Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Archive for the ‘Ερωτικά’ Category

Αχ έρωτα!

Posted by sarant στο 14 Φεβρουαρίου, 2024

Του Αγίου Βαλεντίνου σήμερα, γιορτή των ερωτευμένων. Ξενόφερτη γιορτή, θα πείτε. Αλλά επειδή πρέπει ήδη να μετράει καμιά σαρανταριά χρόνια που έχει έρθει στα μέρη μας, λέω να ενδώσουμε και φέτος στο έθιμο και να ερωτολεξιλογήσουμε -και μάλιστα ακριβώς πάνω στη λέξη της ημέρας, στον έρωτα.

Ο Έρωτας συχνά παριστάνεται φτερωτός, με φαρέτρα και τόξο, που με τα βέλη του μας πετυχαίνει και  μας κάνει να ερωτευόμαστε. Στην αρχαία μυθολογία, σύμφωνα με κάποιες πηγές ήταν παιδί της Αφροδίτης,  που εδώ  τη  βλέπουμε να απειλεί ναζιάρικα με το σανδάλι της τον τραγόμορφο Πάνα. Ωστόσο, ο Ησίοδος στη  Θεογονία εμφανίζει τον Έρωτα σαν πανάρχαιη αρχέγονη θεότητα, αφού εμφανίζεται αμέσως μετά το Χάος και τη Γαία:

ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν

(Αλλά κι ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά
δαμάζει μες στα στήθη και τη συνετή τους θέληση, στη μετάφραση του Στ. Γκιργκένη).

Λυσιμελής ο έρωτας, ωραία λέξη.

Να λεξιλογήσουμε όμως. Ο έρως είναι αρχαία λέξη, κι αν προσέξατε πιο πάνω στον Ησίοδο υπήρχε, όπως και στον Όμηρο, ο τύπος έρος, που δεν κλινόταν με οδοντικό τ, αλλά έρος, έρου, έρω, έρον. Προέρχεται από το ρήμα έραμαι που είναι αγνώστου ετύμου σύμφωνα με τα λεξικά.

Ο έρως είναι το όνομα  του θεού, βέβαια, αλλά και η αγάπη, η  ερωτική επιθυμία, συνήθως με τη σαρκική έννοια. Μεταφορικά, εκφράζει γενικά την επιθυμία, όπως ας πούμε στον Ηρόδοτο, όπου λέγεται ότι  ο Παυσανίας «ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι» έκανε τις συνεννοήσεις με τον  Ξέρξη.

Παιδικός έρως,  στην  αρχαιότητα, ήταν ο παιδεραστικός,  όπως εμφανίζεται π.χ. στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Ο Ιωάννης Συκουτρής που τόλμησε να γράψει ένα κεφάλαιο για το θέμα στην εισαγωγή της μετάφρασής του δέχτηκε τέτοιο ανελέητο κυνηγητό που γκρεμίστηκε από τον Ακροκόρινθο.

Λένε για τα ελληνικά, πως είναι από τις γλώσσες που ξέρουν τη διάκριση  ανάμεσα σε «έρωτα» και σε «αγάπη», αλλά η αγάπη είναι λέξη ελληνιστική (αν και το ρήμα, αγαπώ, ήδη ομηρικό) -πάντως, καταρχήν (και με πολλούς αστερίσκους) η λέξη «αγάπη» δεν έχει σεξουαλική χροιά, ενώ ο έρωτας έχει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαίοι, Ερωτικά, Ετυμολογικά, Ιστορίες λέξεων, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , , | 161 Σχόλια »

Τα μπούτια του Ηφαιστίωνα

Posted by sarant στο 9 Φεβρουαρίου, 2024

Πολύς θόρυβος έχει σηκωθεί τις τελευταίες μέρες για μια σειρά του Νέτφλιξ για τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο λόγος είναι ότι στα πρώτα κιόλας λεπτά του πρώτου επεισοδίου παρουσιάζεται ο Αλέξανδρος να φιλιέται με τον Ηφαιστίωνα.

Ξεκινώ με δυσκλαίμηρον: τη  σειρά δεν την έχω δει, ούτε καν έχω συνδρομή στο Νέτφλιξ. Δεν ξέρω αν η σειρά δείχνει κάτι άλλο για τα ερωτικά του Αλέξανδρου, αλλά νομίζω πως και οι περισσότεροι από όσους έχουν εξοργιστεί ή προσποιούνται πως έχουν εξοργιστεί, μονο τη φωτογραφία που βλέπετε έχουν δει. Αλλά όπως έλεγαν  οι αρχαίοι (Ρωμαίοι, μάλλον) «εξ όνυχος τον λέοντα».

Ο βουλευτής Δημ. Νατσιός, επικεφαλής  του υπερσυντηρητικού κόμματος Νίκη, κάλεσε την υπουργό Πολιτισμού να… παρέμβει στο συνδρομητικό κανάλι.

Όπως έγραψε στο Τουίτερ:

Κατέθεσα επίκαιρη ερώτηση στην Υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη και την καλώ να προστατεύσει την πολιτιστική μας κληρονομιά και να προβεί στις δέουσες ενέργειες κατά των ιδιοκτητών της εταιρίας NETFLIX για την σκόπιμη παραποίηση ιστορικών στοιχείων της προσωπικότητας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Στη σειρά – ντοκιμαντέρ «Αλέξανδρος, η δημιουργία ενός θεού» (Alexander, The Making of a God) η οποία άρχισε να προβάλλεται από τη συνδρομητική υπηρεσία NETFLIX, από το πρώτο επεισόδιο παρουσιάζεται ο Μέγας Αλέξανδρος σε ομοφυλοφιλικές περιπτύξεις με τον επιστήθιο φίλο του Ηφαιστίωνα. Το γεγονός αυτό δεν έχει καμία ιστορική βάση, αφού στην αρχαιότητα οι αρσενοκοίτες (ομοφυλόφιλοι) στερούνταν ακόμη και τα πολιτικά τους δικαιώματα, λόγω της ατιμωτικής τους συμπεριφοράς. Συνεπώς δεν είναι δυνατόν ένας Βασιλιάς-Στρατηγός που τον θαύμαζαν και οι στρατιώτες του και οι αντίπαλοί του, να ήταν ομοφυλόφιλος.

Όταν η ανυπέρβλητη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου προσβάλλεται δημόσια και παραποιείται η ιστορική αλήθεια, η αντίδραση του Ελληνικού Κράτους πρέπει να είναι άμεση και αποτελεσματική. Εκτός εάν περιμένουμε τους Βόρειους γείτονες μας να διαμαρτυρηθούν… Είναι ντροπή να προσβάλλεται με τέτοιο άθλιο τρόπο η εμβληματικότερη μορφή της ελληνικής ιστορίας.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αρχαία γραμματεία, Αρχαίοι, Επικαιρότητα, Ερωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 220 Σχόλια »

Ο έρως και το έθνος, του Παντελή Μπουκάλα

Posted by sarant στο 15 Νοεμβρίου, 2022

Ένα από τα σημαντικά εκδοτικά και πνευματικά συμβάντα τα τελευταία χρόνια είναι η μνημειώδης (λέξη πολυχρησιμοποιημένη, αλλά εδώ απαραίτητη) σειρά δοκιμίων του φίλου Παντελή Μπουκάλα για το δημοτικό τραγούδι, που έχει αρχίσει να εκδίδεται από τις εκδόσεις Άγρα με τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή και γράφω». Ο πρώτος τόμος, (Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών) κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016 και τον ειχαμε παρουσιάσει εδώ στο ιστολόγιο, όπως και τον δεύτερο τόμο που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2017  με τιτλο «Το αίμα της αγάπης – Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση». Ο τρίτος τόμος, «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα – Το ταξίδι του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή» κυκλοφόρησε το 2019 και, ενώ είχα σκοπό να τον παρουσιάσω, την έπαθα σαν τον γάιδαρο του Μπουριντάν που δεν ήξερε τι να διαλέξει, κι έτσι τελικά δεν έγραψα τίποτα.

Για να μην την πάθω για δεύτερη φορά, αφιερώνω το σημερινό άρθρο στον τέταρτο τόμο της σειράς, που βγήκε στις αρχές του χρόνου με τίτλο Ο έρως και το έθνος. Οι φυλές, οι θρησκείες και η δημοτική ποίηση της αγάπης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τον πρώτο ημίτομο του 4ου τόμου (Α’: Έλληνες, Βλάχοι, Μαύροι, Αρβανίτες, Τούρκοι). Θα ακολουθήσει, το πρώτο τρίμηνο του 2023, ο δεύτερος ημίτομος, που θα είναι αφιερωμένος στον έρωτα ανάμεσα σε άλλους συνδυασμούς φυλών και θρησκειών (Έλληνες και Ελληνίδες με Τσιγγάνους, Βούλγαρους, Εβραίους και Φράγκους). Το συνολικό έργο προβλέπει δέκα τόμους (που κάποιοι χωρίζονται σε ημίτομους), επομένως ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά.

Λέω για ημίτομο, αλλά μη σας παραπλανήσει: Μιλάμε για ένα βιβλίο 760 σελίδων, από τις οποίες οι 200 είναι σημειώσεις. Αλλά και όλοι οι τόμοι της σειράς, όσοι έχουν ως τώρα εκδοθεί, είχαν παρόμοια εντυπωσιακό μέγεθος.  Ο συντομότερος ήταν ο πρώτος, που είχε «μόνο» 600 σελίδες. Ο δεύτερος είχε 832, ο τρίτος 856 σελίδες.

Το βιβλίο του Μπουκάλα διαρθρώνεται σε 6 μέρη συν την εισαγωγή και το επίμετρο, που το καθένα χωρίζεται σε λίγα ή πολλά κεφάλαια. Το κάθε κεφάλαιο συνδέεται χαλαρά με τα προηγούμενα και τα επόμενα. Έχουμε δηλαδή μια σειρά από ημιανεξάρτητα δοκίμια, που διαβάζονται και αυτοτελώς αλλά συνδέονται και μεταξύ τους.

Πολλά από αυτά τα ημιανεξάρτητα δοκίμια περιέχουν απολαυστικές παρεκβάσεις σε θέματα γλωσσικά ή λαογραφικά, που τα έχουμε θίξει και στο ιστολόγιο, όπως ας πούμε τα «ακληρήματα», τα πειραχτικά επίθετα που έχουν βγει για τους κατοίκους των διάφορων περιοχών (και το σχετικό μας άρθρο, που σηκώνει αναδημοσίευση) ή για τους βλάχους και τους Βλάχους (εδώ εκκρεμεί εδώ και χρόνια άρθρο).

Όπως είπαμε, στον παρόντα ημίτομο ο Μπουκάλας εξετάζει πώς θίγονται, από τη δημοτική ποίηση, οι σχέσεις Ελλήνων και Ελληνίδων με Βλάχους (μέρος «Εγώ είμ’ η Βλάχα η έμορφη»), Μαύρους/Σαρακηνούς (μέρος «Όσο καυχιόμουν κι ήλεγα Μαύρος μη με φιλήσει»), Αρβανίτες («Μωρ’ Αρβανιτοπούλα μου και κόρη μου γραμμένη») και Τούρκους («Τούρκος αγάπαγε μια Ρωμιοπούλα»). Εύλογα το τελευταίο μέρος είναι το εκτενέστερο αφού εκτείνεται σε περισσότερες από 320 σελίδες και απαρτίζεται από σχεδόν εξήντα κεφάλαια (ημιανεξάρτητα δοκίμια -ενδεικτικά τίτλοι κεφαλαίων: Το παιδομάζωμα κι ο Βιζυηνός, «Κάλλιο να δω το αίμα μου…», «Η Έλλη θέλει σκότωμα», Μεικτοί έρωτες το ’21, «Τον Κωνσταντίνο πιάσανε σε Τουρκοπούλας σπίτι», Κυρα-Φροσύνη, Βασιλική, Δέσπω Λιακατά, Οι κοτζαμπάσηδες σαν στόχος, Μάνα και κόρη, άρνηση και συναίνεση, Ένας άγιος δίβουλος και πλεονέκτης, «Φεγγαράκι μου λαμπρό»). Προτάσσεται το σχετικά σύντομο πρώτο κεφάλαιο, όπου εξετάζεται ο συγχρωτισμός των Ελλήνων με σύνοικους και περίοικους λαούς. Στο κεφάλαιο αυτό, κατ΄εξαίρεση, παρατίθενται κυρίως ιστορικά κείμενα ή επώνυμα ποιήματα, όχι δημοτική ποίηση.

Θα μπορούσα να διαλέξω κάποιο από αυτά τα κεφάλαια για να το παρουσιάσω εδώ, προτιμώ όμως να παραθέσω αποσπάσματα από το έκτο και καταληκτικό μέρος του βιβλίου, που επιγράφεται «Η φυσική αμεροληψία των δημοτικών τραγουδιών».  Ο λόγος στον Μπουκάλα:

Το δημοτικό τραγούδι αναπτύσσεται στη διάρκεια πολλών αιώνων και σε περιοχές όπου οι σχέσεις των Ελλήνων με τους σύνοικους και τους περίοικους λαούς δεν είναι πάντα οι ίδιες, αλλά υπόκεινται στις ιστορικές εξελίξεις. Ούτε και τα δημοτικά τραγούδια μένουν αναλλοίωτα με το πέρασμα του χρόνου. Είναι και αυτά τμήμα της ιστορίας και παρακολουθούν τις διακυμάνσεις της. 

Όπως έδειξε η μελέτη πάμπολλων παραλλαγών, που έχουν συνταχθεί σε κάθε ιδίωμα ή διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας και έχουν δημοσιευτεί σε δεκάδες συλλογές και ανθολογίες από τις αρχές του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 21ου, τα δημοτικά τραγούδια κατόρθωσαν να καλύψουν όλη την ποικιλία του ερωτικού βίου, με αμεροληψία και παρρησία. Ο λαϊκός ποιητής δεν αποκρύπτει σχέσεις που δεν συμφωνούν με τις κοινωνικές συμβάσεις ή με τις εθνικές και θρησκευτικές αξίες. Τιμά την Ελληνοπούλα που προτιμά τον θάνατο για να διατηρήσει την προσωπική και την εθνική της αξιοπρέπεια, τιμά όμως και κάθε άλλη γυναίκα, οποιασδήποτε εθνικότητας, που αρνείται σθεναρά τον βίαιο πόθο κάποιου αλλόφυλου. 

Επίσης το ελληνικό δημοτικό τραγούδι τολμά να εκφράσει με θάρρος αλλά και με απίστευτη οξύτητα τη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού απέναντι στον κατεξοχήν άγιό του, τον άγιο Γεώργιο, που τον καταγγέλλει σαν πλεονέκτη και προδότη, όταν αφήνει αβοήθητη μια Ελληνοπούλα που καταδιώκεται από Σαρακηνό ή Τούρκο. 

Συμπερασματικά, το δημοτικό τραγούδι αποδεικνύεται ακριβοδίκαιο και θαρραλέο. Δεν επιχειρεί να καθοδηγήσει με ντολές και απαγορεύσεις τον βίο των ακροατών του, που είναι ταυτόχρονα και συνδημιουργοί του, αλλά αποτυπώνει την ιστορία της ερωτικής επιθυμίας απροκατάληπτα και χωρίς κανένα λογοκριτικό πνεύμα. ….

Και συνεχίζει παραθέτοντας τραγούδια, ερωτικά και άλλα, που παινεύουν ή εκθέτουν τις ροπές, τις προτιμήσεις και τα αξιοζήλευτα στοιχεία και αντικείμενα διάφορων φυλών και θρησκειών, όπως το κρητικό:

Χαίρετ’ ο Τούρκος στ’ άλογο κι ο Φράγκος στο καράβι
κι ο Χριστιανός στην εκκλησιά κι ο Εβραίος στο λογάδι,
χαίρεται κι ένας νιος καλός μ’ απάρθενο κοράσιο,
να στέκει να τονε κερνά, να τον φιλεί στ’ αχείλι.

Αυτό είναι από τη συλλογή του Κριάρη (1920) και ο Μπουκάλας σε υποσημείωση παραθέτει το ερμήνευμα του Κριάρη για τη λέξη «λογάδι» (νήμα εκ βάμβακος χρώματος bleu ή κόκκινον, ενταύθα εννοεί ότι οι Εβραίοι αγαπούν το εμπόριον) με τρόπο που ίσως υπονοεί πως δεν ενστερνίζεται απόλυτα την εξήγηση. Και δίκιο έχει μάλλον, αφού μάλλον εδώ εννοείται το λογάρι (έτσι έχει διορθώσει τον στίχο ο Γ. Χατζιδάκις), δηλαδή τα πλούτη, που ταιριάζουν και με το στερεότυπο για τους Εβραίους.

Παραθέτει άλλη μια παραλλαγή του παραπάνω μόνο με τον πρώτο στίχο, κι ύστερα ένα μαλεβιζιώτικο νανάρισμα, όπου η μάνα στολίζει το παιδί της με ό,τι ομορφότερο και πολυτιμότερο βρίσκει σε διάφορες χώρες και θρησκείες:

Κοιμήσου, κούπα φράγκικη, εβραίικο σημαντήρι,
τσ’ Αγιάς Σοφιάς το θυμιατό και του Χριστού καντήλι.

Αδιαφορεί το ερωτικό εγκώμιο, λέει ο συγγραφέας, για το ποια πατρίδα έχουν τα πρότυπα ομορφιάς που προβάλλει, πχ

….μα γω το νιο που αγάπησα, του κόσμου διωματάρης,
είχε του Φράγκου λύγισμα, του Βενετσάνου χάρη

αλλά κι ο άντρας αποεθνικοποιεί τον έρωτά του, τρυγώντας με μεράκι αρετές ποικίλης προελεύσεως στο δίστιχο της Κω:

Στα μάτια είσαι Φράγκισσα, στα χείλη Ρωμιοπούλα / και στο επίλοιπον κορμί μοιάζεις βασιλοπούλα

ή στο ποντιακό: Τούρκικον το πορπάτεμα σ’, Ρωμαίικον η θωρέα σ’

ή στο σαμιώτικο, όπου ο σεβνταλής στολίζει την καλή του με χαρές και από άλλο έθνος:

Το μπόι σ’ είναι μιναρές, τα χέρια σου λαμπάδες / και το κορμί σου σιτζαντές που προσκυνούν πασάδες

όπου σιτζαντές το χαλάκι προσευχής των μουσουλμάνων.

ή απο την Κω:

Νύφη μου, κούπα του Πασά, ποτήρι του βεζίρη / φρεγάδα του Μεμέτ Αλή, που πάει στο Μισίρι.

ή με ανατολίτικη γλύκα (παραλλαγή υπάρχει και στη Λωξάντρα της Μ. Ιορδανίδου):

Μουχαλεμπί και γκιουλ σερμπέτ είναι το μάγουλό σου / και του Χατζημπεκήρ λουκούμ ο άσπρος ο λαιμός σου.

Κι ένας Θρακιώτης καταργεί τα σύνορα για να τονίσει την ομορφιά:

Με τ’ άσπρα είσαι Φράγκισσα, με τα μαβιά σα Χιώτισσα / και με τα νερογάλαζα είσαι σα Φαναριώτισσα.

Τα εθνικά και θρησκευτικά σύνορα καταργούνται όταν πρόκειται να διαλαληθεί ο πόνος:

Εβγάτε Τούρκοι και Ρωμιοί, να δείτε τον καημό μου / να δείτε πού’ν’ ο Χάροντας σα φίδι στο λαιμό μου.

Στο δημοτικό τραγούδι, αυτός που έπαθε συμφορά εύχεται να μην έχει κανένας τη δική του μοίρα, ας είναι κι αλλόφυλος:

Το ντέρτι και τα πάθη μου κανείς να μην τα πάθει
ν-ούτε Τούρκος ν-ούτε Ρωμιός ν-ούτε κάνας διαβάτης.

(παραθέτει πέντε παραλλαγές του ίδιου μοτίβου)

Αλλά και ο πόθος δεν λογαριάζει εθνικές ταυτότητες:

Έχεις ματάκια σα βολβούς,
τρελαίνεις Τούρκους και Ρωμιούς

ενώ η Αργυρούδα, σ’ ένα χαλκιδικιώτικο: Κάμνεις Τούρκοι και λουλένται [λωλαίνονται] / και Ρουμνοί κι αλλάζουν πίστη.

Παραλείπω πολλά σε παρόμοιο μοτίβο, κάνοντας εξαίρεση για ένα για τον φίλο μας τον Δον Μήτσο, από την Κύθνο:

Σαν πεθάνω κάνετέ με στην Αγιά Σοφιά κουμπέ [τρούλο]
να’ρχονται να προσκυνάνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές.

Στη συνέχεια εξετάζει ένα μοτίβο που απαντά σε πάμπολλες παραλλαγές, δίστιχα, εκτενέστερα τραγούδια ή μαντινάδες, όπως αυτή της συλλογής του Γιανναράκη:

Δεν μπορώ να καταλάβω Τούρκαν είσαι γή Ρωμιά
γή Εγγλέζα γή Φραντσέζα κι έχεις τόσην ομορφιά [γή = το διαζευκτικό ή]

που βέβαια το έχει αξιοποιήσει ο Γιώργος Μπάτης στο ρεμπέτικο «Γυφτοπούλα στο χαμάμ».

Κι αφού αναφέρει διάφορα δείγματα «ερωτοτροπικού διεθνισμού» σε τραγούδια, καταλήγει:

Η τιμιότητα και η ερωτική του ανεξιθρησκία προσφέρουν στο δημοτικό τραγούδι ιδιαίτερα μεγάλο κύρος. Ελευθερόφωνο και ελευθερόγνωμο, διδάσκει -χωρίς καθόλου να προσπαθεί ή να το επιζητεί- ήθος και ευαισθησία, έτσι όπως αποβλέπει σταθερά στην υπόδειξη του γενικού μέσα από την ανάδειξη συγκεκριμένων περιστατικών και προσώπων, στην υπόδειξη της συλλογικής νοοτροπίας μέσα από την ιστόρηση ατομικών στάσεων. Άσχετα με την κατοπινή του χρήση ή κατάχρηση που το ενέταξε σε σχήματα προαποφασισμένα, «εθνικά», και το μείωσε αποκόπτοντας ή αποσιωπώντας σε κάθε «αντικανονικό» ποίημα ό,τι αντέβαινε στην «ορθότητα», η αδογμάτιστη πολυφωνία του είναι εδώ για όποιον θα ήθελε να τη διαβάσει -και κυρίως να την ακούσει. Τίποτα, είναι βέβαιο, δεν γνώριζαν τότε για το άλλο, το διαφορετικό, όπως το εννοούμε σήμερα και για την επιβεβλημένη υπεράσπισή τους. Αλλά το έπρατταν: υπεράσπιζαν το άλλο, το διαφορετικό, το έκνομο ή έκτροπο ή παράτυπο, απλώς και μόνο καταγράφοντάς το και απαθανατίζοντάς το· αυθορμήτως και φυσικά. Με τους ορους της εποχής μας, καινοτομούν. Το ότι δεν ήξεραν πως καινοτομούσαν, ούτε το σχεδίαζαν βέβαια, κάθε άλλο παρά μειώνει την αξία της στάσης τους.

Με δυο λόγια, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο, και όχι μόνο για το δημοτικό τραγούδι.

Posted in Δημοτικά τραγούδια, Ερωτικά, Παρουσίαση βιβλίου | Με ετικέτα: , , , | 84 Σχόλια »

Τα εκατόλογα της αγάπης

Posted by sarant στο 31 Ιουλίου, 2022

Tα Εκατόλογα της αγάπης ανήκουν στην ευρύτερη συλλογή ερωτικών ποιημάτων που είναι γνωστή με το γενικό όνομα Ερωτοπαίγνια. Όπως λέει ο επιμελητής του σχετικού ιστότοπου του ΚΕΓ, τα ποιήματα αυτά «πιθανότατα προέρχονται από τον ευρύτερο νησιωτικό, ενδεχομένως τον δωδεκανησιακό, χώρο. Είναι έργο άγνωστων ποιητών και αποτελεί εξαίρετο δείγμα της πρώιμης λαϊκής και λαϊκότροπης νεοελληνικής ποίησης»

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές από Εκατόλογα, που όλα έχουν το μοτίβο ότι περιέχουν ένα δίστιχο για κάθε αριθμό από το 1 έως το 10 και μετά, δέκα δέκα, ως το 100. Σε κάποιες παραλλαγές παραδίδεται μόνο το σκέλος με τα δίστιχα της αρίθμησης, ενώ σε άλλες υπάρχει λίγο-πολύ τυποποιημένη εισαγωγή, που επιδέχεται πλατειασμούς κι έτσι μπορεί να γίνει πολύ εκτενέστερη από το σκέλος των καθαυτό Εκατόλογων.

Τα Εκατόλογα τα θυμήθηκα από ένα άρθρο που είχαμε τις προάλλες για τον κάβουρα, όπου υπήρχε και το δίστιχο Οχτώ ποδιά ‘χει ο κάβουρας και πάει μπρος και πίσω / τη νιότη μου στα χέρια σου θα την απαρατήσω. Κι έτσι είπα να τους αφιερώσω το σημερινό άρθρο.

Μια εισαγωγή, από μια  αθηναϊκή παραλλαγή, που την έχει καταγράψει ο Καμπούρογλου, δίνει:

Όντας εστάθη ο Διγενής και θεμελιώθ’ η χώρα,
και συστεριώθη η θάλασσα τριγιούρου της την άμμο,
άγουρος κόρην αγαπά κι η κόρη δεν το ξέρει.
Κι εξόδεψε στην πόρτα της οχτώ πύργους λογάρι
και δεκαπέντε μάλαμα κι επτά μαργαριτάρι
και λόγο από τα χείλη της δεν ημπορεί να πάρει.
Και μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια ‘πίσημην ημέρα,
εβγήκ’ η νια απ’ το λουτρό κι ο νιος απ’ το μπαρμπέρη
και συναπαντηθήκανε σ’ ένα στενό σοκάκι
και ξεδιαντράπηκεν ο νιος κι είπε «κόρη, αγαπώ σε».

Έξοχο δείγμα λαϊκής ποίησης, κατά τη γνώμη μου. Λογάρι είναι ο θησαυρός. Ο Κ.Χ.Μύρης έχει δανειστεί το «και μιαν αυγή, μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα», που άλλωστε το βρίσκουμε και σε άλλα δημοτικά.

Και αφού ο νιος εξομολογηθεί τον έρωτά του, η κόρη θυμωμένη του βάζει διάφορες προκλήσεις, στις οποίες αυτός δηλώνει ότι μπορεί να αντεπεξέλθει, για να φτάσουμε στα καθιαυτού εκατόλογα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Όχι στα λεξικά, Δημοτικά τραγούδια, Ερωτικά | Με ετικέτα: , , , , , , | 80 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 9 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 10 Μαΐου, 2022

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η ένατη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση εκτυλίσσεται επί δικτατορίας. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος σε κωμόπολη της Πιερίας. Ταξιδεύει στην Αίγινα μαζί με τον φίλο του τον Αντρέα για να βρει την παλιά του αγάπη. Ξανασμίγουν. Σήμερα ολοκληρώνουμε το πέμπτο κεφάλαιο, με την επιστροφή.

Στο σημερινό απόσπασμα, οι δυο φίλοι συζητούν για διάφορα και απαγγέλλουν -μεταξύ άλλων, το ποίημα Ψαροφιλοσοφία του Ρούπερτ Μπρουκ. Αυτό το ποίημα το θυμάμαι να το απαγγέλλει ο πατέρας μου. Αν δείτε το πρωτότυπο (με τίτλο Heaven) θα διαπιστώσετε ότι η ελληνική μετάφραση παίρνει πολλές ελευθερίες. Ωστόσο, δεν γίνεται αναφορά σε όνομα μεταφραστή και είναι κρίμα. Δεν μπόρεσα όμως να βρω τίποτα σχετικό (και, εκτός αυτού, ίσως λείπει κάποιος στίχος από την παρατιθέμενη μετάφραση).

Παραμονή των Φώτων φύγανε. Αποχαιρετώντας τον, τον φίλησε πολλές φορές δακρυσμένη. Με μεγάλη εγκαρδιότητα χαιρέτησε και τον Αντρέα.

Μέσα στο πλοίο, που τους έφερε στον Πειραιά, ο Δήμος δεν είπε κουβέντα, αλλά και στη διαδρομή ως τις Θερμοπύλες, όπου σταμάτησαν για φαγητό, στην ίδια ταβέρνα, εξακολούθησε να οδηγεί αμίλητος, αφήνοντας τον Αντρέα να φλυαρεί, εκθέτοντας τις εντυπώσεις του από το ταξίδι.

«Όπως θα ξέρεις εγώ είμαι βουνίσιος και τι βουνίσιος, από ένα μέρος χωμένο μέσα σε μια κοιλάδα, ανάμεσα σε δυο πανύψηλα βουνά, που ήλιος δεν το βλέπει, αφού, να σκεφτείς, το λένε Σκοτίνα. Ούτε βλέπεις από κει θάλασσα. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί και πήγαμε με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη, σα βγήκαμε από τα Τέμπη και στον Πλαταμώνα είδαμε τη θάλασσα, μια γριά από το χωριό μας, που φαίνεται πως την έβλεπε για πρώτη φορά, φώναξε με πραγματική κατάπληξη: «Πω πω νερό!» Γι΄ αυτό ίσως η θάλασσα με συνεπαίρνει και τα νησιά με τρελαίνουν. Να σκεφτείς πως τους τελευταίους μήνες της Κατοχής και καθώς είχα βγει στο βουνό, πέρασα στο ΕΛΑΝ, στην 5η μοίρα της Χαλκιδικής. Τότε γύρισα όλα τα νησιά του βόρειου Αιγαίου και μερικά Κυκλαδονήσια. Σε ένα μάλιστα, στον Άη Στράτη πήγα δυο φορές, την πρώτη με το ΕΛΑΝ και τη δεύτερη σα με στείλανε εκεί εξορία. Με την Αίγινα πάντως ειλικρινά ενθουσιάστηκα. Λέω να ξανάρθω, με την Αναστασία αυτή τη φορά.  Το δέλεαρ της επίσκεψης στον Άγιο Νεκτάριο θα είναι ισχυρό» δήλωσε.

Την ώρα που τρώγανε  τον ρώτησε, με κάποιο πονηρό χαμόγελο.

«Όπως διαπίστωσα, όχι ιδίοις όμμασιν αλλά ιδίοις ωσίν, γιατί, εδώ που τα λέμε κάνατε αρκετή φασαρία, όλες τις νύχτες πλαγιάζατε μαζί. Σε ζήλεψα μάλιστα λιγάκι, γιατί η Βασιλική είναι πολύ όμορφη γυναίκα. Μήπως αυτό προοιωνίζει την επανασυγκόλλησή σας; Της έκανες την πρόταση για την οποία μου μίλησες;»

Ο Δήμος του μετέφερε την κουβέντα τους και την ουσιαστική απόρριψη της πρότασής του.

«Όπως βλέπεις δεν έγινε τίποτα. Θέλει να είναι τελείως ελεύθερη. Άλλωστε, όπως το διαπίστωσες και συ, έχει δημιουργήσει τον δικό της κύκλο και φαίνεται να την ικανοποιεί η ζωή που κάνει».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Ερωτικά, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , | 84 Σχόλια »

Τότε που οι κοπέλες φορούσανε φουστάνια – 8 (μυθιστόρημα του Δημήτρη Σαραντάκου)

Posted by sarant στο 26 Απριλίου, 2022

Εδώ και λίγο καιρό άρχισα να δημοσιεύω, ύστερα και από τη δική σας ενθάρρυνση, ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα του πατέρα μου.

Οι δημοσιεύσεις γίνονται κανονικά κάθε δεύτερη Τρίτη. Η σημερινή συνέχεια είναι η όγδοη, η προηγούμενη βρίσκεται εδώ.

Η δράση εκτυλίσσεται επί δικτατορίας. Ο Δήμος, ο κεντρικός ήρωας, είναι φιλόλογος σε κωμόπολη της Πιερίας. Ταξιδεύει στην Αίγινα μαζί με τον φίλο του τον Αντρέα για να βρει την παλιά του αγάπη. Ξανασμίγουν. Σήμερα περνάμε στο πέμπτο κεφάλαιο.

ΠΕΝΤΕ

ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

Την εβδομάδα, μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, ο Δήμος και η Βασιλική έδειξαν στον Αντρέα ολόκληρο το νησί. Πήγανε στην Αφαία και την Αγιά Μαρίνα, διασχίσανε την κεντρική αρτηρία του νησιού και από τον Κοντό κατεβήκαν στη Σουβάλα, περνώντας μπροστά από το μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, χωρίς όμως να μπούνε μέσα. Αντίθετα αφιέρωσαν ολόκληρο πρωινό για να επισκεφθούν την Παλιαχώρα. Ακόμα και στο Ελλάνιον Όρος ανέβηκαν και απόλαυσαν το πανόραμα ολόκληρου του νησιού.

Δε χρησιμοποιούσαν πάντα το αυτοκίνητό του. Ένα πρωί ξεκίνησαν οι δυο τους, χωρίς τη Βασιλική, από την Παχιά Ράχη και διασχίσανε τον ελαιώνα φτάνοντας ως τη θάλασσα. Στην τρίωρη σχεδόν πεζοπορία τους, ο Δήμος νιώθοντας μεγάλην ευεξία φλυαρούσε συνεχώς και ο Αντρέας τον άκουγε ευχαριστημένος βλέποντας τον φίλο του χαρούμενο. Στην αρχή μιλούσαν για το νησί τους κατοίκους του και την ιστορία του. Την κουβέντα την ξεκίνησε ο Αντρέας που ήθελε να μάθει σχετικά.

«Ξέρω πως στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στις κοντινές περιοχές της Πελοποννήσου αλλά και στην Αττική είχαν εγκατασταθεί τον 13ο αιώνα χιλιάδες Αλβανοί. Αυτό ισχύει και για την Αίγινα;»

«Οι πούροι Αιγινήτες δεν το παραδέχονται αλλά τα ονόματα, δηλαδή τα επώνυμα τους, επιμένουν στην παρουσία Αλβανών ή Αρβανιτών στο νησί».

«Ξέρεις κάποιοι ελληνοκεντριστές ή ελληνόψυχοι ή όπως αλλιώς λέγονται, σαν το φίλο μας τον Κολιάτσο, καληώρα, ισχυρίζονται πως άλλο Αρβανίτες κι άλλο Αλβανοί, με το επιχείρημα πως οι Αλβανοί στη γλώσσα τους αυτοονομάζονται Σκιπετάροι…»

«Ναι αλλά η παλαιότερη, η μεσαιωνική  ονομασία τους ήταν Αρμπαρέζε. Άλλωστε ο Παπαδιαμάντης, στα αθηναϊκά διηγήματά του αναφερόμενος σε κάποιον Αρβανίτη των Μεσογείων τον λέει Αλβανό»

«Μα και ο Βυζάντιος στη Βαβυλωνία, μιλώντας για τον καυγά του Κρητικού με τον Αρβανίτη, βάζει τον Λογιώτατο να λέει: Ο Κρης μετά του Αλβανού εμαχεσάτην».

«Οι Αιγινήτες πάντως καταφρονούσαν τους Αγγιστριώτες, που παλιά μιλούσαν αποκλειστικά αρβανίτικα, ως κατώτερους. Αν πιστέψουμε δε τον Λίσβα, η διαμάχη των δυο νησιών οφειλόταν στην κλοπή μιας γαϊδάρας».

«Τι λες τώρα;» απόρησε ο Αντρέας

«Αν τον είχες γνωρίσει αυτόν τον Λίσβα θα σου άρεσε πολύ. Κατά κάποιον τρόπο σού ΄μοιαζε. Ήταν άνθρωπος του κρασιού και της παρέας. Δεν ήταν Αιγινήτης, ξενοκαρφίτης ήταν…».

«Πώς τον είπες;» απόρησε ο Αντρέας.

«Ξενοκαρφίτη. Έτσι λένε εδώ, υποτιμητικά, τους μέτοικους. Αυτός λοιπόν ο Λίσβας δημοσίευσε, στη δεκαετία του ΄20 μου φαίνεται, τη «Γαρουφιάδα», έμμετρη παρωδία της Ιλιάδας, πολύ έξυπνη και πολύ ευρηματική, που αναφερόταν στην κλοπή, απαγωγή τη λέει, μιας πολύ όμορφης γαϊδάρας, της Γαρούφως, από την Πέρδικα, που διέπραξαν κάτι Αγγιστριώτες, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στα δυο νησιά. Θα ψάξω στα βιβλιοπωλεία της πόλης να τη βρω και θα σου τη δώσω. Θα σ΄ αρέσει. Μέχρι και των «νηών κατάλογο», προσαρμοσμένον φυσικά στην ιστορία του, έχει, στους δε διαλόγους των αντιμαχομένων βάζει τους Αγγιστριώτες να μιλάνε αρβανίτικα».

Για λίγην ώρα πάψανε να μιλάνε. Συνέχισαν να διασχίζουν τον ελαιώνα, βυθισμένοι στις σκέψεις τους ο καθένας. Ο Αντρέας ήταν φανερό πως είχε επηρεαστεί  από το θαυμάσιο τοπίο, γιατί έγινε πολύ εκδηλωτικός και κάπως λυρικός.

«Τι τα θες, βρε Δήμο, η γυναικεία συντροφιά είναι μεγάλο πράμα. Είναι η γλύκα της ζωής. Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι όταν σε βλέπω με τη Βασιλική. Την αγαπάς πολύ, έ;»

«Όπως σου είπα και προχτές είναι η μόνη μου αγάπη. Δεν αγάπησα άλλη γυναίκα και δεν πιστεύω πως θα αγαπήσω άλλη στο μέλλον. Εκείνη όμως βλέπει τη ζωή διαφορετικά και αυτό είναι το πρόβλημα».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δημήτρης Σαραντάκος, Ερωτικά, Λογοτεχνία, Μυθιστόρημα | Με ετικέτα: , , , | 127 Σχόλια »

Δυο ερωτικά χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη

Posted by sarant στο 28 Νοεμβρίου, 2021

Όπως έγραψα τις προάλλες, κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Αρχείο και σε δική μου επιμέλεια, ένας τόμος με 181 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη. Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Ερωτικά» ή, όπως λέει ο υπότιτλος, χρονογραφήματα που έχουν θέμα τον έρωτα, τον γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων.

Στο πρόσφατο αυτό άρθρο δεν είχα βάλει κάποιο χρονογράφημα για να πάρετε μια γεύση. Επανορθώνω τώρα και μάλιστα πλειοδοτώντας, αφού θα βάλω δύο χρονογραφήματα -ένα θα ήταν πολύ σύντομο.

Και τα δύο χρονογραφήματα γράφτηκαν μέσα στην Κατοχή και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Πρωία, στην οποία ο Βάρναλης είχε καθημερινή στήλη με χρονογράφημά του (από τον Αύγουστο του 1939). Και η διάσταση του πολέμου και των ειδικών συνθηκών υπάρχει και στα δύο κείμενα.

Μεταφέρω το κείμενο από ένα αρχείο word, όπου δεν υπάρχουν οι τελικές διορθώσεις που έγιναν στο βιβλίο, οπότε αν βρείτε κανένα λάθος μπορεί να έχει διορθωθεί στο μεταξύ.

Το πρώτο χρονογράφημα δημοσιεύτηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1941

Αίνος

Ο πόλεμος ήρθε ν’ αποδείξει, όχι πόσο δυνατοί είναι οι άντρες, αλλά πόσο ανίκητες είναι οι γυναίκες. Οι άντρες παλεύουνε με το Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια των διαφόρων μετώπων, με την αγωνία στα μάτια, οι γυναίκες τον παλεύουνε στα ασφαλτοστρωμένα… σαλόνια των πόλεων με το χαμόγελο στα χείλη.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Ερωτικά, Κατοχή, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , | 227 Σχόλια »

Ερωτικά, ο πέμπτος τόμος των χρονογραφημάτων του Κώστα Βάρναλη

Posted by sarant στο 24 Νοεμβρίου, 2021

Μόλις κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Αρχείο όπως πάντα, και σε δική μου επιμέλεια, ο τόμος Ερωτικά, με 181 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, δημοσιευμένα σε αθηναϊκές εφημερίδες την περίοδο 1939-1954.

Είναι ο πέμπτος τόμος με χρονογραφήματα του Βάρναλη που εκδίδω από τις εκδόσεις Αρχείο. Προηγήθηκαν, το 2016 τα «Αττικά», με χρονογραφήματα για την Αθήνα και την Αττική, το 2017 τα «Αστυνομικά«, με χρονογραφήματα από γεγονότα του αστυνομικού δελτίου, το 2019 τα «Συμποσιακά», με χρονογραφήματα εμπνευσμένα από το καφενείο και την ταβέρνα, τον καφέ και το τσιγάρο, το πιοτό και το φαΐ και το 2020 τα Πολεμικά, γραμμένα τις μέρες του πολέμου του 1940-41. Από τις ίδιες εκδόσεις έχω παρουσιάσει παλιότερα δύο άλλους τόμους με δημοσιογραφικά κείμενα του Βάρναλη: τα Γράμματα από το Παρίσι και το Τι είδα εις  την Ρωσσίαν των Σοβιέτ.

Σκοπός μας είναι, όσο αντέχουμε, να βγάλουμε κι άλλους τόμους με χρονογραφήματα του Βάρναλη, πάντοτε σε θεματική κατάταξη.

Τα χρονογραφήματα του Βάρναλη σε διάφορες εφημερίδες είναι πάνω από 3500. Από αυτά διάλεξα για τον παρόντα τόμο 181 κείμενα, με την εξής κατανομή:

7 προπολεμικά και 86 κατοχικά (Πρωία)

88 της μεταπολεμικής περιόδου 1950-54, από τα οποία 72 στον Προοδευτικό Φιλελεύθερο, 12 στην Προοδευτική Αλλαγή και 4 στην Αυγή (δειγματοληπτικά -δεν έβαλα περισσότερα, επειδή η εφημερίδα έχει αποφασίσει να εκδώσει, και έχει ήδη αρχίσει να εκδίδει, το σύνολο των χρονογραφημάτων του Βάρναλη στην Αυγή).

Βλέπουμε ότι οι δυο μεγάλες περίοδοι (κατοχή και μεταπόλεμος) εκπροσωπούνται περίπου εξίσου.

Στα κείμενα του τόμου αυτού, λοιπόν, θα βρείτε συγκεντρωμένα χρονογραφήματα που αναφέρονται στον έρωτα και στις γυναίκες, στον γάμο και τα προβλήματά του, στις σχέσεις των δύο φύλων και στις διαφορές τους, καθώς και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Πολλά χρονογραφήματα έχουν θέμα παρμένο από το αστυνομικό δελτίο ή από κάποιο παράξενο ειδησάριο, συνήθως του εξωτερικού.

Οι σχέσεις των δύο φύλων ήταν ένα από τα αγαπημένα θέματα των παραδοσιακών χρονογραφημάτων. Φυσικά, το θέμα εξεταζόταν ανάλαφρα, και βέβαια σχεδόν πάντοτε από την οπτική γωνία των ανδρών, διότι η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών της εφημερίδας αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων και ειδικά των χρονογράφων ήταν άνδρες.

(Να αναφέρω εδώ ένα εντυπωσιακό στοιχείο: Στους δύο τόμους της Βασικής Βιβλιοθήκης με τον γενικό τίτλο «Ο Κονδυλάκης και το χρονογράφημα» (1955) ανθολογούνται 55 συνολικά χρονογράφοι, όλοι άνδρες!).

Ο Βάρναλης δεν έρχεται σε ρήξη με το κυρίαρχο παράδειγμα, αλλά το αμφισβητεί έντονα και το υπονομεύει. Θα ήταν οπωσδήποτε άδικο να τον κρίνουμε με τα σημερινά μέτρα, ξεχνώντας πόσο έχουν αλλάξει -και προοδεύσει- οι αντιλήψεις και πόσο έχει βελτιωθεί η κοινωνική θέση της γυναίκας στα 70-80 χρόνια που έχουν περάσει από τότε που γράφτηκαν τα χρονογραφήματα του τόμου αυτού.

Πράγματι, σε πολλά από τα χρονογραφήματα του βιβλίου ο Βάρναλης υιοθετεί στερεότυπα της εποχής του, που αν τα εξέφραζε κάποιος σήμερα μπορεί να τα χαρακτηρίζαμε σεξιστικά, όπως π.χ. ότι η γυναίκα ζει μεν περισσότερο αλλά γερνάει πιο γρήγορα από τον άντρα ή τα παράπονα για τη γκρίνια και την κοφτερή γλώσσα των γυναικών.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Δύο φύλα, Ερωτικά, Παρουσίαση βιβλίου, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , , | 102 Σχόλια »

Περί οθόνης σκιάς (χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη)

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2021

Εδώ και χρόνια ασχολούμαι με τα χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες από το 1939 ως το 1944 και από το 1950 έως το 1958. Έχουν ήδη εκδοθεί, από τις εκδόσεις Αρχείο και σε δική μου φιλολογική επιμέλεια, τέσσερις τόμοι με θεματική κατάταξη: Αττικά, Αστυνομικά, Συμποσιακά και Πολεμικά. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στο τέλος του χρόνου θα κυκλοφορήσει ένας ακόμα τόμος, που είναι σχεδόν έτοιμος, τα «Ερωτικά», δηλαδή 181 χρονογραφήματα του Βάρναλη για τον έρωτα και τη γυναίκα, για τις σχέσεις των δύο φύλων και την έγγαμη συμβίωση.

Θα μιλήσουμε κι άλλη φορά για τον τόμο αυτόν, όταν κυκλοφορήσει. Σήμερα όμως, που είναι Κυριακή κι έχουμε θέμα λογοτεχνικό, σκέφτηκα να βάλω, σε προδημοσιευση, ένα χρονογράφημα του Βάρναλη που είναι όχι απλώς ερωτικό αλλά και σινεφίλ, θα έλεγε κανείς, αφού εξετάζει την αίθουσα του κινηματογράφου ως ερωτική εστία. Το βρίσκω πολύ καλογραμμένο και νομίζω πως θα σας αρέσει, έστω κι αν τέτοιες μέρες μόνο σε θερινούς κινηματογράφους έχουμε όρεξη να μπούμε.

Το χρονογράφημα αυτό του Βάρναλη δημοσιεύτηκε στην Πρωία τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, στις 15 Οκτωβρίου 1941. Φυσικά πάρα πολλά έχουν αλλάξει από τότε, ο έρωτας όμως;

Περί οθόνης σκιάς

— «Ό,τι είναι τα πάρκα το καλοκαίρι, είναι οι κινηματογράφοι το χειμώνα: ερωτικό εντευκτήριο. Όλο το καλοκαίρι, πριν ακόμη βασιλέψει ο ήλιος, τα προνοητικά ζευγάρια πιάνανε από νωρίς τους πιο παράμερους πάγκους, περιμένοντας τη νύχτα με τ’ άστρα της, όχι για να παραδοθούνε στη δροσιά της, παρά να παραδοθούνε στη φωτιά τη δική τους. Το πάρκο του Πολυγώνου με την απέραντη έκτασή του και με τους αμέτρητους κρυψώνες του ήτανε το βασίλειο του Έρωτα και πολίτες του μονάχα οι νέοι. Οι γέροι εκεί καταπίνανε το φαρμάκι της ατιμίας τους, με την αρχαία σημασία της λέξης, που θα πει στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Όχι όμως και λίγοι από τους γέρους ήταν ενθουσιασμένοι με το θέαμα των αγκαλιασμένων νέων, όπως εκείνος ο γέρος του Μυρζέ[1], όταν είδε στο αντικρινό του σπίτι τους φοιτητές που ολοχρονίς διαβάζανε και δε γλεντούσανε, να φέρουνε μια μέρα κορίτσια και να τραγουδάνε, βγήκε κι αυτός στο μπαλκόνι κι άρχισε να χορεύει από τη χαρά του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Ερωτικά, Κατοχή, Κινηματογράφος, Χρονογραφήματα | Με ετικέτα: , , | 155 Σχόλια »

Η Λορεντάνα (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 18 Ιουλίου, 2021

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν φέτος τον Μάρτη, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Το σημερινό διήγημα ανήκει στη σειρά «κατ’ όναρ καθ’ ύπαρ» (σα να λέμε στον ύπνο και στον ξύπνιο) όπως και το προηγούμενο του Μαρτίου αλλά και το «Ένα απόγευμα στη Θήβα«.

Όπως και άλλα διηγήματα του Τζι, έτσι κι αυτό αναφέρεται σε ένα γνωστό τραγούδι, στο Αντρέα του Φαμπρίτσιο ντ’ Αντρέ. Στο τέλος υπάρχουν το γιουτουμπάκι και τα λόγια του τραγουδιού (στα ιταλικά βεβαίως). Ο λόγος στον Τζι:

Κατ’ όναρ καθ’ ύπαρ (3)  Η Λορεντάνα
                                                          Andrea aveva un amore, riccioli neri    Ο Αντρέας είχε μια αγάπη, μαύρα τσουλούφια
Andrea aveva un dolore, riccioli neri    ο Αντρέας είχε  μια θλίψη, μαύρα τσουλούφια

– Δεν θέλω να πεθάνω από ευτυχία, μ’ αρέσει η θλίψη που βγάζει η τσαπατσουλιά σου, την προτιμώ από την παγωμάρα που αναδύεται στα τακτοποιημένα ντουλάπια.

Κοίταξε τα μαλλιά της που κατρακύλαγαν στους ώμους της σε κυματιστές  μπούκλες, ποτέ δεν χρειάσθηκαν κτένισμα.

– Riccioli neri, θυμήθηκε ένα τραγούδι του Φαμπρίτσιο Ντε Αντρέ.

– Τι είπες ;

– Τίποτα, κάτι δικό μου…

Κάτι τον έπνιγε, άνοιξε το παράθυρο. Βαριά γκρίζα συννεφιά απ’ έξω, λες και χύμηξε μέσα να καλύψει το κενό. Η Λορεντάνα θορυβήθηκε. Κούνησε το κεφάλι της σαν νάθελε να την διώξει. Τα μαλλιά της ακολούθησαν την κίνηση, κάποια τσουλούφια πέσανε στο πρόσωπό της, τα απομάκρυνε με τα χέρια της.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Τραγούδια | Με ετικέτα: , | 88 Σχόλια »

Μ’ αρέσει να ‘σαι μάγκισσα (μια συνεργασία του Κόρτο)

Posted by sarant στο 21 Ιουνίου, 2021

Πριν από δέκα μέρες είχαμε δημοσιεύσει μια συνεργασία  του φίλου μας του Κόρτο για την αντιμετώπιση ορισμένων πολύκροτων εγκλημάτων από το ρεμπέτικο του μεσοπολέμου, και τότε είχα αναφέρει ότι επρόκειτο για πρόγευση μιας εκτενέστερης μελέτης του. Σήμερα, που είναι αργία (για ορισμένους, τουλάχιστον) και άρα έχουμε περισσότερο χρόνο για διάβασμα, δημοσιεύω αυτή την εκτενέστερη μελέτη, προσθέτοντας μόνο ένα γιουτουμπάκι του Χιώτη. 

Καμαρώνω που το ιστολόγιο στάθηκε αφορμή για μια τόσο αξιόλογη μελέτη, με υλικό που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει βιβλίο. Καθώς τη διαβάζω, συλλογίζομαι ότι πολλές της παράγραφοι θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αυτοτελή άρθρα. Αλλά δεν θέλω να σας κουράσω με τα δικά μου. Θυμίζω μόνο πως ο Κόρτο μάς είχε δώσει το 2018 μια συνεργασία για τον Τζογέ, την ευθυμογραφική στήλη που δημοσιευόταν στην εφ. Βραδυνή τον μεσοπόλεμο, όπως και ένα αφήγημα για τη ζωή στις φυλακές τον μεσοπόλεμο.

 

Μ’ ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ’ ΣΑΙ ΜΑΓΚΙΣΣΑ

ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΜΑΓΚΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΑΠΗΧΗΣΕΩΣ (ΤΕΛΗ 19ΟΥ ΑΙΩΝΟΣ – ΔΕΚΑΕΤΙΑ ’50)

Προλεγόμενα

Το κάτωθι άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει μία σταχυολόγηση μοτίβων στα οποία απεικονίζεται η γυναίκα του μάγκικου κοινωνικού στρώματος, κατά την διάρκεια ακμής του φαινομένου, δηλαδή από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνος μέχρι τα μισά περίπου της δεκαετίας του 1950. Οι αναφορές εξάγονται κατά κύριο λόγο από το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και από άλλες μορφές συναφούς τέχνης λαϊκής εμπνεύσεως ή απηχήσεως, όπως και από ορισμένες δημοσιογραφικού ή ιστορικού τύπου πληροφορίες. Το ζητούμενο είναι η απόδοση των κυριότερων στοιχείων με τα οποία τυποποιήθηκε η μάγκισσα, όπως την αναγνωρίζουμε σήμερα. Πρόκειται δηλαδή για μία επιτομή λαογραφικών καταγραφών, αφού επικεντρώνεται στην μελέτη του αστικού λαϊκού μας πολιτισμού -και όχι μία εργασία κοινωνιολογικού περιεχομένου, η οποία θα απαιτούσε μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.

Όπως και στο σχετικό άρθρο της 11/ 6/ 2021, εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες στον Νίκο Σαραντάκο για την παρότρυνσή του να συντάξω το κείμενο και για την προθυμία του να το δημοσιεύσει. Ευχαριστώ εξίσου τον φίλο Γιάννη Ιατρού, και όσους φίλους σχολιαστές του παρόντος ιστολογίου έδειξαν ενδιαφέρον για μία τέτοια δημοσίευση. Και ακόμα οφείλω πολλές ευχαριστίες στον συγγραφέα και μελετητή του ρεμπέτικου Κώστα Βλησίδη, ο οποίος προθύμως μας προσέφερε πολύτιμο υλικό για την Ειρήνη την τεκετζού και για την Μαρία Γουλανδρή από το προσωπικό του αρχείο.

 

Τι εστί μάγκισσα

Το σημασιολογικό εύρος του όρου «μάγκας» και των συνωνύμων του βρίσκεται σε σχεδόν ισότιμη αναλογία με την σημασία των αντιστοίχων θηλυκών τύπων. Η μάγκισσα, η μόρτισσα, η μαγκίτισσα, η μαγκιόρα (ή μαγγιώρα), η αλανιάρα, η ντερβίσαινα, η ντερμπεντέρισσα, η ασίκισσα, η βλάμισσα, η μποέμ και η μποέμισσα, αλλά και κατά κάποιον τρόπο και η μπαγιαντέρα, η σατράπισσα και ο θηλυκός σατράπης, καθώς και ένα πλήθος άλλων σχετικών λέξεων, λίγο πολύ χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο αδιακρίτως, περιγράφοντας γυναίκες με διαφορετικά κοινωνικά, ηθικά ή ψυχολογικά γνωρίσματα. Στα ρεμπέτικα τραγούδια και στον σχετιζόμενο λαογραφικό πλούτο της εποχής της δημιουργίας τους (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές της δεκαετίας του ’50 περίπου) παρουσιάζεται μία ποικιλία γυναικών οι οποίες ανήκουν σε διάφορες ανθρωπολογικές ταξινομήσεις. Αναφέρονται εργαζόμενες (εργάτριες, δούλες, παραμάνες, μοδίστρες, πλύστρες, μικροπωλήτριες κλπ) ή άεργες. Παρουσιάζονται άγαμες, χήρες, ζωντοχήρες ή παντρεμένες. Άλλες είναι παραβατικές ή περιθωριακές και άλλες έντιμες, ενταγμένες στην ευρύτερη λαϊκή κοινωνία. Ως προς την καταγωγή καταγράφονται προσφυγοπούλες ή ντόπιες, από διάφορα μέρη της Ελλάδος – αλλά ακόμα και ξένες. Σε χαρακτηρολογικό επίπεδο γίνεται λόγος για κουτσομπόλες, τσιγκούνες, σπάταλες, γκρινιάρες, επιθετικές, παιχνιδιάρες, καλόκαρδες, ερωτικές, σοβαρές, έκλυτες, πιστές ή άπιστες, άλλες που είναι δύσκολες στην επιλογή γαμπρού και άλλες που επιδιώκουν εντόνως στεφάνι.

Σε πολλές από αυτές τις γυναίκες, όχι όμως σε όλες, αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της μάγκισσας ή των σχετικών συνωνύμων πολυτρόπως. Σε κάθε περίπτωση ως μάγκισσα νοείται γυναίκα των μεσαίων λαϊκών έως και των πολύ χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Αν και είναι εξαιρετικώς δύσκολο να διατυπωθεί μία πλήρης κατηγοριοποίηση των σημασιών της λέξης, ωστόσο -με έναν μεγάλο βαθμό γενίκευσης- διακρίνονται οι εξής τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιείται:

  • ως επιθετικός προσδιορισμός για την προσωπικότητα μίας γυναίκας, κυρίως με επαινετικό πρόσημο (αν και όχι πάντα) σε σχέση με την αποφασιστικότητα, τον δυναμισμό, το πνεύμα ελευθερίας και την ευθύτητα της ή σε σχέση με την εξυπνάδα και την πονηριά της , η λεγόμενη καταφερτζού.
  • ως επαινετικός χαρακτηρισμός για την γοητεία και την ομορφιά μίας γυναίκας, όμως δύσκολης για ερωτική κατάκτηση, τρόπον τινά γυναίκα του μπελά, ασχέτως της κοινωνικής της τοποθέτησης.
  • με την σημασία της μερακλούς, της γυναίκας που ζει ή θέλει να ζει ανέμελα, προτάσσοντας την διασκέδαση, το κέφι και την καλοπέραση, αντί την τακτοποιημένη καθημερινότητα. Τρόπον τινά το πλησιέστερο συνώνυμο είναι η μποέμισσα.
  • ως συνώνυμο της ρεμπέτισσας, της γυναίκας του λαϊκού τραγουδιού και γενικότερα των λαϊκών καλλιτεχνίδων. Αυτός ο προσδιορισμός όμως είναι μάλλον προβληματικός, διότι οδηγεί σε παρερμηνείες.
  • με την σημασία της γυναίκας του περιθωρίου ή του υποκόσμου, η οποία μπορεί να ακολουθεί παραβατικές ή ανήθικες πρακτικές οποιασδήποτε μορφής. Αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως ο χαρακτηρισμός που πλησιάζει περισσότερο στην πρωταρχική σημασία της λέξης «μάγκας».

Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια δεν φαίνεται να προηγείται χρονικώς σε σημαντικό βαθμό κάποια από αυτές τις σημασιολογικές αποκλίσεις. Για παράδειγμα ήδη το 1919 ο Τούντας στο τραγούδι «η εύθυμος χήρα», ή αλλιώς «η ζωντοχήρα» με ερμηνεία της Μαρίας Σμυρναίου (δεύτερη εκτέλεση το 1926 ως «η μόρτισσα» με τον Βαγγέλη Σωφρονίου), η λέξη «μόρτισσα» χρησιμοποιείται κυρίως ως έκφραση προσδιοριστική των ερωτικών θέλγητρων μίας μικρής: «Μια μόρτισσα θεότρελη τσαχπίνα και τσακίρα/ μ’ έχει σηκώσει το μυαλό έμορφη ζωντοχήρα». Στον εν λόγω στίχο δεν προτάσσονται ιδιαίτερα κοινωνιολογικά γνωρίσματα της «μόρτισσας», παρά μόνον στοιχεία της τσαχπίνικης προσωπικότητάς της. Παρόμοια παραδείγματα βρίσκονται σε διάφορα άλλα ρεμπέτικα, π.χ. «η βλάμισσα» του Γιοβάν Τσαούς (1936 με τον Στελλάκη Περπινιάδη): «Μέρες και νύχτες περπατώ μέσα στην Δραπετσώνα/ για μια σουλτάνα βλάμισσα, πεντάμορφη κοκκώνα» ή «η μάγκισσα», αλλιώς «με έκαψες ρε μάγκισσα», επίσης του Γιοβάν Τσαούς (1936 πάλι με τον Στελλάκη): «Με έκαψες, ρε μάγκισσα, μου πήρες την καρδιά μου/ με μια μονάχα σου ματιά, μου καις τα σωθικά μου».

Πολλές φορές όλες αυτές οι σημασίες της «μάγκισσας» και των συνωνύμων της εμφανίζονται στον αστικό λαϊκό πολιτισμό συνδυαστικά ή και συγκεχυμένα, ενίοτε με κάποιον βαθμό ασάφειας.

 

Εγώ το πίνω το κρασί, μ’ οκάδες, με γαλόνια και ώρες είν’ μου φαίνεται να βάλω πανταλόνια

Το ντύσιμο και η εξωτερική εμφάνιση του άνδρα της μαγκιάς έχει περιγραφεί, τυποποιηθεί και απεικονιστεί σε δεκάδες τραγούδια, μαρτυρίες, λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες και σκίτσα (τζογέ παντελόνι, μυτερά στιβάνια, ζωνάρι, καβουράκι ή τραγιάσκα, μαχαίρι, κομπολόι κλπ). Αντιθέτως στην περίπτωση της μόρτισσας δεν φαίνεται να έχουν σχηματοποιηθεί τυπικά γνωρίσματα ντυσίματος και εμφάνισης. Οι γυναίκες αυτών των κοινωνικών κατηγοριών μάλλον φαίνονται να ακολουθούν την γενικότερη λαϊκή γυναικεία μόδα του άστεως. Ο γυναικείος καλλωπισμός αποτυπώνεται σε διάφορα λαϊκά τραγούδια: «στου Βύρων το συνοικισμό/ μια χήρα είκοσι χρονώ/ με μάτια σουρμελίδικα/ γλυκά και σεβνταλίδικα» ακούγεται στον «Αγαπησιάρη» του Τούντα (μία ηχογράφηση το 1931 με τον Νταλγκά και μία δεύτερη το 1932 με τον Στέφανο Βαζαίο). Οι νέες γυναίκες των αστικών κέντρων του μεσοπολέμου περιποιούνται και βάφουν τα μαλλιά τους1: «Περμανάτες και αρλούμπες, μπούκλες και μυστήρια/ κι υποφέρουν, στο Θεό τους, χίλια δυο μαρτύρια/ για να γίνεται ωραία κάθε μια αλητήρια» ακούγεται στο τραγούδι «Τα ξανθά είναι της μόδας» του Κώστα Καρίπη (1934 με την Ρόζα Εσκενάζυ). Η αξία των κοσμημάτων που φορούν είναι ανάλογη της οικονομικής δυνατότητάς τους: «Στα χέρια σου δυο ψεύτικα έβαλες δαχτυλίδια» γράφει ο Πετροπουλέας στο τραγούδι «η αριστοκράτισσα» σε μουσική του Δημήτρη Σέμση (1937 με τη Τασία Βρυώνη και διασκευή από τον Γιώργο Κατσαρό το 1938 ως «εγώ για σένα ξενυχτώ»). Στο τραγούδι «θα σε κλέψω θα σε πάρω» με στίχους του Μίνωος Μάτσα και μουσική του Σκαρβέλη πάνω σε παραδοσιακή μελωδία (1940, με τον Χατζηχρήστο και τον Μάρκο) διακρίνεται μία ειρωνεία προς την μεγαλομανία των λαϊκών κοριτσιών: «παπούτσια θέλεις να φοράς, σα πολυκατοικία, Ελενίτσα μου/ να σε λένε γκραν κυρία, βρε κουκλίτσα μου».

Έως και στα τέλη του 19ου αιώνα τα μακριά γυναικεία φουστάνια έκρυβαν τα πόδια των ωραίων κορασίδων, η δε θέα γυμνής γυναικείας γάμπας προκαλούσε τον ανδρικό ενθουσιασμό. Ο Τίμος Μωραϊτίνης στις αναμνήσεις του από την παλαιά Αθήνα, μας παραδίδει το λαϊκό δίστιχο: «Είδες γάμπα, τα ποτήρια σπάστα»2. Αλλά οι πολύπλοκες και πλούσιες γυναικείες εμφανίσεις με τα δαντελωτά φουστάνια, τα επιβλητικά καπέλα, τα βέλα, τις κορδέλες και τους κορσέδες, έχουν αρχίσει ήδη να παρέρχονται από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα: «Κάτου τα βέλα και τα καπέλα, και η νουβέλ και τα φτερά και τα μωρά/ δεν θέλω πιέτες, κορσέδες, φούστες και δεν πετώ σε κορδελίτσες τον παρά» τραγουδάει «η νέα γυναίκα» σε μία εκδήλωση χειραφετήσεως, στο ομώνυμο επιθεωρησιακό τραγούδι του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, διασκευή ιταλικής μελωδίας του Vincenzo Di Chiara, με στίχους του Μπάμπη Άννινου και του Γιώργου Τσοκόπουλου (1909, Ελληνική Εστουδιαντίνα Σμύρνης και 1924 με ερμηνεία της Σωτηρίας Ιατρίδου).

Έτσι στα χρόνια μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο η γυναικεία μόδα γίνεται όλο και πιο απλή και συνάμα πιο αποκαλυπτική. Τουλάχιστον στα ρεμπέτικα τραγούδια αυτή η τάση θα γίνει δεκτή με τρόπο περιπαικτικό αλλά όχι αυστηρά επικριτικό. Οι νέες εμφανίσεις γεννούν ερωτικούς παλμούς. Στο τραγούδι του Γιάννη Δραγάτση «οι γαμπίτσες» (στην εκδοχή του 1933 με την Μαρίκα Πολίτισσα – άλλη μία ηχογράφηση το ίδιο έτος με τον Ρούκουνα) ακούγεται: «Η γαμπίτσα σου με σφάζει/ την καρδιά μου την σπαράζει/ και οι μπούκλες στα μαλλιά σου/ μ’ έφεραν στην γειτονιά σου». Στο τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη «δίχως κάλτσες περπατούν» (1934 με την Ρόζα) τα τσαχπίνικα και σκερτσοπαιχνιδιάρικα κορίτσια έχουν ελευθεριάζουσα συμπεριφορά: «και τη μόδα κυνηγούν, δίχως κάλτσες περπατούν». Παρομοίως «των κοριτσιών εφαίνονται οι όμορφες γαμπίτσες/ μα δεν τους κακοφαίνεται/ φορούν κοντές ρομπίτσες» γράφει ο Βαγγέλης Παπάζογλου στο χιουμοριστικό σεξουαλικό ρεμπέτικο «μου φαίνεται» (1935 με τον Ρούκουνα και την ίδια χρονιά με τον Στελλάκη).

Οι μόρτες βέβαια, Αθηναίοι, Πολίτες, Σμυρνιοί κλπ, ανακατεμένοι επί χρόνια με τις ημίγυμνες αλανιάρες του υποκόσμου αρέσκονται να αντικρίζουν γυναίκες με προκλητικές εμφανίσεις: «Μη μου χαλάς τα γούστα μου/ και πάρε μου τα ούλα/ κι άφες τα στήθια σου ανοιχτά/ να βλέπω την τρεμούλα» τραγουδάει ο Πωλ Γαδ στην διασκευή του «γιαφ γιουφ» με τίτλο «τα κούναγα» (1929, με τον Γαδ και την Ελληνική Εστουδιαντίνα στην Πόλη). Αλλά και ο γνήσιος μάγκας και μέγας ρεμπέτης Μανώλης Χιώτης μεταπολεμικά θα γράψει το τραγούδι «με την μακριά σου φούστα» (1948, με την Χασκήλ και τον συνθέτη), όπου παραπονείται: «Με τη μακριά σου φούστα/ μου χαλάς όλα τα γούστα/ γιατί κρύβεις, βρε τσαχπίνα/ τη γαμπίτσα σου τη φίνα».

Γενικώς οι μάγκες αγαπούν τις καλοντυμένες γυναίκες. «Αγαπώ μια παντρεμένη, όμορφη καλοντυμένη» λέει ο Τσιτσάνης στο τραγούδι «αγαπώ μια παντρεμένη» (1939, με τον Στράτο και τον συνθέτη). Και ο Κηρομύτης στο τραγούδι «ντυμένη σαν αρχόντισσα» (1940 με τον συνθέτη και την Γεωργακοπούλου) θαυμάζει την μάγκισσα που είναι μαζί του: «Ντυμένη σαν αρχόντισσα / μαζί μου να γυρίζεις/ να πίνεις σαν παλιός μπεκρής, κουκλάκι μου/ με σκέρτσο να καπνίζεις/ Να βάζεις τη φουστίτσα σου/ με γούστο και μεράκι/ και στο ποδάρι να φοράς, τσαχπίνα μου,/ το πιο καλό γοβάκι». Σε μία αντίθετη περίπτωση ο Χιώτης στενοχωρείται και προσπαθεί να νουθετήσει την όμορφη πλην αφημένη και κακοντυμένη κοπέλα, στο τραγούδι του «παράξενη κοπέλα» (1950, με την Νίνου, τον Νίκο Βούλγαρη και τον συνθέτη): «Τι μυστήριο κορίτσι είσαι ’συ/ μια σε βλέπω στα μεταξωτά ντυμένη/ μια σε βλέπω να τα πίνεις σαν τρελή/ κι από ντύσιμο πολύ κακοφτιαγμένη».

Παράλληλα με την κυρίαρχη λαϊκή μόδα, κάποιες λεπτομέρειες θα φέρουν τις γυναίκες της μαγκιάς εμφανισιακά κάπως πιο κοντά στο στυλ του αγοροκόριτσου, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαρέγκλιτο στοιχείο τυποποίησης. Κάποιες μόρτισσες κόβουν τα μαλλιά τους αλά γκαρσόν, όπως φαίνεται στην πρόζα του επιθεωρησιακού «το μορτάκι» του Ζάχου Θάνου (εκδοχή του 1928, με τον Γιαννάκη Ιωαννίδη και την Λίζα Κουρούκλη):

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Δύο φύλα, Ερωτικά, Μεσοπόλεμος, Ρεμπέτικα, Συνεργασίες | Με ετικέτα: , , , | 122 Σχόλια »

Une mèche de cheveux (διήγημα του Gpointofview)

Posted by sarant στο 14 Μαρτίου, 2021

Πολλές φορές έχουμε δημοσιεύσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι τον Νοέμβριο, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα, ενώ ενδιάμεσα είχαμε βάλει και δυο ποιήματά του και πριν από ενάμισι μήνα μια μη μυθοπλαστική συνεργασία για το Γαλαξίδι.

Το σημερινό διήγημα μου το έστειλε πριν από λίγες μέρες λέγοντάς μου «κορονοϊός διηγήματα κατεργάζεται» -και πάλι καλά. Ανήκει στη σειρά «κατ’ όναρ καθ’ ύπαρ» (σα να λέμε στον ύπνο και στον ξύπνιο) όπως και ένα προηγούμενο το «Ένα απόγευμα στη Θήβα«.

Για τους μη γαλλομαθείς ή/και για τους νεότερους, ο τίτλος του διηγήματος είναι και τίτλος ενός τραγουδιού του Ανταμό. Θα πει «μια τούφα απ’ τα μαλλιά» (της). Τον εξηγεί άλλωστε ο Τζι στο τέλος. Πρόσθεσα το γιουτουμπάκι. Αλλά εγώ δεν θα πω άλλα. Του δίνω τον λόγο:

Είναι κάποια τραγούδια που τα σιγοψιθυρίζω συνέχεια, ειδικά αν μου αρέσουν και τα λόγια. Κάποια στιγμή αρχίζω να πλάθω μια ιστορία μ΄αυτά, είτε στον ύπνο μου είτε στο ξύπνιο μου όταν αφαιρούμαι. Στο τέλος μπερδεύονται το όναρ με το ύπαρ και…

 

Κατ’ όναρ, καθ’ ύπαρ (2) – Une mèche de cheveux

Je sentais ma mémoire prête à tout raconter   
Mais je connaissais l’histoire, j’ai préféré rêver… 

(ψυλιάστηκα πως το μνημονικό μου είναι έτοιμο ν΄αρχίσει το παραμύθι, μα γνωρίζω το στόρυ, προτιμώ να ονειρευτώ)

– Είσαι ο πρώτος και ο μόνος που αφήνω να χαϊδεύει τα μαλλιά μου, του είπε μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο, αποτέλεσμα της σύγκρουσης των παλιών συνηθειών με τα καινούργια συναισθήματα. Αυθόρμητα το μυαλό του πήγε στην γάτα του, κι αυτή δεν δεχότανε χάδια από άλλον, τόσο πιστή κι ελεύθερη μαζί. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του, είχε πολλή κίνηση στην εθνική οδό για να μπορέσει να γυρίσει το κεφάλι του. Ενα χαριτωμένο προφίλ φάνηκε, τα μαλλιά της ήταν πιο πίσω. Ηταν ένα από τα ατού της τα μαλλιά αλλά όχι το μόνο, γλυκό πρόσωπο και καλοφιαγμένο κορμάκι συνόδευαν ένα μάγκικο και εντελώς ευθύ  χαρακτήρα, σπάνιο πράγμα για γυναίκα κι ακόμα πιο σπάνιο,  διαμορφωμένο στα είκοσί της.    Δεν τον πείραξε που δεν είδε τα μαλλιά της, του έφτανε η αίσθησή τους στο δεξί του χέρι καθώς τυλίγονταν στο δάκτυλό του με μια περιστροφική κίνηση και ξετυλίγονταν με την αντίθετη φορά. Ηταν ίσια, καστανόξανθα και απίστευτα βαριά.                  

 

rol

Ηξερε πως δεν του έλεγε ψέμματα. Ενα μήνα τώρα μαζί είχε δει πως τα είχε περί πολλού και είχε εκτιμήσει σωστά την φορά που ήρθε με βρεγμένα μαλλιά για να μην τον αφήσει να περιμένει στο ξαφνικό κάλεσμά του, ούτε μπορούσε να παραβλέψει την «θυσία» της όταν τον άφησε να κόψει μια τούφα δυο πόντους από τον χείμαρο που ξεχυνότανε στην πλάτη της. Φύλαξε το τρόπαιο ευλαβικά στην θήκη που σχημάτιζε το καπάκι του χρυσού ρολογιού τσέπης που είχε από τον παπού του, ένα πολύτιμο αντικείμενο γι αυτόν, μέσα σ’ ένα πολύτιμο αντικείμενο  για τους ρολογάδες και για όλο τον κόσμο… Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Τραγούδια, γαλλικά | Με ετικέτα: , , | 140 Σχόλια »

Η χαμένη ευκαιρία (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 26 Ιουλίου, 2020

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πριν από πέντε μήνες, πριν από την καραντίνα δηλαδή, κι εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα.

Το σημερινό διήγημα είναι πολύς καιρός που μου το έστειλε ο Τζι, αλλά είχε εξαρχής ζητήσει να δημοσιευτεί αμέσως μετά την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας, αφού αυτό είναι το θέμα του διηγήματος -ή μάλλον, όπως λέει ο ίδιος, «Είναι κάπως τολμηρό από πολιτικής και ερωτικής πλευράς καθώς οι περιπέτειες της δημοκρατίας και η εξωσυζυγική σχέση κάποιας αφήνουν την ίδια γεύση καθώς εξελίσσονται παράλληλα».

Δίνω τον λόγο λοιπόν στον Τζι:

Η χαμένη ευκαιρία

Μόλις κτύπησε το τηλέφωνο την ξανάφερε στο νου του. Ηταν αυτή.

– Ελα τώρα. Μπορείς ;

– Ναι, ψιθύρισε άβουλα και με σκοτεινιασμένο βλέμμα. Πάλευαν μέσα του η σαρκική η επιθυμία  και τ’ απομεινάρια της ηθικής του. Μπερδεμένος, το πρώτο καλοκαίρι της θητείας του στο ναυτικό, είχε άλλα δυο μπροστά του για να ξεκαθαρίσει κάπως τα πράγματα. Και στην υπηρεσία του μπερδεμένοι ήσαντε ακόμα. Χρόνια συνηθισμένοι στο Βασιλικό το Ναυτικό πάλευαν τώρα ν’ αφομοιώσουν το Πολεμικό και την δημοκρατία που του άλλαξε το όνομα  Επρεπε όλοι να το καταλάβουν πως έφυγε η χούντα  η μετονομασία ήταν ένα καλό επιχείρημα. Πολεμικό το Ναυτικό, Πολεμική και η Αεροπορία ! Οπου τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά χρειαζόταν και επεξηγηματική δήλωση: «Όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια» είχε δηλώσει ο «εθνάρχης» σε όσους τον κατηγορούσαν γιατί δεν έστειλε στο απόσπασμα τους πρωταίτιους της δικτατορίας όπως έλεγε η δικαστική απόφαση. Και τα εννοούσε πραγματικά, αποδείχθηκε.

Λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, θητεία στο ναυτικό. Βασική εκπαίδευση, σχολή αξιωματικών και πρώτη άδεια μετά την μετάθεση του στον Πόρο. Πήγε στο νησί, τακτοποιήθηκε σ’ ένα σπίτι και γύρισε. Μόλις που φίλησε την μάνα του, αμέσως πήγε  έναν όροφο πιο πάνω να δει τον φίλο του, μα έλειπε. Ητανε μόνο η γυναίκα του και το δίχρονο παιδί τους. Τον κράτησε με το ζόρι να πιουν ένα καφέ και τον γέμισε κατηγόριες για τον Σπύρο. Εβλεπε γυναίκα από κοντά μετά από τόσες μέρες και αισθανότανε λίγο άβολα, αλλά δεν είχε και το κουράγιο για να φύγει. Το κοριτσάκι έπαιζε σκαρφαλωμένο στην μάνα του τραβώντας της την μπλούζα και σηκώνοντάς της την φούστα, το πεινασμένο βλέμμα του ακολουθούσε τα τερτίπια της μικρής.  Κάποια στιγμή το ένα της στήθος  αποκαλύφθηκε. Χαμογέλασε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το μαζέψει. Σαν μαγεμένος το κοίταζε ο ναύτης. Ηταν κι όπως του άρεσε, μέτριο σε μέγεθος και σχεδόν το μισό να ανήκει στην ρόγα.  Οι τόσες μέρες απομόνωσης από τον κόσμο στο στρατόπεδο έπαιξαν τον ρόλο τους. Κάθησε δίπλα της κι άρχισε να παίζει κι’ αυτός με την  μικρή ακουμπώντας την μάνα της δήθεν τυχαία. Κάποια στιγμή τα χείλη του βρεθήκανε στο στήθος της. Αναστέναξε ελαφρά και τούπε «αργότερα, σαν κοιμηθεί η μικρή». Ωρα πολλή μετά, η μικρή εξακολουθούσε να παίζει με την μάνα της και το βυζί να είναι ακάλυπτο. Η  Πόπη φαινότανε να το διασκεδάζει, φαινομενικά δεν έδειχνε καμιά βιασύνη για τα περαιτέρω, ήτανε ήρεμη κι’ ευτυχισμένη που δεν ήταν αναγκασμένη να σκέπτεται τον άντρα της, όπως τούλεγε κοιτάζοντας τον φιλικά. Τον είχε ήδη κατηγορήσει πως πήγαινε με άλλες για να δικαιολογήσει την δική της στάση, μα δεν τον ένοιαζε. Αισθάνθηκε σαν νάτανε ένα διακοσμητικό στοιχείο στην παράσταση και σηκώθηκε να πάει να δει την μάνα του που τον περίμενε, για την ώρα ο πόθος του είχε υποχωρήσει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Μεταπολίτευση | Με ετικέτα: | 156 Σχόλια »

Η Νίτσα, η μανιόλια και τα χόρτα της (διήγημα του gpointofview)

Posted by sarant στο 23 Φεβρουαρίου, 2020

Κι άλλες φορές έχουμε φιλοξενήσει στο ιστολόγιο διηγήματα του φίλου μας του Τζι. Το τελευταίο ήταν πέρσι τον Νοέμβριο, και εκεί θα βρείτε λινκ προς τα προηγούμενα. Στο σημερινό διήγημα η δράση εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1970, οπότε έτσι εξηγείται που η ηρωίδα επιμένει να απαντά «Νίτσα με λένε» -σήμερα, όλα αυτά τα γυναικεία υποκοριστικά, τα θεωρούμενα λαϊκά, όπως Λίτσα, Νίτσα, Ρούλα και τα λοιπά έχουν υποχωρήσει αισθητά.

Επίσης, επειδή λεξιλογούμε, να πω ότι το λουλούδι εγώ το ξέρω μανόλια, έστω κι αν το διεθνές του όνομα είναι magnolia (από τον βοτανολόγο Pierre Magnol). Αλλά, a rose by any other name…

Το όνομά της ήταν Νίτσα χωρίς να διευκρινισθεί η προέλευσή του. Το Ελένη και Ουρανία ήταν τα πιο πιθανά αλλά σε κάθε ερώτηση των νεαρών αξιωματικών η απάντηση ήταν κοφτή «Νίτσα με λένε».

Ηταν κάθε μέρα καθισμένη μπροστά στη γραφομηχανή της, μέσα στο άσπρο κεντητό πουκάμισό της, με τον κλασσικό κότσο στα μαλλιά και τον χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, που φυσικά «νικούσε κι όλα τα κακά σκορπούσε». Φούστα φαρδειά και μακριά, τσάντα μεγάλη κι ούτε κραγιόν από καλλυντικά. Υφος ψυχρό κι ενοχλημένο, βλέμμα απόμακρο αλλά με κάποιες σπιθίτσες αμφιβολίας για τους προσεκτικούς παρατηρητές. Η μιλιά της, τυπική.

Μοιραζότανε με τους τρεις νεοφερμένους αξιωματικούς θητείας, την αίθουσα καθηγητών της σχολής που ήταν φανερά διακοσμημένη στο γούστο της, με εικόνες του Χριστού και αγίων και σεμνά αγριολούλουδα στα βάζα. Το κέντρο εκπαίδευσης μονίμων υπαξιωματικών ναυτικού χρησιμοποιούσε για τα μαθήματα κλασσικής παιδείας στρατεύσιμους πτυχιούχους, κατα προτίμηση βαθμοφόρους γιατί οι μαθητές, οι ναυτόπαιδες, ήταν ζόρικοι. Ενα μεγάλο ποσοστό από αυτούς ήταν ανεπιθύμητα παιδιά από διαλυμένες οικογένειες που τα «παρκάρανε» δωρεάν στις στρατιωτικές σχολές. Το καταλάβαινε κάποιος όταν είχαν εξόδου κι έβλεπε πολλά παιδιά να μην βγαίνουν γιατί δεν είχαν πού να πάνε. Τον καθηγητή δεν τον φοβότουσαν αλλά τους βαθμοφόρους τούς έτρεμαν μην τους ρίξουν φυλακή. Ενας φρέσκος στρατεύσιμος αξιωματικός κάποτε ρώτησε ένα από αυτά τα παιδιά:

– Εχεις μητέρα ;

– Οχι, απάντησε το παιδί, έχει πεθάνει.

– Κι ο πατέρας σου ; ξαναρώτησε.

– Είναι φυλακή.

– Γιατί ;

– Γιατί σκότωσε τη μάνα μου !

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Ερωτικά, Ονόματα, Στρατός | Με ετικέτα: | 172 Σχόλια »