Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Πεθαμένοι που ανασαίνουν (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 18 Νοεμβρίου, 2018


Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, που είναι καρπός των αναδιφήσεών του σε σώματα παλιών εφημερίδων. Ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο, με αρκετό γλωσσικό-λαογραφικό ενδιαφέρον. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει πριν από μερικούς μήνες μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο.

Επειδή το κείμενο είναι εκτενές αλλά και πλήρες, με την έννοια ότι ο Κόρτο έχει και εισαγωγή αλλά και γλωσσάρι, δεν κρίνω σκόπιμο να πω κάτι άλλο. Σχόλια δικά μου μέσα στο κείμενο είναι σε αγκύλες. Αν και πιστεύω ότι η ορθογραφία σε τέτοια κείμενα είναι καλύτερο να εκσυγχρονίζεται, ομολογώ ότι από τεμπελιά το άφησα όπως το είχε ο Κόρτο, δηλ. με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, πλην μονοτονικού.

 

ΟΙ «ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ»,

ΕΝΑ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ

Τα αποσπάσματα τα οποία ακολουθούν προέρχονται από ένα εκτενές κείμενο με γενικό τίτλο «Πεθαμένοι που ανασαίνουν» και υπότιτλο «από το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου που πέθανε μέσα στη φυλακή από φυματίωσι», το οποίο δημοσιεύτηκε σε 29 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή, από την 9η Ιουλίου έως την 6η Αυγούστου 1926. Το συνολικό κείμενο διαρθρώνεται σε ένα σύντομο προοίμιο και τρία κυρίως κεφάλαια, άνισα σε έκταση και χωρισμένα σε επιμέρους υποκεφάλαια με ξεχωριστούς τίτλους το καθένα. Πρόκειται για δημοσίευμα μικτού χαρακτήρα, δημοσιογραφικού και συγχρόνως λογοτεχνικού, στο οποίο περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο οι εντυπώσεις ενός υποδίκου από τις πρώτες μέρες της εισόδου του στην φυλακή και ενόσω αυτός βρίσκεται σε αναμονή για έκδοση αποφυλακιστηρίου, το οποίο φαίνεται ότι περιμένει ματαίως. Στο προοίμιο του κειμένου εκδηλώνεται σε δραματικό τόνο ο πόνος των φυλακισμένων και καταδικάζεται η αναλγησία του Νόμου. Στο πρώτο και στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η κύρια διήγηση, ενώ επίσης αποδίδονται εκτενείς διάλογοι του πρωταγωνιστή με κρατουμένους, οι οποίοι αφηγούνται εντυπωσιακές ιστορίες της φυλακής. Ενδιαμέσως στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας παραθέτει μία έκθεση των συνολικών προβλημάτων τα οποία μαστίζουν τους φυλακισμένους, κατακρίνει με φλογερό λόγο την άθλια κατάσταση των σωφρονιστικών καταστημάτων, υποδεικνύει τους υπαιτίους και προτείνει άμεσες λύσεις.

Σκίτσο της 10.7.1926

Υπό αυτήν την έννοια, καθώς το δημοσίευμα συνδυάζει στοιχεία προκλητικής αφήγησης αφενός, καταγγελίας αφετέρου, οι «πεθαμένοι που ανασαίνουν» θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στην ευρύτερη σειρά των ρεπορτάζ λογοτεχνικού ύφους τα οποία συνέταξαν γνωστοί Έλληνες συγγραφείς (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μιχαήλ Μητσάκης, Πέτρος Πικρός, Κώστας Βάρναλης, Θέμος Κορνάρος κλπ) ύστερα από επισκέψεις τους σε φυλακές ή άσυλα. Ωστόσο ο συντάκτης του εν λόγω κειμένου είναι ανώνυμος. Η φυλακή όπου διαδραματίζεται η αφήγηση δεν κατονομάζεται ευθέως (πιθανότατα πρόκειται για την Παλιά Στρατώνα), ούτε αναφέρεται ο ακριβής χρόνος εισόδου του αφηγητή στην φυλακή· παραλείπεται επίσης η αναφορά του παραπτώματος για το οποίο κατηγορείται. Συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί άμεσα αν τα περιγραφόμενα του κειμένου αποτελούν προϊόν πραγματικής εμπειρίας προσωποκράτησης, δημοσιογραφικής αυτοψίας σε κάποιον χώρο φυλακής ή ενδεχομένως γέννημα λογοτεχνικής φαντασίας.

Σε κάθε περίπτωση το κείμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από λαογραφικής και κοινωνιολογικής απόψεως, διότι οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες, έστω και αν δεν προέρχονται από αυθεντική μαρτυρία, οπωσδήποτε αντικατοπτρίζουν τους στερεότυπους συνειρμούς του εγγράμματου κόσμου για την ζωή των φυλακισμένων κατά την διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οπωσδήποτε ορισμένα μοτίβα τα οποία συναντώνται στο κείμενο εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα στην ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Για παράδειγμα το θέμα της εισαγωγής απαγορευμένων ειδών στην φυλακή με την βοήθεια μίας γυναίκας εμφανίζεται ήδη στην «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1903): «Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου» (βλ. ιστοχώρος Α. Παπαδιαμάντης). Παρόμοια εικόνα απαντάται στο διήγημα «Η γυναίκα του Μαλή» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1927): «Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα στα ρούχα της» (Παπαντωνίου, 2011, σελ.159). Θεματικές αναλογίες εντοπίζονται βεβαίως και στην μεταγενέστερη λογοτεχνία, όπως η σκηνή ενθάρρυνσης του παλιού κρατούμενου προς τον νεοφερμένο, στο ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου «ο μοδίστρας» (1962): «Έλα, ρε, μη το κρεμάς βαρίδι το πράμα. Φυλακή είναι, καλά περνάμε και δίνουνε και γάλα στο αναρρωτήριο.» (Τσιφόρος 2013, σελ.19). Ειδικότερα στο δημοσίευμα της «Απογευματινής» η τυποποιημένη απόδοση της ζωής των φυλακισμένων ενισχύεται και από μία σειρά συνοδευτικών σκίτσων, τα οποία είναι μάλλον γελοιογραφικού ύφους, μολονότι το ίδιο το κείμενο δεν διακρίνεται από χιουμοριστικό τόνο.

Παράλληλα αρκετές από τις παρουσιαζόμενες καταστάσεις, καθώς και ορισμένα περιστατικά του κειμένου, βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις λαϊκές αφηγήσεις, τα αστικά λαϊκά τραγούδια και τα επιθεωρησιακά νούμερα σχετικής θεματολογίας. Η ιεραρχία των κρατουμένων μέσα στην φυλακή, το πόστο και η εκμετάλλευσή του, ο τζόγος και η αυτοδικία αποτελούν στοιχεία της αφήγησης του Μπαγιαντέρα για τον Σακαβλιά (ή Σακαφλιά) και τον Αντωνίτση (Χατζηδουλής 1996, σελ.109). Μία εξιστόρηση αποτυχημένης δραπέτευσης και βίαιης προσαγωγής των δραπετών στην φυλακή περιλαμβάνεται στην αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη (Gauntlett 1992, σελ.64). Στιγμιότυπα χασισοποσίας στην φυλακή όπως και βιαιοπραγίας ή απειλής βίας ανάμεσα στους κρατουμένους εμφανίζονται σε ρεμπέτικα τραγούδια διαφόρων υφολογικών κατηγοριών, όπως είναι το παραδοσιακό «μες του Συγγρού την φυλακή», ηχογραφημένο με την Μαρίκα Παπαγκίκα (1926), «ο Γιάννης ο χασικλής» του Γιάννη Δραγάτση (1931), «η φυλακή είναι σχολείο» του Κώστα Μπέζου (1931) κ.α. Το εκδικητικό πάθος του φυλακισμένου εναντίον της άπιστης γυναίκας αποτελεί το θέμα τραγουδιών όπως «ο καημός της φυλακής» του Γιώργου Καμβύση (1933) ή «ο ισοβίτης» του Μάρκου Βαμβακάρη (1935). Η εισαγωγή παρανόμων ειδών στην φυλακή θίγεται στο τραγούδι «βρε μάγγες δυο στη φυλακή» του Κώστα Τζόβενου (1934). Το μοτίβο του διαλόγου μεταξύ μορφωμένου και «μάγκα», με τον πρώτο να αδυνατεί να καταλάβει την αργκό την οποία χρησιμοποιεί ο δεύτερος, απαντάται σε επιθεωρησιακά σκετς όπως «το λεξικό του μάγκα» του Κίμωνα Καπετανάκη, με ερμηνεία του Πέτρου Κυριακού (1930).

Διηγηματικές και ποιητικές εκφράσεις όπως οι προαναφερθείσες, σε συνδυασμό με δημοσιευμένα σκίτσα, φωτογραφίες και λοιπό υλικό της εποχής, διαμορφώνουν εν τέλει ένα αρχετυπικό πλαίσιο απεικόνισης της ελληνικής φυλακής του Μεσοπολέμου. Πιθανότατα είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σε ποιον βαθμό αυτές οι σχηματοποιημένες παραστάσεις αποτυπώνουν την πραγματικότητα ή αναπαράγουν μία γενικότερη μυθολογία περί του υποκόσμου. Στην περίπτωση του δημοσιεύματος της «Απογευματινής», ο ίδιος ο συγγραφέας δείχνει να αμφισβητεί τις αφηγήσεις των συγκρατουμένων του, γράφοντας χαρακτηριστικά τα εξής: «Εις όλα αυτά που έμαθα δεν έδωκα μεγάλην πίστιν, διότι ανεκάλυψα στο ολιγόωρο διάστημα που είμε εδώ μέσα, ότι η φαντασία των ατυχών αυτών υπάρξεων είνε προηγμένη εις σημείον απίστευτον». Ωστόσο η δύναμη του συνολικού κειμένου παραμένει μεγάλη, διότι διαπνέεται από αισθήματα επιείκειας και συμπόνιας για τους καταδικασμένους, ενώ και στις επιμέρους εξιστορήσεις ξεδιπλώνεται κάποτε ένας αξιοθαύμαστος κώδικας τιμής, ο οποίος βρίσκει την κορυφαία του έκφραση στην άρνηση του συλληφθέντα δραπέτη να μαρτυρήσει τους συνεργούς του: «Αλλά και αν από το πολύ ξύλο αναγκαζόμουνα να τα “ξεράσω” πώς θα στεκώμουνα μέσα στο προαύλιο από τους μακαντάσηδες;».

Αναμφίβολα το παρουσιαζόμενο ανυπόγραφο κείμενο συμβαδίζει με την τάση των δημοσιογράφων της εποχής να ανακαλύψουν και να αναδείξουν την νεοελληνική λαϊκότητα. Αυτή η πτυχή της αρθρογραφίας επιβεβαιώνεται από ένα εκτενές σύνολο προπολεμικών δημοσιευμάτων, περιγραφικών της λαϊκής ζωής και του λαϊκού πολιτισμού (πολλά εκ των οποίων μας έγιναν γνωστά από τις σημαντικές εργασίες του ερευνητή Κώστα Βλησίδη). Γενικότερα η δημοσιογραφική πένα του Μεσοπολέμου συναντήθηκε με την λόγια λογοτεχνική παραγωγή, αλλά συνάμα και με λαϊκότερες μορφές τέχνης, επιδρώντας εν μέρει στον καθορισμό καθαυτής της λαϊκότητας. Σε τελευταία ανάλυση η επίδραση αυτή συνιστά μία σπουδαία συμβολή στην διαμόρφωση του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Α΄

Πριν ή αρχίσω της εντυπώσεις –διότι αποφάσισα μέχρι της ημέρας της απελευθερώσεώς μου εντεύθεν να κρατώ σημειώσεις – από την πρώτη μου είσοδο και την κατόπιν εν τη φυλακή διαμονή μου, θα παραθέσω την διδασκαλίαν που μου έκαμεν ένας άλλος συγκρατούμενος στο Τμήμα των Μεταγωγών, παληός τρόφιμος των φυλακών, από την εποχή όπως μου έλεγε που ήτο η φυλακή, «αβέρτα».

 

Όταν ήταν «αβέρτα»

-Και δεν μου λες, σε παρακαλώ, ετόλμησα να τον διακόψω, τι θα πη «αβέρτα» η φυλακή;

Ο συγκρατούμενος μου έρριξεν ένα βλέμμα οίκτου διά την άγνοιάν μου και αφού ετοίμασεν έναν «τσιγαρλίκι» -τσιγάρο με χασίς- με έστειλεν εις την πόρτα να φυλάω «τσίλιες» μήπως έλθη ο «δίκοζος» και τον μπανίση που το «τραβάει».

-Άκου το λοιπόν αρφός [σύντμ. του αδερφός, μάγκικη κλητική], για να ξέρης· αβέρτα πάει να πη η φυλακή, όταν μπορούσαμε και διευθύναμε ’μεις ’κει μέσα· φύλακες δεν είχαμε τότε στης αυλές, ούτε τολμούσε κανείς να ’μπη μέσα στης κάμαρες από τους σταυρωτήδες, που μας φύλαγαν μόνον απ’ έξω. Ο πειο δυνατός, το καλλίτερο παλληκάρι διηύθηνε τα «ψημάρια»1. [Κανονικά πρέπει να γραφτεί ψιμάρια. Ψιμάρι ή ψιμάρνι είναι το αρνί που γεννιέται αργότερα από το άλλα και μεταφορικά ο πρωτόπειρος, ο αρχάριος, ο άβγαλτος -ΝΣ]

»Τότε ’μπάζαμε και του πουλιού το γάλα ακόμη μέσα στη φυλακή, το «μαυράκι» -πρόκειται για το χασίς- σβώλοι ολόκληροι στης τσέπες μας, μαχαίρια, πιστόλια, σουγιάδες ελεύτερα, κανένας δεν ψαχνότανε από ’μας, αλλά και ποιος τολμούσε να ’γγίξη απάνω μας.

»Ο «νταλαβεριντζής»  -τύπος μαίτρ ντ’ οτέλ- του καθεμιανού θαλάμου τον ’ξόφλαγε πι και φι και κατόπι τον τραβάγανε για το «σπιτάλι» -νοσοκομείο.

»Η κόχλα –κοκκαΐνη- ακόμα δεν μας είχε μασκαρέψη».

Εν τω μεταξύ είχε ζαλισθή από το κάπνισμα και άλλου τσιγάρου περιέχοντος χασίς και απεκοιμήθη στη «στρωματιά του» -θέσις δι’ ύπνον, η οποία ή καταλαμβάνεται διά παλληκαριάς ή δια χρημάτων, διότι άλλως είνε βέβαιον, ότι θα παραμείνη κανείς όρθιος μέχρι πρωΐας ή παρά την «βούταν»2 βρωμερόν τινα κάδον.

Κάποιος κατηγορούμενος επί διαρρήξει κατά συρροήν μου προσέφερεν θέσιν εις το «γιατάκι» του, όπου άρχισα συζήτησιν με τον έτερον των παρακοιμωμένων μου αισχροκερδή γνωστόν έμπορον, ο οποίος εκ δευτέρου επρόκειτο να «επισκεφθή την Παληά» ως καταδικασθείς με δεκαήμερον φυλάκισιν και ο οποίος μεταξύ των άλλων που μου διηγείτο για την ζωή που έκαμε την πρώτη φορά εκεί μέσα, μου εξέφραζε τον πόνον του για ένα δαχτυλίδι μεγάλης αξίας που του έκλεψαν την ώρα που εκοιμάτο.

-Από ενωρίς δύο κατάδικοι σε πρόσκαιρα δεσμά μου έδωσαν και έπια πολύ τσίπουρο και την ώρα της κατακλίσεως ήμουνα μεθυσμένος, διότι είχα τόσες ’μέρες να πιω κάτι. Έγειρα να κοιμηθώ και το πρωί δεν είχα το δαχτυλίδι μου.

Έγιναν ανακρίσεις και έρευναι, αλλά το αποτέλεσμα τίποτε.

Αν είναι δυνατό μέσα σε μια αχυρώνα να βρεθή βελόνι!

Τι τα θέλεις, κύριέ μου, εκεί μέσα τίποτε δεν χάνεται, λέγουν οι προϊστάμενοι, και όμως όλα εξαφανίζονται· από το πορτοφόλι μέχρι του φαγητού για τίποτε δεν είνε κανείς βέβαιος, ότι θα είνε αφεντικό και την άλλη μέρα και παρ’ όλο το ξύλο που προσφέρεται σε ’κείνους που πιάνονται επ’ «αυτοφώρω» ή αν καμμιά «σουπιά» «αμώλησε μελάνι»3, δηλ. κάποιος μαρτύρησε στους φύλακας τον κλέφτην, ή έπειτα από ξύλο γερό και επισταμένο ψάξιμο μέχρι του σημείου να ξεκαρφώνονται τα σανίδια του πατώματος, εν τούτοις παρ’ όλα αυτά, η «παληά μας τέχνη κόσκινο» οι «μανιταρτζήδες», «οι παπιτζήδες» για να μη ξεχάσουν τη παληά τους δουλειά εξακολουθούν το «βούτηγμα».

Αλλ’ εκείνο που θα υποστής χωρίς συζήτησιν, παρ’ όλο που ίσως θελήσης να κάμης τον έξυπνο, αν βάλη ο διάβολος το ποδάρι του και σε προφυλακίσουν, είνε η απάτη.

Έχουν να σου κάμουν «φέστες» οι διάφοροι «αβαντουριέρηδες» που θα τρίβης τα μάτια σου και θα χτυπάς το κεφάλι σου γι’ αυτό πώς έμπλεξες μαζί τους. Εγώ σου συνιστώ «αν πέσης μέσα» να μη κάμης παρέα με κανένα γιατί θα με θυμηθής.

 

Στο νούμερο το 11

Σκίτσο της 12/7/1926

Χάρις εις τας συστάσεις γνωστού μου κρατουμένου, όταν ήλθεν η ώρα πειά που έπρεπε να μπω οριστικώς στη φυλακή, ως υπόδικος, διότι μου είχε κοινοποιηθή από της προηγουμένης το ένταλμα της προφυλακίσεως, εγλύτωσα το κόψιμο των μαλλιών μου και με ετοποθέτησαν στο πειό καλλίτερο δωμάτιο «στο νούμερο το 11», αφού προηγουμένως κατεγράφην εις την δύναμιν της φυλακής υπ’ αριθ.580.

Δύναμις ολοκλήρου συντάγματος τροφοδοτείται εδώ μέσα και απασχολεί πολυάριθμον υπηρεσίαν για την εξασφάλισιν της ησυχίας της κοινωνίας!

Άρα γε όλοι αυτοί οι άνθρωποι να εγκλημάτισαν; Τον ειρμόν των σκέψεών μου που εγεννώντο στο μυαλό μου την ώραν της καταγραφής, διέκοψεν ένας κακοντυμένος χωρίς κολλάρο με την εις όχι και τόσον φιλικό τόνον προσταγήν:

-Αβάντι, κύριος, πάμε τώρα να σου δείξω την κάμαρά σου. Έχεις ρούχα για ύπνο; Εις αρνητικήν απάντησιν συνέχισε:

-Και τότε πού θα κάμης «γιατάκι» απόψε κακομοίρη; Τι το πήρες εδώ για ξενοδοχείο αδιατίμητο; Για καλό που σου θέλω ’ξηγήσου τώρα και ειδοποίησε τους δικούς σου να σου φέρουν καμμιά κουβέρτα γιατί θα παγώσης στο κρύο. Αν θέλης κατρακύλα κανά ψιλό και ειδοποιάω εγώ.

Τον επληροφόρησα, ότι δεν έχω δικούς μου ανθρώπους για να μου φέρουν ρούχα και τούτο γιατί νόμιζα, ότι για μια νυχτιά δεν άξιζε τον κόπο να ενοχλήσω τους γνωστούς μου, αφού ήμουν βέβαιος, ότι θα απεφυλακιζόμην την επομένην πολύ πρωί (!) κατά τας διαβεβαιώσεις του δικηγόρου μου.

Στερεότυπος ελπίς πάντων των προφυλακιζομένων.

Το «πετσί» και ο «δικηγόρος»

Ο συνοδός μου καθ’ ην στιγμήν με ωδηγούσε προς τον μοιραίον θάλαμον, μου προσέθεσε με ύφος συμβουλευτικό:

-Εγώ που με βλέπεις, έχω τρία χρονάκια σκαστά εδώ μέσα, μη νομίζεις όπως πως είμαι «πρωτάρα», έχω «πέσει μέσα» και άλλες δυο φορές, αλλά τότε ψιλοδουλειές και δεν τις πλήρωσα ακριβά, τώρα όμως δεν την πέτυχα καλά να την «σκαπουλάρω» γιατί με πιάσαν οι σταυρωτήδες τη στιγμή που είχα μπανίσει το «πετσί»4.

-Ποιο πετσί, τον διέκοψα.

-Θεωρία θα σου κάμω εγώ τώρα; Θα τα μάθης εδώ μέσα, έχεις καιρό, που αναγκαστικώς θα ξεσκολίσης το Πανεπιστήμιό μας, αυτό που το λέτε σεις οι γραμματιζούμενοι φυλακή.

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στην πρωτήτερη κουβέντα μας, αφού πρώτα μου δώσης ένα τσιγαράκι και με κεράσης ένα καφεδάκι».

Με ωδήγησε σ’ ένα υπόστεγο χρησιμοποιούμενο από ένα μουστακαλή για καφφενείο και ήπιαμε καφφέ με σόδα, ή μάλλον το αντίθετον.

Γιατί άρα γε βάζουν τόση πολλή σόδα στον καφφέ; Ίσως γιατί το φαγητό τους είνε πολύ δύσπεπτον!

-Λοιπόν που λέγαμε αν δεν έχεις ανθρώπους να σου φέρουνε πράγματα για να κοιμηθής, εγώ θα σου ’ξεκονομήσω όλα τα «νεσεσέργια» αρκεί ν’ ακούγεσαι5, μπήκες;

-Υποθέτω, ότι μπήκα, τον διέκοψα, αφού είμαστε μαζί μεσ’ τη φυλακή αυτή τη στιγμή.

-Αχα χούχα! Λεξικό θέλεις για να καταλάβης, εγώ σε ρωτάω αν έχης λεφτά για ν’ αγοράσης τα πράγματα που σου χρειάζονται για να κοιμηθής;

Όταν τον διεβεβαίωσα, ότι έχω μερικά χρήματα μαζί μου, άλλαξε τόνο στη συνομιλία μας.

Με πήρε και κάναμε βόλτες στο προαύλιο, οι θάλαμοι ήσαν κλειστοί, ως ο κανονισμός επιβάλλει από της μεσημβρίας μέχρι της 3ης απογευματινής, όχι για να ξεκουρασθούν οι κρατούμενοι, αλλά γιατί δεν υπάρχει αρκετή δύναμις φυλάκων! ως με επληροφόρησε ο Μίστος –έτσι τον λέγανε.

Μου υπεσχέθη, ότι θα με πάρη υπό την προστασίαν του και ότι θα μου εξοικονομήση παν το αναγκαίον.

-Εδώ, κύριος, βρίσκει κανείς ό,τι θελήση, και του πουλιού το γάλα ακόμη, αρκεί «ν’ ακούγεται» να κρατάη η τσέπη του δηλαδής. Φαγητά θέλουμε θα τα’χουμε, γλυκά θελήση η ψυχή μας στο μινούτο θα τα φέρη ο τροφοδότης της φυλακής, το ούζο θα μας το φέρνη η ίδια η ψάχτρα6, τον «δικηγόρο» όταν γουστάρης θα τον έχουμε στην τσέπη μας ψημένο.

-Εγώ έχω δικό μου δικηγόρο, σ’ ευχαριστώ.

-Μωρέ πρώτη φορά νταλαβερίζεσαι με ανθρώπους; «Δικηγόρο» λένε το «μαύρο» το χασίσι και όχι τις φαγάνες, τους μπαγαπόντες, τους δικολάβους.

-Γιατί άρα γε το λέτε το χασίς, δικηγόρο7; Μήπως γιατί και τα δύο αυτά είδη έχουν προσωρινήν τονωτικήν δύναμιν και άφθονον παροχήν ελπίδων ανεκτελέστων;

-Επειδή όμως εσύ φαίνεσαι σαν κύριος, αν ποθήσης τον γιατρό και αυτόν τον έχουμε σούμα.

-Ποιο γιατρό8;

-Την κόχλα, την κοκαΐνη αρφός. Αυτή δα μη μου κρύβεσαι, θα σ’ αρέση.

Δεν του απήντησα γιατί εγώ αγωνιούσα να ιδώ το δωμάτιο που θα παρέμεινα μέχρι της άλλης…ημέρας.

Ετόλμησα να τον παρακαλέσω να με οδηγήση εις το δωμάτιόν μου.

-Τι λες; Εδώ μέσα ο καθένας δίνει και το σακκάκι του για ν’ απολάψη λίγο αέρα και ένα κομμάτι λιακάδα και συ βιάζεσαι να πας να κλεισθής μέσα! Έχεις ώρες και μέρες και χρόνια να καθήσης που θα μπουχτήσης αυτή τη ζωή και θα ποθήση η καρδούλα σου λιγάκι κοινωνία· μα να σου πω όμως και ’δω μέσα δεν είνε κι’ άσχημα, αν είσαι καταφεριντζής και ’ξηγιέσαι όμορφα κι’ ωραία και ’δω θα περάσης καλά και θα σ’ εχτιμάμε όλοι, αφού δα θάχης κι’ εμένα να σου κρατάω «αβάντα» και δεν θα «κοτίση» κανένας να σου «βάλη χέρι».

Χωρίς να τολμήσω πεια να τον διακόψω και να του ζητήσω να μου επεξηγήση τας ακαταλήπτους για μένα φράσεις του τον άφησα και μου διηγήθη πώς κατώρθωσε να προσφέρη υπηρεσίαν εις την φυλακήν και να μην τον κλείνουν με τους άλλους την ίδια ώρα.

Ξεκουράσματα ψυχής

-Αν έχης μέσα πολλά στο Μινιστέριο και ξέρεις καλά γραμματάκια, όχι σαν και μένα που δεν έβγαλα ούτε την πρώτη μεγάλη του Καραμάνου γιατί πήγαινα στα «μάρμαρα» -Ακρόπολις- ή στης «κολόνες» -Στήλαι Ολυμπίου Διός- να βάλης να μιλήσουνε στην επιστασία και να σε πάρουνε στο γραφείο να δουλεύης· αν δεν θέλεις να γράφης τότε να σε πάνε στο νοσοκομείο. Εγώ όμως δεν σου το συνιστώ αυτό γιατί θα σε χάσουμε από τη παρέα μου και έχω εγώ παρέα τα καλλίτερα παιδιά της «μπάτσικας» ένα κι’ ένα.

Ο Νίκος ο Σμυρνιός θα μας τραγουδάη αμανεδάκια που θα πηγαίνει το κέφι γόνα, ο Αντωνάκης θα μας κάνη να γελάμε γιατί φαίνεται, ότι έχει κάμει βοηθός στου Μόλλα9 αν και λέει, ότι πούλαγε ντομάτες και πατάτες, το Περικλάκι μας θα σε μάθη τη «σκαλέτα», ο Γιώργος ο χωροφύλακας θα μας παραστήνει τον «Ερμή του Αρταξέρξη», το «τηλέφωνο», τον «πεθαμένο», ο Νίκος ο ζωγράφος θα μας ’ξιστοράει πώς μπουκάριζε στα σπίτια για «βούτηγμα» και ο Μαργέτης ο λήσταρχος πόσες φορές γλύτωσεν από του Χάρου τα δόντια όταν δέκα χρόνια τον κυνηγάγανε οι σταυρωτήδες σαραντακορωνάδες στα κατσάβραχα του Βελουχιού.

Εγώ το λοιπό σου συνιστώ να’ρθής στη δική μας τη κάμαρη και όχι με τους «κυρίους» που σε βάλανε στο «11». Εκεί έχει μοναχά κολλάρο και απενταρία· όλοι τους είνε «σελέμιδες» και «σελεμιάζουν» στο καθένα καινούργιο· από φιλότιμο; ας τους να πάνε στο διάβολο· ούτε ένα σπυρί δεν έχουνε· ό,τι κι’ αν τους πης και τους προσβάλης δεν απαντάνε, δεν θυμώνουνε, δεν παρεξηγιούνται αναμεταξύ των, αυτοί είνε σαν τις παληογυναίκες· παιδιά καλά μόνο στο δικό μου το θάλαμο θα’βρής. Έπειτα κι’ αν θελήσης να παίξης μ’ αυτούς λίγη πασέτα δεν μπορείς γιατί αυτοί θέλουν πόκερ. Τίποτε, τίποτε θα’ρθής με μας, εγώ θα ’ξηγήσω αύριο ένα δικό μου παιδί «μακαντάση πρώτης» πού ’νε στην πόρτα –στην είσοδο της φυλακής- να «ψήση» την επιστασία να σε φέρουνε κάτω μαζί μας. Όσο για κρεββάτι, επειδής χάμου έχει «τσιμεντιά» θα βγάλω –α! ξέχασα να σου πω, το νταλαβέρι στο 3 είνε δικό μου, αλλ’ επειδής δεν ευκαιρώ να το δουλέψω το ενοίκιασα στο Φόντα από τη Μάνη και οικονομιώμαστε καλά και μαζί με μας και τρία-τέσσερα άλλα καλόπαιδια που πέσαν «ταπί» στη φυλακή– για κρεββάτι το λοιπόν, μη σε νοιάζει. Εγώ είμαι ’δω· θα βγάλω ένα που μας κάνη τον «τσαγκό» και θα ξαπλώσης εσύ. Το λοιπόν θέλεις;

Του απήντησα, ότι θα μείνω εν τω μεταξύ στο δωμάτιο που μ’ ετοποθέτησαν και αργότερον θα αποφασίσω.

-Καλά όπως θέλης, εγώ σου ’ξηγήθηκα καλά και θα με θυμηθής. Τώρα ευκόλυνέ με για λίγες μέρες. Θέλω ένα «παππού» να μου δώσης κι’ εγώ είμ’ εδώ. Κανένα δεν θ’ αφήσω να σου «ξηγηθή» άσχημα.

-Τι είνε ο παππούς, φίλε μου, τον ηρώτησα.

-Α! ναι, ξέχασα ότι είσαι αξεύγαλτος, αλλά και «ψημάρι». Παππούς θα πη το κατοστάρικο, και «σεντόνι»10 το χιλιάρικο. Δος μου το και μη σε μέλλει. Εγώ θα σου το ξεπληρώσω καλά.

Αναγκάσθηκα να του δώσω εκατόν δραχμάς και τον είδα την στιγμήν που άνοιγα το πορτοφόλι μου να ρίχνη άπληστα βλέμματα στης θήκες του.

Εβεβαιώθηκα, ότι είχε κατορθώσει να ξέρη καλλίτερα από μένα πόσα λεφτά μου απέμειναν έπειτα από την γενναίαν αφαίμαξιν που μου έγινε στο τμήμα από τα άλλα τα «συντρόφια».

Εν τω μεταξύ μου είχε καπνίση ολόκληρο το πακέττο με τα σιγάρα και ετόλμησα να του συστήσω να μη…κάνη κατάχρησι του καπνού, διότι θα τον βλάψη εις την υγείαν.

Επί τω ακούσματι της συστάσεώς μου άρχισε να βγάζη ένα γέλοιο κτηνώδες και πειρακτικό συνάμα για μένα που με έκανε να του ζητήσω πληροφορίας περί του αιτίου.

-Βρε παιδί μου, μού συνιστάς να μη καπνίζω πολύ για την ’γεια μου! μωρέ εδώ μέσα αν δεν καπνίσης τέσσαρα με πέντε κουτιά το μερονύχτι θα πεθάνης από τρέλλα. Μονάχα με το τσιγάρο πάνε η πίκρες κάτω· δεν φοβάσαι να μαραζώσης· γιατί ξέρεις τι είνε να σκέφτεσαι ότι όλος ο κόσμος γλεντάει όξω στην κοινωνία, και συ εδώ μέσα τίκεσαι από τον καϋμό! Ξέρεις τι θα πη να έχουμε «επισκεφτήριο» και σένα να μη σε ζητάη κανένας να σου φέρη ένα κουτί τσιγάρα, ένα γλυκό, δύο παρηγορητικά λόγια;

»Εδώ μέσα όλοι θα ξεχάσουν εκτός από την μάνα σου, αν δεν πεθάνη –κούφιος ο τόπος που τ’ ακούει- από τον καϋμό της γιατί ξέρεις, καθώς μας έλεγε της προάλλες κάποιος που ήταν εδώ μέσα πολυδιαβασμένος, «η κοινωνία είνε σκανδαλωδώς επιεικής στους ενόχους, ενώ αυστηρότατα κατακρίνει τον κρατούμενον»· τώμαθα απέξω γιατί μ’ άρεσε. Μοναχά από τη μάνα σου να περιμένης να σε θυμάται».

Ήθελα να τον πληροφορήσω, ότι θα έρχωνται εκτός των πολλών φίλων μου και κάποια κυρία, η οποία με τιμά δια της γνωριμίας της.

-Μωρ’ αρ’φέ δεν ξέρεις τι σου γίνεται από κοινωνία· άκου να σου διηγηθώ κάτι για να μπης στο νόημα τι θα πη φυλακή και ποιος θα σε θυμάται.

 

Ένεκα το «φιλότιμο»

Σκίτσο της 18.7.1926

-Πρόπερσι, σχεδόν τέτοιο καιρό, είχε πέση στη φυλακή ένα παλληκάρι πρώτης, φιλότιμο με το παραπάνω, το μαυράκι δεν του’λειπε από το γιλέκο και επειδής ήτανε «καλό παιδί» το βάλαμε συμμέτοχο στο νταλαβέρι και του δίναμε και μια μικρή μίντσα [= μίζα] από τον καφενέ γιατί βοήθαγε στους λογαριασμούς, ήξερε καλά γραμματάκια. Τον μπάσανε μέσα για λόγους τιμής, επειδής κάποιο τσογλανάκι λιμοκοντόρος σε μια μπυραρία της πλατείας της Αλεξάνδρας στον Περαία –ήταν Περαιώτης ο φίλος μας, τσιμάλι πράμα- του πείραζε την αδερφή του και ο Νώντας –καλή του ώρα, όπου είνε αυτή τη στιγμή που τον αναφέρνουμε- ασίκικο παιδί δεν μπορούσε να τη χωνέψη αυτή τη προσβολή· πήρε μια στιλετιά και αφού «μαστούρωσε» καλά, τον μπλοκάρισε στα Κρητικά και του’βγαλε τ’ άντερα όξω. Την άλλη μέρα τον τσακώσανε και μας τον φέρανε.

«Στης πρώτες ημέρες η γυναίκα του μαζί με την αδελφούλα του ερχόντουσαν ταχτικά, έπειτα όμως από κάνα δύο μήνες η γυναίκα του έπαψε να’ρχεται γιατί στο επισκεφτήριο μια Κυριακή πρωΐ της έκαμε ένα γερό επεισόδιο και της τα’πε από την καλή επειδή έμαθεν ο μακαντάσης μας, ότι η λεγάμενη της νύχτες ξενοκοιμάται και δεν του φέρνει τίποτε για «χαρτζιλίκι», αφού είχε ’μπη μέσα σε χρέος δύο παππούδες –έπαιζε ο ’βλογημένος ζάρι, σακατλίκι τώχε, αφού είχε βάλει μια βραδυά και το σακκάκι του και το’χασε και όταν κατέβαινε στο επισκεφτήριο του’δινε ο Τάκης το δικό του.

«Το λοιπόν το παιδί υπέφερε πολύ και για λεφτά και από την αγάπη –την αγάπαγε ο βλάκας σαν τρελλός- αλλά και από φιλότιμο· δεν είχε μάτια να σηκώση να μας ιδή· κάποιος ’θέλησε μια βραδυά να τον πειράξη για τη εγκατάλειψι της γυναίκας του, αλλά του’δωκε μια στο «δόξα πατρί» που τον έκανε να ’δη το ουράνιο τόξο.

»Μια μέρα ο Νώντας έλαβε τη γερή απόφασι· παρεκάλεσεν ένα φοιτητή που είχαμε τότες στην κάμαρη –κατηγορείτο για απάτη, πλαστογραφία και υπεξαίρεση- και του’καμε μια πανταχούσα, που αφού της τα κοπάναγε στην αρχή για καλά, μετά το’στριβε –εκειός ο φοιτητής θα γίνη μια μέρα καλός δικηγόρος, αν λευτερωθή με το καλό γρίγορις και αν δεν το ξανακάνη- μα το γύρισε τόσο όμορφα, πως δήθεν την συγχωράει και την παρακαλάη να’ρθή να τον ιδή.

»Δεν θέλω τίποτε άλλο, αγαπητή μου γυναικούλα, της έγραφε, ούτε μετρητά ούτε φαγητόν, μόνον τα μάτια σου να αντικρύσω». Τώμαθα απ’ έξω γιατί μου άρεσαν αυτά τα λόγια, ποιητικά λόγια, ε; γεμάτα σημασία, ε για, και μ’ αυτή τη σημασία που έπρεπε τα’γραψε κι’ αυτός.

Το κόλπο έπιασε και σ’ ένα πρωϊνό επισκεφτήριο εκεί που περιμέναμε –σαν τη Λαμπρή που την περιμένουν τα μικρά παιδάκια- να ακούσουμε από τον καθαριστή να μας φωνάζη τ’όνομά μας -γιατί θα είχαμε «βίζιτα»- ακούμε:

-Ο Νώντας από το Τρίο!

Εκείνη τη στιγμή ο Νώντας έρριχνε τη ζαριά του και κέρδισε· ο Νίκος ο Καρύπης του λέγει

-Να, βρε παιδιά, που ξεδγιαλίνουν ψεύτικα πολλές φορές η παροιμίες! κυττάχτε το Νωντάκι μας και στο μπαρμπούτι κερδίζει και στην αγάπη, δεν ανθιστίκατε πως τον ζητάνε στο επισκεφτήριο; Το δίχως άλλο θα’νε η γκομινούα11, με το συμπάθειο ήθελα να ’πω η γυναίκα σου.

Ο Νώντας τινάχτηκε όρθιος σαν να του ρίξαμε παγωμένο νερό στην σπονδυλική στήλη, πήρε ένα πάκο από το κρεββάτι, που τώχε κρυμμένο τράβηξε για το αποχωρητήριο και σε λίγο τον είδαμε να κατεβαίνη της σκάλες του επισκεφτηρίου με το σακκάκι του Τάκη κουμπωμένο και φουσκωμένο.

Δεν είχανε, αρ’φέ μου, μιλήση ούτε δύο κουβεντούλες και παφ! η πλατεία μας έγινε ανάστατη από της φωνές· οι φυλάκοι χυμίξανε μέσα με τα πιστόλια στα χέργια, ενώ η φρουρά έβγαλε με το ζόρι τους επισκέπτας όξω.

Τον Νώντα μας τον τραβήξανε όξω και τον βάλανε στο μπουντρούμι –να σε φυλάξη ο Θεός να το ’δης -και όμως, όχι μόνο το είδα, αλλά και έμεινα μέσα δύο μέρες- τη γυναίκα του σε κακά χάλια την πήγαν στο Δημοτικό νοσοκομείο.

-Μα πώς την χτύπησε, το ’ρώτησα, με μαχαίρι;

-Μαχαίρι δεν τον αφήναμε εμείς να σέρνη μαζύ του, γιατί ήταν, όπως σου είπα, πολύ οξύθυμο παιδί. Της έκαμε το κακό πολύ όμορφα και πολύ ωραία που αν κατόρθωνε να ξεφύγη από τα δόντια του χάρου, δεν θα μπορούσε ποτέ να την ιδή άνθρωπος.

-Δηλαδή, τι της έκανε;

 

Και το γόητρον απεκατεστάθη

-Άκου, το λοιπόν, αφού θέλεις να μάθης και να το κάμης και ’συ αν σου «λάχη» τέτοιο κακό, αν και δεν πιστεύω να σου’ρθη «ράστη» εσένα. Μόλις την έπιασε με το’να χέρι μεσ’ από τα άτιμα αυτά τα κάγκελα, που τα βλέπουμε μέρα και νύχτα μπρος στα μάτια μας, όπου κι’ αν στρίψουμε, με τ’ άλλο της έχυσε στα μούτρα ένα μπουκάλι βιτριόλι και της τα’καμε τατάρ-παζαρτζίκ· έπειτα αμέσως με μια γρηγοράδα που τον θαύμασαν όλα τα παιδιά που ήσαν δίπλα του και δεν μπόρεσαν να τον προλάβουν, αν και ο Βαγγέλης με τον Γεώργαρο από την Τζιά το κάμανε από σκοπού και δεν επεμβήκαν, της έδωσε μια με τη σπασμένη μπουκάλα –για αυτό είχε πάη στο αποχωρητήριο, να σπάση τη μπουκάλα έτσι που να’νε σα χίλια μαχαίρια- που στο μινούτο τα μούτρα της όμορφης Μαρίτσας άλλαζαν φόρμα· της έβγαλε το’να μάτι, της κατακοματιασθήκανε τα όμορφα μάγουλά της και της ξέσχισε τη μύτη της, για την οποία η Μαρίτσα –κατά το λέγειν του Νώντα- καμάρωνε, γιατί ήτανε, λέει, «Ελληνικιά», σάμπως οι δικές μας είνε Τούρκικες!

Δε σου λέω, το παιδί έφαγε πέντε χρονάκια «μετά λήξεως» άνευ «συγχώνεψι», γιατί εδώ μέσα άμα κάμης έγκλημα, δε συγχωνεύεται με τ’ άλλα σου «τσαμπουκαλίκια», αλλά στη συνείδησι τη δική μας σηκώθηκε πολύ· έπειτα από λίγες ’μέρες μας τον ’ξαναφέρανε από το μπουντρούμι· γλέντι εκείνη τη βραδυά!

Σκίτσο της 14.7.1926

Όλοι είχαμε «μαστουρώση» «μέχρι Παναΐα», οι λουλάδες πήγαιναν και ’ρχόντουσαν και την άλλη ’μέρα του δώσαμε και άλλα δύο νταλαβέρια να τα εκμεταλλεύεται αυτός. Τ’ αξίζανε αρ’φέ μου. Τέτοιο ασήκικο παιδί του’πρεπε να το βάλουμε κορώνα στο κεφάλι μας. Μας είχε ξεντροπιάση. Τώρα είναι στην Αίγινα, γιατί μάλωσε κάποτε με την υπηρεσία για κάποια ψιλοδουλειά, επειδής, λέει, έπαιζε το «παπά» μ’ ένα «τζε»12 και του ’ξηγήθηκε άσχημα, δηλαδή του πήρε ένα «σεντόνι» και του γύρισε μοναχά ένα «παππού» και όταν του αντιμίλησε, τον έκαμε «τ’ αλατιού».

Εκείνην την στιγμήν εχτύπησε ένα καμπανάκι και σε λίγο ενεφανίσθησαν οι φύλακες και ξεκλείδωσαν της πόρτες των θαλάμων.

-Άϊντε τώρα, πάμε στο δωμάτιο και έπειτα σου συνεχίζω.

Ανεβήκαμε μια σκάλα και από μέσα από ένα υπόστεγο εμπήκα σ’ ένα δωμάτιο, που εφωτίζετο από δύο παράθυρα, χτισμένα κατά το ήμισυ.

Ο Μήτσος έκαμε τις σχετικές συστάσεις σε μια παρέα που ήταν ξαπλωμένη χάμω στις κουβέρτες και έτρωγε μπακλαβάδες και έφυγε γιατί τον φωνάζανε κάτω.

Ένας ψηλός, με τζογέ πανταλόνι, κομπωτή μπότα, στριμένο μουστάκι, λιγδωμένες αφέλειες και μια κρεατοεληά στην αριστερή άκρη του στόματός του, με εκάλεσε να καθήσω μαζύ τους.

Όταν είδαν, ότι δεν μπορώ να καθήσω, όπως αυτοί –άλλοι με τσακισμένα τα γόνατα, άλλοι σταυροπόδι και άλλοι «ξάπλα»- μου προσέφεραν ένα σκαμνάκι.

Ο «ψιλός» -μου αρέσει αυτή η προσωνυμία και έτσι τον αποκαλούσα αργότερα όταν γίναμε φίλοι- μου προσέφερε μια «καφετιά» και το πακέτο του για να το «στρίψη», γιατί, λέει, δεν το γουστάρη το έτοιμο και δεν θέλει να γίνεται «κορόιδο» και να δίνη τσάμπα τα ψιλά του.

Με ηρώτησε από πού κατάγομαι και όταν του είπα ότι είμαι ντόπιος, είδα να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του ευχαρίστησις.

-Μπράβο, είμαστε όλοι Περαιωτάκια στην παρέα θα περάσουμε καλά. Αλήθεια, δεν μας είπες, γιατί κατηγορείσαι;

Τους εξιστόρησα την υπόθεσιν εν ολίγοις.

Μερικοί χαμογελάγανε την ώρα που μιλούσα ένας ξυρισμένος –εφαίνετο κύριος, όπως πρέπει- έγυρε στο αυτί του διπλανού του και κάτι του είπε, πάντως για μένα, γιατί και οι δύο τους σε λίγο με πρόσεχαν επισταμένως.

Ένας κοντός ξανθός αξύριστος από μέρες με λερό πουκάμισο σηκώθηκε και φεύγοντας μου λέγει:

-Δεν το κόβεις πατριώτη, σε τα ’μας, πας να πουλήσης αυτές τις μπαρούφες;

Ο «ψιλός» του επέβαλε σιωπή με την λέξι «σκασμός».

Εστενοχωρήθηκα, διότι τόσον φανερά μου εξεδήλωσεν απιστίαν στα λόγια μου και εξέφρασα παράπονα.

-Μη στενοχωριέσαι για το επεισόδιον, μου είπε ένας χονδρός- μα πολύ χονδρός κοιλαράς- κύριος έτσι είναι εδώ μέσα· θα σου ’πούνε κάτι, θα πης και συ κάτι· μη τα πέρνεις τα πράγματα ακέρ· ξέρεις εδώ όσοι έρχονται δεν λέγουνε ποτέ την αλήθεια και αν ’πη κανείς το σωστό, όπως έγινεν η πράξις, δεν τον πιστεύουνε, με τη διαφορά ότι δεν το εκδηλώνουν οι άλλοι, ενώ ο Κώστας πριν σου το είπε γιατί έχει βίτσιο να πειράζη όλους όσοι μπαίνουν για πρώτη φορά εδώ.

 

***************

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Β΄

 

Τη πρώτη βραδυά

-Θέλεις να μάθης λοιπόν, ποιοι είναι αυτοί οι τρεις κύριοι, με ηρώτησεν ο «ψιλός» θα σου τους συστήσω αμέσως.

Έγιναν αι σχετικαί συστάσεις. Ο ένας είνε ο Μπασιάκος13 που κατηγορείται για το φόνο του Μωραΐτη στη Μαλακάσα· ο Θεός να με συγχωρή αν απατώμαι, αλλ’ εσχημάτισα την γνώμην, ότι το έγκλημα διεπράχθη υπ’ αυτού του ιδίου. Είθε να διαψευσθώ14.

Ο Μάκης –όπως ακούω να τον φωνάζουνε- με υπεδέχθη με μια ευγένεια επαρχιώτικη ανάμικτη με πολλήν δόσιν ψευτοπαλληκαρισμού με έβαλε και εκάθησα στο κρεββάτι του –ένα λι ντε καν σκεπασμένο με πολύχρωμες κουβέρτες- και μου προσέφερε τσάι από το καφφενεδάκι, κατόπιν διαταγών που έδωσε σε τρεις κακοντυμένους, οι οποίοι επρόσεξα, ότι τον εσέβοντο και σχεδόν έτρεμον μπροστά του.

Ήρχισε να μου εξιστορή τα της υποθέσεώς του και να μου τονίζη, ότι οριστικώς θα «σκαπετουλάρη» από ’δω μέσα.

Τον διέκοψα για να μου εξηγήση τι εννοεί.

-Δεν φαντάζομαι βέβαια να αθωωθώ γιατί με κυνηγούν πολλοί αντίθετοι στα φρονήματα πατριώτες μου, αλλά θα γλυτώσω απ’ αυτή τη σκλαβιά αλλοιώς. Το σπίτι μου ευτυχώς έχει τόσα λεφτά που μπορώ να πετύχω πολλά.

Κατά την ώραν της κουβέντας μας προσέρχονται διάφοροι κρατούμενοι και λαμβάνουν διαταγάς και χρήματα από τον Μπασιάκο για να ετοιμάσουν το δείπνον.

-Σήμερα, μου λέγει, δεν είχα «επισκεπτήριο» και δεν μου φέραν τίποτε· τι να γίνη, θα έρθουν αύριο, που είνε και Κυριακή μάλιστα και θα’ρθούν και αι φιλενάδες· θα σου πω γι’ αυτές άλλη ώρα· τώρα σου λέω μοναχά, ότι έχω της περισσότερες αγαπητικιές από όλους εδώ μέσα και μάλιστα της γνώρισα εδώ μέσα άλλες μεν από συστάσεις που μου έγιναν στον «πλάτανο» και άλλες που ήλθαν μόνες τους να μου πουν, ότι μ’ αγαπούν γι’ όσα διάβασαν στης εφημερίδες και να μου προσφερθούν να με βοηθήσουν με ό,τι τρόπο θέλω εγώ.

Εκείνη τη στιγμή ήλθε και εστάθη εμπρός μας, ένας αξύριστος, χωρίς κολλάρο, με παληόρουχα και παπούτσια σχισμένα τόσο πολύ που εφαίνοντο τα δάκτυλά του, και μου εζήτησε τσιγάρο.

-Πάρε δύο και ας το διάβολο απ’ εδώ παληο-Φαρδέλο, του λέγει ο Μπασιάκος.

-Σεις είσθε ο Φαρδέλος15; τον ηρώτησα.

-Ναι εγώ είμαι που θα ήμουν εκατομμυριούχος σήμερα, αν δεν μου βρίσκανε το βαλιτσάκι.

-Φεύγα, Φαρδέλο, δεν έχουμε όρεξι να σ’ ακούσουμε, ο κύριος (δεικνύων εμένα) τώρα μπήκε μέσα και δεν έχει όρεξι ν’ ακούση, αύριο τον πιάνεις στην αυλή και του τα λες.

Ο Φαρδέλος έφυγε και επήγε σε μια άλλη παρέα –καταχραστών, ως έμαθα- η οποία τον ήρχισε στην κοροϊδία, μέχρι σημείου αξιολυπήτου.

Σε λίγο μπήκε στον θάλαμο ένας με κοστούμι υπενωμοτάρχου χωρίς κορδόνια –φύλαξ α΄- ως μου είπαν κατόπιν.

Όλοι εσηκώθησαν όρθιοι και εις προσοχήν και πέταξαν τα τσιγάρα τους.

-Καινούργιος είσαι ’συ; μ’ ερωτά.

-Ναι, κύριε ενωμοτάρχα, το μεσημέρι ήλθα, αλλά στενοχωρούμαι γιατί δεν απεφυλακίσθην ακόμη, αφού έκαμα ανακοπήν του εντάλματος.

-Γιατί δεν απεφυλακίσθης ακόμη ρωτάς; κύριέ μου ακόμη δεν σε ίδαμε, θέλεις να φύγης κιόλας; Α! εδώ δεν τους αφήνουμε εύκολα να φύγουν τους επισκέπτας μας, μη βλέπεις, ότι μπήκες εύκολα στην οξόπορτα· όσο εύκολα μπαίνει κανείς τόσο δύσκολα βγαίνει· κατάλαβες ότι έχεις να περάσης επτά πόρτες για να φτάσης στο δρόμο· άσε, ότι για το έγκλημα που κατηγορείσαι θα σου κόψουν στην πλάτη το λιγώτερο καμμιά δεκαπενταριά χρονάκια. Λοιπόν φρόνιμα να κάμης ’δω μέσα, ούτε τον τσαγκό ούτε τον βλάκα· εδώ χρειάζεται υπομονή και φρονιμάδα και να το πάρης απόφασι, ότι θα τα φας τα δεκαπέντε.

Δεν του απήντησα τίποτε, διότι μου εγύρισε τις πλάτες και άρχισε να ψάχνη τους τοίχους όπου ήσαν κρεμασμένα τα ρούχα των κρατουμένων, εφαπτόμενος της ασβέστου για να ιδή μήπως υπάρχει καμμιά τρύπα κεκαλυμένη.

-Μην ιδώ κανένα και ξαναβάλει πρόκα στο τοίχο, θα τον σπάσω στο ξύλο· τα ρούχα σας θα τα κρεμάτε στους στύλους –δύο στύλοι να δεχθούν 50 ανθρώπων16 κουστούμια και λοιπά πράγματα;

Σε λίγο έφυγεν· ο Μπασιάκος σκύβει στο αυτί και μου λέγει:

-Σε πήρα από τη πρώτη στιγμή που μπήκες μέσα για καλόν άνθρωπο και τίμιο. Θα σου πω κάτι: φαντάσθηκες γιατί έγινεν αυτή η έρευνα στους τοίχους; Έγινε για μένα· φοβούνται μη τους φύγω μα πού θα μου παν! Ας είνε έχουμε πολλά να πούμε μαζί άλλες μέρες που θα γνωρισθούμε καλλίτερα.

-Σ’ ευχαριστώ για τη τιμή που μου κάμεις, του είπα· και με περιβάλλεις δια της εμπιστοσύνης σου, αλλ’ εγώ ελπίζω να αποφυλακισθώ απόψε.

-Δηλαδή απόψε δεν βγαίνεις από ’δω μέσα, αλλ’ ούτε και αύριο και μεθαύριο· μοναχά γράψε στους φίλους σου έξω να σου φέρουν ρούχα να κοιμάσαι και να φροντίζουν για την υπόθεσί σου να μην αργήση να ’βγη το παραπεμπτικόν βούλευμα, ώστε να πας γρήγορα για δίκη και κατόπιν φροντίζεις και με καμμιά χάρι ή αναστολή και ’βγης από ’δω σε λίγα χρόνια.

-Μα γιατί μου τα λέτε αυτά και με στενοχωράτε, του είπα, εγώ δεν έκαμα τίποτε που να μου βαρύνει την συνείδησιν και θεωρώ τον εαυτό μου αθώο.

-Και ’γω τον θεωρώ αθώο τον εαυτό μου, αλλά δεν τον θεωρούν οι άλλοι και πρέπει κανείς αυτούς να ρωτάη, διότι αυτοί σ’ έχουν στα χέργια τους. Αλλ’ αφού επιμένεις, σου συνιστώ να φροντίσης να βγη το αθωωτικόν βούλευμα γρήγορα μήπως δεν κάμει και ένα χρόνο.

-Ένα χρόνο;

-Ίσως και περισσότερο. Προχθές απεφυλακίσθη ένας από τα χωριά του Καρπενησιού με αθωωτικόν βούλευμα, αφού κάθησε δεκατέσσαρας μήνες προφυλακισμένος· κατηγορείτο επί κλοπή ενός ρολογιού και ήτο απένταρος· εγώ τον συντηρούσα, μου έπλενε τα πιάτα και μου γέμιζε τη στάμνα νερό. Είχε πουλήση εδώ μέσα όλα τα ρουχαλάκια του και κοιμώτανε στο τσιμέντο· άμα με μετέφεραν εμένα εδώ τον λυπήθηκα και τον πήρα στην υπηρεσία μου. Δεν είνε όμως μοναχός αυτός, έχει τόσους άλλους εδώ μέσα που βγαίνουν αθώοι ή με βούλευμα ή στην αποδεικτική διαδικασία αφού καθήσουν μήνες ολόκληρους υπόδικοι, εάν δεν έχουν πεθάνη από την πείνα ή την φθίσι, ή το μαράζι.

Προ μηνός πέθανε ένας που κατηγορείτο για διάρρηξι –τα άρθρα του Ποινικού Νόμου που τον παρέπεμπον είχαν ποινήν προσκαίρων δεσμών- μετά δέκα μέρες από τον θάνατό του, ο κλητήρ της Εισαγγελίας έφερε το απαλλακτικόν βούλευμα δι’ ου διετάσσετο η «εκ των φυλακών απόλυσίς του, εάν δεν κρατείται δι’ άλλην τινά αιτίαν» εννοείται, ότι ο συχωρεμένος το είχε λάβει πριν το αποφυλακιστήριον δια το Α΄ Νεκροταφείον· είχε προσβληθή από καλπάζουσαν φυματίωσιν.

Σε λίγο κτύπησε πάλιν το καμπανάκι και άκουσα από το προαύλιο φωνές:

-Εμπρός, εμπρός, γρήγορα στα δωμάτια.

Οι κρατούμενοι καληνυχτίζοντες ο ένας τον άλλον εισήρχοντο εις τους θαλάμους και σε λίγο το διαμέρισμά μας ήταν ασφυκτικώς γεμάτο.

Μπαίνει ένας φύλαξ και με φωνήν Στέντορος εις λα μινόρε φωνάζει:

-Εις γραμμήν. Προσοχή!!

Όλοι μας εμπήκαμε στη γραμμή, σιωπηλοί και εν τελεία στρατιωτική προσοχή.

Ένας υπαρχιφύλαξ με στολήν ανθυπασπιστού Χωροφυλακής, χονδρός από την Αλεξάνδρειαν, -ναυάγιο κοινωνικό, ως έμαθα, για να δεχθή να είνε εθελοντής φυλακισμένος- εισέρχεται με ύφος Σκιπίωνος του Αφρικανού, εις τον θάλαμον.

-Αυτός είνε ο Χίντερμπουργκ17, μου λέγει ο διπλανός μου, πρόσεξε μη κουνηθής, πας χαμένος, θα κοιμηθής απόψε στον «μονόματο».

-Σκασμός, εσύ βρε, του λέγει ο αποκληθείς Χίντερμπουργκ, μη νομίζεις πως δεν καταλαβαίνω εγώ· βρε τσόγλανε, εγώ έκαμα στις Ιταλικές φυλακές κρατούμενος δέκα μήνες τραβώ φορσέ, δηλ. καταναγκαστικά έργα και ξέρω από της μπαγαποντιές της φυλακίστικες. Όταν μπαίνω εγώ μέσα θα είσθε όλοι ξεροί, κόκκαλο, θα σας πάρη ο διάβολος τον πατέρα και θα σας σηκώση εάν πιάσω κανένα να βγάλη τσιμουδιά, να ξύση την μύτη του.

«Εσύ τι κάνεις αυτού, βρε; Τρως; Βρε ποιος μπήκε μέσα στο θάλαμο και τρως ακόμη, δεν έχεις μετά καιρό να περιδρομιάσης; Κρεμοτσακίσου και σήκω απάνω.»

Ένας γέρος με άσπρα μαλλιά και με καλήν εμφάνισιν φάνηκε να στριμώχνεται με τους άλλους για να μπη στη γραμμή.

-Δεν τώξερα, κύριε αστυνόμε, σήμερα με φέρανε, του λέγει με Επτανησιακόν τονισμόν και δεν φανταζόμουν, ότι πρέπει να σηκωθώ από το φαγητό μου για να με μετρήσετε. Μπας και δε μπορείς, τσόγια μου, να κάμης τη δουλειά σου, αφού εγώ δε σ’ εμποδίζω. Δεν είνε στρατών εδώ να σταθώ προσοχή· έπειτα και τα σκυλιά όταν τρώνε δεν τα ενοχλούν.

Ο «Χίντερμπουργκ» εξεμάνη:

-Τράβα τον, φύλαξ, για το μπουντρούμι για να μάθη άλλοτε να μιλάη που νομίζει, ότι είνε στο σπίτι του. Εδώ είναι φυλακή, εδώ είσθε όλοι πουλημένα τομάρια! Δεν το κατάλαβες εσύ ρε ακόμη, ότι τώρα δεν είσαι παρά ένας αριθμός. Τώρα θα μάθης πολλά πράματα εδώ. Πάρτονε, φύλαξ, σε διατάσσω.

Ο Μπασιάκος ξεχωρίζει από τη γραμμή και προχωρεί προς το εκμανέν όργανον.

-Για λόγου μου, σε παρακαλώ, κυρ Δημητράκη, χάρισέ του την· από ’δω και μπρος θα είνε «καλό παιδί»(!) Θα τον δασκαλέψω εγώ την νύχτα, άμα ξαπλώσουμε. Δεν «μπήκε» ακόμη στην υπόθεσι.

-Καλά, ρε Μάκη, για σένα του το χαρίζω το πειθαρχείο· εσύ ξεντροπιάζεις σε όλα το θάλαμο και σ’ εχτιμάω. Να μη ξανανοίξη όμως το στόμα του γιατί θα τον στείλω εξορία στην Άμφισσα ή στο Ιτσί-Καλέ.

Με τι στόμφον μιλεί αυτός ο υπαρχιφύλαξ! Σαν να είμεθα όλοι εδώ μέσα, όχι άνθρωποι, όπως αυτός.

Το μέτρημα ετελείωσε μετά δέκα λεπτά –τέσσαρες φύλακες έκαμαν επί πέντε φορές λάθος, δια να συμφωνήσουν στον αριθμό 52, όσοι δηλ. είμεθα.

Φεύγοντας με τους άλλους φύλακας άκουσα καλά να κλειδώνεται η πόρτα δηλ. να βάζουν τρία λουκέτα και να κάνουν λεπτομερή έρευναν εάν δεν είνε οι ρεζέδες στη θέσι τους.

Ευθύς, ως μας κλείδωσαν, άρχισεν η προετοιμασία δια το εσπερινόν φαγητόν από τους φτωχούς –βοηθούς των ευπορούντων.

Σκίτσο της 23.7.1926

Εφημερίδες εστρώθηκαν χάμω για τραπεζομάντηλα, καραβάνες με φαγητά από την «κοινωνία», αγορασθέντα από τον τροφοδότη, κουραμάνα μαύρη και ξερή –που είχε διανεμηθή μεν το μεσημέρι, αλλ’ είχε ψηθή προ ημερών- κρομμύδια, μαρούλια, εληές, φάβα, νερόβραστα ξερά φασόλια –τα τελευταία τρία είδη πωλούμενα και εντός της φυλακής από έναν επιχειρηματίαν, θησαυρίζοντα εις βάρος της τσέπης και της υγείας των κρατουμένων- εσερβιρίσθησαν, εις άλλα μεν γκρουπ απ’ όλα αυτά και εις άλλα μόνον το ψωμί και οι εληές που εδόθησαν το μεσημέρι στο συσσίτιο –πέντε (!!) και αυτές σκουλικιασμένες!

Και το «μάσημα» άρχισε δι’ όσους είχαν να φάγουν, διότι τρεις παρέμενον στα «γιατάκια» των, χωρίς να ετοιμασθούν για τραπέζι.

Εγώ προσεκλήθην από τον Μπασιάκο να «τιμήσω» το «φτωχικό» τους που ητοιμάζετο μαζύ με άλλους πέντε. Φτωχικό! Είκοσι άνθρωποι θα εκαλότρωγαν από τα εδέσματα, τα γλυκίσματα και τα φρούτα και ολίγον ορεκτικό, τσίπουρο Τυρναβίτικο.

-Μα επιτρέπεται να πίνουν εδώ μέσα; ερώτησα έναν από την παρέα του Μπασιάκου.

-Άμα έχης λεφτά, κύριέ μου, επιτρέπεται, άμα δεν έχεις, δεν επιτρέπεται.

Το τραπέζι έτοιμο και οι υπηρέται! όρθιοι μας εσέρβιραν. Όλοι εκάθησαν χάμω· άλλοι οκλαδόν και άλλοι αλά Τούρκα ξαπλωμένοι στης κουβέρτες, εκτός εμού που μου ήταν αδύνατο να τοποθετηθώ κατ’ αυτόν τον τρόπον· ευρέθη ένα σκαμνάκι –παρετήρησα, ότι ο μόνος που έχει εδώ μέσα όλα τα αναγκαιούντα είδη, είνε ο Μπασιάκος –και άφησα τον εαυτό μου επ’ αυτού.

Οι σύντροφοι έτρωγαν σαν να είχαν ’μέρες να ιδούν φαγητόν. Εγώ με μεγάλην στενοχώρια επήρα κάτι.

-Σύντροφε, μου λέγει ένας, αν νομίζης, ότι μπορείς να βγάλης φυλακή έτσι χωρίς να τρως, θα πεθάνης γρήγορα εδώ μέσα.

«Πρέπει να το ρίξης όξω· φαΐ, ύπνο και ξεχασιά. Αυτό σου συνιστούμε ’μεις που μπήκαμε στο θέμα. Φάε το λοιπόν και άσε της μελαγχολίες· δεν βλέπεις εμένα; Εγώ τρώω πέντε φορές την ημέρα· το πρωί μόλις ανοίξουν, στο συσσίτιο, το απόγευμα, αυτήν την ώρα και τα μεσάνυχτα.

-Σας προσκαλούμε απόψε στο απρέ-σουπέ, διακόπτει κάποιος άλλος από το διπλανό τραπέζι! –τρόπος του λέγειν. Έχουμε κάμη μια καλή προετοιμασία. Έχουμε φυλάξη πολλά πράγματα από εκείνα που μου έφερεν η αρραβωνιστικιά μου.

Το δείπνο ετελείωσε και άρχισεν ο τόνος των φωνών να γίνεται πειό δυνατός.

Σε λίγο ο θάλαμος υπερεπληρώθη καπνών από τσιγάρα και χασίς.

Έξω έβρεχε και έκανε πολύ κρύο, γι’ αυτό οι περισσότεροι των κρατουμένων δεν ήθελαν να ανοιχθούν τα ψευτοπαράθυρα για να καθαρίση ο θάλαμος.

Ένας από την παρέα μου εσηκώθη και έφερεν από την «θέσιν» του ένα πακέτο μεγάλο με πάστες, αι οποίαι κατεβροχθίσθησαν εν ακαρεί, ως και τα πλουσιοπάροχα εδέσματα πριν. Ο ένας από τους τρεις που δεν είχαν δειπνήση, τον έπιασα να μας κυττάζη με βλέμμα ζήλειας.

-Γιατί κατηγορείται εκείνος εκεί κάτω; ηρώτησα την παρέα μου.

Όλοι εγέλασαν άμα άκουσαν την ερώτησίν μου.

-Α, αυτός είνε ο μεγαλείτερος απατεών των Ελληνικών φυλακών, μου απήντησεν ένας, αυτός τους διαβαίνει όλους εδώ μέσα. Δεν σου λέω και στην κοινωνία μπλοκάρει κανείς με τέτοιους, αλλά πίστεψε ότι εδώ μέσα είνε οι πιο επικίνδυνοι.

Για το καλό που σου θέλουμε όλοι μας, αφού φάγαμε ένα κομμάτι ψωμί μαζύ, να μη πέσης στα βρόχια του, γιατί πας χαμένος. Θα σε γδύση, θα σου πάρη και το σακάκι ακόμη. Φυλάξου επίσης να μην του πης το μυστικό της υποθέσεώς σου, ούτε κανένα άλλο της ζωής σου, ούτε ποιους ξέρεις στην κοινωνία, γιατί θα στείλη ανώνυμα γράμματα στους ανακριτάς και από τους δικούς σου θα ζητάη χρήματα οφειλόμενα δήθεν από σένα.

-Για απάτη κατηγορείται, τους ηρώτησα.

-Για μια απάτη μοναχά; Για συρροή απατών, μου λέγει ένας κύριος τραπεζιτικός υπάλληλος, ο οποίος είχε κάμει «γερή μπάζα» ως άφηνε να υπονοηθή από την εμφάνισί του.

Και όλοι μαζί άρχισαν να μου διηγούνται τα εντός και εκτός της φυλακής κατορθώματα του μεγάλου αυτού απατεώνος.

Αλλά τι μ’ ενδιαφέρουν αυτά εμένα; Γιατί μου τα λένε, μήπως τάχα θα μείνω και αύριο εδώ μέσα στον τάφο των ζωντανών για να προφυλαχθώ;

Έμαθα, ότι το αποφυλακιστήριο άμα έλθη, πρέπει να εξέλθη ο κρατούμενος αυτοστιγμεί· ναι, αλλά γιατί δεν μου το έφεραν ακόμη;

Ίσως να ’πήγε σε καμμιά ταβέρνα ο κλητήρ της Εισαγγελίας και εμέθυσε και αναγκασθώ να μείνω ολόκληρη νύχτα εδώ μέσα.

Α! αυτό είνε φρικτό, είνε απάνθρωπο, είνε άνομο, να εξαρτάς την προσωπική σου ελευθερία από τα γούστα του δικαστικού κλητήρος, ο οποίος με επληροφόρησαν, ότι αν δεν πάρη γερό μπαχτσίσι από τους ενδιαφερομένους του κρατουμένου, ή δεν του έχει δώση προκαταβολή δώρου ο μετ’ ολίγον ελεύθερος, μπορεί να τον περιμένη –έτσι για εκδίκησι- και ώρες και ’μέρα ακόμη και ουχί σπανίως και τρία ημερονύχτια, έως ότου ευδοκήση να εξευμενισθή, αφού λάβει το πουρμπουάρ!

-Μα πώς μπορεί να σας κρατάει στη φυλακή ο κλητήρ; ηρώτησα.

-Πώς; Ευκολώτατα. Διορθώνει το εν τη αποφυλακιστηρίω διαταγή αριθμόν του εντάλματος της προφυλακίσεως και δεν μπορεί η επιστασία των φυλακών να σε αποφυλακίση. Πρέπει να επιστραφή το αποφυλακιστήριον στην Εισαγγελίαν, να διορθωθή και να ξαναγυρίση να το φέρη ο κλητήρ. Λοιπόν αυτά τα πράγματα είνε πολύ σπουδαία, όταν δεν έχεις άνθρωπο να παρακαλή, να ικετεύση, να δωροδοκήση τον κλητήρα για να διορθώση την «βρωμιά» που έκαμεν εις βάρος της ελευθερίας ενός ανθρώπου, ή μάλλον όχι ενός αλλ’ όλων όσοι βγαίνουν από εδώ, οι οποίοι πρέπει να πληρώσουν τον φόρον αυτόν.

-Έχω ιδή εγώ, διακόπτει ένας άλλος κρατούμενος από τους…υπηρέτας μας που εστέκετο όρθιος, αναμένων διαταγάς, έχω ιδή εδώ μέσα ένα χρόνο τώρα που είμαι υπόδικος, ανθρώπους με υπογεγραμμένην την διαταγήν της αποφυλακίσεως να περιμένουν 3 και 4 ημέρες για να τους φωνάξη ο καθαριστής «Ο τάδε τα ρούχα του και στρι»18.

-Καλά, αλλά δεν διαμαρτύρεσθε γι’ αυτήν την κατάστασι; απετάνθην προς την παρέα μου.

-Να διαμαρτυρηθούμε, αρ’φέ μου, μού απαντά ένας με κόκκινο ζουνάρι, λιγδωμένη αφέλεια τζογέ παντελόνι, μυτερές μπότες και με κομπολόγι από τάστα, και με κόκκινη φούντα –πολλοί βλέπω έχουν εδώ μέσα κομπολόγια με κόκκινες φούντες, που τα παίζουν με ένα περίεργο τρόπο, πολύ εκνευρισμένο. Να διαμαρτυρηθούμε, είπες; Μα σε ποιον και πώς; Με γράμματα; Να τα δώσουμε στους δικούς μας; Δεν μπορούμε γιατί τους ψάχνουν, όταν φεύγουν· να τα ρίξουμε στο κουτί; Αυτό τ’ ανοίγουνε, όταν δεν…χωράει άλλα και τότε πάλιν γίνεται λογοκρισία από την υπηρεσία και μας τα σχίζουν.

-Το σχετικόν άρθρον του Συντάγματος περί απαραβιάστου των επιστολών, εδώ δεν ισχύει ατονούν και διά τας εισερχομένας και διά εξερχομένας επιστολάς με επληροφόρησεν ένας νεαρός, επαγγελόμενος τον θεράποντα της Θέμιδος.

-Να διαμαρτυρηθούμε, λες αρ’φέ μου, συνεχίζει ο Λάκης –έτσι τον αποκαλούσανε- μα πώς αλλοιώς; Στην επιστασία; Μα ευκολώτερα μπορείς να ’δης τον Πάπα παρά έναν υπαρχιφύλακα και όχι μάλιστα παραπάνω απ’ αυτόν, αλλά κι’ αυτός ζήτημα είνε αν καταδεχθή να σ’ ακούση· να βγούμε στην αναφορά; Έχουμε μήνες ν’ ακούσουμε καμπανάκι για τέτοιο πράμμα.

«Να φωνάξουμε; Πάει καλά, αλλά αυτοί οι αναθεματισμένοι τοίχοι είνε πολύ ψηλοί και δεν ακούγεσαι απ’ έξω, ούτε και όταν θα δέρνεσαι επί διαταράξει της κοινής…αναισθησίας. Ώστε, «σακούλα τον μπούρμπουλα»19, υπομονή και τσιμουδιά και να εύχεσαι στο Θεό να σου δίνη ’γεια και να σου φέρουν λεφτά γιατί αλλοιώς άμα πέσης χάμω άρρωστος.

-Σαλί μουά λε πλατάν, προσθέτει ο νεαρώτερος της ομηγύρεως, ο «τζαμένιος» ή «στραβός» αποκαλούμενος, διότι, ίσως, εφαίνετο το κορδόνι κάποιου μονυέλου, στηριχθέντος κάποτε στο μάτι του και σε στιγμές που θα ήλπιζε καμμιά γερή «μπάζα».

 

***************

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Γ΄

 

-Μα τι σου είπε τέλος πάντων ο γιατρός, τι διάγνωσιν έκαμε;

-Μου είπεν, ότι δεν είνε τίποτε η αρρώστειά μου και ότι σε λίγο θα είμαι καλά· μόνον «σκιερότητα των κορυφών αμφοτέρων των πνευμόνων» έγραψε σε κάποιο χαρτί. Εκείνο το οποίο με στεναχωράει είνε γιατί βήχω και δεν μπορώ να κοιμηθώ, πυρετό δεν έχω παρά μόνον 37 και κάτι γραμμές και μόνον το απόγευμα· αν με το φκιάξιμο του καιρού γίνω καλά! αλλά στενοχωριέμαι από φαΐ, γιατί το συσσίτιο δεν μπορώ να το φάω και πολλές φορές μένω νηστικός· ας είνε καλά ο κυρ-Μήτσος με περιποιείται με το παραπάνω· γάλα μου δίνει, όταν του φέρνει το σπίτι του, χαρτζιλίκι πάντοτε, τσιγαράκια «πλέντι»20, κρεατάκι και γλυκά.

Εύχομαι ο Θεός να του δώση χίλια καλά· τ’ αξίζουν αυτού του παιδιού όλα τ’ αγαθά· έχει κι’ αυτός πυρετό, λέει και φοβάται. Τι κουτός που είνε! πυρετός σαν τον δικό μου –γιατί κι’ αυτός 37 και 2 έχει τ’ απόγευμα- είνε πυρετός; Τότε τι να πουνε οι άλλοι που καίονται με το 40 και 40 και μισό και δεν έχουν μια γουλιά νερό να δροσισθούν!

Σταμάτησε τη κουβέντα του γιατί άρχισε να βήχη ξηρά με ένα βήχα σαν να βγαίνη από τα έγκατα της φυλακής και να βγάζη πτύελα.

-Μη φοβάσαι δεν είνε τίποτε, θα έχης κρυώση, προσεπάθησα να τον παρηγορήσω, ενώ είμαι βέβαιος, ότι πρόκειται περί φυματιώσεως. Σε λίγες μέρες θα σου σταματήσει ο βήχας και θα σηκωθής.

-Τόσο γρήγορα δεν πιστεύω, γιατί έχω κρυώση· πήρα μια γερή πούντα, όταν με είχαν δέκα ’μέρες στο μπουντρούμι με το νερό δεκαπέντε πόντους.

-Τι θα πη με το νερό;

-Δεν σου τα είπανε πριν οι άλλοι που έτρωγες μαζί τους, ότι έχουμε τον μονόματο; Άκου το λοιπόν να μάθης τι μου συνέβηκε. Της πρώτες ’μέρες του περασμένου χινόπορου είχαμε σχεδιάση εγώ και άλλοι τρεις εδώ μέσα στο θάλαμο να σκαπετουλάρουμε, να αποδράσουμε δηλαδής· αφού καταστρώσαμε τα σχέδιά μας και γίναμε και «αδέρφια» βάλαμε ’μπρος τη δουλειά· την νύχτα όταν όλοι κοιμώντουσαν ημείς δουλεύαμε· δηλαδή τρώγαμε το τοίχο με δύο πηρούνια και ένα κουτάλι. Τη πρώτη βραδυά κουρασθήκαμε πολύ γιατί ο ασβέστης ήτανε πολύ σκληρός και δεν μπορούσαμε να τον ρίξουμε· της άλλες όμως ’μέρες το φάγωμα του τοίχου πήγαινε καλά· κάθε νύχτα και το έργο προώδευε.

-Τα χώματα που τα βάζατε;

-Μέσα στο μπαούλο που έφεραν του Πισπιρή από το σπίτι του· ήταν αδειανό και το ρίχναμε εκεί μέσα, γιατί το πρωί έπρεπε να μην ανακαλύψη τίποτε ο καθαριστής του θαλάμου που είνε «σουπιά» γιατί είνε ρουσφέτι της υπερεσίας η θέσι αυτή και τη ζητάνε πολλοί.

Την ημέρα, λοιπόν, κρεμάγαμε τα ρούχα μπρος στην τρύπα που την ανοίγαμε κάθε βράδυ και πειό πολύ και έτσι η δουλειά πήγαινε καλά. Σε πέντε μέρες είχαμε βγάλη και τρεις μεγάλες κοτρώνες και καταλάβαμε, ότι είχαμε φθάση στην ευτυχία γιατί μιας νυχτιάς ακόμη δουλειά και θα είμαστε ελεύθεροι, θα είμαστε στη κοινωνία όπου ζουν όλο και τίμιοι και καλοί, αφού λένε πως η φυλακή είνε για τους κακούς.

Μπορούσαμε να ανοίγαμε για καλά την τρύπα και την προηγούμενη, αλλά ήτανε πολύ αργά και σε λίγο θα χτύπαγε το καμπανάκι για να βγουν οι μάγειροι, οι καθαρισταί και όσοι έχουν τα μέσα για να πέρνουν τον καθαρό αέρα τρεις ώρες πριν από μας τους άλλους και δεν έκανε.

Θα μας ανεκάλυπταν αμέσως και θα άρχιζε το κυνηγητό και θα μας πιάναν. Τη προηγούμενη λοιπόν μέρα της καταραμένης εκείνης νυχτιάς κανονισθήκαμε κομπλέ και κάναμε και συμβούλιο μέσα στο αποχωρητήριο την ώρα του μεσημβρινού κλεισίματος.

-Μα γιατί εκεί μέσα στη βρώμα να συζητάτε και όχι εδώ ή στο προαύλιο;

-Εγώ που ξέρω πολλά σου συνιστώ ποτέ να μη μιλάς στο θάλαμο ή στην αυλή για μυστικά σου· θα σ’ ακούσουν· όλοι εδώ μέσα έχουν τεντωμένα τα αφτιά τους, για να μάθουν τ’ αλλουνού της υποθέσεις.

Ο Νώντας, λοιπόν, συνέστησε να ξυπνήσουμε όλους τους συνθαλαμίτας μου και να φύγουμε μαζί και όσοι απ’ αυτούς δεν θα θελήσουνε να τους δέναμε το στόμα και να τους τη δίναμε ακόμη, αν κάνανε πως βγάζανε τσιμουτιά.

Οι άλλοι μας απερρίψαμε τη πρότασί του –μακάρι να τον ακούγαμε, θα είμαστε σωσμένοι σήμερα και δεν θα πέθαινε από το ξύλο ο Κώστας ο Νταής και δεν θα αρρώστενα και ’γω.

Δύο από τη παρέα μας δεν το θέλανε αυτό γιατί τότε θα βγαίνανε μαζί μας και μερικοί οχτροί τους θανάσιμοι.

Ορίσαμε, ότι άμα πατήσουμε στο δρόμο θα χωριστούμε αμέσως και θα συναντιώμαστε την άλλη νύχτα στο καβούκι του Λευτέρη από πίσω από τους στρατώνες του Ρουφ, που έχει «μαυράκι μερακλαντάν».

-Την νύχτα, όταν μας κλείσανε εμείς πλαγιάσαμε από ’νωρίς δηλαδή κάναμε πως κοιμώμαστε για να μη αρχίσουμε της κουβέντες και ξαγρυπνήσουνε και οι άλλοι και δεν θα μπορούσαμε να δουλεύαμε με ησυχία· ούτε τσιμπήσαμε τίποτε γιατί η αγωνία μάς είχε κυριέψει, περιμέναμε πότε θα κοιμηθούν όλοι για να αρχίσουμε.

Για τα έξω είχαμε τακτοποιηθεί «εν τάξει»· στο επισκεφτήριο συννενοηθήκαμε με τους δικούς μας να φυλάγουν όξω από τη φυλακή και στη γωνία που είνε απέναντι από τη τρύπα που θα ανοίγαμε και αν ο σκοπός που φύλαγε εκεί μας «μπάνιζε» και ήθελε να φωνάξη «στα όπλα» να του την δίναμε στα «μουγκά»21 για να’μαστε ελεύθεροι να φεύγαμε.

Είχαν περάση τα μεσάνυχτα –το θυμάμαι σαν τώρα- και όλοι οι συνθαλαμίται μας εκοιμώντο ή εφαίνοντο πως εκοιμώντο· εμείς σηκωθήκαμε, ντυθήκαμε, ο Νώντας ξαλάφρωσε το «πετσί» του κυρ-δικηγόρου –τρεις χιλιαδούλες και κάτι κατοστάρικα- ο Βασίλαρος έκαμεν ένα μπόγο από ένα καινούργιο κουστούμι μιανού νεοφερμένου, αυτονού του πήρε και τη μπορσαλίνα του και αρχίσαμε να τρώμε τα τελευταία απομεινάρια του τοίχου.

Τι αγωνία, τι καρδιοχτύπι είχαμε! αφού δεν έγινα εκείνη την ώρα καρδιακός δεν θα γίνω ποτέ στη ζωή μου!

Ξέρεις τι είνε αδ’φέ μου να δουλεύης για να λευτερωθής σε λίγο, να ιδής κοινωνία, να αναπνεύσης καθαρόν αέρα, να γλυτώσης από τη ράχη τόσα χρονάκια φυλακή;

Τα πράγματα πήγαιναν καλά έως κάποια στιγμή. Ένα μεγάλο κοτρώνι είδαμε και πάθαμε να το βγάλουμε· λίγο ακόμα και θα μας «αντιλήβετο»22 ο φύλακας που έκανε βόλτες στο διάδρομο γιατί άκουσε το κρότο που κάναμε· πέσαμε αμέσως στα γιατάκια μας και του την φκιάξαμε.

Θα ήταν η ώρα 3 το πρωί· έξω έβρεχε με το τουλούμι, άστραφτε, χάλαγε ο Θεός τον κόσμο· μας ερχόταν κουφέτο αυτός ο καιρός!

Η «σουπιά» ο καθαριστής δηλ. κάποια ώρα σηκώθηκε και πήγε για τη φυσική του ανάγκη στην πόρτα· φάνηκε πως δεν κατάλαβε τίποτε γιατί ξανάπεσε στο μέρος του και γύρισε από την άλλη πάντα.

Επί τέλους! αισθανθήκαμε να μπαίνη αέρας κρύος και να μας χτυπάη στα μούτρα! Είχαμε φθάση στην αρχή του τέλους! Σε δύο λεπτά η χαραμάδα εκείνη έγινε μια μεγάλη τρύπα που μπορούσε να περάση και ο Μανώλαρος της Κατίγκως ακόμα.

Κάναμε το σταυρό μας και χυμίσαμε να βγούμε όσο το δυνατό γρηγορώτερο όξω. Πρώτος ο Νώντας σούρθηκε και είχε βγη από πίσω ’γω, έπειτα ο Κώστας με τα ρούχα, ο Νίκος και ήταν ακόμη μέσα ο Βαγγέλης. Ο Νώντας μόλις πάτησε στο δρόμο χύμηξε απάνω στο σκοπό και τον βούτηξε από πίσω –μόλις είχε στρίψη και δεν τον είχε μπανίση που ξεμπουκάριζε- του βούλωσε το στόμα με ένα πανί, του πήρε το όπλο και το πέταξε και του έδεσε τα χέρια ’πισθάγκωνα. Τον βοήθαγε τώρα ο Κώστας και ’γω.

Όλα αυτά έγιναν σε ένα λεπτό της ώρας με μια γρηγοράδα αφάνταστη, ηλεχτρική· από πριν είχαμε κανονίση ότι πρέπει να βγούμε όλοι έξω και έπειτα να σκορπίσουμε· γι’ αυτό σταθήκαμε να βγη και ο Βαγγέλης και αυτό μας έφαγε και χαθήκαμε και με βλέπεις ντα κάπο εδώ μέσα και σ’ αυτή την κατάστασι.»

Παρετήρησα, ότι ενώ πριν με ευχαρίστησιν εξιστόρει τα της επιχειρήσεως τώρα με δυσκολίαν ωμιλούσε, με διακεκομμένες της λέξεις από τον ξερό βήχα που του είχεν επανέλθη και το πρόσωπό του είχε χρωματισθή με ένα χρώμα κόκκινο, τόσο κόκκινο, που νόμισα κάποια στιγμή, ότι θα πάθη εγκεφαλική υπεραιμία.

-Τσιμπάμε και τίποτα εν τω μεταξύ; με ηρώτησε· γιατί πρέπει να τρώη κανείς πολύ εδώ μέσα· «υπερσιτισμό» μου συνέστησεν ένας γιατρός, επιθεωρητής λέει, της Εισαγγελίας των Εφετών.

-Δυστυχώς δεν μπορώ να σου κάμω τη χάρι φίλε μου γιατί δεν έχω τίποτε ψωνίση· θα είδες ότι μου κάμανε το τραπέζι;

-Εσύ είσαι μουσαφίρης μας, δεν ζητάω να φέρης εσύ απόψε. Θα βρούμε αλλού· πήγαινε μόνος σου –γιατί εγώ δεν μπορώ να σηκωθώ- στο καλάθι του Μήτσου του χρυσοχόου –έχει απ’ όλα αυτό το παιδί και είνε και μάλαμα καρδιά- και φέρ’το εδώ· κάτι θα απέμεινε.

Για να μη του χαλάσω το γούστο του σηκώθηκα και –για πρώτην φορά στη ζωή μου «έβαλα χέρι» σε ξένη ιδιοκτησία- του έφερα το καλάθι.

Έβγαλε από μέσα χιλίων ειδών φαγητά, φρούτα και «στρωθήκαμε στο τσιμπούσι».

-Τώρα ας σου συνεχίζω την ιστορία μου, γιατί μιλώντας έρχεται η όρεξι.

Ο Βαγγέλης, το λοιπόν, τη στιγμή που έμπαινε στην τρύπα έρριξε με το πόδι του τη στάμνα με το νερό που είχαμε για να πίνη ο θάλαμος· το νερό εμούσκεψε δυο που κοιμώντουσαν δίπλα· οι άτιμοι ξυπνήσανε και σηκωθήκανε και καθώς ήσαν από τον ύπνο δεν κατάλαβαν τι γινόταν και μπήξαν της φωνές γιατί δεν πρόσεξεν ο Βαγγέλης, ο οποίος αφού δεν πρόλαβε να βγη, στεκότανε τώρα μπρος στην τρύπα και την έφραζε με το κορμί του για να μη ’δουν στο θάλαμο τίποτε.

Από της φωνές τους ξύπνησεν όλος ο θάλαμος σχεδόν και έγινε γενική αναστάτωσι· άλλοι βρίζανε –καθώς έμαθα μετά- γιατί τους χαλάστηκεν ο ύπνος, άλλοι άρχισαν πάλιν να στρίβουν κάνα τσιγαρλίκι «ως να ξημερώση» και άλλοι λέγανε, ότι το πρωί θα βγούνε στην αναφορά γιατί τους ενοχλούν.

Εμείς απ’ έξω ακόμη περιμέναμε το ξεμπουκάρισμα του Βαγγέλη και δεν μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι γίνεται στο θάλαμο γιατί είχε τώρα βάλη ένα μπαούλο για να μη φαίνεται στη τρύπα.

Άλλη ατυχία, το’να κακό μαζί με τ’ άλλο. Την ώρα εκείνη γινότανε η αλλαγή των σκοπών.

-Αλί! ακούμε από τη γωνία και μόλις στρίψαμε να ιδούμε ποιος είνε πέντε ξιφολόγχες προτεταμένες άγγιζαν τα ρούχα μας. Καταλαβαίνεις τη θέσι μας;

Δεν φέραμε καμμιά αντίστασι, γιατί ήταν αδύνατο να κάνουμε τίποτε.

Φωνάξανε «στα όπλα» και σε λίγο τρέξανε όλοι οι στρατιώτες του φυλακίου και μας δέσανε γερά με τα σχοινιά που είχαμε εμείς δέσει πριν τον σκοπό, ο οποίος είχε γείνει σαν πεθαμένος από τον φόβο του· φοβώτανε ο βλάκας περισσότερο κι’ από μας για της συνέπειες. Αλλά μήπως δεν είχε και δίκαιο; αν λίγο πριν φεύγαμε και δεν μας αργούσε ο Βαγγέλης, τώρα θα ήμαστε λεύτεροι και θα μαστουριάζαμε στου Φιλοπάππου23 ή στο νταμάρι του Στρέφη.

Με σκουντιές και υποκοπανιές μας πήγαν στο φυλάκιο και από κει μας μπάσανε στη φυλακή ντα κάπο.

 

***************

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 

  1. Σε διήγημα του Νίκου Τσιφόρου απαντάται η λέξη «φασίνια» με την παρεμφερή σημασία «οι καινούργιοι μικροί της φυλακής» (Τσιφόρος 2013, σελ.45)
  2. Στιγμιότυπο με φυλακισμένους δίπλα στην βούτα παρουσιάζεται και στην χαρακτηριστική περιγραφή του Ανδρέα Καρκαβίτσα για την φυλακή του Μιλτιάδη, στο Ναύπλιο: «Εις την μία γωνιά ένα παλιοχράμι ριχμένο κρύβει την βρωμερή βούτα· σιμά χάμω της ξαπλωμένοι πέντε δέκα κατάδικοι παίζουν τα ζάρια» (Καρκαβίτσας 1998, σελ.328)
  3. Στο περίφημο επιθεωρησιακό τραγούδι «είμαι πρεζάκιας» σε σύνθεση Σώσου Ιωαννίδη και στίχους του Αιμίλιου Σαββίδη (1934), η έκφραση απαντάται με διαφορετική σημασία («κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με ιδούν, μελάνι αμολάω»).
  4. Η λέξη με αργκοτική σημασία είναι γνωστή και από το ρεμπέτικο τραγούδι του Εμμανουήλ Χρυσαφάκη ή Φυστιξή «ο καυγάς για το πετσί» (1934)
  5. Η σημασία της έκφρασης στην αργκό καταγράφεται και στις σημειώσεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη για τα μάγκικα («πώς ακούγεσαι; Πόσα λεπτά έχεις απάνω σου;- Αυτός ακούγεται: έχει πολλά λεπτά»(βλ. Ψηφιοθήκη ΑΠΘ)
  6. Στο δεύτερο κεφάλαιο του κειμένου διευκρινίζεται ότι ως «ψάχτρα» εννοείται «η γυναίκα που είναι διωρισμένη από το Κράτος για τη σωματική έρευνα των επισκεπτριών».
  7. Στο γλωσσάριο το οποίο παραθέτει ο Πέτρος Πικρός στο «Τουμπεκί…» (Πικρός 2010, σελ.362) η λέξη «δικηγόρος» ερμηνεύεται ως «κοκαΐνη». Η ίδια σημασία καταγράφεται και από τον Ηλία Πετρόπουλο σε διάφορα δημοσιεύματα, όπως και στο φυλλάδιο της Αστυνομίας με τίτλο «η γλώσσα των κακοποιών» το οποίο ο ίδιος παραθέτει (βλ. ενδεικτικώς: Πετρόπουλος 2014, σελ.182).
  8. Στο γλωσσάριο του Πέτρου Πικρού, καθώς και στα αντίστοιχα του Πετρόπουλου η λέξη «γιατρός» εμφανίζεται να σημαίνει «το ποσό της δωροδοκίας» (βλ. σημ.7)
  9. Η συσχέτιση ορισμένων καραγκιοζοπαιχτών με τον υπόκοσμο θεωρείται τεκμηριωμένη από τους ερευνητές. Σύμφωνα με τον Γιάννη Κουρή «σε διάφορες μαρτυρίες γίνεται λόγος για περιπτώσεις αλκοολικών και χρηστών χασίς ανάμεσα στους παίκτες του θεάτρου σκιών, για συμμετοχή κάποιων από αυτούς σε κλοπές, σε κλεπταποδοχές, σε παράνομη χαρτοπαιξία και σε συμπλοκές που, συχνά, κατέληγαν σε τραυματισμούς και φόνους», ενώ σύμφωνα με μαρτυρία του Σωτήρη Σπαθάρη την οποία παραθέτει ο Κουρής, ο καραγκιοζοπαίχτης Σπύρος Βωβός «έκανε πολλά χρόνια στη φυλακή, γιατί στα νιάτα του σκότωσε ένα λοχία» (Κουρής 1996, σελ.206)
  10. Την καταγραφή της λέξης «σεντόνι» στην αργκό με την σημασία χαρτονομίσματος («εικοσπεντάρικο»), όπως και της αντίστοιχης «πάπλωμα» («πεντακοσάρικο»), εντόπισε πρώτος ο Κώστας Βλησίδηςμέσα σε άρθρο του Σταμ Σταμ με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη όπως…δεν την ξέρουμε, το Λεξικό της Αμαρτίας», Μακεδονία, 5/7/1929 (Βλησίδης 2002, σελ.229: Βλησίδης 2006, σελ.23).
  11. Η αυθεντική αργκοτική προέλευση του σχηματισμού λέξεων με κατάληξη σε –ουα αμφισβητήθηκε από τον Πέτρο Πικρό (βλ. Ιστολόγιο Νίκου Σαραντάκου, 4/ 2/ 2018). Ο τύπος «γκομενούα» πάντως καταγράφεται στις χειρόγραφες σημειώσεις του Μανόλη Τριανταφυλλίδη για τα μάγκικα (βλ. Ψηφιοθήκη ΑΠΘ).
  12. Πιθανόν ο Νώντας να στοιχημάτιζε με κάποιον φρουρό της φυλακής. Σύμφωνα με τον Πέτρο Πικρό «τζες» στο ιδίωμα της φυλακής αποκαλείτο ο χωροφύλακας (Πικρός 2016, σελ.153).
  13. Ο Τηλέμαχος Μπασιάκος (τότε 24 ετών) κατηγορήθηκε για τον φόνο του 40χρονου εμπόρου Παναγιώτη Μωραΐτη. Αμφότεροι κατάγονταν από την περιοχή της Θήβας. Στις 22 Μαΐου 1924 ο Μωραΐτης, ήδη εξαφανισμένος επί δύο μήνες, βρέθηκε νεκρός σε μία χαράδρα της περιοχής Άγιος Μερκούριος Μαλακάσας. Η νεκροψία έδειξε ότι το θύμα σκοτώθηκε από πυροβολισμό σχεδόν εξ επαφής. Ως κίνητρο του φόνου θεωρήθηκε η ληστεία. Οι υποψίες σύντομα στράφηκαν κατά του Μπασιάκου, ο οποίος υπήρξε περιστασιακός βοηθός του θύματος (Λεωτσάκος 1963). Ο Μπασιάκος αρνήθηκε την ενοχή του, υποστήριζε δε ότι ήταν μόλις 19 ετών (βλ. ενδεικτικώς ΣΚΡΙΠ 5/6/1924).
  14. Επισημαίνεται ότι η δημοσίευση του κειμένου έγινε μετά την εκτέλεση του Μπασιάκου (1/7/ 1925).
  15. Η εξάρθρωση της πολυπλόκαμης σπείρας καταχραστών του Ελληνικού Στρατού, η οποία τελικώς οδήγησε στην εκτέλεση των αντισυνταγματαρχών Δ. Δρακάτου και Γ. Ζαριφόπουλου, ξεκίνησε κατά τον Αύγουστο του Στο αρχικό στάδιο των ερευνών είχε καταδειχθεί ως κύριος ένοχος ο «ουχί επί ευφυία διακρινόμενος» ανθυπολοχαγός πεζικού Απόστολος Φαρδέλος (ή Φαρδέλλος), αλλά σύντομα οι κατηγορίες στράφηκαν και σε αξιωματικούς υψηλότερης βαθμίδας στην στρατιωτική ιεραρχία (ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 18/9/1924). Ανάμεσα στους κατηγορουμένους εμφανίζεται και δεύτερο πρόσωπο με το ίδιο επίθετο (Ν. Φαρδέλλος). Οι καταχρήσεις επιτυγχάνονταν μέσω πλαστών ενταλμάτων πληρωμής της «Επιτροπής Απαιτήσεων Μικράς Ασίας». (βλ. ενδεικτικώς, ΣΚΡΙΠ 15/9/1924, ΕΜΠΡΟΣ 15/10/1925 κ.α.)
  16. Στο δεύτερο κεφάλαιο του κειμένου ο συγγραφέας αναφέρει ότι σε κάθε θάλαμο ήταν έγκλειστοι 50 έως και 150 υποδικοκατάδικοι.
  17. Για «Χιντεμπουργιακό» ύφος κάνει λόγο και ο Τζογές της Βραδυνής (βλ. Ιστολόγιο Νίκου Σαραντάκου, 4/ 2/ 2018).
  18. Η προστακτική «στρι» είναι γνωστή και από το ρεμπέτικο τραγούδι «στρι’ ρε κουτσαβάκι» του Βαγγέλη Παπάζογλου (1935). Αντίστοιχη κομμένη αργκοτική λέξη απαντάται στην παροιμιώδη φράση «Τουμπεκί και μην ανθί!» (Πικρός, 2010, σελ.61)
  19. Η αινιγματική αυτή έκφραση παραπέμπει στην επιφωνηματική προτροπή «τσίγκλα το βούρδουλα, ρε ψευτόμαγκα!» η οποία ακούγεται στο επιθεωρησιακό τραγούδι σχετικής θεματολογίας «Παληά Στρατώνα» σε σύνθεση Δημοσθένη Ζάττα και στίχους του Ορφέα Καραβία (ηχογράφηση του 1929, με ερμηνεία του Γιαννάκη Ιωαννίδη).
  20. Η λέξη εμφανίζεται και σε κείμενα του Νίκου Τσιφόρου με λαϊκότροπο γλωσσικό ύφος (βλ. ενδεικτικώς: Τσιφόρος 2011, σελ.181, Τσιφόρος 2013, σελ.166)
  21. Ενδεχομένως ο αφηγητής να εννοεί χτύπημα με μαχαίρι. Κάποια αντιστοιχία με την έκφραση αυτή παρατηρείται στο ρεμπέτικο τραγούδι «μια μπαμπέσσα θέλησαν» με μουσική Σπύρου Περιστέρη και στίχους του Κώστα Μακρή (1936), όπου βρίσκεται ο στίχος «και τη βουβή για χάρη σου να μου τηνε καρφώσουν».
  22. Η ίδια παραφθορά του ρήματος «αντιλαμβάνομαι» απαντάται και στην ηχογραφημένη πρόζα «ο Σταύρακας μες στον τεκέ» με κείμενο του Μίνωος Μάτσα και μουσική του Σπύρου Περιστέρη (1935), όπου χαρακτηριστικά ακούγεται η φράση «ρε δεν έχεις μύτη, δεν αντιλήβεσαι
  23. Χασισοποσία στον λόφο του Φιλοπάππου («στου Φιλουπάππου τη φωλιά») αναφέρεται και στο ρεμπέτικο τραγούδι «πού ’ναι τα χρόνια τα παλιά» του Σωτήρη Γαβαλά ή Μεμέτη (1934).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ:

  • Ψηφιακή βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων, φύλλα εφημερίδας «Η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ», 1/7/1926 – 31/12/1926
  • Ψηφιακή βιβλιοθήκη Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, φύλλα εφημερίδων «ΕΜΠΡΟΣ», «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», «ΣΚΡΙΠ»
  • Ψηφιακά κανάλια youtube «pankonstantopoulos», «Θεοφάνης Δ. Αλεξάνδρα Κ.» κ.α.
  • Ιστολόγιο Νίκου Σαραντάκου «Οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία»
  • Ψηφιοθήκη ΑΠΘ, Τριανταφυλλίδης Μανόλης, Μάγκικα (χειρόγραφες σημειώσεις)
  • Ψηφιακή βιβλιοθήκη για την Αστυνομική ανασκόπηση, τεύχη περιοδικής έκδοσης «Αστυνομικά χρονικά», τεύχη Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 1963
  • Αφιερωματικός Ιστοχώρος «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (www.papadiamantis.org)

————————–

  • Βλησίδης Κώστας, 2002, Για μία βιβλιογραφία του ρεμπέτικου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα
  • Βλησίδης Κώστας, 2006, Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα
  • Καρκαβίτσας Ανδρέας, 1998, Ταξιδιωτικά, Αι φυλακαί του Ναυπλίου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα (α΄δημοσίευση περιοδικό Εστία, 1892)
  • Κουρής Γιάννης, 1996, Ρεμπέτικο τραγούδι στο θέατρο σκιών, στο: Ρεμπέτες και Ρεμπέτικο Τραγούδι (επιμέλεια Νίκος Κοταρίδης), εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα
  • Λεωτσάκος Σπύρος, 1963, Η σατανική δολοφονία και ληστεία του Παν. Μωραΐτη από τον Τηλέμαχο Μπασιάκο, Αστυνομικά Χρονικά, τεύχη 249 – 253, έκδοσις Αρχηγείου Αστυνομίας Πόλεων
  • Παπαντωνίου Ζαχαρίας, 2011, Διηγήματα, Η γυναίκα του Μαλή, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα
  • Πετρόπουλος Ηλίας, 2014, Το Άγιο Χασισάκι, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα (α΄ έκδοση 1991)
  • Πικρός Πέτρος, 2010, Τουμπεκί…, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα (α΄ έκδοση 1927)
  • Πικρός Πέτρος, (επιμέλεια Βαρβατάκος Νίκος), Εις τα άδυτα και τα ερέβη των φυλακών μας, εκδοτικός οίκος Κ. και Μ. Αντ. Σταμούλη, 2016, Θεσσαλονίκη (α΄ δημοσίευση Ελεύθερος Τύπος, 1926)
  • Τσιφόρος Νίκος, 2011, Τα ρεμάλια ήρωες, εκδόσεις Ερμής (α΄ δημοσίευση περιοδικό Ταχυδρόμος 1959-1960)
  • Τσιφόρος Νίκος, 2013, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα, εκδόσεις Ερμής (α΄ δημοσίευση περιοδικό Ταχυδρόμος 1962-1963)
  • Χατζηδουλής Κώστας, 1996, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και σταράτα, σημειώσεις Δ΄ μέρους, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα
  • Gauntlett Στάθης, 1992, Μιχάλης Γενίτσαρης, μάγκας από μικράκι, αυτοβιογραφία, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα
Advertisement

181 Σχόλια προς “Πεθαμένοι που ανασαίνουν (μια συνεργασία του Κόρτο)”

  1. cronopiusa said

    Ευχαριστούμε Κόρτο, ευχαριστούμε Νικοκύρη!!

    Καλή σας μέρα!

  2. leonicos said

    σκουλικιασμένες

  3. Γιάννης Ιατρού said

    Καλημέρα,

    εύγε Corto! Ευχαριστούμε. Και με τέτοιο βροχερό καιρό σήμερα, ό,τι πρέπει για να διαβάσουμε κάμποσο 🙂

  4. leonicos said

    Πέτυχα ένα σκουλικιασμένες από προχθές

    με ι τι λη

    Καταπληκτική δουλειά, μακάρι να βγει ολόκληρη σε βιβλίο.

    Αλλά εξαιρετική μού φάνηκε και η εισαγωγή του Νοικοκύρη, σε σπάνιο λογοτεχνικό ξεφάντωμα

    Η κρόνη, βέβαια, πρωταθλήτρια

  5. leonicos said

    Ίσως τα ξαναπούμε το βράδυ, συν Θεώ, αν με βγάλουν.

  6. leonicos said

    Θα πάω Βελιγράδι χειμωνιάτικα!!! Τον Δεκέμβρη

  7. Ωραίο, μπράβο Κόρτο!
    Θα προσέξατε και το «Περαιώτης ο φίλος μας, τσιμάλι πράμα», μια και κουβεντιάζαμε για το τζιμάνι τις προάλλες.

    Κόρτο, μιας και θα το διαβάσεις αυτό, μήπως έχεις να πεις κάτι για μια άλλη ερώτηση: https://sarantakos.wordpress.com/2011/08/19/paximada/#comment-539482 (σχ. 99)

  8. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια -και βέβαια τον Κόρτο για την προσφορά.

    7 Ο Καρακάσης είναι πρόσφυγας, οπότε εκ πρώτης όψεως λέμε «μετά το 1922», όμως είχε ζήσει και νωρίτερα στην Αθήνα και έγραφε και στη Σμύρνη, οπότε δεν υπάρχει ασφαλής χρονολόγηση από αυτό.

  9. Χαρούλα said

    Ουυυυφ…. Το τελείωσα! Μεγάλο, και πάνω-κάτω για επεξηγήσεις, λίγο της ταλαιπωρίας.
    Ευτυχώς ενδιαφέρον και ρέει η γραφή. Μπράβο corto! Και για την γραφή, αλλά και για την έρευνα! Σας ευχαριστώ, και σένα και το «αφεντικό».

    Καλημέρα! https://arkas.gr/wp-content/uploads/2018/06/TSH-004-W-480.jpg

  10. Corto said

    Καλημέρα!
    Ευχαριστώ πολύ τους φίλους του Ιστολογίου για τα καλά τους λόγια και τον Νίκο για την φιλοξενία και την δημοσίευση του κειμένου (και μάλιστα Κυριακή)!

    Προσωπικά χαίρομαι ιδιαίτερα για το γεγονός ότι το κείμενο αυτό βγήκε από την αφάνεια, διότι θεωρώ ότι συμπληρώνει σε σημαντικό βαθμό την εικόνα που έχουμε για τον μεσοπολεμικό υπόκοσμο και για την αργκό. Προτείνω σε όσους ενδιαφέρονται για αυτήν την πτυχή της ιστορίας μας και του λαϊκού μας πολιτισμού να διαβάσουν ολόκληρο το κείμενο (όχι μόνο τα εδώ αποσπάσματα) από την ψηφιακή βιβλιοθήκη της Βουλής.

    7: Δύτη δυστυχώς δεν έχω κάποια άμεση απάντηση. Έψαξα σε κατάλογο παλιών επιθεωρήσεων, αλλά μέχρι στιγμής δεν βρήκα κάτι.

  11. Spiridione said

    Μπράβο Κόρτο, πολύ καλό.
    Σακούλα το μπούρμπουλα, συνθηματικό πρέπει να είναι, το νου σου στον μπάτσο
    Ναι, καθώς έκλεβε τα μπρουτζόχερα από ένα καινουριοχτισμένο ακατοίκητο σπίτι, να τα πουλήσει με κάτι κουμπιά στρατιωτικής στολής που είχε, για μπακίρι, μας έπια­σε ένας «μπάτσος» και μας πήγε στο τμήμα. Εγώ του φώναζα από τη γωνιά του Ποδάρα: «Σακούλα το Μπούρμπουλα» να πάρει πρέφα να φύγει μα κείνος δεν άκουγε. Και μας πήρε στο λαιμό του όλους.
    http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/zwhperase/07.htm

  12. sarant said

    11 Μπράβο Σπύρο, το βρήκες. Κανονικά πρέπει να αλλάξει η υποσημ. 19. διότι νομίζω ότι δεν παραπέμπει στο «Τσίγκλα…»

    Τι λέει ο Κόρτο;

  13. Corto said

    11:
    Spiridione ευχαριστώ!
    Θεωρώ ότι αυτή η έκφραση είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα γλωσσικά στοιχεία του δημοσιεύματος. Το απόσπασμα του Ταγκόπουλου που παραθέτεις το είχα διαβάσει, αλλά ομολογώ ότι δεν είμαι σίγουρος αν στα δύο κείμενα η έκφραση έχει την ίδια σημασία. Στην περίπτωση του κειμένου της Απογευματινής, αν συνυπολογισθεί η φράση «τσίγκλα τον βούρδουλα» που λέει ο Γιαννάκης Ιωαννίδης, εικάζω (με όλες τις επιφυλάξεις βέβαια) ότι υπάρχει μία νοηματική απόχρωση ενθάρρυνσης («κατάλαβε τους κινδύνους, απόφυγέ τους και όλα θα πάνε καλά»).

  14. Corto said

    12 (Sarant):
    Νομίζω (χωρίς να θέλω να είμαι επίμονος) ότι το «τσίγκλα το βούρδουλα» είναι σχετικό, διότι τόσο στο κείμενο της Απογευματινής, όσο και στο επιθεωρησιακό σκετς οι δύο φράσεις λέγονται εντός της φυλακής. Αντιθέτως στο απόσπασμα του Ταγκόπουλου η έκφραση ακούστηκε ως προειδοποίηση πριν την σύλληψη του δράστη. Ίσως δηλαδή στον Ταγκόπουλο η φράση έχει άλλη έννοια.

  15. cronopiusa said

    El Sexto, de José María Arguedas, una realidad dantesca de las dictaduras

  16. cronopiusa said

    Όποιος περνούσε τη στοά
    τον ήλιο χαιρετούσε
    στο φρουραρχείο έμπαινε
    το χάρο συναντούσε.
    Τη σκάλα που κατέβαινε
    είκοσι μέτρα βάθος
    σκαλί σκαλί μαρμάρινο
    και ανοιγμένος τάφος.

    Στη Μέρλιν και στη Κοραή
    χτυπάνε με ζωνάρια
    και πάνω στη Καισαριανή
    σκοτώνουν παλληκάρια.

  17. Jane said

    Δύσκολο κείμενο, παρόλο που μ’ αρέσουν τα ρεμπέτικα κι η εποχή του μεσοπολέμου. Μια εποχή με πολλές οικονομικές και πολιτικές μεταβολές , προσφυγιά αλλά και νέες ιδέες που είχαν έρθει με την Οκτωβριανή επανάσταση. Πάντως είναι εντυπωσιακό κείμενο και θυμίζει πολλά ρεμπέτικα τραγούδια.

    Με ανατρίχιασε πραγματικά η «αποκατάσταση του γοήτρου» του Νώντα με την τιμωρία της Μαρίτσας και το πώς αναγνώρισαν οι συγκρατούμενοι την πράξη του (Μας είχε ξεντροπιάση.) Πολύ δυνατή σκηνή Αυτό το κομμάτι δείχνει ακριβώς, ποια ήταν θέση της γυναίκας ως συζύγου ή ερωμένης την εποχή εκείνη σ’ εκείνα τα λαϊκά στρώματα.

    Γιατί, η μάνα και η αδερφή είχαν άλλη αξία: Η μάνα είναι η Παναγία , η φοβερά προστασία, το ιερό δισκοπότηρο.
    Η αδερφή είναι η προστατευόμενη και ολίγον οσία, εάν και εφόσον παραμένει σεμνή και υπάκουη και δεν ντροπιάσει τον αδερφό, ώστε να αναγκαστεί να «καθαρίσει» , να εγκληματήσει δηλαδή, για λόγους τιμής.
    Η σύζυγος ή η ερωμένη (γκόμενα και στη σημερινή γλώσσα) είναι η πονηρή, που πλανεύει με την ομορφιά της τον άντρα-νταή και τον οδηγεί σε λάθη με τα ψέματά της. Και βασανίζεται ο έρμος , που την αγάπησε πολύ αλλά πρέπει να την τιμωρήσει παραδειγματικά , γιατί αλλιώς δεν είναι άντρας ανάμεσα στους άντρες.

    Γατάκια Σιμόν Ντε Μποβουάρ και Τζούντιθ Μπάτλερ, που μου ανακαλύψατε το κοινωνικό φύλο δεκαετίες μετά , πάλι απ’ τους Έλληνες ξεκίνησαν όλα.

    Βρήκα πολύ εύστοχο ως συγγραφικό εύρημα το ότι χρειάστηκε κοτζάμ δικηγόρος για να γράψει ένα απλό γράμμα με την παράκληση, «Δεν θέλω τίποτε άλλο, αγαπητή μου γυναικούλα, ούτε μετρητά ούτε φαγητόν, μόνον τα μάτια σου να αντικρύσω».
    Αυτό δείχνει, πώς μιλούσαν ( αν μιλούσαν) στις ερωμένες και στις γυναίκες τους: Οι μάγκες δεν παρακαλούσαν , δε ζητούσαν συγγνώμη, δεν εξηγούσαν. Έδιναν εντολές. Κι αν δεν γίνονταν σεβαστές οι επιθυμίες τους , έβριζαν και έδερναν.

    Πάντως αυτό το μοτίβο της ‘όμορφης-πονηρής- άπιστης’ και του ‘άντρα-μάγκα-τιμωρού’ το επανέλαβαν πολλοί στιχουργοί και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σαν αυτό που βάζω στο τέλος κι είναι από τα αγαπημένα μου.

    Συγχαρητήρια για την εργασία σας κ. Corto. Αυτά τα κείμενα αληθινός θησαυρός.
    Ευχαριστούμε κ. Σαραντάκο για την δημοσίευση.

  18. cronopiusa said

    Τόσο ο Κόρτο, όσο και ο ανώνυμος συντάκτης γράφουν «ἀβρόχοις ποσίν», να βρέξουμε λίγο τα ποδάρια μας

  19. mitsos said

    Εξαιρετική εργασία.
    Ένα ευχαριστώ στον Corto και στον Νικοκύρη σίγουρα δεν είναι αρκετό για όσα μας προσφέρεται με το μεράκι σας.
    Να ‘στε καλά
    ….
    στο σχόλιο 15 μάλλον λείπει μια χρονολογία ( 1924 ; ) «Η εξάρθρωση ……. ξεκίνησε κατά τον Αύγουστο του …;

  20. Corto said

    17 (Jane):
    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά λόγια!
    Πάντως σε σχέση με το περιστατικό «βιτριολισμού» (και μάλιστα από άνδρα σε γυναίκα αντίθετα από τα καθιερωμένα*) και της λοιπής βίας που περιγράφεται στο κείμενο, πρέπει να συνυπολογισθεί η πιθανότητα όλα αυτά να είναι φανταστικές ιστορίες εντυπωσιασμού.

    *βλ. σχετικά:
    https://sarantakos.wordpress.com/2016/06/02/vitrioli-2/

    —————————————————
    Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να διορθώσω ένα λάθος που μου επεσήμαναν ότι έχω κάνει στην βιβλιογραφία: Ο αστυνομικός συντάκτης της έκδοσης «Αστυνομικά Χρονικά» λέγεται Λεωτσάκος (όχι Λεουτσάκος).

  21. mitsos said

    προσφέρετεεε βεβαίως

  22. Corto said

    19 (Mitsos):
    Ευχαριστώ πολύ! Αν οι φίλοι του Ιστολογίου βρίσκουν κάποιο ενδιαφέρον στο παρόν κείμενο (και σε άλλα αντίστοιχα) είναι χαρά μου να το μοιραζόμαστε.

    Πράγματι, «κατά τον Αύγουστο του 1924» ξεκίνησε η εξάρθρωση της σπείρας των καταχραστών, τουλάχιστον σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής (ίσως βέβαια κάποια μυστική αστυνομική έρευνα να είχε προηγηθεί). Η δημοσίευση του κειμένου της Απογευματινής έγινε το 1926, αλλά εφόσον στην διήγηση περιλαμβάνεται ο Μπασιάκος (ο οποίος εκτελέσθηκε το 1925), η προφυλάκιση του αφηγητή πρέπει να έγινε το 1924 ή το 1925, όταν η υπόθεση των καταχραστών ήταν ακόμα στην επικαιρότητα.

  23. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεοτερα!

    20 Διορθώθηκε. Παρεμπιπτόντως, επειδή ήθελα να σε ρωτήσω: Πού υπάρχουν ψηφιοποιημένα αυτά τα τεύχη;

  24. Corto said

    23 (Sarant):

    Τα βρίσκει κανείς εδώ, και μπορεί να βάλει και έτος:

    https://www.policemagazine.gr/psifiako-arxeio/astynomia_poleon

  25. sarant said

    24 Ευχαριστώ!

  26. Jane said

    # 20
    Ε, ναι , δεν εκλαμβάνω ως πραγματικά όσα περιγράφονται.
    Αλλά αποτυπώνει το συγκεκριμένο συγγραφικό εύρημα (η σκληρότητα της τιμωρίας, βιτριόλι και σπασμένο μπουκάλι) τα στερεότυπα των χαρακτήρων εκείνης της εποχής τουλάχιστον στην συγκεκριμένη υπο-κουλτούρα.
    Έχει πολύ ψωμί όλο το κείμενο, πάντως πέρα από τα γλωσσικά στοιχεία.
    Και από την άποψη των σχέσεων στην κοινωνία εκείνη την εποχή αλλά και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης μέσα στη φυλακή.

  27. Ενδιαφέρον ανάγνωσμα, αξιέπαινη δουλειά

  28. Γιάννης Κουβάτσος said

    Ευχαριστούμε, Corto, πολύ ενδιαφέρον κείμενο. Μου αρέσουν πολύ αυτά τα παλιά αναγνώσματα και τα προτιμώ στην ορθογραφία και στο τονικό σύστημα της εποχής εκείνης. Η αναφορά στον πλάτανο δείχνει την Παλιά Στρατώνα στο Μοναστηράκι, φυλακή διαβόητη ακόμα και στο εξωτερικό για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των καταδίκων:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://rebetcafe.blogspot.com/2014/09/blog-post_14.html%3Fm%3D1&ved=2ahUKEwiik4yLjd7eAhUGLlAKHZGHAGkQFjABegQIBxAB&usg=AOvVaw2CPUwnodT5O8vLipjdLZRJ&cshid=1542549657389

  29. Γιάννης Κουβάτσος said

    Και, με την ευκαιρία, ένα ποίημα από μια μαθήτρια στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας των φυλακών Διαβατών Θεσσαλονίκης:

    “Τα μάτια της ήταν κλειστά. Έβλεπε όμως κάγκελα… μαύρα.

    Δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω. Κρύωνε πολύ. Τριγυρνούσε

    κάθε νύχτα και κρύωνε. Τι μου συμβαίνει; Σκέψεις αόριστες και

    σκόρπιες. Γυρνούσε κάθε βράδυ γύρω γύρω από το όμορφο

    μνήμα που το περιτριγύριζαν μαύρα κάγκελα… Τι μου συμβαίνει;

    Δεν μπορούσε να ορίσει το μυαλό της. Πως θα μπορούσε άλλωστε… ήταν νεκρή”.
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.metrosport.gr/index.php/article/vivlio-me-diigimata–piimata-aptous-kratoumenous-mathites-ton-filakon-diavaton&ved=2ahUKEwiXgszrkN7eAhXIJVAKHbELDm8QFjABegQICRAB&usg=AOvVaw0MspMRVE6PWwQ6LoAG4AyR

  30. Γιάννης Κουβάτσος said

    Στο βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη «Οι μεγάλες αποδράσεις» περιγράφεται πώς δραπέτευσε σε κάμπια μεταφορά του από την Παλιά Στρατώνα ο Νίκος Ζαχαριάδης με τη βοήθεια και του Άρη Βελουχιώτη:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://www.scribd.com/document/154525490/%25CE%2594%25CE%25B7%25CE%25BC%25CE%25AE%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25B7-%25CE%2593%25CE%25BA%25CE%25B9%25CF%258E%25CE%25BD%25CE%25B7-%25CE%259F%25CE%2599-%25CE%259C%25CE%2595%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%25A3-%25CE%2591%25CE%25A0%25CE%259F%25CE%2594%25CE%25A1%25CE%2591%25CE%25A3%25CE%2595%25CE%2599%25CE%25A3&ved=2ahUKEwjoppihkt7eAhUIKFAKHVZ7BoIQFjAFegQICBAB&usg=AOvVaw12K2t80taJDwFK5VR72Kgi&cshid=1542551043240

  31. Γιάννης Κουβάτσος said

    30: σε κάποια μεταφορά του, βέβαια.

  32. Corto said

    27 και 28:
    Ευχαριστώ! Χαίρομαι που βρίσκετε ενδιαφέρον το κείμενο!
    Στον πλάτανο της Παλιάς Στρατώνας ο ανώνυμος συγγραφέας αναφέρεται και σε άλλο τμήμα του κειμένου: «…πρόκειται περί του πλατάνου του επισκεπτηρίου, κάτωθεν του οποίου έγραψεν ο Παράσχος το αθάνατο ποίημά του».

    ——————————-
    Να βάλω και εκτός κειμένου κάποιες σκέψεις για την αργκό του κειμένου. Νομίζω ότι εκτός από την έκφραση «σακούλα τον μπούρμπουλα», αξιοσημείωτα είναι και τα εξής στοιχεία:

    Πρώτον η λέξη «πλέντι» ή («πλέντυ»). Πρόκειται για λέξη που έγινε γνωστή και από τον Τσιφόρο (σε μένα τουλάχιστον), αλλά προφανώς είναι προπολεμική. Αξίζει διερεύνηση αν τυχόν είναι προπολεμικό λαϊκό γλωσσικό δάνειο από τα αγγλικά.

    Δεύτερον η λέξη «γιατρός» με την σημασία της κοκαΐνης. Ο Πετρόπουλος (υποθέτω αντιγράφοντας τον Πικρό) την καταγράφει με την σημασία «το ποσόν της δωροδοκίας», αλλά στο κείμενο της Απογευματινής η ερμηνεία που δίνεται (= κοκαΐνη) μου φαίνεται πιο εύλογη. Αφού κατά την κυριολεξία τους οι λέξεις «γιατρός και «δικηγόρος» ζευγαρώνουν στην λαϊκή αντίληψη, τότε υποθέτω ότι και στην αργκό θα σχετίζονται νοηματικώς (κοκαΐνη και χασίς).

    Τρίτον η λέξη «σεντόνι», σε συνδυασμό με την λέξη «πάπλωμα», με την αργκοτική σημασία των χαρτονομισμάτων. Νομίζω οι δύο αυτές λέξεις αξίζει να προστεθούν στον μακρύ κατάλογο των λαϊκών συνωνύμων των χρημάτων. Παρατηρούμε επίσης ότι στο κείμενο του Σταμ Σταμ που εντόπισε ο Κώστας Βλησίδης το σεντόνι αντιστοιχεί σε πεντακοσάρικο και όχι σε χιλιάρικο.

    Τέταρτον η λέξη «κόχλα» (και όχι «κόκα», όπως ίσως θα περίμενε κανείς). Σύμφωνα με τον Κώστα Βλησίδη η λέξη πιθανότατα σχετίζεται ετυμολογικώς με τον «κοχλαράκια», τον οποίο γνωρίζουμε από διάφορα ρεμπέτικα, όπως ο Νικοκλάκιας του Βαγγέλη Παπάζογλου (1934) και το επιθεωρησιακό ο Κοχλαράκιας με μουσική του Γιώργου Βιτάλη και στίχους του Βασίλη Μεσολογγίτη (1935). Συνεπώς η καθιερωμένη ετυμολόγηση του κοχλαράκια από το κοχλιάριο (κουτάλι) δεν ισχύει. Κόχλα σημαίνει σκόνη, όπως φαίνεται από το παρακάτω εύρημα επίσης του Κώστα Βλησίδη:

    https://books.google.gr/books?id=Z5TYAAAAMAAJ&q=%22%CE%BA%CF%8C%CF%87%CE%BB%CE%B1%22&dq=%22%CE%BA%CF%8C%CF%87%CE%BB%CE%B1%22&hl=el&sa=X&ved=0ahUKEwjRnMfv29reAhWFkCwKHU72Aec4FBDoAQgsMAE

  33. (τώρα αξιώθηκα) Ευχαριστούμε! Πολύ καλό, Κόρτο!

    Επιτρέψτε μου και ένα παλιότερο δικό μου, φυλακίστικο.
    https://www.slang.gr/lemma/22949-santouri

  34. Alexis said

    Μπράβο Κόρτο, αξιέπαινη προσπάθεια και πολύ ενδιαφέρον κείμενο!

    ήταν Περαιώτης ο φίλος μας, τσιμάλι πράμα…
    Να παρατηρήσω ότι και εδώ, όπως έλεγα και στο σχετικό άρθρο, λέγεται με τη σημασία μάλλον του λεβέντη και όχι του έξυπνου, του «ατσίδα».

  35. Alexis said

    Διαβάζοντας τα λόγια του συγκρατούμενου του αφηγητή, στο Α’ απόσπασμα, μου έρχεται ασυναίσθητα στο μυαλό η εικόνα και η φωνή του Νίκου Φέρμα…

  36. Spiridione said

    33. Μερικές συμπληρώσεις λεξιλογικές:
    – Στη μετάφραση του Όλιβερ Τουίστ από τον Νικ. Πολίτη (1878) υπάρχει το ψημάρνι με την επεξήγηση = θύμα εν χαρτοπαιγνίω.
    – δίκοζος: στο λεξικό του Ζάχου είναι αυτός με δύο γαλόνια. Και στο λεξικό του Κάτου κόζι έχει και τη σημασία του γαλονιού.
    – σκαλέτα είναι βλέπω το χαρτοπαικτικό κόλπο (υπάρχει και στο βικιλεξικό)
    – για τους σαραντακορωνάδες μια αναφορά:
    Κάποια ἐποχή, γύρω στὰ 1890, οἱ χωροφύλακες ἀπεκαλοῦντο: σαραντακορωνάδες, διότι ἡ στολή των εἶχε σαράντα κουμπιά μὲ ἀνάγλυφη τὴν κ ο ρ ῶ ν α, τὸ βασιλικὸ στέμμα. Καὶ σχετικῶς, οἱ παλαιοὶ ἀθηναιοι, θὰ θυμοῦνται τὸ τραγούδι ἀπὸ ἕνα λαϊκὸ θεατρικὸ ἔργο τοῦ Ἀνδρέα Νικολαρά (1900) στὸ ὀποίον-ἔνας ἐρωτευμένος χωροφύλακας, τραγουδᾶ στὴν ἐκλεκτή του ποὺ ἐλέγετο Ἐρασμία : Θὰ σ ἔχω γιὰ κορῶνα μου καλή μου Ἐρασμία, σαράντα οἱ κορῶνες μου καὶ σύ, σαράντα μία!
    https://docplayer.gr/58495966-Horifulikes-i-e-ki-i-ye-zu-pentaetes-programma-anadiorganoseos-tis-horofylakis-ax-t-n-th-gm-i-o-i-i-i-v-e-e-ana-nomuz-rri-i-i-e.html
    – ράστη στο λεξικό του Βλαστού η ευκολία, η βολή.
    – Τατάρ Παζαρτζίκ ήταν πόλη της νότιας Βουλγαρίας, στον Έβρο. Δεν ξέρω αν ήταν και ευρύτερη έκφραση παζαριών που είχαν κάποια σχέση οι Τάταροι, ή η πόλη είχε γίνει ονομαστή για ταραχές
    – Ενδιαφέρον και το ελληνογαλλικό σαλί μουά λα πλατάν.

  37. Γιάννης Ιατρού said

    Τώρα το διάβασα όλο. Corto, ευχαριστώ πολύ για την ωραία σου προσφορά!

  38. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    Μπράβο Corto, δύσκολο το εγχείρημά σου και όμορφο το τελικό αποτέλεσμα.
    Ένας παράλληλος κόσμος αυτός των ποινικών κρατουμένων που κανείς καθημερινός άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξή του κι ούτε γνωρίζει πόσο άμεσα επηρεάζει την ζωή του. Στην πταγματικότητα, τίποτε δεν έχει αλλάξει από τότε.

  39. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    32 Το πλέντι είναι λοιπόν από τα λίγα προπολεμικά αγγλικά δάνεια.

    36 Δεν βρίσκω τίποτα για ταραχές στο Τατάρ Παζαρτζίκ αν και αυτή μοιάζει η πιθανότερη εξήγηση

  40. Corto said

    36 (Spiridione):
    Πολύ ωραίες παρατηρήσεις!

    Δίκοζος ο ενωμοτάρχης με δύο γαλόνια και τρίκοζος με τρία, όπως φαίνεται και στο πολύ ενδιαφέρον παρεμφερές κείμενο του ΣΚΡΙΠ, που εσύ είχες βάλει σε πρόσφατο άρθρο για το τζιμάνι:

    https://sarantakos.wordpress.com/2018/11/07/tzimani/#comment-539188

    —————————–
    Για το Τατάρ Πάζαρτζικ διαβάζουμε ότι είχε Ελληνισμό και ότι επίσης ότι είχε υποστεί οικονομική καταστροφή:

    «Η προσβολή των αμπελιών από τη φυλλοξήρα, από τα τέλη του 19ου, έλαβε τέτοια εξάπλωση στην περιοχή Φιλιππούπολης, Τατάρ Παζαρτζίκ και Στενημάχου, ώστε έτεινε σε ολοσχερή καταστροφή της αμπελουργίας.»

    http://www.eidisis.gr/politistika/i-stenimaxos-tis-anatolikis-romylias-i-roymelias-boreias-thrakis.html

    Αναρωτιέμαι μήπως η καταστροφή της αμπελουργίας ή ίσως και κάποιος βίαιος διωγμός οδήγησε τον ελληνικό πληθυσμό προς τη Ελλάδα, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό αυτής της παροιμιακής έκφρασης.
    ————————-
    Η σκαλέτα όπως και η πασέτα γνωστές και από το ρεμπέτικο «το παιχνίδι του Αμερικάνου» του Σκαρβέλη (1936). Στο εν λόγω τραγούδι παρατηρούμε ότι ο πρωταγωνιστής έπαιζε με τον Αμερικάνο και πόκερ και πασέτα («με τα λιμά τον έμπλεξα/ στο πόκερ στην πασέτα»). Αντίθετα στο κείμενο η πασέτα βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το πόκερ (λαϊκό το πρώτο παιχνίδι, πιο ελιτίστικο το δεύτερο):

    «Έπειτα κι’ αν θελήσης να παίξης μ’ αυτούς λίγη πασέτα δεν μπορείς γιατί αυτοί θέλουν πόκερ.»

  41. ΓιώργοςΜ said

    Καλησπέρα, να προσθέσω και τις δικές μου ευχαριστίες. Με αρκετά… ένσημα στον Τσιφόρο, δε θα μπορούσε παρά να μου αρέσει το σημερινό, αν και δεν είχε καθόλου κωμικό ύφος.

    Ένας συνειρμός, που ίσως έχει αξία, ίσως όχι: Ψημάρι είναι ο καινούριος, ο άμαθος. Από το ψημάρι στο ψάρι, που έχει την αντίστοιχη σημασία σήμερα, δύο γράμματα δρόμος. Μήπως;

    Αν θυμάμαι σωστά, σκαλέτο αναφέρει και ο Τσιφόρος, μια σχεδόν τίμια χαρτοκλεπτική μέθοδο, όπου οι παίκτες στο πόκερ ανεβάζουν συνεχώς τα χτυπήματα, ώστε το θύμα, θεωρώντας πως οι άλλοι έχουν δυνατό χαρτί, να πηγαίνει πάσο και να χάνει τα λίγα που έχει ποντάρει.

  42. ΓιώργοςΜ said

    >«Η προσβολή των αμπελιών από τη φυλλοξήρα, από τα τέλη του 19ου, έλαβε τέτοια εξάπλωση στην περιοχή Φιλιππούπολης, Τατάρ Παζαρτζίκ και Στενημάχου, ώστε έτεινε σε ολοσχερή καταστροφή της αμπελουργίας.»

    Μήπως γίνεται η αντιστοιχία Τατάρ Παζαρτζίκ=φυλλοξήρα, και η παρομοίωση να έχει να κάνει με το οπτικό αποτέλεσμα του βιτριολισμού;

  43. ΚΩΣΤΑΣ said

    Εξαιρετική περιήγηση στον κόσμο της φυλακής κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Συγχαρητήρια στον Corto για την έρευνα, επιμέλεια και παρουσίαση και ευχαριστίες στον Νικοκύρη για τη δημοσίευση.

    Μ’ αρέσουν κι εμένα αυτού του είδους οι διηγήσεις, έχω ξεκοκαλίσει την παλιές σελίδες της εφημερίδας «Μακεδονία», όπου κι εκεί υπάρχει ένας αντίστοιχος θησαυρός παρόμοιων διηγήσεων – όχι αποκλειστικά για φυλακές.

    Με την ευκαιρία και δύο ερωτήσεις. Έχει γίνει κάποια έρευνα ή εικάζεται ποιος είναι ο συντάκτης του παραπάνω κειμένου;

    Επισης σε κάποιο σημείο διαβάζω: «-Αλί! ακούμε από τη γωνία και μόλις στρίψαμε να ιδούμε ποιος είνε πέντε ξιφολόγχες προτεταμένες άγγιζαν τα ρούχα μας. …»

    Θεωρείτε ότι είναι αλί το επιφώνημα, ή το κλασσικό αλτ και απλά υπάρχει τυπογραφικό λάθος;

  44. ΓιώργοςΜ said

    43 Το πιθανότερο κτγμ, όπως επίσης να ήταν φθαρμένο τ που αναγνώρισε λάθος το οσιάρ (αν χρησιμοποιήθηκε).

  45. Περί του Τατάρ Παζαρτζίκ, έχω από τον (ξηρομερίτη) πατέρα μου την έκφραση «του κάνανε τα μούτρα παζάρι» για κάποιον που έχει εμφανή σημάδια ξυλοδαρμού στο πρόσωπο. Μήπως δλδ είναι αθώοι οι Τάταροι, Βούλγαροι κλπ συμπαθείς και η σύνδεση είναι με την αναστάτωση / φασαρία / χάος του παζαριού?

  46. loukretia50 said

    Ενδιαφέρον άρθρο από πολλές απόψεις και ιδιαίτερα προσεγμένη η δουλειά του Corto , για έναν τόσο σκληρό κόσμο, όχι δυστυχώς πολύ διαφορετικό, απλώς λιγότερο οικείο. Το κείμενο μας μετέφερε στο κλειστό κύκλωμα των φυλακών, όπου η αναγκαστική συνύπαρξη σε δύσκολες συνθήκες και οι αντιθέσεις δημιουργούν καταστάσεις μεγάλης έντασης και οδηγούν σε ακραίες συμπεριφορές. Η εκμετάλλευση είναι κανόνας και οι πιο αδύναμοι έχουν ελάχιστες επιλογές για να ξεφύγουν από την απόγνωση και την ανία.
    Με έκπληξη διαπίστωσα πως δεν είχα πολλές άγνωστες λέξεις, ίσως χάρη στον Πετρόπουλο και ρεμπέτικα ακούσματα.
    Μια ερώτηση μόνο : Γιατί αποκλείεται το κοχλαράκι να είναι το κουταλάκι? Δε θα ήταν χρήσιμο για υπολογισμό δόσης ?

    Μουσική που νομίζω πως ταιριάζει (ας με συγχωρήσει ο Corto, δεν είμαι τόσο εξοικειωμένη με τα ρεμπέτικα…)

    Μια άλλη ερμηνεία ποιήματος του Μπρεχτ.
    Στον ίδιο δίσκο ” Orphans (Bastards)” ο Tom Waits αναφέρεται σε περιθωριακούς – τι άλλο!- ενώ υπάρχει και τραγούδι για τη φυλακή, απλώς προτιμώ αυτό
    Tom Waits – What Keeps Mankind Alive – Orphans (Bastards) https://youtu.be/5hmlhLcJ5DM

    Όσο για την απόγνωση και το αδιέξοδο
    Release Me -The Tiger Lillies

    Another night of torment- Never sunshine always rain
    And it never helps the kindness that people try to show
    Just makes it feel more tragic
    Release me let me go I am drowning in the greyness
    Suffocating in this grief
    Tell me my life is not mine to take
    Go ahead, call me a thief I’m drowning in the pain
    Broken spirit broken soul No more can I take
    I’m drowning in the moonbeams
    The blackest night reflecting a glass. I give up the fight

    Και μια ταινία με θαυμάσιους πρωταγωνιστές στη φυλακή:
    Kiss of the Spider Woman – https://youtu.be/1FVd6uRrYhM

  47. ΚΩΣΤΑΣ said

    Και κάτι ακόμη. -> Ο πειο δυνατός, το καλλίτερο παλληκάρι διηύθηνε τα «ψημάρια»1. [Κανονικά πρέπει να γραφτεί ψιμάρια. Ψιμάρι ή ψιμάρνι είναι το αρνί που γεννιέται αργότερα από το άλλα και μεταφορικά ο πρωτόπειρος, ο αρχάριος, ο άβγαλτος -ΝΣ]

    Στη θεσσαλική ντοπιολαλιά ψιμάδι αποκαλείται και το τελευταίο παιδί μια οικογένειας, το νεώτερο μέλος της. Νομίζω ότι κι εδώ ταιριάζει αυτή η σημασία, το νεώτερο μέλος στην παρέα της φυλακής. Βέβαια μας μπερδεύει λίγο το ρο, ψιμάρι – ψιμάδι, τί να πω!

  48. loukretia50 said

    41. όψιμο αρνί – ψιμάρνι
    Απλά από το όψιμο (παιδί) ψιμάδι

    Νατσουλίζω ασύστολα, όμως έχει μια λογική, όχι?

  49. loukretia50 said

    το 48 στο 47

    και η κατάληξη -δι δεν είναι συνηθισμένη ?
    άσπρο- ασπράδι
    κρόκος – κροκάδι

  50. Παναγιώτης Κ. said

    Το ολοκλήρωσα!
    Μένω με την απορία: Πόσες σελίδες είναι;

  51. Spiridione said

    45. ναι, αυτό είναι, και το τατάρ για έμφαση

  52. mitsos said

    @49
    Γειά σου Λου
    Καλώς ήρθες .
    Αισθητή η απουσία σου …
    αλλά ακόμα πιο αισθητή η παρουσία σου

  53. Δεν είμαι του σιναφιού αλλά το κουταλάκι είναι για την παραμύθα, την κόκα συνήθως την σνιφάρουνε

  54. Corto said

    Ευχαριστώ άπαντες τους φίλους για τα καλά τους λόγια!

    37: Γιάννη πολύ όμορφο το σκίτσο! Μερσί!

    38: Λάμπρο πολύ εύστοχο αυτό που γράφεις: ένας παράλληλος κόσμος…

    43 (ΚΩΣΤΑΣ): Δικό μου λάθος. Ευχαριστώ για την διόρθωση. Το σωστό είναι «Άλτ!» και μου ξέφυγε στην δακτυλογράφηση.

    44 (ΓιώργοςΜ): Όχι δεν χρησιμοποιήθηκε οσιάρ. Πάντα όποιο κέιμενο έχω βάλει εδώ σε σχόλιο ή το έχει δημοσιεύσει ο Νικοκύρης πάντα τα δακτυλογραφώ.

    46 (Loukretia50): Κοχλιάριο πράγματι είναι το κουτάλι. Αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο κοχλαράκιας βγαίνει από την κόχλα (σκόνη, βαφική ύλη) και όχι από το κοχλιάριο. Αυτό το ιώτα της λέξης «κοχλιάριο» είναι προβληματικό για να οδηγεί στον «κοχλαράκια».
    Το ενδεχόμενο η κόχλα (σκόνη) να βγαίνει από το κοχλιάριο (κουτάλι) επίσης δεν φαίνεται λογικό. Συνεπώς ο «κοχλαράκιας» προκύπτει από την ήδη υπαρκτή λέξη «κόχλα».
    Φαντάζομαι (δική μου εικασία, άρα με πολλές επιφυλάξεις) ότι ίσως υπήρχε και κάποιος λαϊκός τύπος «κοχλάκιας».

    ————————————

    Να κάνω και μία διόρθωση στον ίδιο τον ανώνυμο συγγραφέα:
    Σύμφωνα με τον Κώστα Βλησίδη (που έχει κάνει διεξοδική έρευνα για την ιστορία των φυλακών) η φυλακή για τον πλάτανο της οποίας γράφηκε το ποίημα του Παράσχου (βλ. σχόλιο 32) ήταν ο Μεντρεσές και όχι η Παλιά Στρατώνα. Το ποίημα μάλιστα γράφηκε το 1861 όταν η Παλιά Στρατώνα δεν υπήρχε ακόμα!

  55. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Corto,Νικοκύρη, ευχαριστούμε! Προσωπικά δεν περίμενα να γοητευτώ τόσο από κείμενα της φυλακής και που δεν αφορούν πολιτικούς κρατούμενους. Είναι βέβαια και η αργκοτική γλώσσα και οι εκφράσεις που δημιουργούν μιαν αλεγρία πώς να πω. Όπως στα Ρεμάλια Ήρωες που είναι το μόνο που έχω διαβάσει από τις αναφορές.
    Άσε που βρήκα θυμόσοφες αποστροφές «πρώτης» που λέμε .π.χ.«η κοινωνία είνε σκανδαλωδώς επιεικής στους ενόχους ενώ αυστηρότατα κατακρίνει τον κρατούμενον».
    Το έχω σκεφτεί κι από μόνη μου. 🙂
    Πολλή και καλή δουλειά, μπράβο!
    Λακιρντί-μπουζού σήμερα 🙂

    Λέξεις σε χρήση :
    -ψιμάκι , το στερνοπούλι, το βενιαμάκι που γεννιέται με απόσταση από το προτελευταίο παιδί
    -βούτα(η) λέει ο χασάπης μας τον καταψύκτη-«μπαούλο» .
    -στρωματιά, τα ρούχα/σκεπάσματα του ύπνου, το κρεβάτι. «Σα να με κυνηγά η γρίπη.Δε μπορώ να σηκωθώ από τη στρωματιά»
    -στρι , στρίβε, τσακίσου, φύγε γρήγορα

  56. Κ. Καραποτόσογλου said

    Η φράση:« της έχυσε στα μούτρα ένα μπουκάλι βιτριόλι και της τα’καμε τατάρ-παζαρτζίκ», ίσως οφείλεται στις σκληρές μάχες που έγιναν μεταξύ των τουρκικών κα ρωσσικών στρατευμάτων στην περιοχή του Παζαρτζίκ.

    Εξ Ιασίου, 17 Δεκεμβρίου.
    Όλα τα εκ της Βουλγαρίας επανελθόντα στρατεύματα εκάθησαν ήδη εις παραχειμασίαν. Η επιδημία έκαμεν από τινος καιρου ολιγωτέραν φθοράν, αλλ᾽ η ακρίβεια των ζωοτροφών αυξάνει.
    Απο δύο ημερών διεδόθησαν διάφοροι φήμαι περί νεωτέρων στρατιωτικών συμβεβηκότων της Βάρνας. Βεβαιούται ότι οι υπό τον Ομέρ Βρυώνην Τούρκοι προσέβαλoν τα παρά το Παζαρτζίκι Ρωσσικά οχυρώματα, δια να υποστηρίξουν το κατά του Παραβαδίου κίνημα του Μεγάλου Βεζύρη με σκοπό να κλείση την Βάρναν· αλλ᾽ οι Ρώσσοι ειδοποιηθέντες περί των σκοπών των εχθρών εματαίωσαν την προσβολήν ταύτην, καθότι οι μεν Ρώσσοι διετήρησαν την θέσιν των, οι δε Τούρκοι απεχώρησαν πάλιν εις Σούμλαν. Λέγεται προς τούτοις ότι οι Ρώσσοι έλαβον πολλάς
    βοηθείας εις την Βλαχίαν, τα δε Τουρκικά φρούρια εφωδιάσθησαν.

    Λέγεται από τινων ημερών ότι οι πασάδες του Βιδδινίου και της Συλληστρίας, ενώσαντες τας δυνάμεις των εις τα πέριξ του τελευταίου τούτου φρουρίου, ήρχισαν να ενεργώσιν
    εκ συμφώνου επί την γραμμήν της συγκοινωνίας των Ρώσσων την από Βάρνας εις Ισάκrσαν. Ο Χουσεΐμ πασάς έχει να συμπράξη κατά το κίνημα τούτο, και ο Ομέρ Βρυώνης
    εφάνη, λέγεται, κατά το Π α ζ α ρ τ ζ ί κι, όπου πρέπει να συνεκροτήθη μεταξύ αυτού και του στρατηγου Ροθ π ε ι σ μ α τ ω δ ε σ τ ά τ η μ ά χ η.

    Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, αριθμ. 11, έτους Δ, εν Αιγίνῃ, Τετάρτῃ, 5 Ιανουαρίου 1829, σ. 41.

    Εξαιρετική η μελέτη του Corto. Συγχαρητήρια.

    Κ. Καραποτόσογλου

  57. sarant said

    45-51 Κι εγώ αυτό λέω ότι είναι, από το παζάρι με ευτράπελο πλατειασμό.

    54 Σωστά για τις φυλακές, άλλωστε ο Μεντρεσές βρισκόταν κοντά στους Αέρηδες, όχι στο Μοναστηράκι.

  58. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Η απόδραση, σκάβοντας/ξύνοντας με εργαλεία τα πηρουνοκούταλα μου θύμισε την,πολύ αργότερα, πετυχημένη ευτυχώς απόδραση των Βούρλων, το 1955.

  59. cronopiusa said

    Τον είχανε κλεισμένο
    διπλομανταλωμένο
    να τον δικάσουνε σε θάνατο
    μα αυτός τρυπάει τον τοίχο
    χωρίς κανέναν ήχο
    και βρίσκουν κούτσουρο στον θάλαμο

    Λέγεται ότι ο Μιχάλης Μπεζεντάκος φυγαδεύτηκε έπειτα στη Σοβιετική Ενωση και πέθανε στην Ισπανία, όπου πολέμησε με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Εμφύλιο. Κατ’ άλλους έπεσε θύμα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν, που θεωρούσε τον τροτσκισμό ανίατη ασθένεια, η οποία θεραπεύεται μόνο με δικής του εμπνεύσεως ευθανασία.
    http://www.efsyn.gr/arthro/fygi-me-sinoyk

  60. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Με παραξένεψε (μάλλον χαζοειδώς αλλά το ομολογώ 🙂 ) που μαρτυρούνται τα γλυκά «πάστες» από το 1920.

  61. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΝ 19ο
    ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ.
    ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ ΤΟΥΣ
    «Γιατί πιάστηκαν;
    Για τα πολιτικά. Έχουν κόμματα κι εδώ μέσα…
    Διαβάζουν τίποτε;
    Μπα. Μια φορά τους έφεραν ιερά βιβλία από την βασίλισσα, μα τά ’σχισαν αμέσως.
    Κι εγέλασε, ο καλός άνθρωπος, κατακρίνων αυτούς… Εις την μέση των τοίχων καρφωμένα,είτε δεμένα με σχοινιά, είναι κουτιά ξύλινα, όπου αποθέτουν τα ρούχα τους. Εις την μια γωνία ένα παλιχράμι ριχμένο κρύβει την βρομερή βούτα, σιμά της χάμω ξαπλωμένοι πέντε δέκα κατάδικοι πέζουν ζαριά, εμπρός στη θύρα δυο άλλοι κόβουν και ράβουν και σιδερώνουν… επάνω από το στρογγυλό παραθύρι, δυο εικονίσματα με μια φουντίτσα βάγια…
    Αφήστε με, μωρέ παιδία, μια στιγμή, δεκαεφτά χρόνια έχω να ιδώ το φεγγάρι! »

    Click to access techr_2008_2_asimakopoulos.pdf

    σελίδα 19:
    Ι. Πετρουνάκος , Αι φυλακαί μας και η δικαιοσύνη μας, 1936.
    Έμμεσος θανατική ποινή είναι η απόρροια αυτού του συστήματος φυλακών» και θα δώσει το στοιχείο ότι στη φυλακή της Χαλκίδας, σε ένα έτος, πέθαναν 62 επί 250 καταδίκων (σελ. 27), «αι εν Λαρίσση επί τουρκοκρατίας φυλακαί ήσαν ασυγκρίτως καλλίτεραι των ιδικών μας» (σελ. 12) και αυτή η κατάσταση δεν προκύπτει κατά τον συγγραφέα λόγω αναλγησίας, αλλά λόγω αγνοίας της κατάστασης. Δεν διστάζει να γράψει για τη μεγάλη χρήση χασίς (σελ. 14) και συνεχίζει την ανάλογη περιγραφή του για τις φυλακές της Χαλκίδας και της Αίγινας.

  62. Πέπε said

    Καλησπέρα σας.

    Το διάβασα πρωί πρωί, αλλά δεν είχα ευκαιρήσει μέχρι τώρα να ευχαριστήσω και να συγχαρώ. Έχουν μια γοητεία αυτά τα κείμενα.

    Σχετικά με το ψιμάρι: διαπιστώνω ότι στα σχόλια αναφέρθηκαν οι παράλληλες μορφές ψιμάδι και ψιμάκι. Είναι νομίζω προφανές ότι και στις τρεις περιπτώσεις έχουμε τη λέξη «όψιμο», πολύ γνωστή και σημαντική για τους αγρότες και γι’ αυτό ευρέως διαδεδομένη σ’ όλα τα ιδιώματα (και «έψιμο» την έχω ακούσει, που μάλιστα υπάρχει και ως επώνυμο), με διάφορες καταλήξεις.

    Δε νομίζω ότι χρειάζεται να ανατρέξουμε στο ψιμάρνι για να εξηγήσουμε το ψιμάρι, ιδίως με τη δυσεξήγητη απώλεια του -ν-.

  63. Γιάννης Κουβάτσος said

    Τώρα που κοιτάω καλύτερα φωτογραφίες της παλιάς Αθήνας, η Παλιά Στρατώνα ήταν σχεδόν απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου έψαλλε ο Παπαδιαμάντης. Την είχε χτίσει ο Χασεκής για παλάτι του.

  64. Κουτρούφι said

    Ωραία δουλειά από τον Corto.

    Ένα άλλο ρεμπέτικο με παρόμοια θεματολογία είναι και ο φυλακισμένος του Δραγάτση. Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Jat_HCWDVh4 με τον Ζ. Κασιμάτη (1933):

    Ο μπαγλαμάς και ο λουλάς ειν’ η παρηγοριά μου
    σαν τη φουμάρω, τα περνώ τα ντέρτια τα δικά μου

    και

    θυμάμαι εκείνη π’ αγαπώ που μ’ έχει παρατήσει
    μα σαν θα βγω απ’ τη φυλακή η σκύλα δεν θα ζήσει.

    ———————————————————————
    ψιμάρνι και ψιμόριφο. Υπάρχει και στην Κρήτη.

  65. Corto said

    55: Έφη να είσαι καλά! Αν τυχόν διαβάσει κανείς ολόκληρο το κείμενο (πέραν των εδώ αποσπασμάτων), πιστεύω θα βρει πολλά ενδιαφέροντα για το σωφρονιστικό σύστημα της εποχής (ιδίως στο 2ο κεφάλαιο).

    56: Σας ευχαριστούμε πολύ κ. Καραποτόσογλου. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες σας για τις ρωσοτουρκικές συγκρούσεις στο Παζαρτζίκι. Εφόσον η έκφραση οφείλεται σε τόσο παλιά γεγονότα (1829), ενδεχομένως να την συναντήσουμε και σε προγενέστερα κείμενα.

  66. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα σχόλια!

    56-65 Το «εφόσον» της τελευταίας πρότασης θα το έκανα «αν».

  67. aerosol said

    Πολύ καλό Κόρτο, ευχαριστούμε!

  68. Corto said

    62 & 64: Πέπε και Κουτρούφι να είστε καλά!
    Παρατηρώ στο λεξικό του Κάτου (χωρίς να γνωρίζω αν είναι σωστή η προσέγγισή του) ότι καταγράφονται δύο λέξεις «ψημάρι» και «ψιμάρι»:

    http://georgakas.lit.auth.gr/dictionaries/index.php/anazitisi/g-katou?chronoform=search_katos&event=submit

    http://georgakas.lit.auth.gr/dictionaries/index.php/anazitisi/g-katou?chronoform=search_katos&event=submit

    Το τραγούδι του Δραγάτση είναι πολύ χαρακτηριστικό για αυτήν την θεματολογία.
    —————————–

    Να κάνω και μία αναφορά στον τύπο «αρφός» (αδερφός). Η λέξη σε αυτήν περίπου την μορφή απαντάται και σε δημοτικά τραγούδια της Κύπρου και του Πόντου, αντίστοιχα του γεφυριού της Άρτας, τα οποία αναφέρει ο Ι. Κακριδής:

    Να βάλεις τη μανίτσα σου, μανίτσα δεν ηβρίσκεις,
    να βάλεις τον κυρούλη σου, κυρούλη δεν ηβρίσκεις,
    να βάλεις την αρφούλα σου, αρφούλα δεν ηβρίσκεις,
    να βάλεις τον αρφούλη σου, αρφούλη δεν ηβρίσκεις,
    να βάλεις την καλίτσα σου, καλύτερην ηβρίσκεις!

  69. Πέπε said

    @68:
    > > Παρατηρώ στο λεξικό του Κάτου (χωρίς να γνωρίζω αν είναι σωστή η προσέγγισή του) ότι καταγράφονται δύο λέξεις «ψημάρι» και «ψιμάρι»

    Δεν το καταλαβαίνω. Η σημασία είναι πάρα πολύ κοντινή, το «ψημάρι» το δίνει ως αβέβαιου ετύμου (ενώ για το «ψιμάρι» έχει μια ασφαλή και πολύ πειστική ετυμολογία), άρα γιατί να μην είναι η ίδια λέξη; Και δεν πρόκειται περί λάθους, γιατί στο τέλος του κάθε λήμματος δίνει και παραπομπή προς το άλλο.

    > > Να κάνω και μία αναφορά στον τύπο «αρφός» (αδερφός). Η λέξη σε αυτήν περίπου την μορφή απαντάται και σε δημοτικά τραγούδια της Κύπρου και του Πόντου, αντίστοιχα του γεφυριού της Άρτας, τα οποία αναφέρει ο Ι. Κακριδής

    Για τα ποντιακά δεν ξέρω, αλλά στα κυπριακά η λέξη είναι «αερφός» (με το γνωστό φαινόμενο σίγησης των ενδοφωνηεντικών β-γ-δ), οπότε δεν είναι δύσκολο να γίνει και «αρφός». Θυμίζω ότι στην κοινή νεοελληνική, παρόλο που γενικά δεν υπάρχει αυτό το φαινόμενο, ωστόσο εντοπίζεται κατ’ εξαίρεση στη λέξη διάβολος – διάολος. Ενώ λοιπόν και οι δύο μορφές (με διαφορές στο συναισθηματικό φορτίο και το ύφος) κλίνονται κανονικά σε όλους τους τύπους, ειδικά στη φράση (κατάρα/βρισιά) «στο διά(β)ολο» μπορεί να χαθεί και τελείως η συλλαβή όπου ανήκε το β, όπως μπορεί να μας επιβεβαιώσει και γνωστός χτηνώδης σχολιαστής του ιστολογίου! 🙂

  70. Corto said

    67 (Aerosol): Κι εγώ σε ευχαριστώ!

    69 (Πέπε): Συμφωνώ ότι πιθανότατα είναι η ίδια λέξη, εξάλλου η έκφραση «ψήνω κάποιον» = πείθω, νομίζω ότι είναι πολύ πρόσφατη, οπότε στο κείμενο του 1926 η λέξη δεν μπορεί να έχει αυτή την ερμηνεία. Συνεπώς ισχύει η ορθογραφία «ψιμάρι», όπως έγραψε ο Sarant στην αγκύλη μέσα στο κείμενο, καθώς η ετυμολογία σχετίζεται με το όψιμο αρνί.

  71. Κ. Καραποτόσογλου said

    Η Dragomira Valtcheva, «Λογοτεχνική μετάφραση και συγκρότηση εθνικής ταυτότητας: δύο μεταφράσεις αρχαιοελληνικών έργων της περιόδου του βουλγαρικού Διαφωτισμού (19ος αι.)», Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010,Πρ α κ τ ι κ ά: Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), Τόμος Βʹ, Επ ι μ έ λ ε ι α : Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, σ. 570, 577, παρέχει ενδιαφέροντα στοιχεία για το Τάταρ Πάζαρτζικ:

    «2. Η μετάφραση των Δειπνοσοφιστών (IV, 128c-130d) του Αθηναίου από
    τον Stefan Zahariev.

    Ο Stefan Zahariev (1810-1871) γεννήθηκε στην πόλη Τατάρ Πάζαρτζικ
    (Tatar Pazardžik). Καθώς στη γενέτειρά του δεν υπήρχαν ακόμη βουλ-
    γαρικά σχολεία, ο πατέρας του τον έστειλε στη Φιλιππούπολη (Plovdiv)
    όπου «έμαθε άριστα την αρχαία ελληνική γλώσσα» διδασκόμενος από δύο
    «περίφημους Έλληνες δασκάλους εκείνης της εποχής».Αργότερα ταξί-
    δευε τακτικά στο Βελιγράδι εμπορευόμενος ρύζι και έτσι έμαθε τα σερβικά.
    Στη συνέχεια, αφού οι εμπορικές του δραστηριότητες δεν απέδωσαν, διετέ-
    λεσε διαδοχικά κυβερνητικός υπάλληλος και αρχιερατικός επίτροπος του
    Έλληνα μητροπολίτη της Φιλιππούπολης στο Τατάρ Πάζαρτζικ. Στις δεκα-
    ετίες του 1850 και 1860 αναμίχθηκε ενεργά στις κινήσεις για την επίλυση
    του εκκλησιαστικού ζητήματος και ιδίως στη διάδοση της βουλγαρικής
    παιδείας ανάμεσα στους Βουλγάρους από την περιοχή της Μακεδονίας.
    Οι ιστορικές του ανησυχίες τον οδήγησαν στο να γίνει συλλέκτης παλιών
    χειρογράφων, επιγραφών και νομισμάτων. Τόλμησε να γράψει στα βουλγα-
    ρικά σχετικά αργά στη ζωή του, καθώς δε γνώριζε καλά, σύμφωνα με την
    προσωπική του ομολογία, τη γραμματική και την ορθογραφία. Εκπόνησε
    μια περιγραφή της περιοχής της γενέτειράς του, που εξεδόθη στη Βιέννη
    το 1860 με τίτλο Ιστορική, γεωγραφική και στατιστική περιγραφή του καζά
    του Τατάρ Πάζαρτζικ

    Zahariev 1870: З ах ариев, Ст еф ан. Географико-историко-статистическо
    описание на Татарпазарджишката кааза . В иена, 1870 (ф от от ип но
    издание с к ом ент ар, Соф ия, 1973) [Stefan Zahariev. Ιστορική, γεωγρα-
    φική και στατιστική περιγραφή του καζά του Τατάρ Πάζαρτζικ . Βιέννη, 1870
    (σχολιασμένη φωτοτυπική έκδοση, Σόφια, 1973)]».

  72. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    62 Πέπε: Ψιμουλάκηδες προς τη Βιάννο. (Ψιμούληδες, Ψιμάδες αλλού)

    64τέλος Κουτρούφι ναι, βέβαια και ψιμάρνι και ψιμόριφο (πέρα από το ψιμάκι-παιδάκι) .
    (Φλασιά) ψιμοκλουσσού! η κότα που ξεκίναγε να κλωσσάει αργά το καλοκαίρι που δεν ενδεικνυόταν γιατί τα κλωσσόπουλα δε θα μεγάλωναν αρκετά ως τα κρύα του χειμώνα. Και νομίζω και (κακό) περιπαιχτικό για γυναίκες που παντρεύονταν μεγάλες κι έκαναν ή προσπαθούσαν να κάνουν παιδιά.

  73. 69 τέλος Επιβεβαιώνω, επιβεβαιώνω!!!

    Ο αερφός είναι και δωδεκανήσιος τύπος, από μνήμης υπάρχει στο Να σου κάμω την ιστορία μου, του Κασιώτη ναυτικού.

    Το ψιμάρνι και στον Καρκαβίτσα, εκεί που ο τελωνοφύλακας δέρνει τον Τζιριτόκωστα κι ένας χωριάτης που ήθελε να δει δυναμική αντίδραση του ζητιάνου λέει «μωρέ να του κατέβαζε μιά! Ψιμάρνι θα ‘τρωγα!»

  74. loukretia50 said

    72. και λένε τέτοια στις μαντινάδες?

    ψιμοκλωσσού τον τύλιξες
    το Σήφη το λεβέντη
    άντε, σκάρωσε και το γιο
    ν΄αρχίσουμε το γλέντι!

  75. Corto said

    Διόρθωση στο σχ.70:
    Προφανώς η έκφραση «ψήνω κάποιον»( = πείθω) δεν είναι πρόσφατη, όπως βιαστικά έγραψα, αφού υπάρχει στο ίδιο το κείμενο:
    «εγώ θα ’ξηγήσω αύριο ένα δικό μου παιδί «μακαντάση πρώτης» πού ’νε στην πόρτα –στην είσοδο της φυλακής- να «ψήση» την επιστασία να σε φέρουνε κάτω μαζί μας»

    Ίσως έτσι εξηγείται η ορθογραφική επιλογή του συγγραφέα να γράψει τα «ψιμάρια» με ήτα («ψημάρια»), συνδέοντας την λέξη παρετυμολογικά με το «ψήνω». Ενδεχομένως και ο Κάτος να είχε υπόψιν του και μία τέτοια παρετυμολογική ερμηνεία της λέξης και να αμφιταλαντεύτηκε, βάζοντας εν τέλει δύο ορισμούς.

  76. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος said

    Κυρία Λουκρητία (74), στα χτεσινά μεζεδάκια 4 διακεκριμένοι μεταφραστές περιμένουν πώς και πώς την τελική κρίση σας για το ποιά από τις 4 έμμετρες μεταφράσεις του Τουδικίου Γάλλου είναι η καλύτερη. Γιατί τους περιφρονείτε; Δέστε το Υστερόγραφο (ΥΓ) σε αυτό το σχόλιο για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, σε περίπτωση που δεν έχετε αντιληφθεί τις εκκλήσεις τους

  77. Πέπε said

    @70:
    > > Συνεπώς ισχύει η ορθογραφία «ψιμάρι», όπως έγραψε ο Sarant στην αγκύλη μέσα στο κείμενο, καθώς η ετυμολογία σχετίζεται με το όψιμο αρνί.

    Ναι, αλλά γιατί με το όψιμο αρνί κι όχι απλώς με το όψιμο;

  78. 75 Και η παρεμφερής και μάλλον ομόρριζη έκφραση «τα ψήνω / τα έχω ψημένα με…» (= συνδέομαι ερωτικά) υπάρχει στους Μαυρόλυκους που αν θυμάμαι καλά γράφτηκαν 1939-1946.

  79. Πέπε said

    78
    Κάτω στην Αγιά Μαρίνα / τα ‘χω ψήσει με μια φίνα

    Μπάτης 1932

    Αλλά όπως επισημαίνεις, Στοδγιάλε, δεν είναι ακριβώς το ίδιο, είναι παρεμφερές.

  80. Corto said

    77: Εφόσον υπάρχουν στην γλώσσα των κτηνοτρόφων (που κάποτε τουλάχιστον συνιστούσαν μία πολύ συντηρητική και κλειστή γλωσσική ομάδα) οι λέξεις «ψιμάρνι» και «ψιμάρι» με την ίδια σημασία, τότε ίσως η δεύτερη λέξη να αποτελεί παραφθορά της πρώτης. Θα μας πει και ο Sarant υποθέτω…

    78: Ναι, η ερωτική σημασία σίγουρα είναι παλιά. Ας θυμηθούμε και τον Κηρομύτη με το τραγούδι «Μες του Βάβουλα τη Γούβα» του 1937:

    Μες του Βάβουλα τη Γούβα
    έχω ψήσει μια μικρούλα» κλπ

  81. Παναγιώτης Κ. said

    Η πρώτη επίσκεψη σε φυλακή, κυριολεκτικώς μπουντρούμι, ήταν στο Παλαμήδι στο Ναύπλιο με σχολική εκδρομή στη δεκαετία του ΄60. Αισθάνθηκα φόβο μαζί και λύπη γιαυτό που επιφύλαξαν τα πολιτικά πάθη στον Γέρο του Μοριά.
    Επισκέφτηκα πολύ αργότερα τις φυλακές του Επταπυργίου όταν έγιναν μουσειακός χώρος. Τα σκοτεινά κελιά της απομόνωσης προκαλούν δέος.

    Φίλος που είχε μια μικρή εμπειρία από φυλακή κατά τη διάρκεια της χούντας έλεγε:
    Δυο πράγματα φοβάμαι στη ζωή: Το απρόοπτο που φέρνει δυσάρεστες ανατροπές και την φυλακή!

    Είναι δυνατόν η φυλακή να γίνει…επιθυμητός τόπος;
    Διαβάστε το βιβλίο του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα, το σημειωματάριο ενός Πιλάτου.
    Εκθέτει περιστατικά από την φοβερή περίοδο του Εμφυλίου και στις φυλακές του Γυθείου όπου η μάνα παρακαλεί τον Δελαπόρτα να κρατήσει το παιδί της στη φυλακή διότι αν το αποφυλάκιζε όπως έπρεπε να γίνει, οι παρακρατικοί παραφυλούσαν για να το σκοτώσουν.

    Υπάρχει άλλη μια περίπτωση όπου η φυλακή γίνεται…επιθυμητός προορισμός.
    Μου την ανέφεραν φίλοι πολιτικοί κρατούμενοι κατά τη διάρκεια της χούντας.Να τους έχουν στα κρατητήρια της Ασφάλειας, να αργεί να τους απαγγελθεί το κατηγορητήριο και όταν κάποτε αυτό γίνεται να βλέπουν ως… λύτρωση την μεταφορά τους στις φυλακές. Προφυλακισμένοι έως ότου γίνει η δίκη.Την αναμονή για το πότε θα γίνει η δίκη να την διαδέχεται η αγωνία της απόφασης και μετά, η χρήση διαφόρων ένδικων μέσων για να αποφυλακιστεί ο κρατούμενος όσο γίνεται πιο γρήγορα.

  82. sarant said

    77-80 Υποθέτω ότι το ψιμάρνι ξεχώριζε από τα άλλα αρνιά της ίδιας χρονιάς (που είχαν γεννηθεί όμως 2-3 μήνες νωρίτερα), ήταν πιο αδύνατο και ήθελε περισσότερη φροντίδα και από εκεί γεννήθηκε η έκφραση για τον πρωτάρη/νεοφερμένο κτλ.

    Στη συνέχεια, χωρις ετυμολογική διαφάνεια είναι εύκολο το ψιμάρνι-τα ψιμάρνια να γινουν ψιμάρια. Και να γραφτούν ψημάρια με παρετυμολογία.

    Πάντως ο Δαγκίτσης έχει στο Λεξικό της Λαϊκής «ψιμάρι» με σημασίες: όψιμο φρούτο, λαχανικό και μτφ. άνθρωπος με οπισθοδρομικές ιδέες. Δεν ξέρω αν υπάρχει όντως τέτοια σημασία και δεν μας βοηθάει και πολύ εδώ. Αλλά είναι μια ένδειξη ότι μόνη η έννοια του όψιμου, χωρίς το όψιμο αρνί, δεν οδηγεί στον πρωτάρη.

  83. […] ΟΙ «ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ», ΕΝΑ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙ… […]

  84. Alexis said

    #75: Πρόσφατο πρέπει να είναι το «ψήνομαι» με τη σημασία του «βλέπω με καλό μάτι, βλέπω θετικά ένα ενδεχόμενο», π.χ. «ψήνεσαι για κανα ταξιδάκι στο εξωτερικό;»

    #45: Ομολογώ ότι δεν το έχω ακούσει στο Ξηρόμερο, συνήθως λένε «θα σ’ σπάσω τα μ’σούδια» 🙂

    #60: Γενικά η «εμμονή» των φυλακισμένων με τα γλυκά ξενίζει λίγο. Εδώ δεν είχανε ψωμί να φάνε, τα γλυκά τους μάραναν; Ίσως έχει να κάνει με τη χρήση ναρκωτικών και την υπογλυκαιμία που αυτή προκαλεί…

    #68: Να κάνω και μία αναφορά στον τύπο «αρφός» (αδερφός)

    Αλλού (π.χ. Πύργος Ηλείας) λέγεται και «αρεφός» και «αρεφάκι», π.χ. «άσε μας μωρ’ αρεφάκι μου πρωί-πρωί» 🙂

  85. cronopiusa said

    Θεωρία Παιγνίων: Το δίλημμα του φυλακισμένου

    Καλή σας μέρα!

  86. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    84γ Εκτός του μαυρακίου υπάρχει και η κατάθλιψη που προκαλεί έντονη επιθυμία για γλυκό…
    84δ Η ονομαστική αρφός χρησιμοποιείται στο κείμενο σε θέση κλητικής. Να σημειωθεί η συνέχεια / σύνδεση με το διαχρονικό «ψιτ, κύριος!» και το σημερινό «φίλος» αντί «φίλε». Αλλά φαίνεται πως οι χριστιανούληδες μπολσεβίκοι του ιστολογίου περί άλλα τυρβάζουν…

  87. Γιάννης Κουβάτσος said

    81:Και άλλη μια περίπτωση είναι η εξασφάλιση δωρεάν τροφής και στέγης. Θυμάμαι μια παλιά γαλλική ταινία, όπου ο χρονίως άστεγος και πένητας Ζαν Γκαμπέν, όταν έπιαναν τα πρώτα κρύα του χειμώνα, έκανε μια κολάσιμη πράξη μπροστά σε αστυνομικούς, για να τον συλλάβουν. Ο δικαστής, που τον είχε πάρει πρέφα πια, κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο του δικαστηρίου και λέει:
    – Χειμωνιάζει, ε; Αθώος ο κατηγορούμενος.
    Οπότε ο Ζαν Γκαμπέν πετάγεται πάνω έξαλλος:
    – Δεν είναι δικαιοσύνη αυτή! Θα κάνω έφεση!

  88. spiridione said

    Για τη φράση ‘του ‘κανα τα μούτρα παζάρι’
    https://www.google.gr/search?rlz=1C1CHBF_elGR740GR740&biw=1536&bih=723&tbm=bks&ei=mmfyW__DAsfTsAeB_7CIAw&q=%22%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%84%CF%81%CE%B1+%CF%80%CE%B1%CE%B6%CE%AC%CF%81%CE%B9%22&oq=%22%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%84%CF%81%CE%B1+%CF%80%CE%B1%CE%B6%CE%AC%CF%81%CE%B9%22&gs_l=psy-ab.3…13101.15396.0.15695.2.2.0.0.0.0.100.196.1j1.2.0….0…1c.1.64.psy-ab..0.0.0….0.J8sIKmGbUbs

    Για το ψη(ι)μάρνι, η πρώτη ανεύρεση στον Όλιβερ Τουίστ του Νικ. Πολίτη, που έγραφα παραπάνω, που αποδίδει το μάγκικο λεξιλόγιο των ηρώων με την ελληνική περιθωριακή γλώσσα της εποχής (1878)
    Μώρε τι ψημάρνι είσαι, καυμένε Τόμ. Δεν είμαι καθόλου ψημάρνι… Επεξήγηση σε υποσ. ‘θύμα εν χαρτοπαγνίω’. σελ. 792
    http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/estia/article/view/77428/69776
    Έχει η λέξη και την έννοια της ευπιστίας και ευήθειας, επομένως χρειάζεται και το αρνί για να πάρει αυτή τη σημασία.

  89. Alexis said

    #85: Ωραίο βίντεο!

    #86: Σωστά. Και το «νέος» του στρατού με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιείται.

  90. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Πολύ πράμα, α’ρφέ μου! Μέχρι τη μέση περίπου έχω διαβάσει, αλλά έχω βρει άπειρα ενδιαφέροντα γλωσσολογικά, και όχι μόνο… Συγχαρητήρια στον αναρτήσαντα Νικοκύρη, αλλά βέβαια και στον Corto! Και τα περισσότερα σχόλια, ζουμερά…

    Το ζεϊμπέκικο του Ξηντάρη στο #1, είναι «όλα τα λεφτά»! Μάθημα για κάτι σημερινούς χοπηδηχτούληδες, άσχετους ακροβατούντες, που το μαθαίνουν τυποποιημένο, χωρίς ψυχή, σε «σχολές χορού»…

    82, 72 κλπ. Σωστά! Και στην Κρήτη:
    – (ο)ψιμάκι ή (ο)ψιμοκόπελο = το τελευταίο παιδί της οικογένειας, το στερνοπαίδι.
    Άρα, άμεσος μπορεί να είναι και ο σχηματισμός της λ. (ο)ψιμάρι, (δηλ. ρ αντί κ ή δ) στη πιο γενική/ευρύτερη σημασία σε σχέση με τα ειδικότερα σύνθετα: (ο)ψιμάρνι ή (ο)ψιμόριφο ή (ο)ψιμοπουλάκι κλπ. Η μεταφορική χρήση των παραπάνω οδηγεί στις σημασίες «πρωτάρης, νεοφερμένος, άβγαλτος» κ.τ.ό.
    Και η γραφή ψημάρι πιθανότατα (με μεγάλο ποσοστό βεβαιότητας) οφείλεται σε παρετυμολογία και λανθασμένη ορθογραφία.

    – Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και παρακάτω, αλλά ανάποδα:
    «…όλος ο κόσμος γλεντάει όξω στην κοινωνία, και συ εδώ μέσα τίκεσαι από τον καϋμό!»
    Προφανώς πρόκειται για: τήκεσαι = λιώνεις. Με λανθασμένη γραφή…

  91. sarant said

    88 Eυχαριστούμε!

  92. nikiplos said

    Καλημέρα…. πολύ καλό το αφιέρωμα. Εύγε στον Corto, προσωπικά με κάνει περήφανο το γεγονός ότι εδώ μπορούμε ενίοτε να διαβάζουμε τέτοια διαμάντια αλλά και να συνομιλούμε με ανθρώπους που έκαναν πολλή και σκληρή εργασία.

    Μπράβο και στους υπόλοιπους που σχολίασαν… Θυμήθηκα κάποτε που είχα δει ένα πολύ καλό αμερικανικό ντοκιμαντέρ για το σύστημα σωφρονισμού στις ΗΠΑ. Είχε έναν υπέργηρο κρατούμενο, που είχε περάσει περισσότερη από τη μισή του ζωή σε διάφορα «καταστήματα»… Έλεγε ότι θυμόταν που όταν τον πρωτοέκλεισαν στις φυλακές ήταν τόσο αθώος που δεν μπορούσε να πειράξει ούτε μυρμήγκι… Μετά τις σπουδές του στις φυλακές, στην πρώτη 20ετία είχε διαπράξει 4 φόνους ή κάτι τέτοιο… Η κατακλείδα του φιλμ τελείωνε με αυτόν να λέει θυμοσοφικά: «όποιος ανακάλυψε τις φυλακές θα πρέπει τώρα από ψηλά, να βλέπει απογοητευμένος το έργο του… Ούτε σωφρονίζουν, ούτε προστατεύουν κανέναν (σσ εννοεί από τους έξω). Πιστεύω πως στο μέλλον θα αποτελέσουν παρελθόν ή ατραξιόν, για ένα από τα μεγαλύτερα συντεταγμένα εγκλήματα της ανθρωπότητας…»

    Δεν θα μπορούσα να μην μείνω άφωνος με τον ίδιο τον Τίτλο «πεθαμένοι που ανασαίνουν»…

    Κλείνοντας με συνεισφορά αυτό το τραγούδι:

    Βαγγέλης είναι ο ίδιος ο Λάκης και τα λέει στον εαυτό του, καθώς με το τραγούδι του συναισθάνεται έναν νέο που προφυλακίζεται…

  93. cronopiusa said

    Alexis

  94. Corto said

    82 (Sarant):
    «μόνη η έννοια του όψιμου, χωρίς το όψιμο αρνί, δεν οδηγεί στον πρωτάρη»

    Άρα μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ψιμάρι είναι μία λέξη που πέρασε από την γλώσσα των κτηνοτρόφων στην αστική αργκό, όπως φαντάζομαι και το γρέκι (αρχική σημασία: στάνη, μαντρί & αστική σημασία: στέκι, καταφύγιο κλπ). Νομίζω ότι τέτοια παραδείγματα λέξεων υποδεικνύουν την προέλευση τμήματος του προπολεμικού υποκόσμου από τους ορεσίβιους πληθυσμούς (πιθανόν ληστοτρόφους).

    84 (Alexis):
    «ψήνεσαι για κανα ταξιδάκι στο εξωτερικό;»
    Πράγματι πρόσφατο πρέπει να είναι το «ψήνομαι». Πολύ εύστοχο το παράδειγμα.

    88 (Spiridione):
    Εξαιρετικά ενδιαφέροντα! Όσον αφορά τον σχηματισμό της έκφρασης «του ‘κανα τα μούτρα παζάρι», με την σημασία της βιαιοπραγίας, σκέφτομαι μήπως υπάρχει και κάποια επίδραση από το παντζάρι (του ‘κανα τα μούτρα κόκκινα από τα αίματα, σαν το παντζάρι).

    90 (ΜΙΚ_ΙΟΣ): Πράγματι το ζεϊμπέκικο του Ξηντάρη είναι ένα από τα ωραιότερα που έχουμε δει στην οθόνη.

  95. Alexis said

    #93: Ευχαριστώ για το τραγουδάκι Κρόνη!

    #90, 94: Θα συμφωνήσω ότι το ζεϊμπέκικο του Ξηντάρη είναι πολύ καλό και όπως πρέπει «μάγκικο» για τις ανάγκες της ταινίας, πλην όμως χορογραφημένο είναι και αυτό και ουχί αυθόρμητο.
    Τα πλάγια βήματα που κάνει είναι από τα κλασικά που διδάσκουν όλες οι «σχολές χορού».

  96. loukretia50 said

    52. Mitsos

    Gracefully – Yuki Kajiura https://youtu.be/02qzUZZeFGw
    Be happy – eat chocolate!

    Αλέξη
    To ζεϊμπέκικο , όπως και η ζωή, θέλει μαγκιά!
    Δε μαθαίνονται τα βήματα!
    γιατί..
    Life is mean Tiger Lillys https://youtu.be/0tMWDaPlTDs

  97. Corto said

    92 (Nikiplos): Και μένα ο τίτλος μου φαίνεται εξαιρετικά εκφραστικός.

    95 (Alexis): Σίγουρα υπάρχει κάποια σκηνοθεσία ή χορογραφία πίσω από τον χορό του Ξηντάρη.

    ——————-
    Επανερχόμενος στην γλώσσα του κειμένου, σκέφτομαι ότι αρκετό ενδιαφέρον έχουν και οι ξενικές εκφράσεις «ακέρ» και «ντα κάπο».

    «μη τα πέρνεις (παίρνεις) τα πράγματα ακέρ» &
    «με βλέπεις ντα κάπο εδώ μέσα» / «μας μπάσανε στη φυλακή ντα κάπο»

    Δεν ξέρω αν ήταν όντως διαδεδομένες εκφράσεις της εποχής ή αν αποτελούν λογοτεχνικές πινελιές του συγγραφέα.

  98. nikiplos said

    Αγαπητή cronopiusa 18@, άργησα αρκετά χρόνια να καταλάβω πως ο Φάνης κερνούσε ούζα και ποτά στο καφενείο την ημέρα της κηδείας του…

  99. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    74. Λου 🙂
    Οψιμα μπήκα δω πέρα
    πάει άλλαξε κι η μέρα

    σ.σ. Μιλάμε για τα όψιμα
    κι όχι για τα …όξινα.
    Ποτέ χατήρια
    στα μολιντήρια 😉

  100. Γιάννης Ιατρού said

    Οι γάτες συγγενεύουν με τις τίγρεις!
    Και στο ντύσιμο; 🙄🙄🙄

  101. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    1, 90, 94, 95 Να πα να τονε βρούμε τον Ξηντάρη να μας δείξει ζωντανά το ζεϊμπέκικο της φυλακής 🙂
    https://www.cnn.gr/taksidi/protaseis/story/141210/sti-skopelo-me-ton-megalo-ellina-rempeti-giorgo-xintari

  102. Corto said

    101 (Έφη):
    Τον έχω ακούσει στο μαγαζί του στην Σκόπελο, στο κάστρο! Ωραία εμπειρία!

  103. loukretia50 said

    100. Γιατί όχι? ψώνια οι ψιψίνες! https://ih0.redbubble.net/image.508283375.8121/flat,550×550,075,f.jpg

  104. Γιάννης Ιατρού said

    Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου 🙂

  105. Corto said

    Μία ακόμα σημείωση για το λεξιλόγιο του κειμένου:
    Σύμφωνα με τον Κώστα Βλησίδη η σημασία της έκφρασης «σακούλα τον μπούρμπουλα» πιθανόν θα πρέπει να αναζητηθεί στην σημασία της λέξης «μπούρμπουλας»:

    μπούρμπουλας (επί ανθρώπου βραχυσώμου και παχυσάρκου εκ του μπουρμπούλα=πομφόλυξ»)

    https://archive.org/details/laographia07hell/page/276

  106. loukretia50 said

    106. …δηλαδή μπουρμπουλήθρες για τον πολύ κόσμο.
    Τα μπουρμπούλια είναι σχετικά ?

  107. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
    …Και τότε βγήκε, μες στη φυλακή, κ’ ένα τραγούδι παραπονεμένο -ένα είδος λαϊκού μοιρολογιού- για το τέλος του περίφημου ντεκέ:
    ………….
    πήραν και τους ντερβίσηδες και στο πλεχτό τους πάνε·
    πήραν το Μίκια το Ντουρντή, τον Κλη τον Νταλαβέρη,
    το Μπάμπουρα, το Μπούρμπουλα, και το Μπαλή το Μήτσο·
    πήρανε και το ντερτιλή το Ντάνα, το θερίο,
    που ‘κανε πέντε στην Παλιά και τρεις στο Παλαμήδι,
    κι όντας μιλάει τσακίζεται και λέει «ιφ, τ’ αδρεφάκι!…».
    http://www.sarantakos.com/liter/lapathiotis/ntalaberis3.html

  108. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    …τήρα πως γουρλώνει τα μάτια σαν μπούρμπουλας κι έχει τα μουστάκια του άγρια κι ανασηκω­μένα, σαν τ’ αγκάθια του σκατζόχερα. Νέα μόδα κι αυτή. Μια σιχασιά είναι.
    Ο Πύργος τ΄Ακροπόταμου, Κ.Χατζόπουλου
    https://el.wikisource.org/wiki/%CE%9F_%CE%A0%CF%8D%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%91%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%85/%CE%93

  109. Corto said

    106 (Loukretia50): Αν αληθεύει το παρακάτω, τότε είναι σχετικά (ως ηχομιμητικές λέξεις):

    «Η λέξη Μπουρμπούλια προέρχεται ετυμολογικά από τον ήχο του νερού που βράζει και οι συγκεκριμένοι χοροί ονομάστηκαν έτσι, διότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερη προετοιμασία για την οργάνωσή τους.»

    https://dete.gr/%CF%80%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B1-%CE%BE%CE%B5%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CE%BD-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%84%CE%B5%CF%84%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BC%CF%80/

  110. Corto said

    107:
    Έφη νομίζω ότι αυτή η λεπτομέρεια που επισημαίνεις είναι εξαιρετικά σημαντική:
    Έχουμε δηλαδή στον στίχο του Λαπαθιώτη μία ακόμα αναφορά (έστω ως όνομα) της λέξης μπούρμπουλας μέσα σε ένα αντίστοιχο θεματικό πλαίσιο (υπόκοσμος και φυλακή).

  111. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Η λέξη Μπουρμπούλια προέρχεται ετυμολογικά από τον ήχο του νερού που βράζει
    Ναι, εκτός από συνώνυμο του μπάμπουρα,όπως κατάλαβα από κάποια κείμενα-και στο Σκαρίμπα το βρήκα- είναι και ο ήχος του νερού και κατ΄επέκταση η φυσική πηγή:
    «…Γιαυτό απαγόρεψαν το μεσημέρι να κατεβαίνεις για νερό στο μπούρμπουλα. »
    Λέει και για «μπουρμπουλιστές χυλοπίτες», φαντάζομαι βραστές.
    https://www.kourpos.com/2015/06/blog-post_24.html

    Μπουμπουλωμένος που λέγεται και μπουρμπουλωμένος , είναι ο τυλιγμένος με πολλά ρούχα.Μπόγος. Βγαίνει κι από δω αναλογικά το «μπούρμπουλας (επί ανθρώπου βραχυσώμου και παχυσάρκου «

  112. loukretia50 said

    107. πάντως σ΄αυτή τη μάζωξη απ΄τον τεκέ έγινε… συμπούρμπουλο!

  113. Corto said

    111: Άρα ο μπούρμπουλας έχει και την σημασία της πηγής ή τέλος πάντων κάποιου μέρους με νερό που αναβλύζει. Πολύ ενδιαφέρον εύρημα!

  114. mitsos said

    Καλησπέρα

    Ο Δημήτρης Τζήκας ( Ερανιστής ) ισχυρίζεται ότι :μπουρμπούλι το & μπουρμπούλα η: το δέσιμο της μαντήλας, έτσι ώστε να καλύπτεται το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου και σχεδόν ολόκληρο το κεφάλι. Αλλού υπάρχει ειδική λευκή μαντήλα, η κλάκα (Σέρρες), η οποία χρησιμοποιείται στο χωράφι και σε διάφορες αγροτικές εργασίες.

    Από την άλλη στην Πελοπόννησο η λέξη μπουρμπούλι χρησιμοποιείται ( τουλάχιστον παλιότερα συχνά ) ως συνώνυμου του σκαθαριού. Έστι χαρακτηριζόταν όμως και κάθε έντομο που έρπει σε αντίθεση με όσα είχαν την δυνατότητα να πετούν κάνοντας τον σχετικό θόρυβο οπότε τα χαρακτήριζαν ως ζουζούνια (τζίτζηρες, μπάμπουρες ).

    Είχα την εντύπωση μέχρι σήμερα πως το διαδεδομένο στην περιοχή επωνυμο Μπούρμπουλας σχετιζόταν με κάποια χαρακτηριστικά του σκαθαριού (προληπτικό καμπούριασμα ως είδος αυτοπροστασίας και εκδήλωση επιφυλακτικότητας απέναντι σε κάθε αλλαγή στον περιβάλλοντα χώρο) … Ανοησίες ;

  115. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Στη Χίο και το δοχείο του νερού.
    Μπούρμπουλας και μπουρμπούλι – η στάμνα, με ένα ή δύο χέρια, εκείνη που το καλοκαίρι «ίδρωνε» και δρόσιζε το νερό, με τάπα ένα λεμόνι (αθηναϊστί – κανάτι Αιγινήτικο)
    https://www.slang.gr/definitions?p=1448&s=lemma&o=ASC

    Το και ωραιότερο, αύριο, 21 Νοε γιορτάζει λέει
    η Παναγία η μπουρμπουρέλω !

    (από τα όσπρια -μπουρμπουρέλια υποθέτω,
    μεσοσπορίτισσα στα μέρη μου)
    Κεφαλονίτικο λεξικό:
    μπούρμπουλα = γρήγορο ύπνο
    μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα
    μπουρμπουρέλω = η παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου
    https://www.valsamata.gr/varsamakiotikes-lexeis-kai-ekfrasei/

    114,Ναι, συναντάται στη Θεσσαλία, Μακεδονία,Λευκάδα,
    μαντίλι και δέσιμο «μπουρμπούλα»

  116. sarant said

    105 και επόμενα

    Όπως φαίνεται από όσα συγκεντρώθηκαν, η λέξη μπούρμπουλας μπορεί να σημαίνει πολλά και διάφορα πράγματα σε διάφορες περιοχές της χώρας, μια και είναι λέξη που παράγεται και ηχομιμητικά αλλά και εκφραστικό αναδιπλασιασμό μπορεί να έχει. Εκτός από όσα βρήκατε, μπούρμπουλας είναι και το έντομο, το σκαθάρι που κυλάει την κοπριά

    Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή ‘στό χώμα,
    που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα;
    μεγάλης έτυχε ποτέ ‘στήν Αίγυπτον λατρείας
    ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι’ ανδρείας.

    Από την άλλη, στο κείμενο του Ταγκόπουλου έχουμε ολόκληρη ακριβώς τη φράση «σακούλα τον μπούρμπουλα». Δεν νομιζω πως είναι σύμπτωση και δεν νομίζω πως χρειάζεται να πάμε πιο μακριά.

  117. Corto said

    114:
    Πολύ σημαντικές και αυτές οι πληροφορίες!
    Το επώνυμο Μπούρμπουλας εικάζω (με επιφυλάξεις) ότι τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις θα βγαίνει άμεσα από την εμφάνιση κάποιου που το είχε ως παρατσούκλι (κοντόχοντρος, «φούσκας»), αν λάβουμε υπόψιν μας την πληροφορία από την εργασία του Στυλιανού Δεινάκι (όπου παραπέμπει το σχ.105).
    Στην συνέχεια της υποσημείωσης αναφέρεται και παρεμφερής θηλυκός τύπος μπουμπούλα (χωρίς ρ):
    «και μπουμπούλα επί γυναικός παχυσάρκου και βραχυσώμου, κυρίως η λέξις θα σημαίνη φούσκα»

  118. loukretia50 said

    http://www.lithoksou.net/p/lekseis-tis-romaiikis-dimotikis-glossas-poy-arxizoyn-apo-mpoyrde-mpoxl

    εδώ αναφέρεται εκτός από τα παραπάνω για τη στάμνα,/ μπουρμπούλα
    μπουρμπουλάρω [1864] κάνω γαργάρα
    μπουρμπουλάρω [1996b] πλένω με μπούρμπουλο τα βαρέλι
    μπούρμπουλο [1874a], μπούρμπουλον [1709], =το βράσιμο του νερού
    μπουρμπουλόκια < (τα) τα γλυκά που κερνάνε στον αρραβώνα

    και διάφορα μπουρμπουλωτά για όποιον έχει διάθεση να εντρυφήσει.
    Για εγκυρότητα του λίκνου δεν ξέρω, σίγουρα όμως λέγονται έτσι σε κάποιες περιοχές κι έχουν ενδιαφέρον και αρκετή πλάκα

  119. Corto said

    116 (Sarant):
    Συμφωνώ βέβαια ότι δεν είναι σύμπτωση. Η ίδια έκφραση είναι, τόσο στον Ταγκόπουλο και όσο και στην Απογευματινή. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει μπούρμπουλας στην συγκεκριμένη έκφραση.

  120. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    116 >>μπούρμπουλας είναι και το έντομο, το σκαθάρι που κυλάει την κοπριά
    ο γνωστός σκατομπούρμπουλας
    (θυμάμαι τώρα το συχωρεμένο Θύμιο Καρακατσάνη Τρυγαίο με το σκαθάρι)
    Ο Αριστοφάνης «εξοπλίζει» τον ήρωά του, τον φτωχό Αθηναίο αγρότη Τρυγαίο -εκπρόσωπο του λαού, με μια σουρεαλιστική «μηχανή» -έναν σκατομπούρμπουλα- για να φθάσει στα Ουράνια, να ανακαλύψει πού κρύβουν οι θεοί την Ειρήνη και να τη φέρει στη γη.
    https://www.rizospastis.gr/story.do?id=7564323

  121. loukretia50 said

    «…μεγάλης έτυχε ποτέ ‘στήν Αίγυπτον λατρείας
    ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι’ ανδρείας.»

    Μα δε μπορεί ο μπούρμπουλας νάναι ο σκαραβαίος!
    Πασαλειμμένος με βρωμιά, σκαθάρων τελευταίος
    Τι έγινε η λάμψη του και το αρχαίον κλέος?
    Έτσι που εκατάντησε έγινε σκαταβαίος…

  122. Γιάννης Ιατρού said

    121 (116): Ωραίο το στιχάκι Λου 🙂
    Αυτό με τους σκαραβαίους να το δούμε κι από την άλλη, όχι ποιητική, πλευρά, μιάς και ο χορός του σκαραβαίου πάνω στην μπάλα κοπριάς, αμέσως μόλις τη φτιάξει αλλά και κατά διαστήματα όταν την σπρώχνει, ήταν ανέκαθεν ένα μυστήριο:
    .
    Η πρώτη απάντηση ήρθε τον Οκτώβριο 2012, από τον καθηγητή Βιολογίας Jochen Smolka, του Πανεπιστημίου Lund (στη Σουηδία): χρησιμοποιώντας τη θερμογραφία και πειράματα, διαπίστωσε ότι ο σκαραβαίος απλά ανεβαίνει για να …δροσίσει τα πόδια του από το περπάτημα πάνω στο πυρωμένο από τον ήλιο έδαφος. Μάλιστα, κατά καιρούς σαλιώνει τα πόδια του, επίσης για να τα δροσίσει.

    Την επόμενη χρονιά ο Smolka παρατήρησε μία ακόμη παραξενιά των σκαραβαίων: τρία είδη της οικογενείας τους προτιμούν να τρέχουν σαν… λαγοί, τινάζοντας τα δυο μπροστινά πόδια τους μαζί και μετά τα δύο μεσαία, ενώ τα δύο πίσω απλά τα σέρνουν.
    Αυτές οι συμπεριφορές ήταν ήδη πρωτοφανούς εξυπνάδας για έντομα.

    Όμως αυτά δεν ήταν τίποτε μπροστά σε εκείνα που βρήκε τις επόμενες δύο χρονιές ο Σουηδός καθηγητής: Οι σκαραβαίοι, όταν πρωτοανεβαίνουν στην μπάλα τους, στριφογυρνούν κοιτάζοντας προς τον ουρανό επειδή τον «φωτογραφίζουν»! Διαπίστωσε λοιπόν έτσι οι σκαραβαίοι καταγράφουν στον εγκέφαλό τους τη θέση του ήλιου, της σελήνης κλπ. έτσι ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν στη σωστή κατεύθυνση το κύλημα της μπάλας προς τη φωλιά τους, είτε είναι μέρα είτε νύχτα.

    Θά ‘θελα να ξέρω, τι γίνεται αν έχει συννεφιά (αλλά εκεί, στην Αίγυπτο, μάλλον σπάνια θα συμβαίνει για πολύ καιρό 🙂 )

  123. ΓιώργοςΜ said

    120 «κοπρομούμουλον» στην Ποντιακή εκδοχή της Ειρήνης, με το θίασο του Λάζου Τερζά (στο Λυκαββητό προ αμνημονεύτων, άνω των τριάκοντα, ετών…)

  124. sarant said

    121 !!!

    119 Δεν μπορούμε να καταλήξουμε με βεβαιότητα, αλλά η σημασία «πρόσεχε τον μπάτσο» που είχε προτείνει ο Σπύρος εμένα με πείθει. Και είναι εύλογο να αποκαλούσαν τους αστυνομικούς με το όνομα ενός βρομερού ζωυφίου, όχι;

  125. Πέπε said

    @116:
    > > μπούρμπουλας είναι και το έντομο, το σκαθάρι που κυλάει την κοπριά

    Άρα «τα Μπουρμπούλια» (το συγκρότημα που έπαιζε παλιά με τον Σαββόπουλο) = the Beatles?
    Βέβαια μάλλον το πατρινό αποκριάτικο δρώμενο είχαν κυρίως υπόψη τους, αλλά γιατί όχι και τα δύο;

  126. Corto said

    124 (Sarant):
    Επί της ουσίας συμφωνώ. Υπάρχει πιστεύω μία μικρή νοηματική απόκλιση στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η έκφραση στα δύο κείμενα, αλλά σε γενικές γραμμές η σημασία αυτή είναι. Στο κείμενο του Ταγκόπουλου η έκφραση χρησιμοποιείται ως συγκεκριμένη προειδοποίηση (πρόσεξε εκεί, υπάρχει μπάτσος), ενώ στο κείμενο της Απογευματινής η έκφραση μοιάζει με γενικότερη συμβουλή (τα μάτια σου τέσσερα, να προσέχεις τον φύλακα για να μην έχεις προβλήματα).

    Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι η έκφραση αποτελεί ένα σπάνιο αυθεντικό στοιχείο της μεσοπολεμικής αργκό, όχι «τσιφορικού» ύφους έμπνευση -και αυτό είναι το πιο σημαντικό.

    Τώρα όσον αφορά την έκφραση «τσίγκλα το βούρδουλα, ρε ψευτόμαγκα!», που λέει ο Γιαννάκης Ιωαννίδης, πιστεύω ότι και αυτή δεν είναι άσχετη διότι:
    – Οι δύο εκφράσεις έχουν την ίδια δομή (ρήμα στην προστακτική + αντικείμενο αρσενικού γένους).
    – Οι λέξεις «μπούρμπουλας» και «βούρδουλας» είναι παρόμοιες σε άκουσμα.
    – Αμφότερες οι εκφράσεις βρίσκονται σε κείμενα κοινής θεματολογίας και χρονολόγησης (φυλακή, αργκό, μεσοπόλεμος).

    Συνεπώς βρίσκω πολύ πιθανό ο στιχουργός Ορφέας Καραβίας (ή ο Ιωαννίδης) έχοντας ακούσει αμυδρά την φράση «σακούλα το μπούρμπουλα», να την απέδωσε λανθασμένα, όπως δηλαδή την ακούμε στην ηχογράφηση.

  127. Κ. Καραποτόσογλου said

    Η λ. μπούρμπουλας = σκαθάρι, σκατο-μπάμπουλας, σκατο-μπαμπούλα κλπ.· είδος αγγείου, προέρχεται από το μεσαιωνικό μπάμπουλας, μπούμπουλας (Κριαράς), το οποίο ανάγεται στην οικογένεια των λέξεων:«βόμβυλος, παρά δε Σουΐδα βομβύλον, σκεύος στρογγυλοειδές, και παρ᾽ Ησυχ. βομβύλη, λήκυθος, και είδος ποτηρίου (έτι δε μελίσσης), επί αγγείων, εχόντων στενόν λαιμόν, τα οποία αποτελούσι βόμβον τινά , ήτοι γλουγουλίζουσι», οπότε χύνεται εκ τούτων το υγροό. 2) Βομβυλιός, ή, Βομβύλιος, ο· είδος τι μελισσών, εν τη συνηθεία Α γ ρ ι ο κ ο ύ μ β α ν ο ς λεγομενος, και άλλα τοιαύτα είδη εντόμων πτερωτών · ετι δε είδος αγγείων, εχόντων στενόν λαιμόν, εκ των οποίων εξερχόμενον το υγρόν ρανηδόν, γλουγουλίζει, ήτοι βομβεί εν τη πόσει. 3) παρ᾽ Ησυχ. Βομβυλίς, ή πομφόλυξ, ή ήχον, ήτοι γλουγουλισμόν αποτελούσα ῥανίς. 4) Βόμβυξ (… και εν τη συνηθ. Β ό μ β υ ρ α ς και Β ό μ β ο υ ρ α ς) (Γαζή, Αρχαίας).

  128. sarant said

    125 Μπορούμε ίσως και να τους ρωτήσουμε 🙂

    127 Ευχαριστούμε!

  129. loukretia50 said

    Οι μπούλες ήταν μπουμπουλωμένοι άνδρες, έτσι δεν είναι? (Μπούλες και Γενίτσαροι).
    Ο μπαμπούλας όμως?

  130. Alexis said

    #127: Η λέξη «βομβίνος» λέγεται και σήμερα.
    Οι μέλισσες που αγοράζουν οι αγρότες για την επικονίαση των καλλιεργειών τους (στα θερμοκήπια) λέγονται επισήμως βομβίνοι και είναι είδος αγριομέλισσας (Bombus terrestris).

  131. Corto said

    127:
    Ευχαριστούμε πολύ κ. Καραποτόσογλου!
    Συμπτωματικά στο σχόλιο 80 κάναμε αναφορά και στην Γούβα του Βάβουλα. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει και σε αυτό το επώνυμο/ τοπωνύμιο κάποια ετυμολογική σχέση με όλα τα προαναφερθέντα.

  132. loukretia50 said

    Στο σύνδεσμο που παρέθεσε ο Corto (Amaneze)
    στη σελ.281 , αναφέρει το ρήμα «βουρδουλίζω» και ότι η λέξη βούρδουλας έχει κοινή προέλευση με τη μπουρμπούλα, από τις φυσαλλίδες, γιατί με τα χτυπήματα δημιουργούνται οιδήματα – φλύκταινες στο δέρμα.
    Αποκλείεται στη φυλακή να έλεγαν έτσι και το βούρδουλα?
    Και η φράση να σημαίνει και «φυλάξου απ΄το βούρδουλα» και «κάνε τον ψόφιο κοριό» και «πρόσεχε το καρφί ή το μπάτσο»?

  133. sarant said

    132 Δεν νομίζω ότι ισχύει αυτή η ετυμολογία -αν και έχουν προταθεί τρεις-τέσσερις (άλλες) εκδοχές χωρίς καμιά να έχει θεωρηθεί οριστική.

  134. Μπούρμπουλας και μπουρμπούλος λέγεται σχεδόν παντού το μεγάλο σκούρο χρυσοπράσινο έντομο, άλλοι το λένε και χρυσόμυγα

  135. spyridos said

    128

    Αν έχετε φατσοβιβλίο (δεν έχω) είναι εύκολο να στείλετε μήνυμα στο Νίκο Τσιλογιάννη ιδρυτικό μέλος τους.
    https://www.facebook.com/nikos.tsilogiannis?fref=ufi

  136. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Γειά σας κι ἀπὸ ᾿δῶ.

    Μὲ (δικαιολογημένη) καθυστέρηση σχολιάζω καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ νῆμα.
    Πρῶτα νὰ συγχαρῶ τὸν Κόρτο πού, μὲ τὸ ἀκούραστο ψάξιμό του, μᾶς χαρίζει αὐτὸ τὸ πλούσιο ὑλικὸ ἀστικῆς λαογραφίας.
    Μετὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Νικοκύρη γιὰ τὸ βῆμα ποὺ μᾶς προσφέρει.

    Μιὰ μικρή λεξιλογικὴ συνεισφορά μου.

    Στὰ Θερμιὰ τὸ κανάτι μὲ τὴν ὀνομασία «μπούρμπουλας», ποὺ περιγράφεται σὲ προηγούμενα σχόλια, ὀνομαζόταν «γούργουλας», προφανῶς ἀπὸ τὸν ἦχο ποὺ κάνει τὸ νερὸ ὄταν ἀδειάζει. Κάτι ἀντίστοιχο μ᾿ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ κ. Καραποτόσογλου στὸ #127.

    Ἐπίσης τὸ ρῆμα μπουρμπουλώνομαι (μὲ τὰ παράγωγά του) εἶχε τὴ σημασία τυλίγω τὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπό μου μὲ μαντήλι.

  137. Πέπε said

    136:
    > > τὸ ρῆμα μπουρμπουλώνομαι (μὲ τὰ παράγωγά του) εἶχε τὴ σημασία τυλίγω τὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπό μου μὲ μαντήλι.

    Μπαμπουλώνομαι: σκεπάζομαι καλά με πολλά στρώματα από ρούχα (+κασκόλ, καπέλα κλπ.) ή σκεπάσματα. Δεν ξέρω αν θεωρείται αθηναϊκό ή κοινό ή …οικογενειακό.

    Στην Κρήτη το λένε μπαμπαρολιάζομαι (και ενεργ. μπαμπαρολιάζω), και εκτός από τον καθημερινό λόγο το έχω πετύχει και στην Έλλη Αλεξίου (που σε γενικές γραμμές δε γράφει ιδιωματικά).

  138. loukretia50 said

    Πέπε
    Η αναμπουμπούλα πάλι, από πού προέρχεται?
    Δε φαντάζομαι από ξετύλιγμα λόγω αναστάτωσης!

    ——————–
    Μπουμπουλωμένη επαρκώς ποζάρει η Μπουμπουλίνα
    σ’ένα γνωστό μας πίνακα, η γενναία Λασκαρίνα.
    Όμως δικό της όνομα δεν έχει η ναυαρχίνα.
    Πάλι καλά τη γλίτωσε , δε λένε Μπουρμπουλίνα
    ΛΟΥ
    ΥΓ Η Χάυδω (σκέτη) η ξακουστή, ήτανε πιο τσαχπίνα?

  139. Κ. Καραποτόσογλου said

    «μπούρμπουλας: Η μικρή σπηλιά από την οποία εξέρχεται πολύ νερό. Αλλά και επί α ν θ ρ ώ π ω ν π ο υ ε ί ν α ι ά σ χ η μ ο ι κ α ι σ κ ο τ ε ι ν ο ί, όπως η σπηλιά που βγαίνει το νερό.«Να πας στο μπούρμπουλα να πιάσεις νερό, εκεί είναι καλό και καθερό». \ \ «Το νερό του Μπρίσκιου βγαίνει στο μπούρμπουλα ίδιο χειμώνα – καλοκαίρι». | |
    «Ρ ε τ ο μ π ο ύ ρ μ π ο υ λ α, τ α κ α τ ά η φ ε ρ ε!». Επίσης είδος σκαθαριού που κουβαλάει σβόλους από κόπρανα ζώων».

    Ευάγγ. Γιαννικόπουλου, Το γλωσσικό ιδίωμα των Ολυμπίων, Αθήνα 2016, σ. 222.

  140. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

  141. ΚΑΒ said

    127. Ήθελα να ρωτήσω άλλο γλουγουλισμός και άλλο γλουγλουκισμός;

  142. Corto said

    136:
    Δημήτρη σε ευχαριστώ πολύ!
    Νομίζω ότι με αφορμή το κείμενο αυτό, το οποίο «ξεθάφτηκε» χάρη στο φιλόξενο βήμα που ο Νικοκύρης μας παρέχει, μπορεί να διερευνήσει κανείς αρκετά ζητήματα σχετικά με την αστική λαογραφία -πέραν των (ούτως ή άλλως) ενδιαφερόντων γλωσσικών θεμάτων. Για παράδειγμα θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί κατά πόσο η συνύπαρξη στην φυλακή περιθωριακών του άστεως με ληστές του ορεινού χώρου (π.χ. ο Μαργέτης ο λήσταρχος) συνέβαλαν στην διαμόρφωση του αθηναϊκού υποκόσμου του Μεσοπολέμου, όπως και στην γλώσσα του.

    Για το θέμα αυτό μάλιστα, μπορεί να γίνει παραλληλισμός και με άλλες αφηγήσεις, όπως η ιστορία που μας μεταφέρει ο Νικόλαος Σπανδωνής στο έργο του «η Αθήνα μας, σκηναί εκ του Αθηναϊκού βίου» (1893) για τον γερο-Μίχο, τον Μακεδόνα ληστή, που αφού διήλθε «τον μισόν του βίο εις τα βουνά και τον άλλον μισόν εις τας φυλακάς» άνοιξε ταβέρνα στην Αθήνα, όπου σύχναζε και έπαιζε μπουζούκι ο κουτσαβάκης Μήτρος Πούλος κλπ

    139 (Κ. Καραποτόσογλου):
    «Επί ανθρώπων που είναι άσχημοι και σκοτεινοί»:
    Αυτή η σημασία είναι ταιριαστή για τον «Χίντερμπουργκ» της αφήγησης.

  143. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    >> 118 και ιδίως 127, 136.
    (Μια και συνεχίζονται τα περί «μπούρμπουλα»)
    Στην Κρήτη (Δυτική και Κεντρική, τουλάχιστον) ο «μπούρμπουλας» σχετίζεται πράγματι με τον ιδιάζοντα ήχο που παράγεται σε κάποιες περιπτώσεις από υγρό που ρέει ή ανακινείται.

    Στο «Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος, Αντ. Ξανθινάκης, Δ΄ έκδοση, Ηράκλειο 2009» βρίσκουμε:
    μ π ο ύ ρ μ π ο υ λ ο, το = ξέπλυμα (καθάρισμα) αντικειμένου με ποσότητα νερού ή άλλου υγρού, που συνεχώς ανακινείται σ’ αυτό με δύναμη : ’’Πριχού βάλομε το μούστο στο κρασοβάρελο, να του κάμομε μπούρμπουλο να καθαρίσει’’.
    Και έχει και αντίστοιχο ρήμα ξ ε μ π ο υ ρ μ π ο υ λ έ ρ ν ω.

    Θυμάμαι που ένας – συχωρεμένος – θείος μου έλεγε χαριτολογώντας, για να πιούμε ένα ακόμη τελευταίο ποτήρι κρασί. ’’ Έ, έλα δα να πιούμε το ξεμπουρμπουλαμέντο…’’, δηλ. να πιούμε το κρασί, αλλά ξεπλένοντας το στόμα μας από υπολείμματα τροφών, με τις γνωστές κινήσεις των μάγουλων.

    >> 138. Για την »αναμπουμπούλα» έχει κάποια ετυμολογία ο Μπαμπινιώτης, αλλά μάλλον δεν είναι πειστική…

  144. Πέπε said

    Με συγχωρείτε, μια δοκιμή.

    Δοκιμή δοκιμή

  145. sarant said

    Δομική δοκιμή

  146. Πέπε said

    Πέτυχε. Λοιπόν:

    Αγαπητοί συσχολιασταί, μη χρησιμοποιείτε α ρ α ι ά γράμματα για έμφαση ή όποιον άλλο λόγο, διότι η WordPress, όταν βάζουμε πολλά κενά στη σειρά, τα εμφανίζει ως ένα (αυτό δοκίμαζα στο 144), οπότε, αν βάλετε διπλό ή παραπάνω κενό για να ξεχωρίσουν μεταξύ τους οι αραιογραμμένες λέξεις, αυτό χάνεται, και όλο το αραιογραμμένο απόσπασμα εμφανίζεται σαν μία αραιογραμμένη λέξη, όπως π.χ. ο μυστηριώδης ρετομπούρμπουλας στο #139 του κ. Καραποτόσογλου. (Ο οποίος βέβαια έγραψε «ρε το μπούρμπουλα»!)

  147. Γιάννης Ιατρού said

    146: Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το $_nbsp; (βγάλε το _ μετά το $ !!) γιά π$nbsp;$nbsp;$nbsp;ο$nbsp;$nbsp;λ$nbsp;$nbsp;λ$nbsp;$nbsp;α$nbsp;$nbsp;π$nbsp;$nbsp;λ$nbsp;$nbsp;ά$nbsp;$nbsp;$nbsp;$nbsp;κενά

  148. Γιάννης Ιατρού said

    Ουπς, ;;; παλιά δούλευε, θα το ξανακοιτάξω 🙂

  149. Γιάννης Ιατρού said

    τεστ
    α $nbsp; $nbsp; β $nbsp; $nbsp; γ

  150. Γιάννης Ιατρού said

    σορρυ για το τεστ κλπ. ανακαλώ το 148

  151. Γιάννης Ιατρού said

    test
    a      b      c

  152. Γιάννης Ιατρού said

    αχα 🙂 🙂 λ  ε  ι  τ  ο  υ  ρ  γ  ε  ί
    έκανα προηγουμένως ένα λαθάκι στο 148: έβαλα μπροστά $ αντί για &
    Δηλαδή: πολλαπλά κενά με &_nbsp; (χωρίς το _ μετά το & 🙂 )

  153. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @149-151. Τί μαγιολίκια σκαρώνεις, κακόψυχε; 🙂

  154. Κ. Καραποτόσογλου said

    141.Ο Γαζής, Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόσο στην πρώτη (1809-1816) όσο και στη δεύτερη έκδοση (1835-1837, χρησιμοποιεί τις λ. γλουγουλίζω και γλουγουλισμός· οι λέξεις πιθανότατα βρίσκονται ως ερμηνεύματα μόνο στο Λεξικόν του Γαζή, και πουθενά αλλού·η λ. γλουγλουκισμός = βορβορυγμός, γουργούρισμα των εντέρων, και ο Δημητράκος, Επίτομον: γλουγλουκισμός ο Ν, ήχος αναταραχής υγρών.2 ιατρ., ήχος παραγόμενος εν τῳ πεπτικῴ σωλήνι του ανθρώπου κ. των ζώων εξ αναταράξεως υγρών μετ’ αερίων.
    Όμως ο Καρκαβίτσας, Διηγήματα, Εν Αθήναις 1892, σ. 42, αναφέρει:« Αίφνης γλουγλουκισμός θορυβώδης διέκοψε τας σκέψεις της. Η Σμάλτω στραφείσα παρετήρησεν ότι δύο γ α λ ι ά ήριζον ραμφίζοντα κάτι μέσω των ξηρών χόρτων και ότι τ’άλλα έσπευδον λαιμάργως εκεί».
    Το Ιστορικό Λεξικό, τ. 1, 1933, σ. κς, αναφέρει: Καρκαβίτσας Ανδρέας, Διηγήματα, Αθήναι 1892, αλλά το λήμμα: γλουγλουκισμός, απουσιάζει από το ΙΛ.

  155. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @152,153. Εἶναι ἀργὸ τὸ καβουρντιστήρι μου, γράφω κι ἐγὼ πιὸ ἀργὰ κι ἀπὸ ριπλέι καὶ μὲ πρόκανες.

  156. Γιάννης Ιατρού said

    155 Δημήτρη, οπότε όπως κατάλαβες δοκίμασα τα πολλαπλά κενά. 🙂 (#152)

  157. Γιάννης Ιατρού said

    154: Αυτές (γλουγουλίζω και γλουγουλισμός) είναι βέβαια ηχητικοποιημένες λέξεις, αλλά στο άκουσμα μπορεί να αποδώσουν στο περίπου, κάπως -> γλουγουλίζω, και την έννοια του σημερινού «γκουγκλίζω». Ευχαριστούμε πολύ.

  158. ΚΑΒ said

    154. Ευχαριστώ πολύ κ. Καραποτόσογλου. Υπάρχει λοιπόν κάποιο θέμα με αυτές τις 2 λέξεις.

  159. Πέπε said

    @154:
    Πάντως τον γλουγλουκισμό (ή γλουγλούκισμα; ή μήπως το ρήμα;) το έχω ξανακούσει, δεν είναι πολύ σπάνιο, ενώ τον γλουγουλισμό όχι.

    Βέβαια προκειμένου για έντερα, γουργούρισμα λέμε συνήθως.

    Άρθρον πρώτον της πείνας: γουργουρισμός των εντέρων (Καραγκιόζης).

    Γλουγλουκισμός για τις γαλοπούλες μού φαίνεται απόλυτα ταιριαστό.

  160. Corto said

    Στο κείμενο χαρακτηριστικές είναι και οι εκφράσεις «η φυλακή ήταν αβέρτα» και «αμολάω μελάνι».
    Διερευνώντας τις διάφορες σημασίες των εκφράσεων αυτών στην αργκό, συναντάει κανείς στο λεξικό της λαϊκής γλώσσας του Γ. Κάτου, (λήμμα «αβέρτα») το εξής:

    «Την αμολάνε όλοι αβέρτα, όλοι χαφιεδίζουν συνεχώς και ανοιχτά» (βλ. Ηλ. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα τραγούδια, σελ.148) (Λαϊκό τραγούδι: και στα νούμερα εννιά και δέκα την αμολάνε όλοι αβέρτα)

    Κατ΄αρχάς παρατηρούμε ότι και εδώ αναπαράγεται η λανθασμένη (από τον Πετρόπουλο) καταγραφή του τραγουδιού «οι φυλακές του Ωρωπού» του Γιώργου Μπάτη (το σωστό είναι «και στο νούμερο το δέκα/ την αμολάνε όλοι αβέρτα»).
    Αλλά πέραν αυτής της λεπτομέρειας, νομίζω ότι η ερμηνεία που δίνεται στην φράση δεν είναι πειστική και μάλλον θα πρέπει να αναθεωρηθεί.

  161. loukretia50 said

    Corto
    Στην επαρχία ακόμα και σήμερα το «αβέρτα» λέγεται με την έννοια «ανοιχτά» (παράθυρα αβέρτα), ακόμα και πληθωρικά (κέρναγε αβέρτα, σκόρπαγε αβέρτα).
    Είχαν περάσει οι Ιταλοί βέβαια!

  162. Corto said

    161:
    Ακριβώς, αυτές είναι οι κύριες σημασίες της λέξης, σύμφωνα με τα λεξικά:

    http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CF%81%CF%84%CE%B1&dq=

    Το πρόβλημα στην ερμηνεία της επίμαχης φράσης από τον Κάτου (και τον Πετρόπουλου) βρίσκεται στο ρήμα.

  163. Corto said

    162 (διόρθωση): από τον Κάτο και τον Πετρόπουλο

  164. loukretia50 said

    Corto
    Να αναθεωρηθεί ποια έννοια?
    Γιατί αν εννοείς το «χαφιεδίζουν» φαίνεται απόλυτα λογική εξήγηση : η σουπιά αφήνει μελάνι, θολώνει τα νερά κι εξαφανίζεται.
    Έτσι και κάποιοι καρφώνουν άλλους για να στραφεί αλλού η προσοχή και να γλιτώσουν οι ίδιοι ή να εξασφαλίσουν προνόμια.
    Εκτός αν δεν κατάλαβα πού αναφέρεσαι – το κείμενο παραείναι μεγάλο!

  165. Corto said

    164 (Loukretia50):

    Εννοούσα ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η ερμηνεία που δίνει ο Κάτος στον στίχο «την αμολάνε όλοι αβέρτα».
    Ναι μεν στο κείμενο της Απογευματινής υπάρχει η έκφραση «αμολάει μελάνι» για τους χαφιέδες ή τους καταδότες, αλλά σκέτη η έκφραση «την αμολάνε», όπως την χρησιμοποιεί ο Μπάτης στο τραγούδι «οι φυλακές του Ωρωπού», πιστεύω ότι σημαίνει «φεύγουν», «δραπετεύουν», «το σκάνε» ή κάτι παρεμφερές.
    Νομίζω ότι για ακόμα μία φορά ο Πετρόπουλος (τον οποίο ατυχώς αντέγραψε ο Κάτος) επέλεξε μία ερμηνεία με σκοπό τον εντυπωσιασμό, παρακάμπτοντας την απλούστερη εξήγηση της φράσης.

  166. loukretia50 said

    165. Λογικό είναι αυτό, αλλά μόνο αν ήταν όντως εύκολη η απόδραση από τις συγκεκριμένες φυλακές.

  167. Corto said

    166:
    Ενδεχομένως, αλλά σε κάθε περίπτωση ας ληφθεί υπόψιν και ο χιουμοριστικός χαρακτήρας του τραγουδιού.

  168. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @167(καὶ προηγούμενα) Τὴν ἴδια γνώμη ἔχω κι ἐγώ, βασιζόμενος στὸν χαρακτήρα τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ ἔχει μιὰν εὔθυμη, σατιρικὴ καὶ αἰσιόδοξη ματιά.

    Ἡ ἀπόδοση μιᾶς καταγγελτικῆς σημασίας (χαφιεδίζουν) στὴν ἔκφραση «τὴν ἀμολᾶνε» εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ τραγουδιοῦ.

  169. Corto said

    168:
    Ακριβώς έτσι το βλέπω και εγώ Δημήτρη. η κατηγορία περί χαφιεδισμού δεν ταιριάζει στο πνεύμα του τραγουδιού. Εξάλλου η έκφραση «την αμολάω» εμφανίζεται αναμφίβολα με την σημασία «το σκάω» και σε άλλα ρεμπέτικα, π.χ. στο τραγούδι «τώρα την καλοκαιριά μικρό μου» του Βαμβακάρη («γουστάρισες να μου την αμολήσεις/ με άλλονε να πας να βρεις να ζήσεις»).

    Δυστυχώς τα λάθη και η σκανδαλολογία του Πετρόπουλου έχουν αφήσει πολύ βαθιά ίχνη…

  170. 94γ Κόρτο μου, ιδού το παντζάρι σας:

    Ο λοχαγός άρχισε πάλι να μιλά και να κουνά τα χέρια του μπερδεύοντας τα χαρτιά. Τότες τινάχτηκε απάνω ο Άρης, άδραξε απ’ το γιακά το λοχαγό και φράστ! φρούστ! φράστ! φρούστ! του ‘κανε τη μούρη παντζάρι απ’ τα σβουριχτά χαστούκια.
    – Πού μπήκες ωρέ πούσταρε! Πού μπήκες ρε γαμημένε! Στης μάνας σου το σπίτι μπήκες? Να! Να!

    Κ. Παπακόγκου «Καπετάν Άρης», εκδ. Παπαζήση 1975.

  171. Corto said

    170:
    Μπράβο! Εξαιρετικό εύρημα!
    Είναι λοιπόν πιθανό η έκφραση να είχε διαδοθεί και σε αυτήν την εκδοχή, αφού ίσως έτσι γίνεται και πιο κατανοητή.

    Παρεμπιπτόντως σε αφηγήσεις ή βιογραφίες ανταρτών συναντάμε γλωσσικά στοιχεία ενδιαφέροντα, που ενίοτε εμφανίζονται και στην προπολεμική αργκό.

  172. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Γουγλίζεται κιόλας.

    Εμένα, όμως, σβούριζε ακόμα στα αυτιά μου η σφαλιάρα από τον μοίραρχο, πού είχα αρπάξει προ μηνών έξω από το Οφθαλμιατρείο, όταν παρακολουθούσαμε με τον κολλητό μου τον Γιώργο τους φοιτητές στην ταράτσα της Νομικής βαδίζοντας με την όπισθεν στον δρόμο για τη στάση. Όπισθεν-όπισθεν ώσπου πέσαμε πλάτη με πλάτη σε έναν τύπο που μας ρώτησε «τι κοιτάτε ρε» -Τα παιδιά στην ταράτσα.. Φαπ, κατευθείαν στο μάγουλο να χει γίνει η μούρη μου παντζάρι.

    https://www.protagon.gr/apopseis/blogs/i-dikia-mou-nyxta-37720000000

  173. Corto said

    172:
    Κείμενο πολύ πρόσφατο, του 2014. Άρα τουλάχιστον σε αυτήν την εκδοχή (με παντζάρι) η έκφραση φαίνεται ότι χρησιμοποιείται ακόμα.

  174. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Δεδομένων λοιπόν του «παζάρι» και του «τατάρ παζαρτζίκ» παραπάνω, μάλλον έχουμε παράλληλη / ταυτόχρονη ετυμολογία και χρήση, με το παζάρι να υποχωρεί, ψυχανεμίζομαι.

  175. Corto said

    174: Ακριβώς έτσι το αντιλαμβάνομαι και εγώ. Η εκδοχή με το παζάρι φαντάζομαι ότι υποχώρησε, διότι ήταν μάλλον δυσνόητη σε σύγκριση με την άλλη εκδοχή.
    Βρήκα αυτό το ειδησεογραφικό άρθρο, όπου σε σχόλιο υπάρχει και μια ειρωνική χρήση της έκφρασης (τουλάχιστον έτσι την αντιλαμβάνομαι):

    http://www.kerdos.gr/%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1/252293-%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%AD%CF%84%CE%B1-48-%CF%89%CF%81%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CE%B5-%CF%84%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B2%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%86%CF%85%CE%B3%CE%AE

  176. sarant said

    175 Ναι, εδώ είναι αντίφραση. Ωραίο εύρημα το παραπάνω.

  177. Corto said

    176 (Sarant):
    Αντίφραση, πολύ εύστοχος όρος -δεν τον γνώριζα. Υποθέτω κάτι αντίστοιχο με αυτό:
    https://www.slang.gr/lemma/5256-kano-ta-moutra-kreas

  178. ΣτοΔγιαλοΧτηνος said

    Κόρτο, μιας και ανέφερες τους αντάρτες παραπάνω, επίτρεψέ μου να βγάλω το λιβάνι και την αγιαστούρα για τα γένια μου:

    https://www.slang.gr/lemma/22887-kapapitis
    https://www.slang.gr/lemma/24105-polemitida
    https://www.slang.gr/lemma/22863-slangkies-tis-eksorias

  179. Corto said

    178:
    Χτήνος πολύ ενδιαφέροντα λήμματα, μπράβο! Για να συνδυάσω αντάρτικο λεξιλόγιο και αστική λαϊκή γλώσσα, να προσθέσω και τις εξής δύο φράσεις, που υποθέτω ότι σχετίζονται:

    «τόκα και μπέσα» σε αφήγηση με αντάρτες:
    «- Καλωσόρισες καπετάν Μπελλή, τόκα και μπέσα.
    Εδωσαν τα χέρια.
    – Μπέσα, καπετάν Αρη, μαζί σου μπορώ να κουβεντιάσω.»
    https://www.rizospastis.gr/story.do?id=9458525

    και «τούκα κι απαρχής» στον Τζογέ της Βραδυνής:
    «Το λοιπόν πρέπει να χαλάση ο κόσμος, να ξανασαχτή τούκα κι’ απαρχής η δημιουργία…»
    https://sarantakos.wordpress.com/2018/02/04/tzoges/

  180. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    @179. Δὲν νομίζω πὼς σχετίζονται, Κόρτο.

    Τὸ «τόκα» σημαίνει «κόλλα το», ἀπὸ τὴ χειραψία ποὺ ἐπικυρώνει μιὰ συμφωνία. (Πρβλ. τὸ ἱσπν. tocar=ἀγγίζω, ἀκουμπῶ).

    Τὸ «τούκα κι απαρχής» νομίζω πὼς εἶναι (αὐτὸ ποὺ λέμε καὶ σήμερα) «φτοῦ κι ἀπ᾿ τὴν ἀρχή».

  181. Corto said

    180:
    Έχεις δίκιο Δημήτρη, λάθος μου. Για το «τόκα» = κόλλα το, αναμφίβολα είναι όπως τα γράφεις.
    Το «τούκα κι απαρχής» το είχα ερμηνεύσει ως «τα συμφωνήσαμε, τέλος τα παλιά, κι αρχίζουμε από την αρχή», αλλά η δική σου ερμηνεία είναι πράγματι η σωστή.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: