Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Αναμνήσεις από τη Σάμο

Posted by sarant στο 18 Δεκεμβρίου, 2022


Συμπληρώθηκαν χτες έντεκα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου. Όλα αυτά τα χρόνια, συνέχισα να τον μνημονεύω στο ιστολόγιο δημοσιεύοντας κάθε δεύτερη Τρίτη αποσπάσματα από τα βιβλία του. Τα εκδομένα έχουν εξαντληθεί και ήδη δημοσιεύουμε αυτή την περίοδο το ανέκδοτο μυθιστόρημά του «Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια», που πλησιάζει κι αυτό να τελειώσει (μεθαύριο θα έχουμε μια ακόμα συνέχεια)

Όμως έχουν απομείνει ορισμένα αποσπάσματα βιβλίων που δεν τα έχω δημοσιεύσει και τα κρατάω για ειδικές περιστάσεις -σαν τη σημερινή. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του πατέρα μου Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια, ήταν έτοιμο για έκδοση από τον ίδιο όταν πέθανε ξαφνικά και τελικά κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Αρχείο (Προηγουμένως είχε επίσης εκδοθεί μεταθανάτια ένα ακόμα έργο του, οι τρεις νουβέλες Ο βενετσιάνικος καθρέφτης). Από τα Εφτά καλοκαίρια έχουμε παρουσιάσει στο ιστολόγιο πολλά αποσπάσματα, το 2012 και το 2013 κυρίως, αλλά όχι ολόκληρο το έργο. Οπότε σήμερα θα παρουσιάσω αποσπάσματα από το δευτερο καλοκαίρι, του 1939, με αναμνήσεις από τη Σάμο. Από το κεφάλαιο εκείνο έχω ήδη δημοσιεύσει κάποια αποσπάσματα, στην αντίστοιχη επέτειο το 2019, οπότε τώρα δημοσιεύω τα πριν και τα μετά.

Ένα βιογραφικό του πατέρα μου μπορείτε να βρείτε σε παλιότερο άρθρο.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  (1939)

 

Πέρασαν τρία χρόνια από το πρώτο καλοκαίρι. Από πέρσι, τον πατέρα μου, τον είχαν μεταθέσει σ’ ένα άλλο νησί, κοντινό με το δικό μας, τη Σάμο και αυτή η μετοικεσία με χώρισε από τους συμμαθητές και τους φίλους που ’χα κάνει μέσα σε  δύο χρόνια στην πατρίδα μου. Στην αρχή αυτό μου κακοφάνηκε, γρήγορα όμως νέες γνωριμίες σκέπασαν τις παλιές  και οι καινούργιες φιλίες που δέθηκαν, με παρηγόρησαν γι’ αυτές που άφησα στο νησί του.

         Πολύ σύντομα απορροφήθηκα από τις νέες συνθήκες. Σ’ αυτό βοήθησε πολύ το ότι εκείνο το καλοκαίρι μπήκαν στη ζωή μου το βιβλίο και το διάβασμα. Μετά το κλείσιμο των σχολείων απολάμβανα το παιχνίδι, το κολύμπι και το διάβασμα.  Ήταν ένα  καλοκαίρι ζεστό και ξερό που σ’ έκανε να μη θέλεις να βγεις από τη θάλασσα.

         Για τους μεγάλους όμως, ήταν ένα φοβερό καλοκαίρι. Στην Ελλάδα η δικτατορία έκλεινε τρία χρόνια και στην Ευρώπη από ώρα σε ώρα περίμεναν να ξεσπάσει ο πόλεμος, που όλοι πίστευαν πως αργά ή γρήγορα θάφτανε και στον τόπο μας. Εγώ  όμως κι οι  συνομήλικοι φίλοι μου, τον πόλεμο τον είχαμε βάλει κι αυτόν μέσα στο παιχνίδι μας.

*   *   *

…………………………………………………………………

Από το παρατηρητήριο του προκεχωρημένου πολυβολείου της γραμμής Μαζινό ο λοχαγός Ερρίκος Καρδινιάκ παρατηρούσε ανήσυχος τις εχθρικές γραμμές. Γύρω του οι οβίδες πέφταν βροχή και από τα θραύσματά τους είχαν σκοτωθεί οι τρεις στρατιώτες του αποσπάσματος και, το χειρότερο, είχε τραυματιστεί κι ο υποδιοικητής του, ο υπολοχαγός Ντυμπουά. Μονάχα η αδελφή του ελέους, η νοσοκόμα Μάρθα, που εθελοντικά πήρε μέρος στην αποστολή αυτοκτονίας, ήταν γερή και έδενε τις πληγές του τραυματία.

– Τι γίνεται με κείνο το τηλέφωνο; ρώτησε ο λοχαγός, ξέροντας πως  δεν θα ’παιρνε απάντηση. Κι ο τηλεφωνητής είχε σκοτωθεί και όπως φαίνεται τα σύρματα είχαν κοπεί από τις εχθρικές οβίδες.

– Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια από τη βάση, αλλά ποιος να πάει,  μονολόγησε χαμηλόφωνα.

– Αν το επιτρέπεις λοχαγέ μου να πάω εγώ, πρότεινε θαρρετά η Μάρθα.

– Τι λες, θα τα καταφέρεις; τη ρώτησε ο λοχαγός χωρίς να κρύψει μια ενδόμυχη ανησυχία του. Αισθανόταν για τη θαρραλέα νοσοκόμα κάτι παραπάνω από φιλία.

…………………………………….

“Παιδιά, πού είσαστε, ελάτε για φαΐ”, ακούστηκε από ψηλά η μελωδική κοντράλτα φωνή μιας γυναίκας. Η γραμμή Μαζινό και το πολυβολείο της χάθηκαν κι έμεινα με τον Άγη και τη Μάρθα σ’ ένα κατασκεύασμα από άμμο, οικοδομική ξυλεία, τούβλα  και τενεκέδες. Βγήκαμε κι οι τρεις μας στον  ανοιχτό χώρο.

“Πω πω, πώς μου γίνατε έτσι: Σαν αλευρωμένες μαρίδες είσαστε. Γρήγορα στο μπάνιο, πριν ακουμπήστε το πιρούνι”.

Η κυρία Μέλπω, η μαμά  του Άγη και της Μάρθας μπήκε από το μπαλκόνι στο εσωτερικό του σπιτιού κι εμείς πήγαμε στο μπάνιο για να πλυθούμε.

Ήμασταν αχώριστοι από τότε που γνωριστήκαμε. Ο πατέρας μου και ο κύριος Παύλος, ο πατέρας των παιδιών, ήταν συνάδελφοι στην Τράπεζα. Συνέπεσε να διαβάζουμε και οι τρεις μας το ίδιο παιδικό περιοδικό, ένα θαυμάσιο έντυπο που λεγόταν απλά «το Περιοδικό μας» και που είχε πολύ ενδιαφέροντα μυθιστορήματα, ιστορίες με εικόνες, μια από τις οποίες μάλιστα διαδραματιζόταν στον άγνωστο πλανήτη Διόνυσο, όπου είχε φτάσει ένα διαστημόπλοιο με επιστήμονες από τη Γη.

Δίπλα στο σπίτι του Άγη και της Μάρθας υπήρχε ένα μεγάλο οικόπεδο, όπου ο ιδιοκτήτης του είχε κουβαλήσει ίσαμε είκοσι κυβικά άμμο, χιλιάδες τούβλα, μαδέρια και άλλα οικοδομικά υλικά για να χτίσει σπίτι. Κάτι μεσολάβησε όμως και η οικοδομή δεν άρχισε. Ίσως φοβήθηκε πως όπου να ’ναι θα ξεσπούσε πόλεμος.

Με την καθοδήγησή μου ανοίξαμε χαρακώματα στην άμμο και με τα μαδέρια φτιάξαμε ένα φυλάκιο της γραμμής Μαζινό, ενώ μεγάλη ποσότητα άμμου και τούβλων μεταφέρθηκε στην άλλη γωνιά του οικοπέδου όπου δημιουργήσαμε την πόλη του άγνωστου πλανήτη, με τους κρατήρες του, τους ουρανοξύστες, τους εναέριους δρόμους κι όλα όσα έδειχναν οι εικόνες της ιστορίας στο περιοδικό.

Ένα μήνα παλεύαμε να φτιάξουμε όλα αυτά τα τεχνικά έργα, δουλεύοντας σαν είλωτες από το πρωί ως την ώρα του μπάνιου κι από τον απογευματινό ύπνο ώσπου σκοτείνιαζε. Την άμμο την κουβαλούσαμε μέσα  στα άσπρα πάνινα καπέλα μας και ήμασταν τόσο συνεπαρμένοι με το παιχνίδι, ώστε δυστροπούσαμε ακόμα και όταν μας φώναζαν να πάμε για κολύμπι. Τελικά όμως η αγάπη της θάλασσας νικούσε.

Το μεσημέρι οι γονείς μας είχαν κανονίσει, καθώς τα σπίτια μας ήταν κοντά, να κοιμόμαστε και τα τρία παιδιά εναλλάξ στο ένα ή στο άλλο σπίτι. Στην πραγματικότητα δεν κοιμόμασταν. Η υπερέντασή μας ήταν τόση, που δεν μας άφηνε να κλείσουμε μάτι.

Ενώ οι γονείς ροχάλιζαν ελαφρά στο διπλανό δωμάτιο εμείς μιλούσαμε χαμηλόφωνα. Δηλαδή εγώ μονοπωλούσα τη συζήτηση.  Το “Περιοδικό μας” είχε διακόψει ξαφνικά την έκδοσή του και αυτό μας άφησε απαρηγόρητους, καθώς τα περισσότερα μυθιστορήματά του είχαν μείνει μισοτελειωμένα. Ιδίως εκείνο με τις εικόνες, το διαπλανητικό, είχε διακοπεί σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή, όταν το πλήρωμα του διαστημοπλοίου είχε παγιδευτεί από κάποιον κακό κυβερνήτη του άγνωστου πλανήτη. Καθώς ήμουν ήδη μεγάλος παραμυθάς, ανέλαβα να τελειώσω τις σταματημένες ιστορίες του περιοδικού, βγάζοντας από το νου μου τις συνέχειές τους. Τους είπα όμως πως τις είχα διαβάσει πρόπερσι σε κάποιο άλλο περιοδικό. Δεν είχα μεγάλη πεποίθηση στις μυθοπλαστικές μου ικανότητες. Δεν ξέρω αν με πίστεψαν ή όχι. Το γεγονός ήταν πως με άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Καμιά φορά διάνθιζα τις ιστορίες μου με κωμικές σκηνές παρμένες από ταινίες του Χαρολτ Λόϋδ ή του Χοντρού και του Λιγνού, που ο Άγης και η Μάρθα δεν είχαν δει. Τότε μας έπιαναν και τους τρεις ασταμάτητα γέλια, αλλά επειδή γελούσαμε σιωπηλά, στο τέλος από τα γέλια μάς πονούσε η κοιλιά.

Το σπίτι που μέναμε ήταν έξω από τα όρια της πόλης, σε μια πλατειούλα που σχηματιζόταν καθώς ο παραλιακός δρόμος έστριβε, αφήνοντας αριστερά του το λιμενοβραχίονα. Αμέσως μετά το λιμενοβραχίονα, δίπλα στη θάλασσα,  ήταν ένας θερινός κινηματογράφος κι ένα εξοχικό κέντρο. Και τα δύο ανήκαν στον ίδιον επιχειρηματία.

Εκείνο το καλοκαίρι στον κινηματογράφο αυτόν είδαμε πολλά ενδιαφέροντα έργα, όπως το «Βίβα Βίλλα» με τον Ουώλας Μπήρι, τα «Εφτά χρόνια γρουσουζιά» με τον Τέο Λίνγκεν, το “Χοντρό και Λιγνό στη λεγεώνα των ξένων”, το «Έγκλημα στη Γραμμή Μαζινό», που μας είχε εμπνεύσει και την ιστορία με το οχυρό που φτιάξαμε. Το πιο σπουδαίο γεγονός όμως, ήταν οι παραστάσεις που έδωσε στον ίδιο χώρο, που είχε μετατραπεί σε θέατρο, ο θίασος του Βασίλη Αργυρόπουλου, που ήταν κανονικός θίασος, και όχι κανένα μπουλούκι. Και τα δυο έργα που είδαμε: “Ο υπερφυσικός μπεμπές” και “Ζητείται δακτυλογράφος” μου άρεσαν πολύ. Δεν ήταν μόνο τα σκηνικά προσεγμένα, ήταν και οι ηθοποιοί που παίζανε εξαιρετικά. Ιδίως ο Αργυρόπουλος και ο Χέλμης ήταν ανυπέρβλητοι.

Τις προβολές του σινεμά και τις θεατρικές παραστάσεις θα μπορούσαμε άνετα να παρακολουθήσουμε από το μπαλκόνι του σπιτιού μας που ήταν ακριβώς απέναντι, μόνο που δεν θ’ ακούγαμε τι λέγαν οι ηθοποιοί, η κυρία Άννα όμως, η σπιτονοικοκυρά μας, που δεν είχε η καημένη οικονομική άνεση, τις παρακολουθούσε με κάτι περίεργα κιάλια, μικρά και κομψά, τελείως διαφορετικά από τα στρατιωτικά κιάλια του θείου Ανδρέα.

H σπιτονοικοκυρά μας, ήταν μια αδύνατη γριά, κάπως ασύμμετρα κυρτωμένη, που ο πατέρας μου, με το πρώτο που την είδε, την έβγαλε «Σαμαροπαΐδα». Ήταν πολύ καθαρή και περιποιημένη, και το μεγάλο σπίτι της, παρά την εγκατάλειψη που φαινόταν από την κατάσταση των τοίχων, των πατωμάτων και των παραθύρων, ήταν πάντα καθαρό και συγυρισμένο. Η Σαμαροπαΐδα ήταν κάποτε πλούσια, από πολύ καλή οικογένεια και είχε διατελέσει Κυρία επί των τιμών του τελευταίου ηγεμόνα, όταν το νησί ήταν αυτόνομη ηγεμονία, υποτελής στο Σουλτάνο, πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στο σαλόνι της, στο ισόγειο του σπιτιού, μου είχε δείξει με καμάρι αποδείξεις της παλιάς της δόξας. Καστανόχρωμες φωτογραφίες σε επίχρυσα κάδρα καθώς και έγχρωμες λιθογραφίες με την εικόνα του ηγεμόνα, πλαισιωμένη με τις σημαίες και τα εμβλήματα του κρατιδίου. Η σημαία είχε έναν άσπρο σταυρό που τη χώριζε σε δυο κόκκινα και δυο μπλε τετράγωνα, ενώ η ναυτική σημαία ήταν μπλε με ένα κόκκινο τρίγωνο στη μέση και ένα λευκό σταυρό στο κέντρο του.

Την είχα συμπαθήσει την καλή γριούλα και πρόθυμα την άκουγα να αφηγείται για τα νιάτα της, ιστορίες που καταλάβαινα βέβαια πως ήταν πατιναρισμένες με τη χρυσόσκονη της υπερβολής, αλλά τόσο ωραία δοσμένες, ώστε τελικά  με γοήτευαν.

“Δεν έπρεπε να καταργηθεί η αυτονομία μας” μου είπε μια φορά. “Θα μπορούσε το νησί μας να παραμείνει αυτόνομο, όχι πια υποτελές στο Σουλτάνο, αλλά με ηγεμόνα τον ίδιο τον βασιλέα των Ελλήνων. Η ευημερία και η ακμή μας θα συνεχιζόταν, ενώ τώρα τι είμαστε;  μια απλή νομαρχία, δηλαδή τίποτα”.

Καθώς εκείνο το καλοκαίρι είχε μπει για καλά στη ζωή μου το διάβασμα, μου επέτρεψε να περιεργαστώ τη βιβλιοθήκη της και να ξεφυλλίσω κάτι παλιές εκδόσεις του Ιουλίου Βερν, μεταφρασμένου σε “βαθιά ελληνικά” αλλά με καταπληχτική εικονογράφηση: Ο “Σάνσελωρ”, “Τα 500 εκατομμύρια της Βεγούμ”, “Η χρυσοφόρος φλεψ”, “Αι μέλαιναι Ινδίαι” και άλλα. Μου έδειξε επίσης ένα τόμο της “Διάπλασης” του έτους 1897.

“Υπήρξα Διαπλασοπούλα” μου είπε με κάποιο καμάρι και έδειξε να ξαφνιάζεται ευχάριστα όταν της είπα πως και η μικρή μου θεία, η θεία Μάρω, ήταν επίσης διαπλασοπούλα και είχε παντρευτεί διαπλασόπουλο, με το οποίο γνωρίστηκε χάρη στα “Μικρά Μυστικά” του περιοδικού. Το αίσθημα της θείας Μάρως ήταν ρομαντικό και το συντηρούσε μια ακατάσχετη αλληλογραφία με το πρώην διαπλασόπουλο, που στο μεταξύ είχε γίνει “το παιδί από τη Φλώρινα”, γιατί υπηρετούσε ως τριατατικός στην πόλη αυτή της Μακεδονίας,  για να καταλήξει πέρσι να γίνει “ο θείος Γιώργος” (ή επίσης “ο Σλαβομακεδόνας”, όπως τον έλεγε πειραχτικά ο μπαμπάς μου).

Ανέβηκα τρέχοντας στο διαμέρισμά μας, φορτώθηκα τους τρεις τόμους της Διάπλασης, των ετών 1923, 1924 και 1925, που μου τους είχε χαρίσει η θεία Μάρω και τους κουβάλησα κάτω θριαμβευτικά. Έκανε σα μικρό κοριτσάκι. Καθίσαμε δίπλα δίπλα στο τραπέζι και για ώρες ξεφυλλίζαμε τη Διάπλαση.

Τελικά με την κυρία Άννα γίναμε φίλοι και η φιλία μας επισφραγίστηκε με ένα δώρο που μου έκανε: ένα λιγοσέλιδο βιβλίο, με τίτλο “Γραμματική και Συντακτικόν της Διεθνούς Βοηθητικής Γλώσσης Εσπεράντο”.

“ Το νησί μας ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε υποχρεωτική τη διδασκαλία της Εσπεράντο”, μου εξήγησε.

Καταπιάστηκα να μελετώ την περίεργη γλώσσα και σε λίγο μπορούσα  να κάνω τον έξυπνο στον Άγη και στη Μάρθα που κάνανε ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών, αλλά που δεν μπορούσαν να καταλάβουν σε ποια γλώσσα ανήκαν οι φράσεις όπως “Kui mi estas? – Ti estas la profesoro” που τους πετούσα

Όταν δεν έπαιζα με τον Άγη και τη Μάρθα, δηλαδή σαν μαζευόμουν σπίτι το βράδυ, διάβαζα.  Αυτό το καλοκαίρι εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η βιβλιοφιλία μου. Άλλωστε σ’ αυτό βοηθούσε η όλη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Τα ράφια με βιβλία πιάνανε μεγάλο μέρος των τοίχων στο σπίτι μας. Μέσα σε τρεις μήνες ξεκοκάλισα τους τρεις τόμους της Διάπλασης, που μου χάρισε η θεία Μάρω πριν παντρευτεί. Σ’ αυτούς τους τρεις τόμους, τους καλύτερους ίσως στην ιστορία του μακρόβιου αυτού περιοδικού, διάβασα τις “Διετείς διακοπές” το “Θαυμαστό ταξίδι”, το “Χωρίς οικογένεια”, την “Καλύβα του μπάρμπα-Θωμά” και ένα μυθιστόρημα – ποταμό, για μια γαλλική στρατιωτική οικογένεια, σε τρία μέρη: στο πρώτο από τα οποία, “Ο μικρός τυμπανιστής” ο αρχηγός της οικογένειας ξεκινούσε από τυμπανιστής στον στρατό της γαλλικής επανάστασης, για να καταλήξει αξιωματικός του Ναπολέοντα, στο δεύτερο “Οι βαπτιστικοί του Ναπολέοντος” τα παιδιά του, αξιωματικοί επίσης, είχαν πάρει μέρος στην κατάκτηση της Αλγερίας και στον Κριμαϊκό πόλεμο και είχαν σκοτωθεί στον γαλλογερμανικό πόλεμο του ’70, ενώ στο τρίτο “Το Δελφινάκι”, ο εγγονός, πολεμούσε στους αποικιακούς πολέμους και ιδίως στην Ινδοκίνα. Το μυθιστόρημα αυτό με την εξαιρετική του εικονογράφηση, με είχε συναρπάσει. Ιδιαίτερα θαύμαζα τον μεγαλύτερο από τους βαπτιστικούς του Ναπολέοντος, τον λοχαγό Ερρίκο Καρδινιάκ, τον οποίο, στα παιχνίδια μας, τον είχα αναστήσει και μεταφέρει στη σύγχρονη εποχή.

Ήμουν άλλωστε φανατικός γαλλόφιλος. Την αγάπη μου για τη Γαλλία την είχα πάρει από τον θείο Αντρέα, που είχε πολεμήσει δίπλα τους, τον καιρό της Εθνικής Αμύνης και της εκστρατείας της Ουκρανίας. Ο θείος Αντρέας μου ’λεγε πως ο γαλλικός στρατός είναι ο καλύτερος του κόσμου και η Γαλλία η πιο μεγάλη στρατιωτική δύναμη και η πιο αληθινή Δημοκρατία. Αυτό το τελευταίο το ’λεγε χαμηλόφωνα. Ο θείος Αντρέας καταγόταν από το Ψηλομέτωπο, ένα χωριό της Λέσβου, αλλά γεννήθηκε στο Αδραμύτι της γειτονικής Μικρασίας και πολύ μικρός, μόλις ξέσπασε ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος,  ήρθε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε εθελοντής. Από απλός στρατιώτης έγινε υπαξιωματικός και ακολούθως ανθυπασπιστής και κατόπιν μετεκπαιδεύτηκε σε μια Στρατιωτική Ακαδημία και ονομάστηκε υπολοχαγός. Στην Ακαδημία είχε εκπαιδευτή ένα Γάλλο συνταγματάρχη “της Σχολής Σαιν Συρ”. Αυτό το θυμήθηκα όταν διάβασα το μυθιστόρημα της Διάπλασης, όπου και ο αγαπημένος μου λοχαγός Ερρίκος Καρδινιάκ είχε κι αυτός τελειώσει τη σχολή Σαιν Συρ.

Και ο πατέρας μου αγαπούσε τη Γαλλία, όχι όμως για τον στρατό και τη δημοκρατία της, αλλά για τον Βολταίρο, τον Ουγκώ, τον Ζολά, τον Ανατόλ Φρανς, τη “Μασσαλιώτιδα”, τη “Διεθνή” και την “Κομμούνα του Παρισιού”. Όσο για το στρατό, ο πατέρας μου δεν παραδεχόταν κανέναν καλύτερο από τον Κόκκινο Στρατό.

“Άλλωστε ο Κόκκινος Στρατός πέταξε τους Γάλλους σου στη θάλασσα, τότε,  στην Οντέσσα”

είπε μια φορά στο θείο Αντρέα, που έγινε έξω φρενών.

“Δεν νίκησαν οι Μπολσεβίκοι το γαλλικό στρατό” άρχισε να φωνάζει “τον υπονόμευσε η κομμουνιστική προπαγάνδα και η ανταρσία του στόλου. Ήμουνα εκεί και τα είδα με τα μάτια μου”.

Δεν προχώρησε άλλο η κουβέντα τους γιατί οι δυο σύγγαμβροι, παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, σπανίως μάλωναν, καθώς εκτιμούσε και αγαπούσε ο ένας τον άλλον.

Δεν ήξερα τι ήταν αυτός ο “Κόκκινος Στρατός”. Τον φανταζόμουν σαν ένα στρατό από καβαλάρηδες ντυμένους στα κόκκινα και πάνω σε άλογα καφεκόκκινα, όπως το άλογο του λοχαγού, του κυρίου Τσιγκάκου. Ούτε για τους Μπολσεβίκους ήξερα τίποτα. Το όνομά τους με φόβιζε. Τους φανταζόμουν σαν κάτι αγριάνθρωπους, που κυβερνούσαν τη Ρωσία. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω πώς ήταν δυνατό να είναι αρχηγός τους ο Λένιν, για τον οποίο ο πατέρας μου είχε πει πρόπερσι πως ήταν ο μεγαλύτερος άνθρωπος του αιώνα και ο κύριος Παπανικόλας είχε συμπληρώσει, συμφωνώντας μαζί του, πως “είχε αλλάξει τον ρουν της ιστορίας”.

 

Το νησί περιβρεχόταν από την πιο καθαρή και διάφανη θάλασσα που είχα δει ποτέ μου. Στα δέκα χρόνια της ζωής μου, εξ αιτίας των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα μου, είχα γνωρίσει πολλά μέρη, κατά κανόνα παραθαλάσσια, όμως πουθενά δεν συνάντησα αυτή την απίστευτη διαύγεια και καθαρότητα των νερών, που βρήκα σ’ αυτές τις ακτές

Στη βραχώδη ακτή που γειτόνευε με το σπίτι μας, δίπλα στο κέντρο διασκεδάσεως και  τον κινηματογράφο, κάναμε κατά κανόνα μπάνιο, μαζί με τους περίοικους αλλά και πολλούς άλλους, που έρχονταν από άλλες γειτονιές της πόλης. Κι εδώ τα νερά ήταν πεντακάθαρα, αλλά γεμάτα μικρούς μαύρους αχινούς. Γενικά οι αχινοί αφθονούσαν σε όλες τις βραχώδεις ακτές του νησιού, που ήταν και οι περισσότερες. Μεγάλες αμμουδιές κοντά στην πόλη υπήρχαν μονάχα στο αντικρινό Μαλαγάρι, στο λίγο πιο μακρινό Καλάμι και στην κάπως απόμερη Βλαμαρή, σε μέρη δηλαδή απρόσιτα με τα πόδια.

Οι ντόπιοι αγαπούσαν πολύ τη θάλασσα και όταν δεν κολυμπούσαν τη διαπλέανε με κάτι αυτοσχέδια ξύλινα, κούφια, πλεούμενα, που τα ’λεγαν κορίτες. Υπήρχαν κορίτες διαφόρων μεγεθών, παιδικές ή για μεγάλους, οι οποίες ήταν μονοθέσιες, διθέσιες ή, σπανίως, τριθέσιες. Ο επιβάτης έμπαινε στην κορίτα από μια τρύπα και, καθώς καθόταν με τα πόδια τεντωμένα μπροστά, τα τοιχώματα του μικροσκοπικού σκάφους φτάνανε λίγο πιο κάτω από τις μασχάλες του.  Η κίνηση γινόταν με ένα ή περισσότερα δίκωπα στις μεγάλες ή με δυο κουπάκια σαν τις ρακέτες του πινγκ πονγκ στις παιδικές. Ασυνήθιστος μ’ αυτό το θέαμα καθόμουν με τις ώρες στην ακτή παρακολουθώντας ιδίως τα παιδιά, πολλά μικρότερά μου, που ανοίγονταν άφοβα στα βαθιά. Αγαπούσα τη θάλασσα και το κολύμπι αλλά δεν κολυμπούσα καλά και επί πλέον φοβόμουν τα βαθιά.

Εκείνο το καλοκαίρι επίσης παρατήρησα ένα σχετικά σπάνιο και περιοδικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, που οι ντόπιοι ονόμαζαν πλορέντζα. Έγινε ένα δειλινό, όταν η θάλασσα είχε καλμάρει μετά από δυνατούς βοριάδες που κράτησαν  δέκα και πάνω μέρες. Καθόμασταν με τον μπαμπά μου και τη μαμά μου σ’ ένα τραπεζάκι ζαχαροπλαστείου, στο μουράγιο μπροστά από την Εθνική Τράπεζα. Ξαφνικά παρατήρησα μιαν αναταραχή στον κόσμο που καθόταν στα γύρω τραπεζάκια ή βολτάριζαν στην προκυμαία. Η θάλασσα, χωρίς κύμα ή αναμάμαλο, ανέβαινε σιωπηλά και απειλητικά, κάλυψε ένα ένα τα σκαλιά της πέτρινης αποβάθρας, έφτασε ως το χείλος του μουράγιου κι ύστερα τα νερά της ξεχύθηκαν κι απλώθηκαν στο εσωτερικό. Όλοι σηκώθηκαν και προσέχοντας μη βρέξουν τα παπούτσια τους έτρεξαν προς τα εσωτερικά πεζοδρόμια.

Το βράδυ, ακόμα εντυπωσιασμένος με το φαινόμενο, το συζήτησα με τον πατέρα μου, που πάντα και με προθυμία μου έλυνε όλες τις απορίες

“Έτσι πρέπει να έγινε με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα” μου είπε εκείνος.

“Ενώ στον κατακλυσμό του Νώε έβρεχε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, στον δικό μας κατακλυσμό δεν αναφέρονται τέτοιες βροχές αλλά ανύψωση της θάλασσας” συμπλήρωσε.

“Ποιος ήταν πιο παλιός κατακλυσμός, του Νώε ή του Δευκαλίωνα;” τον ρώτησα

“Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Χιλιάδες χρόνια πιο μπροστά είχαμε τον κατακλυσμό του Ωγύγου. Θα σου τα διηγηθώ μιαν άλλη φορά” έκλεισε τη συζήτηση, βλέποντας με να κουτουλάω από τη νύστα.

[Από εδώ αρχίζει το κομμάτι που έχω ήδη δημοσιεύσει στο παλιότερο άρθρο, και μετά από αυτό το κομμάτι δημοσιεύω τη συνέχεια του κεφαλαίου]

[Ο πατέρας μου είχε πάει εκδρομή με το θείο του για να βρουν πετρώματα]

Κάποτε ο θείος μου είπε στον οδηγό να σταματήσει. Κατεβήκαμε από το ταξί και τραβήξαμε σε μια χαλικούρα γυμνή από κάθε βλάστηση. Ο ταξιτζής έδειξε κάποια πρόθεση να μας ακολουθήσει αλλά το ύφος του θείου Γιώργου τον αποθάρρυνε τελείως.

Ο θείος μου ξεδίπλωσε ένα χάρτη του νησιού, μεγάλον σαν αυτόν που ήταν κρεμασμένος στην τάξη μας στο σχολείο. Δεν ήταν όμως πολιτικός η γεωφυσικός αλλά πολύχρωμος και πολυτεμαχισμένος σε σημείο που θύμιζε κάτι σπαζοκεφαλιές που δημοσίευαν τα περιοδικά και που έπρεπε να μαυρίσεις κάποια κομμάτια για να σχηματιστεί η κρυμμένη  εικόνα.

“Είναι γεωλογικός χάρτης” μου εξήγησε

Άρχισε να μαζεύει κάτι άσπρες πέτρες, που τις έβαζε σε ειδικά σακουλάκια από χοντρό καραβόπανο και όταν γέμιζαν, τα έκλεινε και έγραφε πάνω τους με μελανί μολύβι κάτι νούμερα. Έβαλε κατόπιν τα σακουλάκια σε ένα τσουβάλι και με τη βοήθεια του ταξιτζή τα μεταφέραν στο αμάξι.

“ Τι έγινε αφεντικό βρήκες τίποτα;”

“Όχι ακόμα. Θα ξανάρθω μεθαύριο. Αν είσαι ελεύθερος από αγώι, θα ’ρθούμε μαζί”

“Μετά χαράς”

Όταν αφήσαμε το ταξί, φάγαμε σ’ ένα μαγέρικο στο λιμάνι και κατόπιν πήραμε το λεωφορείο για το Βαθύ. Φυσικά δεν τηρήθηκε η υπόσχεση για βόλτα με το τραμ, αλλά λίγο μ’ ένοιαξε, γιατί ήμουν κουρασμένος. Γυρίσαμε στο σπίτι μας κατά τις τέσσερις το απόγεμα. Από το τέρμα των λεωφορείων πήραμε ένα βαστάζο με καροτσάκι, που μας βόηθησε να μεταφέρουμε το τσουβάλι με τις πέτρες. Την ώρα που το ξεφόρτωνε από το καροτσάκι, το τσουβάλι του ’φυγε από τα χέρια του βαστάζου και έπεσε στο έδαφος και από κάποιο σακουλάκι όχι καλά κλεισμένο σκόρπισαν στο έδαφος μερικές άσπρες πέτρες. Εκείνη την ώρα έβγαινε από το σπίτι του ο λοχαγός, ο κύριος Τσιγκάκος, που ως Μανιάτης επιδίωκε να σχετιστεί με τον πατέρα μου και ήδη είχε δώσει γνωριμία με τον θείο Γιώργο. Κάτι τον ρώτησε ο λοχαγός κάτι του απάντησε ο θείος, αλλά εγώ ήμουν τόσο κουρασμένος, που δεν έμεινα ν’ ακούσω. Ακολούθησα τη μαμά μου που είχε βγει στην πόρτα να μας υποδεχτεί.

Από κείνο το απόγεμα όμως, και κάθε τόσο, άκουγα τα βράδια από το σπίτι του λοχαγού πολλά χτυπήματα, σα να κοπανούσαν κάτι σε γουδί. Στα ερωτήματά μου οι γονείς μου δεν απαντούσαν αλλά γελούσαν πονηρά.

[Χρόνια αργότερα όταν, φοιτητής πια, ξαναντάμωσα το θείο μου στην Αθήνα και τον ρώτησα σχετικά, εκείνος μου εξήγησε πως για να ξεφορτωθεί το λοχαγό που ήθελε, σώνει και καλά, να μάθει τι ήταν αυτές οι άσπρες πέτρες, του είπε πως ήταν χημικός στη φαρμακοβιομηχανία Δαμβέργη και πως οι πέτρες αυτές περιείχαν κάποιο ισχυρό αφροδισιακό, που έδινε στον άντρα ακαταμάχητες ικανότητες. Έπρεπε όμως να τις κοπανάει ώσπου να γίνουν σκόνη, από την οποία να βάζει στο γάλα του μια κουταλιά του γλυκού και να την καταπίνει. Με την ευκαιρία, και καθώς ήταν πατριώτες, του χάρισε μερικές από τις θαυματουργές πέτρες.]

Εκείνο το καλοκαίρι, και πριν ακόμα φύγει ο θείος ο Γιώργος, τη μαμά μου την ερωτεύτηκε το άλογο του λοχαγού Τσιγκάκου. Ο λοχαγός υπηρετούσε στο 24ο Σύνταγμα Πεζικού και έμενε δίπλα στο σπίτι της Σαμαροπαΐδας. Από την αρχή είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει με τον πατέρα μου κοινωνικές σχέσεις. Αφορμή δε, για τις πρώτες κοινωνικές επαφές τους, στάθηκε αυτό το άλογο. Ο λοχαγός συνήθιζε το μεσημέρι να γυρίζει από τους στρατώνες, που ήταν στο κέντρο της πόλης, πίσω από το Ηγεμονικό Μέγαρο (τώρα Νομαρχία), καβάλα στο άλογο του και επειδή το σπίτι του δεν είχε καθόλου αυλή, το έδενε στο στύλο και το άφηνε να στέκει στον ήλιο όσην ώρα εκείνος έτρωγε και ξεκουραζόταν. Δεν εμπιστευόταν το ζώο στις φροντίδες της ορδινάντζας του γιατί, όπως έλεγαν οι γειτόνοι, ζήλευε παθολογικά τη γυναίκα του και γι’ αυτό ο υπηρέτης του δεν πάτησε ποτέ στο σπίτι του.

Η μαμά μου το λυπόταν το καημένο το ζωντανό και, αφού εξασφάλισε τη σύμφωνη γνώμη της κυρίας Άννας,  πρότεινε στο λοχαγό να της επιτρέψει να το δένει στην αυλή τους, κάτω από μια πολύφυλλη συκιά. Ο λοχαγός συγκατένευσε χωρίς πολλές τσιριμόνιες. Γι’ αυτόν το άλογο του ήταν κάτι σαν μοτοσικλέτα ή ποδήλατο. Δεν το θεωρούσε άξιο μεγαλύτερης προσοχής. Οι δυο γυναίκες δεν περιορίστηκαν να εξασφαλίσουν σκιά στο ζωντανό, που ήταν πολύ ωραίο ζώο, καστανοκόκκινο με μιαν άσπρη τριγωνική βούλα στο μέτωπο και μαύρη στιλπνή και πυκνή χαίτη, παρά το πότιζαν, το τάιζαν με ό,τι κατάλληλο φαγώσιμο βρισκόταν, και το κανάκευαν με διαφόρους τρόπους, ιδίως η κυρία Άννα, που θυμήθηκε τα νιάτα της, όταν ως κυρία επί των τιμών του τελευταίου ηγεμόνα και μέλος του ιππικού ομίλου, είχε μεγάλη εξοικείωση με τα άλογα. Παρ’ όλα αυτά το άλογο έδειχνε να συμπαθεί ιδιαίτερα, όχι την έμπειρη πρώην αμαζόνα, αλλά την πολύ νεότερη και ομορφότερη φίλη της, τη μαμά μου. Το γεγονός ήταν, πως μόλις την έβλεπε να πλησιάζει, έβγαζε κάποιον σχεδόν ανεπαίσθητο ήχο, σαν αναστεναγμό, ανατρίχιαζε ολόκληρο, κοιτάζοντας την με λατρεία, η χαίτη του φρικιούσε και με το δεξί μπροστινό του πόδι έξυνε με κάποιο νάζι το χώμα.

Σ’ αντίθεση με τον ανυποψίαστο λοχαγό, ο πατέρας μου δεν άργησε να αντιληφθεί τον έρωτα του αλόγου προς τη μαμά μου και τη διασκέδασε την υπόθεση με την ψυχή του, πειράζοντάς την. Η μαμά μου διαμαρτυρόταν και γινόταν κατακόκκινη. Ο μπαμπάς μου όμως επέμενε και αναφερόταν στους έρωτες αλόγων με γυναίκες, από τους οποίους προέκυψαν οι Κένταυροι. Ένα βραδάκι μάλιστα, που τρώγανε την πάστα τους μαζί με τον κύριο Παύλο και την κυρία  Μέλπω, σ’ ένα ζαχαροπλαστείο στην προκυμαία (εγώ με τον Άγη και τη Μάρθα παίζαμε λίγο πιο πέρα) τους ανακοίνωσε πως είχε αντεραστή και μάλιστα τετράποδο! Έγινε μεγάλο καλαμπούρι. Και από την επομένη όλο το προσωπικό της Τράπεζας ήξερε για τον έρωτα του αλόγου προς τη μαμά μου.

Άλλωστε τα πράγματα σιγά σιγά σοβάρευαν. Ένα απόγεμα, και καθώς ο λοχαγός το είχε μόλις καβαλήσει για να πάει στο στρατώνα, το άλογο, που μας αντελήφθη, εμένα, τον πατέρα μου και τη μαμά μου, ντυμένη για έξω, να κινάμε για την παραλία, σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα πίσω του πόδια και παραλίγο να γκρεμίσει τον αναβάτη του στο χώμα. Παρά τις καμτσικιές και τις σπιρουνιές που δέχτηκε, και τις άφθονες βλαστήμιες που τις συνόδευαν, δεν έκανε βήμα, ώσπου το αντικείμενο της λατρείας του χάθηκε στη στροφή του δρόμου.

Μιαν άλλη φορά, πολύ αργότερα, όταν είχαν ανοίξει τα σχολεία και στην Ευρώπη είχε αρχίσει ο πόλεμος, κατά τον επίσημο εορτασμό της 27ης επετείου της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα, το ερωτευμένο άλογο παρά λίγο να χαλάσει την παρέλαση. Επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων (πεζικάριοι, ναύτες του αντιτορπιλικού “Σφενδόνη”, που είχε επί τούτου αγκυροβολήσει στο λιμάνι, χωροφύλακες, λιμενικοί και αγροφύλακες) ήταν ο μόλις προαχθείς σε ταγματάρχη κύριος Τσιγκάκος, φορώντας φυσικά τη μεγάλη του στολή και κρατώντας στο δεξί χέρι το γυμνό ξίφος του. Όλο κόρδωμα και ύφος πέρασε με έναν ωραίο τριποδισμό του αλόγου του, μπροστά από την εξέδρα των επισήμων, χαιρέτησε προτείνοντας το ξίφος το Νομάρχη, τον Συνταγματάρχη, το Δεσπότη και τους λοιπούς επισήμους και συνέχισε την πορεία του, στην κεφαλή της παράταξης. Μετά όμως από τη Φιλαρμονική του Δήμου, που παιάνιζε δίπλα στους επίσημους, έγινε το μοιραίο. Το άλογο είδε ανάμεσα στο πλήθος τη μαμά μου, που παρακολουθούσε την παρέλαση με τον μπαμπά μου. Σταμάτησε τον τριποδισμό του, σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα πισινά του πόδια κι αντί να συνεχίσει την πορεία του, έκανε απότομη στροφή δεξιά με πολύ φανερή την πρόθεση να χωθεί στο πλήθος για να πλησιάσει την αγάπη του.

Έγινε σούσουρο μεγάλο, καθώς ο ταγματάρχης δεν έχασε μόνο την ψυχραιμία του, αλλά και την ισορροπία του, και σωριάστηκε φαρδύς – πλατύς στην άσφαλτο, με το πηλήκιό του να φεύγει προς την κατεύθυνση της πορείας και το ξίφος του προς την αντίθετη, ενώ παραλίγο να ποδοπατηθεί από τα πεζοπόρα τμήματα, που ως τότε τον ακολουθούσαν με άψογο παράστημα και βηματισμό. Ευτυχώς βρέθηκαν κάποιοι χειροδύναμοι και θαρραλέοι πολίτες, που πιάνοντας το άλογο από τα χαλινάρια του, το επανέφεραν στην τάξη, λίγο πιο πέρα. Εκεί, ήρθε σε λίγο να το βρει, κατασκονισμένος και κατησχυμένος, ο ταγματάρχης, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, δεν το καταχέρισε επί τόπου, όπως θα του άξιζε, αλλά το ίππευσε και έτρεξε να ξαναμπεί επικεφαλής της παράταξης.

Εγώ εκείνη την ώρα βρισκόμουν με την τάξη μου στο τέλος της παρέλασης, σε μεγάλη απόσταση, γιατί πριν από τα σχολεία και μετά το στρατό, μεσολαβούσαν τα τμήματα της ΕΟΝ, φαλαγγίτες και σκαπανείς και όλα αυτά τα έμαθα αργότερα όταν ο πατέρας μου σχολίασε το συμβάν γελώντας με τον κύριο Παύλο και την κυρία Μέλπω.

Στο μεταξύ είχαμε πάψει να μιλάμε με τον κύριο Τσιγκάκο. Οι κοινωνικές σχέσεις που επεδίωξε να συνάψει με την οικογένειά μας δεν ευοδώθηκαν, όχι φυσικά εξ αιτίας του αλόγου, αλλά γιατί ο πατέρας μου από την αρχή δεν τον πήρε από καλό μάτι τον στρατιωτικό. Εκτός που ήταν στεγνός και μαυριδερός, σαν ξυλοκέρατο, ήταν πάντα σοβαρός και αγέλαστος. Δεν καταλάβαινε ούτε σήκωνε αστεία. Η χαριστική βολή όμως στην απόπειρα να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις μαζί μας, δόθηκε από τον ίδιον, όταν σε μια απογευματινή έξοδο των δύο ζευγαριών, αφηγήθηκε, με προτροπή μάλιστα της γυναίκας του και με πραγματική απόλαυση, πώς εκτέλεσε δυο Τούρκους “τσέτες”, που έπιασε στη μικρασιατική εκστρατεία.

“Ο συνταγματάρχης μου,  μου είπε να τους πάω στο Επιτελείο για ανάκριση, γιατί ήταν λέει μεγάλα ψάρια, εγώ όμως μόλις μπήκαμε σε μια ρεματιά, τους έκανα νόημα να φύγουν, χωρίς να τους λύσω εννοείται. Κάνανε κάτι χαρές….. Καθώς φεύγανε τους την άναψα, πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλο. Μεγάλο καλαμπούρι. Όχι θα καθόμουνα μέσα στο λιοπύρι να τους πηγαίνω στο Ουσάκ, δέκα χιλιόμετρα πήγαινε και έλα. Την άραξα σ’ ένα χάνι, όλο πλατάνια, λίγο παρακάτω, ήπια δυο ούζα και στο  συνταγματάρχη είπα πως αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν”.

Είδα τη μαμά μου να γίνεται άσπρη σα χαρτί, ενώ αντίθετα ο πατέρας μου αγρίεψε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε και τα χέρια του σφίξανε σε γροθιές. Προς στιγμήν φοβήθηκα πως θα σηκωνόταν από την καρέκλα του και θα πέταγε τον αξιωματικό στη θάλασσα. Δεν έκανε τίποτα όμως αλλά άφησε κάτι λεφτά στο τραπέζι και μας πήρε και φύγαμε αμέσως, χωρίς να τους χαιρετίσουμε.

Εκείνο το καλοκαίρι πήγαμε διήμερη εκδρομή στο μοναστήρι της Αγίας Ζώνης. Είχαμε πάει οι δυο οικογένειες, η δική μου και του Άγη και της Μάρθας καθώς και μερικοί άλλοι υπάλληλοι της Τράπεζας με τις γυναίκες τους, που δεν είχαν όμως παιδιά. Το μοναστήρι μου άρεσε πολύ, έτσι που ήταν σκαρφαλωμένο σε ένα ψηλό, κατάφυτο με πεύκα βουνό και η θέα από εκεί ήταν καταπληκτική. Πιο πολύ όμως μου άρεσε να βλέπω τους μεγάλους να κάνουν σαν παιδιά. Δεν τραγουδούσαν μόνο αλλά κάνανε και διάφορα αστεία, και το απόγεμα, σε ένα πλάτωμα, μπροστά στο μοναστήρι, στρωμένο με αληθινό χαλί από πευκοβελόνες, παίξανε αμάδες και μπιζ, σα να ήτανε παιδιά. Όταν νύχτωσε, το τοπίο έγινε μαγευτικό, καθώς ήταν πανσέληνος και το φεγγαρόφωτο ασήμωσε τους παμπάλαιους τοίχους της εκκλησιάς και των άλλων κτισμάτων του μοναστηριού. Είχαμε βγει όλοι στο δάσος και οι μεγάλοι τραγουδούσαν  ρομαντικά τραγούδια, που μου άρεσαν πολύ.

Αργότερα επισκεφθήκαμε και ένα άλλο μοναστήρι, του Τιμίου Σταυρού. Σ’ αυτή την εκδρομή ήμασταν πολύ περισσότεροι, γιατί η επιτυχία της προηγούμενης εκδρομής έφερε και άλλους στην παρέα μας, έτσι που γέμισε το λεωφορείο μόνο από μας. Ήταν και δυο – τρία ακόμα παιδιά στην ηλικία μας.

Το μοναστήρι βρισκόταν μέσα σε μια ρεματιά και ήταν τριγυρισμένο από ψηλό τοίχο σαν αληθινό κάστρο.

Ο ηγούμενος ήταν ένας λεβεντόγερος, που, όπως μου είπε αργότερα ο πατέρας μου, είχε πολεμήσει στον Μακεδονικόν Αγώνα. Μας υποδέχτηκε πολύ εγκάρδια και μετά τη λειτουργία, που έγινε ύστερα από την επιθυμία της κυρίας Μέλπως και άλλων γυναικών της παρέας, μας έκανε το τραπέζι στην αυλή του Μοναστηριού, κάτω από ένα θεριεμένο πλάτανο. Μου έκανε εντύπωση πως ο πατέρας μου, που δεν πατούσε το πόδι του σε εκκλησιά, έκανε πολύ καλή παρέα με τον ηγούμενο. Σε λίγην ώρα τα λέγανε σαν παλιοί φίλοι, ενώ πίνανε αδιάκοπα κρασί.

“Σπουδαίο κρασί έχεις γέροντα” του λέει καθώς τσουγκρίζανε για δέκατη ίσως φορά τα ποτήρια τους

“Είναι από τα αμπέλια του μοναστηριού. Ευλογημένο. Και πλήρωσον τον οίκον αυτού σίτου, οίνου και ελαίου. Κάτι ξέρει ο Κύριος, που το βάζει δεύτερο μετά το στάρι και πριν από το λάδι”.

“Ένα ποτήρι κρασί ουδέποτε βλάπτει” είπε αποφθεγματικά ο πατέρας μου και συμπλήρωσε “δύο δε, μάλλον ωφελούν”

και όλοι, με τον ηγούμενο πρώτον, ξέσπασαν σε γέλια.

Το μόνο που μας ενοχλούσε καθώς τρώγαμε ήταν ένα τσούρμο φαλαγγίτες, που είχαν επίσης έρθει εκδρομή στο μοναστήρι, γιατί κάνανε πολλή φασαρία με τις φωνές τους, τις σάλπιγγες και τα τύμπανά τους. Ο ηγούμενος δεν έκρυβε τη δυσφορία του και σε μια στιγμή τον άκουσα να λέει στον πατέρα μου χαμηλόφωνα

“Να ήταν άλλοι καιροί, θα τα είχα πετάξει τα κωλόπαιδα έξω, με τις κλωτσιές. Τώρα, τι να κάνω, τους ανέχομαι. Άσε που δεν μπορώ να χορέψω τσάμικο. Θα με κάρφωναν αμέσως”

“Στο Δεσπότη;” ρώτησε ο πατέρας μου

“Όχι στο Δεσπότη. Τι δουλειά έχουν μ’ αυτόν. Άσε που ο Ειρηναίος είναι εντάξει σε όλα του. Σ’ αυτόν τον αρχιβλάκα το Νομάρχη θα με χαφιέδιζαν”.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που άκουσα έναν καλόγερο να λέει κακές λέξεις όπως “κωλόπαιδα” και γενικά να μιλάει μάγκικα. Στο μεταξύ οι μεγάλοι έπιασαν κουβέντα για την κατάσταση στην Ευρώπη. Όλοι περίμεναν πως πολύ σύντομα θα ξεσπούσε παγκόσμιος πόλεμος. Ο Άγης νόμιζε πως “παγκόσμιος πόλεμος” θα πει να πάει όλος ο κόσμος στον πόλεμο, άντρες γυναίκες ακόμα και τα μικρά παιδιά, εγώ όμως είχα ρωτήσει τον μπαμπά μου και του εξήγησα. Μας τρόμαξε πάντως η κουβέντα των μεγάλων, ιδίως όταν είπανε για τα ασφυξιογόνα, κάτι αέρια, που θα τα σκορπίζανε με αεροπλάνα πάνω στις πόλεις και όλοι οι άνθρωποι θα σκάγανε από ασφυξία. Καθώς τους άκουγα να λένε όλο για την Αγγλία, δεν κρατήθηκα. Από όλα τα γαλλικά μυθιστορήματα που είχα διαβάσει, είχα σχηματίσει κακή εντύπωση για τους Άγγλους και την Αγγλία. Ακόμα και στα “τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ” ή στις “20.000 λεύγες υπό την θάλασσαν” του Ιουλίου Βερν, το αντιαγγλικό πνεύμα ήταν διάχυτο. Χωρίς να με ρωτήσει κανένας, δήλωσα με παρρησία

“Εγώ τους Άγγλους τους μισώ”

Ο Άγης τότε μου ψιθύρισε συνωμοτικά

“Ο κύριος Τουλ είναι αγγλικής καταγωγής”

Τα έχασα. Δεν ήξερα τι να κάνω, γιατί τον συμπαθούσα τον κύριο Τουλ. Μάζεψα όλο το θάρρος μου και τον ρώτησα

“Σας πείραξε αυτό που είπα κύριε Τουλ;”

Αυτός χαμογέλασε, μου χάιδεψε το κεφάλι και μου ’πε

“Γιατί να με πειράξει; Ο παππούς μου δεν ήταν Άγγλος αλλά Ιρλανδός. Και οι Ιρλανδοί επίσης δεν αγαπάνε τους Άγγλους”.

Τον κύριο Τουλ, δεν τον συμπαθούσα μόνο εγώ, αλλά και ο μπαμπάς μου, και η μαμά μου, και ο κύριος Παύλος, και η κυρία Μέλπω. Ήταν άνθρωπος ευγενικός και ευαίσθητος, φορούσε μπερέ σα ζωγράφος, και έπαιζε πολύ καλό πιάνο. Για το πόσο ευαίσθητος ήταν, ο πατέρας μου μας διηγήθηκε μια φορά γελώντας πως, πηγαίνοντας ένα πρωί στην Τράπεζα, τον είδε κατάχλωμο, κουρασμένο και με μάτια κομμένα. Όταν τον ρώτησε τι έχει, αυτός του απάντησε πως όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι γιατί κάποιος γείτονας, προφανώς πολύ άρρωστος, ίσως ετοιμοθάνατος, βογκούσε δυνατά.

“Να, στήσε αυτί. Ακόμα βογκάει” πρόσθεσε

Ο πατέρας μου τότε τον πήρε και βγήκανε στην πόρτα της Τράπεζας και του ’δειξε τον “ετοιμοθάνατο γείτονα που βογκούσε”: Ήταν ένα μαδέρι καϊκιού αραγμένου αντίκρυ, που η άκρη του, καθώς, με το κούνημα του καϊκιού, σερνόταν στο μουράγιο, έβγαζε έναν ήχο, παρόμοιο με παρατεταμένο βογκητό.

“Να πάρει η ευχή! Αυτό το μαδέρι δεν μ’ άφησε να κοιμηθώ όλη τη νύχτα”

Η κουβέντα των μεγάλων γύρισε ύστερα στο ζήτημα αν τα ζώα έχουν ψυχή. Η κυρία Μέλπω υποστήριζε πως δεν έχουν, ο πατέρας αντίθετα έλεγε πως έχουν, αλλά μικρότερη από των ανθρώπων.

“Η ψυχή δεν είναι όργανο, σαν την καρδιά ή το συκώτι, ψυχή είναι τα συναισθήματα, τα ένστικτα, οι σκέψεις, με λίγα λόγια η συνείδηση και το υποσυνείδητο. Άρα και τα ζώα έχουν ψυχή, σε μικρότερο βαθμό από τους ανθρώπους”.

Η συζήτηση φούντωσε αλλά εγώ βαρέθηκα να τους ακούω. Πήρα τον Άγη, τη Μάρθα και άλλα δυο παιδιά και παίξαμε κυνηγητό. Όταν κουραστήκαμε, καθίσαμε στα σκαλιά της εκκλησίας και ο Στεφανής, το ένα από τα παιδιά που ήρθαν μαζί μας στην εκδρομή, μας έμαθε ένα πολύ ωραίο τραγούδι, για “ένα μικρό καράβι που ήταν αταξίδευτο”. Το τραγούδι αυτό μας άρεσε πολύ, το μάθαμε απέξω και σ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής το τραγουδούσαμε, όχι μόνο εμείς, οι πέντε μικροί, αλλά και αρκετοί από τους μεγάλους.

Ο μπαμπάς μου δεν σύχναζε σε καφενεία. Όταν σχολνούσε από την Τράπεζα ερχόταν κατευθείαν σπίτι και περνούσε την ώρα του κουβεντιάζοντας με τη μαμά μου, παίζοντας μαζί μου, διαβάζοντας ή μαστορεύοντας. Εντούτοις, δυο απογεύματα τη βδομάδα, θα πήγαινε σ’ ένα καφενείο της παραλίας, όπου έπαιζε με τις ώρες σκάκι. Καμιά φορά, όταν ο Άγης έκανε μάθημα βιολιού και η Μάρθα πήγαινε με τη μαμά της στον εσπερινό, ο μπαμπάς μου μ’ έπαιρνε μαζί του στο καφενείο. Βαριόμουν να τον παρακολουθώ να παίζει σκάκι, είτε με τον κύριο Γκιώνη είτε με τον κύριο Πολυχρονίου, και άρχιζα τις σκανταλιές. Ευτυχώς στο καφενείο υπήρχε μια πολύ καλόβολη γάτα, η Ασπρούλα, με την οποία έπιασα φιλίες.

Ο κύριος Γκιώνης ήταν συνάδελφος του μπαμπά μου στην Τράπεζα, ενώ ο κύριος Πολυχρονίου ήταν αξιωματικός, κουτσός και απόστρατος, που έμενε στη γειτονιά μας. Μ’ αυτόν  ο μπαμπάς μου δεν έπαιζε μόνο σκάκι  αλλά ανέπτυξε πιο εγκάρδιες σχέσεις. Αποδείχτηκε πως ήξερε καλά το θείο Αντρέα, με τον οποίον είχαν υπηρετήσει στην ίδια μεραρχία και είχαν συμπολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο, στην εκστρατεία της Ουκρανίας και στη Μικρασία. Ήταν κι αυτός απότακτος του Κινήματος. Και ο κύριος Πολυχρονίου όταν ερχόταν στο σπίτι μας, μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο, αλλά ποτέ δεν μας μιλούσε για σκοτωμούς και άλλα άγρια πράματα.

Σκάκι έπαιζε καμιά φορά ο μπαμπάς μου, όταν δεν υπήρχανε πολλοί πελάτες στο καφενείο και με τον καφετζή, τον κύριο Στέλιο, που ήταν σκακιστής και αριστερός. Αυτό το τελευταίο τον άκουσα που το έλεγε μια φορά, χαμηλόφωνα, στη μαμά μου.

“Ο Στέλιος είναι εντάξει. Δικός μας άνθρωπος” της είπε

Ένα απόγεμα, σ’ αυτό το καφενείο, δεν έπαιξαν σκάκι αλλά πιάσανε κουβέντα και σχεδόν καυγαδίσανε. Αιτία ήταν που η Ρωσία και η Γερμανία υπόγραψαν σύμφωνο φιλίας. Ήξερα πως ο μπαμπάς μου αγαπούσε τη Ρωσία, που την έλεγε πάντα Σοβιετική Ένωση, και τον Στάλιν, ενώ μισούσε τον Χίτλερ και τώρα τον έβλεπα, πολύ στεναχωρημένο, να προσπαθεί να δικαιολογήσει τον “Μουστάκια” όπως έλεγε τον Στάλιν.

“Μα δεν βλέπετε πως είναι κόλπο για να κερδίσει καιρό; Οι Αγγλογάλλοι χρόνια τώρα θέλουνε να στρέψουν τους Γερμανούς κατά των Σοβιετικών, για να κάνουν ύστερα καλά όποιον από τους δυο νικήσει”

Οι άλλοι και κυρίως ο κύριος Στέλιος κι ένα δυο φίλοι του, που δεν τους ήξερα, δεν συμφωνούσαν, κι αυτό στεναχωρούσε ακόμα πιο πολύ τον πατέρα μου. Εκεί που όλοι συμφώνησαν ήταν για κάτι Άγγλους πολιτικούς με παράξενα ονόματα: Τσάμπερλαιν, Χέντερσον, Χάλιφαξ,  που τους έβρισαν με την ψυχή τους. Βαριόμουν και στεναχωριόμουν που μαλώνανε και με μεγάλη ανακούφιση είδα τον πατέρα μου να σηκώνεται και να με παίρνει να φύγουμε.

Στην αρχή του καλοκαιριού είχε έρθει στο νησί ένας κύριος ψηλός και ροδομάγουλος, ο οποίος όμως, μολονότι ξένος, μιλούσε αρκετά καλά τα ελληνικά. Τον έβλεπα να πηγαίνει πολύ συχνά στην Τράπεζα και να κουβεντιάζει με τον πατέρα μου και τον κύριο Τουλ. Όπως μου εξήγησε ο πατέρας μου, ήταν Ελβετός, αλλά ζούσε χρόνια στην Ελλάδα και αγόραζε κρασιά για την Ελβετία. Ένα απόγεμα, λίγο μετά από αυτή τη συζήτηση στο καφενείο, ήρθε στο σπίτι μας μαζί με τον μπαμπά μου.  Με την κυρία Άννα, που τη βρήκε να κουβεντιάζει με τη μαμά μου, μίλησε γαλλικά ενώ με τους γονιούς μου ελληνικά.

“Εδώ πολλοί, όταν νομίζουν πως δεν τους ακούω, με λένε Φραγκό…σκυλο” είπε καθώς συζητούσαν στον πατέρα μου

“Σκυλόφραγκο σε λένε όχι φραγκόσκυλο” τον διόρθωσε εκείνος γελώντας “Έτσι λέμε χαϊδευτικά τους ξένους”.

“Δεν είναι έτσι, δεν είναι για χάδι, το λέτε γιατί δεν μας αγαπάτε”.

“Και πώς να σας αγαπάμε, αφού ετοιμάζεστε να κάνετε πόλεμο” του λέει η μαμά μου

“Όχι εμείς. Εγώ μαντάμ είμαι Ελβετός. Η χώρα μου έχει να πολεμήσει από τον καιρό του Ναπολέοντα. Εμείς είμαστε ουδέτεροι”.

“Και πολύ καλά κάνετε. Σκυλόφραγκοι λοιπόν είναι οι άλλοι, αυτοί που θέλουν τον πόλεμο, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Γερμανοί”.

Ο πόλεμος ξέσπασε μια βδομάδα μετά από αυτή τη συζήτηση. Μας το είπε πρωί -πρωί ο κύριος Πολυχρονίου. Μου φάνηκε μάλιστα ευχαριστημένος.

“Τώρα θα δούνε οι Γερμανοί πόσα απίδια βγάζει ο σάκος” έλεγε ενθουσιασμένος στον πατέρα μου. “Άνοιξαν διμέτωπο αγώνα, από τη μια ο γαλλικός στρατός και ο αγγλικός στόλος, οι καλύτεροι του κόσμου, και από την άλλη, το πολωνικό ιππικό. Δεν τους ξέρεις τους Πολωνούς. Θα τους πάρουν φαλάγγι τους γερμαναράδες. Σε τρεις μήνες θα έχει πέσει ο Χίτλερ”.

Μια βδομάδα μετά, ανοίξανε τα σχολεία. Πήγαινα τώρα στη δευτέρα οκταταξίου. Στα διαλείμματα κουβεντιάζαμε για τον πόλεμο στην Ευρώπη. Οι πιο πολλοί συμμαθητές μου ήταν αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι, αλλά υπήρχαν και πολλοί γερμανόφιλοι, ενώ κανείς τους δεν ήταν ιταλόφιλος. Οι πιο πολλοί από αυτούς τους γερμανόφιλους ήταν βαθμοφόροι στην ΕΟΝ και τώρα ήταν όλο καμάρι, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν καθόλου όπως τα πρόβλεψε ο κύριος Πολυχρονίου. Οι Πολωνοί όχι μόνο δεν πήραν φαλάγγι τους Γερμανούς, αλλά υποχωρούσαν παντού. Οι Γερμανοί είχαν κιόλας φτάσει στη Βαρσοβία. Και από την άλλη, οι Γάλλοι δεν κάνανε τίποτα για να τους βοηθήσουν. Δεν ξεμυτούσαν από τη γραμμή Μαζινό και μόνο μια επίθεση κάνανε, καταλάβανε μια πόλη, το Σααρμπρύκεν, αλλά το κράτησαν μόνο δέκα μέρες, ύστερα γύρισαν στη γραμμή Μαζινό τους.

Κι ο πατέρας μου δεν ήταν ευχαριστημένος κι ας μην αγαπούσε ούτε τους Γάλλους ούτε τους Άγγλους. Τον έβλεπα να σκυθρωπιάζει όταν άκουγε στο ραδιόφωνο για την προέλαση των Γερμανών.

“Ευτυχώς που υπάρχει η Σοβιετική Ένωση και ο Μουστάκιας” έλεγε στη μαμά μου, όταν συζητούσαν χαμηλόφωνα τις ειδήσεις από το μέτωπο.

“Μην κοιτάς που τους κάνουν τώρα τους φίλους. Αύριο θα τους βρουν μπροστά τους” τη διαβεβαίωνε.

Μέσα Νοεμβρίου, μας ανακοίνωσε πως τον μεταθέσανε πάλι στη Μυτιλήνη. Χαρήκαμε πολύ που θα γυρίζαμε στον τόπο μας.

Advertisement

64 Σχόλια προς “Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Αναμνήσεις από τη Σάμο”

  1. Να ζήσετε, Νίκο, να τον θυμάστε.

    Χορταστικό πολύ το σημερινό και δεν ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω. Σαμαροπαΐδα λοιπόν είναι η κοκαλιάρα, δεν τόξερα https://www.slang.gr/lemma/6435-samaropaida
    Όποιος έχει διαβάσει το «Καπλάνι της βιτρίνας», ίδιο μέρος, ίδια εποχή, θα αναγνωρίσει διάφορες καταστάσεις και μέρη (το Λαμαγάρι, βέβαια, είναι το Μαλαγάρι). Τα αναγνώσματα, ο Ιούλιος Βερν σε καθαρεύουσα, μου είναι πολύ οικεία – μερικές φορές παιδικές ηλικίες μοιάζουν κατά βάθος αρκετά με διαφορά μισού αιώνα.
    Αν βρείτε υπερβολική τη γρια που νοσταλγεί την αυτονομία, ας σπαμάρω λίγο – υπήρξε ολόκληρο κίνημα και μάλιστα τρεις φορές! https://dytistonniptiron.wordpress.com/2010/06/03/giagades/
    Και μια απορία: δεν αναφέρει πουθενά την ονομασία Βαθύ; Οι υπόλοιποι Σαμιώτες Βαθύ λένε την πρωτεύουσα, που επισήμως ονομάζεται Σάμος.

  2. Λεύκιππος said

    Το αντικρινο Μαλαγαρι, κυκλοφορεί και σε σαμιωτικο επώνυμο

  3. sarant said

    Καλημέρα, ευχαριστώ για τα πρώτα σχόλια!

    1 Χορταστικό και το σχόλιο 🙂

    Όσο για το Βαθύ, λέει κάπου στο σημερινό κείμενο «πήραμε το λεωφορείο για το Βαθύ».

    Και σε άλλο σημείο του βιβλίου, το 1962 πια, όταν δούλευε στον ΕΟΤ, γράφει:

    Το ξενοδοχείο του ΕΟΤ, η «Ξενία» παρουσίαζε, όπως άλλωστε τα περισσότερα κτίσματα του Οργανισμού, προβλήματα στεγανότητας στις οροφές και στους τοίχους των δωματίων του επάνω ορόφου. Είχα ήδη καθιερωθεί ως ειδικός στον τομέα αυτόν και, στην αρχή του χρόνου, με είχαν στείλει στη Σάμο δυο φορές, να μελετήσω το πρόβλημα, να προτείνω τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν και να επιλέξω τον εργολάβο που θα τις έκανε.
    Πήγα φυσικά μόνος μου. Οι μνήμες από τη διαμονή μου εκεί, πριν από εικοσιτρία χρόνια με κυρίεψαν μόλις πάτησα το πόδι μου στην προκυμαία. Βοήθησε και το ό,τι στο διάστημα που μεσολάβησε ελάχιστα πράγματα είχαν μεταβληθεί, από κτιριολογικής και οικιστικής γενικότερα πλευράς, στην πόλη. Η αλλαγή της ονομασίας της από Βαθύ σε Σάμο (Σάμος, Σάμου) δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί αλλαγή.

  4. Λάμπας said

    «Το νησί μας ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε υποχρεωτική τη διδασκαλία της Εσπεράντο”. Ισχύει;

    Μήπως στο χτεσινό μαρμαγκώθηκε κάποιο σχόλιό μου; Μπορεί βέβαια και να το έσβησα κατά λάθος.

  5. Πέπε said

    3
    Η αλλαγή της ονομασίας από Βαθύ σε Σάμο (Σάμος, Σάμου) ήταν ανόητη:

    Πρώτον, το Βαθύ είναι ιστορικά ο λιμήν Βαθέος, το επίνειο του Βαθιού, που είναι άλλος οικισμός, ορεινός. Αυτό λέγεται Πάνω Βαθύ. Με τη μετονομασία το Πάνω Βαθύ (ξανα)έγινε Βαθύ, πράγμα που φυσικά δεν πέρασε στην τρέχουσα γλώσσα, οπότε οι πινακίδες προς Βαθύ σε στέλνουν Πάνω Βαθύ.

    Δεύτερον, μιλάμε για ένα από τα λίγα νησιά με δύο λιμάνια. Ο άλλος πάει Σάμο, έχει εισητήριο για Καρλόβασι, δεν ξέρει όλες τις γεωγραφικές λεπτομέρειες, ακούει «Καρλόβασι και μετά Σάμο» και λέει «α ωραία, δεν κατεβαίνω εδώ, κατεβαίνω στο επόμενο».

    Τρίτον, υπάρχουν μερικά νησιά τα οποία παραδοσιακά έχουν το ίδιο όνομα με την πρωτεύουσά τους: Χίος, Ρόδος… Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να επιβληθεί το ίδιο και σ’ όλα τα υπόλοιπα, είτε η πρωτεύουσα ονομάζεται Χώρα είτε, ακόμη περισσότερο, αν έχει ξεχωριστό δικό της όνομα όπως εδώ το Βαθύ.

    Τέλος, την Ξενία τη θυμάμαι πριν καμιά δεκαριά χρόνια να δεσπόζει στην παραλιακή, άθλιο, βρωμερό και επικίνδυνο ερείπιο ενός πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπούς κτιρίου. Δεν ξέρω τι άλλαξε έκτοτε.

  6. Α, ξέχασα να πω και κάτι για τη σημαία της Ηγεμονίας. Έχει το ενδιαφέρον της η λεπτομέρεια ότι στους λεγόμενους καταστατικούς χάρτες ή συντάγματα της Ηγεμονίας, ήδη το 1834, η σημαία περιγράφεται ως «τὸ ἄνω μέρος… ἐρυθροῦν καὶ τὸ κάτω κυανοῦν μὲ Σταυρόν» στα ελληνικά κείμενα, ενώ στις οθωμανικές μεταφράσεις απλώς «κόκκινη στο πάνω μέρος και γαλάζια στο κάτω». Άγνωστο αν η παράλειψη του σταυρού έγινε εν γνώσει της οθωμανικής κυβέρνησης, που σκόπευε ενδεχομένως να διατηρήσει ένα σημείο τριβής, παρουσιάζοντας ένα κείμενο λιγότερο υποχωρητικό από τις πραγματικές παραχωρήσεις.

  7. Πέπε said

    6
    Ερυθρούν;; !

  8. Αγγελος said

    Σκέφτομαι συχνά πώς να νιώθοντας οι άνθρωποι το 1939, που έβλεπαν ολοφάνερα το μεγάλο πόλεμο να έρχεται, είκοσι μόλις χρόνια μετά τον προηγούμενο, και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να τον εμποδίσουν…

  9. Αγγελος said

    Λάμπα (4), ισχύει. Βλ. https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%AD%CF%89%CE%BD_%CE%A3%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B7%CF%82
    Αυτό που δεν λέει η Βικιπαίδεια είναι ότι λίγο μετά κάποιοι διέβαλαν τον Σταματιάδη στον Ηγεμόνα ως μασόνο (που όντως ήταν) και Καϊρικό (!), και απαγορεύτηκε η διδασκαλία της Εσπεράντο. Λίγο μετά ενώθηκε η Σάμος με την Ελλάδα και έπαψε να έχει δικό της εκπαιδευτικό πρόγραμμα• ο Σταματιάδης όμως κατόρθωσε και εκμαίευσε επανειλημμένα στο Μεσοπόλεμο εγκυκλίους του Υπουργείου, που επέτρεπαν να διδάσκεται η Εσπεράντο στα σχολεία ως προαιρετικό μάθημα εκτός των ωρών του προγράμματος.

  10. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    Ωραία σχόλια, θα λείψω για μερικές ώρες.

    4 Δεν βρίσκω κανένα σχόλιο πιασμένο

  11. Κυριακή είναι, ας κάνω μια ακόμα παρέκβαση. Ξαναχαζεύοντας το κείμενο έπεσα πάνω στον τίτλο μιας παράστασης του θίασου του Αργυρόπουλου, «Ο υπερφυσικός μπεμπές», και θυμήθηκα ότι ήταν μια έκφραση που άκουγα πού και πού στα παιδικάτα μου, αλλά όπως βλέπω έγινε δημοφιλής και πρόσφατα (βρίσκω αναφορές στον… Τσίπρα). Υπάρχει μια γερμανική ταινία του ’44 (και αν έχετε περιέργεια, νάτη: https://www.youtube.com/watch?v=GYJCGCXXckA ) που φαίνεται να κυκλοφόρησε μ’ αυτόν τον τίτλο στην Ελλάδα αν και ο γερμανικός είναι άσχετος. Το αντίστοιχο βιβλίο είναι του ’33 και βρίσκω πιθανό να είχε πάρει τον ίδιο τίτλο στα ελληνικά: αφορά έναν ενήλικα που αποφασίζει να τελειώσει το σχολείο, μασκαρεύεται σε ανήλικο και κάνει διάφορες φάρσες στην τάξη https://en.wikipedia.org/wiki/Die_Feuerzangenbowle
    Ωστόσο! βρίσκω μια αναφορά σε θεατρική παράσταση του ’27: A. Bach, Ο υπερφυσικός μπεμπές https://www.politeianet.gr/books/thrulos-alkis-idruma-kosta-kai-elenis-ourani-to-elliniko-theatro-protos-tomos-56497 (κριτική της Άλκη Θρύλου, σίγουρα κάποιος από σας θα την εντοπίσει εύκολα). Ο Bach έγραψε μια σειρά δημοφιλών θεατρικών μαζί με τον Franz Arnold, και μάλιστα το «Α.» στον τίτλο της κριτικής είναι λάθος: η Ουράνη θα είδε Arnold-Bach και θα πέρασε το πρώτο επώνυμο για όνομα (Ερνστ τόνε λέγανε στην πραγματικότητα). Εικάζω λοιπόν ότι το έργο είναι αυτό https://de.wikipedia.org/wiki/Hurra,_ein_Junge (η υπόθεση μοιάζει περίπλοκη, αλλά έχει να κάνει με κάποιον ενήλικο που πρέπει να περάσει για μικρότερος).
    Προφανώς η παράσταση ήταν δημοφιλής και ο (αξιομνημόνευτος, άλλωστε) τίτλος έμεινε τόσο στη μνήμη, ώστε να ονοματίσει και την άσχετη ταινία του ’44, αλλά, βλέπω, και ένα μεταφρασμένο κόμικ πολύ αργότερα https://www.greekcomics.gr/forums/index.php?/topic/39532-341%CE%B7-%CE%B5%CE%B2%CE%B4%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1-08-%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%BF%CF%85-2013-%CE%BF-%CF%85%CF%80%CE%B5%CF%81%CF%86%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%83-%CE%BC%CF%80%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%83-lacey-mike/

  12. Τι ωραία αφήγηση!
    Κι εγώ θυμήθηκα, φυσικά, το «Καπλάνι» (το οποίο είδα και πάλι μαζί με τον γιο μου πολλές φορές). Όχι μόνο ο τόπος και η εποχή, αλλά αυτή η τόσο πετυχημένη «προβολή» της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στην καθημερινότητα των ανθρώπων και μάλιστα στο βίωμα των παιδιών (στα παιχνίδια, στα αστεία τους, στην περιέργειά τους καθώς ανακαλύπτουν τον κόσμο των μεγάλων).
    Ωραίες όλες οι πτυχές της ιστορίας (αλλά ξεχωρίζω το ερωτευμένο άλογο!) και δοσμένες με αυτό το υποδόριο χιούμορ που ταιριάζει (κάνει μια ωραία αντίστιξη) με τη μουντή εποχή στην οποία αναφέρονται. Με δυο λόγια: το απόλαυσα, ευχαριστώ!
    (Να ζήσετε να τον θυμάστε, Νικοκύρη – και να τον τιμάς πάντα τόσο όμορφα…)

  13. Καλημέρα

    Κείμενα που διαβάζονται πολύ ευχάριστα και ενδιαφέροντα, άξια να μνημονεύονται και να μνημονεύεται μαζί τους ο συγγραφεύς.

    … υπηρετούσε ως τριατατικός … βρήκα πως υπηρετούσε στα τρία ταυ υπουργείου (Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων, Τηλεφώνων) και όχι ειδικός στο ηλεκτρικό ρεύμα ταυ-τρία (βιομηχανικό)

    Το άλογο είναι εξαιρετικά έξυπνο και πιστό στον σύντροφο που θα επιλέξει. Υπήρχε άλογο του ιπποδρόμου που για να το φέρουν από τον στάβλο στον στίβο φέρνανε μαζί και τον συγκάτοικό του στο παχνί, ένα πρόβατο ! Χωρίς αυτό δεν έκανε βήμα μόνο του στους δρόμους !!

  14. 7 Έτσι γράφει https://foundation.parliament.gr/el/deltia-typou/syntagmatika-keimena-tis-igemonias-samoy σ. 241, 260 κ.α.

  15. Spiridione said

    Να τον θυμάστε Νικοκύρη.
    11. Και μένα μου είναι πολύ οικείο.

  16. 15 Η εικόνα δεν φαίνεται όμως!

  17. Spiridione said

    16. Αν πατήσει πάνω φαίνεται. ή εδώ
    https://www.searchculture.gr/aggregator/edm/ELIA/000100-29_331510
    Η έκφραση άλλωστε είναι καταγεγραμμένη και στο ΛΚΝ

  18. Ωραίο κομμάτι και αυτό. Πλούσιο.

  19. Costas Papathanasiou said

    Καλημέρα.
    Σύμπλευση γραφής και μνήμης με την κορίτα(*) της ψυχής που αναπλέει τους καταρράκτες του βιβλικού ουρανού και σπάει τη γραμμή Μαζινό-Οριζόντων του Μουστάκια Σκυλόφραγκου Πανδαμάτορα, φυλακίζοντάς τον σε αγκαλιά σφιχτή,παιδική, εκεί όπου:
    “Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν/ Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών” και «Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων• παιδὸς ἡ βασιληίη». Εκεί όπου και:
    Η Μνήμη:/Καντήλι ακοίμητο,
    του Μίμη/πόνημα αμίμητο.
    [(*) και κορύτος(=ξύλινη ταΐστρα)<πρωτοσλαβικό *koryto < ΠΙΕ*(s)kor-, *(s)ker- (“κόβω”) +‎ *-yto, πρβλ. Λιθ. prãkartas (“ταΐστρα, σκάφη”), Παλαιο-Πρωσ. pracartis (“σκάφη”),βλ. https://en.wiktionary.org/wiki/Reconstruction:Proto-Slavic/koryto ]

  20. Α ωραία, οπότε από τη διανομή των ρόλων επιβεβαιώνεται η μαντεψιά μου για το έργο.

  21. Reblogged στις anastasiakalantzi59.

  22. Καλημέρα,
    5 Το αντίθετο έγινε με τη Μυτιλήνη που από όνομα της πόλης έγινε και όνομα του νησιού 🙂
    Υπάρχουν αρκετά νησιά που το όνομα της (κύριας) πόλης τους είναι ίδιο (τα περισσότερα επτάνησα και κυκλαδονήσια π.χ.) αλλά δεν είναι πάντα παράλια η πόλη αυτή κι εκεί να δεις μπερδέματα 🙂
    Το ότι το Βαθύ μετονομάστηκε επίσημα σε Σάμο (μαζί με άλλους οικισμούς) το συνειδητοποίησα όταν πήγα στο νησί. Μέχρι τότε είχα μια σύγχυση γιατί τα λένε έτσι. Τότε έμαθα και περισσότερα περί αυτονομίας και είδα και το έμβλημα με τις δυο σημαίες που λέει ο Δύτης στο 6

  23. @11 Βρήκα στο ΕΛΙΑ πρόγραμμα από παραστάσεις στην Κέρκυρα (την άλλη μερια της Ελλάδας) το 1936.

    Το είχε μετεφράσει ο ίδιος ο Αργυρόπουλος

  24. Προφανώς στο σχολιο 23 ειχε μεταφράσει αλλά δεν μπορώ να εμφανίσω την εικόνα με το πρόγραμμα πρέπει αν πατήσετε στο εικονίδιο για να το δείτε.

  25. Λάμπας said

    9. Πολύ ενδιαφέρον! Ένας Έλληνας γιατρός, αφιερωμένος στη διάδοση της εσπεράντο, σε μια εποχή εθνικισμών και πολέμων, που το ζητούμενο είναι το πώς θα ξεχωρίσουμε από τους άλλους. Μήπως οι κατηγορίες για Καϊρισμό είχαν κάποια βάση (π.χ. θεοσοφισμός); Ταιριάζει στη προσωπικότητά του, όπως αυτή διαγράφεται στο άρθρο.

  26. Eίχε αναφερθεί το πρόγραμμα στο σχόλιο 15.
    Στην Εφημερίδα των Συνταχτών ο Τάσος Κωστόπουλους και ο Δημήτρης Μάντζαρης αναφέρουν γεγονότα που εμείς τα ξέραμε από το Δημήτρη Σαραντάκο
    https://www.efsyn.gr/themata/kryfa-hartia/371320_ekei-poy-eam-nikise-ton-dekembri

    Από τα Ευτυχισμένα Καλοκαίρια την κατάσταση στην εαμοκρατούμενη Λέσβο και τα γεγονότα του Go back σε άρθρο του:
    https://sarantakos.wordpress.com/2016/12/20/goback/

  27. Georgios Bartzoudis said

    Ας είναι αιώνια η μνήμη του Δημητρίου Νικ. Σαραντάκου!
    Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου ίνα ευ σοι γένηται και ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης (αν το γράφω σωστά). Το ενστερνίζομαι πλήρως, όχι μόνο επειδή το λέει η Παλιά Διαθήκη αλλά και διότι το έχω βαθιά ριζωμένο.
    Σήμερα όμως νοιώθω και μια άλλη εγγύτητα προς τον πατέρα Σαραντάκο, αφού και ο υποφαινόμενος «στα τέλη της δεκαετίας του 1970 προσλήφθηκε … στην Αγροτική Τράπεζα» (ως και ο πατήρ Σαραντάκος, σύμφωνα με το βιογραφικό σε παλιότερο άρθρο), από την οποία όμως απεχώρησα το επόμενο έτος.
    Ατυχώς, η παραπομπή του βιογραφικού: «παρουσίαση του πατέρα μου από το Εμπρός», δεν δουλεύει. Σε κάθε περίπτωση, «λίγοι περπατούσανε τότε με τις κούρσες», που λέει και λαϊκός βάρδος.

  28. «Το περιοδικό μας» https://www.palaiobibliopolio.gr/%CE%A4%CE%BF-%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%9C%CE%B1%CF%82-%CE%88%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%91%CE%84-%CE%91%CF%81%CE%B9%CE%B8-1-6-%CE%99%CE%B1%CE%BD-1939-p-25152.html
    Στο γκουγκλ διαβάζω ότι ήταν «Εβδομαδιαία προσπάθεια του εκδότη Π.Δημητράκου, εκδόθηκε για πρώτη φορά στις 6 Ιανουαρίου 1939 και σταμάτησε μετά από 25 κυκλοφορίες στις 13…» – δυστυχώς για να πάω παρακάτω πρέπει να πατήσω το λινκ και, επειδή έχω ήδη δει ένα-δυο πράγματα σ’ αυτό το φόρουμ, μου ζητά να γραφτώ: https://www.greekcomics.gr/forums/index.php?/topic/12884-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CF%83/

  29. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Να ζήσετε πολλά πολλά χρόνια Νικοκύρη, να κρατάτε ζωντανή τη μνήμη του! Ας είναι αιώνια!
    Δεν ξέρω πώς γίνεται, με το που θα δω/συνειδητοποιήσω 17.12. θυμάμαι ότι είναι η ημερομηνία του φευγιού του, μολονότι το ιστολόγιο το ανακάλυψα λίγο καιρό μετά.
    Και χθες δηλαδή, πρώτο πρώτο αυτό σκέφτηκα.
    Πόσες ωραίες στιγμές μάς έχει χαρίσει με τα γραπτά του!
    Το σημερινό πάλι, χάδι στην ψυχή, παρά τα σύννεφα, το φόβο κι εντέλει την έναρξη του πολέμου που περιγράφονται.
    Η μόνη μας πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια

    Μια διόρθωση
    >>Είδα τη μαμά του να γίνεται άσπρη σα χαρτί,
    τη μαμά μου

  30. Γιαννιτσιώτης said

    Καλησπέρα κι από εμάς. Τίποτα δεν δείχνει την ανέλπιστη + εντελώς ανεξήγητη χριστιανική στροφή του αγαπητού μας κυρίου Νίκου από την παρούσα ανάρτηση: Μάς παραπέμπει σε δεκάδες ποιήματα των αειμνήστων (πατρός) Δημήτρη + (πάππου) Νίκου Σαραντάκου, καταφέρνοντας να μάς αποκρύψει το μακράν καλύτερο ποίημα του πάππου του, που εγράφη κατά την διάρκεια της 4ης Αυγούστου στην νήσο Σάμο…

    Το εν λόγω διαμάντι 24 καρατίων θα έπρεπε να μπεί υποχρεωτικά στα νεοελληνικά αναγνωστικά όλων των τάξεων Γυμνασίου + Λυκείου για να ξεστραβωθούν εν ριπή οφθαλμού τα αποβλακωμένα από την χριστιανική προπαγάνδα Ρωμιόπουλα. Όλοι οι ειδήμονες συμφωνούν ότι και μόνο γι’ αυτό το ποίημα, ο πάππος Νίκος Σαραντάκος έχει εξασφαλίσει μια σημαντικότατη θέση στην Νεοελληνική Ποίηση…

    Το παραθέτω ευθύς αμέσως προς ενημέρωσιν των νεωτέρων αναγνωστών του Σαραντακείου Ιστολογίου…

    «ΧΡΙΣΤΕ
    Χριστέ, γιατί γεννήθηκες μες στου χειμώνα την καρδιά
    και τέτοια δίδαξες θρησκεία;
    Προτού να ρθεις εμοιάζαμε ξέγνοιαστα κι άταχτα παιδιά
    κι ήταν η ζήση μας απλή, με φως γεμάτη κι ομορφιά
    κι απ’ την ψυχή μας άγνωστη και ξένη η αμαρτία.
    Ό,τι κι αν κάναμε κακό, ήταν απλό και φυσικό
    κι όμοιοι μας ήταν κι οι θεοί μας.
    ‘Ηταν ανθρώπινοι θεοί, με τίποτα το θεϊκό
    που μας γελούσαν στοργικά, που συγχωρούσαν το κακό
    κι ήτανε πάντα μέσα μας και πάντοτε μαζί μας.
    Μα εσύ τους έδιωξες αυτούς, τους πρόσχαρους, τους αφελείς
    θεούς, που μας πονούσαν τόσο
    και ξέσκισες τους νόμους μας, τους ανθρωπίνους κι ατελείς,
    νόμους ωστόσο μιας ζωής, γλυκειάς και διάφανης κι απλής
    και μάρανες την ηδονή, την άνοιξη, τη δρόσο.
    Από τα βάθη του αχανούς, του ακατανόητου ουρανού
    μια φοβερή έφερες εικόνα
    ενός ανάλγητου θεού, σκληρού, στυγνού και σκοτεινού
    κι είπες πως είν’ αμάρτημα και το τραγούδι του πτηνού
    και της κοπέλας τ’ όνειρο, κι η μυρουδιά του ανθώνα.
    Νόμους εθέσπισες σκληρούς με τη στυγνή σου διδαχή
    και σκότωσες την ευτυχία.
    Απάρνηση κάθε χαράς, σκοτάδια μέσα στην ψυχή,
    κάθε χαμόγελο γλυκό, κάθε χαρούλα μας φτωχή
    είναι θανάσιμο κακό και ρύπος κι αμαρτία.
    Ποτές δε χάρηκες το φως. Σε θέλγαν πάντα τα κεριά
    και των ναών σου το ημίφως.
    Οι προσευχές σου ψάλλονται με μια κατάνυξη βαριά.
    Δεν χάρισες στον άνθρωπο ούτε μια στάλα λευτεριά
    και οι πιστοί σου ήθελες να ’χουμε δούλων ήθος.
    Κι όπως γεννήθηκες Χριστέ μες στου χειμώνα την καρδιά
    που σύμβολο στη σκοτεινή σου στάθηκε θρησκεία,
    για να πεθάνεις διάλεξες κάποια χαρούμενη βραδυά
    κι ερύπανες της άνοιξης τη ζωογόνα ευωδιά
    με του φριχτού σου λιβανιού τη δυσωδία.
    (Σάμος, 24.12.1937)»

    Και ο τελευταίος κάφρος αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το ανωτέρω αριστούργημα, θα το προσυπέγραφαν και με τα δυό τους χέρια ο Μέγας Ιουλιανός, ο Κέλσος, ο Πορφύριος, ο Πλήθων Γεμιστός, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Κωνσταντίνος Σάθας και τα άλλα παρεξηγημένα παιδιά που από πολύ νωρίς κατάλαβαν τί καταστροφική ασθένεια είναι η Θρησκεία των Γαλιλαίων…

  31. aerosol said

    Ο δικός σου άνθρωπος έχει γίνει και λίγο δικός μας..
    Πλούσιο το σημερινό, και γοητευτικό το ερωτευμένο άλογο.

  32. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Εκείνο το καλοκαίρι επίσης παρατήρησα ένα σχετικά σπάνιο και περιοδικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο, που οι ντόπιοι ονόμαζαν πλορέντζα.
    Προβέτζα το περιγράφουν σε νεότερες αναφορές.
    Βρίσκει κανείς πολλές φωτό, παλιότερες και νεότερες αλλά αυτή, που μου φάνηκε από τις πιο δυνατές, είναι από επαγγελματία φωτογράφο.
    «Ο Νίκος Νόου, ένας από τους σημαντικούς φωτογράφους της Σάμου αλλά και της Ελλάδας, είχε το φωτογραφείο του πάνω στην παραλία της Σάμου στο ύψος του ξενοδοχείου “Ξενία”. Εκείνη την Πέμπτη στις 8 Μαρτίου του 62, ο παραλιακός δρόμος ήταν αδιαπέραστος. Η θάλασσα έφτανε μέχρι τα μαγαζιά του εσωτερικού σχεδόν δρόμου και ο κ. Νίκος, μέσα από την τζαμαρία του μαγαζιού αρχικά προσπαθούσε να απαθανατίσει το σπάνιο φαινόμενο.
    https://www.isamos.gr/spanies-palies-fotografies-tis-samou/
    Φωτό 75/117
    https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcRPDBitaib9Lxi_RiDlUylYXKmqcUBMICtRHYy9atgN1w&s
    Την παραλία της Σάμου χτυπά η προβέτζα στις 8-3-1962. Η αγορά.

  33. sarant said

    Eυχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    13 Ναι, τριατατικός ο υπάλληλος των ΤΤΤ, προγόνου των ΕΛΤΑ/ΟΤΕ. Ο Φλωράκης ήταν τριατατικός.

    27 Ναι, για μας είναι γνωστά -εκτός από το ημερολόγιο του αντιεαμίτη νεαρού.

    28 Ο πατέρας μου προσλήφθηκε στην ΑΤΕ στο τέλος της σταδιοδρομίας του, αφού είχε κάνει δεκαετίες ελεύθερο επάγγελμα.

    30 Να’σαι καλά, μερσί και για τη διόρθωση

    33 Α μπράβο, και τεκμηρίωση για την προβέτζα

  34. ΜΙΚ_ΙΟΣ said

    Απολαυστικό ως προς το περιεχόμενο, χορταστικό ως προς το μέγεθος, πλούσιο σε ποικιλία θεμάτων…
    Αιωνία του η μνήμη του Δημήτρη Σαραντάκου!

    >>…μια από τις οποίες μάλιστα διαδραματιζόταν στον άγνωστο πλανήτη Διόνυσο, όπου είχε φτάσει ένα διαστημόπλοιο με επιστήμονες από τη Γη.

    Θυμήθηκα που διάβαζα μετά μανίας ένα παρόμοιο ανάγνωσμα, που δημοσίευε σε συνέχειες μια τοπική εφημερίδα (πιτσιρικάς, τέλος 50s- αρχές 60s). Και περίμενα με λαχτάρα να φέρει την εφημερίδα ένας θείος μου, όταν τα καλοκαίρια επισκεπτόμουν σχεδόν καθημερινά τον μικρό κήπο του σπιτιού του, περισσότερο για να διαβάσω τη … συγκλονιστική συνέχεια.

    33, 35.
    Η προβέτζα που περιγράφεται από τον Δ.Σ. και αναφέρεται στο λινκ της ΕΦΗΣ είναι, προφανώς, αυτό που μάθαμε ως τσουνάμι. Φαίνεται, όμως, (προβέντζα ή πρεβέτζα) να είχε/έχει τη σημασία ειδικής κακοκαιρίας, που προκαλείται από (βορειο- ή νοτιο-) δυτικούς ανέμους, με κύματα ιδιαίτερα σφοδρά.

  35. Ευχαριστούμε Νίκο, νάστε καλά να τον θυμάστε και να τον τιμάτε.

  36. leonicos said

    Πολύ ζωντανό και ωραίο. Με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία

  37. 33, 35
    Σε πιάνει -μην το πεις αλλού- σα γάτα η λαμαρίνα
    και σε σαστίζει ξαφνικό προβέντζο του καιρού

  38. leonicos said

    Πού είναι το ο Σαραντάκος τραγουδάει που εμφανίστηκε για μια στιγμή;

  39. Παναγιώτης Κ. said

    Παίρνω μια λέξη από γνωστό ρητό για να χαρακτηρίσω τον ΔΣ.
    Υπήρξε λοιπόν όλβιος και την ολβιότητα του την πρόσφερε η γραφή.
    Παράδειγμα προς μίμηση.

  40. sarant said

    38 Mπράβο, καλά που το θυμήθηκες

    39 Ήταν ένα προσχέδιο που είχα βάλει για να θυμάμαι τη σημερινή μέρα. Αλλά το άρθρο αυτό το είχα ήδη ανεβάσει πριν από 3 χρόνια, οπότε προτίμησα το σημερινό. Θα το βρεις εδώ:

    Μνήμη Δημήτρη Σαραντάκου (1929-17.12.2011): Πέντε τραγούδια

  41. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    22, 5>>υπάρχουν μερικά νησιά τα οποία παραδοσιακά έχουν το ίδιο όνομα με την πρωτεύουσά τους: Χίος, Ρόδος…
    Αρκετά, Νάξος, Μήλος, Άνδρος, Τήνος, Ζάκυνθος, Κέρκυρα, Λευκάδα,κ.α. και ήταν πολλές οι φορές που, όταν έλεγα ότι είμαι από την Κρήτη, μ΄είχαν ρωτήσει (σπάνια πια), μέσα από την Κρήτη;
    Έχω απαντήσει κάτι φορές, όχι , λίγο έξω, από τη Φαλκονέρα αν έχεις ακουστά! 🙂

  42. # 34 α

    Ναι, διάβασα για Τηλεγραφεία αλλά δεν θυμάμαινα υπήρχαν χωριστά από Ταχυδρομεία ή Τηλεφωνεία του κατόπιν ΟΤΕ. Βέβαια θυμάμαι τα τηλεγραφήματα που κατέφθαναν σωρηδόν σε γάμους, βαφτίσια κηδείες και μνημόσυνα ή σαν έκπληξη- αναγγελίας χρμόσυνου ή λυπητερού γεγονότος. Ηταν η αγωνία μέχρι να δεις τον παραλήπτη και μετά το θέμα με λίγες λέξεις-η χρέωση ήταν ανάλογη των λέξεων. Το φαξ αρχικά και το ιμέηλ, πιο διαδεδομένο αργότερα, συν την καλυτέρευση των υπεραστιών τηλεφωνημάτων, έκαναν μουσειακό δείγμα τα τηλεγραφήματα, στερώντας την λαχτάρα του ανοίγματος και την ανάγνωση στους ενδιαφερομένους, το βλέπουμε μόνο σε ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες.

    Ενας φανταστικός μονόλογος προς τον Γιώργο Σουρή :

    Φίλτατε,

    Αυτό το τηλεγράφημα
    Στα χέρια σου σαν φτάσει
    Κι’ είναι νωρίς τ’ απόγευμα
    Λιγάκι πριν βραδιάσει
    Να θυμηθείς στις γλάστρες σου
    Λίγο νερό να ρίξεις,
    Δυό ρίζες δενδρολίβανο
    Να τις κορφολογήσεις

    Σαν το διαβάζεις, ξάπλωσε
    Με το χαρτί στο χέρι
    Μπορει στο τηλεγράφημα
    Να κρύβεται χουνέρι
    Μπορεί και νά’ναι γιά καλό
    Ποιός τάχατες να ξέρει ;
    Να λέει πως ο φίλος σου
    Ακρας υγείας χαίρει

    Αλλά – στο φέρνω μαλακά –
    Την σήμερον ημέρα
    Παν’ τα τηλεγραφήματα…
    Τα φαξ τα κάναν πέρα

  43. Πέπε said

    42
    Παραδοσιακά (επιμένω σ’ αυτό) όχι. Στη Νάξο τη λένε Χώρα, στην Άνδρο επίσης, κλπ. Οι επίσημες ονομασίες, ενίοτε σε συμφωνία και με τις αρχαίες, συχνά δε συμφωνούν με τις πρακτικώς ισχύουσες.

    Το «από μέσα από την Κρήτη» το ‘χω ακούσει κι εγώ. Όχι, απ’ έξω, από μέσα από τη θάλασσα.

  44. Μπερδεγουέι, η Σάμος έχει ΚΑΙ Χώρα – αλλά δεν είναι η πρωτεύουσα.

  45. Νίκος Κ. said

    Να ζήσετε Νίκο, να τον θυμόσαστε και να τον μνημονεύεις.

    Σήμερα διάβασα στον ιστότοπο της Εφημερίδας των Συντακτών ένα δημοσίευμα για τη Λέσβο με τίτλο «Εκεί που το ΕΑΜ νίκησε τον Δεκέμβρη» και θυμήθηκα πως πρέπει να έχεις αναφερθεί σχετικά

    https://www.efsyn.gr/themata/kryfa-hartia/371320_ekei-poy-eam-nikise-ton-dekembri

  46. Theo said

    Ωραία, στρωτή και ρέουσα η αφήγηση του Δημήτρη Σαραντάκου (ο Θεός να τον αναπαύσει!) Τον βρίσκω καλύτερο στα αυτοβιογραφικά από τα μυθιστορηματικά του.

    Και σε μένα άρεσε η ιστορία με το ερωτευμένο άλογο.

    “Δεν νίκησαν οι Μπολσεβίκοι το γαλλικό στρατό” άρχισε να φωνάζει “τον υπονόμευσε η κομμουνιστική προπαγάνδα και η ανταρσία του στόλου.

    Θυμάμαι τον αγαπημένο μου παππού, που πολέμησε στην Ουκρανία το 1919, να μου λέει για τους Γάλλους πως δεν πολέμησαν καθόλου και πως το βράδυ της παραμονής της αναχώρησής τους από την Οδησσό οι μισοί δεν ανέβηκαν στα καράβια γιατί είχαν μεθύσει το βράδυ στα καταγώγια της πόλης. Από μια προ μηνών συζήτηση εδώ είχα μάθει πως έμειναν εκεί γιατί είχαν γίνει κομμουνιστές κι όχι γιατί δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το μεθύσι της προηγούμενης (κάτι που ασφαλώς θα είπαν οι Έλληνες αξιωματικοί στους στρατιώτες τους).

    Ο «ασβός» ξαναφάνηκε 😦

  47. Χαρούλα said

    Ευχαριστούμε Νικοκύρη.
    Εύχομαι νάστε καλά να τον θυμάστε και να τον τιμάτε.

  48. @46 Δείτε τα σχόλια 27 και 34.

    Τα έχει περιγράψει τόσο γλαφυρά ο Δημήτρης Σαραντάκος!

  49. sarant said

    Ευχαριστώ πολύ για τα νεότερα!

    43 Τώρα πια, παν και τα φαξ 🙂

  50. Αγγελος said

    Λάμπα (26), σαφώς ο Ανακρέων Σταματιάδης πρέπει να ήταν πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Με θεοσοφία δεν ξέρω αν είχε ανακατευτεί, αλλά έχει γράψει ο ίδιος σ’ένα από τα περιοδικά που κατά καιρούς έβγαζε ότι το 1947 (αν θυμάμαι καλά) επισκέφθηκε ένα μέντιουμ και ζήτησε να καλέσει το πνεύμα του Ζάμενχοφ· το πνεύμα εμφανίστηκε, και όταν ο Α. Σ. του ζήτησε (στην Εσπεράντο, φυσικά) συμβουλές, του απάντησε Atentu pri li — το οποίο στην αρχή το ερμήνευσε ως «πρόσεχέ τον», αλλά μετά σκέφτηκε πως μάλλον θα εννοούσε «πρόσεχε τον (Τrygve) Lie», τον τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ 🙂
    Παράλίγο να τον γνωρίσω· πέθανε σε βαθύτατα γεράματα το 1964, κι εγώ πρωτοπήγα στον Ελληνικό Εσπεραντικό Σύνδεσμο το 1966. Εσπεράντο μου δίδαξε η κόρη του, η μακαρίτισσα Ρωξάνη Μανούσου, ο γαμπρός της οποίας, Σπύρος Σαραφιάν, είναι από τους ελάχιστους δραστήριους Έλληνες εσπεραντιστές εν ζωή (έχει γράψει διδακτικό βιβλίο και λεξικό, που δυστυχώς δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο, και έχει μεταφράσει τον Ηρόδοτο και άλλα έργα αρχαίων συγγραφέων. Όλο λέω να προσπαθήσω να τον πείσω να τα διαθέσει στο Διαδίκτυο 🙂 )
    Ψάχνοντας να βρω περισσότερες πληροφορίες στο Διαδίκτυο για την εσπεραντική δραστηριότητα του Σταματιάδη στη Σάμο, βρήκα ένα άρθρο σε … ομογενειακή εφημερίδα της Αυστραλίας

  51. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>Η χρυσοφόρος φλεψ
    του Αντρέ Λορί
    Μετάφραση Γρηγ. Ξενόπουλος
    https://www.katiousa.gr/logotechnia/charis-sakellariou-o-grigorios-ksenopoulos-kai-i-paidiki-logotechnia/

  52. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>και ο κύριος Παπανικόλας είχε συμπληρώσει, συμφωνώντας μαζί του, πως “είχε αλλάξει τον ρουν της ιστορίας”.
    Προφανώς αναφέρεται στον γνωστό πνευματικό άνθρωπο Στρατή Παπανικόλα (στη Μυτιλήνη) εκδότη του Τριβόλου – πατέρας της Ρηνιώς (έχουμε δω διαβάσει την αλληλογραφία του με τον παππού Σαραντάκο-και το ποίημα στη γέννησή της)

  53. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    51, Αγγελε, με το γκούγκλιν ηύρα αυτό
    https://mpalos.blogspot.com/2016/05/blog-post_31.html

  54. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    54

    Δρ. Ανακρέων Σταματιάδης, ο κορυφαίος Έλληνας εσπεραντιστής

  55. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    54 (και δεν είχα ως το τέλος διαβάσει-τό πόσταρα βιαστικά!)
    Ένας θείος της μαμάς μας, ο Ανακρέων Σταματιάδης, γιατρός και ιδρυτής στην Ελλάδα του Εσπεράντο, είχε γράψει το 1933 ένα βιβλίο, Οι Δελφινόσημοι.
    (…)
    Θυμάμαι τον καθηγητή Βυζαντινολόγο Νίκο Βέη που κάποτε τον συνάντησα και δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα πως είμαι από τη Σάμο. «Είστε κι εσείς Δελφινόσημος;» 
    Μα τίποτα δεν του ξέφευγε! Ως και το βιβλίο για τους Δελφινόσημους είχε διαβάσει!
    Η κόρη του θείου Ανακρέοντα, η πανέμορφη Ρωξάνη, ίδρυσε στην Αθήνα τη σχολή Εσπεράντο. 
    Σ’ αυτήν έμαθε τη γλώσσα ο Άγγελος Τσιριμώκος, γιος του Γιάννη Μαρή, που ζει στις Βρυξέλλες και εργάζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά παρακολουθεί μέχρι σήμερα τα συνέδρια Εσπεράντο όπου κι αν γίνονται. 
    ΑΛΚΗ ΖΕΗ – Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

  56. MA said

    Να είστε καλά να τον θυμάστε!
    Τι ωραία αφήγηση! Το ερωτευμένο άλογο, υπέροχο!
    Ευχαριστώ Νικοκύρη!

  57. sarant said

    57 Νάσαι καλά!

    56 και πριν: Τι ωραία αυτά που βρήκες!

  58. Αγγελος said

    ΕΦΗ-ΕΦΗ (54-56), κάτι μου θύμιζε η φράση «τον διέβαλαν στον Ηγεμόνα ως μασώνο (που ήταν) και καϊρικό (που δεν ήταν)» του άρθρου που βρήκες. Έψαξα λίγο και είναι αυτούσια παρμένη από… δικό μου σχόλιο στου Νικοκύρη!

  59. Alexis said

    Πολύ ωραίο το σημερινό (χθεσινό) απόσπασμα!

    Να ζήσετε να τον θυμάστε Νίκο!
    Και να θυμίζεις και σε μας το αξιόλογο έργο του.

  60. Alexis said

    #1: Αγνοούσα εντελώς τα περί αυτονομίας της Σάμου.

    #11: Την έκφραση «υπερφυσικός μπεμπές» την θυμάμαι κι εγώ από τα παιδικά μου χρόνια, αν και σπανίως λεγόμενη. Αν η απαρχή της είναι η θεατρική παράσταση του 1927 είναι εντυπωσιακό πώς έχει επιβιώσει τόσα χρόνια μετά.

  61. sarant said

    59 Κοίτα να δεις! Εγκυρη πηγή, όμως.

  62. spyridos said

    Βάλσαμο το μνημόσυνο Νικοκύρη.
    Χίλια χρόνια να ζήσεις να μνημονεύεις ότι αγαπάς και να μας κάνεις και μας κοινωνούς.

    Με ντροπή ομολογώ ότι ο λοχαγός ήταν θείος του πατέρα της μάνας μου.
    Ένας θείος μου, ανιψιός του, είχε φτιάξει ένα γενεαλογικό δέντρο.
    Και πολύ σημαντικότερο, είχε εκδώσει τη δεκαετία του 70 ένα βιβλιαράκι με τοπικές ιστορίες και πειραχτικά παραδοσιακά τετράστιχα από την περιοχή της Μέσα Μάνης (κυρίως από Νύφι και Σκουτάρι). Το θυμήθηκα προ ημερών με τις «Μανιάτικες Λέξεις».
    Ένα αντίτυπο που είχαν οι γονείς μου έχει χαθεί. Τώρα ψάχνω να το βρω μέσω κάποιου από την οικογένειά του.

  63. 63: Νύφι, Αλίπα, έχω πολύ καλούς φίλους

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: