Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘slang.gr’

Η σκόνη από την Αφρική

Posted by sarant στο 25 Απριλίου, 2024

Πριν από εκατό ακριβώς χρόνια, τον Απρίλιο του 1924, ο δημοσιογράφος και μαχητικός δημοτικιστής Δημήτρης Ταγκόπουλος, ο εκδότης του Νουμά, έγραψε στο Έθνος ένα χρονογράφημα εναντίον  του Καβάφη, στο οποίο κατέληγε «Ο Καβαφισμός έχει κι εδώ, στην πόλη μας, μερικούς οπαδούς του. Δε μου κάμνει εντύπωση αυτό, αφού τόσες επιδημίες μας έρχονται, κα­τευθείαν από την Αίγυπτο». Αν σας κίνησα την  περιέργεια γι’ αυτό το μικροφιλολογικό επεισόδιο, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο που είχαμε γράψει παλιότερα.

Σκέφτομαι πως αν ο Ταγκόπουλος έγραφε σήμερα, μπορεί στην  κατακλείδα του χρονογραφήματος να πρόσθετε και τη  σκόνη στα δεινά που μας έρχονται, αν όχι από την Αίγυπτο πάντως  από την Αφρική.

Τη σκόνη, που κάνει πορτοκαλί τον παροιμιωδώς καταγάλανο ουρανό  μας, λες και βλέπουμε καμιά μεταποκαλυψιακή ταινία,  που προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα, που λερώνει αυτοκίνητα, ρούχα και ανθρώπους.

Να πω ότι το προχτεσινό επεισόδιο σκόνης, που τελείωσε χτες το απόγευμα, το έχασα διότι βρέθηκα στην  Εσπερία. Σκόνη αφρικανική φτάνει κι εδώ, και στην κορυφή των Άλπεων βρήκαν, αλλά τούτη τη φορά δεν  είχαμε. Βρισκόμουν όμως στην  Ελλάδα όταν  είχαμε το προηγούμενο κύμα αφρικανικής  σκόνης,  στις αρχές του μήνα. Μάλιστα, στη γειτονιά μου στο Φάληρο έκανε επιπλέον έργα ο ΔΕΔΔΗΕ επί πολλές μέρες, κι έτσι είχαμε κοκτέιλ, αφρικανική και φαληρική σκόνη χαρμάνι.

Αλλά βέβαια εμείς εδώ λεξιλογούμε, οπότε σήμερα θα μιλήσουμε για τη σκόνη [ακούγομαι σαν διαφήμιση  ηλεκτρικής σκούπας] από λεξιλογική άποψη.

Η σκόνη που μας έκανε δύσκολη τη  ζωή  προχτές ήταν αφρικανική, αλλά η σκόνη ως λέξη είναι  ελληνική. Σήμερα λέμε «σκόνη», αλλά οι αρχαίοι έλεγαν κόνις, με γενική κόνιος στην αττική διάλεκτο και κόνεως όπως επικράτησε. Είναι λέξη ομηρική. Στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας, οι Αχαιοί, φοβούμενοι πως χωρίς τον  Αχιλλέα δεν θα τα καταφέρουν,  πηγαίνουν  πρεσβεία να τον πείσουν να επιστρέψει στον πόλεμο. Εκείνος αρχικά αρνείται, λέγοντας πως δεν θα αλλάξει γνώμη «εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε», ακόμα κι αν μου δώσει ο Αγαμέμνονας τόσα δώρα όσα η άμμος και η  σκόνη -βλέπουμε δηλαδή ότι χρησιμοποιόταν η λέξη και να δήλωση αμέτρητου πλήθους, πλάι στην άμμο.

Στα αρχαία,  η λέξη «κόνις» χρησιμοποιείται επίσης κάποιες φορές για να δηλώσει τη στάχτη. Ετυμολογικά, άλλωστε, συνδέεται με το λατινικό cinis, που σημαίνει ακριβώς τη  στάχτη (cenere στα ιταλικά). Αντίθετα, δεν συνδέεται με το κονίς, που είναι η κόνιδα που λέμε σήμερα. Οι αρχαίοι γραμματικοί ήξεραν τη διαφορά: κονίς  το επί της κεφαλής, κόνις δε το χώμα.

Η κόνις  έγινε  σκόνη με  την ανάπτυξη προθεματικού σ- (όπως ο βώλος έγινε  σβώλος και η βουνιά σβουνιά, από τη συμπροφορά με το άρθρο τις, ας  πούμε).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Αφρική, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Καβαφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 149 Σχόλια »

Μπαζώματα

Posted by sarant στο 28 Μαρτίου, 2024

Η λέξη «μπάζωμα» βρίσκεται εδώ και μέρες στην επικαιρότητα,  καθώς έχει έρθει σε πρώτο πλάνο το φονικό δυστύχημα  των  Τεμπών, κι έτσι μάλλον θα ξέρετε για ποιο μπάζωμα  λέμε.

Οι συγγενείς των θυμάτων αρχικά και η αντιπολίτευση στη συνέχεια κατηγορούν την κυβέρνηση για το αδικαιολόγητα εσπευσμένο μπάζωμα του χώρου του δυστυχήματος, την επόμενη ή τη  μεθεπόμενη  κιόλας  μέρα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται εξαιρετικά η διερεύνηση των όσων συνέβησαν τη μοιραία νύχτα, καθώς τα ίχνη έχουν καταστραφεί.

Όπως γράφει εμπειρογνώμονας των οικογενειών,  «Με δεδομένο όμως πως ο χώρος έχει ανεπανόρθωτα αλλοιωθεί από το μπάζωμα, είναι αμφίβολο αν τελικά θα δοθούν απαντήσεις στους συγγενείς των θυμάτων».

Οι εξηγήσεις κυβερνητικών στελεχών  για τους λόγους  που υπαγόρευσαν το βιαστικό μπάζωμα δεν ακούγονται πολύ πειστικές, μεταξύ άλλων  επειδή κατά καιρούς έχουν προβληθεί πολλές και διάφορες δικαιολογίες. Σε τέτοιο κλίμα ένοχης υπεκφυγής, αναμενόμενο είναι να φουντώνουν οι φήμες.

Χτες στη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης έκανε ένα άτοπο λογοπαίγνιο, όταν είπε ότι όσοι πολιτικοί κάνουν λόγο για  το μπάζωμα είναι για  τα μπάζα. Θα  έπρεπε ένας εξωκοινοβουλευτικός υπουργός να δείχνει μεγαλύτερο σεβασμό προς την αντιπροσωπεία στην οποία απέτυχε να εκλεγεί, αλλά ίσως η οξύτητα να είναι ο μόνος τρόπος άμυνας.

Εμείς όμως εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα πούμε δυο λόγια για το μπάζωμα και για τα μπάζα, ελπίζοντας η ανάλυση που θα κάνουμε για τα μπάζα να μην είναι για τα μπάζα.

Τα μπάζα είναι λέξη που εμφανίζεται κυρίως στον πληθυντικό, και εύλογα, αφού είναι «γενική ονομασία για άχρηστα υλικά (χώμα, πέτρες, τούβλα, ξύλα) που προέρχονται ιδίως από κατεδάφιση οικοδομής» (λέει το ΛΚΝ),  που δίνει και την παραδειγματική φράση «Aπαγορεύεται η ρίψη μπάζων», από την οποία βλέπουμε ότι η γενική δεν  κατεβάζει  τον  τόνο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Αντιδάνεια, Επικαιρότητα, Ετυμολογικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 124 Σχόλια »

Λέξεις για Όσκαρ (μια συνεργασία του Θόδωρου Α. Πέππα)

Posted by sarant στο 6 Μαρτίου, 2024

Την Κυριακή το βράδυ θα γίνει στο Χόλιγουντ η τελετή απονομής των Όσκαρ, που εμείς τα λέμε έτσι αλλά οι Αμερικανοί τα λένε Academy Awards, διότι τα απονέμει η Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών  και Επιστημών. Θα είναι η 96η διοργάνωση. Κάποιοι μπορεί να ξενυχτήσουν για να τη δουν, εγώ πάντως όχι, παρόλο που θα υπάρχει και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού η ταινία Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου είναι υποψήφια για 11 βραβεία,  ανάμεσά τους και για το «μεγάλο» βραβείο, της καλύτερης ταινίας. 

Για ποιον λόγο τα λέμε Όσκαρ, θα διαβάσετε παρακάτω. Η αλήθεια είναι πάντως ότι τόσα χρόνια που λειτουργεί το ιστολόγιο δεν έτυχε να ασχοληθούμε με τον θεσμό, παρά μόνο παρεμπιπτόντως -ας πούμε, πρόπερσι είχαμε γράψει ένα άρθρο με αφορμή το χαστούκι που είχε ρίξει, κατά τη  διάρκεια της απονομής, ο ηθοποιός Γουίλ Σμιθ στον παρουσιαστή Κρις Ροκ, επειδή ο παρουσιαστής έκανε  ένα αστείο για τη γυναίκα του ηθοποιού. Αλλά το άρθρο εκείνο περισσότερο ασχολιόταν  με την ετυμολογία και τα άλλα λεξιλογικά του χαστουκιού και με διάσημα χαστούκια του ελληνικού κινηματογράφου, και ελάχιστα με τα Όσκαρ. 

Το σημερινό άρθρο το οφείλουμε στον φίλο μας Θόδωρο Πέππα, που πρόσφατα χαρήκαμε ένα άρθρο του για τους μεταφρασμένους τίτλους κινηματογραφικών ταινιών. Ο Θόδωρος μού πρότεινε να γράψει κάτι για τα Όσκαρ ως  θεσμό, με έμφαση στα λεξιλογικά και την Ελλάδα, και για τίτλους ταινιών που έχουν βραβευτεί  με Όσκαρ και έχουν γίνει παροιμιώδεις. 

Τελικά, διαπιστώσαμε ότι ένα άρθρο δεν φτάνει, ότι θα χρειάζονταν  περισσότερα. Σήμερα λοιπόν δημοσιεύουμε το πρώτο «οσκαρικό» μας άρθρο, υπό τύπον εισαγωγής, και θα ακολουθήσουν κι άλλα, μάλλον δύο, ανάλογα με την όρεξη του Θόδωρου -το επόμενο ίσως σε κανα μήνα. 

Πριν δώσω τον λόγο στον Θόδωρο, να πω δυο λόγια για τα φρασεολογικά του Όσκαρ. Στο slang.gr βρίσκω τη φράση «Το Όσκαρ θα πάρεις;», που λέγεται σε κάποιον που σκίζεται στη  δουλειά ενώ δεν  πρόκειται να έχει κάποιο απτό όφελος (ή που είναι τελειομανής και ψείρας). Επίσης, αν και δεν το έχει το σλανγκρ, συχνά αναφέρουμε το Όσκαρ ειρωνικά, ας πούμε «πήρε Όσκαρ μαλακίας» ή «Το Όσκαρ της μαλακίας το κερδίζει ο…».

Λέξεις των Όσκαρ λοιπόν και για Όσκαρ. Tις εικόνες  τις έστειλε ο φίλος μας ο Θόδωρος.

ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ

Είναι περίεργη η γοητεία που ασκεί στο κοινό, παγκόσμια, η προσμονή της απονομής των Όσκαρ, η ανυπομονησία για τις υποψηφιότητες, η αναζήτηση των αποτελεσμάτων (καθώς η ώρα διεξαγωγής της τελετής είναι απόλυτα απαγορευτική για ραδιοφωνική ή τηλεοπτική παρακολούθηση στη χώρα μας με εξαίρεση τους νυχτοφύλακες!) και, κυρίως, οι ατέλειωτες συζητήσεις, προφορικές και διαδικτυακές, μετά. Συζήτηση για το αν έπρεπε να βραβευθεί ο Α αντί του Β, γιατί δεν βραβεύτηκε ποτέ ο Γ, κοκ. Ακόμα πιο εντυπωσιακό, παίρνοντας μάλιστα το δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία από μας δεν έχει δει τις περισσότερες από τις ταινίες που διαγωνίζονται, το ότι  και γνώμη έχουμε και,  πολύ συχνά, με φανατισμό την εκφέρουμε υπέρ ή κατά ταινίας, σκηνοθέτη, ηθοποιού αλλά και ολόκληρης της Ακαδημίας.

Δεν είναι παράξενο λοιπόν πως  λέξεις αλλά και φράσεις από τις ταινίες αυτές έχουν περάσει στην καθομιλουμένη, στη γλώσσα του τύπου πολιτικού και αθλητικού ,αλλά και σε δηλώσεις κάθε μορφής. Λεξιλογώντας πρώτα την ίδια λέξη για τα βραβεία, καθώς η επίσημη ονομασία, Academy Awards, είναι Βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που είναι όμως ευρύτερα γνωστά ως Όσκαρ, πάλι δεν έχουμε ετυμολογική ομοφωνία.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Κινηματογράφος, Συνεργασίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 133 Σχόλια »

Μπιφ και μπιφτέκι

Posted by sarant στο 18 Δεκεμβρίου, 2023

Ξεκίνησε την Παρασκευή η ψηφοφορία για την ανάδειξη της Λέξης της χρονιάς για το 2023. Αν δεν έχετε ψηφίσει, σας προτρέπω να σπεύσετε να το κάνετε, στην ωραιότατη ειδική μας σελίδα.

Μία από τις 44 λέξεις που περιλαμβάνονται στο ψηφοδέλτιο της Λέξης της χρονιάς είναι και το «μπιφ». Κάποιοι φίλοι, σε σχόλια και εδώ αλλά κυρίως στο Φέισμπουκ ρώτησαν ή αναρωτήθηκαν τι σημαίνει, διότι ήξεραν το αγγλικό beef, που σημαίνει το βοδινό κρέας, αλλά δεν καταλάβαιναν για ποιο λόγο το βάλαμε σε ψηφοφορία.

Όμως. όρος μπιφ υπάρχει και εις την αθάνατον ημών γλώσσαν, ήν και θεοί θα ελάλουν εάν έχρηζον ανθρωπίνης λαλιάς, για να θυμηθούμε το απόφθεγμα του καθηγητή της φιλοσοφίας Κων. Λογοθέτη, έστω κι αν είναι πρόσφατο δάνειο από τα αγγλικά.

Μπιφ στα ελληνικά είναι η κόντρα. Δεν θα βρείτε τη λέξη στα μεγάλα έντυπα λεξικά μας, διότι είναι όρος της αργκό και μάλιστα αρχικά ήταν όρος επαγγελματικής  αργκό, της αργκό των ράπερ και των  τράπερ.

Σύμφωνα με τον ορισμό του slang.gr:

Οι διαφορές ή οι κόντρες εις την χιπχοπικήν. Τα ραπερόνια και οι λοουμπαπάδες λύνουν τα μπιφ τους με αμοιβαία χωσίματα φρήσταϊλ ριμών σε κλαμπ, ή με τσο και λο στο πεζοδρόμιο.

Εκ του μελαψοαγγλοσαξονικού beef (διαφωνία, κόντρα), το οποίο έχει αρχαιότερες ρίζες.

Αφήνω τα λινκ ώστε  όποιος έχει απορίες για κάποιον όρο να  μπορεί να μάθει τι σημαίνει.

Και δίνει το slang.gr ένα παράδειγμα χρήσης:

«Σε ραπ challenge που απηύθυνε ο Νικήτας Κλιντ στο Γιωργάκη δεν έλαβε καμία απάντηση, ενώ σε προσπάθειες του ιδίου να κλείσει τις συζητήσεις στο Facebook με ένα «έγινε οκ», ο 14χρονος συνέχιζε την κουβέντα. Φαίνεται πως πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα της μάχης της Παρασκευής για να λήξει μια για πάντα αυτό το «μπιφ»».

Και άλλο ένα που μάλλον είναι από τραγούδι για το μπιφ (μεταμπίφ) και εξερευνά την ολιγομελή στα ελληνικά ομάδα των  λέξεων σε -ίφ

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γλωσσικά συμπόσια, Νεολογισμοί | Με ετικέτα: , , , , , , , | 123 Σχόλια »

Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί; – 3 (Μια συνεργασία του Μικ-ιού)

Posted by sarant στο 7 Νοεμβρίου, 2023

Όπως είπαμε στο πρώτο και στο δεύτερο άρθρο αυτής της σειράς, ο φίλος μας ο Μικιός είχε μια πρωτότυπη ιδέα. Να συγκεντρώσει τις  λέξεις του κρητικού ιδιώματος που υπάρχουν  και στην  κοινή νεοελληνική αλλά έχουν  (και) διαφορετική σημασία απ’ό,τι στην κοινή. Οπότε, δεν περιλαμβάνει  τις  ειδικά κρητικές λέξεις, ας  πούμε «μπέτης» (το στήθος),  αλλά περιλαμβάνει  ειδικά κρητικές σημασίες λέξεων της  κοινής, όπως άκοπος, γαλανός  ή  θυμός. 

Οι λέξεις αυτές  μπορεί να αποτελέσουν  παγίδα για  τον μη Κρητικό που θα  τις ακούσει και  θα παραξενευτεί ή και θα παρεξηγήσει  (όπως ο Αρβανίτης της Βαβυλωνίας, που θεώρησε ότι η  φράση  «φάγατε τα κουράδια μας» είχε την  πανελλήνια σημασία και θύμωσε) αλλά και για τον  Κρητικό που θα τις χρησιμοποιήσει εκτός Κρήτης και θα προκαλέσει το γέλιο, όπως εκείνος ο φοιτητής που  είπε  «άφησα τα λεφτά μου στο σύρμα» εννοώντας «στο συρτάρι».  Πρόκειται, ουσιαστικά,  για ψευδόφιλες μονάδες. 

Η δουλειά που έκανε ο Μικιός είναι,  όπως θα δείτε προσεγμένη και πολύ ενδιαφέρουσα. Όμως η έκτασή της επιβάλλει να τη δημοσιεύσουμε τμηματικά, σε τέσσερις συνέχειες. Στην  πρώτη συνέχεια δημοσιεύσαμε λέξεις από το Α έως και το Θ (λήμματα 1-58) και στη δεύτερη τις λέξεις από τα Ι-Κ (λήμματα 59-120).  Σήμερα βλέπουμε τις λέξεις από τα γράμματα Λ-Π ή, αν προτιμάτε, τα λήμματα 121 έως 210.

Οπότε, αν θέλετε να προσθέσετε λέξεις  που λείπουν, συνεισφορά αυτονόητα καλοδεχούμενη, θα σας παρακαλούσα να περιοριστείτε στο τμήμα Λ-Π  του λεξιλογίου ή έστω στα προηγούμενα, από Α έως Κ, αλλά όχι στα Ρ-Ω που θα τα δούμε σε 14 μέρες. 

Σε ελάχιστες περιπτώσεις προσθέτω [μέσα  σε αγκύλεςαναφορές δικές μου. 

Χωρίς περισσότερα δικά μου εισαγωγικά,  δίνω τον λόγο στον Μικιό:

Μα, είναι τρελοί αυτοί οι Κρητικοί; (Γ)

  1. λάβωμα, το: μάτιασμα, βασκανία.

– Με τονέ το χαϊμαλί δεν θα τηνε πιάνει λάβωμα.

  1. λαβώνω: ματιάζω.

– Ελαβώσανε το κοπέλι, μόνο ξεμάθιασέ το.

  1. λαδιά, η: ικανοποιητική σοδειά λαδιού.

– Κακή λαδιά θαν’ έχομε οφέτος!

  1. λαζάνια, τα: χειροποίητα μακαρόνια. (Α.Κρ.) ‘σκιουφιχτά’, περίπου όπως οι ‘πέννες’ ή (Δ.Κρ.) σε λωρίδες με αυγά και γάλα.

Κάθε βδομάδα ήκανε η μάνα μας λαζάνια.

  1. λαλώ: οδηγώ ζώο ή κοπάδι ζώων με επίβλεψή μου ή βίαια, καθοδηγώντας το ή/και παροτρύνοντάς το. Γενίκευση αυτής της σημασίας: οδηγώ γενικά (κυριολ. ή μτφ.) ||συμπεριφέρομαι σε ή μεταχειρίζομαι κάποιον.

– Λάλιε τα οζά μακριά από το σπαρμένο!

– Τον ελαλούσανε γρήγορα οι χωροφυλάκοι.

– Γρήγορα ήμαθε το Μανωλιό να λαλεί το τρακτέρ!

||- Άσκημα λαλείς τη θυγατέρα σου και δεν κάνεις καλά.

> λάλιε! (προστ.) = φύγε, πάρε δρόμο! ΄Η (απλώς) προχώρα.

– Λάλιε από παέ, μη βρεις το μπελά σου!

> λαλιούμαι: συμπεριφέρομαι (συνήθως άσχημα).

– Ετσά που λαλιέσαι, δεν θα κάμεις καλιμέντο.

  1. λάμπα, η: (Α.Κρ.) μεγάλη κούπα/ποτήρι γεμάτη με κρασί.

– Λάμπες εκατέβαζε το κρασί ο Μαθιός!

  1. λάντζα, η: δοχείο από τσίγκο, σε σχήμα ανεστραμμένου κόλουρου κώνου, με διάλυμα ποτάσας, στο οποίο εμβαπτίζονται τα σταφύλια πριν απλωθούν για να γίνουν σταφίδα || δοχείο με ανακυκλούμενο κρύο νερό μέσα στο οποίο βρίσκεται ο λουλάς (βλ. λέξη) του ρακοκάζανου. (βλ. και ρούμπα).

– Δίπλα στη λάντζα βάνουνε τη σκάφη για να στραγγίζουνε τα τζιγκάκια με τα σταφύλια.

||- Επολυζεστάθηκε το νερό στη λάντζα και θέλει άλλαγμα.

  1. λάστιχο, το: (Α. Κρ.) η σφεντόνα.

– Με το λάστιχο εκυνηγούσαμε πουλιά στα μπεντένια.

[ Αυτή η επέκταση σημασίας  πρέπει να  είναι πανελλήνια ]

  1. λείπε (προστ.): παραιτήσου, πάψε να ενδιαφέρεσαι, άπεχε.

-Το καλό που σου θέλω, λείπε από τουτονά το θηλυκό!

Και στη φρ.:

> λείπε με!: παράτα με ήσυχο, άφησέ με.

– Λείπε με, μωρέ διάολε, μπλιό!

  1. λεπίδα, η: ειδικό λεπτόκοκκο χώμα, γκρίζου χρώματος, κατάλληλο για επίστρωση σκεπής.

Για να γίνει υδατοστεγές το δώμα αναμείγνυαν τη λεπίδα με άχυρα και αλάτι.

  1. λιγωμάρα, η: λιποθυμία, τάση λιποθυμίας.

– Μού’ρθε μια λιγωμάρα, απού ήχασα τον κόσμο!

  1. λιγώνομαι: λιποθυμώ.

– Μόλις ήκουσε το μαντάτο, ελιγώθηκε η κακομοίρα!

  1. λιγώνω: δοκιμάζω, γεύομαι (κυρίως με αρν.).

– Τόσανα φαγιά πάνω στο τραπέζι και δεν ελίγωσε πράμα το κοπέλι!

  1. λίγωση, η: η φθίνουσα περίοδος της Σελήνης.

– Στη λίγωση να κόψεις το ξύλο απού θα σάξεις την κατσούνα.

  1. λουλάς, ο: ελικοειδής σωλήνας αποστακτήρα ρακής (συμπυκνωτής).

– Πρώτα κατεβαίνει από το λουλά η ‘πρωτόρακη’.

  1. λουρί: (Α.Κρ.) άνθρωπος δυνατός, ευλύγιστος κ.τ.ό.

– Τά’χει τα χρονάκια του, μα ακόμη λουρί ‘ναι!

> και στη φρ. (Δ.Κρ.) «τση γρας το λουρί»: το ουράνιο τόξο.

  1. λυχναράκι, το: είδος κρητικής μυζηθρόπιτας (καλιτσούνι, ανοικτό από πάνω) || πολύχρωμο λουλούδι, σαν μικρή ορχιδέα (Arisarum vulgare).

– Πιο καλά μ’ αρέσουνε τα καλιτσούνια λυχναράκια παρά τα ανεβατά.

||Το λυχναράκι έχει στις ρίζες του τοξικές ουσίες.

  1. μαγάρισμα, το και μαγαρισά, η: (μτφ.) παλιάνθρωπος, ανέντιμος, ελεεινός άνθρωπος.

– Μεγάλο μαγάρισμα αποδείχτηκε ο Νικολής!

  1. μαζώνομαι: επιστρέφω (για να μείνω).

– Να μαζευτείς νωρίς απόψε στο σπίτι!

  1. μάλαμα, το: το δημητριακό, μετά το αλώνισμα και πριν το λίχνισμά του.

Το μάλαμα είχε γίνει καρπός και άχυρα, κι ήτονε έτοιμο για λίχνισμα.

  1. μανάρι, το: μικρό τσεκούρι.

– Φέρε μου παέ το μανάρι να σκίσω τα ξύλα.

  1. μαρέντα, η: απογευματινό πρόχειρο γεύμα.

– Σταματήσετε ‘δα τη δουλειά να κάμομε μαρέντα.

[ Από το ιταλ. merenda = κολατσιό, προφανώς, αλλά αναρωτιέμαι αν υπάρχει στην κοινή νεοελληνική ]

  1. μάτσα, η: το γουδοχέρι.

Το χαβάνι με τη μάτσα ήταν απαραίτητα στην κουζίνα κάθε νοικοκυράς.

[ Ωστόσο, η μάτσα είναι μεσαιωνική λέξη, όχι της σημερινής  κοινής ]

  1. μαχαιρίδα, η: η άγρια γλαδιόλα.

– Μαζέψαμε χθες ένα μάτσο μαχαιρίδες από το χωράφι μας.

  1. μάχομαι: (+ σε, τον κ.λπ.) εχθρεύομαι.

– Δε μάχομαι, μωρέ, το Μανόλη μα δεν τονε θέλω στην παρέα.

  1. μελετημένος,-η,-ο: προορισμένος για…, αφιερωμένος.

– Τονέ το παλιό ρολόι το’χω μελετημένο για το μεγάλο μου εγγονό.

  1. μελετώ: Προορίζω για…

Στον Κλήδονα, ο χρησμός (μάντεμα) για το κάθε ‘ριζικάρι’ ανήκει αποκλειστικά στο πρόσωπο για το οποίο μελετήθηκε.

  1. μέρα, η, στη φρ. μονή μέρα: εργάσιμη που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αργίες.

Μονή μέρα είναι μεθαύριο και λέω να πάμε στο χωριό και τσι τρεις μέρες.

  1. μεσάτος,-η,-ο: οτιδήποτε γεμάτο μέχρι τη μέση.

– Γιάντ’ άφησες μεσάτο το καλάθι; ‘Πογέμισέ το!

  1. μιαρό, το (προφ. μνιαρό): μικρό ζώο, κάθε είδους, ιδιαίτερα το ακάθαρτο και ανωφελές. (κατά τόπους, μιαρά = γενικά τα οικόσιτα ζώα) ||(μτφ.) παιδί μικροκαμωμένο, αλλά ζωηρό και άτακτο.

– Βάλε το τυρί στο ντολάπι, μη πάει κιανένα μιαρό.

– Επήγα τα μιαρά στο σώχωρο να βοσκηθούνε.

|| – Ξάνοιξε κειονά το μιαρό μια ζημιά την ήκαμε!

Ο όρος και στο slang.gr ]

  1. μοίρα, η στην φρ. γνωρίζει (ή έχει) μοίρα: αποκατάσταση, παντρειά κοπέλας.

«Δε σ’ απαρνούμαι ‘γω ποτέ όσο καιρό κι ά ζήσω

κι αν ίσως και σ’ απαρνηθώ, μοίρα να μη γνωρίσω» [ΠΙ]

  1. μονιάζω (≠ μονοιάζω): ενώνω,-ομαι, συνεταιρίζομαι.

– Τα κουβεντιάσαμε, μα δεν εμονιάσαμε. Ο καθενείς θα δουλεύει μοναχός.

  1. μονόχνοτος,-η,-ο: (Δ.Κρ.) ομόχρωμος ή ομόγνωμος.

«’Ητανε η σκύλα γαλανή, μονόχνοτη στο χιόνι» [Ριζίτικο]

– Μονόχνοτοι πρέπει να’μαστε ούλοι σε τουνηνά την υπόθεση!

  1. μότο, το: (Α.Κρ.) νάζι, σκέρτσο.

– Πολλά μότα σού κάνει το Λενιώ, σύντεκνε!

  1. μουράγια, η: φίμωτρο ζώων||(Α.Κρ.) δερμάτινη λουρίδα ή πλέγμα με κρίκο στην άκρη για το δέσιμο σχοινιού.

– Βγάλε τη μουράγια τσ’ αγελάδας να πάει να φάει.

– Από τη μουράγια δέσε την κατσίκα, όι από το λαιμό!

  1. μουρνιά, η: κακόηθες σπυρί-εξόγκωμα, καρκίνος στο δέρμα (ζώων και ανθρώπων).

– Μια μουρνιά ήβγαλε η γειτόνισσα στο μάγουλο και τηνε πάνε στο γιατρό.

  1. μούτσος, ο: μικρή πέτρα ή άλλο αντικείμενο, σημείο στόχευσης σε παιδικά παιχνίδια, ιδίως στα «απαλέθια» (Δ.Κρ.: μπούτης – Α.Κρ.: τσούκος ή μπρόκος).

– Στέσε καλά το μούτσο μην τονε ρίξει ο αέρας!

  1. μπατάρω ή μπατέρνω: θεωρώ, υποθέτω, υπολογίζω || εγκρίνω, παραδέχομαι.

– Μπάταρε πως επέταξες στη θάλασσα τα λεφτά πού’δωκες του Μιχάλη!

– Τούτηνε τη χαρτωσά δεν τηνε μπατέρνω!

  1. μπήγομαι ή μπήχνομαι: επεμβαίνω και αναμειγνύομαι σε υπόθεση άλλων.

Είντα θες ‘δα και μπήχνεσαι του λόγου σου; Άσε μας να τα ξεκαθαρίσομε μοναχοί μας!

  1. μπλόκος, ο: τσιμεντόπλινθος.

– Θα χτίσω εδά ένα στηθαίο με μπλόκους και παραΰστερα βλέπομε…

  1. μπούνια, τα (η): δυσαρέσκεια, άχτι, εχθρότητα.

– Μια μπούνια μού ‘χει εδά και καιρό, μα δεν κατέχω γιάντα.

  1. μπουρού, η (το): (μτφ.) μούτρωμα, πείσμα, επιμονή.

– Άμα τονε πιάσει το μπουρού του, δεν ακούει κιανένα!

  1. (μ)πρόβολος: διακεκριμένος, εκλεκτός, ο καλύτερος από ομοειδείς.

– Ο Νιωτογιώργης ήτονε ο πια μπρόβολος του χωριού.

  1. μυριστικά ή μυρωδικά, τα: τα λουλούδια που στολίζουν τον Επιτάφιο, ιδίως αποξηραμένα (βλ. και καλορίζικα).

– Βάλε στο θυμιατό δυο μυρωδικά να λιβανίσεις το δωμάτιο του κοπελιού.

  1. νηστεία, η: τιμωρία που επιβαλλόταν σε μαθητές Δημοτικού (συνήθως ορθοστασία).

– Ο Μανωλιός επείραζε συνέχεια στην τάξη κι ο δάσκαλος τον ήβαλε νηστεία.

  1. νοιάζει (απροσ.) στη φρ. έννοιασέ σε!: δε βαριέσαι, μη δίνεις σημασία.

– Έννοιασέ σε, παιδί μου! Θα ξεθυμάνει σε μιαολιά ο πατέρας σου.

  1. ξαμώνω: μετρώ, συγκρίνω παρόμοια.

– Χίλια ξάμωνε κι ένα κόβγε [Παροιμία]

  1. ξανοίγω: κοιτάζω, παρατηρώ || επιδιώκω, προσπαθώ || όλες οι σημασίες του ‘βλέπω’ της ΚΝΕ.

Ξάνοιξε καλά μην έχει σκουλήκους το αχλάδι!

||Από οψάργας εξάνοιγε να τονε βρεί να του μιλήσει.

  1. ξεβγάνω: καταστρέφω, εξοντώνω, αφανίζω.

– Εσύ πας να με ξεβγάλεις με τουτανά που κάνεις!

  1. ξεγίνομαι: κουράζομαι, εξουθενώνομαι || εξαντλούμαι οικονομικά, καταστρέφομαι.

– Εξεγίνηκα από το πρωί να σκάβω το περβόλι.

||Πέντε χρόνια πηγαινοφέρνει στην Αθήνα τη γυναίκα του στα νοσοκομεία κι εξεγίνηκε ο κακομοίρης.

  1. ξεκαθαρίζω: αποκομίζω καθαρό κέρδος.

– Πράμα δεν εξεκαθάρισα από τηνέ τη δουλειά.

  1. ξεκόβει (απροσ. προκειμένου για καιρικό φαινόμενο): σταματά ή μειώνεται (κυρίως βροχή ή χιόνι).

Περίμενε να ξεκόψει μιαολιά η βροχή κι ύστερα φεύγομε.

  1. ξεκοκκινίζω: κατακοκκινίζω από ντροπή, οργή ή καταπόνηση.

– Εξεκοκκίνισε η Μαργή άμα ήκουσε για τον Κωστή!

  1. ξενικό, το (και ‘ξενικόσταρο’): το καλαμπόκι (ολόκληρος ο καρπός).

Ένα φράγκο το ξενικό! Άλλος στα ξενικά! (διαλαλούσε ο πλανόδιος πωλητής).

[ Πρβλ. και αραβόσιτος / αραποσίτι  της  κοινής ]

  1. ξεπέφτω: κάνω έκπτωση ή συμψηφισμό σε λογαριασμό.

– Μου ξέπεσες όλο το καπάρο που σού’χα δοσμένο;

  1. ξερό, το (χωρίς προσδ.): το εμπρός μέρος της κνήμης.

– Μού ‘παιξε μια στο ξερό απού μου το μάρανε!

  1. ξεσελώνω (βλ. και σελώνω): ισιώνω κάτι που είναι καμπύλο.

– Ξεσέλωσέ μου κάμποσες μπρόκες να τσι ξανακαρφώσω.

  1. ξετελεμένος,-η,-ο: πλήρως αναπτυγμένος, ώριμος.

– Μωρέ, άντρας ξετελεμένος εγίνηκεν ο Μιχαλιός!

  1. ξετρυπώ (≠ξετρυπώνω): καταφέρνω να βγω κάπου ξεπερνώντας διαδοχικά εμπόδια.

– Εγανάκτησα να ξετρυπήσω στο μαγαζί του Κωστή!

  1. παίζω: (+γεν.) πυροβολώ || (+αιτ.) κοροϊδεύω, περιπαίζω.

– Ήπαιξά του ‘γω του λαγού, μα δεν τον επέτυχα!

||- Όλο το χωριό σε παίζει, κακομοίρη μου, με τσι κουζουλάδες που κάνεις.

[ Εδώ έχουμε στην  πραγματικότητα δύο διαφορετικά ρήματα. Το «πυροβολώ» είναι το αρχαίο «παίω», χτυπάω. Το άλλο είναι το «παίζω» της κοινής, με επέκταση σημασίας ]

  1. παλάμη, η: το φτυάρι.

– Πάρε τον κασμά και την παλάμη να σκάψομε ένα λάκκο επαέ.

  1. παπάρα, η: δύσκολη κατάσταση

– Πολλές παπάρες μαζεμένες επέρασε ο Γιώργης τουτονέ το χρόνο!

  1. παρακαθίζω ή παρακάθομαι: Κάθομαι κάπου επί αρκετή ώρα, συνήθως για να κατασκοπεύω τους διπλανούς μου.

– Πάλι να παρακαθίζει θωρώ τον Νικολή. Κακό μπελά βρήκαμε!

  1. παραστάτες, οι: οι δυο παράλληλες πέτρες της εστίας σε τζάκι (παραστιά).

Πάνω στους παραστάτες ακουμπάμε το σκεύος για μαγείρεμα. Λέγονται και ‘πυρομάχοι’.

  1. παρδάλης,-α (≠παρδαλός): με ελαττωματική βάδιση.

Μωρέ και παρδάλης απού ‘ναι, σαν το διάολο γλακά!

  1. πάσo, τo (συν. πληθ.): νάζι, χορευτική φιγούρα.

Οι νέοι χορευτές προσπαθούσαν να μιμηθούν τα πάσα των μεγαλύτερων.

  1. πατάρι, το: επίπεδη προεξοχή σε τοίχο.

– Είπα σου, βάνε στο πατάρι τα κλειδιά, να κατέχομε πού’ναι!

  1. πάτημα, το: μέρος απ’ όπου βλέπεις μακριά.

– Από ‘κειονέ το πάτημα φαίνεται όλος ο κάμπος.

  1. πατητή, η: είδος χοντρής μάλλινης υφαντής κουβέρτας.

– Φέρε να ρίξομε και την πατητή από πάνω να ζεσταθούμε!

  1. περάτης, ο: σύρτης ή αμπάρα πόρτας ή παραθύρου.

– Μην ξεχάσεις να βάλεις τον περάτη στην εξώπορτα!

  1. περατώνω: μανταλώνω, βάζω τον περάτη.

«…και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά περατωμένα» [Κρητικό δημώδες]

  1. περίδρομος, ο: ζωονόσος που προσβάλει τους μαστούς των αιγοπροβάτων.

Ο περίδρομος μπορεί να καταλήξει σε σήψη του μαστού του ζώου.

  1. πέτσα, η: η πετσέτα.

– Πρόσεχε μιαολιά! Ολολάδωτη ήκαμες την πέτσα!

Έχουμε άρθρο για το πετσί, την πέτσα και την πετσέτα ]

  1. πεταλιά, η: ήχος από πέταλο (αλόγου, αργαλειού κ.λπ.).

– Προκομένη ανυφαντού η Μαριώ! Γροίκα τσι πεταλιές τσης!

  1. πέταλο, το: τοπική σκλήρυνση του δέρματος, κάλος || η επιγονατίδα.

– Γεμάτα με πέταλα ήτανε τα χέρια του, τόσα χρόνια στα χωράφια.

||Ήπεσα πάνω σ’τσι πέτρες και θαρρώ πως ήσπασα το πέταλό μου.

  1. πετσώνω (μτφ.): ξεγελώ, παραπλανώ (συνήθως καλοπροαίρετα).

– Εμένα, μωρέ, δεν εβρέθηκε άθρωπος να με πετσώσει!

  1. πιάνομαι στη φρ.:

> πιάνεται το φεγγάρι (ο ήλιος): γίνεται έκλειψη σελήνης (ήλιου).

– Εχθές τη νύχτα, την ώρα πού ‘τονε πιασμένο το φεγγάρι…

  1. πιπιρόλι, το: οποιοδήποτε σωληνωτό, κυλινδρικό, μικρού μεγέθους αντικείμενο που εξέχει από κάποια επιφάνεια.

– Το πιπιρόλι στο μπουκάλι είναι φραγμένο και δε βγάνει στάλα ρακή.

  1. πίσσα, η: η κόλαση.

– Ε, απού να λιώσεις στην πίσσα!

  1. πίτα, η πούλος, ο): η μούτζα, το φάσκελο.

– Δυο πίτες (πούλους) θα βάλω στα μούτρα μου!

  1. πλάνο(ς), το: κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα την εξαπάτηση, παραπλάνηση (κυρίως λόγω ερωτικής έλξης)

– Άμε να φέρεις τη φοράδα να τη βάλομε πλάνο στο άλογο!

  1. πλατίνα, η: γουρούνα (που δεν έχει γεννήσει).

– Του χρόνου θα σφάξομε την πλατίνα μας. Να γεννήσει πρώτα.

  1. πόντα, η: βαρύ κρυολόγημα.

– Πόντα τον ήκοψε κι έχει σαράντα πυρετό.

  1. πορίζω: βγαίνω έξω.

Πόρισε, μπρέ, μιαολιά να σε δει ο ήλιος!

  1. ποτήρια, τα: οι βεντούζες (βλ. κούπες).
  2. πούλος, ο: η μούτζα (βλ. πίτα).
  3. πράμα, το: τίποτε||κάτι τι.

– Εγώ δεν ήκαμα πράμα και με μπλέξανε!

||- Έχει πράμα να φάμε;

  1. προβαίνω (προβαίρνω): προβάλλω, εμφανίζομαι.

Και μια κοπανιά επρόβαλε μπροστά μας.

  1. πυρώνομαι: ζεσταίνομαι από πηγή θερμότητας κοντά μου.

– Επυρώθηκα μιαολιά επαέ στο τζάκι και συνήρθα!

  1. πυρώνω (για πτηνά): ζεσταίνω τα αυγά μου, κλωσσώ.

– Πέντε μέρες εδά πυρώνει τ’ αυγά τζης η κλωσσού μας.

Posted in Κρήτη, Λεξικογραφικά, Ντοπιολαλιές, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , | 126 Σχόλια »

Εσείς κομπλάρετε;

Posted by sarant στο 27 Οκτωβρίου, 2023

Την ιδέα για το σημερινό άρθρο την πήρα από μια πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, του Στέφανου Κασσελάκη, που συζητήθηκε αρκετά στα σόσιαλ.

Από τη Νέα Υόρκη λοιπόν, και απαντώντας στον Αντένα, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είπε, ανάμεσα σε άλλα:

Αν η άποψη αυτών που διαφωνούν είναι επί συγκεκριμένων πολιτικών προτάσεων θα καταλάβουν πολύ γρήγορα ότι συμφωνούμε. Σε τι διαφωνούμε; Στον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, στην δημόσια υγεία, στην αναθεώρηση του στρατεύματος; Αυτοί οι άνθρωποι δεν συμπαθούν το προφίλ μου, το βιωματικό μου προφίλ, αυτό δεν είναι πολιτική πρόταση, αυτό είναι κόμπλεξ. Αρα λοιπόν, ας ξεκομπλαριστούν, τι να πω. Εγώ είμαι εδώ για τον κόσμο. Τι δουλεύει για τον κόσμο; Nα μπορέσουμε να σπάσουμε τους μηχανισμούς των συμφερόντων.

Προφανώς η «αναθεώρηση του στρατεύματος» ειπώθηκε από παραδρομή· στο στράτευμα επιθεώρηση γίνεται, όχι αναθεώρηση. Υποθέτω ότι ο Στ. Κασσελάκης εννοεί τις (ριζικές πράγματι) μεταρρυθμίσεις που έχει εξαγγείλει στην οργάνωση του στρατού, με κατάργηση της στρατιωτικής θητείας και αντικατάστασή της από εξάμηνη κοινωνική θητεία, ένα  θέμα που αξίζει συζήτηση κάποια στιγμή  -αλλά δεν  θέλω να σταθώ τώρα σε αυτό,  μια και δεν έχει δώσει λεπτομέρειες του σχεδίου του.

Θα σταθώ όμως  στο «βιωματικό προφίλ», μια κάπως παράδοξη έκφραση, που προβλημάτισε πολλούς. Υποθέτω ότι σημαίνει «ο τρόπος ζωής μου» ή «η προηγούμενη ζωή μου», αν και δεν είμαι σίγουρος.

Οπότε, λέει ο κ. Κασσελάκης, το να μην συμπαθούν οι διαφωνούντες το προφίλ του δεν είναι πολιτική πρόταση, είναι κόμπλεξ. Και συνεχίζει με την προτροπή: Ας ξεκομπλαριστούν.

Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται να προέρχεται από το ρήμα «κομπλάρω», με σχηματισμό του αντίθετου ρήματος, ξεκομπλάρω, αν και αυτό προσκρούει λιγάκι στη μορφολογία. Αν ήταν το ρήμα «ξεκομπλάρω», θα έπρεπε να έχουμε «ας ξεκομπλάρουν». Ρήμα «κομπλαρίζω» ή «κομπλαρίζομαι» δεν υπάρχει, όμως θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε μεταπλασμό του «κομπλάρω» (ως μεταβατικού).

Να πάμε στη σημασία, τώρα. Σύμφωνα με το ΛΚΝ το «κομπλάρω» σημαίνει:

(προφ.) μένω αμήχανος και διστακτικός μπροστά σε κπ. ή σε κτ., σαστίζω, τα χάνω: Όση πείρα και να ΄χεις, κομπλάρεις καμιά φορά. Aυτός δεν κομπλάρει με τίποτα. || κάνω κπ. να τα χάσει, να μην είναι πια σίγουρος για τον εαυτό του: H παρουσία του με κομπλάρει.

Βλέπετε και την αμετάβατη, και τη μεταβατική χρήση. Υπάρχει και μια άλλη σημασία του ρήματος, που δεν  την  έχει το ΛΚΝ (αλλά την έχουν ο Μπαμπινιώτης, το Χρηστικό και το ΜΗΛΝΕΓς), που τη λέμε για συσκευές και μηχανήματα που κολλάνε, που παρουσιάζουν πρόβλημα λειτουργίας: Έχει κομπλάρει ο λάπτοπ μου και δεν ανοίγει.

Το ρήμα «κομπλάρω» ήταν  πολύ ζωντανό στα νιάτα μου, ας  πούμε στα ογδόνταζ, και η προσωπική μου αίσθηση είναι πως έχει κάπως παλιώσει. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε πιο κάτω.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Επικαιρότητα, Πολιτική | Με ετικέτα: , , , , , , | 165 Σχόλια »

Με πήγε ζουμί, με πήγε τσιρλιπιπί, με πήγε κοπίδι: οι 50 αποχρώσεις της οξείας σωματικής ανάγκης, όπως τις κατέγραψε ο Κλεάνωρ

Posted by sarant στο 13 Οκτωβρίου, 2023

Στο ιστολόγιο βάζουμε πότε-πότε άρθρα «καταλογογράφησης» όπως τα λέω, όπου βρίσκουμε συνώνυμες (ή περίπου) εκφράσεις με τις οποίες μπορεί να περιγραφτεί μια κατάσταση. Καθώς είμαι επιρρεπής στα κλισέ, τα άρθρα αυτά τα ονομάζω «Οι 50 αποχρώσεις….»

Ήδη έχουμε δημοσιεύσει εφτά τέτοια άρθρα καταλογογράφησης, για τις 50 αποχρώσεις του χρήματοςτης μέθης, της αποτυχίας, του θανάτουτης κατάπληξης, της υπερβολικής ταχύτητας, και του ξυλοδαρμού, το τελευταίο από αυτά πέρυσι τον Οκτώβριο.

Τα άρθρα αυτά τα γράφω συνήθως εγώ, αλλά πέρυσι τον Μάιο ο φίλος μας ο Κλεάνωρ μου έστειλε μια συνεργασία με τις αποχρώσεις της υπερβολικής ταχύτητας, το προτελευταίο άρθρο της σειράς. Και πριν  από κανα μήνα, ο Κλεάνωρ ξαναχτύπησε, με την  καλή σημασία της  λέξης,  μια και  έστειλε τη συνεργασία που θα διαβάσουμε σήμερα, με τις 50 αποχρώσεις «της οξείας σωματικής  ανάγκης», όπως αποφάσισα σεμνότυφα να ευπρεπίσω το κόψιμο, τη διάρροια.

Αφού σας προειδοποιήσω για τον, χμ, κάπως όχι καθώς πρέπει χαρακτήρα του σημερινού θέματος, προχωράω.

Έμεινα έκπληκτος από το πλήθος των  εκφράσεων, που μάλιστα όλες αρχίζουν από το «με πήγε». Μάλιστα, ο Κλεάνωρ δεν  περιέλαβε στον  κατάλογό του απαρχαιωμένες εκφράσεις όπως «με πήγε τρεις και μία» και «με πήγε ριπιτί(δι)», οι οποίες αρχικά ξεκίνησαν σημαίνοντας τη διάρροια, αλλά μετά μετατοπίστηκαν και πλέον χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τον μεγάλο φόβο.

Δεν σας κρύβω ότι αισθάνθηκα κάποια δυσπιστία, μήπως οι εκφράσεις αυτές είναι ιδιωτικές, περιορισμένες εννοώ σε μια μικρή παρέα -όμως έκανα δειγματοληπτική έρευνα που μου έδειξε ότι γκουγκλίζονται, ακόμα και το «σουλγκάνι» (ιδιωματικό της  Φθιώτιδας, διαβάζω). Πάντως, πρέπει να πω ευθαρσώς ότι τις περισσότερες δεν τις ήξερα.

Λοιπόν, ο κατάλογος του Κλεάνορα με 51 λήμματα και στο τέλος καναδυό δικά μου.

1) Με πήγε αίμα / Με πήγε αίμα, δάκρυα, και ιδρώτας

2) Με πήγε σπούρα

3) Με πήγε ζουμί

4) Με πήγε μίλκο

5) Με πήγε πριονοκορδέλα

6) Με πήγε πλυντήριο πιάτων

7) Με πήγε σερ(μ)παντίνα

8) Με πήγε τσιρλιπιπί

9) Με πήγε τσέρλα/τσίρλα

10) Με πήγε τσιλιό

11) Με πήγε αερογράφος

12) Με πήγε κομφετί/χαρτοπόλεμος

13) Με πήγε σουλγκάνι

14) Με πήγε κωλοπηλάλα

15) Με πήγε νερό

16) Με πήγε λάδι

17) Με πήγε άφρη

18) Με πήγε κράκεν

19) Με πήγε κωλούμπρα

20) Με πήγε τσερλομπίλ

21) Με πήγε γκέιζερ

22) Με πήγε πανί

23) Με πήγε κολιάντζα

24) Με πήγε ζάρι

25) Με πήγε τσιμέντο

26) Με πήγε σπρέι

27) Με πήγε τσάπαρταπαρ

28) Με πήγε τσιρλονέρι

29) Με πήγε λουλάκι

30) Με πήγε κώλος

31) Με πήγε κέρματα

32) Με πήγε λέιζερ

33) Με πήγε λάσπη

34) Με πήγε τσουρουκάνα

35) Με πήγε σκάγια

36) Με πήγε κωλοπεντάριος

37) Με πήγε γλεντοκώλα

38) Με πήγε αμμοβολή

39) Με πήγε κωλιανίτσα

40) Με πήγε μπουρζουκλάνι

41) Με πήγε πριπρι

42) Με πήγε μάγμα

43) Με πήγε κοπίδι

44) Με πήγε μωσαϊκό

45) Με πήγε μπριόλα

46) Με πήγε γαρμπίλι

47) Με πήγε χεζμπολάχ

48) Με πήγε κωλοπετούρα

49) Με πήγε τσόρλουκα

50) Με πήγε μέιντεϊ

51) Με πήγε μπουρί

52) Με πήγε ριπιτί(δι)

53) Με πήγε τρεις και μία

Τις δύο τελευταίες, τις απαρχαιωμένες, τις πρόσθεσα εγώ. Ομολογώ πως δεν μπορώ να ετυμολογήσω πολλές από τις παραπάνω εκφράσεις, αν και κάποιες έχουν φανερή προέλευση.

Ας πούμε, το «με πήγε τσόρλουκα» (στο 49 του καταλόγου) προέρχεται από τον διεθνή Κροάτη ποδοσφαιριστή, τον Βεντράν Τσόρλουκα, και προφανώς πλάστηκε από την ηχητική ομοιότητα του ονόματος με το τσιρλιό. Τη βρίσκω στο slang.gr.

Το ριπιτί ή ριπιτίδι, όπως λεγόταν  παλιά η διάρροια, το έχω στις Λέξεις που χάνονται. Προφανώς ετυμολογείται από τα ιταλικά, κάτι σχετικό με το ripetere, επαναλαμβάνω. Σε μια διάσημη φράση από τα Λόγια της πλώρης ο Καρκαβίτσας δηλώνει πως ο λέοντας είναι πάντα επίφοβος, έστω και ξεδοντιασμένος: Φτάνει το βρούχημά του να σε πάει ριπιτί.

Το σημερινό θέμα  δεν  είναι από αυτά που προσφέρονται για συζήτηση στο τραπέζι του φαγητού, αλλά περιμένω τα σχόλιά σας, αφενός για να επιβεβαιώσετε ότι ξέρετε/χρησιμοποιείτε κάποιες από τις εκφράσεις και αφετέρου, βέβαια, για να  συμπληρώσετε τον κατάλογο!

Posted in Αργκό, Κατάλογοι, Συνεργασίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , | 141 Σχόλια »

Εσείς κριντζάρετε;

Posted by sarant στο 8 Μαΐου, 2023

Πριν από ένα μήνα περίπου είχαμε ένα άρθρο για τους φασαίους, που είναι  λέξη της αργκό των  νέων, οπότε αναφέρθηκε και η λέξη του τίτλου και  υποσχέθηκα ότι θα βάλουμε  σχετικό άρθρο. Να ξεπληρώσω λοιπόν την  υπόσχεση, πριν κλείσει μήνας και αρχίσουν  και τρέχουν οι τόκοι.

Κριντζάρω λοιπόν, σημαίνει ότι αισθάνομαι έντονη αποστροφή και αηδία, μαζί όμως και αμηχανία, με κάτι που βλέπω, ντρέπομαι για κάτι που κάνει κάποιος άλλος και που δεν με αφορά άμεσα. «Φαντάσου ότι βλέπεις κάποιον σε μια ταινία να κάνει κάτι τόσο ηλίθιο, τόσο αναξιοπρεπές, που να ανατριχιάζεις και να βάζεις τα χέρια μπροστά στο πρόσωπο για να μην το βλέπεις», μου έδωσε παράδειγμα η κόρη μου.

Το ουσιαστικό του, το να αισθάνεσαι έτσι, λέγεται «κριντζάρισμα» ενώ «κριντζ» ή «κριντζιά» λέγεται κάτι που προκαλεί το συναίσθημα αυτό: «αυτό είναι κριντζ».

Σε ένα σχετικό άρθρο (του 2019) διαβάζω μερικά εύστοχα και μερικά άστοχα:

Ένας από τους όρους που δανειστήκαμε τα τελευταία χρόνια κυρίως στην ας πούμε ιντερνετική διάλεκτο είναι ό όρος cringe, τον οποίον πολύ γρήγορα ελληνοποιήσαμε δίνοντάς τους ελληνικά επιθήματα: κριντζάρω, κριντζάρισμα, κριντζαρίας (το τελευταίο δικό μου, ο τύπος που προκαλεί συχνά το cringe). Τι είναι όμως τελικά αυτό το cringe;

Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδώσεις στα ελληνικά τον όρο. Ακόμα και περιφραστικά δηλαδή. Το cringe μπορεί να μεταφραστεί ως ντροπή, ανατρίχιασμα, αηδία, εξευτελισμός. Αλλά μάλλον δεν μπορεί. Ίσως ο όρος ‘ετεροντροπή’ να είναι ο πιο κοντινός αλλά προφανώς δεν ταιριάζει καθόλου μέσα στα context στα οποία χρησιμοποιείται.

Γενικά, ας πούμε, cringe είναι ένα συναίσθημα που συνδυάζει το συναίσθημα της αποστροφής με τη σωματική εκδήλωση της ανατριχίλας, όχι της ανατριχίλας από φόβο ή αισθητική μέθεξη. Περισσότερο εκείνης της ανατριχίλας που έχεις όταν μασουλάς παλιά και τελείως ξερή πετσέτα.

Επειδή όμως δεν είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς πώς είναι το να μασουλάς πετσέτα, υπάρχει και ένας δεύτερος τρόπος, για να καταλάβει κανείς τι είναι cringe. Να του φέρεις παραδείγματα.

Και το πρώτο παράδειγμα που φέρνει είναι η εικόνα του τύπου που την πέφτει άβολα σε κάθε ασυνόδευτη γυναίκα που βλέπει στο μπαρ,  με γλοιώδεις ατάκες και ανάλογο χαμόγελο.

Ένα άλλο κλασικό παράδειγμα κριντζοκατάστασης είναι η έντονη  αμηχανία  που νιώθεις όταν έχεις βγει παρέα με ζευγάρι και αρχίσουν  να τσακώνονται μπροστά σου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , | 131 Σχόλια »

Oι φασαίοι και η φάση

Posted by sarant στο 10 Απριλίου, 2023

Τις προάλλες πήγαινα κάπου συν γυναικί και κόρη, και περάσαμε από ένα εναλλακτικό καφενείο, όπως αυτοχαρακτηριζόταν στην ταμπέλα στην πόρτα (παρόλο που αν πρέπει να το δηλώσεις μάλλον δεν είσαι). «Γεμάτο φασαίους είναι», σχολίασε η κόρη μου, οπότε η Νικοκυρά παραξενεύτηκε από την άγνωστη λέξη.

Ο φασαίος είναι λέξη καινούργια, θα έλεγα πως δεν πρέπει να έχει πάνω από 10-12 χρόνια ζωής -και βέβαια δεν τη χρησιμοποιούν οι παλιότεροι, είναι λέξη των νέων. Τι είναι όμως ο φασαίος;

Η κόρη μου έδωσε ορισμό «Αυτοί που όλα τους τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, ντύσιμο κτλ., και ο τρόπος που φέρονται, είναι σύμφωνα με ένα κίνημα, αλλά συμμετέχουν σ’ αυτό μονάχα για τη φάση, για πλάκα».

Στο reddit βρήκα έναν (προ τριετίας) ορισμό:

Φασαιος/α είναι αυτός/η που κάνει πράγματα ή συμμετέχει σε ομάδες και δράσεις «για τη φάση». Χωρίς να νοιάζεται για τους στόχους ή τη φιλοσοφία αυτού με το οποίο εμπλέκεται.

Πχ στις θεατρικές ομάδες, φασαιος είναι κάποιος που δεν θα έρχεται σε πρόβες, θα αργεί κλπ, αλλά θα σκάει σε όλα τα πάρτυ και τις εξόδους

Φασαίος πχ είναι και εκείνος που συμμετέχει σε εκδρομές οπαδών με λεωφορείο σε εκτός έδρας για να πίνει μπάφους και μόνο χωρίς να νοιάζεται για την ομάδα, την εξέδρα και πάει λέγοντας.

Υπάρχουν ομως και ουδέτεροι ορισμοί, όπως στο Βικιλεξικό: αυτός που κοινωνικά και πολιτισμικά κινείται και δρα αποκλειστικά εντός μιας «φάσης», δηλαδή εντός ενός συνόλου ανθρώπων που έχουν παρόμοιες συμπεριφορές οι οποίες θεωρούνται εναλλακτικές, χωρίς ωστόσο να είναι περιθωριακές, που συχνάζουν σε συγκεκριμένα μαγαζιά, που έχουν κοινούς ενδυματολογικούς κώδικες, μουσικές προτιμήσεις κ.τ.π.

Κάπως διαφορετικός και πολύ εκτενέστερος ο ορισμός στο slang.gr, από το 2016:

Ο φέρων τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας ομάδας συνήθως εναλλακτικής και αντεργκράουντ αλλά ταυτόχρονα ίν.

Ο φασαίος δηλαδή δε μπορεί να ανήκει σε μια αφανή εναλλακτική ομάδα με λίγους υποστηρικτές. Αντιθέτως, ανήκει σε ομάδες που ενώ αυτοχαρακτηρίζονται αντεργκράουντ, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα υιοθετήθηκαν από πολλούς καταλήγοντας έτσι μέινστριμ (βλέπε μούσι, τατού).

Η ιδιότητα του φασαίου ωστόσο δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα αλλά στο γενικότερο άτιτιουντ. Ο φασαίος απαντάται σε συγκεκριμένα μαγαζιά-στέκια όπου συχνάζουν άλλα άτομα «της φάσης του», έχει συμβατά μουσικά ακούσματα με «τη φάση», πηγαίνει διακοπές σε συγκεκριμένα μέρη κλπ.

Τελευταίο και σημαντικότερο, η ιδιότητα του φασαίου δε συνίσταται στην εξωτερική εμφάνιση και στο άτιτιουντ από μόνα τους αλλά στην έλλειψη κοινωνικής ζωής και προσωπικότητας εκτός «της φάσης του». Ο φασαίος ζει, αναπνέει και τρέφεται μέσα από «τη φάση» και δε μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτή. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος φέρει κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα φασαίου, εάν κινείται με την ίδια ευκολία έξω από τον φασαίικο κοινωνικό κύκλο, εάν έχει άλλα πράγματα και ασχολίες που τον γεμίζουν πέρα από αυτόν, δε μπορεί να χαρακτηριστεί εξολοκλήρου φασαίος.

Το βέβαιο είναι πως ο φασαίος προέρχεται από τη φάση, οπότε αν θέλουμε να λεξιλογήσουμε πρέπει να πιάσουμε το νήμα από εκεί.

Στα αρχαία, ήταν «φάσις» βέβαια, αλλά στο Λίντελ Σκοτ θα βρούμε δύο ομόγραφα ουσιαστικά «φάσις», το ένα που προέρχεται από το «φαίνω» και το άλλο από το «φημί». Αυτά τα δυο ρήματα είναι ομόρριζα αφού ανάγονται σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα με σημασία «λάμπω, φωτίζω» αλλά και «εξηγώ, μιλώ». Από το «φάσις» του «φημί» έχουμε όλα τα σημερινά σύνθετα, την απόφαση, την κατάφαση, την πρόφαση κτλ.

Εμάς μας ενδιαφέρει σήμερα η «φάσις» από το «φαίνω/φαίνομαι». Φαίνω σήμαινε (και) «αποκαλύπτω, καταγγέλλω» γι’ αυτό και φάσις ήταν και η καταγγελία και, στο κωμικό λεξιλόγιο, φάσαξ αυτός που είχε μανία να καταγγέλλει τους άλλους. Αλλά η βασική σημασία του αρχαίου «φάσις» ήταν η εμφάνιση, και ειδικότερα η εμφάνιση των αστέρων στον ουρανό. Αντίθετο ήταν η κρύψις (για κάποιο λόγο η Πόρσε δεν δέχεται βαρείες οπότε τις όξυνα):

Καί ἔστιν ἀνατολή μέν ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν γινομένη πρός τόν ὁρίζοντα φάσις, δύσις δέ ἡ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν γινομένη ὑπό τόν ὁρίζοντα κρύψις.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 129 Σχόλια »

Από πότε γίνεται τζερτζελές;

Posted by sarant στο 25 Ιανουαρίου, 2023

Προχτές, ένας γνωστός δημοσιογράφος αποφάνθηκε από τη στήλη του ότι όλα όσα γίνονται με την ΑΔΑΕ ανήκουν στην κατηγορία «τζερτζελές να γίνεται».

Ο τζερτζελές, σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η μεγάλη φασαρία, η αναστάτωση, ιδίως όμως η ευχάριστη, η ευπρόσδεκτη αναστάτωση. Τα τρία από τα τέσσερα μεγάλα λεξικά μας συμφωνούν με την απόχρωση της «ευχάριστης φασαρίας». Το τέταρτο, στην προκειμένη περίπτωση το ΛΚΝ, δεν διαφωνεί, απλώς… απέχει. Θέλω να πω, το ΛΚΝ (έκδ. 1998) δεν περιλαμβάνει λήμμα «τζερτζελές» -θα επανέλθω σε αυτό.

Ακόμα, τζερτζελές είναι και χαρακτηρισμός προσώπου -ο σαματατζής, ο πλακατζής. Λέμε επίσης και «το τζέρτζελο», που είναι παράλληλος τύπος, χωρίς, αν δεν σφάλλω, διαφορά στη σημασία.

Σημειώνω ακόμα ότι στο πρόσφατο πολύ αξιόλογο μυθιστόρημά του Μπέμπης (μονόλογος που βιογραφεί μυθιστορηματικά τον θρυλικό μπουζουκτσή Δημήτρη Στεργίου ή Μπέμπη) ο Θωμάς Κοροβίνης χρησιμοποιεί τη λέξη «τζερτζελιάστρα» (αυτή που κάνει τζερτζελέ, που δημιουργεί γύρω της μπερδέματα).

Ως προς την ετυμολογία της λέξης, οι πρώτες εκδόσεις του λεξικού Μπαμπινιώτη ανέφεραν «ονοματοποιημένη λέξη» ενώ σε επόμενες εκδόσεις (και στο ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη) προστίθεται: πρβλ. τουρκ. cırcır που δηλώνει επαναλαμβανόμενο θόρυβο.

Το Χρηστικό Λεξικό δεν δίνει ετυμολογία, ενώ το ΜΗΛΝΕΓ υιοθετεί την άποψη για το τουρκ. cırcır.

Η εξήγηση της ονοματοποιίας είναι ευλογοφανής, ωστόσο δεν είναι αυτή η σωστή ετυμολογία. Η τελευταία, 5η έκδοση (2019) του λεξικού Μπαμπινιώτη, που έχει αρκετές βελτιώσεις στο ετυμολογικό μέρος, σωστά παράγει την ελληνική λέξη από την τουρκική zelzele, που σημαίνει «σεισμός», και που ανάγεται στην αραβ. zalzala, ίδιας σημασίας.

Η λέξη zelzele είναι κάπως παρωχημένη στη σημερινή τουρκική γλώσσα, αλλά ακόμα χρησιμοποιείται –αν τη βάλετε στο γκουγκλ θα πάρετε ειδοποιήσεις για τους σεισμούς που συνέβησαν τις τελευταίες ώρες.

Η τροπή του πρώτου λ σε ρ με ανομοίωση, στα ελληνικά, είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Ο τύπος «ζερζελές» (με σημασία τον σεισμό) καταγράφεται, αν και σπάνια, σε μικρασιατικές διαλέκτους. Δεν υπάρχει όμως στο γλωσσάριο των λέξεων τουρκικής προέλευσης του Κουκκίδη (του υπαρκτού) κάτι που δείχνει τη σπανιότητά του. Βρισκω και (σπάνιο επίσης) επώνυμο Ζερζελές.

Για να τα λέμε όλα, τη σωστή ετυμολογία του τζερτζελέ πρέπει την είχε αναφέρει πρώτη φορά στην ελληνική λεξικογραφία το slang.gr, το οποίο έχει λήμμα «τζερτζελές» (και «τζέρτζελος») και σημειώνει ότι κακώς ο Μπαμπινιώτης προτείνει ηχοποίητη λέξη διότι η λέξη προέρχεται από το τουρκ. zelzele = σεισμός. Το λήμμα αυτό συντάχθηκε το 2009.

Το slang.gr σημειώνει ακόμα: Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Και παραθέτει το εξής απόσπασμα: Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε … Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Γλωσσικό ληξιαρχείο, Λεξικογραφικά | Με ετικέτα: , , , , | 88 Σχόλια »

Τα χάπια μου!

Posted by sarant στο 11 Ιανουαρίου, 2023

Καθώς συνεχίζονται οι ελλείψεις σε φάρμακα, η παροιμιώδης φράση του τίτλόυ παίρνει καινούργιο νόημα, καθώς θα μπορούσε να τη φωνάζουν χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι που ψάχνουν και δεν βρίσκουν αναλγητικά, αντιπυρετικά και άλλα βασικά φάρμακα που λείπουν.

Ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων εξέδωσε συστάσεις για εναλλακτικά φάρμακα, με την ίδια δραστική ουσία, αλλά εμείς, ως ιστολόγιο, λεξιλογούμε, οπότε αρπάζω την ευκαιρία για ένα άρθρο. Όχι για τα φάρμακα γενικώς (έχουμε βάλει στο παρελθόν και θα το ξαναδημοσιεύσουμε κάποτε) αλλά ειδικά για τα χάπια.

Σύμφωνα με το ΜΗΛΝΕΓ, χάπι είναι «Φαρμακευτικό παρασκεύασμα με τη μορφή δισκίου που καταπίνεται». Το ΛΚΝ δίνει ελαφρώς διαφορετικό ορισμό, «φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται εύκολα» και «(επέκτ.) δισκίο». Για τον Μπαμπινιώτη είναι «μικρού μεγέθους δισκίο ή κάψουλα φαρμάκου, που έχει σχεδιαστεί ώστε να λαμβάνεται από το στόμα είτε με κατάποση είτε με διάλυσή του στο στόμα», ενώ για το Χρηστικό το χάπι είναι «στερεό φαρμακευτικό παρασκεύασμα μικρού μεγέθους και συνήθως κυκλικού ή κυλινδρικού σχήματος, το οποίο λαμβάνεται από το στόμα». Δεν ξέρω τι μ’έπιασε και αντέγραψα και τους τέσσερις ορισμούς, αν και θα ήταν μια καλή άσκηση σε ένα σεμινάριο λεξικογραφίας. Πάντως, έχω την εντύπωση πως όταν λέμε «χάπι» συνήθως δεν σκεφτόμαστε ορισμένο σχήμα -θα μπορούσε να είναι σφαιρικό ή κυλινδρικό ή σε μορφή δισκίου (ή είναι κυλινδρικό ήδη το δισκίο;)

Η λέξη «χάπι» είναι τουρκικό δάνειο, από το τουρκ. hap, που είναι αραβικής αρχής. Χάπια είχαν βεβαίως και οι αρχαίοι, αν και τη φαρμακευτική ουσία την έκλειναν μέσα σε ζύμη. Τα έλεγαν «τροχίσκους», μια λέξη που χρησιμοποιείται και σήμερα στην φαρμακευτική ορολογία. Αργότερα εμφανίστηκε και ο όρος «πάστιλλος», δάνειο από το λατιν. pastillus, που ανάγεται στο panis = ψωμί. Και η παστίλια άλλωστε μπορεί να έχει φαρμακευτική χρήση, αλλά όχι αναγκαστικά. Στα νεότερα χρόνια, αμιγώς ελληνική λέξη είναι το καταπότι(ο).

Στα αγγλικά το χάπι είναι pill, pilule στα γαλλικά, pillola στα ιταλικά, pildora στα ισπανικά -όλα αυτά ανάγονται στο λατινικό pilula, που σήμαινε μπαλίτσα (pila η μπάλα) και είχε πάρει φαρμακευτική σημασία ήδη από τα αρχαία χρόνια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ετυμολογικά, Λεξικογραφικά, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 111 Σχόλια »

Ραδίκια και βλίτα

Posted by sarant στο 5 Ιανουαρίου, 2023

Πριν από καμιά δεκαριά μέρες είχαμε δημοσιεύσει ένα άρθρο για την ετυμολογία και τα λεξιλογικά των χόρτων γενικώς, οπότε ταιριάζει στο σημερινό άρθρο να δούμε δυο από τα γνωστότερα είδη χόρτων -ή λαχανικών, εξαρτάται, αφού η διαφορά είναι ότι τα χόρτα φυτρώνουν άγρια και τα μαζεύουμε ενώ τα λαχανικά τα καλλιεργούμε.

H φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο δείχνει βλίτα βρασμένα, αλλά στον τίτλο έβαλα πρώτα τα ραδίκια οπότε από αυτά θα ξεκινήσουμε.

Κατά το ΛΚΝ, ραδίκια είναι «κοινή ονομασία για ορισμένα είδη χόρτων, συνήθ. αυτοφυών, που τα βράζουμε και τα τρώμε σαλάτα». Από βοτανολογική άποψη, τα είδη αυτά ανήκουν στο γένος Κιχώριον ή Cichorium στα λατινικά. Ανάμεσα στα είδη Κιχωρίου έχουμε το Κιχώριον το εντενές (Cichorium pumilum) που είναι το κοινώς λεγόμενο ραδίκι, που με τη σειρά του διακρίνεται σε διάφορες ποικιλίες, το Κιχώριον το ακανθώδες (Cichorium spinosum), που είναι το σταμναγκάθι, που τόση προβολή έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, το Κιχώριον το αντίδιον (Cichorium endivia) που είναι το αντίδι αλλά και το γαλλικό endive, και το Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), που οι ρίζες του χρησιμοποιήθηκαν (και ακόμα χρησιμοποιούνται) ως υποκατάστατο του καφέ.

Το λατινικό cichorium/cichoreum όπως και τα νεότερα chicory (αγγλ.), chicorée (γαλλ.) κτλ. ανάγονται όλα στο ελληνικό κιχώριον ή κιχόριον, λέξη άγνωστης ετυμολογίας -ίσως συνδέεται με αιγυπτιακή λέξη. Κατά τον Διοσκουρίδη, η γενική ονομασία ήταν «σέρις», άγρια και ήμερη, η δε άγρια ποικιλία ονομαζόταν πικρίς ή κιχόριον, ενώ η καλλιεργούμενη (κηπευτή) χωριζόταν σε δύο υποποικιλίες:

σέρις ἀγρία καὶ ἥμερος, ὧν ἡ μὲν ἀγρία πικρὶς ἢ κιχόριον καλεῖται, ἥτις ἐστὶ καὶ πλατυφυλλοτέρα καὶ εὐστομαχωτέρα τῆς κηπευτῆς. καὶ τῆς κηπευτῆς δὲ διττὸν εἶδος· ἡ μὲν γάρ τίς ἐστι θριδακωδεστέρα καὶ πλατύφυλλος ἡ δὲ στενόφυλλος καὶ ἔμπικρος. πᾶσαι δὲ στυπτικαὶ καὶ ψυκτικαὶ καὶ εὐστόμαχοι.

Ήταν όλες οι ποικιλίες πικρές και ευστόμαχες, που είναι χαρακτηριστικό των ραδικιών ίσαμε σήμερα, όπως φαίνεται και από διάφορες λαϊκές ονομασίες όπως πικραλίδα. Ευχάριστη πίκρα πάντως -άλλωστε, τα βράζουν και πίνουν το ζουμί τους, το ραδικόζουμο.

Πάντως τα βοτανολογικά είναι μπερδεμένη υπόθεση -στο προηγούμενο άρθρο, ο φίλος μας ο Μιχάλης μάς είχε πει ότι στην Αμερική τα ραδίκια τα λένε dandelions και τα θεωρούν ζιζάνια, αλλά το dandelion είναι φυτό άλλου γένους, του taraxacum, της ίδιας οικογένειας πάντως.

Αν και το κιχώριον/κιχόριον έγινε διεθνής λέξη, εμείς σήμερα λέμε ραδίκια, που είναι ιταλικό δάνειο, από το radicchio, που κάνει radicchi στον πληθυντικό. Πιθανώς το δάνειο έγινε από τον ιταλικό πληθυντικό, που θεωρήθηκε ενικός. Η ιταλική λέξη ανάγεται στο λατινικό radicula, υποκοριστικό του radix, ρίζα. Ριζούλα δηλαδή είναι το ραδίκι. Εν τω μεταξύ, η ιταλική λέξη έχει ξαναμπεί στα ελληνικά, μέσω αγγλικών, αφού ραντίτσιο είναι μια ποικιλία με βυσσινιά φύλλα που μοιάζει με το μαρούλι.

Το γνωστό ρεμπέτικο, που είναι αδέσποτο αν και έχει κυκλοφορήσει και στο όνομα του Ζαμπέτα, μας λέει ότι «από κάτω απ’ το ραδίκι κάθονται δυο πιτσιρίκοι», που αποτελεί περίπτωση ποιητικής άδειας.

Στη φρασεολογία μας, τα ραδίκια εμφανίζονται στη γνωστή μάγκικη φράση «βλέπει τα ραδίκια ανάποδα», που σημαίνει ότι έχει πεθάνει, και αφού τον έχουν θάψει βρίσκεται κάτω από το χώμα άρα βλέπει από κάτω τα διάφορα φυτά. Λέγεται και ως απειλή: Πρόσεξε γιατί θα δεις τα ραδίκια ανάποδα!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γλωσσικά συμπόσια, Ετυμολογικά, Μποστάνι των λέξεων, Παροιμίες | Με ετικέτα: , , , , , | 156 Σχόλια »

Τον λύκο βλέπεις και τον ντορό γυρεύεις;

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2023

Ντορός ή τορός είναι τα ίχνη που αφήνει πίσω του το θήραμα και, ειδικότερα, η οσμή που αφήνει το θήραμα και που τη βρίσκουν τα κυνηγόσκυλα. Αλλά βέβαια, όταν έχεις μπροστά σου το άγριο ζώο, που μάλιστα είναι και απειλητικό, είναι περιττό να αναζητείς τα ίχνη. Ή αλλιώς, όταν βλέπεις τον ίδιο τον λύκο τι νόημα έχει να ψάχνεις τα αχνάρια του; Η παροιμία λέγεται όταν κάποιος αρνείται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει την (δυσάρεστη) πραγματικότητα, όταν εθελοτυφλεί.

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως σημαίνει, περίπου, ό,τι και η στερεότυπη φράση «τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;»

Ο ντορός είναι λέξη με αμφίβολη ετυμολογία. Το ΛΚΝ δεν δίνει καμία, μόνο ένα σκέτο ερωτηματικό, ενώ το ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει με επιφύλαξη ότι ίσως προέρχεται από το αλβανικό toruam που σημαίνει «ίχνος θηράματος» και δίνει και ως λιγότερο πιθανή την  προέλευση από τουρκ. töre «συνήθεια». Σημειώνω εδώ ότι ο Ν. Πολίτης θεωρεί ότι η λέξη «ντορός» ετυμολογείται από το αρχαίο «τορός».

Εκτός από την κυνηγετική χρήση του, μεταφορικά ντορός είναι η πεπατημένη, ο συνήθης και καθιερωμένος τρόπος διαβίωσης. Μπαίνω στον τορό/ντορό σημαίνει ότι αρχίζω να ακολουθώ ζωή λίγο-πολύ τυποποιημένη και τακτοποιημένη, εξού και η φράση «όταν παντρευτείς, θα μπεις στον ντορό».

Η λέξη υπάρχει σε όλα τα λεξικά. Αναρωτιέμαι όμως αν ξέρουν τη σημασία της οι νεότεροι (ας μας πουν στα σχόλια).

Ο ντορός δεν έχει καμιά σχέση, ετυμολογική ή σημασίας, με το σχεδόν ομόγραφό του, τον ντόρο. Ντόρος είναι ο θόρυβος, η φασαρία, αλλά και οι συζητήσεις και τα σχόλια που προκαλεί ένα γεγονός, θετικά ή αρνητικά, π.χ. Η καινούργια ταινία του έκανε μεγάλο ντόρο. Περιέργως, τα λεξικά προτείνουν (με επιφύλαξη) για ετυμολογία της λέξης «ντόρος» το αρχαίο «τορός», που ήταν επίθετο και σήμαινε «διαπεραστικός, διαυγής» (ήχος).

Να επιστρέψουμε στην παροιμία του τίτλου, που νομίζω πως είναι αρκετά ζωντανή και σήμερα -αν μη τι άλλο, την καταγράφει το σλανγκρ, με την εξήγηση «Έκφραση που χρησιμοποιείται για να εκφράσει προφανείς, οφθαλμοφανείς και αυτονόητες καταστάσεις, ειδικά σε κείνους που αναλίσκονται σε αναζήτηση δευτερευόντων και επουσιωδών λεπτομερειών, παραγνωρίζοντας τα κύρια και μείζονα χαρακτηριστικά», όπου θα προσπεράσουμε το «δευτερευόντων λεπτομερειών».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in πεζοπορία, Παροιμίες, Φρασεολογικά, Χάρτες | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 91 Σχόλια »

Χρόνια σου πολλά, Κατερίνα!

Posted by sarant στο 25 Νοεμβρίου, 2022

Ταξίδευα χτες και δεν είχα καιρό για άρθρο, οπότε εκμεταλλεύομαι το ημερολόγιο για μιαν επανάληψη. Τι εννοώ; Σήμερα είναι της Αγίας Αικατερίνης, γιορτάζουν λοιπόν οι Κατερίνες, οπότε βρίσκω ευκαιρία για να κάνω ένα δώρο, ένα άρθρο δηλαδή αφιερωμένο στο όνομά τους, που έχει και ιδιαίτερο γλωσσικό ενδιαφέρον. Βέβαια, πρόκειται για άρθρο που έχει ήδη δημοσιευτεί, δυο φορές μάλιστα, την τελευταία πριν από 5 χρόνια, αλλά με κάποιες αλλαγές, ανάμεσα στ’ άλλα ενσωματώνοντας πράγματα που είχατε πει στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου (τα σχόλια που, πρέπει να πω, μελαγχόλησα διαβάζοντάς τα καθώς πολλά προέρχονταν από φίλους που έχουν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο).

Η Κατερίνα είναι ένα από τα δημοφιλέστερα γυναικεία ονόματα. Από μια σχετική μελέτη για τα ελληνικά ονόματα, προκύπτει ότι η Κατερίνα είναι το τρίτο συχνότερο γυναικείο όνομα. Φυσικά, το πρώτο συχνότερο όνομα είναι η Μαρία, τουλάχιστον προς το παρόν, γιατί αν κρίνω από τις συμμαθήτριες των παιδιών μου μπορεί σε πενήντα χρόνια να έχει γινει συχνότερο το Φαίδρα ή το Νεφέλη (εντάξει, υπερβάλλω). Όσο για το δεύτερο συχνότερο γυναικείο όνομα, είπα προς στιγμή να το βάλω σε κουίζ, αλλά τελικά είπα να το πάρει το ποτάμι, είναι η Ελένη.

Το επίσημο όνομα είναι, βέβαια, Αικατερίνη, αλλά δεν έχω ακούσει πολλές να τις φωνάζουν έτσι -ήδη και η Κατερίνα έχει τέσσερις συλλαβές, πράγμα που κάτι θειάδες μου στην Αίγινα το θεωρούσαν άτοπο, θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια όμως. Υπήρχε βέβαια η Μεγάλη Αικατερίνη, η τσαρίνα της Ρωσίας, αλλά οι αυτοκράτειρες επιτρέπεται να είναι πεντασύλλαβες (Γιεκατερίνα στα ρώσικα). Έτσι, παρόλο που το Κατερίνα στέκεται και μόνο του μια χαρά και είναι συχνότατο, έχει όμως και άφθονα χαϊδευτικά -παλιότερων εποχών κυρίως, διότι στις νεότερες γενιές υπάρχει γενικά μια αντιπάθεια στα χαϊδευτικά.

Πάντως, υπάρχει, έστω και σπανιότατο, αντρικό όνομα Αικατερίνης, ή τουλάχιστον έτσι είχατε πει στα σχόλια του προηγούμενου άρθρου. Αν κάποιος έχει περισσότερη εξοικείωση με τα εκκλησιαστικά, ας επιβεβαιώσει.

Να πούμε όμως πρώτα την ετυμολογία του ονόματος, η οποία είναι μάλλον περίπλοκη. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι στην αρχή βρίσκεται το γυναικείο (αμάρτυρο) όνομα *Εκατερίνα/Εκατερίνη, θηλυκό του Εκατερός/Εκάτερος που προέρχεται από την αντωνυμία εκάτερος = ο καθένας από τους δυο. Λίγο περίεργο φαίνεται να προήλθε κύριο όνομα από αντωνυμία, αυτή όμως είναι η πειστικότερη εκδοχή. Δεν φαίνεται πιθανή η πρόελευση από την Εκάτη, ενώ για το όνομα Εκατερός υπάρχουν στέρεες ελληνιστικές μαρτυρίες. Πάντως, το λεξικό Μπαμπινιώτη, που δέχεται την προέλευση αυτή, δίνει μτγν. όνομα ΑικατερίνΗ, ενώ στις πρωτογενείς πηγές εγώ βρίσκω αρχικό τύπο ΑικατερίνΑ -η Αικατερίνη θα μπορούσε να έχει προέλθει από τη γενική: η Αικατερίνα-της Αικατερίνης, απ’ όπου θα μεταπλάστηκε νέα ονομαστική. Άλλωστε, στην εικονογραφία και στα απολυτίκια επικρατεί ο τύπος «Αικατερίνα». (Δυστυχώς, το πρόσφατο Λεξικό Κυρίων Ονομάτων του Μπαμπινιώτη δεν το έχω πρόχειρο, οπότε δεν ξέρω αν λέει κάτι καινούργιο).

Πάντως, από πολύ νωρίς υπήρξε παρετυμολογική σύνδεση με τη λέξη καθαρός, και αυτός είναι ο λόγος του th που εμφανίζεται στην αγγλική και τη γαλλική μορφή του ονόματος (Catherine). Η αγία Αικατερίνη, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση (γιορτάζει επίσης στις 25 Νοεμβρίου), ήταν Αλεξανδρινή, εξαιρετικά μορφωμένη και επειδή κατατρόπωσε στη θεολογική συζήτηση πενήντα εθνικούς σοφούς, ο αυτοκράτορας Μαξιμίνος διάταξε να πεθάνει με μαρτύρια. Ωστόσο, οι πρώτες διηγήσεις για τον βίο της εμφανίζονται πολλούς αιώνες μετά, και για το λόγο αυτό η Καθολική Εκκλησία την αφαίρεσε το 1969 από τον κατάλογο των αγίων, λόγω της έλλειψης στοιχείων για την ύπαρξή της. Όμως, φαίνεται ότι οι πιέσεις από τις απανταχού του κόσμου Κατερίνες (σε διάφορες βέβαια παραλλαγές ανά τον κόσμο) ήταν μεγάλες κι έτσι την επανέφερε, κατά παραχώρηση, το 2002. Υποστηρίζεται επίσης ότι η Αικατερίνη μπορεί να είναι το χριστιανικό αντίστοιχο της Υπατίας, δηλαδή πλασμένη από τους Χριστιανούς πάνω στο πατρόν της Υπατίας αλλά με το χριστιανικό θρήσκευμα. Πάντως, το όνομά της φέρει η Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Ετυμολογικά, Ονόματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 98 Σχόλια »