Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Δημοτικά τραγούδια’ Category

Ποιος μισεύει σήμερα;

Posted by sarant στο 2 Φεβρουαρίου, 2023

Όταν ήμουν μικρός και άκουγα στον Επιτάφιο του Ρίτσου, όπως τον είχε μελοποιήσει ο Μίκης, «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω», αυτό το «μίσεψες» δεν το ήξερα, οπότε σκεφτόμουν πως προέρχεται από το μίσος, ότι θα σημαίνει κάτι σαν «με μίσησες». Αφού την μίσησε, τον χάνει, το βρήκα λογικό.

Μου εξήγησαν όμως ότι μισεύω σημαίνει φεύγω, μου έφυγες.

Αυτό το παιδικό επεισόδιο το θυμήθηκα τις προάλλες, οπότε είπα να αφιερώσω το σημερινό άρθρο σ’ αυτό το ρήμα.

Σύμφωνα με το λεξικό, το ΛΚΝ, το ρήμα «μισεύω» χαρακτηρίζεται λαϊκότροπο και σημαίνει «φεύγω για ταξίδι, για άλλη χώρα και ιδίως ξενιτεύομαι». Στο ΜΗΛΝΕΓ χαρακτηρίζεται «λαϊκό, λογοτεχνικό» με σημασία «ξενιτεύομαι, μεταναστεύω». Τα ίδια περίπου και στα άλλα δύο μεγάλα λεξικά μας, Μπαμπινιώτη και Χρηστικό.

Ομόρριζο και το ουσιαστικό, ο μισεμός -δηλαδή η μετανάστευση, ο ξενιτεμός. Το ΛΚΝ σημειώνει επίσης ότι η μετοχή παρακειμένου είναι «μισεμένος» -αυτός που έχει μισέψει.

Ο τίτλος του άρθρου ρωτάει «ποιος μισεύει σήμερα;». Οι τακτικοί αναγνώστες του ιστολογίου θα ξέρουν ότι την ερώτηση αυτή δεν πρέπει να την πάρουμε κυριολεκτικά· δεν αναρωτιέμαι «ποιος φεύγει για ταξίδι σήμερα». Αναρωτιέμαι, μάλλον, αν η λέξη χρησιμοποιείται σε ζωντανή χρήση.

Διότι βέβαια τη λέξη την έχει απαθανατίσει το ποίημα του Ρίτσου, όπως είπαμε -ας τον ακούσουμε να το απαγγέλλει, κι ύστερα το τραγούδι του Μίκη, όπως το ανέβασε η φίλη Βίκη Παπαπροδρόμου:

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ποίηση, Ρεμπέτικα | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 123 Σχόλια »

Ο έρως και το έθνος, του Παντελή Μπουκάλα

Posted by sarant στο 15 Νοεμβρίου, 2022

Ένα από τα σημαντικά εκδοτικά και πνευματικά συμβάντα τα τελευταία χρόνια είναι η μνημειώδης (λέξη πολυχρησιμοποιημένη, αλλά εδώ απαραίτητη) σειρά δοκιμίων του φίλου Παντελή Μπουκάλα για το δημοτικό τραγούδι, που έχει αρχίσει να εκδίδεται από τις εκδόσεις Άγρα με τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή και γράφω». Ο πρώτος τόμος, (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών) κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016 και τον ειχαμε παρουσιάσει εδώ στο ιστολόγιο, όπως και τον δεύτερο τόμο που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2017  με τιτλο «Το αίμα της αγάπης – Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση». Ο τρίτος τόμος, «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα – Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή» κυκλοφόρησε το 2019 και, ενώ είχα σκοπό να τον παρουσιάσω, την έπαθα σαν τον γάιδαρο του Μπουριντάν που δεν ήξερε τι να διαλέξει, κι έτσι τελικά δεν έγραψα τίποτα.

Για να μην την πάθω για δεύτερη φορά, αφιερώνω το σημερινό άρθρο στον τέταρτο τόμο της σειράς, που βγήκε στις αρχές του χρόνου με τίτλο Ο έρως και το έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον πρώτο ημίτομο του 4ου τόμου (Α’: Έλληνες, Βλάχοι, Μαύροι, Αρβανίτες, Τούρκοι). Θα ακολουθήσει, το πρώτο τρίμηνο του 2023, ο δεύτερος ημίτομος, που θα είναι αφιερωμένος στον έρωτα ανάμεσα σε άλλους συνδυασμούς φυλών και θρησκειών (Έλληνες και Ελληνίδες με Τσιγγάνους, Βούλγαρους, Εβραίους και Φράγκους). Το συνολικό έργο προβλέπει δέκα τόμους (που κάποιοι χωρίζονται σε ημίτομους), επομένως ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά.

Λέω για ημίτομο, αλλά μη σας παραπλανήσει: Μιλάμε για ένα βιβλίο 760 σελίδων, από τις οποίες οι 200 είναι σημειώσεις. Αλλά και όλοι οι τόμοι της σειράς, όσοι έχουν ως τώρα εκδοθεί, είχαν παρόμοια εντυπωσιακό μέγεθος.  Ο συντομότερος ήταν ο πρώτος, που είχε «μόνο» 600 σελίδες. Ο δεύτερος είχε 832, ο τρίτος 856 σελίδες.

Το βιβλίο του Μπουκάλα διαρθρώνεται σε 6 μέρη συν την εισαγωγή και το επίμετρο, που το καθένα χωρίζεται σε λίγα ή πολλά κεφάλαια. Το κάθε κεφάλαιο συνδέεται χαλαρά με τα προηγούμενα και τα επόμενα. Έχουμε δηλαδή μια σειρά από ημιανεξάρτητα δοκίμια, που διαβάζονται και αυτοτελώς αλλά συνδέονται και μεταξύ τους.

Πολλά από αυτά τα ημιανεξάρτητα δοκίμια περιέχουν απολαυστικές παρεκβάσεις σε θέματα γλωσσικά ή λαογραφικά, που τα έχουμε θίξει και στο ιστολόγιο, όπως ας πούμε τα «ακληρήματα», τα πειραχτικά επίθετα που έχουν βγει για τους κατοίκους των διάφορων περιοχών (και το σχετικό μας άρθρο, που σηκώνει αναδημοσίευση) ή για τους βλάχους και τους Βλάχους (εδώ εκκρεμεί εδώ και χρόνια άρθρο).

Όπως είπαμε, στον παρόντα ημίτομο ο Μπουκάλας εξετάζει πώς θίγονται, από τη δημοτική ποίηση, οι σχέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων με Βλάχους (μέρος «Εγώ είμ’ η Βλάχα η έμορφη»), Μαύρους/Σαρακηνούς (μέρος «Όσο καυχιόμουν κι ήλεγα Μαύρος μη με φιλήσει»), Αρβανίτες («Μωρ’ Αρβανιτοπούλα μου και κόρη μου γραμμένη») και Τούρκους («Τούρκος αγάπαγε μια Ρωμιοπούλα»). Εύλογα το τελευταίο μέρος είναι το εκτενέστερο αφού εκτείνεται σε περισσότερες από 320 σελίδες και απαρτίζεται από σχεδόν εξήντα κεφάλαια (ημιανεξάρτητα δοκίμια -ενδεικτικά τίτλοι κεφαλαίων: Το παιδομάζωμα κι ο Βιζυηνός, «Κάλλιο να δω το αίμα μου…», «Η Έλλη θέλει σκότωμα», Μεικτοί έρωτες το ’21, «Τον Κωνσταντίνο πιάσανε σε Τουρκοπούλας σπίτι», Κυρα-Φροσύνη, Βασιλική, Δέσπω Λιακατά, Οι κοτζαμπάσηδες σαν στόχος, Μάνα και κόρη, άρνηση και συναίνεση, Ένας άγιος δίβουλος και πλεονέκτης, «Φεγγαράκι μου λαμπρό»). Προτάσσεται το σχετικά σύντομο πρώτο κεφάλαιο, όπου εξετάζεται ο συγχρωτισμός των Ελλήνων με σύνοικους και περίοικους λαούς. Στο κεφάλαιο αυτό, κατ΄εξαίρεση, παρατίθενται κυρίως ιστορικά κείμενα ή επώνυμα ποιήματα, όχι δημοτική ποίηση.

Θα μπορούσα να διαλέξω κάποιο από αυτά τα κεφάλαια για να το παρουσιάσω εδώ, προτιμώ όμως να παραθέσω αποσπάσματα από το έκτο και καταληκτικό μέρος του βιβλίου, που επιγράφεται «Η φυσική αμεροληψία των δημοτικών τραγουδιών».  Ο λόγος στον Μπουκάλα:

Το δημοτικό τραγούδι αναπτύσσεται στη διάρκεια πολλών αιώνων και σε περιοχές όπου οι σχέσεις των Ελλήνων με τους σύνοικους και τους περίοικους λαούς δεν είναι πάντα οι ίδιες, αλλά υπόκεινται στις ιστορικές εξελίξεις. Ούτε και τα δημοτικά τραγούδια μένουν αναλλοίωτα με το πέρασμα του χρόνου. Είναι και αυτά τμήμα της ιστορίας και παρακολουθούν τις διακυμάνσεις της. 

Όπως έδειξε η μελέτη πάμπολλων παραλλαγών, που έχουν συνταχθεί σε κάθε ιδίωμα ή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας και έχουν δημοσιευτεί σε δεκάδες συλλογές και ανθολογίες από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 21ου, τα δημοτικά τραγούδια κατόρθωσαν να καλύψουν όλη την ποικιλία του ερωτικού βίου, με αμεροληψία και παρρησία. Ο λαϊκός ποιητής δεν αποκρύπτει σχέσεις που δεν συμφωνούν με τις κοινωνικές συμβάσεις ή με τις εθνικές και θρησκευτικές αξίες. Τιμά την Ελληνοπούλα που προτιμά τον θάνατο για να διατηρήσει την προσωπική και την εθνική της αξιοπρέπεια, τιμά όμως και κάθε άλλη γυναίκα, οποιασδήποτε εθνικότητας, που αρνείται σθεναρά τον βίαιο πόθο κάποιου αλλόφυλου. 

Επίσης το ελληνικό δημοτικό τραγούδι τολμά να εκφράσει με θάρρος αλλά και με απίστευτη οξύτητα τη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στον κατεξοχήν άγιό του, τον άγιο Γεώργιο, που τον καταγγέλλει σαν πλεονέκτη και προδότη, όταν αφήνει αβοήθητη μια Ελληνοπούλα που καταδιώκεται από Σαρακηνό ή Τούρκο. 

Συμπερασματικά, το δημοτικό τραγούδι αποδεικνύεται ακριβοδίκαιο και θαρραλέο. Δεν επιχειρεί να καθοδηγήσει με ντολές και απαγορεύσεις τον βίο των ακροατών του, που είναι ταυτόχρονα και συνδημιουργοί του, αλλά αποτυπώνει την ιστορία της ερωτικής επιθυμίας απροκατάληπτα και χωρίς κανένα λογοκριτικό πνεύμα. ….

Και συνεχίζει παραθέτοντας τραγούδια, ερωτικά και άλλα, που παινεύουν ή εκθέτουν τις ροπές, τις προτιμήσεις και τα αξιοζήλευτα στοιχεία και αντικείμενα διάφορων φυλών και θρησκειών, όπως το κρητικό:

Χαίρετ’ ο Τούρκος στ’ άλογο κι ο Φράγκος στο καράβι
κι ο Χριστιανός στην εκκλησιά κι ο Εβραίος στο λογάδι,
χαίρεται κι ένας νιος καλός μ’ απάρθενο κοράσιο,
να στέκει να τονε κερνά, να τον φιλεί στ’ αχείλι.

Αυτό είναι από τη συλλογή του Κριάρη (1920) και ο Μπουκάλας σε υποσημείωση παραθέτει το ερμήνευμα του Κριάρη για τη λέξη «λογάδι» (νήμα εκ βάμβακος χρώματος bleu ή κόκκινον, ενταύθα εννοεί ότι οι Εβραίοι αγαπούν το εμπόριον) με τρόπο που ίσως υπονοεί πως δεν ενστερνίζεται απόλυτα την εξήγηση. Και δίκιο έχει μάλλον, αφού μάλλον εδώ εννοείται το λογάρι (έτσι έχει διορθώσει τον στίχο ο Γ. Χατζιδάκις), δηλαδή τα πλούτη, που ταιριάζουν και με το στερεότυπο για τους Εβραίους.

Παραθέτει άλλη μια παραλλαγή του παραπάνω μόνο με τον πρώτο στίχο, κι ύστερα ένα μαλεβιζιώτικο νανάρισμα, όπου η μάνα στολίζει το παιδί της με ό,τι ομορφότερο και πολυτιμότερο βρίσκει σε διάφορες χώρες και θρησκείες:

Κοιμήσου, κούπα φράγκικη, εβραίικο σημαντήρι,
τσ’ Αγιάς Σοφιάς το θυμιατό και του Χριστού καντήλι.

Αδιαφορεί το ερωτικό εγκώμιο, λέει ο συγγραφέας, για το ποια πατρίδα έχουν τα πρότυπα ομορφιάς που προβάλλει, πχ

….μα γω το νιο που αγάπησα, του κόσμου διωματάρης,
είχε του Φράγκου λύγισμα, του Βενετσάνου χάρη

αλλά κι ο άντρας αποεθνικοποιεί τον έρωτά του, τρυγώντας με μεράκι αρετές ποικίλης προελεύσεως στο δίστιχο της Κω:

Στα μάτια είσαι Φράγκισσα, στα χείλη Ρωμιοπούλα / και στο επίλοιπον κορμί μοιάζεις βασιλοπούλα

ή στο ποντιακό: Τούρκικον το πορπάτεμα σ’, Ρωμαίικον η θωρέα σ’

ή στο σαμιώτικο, όπου ο σεβνταλής στολίζει την καλή του με χαρές και από άλλο έθνος:

Το μπόι σ’ είναι μιναρές, τα χέρια σου λαμπάδες / και το κορμί σου σιτζαντές που προσκυνούν πασάδες

όπου σιτζαντές το χαλάκι προσευχής των μουσουλμάνων.

ή απο την Κω:

Νύφη μου, κούπα του Πασά, ποτήρι του βεζίρη / φρεγάδα του Μεμέτ Αλή, που πάει στο Μισίρι.

ή με ανατολίτικη γλύκα (παραλλαγή υπάρχει και στη Λωξάντρα της Μ. Ιορδανίδου):

Μουχαλεμπί και γκιουλ σερμπέτ είναι το μάγουλό σου / και του Χατζημπεκήρ λουκούμ ο άσπρος ο λαιμός σου.

Κι ένας Θρακιώτης καταργεί τα σύνορα για να τονίσει την ομορφιά:

Με τ’ άσπρα είσαι Φράγκισσα, με τα μαβιά σα Χιώτισσα / και με τα νερογάλαζα είσαι σα Φαναριώτισσα.

Τα εθνικά και θρησκευτικά σύνορα καταργούνται όταν πρόκειται να διαλαληθεί ο πόνος:

Εβγάτε Τούρκοι και Ρωμιοί, να δείτε τον καημό μου / να δείτε πού’ν’ ο Χάροντας σα φίδι στο λαιμό μου.

Στο δημοτικό τραγούδι, αυτός που έπαθε συμφορά εύχεται να μην έχει κανένας τη δική του μοίρα, ας είναι κι αλλόφυλος:

Το ντέρτι και τα πάθη μου κανείς να μην τα πάθει
ν-ούτε Τούρκος ν-ούτε Ρωμιός ν-ούτε κάνας διαβάτης.

(παραθέτει πέντε παραλλαγές του ίδιου μοτίβου)

Αλλά και ο πόθος δεν λογαριάζει εθνικές ταυτότητες:

Έχεις ματάκια σα βολβούς,
τρελαίνεις Τούρκους και Ρωμιούς

ενώ η Αργυρούδα, σ’ ένα χαλκιδικιώτικο: Κάμνεις Τούρκοι και λουλένται [λωλαίνονται] / και Ρουμνοί κι αλλάζουν πίστη.

Παραλείπω πολλά σε παρόμοιο μοτίβο, κάνοντας εξαίρεση για ένα για τον φίλο μας τον Δον Μήτσο, από την Κύθνο:

Σαν πεθάνω κάνετέ με στην Αγιά Σοφιά κουμπέ [τρούλο]
να’ρχονται να προσκυνάνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές.

Στη συνέχεια εξετάζει ένα μοτίβο που απαντά σε πάμπολλες παραλλαγές, δίστιχα, εκτενέστερα τραγούδια ή μαντινάδες, όπως αυτή της συλλογής του Γιανναράκη:

Δεν μπορώ να καταλάβω Τούρκαν είσαι γή Ρωμιά
γή Εγγλέζα γή Φραντσέζα κι έχεις τόσην ομορφιά [γή = το διαζευκτικό ή]

που βέβαια το έχει αξιοποιήσει ο Γιώργος Μπάτης στο ρεμπέτικο «Γυφτοπούλα στο χαμάμ».

Κι αφού αναφέρει διάφορα δείγματα «ερωτοτροπικού διεθνισμού» σε τραγούδια, καταλήγει:

Η τιμιότητα και η ερωτική του ανεξιθρησκία προσφέρουν στο δημοτικό τραγούδι ιδιαίτερα μεγάλο κύρος. Ελευθερόφωνο και ελευθερόγνωμο, διδάσκει -χωρίς καθόλου να προσπαθεί ή να το επιζητεί- ήθος και ευαισθησία, έτσι όπως αποβλέπει σταθερά στην υπόδειξη του γενικού μέσα από την ανάδειξη συγκεκριμένων περιστατικών και προσώπων, στην υπόδειξη της συλλογικής νοοτροπίας μέσα από την ιστόρηση ατομικών στάσεων. Άσχετα με την κατοπινή του χρήση ή κατάχρηση που το ενέταξε σε σχήματα προαποφασισμένα, «εθνικά», και το μείωσε αποκόπτοντας ή αποσιωπώντας σε κάθε «αντικανονικό» ποίημα ό,τι αντέβαινε στην «ορθότητα», η αδογμάτιστη πολυφωνία του είναι εδώ για όποιον θα ήθελε να τη διαβάσει -και κυρίως να την ακούσει. Τίποτα, είναι βέβαιο, δεν γνώριζαν τότε για το άλλο, το διαφορετικό, όπως το εννοούμε σήμερα και για την επιβεβλημένη υπεράσπισή τους. Αλλά το έπρατταν: υπεράσπιζαν το άλλο, το διαφορετικό, το έκνομο ή έκτροπο ή παράτυπο, απλώς και μόνο καταγράφοντάς το και απαθανατίζοντάς το· αυθορμήτως και φυσικά. Με τους ορους της εποχής μας, καινοτομούν. Το ότι δεν ήξεραν πως καινοτομούσαν, ούτε το σχεδίαζαν βέβαια, κάθε άλλο παρά μειώνει την αξία της στάσης τους.

Με δυο λόγια, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, και όχι μόνο για το δημοτικό τραγούδι.

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Ερωτικά, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 84 Σχόλια »

Το κάτοπτρον της ληστείας

Posted by sarant στο 24 Αυγούστου, 2022

Τις προάλλες, καθώς κοίταζα τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Πρωία, είδα πως έχει αφιερώσει δυο απ’ αυτα σε ένα παλιό βιβλίο που μου κίνησε το ενδιαφέρον και είπα να το παρουσιάσω σήμερα.

Συγγραφέας του είναι ο Ανδρέας Μοσχονήσιος (1832-1891), γεννημένος στη Χαλκίδα, και ο τίτλος του είναι «Το κάτοπτρον της εν Ελλάδι ληστείας». Ο Μοσχονήσιος διετέλεσε επικεφαλής αποσπασμάτων που καταδίωκαν τους ληστές στις περιοχές κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα (που τότε ήταν λίγο πιο πάνω από τη Λαμία) και έγραψε το βιβλίο του το 1869, όταν ήταν ανθυπολοχαγός πεζικού (τελικά έφτασε αντισυνταγματάρχης). Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως το βιβλίο εκδόθηκε στην Ερμούπολη, που ακόμα ήταν ένα από τα πιο σημαντικά αστικά κέντρα του μικρού ελληνικού κράτους.

Στις μέρες μας, χάρη στους πόρους του Διαδικτύου, βρισκει κανείς πολλά πράγματα για τα οποία παλιότερα θα χρειαζόταν πολύς κόπος. Ο Βάρναλης βέβαια θα είχε το βιβλίο του Μοσχονήσιου στη βιβλιοθηκη του ή θα του το δάνεισε κάποιος φίλος, όμως εμείς μπορούμε να το βρούμε ψηφιοποιημένο στον ιστότοπο του ΑΠΘ. Βέβαια, δεν είναι άγνωστο το βιβλίο -το έχουν χρησιμοποιήσει ως πηγή όλοι οι μελετητές του φαινομένου της «ληστοκρατίας», π.χ. ο Τάσος Βουρνάς και άλλοι.

Στην εισαγωγή, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι οι ληστές στο νεοελληνικό κράτος θεωρούνταν από τον λαό της υπαίθρου συνεχιστές των κλεφτών και των αρματολών και πως όταν τους έβλεπαν να οδηγούνται στην καρμανιόλα αναφωνούσαν «Κρίμα στα παλικάρια».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Δημοτικά τραγούδια, Κείμενα, Παρουσίαση βιβλίου, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , , | 121 Σχόλια »

Τα εκατόλογα της αγάπης

Posted by sarant στο 31 Ιουλίου, 2022

Tα Εκατόλογα της αγάπης ανήκουν στην ευρύτερη συλλογή ερωτικών ποιημάτων που είναι γνωστή με το γενικό όνομα Ερωτοπαίγνια. Όπως λέει ο επιμελητής του σχετικού ιστότοπου του ΚΕΓ, τα ποιήματα αυτά «πιθανότατα προέρχονται από τον ευρύτερο νησιωτικό, ενδεχομένως τον δωδεκανησιακό, χώρο. Είναι έργο άγνωστων ποιητών και αποτελεί εξαίρετο δείγμα της πρώιμης λαϊκής και λαϊκότροπης νεοελληνικής ποίησης»

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές από Εκατόλογα, που όλα έχουν το μοτίβο ότι περιέχουν ένα δίστιχο για κάθε αριθμό από το 1 έως το 10 και μετά, δέκα δέκα, ως το 100. Σε κάποιες παραλλαγές παραδίδεται μόνο το σκέλος με τα δίστιχα της αρίθμησης, ενώ σε άλλες υπάρχει λίγο-πολύ τυποποιημένη εισαγωγή, που επιδέχεται πλατειασμούς κι έτσι μπορεί να γίνει πολύ εκτενέστερη από το σκέλος των καθαυτό Εκατόλογων.

Τα Εκατόλογα τα θυμήθηκα από ένα άρθρο που είχαμε τις προάλλες για τον κάβουρα, όπου υπήρχε και το δίστιχο Οχτώ ποδιά ‘χει ο κάβουρας και πάει μπρος και πίσω / τη νιότη μου στα χέρια σου θα την απαρατήσω. Κι έτσι είπα να τους αφιερώσω το σημερινό άρθρο.

Μια εισαγωγή, από μια  αθηναϊκή παραλλαγή, που την έχει καταγράψει ο Καμπούρογλου, δίνει:

Όντας εστάθη ο Διγενής και θεμελιώθ’ η χώρα,
και συστεριώθη η θάλασσα τριγιούρου της την άμμο,
άγουρος κόρην αγαπά κι η κόρη δεν το ξέρει.
Κι εξόδεψε στην πόρτα της οχτώ πύργους λογάρι
και δεκαπέντε μάλαμα κι επτά μαργαριτάρι
και λόγο από τα χείλη της δεν ημπορεί να πάρει.
Και μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια ‘πίσημην ημέρα,
εβγήκ’ η νια απ’ το λουτρό κι ο νιος απ’ το μπαρμπέρη
και συναπαντηθήκανε σ’ ένα στενό σοκάκι
και ξεδιαντράπηκεν ο νιος κι είπε «κόρη, αγαπώ σε».

Έξοχο δείγμα λαϊκής ποίησης, κατά τη γνώμη μου. Λογάρι είναι ο θησαυρός. Ο Κ.Χ.Μύρης έχει δανειστεί το «και μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα», που άλλωστε το βρίσκουμε και σε άλλα δημοτικά.

Και αφού ο νιος εξομολογηθεί τον έρωτά του, η κόρη θυμωμένη του βάζει διάφορες προκλήσεις, στις οποίες αυτός δηλώνει ότι μπορεί να αντεπεξέλθει, για να φτάσουμε στα καθιαυτού εκατόλογα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Δημοτικά τραγούδια, Ερωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 80 Σχόλια »

59 + 62 = 121

Posted by sarant στο 2 Νοεμβρίου, 2021

Δεν συνηθίζω να βάζω απλές μαθηματικές πράξεις για τίτλους άρθρων του ιστολογίου, αλλά σήμερα θα κάνουμε μια εξαίρεση -άλλωστε η πράξη του τίτλου δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται.

Στο ιστολόγιο αφιερώνουμε άρθρα σε αριθμούς, μια φορά το χρόνο -ξεκινήσαμε στις 9/9/2009 και κάθε χρόνο βάζαμε ένα άρθρο, κι έτσι φέτος, στις 21/2/21, αφιερώσαμε άρθρο στον αριθμό 21. Με τη φάμπρικα αυτή θα πάμε, εμείς να ‘μαστε καλά, έως το 31, που θα το δούμε στις 31 κάποιου μηνός του σωτηρίου έτους 2031.

Ωστόσο, τον αριθμό 62 θα τον δούμε σήμερα -για ποιο λόγο; Αφενός διότι ως το 2062 μπορεί να το ξεχάσω. Αφετέρου, επειδή αν κάποιος έτυχε να γεννηθεί στις 2 Νοεμβρίου του 1959 σήμερα θα συμπλήρωνε τα 62 του χρόνια. Ξέρω κάποιον που γεννήθηκε τη μέρα τούτη, δεν τον ξέρετε, είναι απ’ το χωριό. (Για να τα λέμε όλα, αυτό το κόλπο έπιανε καλύτερα το 2018, που ο φίλος μου, γεννημένος το 59, έκλεινε τα 59 του χρόνια, και είχαμε βάλει άρθρο για τον αριθμό 59. Αλλά κανείς δεν είναι τέλειος κι έτσι το αντίστοιχο άρθρο το επανέλαβα και πέρυσι, για τον αριθμό 61, διότι πολύ τον αγαπώ αυτόν τον φίλο μου). Μάλιστα, για το χατίρι του φίλου μου, το ιστολόγιο ξεστρατίζει από το πρόγραμμά του κι έτσι σήμερα Τρίτη δεν θα έχουμε το προγραμματισμένο άρθρο με κείμενα της εποχής του 1821).

Δεν έχει και πολλά να γράψεις για τον αριθμό 62. Δεν είναι καν πρώτος αριθμός, όπως είναι ο 61, ο προηγούμενος. Είναι όμως ημιπρώτος, διότι αποτελεί το γινόμενο δύο πρώτων αριθμών, 2 x 31.

Στη Βικιπαίδεια βρίσκω δυο διακρίσεις που έχει, από μαθηματική άποψη, ο αριθμός 62, που όμως φοβάμαι πως θα σας αφήσουν ασυγκίνητους:

Αφενός είναι ο μικρότερος αριθμός που αποτελεί άθροισμα τριών διαφορετικών τετραγώνων, με δυο τρόπους: 1^2+5^2+6^2, αλλά και 2^2+3^2+7^2. Αφετέρου, είναι ο μοναδικός αριθμός που ο κύβος του αποτελείται από μια τριάδα ψηφίων που επαναλαμβάνονται: 238328. Ε, δεν είναι και πολύ συναρπαστικά.

Στο αρχαίο ελληνικό σύστημα (το κλασικό, όχι το ακροφωνικό) ο 62 γραφόταν ΞΒ’. Στο αττικό ή ακροφωνικό ήταν ΠΔΙΙ. Στο ρωμαϊκό (μοιάζουν) ήταν LXΙI. Ετσι κι αλλιώς, αυτές οι αναπαραστάσεις δεν εμφανίζονται συχνά όπως π.χ. τα ΙΔ’, XIV (του 14) που τα βρίσκουμε σε βασιλιάδες και αρχιερείς -πού να βρεθεί ο 62ος εστεμμένος με το ίδιο μάλιστα όνομα;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αριθμοί, Δημοτικά τραγούδια, Προσωπικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , , , | 225 Σχόλια »

Τραγουδώντας την σκλαβιά και την επανάσταση (συνέντευξη του Παντελή Μπουκάλα)

Posted by sarant στο 25 Μαρτίου, 2021

 

Σήμερα, που συμπληρώνονται επίσημα τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 αναδημοσιεύω μια πρόσφατη συνέντευξη του φίλου Παντελή Μπουκάλα στον ιστότοπο news247 και στον Γιάννη Φιλέρη (η αρχική δημοσίευση βρίσκεται εδώ) στην οποία ο Μπουκάλας, που μελετάει επί χρόνια το δημοτικο τραγούδι και εκδίδει, ως έργο ζωής, μια πολύτομη (και πολύτιμη) μελέτη, μιλάει για το πώς αποτυπώθηκε το Εικοσιένα στη δημοτική ποίηση και για τη σχέση των αγωνιστών με το δημοτικό τραγούδι.

Η εισαγωγή του Γιάννη Φιλέρη:

Τώρα που έρχεται η επέτειος για τα 200 χρόνια της επανάστασης του 1821, αναμένοντας τα ταρατατζούμ της «Εθνικής Επιτροπής», ο καθένας από μας ανασύρει μνήμες. Όσο πιο πίσω στο παρελθόν πάει το μυαλό, άλλο τόσο περίεργες είναι και οι αναμνήσεις, με φουστανέλες, τον Παπαφλέσσα-Παπαμιχαήλ της μικρής οθόνης, να εμπλέκονται με θεατρικά στο σχολείο, πανηγυρικούς από τους Γυμνασιάρχες-Λυκειάρχες, κλαρίνα, τσάμικα και καλαματιανά

Η ηγεσία μιας άλλης «επανάστασης» στα λόγια, στρατιωτικής δικτατορίας στην πραγματικότητα, είχε ξαμοληθεί στα χωριά, εγκαινιάζοντας ανύπαρκτα έργα με το μυστρί του ο Πατακός, χορεύοντας τσάμικα με τους φαντάρους ο Παπαδόπουλος, ενώ λίγη ώρα πριν μαθητές, προσκοπάκια και λοιποί, αναβίωναν, ας πούμε τη μάχη της Γραβιάς. Αν δει κανείς τα επίκαιρα των 150 ετών, της επετείου που εορτάστηκε καταμεσής της χούντας θα καταλάβει. Και στα αυτιά του θα ηχήσουν τα κλαρίνα και τα απαραίτητα δημοτικά.

Ποια δημοτικά, όμως; Όχι, βέβαια όλα. Αν ήξερε η χούντα την ελευθεροστομία και το πνεύμα των ραγιάδων, των Γραικών που κάποτε ονειρεύτηκαν ότι μπορούσαν να ζήσουν χωρίς αφέντες, μπορεί και να το έριχνε στην κλασική μουσική.

Η δημοτική ποίηση δεν είναι, βέβαια, αυτή που μάθαμε εμείς μεγαλώνοντας στις πόλεις, έστω κι αν κάποια γιαγιά πρόλαβε να μας σιγοτραγουδήσει ένα από τα αγαπημένα της. Στη δική μου, τη λατρεμένη Αρετή που’ χε και ωραία φωνή, της άρεσε η Περβολαριά και τραγουδούσε σχεδόν δακρύζοντας «περβολαριά μου σε ηγάπησα, μες την καρδιά μου σε ζωγράφισα». Σε ηγάπησα, ναι…

Τα τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα από την ίδια ζωή των Ρωμιών, περίγραψαν έρωτες, διηγήθηκαν παραμύθια, μίλησαν για τον θάνατο, τη γυναίκα, τον άντρα, βίωσαν την σκλαβιά, αφουγκράστηκαν την επανάσταση.

Ο Παντελής Μπουκάλας, που όπως λέει ο ίδιος «κολύμπησε από νωρίς στον ωκεανό» της δημοτικής ποίησης και θα μας βοηθήσει σήμερα σε μια προσπάθεια κατανόησης μιας παράδοσης, που μας ενώνει με το παρελθόν μας.

Συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος εδώ και χρόνια στην Καθημερινή, ο Παντελής έχει γράψει ήδη τρία βιβλία για τα δημοτικά και ετοιμάζει το τέταρτο σε δυο τόμους, βασισμένο στην διδακτορική του διατριβή. Τώρα στα … γεράματα, βλέπετε, αποφάσισε να γίνει και φιλόλογος παίρνοντας το πτυχίο του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Κύπρου.

Πού να φανταζόμουν, μειράκιον της δημοσιογραφίας το 1986, σε ποιον άνθρωπο πήγαιναν τα χειρόγραφά μου για να διορθώσει τις ελληνικούρες και τις ασυνταξίες μου, ώστε να δημοσιευτούν στις αθλητικές σελίδες της «Πρώτης»; Τον θυμάμαι να καπνίζει αρειμανίως, να γράφει ακόμη περισσότερο και να μιλάει για … ποδόσφαιρο!

Δεν είναι μύθος, αλλά αλήθεια. Οι διορθωτές των εφημερίδων, ήταν πάντα οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στα Γραφεία τους. Ο Παντελής Μπουκάλας έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό: Η γραφή του είναι μοναδική και αξεπέραστη. Όσοι τον διαβάζουν τακτικά, καταλαβαίνουν.

Ένας άριστος μαθητής που οι καθηγητές του στο Γυμνάσιο τον έπεισαν ότι έπρεπε να γίνει γιατρός, έγραψε όμως άσχημα στην … έκθεση (ακόμη το φέρει βαρέως) και έτσι μπήκε στην οδοντιατρική. Την τελείωσε από πείσμα και προς χάριν της μητέρας του, η οποία δεν πρόλαβε να τον δει πτυχιούχο, αλλά προφανώς δεν επρόκειτο ποτέ να εξασκήσει το επάγγελμα, αφού είχε γεννηθεί για να γράφει, να διαβάζει και πάλι να γράφει.

«Μόνο στον στρατό, έβγαζα τα δόντια των φαντάρων και τους έκανε ενέσεις καφεΐνης για να συνέλθουν από τα βραδινά μεθύσια…»

H συνέντευξη:

Η ενασχόληση με τη δημοτική ποίηση πως προέκυψε;

«Από μικρός μου άρεσε να πηγαίνω σε πανηγύρι, είχα ακούσματα, με ενδιέφερε και η γλώσσα τους. Όταν αποφάσισα να τα μελετήσω και να τα καταγράψω συνειδητοποίησα ότι δεν είναι εύκολο. Μπήκα σε ένα τεράστιο πέλαγος και αποφάσισα να κολυμπήσω. Φυσικά έπρεπε να μελετήσω όσους είχαν ασχοληθεί προγενέστερα με τη δημοτική ποίηση, όπως ο Νίκος Πολίτης και ο Γιώργος Ιωάννου αλλά και τους νεότερους σαν τον Αλέξη Πολίτη και τους υπόλοιπους συγγραφείς, μελετητές που ασχολήθηκαν με την δημοτική παράδοση. Με τον καιρό, είτε έβρισκα, είτε μου’ ρχονταν και τοπικές συλλογές, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ανακαλύπτοντας σχεδόν χαμένους θησαυρούς, που δεν συμπεριλαμβάνονταν στην επίσημη βιβλιογραφία με τα καταγεγραμμένα τραγούδια. Μάθαινα κιόλας πράγματα που μου διέφευγαν…

Όπως;

«Ότι η τουρκοκρατία σε άλλες περιοχές της Ελλάδας δεν κράτησε 400 αλλά 500 χρόνια, σε άλλες δεν πήγε καν, ωστόσο το μίσος για τους Φράγκους μπορεί να ήταν και μεγαλύτερο, ενδεχομένως και λόγω του σχίσματος μεταξύ ορθόδοξων και καθολικών. Παρουσιάζοντας και το τραγούδι όπου πέφτουν κατάρες στον Άγιο Γεώργιο, γιατί δεν αντέχεται άλλο η σκλαβιά, με έβαλε στο μάτι ο «Στόχος» κι έγινα … εθνομηδενιστής, λες κι έγραψα εγώ τους στίχους»

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Αναδημοσιεύσεις, Δημοτικά τραγούδια, Συνεντεύξεις | Με ετικέτα: , , | 149 Σχόλια »

Κείμενα του Εικοσιένα – 4: Το ράι μπουγιουρντί του Ανδρίτσου Σαφάκα

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2021

Μια και μπήκαμε στη χρονιά που σημαδεύει τη 200ή επέτειο του ξεσηκωμού του Εικοσιένα, πριν από λίγο καιρό σκέφτηκα να καθιερώσω μια νέα στήλη στο ιστολόγιο, που θα τη δημοσιεύω κάθε δεύτερη Τρίτη, εναλλάξ δηλαδή με το βιβλίο του πατέρα μου, και που θα παρουσιάζει κείμενα της εποχής του 1821. Σκοπεύω να διατηρήσω τις δημοσιεύσεις τουλάχιστον έως τα τέλη Μαρτίου αλλά και πιθανώς ως το τέλος της χρονιάς, αν βέβαια υπάρχει ως τότε αρκετό υλικό από μεριάς μου και αρκετό ενδιαφέρον από δικής σας πλευράς. Θα δώσω προτεραιότητα σε κείμενα που δεν είναι διαθέσιμα στο Διαδίκτυο.

Από την προηγούμενή μου τριβή με κείμενα της εποχής, που βέβαια ήταν πολύ έντονη όσο συγκέντρωνα υλικό για το βιβλίο μου Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, έχω υπόψη μου κάμποσα τέτοια κείμενα, αλλά όποιος έχει υπόψη του κείμενο που το θεωρεί αξιόλογο προς δημοσίευση μπορεί να μου το στείλει στο γνωστό μέιλ, sarantπαπάκιpt.lu.

Το σημερινό άρθρο είναι το τέταρτο της σειράς – το προηγούμενο βρίσκεται εδώ.

Και ξεκινάμε από τον τίτλο. Μπουργιουρντί, στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν η έγγραφη διαταγή αξιωματούχου. Τη λέξη αυτή την έχουμε κρατήσει, και μάλιστα της έχουμε δώσει και αλλες σημασίες. Όμως έχουμε γράψει ειδικό άρθρο για το θέμα. Ράι ήταν η υποταγή, από τη μεριά αυτού που το δηλώνει, αλλά και συγχώρηση, από τη μεριά αυτού που το αποδέχεται. Τουρκικό δάνειο, ίδιας ρίζας με τον ραγιά. Όποιος προσκυνούσε και δήλωνε υποταγή, έκανε ράι. Ο ισχυρός που την αποδεχόταν, έδινε το ράι.

Στα δύσκολα χρόνια της επανάστασης, όταν άρχισαν οι ήττες, οι Οθωμανοί καλούσαν τους εξεγερμένους καπετάνιους να δηλώσουν υποταγή, προσφέροντας ταυτόχρονα και άφεση αμαρτιών. Το έγγραφο αυτό ονομαζόταν ράι μπουγιουρντί, και ο Βακαλόπουλος αυτά τα χαρτιά τα χαρακτηρίζει «προτρεπτικές εγκύκλιες προς υποταγή» (προσέξτε τον δημοτικό τύπο, που θα ήταν πιο δύσκολο να γραφτεί σήμερα -αλλά ο Βακ. γράφει το 1970). Πιο απλά, τα λέμε προσκυνοχάρτια. Ξέρουμε για τα προσκυνοχάρτια στον Μοριά και πώς τα αντιμετώπισε ο Κολοκοτρώνης -εκεί αφορούσαν οχι μόνο μεμονωμένους καπετάνιους αλλά και ολόκληρα χωριά. Στη Ρούμελη, μετά την πτώση του Μεσολογγιού, ο Κιουταχής παρουσιάστηκε μεγαλόψυχος και διαλλακτικός, και με τη μεσολάβηση Αλβανών οπλαρχηγών, κάλεσε τους Ρουμελιώτες να προσκυνήσουν, μοιράζοντας προσκυνοχάρτια.

Θα δούμε σήμερα ένα τέτοιο προσκυνοχάρτι ή ράι μπουγιουρντί, που το εκδίδει ο Κιουταχής, καθώς και άλλα σχετικά έγγραφα. Το ράι μπουγιουρντί αφορά τον οπλαρχηγό Ανδρίτσο Σαφάκα, έναν σημαντικό -αλλά όχι της εντελώς πρώτης γραμμής- αρματολό της Ρούμελης. Τρία από αυτά τα έγγραφα τα είχα βρει στο βιβλίο του Τάκη Σταματόπουλου «Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης», αλλά η αρχική τους δημοσίευση έγινε στο βιβλίο του Δημήτρη Λουκόπουλου «Ο Ρουμελιώτης καπετάνιος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το αρχείο του», το οποίο υπάρχει στην Ανέμη ελεύθερο για να το κατεβάσετε.

Ο Σαφάκας γεννήθηκε περί το 1770 στην Αρτοτίνα της Φωκίδας, ήταν δηλαδή σχετικά περασμένος στα χρόνια όταν ξέσπασε η επανάσταση -συνομήλικος του Κολοκοτρώνη. Ο Λουκόπουλος, που κατά σύμπτωση γεννήθηκε επίσης στην Αρτοτίνα, είναι επιεικής απέναντι στον συντοπίτη του και κάνει λόγο για «ψευτοπροσκυνήματα». Μπορεί να έχει δίκιο. Ξέρουμε άλλωστε τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν οι αρματολοί της Ρούμελης, που δέχονταν συνεχώς και ανεμπόδιστα τις επιθέσεις των Τούρκων από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, σε αντίθεση με τον προφυλαγμένο (ως το 1825) Μοριά.

Στα έγγραφα που παραθέτω δεν αλλάζω την ορθογραφία. Επισημαίνω ότι όλα έχουν γραφτεί από τους γραμματικούς του Κιουταχή, στα ελληνικά, αν και με αρκετούς τουρκισμούς που εξηγούνται ύστερα από κάθε έγγραφο. Η γλώσσα είναι καθαρεύουσα, ιδίως στα τυποποιημένα μέρη, αλλά αφήνει περιθώριο και για λαϊκότερο λόγο. Δεν ξέρω αν οι γραμματικοί του Κιουταχή ήταν ελληνομαθείς απλώς ή Έλληνες.

Στο τέλος, γράφω για το τραγικό τέλος του καπετάν Σαφάκα.

Πρώτο τεκμήριο, το έγγραφο αριθ. 79 από το αρχείο Σαφάκα

Βεζύρ Ρεσίτ Μεχμέτ πασσάς Ρούμελης, Ιωαννίνων, Δελβίνου, Αυλώνος ντερβεντάζ και νεζιρί (1) και σερασκέρ (2) πληρεξούσιος διά της δοθείσης ημίν πληρεξουσιότητος παρά του αηττήτου ημών βασιλέως και ντερπεντάζ νεζιρετιού (3) μας, διορίζομεν εις τον καζά Λιδωρικίου καπετάνο τον καπετάν Σαφάκα· πρώτα να μας δώση το μουτεπέρικο ριγένι (4) του και έπειτα τω δίδεται η άδεια να περιφέρεται όλον τον Καζά μαζί με τον ντερβέν αγά να κάμη καλά μοχαρτζά (;) τον βασιλικόν ραγιά και να τον φλάγη από κακούς ανθρώπους και απ’ τον γερλησταίος και κάμνοντας ούτω θενά είναι καπετάνος διά πάντα και εδόθη το παρόν καπετανλίκι μπουγιουρντισέ (5) διά ασφάλεια του ειρημένου καπετάν Σαφάκα.

1826 Ιουνίου 1, Σάλωνα

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in 1821, Όχι στα λεξικά, Δημοτικά τραγούδια, Κείμενα, Παλιότερα ελληνικά | Με ετικέτα: , , , , , | 105 Σχόλια »

Σιφνέικες ρίμες, ένα παράδειγμα (Μια συνεργασία από το Κουτρούφι)

Posted by sarant στο 5 Ιανουαρίου, 2020

Ο φίλος μας το Κουτρούφι μού έστειλε προχτές μια συνεργασία για τις σιφνέικες ρίμες, τα αυτοσχέδια λαϊκά δίστιχα που συνηθίζονται στη Σίφνο. Αυτή είναι η δεύτερη συνεργασία του -πρόπερσι είχαμε διαβάσει το άρθρο του για τη σιφνέικη ντοπιολαλιά.

Στο μέιλ που συνόδευε την επιστολή, το Κουτρούφι παρατηρεί: Για ένα Σιφνιό αναγνώστη που γνωρίζει πρόσωπα, καταστάσεις και την μορφολογία του τοπίου, ενδεχομένως, δεν χρειάζονται πολλές επεξηγήσεις. Το πιο σημαντικό, επειδή οι ρίμες αυτές είναι σατιρικές, για έναν τέτοιο αναγνώστη, το γέλιο βγαίνει αβίαστα. Ειλικρινά, έχω την απορία για την εντύπωση που δημιουργούν σε κάποιον που δεν είναι γνώστης των καταστάσεων. Στο κείμενο έχω συμπεριλάβει και κάποιες πληροφορίες για να βοηθηθεί ένας τέτοιος αναγνώστης. Δεν βάζω μόνο τους μη Σιφνιούς.

Συμπεριλαμβάνω και τους Σιφνιούς που είναι νεότεροι από 50 χρονών και δεν έχουν γνωρίσει τα πρόσωπα τα οποία πρωταγωνιστούν. Εγώ π.χ. δεν γνώρισα τον αφηγητή. Τους άλλους πρωταγωνιστές τους ήξερα. Ήταν γείτονές μου στον Αρτεμώνα αλλά και πάλι τους γνώρισα σε μεγάλη ηλικία και δεν μπορώ να τους φανταστώ να κάνουν αυτά που περιγράφονται.
Επίσης σημαντική παράμετρος είναι ότι περιγράφεται μια διαδρομή η οποία μέχρι πριν 30-35 χρόνια περίπου γινόταν σε κακοτράχαλο μονοπάτι. Εδώ και κάποιες δεκαετίες υπάρχει άνετος ασφαλτωμένος δρόμος και η διαδρομή με το αυτοκίνητο γίνεται μέσα σε 15 λεπτά. Έτσι οι νεότεροι Σιφνιοί δεν μπορούν να σκεφτούν τις δυσκολίες της πεζοπορίας που περιγράφονται στις ρίμες

 

ΣΙΦΝΕΙΚΕΣ ΡΙΜΕΣ. ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.

Οι ρίμες είναι έμμετρα λαϊκά αφηγήματα. Η ιστορία τους, η θέση τους στο γενικότερο πλαίσιο της Δημοτικής Ποίησης και η αξία τους έχουν μελετηθεί και μελετιούνται από ειδικούς. Άρθρα και μελέτες υπάρχουν μπόλικα. Όπως και σε όλο το νησιωτικό χώρο έτσι και στη Σίφνο υπάρχει η συνήθεια αυτή. Αφορμή για να γραφτούν ρίμες μπορεί να δίνονται από την επικαιρότητα, όχι μόνο την ντόπια αλλά και την ευρύτερη (εθνική ή διεθνής). Άλλοτε οι ρίμες έχουν σατιρική διάθεση και άλλοτε έχουν χαρακτήρα προβληματισμού. Πολύ συχνά όμως, γράφονται για να σατιρίσουν, να χλευάσουν και καμιά φορά να λοιδορήσουν περιστατικά και πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας. Για το λόγο αυτό, ο Σιφνιός, μεταξύ σοβαρού και αστείου, είναι προσεκτικός σε ό,τι επιχειρεί ώστε να μην αποτύχει και «του βγάλουνε ρίμες».

Οι σιφνέικες ρίμες γράφονται συνήθως στη γνωστή μορφή των δεκαπεντασύλλαβων ιαμβικών ομοιοκατάληκτων διστίχων:

Και το Μανώ της Μπαζανιάς θέλει μεγάλη ρίμα
που αγαπάει το Ρηνιώ και τα πηγαίνουν πρίμα

Πολύ συχνά όμως γράφονται και σε μορφή τετράστιχων όπου ο κάθε στίχος είναι οκτασύλλαβος. Οι δύο πρώτοι είναι ιαμβικοί ενώ οι δύο τελευταίοι είναι τροχαϊκοί. Ακολουθείται ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία.

Γροικάτε νέα του χωριού,
πίσω στου Κου του Προυνιδιού
τι του κάναν ένα βράδυ
οι καλοί του οι καμαράδοι

Η συγκεκριμένη μορφή είναι αυτή στην οποία γράφονται τα σιφνέικα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Κατά κάποιο τρόπο, αρκετά τέτοια κάλαντα που φτιάχνονται κάθε χρόνο μπορούν να χαρακτηριστούν σαν ρίμες με την έννοια ότι σε αυτά κυριαρχεί σχολιασμός της επικαιρότητας. Π.χ. όταν άλλαξε το νόμισμα από τη δραχμή στο ευρώ (2002) αρκετά κάλαντα της χρονιάς εκείνης σχολίαζαν (άλλοτε σατιρικά, άλλοτε με προβληματισμό) την αλλαγή αυτή.

Παλαιότερα, χρησιμοποιούνταν και άλλα μέτρα τα οποία πολλές φορές προσαρμόζονταν σε υπάρχοντες σκοπούς ή τραγούδια.

Στ’ Αη Μαρκουριού τη μάντρα μες στην ξυλοκερατιά
ήταν ο γαμπρός κρυμμένος και δεν τονε βρίσκαν πια

Εδώ, παραθέτω ένα μακροσκελές (58 στροφές) παράδειγμα του 1957, στη μορφή του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Οι ρίμες αυτές ανασύρθηκαν από συρτάρι και δημοσιεύτηκαν στην τοπική εφημερίδα «Σιφναϊκά Νέα» το 2014. Διηγούνται ευτράπελα περιστατικά γύρω από ένα πανηγύρι που έγινε σε ένα από τα δεκάδες ξωκλήσια του νησιού. Ο στιχουργός λεγόταν Γιώργης Καλογήρου (παρατσούκλι «Μπουλής») ο οποίος είναι και πρωταγωνιστής-αφηγητής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ανώνυμη δημιουργία, Δημοτικά τραγούδια, Συνεργασίες, νησιά | Με ετικέτα: , , | 79 Σχόλια »

Το χαλάλι και το χαράμι

Posted by sarant στο 26 Αυγούστου, 2019

 

Το σημερινό άρθρο γράφεται ύστερα απο προτροπή φίλων, με αφορμή ένα επεισόδιο που για μερικές μέρες (όχι πάνω απο δυο-τρεις, βέβαια) προκάλεσε τρικυμία στο ποτηράκι του ελληνόφωνου Τουίτερ.

Η αρχή ήταν η εξης φωτογραφία που την ανάρτησε κάποιος, σχολιάζοντας ότι αφού το τυρί Ήπειρος έχει πιστοποίηση χαλάλ (μέσα στον κύκλο κάτω αριστερά) τότε ο ίδιος θα προτιμήσει μια άλλη μάρκα (δεν θυμάμαι ποιαν και δεν έχει σημασία το γούστο του κάθε ισλαμόφοβου).

Ακολούθησαν πολλά σχόλια, κάποια επίσης ισλαμοφοβικά που καλούσαν για μποϊκοτάζ, αλλά ευτυχώς τα περισσότερα λογικά και μετρημένα.

Μερικοί αναρωτήθηκαν, όχι παράλογα, πώς μπορεί να είναι πιστοποιημένο «χαλάλ» ένα τυρί -αφού η παρασκευή του δεν συνεπάγεται τη σφαγή ζώου. Και αυτό διότι το χαλάλ, που θα πει «επιτρεπτό» στα αραβικά είναι ο κώδικας που διέπει τα ισλαμικά διαιτολογικά έθιμα -και έχει αρκετές ομοιότητες με το εβραϊκό κοσέρ, χωρίς όμως να ταυτίζονται.

Για να παρασκευαστεί το τυρί απαραίτητη είναι (ή, έστω, ήταν) η πυτιά, που προκαλεί το πήξιμο και που προέρχεται από το στομάχι μηρυκαστικού. Υποθέτω ότι για να είναι χαλάλ ένα τυρί πρέπει να περιέχει πυτιά από σφάγιο χαλάλ ή να μην περιέχει ζωική πυτιά διότι πήξιμο γίνεται και με το γάλα της συκιάς ή με άλλες μεθόδους.

Το χαλάλ ορίζει συγκεκριμένη διαδικασία σφαγής των ζώων, με βαθιά τομή στο λαιμό του ζώου (σφαγίτιδα φλέβα, καρωτίδα και τραχεία) και στη συνέχεια το ζώο κρέμεται ανάποδα μέχρι να να στραγγίξει πλήρως από αίμα. Παράλληλα ο σφαγέας προσεύχεται στον Αλλάχ για να του εξηγήσει γιατί το σφάζει, αφού στο Ισλάμ η θανάτωση ζώου επιτρέπεται μόνο προς βρώση ή για λόγους ασφαλείας πχ λύσσα. Το εβραϊκό κοσέρ έχει κάποιες μικροδιαφορές. Και οι δυο τρόποι είναι πανάρχαιοι, παραδοσιακοί, και με παρόμοιο τρόπο (αν και χωρίς το στράγγισμα από το αίμα) θανάτωναν τα ζώα και στα μέρη μας από τα παλιά χρόνια έως πρόσφατα.

Ωστόσο, στα σύγχρονα σφαγεία (πλην χαλάλ/κοσέρ) το ζώο πρώτα αναισθητοποιείται/θανατώνεται και μετά σφάζεται, οπότε υποφέρει λιγότερο. Αυτό αποτελεί μειονέκτημα των χαλάλ/κοσέρ τρόπων, αφού η θρησκεία δεν έχει επιτρέψει την εξέλιξη των μεθόδων ώστε ν’ ανταποκρίνονται στις σημερινές αντιλήψεις.

Φυσικά, όλοι εκείνοι που έκραζαν το χαλάλ τυρί δεν ενδιαφέρονταν για την καλή μεταχείριση των ζώων -τα οποία και στη δυτικοευρωπαϊκή βιομηχανική κτηνοτροφία δεν περνάνε και πολύ καλά, πρέπει να πούμε- αλλά εξέφραζαν το ενστικτώδες μίσος τους στο διαφορετικό.

Όμως εμείς εδώ δεν θρησκειολογούμε ούτε διαιτολογούμε αλλά λεξιλογούμε, οπότε θα προχωρήσουμε από το χαλάλ στο χαλάλι. Η απόσταση αλλωστε είναι ελάχιστη. Όπως είπαμε, το halal είναι λέξη αραβική (حلال). Στα τουρκικά είναι helal, αλλά στα ελληνικά πρέπει να πέρασε από τουρκικό διαλεκτικό τυπο halal. Κι αν στα αραβικά και στα τουρκικά το helal/halal ειναι το επιτρεπτό και το νόμιμο, στα ελληνικά το χαλάλι έχει θέση επιρρήματος και σημαίνει μια δαπάνη ή μια θυσία όχι ευκαταφρόνητη αλλά που αξίζει τον κόπο. Ας πούμε «Πολύ ωραίο σπίτι, χαλάλι τα λεφτά που ξόδεψες» ή «Χαλάλι τόσοι κόποι αφού πέρασα στη σχολή». Υπάρχει και το πασίγνωστον κυπρέικον τραγούιν, «για την καρκιάν και την αγκάλη σου, μα τον θεόν ούλλα χαλάλιν σου».

Έχουμε και το ρήμα ‘χαλαλίζω’, όταν κάνω μια δαπάνη ή μια θυσία με ευχαρίστηση, επειδή το αξίζει -θα τα χαλαλίσω τα δυο κατοστάρικα γι’ αυτά τα παπούτσια.

Το αραβικό halal έχει αντίθετο το haram, που κι αυτό έχει περάσει στα ελληνικά ως χαράμι. Επειδή για το χαράμι έχουμε γράψει παλιότερα άρθρο, μπορώ να αντιγράψω μερικά πράγματα:

Στα τούρκικα, haram είναι το απαγορευμένο από τη θρησκεία, το παράνομο, το αθέμιτο, το κακό. Harami είναι ο ληστής (που πέρασε και στα ελληνικά, χαραμής, και που έγινε και επώνυμο).

Χαράμ ολσούν είναι κατάρα, που έχει περάσει και στα ελληνικά: «χαράμι να σου γίνει», δηλαδή να μην το χαρείς, στο λαιμό να σου κάτσει. Πολύ ωραία είχε πει η Μοσχολιού το «Χαράμι» του Σουγιούλ (σε στίχους Τραϊφόρου)

Από την ίδια τριγράμματη αραβική ρίζα χ-ρ-μ από την οποία προήλθε το χαράμι πηραμε επίσης το χαρέμι και το χράμι, αλλά για την ιστορία των λέξεων αυτών σας παραπέμπω στο παλιό άρθρο.

Το χαράμι λοιπόν με το χαλάλι είναι δίπολο στα ελληνικά, όπως και το χαραμίζω είναι αντίθετο του χαλαλίζω -εκεί, τα χρήματά μας πάνε στο βρόντο, μάταια. Χαράμισα τα νιάτα μου για σένα, μπορεί να πει κάποιος/α στο έτερόν του ήμισυ.

Το δίπολο το βλέπουμε και σε ένα ωραίο δημοτικό τραγούδι, όπου η κόρη διαπιστώνει πως ενώ κοιμόταν κάποιος την φίλησε. Ήταν όμως ο άντρας της ή ο αγαπός;

Ξυπνά η κόρη την αυγή σα μήλο μαραμένο
βρίσκει τον κόρφο τς ανοιχτό, τ’ αχείλι φιλημένο
και τη χρυσή της την ποδιά ψηλά ανασκουμπωμένη.
«Τάχα το ποιος μου το ‘κανε, τάχα ποιος μου το κάνει;»
Αν είν’ από τον άντρα μου, χαράμι να του γένει
κι αν είν’ από όποιον αγαπώ, χαλάλι να του γένει!

Τέτχοιες είστε. Αλλά ας κλείσουμε με μια κάπως αθωότερη παραλλαγή, όπου αυτός που τραγουδάει πατάει ένα νημόρι (μνημούρι, μνήμα):

Και το νημόρι μίλησε και το νημόρι λέει
Ποιος είναι αυτός που με πατεί ανάμεσα στα μάτια

Αν είναι κάνας νιος καλός, χαλάλι να του  γένει
Αν είναι κάνας γέροντας, χαράμι να του γένει

Posted in τούρκικα, Γλωσσικά δάνεια, Δημοτικά τραγούδια, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ισλάμ, Μεταμπλόγκειν | Με ετικέτα: , , , | 187 Σχόλια »

Τα 135 πρόσωπα της αγαπημένης

Posted by sarant στο 14 Φεβρουαρίου, 2019

Tου Αγίου Βαλεντίνου σήμερα και για δεύτερη ή τρίτη (το πολύ) φορά το ιστολόγιο ενδίδει στο έθιμο, που θέλει να γιορτάζουμε σήμερα τον έρωτα. Δεν θα σας προσφέρω σοκολάτα όμως, διότι εδώ λεξιλογούμε.

Ονόματα θα σας προσφέρω, ονόματα για ν’ αποκαλέσετε την αγαπημένη σας.

Από το βιβλίο του φίλου Παντελή Μπουκάλα «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η ‘αγαπώ’ και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών», που το παρουσιάσαμε πρόπερσι στο ιστολόγιο, θα ξεσηκώσω έναν κατάλογο επιθέτων που έχουν αντληθεί από δημοτικά τραγούδια.

Γράφει ο Μπουκάλας: Στη δημοτική ποίηση λοιπόν και στα παινέματά της είναι πολλά και ευφάνταστα τα σύνθετα επίθετα που επιχειρούν να συλλάβουν και να αποδώσουν μονολεκτικά είτε ένα πρόσωπο στην ολότητά του είτε κάποιο ξεχωριστό χάρισμά του, μια εξαιρετική δεξιότητά του.

Και για να στηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό, ο Μπουκάλας παρουσιάζει έναν κατάλογο, όχι εξαντλητικό: Ακολουθεί σχετικός κατάλογος, με σποραδικές εσωτερικές ομαδοποιήσεις, ο οποίος είναι, εννοείται, ατελής και ανοιχτός.

Ο κατάλογος πιάνει τρεις σελίδες (312-314) του βιβλίου. Τον παραθέτω στα επόμενα με κάποια επεξηγηματικά σχόλια, τα περισσότερα από τον ίδιο τον Μπουκάλα σε υποσημειώσεις και τελικές σημειώσεις.

Φυσικά, πρόκειται για κατάλογο παινεμάτων για γυναίκα. Παινέματα για άντρες, από γυναίκες, υπάρχουν, αλλ’ επειδή ο γυναικείος λόγος είναι υπόγειος και δεν αγαπά τη δημοσιότητα δεν (ξέρω να) έχουν συγκεντρωθεί. Βέβαια, κσός και κσομηλιγγάτος [χρυσός και χρυσομηλιγγάτος] και στην κορφή αστεράτος, είχε καταγράψει ο Παπαδιαμάντης από το γυναικείο ιδίωμα της Σκιάθου.

Ιδού λοιπόν τα 135 πρόσωπα της αγαπημένης -κάποιο θα βρείτε να ταιριάζει!

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Δημοτικά τραγούδια, Ερωτικά, Παπαδιαμάντης | Με ετικέτα: , , , , | 231 Σχόλια »

Θεοί και ποιητές μάταια παλεύουν με του Έρωτα τα βέλη

Posted by sarant στο 10 Ιουνίου, 2018

Τα Χριστούγεννα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα ο δεύτερος τόμος από τη σειρά δοκιμίων του φίλου Παντελή Μπουκάλα με τιτλο «Το αίμα της αγάπης – Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση«. Ο πρώτος τόμος, (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών) είχε κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο του 2016 και τον ειχα παρουσιάσει εδώ στο ιστολόγιο στις αρχές του Γενάρη 2017. Σκόπιμα καθυστέρησα την παρουσίαση του δεύτερου τόμου για να συμπέσει με την αρχή του καλοκαιριού, που οι περισσότεροι έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Να πω παρενθετικά ότι σε καναδυο βδομάδες θα δημοσιευτει στο ιστολόγιο και το σχεδόν καθιερωμένο τέτοια εποχη βιβλιοφιλικό άρθρο, με προτασεις βιβλίων για το καλοκαιρι, όμως εκρινα πως το βιβλίο του Μπουκάλα αξίζει αυτοτελή παρουσίαση.

Αξίζει αυτοτελή παρουσίαση επειδή νομίζω ότι αυτά τα δοκίμια του Μπουκάλα υποσχονται να αποτελέσουν σημαντικότατο όχι εκδοτικό αλλά πνευματικό γεγονός. Ο γενικός τίτλος της σειράς είναι «Πιάνω γραφη να γράψω – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» και ο χαλκέντερος Παντελής σχεδιάζει να την ολοκληρώσει σε δέκα τόμους, που οι περισσότεροι έχουν αρχίσει να γράφονται.

Και όταν λέμε για τομους, κυριολεκτούμε. Ο δεύτερος τόμος της σειράς, που θα παρουσιάσω σήμερα, φτανει τις 832 σελίδες από τις οποίες το ένα τρίτο είναι σημειώσεις -ο πρώτος τόμος έπιανε «μόνο» 600 σελίδες με την ίδια αναλογία. Ο επιβλητικός όγκος μπορει να προκαλει δέος και να αποθαρρύνει επίδοξους αναγνωστες -αλλά θα ήταν λάθος, διότι το βιβλίο του Μπουκάλα δεν σε αναγκάζει να το διαβάσεις απο την αρχή ως το τέλος, αφού τα επιμέρους κεφάλαια και υποκεφάλαια είναι σε μεγαλο βαθμό αυτοτελή.

Όπως είχα γράψει και για το πρώτο βιβλίο της σειράς: Έχουμε δηλαδή μια σειρά από ημιανεξάρτητα δοκίμια, που διαβάζονται και αυτοτελώς αλλά συνδέονται και μεταξύ τους και που οδηγούν αργά αλλά σταθερά, και απολαυστικά, στην κορύφωση.

Το περιεχόμενο του δεύτερου τόμου είναι η άγρια και σκοτεινή πλευρά του έρωτα, όπως εκφράζεται μέσα απο τα δημοτικά τραγούδια αλλά και την επώνυμη ποίηση. Ο πόθος, που συνήθως εκλαμβάνεται σαν πάλη, είναι αντικείμενο του πρώτου μέρους, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο Εμπόλεμος έρωτας. Στα επομενα δύο μέρη, Ο έρωτας σαν εκούσια σφαγή, και Το σφαγείο του έρωτα, τα πράγματα σοβαρεύουν και το αίμα ρέει ποτάμια. Στο τέταρτο μέρος, Το όνομα, το αίτημα, το αίμα, με όχημα το δημοτικό τραγούδι του Δήμου και με εξαντλητική μελέτη των μοτίβων του, ολοκληρώνεται η εξέταση του θέματος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Δημοτικά τραγούδια, Ερωτικά, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , | 122 Σχόλια »

Θρασύβουλα μεζεδάκια

Posted by sarant στο 4 Νοεμβρίου, 2017

Ο τίτλος του σημερινού μας πολυσυλλεκτικού άρθρου είναι παρμένος από ένα μεζεδάκι της πιατέλας, που θα το συζητήσουμε παρακάτω. Να πω όμως ότι επειδή χτες είχα πάει μια μικρή εκδρομή δεν παρακολούθησα τη συζήτηση στη Βουλή περί ανομίας, αλλιώς θα μπορούσαν και τα μεζεδάκια μας σήμερα να ονομαστούν «άνομα». Αλλά δεν θέλω να μπω στη συζήτηση για το τι είναι ανομία και τι υποκρισία.

* Και ξεκινάμε με ένα που αφορά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και θα ταίριαζε περισσότερο στο άρθρο της περασμένης εβδομάδας.

Βλέπετε, με την ευκαιρία της επετείου, το παράρτημα Ηνωμένου Βασιλείου της κυπριακής (δεξιότατης) φοιτητικής παράταξης «Πρωτοπορία» έβγαλε μια ανακοίνωση-περιβόλι στο Φέισμπουκ, όπου παρουσιάζει τον θρασύτατο Μουσολίνι να δίνει διαταγές στον… Ντούτσε και όπου πληροφορούμαστε πως το ζητούμενο ήταν η διέλευση του γερμανοϊταλικού στρατού, ενώ στο τέλος, μέσα στο γενικό αλαλούμ, φωνάζουν κι ένα ζήτω για το 1821.

Προσέξτε ότι για μιαν ακόμα φορά χρησιμοποιείται σαν βρισιά παντός καιρού το «ανιστόρητος» (ή έστω «ανιστόριτος» στην εδώ παραλλαγή). Η τόση κατάχρηση αυτής της λέξης τείνει να τη μεταβάλει σε κοτσανικό δείκτη -δηλαδή, όποιος τη χρησιμοποιεί θα λέει μάλλον κοτσάνες.

Οι υπογραμμίσεις δεν είναι δικές μου και δεν επισημαίνουν όλα τα στραβοπατήματα του κειμένου. Μεταξύ άλλων, σημειώστε και την εναύξητη προστακτική «ανέλαβε επιτέλους τις ευθύνες σου».

* Κι ένα γλωσσικό-μεταφραστικό, που το επισημαίνει φίλος σε μέιλ του:

Ένα μεζεδάκι που το έχω δει αρκετές φορές όταν κατεβαίνω στον Πειραιά απ’ την παραλιακή αλλά το ξεχνάω μετά.

Στο δρόμο αυτόν γίνονται (ή γίνονταν) έργα για την επέκταση του τραμ προς τον Πειραιά. Συνήθως όταν υπάρχουν έργα στο δρόμο βλέπαμε μέχρι τώρα μια προειδοποίηση για «έργα επί της οδού» ή σε πιο σύγχρονη έκδοση «έργα σε εξέλιξη» (που έπιανε και έργα που δεν ήταν ντε και καλά στο δρόμο πάνω). Εκεί λοιπόν η εταιρία που ανέλαβε τα έργα του τραμ έκανε απευθείας μετάφραση από το αγγλικά: «έργα σε πρόοδο». Ίσως επειδή η J&P (Ιωάννου & Παρασκευαΐδης) που τα έχει αναλάβει είναι κυπραίικη…

Αναρωτιέμαι αν στην Κύπρο η αντίστοιχη πινακίδα προειδοποιεί για «Έργα σε πρόοδο».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Απορίες, Βουλή, Δημοτικά τραγούδια, Κοτσανολόγιο, Μαργαριτάρια, Μεταφραστικά, Μεζεδάκια | Με ετικέτα: , , , , , , | 154 Σχόλια »

Η Αγαπώ του Παντελή Μπουκάλα

Posted by sarant στο 4 Ιανουαρίου, 2017

«Περάστε τις γιορτές συντροφιά μ’ ένα βιβλίο» έλεγε κάποιο παλιό διαφημιστικό σύνθημα των εκδοτών ή βιβλιοπωλών. Εγώ τις φετινές γιορτές τις πέρασα, κατά μεγάλο μέρος, με απολαυστική συντροφιά, με το καινούργιο βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα, που μου άρεσε πολύ και που θέλω να το παρουσιάσω στο σημερινό άρθρο.

mpoukalasagapwΟ τίτλος του βιβλίου είναι κάπως μακροσκελής: Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών.

Των δημοτικών τραγουδιών, βεβαίως. Ο φίλος Παντελής μελετάει εδώ και πολλά χρόνια το δημοτικό τραγούδι -αυτό το ήξερα και το είχαμε αναφέρει πριν από μερικούς μήνες που παρουσιάσαμε εδώ τη συλλογή δίστιχων του Λασκαράτου που την εξέδωσε πρόσφατα ο Μπουκάλας μαζί με τον καθηγητή Γιάννη Παπακώστα.

Αυτό που δεν ήξερα και που μου προκάλεσε δέος είναι το πλάτος και το βάθος, αλλά και η γνώση της ενασχόλησης. Ο Μπουκάλας μας δίνει έναν τόμο σχεδόν 600 σελίδων, από τις οποίες οι 200 είναι σημειώσεις, κάτι που δείχνει πόσο πολλή λεπτοδουλειά έχει κάνει. Στον τόμο αυτό αναλύει διάφορες πτυχές της γλώσσας όπως εκφράζονται μέσα από τα δημοτικά τραγούδια αλλά και από την επώνυμη ποίηση, έχοντας σαν κεντρικό θέμα του την ποιητική υπέρβαση των ορίων και των κανόνων της γλώσσας και σαν εμβληματικό παράδειγμα αυτής της υπέρβασης τη μετατροπή ενός ρήματος, του ρήματος αγαπώ σε ουσιαστικό: η αγαπώ, η αγαπημένη δηλαδή, αλλά και η πολυαγαπώ, ουσιαστικό που κλίνεται (της αγαπώς) και βεβαίως παρουσιάζεται και σε αρσενικό τύπο (ο αγαπός και άλλες παραλλαγές).

Ο Μπουκάλας εξετάζει αναλυτικά τον μετασχηματισμό του ρήματος σε όνομα που, όπως είπαμε, κλίνεται και, επειδή γράφει σε εκδοτικόν οίκο που κρατάει το πολυτονικό, αναφέρεται επιτροχάδην και σε ένα πρόβλημα που εμάς δεν θα μας απασχολούσε, δηλαδή τι τόνο πρέπει να πάρει το ουσιαστικό «η αγαπώ», και προκρίνει την οξεία (λέει και γιατί), αν και βέβαια στη γενική πτώση βάζει περισπωμένη. Παραδείγματα στίχων:

Ζωγράφε που ζωγράφιζες τον άγιο στην Αττάλεια
ζωγράφισε την αγαπώ μες στα δικά μου αγκάλια.

Ο νιος τον άρρωστο έκανε στης αγαπώς την πόρτα.

Άγρια περιστεράκια μου εις στο σκολειό να μπείτε,
και πέμπω χαιρετίσματα της ααπώς να πείτε (Καρπάθικο, όπου το γ πέφτει ανάμεσα σε δυο φωνήεντα).

Τον αγαπώ παντρεύουνε κι εμέ παρηγορούνε
κι όση παρηγοριά έχω γω τόσο καλό να δούνε.

Κάθε Σαββατοκύριακο που’ν’όμορφο το φόρος,
σκολάζουν οι γραμματικοί, σκολάζουν κι οι νοδάροι,
σκολάζει κι ο πολυαγαπώ ‘που το χρυσό κοντύλι,
κι απού την πόρτα μας περνά για να τ’ ανατρανίσω,
κι εγώ δεν αναντράνισα για να τον τυραννήσω
[Κρητικό -για τα λεξιλογικά αυτού του πεντάστιχου μπορεί να γραφτεί αρθράκι]

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Δημοτικά τραγούδια, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση | Με ετικέτα: , , | 174 Σχόλια »

Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι

Posted by sarant στο 28 Αυγούστου, 2016

Κάπως παλιοκαιρίσιος ακούγεται ο τίτλος, δεν βρίσκετε; Αναμενόμενο είναι, μια και το χειρόγραφο που φέρει περίπου αυτόν τον τίτλο γράφτηκε τον προπερασμένον αιώνα. Λέω «περίπου αυτόν» διότι ολόκληρος ο τίτλος του χειρογράφου είναι «Δημοτικά τραγουδάκια εθνικά μαζευμένα από τους τραγουδιστάδες εις το Ληξούρι (Κεφαλληνία – Επαρχία Πάλης) τους 1842», οπότε έχουμε και μια χρονολογική ένδειξη (αν και το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε αργότερα). Προσέξτε ότι λέει «τους 1842» και όχι «το 1842» διότι εννοεί «τους 1842 χρόνους» -ακουγόταν αυτό τότε.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Το χειρόγραφο για το οποίο σας μιλάω εκδόθηκε πρόσφατα σε βιβλίο από τις εκδόσεις Άγρα, σε επιμέλεια του καθηγητή Γιάννη Παπακώστα και του Παντελή Μπουκάλα. Πρόκειται για μια ανώνυμη συλλογή δημοτικών τραγουδιών και παροιμιών, που φέρει τον παραπάνω μακροσκελή τίτλο. Ο άγνωστος συλλογέας δεν αρκέστηκε στη συλλογή του υλικού, αλλά προχώρησε και σε σύντομο σχολιασμό του, με σχόλια που έδειχναν άνθρωπο λόγιο, βαθιά καλλιεργημένο και με ποιητική ευαισθησία αλλά και γνώση της μετρικής.

Ο Παπακώστας, γνωρίζοντας την πολύχρονη ενασχόληση του Μπουκάλα με το δημοτικό τραγούδι, του έδειξε τη συλλογή θέλοντας να εξακριβώσει αν είναι πρωτότυπη. Τελικά, η εμπλοκή του φίλου Παντελή στο εγχείρημα ήταν τέτοια που την έκδοση την πραγματοποίησαν και οι δυο από κοινού.

Έμενε να βρεθεί ο ανώνυμος συλλογέας των δημοτικών τραγουδιών. Ύστερα από κοπιαστικές έρευνες που εκτίθενται αναλυτικά στον πρόλογο (το κομμάτι αυτό διαβάζεται σχεδόν σαν αστυνομικό μυθιστόρημα!), κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, η συλλογή οφείλεται στον Ανδρέα Λασκαράτο (1811-1901), τον πολύ γνωστό Κεφαλλονίτη (και Ληξουριώτη) λόγιο, ποιητή και πεζογράφο. Αυτό βεβαίως αναβαθμίζει κατακόρυφα την αξία της συλλογής και δικαιολογεί και την έκδοσή της σε βιβλίο από έναν εκδοτικό οίκο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και όχι μόνο στους ειδικούς. Είναι γνωστό από πολλές πηγές ότι ο Λασκαράτος στα νιάτα του μάζευε δημοτικά τραγούδια, είχε μάλιστα κάνει και ταξίδια για τον σκοπόν αυτό. Η ταύτισή του με τον ανώνυμο συλλογέα είναι απολύτως σίγουρη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Λαογραφία, Παρουσίαση βιβλίου, Παροιμίες | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 108 Σχόλια »