Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Πέτρος Πικρός’

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου (Ναπολέων Λαπαθιώτης)

Posted by sarant στο 31 Οκτωβρίου, 2023

Ο Λαπαθιώτης σε φωτογραφία του 1942 (Πηγή: ΕΛΙΑ-Β.Ψαραδάκης)

Συμπληρώνονται σήμερα 135 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος. Κανονικά σήμερα ήταν να βάλουμε χρονογράφημα του Βριάρεω, το οποίο μετατίθεται δυο βδομάδες μετά.

Είναι γνωστό ότι ο Λαπαθιώτης, αν και από αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν  ανώτατος στρατιωτικός, που έγινε και υπουργός για λίγους μήνες μετά το Γουδί) προσέγγισε το κομμουνιστικό κίνημα όταν απογοητεύτηκε από τον βενιζελισμό και επί πολλά συμπορεύτηκε με τους κομμουνιστές, από απόσταση πάντοτε, χωρίς δηλαδή  να ενταχθεί ποτέ στο κόμμα. Η πρώτη εκδήλωση της προσέγγισης είναι όταν προσφέρει 60 δρχ. στον έρανο υπέρ του «Ριζοσπάστη» το 1920. Το 1921 στέλνει στον Ριζοσπάστη επιστολή όπου δηλώνει «πιστός στρατιώτης του σκοπού» (έχω γράψει εδώ και εδώ). Στα επόμενα χρόνια βρίσκουμε την  υπογραφή του Λαπαθιώτη σε ορισμένες δημόσιες εκκλήσεις π.χ. για την καταδίκη των κομμουνιστών φαντάρων του Καλπακιού, βρίσκουμε και φιλοκομμουνιστικές τοποθετήσεις του σε στοχασμούς του (παράδειγμα) και σε άρθρα του (άλλο παράδειγμα), ενώ είναι αρκετά γνωστή, αν και δεν αποτελεί ακριβώς φιλοκομμουνιστική δήλωση, η επιστολή αποχώρησής του από την Εκκλησία της Ελλάδος, την οποία ανακοίνωσε μέσω του Ριζοσπάστη.

Στα ποιήματά του ο Λαπαθιώτης δεν έκανε καμία αναφορά στον κομμουνισμό, με μια και μοναδική εξαίρεση, που θα τη δημοσιεύσουμε σήμερα.

Στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι, στο τεύχος 3, του Φεβρουαρίου 1932, δημοσιεύτηκε το ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Οι Νέοι Πρωτοπόροι ήταν  περιοδικό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό, στο οποίο συνεργάζονταν όλοι οι λογοτέχνες που πρόσκεινταν στο ΚΚΕ. Στο ίδιο τεύχος υπάρχει συνεργασία του Βάρναλη, του Νίκου Νικολαΐδη-Πωλ Νορ, του Νίκου Κατηφόρη, του νεαρού τότε Νίκου Παπαπερικλή όπως και του ακόμη πιο νέου Σταύρου Τσιακίρη. Το περιοδικό είχε ξεκινήσει ως Πρωτοπόροι, με διευθυντή τον Πέτρο Πικρό, αλλά στο τέλος του 1931 είχε επέλθει ρήξη μεταξύ Πικρού και ΚΚΕ, οπότε όλοι οι προσκείμενοι στο ΚΚΕ αποχώρησαν και έβγαλαν τους νέους Πρωτοπόρους, ενώ ο Πικρός έβγαλε ένα τελευταίο τεύχος μόνος του -όπου μας έβρισε όλους και ξεθύμανε, νομίζω πως λέει κάπου ο Ασημάκης  Πανσέληνος, που ανήκε στο επιτελείο του περιοδικού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επετειακά, Κομμουνιστικό κίνημα, Λαπαθιώτης, Περιοδικά, Πεζό ποίημα | Με ετικέτα: , , , , , | 68 Σχόλια »

Σκούφια, η παροιμιακή

Posted by sarant στο 28 Μαρτίου, 2019

Μπήκε πια η άνοιξη, αλλά στα βορειότερα κλίματα το κρύο ακόμα δαγκώνει τα πρωινά. Προχτές χρειάστηκε να βγω νωρίτερα απ’ το συνηθισμένο και σκέφτηκα πως βιάστηκα ν’ αποστρατεύσω το σκουφί που κουβαλάω στο σακκίδιό μου τους χειμωνιάτικους μήνες. Αυτή όμως η παράλειψη μού θύμισε πως κάτι χρωστάω.

Βλέπετε, το σημερινό άρθρο το έχω υποσχεθεί εδώ και κάμποσο καιρό, ίσως από τότε που έγραψα το άρθρο για τις τραγιάσκες και την ετυμολογία τους. Τις τραγιάσκες τις πετούσαν στον αέρα ζητωκραυγάζοντας οι Ρουμάνοι φοιτητές, οπότε είχα τότε γράψει: Πράγματι, τον καιρό που ο κόσμος φορούσε καπέλα ήταν πολύ συνηθισμένο όταν ζητωκραύγαζαν ή πανηγύριζαν, να πετάνε και τα καπέλα τους στον αέρα. Αυτό το βλέπουμε και στην έκφραση «πετάει τη σκούφια του για…» όταν κάποιος δείχνει πολύ ενθουσιασμό για ενα θέμα. Φαίνεται πως και το καπέλο τύπου ρεπούμπλικα πήρε από ανάλογους πανηγυρισμούς το όνομά του (στην Ιταλία, και μας ήρθε μαζί με το όνομα). Στα σχόλια έγινε λόγος και για άλλες εκφράσεις με τη σκούφια, και είπα πως χρωστάω άρθρο για τη λέξη.

Στο λεξικό θα βρούμε τρεις βασικούς τύπους της λέξης: σκούφια, σκουφί και σκούφος. Φαίνεται πως η σκούφια είναι ο παλιότερος τύπος, και ίσως γι’ αυτό εμφανίζεται και στις διάφορες παροιμίες, αλλά στη σημερινή γλώσσα εντύπωσή μου είναι πως για να αναφερθούμε κυριολεκτικά στο κάλυμμα της κεφαλής μας θα πούμε «σκουφί» κυρίως ή «σκούφος» αν είναι κάπως μεγαλύτερος ή για ειδικές χρήσεις, και πιο σπάνια θα πούμε «σκούφια». Τη σκούφια την κρατάμε για τις παροιμίες.

Η λέξη φαίνεται να ετυμολογείται από το παλιό ιταλικό scuffia, ή το βενετικό scufia, που ανάγονται στο cuffia («κάλυμμα της κεφαλής») και στο υστερολατινικό cufia, ίσως παλαιογερμανικής ετυμολογίας. Ο Μπαμπινιώτης δεν αποκλείει την επίδραση του αρχαίου σκύφος = είδος κυπέλλου αλλά δεν βλέπω σε ποιο στάδιο μπορεί να ασκήθηκε αυτή η επίδραση.

Η σκούφια μπήκε στη γλώσσα μας στα βυζαντινά χρόνια. Στον Πόλεμο της Τρωάδος, χρησιμοποιείται αντί για την περικεφαλαία:

Κονταρέαν τὸν ἔδωκεν ἐπάνω εἰς τὸ σαγόνι·
τὸ λουρίκιν τῆς σκούφιας του ἐτρύπησεν ὀλίγον.

αλλά σε επόμενα κείμενα παίρνει τη σημασία τη σημερινή.

Είπαμε ήδη ότι «πετάω τη σκούφια μου για κάτι» σημαίνει ότι δείχνω μεγάλο ενθουσιασμό για ένα θέμα. Στους Χαλασοχώρηδες, ο Παπαδιαμάντης δίνει έναν πλατυσμό (που θέλει ο φίλος Πέπε) της έκφρασης, αν και στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα μπορούμε να σκεφτούμε και την κυριολεξία:

Ὁ Θόδωρος ὁ Μοστρόπουλος, πρὸ διετίας μόλις ἀποκατασταθεὶς εἰς τὸ χωρίον, εἶχε χωθῆ ὅλος εἰς τὰ πολιτικά, κ᾽ ἐπετηδεύετο μέγαν ζῆλον καὶ φανατισμὸν ὑπὲρ τοῦ κόμματος. Ἐπέτα τὴν σκούφιαν του κατὰ γῆς, τὴν ἐδάγκανε, τὴν ἐποδοπατοῦσε, ἐπήδα καὶ ἐχόρευεν ἀπὸ τὴν κομματικὴν ζέσιν.

Πάντως, η έκφραση λέγεται και σήμερα, που οι περισσότεροι βγαίνουμε στον δρόμο ασκεπείς -ή ξεσκούφωτοι. Συχνά, με το «για…», π.χ. πετάει τη σκούφια του για εκδρομές. Τη βρίσκω επίσης συχνά σε τίτλους αθλητικών ειδήσεων: Πετάει τη σκούφια του για να γυρίσει στην τάδε ομάδα ο τάδε προπονητής. Τον Ιούλιο του 2015 ο Ν. Φίλης του ΣΥΡΙΖΑ είχε δηλώσει ότι «δεν πετάμε τη σκούφια μας» για τη συμφωνία με τους δανειστές -τον οδυνηρό συμβιβασμό: δεν είμαστε και ενθουσιασμένοι.

Ωστόσο, δεν είναι αυτή η γνωστότερη παροιμιακή έκφραση με τη σκούφια. Νομίζω πως σαφώς πιο διαδεδομένη είναι «από πού κρατάει / βαστάει η σκούφια του», που συνήθως εκφέρεται αρνητικά: δεν ξέρω από πού κρατάει η σκούφια του: λέγεται, συνήθως με μια δόση καχυποψίας, για κάποιον του οποίου αγνοούμε πλήρως την καταγωγή και την προϊστορία. Πρέπει να είναι εξέλιξη της παλιότερης έκφρ. «από τι μαλλί βαστάει η σκούφια του» την οποία παραθέτει ο Βενιζέλος με το ερμήνευμα «επί των καθ’ όλα αγνώστων».

Γράφει, ας πούμε, ο Πικρός στα Χαμένα κορμιά: … το Τζούλιο Τζάκομο τον εραστή της, έναν Ιταλό που δεν ξέρει κανείς από πού βαστά η σκούφια του και που λέει πως είναι κόντες.  Ή, ο Καραγάτσης στον Γιούγκερμαν: Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα …           

Σπάνια θα δούμε να χρησιμοποιείται η έκφρ. στο πρώτο πρόσωπο και καταφατικά, δηλ. π.χ. «η σκούφια μου κρατάει από τη Μάνη». Είπαμε, είναι έκφραση που κρύβει καχυποψία για την προέλευση του λεγάμενου -όπως στα Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά:

Όχι λόγια χοντρά και λόγια κούφια·
μ’ όλους και με κανένα δεν ταιριάζουν.
Πούθε κρατεί του κάθε αχρείου η σκούφια
κράχ’ το με λόγια που να ξεσκεπάζουν·

Πάντως, η εφαρμογή που βρίσκει σε ποιες περιοχές της χώρας επιχωριάζει κάθε επώνυμο, που συχνά τη χρησιμοποιούμε εδώ, λέγεται «Από πού κρατάει η σκούφια σου»

Μια τρίτη έκφραση με τη σκούφια, που καταγράφεται στο ΛΚΝ, είναι «βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με». Σημαίνει: μη με κατηγορείς για κάτι που το κάνεις κι εσύ.

Νόμιζα ότι η έκφραση αυτή έχει παλιώσει, αλλά βλέπω ότι γκουγκλίζεται κάμποσο και καταγράφεται και στο slang.gr, όπου θα δείτε και τις ομοιότητες και τις διαφορές της από την παρεμφερή φράση «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα».

Από το σλανγκρ ξεσηκώνω το παράδειγμα χρήσης: Όταν ο Επίτιμος είχε πει κάποτε – ως κακέκτυπο του Αριστοτέλους – «πολιτική δεν νοείται χωρίς ηθική», η μόνη απάντηση που ήρμοζε, αρμόζει και θα αρμόζει είναι, στεντορεία τη φωνή: βγάλ’ τη σκούφια σου και βάρα με, καραγκιόζη. [Άραγε αν μας διαβάζει κανείς σε π.χ. 20 χρόνια θα καταλάβει ποιος είναι ο Επίτιμος;]

Το μόνο που δεν λέει το σλανγκρ είναι η προέλευση της φράσης. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη εξήγηση, η έκφραση γεννήθηκε από έναν ευτράπελο μύθο. Σε κάποιο μοναστήρι, ο ηγούμενος είχε κλειστεί στο κελί του με μια γυναίκα. Ενώ όμως βγάζανε τα μάτια τους, ξέσπασε ένας καβγάς ανάμεσα σε δυο καλόγερους, που πιάστηκαν στα χέρια. Οι άλλοι καλόγεροι χτύπησαν την πόρτα του κελιού του γούμενου για να τον ειδοποιήσουν, οπότε αυτός, πάνω στη βιασύνη του έκανε λάθος, και αντί για το καλογεροσκούφι φόρεσε το βρακί της λεγάμενης. Όταν βγήκε έξω, εξοργισμένος που τον είχαν διακόψει, άρχισε να μαλώνει τους πρωταίτιους της φασαρίας και να μοιράζει επιτίμια, οπότε ένας από αυτούς του λέει «βγάλ’ τη σκούφια σου και βάρα με».

Μια τέταρτη έκφραση με τη σκούφια, πάντα στο ΛΚΝ, είναι: βάζω τη σκούφια μου στραβά, που λέγεται όταν αδιαφορούμε (επιδεικτικά) για κάτι, κυρίως επειδή έχουμε εξασφαλιστεί οικονομικά. Ωστόσο, πιο συχνά λέμε «φοράω στραβά το καπέλο μου».

Πάμε τώρα στις λιγότετρο συχνές εκφράσεις με τη σκούφια, που είναι μισοξεχασμένες.

  • παρακαλώ εγώ κι η σκούφια μου: αστεία μορφή παράκλησης, που οφείλεται στο ότι όταν παρακαλούσαν έβγαζαν συνήθως, σε ένδειξη σεβασμού, και το κάλυμμα της κεφαλής
  • πάρε τη σκούφια μου συχαρίκια: όταν μας αναγγείλουν κάτι ασήμαντο -αλλά ήδη η σημασία της λέξης «συχαρίκια» έχει αλλάξει και σημαίνει «συγχαρητήρια» και όχι την αμοιβή που δίνουμε σε όποιον μας αναγγείλει ευχάριστο νέο
  • είναι με τρύπια σκούφια: πάμπτωχος. Την έκφρ. την έχει ο Μακρυγιάννης.
  • γύρισε η σκούφια του ανάποδα: όταν κάποιος μένει εμβρόντητος από δυσάρεστη είδηση
  • τάφερε ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια ή: … κι η σκούφια του Μιχάλη. Ευτράπελος πλατειασμός. Υπάρχει και τραγούδι του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου, Η σκούφια του Μιχάλη, όπου: Ο διάβολος την έβαλε κι η σκούφια του Μιχάλη, προτού να κλείσει μια πληγή να μου ανοίξει άλλη.
  • αγέννητο το παιδί, αγορασμένη η σκούφια -παραλλαγή του «ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε»
  • μέτρα κεφάλια και κόψε σκούφιες, φράση που λεγόταν παλιά σε καφενεία όταν παράγγελνε κανείς καφέδες ή ρακές ή ποτό για όλη την παρέα. Ο καφετζής ρωτούσε «πόσους;» και ο παραγγέλνων και πλερώνων απαντούσε έτσι, εννοώντας «όσοι είμαστε». Η φράση δεν λέγεται πια, αφού για να παραγγείλεις σήμερα καφέ πρέπει να δώσεις λεπτομερέστατες προδιαγραφές, οπότε οι παραγγελίες εξατομικεύονται.
  • και τέλος, μια παροιμία που την έλεγε η συχωρεμένη η πεθερά μου, «Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι». Μάλλον την έχω εξευγενίσει, διότι η πεθερά μου την έλεγε: τι του λείπ’ του κασιδιάρη; Σκούφια με το μαργαριτάρι, έτσι με το άρθρο, όπως συνήθιζαν παλιά οι λαϊκοί άνθρωποι σε ορισμένα μέρη, π.χ. έφτιαξα αρνί με το σπανάκι. Βέβαια, του Κασιδιάρη του λείπει κι ένα ευρύχωρο, η δημοκρατία δεν εκδικείται, κελί.

Όλες αυτές οι παροιμίες για τη σκούφια, και σχεδόν καμία για το σκουφί ή τον σκούφο, αν εξαιρέσουμε το «ούφο με σκούφο», που τη θυμάμαι από τα νιάτα μου, αλλά την έχει και το slang.gr, ως επιτατικό του απλού ούφο.

Υπάρχει βέβαια και η σκουφίτσα ή το σκουφάκι που είναι στην αργκό το προφυλακτικό, κοινώς η καπότα, εξού και ο ξεσκούφωτος με αυτή τη σημασία, ενώ υπάρχει και το κλοτσοσκούφι, που λέγεται για κάποιον που όλοι τον περιφρονούν και κανείς δεν τον υπολογίζει, όπως στο τραγούδι που λέει η Βουγιουκλάκη, από την παλιά συνήθεια των παιδιών να παίζουν μπάλα με μια παλιά σκούφια που την είχαν γεμίσει με κουρέλια. Βέβαια, κλοτσοσκούφι είναι και περιφρονητική ονομασία για το ποδόσφαιρο, είτε γενικά ως άθλημα («πάλι κλοτσοσκούφι θα δούμε;») είτε ειδικά για το κακό ποδόσφαιρο («από τότε που ήρθε ο καινούργιος προπονητής, δεν παίζουμε ποδόσφαιρο, παίζουμε κλοτσοσκούφι».

Πρασινοσκούφηδες είναι οι στρατιώτες των Ειδικών Δυνάμεων, αλλά ο όρος «μαυροσκούφηδες» μπορεί να αναφέρεται είτε στους φαντάρους των τεθωρακισμένων (και «τέθωρες») από τον μαύρο μπερέ τους, είτε στους θρυλικούς έφιππους σωματοφύλακες του Άρη Βελουχιώτη στον ΕΛΑΣ, που φορούσαν ένα χαρακτηριστικό μαύρο καλπάκι. Δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά το καλπάκι αυτό αρχικά το φορούσαν οι Λεγεωνάριοι του Διαμάντη, οι βλαχόφωνοι αυτονομιστές του Πριγκιπάτου της Πίνδου -όταν τους εξόντωσε ο ελασίτης καπετάνιος Νάκος Μπελλής πήρε λάφυρο μερικά καλπάκια που τα χάρισε στον Άρη.

Από παρατσούκλι θα προήλθε και το επώνυμο Αλογοσκούφης, όπως λεγόταν ο σήμερα σχεδόν ξεχασμένος «τσάρος της οικονομίας» επί κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή.

Αλλά αυτά είναι αλλουνού σκούφια. Η δική μας επισκόπηση τελειώνει εδώ!

 

 

 

Posted in Ετυμολογικά, Ενδύματα και υποδήματα, Παπαδιαμάντης, Παροιμίες, Ποίηση, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 211 Σχόλια »

Πεθαμένοι που ανασαίνουν (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 18 Νοεμβρίου, 2018

Παρουσιάζω σήμερα με χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, που είναι καρπός των αναδιφήσεών του σε σώματα παλιών εφημερίδων. Ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο, με αρκετό γλωσσικό-λαογραφικό ενδιαφέρον. Θυμίζω πως ο Κόρτο μας είχε δώσει πριν από μερικούς μήνες μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο.

Επειδή το κείμενο είναι εκτενές αλλά και πλήρες, με την έννοια ότι ο Κόρτο έχει και εισαγωγή αλλά και γλωσσάρι, δεν κρίνω σκόπιμο να πω κάτι άλλο. Σχόλια δικά μου μέσα στο κείμενο είναι σε αγκύλες. Αν και πιστεύω ότι η ορθογραφία σε τέτοια κείμενα είναι καλύτερο να εκσυγχρονίζεται, ομολογώ ότι από τεμπελιά το άφησα όπως το είχε ο Κόρτο, δηλ. με την ορθογραφία του πρωτοτύπου, πλην μονοτονικού.

 

ΟΙ «ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ»,

ΕΝΑ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗΣ

Τα αποσπάσματα τα οποία ακολουθούν προέρχονται από ένα εκτενές κείμενο με γενικό τίτλο «Πεθαμένοι που ανασαίνουν» και υπότιτλο «από το ημερολόγιο ενός φυλακισμένου που πέθανε μέσα στη φυλακή από φυματίωσι», το οποίο δημοσιεύτηκε σε 29 συνέχειες στην εφημερίδα Απογευματινή, από την 9η Ιουλίου έως την 6η Αυγούστου 1926. Το συνολικό κείμενο διαρθρώνεται σε ένα σύντομο προοίμιο και τρία κυρίως κεφάλαια, άνισα σε έκταση και χωρισμένα σε επιμέρους υποκεφάλαια με ξεχωριστούς τίτλους το καθένα. Πρόκειται για δημοσίευμα μικτού χαρακτήρα, δημοσιογραφικού και συγχρόνως λογοτεχνικού, στο οποίο περιγράφονται σε πρώτο πρόσωπο οι εντυπώσεις ενός υποδίκου από τις πρώτες μέρες της εισόδου του στην φυλακή και ενόσω αυτός βρίσκεται σε αναμονή για έκδοση αποφυλακιστηρίου, το οποίο φαίνεται ότι περιμένει ματαίως. Στο προοίμιο του κειμένου εκδηλώνεται σε δραματικό τόνο ο πόνος των φυλακισμένων και καταδικάζεται η αναλγησία του Νόμου. Στο πρώτο και στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται η κύρια διήγηση, ενώ επίσης αποδίδονται εκτενείς διάλογοι του πρωταγωνιστή με κρατουμένους, οι οποίοι αφηγούνται εντυπωσιακές ιστορίες της φυλακής. Ενδιαμέσως στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας παραθέτει μία έκθεση των συνολικών προβλημάτων τα οποία μαστίζουν τους φυλακισμένους, κατακρίνει με φλογερό λόγο την άθλια κατάσταση των σωφρονιστικών καταστημάτων, υποδεικνύει τους υπαιτίους και προτείνει άμεσες λύσεις.

Σκίτσο της 10.7.1926

Υπό αυτήν την έννοια, καθώς το δημοσίευμα συνδυάζει στοιχεία προκλητικής αφήγησης αφενός, καταγγελίας αφετέρου, οι «πεθαμένοι που ανασαίνουν» θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στην ευρύτερη σειρά των ρεπορτάζ λογοτεχνικού ύφους τα οποία συνέταξαν γνωστοί Έλληνες συγγραφείς (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Μιχαήλ Μητσάκης, Πέτρος Πικρός, Κώστας Βάρναλης, Θέμος Κορνάρος κλπ) ύστερα από επισκέψεις τους σε φυλακές ή άσυλα. Ωστόσο ο συντάκτης του εν λόγω κειμένου είναι ανώνυμος. Η φυλακή όπου διαδραματίζεται η αφήγηση δεν κατονομάζεται ευθέως (πιθανότατα πρόκειται για την Παλιά Στρατώνα), ούτε αναφέρεται ο ακριβής χρόνος εισόδου του αφηγητή στην φυλακή· παραλείπεται επίσης η αναφορά του παραπτώματος για το οποίο κατηγορείται. Συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί άμεσα αν τα περιγραφόμενα του κειμένου αποτελούν προϊόν πραγματικής εμπειρίας προσωποκράτησης, δημοσιογραφικής αυτοψίας σε κάποιον χώρο φυλακής ή ενδεχομένως γέννημα λογοτεχνικής φαντασίας.

Σε κάθε περίπτωση το κείμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον από λαογραφικής και κοινωνιολογικής απόψεως, διότι οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες, έστω και αν δεν προέρχονται από αυθεντική μαρτυρία, οπωσδήποτε αντικατοπτρίζουν τους στερεότυπους συνειρμούς του εγγράμματου κόσμου για την ζωή των φυλακισμένων κατά την διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οπωσδήποτε ορισμένα μοτίβα τα οποία συναντώνται στο κείμενο εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα στην ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση. Για παράδειγμα το θέμα της εισαγωγής απαγορευμένων ειδών στην φυλακή με την βοήθεια μίας γυναίκας εμφανίζεται ήδη στην «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1903): «Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου» (βλ. ιστοχώρος Α. Παπαδιαμάντης). Παρόμοια εικόνα απαντάται στο διήγημα «Η γυναίκα του Μαλή» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1927): «Με τέτοιον τρόπο έμπαζε ούζο για τους φυλακισμένους μέσα στο ψωμί και μέσα στα ρούχα της» (Παπαντωνίου, 2011, σελ.159). Θεματικές αναλογίες εντοπίζονται βεβαίως και στην μεταγενέστερη λογοτεχνία, όπως η σκηνή ενθάρρυνσης του παλιού κρατούμενου προς τον νεοφερμένο, στο ευθυμογράφημα του Νίκου Τσιφόρου «ο μοδίστρας» (1962): «Έλα, ρε, μη το κρεμάς βαρίδι το πράμα. Φυλακή είναι, καλά περνάμε και δίνουνε και γάλα στο αναρρωτήριο.» (Τσιφόρος 2013, σελ.19). Ειδικότερα στο δημοσίευμα της «Απογευματινής» η τυποποιημένη απόδοση της ζωής των φυλακισμένων ενισχύεται και από μία σειρά συνοδευτικών σκίτσων, τα οποία είναι μάλλον γελοιογραφικού ύφους, μολονότι το ίδιο το κείμενο δεν διακρίνεται από χιουμοριστικό τόνο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αργκό, Εφημεριδογραφικά, Λαογραφία, Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες, Φυλακή | Με ετικέτα: , , , , | 181 Σχόλια »

Ο Τζογές της Βραδυνής και οι λέξεις του (συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 4 Φεβρουαρίου, 2018

Παρουσιάζω σήμερα με πολλή χαρά μια συνεργασία του φίλου μας του Κόρτο, αφιερωμένη σε μια ευθυμογραφική στήλη που έτερψε τους αναγνώστες επί δεκαετίες και που έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον: τη στήλη του Τζογέ, που εμφανιζόταν προπολεμικά στην εφημερίδα Βραδυνή. Πρόκειται για εύθυμα κείμενα, περίπου σαν χρονογραφήματα, που τα έγραφε ο Σώτος Πετράς.

Η φιγούρα του Τζογέ στα χρονογραφήματα του 1925

Ο Κόρτο διερευνά το θέμα πολύ αναλυτικά, οπότε όσο λιγότερα πω εγώ τόσο καλύτερα. Να πω μόνο ότι ο Τζογές δεν είναι η πρώτη στήλη που υπογράφεται από κουτσαβάκη, μάγκα ή βλάμη, είναι όμως από τις μακρόβιες και πολύ πετυχημένες -μαλιστα επιλογή χρονογραφημάτων είχε βγει σε βιβλίο, που είδα να κυκλοφορεί και στο Διαδίκτυο.

Τζογές ήταν και τυπικό όνομα του μάγκα στις επιθεωρήσεις, ενώ έτσι ειναι και το παρατσούκλι του «καλού πολίτη» στο ποίημα του Βάρναλη:

Εγώ ’μαι ο Νικολός. Σταμάτα!
Το παρατσούκλι μου Τζογές.
Είχα συμπέθερο το Ρίζο
κι είχα το γάδαρο τον γκρίζο.

Επειδή εδώ λεξιλογούμε, να πούμε ότι ο Τζογές ονομάστηκε έτσι από το τζογέ πανταλόνι που ήταν το σήμα κατατεθέν των παλιών κουτσαβάκηδων. Τζογέ ή τρόμπα: φαρδύ επάνω, στενό κάτω, σωλήνας περίπου.

Ο Κόρτο έχει και γλωσσάρι του Τζογέ, στο οποίο προσθέτω μέσα σε αγκύλες κάποια δικά μου σχόλια. Αλλά πολλά ειπα εγώ.

Ο ΤΖΟΓΕΣ ΤΗΣ ΒΡΑΔΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΤΟΥ

Η στήλη του Τζογέ υπήρξε σειρά εύθυμων χρονογραφημάτων τα οποία γράφονταν από τον επιθεωρησιογράφο και θεατρικό κριτικό Σώτο Πετρά1 και δημοσιεύονταν στον αθηναϊκό τύπο κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου. Στην εφημερίδα Βραδυνή η στήλη εμφανίζεται ήδη από το φύλλο της 5ης Ιουνίου 1925, είναι σχεδόν καθημερινή κατά τα έτη 1926 έως 1930 και συνεχίζει να δημοσιεύεται σε άτακτα διαστήματα τουλάχιστον μέχρι και τον πρώτο χρόνο της Κατοχής.

Στα ευθυμογραφήματα αυτά, ο Πετράς ζωντανεύει και κατά κάποιον τρόπο υποδύεται τον Τζογέ, έναν κωμικό λογοτεχνικό χαρακτήρα, ο οποίος αφηγείται ευτράπελα περιστατικά, στηλιτεύει τις κοινωνικές στρεβλώσεις της εποχής του και σχολιάζει την επικαιρότητα, με έμφαση στο αστυνομικό δελτίο της εποχής, αλλά πάντα με σατιρικό πνεύμα.

Τόσο από τις αφηγήσεις, όσο και από τα σχόλιά του, προκύπτει ότι ο Τζογές είναι ο λαϊκός τύπος του μεσοπολέμου, αισθηματίας, γλεντζές, λάτρης της ξέγνοιαστης ζωής, του κρασιού και της ταβέρνας, της κιθάρας και της καντάδας. Είναι παθιασμένος υμνητής και συγχρόνως σφοδρός κατήγορος του έρωτα. Νοσταλγεί την παλιά Αθήνα και τις ομορφιές της, ενώ παραπονιέται συνεχώς για την κατάντια της εποχής του και την έκλυση των ηθών. Είναι παλαιών αρχών και γκρινιάζει για τους μοντερνισμούς, την μόδα και την τεχνολογία. Συχνά αναφέρεται σε μία σειρά συμπρωταγωνιστών: στην ερωμένη του την Κατινίτσα, στην οποία συνήθως απευθύνει τα γραφόμενά του, σε κάποια πρόσωπα της γειτονιάς, αλλά προπαντός σε μία παρέα από θαμώνες της ταβέρνας (τον Λάθουρα, τον Νίκουρδα, τον Μπρούτζο, τον Χαμπλεχούρα κλπ) μαζί με τους οποίους στις διάφορες κρασοκατανύξεις γράφουν στιχάκια, τραγουδούν, καλαμπουρίζουν ή πηγαίνουν για καντάδες. Ενίοτε όμως περιγράφει συναντήσεις και με επώνυμα πρόσωπα, κυρίως καλλιτέχνες της εποχής από τον χώρο της επιθεώρησης και του τραγουδιού.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Αργκό, Εφημεριδογραφικά, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 232 Σχόλια »

Η ουρά του γαϊδάρου (και της καμήλας)

Posted by sarant στο 20 Οκτωβρίου, 2017

Πολύς θόρυβος έγινε στη μπλογκόσφαιρα με την παροιμία που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός στο τέλος της ομιλίας του στο Ινστιτούτο Μπρούκινγκς, στην Ουάσινγκτον, της τελευταία μέρα της πενθήμερης επίσκεψής του στις ΗΠΑ. Αρχικά είχα σκεφτεί να το αφήσω για τ’ αυριανά μεζεδάκια, μετά όμως είδα ότι έχει αρκετό ψαχνό για κανονικό άρθρο, οπότε και το παρουσιάζω.

Λοιπόν, στο τέλος της συζήτησής του με τους δημοσιογράφους στο Μπρούκινγκς, και απαντώντας στην τελευταία ερώτηση, που είχε να κάνει με τη θέση του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, ο Αλέξης Τσίπρας, αφού είπε ότι η Ελλάδα έχει εκπληρώσει το 80% των υποχρεώσεών της, οπότε δεν έχει τίποτα να φοβάται, συνέχισε:

There is an expression in Greece, “We have already eaten the camel, now we have the queue».

Μπορείτε να το ακούσετε κι εσείς, στο βίντεο αυτής της σελίδας, στο 1.12.00.

Προφανώς, κάτι δεν πάει καλά: η φράση του πρωθυπουργού έχει πρόβλημα, και μάλιστα διπλό, ένα μεταφραστικό κι ένα περιεχομένου.

Όπως όλοι ξέρουμε, η έκφραση (ή παροιμία, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους δεν είναι καθόλου καθαρή και ειδικά τούτη εδώ στέκεται ιππαστί πάνω στη διαχωριστική γραμμή) είναι: Φάγαμε τον γάιδαρο και μας απόμεινε η ουρά.

Όπως σωστά λέει ο φίλος μου ο Νίκος Λίγγρης στη Λεξιλογία (συμπέσαμε στο θέμα, οπότε σε μεγάλο βαθμό λέμε τα ίδια) υπάρχουν κάμποσες παραλλαγές στην έκφραση. Μπορεί ας πούμε να διατυπωθεί ως ερώτηση, που εμπεριέχει και προτροπή: Εδώ φάγαμε τον γάιδαρο, στην ουρά θα κολλήσουμε; Υπάρχουν επίσης παραλλαγές όπου αντί για τον γάιδαρο εμφανίζεται το βόδι: Φάγαμε το βόδι και μας έμεινε η ουρά.

Να προσθέσω ότι στα κιτάπια μου βρίσκω και παραλλαγές όπου το μικρό εμπόδιο (η ουρά) ματαιώνει το συνολικό εγχείρημα: «όλο το γομάρι τόφαγε και στην ουρά απόστασε» ή «έφαγε το γάιδαρο και κόμπωσε στην ουρά του». Ωστόσο, δεν βρίσκω πουθενά παραλλαγή με καμήλα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Ευτράπελα, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Παροιμίες, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , | 323 Σχόλια »

Τρεις κι ο κούκος τέσσερις

Posted by sarant στο 20 Ιανουαρίου, 2016

Χτες στο ιστολόγιο είχαμε την πρώτη συνέχεια από ένα διήγημα του πατέρα μου, στο οποίο ένας ήρωας λέγεται Κούκος, και πολύ φυσιολογικά ήρθε στην κουβέντα και η έκφραση «τρεις κι ο κούκος» και ο φίλος μας ο Νεοκίντ αναρωτήθηκε για την προέλευση της έκφρασης και αν υπάρχει κάποια ευφάνταστη θεωρία.

290px-Cuculus_canorus_1Μια και το θέμα έχει κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, ταιριάζει να του αφιερώσουμε το σημερινό αρθράκι, εκπληρώνοντας έτσι στο πιτς φιτίλι (αυτή την έκφραση θα τη δούμε άλλη φορά) την υπόσχεση που έδωσα.

Ο κούκος είναι γκρίζο πουλί που ζει στα δάση και έχει πολύ χαρακτηριστική «ηχηρή» φωνή, που αποδίδεται γραπτά ως «κούκου». Εξαιτίας της φωνής αυτής, χρησιμοποιήθηκε στα ρολόγια τοίχου της παλιάς εποχής με το εκκρεμές, που είχαν κι έναν ξύλινο κούκο να βγαίνει από το ρολόι και να σημαίνει τις ώρες.

Από τη φωνή άλλωστε ονομάστηκε και το πουλί, κούκος από το κούκου. Οι αρχαίοι το έλεγαν κόκκυγα, και η ονομασία αυτή επιβιώνει στο επίσημο ζωολογικό όνομα του πουλιού (Κόκκυξ ο ωδικός, της οικογένειας των κοκκυγιδών) αλλά κατά τα άλλα όταν εμείς λέμε κόκκυγας εννοούμε εκείνο το οστό στην άκρη της σπονδυλικής στήλης που θεωρείται υπόλειμμα της ουράς που χάσαμε -και που αν τύχει και πιάσουμε κύστη εκεί μάς πονάει αφόρητα. Το εν λόγω κοκκαλάκι το ονόμασαν κόκκυγα οι αρχαίοι επειδή, λέει, έμοιαζε με το ράμφος του πουλιού, του κούκου.

Ο κούκος εκτός από χαρακτηριστική φωνή έχει τη συνήθεια να μη φτιάχνει δική του φωλιά αλλά να γεννάει τα αυγά του σε ξένες φωλιές, όταν λείπει ο νοικοκύρης, πετώντας μάλιστα κάτω ισάριθμα αυγά του νόμιμου κατοίκου της φωλιάς -αυτό λέγεται αναπαραγωγικός παρασιτισμός, και περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρει το καλογραμμένο και εκτενές άρθρο της Βικιπαίδειας.

Είτε εξαιτίας αυτής της συνήθειάς του είτε επειδή δεν πετάει σε σμήνος, ο κούκος έχει θεωρηθεί το σύμβολο της μοναχικότητας. Για έναν άνθρωπο που είναι μόνος και έρημος, λέμε ότι είναι κούκος ή απόμεινε κούκος ή μονάχος σαν τον κούκο -λέγεται η φράση συχνά για κάποιον ηλικιωμένο που έχει χάσει τον σύντροφό του και που δεν έχει παιδιά ή τα παιδιά του ζουν αλλού. Νομίζω πως και το παιχνίδι της πόκας «κούκος μονός» λέγεται έτσι επειδή το αρχικό φύλλο μπαίνει στη μέση πάνω στο τραπέζι μόνο του, σαν τον κούκο -πρέπει να είναι το μοναδικό παιχνίδι όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γιατί (δεν) το λέμε έτσι, Παπαδιαμάντης, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 257 Σχόλια »

Γαργάλατα, 50 χρόνια μετά

Posted by sarant στο 12 Ιουλίου, 2015

Τις επόμενες μέρες συμπληρώνονται 50 χρόνια από τα Ιουλιανά, οπότε ξαναδημοσιεύω σήμερα, με αλλαγές και προσθήκες, ένα άρθρο που είχα παρουσιάσει τέτοιον καιρό πριν από 5 χρόνια, για ένα φιλολογικό θέμα με έντονες πολιτικές προεκτάσεις ή για ένα πολιτικό θέμα με έντονες φιλολογικές προεκτάσεις, και ταυτόχρονα για έναν από τους πιο ανθεκτικούς μικρομύθους της νεότερης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Το κείμενο είναι αρκετά εκτενές,  -αλλά Κυριακή είναι, υπάρχει περισσότερος καιρός για διάβασμα- ενώ βέβαια ζητάω συγνώμη και από τους τακτικούς αναγνώστες που θα έχουν ήδη διαβάσει το κείμενο στην πρώτη του μορφή.

Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εννοούμε βέβαια την περίοδο πολιτικής ανωμαλίας που ακολούθησε την αποπομπή της εκλεγμένης κυβέρνησης Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965· η αποστασία συντελέστηκε σε τρία κύματα και ολοκληρώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1965 όταν ο τρίτος κατά σειρά πρωθυπουργός, ο Στέφανος Στεφανόπουλος, μπόρεσε να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία 152 βουλευτών· οι δυο πρώτοι αποστάτες πρωθυπουργοί, ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας και ο Ηλίας Τσιριμώκος δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν τον μαγικό αριθμό.

Στις εβδομήντα ταραγμένες μέρες του καλοκαιριού του 1965, οι αποστάτες της Ένωσης Κέντρου έγιναν στόχος αιχμηρής λαϊκής σάτιρας και λοιδορίας, απόλυτα δικαιολογημένης, τόσο κατά τις διαδηλώσεις όσο και από τις εφημερίδες του Κέντρου και της Αριστεράς. Ο πρώτος αποστάτης πρωθυπουργός, ο Γεώργιος  Αθανασιάδης-Νόβας (1893-1987), που ήταν Πρόεδρος της Βουλής πριν αποστατήσει, έμοιαζε ιδανικός για στόχος της σάτιρας: είχε αστείο όνομα που προσφερόταν για ένα σωρό λογοπαίγνια (Καζανόβας, μποσα-νόβα, νοβοκαΐνη κτλ.) και κάμποσες συνήθειες που προσφέρονταν για διακωμώδηση: ήταν ένας ηλικιωμένος αριστοκράτης της επαρχίας, υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους και στο τελετουργικό, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, φορούσε άσπρα κοστούμια και απαραιτήτως παπιγιόν, έγραφε ποιήματα. Όλα αυτά τα περιέλαβαν στο στόχαστρό τους ευθυμογράφοι, επιθεωρησιογράφοι και αυτοσχέδιοι λαϊκοί σατιριστές και τον έκαναν ρεζίλι τον φτωχό τον Νόβα. Και καλά του έκαναν, τότε.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επαναλήψεις, Επετειακά, Εφημεριδογραφικά, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , | 75 Σχόλια »

Ο Βάρναλης κι οι άλλοι λογοτέχνες στην Αίγινα πριν από 90 χρόνια

Posted by sarant στο 11 Αυγούστου, 2013

Aigina%201Πριν από τριάμισι χρόνια είχα ανεβάσει, εκτός εποχής, φλεβαριάτικα, ένα άρθρο με αποσπάσματα απ’ όσα έχει γράψει στα «Φιλολογικά απομνημονεύματά» του ο Κώστας Βάρναλης για την αγαπημένη του Αίγινα, όπου πέρασε ευτυχισμένα και δημιουργικά χρόνια. Όλο το κείμενο βρίσκεται στον παλιό μου ιστότοπο. Τώρα, που ο καιρός είναι πιο ταιριαστός, και που βρίσκομαι (αν και όχι για πολύ ακόμα) στην Αίγινα, ανεβάζω κάποια άλλα αποσπάσματα, με αναφορά και στους άλλους λογοτέχνες που έζησαν και δημιούργησαν στην Αίγινα στον μεσοπόλεμο, όταν η φτήνια της διαβίωσης τράβηξε εκεί τους νέους διανοούμενους -κάτι που έγινε και στο Παρίσι περίπου την ίδια εποχή ή που γίνεται στο Βερολίνο σήμερα. Στα κοσμικά και πανάκριβα μέρη, οι διανοούμενοι δεν πηγαίνουν για να δημιουργήσουν αλλά για να κολακέψουν πλούσιους.

Να επισημάνουμε ότι το κείμενο αναφέρεται μεν στα 1921-24, αλλά γράφεται αρκετά αργότερα, το 1934-35 (δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημ. Ανεξάρτητος, και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1980, απ’ όπου και είναι παρμένα τα αποσπάσματα).

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ

Μάρτης-Μάης, τρεις μήνες μαθήματα κι εξετάσεις. Και με τον Ιούνιο μπήκαμε στις θερινές διακοπές. Άρχισα να ζητώ ένα μικρό νησί, ένα ψαρομέρι με την ήσυχη θάλασσά του ν’ απομονωθώ εκεί άγνωστος ανάμεσα σε άγνωστους κι απλοϊκούς ανθρώπους, να συγκεντρωθώ και να … συγγράψω. Ένιωθα μέσα μου να σαλεύει, ν’ αναδεύεται και να ζητάει να λάβει μορφή και σχήμα και να έβγει να σταθεί αντίκρυ στον ήλιο ένα καινούριο έργο, που ακόμα δεν ήξερα τ’ όνομά του: «Το φως, που καίει».

Μου είχε περάσει η παλιά μυστικόπαθη πίστη μου στην ηγεμονία του πνεύματος απάνου στη ζωή. Μου φαινότανε κωμικό να μιλούμε για πολιτισμό, όταν η τύχη του βρίσκεται στα χέρια των μεγάλων ληστών της γης και μπορούνε να τον καταστρέψουνε, όποτε τους καπνίσει. Θεωρούσα, πως είναι έσχατη ανανδρία του πνεύματος να θέλει να στέκει πάνου από τους ποταμούς των αιμάτων διατηρώντας άγγιχτη από το βούρκο τους τη θεϊκιά του ουσία…

Πίστευα πως ο Λόγος, αν δε μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο, όπως είναι θεμελιωμένος στην αδικία, και να καλύψει τα πάντα, ενόσω οι μάζες μένουν έξω από την άμεση περιοχή του, όμως μπορεί να ξυπνήσει τις συνειδήσεις στην αρχή λιγοστών και αργότερα περισσότερων σκλάβων, ν’ ανοίξει ένα φωτεινό ρήγμα στο ατράνταχτο μέτωπο της ψευτιάς και να ετοιμάσει το έδαφος για τη Μεγάλη Πράξη, για την Ημέρα της Κρίσεως.

 ***

Ένα απόγεμα πήρα το βαποράκι στον Περαία, την περίφημη «Χρυσώ», και πήγα πρώτα στην Αίγινα. Είχα σκοπό, αρχίζοντας από την Αίγινα, να ψάξω γύρω γύρω το Σαρωνικό όσο να εύρω το κατάλληλο μέρος για να κουρνιάσω οριστικά. Ήθελα να είμαι πάντα κοντά στην Αθήνα. Γιατί δεν είχα και πολλήν εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ήξερα πως εύκολα με πιάνει ο κόρος και η πλήξη. Έπρεπε λοιπόν να μπορώ να παίρνω εύκολα το βαπόρι και να έρχομαι στην πόλη των Θεών, για να μετανιώνω και να φεύγω από την κάμινο του πυρός και της καβαλίνας πίσου στη δροσιά και την ησυχία του πελάου.

Στην Αίγινα που πρωτοπήγα, εκεί και έριξα άγκυρα για πάντα. Ο βραδινός περίπατος, που έκανα γιαλό γιαλό από την «κολόνα» ίσαμε τον Αϊ-Βασίλη, μου άρεσε πολύ. Νοίκιασα το απάνου πάτωμα (δυο καμαρούλες) σ’ ένα ήσυχο σπιτάκι και ξαναγύρισα στην Αθήνα για να φέρω τα πράματά μου.

Σ’ ένα τραπεζάκι τοποθέτησα μερικά αγαπημένα βιβλία. Κάρφωσα στους τοίχους γύρω γύρω ένα σωρό φωτογραφίες από έργα του Γκρέκο, του Πιντουρίτσιο, του Μποτιτσέλι, του Νταβίντσι, του Μιχαήλ Αγγέλου κ.λ.π., αγορασμένες από το Μουσείο του Λούβρου και την Πινακοθήκη του Βατικανού. Χαράματα σηκωνόμουνα, έσκυβα από το παράθυρο στην αυλή και κοίταγα πέρα τον ουρανό και κάτωθέ μου κληματαριές, αμυγδαλιές, φιστικιές, ένα πηγάδι, μια γίδα με το κουδούνι της, ένα κοπάδι όρνιθες… Κι ύστερα η νοικοκυρά μού έφερνε γάλα και καφέ κι εγώ καθόμουνα στο γράψιμο ευτυχισμένος κι αισιόδοξος ή έφερνα βόλτες μέσα στο δωμάτιο χειρονομώντας ζωηρά, καθώς απάγγελνα τους στίχους, που είχα γράψει, δοκιμάζοντας τον ήχο τους με τ’ αυτί.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αίγινα, Αναμνήσεις, Βάρναλης, Λογοτεχνία | Με ετικέτα: , , , , , , | 51 Σχόλια »

Πρωτοχρονιάτικο, ένας μποναμάς του Κώστα Βάρναλη

Posted by sarant στο 2 Ιανουαρίου, 2011

Δεύτερη μέρα του χρόνου σήμερα και καθώς το γιορταστικό χουζούρι διαρκεί ακόμα, είπα να ανεβάσω και να σχολιάσω ένα διπλά επίκαιρο ποίημα του Κώστα Βάρναλη. Διπλά επίκαιρο αφενός επειδή είναι γνωστό με τον τίτλο «Πρωτοχρονιάτικο» και αναφέρεται σε ένα πρωτοχρονιάτικο γεγονός και αφετέρου επειδή πρόσφατα ξανασυζητήθηκε με αφορμή το φυλλάδιο που κυκλοφόρησε η εκκλησία της Ελλάδος. Για παράδειγμα, σε άρθρο στο Ποντίκι παρατίθεται το ποίημα του Βάρναλη και  επισημαίνεται:

Και πόσο επίκαιρη μοιάζει εκείνη η σαρκαστική «σταυροβελονιά» του Βάρναλη, ο οποίος τον δικό του καιρό, το 1931, όταν η Ιερά Σύνοδος από τη μια αφόριζε τους «μαλλιαρούς αναρχοκομμουνιστές» και από την άλλη, κατά τη διάρκεια της τότε μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, κήρυττε «εγκράτεια», έγραφε… Αλλά και κάποιοι φίλοι του ΚΚΕ χρησιμοποίησαν στίχους από το ποίημα του Βάρναλη σε ένα βιντεάκι στο οποίο επικρίνουν τη στάση της ιεραρχίας τηε εκκλησίας.

http://www.youtube.com/watch?v=VqHKXiNISvI

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Εκκλησία, Ελευθερία του λόγου, Πρόσφατη ιστορία, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 66 Σχόλια »