Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Πίτερ Μάκριτζ’

Μισμαγιά, μια περίεργη λέξη (σε συνεργασία με Ν. Νικολάου)

Posted by sarant στο 7 Μαΐου, 2024

Ο φίλος μας ο Γιώργος ο Μπαλόγλου πριν από μερικές μέρες είχε μια απορία για τη  λέξη «μισμαγιά»,  που μπορεί και να μην την ξέρετε. Ρώτησε τον φίλο μας τον  Νίκο Νικολάου κι εμένα, για την ετυμολογία της λέξης και από τη  συζήτηση βγήκε η απάντηση. Ο Ν. Νικ. έγραψε ένα αρθράκι για τη λέξη (και την εξιστόρηση της σχετικής αναζήτησης) στον ιστότοπο Κβόρα, quora.com, όπου γράφει τακτικά -στα αγγλικά. 

Επειδή το βρήκα ενδιαφέρον, του είπα ή να το μεταφράσει και για το ιστολόγιό μας ή να  με αφήσει να το  κάνω εγώ. (Παλιότερα, ο Ν.Νικ. είχε μεταφράσει μερικά άρθρα του στο Κβόρα  για το ιστολόγιό μας –παράδειγμα). Προτίμησε να το μεταφράσω εγώ, αφενός επειδή πνίγεται στη δουλειά και αφετέρου για να  δει πώς  θα απέδιδα κάποιες εκφράσεις του. 

Οπότε, το σημερινό άρθρο (το κείμενο του Ν.Νικ., εδώ)

Ποια είναι η ετυμολογία της φαναριώτικης λέξης μισμαγιά;

Ο φίλος μου ο Γιώργος  Μπαλόγλου έκανε αυτή την  ερώτηση σε μένα και στον Νίκο Σαραντάκο, που έχει ένα ιστολόγιο για την ελληνική γλώσσα. Αυτό που τον  προβλημάτιζε ήταν  ότι διάφορες διαδικτυακές πηγές ανέφεραν το προφανές, δηλαδή ότι η λέξη ήταν τουρκικής προέλευσης, αλλά καμιά πηγή δεν  έδινε  την τουρκική λέξη από την  οποία προερχόταν. Μάλιστα, η αρχική απάντηση του Σαραντάκου ήταν: «Τουρκικό δάνειο, αλλά μη με ρωτήσεις από ποια τουρκική λέξη»

Εγώ βέβαια ελάχιστα ξέρω για τα οθωμανικά ελληνικά ή φαναριώτικα αν προτιμάτε, και ο λόγος είναι ότι τα βιβλία με τα οποία μαθήτευσα στην ελληνική γλωσσολογία, γραμμένα πριν από δυο γενιές, δεν  ήθελαν να ξέρουν τίποτα για τα φαναριώτικα. Επειδή όμως τα pdf προσφέρουν δυνατότητα αναζήτησης, τελικά βρήκα τη λύση,  ενώ ο Σαραντάκος (που την  είχε βρει ανεξάρτητα) έδωσε μια απάντηση στο τελευταίο κομμάτι του παζλ.

Να τα πάρουμε από την αρχή: η ελληνική ελίτ της Κωνσταντινούπολης, οι Φαναριώτες, έγραψαν πολλούς στίχους και πολλή μουσική τον  καιρό των Οθωμανών. Παρόλο που εμπνέονταν από τον Διαφωτισμό του ύστερου 18ου αιώνα, η πολιτισμική τους βάση ήταν  οθωμανική. Η ανεξάρτητη Ελλάδα δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για την οθωμανική κουλτούρα. Άλλωστε, τους Φαναριώτες τούς  θεωρούσαν όργανα των Οθωμανών, οπότε τη λογοτεχνία και τη μουσική τους τις αγνοούσαν στην Ελλάδα μέχρι την τελευταία γενιά, με την αναθέρμανση των  ελληνοτουρκικών σχέσεων (Όπως είπα παραπάνω: Σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα πανεπιστημιακοί οθωμανολόγοι, ενώ πριν από μια γενιά δεν υπήρχαν).

Όταν οι Φαναριώτες κατέγραφαν στίχους ή μελωδίες, χρησιμοποιούσαν σημειωματάρια,  που τα λέγανε «κατάστιχα»: μια παλιά ελληνική λέξη, η οποία σήμερα έχει εξειδικευτεί σε λογιστική χρήση. Αλλά επίσης αυτές τις συλλογές στίχων τις αποκαλούσαν «μισμαγιά»: τα μισμαγιά, ή η μισμαγιά. (Η λέξη ερμηνεύτηκε τόσο ως πληθυντικός ουδετέρου όσο και ως ενικός θηλυκού). Και τα τραγούδια από μελοποιήσεις αυτών των στίχων επίσης αποκαλούνταν μισμαγιά ή μισμαγιές –στο βιβλιαράκι του cd διαβάζουμε:

Στα μισμαγιά (μισμαγιές), καλλιεργημένοι θαμώνες των σαλονιών καταγράφουν ήδη γνωστά φαναριώτικα τραγούδια και στιχουργήματα ή δικά τους συνθεμένα κατά το φαναριώτικο ύφος. Τα περισσότερα από τα έντεχνα αυτά αστικά τραγούδια, που γνωρίζουν άνθηση στα τέλη του 17ου αιώνα και συνεχίζουν να τραγουδιούνται ακόμη και στο 19ο, χαρακτηρίζονται από ένα έντονο ανατολίτικο χρώμα. Η αραβοπέρσικη μουσική επηρεάζει την έντεχνη κοσμική μουσική των Ρωμιών της εποχής, όπως ακριβώς και των Οθωμανών.

Ο αείμνηστος ελληνιστής  Peter Mackridge αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη μελέτη της φαναριώτικης λογοτεχνίας,  και συνέταξε σχετικό γλωσσάριο (μπορείτε να  το κατεβάσετε εδώ).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια | Με ετικέτα: , , , , , | 133 Σχόλια »

Ο Κακόμης (διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2023

Γιορτή σήμερα, γιορτή και αργία. Το ιστολόγιο δεν γιορτάζει και δεν αργεί, οπότε θα βάλουμε ένα λογοτεχνικό ανάγνωσμα, σαν να ήταν Κυριακή. Ας ευχηθούμε όμως χρόνια πολλά σε όσες και όσους γιορτάζουν, τη Μαρία, τον Πάνο με πεζά, τον Παναγιώτη Κ. και όσους/όσες μου ξεφεύγουν. 

Τον Παπαδιαμάντη τον αγαπάμε εδώ στο ιστολόγιο και τον διαβάζουμε Χριστούγεννα και Πάσχα -ας τον  διαβάσουμε και σήμερα. Είχαμε βάλει παλιότερα τον Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου, για σήμερα διάλεξα ένα διήγημα που δεν έχει θρησκευτικό ή εορταστικό θέμα αλλά περιγράφει έναν περιθωριακό ήρωα, τον χαμάλη Αποστόλη Κακόμη ο οποίος, παρόλο που ήταν κοσμογυρισμένος και ήξερε γραμματάκια, διάλεξε να γίνει χαμάλης διότι «είναι το πλέον ελεύθερο επάγγελμα». 

Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ζήλεια σχεδόν το καθημερινό πρόγραμμα του ελεύθερου χαμάλη, στο οποίο κεντρική θέση κατέχει το καθημερινό μεσημεριανό γιουβέτσι. Για το γιουβέτσι ή γκιουβέτσι του Κακόμη έχει γράψει ωραία ο Η. Παπαδημητρακόπουλος (εδώ). Θεωρεί ότι είναι «ο φαγητό των μοναχικών και, κατ’ επέκτασιν, των ελεύθερων ατόμων: δεν αποτελεί έδεσμα της οικογενειακής εστίας, αλλά φαγητό της ταβέρνας, της ανδρικής παρέας, του πότη. Τα υλικά του είναι στοιχειώδη (ζυμαρικά και λίγο λαδάκι σε ένα πήλινο σκεύος), η παρασκευή του απλούστατη (μπορεί να ετοιμασθεί στο άψε-σβήσε από τον φούρναρη, ή και –σπανίως- τον χασάπη, οπότε και το συνοδεύει βορβορόχρους σάλτσα), η γεύση του εξαίρετη (αρκεί να ψηθεί στον με φρύγανα λειτουργούντα ποτέ φούρνο της γειτονιάς, οπότε και θεωρείται ότι αποτελεί τη συνισταμένη των οσμών που εκλύονται από το κύτος του φούρνου». Χωρίς κρέας δηλαδή, και τη Σαρακοστή χωρίς λάδι. 

Χαμάλμπασης είναι ο αρχηγός των χαμάληδων. Το κεπένι είναι αυτό που λέμε κεπέγκι, δηλαδή το πορτόφυλλο.Η φράση «τσίτσι φάτσι; γκίνε» είναι βλάχικα, και σημαίνει κάτι σαν «τι κάνεις; καλά», όπως λέει το Γλωσσάρι της έκδοσης του ΝΔΤ. Η φράση «για τάλε, για μαξούρα» είναι κατά το γλωσσάρι παρεφθαρμένα αράπικα που σημαίνουν «γιά  έρχεσαι, γιά τις τρως» -το παραθέτω με επιφύλαξη. Για τη φράση «άλτρος κάβος κονταρέμους», για την  οποία θα άξιζε ξεχωριστό άρθρο, λέω μερικά πράγματα στο τέλος. 

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903. Το κείμενο το πήρα από τον ιστότοπο papadiamantis.net.

Ο ΚΑΚΟΜΗΣ

Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βαστάζους τῆς μικρᾶς παραθαλασσίας πόλεως, τὰ πρωτεῖα εἶχεν ἀξίως ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης. Ὅλοι τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς «χαμάλμπασην»*. Ἐσήκωνεν, ὡς ἔλεγον, περὶ τὰς ἑκατὸν πενῆντα ὀκάδας. Ἦτο κυρτὸς ἐκ σωματικῆς κατασκευῆς, κυρτότερος δὲ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἔκυπτε διὰ νὰ τὸν φορτώσουν, κ᾽ ἔλεγε: «ὅσο νὰ μοῦ φορτώσουν τὸ τσουβάλι μιά· τώρα πάει μοναχό του».

Διηγεῖτο εἰς τοὺς ἄλλους συναδέλφους του ὅτι, μεταξὺ ὅλων τῶν φορτηγῶν ζῴων, ἡ καμήλα ἔχει τὸ μέγα χάρισμα νὰ γονατίζῃ ἕως ὅτου τὴν φορτώσουν, ὕστερον, φορτωμένη, νὰ σηκώνεται καὶ νὰ βαδίζῃ.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἄλλο χάρισμα ἔχει ἡ καμήλα· νὰ μένῃ νηστικὴ πολλὰς ἡμέρας κατὰ τὴν πορείαν, δροσιζομένη ἐσωτερικῶς ἀπὸ τὴν τηκομένην πιμελὴν τῆς ἰδίας καμπούρας της. Εἶχεν ἰδεῖ πολλὰς καμήλους ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, ἐπειδὴ εἶχε διατρίψει καιρόν τινα εἰς τὴν Αἴγυπτον· καὶ ὄχι μόνον εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλα μέρη εἶχε διατρίψει, ὅπως εἰς τὴν Σμύρνην, τὴν Σαλονίκην, σιμὰ εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὴν Ντούνα πάνω (τὸν Δούναβιν), ὅπως ἔλεγεν. Ἦτο σχεδὸν κοσμογυρισμένος.

Ἤξευρε ξένας γλώσσας. Ὄχι μόνον τουρκικά, ἀλλ᾽ ἀράπικα, βλάχικα, κ᾽ ἑβραίικα. Ἤξευρε «τσίτσι φάτσι; γκίνε»*, καὶ «ἄλτρος κάβος κονταρέμους»* καὶ «γιά τάλε γιά μαξούρα»* καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλοι οἱ συνάδελφοί του τὸν εἶχον ὡς σοφόν.

Ἦτον πράγματι ἀπὸ οἰκογένειαν τοῦ τόπου, εἶχε μάθει γραμματάκια, καὶ εἶχε ξενιτευθῆ. Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, ὅλοι ἐνόμισαν ὅτι ἐπ᾽ ὀλίγον θὰ ἔμενεν ἐκεῖ, ἤ, ἂν ἔμενε, θὰ εἶχε φέρει τίποτε οἰκονομίας, καὶ θὰ ἤνοιγεν ἴσως κανένα μαγαζάκι.

Ἀλλ᾽ ἔξαφνα, μίαν πρωίαν, τὸν εἶδαν νὰ στέκῃ εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, σιμὰ εἰς τὸν τόπον τῶν δημοπρασιῶν, φέρων τὴν χαμαλίκαν καὶ μικρὸν κουβαριασμένον σχοινίον.

― Τί τρέχει, Ἀποστόλη;… Ἀποφάσισες νὰ γίνῃς χαμάλης;

― Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον ἐλεύθερον ἐπάγγελμα, ἀπήντησεν ὁ Κακόμης· ἄλλο καλύτερο δὲν ηὗρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 99 Σχόλια »

Στο έφερα στο σπίτι ή σ’ το έφερα στο σπίτι;

Posted by sarant στο 22 Νοεμβρίου, 2021

Την αφορμή για το σημερινό άρθρο την πήρα από μια συζήτηση που έγινε στο ιστολόγιο.

Χτες, εκεί που σχολιάζαμε κάποιο παλιότερο άρθρο, κάποιος σχολιαστής έγραψε «να στο δώσουν» ή κάτι ανάλογο και κάποιος άλλος τού υπέδειξε ότι το σωστό είναι «να σ’ το δώσουν» (ή κάτι ανάλογο). Δεν το πολυσυνηθίζουμε στο ιστολόγιο να κάνουμε ο ένας στον άλλο ορθογραφικές διορθώσεις, και προσωπικά δεν το βρίσκω και πολύ ευγενικό, αλλά ο πρώτος σχολιαστής είχε πρόσφατα κάνει δυο-τρεις τέτοιες υποδείξεις, οπότε η υπόδειξη του αστοχήματός του, αν είναι αστόχημα, ήταν θαρρώ απόλυτα θεμιτή.

Αλλά αυτά δεν ενδιαφέρουν και τόσο πολύ -το θέμα είναι ότι από αυτό το μικρό επεισόδιο εγώ βρήκα θέμα για το σημερινό μας άρθρο.

Μάλιστα, χτες που έγινε η συζήτηση αυτή, σχολίασα ότι κάποτε θα γράψω ένα σχετικό άρθρο. Τις περισσότερες φορές, όταν λέω «κάποτε θα γράψω» ή «αξίζει να γράψουμε άρθρο» ή κάτι ανάλογο, η εκπλήρωση της υπόσχεσης (αν θεωρηθεί υπόσχεση) αργεί πολύ -σήμερα, έτσι γι’ αλλαγή, έρχεται αμέσως.

Λοιπόν, ας δούμε τις φράσεις του τίτλου. Αν γράψουμε:

Στο έφερα στο σπίτι

έχουμε δυο ομώνυμους (ή ομόηχους) και ομόγραφους τύπους, που όμως δεν ταυτίζονται. Άλλο είναι το πρώτο «στο» και άλλο το δεύτερο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γραμματική, Ορθογραφικά, Ποιο από τα δυο; | Με ετικέτα: , , , | 220 Σχόλια »

Γήσμπα (αφήγημα του Νώντα Τσίγκα)

Posted by sarant στο 7 Νοεμβρίου, 2021

Στο κυριακάτικο λογοτεχνικό μας άρθρο θα αναδημοσιεύσω ένα σύντομο αφήγημα του Νώντα Τσίγκα, που το πήρα από το 2ο τεύχος του περιοδικού Αντίθετα ρεύματα. Θυμίζω ότι από το πρώτο τεύχος του ίδιου περιοδικού είχα παρουσιάσει εδώ, πριν από 3-4 μήνες, ένα πεζογράφημα του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου.

Το περιοδικό εκδίδεται στη Χαλκίδα, αλλά ο συγγραφέας ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου ασκεί την ιατρική και έχει αξιόλογη λογοτεχνική παρουσία. Καιρό ήθελα να βάλω κάτι δικό του.

Διάλεξα τη Γήσμπα επειδή έχει και γλωσσικό ενδιαφέρον. Θα το υποψιαστήκατε ίσως ότι η Γήσμπα του Τσίγκα έχει κάποια σχέση με τη ρωσική ίσμπα, την καλύβα των χωρικών.

Την ίσμπα την ξέρουμε κυρίως από τα ρωσικά μυθιστορήματα, αλλά η λέξη έχει περάσει και σε βορειοελλαδίτικα ιδιώματα, όπου σημαίνει υπόγειο, υπόγεια κρύπτη, αλλά και ειδικότερα, στους καπνοπαραγωγικούς τόπους, το υπόγειο όπου κρεμούσαν τον καπνό για να μαλακώσει. Την είχαμε αναφέρει άλλωστε σε ένα κείμενο του Πίτερ Μάκριτζ που είχε φιλοξενήσει πριν από εφτά χρόνια το ιστολόγιο, όπου ένα τυπογραφικό λάθος στον Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού είχε δώσει τον ανύπαρκτο τύπο «ιόμπα».

Στα σχόλια εκείνου του παλιού άρθρου, ο φίλος μας ο Σπιριντιόνε είχε αναφέρει και τον τύπο «γίσμπα», που καταγράφεται στην Κοζάνη και στη Χαλκιδική, πάντοτε με τη σημασία «υπόγειο, χαμοκέλα». Είναι εύκολο να αναπτυχθεί το αρχικό γ-, για να αποφευχθεί η χασμωδία της εκφοράς «η ίσμπα».

Ο Τσίγκας επίσης χρησιμοποιεί τον τύπο «γίσμπα», με γιώτα, στο άρθρο του -το ήτα του τίτλου, γήσμπα, εξηγείται στο τέλος του σύντομου αφηγήματός του. Αλλά βέβαια, το ότι είναι σύντομο (κάτω από 500 λέξεις, μπονζάι που θα το έλεγε ο Γιάννης Πατίλης) δεν το κάνει λιγότερο αξιοδιάβαστο. 

Καθώς ο Τσίγκας πέρασε παιδικά χρόνια στο Βογατσικό της Καστοριάς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η γίσμπα/ γήσμπα λεγόταν και σε εκείνα τα μέρη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Διηγήματα, Ετυμολογικά, Θεσσαλονίκη, Πεζογραφία | Με ετικέτα: , , , , , | 212 Σχόλια »

Τα ολοίσθια και τα φατσέικα

Posted by sarant στο 13 Ιανουαρίου, 2021

Τα φατσέικα είναι ο τρόπος που μιλάει ο Βαγγέλης Φατσέας, ο ήρωας στο σίριαλ Καφέ της Χαράς: όλο μαργαριτάρια, στην προσπάθειά του να χρησιμοποιήσει λόγιες εκφράσεις και «δύσκολες» (απαιτητικές, που λέει κάποιος) λέξεις. Στο Γιουτούμπ μπορεί κανείς να βρει διάφορες ανθολογίες με ατάκες του Φατσέα, από την πρώτη περίοδο του πολύ καλού σιριαλ (σε σενάριο Άννας Χατζησοφιά και Χάρη Ρώμα), για παράδειγμα εδώ. (Κατά σύμπτωση, αυτό τον καιρό προβάλλεται δεύτερη εποχή του σίριαλ, με πολλούς ίδιους ήρωες, ανάμεσά τους και τον Φατσέα, δηλαδή τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση -και, απ’ όσο είδα, με την ίδια έφεση στα φατσέικα).

Ο Φατσέας είναι κωμικός τύπος και πρέπει να βγάλει γέλιο -τα γλωσσικά του λάθη είναι φτιαχτά και πολύ μελετημένα από τους σεναριογράφους και κατά κανόνα δεν είναι τα τυπικά γλωσσικά λάθη που ακούμε γύρω μας. Για να φέρω ένα παράδειγμα, στην αρχη του βίντεο που ανέφερα πριν (περί το 0.22) λέει: «Πήρε την απόφαση μόνος του. Αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Την έχει δει διδάκτορας» -και βέβαια εννοεί «δικτάτορας». Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι, όπως ξέρουμε, λένε «δικτάκτορας» και «δικτακτορία» -δεν έχω ακούσει κανέναν να λέει «διδακτορία» κατά λάθος, ενώ έχω ακούσει να μπερδεύουν με λογοπαικτικό σκοπό διδάκτορες και δικτάτορες. Επίσης ο Φατσέας λέει «έχω την εύβοια της τύχης», «θα παρεκτραχυνθώ», «είμαι εχέθυμος» και αλλα αμέτρητα, που τα μελέτησε ο γλωσσολόγος Ασημάκης Φλιάτουρας σε σχετική εργασία του (με τον Θεόδ. Κούκο). Ο Φλιάτουρας χαρακτηρίζει «κωμικόγλωσσα» τα φατσέικα, που τα εντάσσει στην παικτική παρετυμολογία, την οποία διακρίνει από τη λαϊκή ετυμολογία, που μας δίνει, ας πούμε, το αγιόκλημα από το αιγόκλημα και το εφτάζυμο από το αυτόζυμο (ξέρω, χρωστάω άρθρο).

Με τον Φατσέα γελάμε, όπως γελούσαμε παλιότερα και με τα μαργαριτάρια της Δέσποινας Στυλιανοπούλου, που και αυτή έπαιζε ρόλους που την ήθελαν να κάνει μαργαριτάρια προσπαθώντας να μιλήσει λογιότροπα και περιδιαγραμμάτου (π.χ. το όνειρο εκάστου γυναίκας – δείτε εδώ μια ανθολόγηση). Γενικά η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει πηγή γέλιου στο θέατρο και στον κινηματογράφο -ξεκινώντας από την Βαβυλωνία στην οποία είχαμε αναφερθεί πριν από λίγους μήνες στο ιστολόγιο και προχωρώντας στους διάφορους διαλεκτόφωνους στον Καραγκιόζη ή σε επιθεωρήσεις.

Επίσης, πολλοί γελάνε με τα γλωσσικά λάθη των λαϊκών ανθρώπων, που τα βρίσκουν αστεία -όχι όμως και με τα γλωσσικά λάθη των μεγαλόσχημων. Ο λόγος είναι ότι πιο εύκολα κολλάς τη ρετσινιά του αγράμματου στον λαϊκό άνθρωπο, και γελάς μαζί του επιβεβαιώνοντας τη δική σου ανωτερότητα, παρά σε κάποιον που κάνει «λογιοστρεφή» λάθη, π.χ. «μετέρχεται άθλιων μέσων». Πολύ είχαν χλευαστεί τα γλωσσικά λάθη της λαίδης Άντζελας Δημητρίου. Και μπορεί να βγάζει γέλιο το «τρώω είδη υγιεινής», αν υποθέσουμε ότι το είπε, αλλά πολλοί γέλασαν και με το «ουδείς άσφαλτος», παρόλο που το άσφαλτος = αλάνθαστος που είναι απολύτως υπαρκτός και λεξικογραφημένος τύπος, έστω κι αν συνήθως όταν λέμε «ασφαλτος» εννοούμε το υλικό με το οποίο στρώνονται οι δρόμοι. Κάποιοι επέμειναν: «Σύμφωνοι, υπάρχει λέξη «άσφαλτος» αλλά σιγά μην την ήξερε η Άντζελα Δ. όταν το είπε» -λες και θα ήταν αφύσικο να ξέρει μια υπαρκτή (και όχι λόγια!) λέξη της γλώσσας της ή να τη σχηματίζει με φυσικό σχηματισμό.

Τα σκέφτηκα όλα αυτά τις προάλλες, όταν στη γλωσσική ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ κάποιος χλεύασε την έκφραση «πνέει τα ολίσθια» που ακουσε να λένε (ή «πνέει τα ολοίσθια», αφού ήταν προφορικός λόγος). Ο λόγος είναι ότι ο τύπος «ολοίσθια» (ή ολίσθια) κατά τη γνώμη μου δεν είναι μαργαριτάρι, δεν είναι σαρδάμ, δεν ανήκει στα φατσέικα, αλλά είναι υπαρκτός από παλιά λαϊκός τύπος, που διατηρείται και στις μέρες μας, κυρίως σε ιδιώματα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Λαθολογία, Λογολογία, Μαργαριτάρια | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , , , , | 196 Σχόλια »

Το λεξικό των Ρωμέικων, του Βαχίτ Τουρσούν

Posted by sarant στο 11 Οκτωβρίου, 2019

Ρωμέικα (ή Ρωμαίικα αν προτιμάτε) λέμε βεβαίως τα ελληνικά, σε κάπως λαϊκό ύφος -αν και όλο θα λιγοστεύουν όσοι αναφέρονται στη γλώσσα μας με αυτή τη λέξη: μπορεί να υπάρχει η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, αλλά έχουν περάσει 100+ χρόνια από τότε που έκλεισε ο Ρωμηός του Σουρή.

Αλλά πλατειάζω. Το λεξικό του τίτλου δεν αφορά τη γλώσσα στην οποία γράφεται το ιστολόγιο, αλλά μιαν άλλη γλωσσική ποικιλία (γλώσσα; διάλεκτο; μην κολλήσουμε εκεί), που μιλιέται στην Τουρκία, στον Πόντο, και που λέγεται Romeika. Στο ιστολόγιο έχουμε αναφερθεί ξανά σε αυτή τη γλωσσική ποικιλία, πριν από αρκετά χρόνια, όταν είχε ανακοινωθεί, με κάπως κωμικές τυμπανοκρουσίες, από τον Τύπο η ύπαρξη μιας διαλέκτου που είναι πολύ κοντά στα αρχαία ελληνικά. Τότε την ποικιλία αυτή την είχαμε πει και «οφίτικα» διότι μιλιούνται στην περιοχή του ποταμού Όφη, στον Πόντο.

Το λεξικό το βλέπετε εδώ στην εικόνα, ο τίτλος του είναι Romeika-Türkçe Sözlük, δηλαδή Ρωμεϊκο-τουρκικό λεξικό, και συγγραφέας του ο Βαχίτ Τουρσούν, που είναι ο ίδιος φυσικός ομιλητής των Ρωμέικων.

Μέσω του κοινού μας φίλου Βλάση Αγτζίδη, είχα αλληλογραφία με τον Βαχίτ Τουρσούν, που με ενημέρωνε για την πρόοδο του έργου του. Το υλικό που θα δείτε σήμερα μου το είχε στείλει στις αρχές του καλοκαιριού. Διστασα να το δημοσιεύσω τότε επειδή το καλοκαίρι λιγοστεύει η αναγνωσιμότητα του ιστολογίου.

Θα (ανα)δημοσιεύσω σήμερα την εισαγωγή του καθηγητή Πίτερ Μάκριτζ στο λεξικό που νομιζω πως δινει αρκετές πληροφορίες για τα Ρωμέικα/οφίτικα. (Στην Πύλη της ελληνικής γλώσσας υπάρχει κι άλλο ένα κείμενο του Π. Μάκριτζ για το ίδιο θέμα).

Επίσης, για να πάρετε μιαν ιδέα και από το λεξικό και απο το λεξιλόγιο των Ρωμέικων, παρακάλεσα τον Βαχίτ Τουρσούν και μου έστειλε σε pdf ένα δείγμα, σχεδόν 20 σελίδες, από το γράμμα Α του λεξικού του, που το έχω ανεβάσει εδώ και μπορείτε να το συμβουλευτείτε.

Και μια εικόνα από ένα τυχαίο δισέλιδο του λεξικού:

H εισαγωγή του καθηγητή Peter Mackridge στο λεξικό των Ρωμέικων:

Η επιβίωση της ελληνικής γλώσσας στην περιοχή της Τραπεζούντας (Πόντος) στην Τουρκία είναι αξιοθαύμαστη. Οι περισσότεροι από τους ομιλητές της ντόπιας ελληνικής διαλέκτου ήταν Χριστιανοί, αλλά η γλώσσα μιλιόταν επίσης σαν μητρική από μερικές μουσουλμανικές κοινότητες. Παρ’όλα αυτά, το 1923, μετά την ήττα των ελληνικών δυνάμεων από τον τουρκικό στρατό στην Ανατολία, η συνθήκη της Λωζάνης προέβλεψε την υποχρεωτική ανταλλαγή των μουσουλμανικών και ορθόδοξων χριστιανικών μειονοτήτων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανοί ομιλητές της ελληνικής διαλέκτου στον Πόντο να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Οι απόγονοι αυτών των ανταλλαγέντων Χριστιανών είναι τώρα όλοι γηγενείς ομιλητές της καθομιλούμενης νεοελληνικής γλώσσας και οι γνώσεις τους για την ποντιακή ελληνική διάλεκτο είναι περιορισμένες ή και ανύπαρκτες. Οι μουσουλμάνοι ομιλητές της ελληνικής διαλέκτου, ωστόσο, οι περισσότεροι εκ των οποίων έζησαν σε απομονωμένα χωριά στις περιοχές των Τσαΐκαρα (Όφι), Σουρμένων και Τόνγιας, παρέμειναν στα εδάφη τους και οι κοινότητές τους συνεχίζουν να μιλούν ελληνικά μέχρι σήμερα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in τούρκικα, Γενικά γλωσσικά, Λεξικογραφικά, Ντοπιολαλιές, Πόντιοι, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , , | 257 Σχόλια »

Όταν η χούντα γλωσσολογούσε

Posted by sarant στο 20 Απριλίου, 2018

Συμπληρώνονται αύριο 51 χρόνια από την κήρυξη της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, οπότε σκέφτομαι να αναδημοσιεύσω ένα άρθρο που είχα δημοσιεύσει πριν από 9 χρόνια, σε σχέση με το διαβόητο βιβλίο «Εθνική Γλώσσα», που αποτέλεσε ένα γλωσσικό μανιφέστο του καθεστώτος. Σε αυτή τη δεύτερη δημοσίευση έχω αναδιατάξει το υλικό και έχω αλλάξει κάποια πράγματα.

Το βιβλίο «Εθνική Γλώσσα» κυκλοφόρησε αρχικά το 1972 ως έκδοση του «Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων» σε μεγαλο τιράζ. Διανεμήθηκε ευρέως από τους μηχανισμούς του κράτους και στις αρχές του 1973 πραγματοποιήθηκε «Δευτέρα έκδοσις, επηυξημένη και βελτιωμένη» με το εξώφυλλο που βλέπετε αριστερά (παρόμοιο πρέπει να ήταν και το εξώφυλλο της πρωτης έκδοσης).

Η δεύτερη έκδοση είναι πράγματι επαυξημένη, με αρκετές επιπλέον σελίδες και υποσημειώσεις, ενώ μια από τις υποσημειώσεις που προστέθηκαν επιτρεπει χρονολόγηση αφού αναφέρεται σε γεγονός που εγινε στις 22.11.1972.

Φαίνεται ότι οι εμπνευστές του εγχειρήματος εμειναν ευχαριστημένοι, διότι μέσα στο 1973 προχώρησαν σε τρίτη έκδοση και μάλιστα όχι πλέον «στρατιωτική».

Το βιβλίο τώρα κυκλοφόρησε βεβαίως υπό την αιγίδα και με την ενίσχυση του αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά εκδότης ήταν η «Εταιρεία των Φίλων του Λαού».

Η εταιρεία αυτή, που ιδρύθηκε το 1865 (!), απέκτησε χάρη στη χούντα τα ιδιόκτητα γραφεία που και σήμερα διατηρεί στην οδό Ευριπίδου 12. Οι ιδρυτές της εταιρείας είχαν θεωρήσει «συμπλήρωμα και κορωνίδα του όλου έργου της Εταιρείας» την έκδοση βιβλίων, ωστόσο χρειάστηκε να περάσουν 108 ολόκληρα χρόνια για να πραγματοποιήσει η εταιρεία την πρώτη της έκδοση, κι αυτή έμελλε να είναι, με χουντική επιχορήγηση, η «Εθνική Γλώσσα». Ωραία κορωνίδα, δεν βρίσκετε; Άργησαν αλλά το πέτυχαν.

Η τρίτη έκδοση εκδόθηκε τον Ιούνιο του 1973. Πέρα από το σύντομο πρόλογο εκ μέρους της Εταιρείας των Φίλων του Λαού, δεν έχει πολλά νέα στοιχεία σε σύγκριση με τη δεύτερη, μόνο υποσημειώσεις -που μία από αυτές σχολιάζει χρονογράφημα της 18.1.1973. Και η τρίτη εκδοση μοιράστηκε πλατιά -δωρεάν βέβαια.

Συγγραφέας του βιβλίου δεν δηλώνεται, υπάρχει μονο η αναφορά σε «Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων». Ωστόσο, τον καιρό εκείνο ήταν ευρύτατα διαδεδομένη η φήμη ότι το βιβλίο το έχει γράψει ο Οδυσσέας Αγγελής, ένας από τους πρωτεργάτες της χούντας, «αρχηγός» του στρατεύματος και αργοτερα «αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας», που αυτοκτόνησε στο κελί του στον Κορυδαλλό το 1987 σε ηλικία 75 ετών. Όπως μάλιστα δημοσιεύτηκε σε κάποια εφημερίδα μετά τη χούντα, οι άλλοι χουντικοί, που θεωρούσαν ψώνιο τον Αγγελή, έλεγαν μεταξύ τους: «Το διάβασες το βιβλίο του ακαδημαϊκού;» (αυτό το παρατσούκλι του είχαν βγάλει).

Στη δίκη των πρωταιτίων της χούντας, το 1975, ο μάρτυρας κατηγορίας Ευάγγελος Παπανούτσος αναφέρθηκε στο βιβλίο αυτό, θεωρώντας το αντεθνικό για όσα λέει κατά της γλώσσας του λαού. Σε ερώτηση του προέδρου, πρόσθεσε ότι «είναι απρόσωπον το βιβλίον». «Ξέρω ότι είναι απρόσωπον», απαντάει ο πρόεδρος Ιω. Ντεγιάννης, «αλλά υπάρχει ένας κάποιος θρύλος, ο οποίος…», οπότε ο Παπανούτσος απαντάει ότι «υπεστηρίχθη ότι ο ίδιος ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων τότε, ο Στρατηγός Αγγελής [ήταν] ο συγγραφεύς, δεν ξέρω σε συνεργασίαν με ποίους άλλους λογίους του». Σε μεταγενέστερο άρθρο του, ο Εμμανουήλ Κριαράς,  αναφέρθηκε στο ανόητο τεύχος «Εθνική γλώσσα» που δημοσίευσαν το 1973 ορισμένα «πνευματικά» ενεργούμενα των συνταγματαρχών.

Στο βιβλίο του «Γλώσσα και εθνικη ταυτότητα στην Ελλάδα 1766-1976» ο Πίτερ Μάκριτζ σχολιάζει το βιβλίο. Απορρίπτει την εικασία οτι το έγραψε ο Αγγελής και επισημαινει (σελ. 392, υποσημ. 1061) ότι «ενας από τους συμβούλους της εταιρείας ήταν ο Γεώργιος Κουρμούλης (1907-77), καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1949 μέχρι το 1977 και πρώην υπουργός Παιδείας, ο οποίος, αν όχι ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου, ήταν αναμφίβολα ένας από τους εμπνευστές του». Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί προφορικά αλλά και γραπτά (π.χ. Στ. Κασιμάτης, Καθημερινη, 24.7.2009) υπαινιγμοί ότι συγγραφέας του βιβλίου ήταν ο Γ. Μπαμπινιώτης, που τότε ήταν βοηθός στην έδρα του Γ. Κουρμούλη.

Θα παρουσιάσω σύντομα το βιβλίο και στο τέλος θα αναφέρω μια δική μου εικασία για τον συγγραφέα του.

Ο άγνωστος χουντικός συγγραφέας στην αρχή ορίζει τι είναι λαός: «επί του γλωσσικού πεδίου, όταν λέγωμεν λαός, δεν εννοούμεν ολόκληρον τον Λαόν, αλλά μόνον τους αγραμμάτους». (Η έμφαση του συγγραφέα. Διατηρώ την ορθογραφία του πρωτοτύπου, εκτός από πνεύματα, περισπωμένη και υπογεγραμμένη). Στη συνέχεια, αποφαίνεται ότι στην Ελλάδα του 1973 υπάρχουν εν χρήσει τρεις γλώσσες: η λαϊκή, η λογία (καθαρεύουσα) και η δημοτική, η οποία έχει ως πυρήνα της τα ιδιώματα της Πελοποννήσου και τείνει να καταστεί σχεδόν μητρική γλώσσα των μεγάλων αστικών κέντρων. Επομένως, λέει, δεν έχουν δίκιο οι δημοτικιστές όταν ζητούν να διδάσκεται το παιδί στο σχολείο τη γλώσσα που μαθαίνει από τη μάνα του, αφενός «διότι καμμία μάννα δεν λέγει, φέρ’ ειπείν, ‘της κυβέρνησης’» (η δική μου η μάνα πάντως έτσι έλεγε το 1973) και αφετέρου διότι «το παιδί του λαού της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας μαθαίνει από την μητέρα του να λέγη: Ψόφσι του μσκαρ. Του σκλι τ’ Γιώρ’ τ’ κφου πήδσι του φραχτ κι δάκους του γρουν τς θειας τς Λιενς. Πιρίμινι ναρθ η πατέρας ναν του που να σι δειρ. Τς έεις τς ασς; Πραζ π’ τράου; κλπ.»

Τη γλωσσική εξέλιξη ο χουντικός γλωσσολόγος τη θεωρεί τυχαία και ανώμαλη, αποτέλεσμα αγραμματοσύνης. Αρνείται ότι υπάρχουν νόμοι της γλωσσολογίας, π.χ. ότι «όταν εις την αυτήν λέξην υπάρχουν δύο ρ γίνεται ανομοίωσις», π.χ. άροτρο > αλέτρι, πρώρα > πλώρη. Τότε, λέει, γιατί το κριάρι δεν έπαθε ανομοίωση, ή το τριάρι ή το κριθάρι; Δεν πρόκειται για νόμο, πρόκειται για παραποίηση, αυτό δεν είναι εξέλιξις είναι διαφθορά.

Μιμούμενος τον Μπέρναρντ Σω που για να ειρωνευτεί την προφορά της αγγλικής είχε γράψει ότι η λέξη fish θα μπορούσε κάλλιστα να γράφεται ghoti (το γιατί το βλέπετε εδώ, αν και βλέπω ότι κακώς αποδίδεται στον Μπ. Σω), λέει ότι «βάσει των νόμων της γλωσσολογίας» η λέξη αγελάδα προέρχεται από τη λέξη κόρη ως εξής: κόρη > γόρη (κατά το κωβιός > γωβιός), γόρη > αγόρη (κατά το α-μασκάλη), αγόρη > αγέρη (κατά το αποθνήσκω > πεθαίνω), αγέρη > αγέλη (κατά το πρώρα > πλώρη) και αγέλη > αγελάδα (κατά το ζάλη > ζαλάδα), όπερ έδει δείξαι (σελ. 26 της 3ης έκδοσης).

Και όλο το βιβλίο συνεχίζεται έτσι, με απύθμενη περιφρόνηση για τον «αγράμματο» λαό, με κλεφτοπόλεμο στις θέσεις των δημοτικιστών και με εξυπνάδες. Ποίος όμως ημπορεί να κάμη την διάκρισιν αυτήν; Ο λαός, βεβαίως, δεν είναι εις θέσιν, λέει σε ένα σημείο. Και αλλού: Πάντως το μεγαλόπρεπος αποκλείεται να το έπλασεν ο λαός, διότι δεν γνωρίζει τι σημαίνει. (σελ. 100). Ή χαρακτηρίζει παιδαριώδεις τους στίχους πολλών δημοτικών τραγουδιών (σελ. 143) επισημαινοντας όμως ότι δεν τολμά κανείς να επικρίνει διότι θα κατηγορηθεί ότι «βρίζει το λαό».

Ένα ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου ειναι εκεί όπου ο συγγραφέας αποδελτιώνει 100 αρκετά έως πολύ σπάνιες και κυρίως ιδιωματικές λέξεις από το Ετυμολογικό λεξικό του Ανδριώτη, τις οποίες λέει ότι έβαλε για άσκηση σε 120 νέους, αποφοίτους γυμνασίου τουλάχιστον, οι περισσότεροι από τους οποίους τις αγνοούσαν σχεδόν όλες,  και από αυτό συμπεραίνει ότι «η λαϊκή γλώσσα δεν ειναι κατανοητή από τον λαό». Το πρωτο μισό του καταλόγου το βλέπετε εδώ και ίσως αξιζει σχολιασμό σε χωριστό άρθρο. Πολλές από αυτές τις λεξεις τις έχω σχολιάσει στο βιβλίο μου «Λέξεις που χάνονται».

Πάντως ο χουντικός συγγραφέας αποδεικνύεται πιο προσγειωμένος από κάποιους σημερινούς που μιλάνε για 5 ή 100 εκατομμύρια λέξεις της αρχαίας ελληνικής, διότι λέει: «Όταν μία γλώσσα, η οποία είχε περισσοτέρας των 100 χιλιάδων λέξεις, και εις την οποίαν διετυπώθησαν τα υψηλότερα νοήματα του ανθρώπου, καταντά εις μίαν γλώσσαν 2-3 χιλιάδων λέξεων, με τας οποίας δεν ημπορείτε να εκφράσετε παρά μόνον ‘συγκεκριμένας εννοίας’ του καθημερινού πρακτικού βίου, αυτό δεν είναι εξέλιξις, υπό την ποιοτικήν σημασίαν του όρου».

Και ο συγγραφέας τελειώνει απαριθμώντας τις αιτίες του «αγώνος κατά της εθνικής γλώσσης», που είναι: οι ακρότητες του λογιωτατισμού, η μίμησις των δημοτικών τραγουδιών, η εκμετάλλευσις του κινήματος από τους κομμουνιστάς, η αγλωσσία και η αγραμματωσύνη, η μανία της λεξιθηρίας και της γλωσσοπλαστίας, η ξενομανία και το πνεύμα επαναστάσεως κατά του κατεστημένου.

Και καταλήγει: Απαραίτητος όμως προϋπόθεσις διά την πραγματοποίησιν οιασδήποτε των ανωτέρω ελπίδων, είναι ότι η γλώσσα των δημοτικιστών δεν θα εισαχθή εις την παιδείαν, αλλά θα εξακολουθήση να διδάσκεται εκεί μία γλώσσα την οποίαν, οι μεγαλοφυέστεροι άνδρες της αισθητικής του λόγου, ανήγαγον εις βαθμόν τελειότητος και η οποία εξακολουθεί ν’ αποτελή την ακένωτον πηγήν από την οποίαν η παγκόσμιος επιστήμη αντλεί τας λέξεις διά την απόδοσιν των εννοιών της. (Η τελευταία παράγραφος του βιβλίου, χωρίς καμιά αλλαγή από μέρους μου).

Όταν διαβάζω την «Εθνική Γλώσσα», μου δημιουργείται η εντύπωση ότι το έχουν γράψει δύο ή περισσότεροι άνθρωποι. Αλλού είναι εμφανές το χοντροκομμένο στρατιωτικό ύφος, αλλού υπάρχουν επιχειρήματα λογικά. Σε μερικά σημεία ο συγγραφέας δείχνει αβυσσαλέα αμάθεια, π.χ. όταν στη σελ. 72 μέμφεται τη γραμματική Τριανταφυλλίδη γιατί περιλαμβάνει κάπου τον τύπο «χαλασοχώρης», λέγοντας ότι έτσι θα μπορούσε κανείς χάριν αστεϊσμού να πλάσει χιλιάδες λέξεις όπως χαλασοσπίτης, χαλασοπαρέας, χαλασοσυντροφιάς, χαλασογλέντης, χαλασοτραπέζης, χαλασογειτονιάς, προφανώς αγνοώντας ότι τους Χαλασοχώρηδες τους έχει απαθανατίσει ο άγιος Παπαδιαμάντης. Οι μύδροι του κατά της μοντέρνας τέχνης (έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής αντάξια του σπηλαιανθρώπου, γράφει) δείχνουν καραβανάδικη στενοκεφαλιά.

Αλλού όμως παρουσιάζεται ενημερωμένος για τα βασικά κείμενα των δημοτικιστών (Ψυχάρης, Ροΐδης) και κερδίζει κάποιους πόντους με εύστοχες επισημάνσεις για ασυνέπειες και κενά της γραμματικής Τριανταφυλλίδη (που βέβαια εντοπίζονται σε προβληματικές περιοχές όπως ο μέσος παρατατικός των ρημάτων όπως το αποτελούμαι), ή δείχνει εξοικειωμένος με την ορολογία της γλωσσολογίας (π.χ. μιλάει για «τέρματα»), αλλά και με την εσωτερική ζωή της φιλοσοφικής Αθηνών.

Λογουχάρη, στις σελίδες 76-77 επικρίνει «σημερινή (22.11.72)» ανακοίνωση φοιτητριών υποψηφίων για το ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών Φιλοσοφικής Αθηνών, επειδή χρησιμοποίησαν τον τύπο «πληρώνεται η προϋπόθεση». Όχι μόνο έχει δίκιο σε όσα γράφει επί του γλωσσικού (δηλ. ότι το οργανούται μπορεί να αντικατασταθεί από το οργανώνεται, όχι όμως το πληρούται από το πληρώνεται διότι αυτό έχει άλλη σημασία στη γλώσσα του λαού), αλλά και το όλο στιλ μου φαίνεται δύσκολο να μην έχει γραφτεί από άνθρωπο που ζει μέσα στο πανεπιστήμιο. Επειδή είναι πολύ μεγάλο παραθέτω μόνο το τέλος: Και ο μεν λαός πιθανόν ν’ αγανακτήση διά τον δύστροπον εργοδότην ο οποίος κατακρατεί τους μισθούς της «προϋπόθεσης» και δεν την πληρώνει, αλλ’ οι γραμματισμένοι γονείς θ’ αγανακτήσουν διά τας αυριανάς καθηγητρίας εις τας οποίας θα παραδώσουν τα τέκνα των διά να μάθουν γράμματα. Διότι, όπως φαίνεται από την ανακοίνωσίν των, «δεν πληρώνουν τα προσόντα».

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι δεν αποκλείεται κάποιος στρατιωτικός με φιλολογική έφεση να έχει στη βιβλιοθήκη του τον Ψυχάρη και τον Ροΐδη, δύσκολα θα πιστεύαμε ότι αποδελτιώνει και τις ομιλίες των δημοτικιστών καθηγητών πανεπιστημίου, όπως κάνει ο συγγραφέας του βιβλίου (και παραθέτει αποσπάσματα των οποίων στη συνέχεια καταδεικνύει τις υποτιθέμενες αδυναμίες ή τις όποιες αντιφάσεις).

Οπότε, το συμπέρασμά μου είναι ότι κατά πάσα πιθανότητα το έργο έχει γραφτεί από περισσότερους του ενός συγγραφείς, ένας από τους οποίους πρέπει να ήταν στη Φιλοσοφική Αθηνών. Εναλλακτικά, ότι το έγραψε ένας συγγραφέας (της Φιλοσοφικής) και μετά το πήρε ένας φιλολογών καραβανάς και πρόσθεσε τα δικά του (τα σημεία εξαιρετικής βλακείας και φτηνού χιούμορ, που ξεχωρίζουν). Οι υποσημειώσεις πάντως, όσες προστέθηκαν στη δεύτερη και την τρίτη έκδοση, πρέπει να είναι του πανεπιστημιακού.

Σήμερα, το γλωσσικό ζήτημα, έτσι όπως το έθετε το χουντικό βιβλιαράκι, εχει λυθεί. Μπορεί να έχουμε οξείες αντιπαραθέσεις περί το γλωσσικό (αν και σε καμιά περίπτωση δεν φτάνουν την οξύτητα των συγκρούσεων του 20ού αιώνα) όμως και οι δυο πλευρές χρησιμοποιούν στην αντιπαράθεσή τους την ίδια γλωσσική μορφή, την κοινή νεοελληνική, που ειναι ουσιαστικά η δημοτική του Τριανταφυλλίδη που τόσο λοιδόρησε ο ανώνυμος χουντικός συγγραφέας (ή οι ανωνυμοι….). Σε αυτή την επικράτηση της δημοτικής συνέβαλε ουσιαστικά αν και άθελά της και η χούντα, η οποία με τη γλωσσική πολιτική της και με την ταύτιση του δημόσιου λόγου της με την πιο κωμική καθαρεύουσα, έδωσε τη χαριστική βολή σε αυτό τον γλωσσικό τύπο. Να αναγνωρίσουμε τάχα ενα μικρό μερίδιο και στον χουντικό συγγραφέα της Εθνικής Γλώσσας;

Posted in Γενικά γλωσσικά, Γλωσσικό ζήτημα, Δικτατορία 1967-74, Επαναλήψεις, Πρόσφατη ιστορία, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , , | 137 Σχόλια »