Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Μεσοπόλεμος’ Category

Ο Υμνούμενος στη μεσοπολεμική επιθεώρηση (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 18 Οκτωβρίου, 2023

Μια μνημειώδης συνεργασία ίσως έπρεπε να πω και χωρίς καμιά δόση ειρωνείας. Και άλλες φορές, ο φίλος μας ο Κόρτο μας έχει δώσει εξαιρετικές συνεργασίες για θέματα όχι πολύ γνωστά, όπως για τον Τζογέ της Βραδυνής, τον χορό Romaica, το χρονογράφημα Κοσμικά-Σερέτικα,  για ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές στον μεσοπόλεμο, τη Γυναίκα που σκοτώνει ή το τραγούδι Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα και τις σχετικές απεικονίσεις της γυναίκας στο μάγκικο περιβάλλον. Η θεματολογία όλων των συνεργασιών είναι κοινή: ρεμπέτικο, λαογραφία του αστικού χώρου, υπόκοσμος και ημίκοσμος, μεσοπόλεμος, αργκό. 

Σήμερα όμως νομίζω ότι μας δίνει την  καλύτερη μελέτη του, αφού με εντυπωσιακή πληρότητα καταγράφει τις παραλλαγές του επιθεωρησιακού τραγουδιού «Ο υμνούμενος», που το έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο, και στη συνέχεια επεκτείνεται στην εξέταση της υμνογραφικής παρωδίας, ενός είδους που ήταν αρκετά συνηθισμένο παλιότερα, όταν ο κόσμος πήγαινε συχνότερα στην εκκλησία. 

Αφορμή για τη σημερινή μελέτη στάθηκε ένα άρθρο στο ιστολόγιο, στις αρχές Σεπτεμβρίου, που εξέταζε για ποιο λόγο οι Βολιώτες έχουν το παρατσούκλι Αυστριακοί. Στο άρθρο γινόταν λόγο για τον  Υμνούμενο, ο Κόρτο σχολίασε ότι υπάρχουν πολλές παραλλαγές και αξίζει να καταγραφούν και εγώ, γνωστός φιτιλιάρης, τον πρότρεψα να γράψει κάτι για να δημοσιευτεί στο ιστολόγιο.

Και έτσι έγινε, αν και η εργασία του Κόρτο έχει τέτοια έκταση που άνετα θα μετατρεπόταν και σε βιβλίο. Καμαρώνω όταν δημοσιεύω τέτοιες καλές συνεργασίες στο ιστολόγιο, διότι βέβαια δεν  είναι η πρώτη ούτε ο Κόρτο ο μόνος, κάθε άλλο. Καμαρώνω, αλλά περισσότερα δεν προσθέτω διότι η μελέτη του Κόρτο είναι μεγάλη, κάπου 6700 λέξεις ζωή να’χει, οπότε δεν θέλω να μακρύνω κι άλλο το άρθρο, που το παραθέτω χωρίς καμιά επέμβαση ουσίας.

Ο «Υμνούμενος» της μεσοπολεμικής θεατρικής επιθεώρησης και η υμνογραφική παρωδία

«ἐπὶ μικρᾶς σχεδίας μέγα περαιώσασθαι τετόλμηκα πέλαγος»

(Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, V, 354)

Το ακόλουθο κείμενο γράφηκε με αφορμή ένα διαδικτυακό σχόλιο σε άρθρο του Νίκου Σαραντάκου στο παρόν ιστολόγιο με τίτλο «Γιατί τους Βολιώτες τους λένε Αυστριακούς;» (7/9/2023), όπου παρεμπιπτόντως γίνεται αναφορά και στο μεσοπολεμικό επιθεωρησιακό σκετς «ο Υμνούμενος». Για το συγκεκριμένο σκετς ο Νίκος Σαραντάκος είχε ήδη δημοσιεύσει δύο κείμενα, ένα στις 11/2/2010 με τίτλο «Ο υμνούμενος, ένας κατάλογος της Παλιάς Ελλάδας» και ένα στις 31/7/2014 ως «επαυξημένη επανάληψη». Με την παρούσα, νέα προσέγγιση του «Υμνούμενου» γίνεται προσπάθεια να προστεθούν ορισμένα επιπλέον στοιχεία τα οποία θεωρώ ότι εντάσσονται στην γενικότερη θεματολογία του ιστολογίου. Ευχαριστώ πολύ τον πάντα φιλόξενο Νίκο Σαραντάκο για την τιμητική αποδοχή και την δημοσίευση του κειμένου. Επίσης ευχαριστώ θερμότατα τον φίλο Κώστα Αποστολόπουλο για την προσφορά πληροφοριών και συγγραμμάτων περί την βυζαντινή μουσική. Αποτόλμησα να γράψω για ένα θέμα το οποίο κανονικά απαιτεί σύνθετες γνώσεις πολλών αντικειμένων. Οι φίλοι αναγνώσται ας συγχωρήσουν τα όποια λάθη.

 

Α. Ένα διάσημο σκετς μίας σημαντικής θεατρικής επιθεώρησης

Ο «Υμνούμενος» αποτελεί ένα από τα σκετς της «Βαβυλωνίας», της πιο επιτυχημένης επιθεώρησης του Μεσοπολέμου1. Πρόκειται για έργο των Αιμίλιου Δραγάτση, Σύλβιου Παπαδόπουλου και Λαίλιου Καρακάση, με μουσική του Λαίλιου Καρακάση και του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, σκηνικά των Γιάννη Αμπελά, Κλεόβουλου Κλώνη και Θάνου Αρμενόπουλου, σε σκηνοθεσία του Αλέξη Αρντάνωφ. Παίχτηκε από το θίασο Ολυμπίας Καντιώτη-Ριτσιάρδη στο θέατρο «Κοτοπούλη» και μετέπειτα στο θέατρο «Μοντιάλ» κατά τα έτη 1928 και 1929. Όσον αφορά τους ηθοποιούς οι οποίοι μετείχαν στην παράσταση, τεκμηριώνεται2 η συμμετοχή των ανδρών ηθοποιών Κυριάκου Μαυρέα, Άγγελου (;) Χρυσομάλλη, Σταύρου Ιατρίδη, Δημήτρη Καντιώτη, Νικόλαου (;) Παρασκευόπουλου και των γυναικών Ανθής Μηλιάδου, Αθανασίας (;) Μουστάκα, Λίζας Μπονέλλι και της νεαρής Στέλλας Χριστοφορίδου.

Η εμπορική επιτυχία της «Βαβυλωνίας» ήταν τεράστια: τα δύο πρώτα έτη παίχτηκε 262 βραδιές, ενώ υπήρξε και συνέχειά της το 1931. Θεωρείται εξαιρετικά ισορροπημένο μίγμα σάτιρας και φαντασμαγορικού θεάματος. Διαρθρωνόταν σε 30 σκηνές (σκετς) για την καθεμία εκ των οποίων είχε χτιστεί ξεχωριστό σκηνικό3. Μολονότι το πλήρες κείμενο και πολλά στοιχεία του έργου δεν έχουν βρεθεί, γνωρίζουμε την βασική υπόθεση4 γύρω από την οποία διακλαδώνονται τα επιμέρους επεισόδια: ένας Έλληνας μετανάστης στην Αμερική επιστρέφει στην Ελλάδα πλούσιος, με σκοπό να γυρίσει μία κινηματογραφική ταινία, όπου θα αποτυπώσει την τεράστια ανομοιογένεια των διαφόρων πτυχών της ελληνικής πραγματικότητας. Σε κάθε «κινηματογραφημένη» σκηνή ξεδιπλώνεται μία χαοτική σύγχυση ηθών, γλωσσικών ιδιωμάτων, πολιτικών απόψεων, συμπεριφορών κλπ. Αντλούν δηλαδή οι συγγραφείς του έργου την κεντρική ιδέα από την Βαβυλωνία του Δημήτρη Βυζάντιου, αλλά αντί να επικεντρωθούν ως επί το πλείστον στις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, διακωμωδούν τις γενικότερες πολιτιστικές, ηθογραφικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις ή αντιθέσεις των Ελλήνων της εποχής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Επιθεώρηση, Εθνοφαυλισμοί, Θεατρικά, Λαογραφία, Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , , | 128 Σχόλια »

Τα μανιτάρια (χιουμοριστικό του Σασά Γκιτρί)

Posted by sarant στο 20 Αυγούστου, 2023

Σκέφτηκα από σήμερα και για τις επόμενες δυο-τρεις Κυριακές να βάλω κάτι χιουμοριστικό, μια και σπάνια βάζουμε τέτοια κείμενα. Πιάνω  από τη  βιβλιοθήκη μου μια παλιά «Χιουμοριστική ανθολογία» των  εκδόσεων Δρακόπουλου, τόμος 3ος. Το πρώτο διήγημα της σειράς είναι το Τορτιζαμπέρ του Σασά Γκιτρί (Sacha Guitry), που ίσως να έχετε διαβάσει, σε συλλογές, κάποιες από τις αμέτρητες πνευματώδεις φράσεις του. 

Το διήγημα (που τελικά δεν είναι διήγημα αυτοτελές) το ήξερα, ήταν  από  τ’ αγαπημένα του παππού μου, που του άρεσε να επαναλαμβάνει την ατάκα με τον μουγγό, που δεν τη λέω από τώρα για να μη σποϊλάρω. Οπότε, αποφάσισα να βάλω αυτό το διήγημα.

Πάω να το σκανάρω, αλλά βρίσκω -τύχη αγαθή- πως έχει δημοσιευτεί παλιά στο Διαδίκτυο, οπότε το κλέβω ασύστολα από εκεί μια κι έτσι γλιτώνω τον όχι ευκαταφρόνητο κόπο της  οπτικής αναγνώρισης, αφού η αρχική πηγή μου είναι σε πολυτονικό. Δεν γλιτώνω εντελώς κόπο, διότι η αρχική μεταγραφή είχε λαθάκια, παραπανίσιους τόνους και μικροπαραλείψεις. Όλο και κάτι θα μου ξέφυγε εδώ. 

Ψάχνοντας βρίσκω ότι δεν είναι αυτοτελές διήγημα αλλά το πρώτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα του Γκιτρί Mémoires d’un tricheur, Απομνημονεύματα ενός χαρτοκλέφτη, που κυκλοφόρησε το 1935 και ένα χρόνο μετά  έγινε  ταινία από τον Γκιτρί με τον τίτλο Roman d’un tricheur (Μυθιστόρημα ενός χαρτοκλέφτη), με πρωταγωνιστή τον ίδιο.

Δεν είναι λοιπόν αυτοβιογραφικό το μυθιστόρημα. Ο ήρωας του Γκιτρί γεννήθηκε το 1882 στο Τορτιζαμπέρ, χωριό της Νορμανδίας, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1885 στην Πετρούπολη της τσαρικής Ρωσίας, όπου βρισκόταν  εκείνα τα χρόνια ο πατέρας του, ο διάσημος ηθοποιός Λυσιέν Γκιτρί. Ο Σασά Γκιτρί υπήρξε πνευματώδης και πολυγραφότατος θεατρικός συγγραφέας, αλλά επίσης σκηνοθέτης και ηθοποιός, καθώς και σκηνοθέτης και σεναριογράφος στον κινηματογράφο. Πέθανε το 1957. 

ΤΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ

Γεννήθηκα στις 28 Απριλίου 1882 σ’ ένα μικρό ωραίο χωριό του Καλβαντός, στο Τορτιζαμπέρ. Όταν φεύγοντας απ’ το Λιβαρό πηγαίνουμε προς το Τροάρν, βλέπουμε το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του προς τα αριστερά μας.

Οι γονείς μου ήταν έμποροι αποικιακών προϊόντων, έκαναν δηλαδή μια δουλειά πού τούς άφηνε γύρω στις 5000 φράγκα κέρδος το χρόνο. H οικογένεια μας ήταν πολυάριθμη. Από τον πρώτο της γάμο η μητέρα μου είχε δυο παιδιά, ενώ με τον πατέρα μου είχε αποκτήσει ένα γιό και τέσσερα κορίτσια. Ό πατέρας μου είχε τη μητέρα του, η μητέρα μου είχε τον πατέρα της και επί πλέον έμενε μαζί μας ένας θείος κωφάλαλος.

Και όμως μέσα σε μια μέρα, χάρις σ’ ένα πιάτο μανιτάρια έμεινα μόνος στον κόσμο.

Εκείνη την ημέρα είχα κλέψει ένα πενηνταράκι από το συρτάρι που συνήθιζαν οι δικοί μου να βάζουν τα ψιλά, για να αγοράσω βόλους. Ο πατέρας μου κόκκινος από το θυμό του μου φώναξε :

—Επειδή έκλεψες, δε θα φας σήμερα μανιτάρια.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ευτράπελα, Κινηματογράφος, Μυθιστόρημα, Μεσοπόλεμος, Χιουμοριστικά | Με ετικέτα: , , | 111 Σχόλια »

Ο Φέρμας (διήγημα του Νίκου Σαράβα)

Posted by sarant στο 13 Αυγούστου, 2023

Σαν  αύριο, 14 Αυγούστου, πέθανε το 1972 ο ηθοποιός Νίκος Φέρμας, αγαπημένη φιγούρα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου σε δεύτερους αλλά πολύ χαρακτηριστικούς ρόλους  μάγκα, που ειδικευόταν σε ωραίες ατάκες στην αργκό. Με τον ερχομό του Διαδικτύου, μάλιστα, ο Φέρμας έχει  αποκτήσει μια νέα ζωή αφού εμφανίζεται σε διάφορα μιμίδια κι έτσι τον  μαθαίνουν  οι νεότεροι.

Ο Φέρμας ήταν πατριώτης μου, γεννημένος το 1905 στη Μυτιλήνη. Νίκος Χατζηανδρέου λεγόταν και σήμερα  θα μάθουμε μια εξήγηση  για το πώς πήρε το παρατσούκλι του.

Για να τιμήσω την  επέτειο, θα παρουσιάσω σήμερα ένα  διήγημα του 1930 στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Φέρμας, τότε νεαρός ηθοποιός. (Σημειώνω ότι στο ιστολόγιο έχουμε δημοσιεύσει πιο παλιά ένα αφήγημα στο οποίο πρωταγωνιστεί επίσης ο Φέρμας/Χατζηανδρέου).

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στις  30 Ιανουαρίου 1930 στο λαϊκό περιοδικό Εβδομάς. Η Εβδομάς, που εκείνον τον  καιρό είχε αρχισυντάκτη τον Ντόλη Νίκβα (ψευδώνυμο βέβαια, Αποστόλης Βασιλειάδης  λεγόταν), ήταν ένα από τα περιοδικά ποικίλης ύλης του μεσοπολέμου που κάλυπτε τις φιλολογικές και αναγνωστικές ανάγκες πλατιών στρωμάτων, εντασσόμενο σε μια κατηγορία που ο πιο γνωστός (και ίσως ο καλύτερος) εκπρόσωπός της ήταν  το Μπουκέτο. Υπήρχαν όμως και πολλά άλλα παρόμοια περιοδικά, όπως η  Οικογένεια (που είχε ίδιον εκδότη με το Μπουκέτο), ο Θεατής και άλλα.

Σε άλλη περίοδο η Εβδομάς είχε διευθυντή τον λογοτέχνη  Φωτο Γιοφύλλη και είχε και λογοτεχνική ύλη μεγαλύτερων  αξιώσεων, αλλά και τα τεύχη του 1930 μπορούν να τραβήξουν την  προσοχή ενός σημερινού φιλέρευνου  αναγνώστη. Κάθε εβδομαδιαίο τεύχος είχε 28 ή 32 σελίδες, το εξώφυλλο πάντοτε είχε την  εικόνα μιας γυναίκας, στις πρώτες σελίδες υπήρχε  πάντοτε ένα «πρωτότυπο ελληνικό διήγημα» δηλαδή όχι δημοσιευμένο αλλού, ενώ στις τελευταίες υπήρχε σελίδα με ποιήματα, ως επί το πλείστον πρωτόλεια ποιητών που έμειναν για πάντα άγνωστοι, αν και στα τεύχη  του 1930 εμφανίζεται στη σελίδα αυτή με ποιήματά του και ο Σοστίρ, δηλαδή  ο Γιάννης Ρίτσος.

Στο διήγημα βρίσκουμε μερικές γνωστές υπογραφές (Τέλλος Άγρας,  Άγγελος Δόξας, Ν. Χάγερ-Μπουφίδης, Θάνος Δογάνης, Μίμης Ψαθάς -αργότερα Δημήτρης), ανάμεσά τους και του Νίκου Σαράβα που θα δούμε σήμερα. Ο Νίκος Σαράβας (1904-1930) έγραφε ταχτικά στην Εβδομάδα. Σε κάποια ιστοσελίδα βρίσκω ότι αλληλογραφούσε με τον  Καβάφη: συμπεριλαμβανόταν  στον κατάλογο παραληπτών στους οποίους έστελνε ο Καβάφης ποιήματα (μαζί και ο παππούς μου, γεννημένος το 1903) και δικά του  βιβλία βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Καβάφη.

Ήταν φυματικός και πέθανε νεότατος το 1930. Στο τεύχος της 29ης Μαΐου της Εβδομάδας  υπάρχει η νεκρολογία του, μαζί με ένα στρατιωτικό διήγημά του. (Προσέξτε ότι λέει για «δεύτερη πρόωρη και ανέλπιστη απώλεια» διότι είχε προηγηθεί ο θάνατος του στρατιωτικού και λογοτέχνη Θάνου Δογάνη, που τον δολοφόνησε ένας στρατηγός ε.α. μέσα στα γραφεία της Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας,  όπου εργαζόταν,  επειδή θεωρούσε πως ένα  άρθρο του Δογάνη τον είχε προσβάλει).

Λοιπόν, θα  δούμε σήμερα το διήγημα του Σαράβα για τον Φέρμα. Αυτό το  είχα βρει πληκτρολογημένο παλιά,  δεν  θυμάμαι πού, και το είχα ανεβάσει  στον παλιό μου ιστότοπο. Στο μεταξύ όμως βρήκα (από τον Γιώργο Μιχαηλίδη) και τα τεύχη της  Εβδομάδας φωτογραφημένα κι έτσι μπόρεσα και διασταύρωσα  το κείμενο.

Εδώ εκσυγχρονίζω  την ορθογραφία.

Ο ΦΕΡΜΑΣ

‘Ηταν μία γνωριμία τυχαία.

Καθόταν στο πλαϊνό μου τραπέζι ενός καφενείου απ’ αυτά της Ομόνοιας, που συχνάζουν ηθοποιοί.

Μόλις είχ’ αφήσει τη βραδινή εφημερίδα που διάβαζα, στο μάρμαρο του τραπεζιού και άκουσα μια φωνή βραχνιασμένη να μιλάη σιμά μου.

–  Τι διαβολεμένο κρύο που κάνει!..

–  Κρυώνετε;… είπα για να πω κάτι επειδή με κοιτούσε στα μάτια, περιμένοντας απάντηση.

–  Αν κρυώνω!..  Τα πόδια μου δεν τα νοιώθω… Μα είναι κρύο το φετινό!..

‘Hταν ένα λιγνό κορίτσι με πρόσωπο χλωμό και παιδιάστικο που τόσο ερχότανε σε αντίθεση με τη χονδρή εκείνη φωνή της.

–  Τι;  σεις δεν κρυώνετε;…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Εις μνήμην, Κινηματογράφος, Μεσοπόλεμος, Ουσίες, Περιοδικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 77 Σχόλια »

Τα γραφεία του Δημοκράτου (χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 8 Αυγούστου, 2023

Εδώ και κάμποσο καιρό, από τον Φεβρουάριο, έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 24 Αυγούστου 1928 με τον  υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι», οπότε είναι κάπως επίκαιρο μια και μας βασανίζει ζέστη ανάλογη με εκείνην  που βασάνιζε τους  Μυτιληνιούς πριν από 95 χρόνια.

Είναι από τα πρώτα που έγραψε ο παππούς μου στον  Δημοκράτη. Περιγράφει  τα γραφεία της εφημερίδας και ταυτόχρονα  διορθώνει τα τυπογραφικά λάθη που είχαν γίνει σε προηγούμενο σατιρικό του στιχούργημα. Στο τετράδιο του παππού με τα «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα» υπάρχει και το σατιρικό στιχούργημα, παρωδία  επιτάφιου θρήνου για τους αποτυχόντες των εκλογών, οπότε το βάζω κι αυτό στο τέλος. 

Να σημειωθεί ότι η εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης είχε μόλις εκδοθεί, αφού το πρώτο του φύλλο κυκλοφόρησε στις 5 Αυγούστου 1928. Εκδόθηκε από τον Τέρπανδρο Αναστασιάδη, προσωπικό φίλο του Γεωργίου Παπανδρέου, ενόψει των εκλογών της 19ης Αυγούστου 1928, επειδή οι άλλες εφημερίδες της Μυτιλήνης ήταν αντίθετες με τον Γεώργιο Παπανδρέου, που ήταν ο επικεφαλής του βενιζελικού ψηφοδελτίου στην  περιφέρεια  Λέσβου, και υποστήριζαν το ανεπίσημο βενιζελικό ψηφοδέλτιο, που απαρτιζόταν από ντόπιους βενιζελικούς (ενώ ο Παπανδρέου,  που εκλεγόταν τότε στη  Λέσβο, ήταν «ξενομερίτης»). Περισσότερα μπορείτε να  διαβάσετε εδώ.

ΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΟΥ

Από φούρνον άρχεται και εις φούρνον καταλήγει η εις τα γραφεία του «Δη­μοκράτου» άγουσα ατραπός ή γιδόστρατο. Ακολουθήσατέ με νοερώς αγαπητοί αναγνώσται διά να πεισθείτε ότι στοι­χίζει πολύ ακριβά η ηδονή να βλέπετε το όνομά σας τυπωμένον εις τας στήλας του «Δημοκράτου» —και μάλιστα χωρίς τελικόν σίγμα.

Αναχωρούμεν υπό θερμοκρασίαν 51° Κελσίου από τον ομφαλόν τής πόλεως ήτοι τον Κήπον, με κατεύθυνσιν προς την Αγίαν Ειρήνην. Την διερχόμεθα και όταν φθάσομεν εις τον φούρνον στρέφομεν δεξιά και ανερχόμεθα ανώνυμον οδόν ήν κοσμεί η επιγραφή του ιατρού κ. Ηπιώτη. Πειθόμεθα ότι «η ποιότη» των υπ’ αυτού κατασκευαζομένων οδόντων είναι αρίστη και ότι βγά­νει τα δόντια με «ηπιότη» και παρερχόμεθα.

Ο ιδρώς ρέων ακατασχέτως ως δημη­γορία εισαγγελέως μάς περιλούει από ψαθακίου μέχρις υποδημάτων και αφήνομεν όπισθέν μας υγρά ίχνη διαβάσεως ως υδροφόρον βυτίον.

Φθάνοντες εις τον άλλον φούρνον στρέφομεν και πάλιν δεξιά ως αυτοκίνητον προ αστυφύλακος και εισερχόμεθα εις υψηλήν πύλην. Ακολούθως ανερχόμεθα ξυλίνην παχυτάτην σανίδα —μαδέρι καλούμενον κοινώς— και φθάνομεν προ του κ. Διευθυντού «σα βρεμένες γάτες» και κόκκινοι ως χείλη ηθοποιών.

Ο κ. Αναστασιάδης κολυμβών εις πέ­λαγος λευκών και μουντζουρωμένων χαρ­τιών ανακύπτει και απλώνει μειδιών την χείρα του . . . ίνα λάβει την σύνεργασίαν μας.

Κατόπιν κύπτει πάλιν επί των χαρτίων ενώ ημείς κατοπτριζόμενοι εις το στίλβον κρανίον του διορθώνομεν την κόμμωσίν μας και αρχίζομεν συζήτησιν με τους πλημμυρούντας το γραφείον ρεπόρ­τερ, τυπογράφους ή φίλους της εφημερίδος, προθυμοτάτους διά συμβουλάς επί παντός θέματος, σοφάς γνώμας και παντοδαπάς πληροφορίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Εφημεριδογραφικά, Εκλογές, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 113 Σχόλια »

Ο γρουσούζης (ένα χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 25 Ιουλίου, 2023

Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα περισσότερα από τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες, ενώ κάποια άλλα περιέχονται σε ένα τετράδιο που είχε ο παππούς μου, με κολλημένα αποκόμματα, που το είχε τιτλοφορήσει «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το σημερινό χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 23 Μαρτίου 1929 με τον  υπέρτιτλο «Μυτιληναϊκοί περίπατοι». Είναι βέβαια πολύ μικρό, ούτε 400 λέξεις. Μερικές φορές βάζω και δεύτερο χρονογράφημα στο ίδιο άρθρο, σήμερα όμως επειδή τεχνικά μου είναι δύσκολο  κάτι τέτοιο προτίμησα  να βάλω,  μετά το άρθρο, κάποια λεξιλογικά για τον  γρουσούζη, όχι του χρονογραφήματος πια,  αλλά τη λέξη. 

Ο ΓΡΟΥΣΟΥΖΗΣ

O άνθρωπος αυτός δεν επείραξε ποτέ κανέναν. Ούτε φόνον έχει κάμει, ούτε δημοσιογράφος εχρημάτισε, ούτε καν αεριτζής εις το χρηματιστήριον. Απεναντίας μάλιστα είναι άκακος, τύπος καλού χριστιανού, προθύμου γείτονος, υποχρεωτικού συμπολίτου και ευγενούς ανθρώπου.

Είναι πρόθυμος να σας αποκαλέσει ευγενέστατον μολονότι είσθε Γάιδαρος, ενδοξότατον, αν και η φήμη σας οφείλεται στους θορυβώδεις καβγάδες με τη γυναίκα σας, λογιότατον, καίτοι είσθε ηγεμών της ανορθογραφίας και σοφότατον αν και δεν ξέρετε ούτε τα τρία κακά της μοίρας σας. Μεταχειρίζεται πάντοτε τον πληθυντικόν έστω και αν μιλά στο λούστρο που του γυαλίζει τα παπούτσια και είναι φιλομειδής ακόμη και στον υβριστήν τον.

Εν τούτοις ο γνήσιος αυτός κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών είναι αποδιοπομπαίος Τράγος από κάθε ομήγυριν, κάθε γλεντάκι, κάθε σyγκέντρωσιν.

—  Ποιοι θα ’σαστε.

— Μα, εγώ, η γυναίκα μου, η Βασιλική, ο Γιώργης κι ο κυρ-Νικολός.

— O κυρ-Νικολός; Αυτός ο γείτονάς σου με τα γαλανά μάτια;

— Ναι.

—   Γεια σου.

—   Θα’ ρθεις;

—    Δεν τρελάθηκα να ’ρθω μ’ αυτόνε το γρουσούζη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Ετυμολογικά, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 104 Σχόλια »

Μακρύ-Γιαλός και Μαγέρικο (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 4 Απριλίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ. H δημοσίευση κανονικά γίνεται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά την περασμένη Τρίτη το ξέχασα. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι τα πρώτα πρώτα που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, Μακρυ-Γιαλός δημοσιεύτηκε στις 26 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο, το Μαγέρικο, στις 15 Νοεμβρίου 1928. 

Ο Μακρυ-Γιαλός ή Μακρύς Γιαλός είναι περιοχή της Μυτιλήνης. Δεν είναι μακριά από το κέντρο της πόλης, κι ας περιγράφεται η επίσκεψη κάπως σαν οδοιπορικό. Η φωτογραφία που βρήκα είναι του 1950. 

Ο όρος «συζυγαρχία» που εμφανίζεται στο δεύτερο χρονογράφημα, ξεχασμένος σήμερα, εννοεί τη στρατιωτική μονάδα που εφοδίαζε με πυρομαχικά τις μάχιμες μονάδες του στρατού. 

ΜΑΚΡΥ-ΓIAΛΟΣ

Εσυνηθίσαμεν ν’αποκαλώμεν «Κέν­τρα» τα μέρη εις τα οποία δύναταί τις ακριβοπληρώνων το ενοίκιον μιας καρέ­κλας να καθίσει επ’ αυτής και να επιδοθεί εις το σκότωμα της διαθεσίμου ώρας του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Πολεογραφία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 101 Σχόλια »

Ο χορευτής του Κήπου και Απάνω Σκάλα (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 15 Μαρτίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ. H δημοσίευση κανονικά γίνεται κάθε δεύτερη Τρίτη, αλλά εκτάκτως τούτη τη φορά μετατέθηκε για Τετάρτη, επειδή χτες ήταν η μέρα του π. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι τα πρώτα πρώτα που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, Ο χορευτής του Κήπου, δημοσιεύτηκε στις 18 Αυγούστου 1928 και το δεύτερο στις 23.8.1928.

Και τα δυο έχουν τον υπέρτιτλο Μύτιληναϊκοί περίπατοι, και δικαίως αφού περιγράφουν μέρη της πόλης της Μυτιλήνης: τον Κήπο και την Απάνω Σκάλα. Σκέφτηκα ότι ταίριαζε να τα βάλω σήμερα, μια που τις προάλλες είχαμε το διήγημα του Λάκη Παπαστάθη που επίσης αναφερόταν στη Μυτιλήνη. Ο «φορολογικότατος» [Γεώργιος] Μαρής του δεύτερου διηγήματος, θα το καταλάβατε, ήταν υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. 

Μονοτονίζω, εκσυγχρονίζω την ορθογραφία και προσθέτω δυο παλιές φωτογραφίες του Κήπου και της Απάνω (σήμερα: Επάνω) Σκάλας, που βρήκα σε μυτιληνιούς ιστότοπους.

ΜΥΤΙΛΗΝΑΪΚΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ

Ο ΧΟΡΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

Εις όλα τα μέρη του κόσμου κήποι πόλεων λέγονται δενδρόφυτα γήπεδα επιμελώς καλλιεργούμενα με πλήρη χλωρίδα, ποικιλίαν ανθέων, πίδακας, αγάλματα και κελαρύζον ύδωρ. Παρ ημίν εγένετο μικρά τις παρεξήγησις της σημασίας της λέξεως «κήπος». Ούτω αποκαλούμεν τοιούτον το γνωστόν τοις πάσι σύμφυρμα ολίγων φθειριώντων δένδρων, χαλασμένων συρματοπλεγμάτων περικλειόντων αοράτους ανθώνας και αγκω­νάρια ατάκτως ερριμμένα. Την πλουσίαν χλω­ρίδα αποτελεί το προ της εισόδου παράπηγμα ενός οπωροπώλου όπου θαυμάζομεν πεπόνια βαρέα ως δηλώσεις πολιτευομένων και καρπούζια ελαφρά ως κεφαλάς αντιπολιτευομένων αιωρούμενα ως αερόστατα εις τα απρόσιτα ύψη της ελληνικής ακριβείας (δηλ. της ακρίβειας).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Πολεογραφία, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 59 Σχόλια »

Γιαγκίν βαρ και Αποκατάστασις (δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 28 Φεβρουαρίου, 2023

Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω χρονογραφήματα του παππού μου, που δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως. Το προηγούμενο άρθρο της σειράς αυτής είναι εδώ.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Τα δυο σημερινά χρονογραφήματα είναι από τα τελευταία που δημοσίευσε ο Βριάρεως στην εφημερίδα. Το πρώτο, το Γιαγκίν βαρ, δημοσιεύτηκε στις 30 Μαρτίου 1929 και το δεύτερο την επομένη, 31.3.1929.

Γιαγκίν βαρ θα πει «Πυρκαγιά [υπάρχει]» στα τούρκικα. Και στα ελληνικά έχει περάσει το γιαγκίνι (Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι, στο ντουνιά δεν έχει γίνει). Ο στίχος «Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σειούνε» είναι από τους Σκλάβους Πολιορκημένους του Βάρναλη, που είχαν κυκλοφορήσει δυο χρόνια νωρίτερα. Το ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου είναι παροιμιώδης φράση (υπάρχει και διήγημα του Φαίδρου Μπαρλά με τον τίτλο αυτόν) που ίσως ανάγεται σε παλιό μυθιστόρημα ή/και στο περίφημο ρολόι της εκκλησίας του Αγίου Σουλπικίου στο Παρίσι, που πάντως είναι ηλιακό. Εδώ, χαριτολογώντας το αναφέρει ο παππούς μου, που έμενε στη Μυτιλήνη πίσω από τον Άγιο Συμεών. 

Το δεύτερο χρονογράφημα είναι κάπως επίκαιρο, αφού γράφτηκε μέσα στη Σαρακοστή, με την ευκαιρία κάποιας αγορανομικής διάταξης ή κάτι τέτοιο, που αύξανε την τιμή της φασολάδας στα εστιατόρια. Θυμάμαι τον παππού μου να λέει, σε διάφορα τραπέζια, την ιστορία της συνταγής με τα αλληλογεμιστά πουλιά στην αρχή του χρονογραφήματος. Η λέξη «Ερρέτωσαν» στο τέλος ήταν συχνή στα καθαρευουσιάνικα κείμενα (και στον ενικό: ερρέτω) -να πάνε να χαθούν. 

Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. 

Γιαγκίν-βαρ…!

Αυτήν την φράσιν γραμμένην με κεφαλαία και με τρία αποσιωπητικά και έν θαυμαστικόν (όπως παραπάνω) την εδιάβασα κάποτε —ευρισκόμενος εις την τρυφερήν ηλικίαν καθ’ ήν εντρυφά κανείς εις την απόλαυσιν των ληστρικών αναγνωσμάτων— εις τον «λήσταρχον Τσακιτζήν» ηρωικώς δράσαντα και τελευτήσαντα εν Μικρά Ασία.

Παρήλθον εκτοτε πλείστα μεστά περι­πετειών έτη και η φράσις ελησμονήθη είς τινα γωνίαν της καταπεπονημένης μνήμης. Εκείθεν ανεκλήθη χθες την νύκτα ως τρομερόν όνειρον με όλην την τραγικότητα και τον πανικόν που περικλείει.

Το ωρολόγιον του Αγίου Σουλπικίου θα είχε σημάνει μεσονύκτιον εκτός εάν είχε κατά τύχην λησμονηθεί ξεκούρδιστον ότε επανειλημμέναι κωδωνοκρουσίαι εσήμαναν συναγερμόν.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 97 Σχόλια »

Κόρτε – Οφθαλμοτρώγω: δυο χρονογραφήματα του Βριάρεω

Posted by sarant στο 14 Φεβρουαρίου, 2023

Πριν από δεκατέσσερις μέρες δημοσίευσα ένα χρονογράφημα του παππού μου, συνεχίζω σήμερα με άλλα δύο, που επίσης δημοσιεύτηκαν το 1928-29 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως, και τα δυο με τον υπέρτιτλο Μυτιληναϊκοί περίπατοι. 

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Επειδή τα πιο πολλά «περισωθέντα» χρονογραφήματα είναι μάλλον σύντομα, έβαλα δύο για να μη με κατηγορήσετε για ελλιπή μερίδα. Και επειδή σήμερα είναι η γιορτή των ερωτευμένων, έβαλα δυο που έχουν κάποια σχέση με το θέμα του έρωτα. 

Το πρώτο, το Κόρτε, δεν ξέρω πότε ακριβώς δημοσιεύτηκε, δεν το σημείωσε ο Καλάργαλης στον κατάλογό του. Το δεύτερο δημοσιεύτηκε στις 30.1.1929. Ο παππούς μου αποδίδει με βεβαιότητα το ρήμα «οφθαλμοτρώγω» στον ποιητή Παν. Σούτσο. Και ο Κουμανούδης το ίδιο λέει στη «Συναγωγή νέων λέξεων», παραπέμποντας στον Ροΐδη, που κάτι πρέπει να έχει γράψει σχετικά -και εικάζω πως ο παππούς μου από εκεί θα άντλησε την πληροφορία, διότι διάβαζε περισσότερο τον Ροΐδη παρά τον Σούτσο. Περισσότερα δεν προλαβαίνω να ψάξω τώρα.

Στο δεύτερο χρονογράφημα γίνεται επίσης λόγος για την ταινία του βωβού κινηματογράφου Ο θαλασσοπόρος (The Navigator) του Μπάστερ Κίτον, που είχε προβληθεί τότε στη Μυτιλήνη -είναι ταινία του 1924 και μπορείτε να τη δείτε εδώ.

Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. Να σημειώσουμε ότι ήταν 26 χρονών όταν τα έγραφε αυτά, κάτι που εξηγεί, σε συνδυασμό και με τα δεδομένα της εποχής, τον χαρακτηρισμό του «γερο-«Στέφου, που «είναι σχεδόν πενηντάρης» στο πρώτο χρονογράφημα. 

Κόρτε

Είναι σχεδόν πενηντάρης ο φίλος μου ο κυρ-Στέφος, μόλα ταύτα διεκδικεί ακόμη κάποιο μερδικό από τα νιάτα, καίτοι η κυρα-Στέφαινα συνηθίζει κάποτε χαριεντιζομένη να του λέει:

«Γέρασες πια, καημένε Στέφο, σε τίποτα δε φελάς». Και ο Στέφος αναμένει ευκαιρίαν να δείξει πως «φελά» ακόμη και το δηλώνει κατηγορηματικώς εις την Πηνελόπην του: «Εγώ γέρασα; Θα με κλέψουνε καμιά μέρα και θα με γυρεύεις».

Εννοείται ότι τόσον η πρόκλησις όσον και η απάντησις είναι μόνον έπεα πτερόεντα και τίποτα άλλο και ουδέποτε ο Στέφος επεζήτησε να κλεφτεί, όπερ, ειρήσθω εν παρόδω, είναι εγχείρημα ακατόρθωτον και διά τον Μίλωνα τον Κροτωνιάτην, διότι ο γέρο-Στέφος ζυγίζει περί τας ενενήντα οκάδας.

Όλ’ αυτά τα ήξευρα προ πολλού. Δικαιολογημένη ήτο λοιπόν η έκπληξίς μου όταν είδα τον σεβαστόν μου φίλον να κόβει βόλτες και να κοντοστέκεται προ της βιτρίνας του καταστήματος. Δεν ξέρω πώς είναι πλασμένος ο νους του ανθρώπου ώστε να πηγαίνει αμέσως στο κακό, ωσάν να είναι αναλόγως μαγνητισμένος προς τον πόλον αυτόν και πολλάκις προσεπάθησα να αποτρέψω τον ιδικόν μου από παρομοίαν ενατένισιν. Εντούτοις, μόλις τον είδα, αυτού επήγε ο νους μου, στο κακό.

— Κόρτε κάνει ο παλιόγερος, εσκέφθηκα. Και επλησίασα να ιδώ το υπό κατάκτησιν είδωλον. Ήτο η ταμίας του καταστήματος, ένα μπουμπουκάκι δεκαεπτά ανοίξεων, όπως λένε οι «Κοσμικοί» των εφημερίδων, το οποίο εμέτρα με τα ρόδινα δακτυλάκια του τα «ρέστα» χωρίς να υποπτεύεται καν τα πυρφόρα βλέμματα του φίλου μου.

Τον εχαιρέτησα και επιάσαμε την κουβέντα.

— Όμορφη δεν είναι; Εστέναξε.

— Όμορφη λέει; Κουκλάκι.

— Πόσο λες να τη δίνουνε;

Έμεινα κατάπληκτος.

— Μα δεν πιστεύω να την έχουνε για δόσιμο κι ύστερα δε φαντάζουμαι να ’ναι για τα δόντια σου οπωσδήποτε.

— Αχ, αυτό λέω κι εγώ. Κι εν τούτοις είναι είδος πρώτης ανάγκης. Μπορώ να γυρίζω μες τους δρόμους με την άλλη;

— Με ποιαν άλλη;

— Την παλιά, αδερφέ. Την έχω από τον καιρό του Νώε. Τη βαρέθηκα πια.

Άρχισα να φοβάμαι μήπως του σάλεψε και θέλησα να επέμβω υπέρ της κυρα-Στέφαινας.

— Δεν τ’ αφήνεις αυτά καημένε Στέφο… Δε σου πάνε. Δεν είσαι παιδί πια να κάνεις τρέλες.

— Το ξέρω, τρέλα είναι. Μα τι να κάνεις; Η άλλη έχει τρύπες. Αρκετά την υπέφερα ως τώρα. Άλλο να μου πεις: να πάρω την άλλη, την καφετιά; Αυτή πάει καλύτερα στην ηλικία μου. Σ’ αρέσει αυτή;

Κοίταξα να δω για ποιαν άλλη μιλούσε και γιατί την έλεγε καφετιά. Ήταν μήπως καμιά Σενεγαλέζα;

— Ποιαν άλλη λες; τον ρώτησα. Δε βλέπω καμιάν άλλη.

— Στραβώθηκες χριστιανέ μου; Δω μπροστά σου είναι στοίβες ολόκληρες. Πού κοιτάς; Να, εδώ.

Και μου έδειξε μια στοίβα ρεμπούμπλικες.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

Οφθαλμοτρώγω

Εισηγητής της εκφραστικοτάτης και απαραιτήτου αυτής λέξεως, υπήρξεν ο μακαρίτης Παναγιώτης Σούτσος. Και επληρώθη γι’ αυτήν όπως πληρώνεται κάθε μεγάλος, χολήν αντί του μάννα. Τον επήραν όλοι στο ψιλό και του άλλαξαν την πίστη. Εντούτοις μόνον γι’ αυτή τη λέξη θα ημπορούσε ν’ ανακηρυχθεί μέγας ευεργέτης του ελληνικού λεξικού. Τω όντι η λέξις «οφθαλμοτρώγω» είναι μοναδική εις το είδος της, απολύτως εκφραστική, εύηχος -όπως άλλωστε όλα τα λήγοντα εις τρώγω- και τιμά την ελληνικήν γλώσσαν.

Το εξηκρίβωσα κατά την προχθεσινήν παράστασιν του «Θαλασσοπόρου». Παρά το επικρατούν ψύχος ο κόσμος έτρεξε να θαυμάσει την κωμικήν δύναμιν του Μπάστερ Κίτον και να πνίξει τα βάσανά του μέσα εις ολίγων ωρών άδολον γέλωτα. Αλλ’ έλειπε σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν το ωραίον φύλον και από την πλατείαν και από την οθόνην. Όλος όθεν ο άρρην πληθυσμός εξετόξευε πυρφόρα βλέμματα επί των ελαχίστων που αψήφισαν την θεωρίαν καθ’ ήν το γέλιο ρυτιδώνει το πρόσωπον της γελώσης -αυτός είναι ο κύριος λόγος της σοβαρότητος των θηλέων μας- και κυριολεκτικώς τας «οφθαλμοέτρωγε».

Άλλωστε δεν είναι η μόνη περίπτωσις «οφθαλμοφαγίας» αυτή που ανέφερα -που μπορεί να ονομασθεί κι αλλιώς με προσυνθετικόν επίσης το «οφθαλμός»- υπάρχουν χιλιάδες. Επί παραδείγματι, πώς αλλέως θα ονομασθεί η πλήρης δυναμίτιδος ενατένισις δύο αντιζήλων ωραίων, η προσήλωσις ενός φουκαρά προ εκθέσεως εδωδίμων ή ρουχικών ή το χάζεμα μιας Δ/δος προ βιτρίνας πολυτελών αμφιέσεων ή βαρυτίμων κοσμημάτων;

Κάποτε εις σκληράν εποχήν ισχνών αγελάδων εχάζευα μακαρίως προ της θείας βιτρίνας του «Au Gourmets» στην οδόν Σταδίου. Ήμην τόσον απορροφημένος από τους μεζέδες που ήσαν εκτεθειμένοι -μόνον φευ- εις τα όμματα του κόσμου, ώστε μόλις ένιωσα ένα κτύπημα στον ώμο. Ήταν ο προϊστάμενός μου, όστις με ηρώτησεν απορών.

— Τι κάνεις εδώ παιδί μου; Τόσην ώρα κάθομαι και σε βλέπω.

— Οφθαλμοτρώγω, κύριε ….

Το τρώγειν δέδοται μόνον εις τους εκλεκτούς, ενώ το οφθαλμοτρώγειν είναι προσιτόν εις όλους, και γι’ αυτό όλοι οφθαλμοτρώγομεν. Είτε την παιδίσκην του γείτονος, είτε το μέγαρον του πλουσίου, είτε το αυτοκίνητον του νεοπλούτου, είτε και αυτόν τον μπακαλιάρον του προγάστορος μπακάλη μας, πάντως όλοι οφθαλμοτρώγομεν. Ζήτω λοιπόν ο μακαρίτης Σούτσος, έστω και αν εξαιτίας του «οφθαλμοτρώγω» εγλωσσοφαγώθη υπό των συγχρόνων του.

ΒΡΙΑΡΕΩΣ

 

 

Posted in Άχθος Αρούρης, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 125 Σχόλια »

Το παλαιόσπιτον Κάρακα (ένα χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 31 Ιανουαρίου, 2023

Τρίτη σήμερα, μέρα που επί σειράν ετών έβαζα κείμενα του πατέρα μου, που όμως πια εξαντλήθηκαν, αφού βάλαμε και το ανέκδοτο μυθιστόρημά του. Σκέφτηκα να βάλω λοιπόν κείμενα του παππού μου, που όμως τα περισσότερα είναι αυτοτελή, π.χ. τα χρονογραφήματά του.

Πέρυσι τέτοιον καιρό, ενώ δεν είχα ακόμα έτοιμο το ανέκδοτο μυθιστόρημα, είχα βάλει σαν γέφυρα ένα χρονογράφημα του παππού μου, οπότε σήμερα θα δούμε άλλο ένα, που δημοσιεύτηκε το 1929 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Πρέπει να πω ότι τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες. Ο παππούς μου είχε στα χαρτιά του κρατήσει αρκετά από αυτά, σε ένα τετράδιο με κολλημένα αποκόμματα, που το τιτλοφορεί «Περισωθέντα νεανικά αμαρτήματα». 

Το συγκεκριμένο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στον Δημοκράτη στις 20 Φεβρουαρίου 1929 (ο πατέρας μου είχε μόλις σαραντίσει, δηλαδή), με τον υπέρτιτλο «Αναμνήσεις». Εδώ μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία. Ο παππούς γράφει σε καθαρεύουσα, που ταιριάζει με το περιπαικτικό ανάλαφρο ύφος των περιγραφών του. Να σημειώσουμε ότι ήταν 26 χρονών όταν τα έγραφε αυτά και ότι το περιστατικό που αφηγείται πρέπει να συνέβη 3-4 χρόνια νωρίτερα. 

Ο τίτλος θα παραξενέψει αρκετούς, αν και τον έχω αναφέρει ξανά στο ιστολόγιοΤο «Παλαιόσπιτον Κάρακα» (Masure Gorbeau στα γαλλικά) είναι παρμένο από την περίφημη μετάφραση των Αθλίων από τον Ισιδωρίδη Σκυλίτση. Είναι το σπίτι όπου μένουν για λίγο ο Γιάννης Αγιάννης και η Τιτίκα, μόλις την παίρνει από τους Θεναρδιέρους -και το 4ο βιβλίο του 2ου τόμου των Αθλίων τιτλοφορείται Masure Gorbeau. Ο Σκυλίτσης είναι αυτός που καθιέρωσε τις αποδόσεις Γιάννης Αγιάννης, Γαβριάς, Τιτίκα κτλ. που τις τηρούν οι περισσότερες νεότερες μεταφράσεις, αλλά νομίζω ότι οι νεότεροι δεν ακολουθούν τον Σκυλίτση στην υπόλοιπη ονοματολογία -ας πούμε, το «παλαιόσπιτον Κάρακα», ο Κοτζιούλας το αποδίδει «το σαράβαλο του Κόρκα». Και οι δυο μεταφραστές την ίδια σκέψη κάνουν, το Gorbeau είναι παράφραση του corbeau (κόρακας). Καθώς οι Άθλιοι είχαν διαβαστεί πολύ, για το «παλαιόσπιτον Κάρακα» έχουν γράψει επίσης ο Σπύρος Μελάς και ο Κωστής Παλαμάς, σίγουρα και άλλοι.

ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΣΠΙΤΟΝ ΚΑΡΑΚΑ

Κάποτε Άγγλος περιηγητής, επεσκέφθη την Ακρόπολιν, ήτο δε τόσον υπερφίαλος και εγωιστής ώστε πάντα τα επιδεικνυόμενα αυτώ υπό του ξεναγού αρχαία κειμήλια ουδεμίαν του έκαμνον εντύπωσιν, αλλ’ απήντα στερεοτυπως : «εκομε και μεις στο Αγγλία». Απαυδήσας ο ξεναγός ήρχισε να του «κόβει κούρες» ήτοι να ψεύδηται άσυστόλως και να τον εμπαίζει εις πάσαν ερώτησιν, λέγων άλλ’ αντ’ άλλων, ότε δε ο υπερήφανος ξένος ηρώτησε περί δύο στρογγυλών λιθαρίων, ευρισκομένων επί τινος μαρμάρου, του απήντησεν ότι ήσαν τα μάτια του Αδάμ. Έκομε και μεις στο Αγγλία, ήτο η απάντησις του Άγγλου. Αμ πώς τα ’χετε και σεις Χριστιανέ μου, αφού είχε δυο όλα όλα και βρίσκουνται και τα δυο εδώ;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Αθηναιογραφία, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , | 153 Σχόλια »

Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Αναμνήσεις από τη Σάμο

Posted by sarant στο 18 Δεκεμβρίου, 2022

Συμπληρώθηκαν χτες έντεκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του. Τα εκδομένα έχουν εξαντληθεί και ήδη δημοσιεύουμε αυτή την περίοδο το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια», που πλησιάζει κι αυτό να τελειώσει (μεθαύριο θα έχουμε μια ακόμα συνέχεια)

Όμως έχουν απομείνει ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά και τελικά κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το δευτερο καλοκαίρι, του 1939, με αναμνήσεις από τη Σάμο. Από το κεφάλαιο εκείνο έχω ήδη δημοσιεύσει κάποια αποσπάσματα, στην αντίστοιχη επέτειο το 2019, οπότε τώρα δημοσιεύω τα πριν και τα μετά.

Ένα βιογραφικό του πατέρα μου μπορείτε να βρείτε σε παλιότερο άρθρο.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  (1939)

 

Πέρασαν τρία χρόνια από το πρώτο καλοκαίρι. Από πέρσι, τον πατέρα μου, τον είχαν μεταθέσει σ’ ένα άλλο νησί, κοντινό με το δικό μας, τη Σάμο και αυτή η μετοικεσία με χώρισε από τους συμμαθητές και τους φίλους που ’χα κάνει μέσα σε  δύο χρόνια στην πατρίδα μου. Στην αρχή αυτό μου κακοφάνηκε, γρήγορα όμως νέες γνωριμίες σκέπασαν τις παλιές  και οι καινούργιες φιλίες που δέθηκαν, με παρηγόρησαν γι’ αυτές που άφησα στο νησί του.

         Πολύ σύντομα απορροφήθηκα από τις νέες συνθήκες. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ το ότι εκείνο το καλοκαίρι μπήκαν στη ζωή μου το βιβλίο και το διάβασμα. Μετά το κλείσιμο των σχολείων απολάμβανα το παιχνίδι, το κολύμπι και το διάβασμα.  Ήταν ένα  καλοκαίρι ζεστό και ξερό που σ’ έκανε να μη θέλεις να βγεις από τη θάλασσα.

         Για τους μεγάλους όμως, ήταν ένα φοβερό καλοκαίρι. Στην Ελλάδα η δικτατορία έκλεινε τρία χρόνια και στην Ευρώπη από ώρα σε ώρα περίμεναν να ξεσπάσει ο πόλεμος, που όλοι πίστευαν πως αργά ή γρήγορα θάφτανε και στον τόπο μας. Εγώ  όμως κι οι  συνομήλικοι φίλοι μου, τον πόλεμο τον είχαμε βάλει κι αυτόν μέσα στο παιχνίδι μας.

*   *   *

…………………………………………………………………

Από το παρατηρητήριο του προκεχωρημένου πολυβολείου της γραμμής Μαζινό ο λοχαγός Ερρίκος Καρδινιάκ παρατηρούσε ανήσυχος τις εχθρικές γραμμές. Γύρω του οι οβίδες πέφταν βροχή και από τα θραύσματά τους είχαν σκοτωθεί οι τρεις στρατιώτες του αποσπάσματος και, το χειρότερο, είχε τραυματιστεί κι ο υποδιοικητής του, ο υπολοχαγός Ντυμπουά. Μονάχα η αδελφή του ελέους, η νοσοκόμα Μάρθα, που εθελοντικά πήρε μέρος στην αποστολή αυτοκτονίας, ήταν γερή και έδενε τις πληγές του τραυματία.

– Τι γίνεται με κείνο το τηλέφωνο; ρώτησε ο λοχαγός, ξέροντας πως  δεν θα ’παιρνε απάντηση. Κι ο τηλεφωνητής είχε σκοτωθεί και όπως φαίνεται τα σύρματα είχαν κοπεί από τις εχθρικές οβίδες.

– Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από τη βάση, αλλά ποιος να πάει,  μονολόγησε χαμηλόφωνα.

– Αν το επιτρέπεις λοχαγέ μου να πάω εγώ, πρότεινε θαρρετά η Μάρθα.

– Τι λες, θα τα καταφέρεις; τη ρώτησε ο λοχαγός χωρίς να κρύψει μια ενδόμυχη ανησυχία του. Αισθανόταν για τη θαρραλέα νοσοκόμα κάτι παραπάνω από φιλία.

…………………………………….

“Παιδιά, πού είσαστε, ελάτε για φαΐ”, ακούστηκε από ψηλά η μελωδική κοντράλτα φωνή μιας γυναίκας. Η γραμμή Μαζινό και το πολυβολείο της χάθηκαν κι έμεινα με τον Άγη και τη Μάρθα σ’ ένα κατασκεύασμα από άμμο, οικοδομική ξυλεία, τούβλα  και τενεκέδες. Βγήκαμε κι οι τρεις μας στον  ανοιχτό χώρο.

“Πω πω, πώς μου γίνατε έτσι: Σαν αλευρωμένες μαρίδες είσαστε. Γρήγορα στο μπάνιο, πριν ακουμπήστε το πιρούνι”.

Η κυρία Μέλπω, η μαμά  του Άγη και της Μάρθας μπήκε από το μπαλκόνι στο εσωτερικό του σπιτιού κι εμείς πήγαμε στο μπάνιο για να πλυθούμε.

Ήμασταν αχώριστοι από τότε που γνωριστήκαμε. Ο πατέρας μου και ο κύριος Παύλος, ο πατέρας των παιδιών, ήταν συνάδελφοι στην Τράπεζα. Συνέπεσε να διαβάζουμε και οι τρεις μας το ίδιο παιδικό περιοδικό, ένα θαυμάσιο έντυπο που λεγόταν απλά «το Περιοδικό μας» και που είχε πολύ ενδιαφέροντα μυθιστορήματα, ιστορίες με εικόνες, μια από τις οποίες μάλιστα διαδραματιζόταν στον άγνωστο πλανήτη Διόνυσο, όπου είχε φτάσει ένα διαστημόπλοιο με επιστήμονες από τη Γη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Αναμνήσεις, Δημήτρης Σαραντάκος, Εις μνήμην, Μεσοπόλεμος | Με ετικέτα: , , , , | 64 Σχόλια »

Μόλλας (ένα χρονογράφημα του Βριάρεω)

Posted by sarant στο 11 Ιανουαρίου, 2022

Τρίτη σήμερα, μέρα που επί σειράν ετών έβαζα κείμενα του πατέρα μου. Έχω πει ότι θα κοιτάξω αν μπορώ να παρουσιάσω ένα μυθιστόρημά του, που το άφησε ανέκδοτο, αλλά δεν πρόλαβα ακόμα να το κάνω. Οπότε προς το παρόν σήμερα βάζω ένα χρονογράφημα του παππού μου, που δημοσιεύτηκε το 1928 στην εφημερίδα Δημοκράτης της Μυτιλήνης, με το ψευδώνυμο Βριάρεως.

Ο Βριάρεως ήταν ένας από τους τρεις Εκατόγχειρες της Τιτανομαχίας. Το όνομα του Βριάρεω συνδέεται με το επίθ. βριαρός = ισχυρός, ενώ στην Ιλιάδα μαθαίνουμε οτι οι θεοί τον έλεγαν έτσι αλλά στους ανθρώπους ήταν γνωστός ως Αιγαίων. Στην αγγλική Βικιπαίδεια βρίσκω μια γελοιογραφία που παρουσιάζει το εργατικό κίνημα ως Εκατόγχειρα Βριάρεω, οπότε ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή του ψευδωνύμου από τον παππού μου. 

Πρέπει να πω ότι τα χρονογραφήματα αυτά τα εντόπισε και τα κατέγραψε ο φίλος ερευνητής Αριστείδης Καλάργαλης στο αρχείο του Δημοκράτη -συνολικά κατέγραψε, με επιτόπια αποδελτίωση στα γραφεία της εφημερίδας, σχεδόν 40 χρονογραφήματα για την περίοδο από Αύγουστο 1928 έως Μάιο 1929 και μου έστειλε τις φωτογραφίες πριν από λίγο καιρό. (Ο παππούς μου στα χαρτιά του είχε κρατήσει ελάχιστα, ένα από τα οποία το είχε βάλει ο πατέρας μου στο επίμετρο του βιβλίου του Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης, που το έχω παρουσιάσει στο ιστολόγιο σε συνέχειες).

Το συγκεκριμένο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στον Δημοκράτη στις 15 Δεκεμβρίου 1928 και αναφέρεται σε μια επίσκεψη του διάσημου καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα στη Μυτιλήνη. Ο Μόλλας ήταν ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης της εποχής και στο ιστολόγιο τον αναφέραμε στο πρόσφατο άρθρο μας με αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του Σωτήρη Σπαθάρη. Ο παππούς μου αγαπούσε πολύ τον Καραγκιόζη και τον Μόλλα· όταν ήμουν παιδί συνήθιζε να μας παίζει ολόκληρες παραστάσεις και αυτό το αστείο του Μόλλα («πού να σε βάραγα και με τα ποτιστικά μου») το θυμάμαι να το λέει.

Σημειώνω ότι η ατάκα του Μόλλα «θα σε κόψω στα δυο σαν πεντακοσάρικο», που αναφέρεται στο χρονογράφημα, είναι σαφής υπαινιγμός στη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων που έγινε το 1922 από τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, ένα αναγκαστικό δάνειο δηλαδή για τη χρηματοδότηση των αναγκών του πολέμου στη Μικρασία.

Ωστόσο, το χρονογράφημα δεν αφορά μόνο τον Μόλλα αλλά και τις… περιπέτειες μιας παρέας που προσπαθεί να φτάσει στο σημείο όπου δινόταν η παράσταση του Μόλλα, υπό βροχήν και μέσα από τους λασπωμένους (και όχι ασφαλτοστρωμένους) δρόμους της Μυτιλήνης. Η Αλυσίδα, που αναφέρεται εδώ, είναι μια όχι ιδιαίτερα μακρινή γειτονιά και, όπως θα δείτε στη διήγηση, τα αυτοκίνητα ήταν μάλλον σπάνια.

Όπως θα δείτε, ο παππούς μου χρησιμοποιεί απλή καθαρεύουσα, με πινελιές αρχαΐζουσας αλλά και βέβαια πολλά δημοτικά στοιχεία, ένα μικτό είδος που ταιριάζει στο ελαφρώς ειρωνικό ύφος που είχαν όλα σχεδόν τα χρονογραφήματά του.

Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία.

ΜΟΛΛΑΣ

O συμπαθέστατος αυτός καλλιτέχνης, ο γνησιότερος εκπρόσωπος του λαϊκού πνεύματος μού είναι παιδιόθεν γνωστός και προσφιλής. Μειράκιον ακόμη, όταν βρισκόμουνα στην Αθήνα, θυμούμαι που έτρεχα κάθε βράδυ στο Στάδιο ή στη Δεξαμενή στην «γωνίαν αναψυχής» που ο Μόλλας έστηνε το ξύλινο και απελέκητο θεατράκι του με τη χιονάτη «οθόνη» χωρισμένη στα δύο —για την ευκολότερη αλλαγή σκηνής— που πάνω της «παρήλαυνον» οι πασίγνωστοι τύποι του, ο Καραγκιόζης, αυτή η μαλαγάνα, ο Χατζηαβάτης, ή χαϊδευτικώς «Χατζατζάρης», ο Νιόνιος, ο Μορφονιός, ο «Πεπόνιας», ο Μπαρμπαγιώργος και άλλοι. Και ο Μόλλας, κύριος και Θεός των, αόρατος όπως ο Ιεχωβά, τους εμψύχωνε, τους έδινε χαρακτήρα, φωνή, ψυχοσύνθεση, τους έκανε ζωντανούς και σκορπούσε σε μας το άδολο γέλιο. Θα ήτανε πλεονασμός αν ανέφερα κι ένα δυο από τα αμίμητα αστεία του, μα θα το κάνω. Όταν κάποτε ο Χατζηαβάτης έφαγε μια καρπαζά από τον Καραγκιόζη:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Άχθος Αρούρης, Θέατρο σκιών, Μυτιλήνη, Μεσοπόλεμος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , | 160 Σχόλια »

Σωτήρης Σπαθάρης: Πώς γνώρισα τον Τσαρούχη (απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα)

Posted by sarant στο 10 Οκτωβρίου, 2021

Τον τελευταίο καιρό, σε σχόλια του ιστολογίου, έγινε λόγος για τα Απομνημονεύματα του καραγκιοζοπαίχτη Σωτήρη Σπαθάρη, που εκδόθηκαν πριν από μερικούς μήνες από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Η έκδοση είναι υποδειγματική αν και ίσως προκαλεί δέος καθώς ξεπερνάει τις 700 σελίδες μεγάλου σχήματος. Ευτυχώς που εκδόθηκε από τις ΠΕΚ κι έτσι έγινε δυνατό να συγκρατηθεί η τιμή στα 22 ευρώ, ποσό βέβαια κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο έτσι κι αλλιώς.

Ο Σπαθάρης (1887-1974) ήταν ολιγογράμματος, και για να γράψει τα απομνημονεύματά του χρειάστηκε όχι μόνο την ενθάρρυνση αλλά και την πρακτική βοήθεια άλλων, χωρίς τους οποίους το εγχείρημα δεν θα είχε δει το φως. Και πάλι όμως, το έργο πέρασε πολλές περιπέτειες, που τις εξηγεί αναλυτικά ο επιμελητής τούτης της έκδοσης, ο Γιάννης Κόκκωνας, στην απαραίτητα εκτενή (125 σελίδες) εισαγωγή του.

Μάλιστα, ο Σπαθάρης έγραψε τα απομνημονεύματά του τρεις φορές. Την πρώτη το 1944, τη δεύτερη στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη βοήθεια του ποιητή Λάμπη Χρονόπουλου, και την τρίτη στα τέλη της δεκαετίας του 1950, που ήταν και η μόνη που είδε το φως της δημοσιότητας, το 1960, αρχικά σε προδημοσίευση στο περιοδικό Ταχυδρόμος και αμέσως μετά σε βιβλίο. Η έκδοση αυτή έχει κάνει πολλές ανατυπώσεις και κυκλοφορεί και σήμερα από τις εκδόσεις Άγρα (Απομνημονεύματα και η τέχνη του Καραγκιόζη).

Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από την ΠΕΚ φέτος δεν περιλαμβάνει την «τρίτη γραφή» των απομνημονευμάτων του Σπαθάρη (που όπως είπαμε κυκλοφορεί σε βιβλίο εδώ και πολλά χρόνια) αλλά τις πρώτες δύο, που τα χειρόγραφά τους θεωρούνταν χαμένα και που βρέθηκαν τελευταία υστερα από διάφορες τυχερές συμπτώσεις, όπως εξηγεί στην εισαγωγή ο Γ. Κόκκωνας.

(Από την εισαγωγή έμαθα ότι ο Σπαθάρης μάλλον δεν γεννήθηκε το 1892 οπως θα δείτε να αναφέρεται στις περισσότερες πηγές, αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, το 1887 όπως πειστικά εξηγεί ο Γ. Κόκκωνας).

Η δημοσίευση και της πρώτης και της δεύτερης γραφής δεν είναι περιττή πολυτέλεια, διότι τα κείμενα διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους (όπως και με την τρίτη γραφή) τόσο στη γλώσσα όσο και στο περιεχόμενο. Η δεύτερη γραφή είναι η εκτενέστερη. Για παράδειγμα, ο Σπαθάρης αναφέρει την παράσταση Καραγκιόζη που είχε ανεβάσει με θέμα τη δολοφονία του Αθανασόπουλου (το 1931 στου Χαροκόπου) και στις τρεις εκδοχές των Απομνημονευμάτων του. Αλλά στην πρώτη γραφή υπάρχει απλώς μια εν παρόδω αναφορά, στη δεύτερη ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο 1395 λέξεων ενώ στην τρίτη μια μικρή αφήγηση 410 λέξεων.

Διάλεξα να παρουσιάσω εδώ δυο κεφάλαια από τη δεύτερη γραφή (σελ. 406-414 του βιβλίου). Σε αυτά ο Σπαθάρης αφηγείται πώς γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, στη συνέχεια εκθέτει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήδη από το 1930 για να παίζει Καραγκιόζη στις συνοικίες της Αθήνας, μετά λέει για το πώς τον προσέγγισε η σύζυγος του υπουργού Ζάννα (η Βιργινία Ζάννα, κόρη της Πηνελόπης Δέλτα) για να παίξει στο θέατρο Κεντρικό, τη γνωριμία του με τη συγγραφέα Έλλη Παπαδημητρίου και τέλος πώς έφτιαξε μια μικρή σκηνή Καραγκιόζη για το Θεατρικό Μουσείο.

Οπως γράφει ο επιμελητής του έργου, τα επεισόδια που διηγείται ο Σπαθάρης διαδραματίζονται το 1931-32, αλλά στο τελευταίο τμήμα του κειμένου κάνει μάλλον ένα άλμα στα 1938, αφού τότε ιδρύθηκε το Θεατρικό Μουσείο.

Δεν λέω περισσότερα, παραθέτω το κείμενο του Σπαθάρη. Στο τέλος εξηγώ μια λέξη.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΤΣΑΡΟΥΧΗ

Όταν εγώ και το Τουρκάκι παίζαμε στην Κηφισιά, στη Μάνδρα του Παρδάλη και θεατρώνη μας είχαμε τον καραγκιοζο­παίχτη Ξάνθο, μόλις επαίξαμε καμιά εικοσαριά παραστάσεις, μια βραδιά που ’παιζα, ένα παλληκαράκι καλοντυμένο με περικάλεσε να τον αφήσω να μπει μες στη σκηνή, για να δει πώς παίζω. Όταν έφυγε, μου ’δωσε συγχαρητήρια για το καλό παίξιμο πού έκανα. Μ’ αυτός ό νέος μουσαφίρης μας ερχότανε κάθε βράδυ. Μια βραδιά μάς έφερε κι έναν ξένον καλλιτέχνη κι όταν ετελείωσε η παράσταση μου είπε: Κύριε Σπαθάρη, επειδή εμένα μού αρέσει πάρα πολύ το παίξιμό σου απ’ όλους τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες που ‘χω δει, θέλω αύριο το πρωί να σε φωτογρα­φίσω μαζί με την σκηνή σου. Την άλλη μέρα η μηχανή του με φωτογράφισε και σε μια βδομάδα μου ’δωσε μια μεγάλη φωτογρα­φία που την έχω για ενθύμιο. Από τότες ερχότανε πότε μόνος του πότε με παρέα ταχτικά στο σπίτι μου, στην Κηφισιά, κι έβλεπε όλους τούς καραγκιόζηδες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αυτοβιογραφία, Θέατρο σκιών, Μεσοπόλεμος, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , , | 164 Σχόλια »

Οι πόλεις του νεαρού Μίκη (απόσπασμα από τους Δρόμους του Αρχάγγελου)

Posted by sarant στο 5 Σεπτεμβρίου, 2021

Καθώς τιμούμε ακόμα τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, σκέφτηκα για σήμερα, στο καθιερωμένο λογοτεχνικό μας κυριακάτικο άρθρο, να δημοσιεύσω ένα δικό του κείμενο. Από το δίτομο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», που είχε κυκλοφορήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από τον Κέδρο, διάλεξα ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από την αρχή (σελίδες 15-25 του πρώτου τόμου). Σημειώνω ότι έχει κυκλοφορήσει και δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση της αυτοβιογραφίας του Μίκη, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στο απόσπασμα που δημοσιεύω εδώ.

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο απόσπασμα αυτό διηγείται τις επαρχιακές πόλεις που γνώρισε στα παιδικά του χρόνια και τα ταξίδια που έκανε με το πλοίο, καθώς, επειδή ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος, είχαν αλλάξει πολλές φορές τόπο διαμονής στις δεκαετίες του 20 και του 30.

Οι απόψεις για την καθυστέρηση και την κακή εικόνα που παρουσίαζαν οι επαρχιακές πόλεις του μεσοπολέμου ίσως φανούν υπερβολικές, διασταυρώνονται όμως από άλλα κείμενα της εποχής και αφηγήσεις άλλων παρατηρητών, το ίδιο και η άποψη για τα πιο πολιτισμένα Επτάνησα.

Σημειώνω ακόμα ότι ο Γιαννάκης, ο αδελφός του συνθέτη, δηλαδή ο δημοσιογράφος Γιάννης Θεοδωράκης, που έχει γράψει μερικούς εξαιρετικούς στίχους τραγουδιών του Μίκη, ήταν επτά χρόνια νεότερος.

Μετέτρεψα σε μονοτονικό αλλά άφησα ως επί το πλείστον την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Όλο και κάποιο λαθάκι θα έχει ξεφύγει όμως, το κείμενο είναι μεγάλο.

Ας μην ξεγελιόμαστε… Από κείνο που λέμε «μουσική υποδομή», η Ελλάδα, ιδιαίτερα εδώ και μισό αιώνα, δεν είχε ίχνος… Συμφωνικές ορχήστρες. Χορωδίες. Συναυλίες. Ωδεία. Μουσικές εκδόσεις. Όλ’ αυτά, πράγματα άγνωστα στην ελληνική επαρχία.

Ούτε φυσικά υπήρχε και ραδιόφωνο, για να έχεις, όπως σήμερα, διάφορα μουσικά ακούσματα. Kι εγώ υπήρξα γέννημα θρέμμα αυτής της άγνωστης γης, της μυθικής χώρας, που λέγεται ελληνική επαρχία. Δείτε πίνακα πόλεων και ημερομηνιών για να καταλάβετε καλύτερα: Γεννήθηκα στη Χίο. Έτος 1925. Μετά: Μυτιλήνη, 1925-1928. Σύρος και Αθήνα, 1929. Γιάννενα, 1930-32. Αργοστόλι, 1933-36. Πάτρα, 1937-38. Πύργος, 1938-39. Τρίπολη, 1939-43. Αθήνα, 1943.

Mόνο σ’ ένα καπρίτσιο -να πρόσθετα τη φράση «παρά φύσιν»;- θα μπορούσε να αποδοθεί το γεγονός, ότι ένα παιδί, που έζησε από τη Χίο έως την Αθήνα τα πρώτα του δεκαοχτώ χρονιά, οδηγήθηκε στη μουσική… Επομένως, συμπέρασμα πρώτον: η περίπτωσή μου παρουσιάζει κοινωνιολογικό ενδιαφερον… Εμείς, απ’ όπου περάσαμε, δεν είχαμε σχέση ούτε με τις «κομ­πανίες», που έπαιζαν «λαϊκή μουσική» — ο Θεός ξέρει ποιος τις ήξερε τότε – δεν ξέραμε τα λαϊκά όργανα, μπουζούκι, μπαγλα­μά ή βιολί. Συμφωνικές ορχήστρες, ναι, είδαμε στα 1942, στο πανί του κινηματογράφου και τότε «αλλάξαμε ζωή» — αλλά αυτά για αργότερα. Με τα σημερινά μέτρα, δεν υπάρχει ελληνι­κό χωριό να συγκριθεί με την ελληνική πόλη του 1930 ή του 1940… Μόνο στην Αφρική, στην Ασία και στη Νότια Αμερική θα βρούμε σήμερα απομακρυσμένα χωριά, που να μοιάζουν με τα Γιάννενα του 1932 ή με την Τρίπολη του 1942…

Όταν πρωτομπήκα στο δημοτικό στα Γιάννενα, όλα τα παιδιά ήταν ξυπόλυτα και παρ’ ότι τα κεφάλια τους περασμένα με την «ψιλή», οι ψείρες έτρεχαν λεφούσια. Οι τούρκικοι μαχαλάδες, ή τα καντούνια, είχαν λάσπες χαρμάνι με κατρουλιά, γιατί φυσι­κά υπόνομοι και τέτοια ήταν άγνωστα πράγματα για την εποχή. Φαντάσου τι ήταν τότε το ελληνικό χωριό. Ο πατέρας μου, Γενικός Γραμματέας στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου, περνούσε τον πιο πολύ καιρό του στην ύπαιθρο. Συναισθηματικός, καλόψυ­χος που λέμε, είχε βάλει σκοπό της ζωής του να κάνει δρόμους «για να πάει ο πολιτισμός», να φτιάξει υδραγωγεία και γενικώς αρδευτικά έργα και, σε καμιά ακραία περίπτωση, να πάει και το ηλεκτρικό. Μ’ έπαιρνε μαζί του στη Βήσσανη, στην Παραμυθιά, στο Μέτσοβο, με το μοναδικό αυτοκίνητο, κουπέ Φορντ, που υπήρχε τότε σε όλη την Ήπειρο, με σοφέρ το Βάνια, κι όταν σταματάγαμε στην πλατεία, μια βαθιά σιωπή έπεφτε στο χωριό. Οι μεγάλοι γουρλώνανε τα μάτια τους και τα παιδιά τρέχανε να κρυφτούνε. Τί θηρίο ήταν αύτό! Όπως μια κοπέλα που πήραμε στην Πάτρα —ως δεκαπέντε χρονών έβοσκε γίδια- και μόλις είδε πλοίο στη θάλασσα, έβαλε τις φωνές… Μιλάμε δηλαδή για τερατώδη γεγονότα, Ας μη λέμε λοιπόν εξυπνάδες…

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αναμνήσεις, Μεσοπόλεμος, Πόλεις, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , | 104 Σχόλια »