Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Άρατε πύλας (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)

Posted by sarant στο 8 Απριλίου, 2018


Το έχουμε καθιερώσει, τα τελευταία χρόνια, να βάζουμε ανήμερα της Λαμπρής ένα πασχαλινό διήγημα, συχνά του Παπαδιαμάντη, διότι το ιστολόγιο έχει γούστα συντηρητικά. Φέτος, επιμένω με Σκιάθο αλλά διαλέγω τον άλλο Αλέξανδρο, τον εξάδελφο του Παπαδιαμάντη, τον Μωραϊτίδη.

Το διήγημα είναι και κατά κάποιο τρόπο (ιστολογικώς) επίκαιρο, αφού πριν από τέσσερις μέρες δημοσιεύσαμε άρθρο που αναφέρεται στο ίδιο θρησκευτικό δρώμενο που περιγράφει και ο Μωραϊτίδης στο διήγημα.

Το κείμενο υπάρχει στο Διαδίκτυο, εγώ το πήρα από το sansimera.gr όπου ήταν ήδη μονοτονισμένο. Έκανα αντιπαραβολή με την έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου και διόρθωσα κάμποσες αβλεψίες. Δεν εκσυγχρονίζω την ορθογραφία (που πάντως την έχει εκσυγχρονίσει κάπως ο Ν.Δ.Τ., π.χ. είνε σε είναι, έγεινε σε έγινε κτλ.) παρά μόνο το «κ'» σε «κι».

Η καθαρεύουσα του Μωραϊτίδη είναι πιο βαριά (και με πολυ λιγότερες ιδιωματικές ανάσες) από του Παπαδιαμάντη. Σημειώνω με αστερίσκο μερικές λέξεις που τις εξηγώ στο τέλος.

Θυμίζω και άλλα πασχαλινά αναγνώσματα που έχουμε δημοσιεύσει:

Παπαδιαμάντης, Παιδική Πασχαλιά

Παπαδιαμάντης, Ο αλιβάνιστος

Κώστας Βάρναλης, Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Παπαδιαμάντης, Χωρίς στεφάνι

Εμμ. Ροΐδης, Τα κόκκινα αβγά

Ν. Λαπαθιώτης, Η θυσία

Και βέβαια, το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Χριστός Ανέστη!

«Άρατε πύλας…»

Ποτέ δεν θα το λησμονήσω! Και μόνον η ανάμνησίς του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι εύμορφον Πάσχα! Νομίζω ότι έκτοτε δεν είδα πλέον τοιούτο φαιδρόν, τοιούτο μελωδικόν κι ευώδες Πάσχα. Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κι έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις τις πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον. Ίσως συνετέλεσε και η έκτακτος δροσερά άνοιξις του έτους εκείνου του αλησμονήτου. Τα αηδόνια είχαν έλθει τόσον εγγύς εις την κωμόπολιν, ώστε μερικά αφόβως εισέδυσαν και εις το πυκνόν του ναΐσκου κηπάριον και συνώδευον και εκείνα με την μαγευτικήν μελωδίαν των το γλυκύλαλον «Χριστός Ανέστη». Το καέν θυμίαμα, υπάρχουν στιγμαί, που νομίζω πως το αισθάνομαι ακόμη κατά τινα μυστικήν όλως απάτην. Έλεγαν πως ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν, Σκήτην του Άθωνος, γνωστήν διά την αρετήν των ερημιτών αυτής. Αλλ’ ίσως και τα πάμπολλα τριαντάφυλλα του κηπαρίου της Εκκλησίας προσέφερον και αυτά εν αναλογία το άρωμά των το μεθυστικόν. Και ήσαν τόσα πολλά το έτος εκείνο!

Ενθυμούμαι ότι ο μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος έκοπτε κι εμοίραζε καθ’ εκάστην εις τα παιδία της γειτονίας τα κόλλυβα, να μη φωνάζουν εις τα τρελλά παιγνίδια των εν τη μικρά του ναού πλατεία και διακόπτουσι τον εσπερινόν του γέροντος παπα-Οικονόμου. Ο λαμπρός στολισμός των νυμφών του Πάσχα εκείνου παραμένει ακόμη ανεξίτηλος εις την μνήμην μου με τα ζωηρά χρώματά του, και την χρυσαυγάζουσαν στιλβηδόνα του, ως να εζωγραφίσθη έκτοτε εν τη φαντασία μου με όλην την λάμψιν καλλιτεχνικής εικόνος αγιογράφου. Έτυχε το έτος εκείνο να τελεσθώσι και πολλοί γάμοι, και το σημαντικώτερον, έτυχε το έτος εκείνο να εργασθή το ναυτικόν όσον σπανίως συμβαίνει και είχε συναχθή εις την μικράν νήσον αρκετόν χρήμα· και το αναθεματισμένον όπου υπάρχει παρακολουθείται με χαράν και με λάμψιν. Ω, τι Πάσχα εκείνο!
Συνεφώνει μαζί μου και ο γέρων Οικονόμος και μου έλεγε μετά ταύτα κι εκείνος: — Τι Πάσχα εκείνο, παιδί μου! Έχεις δίκαιον.

Κι έλαμπαν από χαράν γεμάτοι οι οφθαλμοί του, ως λάμπει καθαρόν ποτήριον απέναντι του φωτός. Να ήτον τάχα η ηλικία! στοχάζομαι νυν. Να ήτο η μάγος, η άφροντις, η γόησσα ηλικία η παιδική, ήτις μου εζωγράφισεν αυτήν την άληστον, αυτήν την ανεξάλειπτον εικόνα του Μεγάλου εκείνου Πάσχα;

***

Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εύμορφα η αυγή προσπαθούσα να διασπάση της νυκτός την μαύρην καλύπτραν, ήτις απλούται ακόμη εις το μικρόν χωρίον μου και εις τον εύμορφον λιμένα του, του οποίου τα νερά ακίνητα ησυχάζουν εν τη σιωπηλή της νυκτός γαλήνη. Ούτε ο φλοίσβος ο μελωδικός ακούεται εις την άμμον κάτω. Τα άστρα τρέμουν παιγνιώδη εν τω κυαναυγεί στερεώματι, ως να τα εξήγειρον τώρα από του βαθέος ύπνου αι πρώται της ηούς ακτίνες. Δύο ηδύλαλοι αηδόνες κελαδούν περιπαθώς το εωθινόν εν τω κηπαρίω, αφ’ ου αναδίδεται ευωδία μεθυστική αρωμάτων. Ο Αναστάσιμος ύμνος εντός του Ναού αναμέλπεται τόσον περιπαθώς και τόσον γοητευτικώς, ώστε και αυτοί οι παρατεταγμένοι έξω εις την πλατείαν ναύται ίνα πυροβολώσιν, λησμονούν το χαρμόσυνον έθιμον, παρασυρόμενοι από τον ηδύν της ψαλμωδίας αντίλαλον. Μέσα εις τους χορούς είχαν καταλάβει τα στασίδια των όλοι οι προύχοντες ένθεν και ένθεν φορούντες τα καλά των, κρατούντες τας λαμπάδας των, σεμνή εν τη όλη απλότητι αυτής παράταξις. Όπισθεν δε δεξιά και αριστερά οι νησιώται όλοι ναυτικοί και γεωργοί ανάμεικτοι. Και προς τούτοις τα παιδία καθένα με το κόκκινον αυγόν εις χείρας, γεμάτα χαράν. Μετ’ ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την Ανάστασιν. Και ηκούοντο ζωηρώς και χαρμοσύνως διασταυρούμενα ως τρελλά πτηνά του λειμώνος κυνηγούμενα απ’ εδώ και απ’ εκεί.
— Χριστός Ανέστη!
Και αι απαντήσεις επανελάμβανον την γλυκείαν προσφώνησιν αντιφωνούσαι: — Αληθώς Ανέστη! συνοδευόμεναι υπό γενναίων πυροβολισμών των ναυτικών ισχυρών όπλων, ών ο αντίλαλος βαρύς και βροντερός εφέρετο διά του ηρεμούντος αιγιαλού προς τα κατασκότεινα βουνά της μακρονήσου Ευβοίας. Κατόπιν όλον εκείνο το Αναστάσιμον φως, όλη εκείνη η χαρά διεσπάρη μέσα εις τους οικίσκους της μικράς πολίχνης, έκαστος των οποίων μετεβλήθη εις ναόν εορτάζοντα με το αχόρταστον Πασχάλιον άσμα, ψαλλόμενον υπό το περίτεχνον τσούγκρισμα των αυγών, το ανέκφραστον χάρμα των παιδιών, άτινα ηγρύπνησαν πρώτην φοράν διά την ηδίστην αυτήν απόλαυσιν, την στιλπνήν χαράν, ως το στιλπνόν κέλυφος του Πασχαλινού αυγού.

***

Και μόνον ενός οικίσκου την σκοτίαν δεν εφώτισε του Πάσχα η λαμπάς. Ούτε ηκούσθη εν αυτώ το ηδύμολπον Χριστός Ανέστη, αν και διαβάται τινές διερχόμενοι και βλέποντες την μαύρην εκεί σκοτίαν εσταματούσαν ακροώμενοι ήχον τινα αμυδρόν ως άσματός τινος αμόρφου, ως ήχου τινός εκκλησιαστικού δυσδιακρίτου, και παρήρχοντο διερωτώντες αλλήλους:
— Πώς να ‘ναι τάχα ο μπάρμπα-Κώστας! Πώς τον λυπηθήκαμε τον καϋμένο τον Ολλαντέζο. Τι καλός εκκλησιάρχης! Έβαλε τα παιδιά σε τάξι.
— Χτυπιά που την έφαγε, παρετήρησεν έτερος, σα δεν σκοτώθηκε!
Μέσα εις τον οικίσκον εκείνον, μίαν καλυβίτσαν μάλλον προς τα Πηγάδια, χωρίς φως, χωρίς ζωήν καμμίαν, ήτο εξηπλωμένος επί ψιαθίου απλού ο μπάρμπα-Κώστας, φέρων δεμένας βαρέως τας σιαγόνας του κι αισθανόμενος ισχυρόν πόνον ως να έπαθον οι οδόντες του. Τίποτε άλλο δεν είχε. Και επιχείρησε πολλάκις να εξέλθη την νύκτα και μεταβή εις την Ανάστασιν. Πλην πάλιν εμετανοούσε. Πώς να εξέλθη με δεμένας ούτω τας σιαγόνας; Και επεχείρει πολλάκις εν τη θλιβερά εκείνη μονώσει του να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», πλην δεν ηδύνατο να προφέρη καθαρώς τας συλλαβάς. Ήκουε μακρόθεν, του εφαίνετο, την χαράν, την ψαλμωδίαν, ησθάνετο εκ των ραγάδων φως, ως της Αναστάσεως φως, και τότε καταπνίγων τον πόνον προσεπάθει να ψάλη, πλην εις μάτην, ότε τέλος ανοίγει η θύρα και έξαλλος βλέπει ο μπάρμπα-Κώστας τα άγιον φως, την λαμπάδα του Πάσχα. Ο γέρων Οικονόμος μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, πριν μεταβή εις τον οίκον του, ενεθυμήθη τον μπάρμπα- Κώσταν, και ήλθε φέρων προς αυτόν του Πάσχα το φως. «Δεύτε λάβετε φως» κραυγάζει με χαράν ο γέρων ιερεύς άμα εισελθών. Ο ασθενής δεν ήξευρε πώς να εκφράση την χαράν του, και πώς να ευχαριστήση την συγκατάβασιν ταύτην του αγίου Οικονόμου. Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν.
— Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας.
— Πώς είσαι!
— Καά. Δόκθα θοι ο Θεός!
— Πονείς!
— Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!
Ο γέρων Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμον και παρετήρησεν ότι έλειπον όλοι οι πρόσθιοι οδόντες του μπάρμπα Κώστα και εκ των δύο σιαγόνων. Και καταπνίγων θλίψιν τινα ενδόμυχον:
— Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνον πώς θα σ’ έχουμε πλέον χωρίς δόντια.
— Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός!
— Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.
— Θα δέου πάδι το «τιθ εθτίν ούτοθ ο βαθιδεύθ τηθ δόκθηθ;»
Και ανεστέναξε βαθέως.
Ο γέρων Οικονόμος εκλαβών τούτο ως παράπονον του παθήματός του δεν ωμίλησεν.
Ήναψε το κανδήλιόν του, προανήγγειλεν εις αυτόν ότι θα του στείλη ζωμόν, κι εστράφη ν’ απέλθη.
— Παπά! Παπά! εφώνησεν ο μπάρμπα Κώστας.
— Θέλεις τίποτε; εβόησεν ισχυρώς ο ιερεύς, ως πράττομεν όταν απευθυνώμεθα προς ασθενούντα ως προς κωφόν.
— Παπά, την δαμπάδα μου!
Και έτεινεν ο ασθενής μικράν λαμπάδα του Πάσχα, ήν είχε φυλαγμένην παρά το προσκεφάλαιόν του, παρακαλών τον ιερέα ν’ ανάψη αυτήν, όστις και το έπραξε μετ’ ευχαριστήσεως.
Κι έλαμψε τότε ο οικίσκος περισσότερον από τα διπλά φώτα. Ο μπάρμπα- Κώστας μάλιστα τότε φαιδρυνθείς σφόδρα ανεπήδησεν αίφνης ζωηρός- ζωηρός, και ως ήτο με δεμένας διά του γεράνιου* μανδηλίου τας σιαγόνας ήρχισε να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», βροντών ηρέμα αυτάς άνευ πλέον οδόντων, και αντί συλλαβών μελωδικών εκβάλλων ασθενείς τινας ήχους ως ελαφρούς μυκηθμούς βωβού ανθρώπου, διακρινομένων εν τούτοις καί τινων λέξεων εδώ κι εκεί, εκείνων αίτινες προφέρονται οπωσδήποτε και υπό των νωδών ανθρώπων.
— Δεν πταίειθ εθύ, άδιε Οικονόμε, είπε τέλος ο μπάρμπα-Κώστας με την ελαττωματικήν πλέον προφοράν του, δεν πταίειθ εθύ.
— Πταίω δεν πταίω, τώρα το κακόν έγινεν, απήντησε τεθλιμμένος ο ιερεύς. Πλην μη λυπήσαι, τέκνον μου. Ως σε είπα, θα έχης πάντοτε την θέσιν σου εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.

***

Ο μπάρμπα-Κώστας έως 65 ετών γέρων, άγαμος κι εν τω παρελθόντι κι εν τω μέλλοντι πλέον, είχε προσληφθή από 15 ετών ως υπηρέτης εν τω ναΐσκω της κωμοπόλεως, ως εκκλησιάρχης κατά την συνήθειαν των πόλεων, ως κανδηλάπτης κατά την γλώσσαν του λαού. Ήξευρε και ολίγα γραμματάκια. Ήτο μέτριος το ανάστημα. Κατ’ αρχάς είχεν επιδοθή εις το ναυτικόν στάδιον, ακολουθών το γενικόν ρεύμα των κατοίκων της θαλασσινής πολίχνης. Διά δε της φιλοπονίας του κατώρθωσε ν’ αποκτήση και μικράν λέμβον, αγοράσας αυτήν αντί ευτελούς ποσού, ημισύντριμμα από τινος ναυαγήσαντος ολλανδικού ιστιοφόρου, μιας φοβεράς Ούρκας*, εις την διάσωσιν των ναυαγίων της οποίας ειργάσθη, ανακαλύψας εκεί εις το Ξάνεμο, εις τας οπάς και ραγάδας της τρικυμιώδους ακτής, και ένα κασκέτο ολλανδικόν και μίαν πίπαν· αντί δε των ολίγων μισθών του έλαβε την χαλασμένην εκείνην λέμβον, την σκαμπαβίαν, ως την ωνόμαζεν. Επειδή δε ήτο κατεσκευασμένος κατά την παροιμίαν πολυτεχνίτης και ρημοσπίτης, μόνος του — ήξευρε και ολίγην μαραγκοσύνην — επιδιώρθωσε την λέμβον, χαρίσας την πίπαν εις τον δασοφύλακα, όστις τον άφησε να κόψη κρυφά εκ του δάσους δύο πεύκα, και εκράτησεν αυτός μόνον το κασκέτο, το οποίον εφόρει πάντοτε, επονομασθείς διά τούτο «Ολλαντέζος». Πλην δεν ήτο διόλου τυχηρός ως κυβερνήτης. Περισσότερον τυχηρός ήτο όταν δεν είχε τίποτε. Πρέπει να εναυάγησε πεντάκις με την σκαμπαβίαν του εκείνην, πότε εις τας ακτάς της νήσου μεταφέρων τον Ιούνιον θημωνίας σίτου από ενός όρμου εις έτερον, πότε εις τας ακτάς της Ευβοίας τον Αύγουστον, ότε συνήθιζε να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσάδες της νήσου.
— Όλο μες στο καλοκαίρι πέφτεις όξω, καημένε Ολλαντέζο. Τω παρετήρουν οι κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε.
— Έλα ντε! απήντα ο θαλασσοπνιγμένος ναύτης, όστις μετά το ναυάγιον ανήρχετο τον ανήφορον της αγοράς, υψηλά κρατών την κεφαλήν, ως να υπερηφανεύετο διότι κατώρθωνε να ναυαγή και να διασώζεται.
Τέλος νύκτα τινα του χειμώνος μεταφέρων ξύλα από της Κεχρεάς, και συναντήσας τρικυμίαν κατά την επιστροφήν του, μόλις έσωσε την ζωήν του και το κασκέτο του το ολλανδικόν, ριφθείς έξω εις τους βράχους του Μικρού Ασέληνου, αποτόμου και αλιμένου ακτής, όπου η σκαμπαβία διελύθη εις τα εξ ών συνετέθη. Και τα μεν καρφία εβυθίσθησαν εις τον βαθύν πυθμένα, αι δε σανίδες διεσπάρησαν εις το πέλαγος μεταβληθείσαι εις γιαλόξυλα.
Και τότε πλέον ανέβη τον ανήφορον της αγοράς χωρίς να έχη υψηλά την κεφαλήν του ο αφελής ναυαγός. Είχε σύρει το κασκέτο του μέχρι των ώτων και ανέβαινε χωρίς να βλέπη σχεδόν, προσκρούων εις τα λιθάρια και τα καλδερίμια. Του ήλθεν ως εντροπή· και έκτοτε δεν επάτησεν εις την θάλασσαν, αλλ’ αφιερώθη εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας αποκτήσας την αγάπην των εφημερίων, των επιτρόπων και των ενοριτών. Ιδίως όμως τον ηγάπησαν τα μικρά παιδία, διότι τόσον καλά και με τόσην τάξιν εμοίραζε προς αυτά τα κόλλυβα ο «Ολλαντέζος», ώστε έπαιρναν όλα με ησυχίαν. Και διά τούτο και τον εσέβοντο, τηρούντα σιωπήν απόλυτον εν τω ναώ. Και τον έβλεπες εκεί τον μπάρμπα-Κώσταν με το ολλανδικόν κασκέτο του εν μέσω των παιδίων ως απόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα εν τάξει τα πάντα. Και μήπως δεν ήτο απόμαχος πλοίαρχος; Και μήπως δεν έπιε την θάλασσαν με την κουτάλαν, ως λέγουν; Τι τάχα να ταξιδεύη τις εις τους φοβερούς ωκεανούς ή εις τα κοιμώμενα παράλια του Μαλιακού; Τι τάχα να ναυαγήση τις εις τον Εύξεινον Πόντον ή εις την ειρηνικήν ακτήν του Παγασητικού; Το ναυάγιον είναι πάντοτε ναυάγιον· και ο άνθρωπος πνίγεται ομοίως είτε εις το πέλαγος είτε εις τον λιμένα. Και εις μία φούχτα νερό ακόμη.

Ο μπάρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.
Είναι συνήθεια αρχαιοτάτη εις την νήσον, αφού ο Επιτάφιος εν λιτανεία περιέλθη εν ωραίω πανοράματι την ενορίαν όλην, κατά την επιστροφήν να κλείωνται αι πύλαι του ναού και να μη επιτρέπηται η εις αυτόν είσοδος του Επιταφίου. Παρίσταται κατά τρόπον παράδοξον η σκηνή της εις Άδου καταβάσεως του Σωτήρος, ως φέρεται τούτο εν τη εκκλησιαστική παραδόσει. Τότε ο πρώτος των εφημερίων, προσεγγίζων εις τας πύλας κελεύει επιτακτικώς κρούων αυτάς και κράζων: «— Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!»
Ο δε έσωθεν των κεκλεισμένων πυλών παρά τα κλείθρα υποκρινόμενος τον Άδην ερωτά αυθαδώς: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»
Η επιτακτική κέλευσις ως και η αυθάδης ερώτησις επαναλαμβάνονται εκ τρίτου. Και τότε την τρίτην φοράν ο ιερεύς ωθών ισχυρώς διά του ποδός και των χειρών τας πύλας, αναφωνεί εν κυριαρχική δυνάμει: — Κύριος των Δυνάμεων, αυτός εστιν ο βασιλεύς της Δόξης! Και ανοίγει βασιλικώς, και αυταρχικώς τας πύλας, και ούτως εισέρχεται εις τον ναόν ο Επιτάφιος.
Εις ταύτην λοιπόν την παράστασιν κατέστη ειδικώτατος ο μπάρμπα- Κώστας. Υπεκρίνετο τόσον επιτυχώς το πρόσωπον του αντάρτου Άδου, του μη θέλοντος ν’ αναγνωρίση Δεσπότην και Κύριον ανώτερόν του, ώστε τρόμος κατελάμβανε το πλήθος ότε ήκουε τας τρομεράς εκείνας ερωτήσεις του: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της Δόξης;»
Ετόνιζε τας λέξεις κατ’ ίδιόν τινα τρόπον πολύ τρομακτικόν. Εκίνει την κεφαλήν του έξωθεν, ηγρίευε τους οφθαλμούς του, αι τρίχες της κόμης του ανεσουσουρώνοντο, καθώς τον περιέγραφον όσοι έμενον ένδον να τον θαυμάσουν κατά την θαυμασίαν του υπόκρισιν, όλον το σώμα του έτρεμε· κι εν γένει επαθαίνετο ως να ήτο αυτός ο Άδης αληθώς με την σατανικήν επί του κόσμου δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον το τέλος του.

***

Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα-Κώστας ήτο εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελε υποκριθή. Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ίστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως ει έλεγεν: — Εγώ είμαι! Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα.
Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύταται και τρυφεραί ως κλαυθμοί, ως θρήνοι: «— Δος μοι τούτον τον ξένον!..». Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα, «Τον ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον συγκινεί και τα άψυχα: «— Δος μοι τούτον τον ξένον!..».
Ο Ιωσήφ παρακαλεί τον Πιλάτον ίνα επιτρέψη αυτώ να θάψη «τον ξένον Ιησούν και ωνειδισμένον . . .» Ψάλλουσιν οι μελίφθογγοι ψάλται, ακολουθούντες την λιτανείαν του Επιταφίου και υπηχεί ο λαός ως δι’ ενός στόματος.
— Δος μοι τούτον τον ξένον! . . .
Ω πατρίς μου μικρά, πόσον μεγάλη είσαι εν τη θρησκεία σου! Η μελωδία γλυκυτάτη ολονέν προσεγγίζει. Όπισθεν οικιών νεφέλαι φωτειναί από των καιομένων λαμπάδων αναβαίνουσι προς το στερέωμα. Η ευωδία των θυμιαμάτων, τα οποία καίονται κατά την δίοδον του Επιταφίου από τας οικίας όλας φθάνει από μακράν ως άρωμα αυτής της νυκτός ανέκφραστον.
— Δος μοι τούτον τον ξένον!.. . . Πρέπει να ιδήτε την λιτανείαν του Επιταφίου κατά την αυγήν, ότε δεν είναι ούτε ημέρα ούτε νυξ ή μάλλον με ολίγην ημέραν και πολλήν νύκτα, με ολίγον φως και με πολλά άστρα, καμμιά φορά με σελήνην λειψίφωτον, ότε το θέαμα γίνεται υπερκατανυκτικόν, με ολίγας αηδόνας και πολλά πρωινά πουλιών χαιρετίσματα, με ολίγον ευωδιάζοντα άρωμα πρωινόν αέρα και με πολύ θυμίαμα· και κάτω το κύμα μελανόφαιον, εφ’ ού ν’ αντανακλώνται των ιερών λαμπάδων αι χρυσαί λάμψεις.
Ιδού! Η ιερά λιτανεία προσεγγίζει ήδη εις τον ναόν. Προηγούνται τα εξαπτέρυγα και ο μέλας ξύλινος άγιος Σταυρός. Είτα ο κλήρος με χρυσά βυζαντινά άμφια, θαύμα υφαντικής και ποικιλτικής εξαίσιον, ουχί άκομψα ρωσικά μονοκόμματα και μονοκόκκαλα ως φορέματα χιονισμένων βουνών. Και είτα το ιερόν Κουβούκλιον. Τι εύμορφον λεπτούργημα! Ως να είναι εζωγραφισμένον. Τετράγωνον ορθογώνιον, επί τεσσάρων ποδών ερειδόμενον, εφ’ ού εναποτίθεται ο Επιτάφιος θρήνος, ραντισμένος διά φύλλων ρόδου, βιολέττας και δενδρολιβάνου. Και άνωθεν αυτού διά τεσσάρων κιονίσκων επιβαστάζεται ο θολίσκος αυτού, θαύμα ξυλογλυπτικής ως θόλος ναΐσκου, καλλίμορφος, φέρων επί της κορυφής επίχρυσον ξύλινον στέμμα, απολήγον εις σταυρόν, ενώ έσωθεν, άνω του Επιταφίου θρήνου κρέμαται ωσάν πολυέλαιος έτερον τεχνητόν στέμμα εκ χρυσοχάρτου και τεχνητών ανθέων, στίλβον ακτινωτώς μετά μαρμαρυγών εν τω φωτί των λαμπάδων. Σειρά λαμπαδίσκων επιστέφει τον θόλον του Κουβουκλίου, ενώ τέσσαρες φανίσκοι κομψοί εις τας τέσσαρας άκρας φέγγουσι με υέλους χρωματιστάς. Είναι εκ καρυοξύλου γεγλυμμένον ούτως ειπείν το ιερόν Κουβούκλιον, αλλ’ εκ των ανθέων δεν φαίνεται σχεδόν το βαθύ ερυθρόχρουν ως ερυθρόδανον* υάλισμα του ωραίου ξύλου.
Βαστάζεται υπό τεσσάρων ναυτών μετά σεβασμού και κατανύξεως και περιστοιχίζεται παρ’ άλλων ναυτών, ετοίμων εκεί πλησίον ν’ αρπάσωσιν είτα τας λαμπάδας του, φυλακτήριά εν ταις τρικυμίαις. Κ’ ενώ βαδίζουν οι βαστάζοντες, σείεται ελαφρώς το Κουβούκλιον, σείεται και το κρεμάμενον έσωθεν χρυσούν εξ αντρέδων* και ψευδανθέμων ποικιλοχρώμων στέμμα και τα λοιπά χρυσά και άνθινα στολίσματα, και αποτελείται ούτω μία ευάρεστος αλληλουχία λικνιζομένων χρυσών λάμψεων, καθηδύνουσα την όρασιν και πραΰνουσα ως δρόσος εν καύσωνι την καρδίαν, ενώ η ελαφρόπνους πρωινή αύρα κινούσα μαλακώς το φως των λαμπάδων μετασχηματίζει αυτό επιτηδείως εις ένα μονοκόμματον φωτεινόν στέφανον γύρω-γύρω του Κουβουκλίου, καταυγάζοντα ηδέως τα όμματα. Όπισθεν ακολουθεί εν μακρά γραμμή το πλήθος λαμπαδηφόρον αποτελούν, εν ευλαβεία και κατανύξει, ένα φωτεινόν ωραίον ρεύμα μ’ ελαφρώς παίζοντα τα κύματά του.
Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά-κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!

***

Ήδη ο μπάρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γίνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.
Ο γέρων Οικονόμος τότε αργά-αργά πλην μετά δυνάμεως ικανής, — τους είχε ζωηρεύσει όλους τόσα χρόνια ο ζωηρός τρόπος του μπάρμπα-Κώστα — κελεύει:
— Άρατε πύλας οι Άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!
Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς*, αυθάδης φωνή:
— Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;
Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά:
— Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.
Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ’ αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου. Και ο ιερεύς την τρίτην φοράν εμπνευσθείς και αυτός εκ της εμπνεύσεως του αγαθού κανδηλάπτου εκραύγασεν επιτακτικώτερον το «Άρατε», ως να ήθελε να κατανικήση και την τελευταίαν αντίστασιν του ζωηρού Αδάρχου· και συγχρόνως ώθησε μετά δυνάμεως ασυνήθους τας πύλας διά χειρών και ποδών, επιδοκιμάζοντος του πλήθους. Και πάραυτα ανεώχθησαν πέρα-πέρα μετά πατάγου φοβερού αι πύλαι και κρότου μη ακουσθέντος άλλοτε. Κι έλαμψαν ιδού οι αναμμένοι του ναού πολυέλαιοι. Ο δε ιερεύς ψάλλων το «ο Μονογενής Υιός . .» ητοιμάζετο να εισέλθη, ότε εξαίφνης και συγχρόνως κραυγαί ηκούσθησαν, κραυγαί ως από δυστυχήματος ανελπίστου.
Ο μπάρμπα-Κώστας αφιερωθείς εν τη προσφιλεί του απομιμήσει ελησμόνησε μετά την τρίτην ερώτησιν να παραμερίση εις τα πλάγια, και τα φύλλα της βαρείας πύλης βιαίως ανοιγέντα τον εκτύπησαν εις τας σιαγόνας, διότι υπεκρίνετο εγγύς της οπής της κλειδός, και τον έρριψαν κάτω εις τας πλάκας βροντήσαντα ως κορμόν δρυός καταπεσούσης υπό καταιγίδος. Ευτυχώς το πάθημα δεν ήτο σοβαρώτερον. Ο μπάρμπα-Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος. Η ιερά τελετή εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των λαμπάδων εγένετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία. Πλην τους νησιώτας κατελύπησε το απρόοπτον πάθημα του μπάρμπα-Κώστα, όστις αφού έτυχεν εκεί των πρώτων περιποιήσεων και κατόπιν εν τω οικίσκω του, υπομείνας αφορήτους τωόντι πόνους, και τυχών συντονωτάτης ιατρικής περιθάλψεως, εκ μέρους των επιτρόπων, όμως έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πονών ακόμη, ως είδομεν, και άνευ οδόντων πλέον. Εν τη καταπτώσει έχασε και τας δύο σειράς των οδόντων του. Και ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Άδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.

– Κι εδώ εναυάηθα! έλεγε νωδώς μετά ταύτα παραπονούμενος διά την τύχην του ο αγαθός μπάρμπα-Κώστας ο Ολλαντέζος, απλούς κανδηλάπτης πλέον του ναού, φέρων καταφανή τα διπλά σημεία των διπλών ναυαγίων, το ολλανδικόν του κασκέτο και τας άνευ οδόντων σιαγόνας· αλλ’ αντί της καλύβης του πλέον εκατοικούσεν εις ένα πολύ εύμορφον κελλίον οπού του έκτισαν οι Επίτροποι εντός του κηπαρίου του ναού, και όπου διήλθε τα γηρατεία του αγαπώμενος από όλους.

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Αττικόν Μουσείον, τχ. 3, 1891).

 

Γλωσσάρι

γεράνιος: ο βαθυκύανος

ούρκα: είδος ιστιοφόρου (εδώ έχει λίγο περισσότερα)

ερυθρόδανον: φυτό, το ριζάρι, που το χρησιμοποιούσαν για βαφική ύλη· και ερυθρόδανος, ο κόκκινος, που έχει βαφεί με ερυθρόδανο.

αντρές (εξ αντρέδων..): χρυσόχαρτο.

υπέροφρυς: αλαζονικός, υπερόπτης

 

143 Σχόλια to “Άρατε πύλας (διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη)”

  1. Χριστός Ανέστη!
    Ευχαριστούμε για το διήγημα. «… τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα…», «…Ω πατρίς μου μικρά, πόσον μεγάλη είσαι εν τη θρησκεία σου! …». Τί ωραία!

    Και του χρόνου με υγεία.

    Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης
    http://www.badsadstories.blogspot.gr
    http://www.badsadstreetphotos.blogspot.gr

  2. Πέπε said

    Χριστός Ανέστη!

    Δεν ξέρω αν είναι πιο βαριά καθαρεύουσα από του Παπαδιαμάντη, αλλά γενικώς βαριά δεν τη λες, με τύπους όπως λ.χ. «εμετανοούσε» (θα περίμενε κανείς «μετενόει»).

    > > Έλεγαν πώς ήτο θυμίαμα από την Αγίαν Άνναν:
    πώς = πως

    > > γεράνιος: ο βαθυκύανος
    Δεν ήξερα ότι υπάρχει τέτοια λέξη! Στην Κάρπαθο λένε «γερανέος = γαλάζιος» (ή μπορεί βαθυκύανος, δεν είμαι βέβαιος ποια απόχρωση εννοούν, μπλε πάντως), και νόμιζα ότι είναι κάποιος περίεργος δικός τους ιδιωματισμός που εις μάτην προσπαθούσα να συνδέσω με το γεράνι.

  3. Πέπε said

    Καλέ, τι έπαθε το ρολόι; Δείχνει για τα σχόλια ότι ανέβηκαν μια ώρα νωρίτερα από την πραγματική!

  4. Καλημέρα και εις έτη πολλά

    ωραιότατον το διήγημα !!

    Στην εποχή μας «Ολλανδέζος» λεγότανε ο συνονόματος του «ξανθού», οι μπασκετόφιλοι θα το θυμούνται

  5. Γιάννης Ιατρού said

    3: Τώωωρα το είδες; από την αρχή του μηνός το σχολιάζουμε 🙂
    Πάντως οι απόφοιτοι του (πάλε ποτέ) εξαταξίου γυμνασίου δεν νομίζω πως έχουμε κάποιο πρόβλημα με την γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Μ., αν και οφείλω να πω πως στο μονοτονικό είναι (πλέον) πιο ευκολοδιάβαστη.

  6. sarant said

    Καλημέρα, Χριστός Ανεστη, ευχαριστώ πολύ για τα πρώτα σχόλια!

    2 Ευχαριστω για τη διόρθωση, που την πρόσθεσα. Έβαλα και μια αναφορά για την Ούρκα.
    https://es.m.wikipedia.org/wiki/Urca_(embarcaci%C3%B3n)

  7. ΚΩΣΤΑΣ said

    Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά και πάλι.

    Ο άλλος Αλέξανδρος… ο Σκιαθίτης, υπέροχος κι αυτός. Τυπολογικά καθαρευουσιάνος, πλήρως όμως κατανοητός με κοινό λεξιλόγιο.

    Και μια υφολογική παρατήρηση. Ενώ ο ατυχής Ολλαντέζος έχασε τα δόντια του, κατά τους τραυλισμούς του χρησιμοποιεί κυρίως οδοντικά σύμφωνα, δ, θ -> δόκθαθι ο Θεόθ.

  8. Γιάννης Κουβάτσος said

    Χρόνια πολλά σε όλες και σε όλους και στον περίλαμπρο Λάμπρο για την ονομαστική του γιορτή.
    Καλός ο «άλλος Αλέξανδρος» αλλά είναι απλώς ο «άλλος». Πού η μαγεία του Παπαδιαμάντη, που ξεκινάει το διήγημα με τον πιο συνηθισμένο τρόπο και ξαφνικά απογειώνεται ο λόγος και γίνεται σπάνια ποίηση.

  9. ΚΩΣΤΑΣ said

    > το ιστολόγιο εύχεται σε όλες και όλους Καλή Ανάσταση

    Με το συμπάθιο για την επισήμανση, το παθαίνουμε όσοι γράφουμε πρωθύστερα. Μετά το Χριστός Ανέστη, η Ανάσταση έχει ήδη επέλθει… 🙂

  10. sarant said

    7 Αναρωτιέμαι αν ισχύει η ένσταση.

    8 Ακριβώς!

    9 Κι αυτό σωστό, το διόρθωσα.

  11. Πέπε said

    Τώρα το τέλειωσα. Δυσκολεύομαι λίγο να διαβάζω λογοτεχνία στην οθόνη…

    Η δομή της ιστορίας μού φαίνεται πολύ παπαδιαμαντική. Υπάρχει κάποιο κοινό πρότυπο, κάποιος παλιότερος λογοτέχνης -ίσως ξένος- που είχαν μελετήσει από κοινού οι δύο Σκιαθίτες;

    Κρίμα πάντως που, ενώ καθυστερεί τόσο να αποκαλύψει τι έγινε, ωστόσο το μαντεύει κανείς τόσο νωρίς.

    _____________

    Τελικά δεν έχω καταλάβει αν αυτό το έθιμο είναι κάτι σπάνιο. Εγώ το έχω δει στη Νάξο (το ξανάγραψα), μια από τις ελάχιστες φορές που έκανα Πάσχα σε χωριό. Αν ήταν 6 ή 7 όλες, το έχω δει να γίνεται μία στις έξι ή εφτά, οπότε νόμιζα ότι είναι κάτι μάλλον κοινό, που απλώς δε συνηθίζεται στην Αθήνα.

    _____________

    Άλλα δύο παροράματα:

    > > το κρεμάμενον έσωθεν χρυσούν εξ αντρέδων* και ψευδανθέμων ποικιλόχρωμων στέμμα
    ποικιλόχρωμων = ποικιλόχρωμον

    > > έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πόνων ακόμη
    πόνων = πονών

    Κι ένα σημείο όπου δεν ξέρω αν υπάρχει παρόραμα:

    > > Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι.

    Μήπως λέει «ως» ή «όσον»; Το «ώστε» δεν κολλάει. Τόσο ζωηρά [φώναξε] όσο δε θυμούνται ποτέ οι άνθρωποι [να φώναξε άλλη φορά], αυτό είναι το νόημα.

  12. Urca είδος μεγαλου εμπορικου Ισπανικού σκάφους, https://www.proz.com/kudoz/spanish_to_english/ships_sailing_maritime/4835702-urca.html

  13. Πέπε said

    Επίσης, γιατί στον διάλογο παπά – Ολλαντέζου ο παπάς τον πληροφορεί «πονείς!»; Μπορεί βέβαια και να του το είπε, με την έννοια «πονείς καημένε μου!», αλλά μήπως τον ρώτησε, με ερωτηματικό αντί θαυμαστικού;

  14. ΚΑΒ said

    Χρόνια πολλά.

    >>Πρέπει να ιδήτε την λιτανείαν του Επιταφίου κατά την αυγήν, ότε δεν είνε ούτε ημέρα ούτε νυξ ή μάλλον με ολίγην ημέραν και πολλήν νύκτα, με ολίγον φως και με πολλά άστρα, καμμιά φορά με σελήνην λειψίφωτον

    Οπότε θέλει ας είν’ Λαμπρή, φεγγάρι θα ’χει την αυγή.

  15. sarant said

    11 Το πρωτο που επισημαίνεις είναι λάθος αλλά το σωστό είναι «ποικιλοχρώμων». Μερσί και για το δεύτερο.

    Το τρίτο (ώστε) έτσι στο πρωτότυπο

    13 Και όμως έχει θαυμαστικό, όπως και στο «Πώς είσαι!»

  16. Antonislaw said

    Χριστος ανεστη! Υπεροχο, ολο αρωματα το διηγημα, εφαμιλο του πρωτου Αλεξανδρου( ο αλλος Αλεξανδρος ειναι ο Παπαδιαμαντης, μηπως ξαιρει καποιος πως και αν αναφερεται ο Παπαδιαμαντης σε γραπτα του Μωραιτιδη;
    Η παροιμια που αναφερει » πολυτεχνιτης και ρημοσπιτης» εχει αποστροφο στο ρ; Προσωπικα την ελεγα » και ερημοσπτης» και τωρα με αποστροφο η’ χωρις, μου την αποκαθιστα και εξαλειφει τη χασμωδια του » και ερημοσπιτης». Ευχαριστω, ετσι θα τη λεω απο τωρα

  17. Πέπε said

    15α:

    🙂

  18. Πέπε said

    16:
    Εμένα αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι μάλλον αυτή καθαυτή η ύπαρξη της παροιμίας. Νόμιζα ότι τη χρωστούμε στον ΘΒ.

    Πάντως, νομίζω ότι, όπως κι αν το γράψουμε, γενικά λέμε «κι ερημοσπίτης», χωρίς ολόκληρο «και» (το αποτέλεσμα είναι ακριβώς ομόηχο του «και ‘ρημοσπίτης»), ώστε να είναι ισοσύλλαβο με το «πολυτεχνίτης» και να κάνει ρυθμό.

  19. ΚΑΒ said

    >>Βαστάζεται υπό τεσσάρων ναυτών μετά σεβασμού και κατανύξεως και περιστοιχίζεται παρ’ άλλων ναυτών, ετοίμων εκεί πλησίον ν’ αρπάσωσιν είτα τας λαμπάδας του, φυλακτήριά εν ταις τρικυμίαις

    «Από τα νησιώτικα έθιμα» του Παπαδιαμάντη:

    Τέλος, ἐπεστρέφομεν εἰς τὸν ναόν. Τώρα κατὰ τὰ νησιωτικά μας ἔθιμα, ἔμελλε νὰ διαδραματισθῇ μεγάλη ἐπικὴ σκηνὴ – ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Αἱ λαμπάδες, αἱ ἀνημμέναι ἐπὶ τοῦ Ἐπιταφίου, εἶναι ἐξόχως θαυματουργοὶ καὶ μάλιστα ἐν ὥρᾳ τρικυμίας, εἰς τὴν θάλασσαν. Ὅθεν οἱ ναυτικοί, ὅσοι τυχὸν ἐπεδήμουν εἰς τὸ χωρίον, ἐφιλοτιμοῦντο νὰ τὰς ἁρπάσωσιν ὅλας, ζηλοτύπως δὲ ἀπηγόρευον εἰς γεωργοὺς ἢ χειρώνακτας νὰ τολμήσουν νὰ βάλωσι χεῖρα. Πρὶν τὸ Κουβούκλιον φθάσῃ εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ, καὶ πρὶν ἐκφωνηθῇ τὸ «Ἄρατε πύλας» ἐκ τρίτου, οἱ βαστάζοντες ὕψωνον τὸ ἱερὸν κενοτάφιον ὑψηλὰ ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ἕως ὅπου ἔφθανον οἱ βραχίονές των, ἐτεντώνοντο πατῶντες ἐπ᾿ ἄκρων ὀνύχων· διότι μερικοὶ τολμητίαι ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, ἐπεχείρουν ν᾿ ἁρπάσωσι τὰς λαμπάδας πρὸ τῆς ὥρας. Τέλος ὑψιτενὲς τὸ Ἐπιτάφιον εἰσήρχετο εἰς τὸν ναόν, ἐνῷ τὰ τουφέκια τῶν πολιτοφυλάκων ὑψωμένα ἐπροσπάθουν νὰ ἐμποδίσωσι τὰς ἀνατεινομένας χεῖρας. Ἐκεῖ ἄλλοι ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸ παγκάρι, ἄλλοι ἐκαβαλίκευαν ὑψηλὰ εἰς τὰς κορυφὰς τῶν στασιδίων, καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγίνετο ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων. Καὶ ὅπως εἰς ὅλα τὰ πράγματα, ἡ ἀνισότης ἐπεκράτει κ᾿ ἐδῶ. Ἄλλος ἔπαιρνε δύο ἢ τρεῖς, ἄλλος μίαν, καὶ ἄλλος καμμίαν.

  20. Γιάννης Κουβάτσος said

    16: Ναι, αναφέρεται:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://theologoi-school.blogspot.com/2014/12/blog-post_26.html%3Fm%3D1&ved=2ahUKEwjb6tqHpKraAhUMfFAKHaqFDMYQFjACegQICBAB&usg=AOvVaw09mlxrdPHKaD5cgmJvUJqp

  21. sarant said

    16-18 Χωρίς απόστροφο το ρημοσπίτης.

    20 Αυτό πρέπει να το βρω και να το βάλω κάποτε ολόκληρο.

  22. Γιάννης Κουβάτσος said

    Όταν ήταν νεαροί οι δύο Αλέξανδροι, ο Μωραϊτίδης είχε καλό όνομα στη Σκιάθο, έχαιρε της εκτίμησης των συγχωριανών, ενώ ο Παπαδιαμάντης είχε τη φήμη του άσωτου, του τεμπέλη που παραμελεί τις σπουδές του:
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material/2013_3_11_Printzipas.pdf&ved=2ahUKEwj71amzparaAhUNZVAKHc7ZBp04ChAWMAF6BAgIEAE&usg=AOvVaw2qJ0dsro1QxMIZTckTp2_M

  23. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Χρόνια πολλὰ κι ἀπὸ ᾿δῶ.

    @2. » γεράνιος: ο βαθυκύανος

    Στην Κάρπαθο λένε «γερανέος = γαλάζιος»… »

    Στὰ Θερμιὰ τὸ λένε γερανιό. Εἶναι χρῶμα βαθὺ γαλάζιο, λουλακί.
    Παλιὰ φτιάχνανε γερανιὰ πουκάμισα ἀπὸ μπαμπακερὸ πανί, ὑφασμένο στὴν κρεβαταριά· ἦταν χωρὶς γιακά, μὲ τραχηλιά. Μὲ τὸν καιρὸ καὶ τὰ πλυσίματα ξέβαφαν ὅπως τὰ μπλουτζήν. Ἦταν πουκάμισα τῆς δουλειᾶς.

  24. ΚΑΒ said

    >>Κ’ ενώ βαδίζουν οι βαστάζοντες, σείεται ελαφρώς το Κουβούκλιον, σείεται και το κρεμάμενον έσωθεν χρυσούν εξ αντρέδων* και ψευδανθέμων ποικιλοχρώμων στέμμα και τα λοιπά χρυσά και άνθινα στολίσματα

    Έπεσε ο τρούλος του επιτάφιου:

    https://www.google.gr/search?q=%CF%84%CE%BF+%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BF+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%84%CE%91%CE%A6%CE%8A%CE%9F%CE%A5+%CE%88%CE%A0%CE%95%CE%A3%CE%95&ie=utf-8&oe=utf-8&client=firefox-b&gfe_rd=cr&dcr=0&ei=utXJWoTNLPGP8QfK24nIDw

  25. Αὐγουστῖνος said

    Καλημέρα ἀπὸ Ρόδο καὶ εὐχὲς, ἂν καὶ δυστυχῶς εἶμαι κομιστὴς κακῶν εἰδήσεων.
    Σήμερα τὸ πρωί, στὸ νοσοκομεῖο τῆς Ρόδου, μᾶς ἀποχαιρέτησε γιὰ τὸ στερνὸ ταξίδι του ὁ Βαγγέλης ὁ Παυλίδης, ὁ γνωστὸς σκιτσογράφος, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες μαζὶ μὲ τὸν Μάνο Κοντολέ(ων)οντα παρουσίαζε στὸ Μουσεῖο Νεοελληνικῆς Τέχνης τῆς Ρόδου τὰ δύο βιβλία ποὺ συνδημιούργησαν, τὶς διασκευὲς τοῦ Δὸν Κιχώτη καὶ τοῦ Γαργαντούα.

  26. ΚΑΒ said

    24. Συγκεκριμένα:

    http://piraeuspress.gr/hellas/198977/nafpaktos-epese-o-troulos-tou-epitafiou-tin-ora-tis-periforas-tou/

  27. cronopiusa said

    Ποιος έγινε άρατος;

    Χριστός Ανέστη, Χρόνια πολλά σε όλες και όλους!

    και για τον Λάμπρο

    Καλή σας μέρα!

  28. Απόσπασμα αυτού του διηγήματος πρέπει να υπήρχε σε αναγνωστικό του Λυκείου προ 50ετίας. Από κει έμαθα το «Άρατε πύλας».
    Ήξερα ότι παλιότερα την Ανάσταση την έκαναν ξημερώματα, αλλά και τον Επιτάφιο; Αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω. Μήπως σκιαθίτικη ιδιομορφία;
    Φυσικά έχει φεγγάρι την αυγή, αφού το Πάσχα ορίζεται να πέφτει ως μια βδομάδα (στην εποχή μας, λόγω του συσσωρευμένου σφάλματος του μετώνειου κύκλου, 5-11 μέρες) μετά την εαρινή πανσέληνο. Δεν ήξερα όμως ότι υπάρχει και σχετική παροιμιώδης φράση.

  29. cronopiusa said

    25
    Τι κρίμα….

    Ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.
    Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.
    Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.
    Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.
    Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθῃρέθη.
    Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.

  30. ΣΠ said

    Καλημέρα. Χριστός Ανέστη. Χρόνια Πολλά.

    Ενδιαφέρον διήγημα αλλά Παπαδιαμάντης δεν είναι. Η γλώσσα δεν θα έλεγα ότι είναι πιο βαριά καθαρεύουσα αλλά η αφήγηση δεν ρέει με τον ίδιο τρόπο. Η γλώσσα είναι μικτή, έχοντας συχνά δίπλα-δίπλα αρχαΐζοντες και νεότερους τύπους, π.χ. «ίνα πυροβολώσιν, λησμονούν».

    την ορθογραφία (που πάντως την έχει εκσυγχρονίσει κάπως ο Ν.Δ.Τ., π.χ. είνε σε είναι
    Πάντως μέσα στο κείμενο υπάρχουν τρία «είνε» και δύο «είναι».

  31. Γιάννης Κουβάτσος said

    28: «…η Ακολουθία του Επιταφίου ξεκινά όρθρου βαθέως, στη 1 μετά τα μεσάνυκτα, με την περιφορά του Επιταφίου να γίνεται από τις 4:00π.μ. έως τις 5:15π.μ.»
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://skiathosiconography.blogspot.com/2011/04/blog-post_27.html%3Fm%3D1&ved=2ahUKEwj71amzparaAhUNZVAKHc7ZBp04ChAWMAV6BAgFEAE&usg=AOvVaw2BEVblvvgumsXz3BZXmpl4

  32. ΣΠ said

    Από το λινκ στο #22 βλέπω ότι οι δύο Αλέξανδροι ήταν τρίτα ξαδέρφια. Ο παππούς του Παπαδιαμάντη από την μεριά της μητέρας του και του Μωραϊτίδη από την μεριά του πατέρα του ήταν αδέρφια και είχαν το επώνυμο Μωραΐτης.

  33. ΣΠ said

    4
    Μάλλον «Ολλανδός» ήταν ο άλλος Γιάννης Ιωαννίδης.

    Σπύρος Ολλανδέζος ήταν ο συνθέτης του τραγουδιού «Το γιλεκάκι που φορείς».

  34. ΚΑΒ said

    Ο άδης μπορεί να κατηργήθη σύμφωνα με τον υπέροχο κατηχητικό λόγο του Χρυσοστόμου, αλλά ο θάνατος παραμονεύει διαρκώς.

  35. Γιάννης Κουβάτσος said

    Η …φασαριόζικη Ανάσταση, πάντως, δεν είναι καινούργιο έθιμο. Και στη Σκιάθο των δύο Αλέξανδρων καλά κρατούσε:
    «Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας…» (Από την «Παιδική Πασχαλιά» του Παπαδιαμάντη μας)
    https://www.google.gr/url?sa=t&source=web&rct=j&url=http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/207-02-12-paidikh-pasxalia-1891&ved=2ahUKEwi_veGBsaraAhXIY1AKHd_pDawQFjAAegQIBxAB&usg=AOvVaw0oBdSgF58n4iJdwjRjICPD

  36. sarant said

    Ευχαριστώ για τα νεότερα!

    25 Κρίμα… Ήταν ξεχωριστός

    30 Το κείμενο έχει πληκτρολογηθεί (οχι από μένα) από κάποια άλλη έκδοση, όχι του ΝΔΤριαντ., και μου είχαν ξεφύγει τα «είνε», τώρα τα άλλαξα.

  37. cronopiusa said

    ΣΠ

    «Το γιλεκάκι που φορείς» φίλος Ισπανός μου είχε πει ότι ήταν σεφαρδιτικο, μου το είχε τραγουδήσει, δυστυχώς έχει πεθάνει και δεν μπορώ να τον ρωτήσω…

  38. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Τί ωραίο! μα τί ωραίο! Γνωστό στα βάθη , μαζί με τ΄άλλα τα Παπα-διαμαντικά. Η γλώσσα, λιγότερο, μια στάλα λιγότερο, γλυκύτερη του άλλου, του πρώτου κυρ Αλέξανδρου.
    Ίσως γιατί μ΄αυτή τη γλώσσα,μ΄αυτά τα κείμενα πρώτη φορά ξανάζησα το ρίγος των παιδικών Αναστάσεων, στην πόλη, στο γυμνάσιο, μού είναι ακριβά. Κειμήλια μνήμης. Αρώματα και ήχοι σε ανοιξιάτικες ,λαμπριάτικες νύχτες.
    Το πυκνό του ναϊσκου κηπάριον, ίδιο το δικό μας. Το φαιδρόν του ναϊσκου κηπάριον μου είχε μείνει και το ανέκραζα κάθε τέτοια εποχή, ανά περίσταση. Ίσως ο Παπαδιαμάντης είναι που το λέει φαιδρόν. Αλλά και πυκνόν, μου κάνει. Και οι ροδαρές του προαυλίου και του εκκλησιάσματος η περιγραφή, όλα οικεία, όλα φυλαγμένα και φυλαχτά μου.
    Ευχαριστώ για τη χαρμοσύνη.

    Παιδιά τρέχω στα μαρούλια για την ψιλοκομμένη σαλάτα της ημέρας… πριν τα κάνουν λίμπα. 🙂 🙂
    Χρόνια πολλά και πάλι. ‘Αγρυπνα!

  39. ΣΠ said

    37
    Δεν αποκλείεται. Ο Σπύρος Ολλανδέζος δεν φαίνεται να έχει γράψει τίποτα άλλο.

  40. ΚΑΒ said

    μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη.

    μνήμες, μνήμες

  41. # 33

    Μπίνγκο !!

  42. Theo said

    Χριστός ανέστη!
    Κάθε ευλογία του σε όλους!

    Χρόνια πολλά, επαναστατικά, στον Λάμπρο ☺🌻🌷🍻🎂

  43. cronopiusa said

    Ν. Κόσμος: Εβαλαν… μπουρλότο στην Ανάσταση -Εκρήξεις και φωτιές στους δρόμους [εικόνες & βίντεο]

    Πηγή: iefimerida

  44. Πέπε said

    @35:
    > > Η …φασαριόζικη Ανάσταση, πάντως, δεν είναι καινούργιο έθιμο.

    Σίγουρα. Ανεξαρτήτως ανθρωπολογικών ερμηνειών, οι θορυβώδεις εορτασμοί φαίνεται (εμπειρικά) να είναι πηγαία έκφραση έμφυτη στον άνθρωπο. (Έχετε σκεφτεί ότι οι γαμήλιες πομπές κορναριζόντων αυτοκινήτων είναι το σύγχρονο αντίστοιχο της παραδοσιακής πομπής με τα πόδια και με όργανα;)

    Αυτό που με διαολίζει είναι να αρχίζουν τις κροτίδες πριν την Ανάσταση, από το τέλος της Διακαινησίμου δειλά δειλά, με πρώτη κορύφωση στον Επιτάφιο και δεύτερη το Μ. Σάββατο το βράδυ αλλά πριν αναστήσει ο παπάς. Αυτό δε νομίζω να είναι παλιό. Νομίζω αντιθέτως ότι πρέπει να χρονολογείται από τότε που τα χωριά κατέβηκαν στην πόλη, οι τρόποι της πόλης (λίγο αργότερα) ενέβηκαν στο χωριό, και όλοι απώλεσαν τον πολιτισμό που είχαν καλλιεργήσει επί αιώνες χωρίς να υιοθετήσουν κάποιον άλλο.

  45. cronopiusa said

  46. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα,
    Αχ αυτά τα τριζοκοπούντα! ανατρίχιασα κατ΄ευθείαν!
    Αυτή η χαρά /ανάμνηση είχε και (σχεδόν πάντα)…φουσκάλες στη φτέρνα. Ο νονός ή και ο θείος που ερχόντουσαν από μακριά, μου έφερναν …στο περίπου τα παπουτσάκια.

  47. Πάνος με πεζά said

    Χρόνια πολλά και πάλι σε όλους !
    Φέτος ο νέος μας παπάς, νεαρός στην ηλικία, ψομωμέμος και εύσωμος, χωρίς να τον καταλάβουμε, βγήκε από την πόρτα του ιερού (κάναμε Ανάσταση μέσα, χωρίς εξέδρα) και πήγε γύρω-γύρω, στη μπροστινή πόρτα. Είπε -με ασύρματο μικρόφωνο, παρακαλώ!- το «Άρατε πύλας», αλλά δυστυχώς δεν το είχαν προετοιμάσει καλά. Δεν υπήρχε από πίσω κάποιος ψάλτης να του απαντήσει το αντίφωνο, ο κόσμος δεν το ήξερε (πιάστηκε και εξαπίνης), και ρώτησε «δε μου απαντά κανείς;».
    Ε, με τα πολλά, δόθηκε η απάντηση, και τότε μας αποζημίωσε : αφού είπε «φύγετε, φύγετε από πίσω !» τραβάει μια κλοτσά (να το γράψω έτσι), που όχι η πόρτα έτριξε κι άνοιξε διάπλατα, αλλά κουνήθηκε όλη η εκκλησία !

  48. Χρόνια πολλά,

    κρίμα για τον συμπαθέστατο Βαγγέλη Παυλίδη που είχε για σήμαυπογραφή ένα μικρό κουκουβαγιόπουλο στη γωνία
    ήταν από τους μεγάλους μάστορες του ραπιντογράφου και δεν τσιγκουνευόταν τις γραμμές, τις σκιάσεις και την πολυπλοκότητα της σύνθεσης

    http://pavlidiscartoons.com/why_the_owl_gr.php

    Στις 6 του Μάρτη 1973, σ’ ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε στο «ΒΗΜΑ» με τίτλο «Νεοελληνικά Προβλήματα» η Μαμά Ελλάς –ιδέα του Μπόστ- εμφανιζόταν να συλλογάται το μόνο που φαινόταν να απασχολεί τον τόπο την εποχή εκείνη: το ποδόσφαιρο.

    Η κουκουβάγια, σύμβολο της σοφίας και της Αθηνάς, θεωρήθηκε κατάλληλος σύντροφος της Μαμάς Ελλάς. Επειδή όμως ήταν η εποχή που η Δημοκρατία είχε καταλυθεί η Σοφία –αυτό ήταν το όνομά της- είχε τα μάτια κλειστά.

    Έτσι γεννήθηκε η Σοφία, η Κοιμωμένη Γλαύξ, που από τότε φιγουράρει στα πολιτικά σκίτσα μου.

  49. Theo said

    @28
    Μήπως ήταν σε αναγνωστικό του δημοτικού;
    Στα δικά μας (το 1962 πήγα Α΄ Δημοτικού) δεν υπήρχε, αλλά θυμάμαι να το έχω διαβάσει σε αναγνωστικό του ξαδέλφου μου, οχτώ χρόνια μεγαλύτερου (συνήθως διάβαζα κάποια βιβλία μεγαλύτερων τάξεων, κυρίως αναγνωστικά, στις διακοπές, αλλά δεν θυμάμαι να διάβαζα βιβλία του ξαδέλφου μου, του Γυμνασίου, όταν αυτός ήταν φοιτητής).

    28, 31:
    Στα μοναστήρια του Αγίου Όρους και σε αρκετά εκτός αυτού, ο Όρθρος ψάλλεται δυο τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα· κι αυτό το μοναστηριακό τυπικό το κρατούσαν τον 19ο αιώνα αν όχι σε όλες, οπωσδήποτε σε πολλές ενορίες. Στη δε Σκιάθο πολλά αγιορείτικα τυπικά είχαν εισαγάγει οι λεγόμενοι Κολλυβάδες, κάποιοι εξ αυτών πρόγονοι των Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη (βλ. εδώ για την ι. Μονή Ευαγγελισμού) και τα είχαν ακολουθήσει οι σκιαθίτες ιερείς, στους οποίους συγκαταλέγεται κι ο πατέρας του Παπαδιαμάντη, όπως μαρτυρεί ο ίδιος:
    καὶ οὗτος ὡς πάντες οἱ ἀρχαιότεροι τῆς νήσου ἐφημέριοι ἐδιδάχθησαν τὴν τῶν μυστηρίων τέλεσιν παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, οἵτινες εἶχον ἱδρύσει κατὰ τὸ τέλος τοῦ παρελθόντος αἰῶνος τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐν τῇ νήσῳ.

    Αυτά τον 19ο αιώνα.
    Κατά τον 20ό οι ενορίες των πόλεων και των χωριών άρχισαν να τελούν τον Όρθρο στις 7 ή 7:30 το πρωί, τους δε Όρθρους της Μ. Εβδομάδας το εσπέρας της προηγούμενης για να μπορεί ο κόσμος να εκκλησιάζεται ευκολότερα.

  50. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Χρόνια πολλά, ιδιαίτερα σε όσους έχουν ηλικιωμένους κι ανήμπορους γονείς, που πέφτουν από τις 9, είτε Πρωτοχρονιά, είτε Ανάσταση και τους συντροφεύουν στο τραπέζι σήμερα.

  51. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    >>τον Αύγουστον, ότε συνήθιζε να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσάδες της νήσου.
    τόσο γνωστή η μετακίνηση των μελισσών ανά εποχή ,ανάλογα πού ανθίζουν,ποια κλαδιά, θάμνων φυτών,δέντρων.
    Μελισσάδες, όμορφο για τους μελισσουργούς ή μελισσοκόμους που ακούγεται σ΄εμάς.

  52. Γιάννης Κουβάτσος said

    Τι Λαμπρή θα έκαναν οι δύο αιχμάλωτοι του «σουλτάνου» και οι οικογένειές τους…Μόνο ο Καμμένος παλεύει για την απελευθέρωσή τους.
    https://www.protothema.gr/politics/article/777045/diatagi-kammenou-duo-kenes-theseis-gia-tous-kratoumenous-stratiotikous-sto-pashalino-trapezi-ton-stratopedon/

  53. Antonislaw said

    16 Διορθωση στο σχολιο μου: προφανως ο αλλος Αλεξ. ειναι ο Μωραιτιδης στα γραπτα του Παπαδιαμαντη, το ερωτημα ειναι στα γραπτα του Μωραιτιδη αν αναφερεται ο Παπαδιαμαντης και πως;
    Συγγνωμη για το » ξαιρει», προφανως » ξερει»…

  54. aerosol said

    Χρόνια πολλά σε νικοδεσπότη και αναγνώστες.
    Δεν γράφω συχνά αλλά πάντα παρακολουθώ.
    🙂

  55. ΣΠ said

    53
    Κι όμως κάποτε το έγραφαν «ξαίρει».

  56. venios said

    Αναρωτιέμαι πώς κάνανε λειψή Ανάσταση τον καιρό του Παπαδιαμάντη και ρου Μωραϊτίδη (και όλους τους προηγούμενους αιώνες) χωρίς να έχουν το Άγιο Φως από τα Ιεροσόλυμα.
    Χρόνια πολλά σε όλους!

  57. Γς said

    Θυμάμαι σε μια πασχαλιάτικη εκπομπή στην TV, αμέσως μετά το «Χριστός Ανέστη».

    Ο Πέτρος Φιλιππίδης (ανερχόμενο αστέρι τότε) λέει στην ψύχρα το ανέκδοτο με τον Χριστό και τους δυο ληστές που κάνουν χαβαλέ πάνω στους σταυρούς, μέχρι που έρχεται κάποιος και φωνάζει «Τουρίστες!». Και παίρνουν όλοι το περίλυπο ύφος. Ειδικά ο Ιησούς έκανε κάτι γκριμάτσες, που ο Π.Φ. τις μιμείτο σκασμένος στα γέλια (εκτός τόπου και χρόνου ασφαλώς)

  58. sarant said

    Ευχαριστώ πολυ για τα νεοτερα και για τις ευχές!

    57 Αναρωτιέμαι αν στο κλιμα συντηρητισμου που εχει επανελθει, αν θα ήταν ανεκτό τέτοιο ανέκδοτο σήμερα σε καναλι.

  59. 37, … «Το γιλεκάκι που φορείς» φίλος Ισπανός μου είχε πει ότι ήταν σεφαρδιτικο, μου το είχε τραγουδήσει,…

    Δεν το ήξερα αυτό!

    Το αναφέρει η Σαβίνα Γιαννάτου, και υπάρχει κι εδώ στην σεφαραδίτικη έκδοση:

  60. Ιερόδουλος said

    Χριστός Ανέστη! Χρόνια πολλά! «Τα καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα» με «έστειλαν» σε άλλη γη σε άλλα μέρη..Υγεία και χαρά σε όλους. Ευχαριστούμε για το αριστούργημα που κέρασες, Νικο-κύρη…

  61. Γιάννης Ιατρού said

    Εύχομαι να περάσατε όλοι καλά, γιορτινά. τη σημερινή μέρα. Κι ευτυχώς επιβεβαιώθηκαν οι μετεωρολόγοι κι έκανε πολύ καλό καιρό σήμερα, μας το χρώσταγε, με τα χάλια από την Μ. Πέμπτη/Μ. Παρασκευή κλπ.

    57: Γς
    https://sarantakos.wordpress.com/2013/04/25/comparsi/#comment-169483 🙂

    58: Καλή παρατήρηση. Από την άλλη, σήμερα μπορεί να ακούσεις κάτι «ανέκδοτα» ρατσιστικά, ομοφοβικά κλπ. ….
    Μάλλον αλλάζουν τα προσωπεία Νίκο.

    59: Μιχάλη, άξιος!

  62. sarant said

    59 Ωραίο!

  63. 61, 62,
    Στην Κρόνη που το ανακάλυψε!

  64. Γς said

    61 α:

    Μπράβο Ντοcteur Ζαντάρμ!

    Που με διαβάζεις απ το 2013!

  65. Γς said

    59:

    Το γελεκάκι που φορείς

    Το τραγούδαγε κι η μάννα μου. Το θυμάμαι 1946-47. Κι ήταν και 22-23 χρονών και καλλίφωνη.

    Δυο τρία χρόνια αργότερα το έλεγε και το RCA μας και δεν ήθελα να τραγουδάει το τραγούδι της μάνας μου.

    —-

    Και μου κάνει κάρτι ταρζανιές ο τύπος και μου έκλεψε η θέση που ετοιμαζόμουν να μπω έξω απ το δημαρχείο του Βύρωνα προχτές.

    Ανοίγει την πόρτα, κατεβαίνει και με γράφει κανονικά.

    -Μπράβο ρε μάγκα, νόμιζες ότι θα σε φοβηθούμε ε;

    -Εγώ δεν θέλω να φοβίσω κανέναν

    -Με το γελεκάκι που φοράς!

    Με πλησιάζει και βάζει τα γέλια. Φόραγα το ίδιο

    —-

  66. Γς said

    >Το τραγούδαγε κι η μάννα μου

    Α ρε μάνα

  67. Ενδιαφέρον θα ήτανε μα μαθαίναμε τι λένε οι σεφαρδίτικοι στίχοι γιατί στην ελληνική απόδοση κρύβουν μεγάλη ευαισθησία

    Στη δεύτερη στροφή του ρεφραίν θυμάμαι να άκουγα διαφορετικά τους στίχους από το τραγούδι της ομήγυρης : Φόρα το για νάσαι, για να με θυμάσαι, για μετάξι έχω τα σγουρά σου τα μαλλιά

  68. ΣΠ said

    «Το γελεκάκι» στα σεφαρδίτικα
    από την Χορωδία της Ισραηλίτικης Κοινότητας Θεσσαλονίκης
    https://www.youtube.com/watch&v=lqxJ3jCFZpg

    και από την Ισραηλινή τραγουδίστρια Hadass Pal-Yarden

    Βλέπω ότι στα βίντεο υπάρχει και ο ελληνικός τίτλος του τραγουδιού, που με κάνει να υποπτεύομαι ότι η αρχική εκδοχή ήταν στα ελληνικά. Ειδικά το δεύτερο βίντεο το ανέβασε η ίδια η τραγουδίστρια.

  69. ΣΠ said

    Έκανα κάποιο λάθος με το πρώτο βίντεο. Εδώ το σωστό

  70. # 67

    Το βίδδεο στο 69 με δικαίωσε !

  71. cronopiusa said

    ΤΟ ΓΕΛΕΚΑΚΙ-TO YELEKAKI-GUS VALI

    Trio Tekke – Το γελεκάκι / To gelekaki

  72. sarant said

    Πολλά γελεκάκια!

  73. Corto said

    Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά!

    Σχόλια 37, 59 κλπ

    Η ιστορία του εν λόγω τραγουδιού είναι πιο σύνθετη. Σύμφωνα με τον Πάνο Σαββόπουλο το γελεκάκι είναι συρραφή παλιού σεφαραδίτικου σκοπού (προφανώς η βασική μελωδία, το κουπλέ) και χασικλίδικου αδέσποτου χαβά (το ρεφρέν «άιντε ρε το μαλώνω»).

    Ο χασικλίδικος χαβάς έχει σωθεί σε ηχογράφηση του Τέτου Δημητριάδη:

    «άιντε θα πεθάνω μες τους καφενέδες/ πίνοντας χασίσι απ’ τους ναργελέδες»:

  74. Corto said

    Και εδώ το ίδιο:

  75. Πέπε said

    @59 και σχετικά:

    α) Η Σαβίνα δε λέει πουθενά ότι είναι σεφαραδίτικο. Αυτό που λέει είναι: Το “Γελεκάκι” το τραγουδούσαν σε όλη την Ελλάδα, επειδή όμως υπάρχει και στα ισπανοεβραϊκά …

    β) Λογικά το τραγούδι πρέπει να είναι παραδοσιακό. Έχει πολύ τυπικά γνωρίσματα των παραδοσιακών σκοπών, συγκεκριμένα αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν ασυναρτησία:

    1η στρ.:
    Το γελεκάκι που φορείς εγώ σ’ το ‘χω ραμμένο,
    με πίκρες και με βάσανα το ‘χω φοδραρισμένο.

    1ο τσάκισμα:
    Το μαλλώνω, το μαλλώνω / κι ύστερα το μετανιώνω
    το μαλλώνω και το βρίζω / την καρδούλα του ραγίζω.

    2ο τσάκισμα:
    Φόρα το μωρό μου, φόρα το μικρό μου, γιατί δε θα το ξαναφορέσεις άλλο πια,
    φόρα το για να ‘σαι, για να με θυμάσαι, για μετάξι έχω τα σγουρά σου τα μαλλιά.

    2η στροφή:
    Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη
    και ήρθε και με ξύπνησε του καπετάνιου η κόρη

    Η πρώτη στροφή δεν έχει καμία σχέση με τη δεύτερη, και καμία με το πρώτο τσάκισμα. Μόνο με το δεύτερο έχει. Η δεύτερη στροφή και το πρώτο τσάκισμα δεν έχουν καμία σχέση με τίποτε. Υπάρχει και μια τρίτη στροφή, λιγότερο γνωστή (δε θυμάμαι από πού την ξέρω), που λέει:

    Σήκωσε το γιλέκο μου να δεις τη μαχαιριά μου,
    για σένα μου τη δώσανε, πεντάμορφη κυρά μου.

    Αυτή έχει μια κάποια σχέση με την πρώτη, αλλά τελείως εξωτερική: ότι κι οι δύο μιλάνε για το γιλέκο. Κατά τα άλλα, την πρώτη τη λέει γυναίκα προς άντρα ενώ την τρίτη άντρας προς γυναίκα, χωρίς να προκύπτει πουθενά ότι το γιλέκο που φοράει ο άντρας (της τρίτης στρ.) του το ‘χει ράψει η γυναίκα στην οποία απευθύνεται.

    Επομένως έχουμε ένα «τραγούδι» όπου οι στροφές είναι κατά βάσιν άσχετες από τα τσακίσματα, μεταξύ τους δε είτε επίσης τελείως άσχετες είτε νοηματικά μεν άσχετες αλλά με μια κοινή λέξη. Αυτό συμβαίνει κλασικά σε σκοπούς που δεν είναι τραγούδια, αλλά διαθέσιμοι για να προσαρμόσει ο καθένας όποιο δίστιχο θέλει ή ξέρει ή βγάζει εκείνη τη στιγμή. Τέτοιοι σκοποί δεν έχουν συγκεκριμένα δικά τους λόγια, όταν όμως ηχογραφηθούν αποκτούν μια παγιωμένη μορφή που συχνά φαίνεται ασυνάρτητη (όταν παρακολουθήσει κανείς τη διαδικασία ανταλλαγής διστίχων ζωντανά τη στοιχείο της ασυναρτησίας αίρεται).

    Βάζω τη λέξη τραγούδι σε εισαγωγικά, γιατί το καθαυτού τραγούδι δεν έχει ρευστή μορφή, είναι συγκεκριμένοι στίχοι σε συγκεκριμένη μουσική. Ο σκοπός είναι άλλο πράγμα, είναι συγκεκριμένη μουσική για μη συγκεκριμένους στίχους (εντωμεταξύ, οι ίδιοι στίχοι είναι δυνατόν να τραγουδηθούν και σε άλλους σκοπούς, με άλλη φυσικά σειρά και σε διαφορετικούς συνδυασμούς μεταξύ τους).

    Τώρα, αν κάποιος άλλοθεν άγνωστος Σπύρος Ολλανδέζος είχε τόσο πολύ εσωτερικεύσει αυτή τη διαδικασία ώστε να γράψει μόνος του ένα τραγούδι με συγκεκριμένους στίχους, σε συγκεκριμένη σειρά, σε συγκεκριμένη μουσική, δημιουργώντας μόνος του την ασυναρτησία, ντάξει δεν μπορώ να το αποκλείσω αλλά δεν το ‘χω ξανασυναντήσει ποτέ και δε μου φαίνεται πιθανό.

    Η μόνη επιφύλαξη που θα κρατούσα είναι ότι δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν από αυτούς τους στίχους σε άλλη μελωδία, ούτε αυτή τη μελωδία με άλλους (ελληνικούς) στίχους, ενώ αντίθετα όλον μαζί τον συνδυασμό τον έχω ακούσει σε ένα σωρό ηχογραφήσεις.

  76. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    67. Μου έμενε ανεξήγητο το «φόρα το μικρό μου… γιατί δε θα το ξαναφορέσεις άλλο πια», και μετά «φόρα το…για να με θυμάσαι».

  77. Πέπε said

    @75

    > > Η μόνη επιφύλαξη που θα κρατούσα είναι ότι δεν έχω ακούσει ποτέ […] αυτή τη μελωδία με άλλους (ελληνικούς) στίχους…

    Χα! Και όμως, την έχω ακούσει, στα δύο τραγούδια που λίνκαρε ο Κόρτο όσο έγραφα! 🙂

  78. sarant said

    Ωραίο θέμα πάντως.

  79. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    75/Πέπε
    Τώρα είδα την ανάλυσή σου και πράγματι κι αλλού η Σ.Γ. λέει
    «…πασίγνωστα τραγούδια όπως η «Μισιρλού», το «Γελεκάκι», το «Καναρίνι», η «Ξανθή Εβραιοπούλα» και άλλα, έχουν τα αντίστοιχά τους σεφαραδίτικα.»
    http://www.elculture.gr/blog/savina-primavera-sefaraditika-kalamaria/

    Με μικρή παραλλαγή έχω το στίχο στα δικά μου αυτιά:
    Σήκωσε το γιλέκο μου
    να δεις τη μαχαιριά μου,
    για σένα μου τη δώσανε,
    σ΄ευχαριστώ κυρά μου.

  80. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    79. τέλος και μάλλον
    σήκωσ το γελεκάκι μου

  81. Πέπε said

    Να προσθέσω ότι, αν ο Π. Σαββόπουλος γνωρίζει παλιό σεφαραδίτικο χαβά που ταυτίζεται με τη μελωδία των 15σύλλαβων στροφών στο Γελεκάκι και το πρώτο τσάκισμα εντοπίζεται αυτούσιο στο (επιθεωρησιακό;) «Θα πεθάνω στους τεκέδες» και ελαφρώς παραλλαγμένο στο «Δε μου λέτε δε μου λέτε», μας περισσεύει το δεύτερο τσάκισμα.

    Αυτό το δεύτερο τσάκισμα είναι μετρικώς ιδιόρρυθμο. Τέτοιο ποιητικό μέτρο δεν απαντά πουθενά στο παραδοσιακό τραγούδι (δημοτικό και παλιό ρεμπέτικο), ενώ τα άλλα δύο (ιαμβικό 15σύλλαβο των στροφών και ιαμβικό 8σύλλαβο του πρώτου τσακίσματος [το «άιντε» δεν ανήκει στον στίχο) είναι κλασικά. Απόδειξη, ότι και τα δύο μπορούν να τραγουδηθούν σε άπειρες γνωστές μας μελωδίες, ενώ το «φόρα το μικρό μου κλπ.» σε καμία εκτός από τη δική του.

    Είναι δε αυτό -το δεύτερο τσάκισμα- το μόνο όπου ο στίχος ξεφεύγει από την «ασυναρτησία» και επανέρχεται στο θέμα με το οποίο ξεκίνησε η πρώτη στροφή!

    Εδώ λοιπόν ανιχνεύεται προσωπική δημιουργία. Ίσως λοιπόν αυτό να είναι που το έγραψε στ’ αλήθεια ο Σπύρος Ολλανδέζος, και σ’ όλο το υπόλοιπο τραγούδι να έκανε απλώς την προσαρμογή-συναρμογή προϋπαρχόντων στοιχείων, μελωδικών και ποιητικών.

  82. Corto said

    75:
    Εύστοχη ανάλυση!

    «αν κάποιος άλλοθεν άγνωστος Σπύρος Ολλανδέζος»

    Για τον Σπύρο Ολλανδέζο να προσθέσουμε ότι εμφανίζεται στην καρτέλα της ΑΕΠΙ ως συνθέτης του λαϊκού βαλς «το ρολογάκι που φορείς», μολονότι στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται ως συνθέτης ο Τούντας και στιχουργός ο Κοφινιώτης (1940):

  83. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Εδώ : να δεις την …ακιμιά μου !

  84. (α) «…το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου…» γίνονταν λοιπόν το έθιμο του «άρατε πύλας» και όχι μετά την ανάσταση όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη ανάρτηση.

    # Κατά …διαβολική σύμπτωση το ίδιο έθιμο τηρούσε ο παπα-Γιάννης του Ξυλότρου, στη δεκαετία του ’50, με «Αδάρχη» έναν …οιονεί «Ολαντέζο». Ήταν ο Ηρακλής, ένας ξενόφερτος που έκανε χρέη δεξιού ψάλτη. «Εκατοικούσεν» και αυτός «εις ένα» πτωχότατον «κελλίον» όπερ ωκοδόμησεν ο ίδιος «εντός του κηπαρίου του ναού, και όπου διήλθε τα γηρατεία του αγαπώμενος από όλους». Το έθιμο γινόταν τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την περιφορά του Επιταφίου. Δεν περιφέρονταν το κοβούκλιο, αλλά ο παπα-Γιάννης κρατούσε πάνω από το κεφάλι του το ύφασμα του Επιταφίου. Προηγούνταν τα ξύλινα ομοιώματα του Σταυρού, της Παναγίας και του Ιωάννη. Επειδή ήταν πολλοί εκείνοι που ήθελαν να κρατούν τα υπόψη ιερά ομοιώματα, η εκκλησιαστική Επιτροπή τα έβγαζε στη δημοπρασία: Οι συνήθεις πλειοδοσίες ήταν: Ένας τενεκές (16 οκάδες) λάδι για τον Σταυρό και 1-2 οκάδες λάδι για την Παναγία και το Ιωάννη. Ένας …βοηθός των Επιτρόπων κήρυττε μεγαλοφώνως: Τόσο για τον Σταυρό, τόσο για την Παναγία, τόσο για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο! Πιτσιρικάς εγώ, του ψέλλισα από πίσω: Ιωάννης ο Απόστολος. Το είπε μια φορά αλλά …δεν του άρεσε. Την επόμενη φορά επανέλαβε: Δύο οκάδες λάδι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος! (μετρούσε ένα-δύο-τρία και …κατακυρώνονταν η καθεμιά δημοπρασία).

    (β) Σε ένα τοπικό λεξικό που ετοιμάζω, έχω σημειώσει «γιράνιο=γαλάζιο χρώμα». Τώρα μαθαίνω ότι προέρχεται από το επίθετο γεράνιος-α-ον=ο έχων βαθύ κυανούν χρώμα, όπως αναφέρεται και στο λεξικό του Δημητρακόπουλου. (Ίδε και σχόλια 2-Πέπε και 23-Δημήτρης Μαρτῖνος)

  85. cronopiusa said

    Σήκωσε το γιλέκο μου να δεις τη μαχαιριά μου,
    για σένα μου τη δώσανε, πεντάμορφη κυρά μου.

  86. # 83

    Εφη το # 65 το είδες ; Γιατί θα το δεο ο Γς και ποιός τον ακούει μετά ( άσε που λένε λάθος το ρεφέν )

  87. Πέπε said

    Κι εδώ που τα λέμε, αν ο Π. Σαββόπουλος λέει ότι προϋπήρχε το σεφαραδίτικο, γιατί να θεωρήσουμε ότι προϋπήρχε μόνο με το πρώτο μέρος της μελωδίας (όπως τραγουδιούνται τα 15σύλλαβα) και όχι ολόκληρο, όπως ξέρουμε σήμερα το Γελεκάκι κι όπως το ακούμε στα λαντίνο στο #59;

    Με άλλα λόγια: η Σαβίνα δε λέει ότι το σεφαραδίτικο είναι παλιότερο (δε λέει κι ότι είναι νεότερο: λέει απλώς ότι υπάρχει, χωρίς να πάρει θέση σ’ αυτό που συζητάμε), αλλά μπορεί να είναι.

    Σ’ αυτή την περίπτωση:

    α) Το κοινό μελωδικό τμήμα μεταξύ σεφαραδίτικου (και Γελεκιού) και των δύο τραγουδιών που λινκάρει ο Κόρτο μπορεί να είναι σύμπτωση ή να μην είναι. Αν δεν είναι σύμπτωση, μπορεί να συνέβη δανεισμός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ελλ.>σεφ. ή αντιστρόφως.

    β) Η προσαρμογή ελληνικών στίχων μπορεί να ξεκίνησε ανώνυμα και προφορικά, οπότε θα έλεγαν οτιδήποτε λόγια κι όχι κατ’ ανάγκην αυτά που υπογράφει ο Ολλανδέζος και ξέρουμε όλοι, ή να έγινε εξαρχής από τον Ολλανδέζο. Αν όμως ξεκίνησε ανώνυμα, θεωρώ βέβαιον ότι το β’ τσάκισμα θα το είχαν αφήσει απέξω ως μετρικώς απροσάρμοστο. Ότι τους στίχους «φόρα το μικρό μου» κλπ. τους έγραψε συγκεκριμένος επώνυμος δημιουργός, έχοντας υπόψην τα λόγια της πρώτης στροφής, το θεωρώ σίγουρο.

  88. Corto said

    65 και 83:
    Αυτή η καταπληκτική εκδοχή με την Μαρίκα Νέζερ και τον Μ. Ζαφειρίδη (1932) είναι χαρακτηριστική της αλληλεπίδρασης λαϊκού και επιθεωρησιακού τραγουδιού. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η ηχογράφηση με τον Δ. Φιλιππόπουλο και τον Δ. Ευστρατίου, μεταγενέστερη κατά ένα χρόνο (1933), όπου φαίνεται η διείσδυση της χαβάγιας στην λαϊκή αστική μουσική του μεσοπολέμου:

  89. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    ο κόσμος μας κατηγορεί γιατί ν΄αγαπηθούμε
    κι από τη ζήλια την πολύ λεν πως θα χωριστούμε
    αϊντε φόρα το και μη σε νοιάζει
    κι ας τον κόσμο να γκρινιάζει

  90. Πέπε said

    @83:
    Νομίζω ότι λέει μαχαιριά, απλώς προς στιγμήν ο τραγουδιστής τα ‘χασε…

  91. Corto said

    87:
    Θεωρώ μάλλον απίθανο να έγινε δανεισμός του δεύτερου τσακίσματος από σεφαραδίτικο τραγούδι σε ελληνικό αδέποτο χασικλίδικο. Πιθανολογώ ότι στην αρχική του μορφή το σεφαραδίτικο δεν περιελάμβανε αυτό το μελωδικό τμήμα, το οποίο εξάλλου, όπως σωστά επεσήμανες, είναι άσχετο από την πρώτη στροφή.

  92. Πέπε said

    Εντάξει, μετά την ανάσυρση από την Έφη της (καταπληκτικής παρεμπ.) εκτέλεσης του Δούσα, #89, το ζήτημα των στίχων είναι λήξαν:

    Είναι παραδοσιακό, δεν είναι κανενός Ολλανδέζου ή Θεοδωρίδη. Είναι σκοπός της προφορικής παράδοσης, για ελεύθερη συρραφή διστίχων. Είχα γράψει πιο πάνω:

    > > Η μόνη επιφύλαξη που θα κρατούσα είναι ότι δεν έχω ακούσει ποτέ κανέναν από αυτούς τους στίχους σε άλλη μελωδία, ούτε αυτή τη μελωδία με άλλους (ελληνικούς) στίχους

    Λοιπόν, εδώ έχει και άλλους στίχους στην ίδια μελωδία και, μεταξύ αυτών, έναν, «το μωρό μου το μωρό μου / τό ειδα απόψε στ’ όνειρό μου», που τον ξέρουμε και με άλλη μελωδία (και μάλιστα με μελωδία που επίσης είναι ταυτισμένη με συγκεκριμένους στίχους χωρίς όμως να τους ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα: την Παξιμαδοκλέφτρα!).

    Ανοιχτό μένει μόνο (κττμγ) το ζήτημα της πατρότητας του «φόρα το μικρό μου».

  93. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    65 Γς , συγγνώμη που έβαλα κι εγώ το γελεκάκι σου.

    86 🙂

  94. 84 Λεξικό του Δημητράκου βεβαίως!

  95. Πέπε said

    Δεν είχα ακούσει την εκτέλεση με τις χαβάγιες (#88, Κόρτο). Κι αυτή έχει κι άλλους στίχους.

    Απροπό, δύο παρατηρήσεις: το όργανο που (ορθώς) ονομάζεται χαβάγια αλλά που, ειδικά εδώ, εμένα μου θυμίζει κάντρι, το βρίσκω πολύ ταιριαστό μ’ αυτή τη μελωδία, αν και δεν είμαι πολύ σίγουρος αν ταιριάζει με την υπόλοιπη ενορχήστρωση και τις φωνές.

    Και:

    Τόσο εδώ όσο και στην άλλη εκτέλεση με τη Μαρίκα Νέζερ οι τραγουδιστές, μάλλον λυρικοί κατά κύριο επάγγελμα, στα γρήγορα μελίσματα χώνουν κάτι ξένους φθόγγους ανάμεσα στις συλλαβές (ραμμέγεγεγενο κ.ά.). ΑΥτό δεν είναι τεχνικά απαραίτητο. Ήταν άραγε κάποια συνηθισμένη πρακτική της εποχής, ή το έκανε η Νέζερ και την αντέγραψαν και οι άλλοι;

  96. cronopiusa said

  97. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Εδώ (μετά το τέλος των στίχων) μια λίστα με τις ελληνικές εγγραφές του γελεκιού.
    http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=3584

  98. Πέπε said

    Έχουν πέσει βροχή τα σχόλια, και μοιραία διαβάζω λίγο βιαστικά (τι μοιραία: η πρεμούρα μου φταίει…). Έτσι δεν είχα προσέξει το #82 του Κόρτο:
    > > Για τον Σπύρο Ολλανδέζο να προσθέσουμε ότι εμφανίζεται στην καρτέλα της ΑΕΠΙ ως συνθέτης του λαϊκού βαλς «το ρολογάκι που φορείς», μολονότι στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται ως συνθέτης ο Τούντας και στιχουργός ο Κοφινιώτης (1940):

    Μήπως η ΑΕΠΙ το πίστωσε στον Ολλανδέζο εκ παραδρομής από το Γελεκάκι, λόγω παρόμοιου τίτλου;

  99. Πέπε said

    Κρόνη, εκτός από ισπανικά καταλαβαίνεις και λαντίνο;

    Τι λέει αυτό το τραγούδι; Έχουν όλες οι εκτελέσεις τα ίδια λόγια; Και αυτά τα λόγια έχουν εσωτερική συνοχή; Προς το παρόν παρατήρησα μόνον ότι έχουν πάντα μία μόνο στροφή.

  100. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    Ισχυρίζεται για το Γελεκάκι ότι ήταν παλιό ελληνικό τραγούδι ,που το τραγουδούσαν «πριν την ανταλλαγή» . Άρα πριν το΄22. Το τραγουδάει και η μητέρα του λέει.

  101. BLOG_OTI_NANAI said

    Διάφορες πληροφορίες για το «γιλεκάκι» και τραγούδια με μοτίβο αυτό (1)

  102. BLOG_OTI_NANAI said

    Διάφορες πληροφορίες για το «γιλεκάκι» και τραγούδια με μοτίβο αυτό (2)

  103. BLOG_OTI_NANAI said

    Διάφορες πληροφορίες για το «γιλεκάκι» και τραγούδια με μοτίβο αυτό (3)

  104. BLOG_OTI_NANAI said

    Διάφορες πληροφορίες για το «γιλεκάκι» και τραγούδια με μοτίβο αυτό (4) (τελευταίο)

  105. Πέπε said

    @102, δεύτερο παράθεμα (λαογρ. αποστολή στη Λέσβο):

    Αυτό πιστεύω ότι είναι υστερογενές. Στη Μυτιλήνη οι μουσικοί της προφορικής παράδοσης, παρότι …μουσικοί της προφορικής παράδοσης, έχουν περασμένα και πολλά τραγούδια του γραμμοφώνου. Από τον καιρό που πρωτοβγήκαν αυτά τα τραγούδια και κάποιος Μυτιληνιός τα πέρασε μέχρι σήμερα η συνέχεια της μετάδοσής τους γίνεται προφορικά, με αποτέλεσμα να έχουν ελαφρώς αλλάξει, αλλά παραμένουν ωστόσο αναγνωρίσιμα. Θυμάμαι για παράδειγμα το «Θέλω να ‘μαι μουρμουράκι», που δύο ή τρεις κομπανίες το έπαιζαν ίδια μεταξύ τους αλλά διαφορετικά από το ορίτζιναλ.

    Έχω ακούσει καταγραφή και από την Ικαρία, όπου έλεγαν το σκοπό από το Γελεκάκι με δικά τους λόγια, πιθανόν και πάλι νυφιάτικα. Κι αυτό θεωρώ πως είναι ίδια περίπτωση.

    Όσο για τη Σαμιώτισσα, που η ιστορία της απερίγραπτης επιτυχίας της είναι γραμμένη στην έκδοση «Η Σάμος στις 78 στροφές», ο σκοπός της χρησιμοποιείται στα νανουρίσματα των Εφτών στο Όθος της Καρπάθου. Τα Εφτά είναι ένα εντελώς τοπικό έθιμο (απ’ όσο ξέρω, μόνο Κάρπαθο και Κάσο), αρχαιότατων καταβολών, οικογενειακό -όχι δημόσιο-, δηλαδή η τελευταία γωνιά του λαϊκού πολιτισμού όπου θα ήταν αναμενόμενη η διείσδυση ενός σκοπού που κυκλοφόρησε μέσα από εμπορικά κανάλια, και όμως! (Κι αυτό μόνο στο Όθος, στα άλλα χωριά έχουν άλλους σκοπούς.)

  106. ΕΦΗ - ΕΦΗ said

    104, τέλος
    Α μπράβο! προ του ΄32. Μη βρεθεί και σε κανένα Ρωμηό,παλιότερα…

  107. Corto said

    98 (Πέπε):
    «Μήπως η ΑΕΠΙ το πίστωσε στον Ολλανδέζο εκ παραδρομής από το Γελεκάκι, λόγω παρόμοιου τίτλου;»

    Δεν αποκλείεται καθόλου. Πάντως σύμφωνα με τον Κουνάδη, ενδεχομένως να είναι συνδημιουργία Τούντα και Ολλανδέζου.

  108. Corto said

    104 (BLOG_OTI_NANAI):

    «Σήκω το γελεκάκι μου
    να ιδής τη μαχαιριά μου
    για σένα μου τη δώσανε
    βαθειά μεσ’ την καρδιά μου!»

    Παραδόξως παρατηρούμε ότι από όλους τους στίχους που καταγράφει ο Κ. Φαλτάϊτς στα «Τραγούδια του μπαγλαμά» μόνο οι παραπάνω είναι δεκαπεντασύλλαβοι (όλοι οι άλλοι είναι οκτασύλλαβοι).

  109. BLOG_OTI_NANAI said

    106: Δεν άφησα τη χρονολογία επάνω οπότε δεν φάνηκε ότι το παλαιότερο (ως έκδοση) από αυτά τα «γελεκάκια» είναι στο σχ. 103 το (γ) καθώς ο Ε΄ τόμος της «Λαογραφίας» κυκλοφόρησε το 1915.

  110. BLOG_OTI_NANAI said

    108: Νομίζω και αυτό που προανέφερα (σχ. 103 το γ΄) από τη «Λαογραφία» είναι επίσης δεκαπεντασύλλαβο.

  111. BLOG_OTI_NANAI said

    110: Λάθος κατάλαβα 🙂 Όλα δεκαπεντασύλλαβα είναι. Ο Corto αναφέρεται στα υπόλοιπα τραγούδια στο άρθρο του «Μπουκέτου» (που δεν φαίνονται εδώ)!

  112. BLOG_OTI_NANAI said

    Το «Μπουκέτο» σε μια εύθυμη στήλη αναφέρει τον τίτλο το 1932:

  113. cronopiusa said

    99

    Πέπε,
    από τα ισπανικά καταλαβαίνω λαδίνο, δεν τολμώ να μεταφράσω ακουστικά,
    από εχθές ψάχνω τα λόγια των τραγουδιών, τζίφος…

    Βρήκα αυτό το βιντεάκι όπου στο

    9.50 λεπτό ο Κωστής Παπάζογλου συζητά με τον Νίκο Κυπουργό για
    Το γελεκάκι που φορείς – Ken ve tu pantalon duble και τις μουσικές επιρροές

  114. Alexis said

    Καλημέρα, Χριστός Ανέστη, Χρόνια πολλά σε όλους και κυρίως στους εορτάζοντες-εορτάζουσες (χθες) !
    Πολύ ωραίο το διήγημα, με εξαιρετικές εικόνες και περιγραφές, εφάμιλλο θα έλεγα των παπαδιαμαντικών αντίστοιχων.

  115. sarant said

    Καλημερα από εδώ. Έπεσα νωρίς χτες και έχασα αυτή την καταπληκτική συζήτηση.

    Νομίζω πως επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα του Πέπε στο 92.

  116. BLOG_OTI_NANAI said

    Μια αναφορά στο τραγούδι εδώ: http://www.snhell.gr/testimonies/content.asp?isprint=yes&id=524&author_id=136

    Μία ακόμη όπου φαίνεται πως το τραγούδι στο 103β είναι παραλλαγή ενός κρητικού τραγουδιού ( «Το Κρητικόν δημώδες άσμα της Σουσάννας», βλ. σελίδα 343 ): http://ir.lib.uth.gr/bitstream/handle/11615/10491/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y

  117. ΣΠ said

    Τι μαθαίνει κανείς σ’ αυτό το ιστολόγιο!
    Εδώ μια λίστα τραγουδιών με συνθέτη τον Σπύρο Ολλανδέζο:
    http://palia.kithara.gr/index.php?cmd=ci&cre=pllandefps+squrps

  118. BLOG_OTI_NANAI said

    Ένα «γελεκάκι» πασχαλιάτικο του 1860 από την «Πανδώρα» ( http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/pandora/article/view/16809/16795 )

  119. BLOG_OTI_NANAI said

    Σε δυο ακόμα παραδοσιακά, Λαογραφία 1951 και 1959 και ένα του 1940 ( αυτά είναι όσα «γελεκάκια» βρήκα ):

  120. Γιάννης Κουβάτσος said

    117: Φτάνει κάποιο σχόλιο, άσχετο πολλές φορές με την αρχική ανάρτηση ή αφορμώμενο από κάποια λεπτομέρειά της, για να πλεύσει η συζήτηση σε εξαίσιους παραποτάμους…Η γοητεία αυτού του ιστολογίου…

  121. Γιάννης Κουβάτσος said

    117: Φτάνει κάποιο σχόλιο, άσχετο πολλές φορές με την αρχική ανάρτηση ή αφορμώμενο από κάποια λεπτομέρειά της, για να πλεύσει η συζήτηση σε εξαίσιους παραποτάμους…Η γοητεία αυτού του ιστολογίου…

  122. ΛΑΜΠΡΟΣ said

    42 – Ευχαριστώ Τheo για τα χρόνια πολλά, όχι όμως επαναστατικα, φύση αμφισβητίας της εξουσίας προτιμώ τα αντάρτικα, οι επαναστάτες βλέπεις, όταν κατακτούν την εξουσία παύουν να την αμφισβητούν κι η ιστορία έχει αποδείξει πως αυτό είναι ολέθριο για τον λαό αλλά και για τους ίδιους.☺

    54 – Είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ το κενό της απουσίας σου Aerosol, για μένα ήσουν (μαζί με μερικούς άλλους) σημείο αναφοράς στο ιστολόγιο, αρκετές φορές αυτά που ήθελα να πώ σε 3-4 προικοσέντονα τα εξέφραζες εσύ μόνο με 50 λέξεις αλλά πιο ουσιαστικά και μεστά.
    Χρόνια πολλά και καλά κι ελπίζω να αναθεωρήσεις την απόφασή σου να απέχεις (όπως και του Spatholouro που είναι εμφανέστατη η απουσία του, ειδικά από αυτό το νήμα) και να αρχίσεις να σχολιάζεις πιο τακτικα.

  123. ΣΠ said

    113
    Ο Παπάζογλου λέει ότι το «Γελεκάκι» προσαρμόστηκε από τα ελληνικά στα σεφαραδίτικα, ενώ το «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» από τα σεφαραδίτικα στα ελληνικά.

  124. sarant said

    122τέλος Ετσι

    118 Βέβαια, σε αυτό (όπως και σε άλλα τεκμηρια) απλώς χρησιμοποιείται η λέξη «γελεκάκι»

  125. BLOG_OTI_NANAI said

    124: Αν έχουν κάποια αξία αυτά τα αδέσποτα «γελεκάκια» είναι ότι τα συναντάμε σε παραδοσιακά και ρεμπέτικα τραγούδια, όπως στο 118 που λέει και για «ραμμένο γελεκάκι», οπότε βλέπουμε ένα χρονικό βάθος στο μοτίβο σε περίπτωση που θέλει να αξιολογήσει κάποιος αν είναι σχήμα μεταφρασμένο, ελληνικό λαϊκό ή αστικό κ.λπ.

    Να επισημάνω ότι το υποκοριστικό «γιλεκάκι» / «γελεκάκι» είναι αρκετά σπάνιο σε αντίθεση με το «γιλέκο» / «γελέκο».που το συναντάμε αμέτρητες φορές.

  126. sarant said

    125 Και «γελέκι». Και η έκφρ. «με το γελέκι» για τους αγωνιστές του 21.

  127. BLOG_OTI_NANAI said

    126: Ναι, σωστά, και το «γελέκι» αρκετά συχνά στην εποχή εκείνη (και σπανιότερα «γιλέκι»).

  128. Corto said

    112 (BLOG_OTI_NANAI):

    Άσχετα από την προέλευση των επιμέρους στίχων και των μελωδικών τμημάτων του τραγουδιού, φαίνεται ότι το 1932 με τις πρώτες του ηχογραφήσεις το «γελεκάκι» αποκτά μεγάλη διάδοση.
    Πρέπει να σημειωθεί ότι το παραπάνω χιουμοριστικό πρόγραμμα ραδιοφώνου με την υπογραφή ΛΑΙΛΙΟΣ* δημοσιεύτηκε σε μία εποχή πριν την ίδρυση Κρατικού Ραδιοφωνικού Σταθμού στην Ελλάδα! Την ίδια χρονιά λίγες μέρες νωρίτερα, το γελεκάκι αναφέρεται και από τον Τζογέ:

    «Στην ταβέρνα της γειτονιάς μας επί τω ανοίγματι του νέου κοκκινελίου, το οποίον κάθε χρόνο το ανοίγει ο κάπελας ο Νικολάκης στις δέκα του μηνός του Δεκέμβρη καθ’ ότι είνε η επέτειος των γ ε ν α θ λ ί ω ν του, απόψε γίνεται μέγα γλέντι.
    (…)
    Οι κ.κ. Νίκουρδας, Χαμπλεχούρας, Μπρούτζος, Έρωτας, Λεβέκουρας, και Στραπάτσος, οι οικογενειακοί φίλοι ήσαν και κοσμήτορες του γλεντιού. Μία λατέρνα απ’ έξω επαιάνιζε το «Γελεκάκι», το «Κατινάκι», το «Λενάκι» και ένα μπαγλαμαδάκι το «Μεράκι».»

    (ΒΡΑΔΥΝΗ, 11 Δεκεμβρίου 1932)

    ——————————————-
    *Υποθέτω ότι πρόκειται για τον Λαίλιο Καρακάση, σπουδαίο επιθεωρησιογράφο και συνθέτη του Μεσοπολέμου.

  129. 115, … Έπεσα νωρίς χτες …

    Με πήρ’ ο ύπνος κι έγειρα…

  130. BLOG_OTI_NANAI said

    128: Μέχρι και ο μήνας ταιριάζει!

  131. Alexis said

    #128: Τι σημαίνει «λεβέκουρας»;
    Ρωτάω εσένα Corto (απόντος του Spatholouro 🙂 ) και όποιον άλλον τυχόν το ξέρει βέβαια…
    Υπάρχει πουθενά σε παλιά ρεμπέτικα;
    Ήταν μια λέξη που συνήθιζε να λέει κάποιες φορές ο πατέρας μου, αλλά δεν ήξερα την πραγματική της σημασία.
    Το γκουγκλίζω και με παραπέμπει μάλλον σε στρατιωτική αργκό, αλλά…

  132. Corto said

    131:
    Αλέξη δυστυχώς δεν το γνωρίζω. Κοίταξα το λεξικό του Σεγδίτσα μήπως είναι ναυτικής προελεύσεως όρος (μήπως είναι από το λεβάρω – levare) αλλά τζίφος…
    Δυστυχώς και στο σχετικό νήμα εδώ στο Ιστολόγιο, οι λεβεκουραίοι του Καραγάτση που είχε εντοπίσει το Spatholouro, έμειναν αναπάντητοι…

    Ο παλιός είναι αλλιώς, αλλά…

    Δεν έχω υπόψιν μου κάποιο ρεμπέτικο στο οποίο να αναφέρεται η λέξη. Εξάλλου το λεξιλόγιο του Τζογέ δεν ταυτίζεται απόλυτα με την ρεμπέτικη φρασεολογία.

  133. Corto said

    132 (συνέχεια):
    Ανεξαρτήτως ετυμολογίας και πραγματικής σημασίας, η λέξη μάλλον χρησιμοποιείτο και ως μειωτικός χαρακτηρισμός των Ευέλπιδων.
    Διαβάζουμε σε φόρουμ του 2010:

    «Τρελή κόντρα Ικάρων-Ευελπίδων.
    Είχαν σταματήσει τους ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ τους γιατί στον τελευταίο είχαν πλακωθεί μεταξύ τους.
    Τους Ευέλπιδες τους φωνάζαν Λεβέκουρες.»

    http://www.michanikos.gr/topic/12151-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AC-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CF%83%CE%BC%CE%B1-%CE%AE-%CE%BC%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CF%89%CE%BD-amp-%CE%B1%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%85%CF%80%CE%B7%CE%B3%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CE%B7%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD/?page=3

  134. sarant said

    131κε Τους λεβεκουραιους τους είχε και το αρχικό αρθρο, σαν συνώνυμο του νέου στον στρατό -και παραμενει μυστήριο.

  135. Μαρία said

    λεβέκουρας. <levez-vous et courez. (οι ευέλπιδες πρέπει να τρέχουν συνεχώς, για να είναι σε εγρήγορση)

    Click to access 9th_13-06-03_SofiouStamatia_Paper_V03.pdf

  136. sarant said

    135 Δεν αποκλειεται αλλά θα ήθελα να δω αν και πώς το τεκμηριώνει.

  137. Μαρία said

    136
    Κατεβάζουμε αυτό μήπως μάθουμε κατιτίς παραπάνω https://www.researchgate.net/publication/297707853_Les_Francais_et_le_francais_a_l%27Ecole_Militaire

  138. Δημήτρης Μαρτῖνος said

    Tὸν λεβέκουρα τὸν ἔχω ἀκούσει κι ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἐνενηνταδυάχρονο μπάρμπα μου ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε καμιὰ σχέση μὲ εὐέλπιδες καὶ στρατό· ὑπηρέτησε στὸ Ναυτικὸ πρὶν ἀπὸ καμιὰ ἑβδομηνταριὰ χρόνια.
    Ἂν θυμᾶμαι καλά, γιατὶ τ᾿ ἄκουσα πρὶν ἀπὸ κάμποσα χρόνια, τὸ εἶπε ὑποτιμητικὰ γιὰ κάποιον.
    Κάτι σὰν «ὁ λεβέκουρας ὁ τάδε».

  139. Μαρία said

    138
    Η Σοφίου γράφει οτι τους αποκαλούσαν έτσι οι των άλλων στρατιωτικών σχολών.

  140. Γς said

    135:

    >λεβέκουρας. <levez-vous et courez.

    Και θυμήθηκα πάλι το μνημονικό παρατσούκλι που είχα δώσει σε μια φίλη μου. Οτι είναι στα πόδια γρήγορη

    Όλοι κυνηγούν τον ποδόγυρο;

  141. Alexis said

    Ευχαριστώ για τις απαντήσεις!
    #133: Αυτό για τους Ευέλπιδες το είδα κι εγώ γκουγκλάροντας.
    #138: Έτσι στον πληθυντικό «λεβεκουραίοι» το έλεγε συνήθως κι ο πατέρας μου. Δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ τι σημαίνει αλλά καταλάβαινα ότι είναι κάτι υποτιμητικό, μειωτικό…

  142. Πάνος με πεζά said

    Για να τελειώσουμε με τα αναστάσιμα, όσοι πήγαμε σε εκκλησίες της Μητρόπολης Κηφισιάς, Αμαρουσίου και Ωρωπού (μας έπιασε κι εμάς εδώ στο Ν.Βουτζά), είχαμε την τύχη να μας διαβάσουν πριν από την Ανάσταση το περίφημο διάγγελμα του οικείου Μητροπολίτη Κύριλλου, που τα «έχωσε» στον Στίβεν Χόγκιν…

  143. spiral architect 🇰🇵 said

Σχολιάστε