Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα

Posts Tagged ‘Γ.Π.Σαββίδης’

Ο Κακόμης (διήγημα του Παπαδιαμάντη)

Posted by sarant στο 15 Αυγούστου, 2023

Γιορτή σήμερα, γιορτή και αργία. Το ιστολόγιο δεν γιορτάζει και δεν αργεί, οπότε θα βάλουμε ένα λογοτεχνικό ανάγνωσμα, σαν να ήταν Κυριακή. Ας ευχηθούμε όμως χρόνια πολλά σε όσες και όσους γιορτάζουν, τη Μαρία, τον Πάνο με πεζά, τον Παναγιώτη Κ. και όσους/όσες μου ξεφεύγουν. 

Τον Παπαδιαμάντη τον αγαπάμε εδώ στο ιστολόγιο και τον διαβάζουμε Χριστούγεννα και Πάσχα -ας τον  διαβάσουμε και σήμερα. Είχαμε βάλει παλιότερα τον Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου, για σήμερα διάλεξα ένα διήγημα που δεν έχει θρησκευτικό ή εορταστικό θέμα αλλά περιγράφει έναν περιθωριακό ήρωα, τον χαμάλη Αποστόλη Κακόμη ο οποίος, παρόλο που ήταν κοσμογυρισμένος και ήξερε γραμματάκια, διάλεξε να γίνει χαμάλης διότι «είναι το πλέον ελεύθερο επάγγελμα». 

Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ζήλεια σχεδόν το καθημερινό πρόγραμμα του ελεύθερου χαμάλη, στο οποίο κεντρική θέση κατέχει το καθημερινό μεσημεριανό γιουβέτσι. Για το γιουβέτσι ή γκιουβέτσι του Κακόμη έχει γράψει ωραία ο Η. Παπαδημητρακόπουλος (εδώ). Θεωρεί ότι είναι «ο φαγητό των μοναχικών και, κατ’ επέκτασιν, των ελεύθερων ατόμων: δεν αποτελεί έδεσμα της οικογενειακής εστίας, αλλά φαγητό της ταβέρνας, της ανδρικής παρέας, του πότη. Τα υλικά του είναι στοιχειώδη (ζυμαρικά και λίγο λαδάκι σε ένα πήλινο σκεύος), η παρασκευή του απλούστατη (μπορεί να ετοιμασθεί στο άψε-σβήσε από τον φούρναρη, ή και –σπανίως- τον χασάπη, οπότε και το συνοδεύει βορβορόχρους σάλτσα), η γεύση του εξαίρετη (αρκεί να ψηθεί στον με φρύγανα λειτουργούντα ποτέ φούρνο της γειτονιάς, οπότε και θεωρείται ότι αποτελεί τη συνισταμένη των οσμών που εκλύονται από το κύτος του φούρνου». Χωρίς κρέας δηλαδή, και τη Σαρακοστή χωρίς λάδι. 

Χαμάλμπασης είναι ο αρχηγός των χαμάληδων. Το κεπένι είναι αυτό που λέμε κεπέγκι, δηλαδή το πορτόφυλλο.Η φράση «τσίτσι φάτσι; γκίνε» είναι βλάχικα, και σημαίνει κάτι σαν «τι κάνεις; καλά», όπως λέει το Γλωσσάρι της έκδοσης του ΝΔΤ. Η φράση «για τάλε, για μαξούρα» είναι κατά το γλωσσάρι παρεφθαρμένα αράπικα που σημαίνουν «γιά  έρχεσαι, γιά τις τρως» -το παραθέτω με επιφύλαξη. Για τη φράση «άλτρος κάβος κονταρέμους», για την  οποία θα άξιζε ξεχωριστό άρθρο, λέω μερικά πράγματα στο τέλος. 

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1903. Το κείμενο το πήρα από τον ιστότοπο papadiamantis.net.

Ο ΚΑΚΟΜΗΣ

Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βαστάζους τῆς μικρᾶς παραθαλασσίας πόλεως, τὰ πρωτεῖα εἶχεν ἀξίως ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης. Ὅλοι τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς «χαμάλμπασην»*. Ἐσήκωνεν, ὡς ἔλεγον, περὶ τὰς ἑκατὸν πενῆντα ὀκάδας. Ἦτο κυρτὸς ἐκ σωματικῆς κατασκευῆς, κυρτότερος δὲ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἔκυπτε διὰ νὰ τὸν φορτώσουν, κ᾽ ἔλεγε: «ὅσο νὰ μοῦ φορτώσουν τὸ τσουβάλι μιά· τώρα πάει μοναχό του».

Διηγεῖτο εἰς τοὺς ἄλλους συναδέλφους του ὅτι, μεταξὺ ὅλων τῶν φορτηγῶν ζῴων, ἡ καμήλα ἔχει τὸ μέγα χάρισμα νὰ γονατίζῃ ἕως ὅτου τὴν φορτώσουν, ὕστερον, φορτωμένη, νὰ σηκώνεται καὶ νὰ βαδίζῃ.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἄλλο χάρισμα ἔχει ἡ καμήλα· νὰ μένῃ νηστικὴ πολλὰς ἡμέρας κατὰ τὴν πορείαν, δροσιζομένη ἐσωτερικῶς ἀπὸ τὴν τηκομένην πιμελὴν τῆς ἰδίας καμπούρας της. Εἶχεν ἰδεῖ πολλὰς καμήλους ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, ἐπειδὴ εἶχε διατρίψει καιρόν τινα εἰς τὴν Αἴγυπτον· καὶ ὄχι μόνον εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλα μέρη εἶχε διατρίψει, ὅπως εἰς τὴν Σμύρνην, τὴν Σαλονίκην, σιμὰ εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὴν Ντούνα πάνω (τὸν Δούναβιν), ὅπως ἔλεγεν. Ἦτο σχεδὸν κοσμογυρισμένος.

Ἤξευρε ξένας γλώσσας. Ὄχι μόνον τουρκικά, ἀλλ᾽ ἀράπικα, βλάχικα, κ᾽ ἑβραίικα. Ἤξευρε «τσίτσι φάτσι; γκίνε»*, καὶ «ἄλτρος κάβος κονταρέμους»* καὶ «γιά τάλε γιά μαξούρα»* καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλοι οἱ συνάδελφοί του τὸν εἶχον ὡς σοφόν.

Ἦτον πράγματι ἀπὸ οἰκογένειαν τοῦ τόπου, εἶχε μάθει γραμματάκια, καὶ εἶχε ξενιτευθῆ. Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, ὅλοι ἐνόμισαν ὅτι ἐπ᾽ ὀλίγον θὰ ἔμενεν ἐκεῖ, ἤ, ἂν ἔμενε, θὰ εἶχε φέρει τίποτε οἰκονομίας, καὶ θὰ ἤνοιγεν ἴσως κανένα μαγαζάκι.

Ἀλλ᾽ ἔξαφνα, μίαν πρωίαν, τὸν εἶδαν νὰ στέκῃ εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, σιμὰ εἰς τὸν τόπον τῶν δημοπρασιῶν, φέρων τὴν χαμαλίκαν καὶ μικρὸν κουβαριασμένον σχοινίον.

― Τί τρέχει, Ἀποστόλη;… Ἀποφάσισες νὰ γίνῃς χαμάλης;

― Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον ἐλεύθερον ἐπάγγελμα, ἀπήντησεν ὁ Κακόμης· ἄλλο καλύτερο δὲν ηὗρα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Διηγήματα, Παπαδιαμάντης, Φρασεολογικά | Με ετικέτα: , , , , | 99 Σχόλια »

Ο ψευτοπόλεμος του Β. Μανή

Posted by sarant στο 7 Μαΐου, 2023

Θα παρουσιάσω σήμερα έναν ξεχασμένο σατιρικό ποιητή, τον Β. Μανή. Τότε που ξεφύλλιζα το περιοδικό Μπουκέτο είχα βρει αποσπάσματα από το ποίημά του Ο ψευτοπόλεμος, με θέμα τον  «ατυχή» πόλεμο του 1897, που μου άρεσαν πολύ. Βρήκα το σύνολο αυτού του εκτενούς ποιήματος σε μιαν έκδοση της Λέσχης (1994) σε φιλολογική επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη, ένα βιβλίο εξαντλημένο σήμερα. Όλο έλεγα να την παρουσιάσω εδώ κι όλο το ανάβαλλα. Πέρυσι ο φίλος Δημήτρης  Κανελλόπουλος, εκδότης του Οροπέδιου, μου χάρισε μια δική του έκδοση, στην οποία ο Θωμάς Στεργιόπουλος παρουσιάζει όχι μόνο τον «Ψευτοπόλεμο», αλλά και ολόκληρο το έργο και τη ζωή του Μανή -και αυτήν παρουσιάζω σήμερα εδώ. Στο εξώφυλλο βλέπουμε τη φωτογραφία του Μανή, με τη στολή του στρατιωτικού γιατρού.

Την περισσότερη από την  έρευνα την είχε κάνει ήδη ο Σαββίδης, ο οποίος στο δικό του βιβλίο παρουσιάζει ολόκληρο τον Ψευτοπόλεμο και μια  μικρή επιλογή από άλλα σατιρικά του Β. Μανή. Ο Στεργιόπουλος, που αξίζει προσοχή και για το δικό του λογοτεχνικό έργο, αναγνωρίζει επανειλημμένα τον καθοριστικό ρόλο του Σαββίδη (άλλωστε το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη  μνήμη του), προσθέτει δε στο δικό του βιβλίο ορισμένα άρθρα εφημερίδων  της εποχής που βιογραφούν τον Μανή, ενώ επίσης δημοσιεύει πολύ περισσότερα από τα άλλα σατιρικά ποιήματα του Μανή (όπως λέει στην εισαγωγή του, επέλεξε 56 ποιήματα).

Με βάση την έρευνα, ο Μανής  λεγόταν Βασίλειος Σπυρ. Καζινιέρης, γεννήθηκε δε στις 3.9.1876 στην τουρκοκρατούμενη Κόνιτσα. Κατέβηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε Ιατρική ενώ παράλληλα δημοσίευσε σατιρικά ποιήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο Μανής ή Β. Μανής. Το 1903 κατατάχθηκε ανθυπίατρος και ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, με συμμετοχή στους Βαλκανικούς πολέμους και στις επιχειρήσεις του 1916-19, φτάνοντας στον βαθμό του επίατρου. Αυτοκτόνησε στις 17 Ιουνίου 1919 στη Μικρά Ασία, για λόγους που, κατά την εικασία του Σαββίδη, έχουν σχέση  με την «πρώτη ελληνική υποχώρηση  και τις σφαγές στο Αϊδίνι».

Ο ψευτοπόλεμος, που θα τον παρουσιάσουμε εδώ, είναι ένα εκτενές σατιρικό ποίημα για τον πόλεμο του 1897. Εκτείνεται σε 1578 στίχους (και σε 10 μέρη μαζί με το προοίμιο),  με ανισομερή κατανομή και ποικίλη δομή. Σε αυτό, ο σατιρικός ποιητής ξεδιπλώνει εντυπωσιακά το ταλέντο του. Νομίζω ότι  στέκεται στο ύψος του Σουρή (ο οποίος, όπως θα ξέρετε ίσως, έγραψε κι αυτός καυστικούς στίχους για τον πόλεμο του 1897).

Θα παρουσιάσω μια μικρή επιλογή από το έργο αυτό. Μετά θα γράψω κάποιες σκέψεις για τον Μανή και το έργο του. Σημειώνω ότι έχω σκανάρει σελίδες από την έκδοση του Σαββίδη και όχι από την έκδοση του Στεργιόπουλου, επειδή η πρώτη είναι σε  μονοτονικό και βολεύει περισσότερο.

Στην αρχή, ο ποιητής  αφηγείται τα προεόρτια του πολέμου και ιδίως το κρητικό ζήτημα.

Στο Β’ μέρος, που είναι και με διαφορά το εκτενέστερο, περιγράφεται το υπέρ του πολέμου κλίμα στην Αθήνα:

Β’

Ο Πόλεμος, ο πόλεμος, που θα με παλαβώσει,
κι ας έλθει νυν ο Σαβαώθ, κουράγιο να μου δώσει.
Πόλεμο γύρευαν σωστόν τα εξημμένα πλήθη,
και των Θηβών ο ψεύτικος για τούτον ανεβλήθη.
Ο Πόλεμος το ζήτημα της κάθε μιας κουβέντας,
και τραγουδούσαν έφεδροι με τους απαλλαγέντας:

«Στα σύνορα θα πάμε να πολεμήσουμε.»
τους παλιοτουρκαλάδες να τους τσακίσουμε.»

Και με το «Ζήτ’ ο πόλεμος!» η κάθε βίδα στρίβει,
κι όσοι βαριούνται να το λεν, το γράφουν με μολύβι,
με κάρβουνο, με γύψο, μ’ ασβέστη, και μελάνι,
στις μάντρες, στ’ αγκωνάρια,
στους τοίχους, στα φανάρια,
κι όπου καθένας φθάνει.

Σε σχολεία, σ’ εκκλησίας,
και στην κάθε μια μεριά,
και στη φούρια τους την τόση
και εις της Δενδροστοιχίας
τα καθίσματα καμπόσοι
το σκαλίζουν με σουγιά.

Και πήραν φόρα των Ρωμιών οι ξεστριμμένες βίδες,
κι έγραφαν άρθρα-θούρια και οι εφημερίδες,
όσες δε για τον πόλεμο δεν έγραφαν καθόλου,
αυτές δεν είχαν πέραση και πάν’ κατά διαβόλου.

Κι αρχίσαν αι πολεμικαί παρασκευαί με φούρια,
οι δε Ρωμιοί τρελάθηκαν μ’ αυτά τα νταβατούρια,
κι οι υπουργοί ευρίσκοντο σ’ αδιάκοπες σκοτούρες,
κι εγύριζαν σαν σβούρες.

Ώς το πρωί ειργάζοντο σχεδόν τα υπουργεία,
πλείστων γραφέων έπαθε για τούτο η υγεία,
ουδέ μπορούσε πια κανείς παράπονο να κάμει
πως παίρναν το μηνιάτικο καθώς και πριν χαράμι.

Και πάμπολλοι ξεφύτρωσαν προμηθευταί φαγάδες,
και το Κουβέρνο αφειδώς εμοίραζε παράδες,
πολλοί κάμαν την τύχη τους με τας παραγγελίας,
και ήταν το Ρωμέικο σαν γη επαγγελίας.

Και ήρχοντο με υλικά πολέμου φορτωμένα
βαπόρια ολοένα,
κι εφόδια πολεμικά στα Σύνορα εστέλλοντο,
και κάθε τόσο χαρωπές ειδήσεις ανηγγέλλοντο,
πως νηστικοί στα Σύνορα οι Τουρκαλάδες μένουν,
κι από την πείνα διαρκώς νιζάμηδες πεθαίνουν.

Κι εμείς εδώ χαλούσαμε τον κόσμο στις φωνές,
κι εβούιζε κι ετράνταζε ο κάθε καφενές.

Ώσπου κι ο Δεληγιάννης μ΄αυτά ερυμουλκήθη
και μία ηλικία εφέδρων προσεκλήθη.

[Μετά ο ποιητής αφηγείται τον  ρόλο της  Εθνικής Εταιρείας, που ξεσήκωνε τον λαό για τον  πόλεμο, και πώς «γελάστηκε στο τέλος» και έγινε μέλος της. Περιγράφει πώς ήρθαν φιλέλληνες Γαριβαλδινοί, πώς κατατάχτηκε ο ίδιος εθελοντής και πήγε στη  Λάρισα. Στο Γ’ μέρος βρίσκεται στη Λάρισα, στο επιτελείο:]

Μες στην κουζίνα κάθομαι και χήνες καθαρίζω,
κι όταν δεν έχουμε δουλειά στους δρόμους τριγυρίζω,
κι εδώ μεγάλο ρεμπελιό κι εδώ πολέμου μένος,
κι εγύριζε σαν αστακός καθένας οπλισμένος.

[…]

Δεν υπάρχει πειθαρχία
ρεμπελιό και αναρχία,
που σου στρίβει το τσερβέλο,
όλοι είναι ένα κόμμα,
και πολλοί φορούν ακόμα
και το ψάθινο καπέλο.

Εγώ δε που στων  Επιτελών βρισκόμουν τις κουζίνες,
κι είχα το μέγα το προσόν να καθαρίζω χήνες,
δεν έκανα νισάφι
κι ούτε καλέμι ουλεμά τις τρέλες μου δεν  γράφει.  [Θα αναγνωρίσατε ίσως την παράφραση του στίχου του Καρασεβνταλή του Ορφανίδη]

[Όταν όμως αρχίζει για τα καλά ο πόλεμος, ο ελληνικός στρατός υποχωρεί]

Δ΄

Τ’ άλογο! Τ’ άλογο! Επιτελάρχη,
τρέξε μονάχος σου μέσα στ’ αχούρι,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! κι αν δεν υπάρχει,
μουλάρι φέρε μας, φέρε γαϊδούρι.

Τουρκιά! μας πλάκωσε σαν το μερμήγκι,
σαν αίμα έρχεται πυκνό το φέσι,
με πιάνουν Γκέκηδες απ’ το λαρύγγι,
παιδιά, σχωράτε με! και Θεός σχωρέσοι!

Από τον ίδρωτα σαν βρύση στάζω,
χίλιοι νιζάμηδες, μ’ έχουν στη μέση,
μου λένε Τούρκικα να κουβεντιάζω,
και στο κεφάλι μού βάζουν φέσι!

Νά! ο Ετέμ-Πασάς, νά ’τος! ζυγώνει,
ρίχνει το χέρι του και με γραπώνει,
φωτιά το μάτι του, φωτιά κι η όψη,
πιάσ’ τον Θεούλη μου, να μη μας κόψει!

Τ’ άλογο ! τ’ άλογο ! Επιτελάρχη,
φέρτε το γρήγορα γιατί θα σβήσω,
τ’ άλογο! τ’ άλογο! κι αν δεν υπάρχει,
σκύψε το σβέρκο σου να καβαλήσω!»

Έτσι για τ’ άλογα φωνάζαν όλοι,
οι Αρχιστράτηγοι κι οι Στρατηγοί,
μ’ αυτά λογάριαζαν να παν στην Πόλη,
και τώρα τα ’θελαν για τη φυγή !

Εμπρός του φέρνανε καμαρωμένο,
δύο Ταξίαρχοι όλο χαρά,
άτι κατάμαυρο, καλοθρεμμένο,
πρώτο στο τρέξιμο, το λεν «Καρά».

Αφρίζει τ’ άλογο στην τόση χάβρα,
ολόρθ’ η χαίτη του και η ουρά του,
βγάζαν οι μύτες του φωτιά και λάβρα,
και καβαλίνες τα πισινά του.

Τρέχει, τ’ αρπάζει ο Στρατηγός
και καβαλάει σ’ αυτό γοργός.
Χτυπά το άλογο με τα σπιρούνια,
αλλ’ οίμοι! τ’ άλογο πίσω δεν πάει,
τεντώνει διάπλατα τα δυο ρουθούνια,
και προς τα Σύνορα ψηλά κοιτάει.

[…]

[Τελικά φτάνουν στα Φάρσαλα]

Ε’

Φάρσαλα! Φάρσαλα! πολλοί φωνάζουν σαστισμένοι,
και μπαίνουμε στα Φάρσαλα καταλαχανιασμένοι,
ξιπόλητοι, ξεβράκωτοι, ξεσκούφωτοι, γυμνοί,
διψώντες, θεονήστικοι, κι ως τσίροι αχαμνοί, |
κι ενός Συνταγματάρχου μας φορώντας το καπέλο,
Συνταγματάρχης έφθασα κι εγώ χωρίς να θέλω.

Ο των Φαρσάλων Δήμαρχος, σαν να ’ξερε κι αυτός,
πως είναι ενδεχόμενον ο φοβερός στρατός,
υποχωρών και τρέχοντας, στα Φάρσαλα να φθάσει,
προ ημερών το σπίτι του το είχεν ετοιμάσει,
κι εκάλεσε τους Στρατηγούς και το Επιτελείον,
και έγινε το σπίτι του αμέσως Αρχηγείον.

Εδώ δε οι Επιτελείς, μετά χαράς απείρου,
την άλλην υποχώρηση μαθαίνουν, της Ηπείρου.
Πέντε ημέρες πέρασαν, κι ακόμα πότε-πότε
ήρχοντο στο Στρατόπεδο χαμένοι στρατιώται,
την έκτη, το πρωί-πρωί, εις την γραμμή σταθήκαμε,
κι εγένετο αρίθμησις, κι όλοι σωστοί βρεθήκαμε,
μετρήθηκαν κι οι χήνες,
κι ήταν σωστές κι εκείνες.

[…]

ΣΤ’ [Ανασύνταξη στον  Δομοκό]

Στο Δομοκό το φοβερό φουσάτο συγκεντρούται,
και βγαίνει μια προκήρυξις θερμή του Διαδόχου,
και του Στρατού το ηθικόν μ’ αυτήν αναπτερούται,
αλλ’ οίμοι! τώρ’ αρχίσανε τα βάσανα του λόχου.
Ύστερ’ από το τρέξιμο και τας υποχωρήσεις,
σε τέτοια χάλια φθάσαμε, που ήταν να μας φτύσεις.

Πάν’ οι της κουζίνας χρόνοι,
τώρα βάσανα και πόνοι,
οϊμέ! στη διμοιρία,
σκάβω στα προχώματα,
κουβαλάω χώματα
και ψοφώ στην αγγαρεία.

Εις το Αρχηγείο χήνα,
και ζωή και ψόφια κότα,
και στις διμοιρίες πείνα,
που μας βρώμησαν τα χνότα,
και γινήκαν οι φαντάροι,
σαν να είναι μπακαλιάροι.

Πού να δούμε καραβάνα!…
παξιμάδι κουραμάνα,
που μας σπάει τη μασέλα,
ο κυρ Λοχαγός μας δίδει,
για προσφάι δε κρεμμύδι,
και καμιά φορά σαρδέλα!

Πού μανδύαι να ντυθούμε,
πού σκηνές να κοιμηθούμε!
όλα στης φυγής τη φόρα,
τ’ άφησαν για την πατρίδα,
και οι Τούρκοι τά ’χουν τώρα,
και ξαπλώνουν την αρίδα!

Βρέχει, βρέχει και χιονίζει!
κι ο φαντάρος τουρτουρίζει,
κι όλο τρέμει σαν το ψάρι,
κι έχει στρώμα το βουνό,
σκέπασμα τον ουρανό,
και τις πέτρες μαξιλάρι.

Μες στα τόσα μας σεκλέτια,
για γυμνάσια και τέτοια,
πώποτε δεν το κουνούμε,
μοναχά με τη λιακάδα,
βγαίνουμε εις την αράδα,
και τις ψείρες κυνηγούμε!

[…]

Ζ’

Στας Θερμοπύλας άρχισαν οι ίδιες φασαρίες,
υπόνομοι, προχώματα, κακό και αγγαρείες.
Ενταύθα πλέον, βαρεθείς την τόση τη σκοτούρα,
μ’ άλλους εξήντα μια βραδιά το έκοψα κουμπούρα,
και δίδων πέντε φάσκελα στον Άρη των πολέμων,
εις τας Αθήνας έφθασα επί πτερών ανέμων.

Η’

Ακόμα η πολεμική βασίλευε παλάβρα,
κι υπήρχον φιλοπόλεμοι, όλο φωτιά και λάβρα,
π’ ακόμα για τον πόλεμο κατάρτιζαν κουβέντες,
και άφριζαν και λύσσαζαν για τους Απαλλαγέντες.

Και της Ευρώπης έβριζαν φρικτά τους Βασιλείς,
και καρμανιόλες έστηναν για τους Επιτελείς,
πλείστοι δε τριγυρίζανε κι απ’ έξω στο Παλάτι,
αλλ’ έγινεν ανακωχή και ’σύχασαν κομμάτι.

Ως ότου πλέον έγινε κι οριστική ειρήνη
κι ησύχασε δια παντός η ψωρορωμιοσύνη.
Εντεύθεν η καταστροφή του δράματος αρχίζει,
κι ο Στόλος μας ο ένδοξος στο Ναύσταθμο γυρίζει,
και με τας δάφνας, πο’δρεψε στα τόσα του ταξίδια,
επήγε στην Κρεμμυδαρού, ν’ αναπαυθεί στα μύδια.

Κοντά μ’ αυτά και ο Στρατός ησύχως διελύθη,
και πήγαν στας εστίας των τα των εφέδρων πλήθη.
Και των Συνόρων έγινεν η νεωτέρα μείωσις,
εδόθη δε εις την Τουρκιά και η αποζημίωσις.

Έγινεν κι η ανταλλαγή μ’ αυτά των αιχμαλώτων,
και ούτως επανήλθομεν στο καθεστώς το πρώτον.

Και των Ρωμιών ο τράχηλος, που τόσην φήμην χαίρει,
και δεν μπορεί, ως ξεύρετε, ζυγόν να υποφέρει,
εδέχθη και τον Έλεγχον χωρίς πολλή μουρμούρα,
και με τους ξένους ελεγκτάς τα βρήκαμε σα σκούρα,
και θέσεις έκοψαν πολλάς, κι αρχίσαν κοπετοί,

και παυσανίαι δάκρυσαν με σταυρωμένας χείρας,  [Παυσανίας: Ο δημόσιος υπάλληλος που παύθηκε, συνήθως ύστερα από αλλαγή της κυβέρνησης]
κι ως κι η Ραχήλ εν τη Ραμά, εθρήνησε κι αυτή,
γιατί της πάψαν τα παιδιά κι αυτής της κακομοίρας.
Κι αποκαλύψεις φοβεραί περί στρατού εγένοντο,

και βγήκαν κλέφτες Λοχαγοί, και Στρατηγοί δειλοί,
και οι Ρωμιοί εμαίνοντο,
κι έγινε λόγος αρκετός γι’ αυτούς και στη Βουλή.
Με τας ευθύνας έγιναν τρικούβερτοι καβγάδες,
κι επιτροπές ξεφύτρωσαν διά τας ανακρίσεις,
και γαλονάδες δίκαζαν τους άλλους γαλονάδες,
και δίκαι τότε άρχισαν, που ήταν ν’ απορήσεις,
φταίω ’γώ, μα φταις και συ,
κι ο καθένας μας το ξέρει,
έλα να γενούμε ταίρι,
μόνοι μας ν’ αθωωθούμε,
και σαν πρώτα να φορούμε,
τη στολή μας τη χρυσή !

Και ούτω διεξήχθησαν κι αι δίκαι των πταισάντων,
ώς ότου, τέλος πάντων,
καθώς συμβαίνει πάντοτε προ χρόνων εν Ελλάδι,
εβγήκαν όλοι λάδι.

[…]

Εδώ τελειώνει η ανθολόγηση που έκανα από τον Ψευτοπόλεμο του Μανή. Νομίζω ότι είναι πολύ αξιόλογο σατιρικό  στιχούργημα, ιδίως  αν ο ποιητής ήταν μόλις 22 χρονών το 1898 που κυκλοφόρησε η σάτιρά του.

Ο Στεργιόπουλος συμπληρώνει την  έκδοση με 56 σατιρικά ποιήματα του Μανή δημοσιευμένα  από το 1892 έως το 1900. Μετά τα ίχνη του ποιητή Μανή χάνονται. Επίσης, ο Στεργιόπουλος βρήκε και παρουσιάζει ένα άρθρο του Ζαχ. Παπαντωνίου για τον Μανή, όπου μαθαίνουμε ότι ο ποιητής ήταν μικρόσωμος και έμοιαζε ανήλικος, ενώ ήταν 25 χρονών,  και ότι είχε εβραϊκή καταγωγή, γι’ αυτό και τον φώναζαν  κάποιοι Αβραμίκο.

Προσθήκη: Οι τρεις επόμενες παράγραφοι δεν ισχύουν πλέον, εφόσον η ταύτιση Μανή με  Καζινιέρη έγινε ήδη στο Σκριπ το 1898, βλ. σχόλιο 22.

Προσωπικά έχω ακόμα κάποιον ενδοιασμό για την ταύτιση του σατιρικού ποιητή Μανή με τον στρατιωτικό γιατρό Βασίλη Καζινιέρη (1876-1919) από την Κόνιτσα. Όχι επειδή ο Καζινιέρης θα ήταν 16 χρονών όταν άρχισε να  δημοσιεύει και 22 μόνο όταν έγραψε  τον  Ψευτοπόλεμο -υπάρχουν και πρώιμα ταλέντα. Ούτε επειδή ο ποιητής Μανής εξαφανίζεται μετά το 1900, διότι μπορούμε να υποθέσουμε πως όταν έγινε γιατρός και ιδίως όταν κατατάχτηκε στον  στρατό σταμάτησε τα νεανικά αμαρτήματα.

Αυτό που με κάνει να διατηρώ κάποιον ενδοιασμό είναι ότι η  μοναδική ταύτιση του ψευδωνυμου Μανή με τον  Β. Καζινιέρη  προέρχεται από τον Κυριάκο Ντελόπουλο και το βιβλίο του για τα νεοελληνικά ψευδώνυμα, όπου δίνεται χωρίς καμιά τεκμηρίωση. Ο Ντελόπουλος έκανε  πολλή δουλειά και καλή δουλειά, αλλ’ αλάνθαστος δεν ήταν –είδαμε πριν από λίγο καιρό ότι είχε λάθος (συγγνωστό απόλυτα) στην ταύτιση του ψευδώνυμου Κ. Βάφη με τον Καρβούνη. Από την άλλη, αν ισχύει η πληροφορία του Παπαντωνίου πως ο Μανής/Καζινιέρης ήταν εβραίος, πώς ταιριάζει αυτό με το ότι λεγόταν Βασίλης;

Θα μπορούσε βέβαια να είναι λάθος η  πληροφορία του Παπαντωνίου ή να  έχει προγόνους βαφτισμένους Εβραίους ο Καζινιέρης. Ίσως κι εγώ να το ψιλολογάω, και πάντως 100τόσα χρόνια μετά είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί κάποια θετική διάψευση ή επιβεβαίωση.

Μένει όμως το δημοσιευμένο έργο του Β. Μανή -που αξίζει να το ξαναδιαβάσουμε.

Posted in Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση, Σατιρικά | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 88 Σχόλια »

Το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι

Posted by sarant στο 28 Ιουνίου, 2015

Το άρθρο γράφεται ενώ στη Βουλή συζητιέται η πρόταση για διοργάνωση δημοψηφίσματος την επόμενη Κυριακή, οπότε μοιραία είναι επηρεασμένο από το δημοψηφισματικό αυτό κλίμα. Στο δημοψήφισμα θα κληθούμε να απαντήσουμε με Ναι ή Όχι, οπότε δεν είναι αταίριαστο θαρρώ να αφιερώσουμε το σημερινό μας άρθρο σε ένα ποίημα που μιλάει ακριβώς γι’ αυτό το δίλημμα, για το Ναι ή Όχι, ή μάλλον για το μεγάλο Ναι και το μεγάλο Όχι.

Είναι ένα ποίημα πολύ γνωστό, που το έχουμε συζητήσει και παλιότερα στο ιστολόγιο. Είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Κ.Π.Καβάφη, οχτώ στίχοι όλοι κι όλοι. Παράλληλα, είναι το μοναδικό από τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη, που έχει ξένον τίτλο:

Che fece … il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του.

Ο τίτλος, σε παλιά ιταλικά, σημαίνει «που έκανε … τη μεγάλη άρνηση». Τα αποσιωπητικά δηλώνουν ότι κάτι λείπει, κάτι έχει παραλείψει ο Καβάφης. Από πού είναι όμως ο στίχος;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Επικαιρότητα, Καβαφικά, Μεταφραστικά, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , | 264 Σχόλια »

Ο Μποστ και οι αγκυλωτοί σταυροί (1960)

Posted by sarant στο 15 Οκτωβρίου, 2013

Καιρό έχουμε να βάλουμε σκίτσο του Μποστ. Το καλοκαίρι, και ως τις αρχές Σεπτεμβρίου, έβαζα κάθε Παρασκευή, αλλά ήδη πέρασε ένας μήνας χωρίς σκίτσο του. Το σημερινό σκίτσο φυσικά αφορά ένα γεγονός του 1960, όμως δεν είναι εντελώς άσχετο με την επικαιρότητα, στην οποία βρίσκεται και σήμερα μια νεοναζιστική συμμορία, που βέβαια στις μέρες μας έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο από το να ζωγραφίζει σβάστικες.

Το σκίτσο που θα σας παρουσιάσω, επιπλέον. είναι αρκετά δυσεύρετο. Παρά το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του Μποστ από τα χρόνια 1959-1961 έχει συμπεριληφθεί στα τρία άλμπουμ που έβγαλε, στο τέλος της κάθε χρονιάς, μερικά σκίτσα, όπως αυτό εδώ, πέσανε σε μια χαραμάδα, μπορούμε να πούμε, και δεν μπήκαν στο άλμπουμ του 1960. Τι συνέβη; Ο Μποστ, ως και τον Ιανουάριο του 1960 συνεργαζόταν με τον ΔΟΛ, σκιτσάροντας για τον Ταχυδρόμο, το περιοδικό του Ομίλου, που με διευθυντή τον Γ.Π.Σαββίδη είχε φτάσει σε ζηλευτά επίπεδα ποιότητας. Ο Σαββίδης ήταν άλλωστε που ενθάρρυνε τον Μποστ να αυτονομηθεί από την εικονογράφηση των ιστοριών του Τσιφόρου και να κάνει πολιτικό σκίτσο, στη στήλη Το μποστάνι του Μποστ. Όμως, τον Ιανουάριο του 1960 ο Μποστ έφυγε από τον ΔΟΛ για την Ελευθερία (και τη Μακεδονία, και άλλα έντυπα) και στο άλμπουμ που έβγαλε στο τέλος του 1960 δεν θέλησε (ή δεν του επέτρεψαν; δεν ξέρω) να συμπεριλάβει τα λίγα σκίτσα του Γενάρη, που είχε κάνει στον Ταχυδρόμο πριν αποχωρήσει.

Ιδού το σκίτσο, που δημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο το Σάββατο 9 Ιανουαρίου 1960. Το έχω φωτογραφήσει εγώ, άρα άσκημα και δεν ξέρω αν παίρνει γιατρειά. αλλά ευτυχώς μια φίλη του ιστολογίου το σουλούπωσε:

mpost-swastikas-copy

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Γελοιογραφίες, Μποστ, Πρόσφατη ιστορία, αντισημιτισμός | Με ετικέτα: , , , , , | 70 Σχόλια »

Ποιος γέλασε τελευταίος;

Posted by sarant στο 20 Ιανουαρίου, 2013

 

Τις Κυριακές έχουμε συνήθως θέμα φιλολογικό, και το σημερινό μας φιλολογικό είναι, παρά τον ελαφρώς αινιγματικό τίτλο του. Ξέρουμε ότι κατά την παροιμία γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, αλλά εδώ ζητάμε να μάθουμε ποιος γέλασε τελευταίος. Βέβαια, για κάποιον που ξέρει καλά την ποίηση του μεσοπολέμου, η ερώτηση δεν είναι μυστηριώδης, και η απάντηση ίσως να είναι προφανής.

Βέβαια, αρχικά το ερώτημα δεν είχε διατυπωθεί ακριβώς έτσι, αλλά σε χρόνο μέλλοντα. Ποιος θα γελάσει τελευταίος; Ή, για να το αναπαράξω (σικ, είπαμε) όπως ακριβώς ειπώθηκε αρχικά, «ποιος τελευταίος θα γελάσει;»

Θα το καταλάβατε, είναι ο τελευταίος στίχος του ποιήματος του Κ. Καρυωτάκη «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», που ο ποιητής το ονόμασε έτσι επειδή όλες οι ρίμες του αρχίζουν από το γράμμα άλφα, και που είναι μια σαρκαστική επίθεση προς έναν άλλον ποιητή, τον Μιλτιάδη Μαλακάση. Θα το έχετε σίγουρα ακούσει:

karyotkyr2

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα,
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;

Το ποίημα περιλαμβάνεται στην τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, την «Ελεγεία και σάτιρες», αλλά είχε προδημοσιευτεί, μαζί με το ποίημα «Σταδιοδρομία», στην εφημερίδα «Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος», στις 20 Νοεμβρίου 1927. Το άλλο ποίημα είχε κι αυτό έναν σαρκαστικό υπαινιγμό για άνθρωπο των γραμμάτων, την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, αλλά το έχω παρουσιάσει σε παλιότερο άρθρο μου, το οποίο αναπόφευκτα έχει κάποια κοινά στοιχεία με το παρόν ποίημα. Όπως έλεγα σε εκείνο το παλιότερο άρθρο, η Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος ήταν μια βραχύβια αλλά ποιοτική κυριακάτικη εφημερίδα (σαν περιοδικό) που έβγαινε το 1927 από τον οργανισμό Λαμπράκη. Είχε εκλεκτή φιλολογική ύλη με συνεργασίες των γνωστότερων Ελλήνων λογοτεχνών της εποχής.

Ο Καρυωτάκης συνεργαζόταν με την «Κυριακή» και εκεί είχε προδημοσιεύσει και άλλα ποιήματά του. Παρεμπιπτόντως, στο αναλυτικό χρονολόγιο Καρυωτάκη, που έχει συντάξει ο Γ.Π.Σαββίδης (στον β’ τόμο των Απάντων Καρυωτάκη, από τις εκδ. Ερμής), η δημοσίευση των 2 ποιημάτων στην Κυριακή έχει ξεχαστεί, ενώ οι άλλες αποδελτιώνονται.

Όπως βλέπετε κάτω από το ποίημα, ο Καρυωτάκης έκρινε σκόπιμο να βάλει απολογητική υποσημείωση στην οποία διευκρινίζει: “Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο“. Και δυο μέρες αργότερα, ίσως επειδή έκρινε ανεπαρκή τη διευκρίνιση, έστειλε γράμμα στον Μαλακάση, με το οποίο του ζήτησε συγνώμη και χαρακτήρισε “μια τρέλα” το ποίημά του, τρέλα στην οποία τον παρέσυραν “κυρίως οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας”.

Βρισκόμαστε στα τέλη του 1927. Ο Καρυωτάκης είναι ένας 31χρονος ανερχόμενος ποιητής, με δυο συλλογές στο όνομά του που δεν έκαναν και πολύ μεγάλη εντύπωση, αν και όσοι παρακολουθούσαν τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του 1920 θα είχαν ήδη διαβάσει τα περισσότερα από τα ποιήματα της τρίτης συλλογής του, που τον καθιέρωσε. Ο Μαλακάσης κοντεύει τα εξήντα (γεννήθηκε το 1869), είναι καταξιωμένος και πασίγνωστος ποιητής, πρόσφατα (1924) τιμημένος με το Αριστείο Γραμμάτων. Από πλούσια οικογένεια, μπόρεσε να αφιερωθεί στη λογοτεχνία χωρίς να νοιάζεται για τον βιοπορισμό, συμμετέχει στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας και, πράγματι, φοράει και μονόκλ.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Μικροφιλολογικά, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 105 Σχόλια »

Όταν ο Βάρναλης συνάντησε τον Καβάφη

Posted by sarant στο 9 Δεκεμβρίου, 2012

Ο τίτλος του σημερινού φιλολογικού μας άρθρου είναι κάπως παραπλανητικός, αφού δεν εννοεί κυριολεκτική συνάντηση αλλά ποιητική. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν οι δυο μεγάλοι ποιητές μας συναντήθηκαν ποτέ με σάρκα και οστά. Αν συναντήθηκαν, αυτό θα έγινε στην επίσκεψη του Καβάφη στην Αθήνα όταν ήταν άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, έναν χρόνο πριν πεθάνει, το 1932. Ποιητικά όμως συναντήθηκαν τουλάχιστον δύο φορές και μία από αυτές θα δούμε σήμερα. Επίσης, πολλές φορές συναντήθηκαν φιλολογικά, δηλαδή πολλές φορές έγραψε ο Βάρναλης για τον Καβάφη, ενώ μια φορά υπέγραψε ο Καβάφης για τον Βάρναλη, ίσως τη μοναδική φορά στη ζωή του που υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας.

Βοήθημα για το σημερινό μου άρθρο έχω ένα βιβλίο για το οποίο σας έχω ήδη μιλήσει, το βιβλίο του φίλου Ηρακλή Κακαβάνη “Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του”, που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη από τις εκδόσεις “Εντός”. Το βιβλίο αυτό άλλωστε πρόκειται να παρουσιαστεί, την παραπάνω Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου 2012, στις 7 μ.μ. στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΔΟΕΑΠ (Σισίνη 18 & Ηριδανού, πίσω απ’ το Χίλτον). Θα μιλήσουν για το βιβλίο ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, ο Χρίστος Αλεξίου (καθηγητής νεοελλ. λογοτεχνίας στο Μπέρμινχαμ), η ποιήτρια και φίλη Σοφία Κολοτούρου και εγώ. Μελοποιημένα τραγούδια του Βάρναλη θα τραγουδήσει ο Γιώργος Σαρρής, ενώ θα παιχτεί και ένα σατιρικό σκετς που βασίζεται σε έναν διάλογο του Βάρναλη (που υπάρχει στο βιβλίο). Νομίζω πως θα είναι καλή ιδέα να ρθείτε. Αλλά ας προχωρήσω στις συναντήσεις Καβάφη και Βάρναλη.

Προπολεμικά, η Αίγυπτος, και ειδικά η Αλεξάνδρεια, ήταν μεγάλο πνευματικό κέντρο του ελληνισμού. Η ευμάρεια της ελληνικής παροικίας έδινε τη δυνατότητα να εκδίδονται λαμπρά περιοδικά, με τα οποία έσπευδαν να συνεργαστούν οι καλύτεροι ελλαδίτες λογοτέχνες -για κάποιους μάλιστα που βιοπορίζονταν από την πένα τους, όπως ο Δημ. Βουτυράς, τα αλεξαντριανά περιοδικά ήταν σημαντικό βοήθημα. Ο Βάρναλης συνεργαζόταν από παλιά με περιοδικά της Αλεξάνδρειας, και στην Αλεξάνδρεια εξέδωσε τα δυο πρώτα του βιβλία, την ποιητική σύνθεση «Το φως που καίει» (1922) και το πεζό «Ο λαός των μουνούχων» (1923), και τα δυο από τις εκδόσεις του Στέφανου Πάργα που έβγαζε και το περιοδικό «Γράμματα», και τα δυο με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, θελημένα προκλητικό. Ψευδώνυμο, επειδή σαν δημόσιος υπάλληλος που ήταν, χρειαζόταν αυτό το φύλλο συκής -βέβαια, οι παροικούντες τη φιλολογική Ιερουσαλήμ ήξεραν με σιγουριά ποιος είναι ο Τανάλιας, αν και όχι όλοι. Ο Καζαντζάκης, ας πούμε, που δεν του άρεσε καθόλου το Φως που καίει, δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι ο Τανάλιας ήταν ο Βάρναλης.

Το 1924, ο Βάρναλης που είχε σταλεί στο Παρίσι με υποτροφία, επιστρέφει στην Αθήνα για να διδάξει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τον ένα από τους δύο πυλώνες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που είχε δρομολογήσει η επανάσταση του 1922. Με διευθυντή τον Δημ. Γληνό, η Ακαδημία, στην οποία μετεκπαιδεύονταν καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, ήταν το αντίπαλο δέος της συντηρητικότατης γλωσσικά και πολιτικά Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου. Δίδυμο ίδρυμα το Μαράσλειο Διδασκαλείο, με διευθυντή τον Αλέξ. Δελμούζο, εκπαίδευε δασκάλους της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα δυο ιδρύματα συστεγάζονταν. Ο Βάρναλης προσκλήθηκε στην Παιδ. Ακαδημία για να διδάξει νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά λίγες μέρες μετά την έναρξη της λειτουργίας της, τον Νοέμβριο του 1924 (το Μαράσλειο είχε προηγηθεί), άρχισε από τις στηλες της Εστίας η πολεμική εναντίον της Ακαδημίας και του Γληνού, εστιασμένη στα «αντιπατριωτικά» γραφτά του Βάρναλη, δηλαδή σε επιλεγμένους στίχους από το Φως που καίει. Η επίθεση της Εστίας ήταν ένα σημείο καμπής, διότι ως τότε όλες οι επιθέσεις ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό προέρχονταν από τη βασιλόφρονα παράταξη, ενώ η Εστία ήταν φιλικά διακείμενη προς τους βενιζελικούς. (Αυτό δεν ήταν καινούργιο: και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917-20 χτυπήθηκε και από βενιζελικές εφημερίδες).

Η Εστία στη συνέχεια γενίκευσε την επίθεση, και άρχισε να επισείει τον κίνδυνο του κομμουνισμού που είχε εισχωρήσει στην εκπαίδευση γενικά και στο συγκρότημα του Μαρασλείου ειδικότερα. Τοιούτους καθηγητάς, με σαφώς αναρχικάς και κομμουνιστικάς ιδεολογίας, έχει σήμερον το Μαράσλειον Διδασκαλείον, όπως –φευ!– τους έχει όλος ο επίσημος εκπαιδευτικός κλοιός. Και οι καθηγηταί ούτοι δεν παύουν να εκφράζουν δημοσία, κατά τρόπον προκαλούντα κοινόν σκάνδαλον, τας ιδεολογίας των αυτάς. Τότε ήταν που στάλθηκε και στον πρωθυπουργό, τον Ανδρ. Μιχαλακόπουλο, το Φως που καίει του Βάρναλη, με την επισήμανση «Το κτήνος είναι και κωφόν» και την υπόδειξη ποιες σελίδες να διαβάσει για να δει πόσο αντιπατριωτικός είναι ο Βάρναλης. Έχω γράψει για το θέμα αυτό, αν και γράφω κάτι που μπορεί να είναι λάθος. Βασισμένος σε πολύ μεταγενέστερη συνέντευξη του Βάρναλη, λέω ότι ο εθνικόφρων ρουφιάνος ήταν ο Ευστρ. Κουλουμβάκης, αλλά αν δείτε το εξώφυλλο του βιβλίου φαίνεται αν και ορνιθοσκαλισμένη η υπογραφή Κ. Ζηλεμένος.

Η τιμωρία του Βάρναλη προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες πολιτικών και λογοτεχνών, όχι μόνο αριστερών. Τον Απρίλιο του 1925 κυκλοφόρησαν δυο κείμενα διαμαρτυρίας, ένα από πολιτικούς και λογίους της Αθήνας, που το έχω ανεβάσει εδώ (υπογράφει και ο Γεώργιος Παπανδρέου), και άλλο ένα από λογίους της Αλεξάνδρειας, που μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ και που ο φίλος SpyrosZer είχε την καλοσύνη να το μεταγράψει και το παραθέτω στο τέλος (κι αν κάποιος φιλοτιμηθεί να τη μεταγράψει, ας το δηλώσει στα σχόλια κι ας μου στείλει το κείμενο να το ανεβάσω). Στο αλεξανδρινό κείμενο φιγουράρει και η υπογραφή του Κ.Π.Καβάφη -και είναι, απ’ όσο ξέρω, η μοναδική φορά που ο Καβάφης υπέγραψε συλλογικό κείμενο.

Διαβάζω στο βιβλίο του Κακαβάνη ένα απόσπασμα από άρθρο του Μαν. Γιαλουράκη, ο οποίος λέει ότι ο Καβάφης αρχικά δεν ήθελε να υπογράψει -πράγματι, τέτοια διαβήματα δεν ήταν στον χαρακτήρα του- αλλά οι φίλοι του τον μεταπείσανε όταν του θυμίσανε πόσο επαινετικά είχε εκφραστεί ο Βάρναλης για το έργο του. Ωστόσο, συνεχίζει ο Γιαλουράκης, ο Καβάφης έθεσε όρο να αμβλυνθεί το κείμενο, και μάλιστα το τροποποίησε ο ίδιος. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να βρίσκαμε την αρχική μορφή και να βλέπαμε ποιες τροποποιήσεις έκανε ο Καβάφης, αλλά μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ…

Ο Βάρναλης έδωσε πολύ μεγάλη σημασία στη στήριξη του Καβάφη. Έγραψε στον φίλο του τον Πάργα ευχαριστήρια επιστολή, οι δυο από τις τρεις παραγράφους της οποίας είναι αφιερωμένες στον Καβάφη: Κάμετέ μου τη χάριν να ευχαριστήσετε όλους από μέρους μου και ξεχωριστά το μοναδικό ποιητή Κ.Π.Καβάφη, για τον οποίον ο θαυμασμός μου είναι αδιάπτωτος από την πρώτη στιγμή που γνωρίσθηκα παιδί ακόμα με την τέχνη του.

Μέσα στην ομοιόμορφη νεοελληνική ποίησι, που κ’ εγώ είμαι ένας σαν τους άλλους, κανείς δεν μίλησε οικειότερον στην ψυχή μου από τον κ. Καβάφη…»

Δεν είναι και μικρό πράγμα τέτοιοι έπαινοι, και δεν οφείλονται στο αίσθημα ευγνωμοσύνης για τη στήριξη. Ο Βάρναλης και αργότερα δεν έπαψε να εκφράζεται πολύ επαινετικά για την ποίηση του Καβάφη -«Μοναδικός, ανόμοιαστος και ανεπανάληπτος» είναι ο τίτλος του άρθρου του στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1963. Και σε συνέντευξη του 1959 κάνει την εξής διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον ποιητή: Ο Καβάφης είναι πολύ βαθύς και πολύ ανθρώπινος ποιητής. Κατά βάθος βέβαια, πεσσιμιστής και αμοράλ, και όχι αγωνιστής.

Ο Βάρναλης έγραψε δυο ποιήματα που απαντούν άμεσα σε καβαφικά ποιήματα. Να πούμε εδώ ότι ο Καβάφης, το έχω ξαναγράψει, είναι με μεγάλη διαφορά, ο ποιητής μας εκείνος που τα ποιήματά του έχουν παρωδηθεί περισσότερο από κάθε άλλον. Άλλες παρωδίες ή μιμήσεις είναι χλευαστικές, όπως του Φώτου Πολίτη, άλλες είναι κολακευτικές, όπως του Λαπαθιώτη, ενώ άλλοι χρησιμοποίησαν το καβαφικό ύφος σαν όχημα για σάτιρα άλλων καταστάσεων, όπως ο Ξ. Κοκόλης, που τον χάσαμε πρόσφατα. Τα ποιήματα του Βάρναλη δεν είναι παρωδίες, ούτε μιμήσεις ύφους του Καβάφη, είναι ποιητικές απαντήσεις σε καβαφικά ποιήματα.

Το πρώτο ποίημα έχει τίτλο «Ντενσουάι 27 Ιουνίου 1906», που παραπέμπει απευθείας στον τίτλο του καβαφικού ποιήματος («27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.«) Δεν θα παραθέσω το βαρναλικό ποίημα, μπορείτε να το βρείτε εδώ. Να προσεχτεί ότι το καβαφικό ποίημα δεν ανήκει στα 154 αναγνωρισμένα, το έφερε στην επιφάνεια ο Στρ. Τσίρκας και το δημοσίευσε στο τεύχος Δεκεμβρίου 1963 της Επιθεώρησης Τέχνης (που ήταν αφιερωμένο στον Καβάφη). Αυτή η δημοσίευση έδωσε στον Βάρναλη το έναυσμα για να συνθέσει το δικό του ποίημα, που δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό δυο μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1964, με υπότιτλο «ήγουν παντού τα πάντα κι όποιοι» και αφιέρωση στον Τσίρκα. Ο Βάρναλης αφηγείται το ίδιο γεγονός αλλά πολύ εκτενέστερα. Ο Καβάφης εστιάζεται στον θρήνο της μάνας και στο εφηβικό σώμα, ο Βάρναλης καταγγέλλει το έγκλημα των αποικιοκρατών.

Το δεύτερο ποίημα του Βάρναλη γράφτηκε ως απάντηση στο πασίγνωστο καβαφικό «Η πόλις» και χρησιμοποιεί σαν υπότιτλο τον γνωστότερο στίχο του, «δεν έχει πλοίο για σε δεν έχει οδό». Ο Βάρναλης το έγραψε τον Νοέμβριο του 1968 (ογδονταπέντε χρονών) και το χάρισε στον Γ. Σαββίδη. Περιλαμβάνεται στη συλλογή «Οργή λαού» που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του ποιητή σε επιμέλεια Σαββίδη, αλλά αποτελεί και οργανική συνέχεια της προηγούμενης συλλογής «Ελεύθερος κόσμος», όπως επισημαίνει ο Σαββίδης σε ένα άρθρο του. Όπως μας πληροφορεί ο Κακαβάνης, μια δεύτερη μορφή, με κάποιες αλλαγές, γράφτηκε τον Φλεβάρη του 1969 και δημοσιεύτηκε το 1972 στο λογοτεχνικό κυπριακό περιοδικό «Νέα εποχή».

Ο Βάρναλης διαφωνεί συμφωνώντας με τον Καβάφη. Και να μπορέσει να φύγει από την Πόλιν, τα ίδια θα βρει και αλλού, εκτός αν αλλάξει δρόμο στη ζωή του και ακολουθήσει την οδό της κοινωνικής αλλαγής.

Ο τίτλος, Ελευθερίης φάος ιρόν, δεν πρέπει να υπάρχει στην αρχαία γραμματεία ή τουλάχιστον δεν τον βρήκα πουθενά. (Ο Σαββίδης δεν αναφέρεται σ’ αυτό το θέμα). Θα πει, βέβαια, Ελευθερίας ιερό φως.

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΗΣ ΦΑΟΣ ΙΡΟΝ…»
           
                                    δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό
                                                                                    ΚΑΒΑΦΗΣ
 
 
            – Πια δεν μπορώ! Θα φύγω φτερωτός
            στον «ελεύθερον κόσμο του φωτός»!
            (Όχι Άφρικα κι Ασία! Καθημερνά
            φωτιά κι ατσάλι ο Αθάνατος κερνά.)
           
            Θα γεννηθώ ξανά, όπως θέλω, κι όσο
            μπορώ και θέλω εγώ να μεγαλώσω!
            (Ιδού στάδιον δόξης σου λαμπρόν,
            αθάνατη λεξούλα του Καμπρόν!)
           
            – Αν απ’ εδώ σ’ αφήσουν κι αν εκεί
            σε δεχτούνε, θ’ αλλάξεις φυλακή.
            Ανάσα πουθενά του δουλευτή
            που προσκυνά, ο φτωχός, να βολευτεί.
           
            Χιλιάδες μίλια πέρα, αιώνες πίσω,
            φτηνά το κρέας πουλιέται τ’ ανθρωπίσο.
            Ξέν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
            δεν έχουνε πατρίδα, οχτροί και μούλοι!
           
            Όπου να πας, ξένος και δούλος, κι όπου
            σταθείς, θα χάνεις κάθε αξία τ’ ανθρώπου.
            Αλλού να γεννηθείς κι αλλού να πας,
            παντού θα σε χτυπούν, αν δε χτυπάς!
           
            Πουθενά δε θα μείνεις. Κάθε λίγο
            θα παίρνεις το δισάκι σου: «Θα φύγω!»
            Οι αλυσίδες σου στο ’να το σακί,
            στ’ άλλο ο τάφος σου – κι ώρα σου κακή!
           
            Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
            Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ.
            Κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού!
            Όλα τα ’χεις, γιατί να πας αλλού;
           
            (ψιθυριστά)
           
            Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκιο νόμο,
            δεν είν’ εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο!

Υ.Γ.

Το κείμενο διαμαρτυρίας των λογίων της Αλεξάνδρειας, που πληκτρολόγησε ο φίλος SpyrosZer, παρατίθεται εδώ (με διατήρηση της ορθογραφίας πλην πολυτονικού):

 

                                                   ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

                                                            ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ

   ΜΙΑ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

Με κατάπληξη έμαθε μία μεγάλη μερίς των διανοουμένων Αλεξάνδρειας  ότι η Εκπαιδευτική Επιτροπή του Υπουργείου της  Παιδείας κατεδίκασε σε εξάμηνο παύση τον ποιητή Κώστα Βάρναλη, καθηγητή στο Διδασκαλείον Αθηνών, για το λόγο ότι, πριν 2 ή 3 χρόνια,  εδημοσίευσε σ’ ένα βιβλίο του «Το φως που καίει»,  μερικούς στίχους που θίγουν, κατά την αντίληψη των κριτών του,  την ιδέα της πατρίδας.

Διερωτώμεθα αν η πειθαρχική αυτή τιμωρία του ποιητού,  που κατέφθασε με μια τέτοια παράξενη αργοπορία,  σημαίνει την απαρχή στην Ελλάδα, διωγμών κατά του πνεύματος και της ελευθερίας του λόγου,  εάν έπρεπε να εγκαθιδρυθή στον τόπο μας το πολίτευμα της  «Ελευθερίας» και της «Προόδου», η Δημοκρατία, για να καταδιωχθεί ένας ποιητής, γιατί διετύπωσε μιαν ιδέα που δεν αρέσει στους επισήμους, εάν το κράτος εννοεί να νομοθετήση επίσημη έκφραση ωρισμένων ιδεών…

Και από την άλλη μεριά, με περιέργεια και ανησυχία θέλομε να μάθωμε εάν οι κύριοι δικασταί της Εκπαιδευτικής Επιτροπής ανεκάλυψαν,  για την ιδέα της πατρίδος, τον απαρασάλευτο τύπο του ορθόδοξου ορισμού και απάνω εις αυτόν εμέτρησαν την ποιητική έκφραση που της έδωσε ο Βάρναλης  και την βρήκαν λανθασμένη, εγκληματική ….

Ελησμόνησαν άραγε οι κύριοι δικασταί  ότι ανέκαθεν οι καταδικασθέντες για τις ιδέες τους  ελατρεύτηκαν ως θεοί ή ήρωες του πνεύματος, μερικούς αιώνες ή και μερικές γενεές μόνο, κατόπιν;

Εάν η ποιητική έκφρασις του Βάρναλη είναι λανθασμένη, δεν θ’ αρκούσαν για να το αποδείξουν, εμπρός στα μάτια του λαού οι επίσημοι και μη διανοούμενοι, και να καταστρέψουν έτσι την αίρεση, με τα ίδια τους όπλα;

Έπρεπε να διαταχθή κατά του ποιητού η σκληρή, βάρβαρη ποινή της εξαμήνου πείνας;

Έπρεπε να τιμωρηθή το πνεύμα γιατί, στην έρευνά του, διετύπωσε μιαν έκφραση που επλήγωσε ορθές ή στραβές αντιλήψεις  μερικών ανώτερων υπαλλήλων του Υπουργείου της Παιδείας που ανέλαβαν να την κρίνουν;

Διαμαρτυρόμεθα και εκφράζομε στον Κώστα Βάρναλη  όλη τη συμπάθειά μας γιατί, εργάτης του πνεύματος, υπακούσας  στη σκέψη του και την συγκίνησή του, εξέφρασε μίαν αντίληψή του και χτυπήθηκε γι’ αυτό με ανάρμοστη τιμωρία.

Υψώνομε την διαμαρτυρία μας προς το Κράτος και τους υπευθύνους και τους ζητούμε, για τη τιμή τους, ν’ ανακαλέσουν και ν’ ακυρώσουν την απόφαση της Εκπαιδευτικής Επιτροπής.

Αλεξάνδρεια 13 Απριλίου 1925

Υπέγραψαν:

Β. Αθανασόπουλος, Γλαύκος Αλιθέρσης, Αγ. Αριστοκλής, Γ. Βρισιμιτζάκης, Σ. Γιαννακάκης, Δρ. Θ. Γεωργίου, Δ. Ευαγγέλου, Κ. Π. Καβάφης, Γ. Κιτρόπουλος, Απόστολος Λεοντής, Δ. Λίτσας,  Κ. Δ. Μακρής, Τίμος Μαλάνος,  Αθανάσιος Μαρσέλος, Πόλυς Μοδινός, Παύλος Μύρτης, Νικόλαος Νικολαίδης, Θ. Ξανθόπουλος, Στεφ. Πάργας, Β. Πασχαλίδης, Β. Παυλίδης, Μ. Περίδης, Γ. Πετρίδης, Γ. Πιερίδης, Αλεκ. Σκούφας, Δρ. Α. Σκουφόπουλος.

 

Posted in Βάρναλης, Γλωσσικό ζήτημα, Δημοτικισμός, Εκπαίδευση, Εκδηλώσεις, Καβαφικά, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Παρουσίαση βιβλίου, Ποίηση, Φιλολογία | Με ετικέτα: , , , , , , , | 89 Σχόλια »

Στα εγκαίνια της κοριτσίστικης ελικιάς: ένα αθησαύριστο (;) ποίημα του Κώστα Βάρναλη

Posted by sarant στο 27 Νοεμβρίου, 2011

Ο Βάρναλης νέος (η φωτογραφία από το εξαιρετικό αφιέρωμα του περιοδικού "Θέματα Παιδείας")

Κυριακή σήμερα, φιλολογικό το θέμα. Το άρθρο που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα Αυγή, την περασμένη Κυριακή 20.11.2011.

Αθησαύριστο ποίημα είναι το ποίημα που δεν έχει καταγραφεί μετά την πρώτη του δημοσίευση σε περιοδικό ή εφημερίδα — αν δεν έχει καν εκδοθεί και το βρίσκουμε στα χαρτιά του ποιητή, πρέπει να το πούμε, θαρρώ, ανέκδοτο. Βέβαια, επειδή για τους περισσότερους ποιητές μας δεν υπάρχει πλήρης βιβλιογραφία, πάντοτε έχουμε μια επιφύλαξη αν κάποιο έργο τους είναι όντως αθησαύριστο — εξού και το ερωτηματικό στον τίτλο.

Ο Κώστας Βάρναλης (1883-1974) ποτέ δεν προχώρησε σε συγκεντρωτική έκδοση των νεανικών ποιημάτων του που βρίσκονταν σκορπισμένα σε διάφορα έντυπα, δηλαδή που δεν είχαν συμπεριληφθεί σε κάποια συλλογή του (Κηρήθρες, 1904, μέχρι πριν από λίγα χρόνια λάνθανε· Πυθμένες, 1905) ή στις μεγάλες ποιητικές του συνθέσεις. Όταν το 1956 εξέδωσε τα Ποιητικά του στον Κέδρο, πλάι στις δυο μεγάλες ποιητικές του συνθέσεις (Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι) παρέθεσε και μια εκλογή από τα άλλα ποιήματά του, «όσα νόμιζα πως μπορούσανε να δούνε το φως», μεταξύ των οποίων «μερικά νεανικά (ξαναδουλεμένα, όσο σηκώνανε) που χαραχτηρίζουνε την πνευματική πορεία όχι μόνο τη δικιά μου παρά και της εποχής εκείνης».

Σε αυτή την εκλογή ο Βάρναλης στάθηκε εξαιρετικά φειδωλός, αφήνοντας απέξω πολλά εξαιρετικά ποιήματα· ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου θυμάται πως ο Βάρναλης «με πολλούς δισταγμούς, φοβερά δύσπιστος, αποφάσιζε να συμπεριλάβει κάποιο απ’ αυτά τα παλιά» ποιήματα στα Άπαντά του, που ο ίδιος ο Παπαϊωάννου κρίνει πως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «άπαντα». Αιτία των δισταγμών δεν ήταν τόσο η αισθητική αξία των ποιημάτων όσο το γεγονός ότι ο ποιητής, μετά την ιδεολογική του στροφή απέρριπτε το προηγούμενο έργο του.

Το 1975, δηλαδή μετά τον θάνατο του Βάρναλη, ο Γ.Π.Σαββίδης, που πίστευε ότι στη δημοσιευμένη το 1956 εκλογή «αδικείται υπερβολικά η πρώτη ποιητική του περίοδος», παρουσίασε στο (πολύ δυσεύρετο σήμερα) περιοδικό Ηριδανός (τχ. 1) μερικά αθησαύριστα νεανικά ποιήματα του Βάρναλη, ενώ, στο επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδικού, ο Αλέξανδρος Αργυρίου πρόσθεσε ακόμα περισσότερα, ώστε ο συνολικός αριθμός να φτάνει περίπου στα 40 αθησαύριστα ποιήματα. Αργότερα, ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου δημοσίευσε τρία αθησαύριστα σονέτα (άρθρο στο περιοδικό Πολιτιστική, 1984) και μια παρωδία, με αποτέλεσμα να έχει συγκεντρωθεί ένα πολύ αξιόλογο σώμα ποιημάτων, που δεν έχουν συμπεριληφθεί σε καμιά συγκεντρωτική έκδοση σε βιβλίο. Τη δεκαετία του 1990 ο Γιάννης Δάλλας επανεξέδωσε, με υποδειγματική φιλολογική επιμέλεια, τις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του Βάρναλη, όμως τα μεμονωμένα ποιήματα παραμένουν ασυγκέντρωτα και έτσι απρόσιτα στο ευρύ κοινό.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Αθησαύριστα, Βάρναλης, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , | 13 Σχόλια »

Ο Εξαγνισμός του Κώστα Βάρναλη, ένα διπλά διπλό ποίημα

Posted by sarant στο 5 Φεβρουαρίου, 2011

Για τους ασχολούμενους με τη φιλολογία και τον Βάρναλη: στο τέλος έχω μιαν απορία, αν μπορείτε βοηθήστε.

Στις αρχές του χρόνου, γράφοντας για τον Μποναμά, ένα πρωτοχρονιάτικο ποίημα του Κώστα Βάρναλη, είχα αναφερθεί στο εντυπωσιακό γεγονός ότι για έναν τόσο μεγάλο ποιητή δεν υπάρχουν ακόμη συγκεντρωμένα σε έναν τόμο τα ποιήματά του. Η συγκεντρωτική έκδοση του 1956, που αυτή ακόμα επανεκδίδεται σήμερα, ήταν ελλιπέστατη, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του ποιητή, ο οποίος απέκλεισε πάρα πολλά παλιότερα ποιήματά του, είτε επειδή δεν τον ικανοποιούσαν πλέον αισθητικά, είτε επειδή δίσταζε να τα δημοσιέψει εκείνα τα πέτρινα χρόνια.

Στο μεταξύ, έχουν εκδοθεί σε υποδειγματικές φιλολογικές εκδόσεις από τον Γιάννη Δάλλα τα μεγάλα ποιητικά έργα του Βάρναλη, δηλ. το «Φως που καίει» και οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι», έχουν βρεθεί και επανεκδοθεί πρωτόλεια και νεανικά του έργα (οι ποιητικές συλλογές Πυθμένες και Κερήθρες), έχουν εκδοθεί και επανεκδοθεί τα στερνά του ποιήματα (Ελεύθερος κόσμος και Οργή λαού), μέχρι και μια επιλογή από τα κατοχικά χρονογραφήματα του Βάρναλη εξέδωσε πρόσφατα ο Γ. Ζεβελάκης (και είναι πολύ αξιόλογα, σας συνιστώ τα Φέιγ βολάν της Κατοχής), αλλά πολλά ποιήματα της ωριμότητάς του, όσα δεν περιλήφθηκαν στην έκδοση του 1956, παραμένουν ανέκδοτα σε μορφή βιβλίου!

Όχι άγνωστα, μια και τα έχουν μαζέψει και δημοσιέψει το 1975 στο πρδ. Ηριδανός ο Αλ. Αργυρίου και ο Γ.Π.Σαββίδης (αν και δεν είναι πλήρης η συλλογή τους), αλλά πάντως απρόσιτα στο ευρύ κοινό (ή ακόμα και στο στενό: ποιος έχει τον Ηριδανό; Ελάχιστοι).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Posted in Βάρναλης, Μυτιλήνη, Πρόσφατη ιστορία, Παρωδίες, Ποίηση | Με ετικέτα: , , , , , , , , | 31 Σχόλια »