Ο μπακάλης σαν φτωχύνει τα παλιά τεφτέρια πιάνει, λένε. Θα μπορούσατε να το πείτε αυτό για το σημερινό άρθρο, αφού παίρνει αφορμή (και αντλεί πολύ υλικό) από μια συζήτηση που είχε γίνει στη Λεξιλογία το μακρινό 2008, πριν από 12 ολόκληρα χρόνια (και καναδυό μήνες) και με δική μου συμμετοχή.
Το ερώτημα του τίτλου το είχα τότε θέσει εγώ και το επαναλαμβάνω τώρα εδώ. Φυσικά, η ερώτηση δεν αφορά το αν είστε ήρεμοι τύποι ή ευέξαπτοι, αλλά ποιον τυπο προτιμάτε. Είχα λοιπόν γράψει τότε:
Μου λέει, φίλος και συνονόματος:
Τις 2-3 πρώτες φορές που είδα γραμμένο το «τσατίζω», νόμιζα ότι ήταν τυπογραφικό λάθος. Τις επόμενες, νόμιζα ότι ήταν κωμικός κι αδέξιος εξευγενισμός. Ώσπου άνοιξα τον Μπάμπι κι είδα ότι έχει τον τύπο κατά προτεραιότητα.
Αλλά μάλλον πρέπει νάχω χάσει συνέχειες…
Κι εγώ ομολογώ ότι τσαΝΤίζομαι το ξέρω, έτσι το ‘λεγα ανέκαθεν και μόνο σε μεγάλη ηλικία συνειδητοποίησα ότι κάποιοι «τσατίζονται». Έχω βγάλει το (προσωρινό) συμπέρασμα ότι στην επιλογή του τύπου παίζει ρόλο και το πού μεγάλωσε κανείς. Οι Αθηναίοι έχουν τάση προς το «ντ», οι Βορειοελλαδίτες και οι Κρητικοί προς το «τ». Γι’ αυτό το λόγο και πολλοί ακούνε μόνο τον έναν από τους δύο τύπους στα παιδικά τους χρόνια.
Τα λεξικά μας κατά πλειοψηφία δείχνουν να προτιμούν τους τύπους με Τ.
Το ΛΚΝ έχει πρώτους τους τύπους με Τ (τσατίζω και τσαντίζω, γράφει στο ρήμα), το ίδιο και ο Μπαμπινιώτης, όπως και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας. Αντίθετα, το πιο καινούργιο, το ΜΗΛΝΕΓ, δίνει την πρωτοκαθεδρία στους τύπους με -ντ, αφού έχει πρώτο το «τσαντίζω» και δεύτερο το «τσατίζω».
Κοιτάζοντας τις συχνότητες του Γκουγκλ, βλέπουμε ότι οι τύποι με «ντ» υπερτερούν στο βασικό λήμμα (τσαντίζω έναντι τσατίζω) αλλά πολύ περισσότερο, συντριπτικά, στα παράγωγα (πχ τσαντισμένος έναντι τσατισμένος· μάλιστα το Γκουγκλ, αν ζητήσεις «τσατισμένος» σε ρωταει μήπως εννοείς «τσαντισμένος»). Συντριπτικά υπερτερεί και η «τσαντίλα» έναντι της «τσατίλας» αν και βέβαια κάποιες από τις ανευρέσεις του τύπου «τσαντίλα» αφορούν την αραιοϋφασμένη σακούλα (γιαούρτι στην τσαντίλα), αν και αυτές δεν είναι πολλές. [Και ακόμα λιγότερες θα είναι, υποθέτω, οι ανευρέσεις του τύπου «τσαντίλα» που αναφέρονται στη… χαρακτηριστική μυρωδιά της τσάντας 🙂 ]
Από τα ευρήματα στο γκουγκλ συνάγεται ότι κάποιοι θα λένε μεν «τσατίζω» αλλά «τσαντισμένος». Αυτή την «ασυνέπεια» (τα εισαγωγικά εδώ έχουν σημασία, δεν είναι πραγματική ασυνέπεια) τη συναντήσαμε και στο πρόσφατο άρθρο μας, όπου κάποιοι είπαν ότι λένε ντους αλλά ντουζιέρα.
Πάμε τώρα στην ετυμολογία.