες. Ή ο λουτράρης του χαμάμ, που δίνει τα πεστεμάλια στον λουόμενο. Κατά τον Τριανταφυλλίδη, από το σπάνιο αυτό επώνυμο πρόκυψε με απλολογία το Πεσματζής και το συχνότερο Πεσματζόγλου. Γεια σου Στέλιο! (ιδιωτικό μήνυμα).
- Ρακιτζής, που φτιάχνει ή πουλάει ρακί, από τουρκ. rakιcι.
- Σαπουντζής, ο σαπουνάς, από τουρκ. sabuncu.
- Σεμερτζής, ο σαμαρτζής, από τουρκ. semerci.
- Σεπετζής, αυτός που φτιάχνει ή πουλάει κοφίνια, από τουρκ. sepetçi.
- Σερμπετζής, αυτός που πουλάει σερμπέτια, από τουρκ. serbetçi.
- Σιλκιτζής, αυτός που πουλάει πετσέτες, από τουρκ. silgi. (Στο λεξικό βρίσκω ότι το silgi είναι ο σπόγγος ή το πανί που σκουπίζουμε τον σχολικό μαυροπίνακα).
- Σιμιτζής, που φτιάχνει ή πουλάει σιμίτια, κουλούρια. Από τουρκ. simitçi.
- Σουβατζής, από το τουρκ. sιvacι.
- Σουγιουλτζής, ο υπεύθυνος για τη συντήρηση των υδραγωγών, από τουρκ. suyolcu.
- Ταμπουρατζής, αυτός που παίζει ταμπουρά, από τουρκ. tamburacι.
- Ταχμιτζής, Tαχμιντζής. Κατά τον Τριανταφυλλίδη ή από το tahminci (εκτιμητής, που όμως δεν βρίσκω τη λέξη στο λεξικό, μόνο tahmin = εκτίμηση) ή από το tahmisçi, αυτός που καβουρδίζει καφέ. Μάλλον το δεύτερο, λεω εγώ.
- Ταχτατζής, ο σανιδάς, από τουρκ. tahtacι.
- Τερετζής, αυτός που πουλάει κάρδαμο, από τουρκ. tereci.
- Τζαμτζής, ο τζαμάς ή ο υαλοπώλης. Από τουρκ. camcι.
- Τουτουντζής, ο καπνάς, κατά λέξη (μπορεί να σημαίνει είτε καπνοπώλης είτε καπνοπαραγωγός), από τουρκ. tütüncü.
- Τσεσμετζής, ο κρηνοποιός, από τουρκ. çeşme.
- Τσορμπατζής και τζορμπατζής, ο χριστιανός πρόκριτος επί τουρκοκρατίας, ο προύχοντας. Από τουρκ. çorbacι, που είχε αρχική σημασία «αυτός που φτιάχνει σούπα» (τσορβά, άλλωστε) αλλά σταδιακά πήρε στα τουρκικά άλλες σημασίες όπως ο συνταγματάρχης των γενιτσάρων.
- Τσοχατζής, ο έμπορος ή κατασκευαστής τσόχας, από τουρκ. çuhacι.
- Φουρουντζής, ο φούρναρης, από τουρκ. fιrιncι.
- Φουτσιτζής, ο βαρελάς, από τουρκ. fιçιcι.
- Χαβατζής. Στα σημερινά τουρκικά havacι είναι ο πιλότος, ο αεροπόρος, διότι hava όπως ξέρουμε είναι ο αέρας. Αλλά δεν μπορεί να προέρχεται από εκεί το επώνυμο. Όμως στο λεξικό βρίσκω ότι ο havacι ήταν, στο αγώνισμα της τοξοβολίας, ο κριτής που έλεγχε πού έπεφταν τα βέλη!
- Χαλβατζής. Ο χαλβατζής βέβαια, από τουρκ. halvacι / helvacι.
- Χαλιτζής, Χαλιτζόγλου, Χαλιτζιόγλου. Ο ταπητέμπορος ή ταπητουργός, ο χαλάς, από τουρκ. halιcι.
- Χαμαμτζής, ο λουτράρης, από τουρκ. hamamcι.