Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘slang.gr’

Από πότε γίνεται τζερτζελές;

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2023

Προχτές, ένας γνωστός δημοσιογράφος αποφάνθηκε από τη στήλη του ότι όλα όσα γίνονται με την ΑΔΑΕ ανήκουν στην κατηγορία «τζερτζελές να γίνεται».

Ο τζερτζελές, σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η μεγάλη φασαρία, η αναστάτωση, ιδίως όμως η ευχάριστη, η ευπρόσδεκτη αναστάτωση. Τα τρία από τα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας συμφωνούν με την απόχρωση της «ευχάριστης φασαρίας». Το τέταρτο, στην προκειμένη περίπτωση το ΛΚΝ, δεν διαφωνεί, απλώς… απέχει. Θέλω να πω, το ΛΚΝ (έκδ. 1998) δεν περιλαμβάνει λήμμα «τζερτζελές» -θα επανέλθω σε αυτό.

Ακόμα, τζερτζελές είναι και χαρακτηρισμός προσώπου -ο σαματατζής, ο πλακατζής. Λέμε επίσης και «το τζέρτζελο», που είναι παράλληλος τύπος, χωρίς, αν δεν σφάλλω, διαφορά στη σημασία.

Σημειώνω ακόμα ότι στο πρόσφατο πολύ αξιόλογο μυθιστόρημά του Μπέμπης (μονόλογος που βιογραφεί μυθιστορηματικά τον θρυλικό μπουζουκτσή Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη) ο Θωμάς Κοροβίνης χρησιμοποιεί τη λέξη «τζερτζελιάστρα» (αυτή που κάνει τζερτζελέ, που δημιουργεί γύρω της μπερδέματα).

Ως προς την ετυμολογία της λέξης, οι πρώτες εκδόσεις του λεξικού Μπαμπινιώτη ανέφεραν «ονοματοποιημένη λέξη» ενώ σε επόμενες εκδόσεις (και στο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη) προστίθεται: πρβλ. τουρκ. cırcır που δηλώνει επαναλαμβανόμενο θόρυβο.

Το Χρηστικό Λεξικό δεν δίνει ετυμολογία, ενώ το ΜΗΛΝΕΓ υιοθετεί την άποψη για το τουρκ. cırcır.

Η εξήγηση της ονοματοποιίας είναι ευλογοφανής, ωστόσο δεν είναι αυτή η σωστή ετυμολογία. Η τελευταία, 5η έκδοση (2019) του λεξικού Μπαμπινιώτη, που έχει αρκετές βελτιώσεις στο ετυμολογικό μέρος, σωστά παράγει την ελληνική λέξη από την τουρκική zelzele, που σημαίνει «σεισμός», και που ανάγεται στην αραβ. zalzala, ίδιας σημασίας.

Η λέξη zelzele είναι κάπως παρωχημένη στη σημερινή τουρκική γλώσσα, αλλά ακόμα χρησιμοποιείται –αν τη βάλετε στο γκουγκλ θα πάρετε ειδοποιήσεις για τους σεισμούς που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες.

Η τροπή του πρώτου λ σε ρ με ανομοίωση, στα ελληνικά, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ο τύπος «ζερζελές» (με σημασία τον σεισμό) καταγράφεται, αν και σπάνια, σε μικρασιατικές διαλέκτους. Δεν υπάρχει όμως στο γλωσσάριο των λέξεων τουρκικής προέλευσης του Κουκκίδη (του υπαρκτού) κάτι που δείχνει τη σπανιότητά του. Βρισκω και (σπάνιο επίσης) επώνυμο Ζερζελές.

Για να τα λέμε όλα, τη σωστή ετυμολογία του τζερτζελέ πρέπει την είχε αναφέρει πρώτη φορά στην ελληνική λεξικογραφία το slang.gr, το οποίο έχει λήμμα «τζερτζελές» (και «τζέρτζελος») και σημειώνει ότι κακώς ο Μπαμπινιώτης προτείνει ηχοποίητη λέξη διότι η λέξη προέρχεται από το τουρκ. zelzele = σεισμός. Το λήμμα αυτό συντάχθηκε το 2009.

Το slang.gr σημειώνει ακόμα: Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Και παραθέτει το εξής απόσπασμα: Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε … Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 88 Σχόλια »

Τα χάπια μου!

Posted by sarant στο 11 Ιανουαρίου, 2023

Καθώς συνεχίζονται οι ελλείψεις σε φάρμακα, η παροιμιώδης φράση του τίτλόυ παίρνει καινούργιο νόημα, καθώς θα μπορούσε να τη φωνάζουν χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι που ψάχνουν και δεν βρίσκουν αναλγητικά, αντιπυρετικά και άλλα βασικά φάρμακα που λείπουν.

Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων εξέδωσε συστάσεις για εναλλακτικά φάρμακα, με την ίδια δραστική ουσία, αλλά εμείς, ως ιστολόγιο, λεξιλογούμε, οπότε αρπάζω την ευκαιρία για ένα άρθρο. Όχι για τα φάρμακα γενικώς (έχουμε βάλει στο παρελθόν και θα το ξαναδημοσιεύσουμε κάποτε) αλλά ειδικά για τα χάπια.

Σύμφωνα με το ΜΗΛΝΕΓ, χάπι είναι «Φαρμακευτικό παρασκεύασμα με τη μορφή δισκίου που καταπίνεται». Το ΛΚΝ δίνει ελαφρώς διαφορετικό ορισμό, «φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται εύκολα» και «(επέκτ.) δισκίο». Για τον Μπαμπινιώτη είναι «μικρού μεγέθους δισκίο ή κάψουλα φαρμάκου, που έχει σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνεται από το στόμα είτε με κατάποση είτε με διάλυσή του στο στόμα», ενώ για το Χρηστικό το χάπι είναι «στερεό φαρμακευτικό παρασκεύασμα μικρού μεγέθους και συνήθως κυκλικού ή κυλινδρικού σχήματος, το οποίο λαμβάνεται από το στόμα». Δεν ξέρω τι μ’έπιασε και αντέγραψα και τους τέσσερις ορισμούς, αν και θα ήταν μια καλή άσκηση σε ένα σεμινάριο λεξικογραφίας. Πάντως, έχω την εντύπωση πως όταν λέμε «χάπι» συνήθως δεν σκεφτόμαστε ορισμένο σχήμα -θα μπορούσε να είναι σφαιρικό ή κυλινδρικό ή σε μορφή δισκίου (ή είναι κυλινδρικό ήδη το δισκίο;)

Η λέξη «χάπι» είναι τουρκικό δάνειο, από το τουρκ. hap, που είναι αραβικής αρχής. Χάπια είχαν βεβαίως και οι αρχαίοι, αν και τη φαρμακευτική ουσία την έκλειναν μέσα σε ζύμη. Τα έλεγαν «τροχίσκους», μια λέξη που χρησιμοποιείται και σήμερα στην φαρμακευτική ορολογία. Αργότερα εμφανίστηκε και ο όρος «πάστιλλος», δάνειο από το λατιν. pastillus, που ανάγεται στο panis = ψωμί. Και η παστίλια άλλωστε μπορεί να έχει φαρμακευτική χρήση, αλλά όχι αναγκαστικά. Στα νεότερα χρόνια, αμιγώς ελληνική λέξη είναι το καταπότι(ο).

Στα αγγλικά το χάπι είναι pill, pilule στα γαλλικά, pillola στα ιταλικά, pildora στα ισπανικά -όλα αυτά ανάγονται στο λατινικό pilula, που σήμαινε μπαλίτσα (pila η μπάλα) και είχε πάρει φαρμακευτική σημασία ήδη από τα αρχαία χρόνια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 111 Σχόλια »

Ραδίκια και βλίτα

Posted by sarant στο 5 Ιανουαρίου, 2023

Πριν από καμιά δεκαριά μέρες είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ετυμολογία και τα λεξιλογικά των χόρτων γενικώς, οπότε ταιριάζει στο σημερινό άρθρο να δούμε δυο από τα γνωστότερα είδη χόρτων -ή λαχανικών, εξαρτάται, αφού η διαφορά είναι ότι τα χόρτα φυτρώνουν άγρια και τα μαζεύουμε ενώ τα λαχανικά τα καλλιεργούμε.

H φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο δείχνει βλίτα βρασμένα, αλλά στον τίτλο έβαλα πρώτα τα ραδίκια οπότε από αυτά θα ξεκινήσουμε.

Κατά το ΛΚΝ, ραδίκια είναι «κοινή ονομασία για ορισμένα είδη χόρτων, συνήθ. αυτοφυών, που τα βράζουμε και τα τρώμε σαλάτα». Από βοτανολογική άποψη, τα είδη αυτά ανήκουν στο γένος Κιχώριον ή Cichorium στα λατινικά. Ανάμεσα στα είδη Κιχωρίου έχουμε το Κιχώριον το εντενές (Cichorium pumilum) που είναι το κοινώς λεγόμενο ραδίκι, που με τη σειρά του διακρίνεται σε διάφορες ποικιλίες, το Κιχώριον το ακανθώδες (Cichorium spinosum), που είναι το σταμναγκάθι, που τόση προβολή έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, το Κιχώριον το αντίδιον (Cichorium endivia) που είναι το αντίδι αλλά και το γαλλικό endive, και το Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), που οι ρίζες του χρησιμοποιήθηκαν (και ακόμα χρησιμοποιούνται) ως υποκατάστατο του καφέ.

Το λατινικό cichorium/cichoreum όπως και τα νεότερα chicory (αγγλ.), chicorée (γαλλ.) κτλ. ανάγονται όλα στο ελληνικό κιχώριον ή κιχόριον, λέξη άγνωστης ετυμολογίας -ίσως συνδέεται με αιγυπτιακή λέξη. Κατά τον Διοσκουρίδη, η γενική ονομασία ήταν «σέρις», άγρια και ήμερη, η δε άγρια ποικιλία ονομαζόταν πικρίς ή κιχόριον, ενώ η καλλιεργούμενη (κηπευτή) χωριζόταν σε δύο υποποικιλίες:

σέρις ἀγρία καὶ ἥμερος, ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρὶς ἢ κιχόριον καλεῖται, ἥτις ἐστὶ καὶ πλατυφυλλοτέρα καὶ εὐστομαχωτέρα τῆς κηπευτῆς. καὶ τῆς κηπευτῆς δὲ διττὸν εἶδος· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι θριδακωδεστέρα καὶ πλατύφυλλος ἡ δὲ στενόφυλλος καὶ ἔμπικρος. πᾶσαι δὲ στυπτικαὶ καὶ ψυκτικαὶ καὶ εὐστόμαχοι.

Ήταν όλες οι ποικιλίες πικρές και ευστόμαχες, που είναι χαρακτηριστικό των ραδικιών ίσαμε σήμερα, όπως φαίνεται και από διάφορες λαϊκές ονομασίες όπως πικραλίδα. Ευχάριστη πίκρα πάντως -άλλωστε, τα βράζουν και πίνουν το ζουμί τους, το ραδικόζουμο.

Πάντως τα βοτανολογικά είναι μπερδεμένη υπόθεση -στο προηγούμενο άρθρο, ο φίλος μας ο Μιχάλης μάς είχε πει ότι στην Αμερική τα ραδίκια τα λένε dandelions και τα θεωρούν ζιζάνια, αλλά το dandelion είναι φυτό άλλου γένους, του taraxacum, της ίδιας οικογένειας πάντως.

Αν και το κιχώριον/κιχόριον έγινε διεθνής λέξη, εμείς σήμερα λέμε ραδίκια, που είναι ιταλικό δάνειο, από το radicchio, που κάνει radicchi στον πληθυντικό. Πιθανώς το δάνειο έγινε από τον ιταλικό πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός. Η ιταλική λέξη ανάγεται στο λατινικό radicula, υποκοριστικό του radix, ρίζα. Ριζούλα δηλαδή είναι το ραδίκι. Εν τω μεταξύ, η ιταλική λέξη έχει ξαναμπεί στα ελληνικά, μέσω αγγλικών, αφού ραντίτσιο είναι μια ποικιλία με βυσσινιά φύλλα που μοιάζει με το μαρούλι.

Το γνωστό ρεμπέτικο, που είναι αδέσποτο αν και έχει κυκλοφορήσει και στο όνομα του Ζαμπέτα, μας λέει ότι «από κάτω απ’ το ραδίκι κάθονται δυο πιτσιρίκοι», που αποτελεί περίπτωση ποιητικής άδειας.

Στη φρασεολογία μας, τα ραδίκια εμφανίζονται στη γνωστή μάγκικη φράση «βλέπει τα ραδίκια ανάποδα», που σημαίνει ότι έχει πεθάνει, και αφού τον έχουν θάψει βρίσκεται κάτω από το χώμα άρα βλέπει από κάτω τα διάφορα φυτά. Λέγεται και ως απειλή: Πρόσεξε γιατί θα δεις τα ραδίκια ανάποδα!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Μποστάνι των λέξεων, Παροιμίες | Με ετικέτα: , , , , , | 156 Σχόλια »

Τον λύκο βλέπεις και τον ντορό γυρεύεις;

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2023

Ντορός ή τορός είναι τα ίχνη που αφήνει πίσω του το θήραμα και, ειδικότερα, η οσμή που αφήνει το θήραμα και που τη βρίσκουν τα κυνηγόσκυλα. Αλλά βέβαια, όταν έχεις μπροστά σου το άγριο ζώο, που μάλιστα είναι και απειλητικό, είναι περιττό να αναζητείς τα ίχνη. Ή αλλιώς, όταν βλέπεις τον ίδιο τον λύκο τι νόημα έχει να ψάχνεις τα αχνάρια του; Η παροιμία λέγεται όταν κάποιος αρνείται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει την (δυσάρεστη) πραγματικότητα, όταν εθελοτυφλεί.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως σημαίνει, περίπου, ό,τι και η στερεότυπη φράση «τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;»

Ο ντορός είναι λέξη με αμφίβολη ετυμολογία. Το ΛΚΝ δεν δίνει καμία, μόνο ένα σκέτο ερωτηματικό, ενώ το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει με επιφύλαξη ότι ίσως προέρχεται από το αλβανικό toruam που σημαίνει «ίχνος θηράματος» και δίνει και ως λιγότερο πιθανή την  προέλευση από τουρκ. töre «συνήθεια». Σημειώνω εδώ ότι ο Ν. Πολίτης θεωρεί ότι η λέξη «ντορός» ετυμολογείται από το αρχαίο «τορός».

Εκτός από την κυνηγετική χρήση του, μεταφορικά ντορός είναι η πεπατημένη, ο συνήθης και καθιερωμένος τρόπος διαβίωσης. Μπαίνω στον τορό/ντορό σημαίνει ότι αρχίζω να ακολουθώ ζωή λίγο-πολύ τυποποιημένη και τακτοποιημένη, εξού και η φράση «όταν παντρευτείς, θα μπεις στον ντορό».

Η λέξη υπάρχει σε όλα τα λεξικά. Αναρωτιέμαι όμως αν ξέρουν τη σημασία της οι νεότεροι (ας μας πουν στα σχόλια).

Ο ντορός δεν έχει καμιά σχέση, ετυμολογική ή σημασίας, με το σχεδόν ομόγραφό του, τον ντόρο. Ντόρος είναι ο θόρυβος, η φασαρία, αλλά και οι συζητήσεις και τα σχόλια που προκαλεί ένα γεγονός, θετικά ή αρνητικά, π.χ. Η καινούργια ταινία του έκανε μεγάλο ντόρο. Περιέργως, τα λεξικά προτείνουν (με επιφύλαξη) για ετυμολογία της λέξης «ντόρος» το αρχαίο «τορός», που ήταν επίθετο και σήμαινε «διαπεραστικός, διαυγής» (ήχος).

Να επιστρέψουμε στην παροιμία του τίτλου, που νομίζω πως είναι αρκετά ζωντανή και σήμερα -αν μη τι άλλο, την καταγράφει το σλανγκρ, με την εξήγηση «Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά», όπου θα προσπεράσουμε το «δευτερευόντων λεπτομερειών».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in πεζοπορία, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Χάρτες | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 89 Σχόλια »

Χρόνια σου πολλά, Κατερίνα!

Posted by sarant στο 25 Νοεμβρίου, 2022

Ταξίδευα χτες και δεν είχα καιρό για άρθρο, οπότε εκμεταλλεύομαι το ημερολόγιο για μιαν επανάληψη. Τι εννοώ; Σήμερα είναι της Αγίας Αικατερίνης, γιορτάζουν λοιπόν οι Κατερίνες, οπότε βρίσκω ευκαιρία για να κάνω ένα δώρο, ένα άρθρο δηλαδή αφιερωμένο στο όνομά τους, που έχει και ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον. Βέβαια, πρόκειται για άρθρο που έχει ήδη δημοσιευτεί, δυο φορές μάλιστα, την τελευταία πριν από 5 χρόνια, αλλά με κάποιες αλλαγές, ανάμεσα στ’ άλλα ενσωματώνοντας πράγματα που είχατε πει στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου (τα σχόλια που, πρέπει να πω, μελαγχόλησα διαβάζοντάς τα καθώς πολλά προέρχονταν από φίλους που έχουν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο).

Η Κατερίνα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα γυναικεία ονόματα. Από μια σχετική μελέτη για τα ελληνικά ονόματα, προκύπτει ότι η Κατερίνα είναι το τρίτο συχνότερο γυναικείο όνομα. Φυσικά, το πρώτο συχνότερο όνομα είναι η Μαρία, τουλάχιστον προς το παρόν, γιατί αν κρίνω από τις συμμαθήτριες των παιδιών μου μπορεί σε πενήντα χρόνια να έχει γινει συχνότερο το Φαίδρα ή το Νεφέλη (εντάξει, υπερβάλλω). Όσο για το δεύτερο συχνότερο γυναικείο όνομα, είπα προς στιγμή να το βάλω σε κουίζ, αλλά τελικά είπα να το πάρει το ποτάμι, είναι η Ελένη.

Το επίσημο όνομα είναι, βέβαια, Αικατερίνη, αλλά δεν έχω ακούσει πολλές να τις φωνάζουν έτσι -ήδη και η Κατερίνα έχει τέσσερις συλλαβές, πράγμα που κάτι θειάδες μου στην Αίγινα το θεωρούσαν άτοπο, θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια όμως. Υπήρχε βέβαια η Μεγάλη Αικατερίνη, η τσαρίνα της Ρωσίας, αλλά οι αυτοκράτειρες επιτρέπεται να είναι πεντασύλλαβες (Γιεκατερίνα στα ρώσικα). Έτσι, παρόλο που το Κατερίνα στέκεται και μόνο του μια χαρά και είναι συχνότατο, έχει όμως και άφθονα χαϊδευτικά -παλιότερων εποχών κυρίως, διότι στις νεότερες γενιές υπάρχει γενικά μια αντιπάθεια στα χαϊδευτικά.

Πάντως, υπάρχει, έστω και σπανιότατο, αντρικό όνομα Αικατερίνης, ή τουλάχιστον έτσι είχατε πει στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου. Αν κάποιος έχει περισσότερη εξοικείωση με τα εκκλησιαστικά, ας επιβεβαιώσει.

Να πούμε όμως πρώτα την ετυμολογία του ονόματος, η οποία είναι μάλλον περίπλοκη. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι στην αρχή βρίσκεται το γυναικείο (αμάρτυρο) όνομα *Εκατερίνα/Εκατερίνη, θηλυκό του Εκατερός/Εκάτερος που προέρχεται από την αντωνυμία εκάτερος = ο καθένας από τους δυο. Λίγο περίεργο φαίνεται να προήλθε κύριο όνομα από αντωνυμία, αυτή όμως είναι η πειστικότερη εκδοχή. Δεν φαίνεται πιθανή η πρόελευση από την Εκάτη, ενώ για το όνομα Εκατερός υπάρχουν στέρεες ελληνιστικές μαρτυρίες. Πάντως, το λεξικό Μπαμπινιώτη, που δέχεται την προέλευση αυτή, δίνει μτγν. όνομα ΑικατερίνΗ, ενώ στις πρωτογενείς πηγές εγώ βρίσκω αρχικό τύπο ΑικατερίνΑ -η Αικατερίνη θα μπορούσε να έχει προέλθει από τη γενική: η Αικατερίνα-της Αικατερίνης, απ’ όπου θα μεταπλάστηκε νέα ονομαστική. Άλλωστε, στην εικονογραφία και στα απολυτίκια επικρατεί ο τύπος «Αικατερίνα». (Δυστυχώς, το πρόσφατο Λεξικό Κυρίων Ονομάτων του Μπαμπινιώτη δεν το έχω πρόχειρο, οπότε δεν ξέρω αν λέει κάτι καινούργιο).

Πάντως, από πολύ νωρίς υπήρξε παρετυμολογική σύνδεση με τη λέξη καθαρός, και αυτός είναι ο λόγος του th που εμφανίζεται στην αγγλική και τη γαλλική μορφή του ονόματος (Catherine). Η αγία Αικατερίνη, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση (γιορτάζει επίσης στις 25 Νοεμβρίου), ήταν Αλεξανδρινή, εξαιρετικά μορφωμένη και επειδή κατατρόπωσε στη θεολογική συζήτηση πενήντα εθνικούς σοφούς, ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος διάταξε να πεθάνει με μαρτύρια. Ωστόσο, οι πρώτες διηγήσεις για τον βίο της εμφανίζονται πολλούς αιώνες μετά, και για το λόγο αυτό η Καθολική Εκκλησία την αφαίρεσε το 1969 από τον κατάλογο των αγίων, λόγω της έλλειψης στοιχείων για την ύπαρξή της. Όμως, φαίνεται ότι οι πιέσεις από τις απανταχού του κόσμου Κατερίνες (σε διάφορες βέβαια παραλλαγές ανά τον κόσμο) ήταν μεγάλες κι έτσι την επανέφερε, κατά παραχώρηση, το 2002. Υποστηρίζεται επίσης ότι η Αικατερίνη μπορεί να είναι το χριστιανικό αντίστοιχο της Υπατίας, δηλαδή πλασμένη από τους Χριστιανούς πάνω στο πατρόν της Υπατίας αλλά με το χριστιανικό θρήσκευμα. Πάντως, το όνομά της φέρει η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 98 Σχόλια »

Τα χαλάσαμε, το ‘σκασε, την πάτησα: ποια;

Posted by sarant στο 20 Οκτωβρίου, 2022

Όλοι ξέρουμε τι σημαίνουν οι τρεις εκφράσεις του τίτλου. Τα χαλάσαμε, δηλαδή ενώ είχαμε (ερωτική συνήθως) σχέση, διακόψαμε, χωρίσαμε. Το ‘σκασε, δηλαδή έφυγε τρέχοντας, απομακρύνθηκε, δραπέτευσε. Την πάτησα, δηλαδή έκανα λάθος, έκανα γκάφα, απέτυχα.

Οι τρεις εκφράσεις έχουν κοινά στοιχεία. Καταρχάς, είναι ιδιωματικές και μεταφορικές. (Αυτά τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα: όταν λέμε «τρέχει η βρύση» έχουμε μεταφορά, αλλά όχι ιδιωματικότητα. Όταν λέμε «χαλάω ένα πενηντάρικο», έχουμε μεταφορά. Όταν λέμε «χαλάω τη ζαχαρένια μου» έχουμε ιδιωματική έκφραση). Στην κυριολεξία θα μπορούσαμε να πούμε: τα χαλάσαμε τα πρόχειρα κτίσματα στην αυλή / το έσκασε το μπαλόνι του ο μικρός / την πάτησα την κυρία στο λεωφορείο και της ζήτησα συγγνώμη.

Όμως στις φράσεις του τίτλου δεν έχουμε κυριολεξία και, επιπλέον, δεν προσδιορίζεται «ποια» χαλάσαμε, «ποιο» έσκασε, «ποιαν» πάτησα. Λείπει το αντικείμενο και μένει η αντωνυμία, η κλιτική αντωνυμία όπως τη λένε.

Το σημερινό άρθρο το χρωστάω εδώ και δέκα χρόνια. Τον Ιούνιο του 2012, λίγο πριν από τις εκλογές, ο Νίκος Δήμου έγραψε στη Lifo ένα ωραίο άρθρο με τίτλο «Η άγνωστη θηλυκή ύπαρξη«. Το αναδημοσιεύω, δεν είναι δα και μεγάλο.

Η άγνωστη θηλυκή ύπαρξη

  • Μεγαλώνοντας μαθαίνεις. Πώς το είπε κι ο Σωκράτης (που τελικά στην αναθεώρηση της δίκης του γλίτωσε το κώνειο). «Γηράσκω αεί… κ.λπ.». Έτσι κι εγώ.
  • Μεταξύ αυτών που έμαθα σε μεγάλη ηλικία είναι μερικές εκφράσεις που δεν υπήρχαν στα νιάτα μου. Όλες έχουν ένα κοινό στοιχείο: αναφέρονται σε μια απροσδιόριστη θηλυκή οντότητα που παίζει βασικό ρόλο στη φράση.
  • Παραδείγματα: Μου ΤΗΝ δίνει… ΤΗΝ κάνω… Του ΤΗΝ είπε… Μου ΤΗΝ πέφτει…
  • Ποια είναι αυτή που υποκρύπτεται πίσω από το ΤΗΝ; Ποια δίνει, ποια λέει, ποια κάνει, ποια πέφτει;
  • Η πιο εύκολη ερμηνεία είναι στο θέμα της άποψης. «Του ΤΗΝ λέω» προφανώς σημαίνει τη γνώμη μου. Όμως δεν είναι μόνο γνώμη, γιατί η έκφραση υπονοεί και φραστική επίθεση. «Του ΤΗΝ είπα» σημαίνει «τον έβρισα» ή έστω «τον μάλωσα». Άρα, το ΤΗΝ εδώ δεν αφορά μόνο γνώμη, αλλά επίκριση, κατάκριση.
  • Ως εδώ καλά. Αλλά όταν «ΤΗΝ κάνω», ποια κάνω; Η έκφραση σημαίνει φεύγω. Τι κάνω όταν φεύγω;
  • Και η φίλη που μου έγραψε ότι προχθές κάποιος σιχαμερός τύπος «της ΤΗΝ έπεσε» τι ακριβώς εννοούσε; Διότι αν έγραφε την παλιά έκφραση «μου κόλλησε», θα καταλάβαινα αμέσως. Η φράση είναι σαφής, σχεδόν χειροπιαστή – όπως όταν σου κολλάει ένας εφαψίας στο λεωφορείο. Αλλά της ΤΗΝ έπεσε; Ποια;
  • Και συμπληρώνει: «Μου τη δίνει όταν είναι θρασείς, ενώ καταλαβαίνουν ότι δεν τους πάω!». Να το πάλι το άγνωστον θήλυ. «Της ΤΗ δίνει». Ποια;
  • Ποια είναι αυτή η κυρία ή δεσποινίς, κοπέλα ή γριέντζω, που μπερδεύεται μέσα στα λόγια μας κάθε μέρα και μας ταλαιπωρεί; Και γιατί είναι η γλώσσα τόσο σεξιστική; Δεν θα μπορούσαμε να λέμε: «ΤΟΝ κάνω», «του ΤΟΝ λέω». Με αρσενικό άρθρο οι φράσεις γίνονται σχεδόν άσεμνες. Σίγουρα είναι, στην περίπτωση: «του ΤΟΝ πέφτω».
  • Υπάρχουν και οι παλιότερες παραδοσιακές εκφράσεις. Ποια βάφει κανείς όταν λέει: «την έβαψα»; Και ποιαν πατάει στην έκφραση «την πάτησα»;
  • Η ζωή μας είναι γεμάτη από άγνωστες γυναίκες που τις παίρνουμε κάθε μέρα στο στόμα μας χωρίς να ξέρουμε ποιες είναι. Απ’ ό,τι ξέρω, το φαινόμενο αυτό δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες. Εδώ σας θέλω, σοβαροί μας γλωσσολόγοι (όχι, δεν εννοώ τον Μπαμπινιώτη), να μας λύσετε την απορία.
  • ΥΓ.: Εσείς περιμένατε, δέκα μέρες πριν από τις εκλογές, να γράψω πολιτικά και προεκλογικά. Ε, λοιπόν, σας ΤΗΝ έφερα!

 

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γενικά γλωσσικά | Με ετικέτα: , , , , , | 176 Σχόλια »

Επικός, μια επέκταση σημασίας

Posted by sarant στο 3 Ιουνίου, 2022

Σύμφωνα με το λεξικό, επικός είναι αυτός που αναφέρεται στο έπος (επικός ποιητής, ας πούμε) ή αυτό το έργο τέχνης που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρεπές ύφος, υψηλά νοήματα ή/και μεγάλη έκταση, ή μια πράξη που χαρακτηρίζεται από ηρωισμό, που αξίζει να εξυμνηθεί.

Αυτά που έγραψα πιο πάνω είναι σύνθεση από τους ορισμούς του ΛΚΝ και του Λεξικού Μπαμπινιώτη, αλλά και το νεότερο ΜΗΛΝΕΓ ή το Χρηστικό Λεξικό δεν διαφοροποιούνται.

Ωστόσο, τις προάλλες διάβασα τον τίτλο άρθρου από κάποιο κουτσομπολίστικο σάιτ: Επικός διάλογος ανάμεσα σε Καινούργιου και Αλεξανδρή. Και γκουγκλίζοντας λίγο, πάντα με πρόσφατα παραδείγματα: Επικός Λάκης Γαβαλάς: Δεν χρειαζόταν να περάσω τέτοια τιμωρία και βία από το ελληνικό κράτος. Λίβερπουλ: Επικός Τσιμίκας τρόλαρε τους συμπαίκτες του. Επικός καβγάς της Χ με την Ψ. Επικός Αντετοκούνμπο: Πώς σχολίασε ένα τσουχτερό δείπνο στο Λος Άντζελες. Αν περιηγηθείτε τα βιντεάκια στο Γιουτούμπ, θα βρείτε αμέτρητα «επικά» παραδείγματα.

Ασφαλώς ο διάλογος της τάδε σελέμπριτης με τον τάδε ή το σχόλιο του Αντετοκούνμπο για τον τσουχτερό λογαριασμό στο εστιατόριο δεν αναφέρονται φυσικά στα έπη, αλλά ούτε και χαρακτηρίζονται από ηρωισμό. Θα έλεγα ότι έχουμε λοιπόν μιαν επέκταση σημασίας, έστω κι αν κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο ορισμός «πράξη που αξίζει να εξυμνηθεί» θα μπορούσε, με το κατάλληλο τέντωμα βέβαια, να καλύψει και την τοποθέτηση του Λάκη Γαβαλά για την άδικη τιμωρία του.

Στα αρχαία ελληνικά, έπος ήταν ο λόγος, η ομιλία, αλλά και η λέξη. Ήταν τα λόγια σε αντίθεση με τις πράξεις, με το έργο, μιαν αντίστιξη που τη βρίσκουμε πολλές φορές στα αρχαία κείμενα, ανάμεσά τους και στην παγιωμένη έκφραση «αμ’ έπος αμ’ έργον», το’πε και το’κανε δηλαδή. Θυμόμαστε ίσως το ομηρικό «ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων», ποιος λόγος δηλαδή ξέφυγε από τον φράχτη των δοντιών σου, όπως και την έκφραση «έπεα πτερόεντα», λόγια που πετάνε, χωρίς δηλαδή μεγάλη βαρύτητα. Τα «έπεα» (ή έπη) στον πληθυντικό δήλωναν επίσης την επική ποίηση ως είδος (σε αντιδιαστολή προς τα «μέλη»). Αρχαία λέξη είναι και ο επικός, με τη σημασία του σχετικού με την επική ποίηση, με τα έπη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Διαδίκτυο, Ιστορίες λέξεων | Με ετικέτα: , , , , , , | 85 Σχόλια »

Πουτινάκια

Posted by sarant στο 13 Απριλίου, 2022

Από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, η συχνότητα χρήσης της λέξης του τίτλου μας αυξήθηκε κατακόρυφα, τουλάχιστον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο όρος δεν είναι βέβαια γέννημα του πολέμου, υπήρχε από αρκετά χρόνια νωρίτερα· αν πάλι αναρωτιέστε τι σχέση έχει το πιάτο που βλέπετε στην εικόνα, θα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή.

Πουτινάκια λοιπόν αποκαλούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκείνοι που υποστηρίζουν τις θέσεις της Ρωσίας, είτε γενικά είτε ειδικά για τον πόλεμο. Παρατηρώ βέβαια ότι η χρήση του όρου έχει διευρυνθεί ανεξέλεγκτα και χρησιμοποιείται επίσης για οποιονδήποτε δεν αποδέχεται ανεπιφύλακτα τη νατοϊκή αφήγηση -για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον πριν από καμιά εικοσαριά μέρες για την αντιπολεμική συναυλία, τόσο για τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν, όσο και για τους θεατές που την παρακολούθησαν.

Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η δημοτικότητα του χλευαστικού αυτού όρου ασφαλώς οφείλεται στη λογοπαικτική σύνδεση με τα πουτανάκια (να μη βάλω αστεράκια τώρα, μεγάλα παιδιά είμαστε), ιδίως αφού έχει και τη σημασία «άβουλο όργανο» αλλά και «πληρωμένο όργανο».

Εμείς εδώ λεξιλογούμε, θα πείτε. Να δούμε λοιπόν καταρχάς αν έχει κάποια ετυμολογική βάση η λογοπαικτική συσχέτιση.

Δεν έχει. Παρόλο που δεν είναι απολύτως σαφής η ετυμολογία του οικογενειακού ονόματος Πούτιν, η επικρατέστερη θεωρία φαίνεται να το συνδέει με τη ρωσική λέξη πουτ (путь) που σημαίνει «δρόμος» -μάλιστα, στη γαλλική Βικιπαίδεια «μεταφράζουν» στα γαλλικά το όνομα Πούτιν ως Duchemin (chemin ο δρόμος). Η ιταλική λέξη puttana, πάλι (ίσως χρωστάμε άρθρο) ανάγεται στο λατινικό putidus (σάπιος, βρομερός), άρα δεν υπάρχει σχέση, όπως και δεν θα περιμέναμε να έχει σχέση ένα σλάβικο όνομα με μια λατινική ρίζα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθυροστομίες, Νεολογισμοί, Ονόματα, Πολεμικά | Με ετικέτα: , , , , | 133 Σχόλια »

Ποιος είναι μπούμερ;

Posted by sarant στο 22 Ιουλίου, 2021

Είδαμε χτες πώς ο αρθρογράφος Πάσχος Μανδραβέλης, θέλοντας να αστειευτεί με μια διαφήμιση που είδε στον ιστότοπο της Αυγής, κατάφερε να γίνει ρεζίλι στο Τουίτερ επειδή έδειξε την άγνοιά του για το πώς λειτουργεί αυτό το είδος διαδικτυακών διαφημίσεων.

Ανάμεσα στους πολλούς χαρακτηρισμούς που εκτόξευσαν διάφοροι χρήστες κατά του Π. Μανδραβέλη, ο συχνότερος ήταν «μπούμερ», π.χ. «Eίσαι ο ορισμός του μπούμερ» ή «Επιμένει ο μπούμερ. Κατέβασε το AdBlock και σταμάτα να ξεφτιλίζεσαι» ή «Μάθε κι εσύ και ο άλλος ο μπούμερ πώς δουλεύουν τα Google Ads που μου θες να φέρεις και επενδύσεις» (αυτό απευθυνόταν στον υπουργό Άνευ Ανάπτυξης κ. Άδωνη Γεωργιάδη, ο οποίος επιδοκίμασε το τουίτ-γκάφα του Π.Μ. χαρακτηρίζοντάς το «κορυφαίο» και χωρίς να εννοεί «κορυφαία γκάφα»).

Σκεφτόμουν από πριν να αφιερώσω άρθρο στη λέξη αυτή, οπότε τώρα που βρήκα αφορμή περνάω στην πράξη. Μπούμερ λοιπόν είναι μειωτικός χαρακτηρισμός από νεότερο χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προς πιο ηλικιωμένο. Η φράση φυσικά έχει περάσει και στην πραγματική ζωή. Έχω ακούσει παράπονα πολλών ηλεφίλων που έχουν παιδιά στην εφηβεία ή την πρώτη μετεφηβεία, ότι τα παιδιά τους συνηθίζουν να κλείνουν τους διαξιφισμούς μαζί τους με τη φράση «Οκέι, μπούμερ» (για την οποία θα πούμε πιο κάτω) ή να τους αποκαλούν «μπούμερ».

Μπούμερ είναι ο αγγλοσαξονιστί boomer, baby-boomer που θα τον έλεγε ο κ. Μπαμπινιώτης. Εν αρχή λοιπόν ην το baby boom, η εκρηκτική αυξηση των γεννήσεων στον δυτικό κόσμο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, που, όσον αφορά τις ΗΠΑ, μπορείτε να τη δείτε σε αυτό το διάγραμμα.

Σε ανύποπτο χρόνο, όταν είχε χρειαστεί να αποδώσω το baby boom το είχα πει «πληθυσμιακή έκρηξη» και το baby boomer «γενιά της πληθυσμιακής έκρηξης». Βέβαια τέτοιες αποδόσεις ταιριάζουν σε πιο επίσημα κείμενα -στον δημοσιογραφικό λόγο πολύ συχνά βλέπουμε τον ξένο όρο αμετάφραστο («μπέιμπι μπούμερ») ή και αμετάγραπτο (baby boomer).

Ποιοι είναι οι μπέιμπι μπούμερ; Έχω δει να χαρακτηρίζονται έτσι οι γεννημένοι από το 1946 έως το 1950, αλλά αυτός ο ορισμός είναι υπερβολικά στενός. Η διεθνής συναίνεση πλαταίνει πολύ περισσότερο τον όρο, αφού δέχεται ότι μπέιμπι μπούμερ είναι οι γεννημένοι από το 1946 έως το 1964 (η ελληνική Βικιπαίδεια περιέργως δέχεται το 1946-1962). Βέβαια, μετά το 1960 οι γεννήσεις, αν δείτε το παραπάνω διάγραμμα, είχαν πέσει αισθητά, αλλά οι περισσότεροι μελετητές δέχονται το διάστημα 1946-64 για την οριοθέτηση της γενιάς.

Στην Ελλάδα, έχουμε τον όρο «Γενιά του Πολυτεχνείου» ο οποίος περίπου ταυτίζεται με τους μπέιμπι μπούμερ. Ο Σαββόπουλος έχει τραγουδήσει «εμείς, του 60 οι εκδρομείς», παρόλο που, αν το δούμε αυστηρά, ο ίδιος οριακά δεν είναι μπέιμπι μπούμερ αφού γεννήθηκε το 1944. Ο Πάσχος Μανδραβέλης, γεννημένος το 1963, οριακά είναι, τουλάχιστον σύμφωνα με τον διεθνή ορισμό. Κι εγώ είμαι, και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό.

Πώς φτάσαμε από τους μπέιμπι μπούμερ στους μπούμερ; Αφενός και βεβαίως με συντόμευση του όρου, αλλά για τη δημοτικότητα του όρου «μπούμερ» καθοριστικό ρόλο έπαιξε η παγκοσμίως διάσημη φράση Ok, boomer, που υπήρχε μεν από πιο παλιά, αλλά έγινε ακαριαία γνωστή στα πέρατα του κόσμου όταν χρησιμοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2019 σε ένα βίντεο στο Τικ Τοκ.

Θα το μεταφράζαμε «Εντάξει, μπάρμπα», και υπονοεί ότι ο μπούμερ δεν μπορεί να καταλάβει επειδη ανήκει σε μια άλλη, παλιότερη γενιά. Ειδικότερα, χρησιμοποιείται για να υπονοήσει ότι ο μπούμερ είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως σε σχέση με τις προόδους της τεχνολογίας ή ότι είναι τεχνοφοβικός, ότι είναι συντηρητικός, ότι έχει παρωχημένες αντιλήψεις ή ακόμα ότι έζησε σε μια περίοδο πολύ πιο εύκολη. Μια άποψη ή πράξη που θεωρείται τυπική για έναν μπούμερ λέγεται «μπουμεριά».

Πάντως, η φράση δεν έχει αποκλειστικό στόχο τους μπέιμπι μπούμερς, τους γεννηθέντες την περίοδο 1946-1964. Στη Βουλή της Νέας Ζηλανδίας τη χρησιμοποίησε μια βουλεύτρια γεννημένη το 1994 προς έναν βουλευτή γεννημένο το 1968. Και έχω δει να χρησιμοποιείται και προς νεότερους, όπως είπα πιο πάνω. Άλλωστε, θα θυμάστε πως όταν πηγαίναμε στο γυμνάσιο-λύκειο οι καθηγητές μας μάς φαίνονταν πολύ γέροι ενώ πολλοί ήταν απλώς σαραντάρηδες ή και νεότεροι.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Διεθνείς λέξεις, Ιστορίες λέξεων, Νεολογισμοί, μέσα κοινωνικής δικτύωσης | Με ετικέτα: , , , , , | 158 Σχόλια »

Τσιμπήστε και τσιμπηθείτε

Posted by sarant στο 30 Ιουνίου, 2021

Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε, λέει το Ευαγγέλιο, αλλά το τελευταίο διάγγελμα του πρωθυπουργού μας σε άλλη συμβουλή κατέληγε, σε παραίνεση: τσιμπήστε και τσιμπηθείτε ή τσιμπηθείτε για να τσιμπήσετε -ή, για να το μεταφέρω όπως γράφτηκε: Καλώ τα κορίτσια μας και τα αγόρια μας να τσιμπήσουν την ευκαιρία και να τσιμπηθούν με ένα εμβόλιο.

Συνήθως βέβαια τα κορίτσια και τα αγόρια δεν τσιμπιούνται με ένα εμβόλιο, αλλά μεταξύ τους, όμως το λογοπαίγνιο του πρωθυπουργικού λογογράφου, ο οποίος θέλησε με τον τρόπο αυτό να δώσει ένα νεανικό ύφος στις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις, μας δίνει την ευκαιρία να λεξιλογήσουμε πάνω στις πολλές σημασίες του ρήματος αυτού, που θα του αφιερώσουμε το σημερινό άρθρο.

Το ρήμα «τσιμπάω» (ή τσιμπώ, αν προτιμάτε) είναι μεσαιωνικό. Σύμφωνα με τα ετυμολογικά λεξικά, προήλθε από το… κουνούπι. Το κουνούπι φυσικά τσιμπάει και το κουνούπι στα αρχαία ελληνικά λεγόταν «εμπίς», από την πρόθεση «εν» και το θέμα του ρήματος «πίνω». Οι ετυμολόγοι υποθέτουν έναν αμάρτυρο τύπο εξεμπίζω, που εξελίχθηκε σε *τσιμπίζω (επίσης αμάρτυρο) το οποίο από τον αόριστο θα έδωσε καινούργιο ενεστώτα. Έχει κάμποσους ελλείποντες (αμάρτυρους δηλαδή) κρίκους η εξήγηση αυτή αλλά νομίζω πως είναι γενικώς αποδεκτή.

Πάντως, τη λέξη τη βρίσκουμε στα μεσαιωνικά κείμενα, ακριβέστερα σε κείμενα των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου. Στον αγαπημένο μου Πωρικολόγο, ο βασιλιάς Κυδώνιος καταριέται τη Στάφυλο να τσαλαπατιέται και να δίνει κρασί και όσοι το πίνουν να κυλιούνται στις λάσπες και να κοιμούνται στο δρόμο «καὶ οἱ ὄρνιθες τοὺς τσιμπήσουν καὶ τοῦτοι νὰ μηδὲν γνώθουν».

Την ίδια πάνω κάτω περίοδο, στον Σπανό βρίσκουμε «ίνα τσιμπούν οι κουρούνες τας σάρκας σου», ενώ στον Μαρίνο Φαλιέρο: «Μὰ αὐτά σου τὰ δακάματα καὶ τὰ τσιμπήματά σου / μὲ κάμνουσιν, ἀλίμονο, νὰ φεύγω ἀπὸ κοντά σου».

Στην αρχή λοιπόν έχουμε την κυριολεξία, όταν κάτι αιχμηρό και λεπτό τρυπάει το δέρμα μας. Μπορεί να είναι το κεντρί της μέλισσας ή της σφήκας, μπορεί να είναι το δάγκωμα από κουνούπι, μύγα ή άλλο έντομο, μπορεί όμως να είναι και το αγκάθι ενός λουλουδιού ή ενός θάμνου ή μια βελόνα ή καρφίτσα ή ακόμα και τα αξύριστα γένια που μας τσιμπάνε στην επαφή. Η βελόνα της σύριγγας του εμβολίου σε αυτήν την κατηγορία τσιμπήματος ανήκει.

Μετά, έχουμε το τσίμπημα που το προκαλούμε σφίγγοντας και πιέζοντας το δέρμα με τον αντίχειρα και ένα άλλο δάχτυλο, συνήθως τον δείκτη, είτε οδυνηρά είτε θωπευτικά. Καμιά φορά τσιμπάμε κάποιον για να τον αφυπνίσουμε ή όταν ειναι αφηρημένος -και μια συνηθισμένη φράση για κάποιον που ζει κάτι πολυπόθητο είναι να πει «Τσίμπα με, μήπως ονειρεύομαι».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Νεολαία, Πανδημικά | Με ετικέτα: , , , | 204 Σχόλια »

Φρασεολογικά του ποδοσφαίρου

Posted by sarant στο 14 Ιουνίου, 2021

Μια και ξεκίνησε προχτές το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, δεν βλάφτει να βάλουμε ένα άρθρο ποδοσφαιρικού περιεχομένου. Θα μπορούσα να βάλω κάτι με προγνωστικά (το έχουμε ξανακάνει άλλωστε) ή με στοίχημα, αλλά, αν κρίνω από τον εαυτό μου, το ενδιαφέρον μου δεν είναι τόσο μεγάλο. Λείπει και η συμμετοχή της εθνικής ομάδας μας, είναι και ο κορονοϊός στη μέση.

Το φετινό τουρνουά είναι έτσι κι αλλιώς αξιοπερίεργο. Διοργανωνεται, για πρώτη φορά, σε 11 12 (νομίζω) χώρες, μια πρωτοτυπία που ήταν προγραμματισμένη εξαρχής. Κι έπειτα, ενώ είναι το EURO2020, διεξάγεται το 2021, αφού η κορόνα άφησε το στίγμα της κι εδώ. Το ίδιο αλλωστε θα γίνει και με τους Ολυμπιακούς αγώνες. Σε καμιά πενηνταριά χρόνια, να μου το θυμηθείτε, θα γίνονται ωραίες ερωτήσεις σε τρίβια για τις ετεροχρονισμένες αυτές διοργανώσεις.

Αφού η Ελλάδα δεν παίζει στο Γιούρο, εγώ θα υποστηρίζω γείτονες. Τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Βόρεια Μακεδονία δηλαδή. Θεωρώ φαβορί τη Γαλλία. Στα σχόλιά σας θα μας πείτε κι εσείς, αν θέλετε, τι προβλέπετε ή τι θα υποστηρίξετε.

Αλλά εμείς εδώ λεξιλογούμε. Και πριν περάσουμε στα φρασεολογικά, να δούμε την ετυμολογία της λέξης.

Προφανώς πρόκειται για μεταφραστικό δάνειο, μεταφορά του αγγλικού football. Βέβαια, το τι λένε football διάφοροι αγγλόφωνοι λαοί είναι θέμα για ξεχωριστό άρθρο, οπότε δεν θα μας απασχολήσει σήμερα. Θυμίζω πάντως ότι ο φίλος μας ο ΣΠ έχει γράψει άρθρο για το «ποδόσφαιρο που παίζεται με τα χέρια«.

Χάρη στον Στέφανο Κουμανούδη και την πολύτιμη Συναγωγή του των νέων λέξεων, γνωρίζουμε με αρκετήν ακρίβεια πότε και πώς μπήκε η λέξη στη γλώσσα μας. Ο Κουμανούδης έχει στο λεξικό του το λήμμα: ποδόσφαιρα, η. Και γράφει: ποδόσφαιρα, η: όνομα παιγνίου. Ακρόπολις 7.7.1891 και Ημίφυλ. Ακρ. 5.2.1897. Το αυτό και ποδόσφαιρον. Αγγλιστί Football, εν Άστει 8.2.1895 και Πρωία 15.1.1897. Καταγράφει επίσης το λήμμα «ποδοσφαιρισμός» (17.3.1896) και το «ποδοσφαιρισταί» (24.1.1896). Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in ποδόσφαιρο, Αθλήματα, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 182 Σχόλια »

Μπιτς, απαγορευμένη λέξη

Posted by sarant στο 14 Απριλίου, 2021

Η μικρή γαλλική πόλη της Bitche κέρδισε παγκόσμια διασημότητα χτες, όταν στα μίντια όλου του κόσμου (παράδειγμα από τη Γκάρντιαν) δημοσιεύτηκε ένα αστείο ειδησάκι: το Φέισμπουκ κατάργησε τη σελίδα της πόλης στο Φέισμπουκ, που είχε τίτλο Ville de Bitche, επειδή ο αλγόριθμος θεώρησε υβριστικό τον τίτλο της σελίδας αφού στα αγγλικά bitch είναι βαριά βρισιά. Life is a Βitche είναι ο έξυπνος τίτλος του άρθρου της Γκάρντιαν που παίζει με την παροιμία Life is a bitch.

Για να είμαι ακριβέστερος, η σελίδα δεν καταργήθηκε χτες αλλά στις 19 Μαρτίου. Χτες, δηλαδή 25 μέρες αργότερα, το Φέισμπουκ εδέησε να επαναφέρει τη σελίδα, ο επικεφαλής του γαλλικού Φέισμπουκ ζήτησε συγγνώμη από τις αρχές της πόλης, και ο δήμαρχος εξέδωσε ανακοίνωση που μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ αν έχετε λογαριασμό στο FB (αν δεν ξέρετε γαλλικά, το ΦΒ τη μεταφράζει -όχι τέλεια, αλλά κάποιο νόημα βγαίνει). Mάλιστα, ο κ. δήμαρχος κάλεσε τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ ή όπως αλλιώς προφέρεται, τον ιδιοκτήτη του ιντερνετικού κολοσσού, να επισκεφτεί την «όμορφη, οχυρή πόλη μας».

Χωρίς να θέλω να το παινευτώ, εγώ τη Μπιτς (δηλαδή τη Bitche) την ήξερα και είχα προσέξει την ομοιότητα με την πασίγνωστη αγγλική βρισιά. Η Μπιτς, βλέπετε, ανήκει στην περιοχή που μου αρέσει να ονομάζω Λοθαριγγία, την ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει και το Λουξεμβούργο, όπως και το γερμανικό Σάαρ και η περισσότερη Λωραίνη της Γαλλίας, μια περιοχή όπου ανακατεύονται οι γερμανικές και οι γαλλικές επιδράσεις, γλωσσικές και άλλες. Βρίσκεται στη βορειοανατολική Γαλλία, πολύ κοντά στα γερμανικά σύνορα. Για να την επισκεφτώ από το Λουξεμβούργο (όπως και όλα τα άλλα μέρη που βρίσκονται εκεί κοντά) θέλω κάτι λιγότερο από 2 ώρες, αλλά ο δρόμος διασχίζει το γερμανικό Σάαρ και μόνο προς το τέλος μπαίνει στη Γαλλία. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής που (παρά την τεράστια απόσταση) δουλεύουν καθημερινά στο Λουξεμβούργο είχαν μεγάλο πρόβλημα πριν από λίγο καιρό όταν η Γερμανία έκλεισε τα σύνορα στον χτυπημένο από την πανδημία γαλλικό νομό του Μοζέλα (όπου ανήκει και η Μπιτς) με αποτέλεσμα να έρχονται στο Λουξεμβούργο μέσω Γαλλίας, διαδρομή που παίρνει περισσότερη ώρα κι έχει και διόδια.

Είχα πάει πέρυσι στη Μπιτς. Το βασικό της αξιοθέατο είναι το φρούριό της, εν είδει ακρόπολης, που δεσπόζει πάνω στην πόλη, όπως βλέπετε και στην πιο πάνω φωτογραφία. Εμένα μου αρέσουν πολύ τα φρούρια και οι οχυρώσεις, οι επάλξεις και τα κάστρα, οπότε πέρασα αρκετή ώρα εκεί πάνω κι έβγαλα πολλές φωτογραφίες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γαλλία, Ευτράπελα, Λογοκρισία, Πρόσφατη ιστορία, Ταξιδιωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 244 Σχόλια »

Βάζουν ακόμα μαναφούκια;

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2021

Στο προχτεσινό μας άρθρο είχαμε δει δυο γράμματα κλεφταρματολών προς τις αρχές της Λευκάδας. Σε ένα από αυτά, ο Γιάννης Παραβόλας γράφει: «σας περικαλώ να μην ακούετε τα μονοφίκικα ψέματα». Ο Σπ. Ασδραχάς που εξέδωσε την επιστολή διορθώνει σε «μονοφιλίκικα», λέξη που την εξηγεί ότι σημαίνει «μεροληπτικά».

Είχα γράψει ότι κατά τη γνώμη μου η διόρθωση είναι λάθος. Λέξη «μονοφιλίκικα» δεν νομίζω να υπάρχει. Όμως τύπος «μονοφίκικα» μπορεί να υπάρχει. Θα πρόκειται για παράλληλο τύπο του «μαναφούκικα» δηλ. συκοφαντικά. Μαναφούκι (από τουρκ. münafik) είναι η συκοφαντία, η διαβολή. Συνήθως στον πληθυντικό, «βάζω μαναφούκια» θα πει συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον.

Αυτά είχα γράψει προχτές. Μια φίλη του ιστολογίου μού έστειλε χτες μέιλ όπου μου λέει ότι τη λέξη μαναφούκια την έλεγε η γιαγιά της και μου ζητάει περισσότερες λεπτομέρειες διότι, όπως λέει, στο slang.gr δίνεται όχι τουρκική αλλά λατινική ετυμολογία. Της έγραψα μερικά πράγματα αλλά ύστερα σκέφτηκα, στο πνεύμα εξοικονόμησης πόρων που πρέπει να μας διακρίνει αυτή τη δύσκολη για την οικονομία μας περίοδο, να αναβαθμίσω την απάντηση προς τη φίλη μας σε άρθρο (ή έστω σε αρθράκι) ελπίζοντας οτι δεν θα το βρείτε (πολύ) βαρετό.

Λοιπόν, μαναφούκια είναι οι ραδιουργίες, οι συκοφαντίες, οι διαβολές. Η λέξη αυτή, που κανένα γενικό λεξικό δεν την έχει καταγράψει, συνηθως εμφανίζεται στον πληθυντικό και πολύ συχνά συντάσσεται με το ρήμα «βάζω». Βάζω μαναφούκια σημαίνει «διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον». Τη λέξη την έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται» αλλά εδώ θα πω περισσότερα.

Το slang.gr καταγράφει τη λέξη αλλά την ετυμολογεί ευφάνταστα: από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Ωραίο σαν ιστορία αλλά δεν ισχύει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Ετυμολογικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 93 Σχόλια »

Πλατφόρμες

Posted by sarant στο 31 Μαρτίου, 2021

Το σημερινό άρθρο είναι εν μέρει επανάληψη ενός παλιότερου αλλά δεν το κάνω μόνο ή κυρίως για να απαλλαγώ από τον κόπο της σύνταξης ενός εκτενούς και εντελώς νέου άρθρου.

Βλέπετε, το ιστολόγιο έχει βασική αποστολή να παρακολουθεί τις λέξεις της επικαιρότητας, και η λέξη «πλατφόρμα» αναμφίβολα εχει βρεθεί τις τελευταίες μέρες (όχι για πρώτη φορά) στην επικαιρότητα. Πράγματι, όπως δήλωσε πριν από λίγες μέρες ο υπουργός κ. Πιερρακάκης αναφερόμενος στα αυτοτέστ (μια και χτες πρότεινα αυτόν τον όρο, λέω να συνεχισω να τον χρησιμοποιώ):

«Εκ των πραγμάτων θα πρέπει να υπάρξει μια πλατφόρμα κυρίως για στατιστικούς λόγους, να υπάρχει μια πρώτη καταγραφή και για να έχει μια εικόνα ο ΕΟΔΥ για τους πολίτες που έκαναν το τεστ. Επιπλέον, θα υπάρξει μια πλατφόρμα για να δηλώνονται όσοι έχουν θετικό αποτέλεσμα, εφόσον το επιθυμούν. Δε θα είναι απολύτως ισοδύναμο με το να πάει ο πολίτης σε ένα διαγνωστικό κέντρο ή να καταγραφεί κεντρικά στο μητρώο Covid, αλλά θα είναι χρήσιμο».

Αλλά και για τους εμβολιασμούς χτες ανακοινώθηκε ότι «Στις 2 Απριλίου ανοίγει η πλατφόρμα emvolio.gov.gr για τις ηλικίες 65 έως 69» ενώ παρόμοιες ανακοινώσεις είχαν γινει τις προηγούμενες μέρες για άλλες ηλικιακές ομάδες. Εδώ η πλατφόρμα χρησιμοποιείται με τη σημασία ενός αυτοτελούς ιστότοπου που εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία.

Όμως, πριν από λίγο καιρό είχαμε ακούσει τον όρο «πλατφόρμες» να χρησιμοποιείται με κάπως διαφορετική σημασία, αλλά πάλι σε σχέση με το Διαδίκτυο. Και πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες «οι επικεφαλής του Facebook, της Google και του Twitter ερωτήθηκαν από κοινοβουλευτικούς των ΗΠΑ εάν οι πλατφόρμες τους έχουν κάποιο μέρος της ευθύνης για τα επεισόδια». Πράγματι, συνηθίζεται να λέμε για τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εννοώντας το Φέισμπουκ ή το Ίνσταγκραμ ή κάποιο άλλο από αυτά τα μέσα.

Βλέπετε η λέξη «πλατφόρμα» έχει προσλάβει πάμπολλες σημασίες -μία από τις οποίες είναι και αυτή που εμφανίζεται στην εικόνα που συνοδεύει το άρθρο μας. Οπότε, ας λεξιλογήσουμε γι’ αυτόν τον πολυσήμαντο, πρωτεϊκό σχεδόν, όρο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αντιδάνεια, Επικαιρότητα, Ιστορίες λέξεων, Πανδημικά, Πολιτική, μέσα κοινωνικής δικτύωσης | Με ετικέτα: , , , , | 155 Σχόλια »